Σάββατο, 13 Σεπ, 2025

Διχασμός στους Ρεπουμπλικανούς για τη σύγκρουση Ισραήλ–Ιράν

Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε ότι ο πολιτικός σχολιαστής Τάκερ Κάρλσον τον κάλεσε για να του ζητήσει συγγνώμη σχετικά με τις πρόσφατες επικρίσεις του για τη σύγκρουση Ισραήλ-Ιράν, την ώρα που στους κόλπους των Ρεπουμπλικανών εντείνονται οι διαφωνίες για την πιθανότητα εμπλοκής ή μη των ΗΠΑ στον πόλεμο.

Ο Τραμπ ανέφερε πως ο Κάρλσον τον πήρε τηλέφωνο για να του εκφράσει τη μεταμέλειά του, επειδή, όπως είπε, είχε κάνει δηλώσεις που θεωρούσε υπερβολικά σκληρές, προσθέτοντας ότι εκτίμησε τη συγγνώμη.

Ο Κάρλσον, πρώην παρουσιαστής του Fox News και πλέον ανεξάρτητος δημοσιογράφος, έχει ταχθεί ανοιχτά κατά της αμερικανικής στρατιωτικής εμπλοκής στη σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν.

Ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο σημειώθηκε κατά τη διάρκεια μαγνητοσκοπημένης συνέντευξης του Κάρλσον με τον γερουσιαστή Τεντ Κρουζ (Ρεπουμπλικάνος–Τέξας), υποστηρικτή της άμεσης παρέμβασης των ΗΠΑ. Στο απόσπασμα που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 17 Ιουνίου, ο Κάρλσον κατηγόρησε τον Κρουζ ότι αγνοεί τη δημογραφία και τον πληθυσμό του Ιράν.

Ο Τραμπ είχε προηγηθεί του αποσπάσματος με ανάρτηση στην πλατφόρμα Truth Social στις 16 Ιουνίου, ζητώντας — όπως έγραψε — από κάποιον «να εξηγήσει στον αλλοπρόσαλλο Τάκερ Κάρλσον ότι ‘ΤΟ ΙΡΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ ΠΥΡΗΝΙΚΑ ΟΠΛΑ’».

Στις 13 Ιουνίου, το Ισραήλ εξαπέλυσε αεροπορικές επιθέσεις σε στρατιωτικούς και πολιτικούς στόχους εντός Ιράν, κάνοντας λόγο για προληπτικό πλήγμα με στόχο να αποτραπεί η Τεχεράνη — όπως υποστήριξε — από την απόκτηση στρατιωτικής πυρηνικής δυνατότητας. Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, προειδοποίησε ότι η Περσική Δημοκρατία ενδέχεται να είναι έτοιμη να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα για πρώτη φορά.

Από την πλευρά του, ο Τραμπ έχει εκφράσει αμφιθυμία ως προς τις προθέσεις των ΗΠΑ για άμεση εμπλοκή, αν και επαναλαμβάνει σταθερά πως η απόκτηση πυρηνικών από το Ιράν είναι απαράδεκτη.

Στο μεταξύ, στελέχη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και σύμμαχοι του Τραμπ, όπως οι Τεντ Κρουζ, αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς, η ακτιβίστρια Λόρα Λούμερ, ο σχολιαστής Μαρκ Λέβιν και ο γερουσιαστής Τομ Κότεν (R-Ark.), έχουν ταχθεί υπέρ της άμεσης στρατιωτικής εμπλοκής των ΗΠΑ, προκειμένου — όπως λένε — να εξαλειφθεί κάθε πιθανότητα πυρηνικής απειλής.

Αντιθέτως, προσωπικότητες που στηρίζουν το κίνημα «Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά» (Make America Great Again – MAGA), όπως ο Κάρλσον, ο Στηβ Μπάννον και η βουλευτής Μάρτζορυ Τέυλορ Γκρην (R-Ga.), αντιτίθενται στην ιδέα στρατιωτικής επέμβασης, τονίζοντας ότι μια τέτοια κίνηση θα πρόδιδε τις προεκλογικές δεσμεύσεις του Τραμπ για αποφυγή εμπλοκής σε ξένους πολέμους.

Ερωτηθείς σχετικά με τις ενδοπαραταξιακές συγκρούσεις, ο Τραμπ επεσήμανε ότι οι υποστηρικτές του παραμένουν αφοσιωμένοι στην ατζέντα «Πρώτα η Αμερική» και δεν επιθυμούν να δουν το Ιράν να αποκτά πυρηνικά όπλα.

Υπέρ της παρέμβασης

Όσοι τάσσονται υπέρ της εμπλοκής των ΗΠΑ συνδέουν την επιχειρηματολογία τους με την απειλή ενός πυρηνικά εξοπλισμένου Ιράν.

Σύμφωνα με έκθεση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας (International Atomic Energy Agency – IAEA) του ΟΗΕ, που δημοσιεύθηκε στις 13 Ιουνίου, το Ιράν είχε φτάσει σε επίπεδα εμπλουτισμού ουρανίου έως και 60%. Η Τεχεράνη δεν συνεργάζεται πλήρως με την Υπηρεσία, αρνούμενη την πρόσβαση, τις τεχνικές εξηγήσεις και την τεκμηρίωση σχετικά με τα πυρηνικά υλικά και τις εγκαταστάσεις.

Το απόθεμα που διαθέτει — πάνω από 400 κιλά εμπλουτισμένου ουρανίου — προσεγγίζει το όριο του 90% που απαιτείται για την κατασκευή πυρηνικού όπλου, ξεπερνώντας κατά πολύ το 20% που θεωρείται αποδεκτό για ειρηνική χρήση. Αν και δεν έχει φτάσει ακόμη σε επίπεδο παραγωγής όπλων, εκτιμάται ότι το Ιράν μπορεί να κατασκευάσει βόμβα εντός ημερών ή εβδομάδων.

Ο Τραμπ και αρκετοί σύμμαχοί του, αλλά και πολιτικοί του αντίπαλοι, υποστηρίζουν ότι η απόκτηση πυρηνικών από την Τεχεράνη είναι «κόκκινη γραμμή», καθώς πολλοί θεωρούν πιθανό να χρησιμοποιηθούν άμεσα κατά του Ισραήλ ή ακόμη και κατά των ΗΠΑ.

Ο γερουσιαστής  έγραψε σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Χ ότι το ιρανικό καθεστώς έχει σκοτώσει χιλιάδες Αμερικανούς, έχει κρατήσει ομήρους και διακηρύσσει συνθήματα όπως «Θάνατος στην Αμερική», καταλήγοντας ότι οι ΗΠΑ δεν πρέπει να επιτρέψουν σε τρομοκράτες να αποκτήσουν πυρηνικά.

Ο γερουσιαστής Λίντσεϋ Γκράχαμ (R-S.C.) υποστήριξε ότι αν αποτύχει η διπλωματία, ο πρόεδρος Τραμπ πρέπει να βοηθήσει το Ισραήλ να «ολοκληρώσει το έργο», προσφέροντας στρατιωτική υποστήριξη, ακόμη και με άμεση συμμετοχή.

Ακόμη και ο Βανς, ο οποίος κατά κανόνα ακολουθεί μη παρεμβατική εξωτερική πολιτική, εξέφρασε ανησυχία για το γεγονός ότι το Ιράν εμπλουτίζει ουράνιο πέραν των ορίων που απαιτούνται για ειρηνική χρήση, καλώντας παράλληλα τους υποστηρικτές του Τραμπ να εμπιστευθούν την κρίση του.

Ο Βανς τόνισε ότι ο Τραμπ ενδέχεται να κρίνει αναγκαία κάποια ενέργεια για να τερματιστεί η ιρανική προσπάθεια και πρόσθεσε ότι έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο συγκεκριμένο ζήτημα.

Κατά της επέμβασης

Από την άλλη πλευρά, πολλές φωνές εντός του κινήματος MAGA εκφράζουν ανησυχίες για το ενδεχόμενο εμπλοκής των ΗΠΑ στη σύγκρουση.

Οι επικριτές επισημαίνουν ότι κάτι τέτοιο θα πρόδιδε τις μη επεμβατικές αρχές στις οποίες στηρίχθηκε η εκστρατεία Τραμπ το 2024. Αρκετοί κάνουν αναφορές στον πόλεμο του Ιράκ υπό τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους, όπου ο ισχυρισμός περί όπλων μαζικής καταστροφής δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ.

Παράλληλα, υποστηρίζουν ότι οι αμερικανικές εκτιμήσεις δεν συμφωνούν πάντα με εκείνες της IAEA. Στις 26 Μαρτίου, η επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, Τάλσι Γκάμπαρντ, κατέθεσε στην Επιτροπή Πληροφοριών της Βουλής ότι, κατά την εκτίμηση των υπηρεσιών, το Ιράν δεν κατασκευάζει πυρηνικά όπλα και ότι ο ανώτατος ηγέτης Χαμενεΐ δεν έχει εγκρίνει την επανεκκίνηση του σχετικού προγράμματος από το 2003.

Η βουλευτής Μάρτζορυ Τέυλορ Γκρην, από τις πιο ένθερμες υποστηρίκτριες του Τραμπ, διαφώνησε δημοσίως με τον χαρακτηρισμό «αλλοπρόσαλλος» που απέδωσε ο Τραμπ στον Κάρλσον. Σε ανάρτησή της, ανέφερε ότι ο Κάρλσον εκφράζει ξεκάθαρα τις ίδιες απόψεις με εκείνη, δηλαδή ότι οι ξένοι πόλεμοι και οι παρεμβάσεις θέτουν την Αμερική σε δεύτερη μοίρα, κοστίζουν ανθρώπινες ζωές, επιβαρύνουν την οικονομία και απειλούν την ίδια την επιβίωση της χώρας.

Κατέληξε ότι αυτές οι απόψεις δεν είναι γραφικές ή ακραίες, αλλά αποτελούν την πεμπτουσία του κινήματος «America First» («Πρώτα η Αμερική»).

Ο Στηβ Μπάννον, πρώην σύμβουλος του Λευκού Οίκου, δήλωσε ότι στηρίζει πλήρως το Ισραήλ, ωστόσο προειδοποίησε για τον κίνδυνο μονομερών ενεργειών από την πλευρά του Ισραήλ με την προσδοκία ότι οι ΗΠΑ θα εμπλακούν αυτόματα στη σύγκρουση. Τόνισε ότι η Ουάσιγκτον πρέπει να λαμβάνει αποφάσεις που υπηρετούν κατά προτεραιότητα τα αμερικανικά συμφέροντα.

Του Joseph Lord

Ο Τραμπ εξετάζει σχέδια για το Ιράν – Αναμονή για στρατιωτική εμπλοκή

Ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε στις 18 Ιουνίου πως εξακολουθεί να εξετάζει επιλογές για την αντιμετώπιση της κλιμακούμενης έντασης με το Ιράν, ωστόσο δεν έχει λάβει ακόμη τελική απόφαση.

Μιλώντας σε δημοσιογράφους πριν από συνάντηση με την ομάδα εθνικής ασφάλειας στον Λευκό Οίκο, αναφέρθηκε στην εξαήμερη ανταλλαγή πληγμάτων μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, σημειώνοντας ότι έχει ορισμένες ιδέες για το πώς πρέπει να προχωρήσει, αλλά, όπως είπε, του αρέσει να παίρνει τις τελικές αποφάσεις «ένα δευτερόλεπτο πριν την ώρα τους».

Παρατήρησε πως ειδικά σε συνθήκες πολέμου «τα πράγματα αλλάζουν» και ότι «μπορεί να περάσουν από το ένα άκρο στο άλλο», και εκτίμησε ότι το ιρανικό καθεστώς ενδέχεται να καταρρεύσει, προσθέτοντας ωστόσο πως έχει σχέδιο για κάθε ενδεχόμενο: «Έχω σχέδιο για τα πάντα, αλλά θα δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Παράλληλα, εξέφρασε τη λύπη του που η Τεχεράνη καθυστέρησε τις διαπραγματεύσεις και δεν κατέληξε σε συμφωνία εντός 60 ημερών, παρά τις προειδοποιήσεις του. Σύμφωνα με τον ίδιο, η ευκαιρία για μια δίκαιη συμφωνία έχει πλέον χαθεί, κάτι που δυσχεραίνει τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις.

Ο πρόεδρος υποστήριξε επίσης ότι τώρα οι Ιρανοί «μετανιώνουν» και επιθυμούν μία συνάντηση, αλλά πλέον είναι αργά. Θέλουν να έρθουν στον Λευκό Οίκο, είπε, αλλά αμφέβαλε αν οι ηγέτες της Τεχεράνης μπορούν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, λόγω των αναταραχών. «Δεν είναι εύκολο να φύγουν. Δεν μπορούν να βγουν», σχολίασε.

«Λίγες εβδομάδες» 

Στις 13 Ιουνίου, το Ισραήλ εξαπέλυσε ευρείας κλίμακας αεροπορικές και μη επανδρωμένες επιθέσεις κατά του Ιράν, τις οποίες Ισραηλινοί αξιωματούχοι χαρακτήρισαν ως «προληπτικό πλήγμα» για την αποτροπή της Τεχεράνης από την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων. Οι επιθέσεις προκάλεσαν ζημιές σε πυρηνικές εγκαταστάσεις και στο πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων του Ιράν, με ανώτερους στρατιωτικούς και επιστήμονες να συγκαταλέγονται μεταξύ των νεκρών.

Ως απάντηση, το Ιράν εκτόξευσε βαλλιστικούς πυραύλους και drone κατά του Ισραήλ, με τις επιθέσεις να συνεχίζονται επί έξι ημέρες. Ορισμένα από τα πλήγματα κατάφεραν να διαπεράσουν την ισραηλινή αεράμυνα, με αποτέλεσμα νεκρούς αμάχους, τραυματίες και καταστροφές.

Οι ισραηλινές αρχές εδώ και καιρό υποστηρίζουν ότι το Ιράν εμπλουτίζει ουράνιο με σκοπό την κατασκευή πυρηνικών όπλων, κάτι που θεωρούν υπαρξιακή απειλή.

Ο Τραμπ δήλωσε ότι, κατά την άποψή του, το Ιράν απείχε μόλις «λίγες εβδομάδες» από την απόκτηση πυρηνικών όπλων και επανέλαβε ότι δεν επιθυμεί οι ΗΠΑ να εμπλακούν σε πόλεμο. Ωστόσο, η προοπτική να αποκτήσει το Ιράν πυρηνικά, ίσως καταστήσει αναγκαία την ανάληψη δράσης. «Θα πρέπει να επιλέξουμε αν θα πολεμήσουμε για να μην αποκτήσουν πυρηνικά», δήλωσε.

Σημειωτέον ότι στις 9 Ιουνίου, ο γενικός διευθυντής του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (International Atomic Energy Agency – ΙΑΕΑ) είχε εκφράσει σοβαρή ανησυχία για τη ραγδαία συσσώρευση εμπλουτισμένου ουρανίου από το Ιράν.

Αντίδραση στις απειλές Χαμενεΐ

Το πρωί της 18ης Ιουνίου, ο Τραμπ ρωτήθηκε από δημοσιογράφους σχετικά με τη δήλωση του ανώτατου ηγέτη του Ιράν, Αλί Χαμενεΐ, ο οποίος προειδοποίησε ότι τυχόν αμερικανικά πλήγματα κατά της χώρας του θα έχουν «ανεπανόρθωτες συνέπειες» για τις ΗΠΑ και δήλωσε ότι η Τεχεράνη δεν θα υποκύψει στις εκκλήσεις για άνευ όρων παράδοση.

Ως απάντηση, ο πρόεδρος ευχήθηκε «Καλή τύχη», ενώ σε ερώτηση για το πότε εξαντλείται η υπομονή του με το Ιράν, απάντησε ότι «έχει ήδη εξαντληθεί. Γι’ αυτό κάνουμε ό,τι κάνουμε».

Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Χ, ο Χαμενεΐ ανέφερε πως «ο πρόεδρος των ΗΠΑ μάς απειλεί με ανοησίες» και ότι «ο ιρανικός λαός δεν τρομάζει από τέτοιες απειλές».

Ο Τραμπ έχει ήδη καλέσει την Τεχεράνη σε παράδοση, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ και το Ισραήλ γνωρίζουν τη θέση του Χαμενεΐ και μπορούν να τον πλήξουν με αεροπορικό χτύπημα.

Επιβεβαιώσεις για τις πυρηνικές εγκαταστάσεις

Ο IAEA επιβεβαίωσε ότι δύο εγκαταστάσεις κατασκευής φυγοκεντρητών στο Ιράν υπέστησαν ζημιές από τις ισραηλινές επιθέσεις, ενώ μία ημέρα νωρίτερα είχε ανακοινώσει ότι επλήγη και η μονάδα εμπλουτισμού στο Νατάνζ.

Πριν από την ισραηλινή επίθεση, αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ είχαν πραγματοποιήσει επαφές με Ιρανούς ομολόγους τους, στο πλαίσιο της προσπάθειας περιορισμού του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος. Οι ΗΠΑ ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία του 2015 για τον περιορισμό του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης, όμως το 2018 ο Τραμπ απέσυρε τη χώρα του, θεωρώντας ότι η συμφωνία δεν κάλυπτε επαρκώς τα ζητήματα ασφάλειας και δεν διασφάλιζε τα αμερικανικά συμφέροντα.

Ο Τραμπ ανέφερε ότι η καταστροφή του υπόγειου εργοστασίου εμπλουτισμού Φορντό δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για μια νέα συμφωνία, αν και δεν έχει αποφασίσει ακόμη αν θα διατάξει επίθεση κατά της εγκατάστασης. Όπως τόνισε, το πλήγμα θα απαιτούσε βόμβες διάτρησης σκυροδέματος και ειδικά βομβαρδιστικά, μέσα που διαθέτουν μόνο οι ΗΠΑ.

Προετοιμασίες εκκένωσης Αμερικανών πολιτών

Την ίδια στιγμή, ο Αμερικανός πρέσβης στο Ισραήλ, Μάικ Χάκαμπι, ανακοίνωσε ότι η αμερικανική πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ εργάζεται για την επιχείρηση εκκένωσης μέσω αέρος και θαλάσσης για Αμερικανούς πολίτες.

Όπως ανέφερε στην πλατφόρμα Χ, όσοι επιθυμούν να αποχωρήσουν από το Ισραήλ θα πρέπει να εγγραφούν στο πρόγραμμα Smart Traveler Enrollment του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.

Με τη συμβολή των Jack Phillips, Ryan Morgan και Jackson Richman

Σε άμεσες κινήσεις παροτρύνει η ελεγκτική επιτροπή των ΗΠΑ την Boeing, προκειμένου να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα των 737 ΜΑΧ

Η Εθνική Επιτροπή Ασφαλών Μεταφορών των ΗΠΑ (NTSB) συνέστησε στην Boeing, στις 18 Ιουνίου, να τροποποιήσει τις μηχανές της στα αεροσκάφη 737 MAX προκειμένου να μην εισέρχεται καπνός στην καμπίνα και στο πιλοτήριο με την ενεργοποίηση ενός από τα συστήματα ασφαλείας του αεροσκάφους.

Ο πυκνός καπνός εμποδίζει τους πιλότους να δουν τα όργανα του πιλοτηρίου, σε σημείο να έχει χρειαστεί άμεση προσγείωση σε περιστατικό του 2023.

Το πρόβλημα υπέπεσε στην προσοχή της επιτροπής μετά από δύο περιστατικά σύγκρουσης με πτηνά με αεροσκάφη της Southwest Airlines το 2023, το ένα πάνω από τη Νέα Ορλεάνη και το άλλο πάνω από την Αβάνα της Κούβας.

Η Ομοσπονδιακή Διοίκηση Αεροπορίας (FAA) και η Boeing, η οποία εργάζεται για την επίλυση, έχουν προειδοποιήσει σχετικά αεροπορικές εταιρείες και πιλότους.

Οι μηχανές LEAP, φτιαγμένες από τη CFM International για την Boeing, ψεκάζουν κατά λάθος λάδι στο σύστημα ζεστού εξαερισμού του 737 MAX , όταν ενεργοποιείται ένας μηχανισμός ασφαλείας, γνωστός ως μηχανισμός μείωσης φόρτου, όπως έγινε μετά από τις συγκρούσεις με τα πτηνά ή λόγω προβλήματος της μηχανής. Ο παραγόμενος καπνός πηγαίνει άμεσα είτε στην καμπίνα επιβατών είτε στο πιλοτήριο, ανάλογα με το ποια μηχανή επηρεάστηκε.

Παρόμοια μοντέλα μηχανών σε αεροσκάφη των Airbus A32neo και China Commercial Aircraft Corporation C919 φέρουν επίσης τον μηχανισμό μείωσης φόρτου.

Η CFM International είπε σε δήλωσή της ότι «συμφωνεί με τις συστάσεις του NTSB και η δουλειά έχει ήδη αρχίσει, σε στενή συνεργασία με τους κατασκευαστές των σκαφών μας, για να ενισχυθεί η ικανότητα αυτού του σημαντικού συστήματος.»

Η CFM, κοινή ιδιοκτησία της Safran Aircraft Engines και της GE Aerospace, είπε ότι εργάζεται στην ενημέρωση λογισμικού για τις μηχανές του 737 MAX, αναλύοντας παρόμοια προβλήματα μηχανών.

Η Boeing, ακολουθώντας τις συστάσεις της NTSB, δήλωσε ότι έχει ήδη ξεκινήσει να συνεργάζεται με τη CFM για τη διόρθωση του λογισμικού.

Το πρώτο περιστατικό που έκανε την NTSB να ερευνήσει συνέβη τον Δεκέμβριο 2023, όταν ένα σκάφος της Southwest Airlines συγκρούστηκε με ένα πτηνό κατά την απογείωση από την Νέα Ορλεάνη. Ο πιλότος έπρεπε να προσγειωθεί άμεσα όταν, λόγω του πυκνού καπνού που γέμισε το πιλοτήριο, δεν μπορούσε να δει ούτε τα όργανα ούτε τον συγκυβερνήτη.

Το δεύτερο περιστατικό συνέβη εννέα μήνες αργότερα σε μια άλλη απογείωση 737 MAX της Southwest, στην Αβάνα αυτή τη φορά. Μετά από τη σύγκρουση με το πτηνό, ο καπνός γέμισε σχεδόν αμέσως τον χώρο των επιβατών. Σε ένα 737 MAX, από τη δεξιά μηχανή ο αέρας εισέρχεται στην καμπίνα, ενώ από την αριστερή μηχανή εισέρχεται στο πιλοτήριο.

Αν και τα δύο περιστατικά αφορούσαν συγκρούσεις με πτηνά, η NTSB επεσήμανε ότι το συγκεκριμένο πρόβλημα μπορεί να προκύψει και υπό άλλες συνθήκες.

Η FAA δήλωσε ότι συμφωνεί με τις συστάσεις της NTSB και παρατήρησε ότι όταν «ο κατασκευαστής μηχανής αναπτύξει μια μόνιμη μετάβαση, θα απαιτήσουμε από τις εταιρείες να την υλοποιήσουν εντός του κατάλληλου χρονικού πλαισίου».

Ο εισροή καπνού μπορεί να είναι περιορισμένη αν οι πιλότοι σταματήσουν χειροκίνητα τη ροή αέρα από τις μηχανές, αλλά μπορεί να γεμίσει τον χώρο των επιβατών σε λίγα δευτερόλεπτα. Το ενημερωμένο λογισμικό της CFM που θα διορθώνει το πρόβλημα δεν αναμένεται νωρίτερα από το πρώτο τέταρτο του 2026.

Η Southwest είναι σε στενή συνεργασία με τις Boeing, CFM και FAA μετά από τα περιστατικά με τα πτηνά και έχει ενημερώσει τους πιλότους, δήλωσε εκπρόσωπος της εταιρείας, προσθέτοντας ότι η Southwest συνεχίζει να αντιμετωπίζει το πρόβλημα στα συστήματα διαχείρισης ασφαλείας της και στην εκπαίδευση.

Δικαστική σύγκρουση Έλον Μασκ – Νέας Υόρκης για τις πολιτικές διαφάνειας στα social media

Η πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X, ιδιοκτησίας Έλον Μασκ, κατέθεσε αγωγή κατά της Πολιτείας της Νέας Υόρκης για έναν νέο νόμο που υποχρεώνει τη X και άλλες αντίστοιχες υπηρεσίες να δημοσιοποιούν τις πρακτικές εποπτείας περιεχομένου που εφαρμόζουν στους χρήστες τους.

Στο επίκεντρο της αγωγής, η οποία κατατέθηκε την Τρίτη σε ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μανχάταν, βρίσκεται ο νόμος Stop Hiding Hate, που ψηφίστηκε τον Δεκέμβριο και αναμένεται να τεθεί σε ισχύ εντός της εβδομάδας. Ο συγκεκριμένος νόμος υποχρεώνει τις εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης να αναφέρουν στην Πολιτεία τα μέτρα που λαμβάνουν για την παρακολούθηση και αντιμετώπιση περιεχομένου που διακινείται από χρήστες της πλατφόρμας και σχετίζεται με ρητορική μίσους ή ρατσισμό, εξτρεμισμό ή ριζοσπαστικοποίηση, παραπληροφόρηση ή ψευδείς ειδήσεις, παρενόχληση και ξένη πολιτική παρέμβαση.

Υποστηρικτές του μέτρου, όπως ο Δικηγορικός Σύλλογος Νέας Υόρκης, επισημαίνουν ότι «η ρητορική μίσους στο διαδίκτυο μπορεί να οδηγήσει σε εγκλήματα μίσους στην πραγματική ζωή και πως απαιτείται μεγαλύτερη διαφάνεια». Από την άλλη πλευρά, υπέρμαχοι της ελευθερίας του λόγου υποστηρίζουν ότι νομοθετικές πρωτοβουλίες όπως αυτή — αλλά και ο αντίστοιχος νόμος που ψηφίστηκε το 2022 στην Καλιφόρνια — παρακάμπτουν εμμέσως την ελευθερία των απόψεων, επιτρέποντας στο κράτος να θέτει υπό έλεγχο ανεπιθύμητες θέσεις.

Οι εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης, όπως σημειώνεται, λειτουργούν ως εκδότες και επιμελητές περιεχομένου, επιλέγοντας το τι βλέπουν οι χρήστες τους, όπως κάνουν και οι εφημερίδες ή οι τηλεοπτικοί σταθμοί. Το Ίδρυμα για τα Ατομικά Δικαιώματα και την Έκφραση, σε ανακοίνωσή του κατά του νόμου της Καλιφόρνια, υπογράμμισε πως «η κυβέρνηση δεν μπορεί να τις εξαναγκάσει να αναφέρουν τις εκδοτικές πολιτικές και πρακτικές τους στον Εισαγγελέα της Πολιτείας».

Δηλωμένος υπέρμαχος της πλήρους ελευθερίας του λόγου, ο Έλον Μασκ έχει προχωρήσει σε ριζικές αλλαγές στην πολιτική διαχείρισης περιεχομένου της πλατφόρμας από τον Οκτώβριο του 2022, οπότε και εξαγόρασε το τότε Twitter: απέλυσε πολυάριθμους συντονιστές περιεχομένου και αποκατέστησε λογαριασμούς που είχαν αποκλειστεί στο παρελθόν. Η προ Μασκ εποχή χαρακτηριζόταν από αυστηρότερη εποπτεία, με διαγραφές χρηστών ακόμα και για λόγους όπως η μη αναγνώριση των προτιμώμενων προφώνων διεμφυλικών ατόμων ή η αναφορά σε ανησυχίες για την ασφάλεια των εμβολίων κατά της COVID-19.

Το 2023, η X προσέφυγε κατά της Πολιτείας της Καλιφόρνια για αντίστοιχο νόμο εποπτείας περιεχομένου. Αν και πρωτοδίκως είχε δικαιωθεί η Πολιτεία, το Ομοσπονδιακό Εφετείο αποφάσισε υπέρ της X προσωρινά. Τελικά, οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία που περιλάμβανε την κατάργηση των επίμαχων διατάξεων οι οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές.

Στην αγωγή που κατατέθηκε την Τρίτη, η X υποστηρίζει ότι ο νόμος της Νέας Υόρκης, όπως και ο αντίστοιχος της Καλιφόρνια, «παραβιάζει το συνταγματικά κατοχυρωμένο εκδοτικό αυτεξούσιο των πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης, υποχρεώνοντάς τες να υιοθετούν και να ρυθμίζουν αμφιλεγόμενες και δυσερμήνευτες κατηγορίες περιεχομένου, τις οποίες η Πολιτεία δεν επιδοκιμάζει». Η εταιρεία δήλωσε: «Είμαστε βέβαιοι ότι και σε αυτήν την υπόθεση θα επικρατήσουμε», χαρακτηρίζοντας το νομοθέτημα της Νέας Υόρκης «αντιγραφή του νόμου της Καλιφόρνια έναντι του οποίου έχουμε ήδη κινηθεί».

Ο Δημοκρατικός γερουσιαστής της Πολιτείας, Μπραντ Χόιλμαν Σίγκελ, και η βουλευτής Γκρέις Λι, που συνυπέγραψαν το Stop Hiding Hate Act, απάντησαν στην αγωγή τονίζοντας ότι «ο νόμος είναι συνταγματικά θεμελιωμένος». Πρόσθεσαν: «Οι εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης, συμπεριλαμβανομένης της X, έχουν μετατραπεί σε εστίες μίσους — αντισημιτισμός, ρατσισμός, ισλαμοφοβία και προκατάληψη κατά των ΛΟΑΤΚΙ κυριαρχούν. Παρ’ όλα αυτά, οι πλατφόρμες αποτυγχάνουν συστηματικά να ενημερώσουν το κοινό για τις πολιτικές τους ως προς το μίσος και την παραπληροφόρηση».

Καταλήγουν: «Είμαστε βέβαιοι ότι το δικαστήριο θα απορρίψει αυτή την προσπάθεια της X να χρησιμοποιήσει την Πρώτη Τροπολογία ως ασπίδα, αποτρέποντας την απαραίτητη διαφάνεια για τους Νεοϋορκέζους σχετικά με τη λειτουργία των πλατφορμών, και θα κατοχυρώσει το Stop Hiding Hate Act, όπως συνέβη και με αντίστοιχους νόμους άλλων Πολιτειών που έχουν ήδη κριθεί συνταγματικοί».

Το Γραφείο του Εισαγγελέα της Πολιτείας της Νέας Υόρκης δεν απάντησε άμεσα σε αίτημα για σχόλιο.

Συνεδριάζει η Επιτροπή Θρησκευτικής Ελευθερίας στις ΗΠΑ για την εξεύρεση ισορροπίας μεταξύ κράτους και Εκκλησίας

Η Επιτροπή Θρησκευτικής Ελευθερίας, ένα νέο θεσμικό όργανο που συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ξεκίνησε τις εργασίες της με αντικείμενο τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ κυβέρνησης και θρησκείας.

Η επιτροπή απαρτίζεται από 13 μέλη — θρησκευτικούς ηγέτες, ακαδημαϊκούς και γνωστά δημόσια πρόσωπα — που προέρχονται από διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται ο τηλεοπτικός παρουσιαστής Δρ Φιλ ΜακΓκρο, ο Καρδινάλιος Τίμοθυ Ντόλαν και ο Ραβίνος Μαΐρ Σολοβέιτσικ.

Πρόεδρος της επιτροπής είναι ο αντικυβερνήτης του Τέξας, Νταν Πάτρικ, ενώ αντιπρόεδρος έχει οριστεί ο πρώην υπουργός Στέγασης και Αστικής Ανάπτυξης, Δρ Μπεν Κάρσον.

Η πρώτη συνεδρίαση πραγματοποιήθηκε στις 16 Ιουνίου στην Ουάσιγκτον, με στόχο, όπως αναφέρθηκε, την εξάλειψη των διακρίσεων σε βάρος των θρησκευτικών κοινοτήτων από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, καθώς και την προώθηση του κοινού καλού μέσα από την ενίσχυση ηθικών αρχών που συμμερίζονται διαφορετικές θρησκείες.

Ο Επίσκοπος Ρόμπερτ Μπάρον υποστήριξε ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια συστηματική προσπάθεια απομάκρυνσης της θρησκείας από τη δημόσια σφαίρα, συμπεριλαμβανομένης της υγειονομικής περίθαλψης και της εκπαίδευσης, εκτιμώντας ότι αυτό είναι το βασικό πεδίο σύγκρουσης επί του παρόντος.

Κατά τις εναρκτήριες τοποθετήσεις τους, αρκετά μέλη της επιτροπής αναφέρθηκαν στη συμβολή της θρησκείας στην κοινωνική συνοχή, κάνοντας αναφορές ακόμη και στους Πατέρες του Έθνους των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως τον Τζον Άνταμς, ο οποίος είχε δηλώσει ότι το Σύνταγμα προορίζεται μόνο για έναν «ηθικό και θρησκευόμενο λαό».

Ο καθηγητής Τζέραρντ Μπράντλεϋ, πρώην διευθυντής του Ινστιτούτου Φυσικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Notre Dame, κάλεσε την επιτροπή να απορρίψει τη σύγχρονη αντίληψη σύμφωνα με την οποία το θρησκευτικό και το κοσμικό θεωρούνται αντίθετα, προτείνοντας αντ’ αυτού το κράτος να προάγει τη θρησκεία προς όφελος του κοινού καλού.

Ωστόσο, αρκετά μέλη της επιτροπής επεσήμαναν και τους κινδύνους που ενέχει μια τέτοια προσέγγιση. Ο Δρ Φιλ αναφέρθηκε στους προβληματισμούς που γεννά η έννοια της κρατικής προώθησης της θρησκείας, σημειώνοντας ότι κάθε άτομο φέρει τις δικές του προκαταλήψεις. Έθεσε επίσης το ερώτημα αν στόχος είναι η προώθηση της ίδιας της θρησκείας ή η προάσπιση της ελευθερίας επιλογής του ατόμου να πιστεύει ή όχι.

Ο Δρ Μπεν Κάρσον παρέθεσε ιστορικά παραδείγματα όπου «κατά βάση καλοπροαίρετοι άνθρωποι» τιμωρούσαν συμπολίτες τους επειδή δεν ανταποκρίνονταν στις επιταγές μιας αυστηρής θρησκευτικής νομοθεσίας.

Παρούσα στη συνεδρίαση ήταν και η Γενική Εισαγγελέας Παμ Μπόντι, η οποία ευχαρίστησε τα μέλη για το έργο τους, χαρακτηρίζοντας την επιτροπή «αιχμή του δόρατος» στην αναίρεση κρατικών παρεμβάσεων του παρελθόντος κατά της θρησκείας. Δεσμεύτηκε, επίσης, ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης θα εργαστεί για την αποτροπή ανάλογων υπερβάσεων στο μέλλον.

Όπως ανέφερε, οι Πατέρες του Έθνους (των ΗΠΑ) αναγνώριζαν το δικαίωμα κάθε πολίτη να λατρεύει ελεύθερα, χωρίς φόβο, εξαναγκασμό ή κρατική παρέμβαση, επισημαίνοντας ότι η ελευθερία της συνείδησης αποτελεί θεμέλιο της θρησκευτικής ελευθερίας.

Η επιτροπή σχεδιάζει επτά έως εννέα συνεδριάσεις μέσα στο επόμενο έτος, με την επόμενη να έχει προγραμματιστεί για τον Σεπτέμβριο. Διαθέτει τρεις συμβουλευτικές επιτροπές: η πρώτη απαρτίζεται από θρησκευτικούς ηγέτες όπως ο Αρχιεπίσκοπος του Σαν Φρανσίσκο Σαλβατόρε Κορντιλεόνε, ο Ραβίνος Γιαακόβ Μένκεν από τον Συνασπισμό για τις Εβραϊκές Αξίες και ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ελπιδοφόρος, μέλος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών.

Στη δεύτερη συμμετέχουν νομικοί εμπειρογνώμονες, όπως η διευθύνουσα σύμβουλος της οργάνωσης Alliance Defending Freedom, Κρίστεν Γουάγκονερ. Η τρίτη συγκροτείται από θρησκευτικούς στοχαστές, ανάμεσά τους ο σεΐχης Χάμζα Γιουσούφ, συνιδρυτής του Μουσουλμανικού Κολλεγίου Φιλελεύθερων Τεχνών Zaytuna.

Του Stacy Robinson

Ο Τραμπ αφήνει τη Σύνοδο G7 νωρίς για να επικεντρωθεί στη Μέση Ανατολή, ανακοινώνει ο Λευκός Οίκος

Με ανακοίνωση του, τη Δευτέρα, ο Λευκός Οίκος ενημέρωσε για την πρόωρη αποχώρηση του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ από τη σύνοδο G7 και την επιστροφή του στην Ουάσιγκτον.

«Ο πρόεδρος Τραμπ τα πήγε καλά στην G7, υπογράφοντας μια μεγάλη εμπορική συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο και τον πρωθυπουργό Κηρ Στάρμερ. Πολλά επιτεύχθηκαν, αλλά λόγω αυτού που γίνεται στη Μέση Ανατολή, ο πρόεδρος Τραμπ θα φύγει σήμερα, μετά το δείπνο με τους ηγέτες των κρατών», έγραψε η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου Κάρολαϊν Λέβιτ στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Χ.

Μετά την ομαδική φωτογράφηση της Συνόδου, και ο ίδιος δήλωσε στους δημοισιογράφους ότι πρέπει να επιστρέψει. «Πιθανώς βλέπετε αυτό που βλέπω, και θα πρέπει να είμαι πίσω το συντομότερο δυνατόν», είπε.

Η απόφαση του Τραμπ να αποχωρήσει άμεσα από τη σύνοδο θυμίζει μία παρόμοια περίπτωση κατα την πρώτη του θητεία, όταν έφυγε νωρίς από τη σύνοδο του 2018, στο Σαρλεβουά του Καναδά. Εκείνη η συνάντηση είχε σταματήσει με διαφωνίες για εμπορικές διαφορές, με τον Τραμπ να αρνείται να συμφωνήσει με την τελική απόφαση της συνόδου. Τώρα, ο Λευκός Οίκος αναφέρει τις κλιμακούμενες εντάσεις στη Μέση Ανατολή ως αιτία της πρώιμης αναχώρησης του.

Ο Τραμπ επιδοκίμασε την πρόοδο της συνόδου G7 τη Δευτέρα, λέγοντας ότι οι επικεφαλής «ολοκλήρωσαν πολλά πράγματα».

Σε διαπραγματεύσεις καλεί ο Τραμπ το Ιράν «πριν να είναι πολύ αργά»

Από τον Καναδά, όπου βρισκόταν για τη σύνοδο κορυφής των G7, o πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε πως η θέση του Ιράν είναι δυσμενής και θα πρέπει να ξαναρχίσει τον διάλογο «πριν να είναι πολύ αργά».

Η σύγκρουση με το Ισραήλ ξεκίνησε όταν ισραηλινές δυνάμεις κατάφεραν εναέρια χτυπήματα με πυραύλους και με μη επανδρωμένα οχήματα κατά του Ιράν στις 13 Ιουνίου, με την αιτιολογία της αποτροπής παραγωγής πυρηνικών όπλων στο Ιράν. Η ισραηλινές απρόσμενες επιθέσεις χάλασαν πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν και τμήματα του προγράμματος βαλλιστικών πυραύλων του Ιράν, και σκότωσαν κορυφαίους Ιρανούς στρατιωτικούς αξιωματούχους και επικεφαλής Ιρανούς πυρηνικούς επιστήμονες.

Το Ιράν ανταπέδωσε, στοχεύοντας το Ισραήλ με βαλλιστικούς πυραύλους και μη επανδρωμένα οχήματα. Τα πυρά συνεχίστηκαν για τέσσερις ημέρες, και κάποια έσπασαν το δίκτυο της ισραηλινής αεράμυνας, προκαλώντας καταστροφές, θανάτους, και τραυματισμούς.

«Είναι οδυνηρό και για τα δύο μέρη, αλλά το Ιράν δεν θα κερδίσει αυτόν τον πόλεμο, και θα πρέπει να μιλήσουν – θα πρέπει να μιλήσουν άμεσα, πριν να είναι πολύ αργά,» είπε ο Τραμπ σε δημοσιογράφους στην αρχή της ετήσιας συνόδου G7.

Πριν την απρόσμενη επίθεση του Ισραήλ, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν εμπλακεί σε γύρους ομιλιών με Ιρανούς αξιωματούχους για την επίτευξη συμφωνίας για τον περιορισμό της πυρηνικής ανάπτυξης του Ιράν. Ο Τραμπ είχε αποσύρει τις Ηνωμένες Πολιτείες από την προηγούμενη συμφωνία το 2018, λέγοντας ότι δεν αντιμετώπιζε επαρκώς θέματα ασφαλείας και δεν προστάτευε τα αμερικανικά συμφέροντα.

Ιρανοί επικεφαλής είπαν επανειλημμένα ότι διατηρούν ένα ειρηνικό πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας, αλλά συνέχισαν να παράγουν ουράνιο εμπλουτισμένο σε υψηλό βαθμό από το 2018.

Τον Φεβρουάριο, η Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας των Ηνωμένων Εθνών αξιολόγησε ότι το Ιράν είχε συσσωρεύσει περίπου 275 χιλιοστόγραμμα ουρανίου εμπλουτισμένου κατά 60%. Για την παραγωγή πυρηνικών όπλων, χρειάζεται ουράνιο εμπλουτισμένο κατά 90%.

Καθ’ όλη τη διάρκεια των πρόσφατων συνομιλιών, Αμερικανοί και Ιρανοί αξιωματούχοι εμφανίζονταν σε ασυμφωνία για το αν το Ιράν θα συνέχιζε να εμπλουτίζει ουράνιο.

Τις ώρες πριν το ισραηλινό χτύπημα στο Ιράν, ο Τραμπ είχε ανακοινώσει ότι μια συμφωνία διαφαινόταν «στον ορίζοντα», προσθέτοντας: «Όσο πιστεύω ότι μπορεί να υπάρξει μια συμφωνία, δεν θέλω να μπει [το Ισραήλ]».

Είπε ακόμη σε δημοσιογράφους, τη Δευτέρα, ότι το Ιράν καθυστέρησε πολύ στο ζήτημα της συμφωνίας.

«Θα ήθελαν να μιλήσουν, αλλά θα έπρεπε να το κάνουν αυτό πριν. Είχα 60 μέρες, και αυτοί είχαν 60 μέρες, και την 61η μέρα, είπα: ‘Δεν έχουμε συμφωνία’», δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος.

Ο έκτος κύκλος ομιλιών ΗΠΑ-Ιράν, που είχε προγραμματιστεί να διεξαχθεί στο Ομάν στις 14 Ιουνίου, ακυρώθηκε μετά το απρόσμενο χτύπημα του Ισραήλ.

Αμερικανοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εμπλέκονται στην επίθεση.

Όταν ρωτήθηκε ο Τραμπ για το τι θα ανάγκαζε τις Ηνωμένες Πολιτείες να εμπλακούν στρατιωτικά στη σύγκρουση Ιράν-Ισραήλ, αρνήθηκε να απαντήσει.

Τραμπ: «Όλοι πρέπει να εκκενώσουν άμεσα την Τεχεράνη»

Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, κάλεσε τους πολίτες να εγκαταλείψουν άμεσα την Τεχεράνη, επαναλαμβάνοντας την πάγια προειδοποίησή του ότι το Ιράν δεν πρέπει να αποκτήσει πυρηνικό όπλο, ενώ άφησε να εννοηθεί ότι η άρνηση της Τεχεράνης να συνάψει συμφωνία για τον πυρηνικό αφοπλισμό θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταστροφή.

Σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις 16 Ιουνίου, ο Τραμπ ανέφερε ότι το Ιράν όφειλε να είχε υπογράψει τη συμφωνία που του είχε προτείνει, εκφράζοντας τη λύπη του για την απώλεια ανθρώπινων ζωών. «Το έχω πει ξανά και ξανά: το ΙΡΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΠΥΡΗΝΙΚΟ ΟΠΛΟ. Όλοι πρέπει να εκκενώσουν άμεσα την Τεχεράνη!» έγραψε χαρακτηριστικά.

Λίγο αργότερα, ιρανικά κρατικά μέσα ενημέρωσης μετέδωσαν πληροφορίες για εκρήξεις και έντονη δραστηριότητα της αντιαεροπορικής άμυνας πάνω από την πρωτεύουσα.

Ταυτόχρονα, οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις (IDF) εξέδωσαν εντολή εκκένωσης για περιοχές της Τεχεράνης, προειδοποιώντας για επικείμενες αεροπορικές επιδρομές κατά στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Σε ανάρτηση στα φαρσί στην πλατφόρμα Χ, ο εκπρόσωπος Τύπου των IDF για τον αραβόφωνο κόσμο, συνταγματάρχης Αβιχάι Αντραΐ, κάλεσε τους πολίτες να εγκαταλείψουν άμεσα την περιοχή του 3ου διαμερίσματος της Τεχεράνης, «για τη δική σας ασφάλεια», όπως ανέφερε.

Ο Αντραΐ σημείωσε ότι «τις επόμενες ώρες, ο ισραηλινός στρατός θα πλήξει τη στρατιωτική υποδομή του ιρανικού καθεστώτος στην περιοχή αυτή, όπως έχει πράξει και τις προηγούμενες ημέρες στην Τεχεράνη», προσθέτοντας ότι «η παραμονή σας εκεί θέτει σε κίνδυνο τη ζωή σας».

Βίντεο που κυκλοφόρησαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φέρονται να δείχνουν μαζική αποχώρηση πολιτών από την ιρανική πρωτεύουσα, όπου διαμένουν περίπου 9 εκατομμύρια άνθρωποι.

Οι προειδοποιήσεις από τον Τραμπ και τις IDF έρχονται εν μέσω συνεχώς κλιμακούμενης σύγκρουσης. Την περασμένη εβδομάδα, το Ισραήλ εξαπέλυσε ευρείας κλίμακας αεροπορική επιχείρηση με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Rising Lion», πλήττοντας πυρηνικές εγκαταστάσεις και στρατιωτικούς στόχους του Ιράν. Σε αντίποινα, η Τεχεράνη εκτόξευσε πολλαπλά κύματα πυραύλων και μη επανδρωμένων αεροσκαφών κατά ισραηλινών πόλεων, προκαλώντας εκτεταμένο συναγερμό και ενεργοποίηση των ισραηλινών συστημάτων αεράμυνας.

Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, δήλωσε ότι στόχος της επιχείρησης είναι η εξάλειψη της υπαρξιακής απειλής που συνιστούν τα πυρηνικά και τα βαλλιστικά προγράμματα του Ιράν. Σε συνέντευξή του στο Fox News, υποστήριξε ότι το Ισραήλ είναι έτοιμο να κάνει ό,τι χρειάζεται για να εξουδετερώσει τις δύο υπαρξιακές απειλές –την πυρηνική και τη βαλλιστική– προσθέτοντας ότι επιδιώκει να προστατεύσει τον κόσμο από το «εμπρηστικό καθεστώς» του Ιράν.

Ο Τραμπ, από την πλευρά του, έχει επανειλημμένα καλέσει το Ιράν να εγκαταλείψει τις πυρηνικές του φιλοδοξίες και να επιστρέψει στις διαπραγματεύσεις, προειδοποιώντας ότι η περαιτέρω καθυστέρηση μπορεί να οδηγήσει στην πλήρη κατάρρευση του καθεστώτος. Σε παλαιότερη ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social, είχε γράψει: «Το Ιράν πρέπει να κάνει συμφωνία, προτού δεν απομείνει τίποτα, και να σώσει αυτό που κάποτε ήταν γνωστό ως Περσική Αυτοκρατορία. Όχι άλλο θάνατο, όχι άλλη καταστροφή. ΚΑΝΤΕ ΤΟ, ΠΡΙΝ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ. Ο Θεός να σας ευλογεί όλους!»

Μέσα σε αυτό το κλίμα έντασης, οι προγραμματισμένες συνομιλίες μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ιράν στο Ομάν ματαιώθηκαν. Ιρανοί αξιωματούχοι ανέφεραν ότι ο διάλογος δεν έχει πλέον κανένα νόημα μετά τις ισραηλινές επιθέσεις.

Στην Ουάσινγκτον, η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε την ενίσχυση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην περιοχή. Το Σαββατοκύριακο, ο υπουργός Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ ανακοίνωσε νέες αποστολές δυνάμεων στην περιοχή ευθύνης της Κεντρικής Διοίκησης των ΗΠΑ, η οποία περιλαμβάνει τη Μέση Ανατολή. Σε δήλωσή του τη Δευτέρα, ανέφερε ότι «η προστασία των αμερικανικών δυνάμεων αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα και οι αναπτύξεις αυτές στοχεύουν στην ενίσχυση της αμυντικής μας θέσης».

Την Παρασκευή, ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο δήλωσε ότι οι ισραηλινές επιθέσεις έγιναν μονομερώς, ενώ προειδοποίησε το Ιράν να μην στοχεύσει αμερικανικά συμφέροντα ή προσωπικό.

Σύμφωνα με το ιρανικό υπουργείο Υγείας, τουλάχιστον 224 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί στο Ιράν από την Παρασκευή, μεταξύ των οποίων και αρκετά υψηλόβαθμα στρατιωτικά στελέχη. Το Ισραήλ από την πλευρά του ανακοίνωσε ότι έχει καταγράψει 24 νεκρούς πολίτες.

Δύο Κινέζες ερευνήτριες υπό κράτηση για λαθρεμπόριο βιολογικών υλικών στις ΗΠΑ

Δύο Κινέζες που κατηγορούνται για λαθρεμπόριο απαγορευμένων βιολογικών υλικών στις Ηνωμένες Πολιτείες θα παραμείνουν υπό κράτηση, αφού παραιτήθηκαν από το δικαίωμά τους για ακροαματική διαδικασία σε ξεχωριστές δικαστικές εμφανίσεις στο Ντιτρόιτ στις 13 Ιουνίου.

Πρόκειται για την Χαν Τσενγκσουάν, υποψήφια διδάκτορα του Πανεπιστημίου Επιστήμης και Τεχνολογίας Χουατζόνγκ της πόλης Γούχαν, και την Τζιάν Γιουντσίνγκ, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Μίσιγκαν, οι οποίες φέρονται να εισήγαγαν λαθραία τα υλικά για χρήση στο ίδιο πανεπιστήμιο. Την Παρασκευή, οι δύο κατηγορούμενες γνωστοποίησαν ότι δεν θα αμφισβητήσουν το αίτημα των εισαγγελέων να παραμείνουν υπό κράτηση μέχρι την πρόοδο της εκδίκασης της υπόθεσής τους.

«Πρόκειται για μια διαρκώς εξελισσόμενη κατάσταση με πολλούς παράγοντες», δήλωσε η συνήγορος της Χαν, Σάρα Γκάρμπερ, στον δικαστή, χωρίς να δώσει περαιτέρω διευκρινίσεις και αρνήθηκε αργότερα να κάνει σχόλιο. Οι συνήγοροι της Τζιάν επίσης αρνήθηκαν να σχολιάσουν.

Η Χαν συνελήφθη στις 8 Ιουνίου, κατά την άφιξή της στο αεροδρόμιο του Ντιτρόιτ με απευθείας πτήση από την Κίνα. Είχε ταξιδέψει με βίζα ανταλλαγής επισκεπτών και σκόπευε να παραμείνει για ένα έτος στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος για νηματώδεις σκώληκες. Κατά τον έλεγχο στο αεροδρόμιο, φέρεται να έδωσε ψευδείς απαντήσεις στους τελωνειακούς υπαλλήλους σχετικά με δέματα που είχε στείλει σε άτομα σε εργαστήριο του πανεπιστημίου.

Τελικά παραδέχθηκε ότι τα δέματα περιείχαν βιολογικό υλικό σχετικό με τους νηματώδεις σκώληκες. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, τα δέματα δεν διέθεταν την απαραίτητη τεκμηρίωση και δεν είχαν εισαχθεί σύμφωνα με τους κανονισμούς του Υπουργείου Γεωργίας ή της Τελωνειακής Υπηρεσίας.

Σε ανάρτησή του στο X, στις 9 Ιουνίου, ο επικεφαλής του FBI, Κας Πατέλ, κατήγγειλε το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, τονίζοντας σχετικά με την υπόθεση της Χαν: «Η υπόθεση αυτή αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας του FBI και των ομοσπονδιακών μας εταίρων για αυστηρή καταστολή αντίστοιχων επιχειρήσεων λαθρεμπορίας παθογόνων, καθώς το ΚΚΚ εργάζεται αδιάκοπα για την υπονόμευση των αμερικανικών ερευνητικών ιδρυμάτων».

Πολλοί Ρεπουμπλικανοί βουλευτές υιοθέτησαν σε αναρτήσεις τους τις ανησυχίες του Πατέλ.

«Ποτέ να μη ξεχνάτε ότι το ΚΚΚ προσπαθεί ενεργώς να υπονομεύσει τις ΗΠΑ και να καταστρέψει τη χώρα μας», έγραψε ο γερουσιαστής Τόμμυ Ταμπερβιλ (R-Ala.), μέλος της Επιτροπής Ενόπλων Υπηρεσιών της Γερουσίας.

Ο γερουσιαστής Τζον Έρνστ (R-Iowa) χαρακτήρισε τα αντικείμενα που φέρεται να διακίνησε η Χαν εν δυνάμει βιολογικά όπλα. «Η διατροφική ασφάλεια είναι εθνική ασφάλεια και εργάζομαι ώστε η Αμερική να παραμείνει προστατευμένη από την απειλή που συνιστά η κομμουνιστική Κίνα, ακόμη και μέσα στην ίδια μας τη χώρα», σημείωσε, ως μέλος της Επιτροπής Εσωτερικής Ασφάλειας και Κυβερνητικών Υποθέσεων της Γερουσίας.

Ο βουλευτής Νταν Κρένσο (R-Texas), μέλος της Διαρκούς Επιτροπής Πληροφοριών της Βουλής, υποστήριξε ότι η υπόθεση με τη Χαν αποτελεί κλασικό παράδειγμα της ασύμμετρης τακτικής πολέμου του ΚΚΚ. «Οι Κινέζοι συνταγματάρχες που συνέγραψαν το Unrestricted Warfare («Απεριόριστος Πόλεμος») μάς είχαν προειδοποιήσει ακριβώς πώς θα πολεμούσε το ΚΚΚ, χωρίς όπλα, χωρίς προειδοποίηση, χωρίς κανόνες», έγραψε ο Κρένσο. «Το λαθρεμπόριο παθογόνων σε αμερικανικά εργαστήρια δεν είναι τυχαίο. Είναι μέρος στρατηγικής».

Η Τζιάν, που συνελήφθη στις 2 Ιουνίου, κατηγορείται ότι συνωμότησε με τον σύντροφό της, Λιου Ζουνγιόνγκ, για την εισαγωγή του μύκητα Fusarium graminearum στις ΗΠΑ — έναν ιό που μπορεί να καταστρέψει σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι και ρύζι, προκαλώντας προβλήματα υγείας σε ανθρώπους και ζώα.

Ο Λιου δεν έλαβε άδεια εισόδου στις Ηνωμένες Πολιτείες στο αεροδρόμιο του Ντιτρόιτ τον Ιούλιο του 2024 και απελάθηκε στην Κίνα, αφού οι αρχές βρήκαν «τέσσερις διαφανείς πλαστικές σακούλες με μικρά κομμάτια κοκκινωπού φυτικού υλικού» μέσα στο σακίδιό του, σύμφωνα με το κατηγορητήριο.

Το ίδιο κατηγορητήριο αναφέρει ότι πράκτορες του FBI βρήκαν στο κινητό της Τζιάν ηλεκτρονικό έγγραφο, στο οποίο περιγράφεται η ιδιότητα και αφοσίωσή της προς το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας.

Υπάρχουν προηγούμενες αναφορές για την υποχρέωση των Κινέζων διδακτορικών φοιτητών να υπογράφουν δήλωση πίστης στο ΚΚΚ ως προϋπόθεση για τη λήψη κρατικών υποτροφιών για σπουδές στο εξωτερικό.

Το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν δήλωσε ότι δεν εμπλέκεται στην υπόθεση και δεν έχει λάβει χρηματοδότηση από το Πεκίνο σχετική με τη δουλειά των τριών κατηγορουμένων. Σε ανακοίνωσή του αναφέρει: «Καταδικάζουμε απερίφραστα κάθε ενέργεια που σκοπεύει να βλάψει, να απειλήσει την εθνική ασφάλεια ή να υπονομεύσει τη δημόσια αποστολή του πανεπιστημίου μας».

Με πληροφορίες από το Associated Press

Ο Τραμπ εγκρίνει τη συμφωνία Nippon-US Steel, λένε εταιρείες

Η United States Steel Corp. και η ιαπωνική Nippon Steel δήλωσαν στις 13 Ιουνίου ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ενέκρινε την προτεινόμενη συνεργασία τους.

«Ευχαριστούμε τον πρόεδρο Τραμπ και την κυβέρνησή του για την τολμηρή ηγεσία τους και την ισχυρή υποστήριξή τους στην ιστορική μας συνεργασία», ανέφεραν οι εταιρείες σε κοινή δήλωση.

«Αυτή η συνεργασία θα φέρει μια τεράστια επένδυση που θα υποστηρίξει τις κοινότητες και τις οικογένειές μας για τις επόμενες γενιές. Ανυπομονούμε να εφαρμόσουμε τις δεσμεύσεις μας στην πράξη για να κάνουμε την αμερικανική χαλυβουργία και μεταποίηση ξανά σπουδαία».

Η ανακοίνωσή τους έρχεται μετά την υπογραφή από τον Τραμπ ενός εκτελεστικού διατάγματος που ενέκρινε τη συμφωνία, εφόσον υπογράψουν συμφωνία εθνικής ασφάλειας με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν είχε απορρίψει την εξαγορά μέσω εκτελεστικού διατάγματος στις 3 Ιανουαρίου.

Ο Τραμπ ήταν επίσης αντίθετος στην εξαγορά της U.S. Steel από την ιαπωνική εταιρεία κατά τη διάρκεια της προεδρικής του εκστρατείας το 2024.

Μετά την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ εξέδωσε υπόμνημα στις 7 Απριλίου με το οποίο έδωσε εντολή στην Επιτροπή Ξένων Επενδύσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες να διεξαγάγει αναθεώρηση της συναλλαγής και να αξιολογήσει τους πιθανούς κινδύνους για την εθνική ασφάλεια. Αργότερα, εξέφρασε την έγκρισή του για μια συνεργασία μεταξύ της U.S. Steel και της Nippon Steel στα τέλη Μαΐου.

Εκείνη την εποχή, η U.S. Steel δήλωσε ότι «θα παραμείνει αμερικανική» και θα επεκταθεί «μέσω μιας συνεργασίας με τη Nippon Steel που θα φέρει μαζικές επενδύσεις, νέες τεχνολογίες και χιλιάδες θέσεις εργασίας τα επόμενα τέσσερα χρόνια».

Στο εκτελεστικό του διάταγμα που εκδόθηκε στις 13 Ιουνίου, ο Τραμπ δήλωσε ότι, αφού εξέτασε την αναθεώρηση της επιτροπής, «υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία που με οδηγούν στο να πιστεύω ότι οι Αγοραστές, μέσω της Προτεινόμενης Συναλλαγής, ενδέχεται να αναλάβουν δράση που απειλεί να βλάψει την εθνική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών».

Ωστόσο, είπε ότι βλέπει ότι οι απειλές θα μπορούσαν να μετριαστούν εφόσον το εκτελεστικό διάταγμα που υπέγραψε ο πρώην πρόεδρος Τζο Μπάιντεν στις 3 Ιανουαρίου, το οποίο εμπόδιζε την πώληση, τροποποιηθεί κατά μερικούς τρόπους, ώστε να διασφαλιστεί ότι «οποιαδήποτε ουσιαστικά παρόμοια συναλλαγή» μεταξύ της Nippon και της U.S. Steel θα απαγορεύεται, εκτός εάν οι επικεφαλής της εταιρείας παραμείνουν σε συμμόρφωση με μια συμφωνία εθνικής ασφάλειας.

Ο Τραμπ διέταξε επίσης την τροποποίηση του διατάγματος του Μπάιντεν, ώστε να διασφαλιστεί ότι η επιτροπή «θα έχει περαιτέρω εξουσιοδότηση να εφαρμόζει μέτρα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων παρακολούθησης και επιβολής, που κρίνει απαραίτητα και κατάλληλα σε σχέση με την Προτεινόμενη Συναλλαγή για την προστασία της εθνικής ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών».

Η U.S. Steel στο δελτίο τύπου της επιβεβαίωσε ότι αυτή και η Nippon είχαν συνάψει συμφωνία εθνικής ασφάλειας που διασφάλιζε ότι θα πραγματοποιούνταν περίπου 11 δισεκατομμύρια δολάρια σε νέες επενδύσεις έως το 2028 και ότι θα εκδιδόταν μια Χρυσή Μετοχή — που σημαίνει μερίδιο 51% — στην κυβέρνηση των ΗΠΑ.

Η U.S. Steel και η Nippon Steel ολοκλήρωσαν επίσης τη διαδικασία αναθεώρησης για το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ.