Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ανακοίνωσε στις 8 Απριλίου ότι κατέληξε σε προκαταρκτική συμφωνία με την Αργεντινή για πακέτο οικονομικής στήριξης ύψους 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Σε σχετική ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπό του, το ΔΝΤ ανέφερε ότι η συμφωνία βασίζεται στην εντυπωσιακή πρόοδο που έχει σημειώσει η κυβέρνηση στην προσπάθεια σταθεροποίησης της οικονομίας, η οποία υποστηρίζεται από ένα ισχυρό δημοσιονομικό πλαίσιο. Το Ταμείο επεσήμανε ότι αυτή η πολιτική έχει ήδη οδηγήσει σε ταχεία αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και κοινωνικών δεικτών.
Το πρόγραμμα, σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, υποστηρίζει τη νέα φάση του εσωτερικά σχεδιασμένου προγράμματος σταθεροποίησης και μεταρρυθμίσεων της Αργεντινής, με στόχο την εδραίωση της μακροοικονομικής σταθερότητας, την ενίσχυση της εξωτερικής βιωσιμότητας και την απελευθέρωση ισχυρής και πιο βιώσιμης ανάπτυξης, ενόψει και των δυσμενών διεθνών συνθηκών.
Ο Αργεντινός πρόεδρος Χαβιέρ Μιλέι, ο οποίος έχει καταφέρει να μειώσει τον πληθωρισμό και να σταθεροποιήσει την εύθραυστη οικονομία της χώρας μέσω μιας πολιτικής λιτότητας και ελεύθερης αγοράς, αναδημοσίευσε τη δήλωση του ΔΝΤ στην πλατφόρμα Χ. Συνοδευόταν από φωτογραφία στην οποία εικονίζεται να αγκαλιάζει τον υπουργό Οικονομίας, Λουίς Καπούτο.
Οι πολιτικές του Μιλέι σηματοδότησαν αντιστροφή της πρακτικής των προηγούμενων κυβερνήσεων που βασίζονταν στον δανεισμό, αφήνοντας τη χώρα με φήμη αναξιόπιστου οφειλέτη. Η Αργεντινή έχει λάβει περισσότερα δάνεια από το ΔΝΤ από οποιαδήποτε άλλη χώρα, μετρώντας 22 δάνεια από το 1958. Το 2022, συμφώνησε να αναχρηματοδοτήσει χρέη άνω των 40 δισ. δολαρίων προς τον οργανισμό.
Τα περισσότερα κονδύλια που έχει λάβει η χώρα από το ΔΝΤ στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκαν για την αποπληρωμή προηγούμενων δανείων του ίδιου Ταμείου. Αυτό έχει οδηγήσει σε ευρεία δυσπιστία απέναντι στον οργανισμό, με πολλούς Αργεντινούς να τον θεωρούν υπεύθυνο για τα διαχρονικά οικονομικά προβλήματα της χώρας.
Η νέα χρηματοδότηση φτάνει σε κρίσιμη στιγμή για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Νότιας Αμερικής. Η κυβέρνηση αντιμετώπιζε αυξανόμενες πιέσεις λόγω της μείωσης των συναλλαγματικών αποθεμάτων, καθώς περιόριζε την εκτύπωση χρήματος και περιέκοπτε τη διαθεσιμότητα δολαρίων για τη στήριξη του πέσο, το οποίο είναι συνδεδεμένο με το δολάριο.
Υπήρχαν φόβοι ότι, σε περίπτωση αποτυχίας εξασφάλισης δανείου από το ΔΝΤ, τα μέτρα λιτότητας του Μιλέι θα κατέρρεαν, αφήνοντας τη χώρα και πάλι σε αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους της ή πληρωμής των εισαγωγών.
Ωστόσο, η εισροή νέων κεφαλαίων δίνει στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να χαλαρώσει σταδιακά τους αυστηρούς ελέγχους στη διακίνηση συναλλάγματος, που ισχύουν εδώ και έξι χρόνια και έχουν αποθαρρύνει επενδυτές και επιχειρήσεις από το να επαναπατρίζουν κέρδη.
Ο Μιλέι, πρώην τηλεοπτική προσωπικότητα και αυτοαποκαλούμενος «αναρχοκαπιταλιστής», ανέλαβε την εξουσία με την υπόσχεση να περιορίσει τη γραφειοκρατία, να ανακόψει τον καλπάζοντα πληθωρισμό, να ανοίξει την οικονομία στις διεθνείς αγορές και να προσελκύσει ξένες επενδύσεις. Κατά την προεκλογική του εκστρατεία, εμφανιζόταν συχνά με αλυσοπρίονο ως σύμβολο της πρόθεσής του να προχωρήσει σε περικοπές.

Με την ανάληψη των καθηκόντων του, απέλυσε δεκάδες χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους, κατάργησε ή υποβάθμισε σειρά υπουργείων, περιόρισε τις αυξήσεις στις συντάξεις, «πάγωσε» τα δημόσια έργα, κατήργησε τον έλεγχο τιμών και μείωσε τις επιδοτήσεις.
Οι επικριτές του υποστηρίζουν ότι το κόστος των μέτρων αυτών το έχουν επωμιστεί κυρίως οι ευάλωτοι πολίτες, με τα συνδικάτα να οργανώνουν συχνές διαδηλώσεις και απεργιακές κινητοποιήσεις.
Ωστόσο, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα στις αρχές του μήνα, τα επίπεδα φτώχειας έχουν μειωθεί αισθητά, ενώ και ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει, καταγράφοντας χαμηλό πενταετίας τον Ιανουάριο. Τα στοιχεία αυτά, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις του Americas Society/Council of the Americas, ενδέχεται να εξηγούν γιατί ο Μιλέι διατηρεί υψηλά ποσοστά αποδοχής.
Με τη συμβολή των Associated Press και Reuters