Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν διαγνώστηκε με «επιθετική μορφή» καρκίνου του προστάτη, ανέφερε το γραφείο του στις 18 Μαΐου.
«Την περασμένη εβδομάδα, ο πρώην πρόεδρος Τζο Μπάιντεν εξετάστηκε για ένα νέο εύρημα οζιδίου του προστάτη, μετά από αυξανόμενα συμπτώματα ουροποιητικού», δήλωσε το γραφείο του. «Στις [16 Μαΐου], διαγνώστηκε με καρκίνο του προστάτη, που χαρακτηρίζεται από βαθμολογία Gleason 9 (Ομάδα Βαθμού 5) με μετάσταση στα οστά.
»Ενώ αυτό αντιπροσωπεύει μια πιο επιθετική μορφή της νόσου, ο καρκίνος φαίνεται να είναι ορμονοευαίσθητος, γεγονός που επιτρέπει την αποτελεσματική διαχείριση.»
Η οικογένεια του πρώην προέδρου «εξερευνά τις επιλογές θεραπείας», ανέφερε το γραφείο του Μπάιντεν.
Η δήλωση δεν παρείχε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την πρόγνωση, αν και η μετάσταση εμφανίζεται συχνά σε καρκίνους τελικού σταδίου και μπορεί να είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για τους ηλικιωμένους.
Στα 82 του χρόνια, ο Μπάιντεν ήταν το γηραιότερο άτομο που έχει καθίσει στο Οβάλ Γραφείο.
Στις 13 Μαΐου, ένας εκπρόσωπος ανακοίνωσε ότι βρέθηκε ένα «μικρό οζίδιο» στον προστάτη του Μπάιντεν, το οποίο απαιτούσε περαιτέρω αξιολόγηση.
Η διάγνωση έγινε λιγότερο από τέσσερις μήνες αφότου ο Μπάιντεν αποχώρησε από το αξίωμα, αμέσως μετά από εκλογές στις οποίες υπήρχαν πολλές ανησυχίες μεταξύ των ψηφοφόρων σχετικά με την ηλικία του και την ικανότητά του να υπηρετήσει άλλα τέσσερα χρόνια.
Η πρώην αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρρις δήλωσε στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X: «Ο Νταγκ και εγώ είμαστε λυπημένοι που μάθαμε για τη διάγνωση καρκίνου του προστάτη του πρόεδρου Μπάιντεν. Έχουμε αυτόν, την [πρώην Πρώτη Κυρία] [Τζιλ] Μπάιντεν και ολόκληρη την οικογένειά τους στις καρδιές και τις προσευχές μας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
»Ο Τζο είναι μαχητής — και ξέρω ότι θα αντιμετωπίσει αυτή την πρόκληση με την ίδια δύναμη, ανθεκτικότητα και αισιοδοξία που πάντα καθόριζαν τη ζωή και την ηγεσία του. Ελπίζουμε για πλήρη και ταχεία ανάρρωση.»
Οι Ρεπουμπλικανοί— ακόμα και μερικοί από τους πιο σφοδρούς πρώην αντιπάλους του πρώην προέδρου — έσπευσαν να εκφράσουν τα συλλυπητήριά τους και την υποστήριξή τους στον ίδιο και την οικογένειά του.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε στο Truth Social: «Η [Πρώτη Κυρία] Μελάνια και εγώ είμαστε λυπημένοι που ακούσαμε για την πρόσφατη ιατρική διάγνωση του Τζο Μπάιντεν. Εκφράζουμε τις θερμότερες και καλύτερες ευχές μας στην Τζιλ και την οικογένεια και ευχόμαστε στον Τζο γρήγορη και επιτυχημένη ανάρρωση.»
Η βουλευτής Μάρτζορυ Τέυλορ Γκρην (Ρ-Τζόρτζια) δήλωσε σε ανάρτηση στο X: «Λυπάμαι που βλέπω αυτά τα νέα. Ο καρκίνος είναι πραγματικά απαίσιος. Ο μπαμπάς μου πέθανε το 2021 από καρκίνο. Προσεύχομαι για τον Τζο Μπάιντεν και την οικογένειά του.»
Ο γερουσιαστής Ρότζερ Μάρσαλ (Ρ-Κάνσας) δήλωσε ότι αυτός και η σύζυγός του, Λάρα, «προσεύχονται θερμά για τον πρόεδρο Μπάιντεν και την οικογένειά του καθώς μάχεται με τον καρκίνο. Παρακαλούμε να προσευχηθείτε μαζί μας για δύναμη, παρηγοριά και ελπίδα σε αυτή τη δύσκολη στιγμή.»
Ο γερουσιαστής Τζέημς Λάνγκφορντ (Ρ-Οκλαχόμα) έγραψε: «Η οικογένειά μου προσεύχεται για τον πρώην πρόεδρο Μπάιντεν και την οικογένειά του, καθώς αντιμετωπίζει μια επιθετική διάγνωση καρκίνου».
Η Ρωσία και η Κίνα έχουν επιδείξει μια επιθετικότητα και ριψοκίνδυνη συμπεριφορά που καταδεικνύει πόσο εύκολα θα μπορούσε να κλιμακωθεί μια σύγκρουση σε διαστημική διάσταση, σύμφωνα με τον Αρχηγό Επιχειρήσεων της Διαστημικής Διοίκησης των ΗΠΑ, στρατηγό Μπ. Τσανς Σάλτζμαν. Μιλώντας στο συνέδριο ασφαλείας της Politico στις 15 Μαΐου, ο Σάλτζμαν επεσήμανε πως η χρήση των διαστημικών δυνατοτήτων στο σύγχρονο πεδίο μάχης είναι εκτεταμένη και πρόσθεσε ότι η παρεμπόδιση της πρόσβασης ενός κράτους σε αυτές τις δυνατότητες μπορεί να προσφέρει στρατιωτικό πλεονέκτημα.
Σύμφωνα με τον ίδιο, συνήθεις πρακτικές περιλαμβάνουν παρεμβολές σε δορυφορικές επικοινωνίες χαμηλής τροχιάς μέσω ραδιοσυχνοτήτων, καθώς και κυβερνοεπιθέσεις από επίγειες υποδομές, όπως συνέβη με την επίθεση στο δίκτυο της Viasat, η οποία διέκοψε την πρόσβαση στο διαδίκτυο για δεκάδες χιλιάδες χρήστες στην Ουκρανία και την Ευρώπη την περίοδο που ξεκινούσε η ρωσική εισβολή.
Ο Σάλτζμαν ανέφερε ότι αυτές οι ενέργειες δείχνουν πώς μπορεί να ξεκινήσει μια τέτοια κλιμάκωση, εκφράζοντας ανησυχία ότι ενδεχομένως να μην περιοριστεί εκεί. Εξέφρασε επίσης την άποψη ότι τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία διαθέτουν τη δυνατότητα να προβούν σε ακόμη πιο επιθετικές κινήσεις, όπως η σύλληψη δορυφόρων ή η απομάκρυνσή τους από την τροχιά, χρησιμοποιώντας τεχνολογία πυραύλων ή άλλες κινητικές αντιδορυφορικές δυνατότητες.
Υπενθύμισε πως η Ρωσία έχει ήδη επιδείξει τέτοιου είδους κλιμάκωση, αναφέροντας ότι λίγους μήνες πριν την εισβολή στην Ουκρανία, η Μόσχα δοκίμασε επιτυχώς πύραυλο που κατέστρεψε έναν δικό της δορυφόρο, επιβεβαιώνοντας την κατοχή «κινητικής ικανότητας εξόντωσης στόχου». Σημείωσε ότι πρόκειται για επανάληψη ανάλογης ενέργειας που είχε πραγματοποιήσει η Κίνα 14 χρόνια νωρίτερα.
Παρά το γεγονός ότι οι κίνδυνοι από τα διαστημικά θραύσματα έχουν κατανοηθεί και συζητηθεί ευρέως, ανέφερε πως Ρωσία και Κίνα συνεχίζουν να επιλέγουν την καταστροφή δορυφόρων, πιθανώς για λόγους «επικοινωνιακού μηνύματος». Σύμφωνα με τον Σάλτζμαν, αυτό το μήνυμα έχει ληφθεί και αποτυπώνει την πρόθεση των χωρών αυτών να επιδείξουν επιθετική συμπεριφορά και στρατιωτικοποίηση του διαστημικού τομέα. Ειδική αναφορά έκανε και στο ενδεχόμενο τοποθέτησης πυρηνικού όπλου σε τροχιά από τη Ρωσία, υπογραμμίζοντας ότι τέτοιες πρακτικές θα έχουν συνέπειες πολύ πέρα από τα όρια ενός τοπικού στρατιωτικού επεισοδίου.
Αναφορικά με την Κίνα, ο Σάλτζμαν εξέφρασε τη μεγαλύτερη ανησυχία του για την ταχύτητα με την οποία το Πεκίνο ενσωματώνει διαστημικές δυνατότητες στις στρατιωτικές του επιχειρήσεις. Επεσήμανε ότι η Κίνα έχει αναπτύξει αυτό που η πλευρά του αποκαλεί χαριτολογώντας «kill web» («δίκτυο θανάτου»), δηλαδή ένα δίκτυο εκατοντάδων δορυφόρων που σχηματίζουν ένα σύστημα αισθητήρων σε πραγματικό χρόνο, με στόχο την ακρίβεια στην αναγνώριση και στοχοποίηση εχθρικών δυνάμεων.
Αυτό το δίκτυο, όπως εξήγησε, μπορεί να καταστήσει τις αμερικανικές δυνάμεις ευάλωτες σε πλήγματα μεγάλης εμβέλειας ακόμη και πριν μπορέσουν να εκτελέσουν οποιονδήποτε στρατιωτικό σχεδιασμό, ιδιαίτερα στην περιοχή του Δυτικού Ειρηνικού. Τόνισε ότι αυτό συνιστά σοβαρό πρόβλημα και ότι η πρόκληση είναι ιδιαίτερα εμφανής στην περιοχή Ινδο-Ειρηνικού.
Ο Σάλτζμαν υπογράμμισε πως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Διάστημα αποτελεί κρίσιμη συνιστώσα της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ.
Η σημασία των διαστημικών δυνατοτήτων για την άμυνα των ΗΠΑ έχει αναδειχθεί και από την κυβέρνηση Τραμπ. Τον Ιανουάριο, ο πρόεδρος υπέγραψε το εκτελεστικό διάταγμα με την ονομασία «Χρυσός Θόλος» («Golden Dome»), με στόχο τη δημιουργία ενός προηγμένου αντιπυραυλικού συστήματος, στο οποίο η Διαστημική Διοίκηση θα διαδραματίσει κομβικό ρόλο.
Στις 13 Μαΐου, η Υπηρεσία Στρατιωτικών Πληροφοριών των ΗΠΑ έδωσε στη δημοσιότητα την έκθεσή της με τίτλο «Χρυσός Θόλος», στην οποία περιγράφονται οι αναδυόμενες απειλές και κατονομάζονται η Κίνα και η Ρωσία ως χώρες που επιχειρούν να εκμεταλλευτούν κενά στην αμερικανική αντιπυραυλική άμυνα.
Επιπλέον, στις 15 Μαΐου, αξιωματούχοι του υπουργείου Άμυνας συναντήθηκαν με γερουσιαστές των ΗΠΑ προκειμένου να συζητήσουν για την πρωτοβουλία και τον σχετικό προϋπολογισμό.
Το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ ανακοίνωσε ότι θα διαθέσει 250 εκατομμύρια δολάρια την επόμενη χρονιά για τη στήριξη της ερευνητικής του δραστηριότητας, μετά την απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να αναστείλει ομοσπονδιακές επιχορηγήσεις και βραβεία συνολικού ύψους άνω των 2,6 δισ. δολαρίων.
Όπως δήλωσαν ο πρύτανης του Χάρβαρντ, Άλαν Γκάρμπερ, και ο κοσμήτορας Τζον Μάνινγκ σε κοινή ανακοίνωση, τα κονδύλια αυτά θα διατεθούν για να διασφαλιστεί η συνέχιση της «κρίσιμης ερευνητικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου». Επεσήμαναν επίσης ότι η πανεπιστημιακή κοινότητα —καθηγητές, μεταδιδάκτορες, φοιτητές και διοικητικό προσωπικό— θα συνεχίσει να στηρίζεται, παρά τις περικοπές.
Τα 250 εκατομμύρια θα προέλθουν από κονδύλια της κεντρικής διοίκησης του ιδρύματος —συγκεκριμένα από τα γραφεία του πρύτανη και του κοσμήτορα— και όχι από το ταμείο του πανεπιστημίου. Το ποσό αυτό προστίθεται στα περίπου 500 εκατομμύρια δολάρια που το Χάρβαρντ δαπανά κάθε χρόνο για έρευνα.
Ωστόσο, οι επικεφαλής του ιδρύματος αναγνώρισαν ότι το επιπλέον ποσό δεν επαρκεί για να καλύψει την απώλεια της ομοσπονδιακής χρηματοδότησης. Σύμφωνα με τον οικονομικό απολογισμό του Χάρβαρντ για το οικονομικό έτος 2024, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση παρείχε 686 εκατομμύρια δολάρια για έρευνα, ενώ ιδιωτικά ιδρύματα και άλλες μη κρατικές πηγές συνεισέφεραν 326 εκατομμύρια. Η ίδια η πανεπιστημιακή κοινότητα κάλυψε περίπου 500 εκατομμύρια.
Προειδοποιώντας για «δύσκολες αποφάσεις και θυσίες» που αναμένεται να ακολουθήσουν στα διάφορα σχολεία του πανεπιστημίου, οι Γκάρμπερ και Μάνινγκ ανέφεραν ότι οι κοσμήτορες και οι ακαδημαϊκοί υπεύθυνοι έχουν κληθεί να λάβουν «τεκμηριωμένες και συνετές» αποφάσεις προσαρμογής των προγραμμάτων τους στο νέο χρηματοδοτικό περιβάλλον. Εξέφρασαν πρόθεση να βοηθήσουν τους ερευνητές να βρουν εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, χωρίς ωστόσο να παρουσιάσουν κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο.
Αναφέροντας πως αντιλαμβάνονται την αβεβαιότητα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η κοινότητα, σημείωσαν ότι βρίσκονται στο πλευρό της.
Η ανακοίνωση της Τετάρτης αποτελεί ένα ακόμα βήμα στις προσπάθειες του Χάρβαρντ να διαχειριστεί τις συνέπειες της απώλειας της κρατικής χρηματοδότησης. Τον Μάρτιο, το πανεπιστήμιο επέβαλε πάγωμα προσλήψεων, ενώ η Μεταπτυχιακή Σχολή Τεχνών και Επιστημών δεν αποδέχθηκε κανέναν από τους επιλαχόντες της λίστας αναμονής. Τον Απρίλιο, το Χάρβαρντ στράφηκε στη Γουόλ Στριτ, για να δανειστεί 750 εκατομμύρια δολάρια μέσω φορολογητέων ομολόγων.
Η αναστολή της κρατικής χρηματοδότησης αποτελεί αποτέλεσμα κλιμακούμενης έντασης μεταξύ του πανεπιστημίου και της κυβέρνησης Τραμπ. Η αντιπαράθεση ξεκίνησε με αφορμή περιστατικά αντισημιτισμού εντός της πανεπιστημιούπολης και στη συνέχεια διευρύνθηκε, ενσωματώνοντας ανησυχίες για ιδεολογική προκατάληψη και για τις πολιτικές του Χάρβαρντ σε θέματα ποικιλομορφίας, ισότητας και ένταξης (Diversity, Equity, and Inclusion-DEI), τις οποίες η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θεωρεί ότι παραβιάζουν την αντιρατσιστική νομοθεσία.
Σε επιστολή με ημερομηνία 11 Απριλίου, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση κατηγόρησε το πανεπιστήμιο ότι δεν ανταποκρίνεται «στις πνευματικές και πολιτικές αρχές που δικαιολογούν τη δημόσια χρηματοδότηση». Μεταξύ άλλων, ζήτησε το κλείσιμο όλων των γραφείων DEI, την αναθεώρηση της διαδικασίας διεθνούς εισαγωγής φοιτητών ώστε να αποκλείονται υποψήφιοι που κρίνονται «εχθρικοί προς τις αμερικανικές αξίες» ή «υποστηρικτικοί προς την τρομοκρατία ή τον αντισημιτισμό», καθώς και τη διεξαγωγή εξωτερικού ελέγχου για την αποτίμηση της «ιδεολογικής ποικιλομορφίας» μεταξύ φοιτητών, διδακτικού προσωπικού και ηγεσίας.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση απαίτησε επίσης τη διενέργεια ελέγχου σε συγκεκριμένα προγράμματα, με έμφαση στο Κέντρο Μεσανατολικών Σπουδών, το οποίο φέρεται να «υποθάλπει αντισημιτική παρενόχληση ή να τελεί υπό ιδεολογική ομηρία». Ο έλεγχος καλούνταν να εντοπίσει μέλη ΔΕΠ που είτε «διάκριναν σε βάρος Εβραίων ή Ισραηλινών φοιτητών» είτε «παρότρυναν φοιτητές να παραβούν τους κανόνες του Χάρβαρντ» μετά τις επιθέσεις της Χαμάς στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου 2023 και την ισραηλινή απάντηση στη Γάζα, που πυροδότησε κύμα διαμαρτυριών σε αμερικανικά πανεπιστήμια.
Στις 16 Απριλίου, το Χάρβαρντ δημοσιοποίησε τόσο την επιστολή της κυβέρνησης όσο και την απάντηση του πρύτανη, ο οποίος απέρριψε κατηγορηματικά τους όρους που τέθηκαν, τονίζοντας ότι το πανεπιστήμιο «δεν θα παραιτηθεί από την ανεξαρτησία του ούτε θα εγκαταλείψει τα συνταγματικά του δικαιώματα».
Την ίδια μέρα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανακοίνωσε την αναστολή πολυετών επιχορηγήσεων ύψους 2,2 δισ. δολαρίων προς το πανεπιστήμιο. Έκτοτε, το συνολικό ποσό των κονδυλίων που ανεστάλησαν ή ακυρώθηκαν ξεπερνά τα 2,6 δισεκατομμύρια δολάρια.
Το Χάρβαρντ έχει καταθέσει ομοσπονδιακή αγωγή, ζητώντας την ακύρωση της αναστολής των 2,2 δισ. και τη νομική κατοχύρωση κατά μελλοντικών παρόμοιων αποφάσεων, τις οποίες χαρακτηρίζει «αντισυνταγματικές προϋποθέσεις».
Μια περίοδος διαταραχών στην προσφορά μπορεί να αναδιαμορφώσει την οικονομία των ΗΠΑ, οδηγώντας σε ασταθή πληθωρισμό και διατηρήσιμα υψηλότερα επιτόκια, δήλωσε ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, Τζερόμ Πάουελ.
Ο Πάουελ εμφανίστηκε ενώπιον του Συνεδρίου Έρευνας Thomas Laubach στην Ουάσιγκτον στις 15 Μαΐου για να συζητήσει την αναθεώρηση του πλαισίου νομισματικής πολιτικής της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ.
Σε προετοιμασμένες παρατηρήσεις, ο Πάουελ δήλωσε ότι το οικονομικό περιβάλλον έχει αλλάξει δραστικά από τότε που διεξήχθη η αξιολόγηση, το 2020.
Στην αρχή της πανδημίας COVID-19, η αμερικανική και η παγκόσμια οικονομία βίωσαν σχεδόν μηδενικά επιτόκια για να μετριάσουν τα οικονομικά πλήγματα της εποχής της πανδημίας, οδηγώντας σε μια παρατεταμένη περίοδο πληθωρισμού άνω της τάσης.
Πέντε χρόνια αργότερα, οι μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό είναι σταθερές και ευθυγραμμίζονται με τον στόχο του 2% της κεντρικής τράπεζας. Ωστόσο, σύμφωνα με τον επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Fed), είναι απίθανο τα επιτόκια να φλερτάρουν ξανά με σχεδόν μηδενικά επιτόκια.
Επαναλαμβάνοντας σχόλια σχετικά με θεμελιώδεις αλλαγές πολιτικής και την πιθανότητα προβλημάτων στην αλυσίδα εφοδιασμού, ο Πάουελ σχολίασε τις νέες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι υπεύθυνοι χάραξης νομισματικής πολιτικής.
«Τα υψηλότερα πραγματικά επιτόκια μπορεί επίσης να αντανακλούν την πιθανότητα ο πληθωρισμός να είναι πιο ασταθής στο μέλλον από ό,τι στην περίοδο μεταξύ κρίσεων της δεκαετίας του 2010», δήλωσε. «Μπορεί να μπαίνουμε σε μια περίοδο πιο συχνών και ενδεχομένως πιο επίμονων σοκ προσφοράς — μια δύσκολη πρόκληση για την οικονομία και για τις κεντρικές τράπεζες.»
Ο Πάουελ δήλωσε ότι η Fed πρέπει να διατηρήσει τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό στο 2%, ένα παγκόσμιο πρότυπο για τις κεντρικές τράπεζες των προηγμένων οικονομιών.
Με το Ομοσπονδιακό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (Federal Reserve System) να βρίσκεται σε μια εξέταση πολιτικής — μια αξιολόγηση που ολοκληρώνεται κάθε πέντε χρόνια των στρατηγικών επικοινωνίας, των εργαλείων και του συνολικού πλαισίου πολιτικής του ιδρύματος — οι αξιωματούχοι των κεντρικών τραπεζών επιδιώκουν διαφορετικούς τρόπους επικοινωνίας με το κοινό.
«Σε περιόδους με μεγαλύτερα, συχνότερα ή πιο ανόμοια σοκ, η αποτελεσματική επικοινωνία απαιτεί να μεταφέρουμε την αβεβαιότητα που περιβάλλει την κατανόησή μας για την οικονομία και τις προοπτικές», δήλωσε ο Πάουελ. «Θα εξετάσουμε τρόπους βελτίωσης σε αυτή τη διάσταση καθώς προχωράμε.»
Η Fed σχεδιάζει να ολοκληρώσει την αναθεώρηση της νομισματικής πολιτικής της τον Σεπτέμβριο.
Κατάσταση του εμπορίου
Παρά τις ανησυχίες για την αλυσίδα εφοδιασμού, τα στατιστικά στοιχεία για τη ναυτιλία έχουν δείξει ανάκαμψη αυτόν τον μήνα, εβδομάδες μετά την ευρεία ανακοίνωση δασμών του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ στις 2 Απριλίου.
Σύμφωνα με την παγκόσμια εταιρεία παρακολούθησης Vizion, οι παγκόσμιες υπερωκεάνιες κρατήσεις αυξήθηκαν κατά σχεδόν 30% την εβδομάδα κρατήσεων της 5ης Μαΐου, από την πτώση 25% της προηγούμενης εβδομάδας.
Οι κρατήσεις εισαγωγών των ΗΠΑ αυξήθηκαν επίσης κατά περίπου 40% την περασμένη εβδομάδα, αφού μειώθηκαν κατά σχεδόν 26% την προηγούμενη εβδομάδα.
Οι κινεζικές αποστολές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ανακάμψει κατά περισσότερο από 70%.
Επιπλέον, ο Δείκτης Παγκόσμιας Πίεσης στην Εφοδιαστική Αλυσίδα της Fed της Νέας Υόρκης είναι σχετικά σταθερός από την αρχή του έτους.
Την περασμένη εβδομάδα, η κυβέρνηση Τραμπ εξασφάλισε μια εμπορική συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο και συμφώνησε σε μια τρίμηνη παύση δασμών με το κινεζικό καθεστώς.
Κατά τη διάρκεια εκδήλωσης με στελέχη στο Κατάρ, ο πρόεδρος ανακοίνωσε στις 15 Μαΐου ότι η κυβέρνηση της Ινδίας προσφέρθηκε να καταργήσει τους δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα.
«Είναι πολύ δύσκολο να πουλήσεις στην Ινδία και μας προσφέρουν μια συμφωνία όπου ουσιαστικά είναι πρόθυμοι να μας χρεώσουν κυριολεκτικά χωρίς δασμούς», δήλωσε ο Τραμπ σε συνάντηση στην πρωτεύουσα του Κατάρ, Ντόχα.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και ο εμίρης του Κατάρ, σεΐχης Ταμίμ μπιν Χαμάντ αλ Θάνι, συναντώνται στο Amiri Diwan στη Ντόχα. Κατάρ, 14 Μαΐου 2025. (Alex Brandon/AP)
Παρ’ όλα αυτά, οι Αμερικανοί καταναλωτές υφίστανται έναν συνολικό μέσο πραγματικό δασμολογικό συντελεστή σχεδόν 18%, τον υψηλότερο από το 1934, σύμφωνα με το Budget Lab του Yale.
Παρακολουθώντας τα επιτόκια
Στη συνεδρίαση πολιτικής της περασμένης εβδομάδας, η Fed διατήρησε το βασικό επιτόκιο των ομοσπονδιακών κεφαλαίων μεταξύ 4,25% και 4,5% για τρίτη συνεχόμενη συνάντηση.
Μετά από ισχυρά οικονομικά δεδομένα, οι επενδυτές έχουν ανατρέψει τις προβλέψεις τους για μείωση των επιτοκίων.
Πριν από ένα μήνα, η συναίνεση στην αγορά συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης ήταν η μείωση των επιτοκίων τον Ιούνιο. Από τις 15 Μαΐου, σύμφωνα με το CME FedWatch Tool, οι επενδυτές προβλέπουν την επόμενη μείωση κατά ένα τέταρτο της μονάδας στη συνεδρίαση πολιτικής της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοικτής Αγοράς τον Σεπτέμβριο.
Οι αξιωματούχοι έχουν δηλώσει ότι μπορούν να κάνουν υπομονή επειδή η οικονομία παραμένει ισχυρή και η πολιτική είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Μέχρι στιγμής, και οι δύο πλευρές της διπλής εντολής — μέγιστη απασχόληση και σταθερότητα τιμών — είναι άθικτες.
Στο μέτωπο του πληθωρισμού, οι αναφορές του δείκτη τιμών καταναλωτή και του δείκτη τιμών παραγωγού του Απριλίου δείχνουν ότι η τάση αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού συνεχίζεται.
Στην αγορά εργασίας, η οικονομία των ΗΠΑ δημιούργησε 177.000 νέες θέσεις εργασίας, καλύτερες από τις αναμενόμενες, τον περασμένο μήνα.
Σύμφωνα με τον Τσάρλι Ρίπλεϋ, ανώτερο στρατηγικό σύμβουλο επενδύσεων στην Allianz Investment Management, δεν υπάρχει επείγουσα ανάγκη στην κεντρική τράπεζα να επανεκκινήσει τον κύκλο χαλάρωσης με βάση την πληθώρα δεδομένων.
«Το μάντρα για την Fed του προέδρου Πάουελ ήταν πάντα να λαμβάνει ορθές πολιτικές αποφάσεις που βασίζονται στη βεβαιότητα των οικονομικών στατιστικών ή, με άλλα λόγια, να παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτώμενη από τα δεδομένα», δήλωσε ο Ρίπλεϋ σε σημείωμα που έστειλε μέσω email στην Epoch Times.
Μέχρι να υπάρξουν σημάδια σημαντικής αδυναμίας, ο Πάουελ και οι συνάδελφοί του θα παραμείνουν σε στάση αναμονής για την πολιτική, δήλωσε ο Ρίπλεϋ.
Η Fed θα πραγματοποιήσει την επόμενη διήμερη συνεδρίαση πολιτικής της στις 17 και 18 Ιουνίου.
Οι επενδυτές θα δώσουν ιδιαίτερη προσοχή καθώς οι αξιωματούχοι δημοσιεύουν την ενημερωμένη Σύνοψη Οικονομικών Προβολών, μια τριμηνιαία έρευνα για τις προσδοκίες των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής για την οικονομία και την πολιτική.
Το υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών των ΗΠΑ (HHS) σχεδιάζει να σταματήσει να συστήνει τον τακτικό εμβολιασμό κατά της COVID-19 για παιδιά, εφήβους και εγκύους, όπως επιβεβαίωσε ανώτερος αξιωματούχος της υπηρεσίας στην εφημερίδα The Epoch Times.
Η εξέλιξη αυτή αναφέρθηκε αρχικά στις 15 Μαΐου από τη Wall Street Journal, ενώ επίσημη ανακοίνωση αναμένεται τις επόμενες ημέρες.
Επί του παρόντος, τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC) συνιστούν τον εμβολιασμό κατά της COVID-19 για όλους τους πολίτες ηλικίας έξι μηνών και άνω με επικαιροποιημένη δόση. Στις ΗΠΑ έχουν εγκριθεί τρία εμβόλια για χρήση: τα mRNA εμβόλια των Moderna και Pfizer/BioNTech, καθώς και το πρωτεϊνικής βάσης εμβόλιο της Novavax.
Ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) έπρεπε να αποφασίσει έως τις 2 Απριλίου σχετικά με την αίτηση έγκρισης της Novavax, αλλά, σύμφωνα με την εταιρεία, η προθεσμία παρήλθε χωρίς απόφαση, με τον υπουργό Υγείας Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζούνιορ να έχει δηλώσει ότι το εμβόλιο της Novavax δεν είναι αποτελεσματικό. Αυτή τη στιγμή, το εν λόγω εμβόλιο είναι διαθέσιμο μόνο υπό καθεστώς κατεπείγουσας αδειοδότησης. Η απαιτούμενη τεκμηρίωση για πλήρη έγκριση είναι αυστηρότερη σε σύγκριση με την κατεπείγουσα έγκριση.
Σύμφωνα με δεδομένα των Κέντρων Ελέγχου, περίπου το 13% των παιδιών και το 14% των εγκύων έχουν λάβει την επικαιροποιημένη δόση του εμβολίου κατά της COVID-19.
Ο Κέννεντυ, ο οποίος διαχρονικά προβάλλει ζητήματα ασφάλειας των εμβολίων, είχε εκφραστεί δημόσια κατά των υποχρεωτικών εμβολιασμών κατά τη διάρκεια της πανδημίας και είχε αμφισβητήσει την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια των σκευασμάτων. Το 2021, είχε ζητήσει από τον FDA να ανακαλέσει τις κατεπείγουσες εγκρίσεις των εμβολίων κατά της COVID-19.
Το 2023, τα Κέντρα Ελέγχου είχαν εντάξει τα εμβόλια COVID-19 στο εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού, μετά από σχετική εισήγηση της συμβουλευτικής του επιτροπής. Τον προηγούμενο μήνα, η ίδια επιτροπή ανακοίνωσε ότι εξετάζει το ενδεχόμενο περιορισμού της γενικής σύστασης εμβολιασμού κατά της COVID-19.
Κατά την ίδια συνεδρίαση, αξιωματούχοι επεσήμαναν ότι χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Αυστραλία δεν συνιστούν πλέον ενισχυτικές δόσεις για υγιή παιδιά.
Ο επίτροπος του FDA, Μάρτυ Μακάρυ, δήλωσε στις 15 Μαΐου ότι δεν ενθαρρύνει ούτε επιμένει στον εμβολιασμό υγιών παιδιών, εκτός αν προκύψουν νέα δεδομένα που να υποδεικνύουν σαφές όφελος. Πρόσθεσε δε ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες ενδέχεται να υποχρεωθούν να υποβάλουν επιπλέον δεδομένα για την έγκριση εμβολίων και ότι ο FDA πρόκειται να παρουσιάσει νέο πλαίσιο αξιολόγησης εμβολίων την επόμενη εβδομάδα, σύμφωνα με τη Wall Street Journal.
Ο ίδιος τόνισε ότι, υπό την καθοδήγηση του Κέννεντυ, το υπουργείο Υγείας θα απαιτεί πλέον δοκιμές με χρήση ομάδας ελέγχου (placebo) για όλα τα νέα εμβόλια. «Θέλουμε εμβόλια διαθέσιμα για άτομα υψηλού κινδύνου», δήλωσε ο Μακάρυ. «Ταυτόχρονα, θέλουμε αξιόπιστα επιστημονικά δεδομένα και ποιοτικές κλινικές μελέτες.»
Ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των Ηνωμένων Πολιτειών (Food and Drug Administration – FDA) ανακοίνωσε στις 15 Μαΐου την έναρξη μιας «ισχυρότερης και περισσότερο συστηματικής διαδικασίας επανεξέτασης των χημικών ουσιών που βρίσκονται ήδη στην αγορά τροφίμων».
Από την ανάληψη των καθηκόντων του ως υπουργού Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών (Health and Human Services – HHS) τον Φεβρουάριο, ο Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζούνιορ έχει αναδείξει την απομάκρυνση επιβλαβών συστατικών από την αμερικανική διατροφή σε βασικό πυλώνα της πλατφόρμας «Κάντε την Αμερική υγιή ξανά» (Make America Healthy Again – MAHA).
Στη σχετική δήλωσή του, ο Κέννεντυ υποστήριξε ότι καμία οικογένεια δεν θα έπρεπε να ανησυχεί για το περιεχόμενο των τροφών που καταναλώνουν τα παιδιά της. Τόνισε πως η κυβέρνηση προχωρά σε αποφασιστικές ενέργειες, αξιοποιώντας κάθε αρμοδιότητα που διαθέτει προκειμένου να διασφαλίσει την καθαρότητα της διατροφικής αλυσίδας και την προστασία των Αμερικανών πολιτών.
Την προηγουμένη, σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα X, ο Κέννεντυ είχε αναφέρει ότι η ιδεολογία των χρόνιων παθήσεων «θάφτηκε» από τις κυβερνήσεις, οι οποίες απέφυγαν να αντιπαρατεθούν με ισχυρές βιομηχανίες που χρησιμοποιούν επιβλαβείς χημικές ουσίες στα τρόφιμα και στα φαρμακευτικά προϊόντα. Υποστήριξε επίσης ότι, παρόλο που οι πολίτες έχουν την ελευθερία να αποφασίζουν, το κράτος έχει καθήκον να τους προσφέρει τεκμηριωμένες και αξιόπιστες επιλογές.
Σύμφωνα με το δελτίο Τύπου της 15ης Μαΐου, ο FDA σκοπεύει να εφαρμόσει μια σειρά νέων μέτρων για τη διαχείριση των χημικών ουσιών στα τρόφιμα. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται ένα «εκσυγχρονισμένο και τεκμηριωμένο σύστημα προτεραιοτήτων» για την αξιολόγηση υφιστάμενων ουσιών, μια «τελική, συστηματική διαδικασία επανεξέτασης μετά την κυκλοφορία» με συμμετοχή των ενδιαφερόμενων φορέων, καθώς και η επικαιροποίηση του καταλόγου των ουσιών που βρίσκονται υπό επανεξέταση.
Ο Οργανισμός προανήγγειλε επίσης την επιτάχυνση της επανεξέτασης ορισμένων ουσιών που βρίσκονται ήδη υπό αξιολόγηση, όπως οι φθαλικές ενώσεις, το προπυλοπαραβένιο και το διοξείδιο του τιτανίου.
Όπως διευκρινίζεται, η μέχρι πρότινος πρακτική του FDA στηριζόταν σε αποσπασματικές επανεξετάσεις, κυρίως ως απάντηση σε αιτήματα πολιτών ή σε νέα επιστημονικά δεδομένα.
Μπουκάλια που περιέχουν χρωματιστά υγρά, σε εργαστήριο της Sensient Technologies Corp., εταιρείας κατασκευής πρόσθετων χρωμάτων, στο Σαιντ Λούις. ΗΠΑ, 2 Απριλίου 2025. (Jeff Roberson/AP Photo)
Η νέα στρατηγική εντάσσεται στη δέσμευση για «ριζική διαφάνεια» που είχε αναλάβει ο Κέννεντυ με την ανάληψη της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας. Ο Επίτροπος του FDA, Δρ Μάρτυ Μακάρυ, δήλωσε στις 15 Μαΐου ότι τα νέα μέτρα αντανακλούν αυτόν ακριβώς τον στόχο. Όπως ανέφερε, ο FDA ανακατανέμει τους πόρους του και αξιοποιεί επιστημονικές μεθόδους «υψηλών προδιαγραφών» για να θεσπίσει για πρώτη φορά ένα συστηματικό πρόγραμμα επανεξέτασης μετά την κυκλοφορία, στο οποίο οι καταναλωτές θα μπορούν να βασιστούν. Προσέθεσε ότι μόνο με τη βελτίωση της ασφάλειας και της διαφάνειας στη διατροφική αλυσίδα και τη δυνατότητα των καταναλωτών να κάνουν υγιεινές διατροφικές επιλογές θα είναι δυνατή η αναστροφή της μακρόχρονης τάσης αύξησης των χρόνιων ασθενειών.
Η Επιτροπή MAHA
Οι ανακοινώσεις της 15ης Μαΐου εντάσσονται σε μια ευρύτερη πολιτική για την αυστηρότερη εποπτεία των χημικών ουσιών στα τρόφιμα. Τον Φεβρουάριο, λίγο μετά την ορκωμοσία του Κέννεντυ, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ σύστησε την Επιτροπή «Make America Healthy Again», αναθέτοντάς της – μεταξύ άλλων – να αξιολογήσει τις επιπτώσεις από τη δυνητική υπερκατανάλωση φαρμάκων, ορισμένων συστατικών τροφίμων και άλλων χημικών ουσιών, ιδιαίτερα ως προς τις χρόνιες φλεγμονές και άλλους τεκμηριωμένους μηχανισμούς πρόκλησης νόσου, βασισμένη σε διαφανή και αυστηρά επιστημονικά δεδομένα, περιλαμβανομένων και διεθνών συγκρίσεων.
Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του Κέννεντυ, η πολιτεία της Δυτικής Βιρτζίνιας προχώρησε στην απαγόρευση επτά τεχνητών χρωστικών ουσιών από τρόφιμα και ποτά. Τον περασμένο μήνα, ο FDA ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει σταδιακά στην κατάργηση των συνθετικών χρωστικών ουσιών με βάση το πετρέλαιο από την αμερικανική διατροφή.
Στις 10 Μαρτίου, ο Κέννεντυ έδωσε εντολή στον FDA να εξετάσει την κατάργηση της διαδικασίας που επιτρέπει στις εταιρείες να εγκρίνουν μόνες τους τη χρήση ουσιών που χαρακτηρίζονται ως «γενικά αναγνωρισμένες ως ασφαλείς» (Generally Recognized As Safe – GRAS), χωρίς υποχρεωτική αξιολόγηση ή έγκριση από τον ίδιο τον Οργανισμό. Σήμερα, οι εταιρείες απλώς υποβάλλουν προαιρετικές ειδοποιήσεις μέσω του σχετικού προγράμματος GRAS.
Σε περίπτωση κατάργησης αυτής της δυνατότητας αυτο-επικύρωσης, οι παραγωγοί θα υποχρεούνται να ενημερώνουν δημόσια τον FDA πριν από την εισαγωγή νέων συστατικών στα τρόφιμα.
Ο Μακάρυ ανέφερε επίσης ότι ο FDA επιταχύνει την αξιολόγηση και την έγκριση φυσικών εναλλακτικών ουσιών. Στις 9 Μαΐου, ο Οργανισμός ανακοίνωσε την έγκριση δύο νέων φυσικών χρωστικών, καθώς και την επέκταση της έγκρισης για μία τρίτη. Οι ουσίες αυτές είναι το εκχύλισμα Galdieria blue, το εκχύλισμα κλιτόριας (μπλε τσάι) και το φωσφορικό ασβέστιο.
Ο κυβερνήτης της Φλόριντα, Ρον Ντε Σάντις, υπέγραψε την Πέμπτη νόμο που καθιστά τη Φλόριντα τη δεύτερη πολιτεία των ΗΠΑ που απαγορεύει την προσθήκη φθορίου στο πόσιμο νερό. Η υπογραφή της νομοθεσίας πραγματοποιήθηκε σε ειδική εκδήλωση στο Dade City, με αφορμή την ψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου από τη Βουλή της Πολιτείας τον Απρίλιο. Ο νέος νόμος, ο οποίος προβλέπει την απομάκρυνση τόσο του φθορίου όσο και άλλων προσθέτων από τα δημόσια δίκτυα ύδρευσης, θα τεθεί σε ισχύ την 1η Ιουλίου.
Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, ο Ντε Σάντις υπογράμμισε πως, παρόλο που η χρήση του φθορίου για οδοντιατρικούς λόγους είναι αποδεκτή, «η υποχρεωτική προσθήκη του στο νερό της βρύσης ουσιαστικά συνιστά εξαναγκασμένη χορήγηση φαρμάκου». Παράλληλα ανέφερε πως όποιος επιθυμεί μπορεί εύκολα να βρει φθόριο, τονίζοντας ότι δεν πρέπει οι τοπικές αρχές να υποχρεώνονται να το εντάσσουν στο δημόσιο νερό.
Ήδη αρκετοί δήμοι στη Φλόριντα είχαν λάβει μέτρα για να απομακρύνουν το φθόριο από το νερό τους, ενόψει της γενικευμένης απαγόρευσης. Ενδεικτικά, στις αρχές του μήνα, το συμβούλιο κομηστών του Miami-Dade ανέτρεψε βέτο της δημάρχου Ντανιέλα Λεβίν Κάβα, εγκρίνοντας το σχέδιο απομάκρυνσης του φθορίου από το δίκτυο ύδρευσης της περιοχής.
Η τάση αυτή καταγράφεται κυρίως σε πολιτείες όπου κυριαρχούν οι Ρεπουμπλικάνοι, ικανοποιώντας αιτήματα οργανώσεων και ομάδων που ακολουθούν και τον Αμερικανό υπουργό Υγείας Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ. Υπενθυμίζεται ότι η Γιούτα αποτέλεσε την πρώτη πολιτεία που θεσμοθέτησε την απαγόρευση του φθορίου στο νερό.
Το φθόριο προστίθεται σε δημόσια δίκτυα ύδρευσης από τη δεκαετία του 1940 ως μέτρο για την ενίσχυση των δοντιών και τη μείωση της τερηδόνας, σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC). Ωστόσο, η υπέρμετρη πρόσληψη φθορίου έχει συσχετιστεί με οδοντικά προβλήματα όπως δυσχρωμίες και λευκές κηλίδες, ενώ κάποιες μελέτες έχουν αναφέρει πιθανές επιπτώσεις στην ανάπτυξη των παιδιών.
Το περασμένο έτος, ομοσπονδιακό δικαστήριο στην Καλιφόρνια υποχρέωσε την Περιβαλλοντική Υπηρεσία των ΗΠΑ (EPA) να επανεξετάσει τη χρήση φθορίου στο νερό, επισημαίνοντας πως αν δεν διασφαλίζεται επαρκές περιθώριο ασφαλείας, υπάρχει κίνδυνος για τη δημόσια υγεία.
Το 2024, το Εθνικό Πρόγραμμα Τοξικολογίας των ΗΠΑ παρουσίασε έρευνες που συνδέουν τα υψηλά επίπεδα έκθεσης σε φθόριο με χαμηλότερες επιδόσεις στον δείκτη νοημοσύνης (IQ) των παιδιών. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι οι μελέτες αφορούσαν επίπεδα φθορίου σημαντικά υψηλότερα από εκείνα που συνιστώνται για τη δημόσια ύδρευση.
Όταν η Γιούτα προχώρησε στην απαγόρευση, πολλές ιατρικές οργανώσεις αντέδρασαν έντονα, συμπεριλαμβανομένης της Αμερικανικής Οδοντιατρικής Ένωσης, η οποία κάλεσε τον κυβερνήτη να ασκήσει βέτο, χαρακτηρίζοντας τον εμπλουτισμό του νερού με φθόριο ως κρίσιμο εργαλείο δημόσιας υγείας για την πρόληψη οδοντικών νοσημάτων.
Ο υπουργός Υγείας των ΗΠΑ, Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζούνιορ, υπερασπίστηκε τις πρόσφατες δηλώσεις του για τα εμβόλια κατά τη διάρκεια ακρόασης στο Κογκρέσο στις 14 Μαΐου, υποστηρίζοντας πως έχει την πρόθεση να παρουσιάζει την αλήθεια σχετικά με όσα είναι και όσα δεν είναι γνωστά γύρω από την ασφάλεια των εμβολίων.
Καταθέτοντας ενώπιον της Επιτροπής Υγείας της Γερουσίας, ο Κέννεντυ φέρεται να είπε στον γερουσιαστή Κρις Μέρφυ (D-Conn.) ότι δεν προτίθεται να διαβεβαιώνει το κοινό για την καθολική ασφάλεια και αποτελεσματικότητα των εμβολίων, εφόσον υπάρχουν ζητήματα τα οποία πρέπει να εξεταστούν, προσθέτοντας ότι οφείλει να σέβεται τη νοημοσύνη των πολιτών.
Αρκετά μέλη του Κογκρέσου εξέφρασαν προβληματισμό για τις απόψεις που έχει διατυπώσει ο Κέννεντυ, μεταξύ των οποίων και η θέση του ότι η προστασία που προσφέρει το εμβόλιο ιλαράς, παρωτίτιδας και ερυθράς (Measles, Mumps, Rubella – MMR) φθίνει με την πάροδο του χρόνου. Ο γερουσιαστής Μέρφυ παρατήρησε ότι τέτοιες δηλώσεις υπονομεύουν την εμπιστοσύνη στο εμβόλιο, παρομοιάζοντας την κατάσταση με το να προτρέπει κανείς κάποιον να κολυμπήσει σε μια λίμνη, ενώ ταυτόχρονα τον προειδοποιεί ότι τα νερά είναι πιθανώς τοξικά και γεμάτα φίδια και αλιγάτορες. Όπως υποστήριξε, τέτοιου είδους αντιφατικά μηνύματα δεν ενισχύουν την εμπιστοσύνη στο εμβόλιο.
Ο Κέννεντυ απάντησε ότι αν ήξερε πως υπάρχουν αλιγάτορες σε μια λίμνη, θα θεωρούσε υποχρέωσή του να το πει, σημειώνοντας ότι η απώλεια εμπιστοσύνης στο πρόγραμμα εμβολιασμού οφείλεται στο γεγονός ότι, όπως είπε, οι πολίτες έχουν εξαπατηθεί επί σειρά ετών από τις δημόσιες αρχές.
Φέτος, έχουν καταγραφεί αρκετά κρούσματα ιλαράς στις ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων μια μεγάλη έξαρση στο Τέξας με εκατοντάδες περιστατικά. Σύμφωνα με τις αρχές της πολιτείας, οι περισσότεροι ασθενείς ήταν ανεμβολίαστοι ή είχαν άγνωστο ιστορικό εμβολιασμού. Τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) αναφέρουν ότι δύο δόσεις του εμβολίου MMR είναι κατά 97% αποτελεσματικές έναντι της ιλαράς, ενώ μελέτες – συμπεριλαμβανομένης έρευνας Γάλλων επιστημόνων – καταδεικνύουν σταδιακή μείωση της προστασίας με το πέρασμα του χρόνου.
Ο Κέννεντυ, μιλώντας πρόσφατα σε δημόσια εκδήλωση, φέρεται να δήλωσε ότι «η ιλαρά δεν θα εξαλειφθεί ποτέ πλήρως, καθώς η αποτελεσματικότητα του εμβολίου μειώνεται γρήγορα». Έχει επίσης αναφέρει ότι το εμβόλιο MMR παρουσιάζει παρενέργειες και ότι αρκετά εμβόλια που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα παιδικού εμβολιασμού δεν έχουν δοκιμαστεί με τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες έναντι εικονικού φαρμάκου (placebo). Όπως είπε στο Κογκρέσο, αυτό σημαίνει πως το προφίλ κινδύνου αυτών των εμβολίων παραμένει ασαφές, και αυτό είναι ένα κενό που σκοπεύει να καλύψει.
Ο Κέννεντυ κατέθεσε τόσο ενώπιον της Γερουσίας όσο και στην Επιτροπή Πιστώσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων, στην πρώτη του εμφάνιση στο Κογκρέσο μετά την επικύρωση του διορισμού του τον Φεβρουάριο.
Ο βουλευτής Μαρκ Πόκαν (D-Wis.) από το Ουισκόνσιν τον ρώτησε αν, σε περίπτωση που είχε παιδί σήμερα, θα το εμβολίαζε με το MMR. Ο Κέννεντυ απάντησε πως πιθανότατα θα το έκανε, διευκρινίζοντας όμως ότι οι προσωπικές του απόψεις δεν έχουν σημασία. Όπως τόνισε, δεν πιστεύει ότι οι πολίτες θα πρέπει να λαμβάνουν ιατρικές συμβουλές από τον ίδιο, προσθέτοντας ότι αν απαντούσε άμεσα, θα φαινόταν σαν να δίνει καθοδήγηση, κάτι που δεν επιθυμεί. Σημείωσε επίσης ότι οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ενημερώνουν το κοινό για τα οφέλη και τους κινδύνους κάθε εμβολίου.
Όταν ο Πόκαν επανέλαβε το ερώτημα αναφορικά με τα εμβόλια κατά της ανεμοβλογιάς και της πολιομυελίτιδας, ο υπουργός απέφυγε να απαντήσει.
Κατά τις ακροάσεις, οι Ρεπουμπλικανοί απέφυγαν να σχολιάσουν εκτενώς τα εμβόλια, επιλέγοντας αντ’ αυτού να εκφράσουν την ικανοποίησή τους για άλλες πρωτοβουλίες της νέας ηγεσίας του υπουργείου. Ειδικότερα, αναφέρθηκαν θετικά στην απαγόρευση ορισμένων τεχνητών χρωστικών ουσιών τροφίμων και στην προσπάθεια περιορισμού του κόστους στη δημόσια υγειονομική υπηρεσία.
Ο γερουσιαστής Τζον Χιούστεντ (R-Ohio) φέρεται να είπε ότι ο Κέννεντυ έχει συμβάλει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο υπουργό Υγείας θυμάται στην ενημέρωση των Αμερικανών σχετικά με πρακτικούς τρόπους βελτίωσης της υγείας τους, ευχαριστώντας τον για την προσφορά του.
Το Γραφείο Βιομηχανίας και Ασφάλειας (BIS) του Υπουργείου Εμπορίου των ΗΠΑ προειδοποίησε στις 13 Μαΐου να μην χρησιμοποιούνται τσιπ της Huawei που αναπτύχθηκαν κατά παράβαση των ελέγχων εξαγωγών των ΗΠΑ, ενώ παράλληλα ανακοίνωσε ότι πρόκειται να θεσπιστούν νέοι κανόνες εμπορίου τσιπ τεχνητής νοημοσύνης.
Τον Ιανουάριο, η απερχόμενη κυβέρνηση Μπάιντεν ολοκλήρωσε έναν κανόνα άδειας μεταφοράς τεχνητής νοημοσύνης που διέπει τον τρόπο διανομής της αμερικανικής τεχνολογίας τεχνητής νοημοσύνης σε όλο τον κόσμο. Επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ στις 15 Μαΐου.
Το BIS στις 13 Μαΐου ακύρωσε τον κανόνα, δηλώνοντας ότι θα επιβάρυνε τις αμερικανικές εταιρείες με κανονισμούς και θα «υπονόμευε» τις διπλωματικές σχέσεις με τους εμπορικούς εταίρους, και ότι θα εξέδιδε έναν κανόνα αντικατάστασης σε μεταγενέστερη ημερομηνία.
Ο Υφυπουργός Εμπορίου για τη Βιομηχανία και την Ασφάλεια, Τζέφρυ Κέσσλερ, έδωσε εντολή στους αξιωματούχους επιβολής του BIS να απαλλαγούν από τον κανόνα Διάχυσης Τεχνητής Νοημοσύνης, δηλώνοντας ότι η τρέχουσα κυβέρνηση σχεδιάζει «μια τολμηρή, συμπεριληπτική στρατηγική για την αμερικανική τεχνολογία Τεχνητής Νοημοσύνης με αξιόπιστες ξένες χώρες σε όλο τον κόσμο, κρατώντας παράλληλα την τεχνολογία μακριά από τα χέρια των αντιπάλων μας».
Huawei και προειδοποιήσεις
Οι Ηνωμένες Πολιτείες υποψιάζονται ότι οι τελευταίοι επεξεργαστές της Huawei με έδρα την Κίνα αναπτύχθηκαν χρησιμοποιώντας παράνομα αποκτηθείσα τεχνολογία των ΗΠΑ. Αυτό περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις μονάδες επεξεργασίας τεχνητής νοημοσύνης πολλαπλών τσιπ Ascend 910B και 910D της Huawei, καθώς και τη μονάδα επεξεργασίας γραφικών 910C.
Οι οδηγίες της 13ης Μαΐου που εκδόθηκαν κατά της χρήσης της Huawei και άλλων τσιπ που συνδέονται με την Κίνα δεν αποτελούν νέο κανόνα, αλλά προειδοποιήσεις που σχετίζονται με τους υπάρχοντες κανόνες, καθώς η κυβέρνηση Τραμπ ετοιμάζεται να εκδώσει τους νέους ελέγχους εξαγωγών τεχνητής νοημοσύνης και ημιαγωγών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επιβάλει ελέγχους στις εξαγωγές της Huawei και της τεχνολογίας τεχνητής νοημοσύνης προς την Κίνα κατά τις δύο τελευταίες κυβερνήσεις, διαπιστώνοντας ότι η Huawei έχει δεσμούς με τον στρατό του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ), ο οποίος χρησιμοποιεί την τεχνολογία για την ανάπτυξη όπλων και αυτόνομων συστημάτων, καθώς και για άλλες χρήσεις.
Για χρόνια, οι ρυθμιστικές αρχές προειδοποιούν ότι οι οντότητες που έχουν κυρωθεί και εδρεύουν στην Κίνα βρίσκουν λύσεις, όπως τρίτες ενδιάμεσες εταιρείες και «μεταφόρτωση και εκτροπή» για να αποπροσανατολίσουν έναν κυρωμένο τελικό χρήστη ώστε να αποκτήσει αμερικανική τεχνολογία που είναι απαγορευμένη για τις στρατιωτικές θυγατρικές του ΚΚΚ.
Οι εξαγωγές και οι μεταφορές της ρυθμιζόμενης τεχνολογίας τεχνητής νοημοσύνης απαιτούν άδεια από την BIS. Στις 13 Μαΐου, η υπηρεσία προειδοποίησε τις αμερικανικές εταιρείες να μην εξάγουν ή να μεταφέρουν τέτοια τεχνολογία σε πελάτες που ενέχουν κίνδυνο, όπως εκείνους των οποίων η έδρα είναι ασαφής ή έχουν αυξήσει σημαντικά τις παραγγελίες προηγμένων ολοκληρωμένων κυκλωμάτων υπολογιστών μετά την προσθήκη των κανόνων εξαγωγής τον Οκτώβριο του 2022.
Τα κινεζικά κρατικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι ο ιδρυτής της Huawei, Ρεν Τζενγκφέι, δήλωσε στον ηγέτη του κινέζικου καθεστώτος, Σι Τζινπίνγκ, κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης κεκλεισμένων των θυρών ότι οι ανησυχίες σχετικά με τους ελέγχους εξαγωγών τσιπ από τις ΗΠΑ έχουν χαλαρώσει.
Το κινεζικό καθεστώς έχει δώσει εντολή στον κινεζικό τεχνολογικό τομέα να επιτύχει αυτάρκεια όσον αφορά την προηγμένη τεχνολογία ημιαγωγών, και ο Ρεν δήλωσε ότι το σχέδιο της Huawei να ενώσει 2.000 κινεζικές εταιρείες θα τις βοηθήσει να επιτύχουν 70% αυτάρκεια έως το 2028.
Αγώνας τεχνητής νοημοσύνης
Η σχέση των Ηνωμένων Πολιτειών και της κομμουνιστικής Κίνας όσον αφορά την αγορά τσιπ είναι περίπλοκη, καθώς και οι δύο είναι σημαντικοί αγοραστές και πωλητές τσιπ μεταξύ τους.
Οι έλεγχοι εξαγωγών ημιαγωγών από τις ΗΠΑ έχουν μέχρι στιγμής στοχεύσει σε μεγάλο βαθμό στην πρόσβαση της Κίνας στα πιο προηγμένα τσιπ στην αγορά, με την προσδοκία ότι αυτό θα εμπόδιζε την ανάπτυξη προηγμένης Τεχνητής Νοημοσύνης από τον στρατό του ΚΚΚ. Όταν εκδόθηκαν αυτοί οι κανόνες, οι εταιρείες ημιαγωγών επικεντρώθηκαν στην πώληση μεγαλύτερων μοντέλων στην Κίνα, με ορισμένες όπως η Nvidia να αναπτύσσουν τσιπ ειδικά για την κινεζική αγορά.
Τον Απρίλιο, η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε νέους περιορισμούς στο τσιπ τεχνητής νοημοσύνης H20 της Nvidia, το πιο προηγμένο τσιπ που πουλάει αυτή τη στιγμή στην Κίνα, από το οποίο η Nvidia εκτιμά απώλεια εσόδων 5,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι ByteDance και Tencent είναι μεταξύ των εταιρειών με έδρα την Κίνα που αγόραζαν τσιπ H20 καθώς η Κίνα έκανε πρόοδο στην τεχνητή νοημοσύνη.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Nvidia, Γένσεν Χουάνγκ, δήλωσε στους δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Ουάσιγκτον στις 30 Απριλίου ότι η Huawei έχει σημειώσει «τεράστια πρόοδο» στην τεχνητή νοημοσύνη τα τελευταία χρόνια. «Η Κίνα είναι ακριβώς πίσω μας. Είμαστε πολύ, πολύ κοντά».
Είπε επίσης ότι «ο κόσμος έχει αλλάξει σημαντικά» από τότε που δημοσιεύθηκε ο κανόνας διαμοιρασμού τεχνητής νοημοσύνης της προηγούμενης κυβέρνησης τον Ιανουάριο και ότι απαιτούνται ενημερωμένοι κανόνες «για την επιτάχυνση της διάδοσης της αμερικανικής τεχνολογίας τεχνητής νοημοσύνης σε όλο τον κόσμο».
Ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε στις 13 Μαΐου ότι ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ εξασφάλισε μια συμφωνία 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων στη Σαουδική Αραβία κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του, η οποία περιελάμβανε σημαντικές συμβάσεις μεταξύ αμερικανικών και μεσανατολικών εταιρειών τεχνολογίας και τεχνητής νοημοσύνης. Οι αμερικανικές εταιρείες τσιπ Nvidia, Advanced Micro Devices και Qualcomm ανακοίνωσαν συμφωνίες με την Humain της Σαουδικής Αραβίας για την κατασκευή υποδομής τεχνητής νοημοσύνης, και οι τεχνολογικοί γίγαντες Google, Oracle και άλλοι δεσμεύτηκαν να επενδύσουν 80 δισεκατομμύρια δολάρια σε τεχνολογίες αιχμής. Η DataVolt, μια εταιρεία της Σαουδικής Αραβίας, θα επενδύσει 20 δισεκατομμύρια δολάρια σε κέντρα δεδομένων τεχνητής νοημοσύνης και ενεργειακές υποδομές στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σε μια κίνηση μείζονος σημασίας για την ενεργειακή ασφάλεια των ΗΠΑ, το υπουργείο Εσωτερικών ανακοίνωσε στις 12 Μαΐου την επίσπευση της περιβαλλοντικής αξιολόγησης για το ορυχείο Velvet-Wood στην Πολιτεία της Γιούτα, ως μέρος της διαχείρισης της τρέχουσας εθνικής ενεργειακής κρίσης.
Το έργο, εφόσον λάβει τελικώς την έγκριση, θα εξορύξει ουράνιο — καύσιμο για τους πυρηνικούς αντιδραστήρες αλλά και βασικό στοιχείο για την παραγωγή τρίτιου που χρησιμοποιείται στα πυρηνικά όπλα — καθώς και βάνδιο, το οποίο αξιοποιείται κυρίως στη χαλυβουργία και στα αεροπορικά κράματα τιτανίου.
Η επιθετική επιτάχυνση της αδειοδοτικής διαδικασίας προβλέπει, σύμφωνα με το υπουργείο, ότι ο Οργανισμός Διαχείρισης Γης (BLM) θα έχει ολοκληρώσει την περιβαλλοντική εξέταση εντός μόλις 14 ημερών —ένα χρονοδιάγραμμα που χαρακτηρίζεται από το Υπουργείο ως κομβικό για την άμεση κάλυψη των πιεστικών ενεργειακών αναγκών και την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας.
Τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι οι ΗΠΑ εξαρτώνται σε «επικίνδυνο βαθμό» από εισαγωγές για την κάλυψη της ζήτησης τόσο σε ουράνιο όσο και σε βάνδιο. Το 2023, το 99% της ποσότητας ουρανίου που καταναλώθηκε από τους αμερικανικούς πυρηνικούς σταθμούς ήταν εισαγόμενο —σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Υπηρεσίας Πληροφοριών Ενέργειας (ΕΙΑ). Μετά τη δεκαετία του ’80, ο τερματισμός κινήτρων και προνομιακών εμπορικών πολιτικών είχε ως αποτέλεσμα κατακόρυφη μείωση της εγχώριας παραγωγής: Από 43,7 εκατομμύρια λίβρες ουρανίου το 1980, μόλις 174.000 λίβρες παρήχθησαν το 2019. Παρομοίως, σχεδόν το ήμισυ της ζήτησης σε βάνδιο καλύφθηκε πέρυσι από εισαγωγές.
Η έλλειψη εγχώριας παραγωγής αποτελεί κρίσιμο πρόβλημα ασφαλείας: Οι ΗΠΑ στηρίζονται σε ανταγωνιστικές χώρες για βασικές πρώτες ύλες. Πέρυσι, πυρηνικές μονάδες στις ΗΠΑ αγόρασαν ουράνιο από εταιρείες που εδρεύουν στη Ρωσία, ενώ Ρωσία και Κίνα ελέγχουν μεγάλο μέρος των παγκόσμιων εξαγωγών βανδίου.
Το αμερικανικό υπουργείο Εσωτερικών εξηγεί ότι η επίσπευση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης βασίζεται σε εθνικό διάγγελμα έκτακτης ανάγκης που υπέγραψε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ στις 20 Ιανουαρίου. Στο διάγγελμα επισημάνθηκε πως η ανεπάρκεια αξιοποίησης εγχώριων ενεργειακών πόρων καθιστά τη χώρα «ευάλωτη απέναντι σε εχθρικές δυνάμεις» και συνιστά απειλή για την εθνική ασφάλεια.
Ο υπουργός Εσωτερικών, Νταγκ Μπέργκαμ, δήλωσε σχετικά: «Η Αμερική αντιμετωπίζει μια ανησυχητική ενεργειακή κρίση εξαιτίας των ακραίων πολιτικών της προηγούμενης κυβέρνησης για το κλίμα. Ο πρόεδρος Τραμπ μαζί με την κυβέρνησή του αντεπιτίθενται άμεσα και αποτελεσματικά για να δώσουν λύση στο πρόβλημα. Η ταχύρρυθμη αξιολόγηση του εξορυκτικού έργου είναι το είδος αποφασιστικής ενέργειας που χρειαζόμαστε για να εξασφαλίσουμε το ενεργειακό μέλλον της χώρας. Καταπολεμώντας τις αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στη γραφειοκρατία, στηρίζουμε αμερικανικές θέσεις εργασίας και θωρακίζουμε την εθνική ασφάλεια, δημιουργώντας τις βάσεις για πραγματική ενεργειακή ανεξαρτησία.»
Ταχύτερη ανάπτυξη κρίσιμων πόρων
Στις 23 Απριλίου, το υπουργείο Εσωτερικών προχώρησε σε εφαρμογή έκτακτων διαδικασιών αδειοδότησης, ώστε να επιταχυνθεί η ανάπτυξη εγχώριων ορυκτών και ενεργειακών πόρων. Οι προθεσμίες για εγκρίσεις μειώνονται δραστικά, σε μόλις 28 ημέρες, έναντι των μηνών ή ακόμη και ετών που απαιτούνταν μέχρι πρόσφατα.
Η νέα πολιτική αφορά πηγές όπως πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ουράνιο, γεωθερμική ενέργεια, βιοκαύσιμα και άνθρακα —χωρίς ωστόσο να συμπεριλαμβάνονται τα φωτοβολταϊκά και η αιολική ενέργεια.
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν την πολυτέλεια να περιμένουν», σχολιάζει ο Μπέργκαμ. «Συμπιέζοντας μια διαδικασία που κρατούσε χρόνια σε μόλις 28 ημέρες, κατευθύνουμε κάθε προσπάθεια, αποφασιστικότητα και όραμα στην ενίσχυση της εθνικής ενεργειακής αυτονομίας.»
Η περιβαλλοντική οργάνωση Sierra Club, πάντως, ασκεί κριτική στην πολιτική του υπουργείου, υποστηρίζοντας ότι τα περιοριστικά χρονοδιαγράμματα δεν επιτρέπουν ουσιαστικό έλεγχο των περιβαλλοντικών κινδύνων, αφήνοντας τις τοπικές κοινότητες εκτεθειμένες σε πιθανές ρυπάνσεις.
Στις 20 Μαρτίου, ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα για άμεση ενίσχυση της παραγωγής ορυκτών στις ΗΠΑ, επισημαίνοντας ότι Κίνα, Ιράν και Ρωσία ελέγχουν μεγάλες ποσότητες στρατηγικών πρώτων υλών, γεγονός που απειλεί την αμερικανική ασφάλεια. Το 70% των σπάνιων γαιών που εισάγουν οι ΗΠΑ προέρχεται από την Κίνα.
Όπως σημειώνει το σχετικό ενημερωτικό δελτίο του Λευκού Οίκου, «τα κρίσιμα μέταλλα είναι απαραίτητα για τη στρατιωτική ετοιμότητα — είναι βασικά συστατικά σε μαχητικά αεροσκάφη, δορυφόρους, υποβρύχια, ‘έξυπνες’ βόμβες και συστήματα καθοδήγησης πυραύλων». Το διάταγμα προβλέπει χρηματοδότηση, δάνεια και επενδυτική υποστήριξη για νέα έργα ανάπτυξης πρώτων υλών.