Δευτέρα, 12 Μαΐ, 2025

Συμφωνία ΔΝΤ–Αργεντινής για πακέτο διάσωσης 20 δισ. δολαρίων

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ανακοίνωσε στις 8 Απριλίου ότι κατέληξε σε προκαταρκτική συμφωνία με την Αργεντινή για πακέτο οικονομικής στήριξης ύψους 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Σε σχετική ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπό του, το ΔΝΤ ανέφερε ότι η συμφωνία βασίζεται στην εντυπωσιακή πρόοδο που έχει σημειώσει η κυβέρνηση στην προσπάθεια σταθεροποίησης της οικονομίας, η οποία υποστηρίζεται από ένα ισχυρό δημοσιονομικό πλαίσιο. Το Ταμείο επεσήμανε ότι αυτή η πολιτική έχει ήδη οδηγήσει σε ταχεία αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και κοινωνικών δεικτών.

Το πρόγραμμα, σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, υποστηρίζει τη νέα φάση του εσωτερικά σχεδιασμένου προγράμματος σταθεροποίησης και μεταρρυθμίσεων της Αργεντινής, με στόχο την εδραίωση της μακροοικονομικής σταθερότητας, την ενίσχυση της εξωτερικής βιωσιμότητας και την απελευθέρωση ισχυρής και πιο βιώσιμης ανάπτυξης, ενόψει και των δυσμενών διεθνών συνθηκών.

Ο Αργεντινός πρόεδρος Χαβιέρ Μιλέι, ο οποίος έχει καταφέρει να μειώσει τον πληθωρισμό και να σταθεροποιήσει την εύθραυστη οικονομία της χώρας μέσω μιας πολιτικής λιτότητας και ελεύθερης αγοράς, αναδημοσίευσε τη δήλωση του ΔΝΤ στην πλατφόρμα Χ. Συνοδευόταν από φωτογραφία στην οποία εικονίζεται να αγκαλιάζει τον υπουργό Οικονομίας, Λουίς Καπούτο.

Οι πολιτικές του Μιλέι σηματοδότησαν αντιστροφή της πρακτικής των προηγούμενων κυβερνήσεων που βασίζονταν στον δανεισμό, αφήνοντας τη χώρα με φήμη αναξιόπιστου οφειλέτη. Η Αργεντινή έχει λάβει περισσότερα δάνεια από το ΔΝΤ από οποιαδήποτε άλλη χώρα, μετρώντας 22 δάνεια από το 1958. Το 2022, συμφώνησε να αναχρηματοδοτήσει χρέη άνω των 40 δισ. δολαρίων προς τον οργανισμό.

Τα περισσότερα κονδύλια που έχει λάβει η χώρα από το ΔΝΤ στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκαν για την αποπληρωμή προηγούμενων δανείων του ίδιου Ταμείου. Αυτό έχει οδηγήσει σε ευρεία δυσπιστία απέναντι στον οργανισμό, με πολλούς Αργεντινούς να τον θεωρούν υπεύθυνο για τα διαχρονικά οικονομικά προβλήματα της χώρας.

Η νέα χρηματοδότηση φτάνει σε κρίσιμη στιγμή για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Νότιας Αμερικής. Η κυβέρνηση αντιμετώπιζε αυξανόμενες πιέσεις λόγω της μείωσης των συναλλαγματικών αποθεμάτων, καθώς περιόριζε την εκτύπωση χρήματος και περιέκοπτε τη διαθεσιμότητα δολαρίων για τη στήριξη του πέσο, το οποίο είναι συνδεδεμένο με το δολάριο.

Υπήρχαν φόβοι ότι, σε περίπτωση αποτυχίας εξασφάλισης δανείου από το ΔΝΤ, τα μέτρα λιτότητας του Μιλέι θα κατέρρεαν, αφήνοντας τη χώρα και πάλι σε αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους της ή πληρωμής των εισαγωγών.

Ωστόσο, η εισροή νέων κεφαλαίων δίνει στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να χαλαρώσει σταδιακά τους αυστηρούς ελέγχους στη διακίνηση συναλλάγματος, που ισχύουν εδώ και έξι χρόνια και έχουν αποθαρρύνει επενδυτές και επιχειρήσεις από το να επαναπατρίζουν κέρδη.

Ο Μιλέι, πρώην τηλεοπτική προσωπικότητα και αυτοαποκαλούμενος «αναρχοκαπιταλιστής», ανέλαβε την εξουσία με την υπόσχεση να περιορίσει τη γραφειοκρατία, να ανακόψει τον καλπάζοντα πληθωρισμό, να ανοίξει την οικονομία στις διεθνείς αγορές και να προσελκύσει ξένες επενδύσεις. Κατά την προεκλογική του εκστρατεία, εμφανιζόταν συχνά με αλυσοπρίονο ως σύμβολο της πρόθεσής του να προχωρήσει σε περικοπές.

Ο τότε υποψήφιος πρόεδρος Χαβιέρ Μιλέι της La Libertad Avanza σηκώνει αλυσοπρίονο κατά τη διάρκεια προεκλογικής συγκέντρωσης στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής, στις 25 Σεπτεμβρίου 2023. (Tomas Cuesta/Getty Images)

Με την ανάληψη των καθηκόντων του, απέλυσε δεκάδες χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους, κατάργησε ή υποβάθμισε σειρά υπουργείων, περιόρισε τις αυξήσεις στις συντάξεις, «πάγωσε» τα δημόσια έργα, κατήργησε τον έλεγχο τιμών και μείωσε τις επιδοτήσεις.

Οι επικριτές του υποστηρίζουν ότι το κόστος των μέτρων αυτών το έχουν επωμιστεί κυρίως οι ευάλωτοι πολίτες, με τα συνδικάτα να οργανώνουν συχνές διαδηλώσεις και απεργιακές κινητοποιήσεις.

Ωστόσο, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα στις αρχές του μήνα, τα επίπεδα φτώχειας έχουν μειωθεί αισθητά, ενώ και ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει, καταγράφοντας χαμηλό πενταετίας τον Ιανουάριο. Τα στοιχεία αυτά, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις του Americas Society/Council of the Americas, ενδέχεται να εξηγούν γιατί ο Μιλέι διατηρεί υψηλά ποσοστά αποδοχής.

Με τη συμβολή των Associated Press και Reuters

Συμφωνία σχηματισμού κυβέρνησης μεταξύ CDU και SPD στη Γερμανία

Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (CDU), υπό τον Φρίντριχ Μερτς, ανακοίνωσε τη σύναψη συμφωνίας σχηματισμού κυβέρνησης με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD).

Σε κοινή συνέντευξη Τύπου στις 9 Απριλίου με τους εταίρους του συνασπισμού, ο Φρίντριχ Μερτς—επικεφαλής του CDU και υποψήφιος καγκελάριος—ανέφερε ότι η συμφωνία αποτελεί, όπως τη χαρακτήρισε, «ένα ισχυρό και σαφές μήνυμα προς τους πολίτες της χώρας» και προς τους εταίρους της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Μερτς δήλωσε πως η συμφωνία αποδεικνύει ότι η χώρα αποκτά μια κυβέρνηση ικανή να ασκήσει αποτελεσματική πολιτική.

Το CDU είχε έρθει πρώτο στις εκλογές του Φεβρουαρίου, χωρίς ωστόσο να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, γεγονός που οδήγησε σε παρατεταμένες διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης.

Παράλληλα, δημοσκόπηση της Ipsos έδειξε ότι το κόμμα AfD προηγείται για πρώτη φορά στην πρόθεση ψήφου με 25%, ενώ το CDU καταγράφει ποσοστό 24%. Ο Μερτς έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί με το AfD, παρότι μια τέτοια συνεργασία θα διασφάλιζε αριθμητικά πλειοψηφία στη Βουλή.

Αναφορικά με το κυβερνητικό πρόγραμμα, ο Μερτς δήλωσε ότι στις προτεραιότητες περιλαμβάνονται αλλαγές στη μεταναστευτική πολιτική. Μεταξύ άλλων, σχεδιάζεται αναστολή της οικογενειακής επανένωσης για ορισμένες ομάδες μεταναστών, διεύρυνση του καταλόγου των «ασφαλών χωρών καταγωγής», εφαρμογή σχεδίου επιστροφών για απορριφθέντες αιτούντες άσυλο και ενδεχόμενες επαναπροωθήσεις στα σύνορα σε συνεννόηση με γειτονικά κράτη. Πρόσθεσε επίσης ότι προτείνεται η κατάργηση της δυνατότητας απόκτησης υπηκοότητας μετά από τριετή παραμονή στη χώρα.

Στο πρόγραμμα περιλαμβάνεται ακόμη η δημιουργία υπουργείου Ψηφιοποίησης. Ο συμπρόεδρος του SPD, Λαρς Κλίνγκμπαϊλ, δήλωσε ότι δεν χρειάζεται τα πάντα να ρυθμίζονται μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, επισημαίνοντας την ανάγκη για αναβάθμιση του τεχνολογικού εξοπλισμού και ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας.

Ο συνασπισμός προτίθεται επίσης να μειώσει το μέγεθος της ομοσπονδιακής διοίκησης κατά 8% εντός της τετραετούς θητείας. Ο Μερτς σημείωσε ότι η προσέγγιση αυτή δεν θα ακολουθήσει πρότυπα άλλων χωρών, αλλά θα γίνει με προσοχή και μέτρο.

Σχεδιάζεται επίσης η εισαγωγή νέας μορφής στρατιωτικής θητείας, σε εθελοντική βάση προς το παρόν, μετά την αναστολή της υποχρεωτικής θητείας το 2011.

Στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου βρίσκεται και το ζήτημα των δημοσιονομικών. Οι αποφάσεις για μεγάλες δαπάνες μέσω δανεισμού επηρέασαν την αποδοχή του Μερτς, ο οποίος είχε προτείνει ένα πακέτο ύψους 500 δισ. ευρώ για τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων και την τόνωση της οικονομίας. Το σχέδιο αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη δέσμευση για διατήρηση του λεγόμενου «φρένου χρέους», το οποίο προβλέπεται από το γερμανικό Σύνταγμα.

Σύμφωνα με έρευνες, περίπου το 60% των πολιτών τάσσεται υπέρ της διατήρησης αυτού του μηχανισμού δημοσιονομικής πειθαρχίας. Το πρόγραμμα του CDU αναφέρει ότι «τα σημερινά χρέη είναι οι αυριανές φορολογικές επιβαρύνσεις» και υπογραμμίζει τη σημασία της τήρησης των συνταγματικών προβλέψεων για τον περιορισμό του δανεισμού.

Στο πλαίσιο του σχεδιασμού για την οικονομία, πολιτικοί κύκλοι προβλέπουν δημιουργία επενδυτικού ταμείου ύψους 500 δισ. ευρώ, με ορίζοντα 12 ετών, για την ενίσχυση των υποδομών και τη στήριξη της οικονομίας. Μετά τις εκλογές, ο οίκος αξιολόγησης Fitch εκτίμησε ότι η Γερμανία αναμένεται να δαπανήσει από 900 δισ. έως 1 τρισ. ευρώ την επόμενη δεκαετία.

Πριν την εκλογική αναμέτρηση, ο πολιτικός αναλυτής Ραλφ Σέλχαμερ, επικεφαλής του Κέντρου Εφαρμοσμένης Ιστορίας στο Mathias Corvinus Collegium, είχε δηλώσει στην Epoch Times ότι οι ψηφοφόροι έστειλαν μήνυμα υπέρ μιας πιο μετριοπαθούς κυβερνητικής κατεύθυνσης, εκτιμώντας όμως ότι το τελικό αποτέλεσμα ενδέχεται να οδηγήσει σε κυβέρνηση με ελαφρώς διαφορετική πολιτική τοποθέτηση.

Του Owen Evans

Με τη συμβολή των Reuters και Associated Press

Οι ΗΠΑ ενέκριναν την πώληση πυραύλων αέρος-αέρος στην Αυστραλία

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ ενέκρινε χθες, Τετάρτη, την πώληση πυραύλων αέρος-αέρος στην Αυστραλία, έναντι ποσού 1,04 δισ. δολαρίων, στο πλαίσιο της συμμαχίας AUKUS, η οποία συμφωνήθηκε πίσω από την πλάτη της Γαλλίας και έχει σκοπό να αντιμετωπίσει την αύξηση της ισχύος της Κίνας στην περιοχή του Ειρηνικού.

Η τριμερής συμφωνία συνήφθη το 2021 ανάμεσα στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία και προβλέπει την ενίσχυση των στρατιωτικών τους σχέσεων και την αντιμετώπιση των κινεζικών φιλοδοξιών στον νότιο Ειρηνικό.

«Η προτεινόμενη πώληση θα βελτιώσει τη δυνατότητα της Αυστραλίας να αντιμετωπίσει τρέχουσες και μελλοντικές απειλές», ανέφερε η Αμερικανική Υπηρεσία Συνεργασίας για την Άμυνα και την Ασφάλεια (DSCA) στο δελτίο Τύπου που δημοσιοποίησε.

Πρόκειται για περίπου 200 πυραύλους AIM-120C και ισάριθμους AIM-120D, καθώς και για συναφή εξοπλισμό, όπως διευκρίνισε.

«Η Αυστραλία είναι από τους πιο σημαντικούς συμμάχους μας στην περιοχή», σημείωσε η DSCA, χαρακτηρίζοντας «απαραίτητο για το αμερικανικό εθνικό συμφέρον να βοηθήσουμε τον σύμμαχό μας να αναπτύξει και να διατηρήσει ισχυρή και έτοιμη προς χρήση αμυντική ικανότητα».

Μετά το πράσινο φως του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, απομένει η συναλλαγή να εγκριθεί από το αμερικανικό Κογκρέσο — κάτι που, ωστόσο, θεωρείται γενικά τυπική διαδικασία.

Τόσο η Αυστραλία όσο και η νέα κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ επαναβεβαίωσαν την προσήλωσή τους στην AUKUS, συμφωνία που είχε συναφθεί επί προεδρίας του Τζο Μπάιντεν.

Η τριμερής συμμαχία ιδρύθηκε εν αγνοία της Γαλλίας, η οποία είδε να ακυρώνεται συμφωνία μεγάλης αξίας για την πώληση υποβρυχίων που είχε συνάψει με την Αυστραλία.

Στο πλαίσιο της AUKUS, η Αυστραλία αναμένεται να αποκτήσει στόλο πυρηνοκίνητων υποβρυχίων από το 2040.

Η Κίνα έχει επικρίνει έντονα τη συμμαχία, την οποία θεωρεί απειλή για τη δική της ασφάλεια.

Η χθεσινή ανακοίνωση έγινε εν μέσω κατακόρυφης κλιμάκωσης της έντασης ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και το Πεκίνο σε άλλο πεδίο: αυτό του εμπορίου. Αν και ο Αμερικανός πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε την αναστολή των παγκόσμιων «ανταποδοτικών» τελωνειακών δασμών του, αύξησε ακόμη περισσότερο εκείνους που επιβλήθηκαν στην Κίνα, μετατρέποντας τον παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο σε αναμέτρηση των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου — τουλάχιστον μέχρι νεοτέρας.

Χ. Φιντάν: Η Τουρκία δεν έχει πρόθεση να συγκρουστεί με το Ισραήλ στη Συρία

Η Τουρκία δεν έχει πρόθεση να συγκρουστεί με το Ισραήλ στη Συρία, δήλωσε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, σε συνέντευξή του στο CNN Türk, τονίζοντας, ωστόσο, ότι η Άγκυρα δεν θα μείνει παρατηρητής εάν απειληθεί η εθνική της ασφάλεια.

Είπε, επίσης, ότι θα πρέπει να υπάρξει ένας μηχανισμός αποφυγής σύγκρουσης με το Ισραήλ και, στο πλαίσιο αυτό, είναι φυσιολογικό να γίνουν επαφές σε τεχνικό επίπεδο.

Συγκεκριμένα, αναφερόμενος στις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ, ο Χακάν Φιντάν δήλωσε: «Ως Τουρκία, επαναλαμβάνω, δεν έχουμε καμία πρόθεση να συγκρουστούμε στη Συρία, όχι μόνο με το Ισραήλ, αλλά και με οποιαδήποτε χώρα στην περιοχή. Όμως, δεν μπορούμε να παρακολουθούμε τη Συρία να υποβάλλεται σε μια εσωτερική αναταραχή, σε μια επιχείρηση ή σε μια πρόκληση που θα απειλούσε εκ νέου την εθνική ασφάλεια της Τουρκίας. Δεν θα περιοριστούμε στο να παρακολουθούμε απλώς».

Ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας θεωρεί φυσιολογικό να υπάρχουν τεχνικές επαφές με το Ισραήλ, ώστε να εγκαθιδρυθεί ένας μηχανισμός αποφυγής συγκρούσεων, ανάλογος με εκείνους που έχει η Τουρκία με άλλους παράγοντες στη Συρία, όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία και το Ιράν. «Ενώ διεξάγουμε ορισμένες επιχειρήσεις στη Συρία, τόσο από αέρος όσο και με άλλους τρόπους, πρέπει να έχουμε έναν μηχανισμό αποφυγής συγκρούσεων κατά κάποιον τρόπο με το Ισραήλ, του οποίου τα αεροσκάφη πετούν στην περιοχή αυτή — ακριβώς όπως κάνουμε με τους Αμερικανούς, όπως κάνουμε με τους Ρώσους. Στη Συρία, είχαμε έναν μηχανισμό αποφυγής συγκρούσεων με τους Ρώσους, που λειτουργούσε πολύ εντατικά, όταν οι Ρώσοι ήταν πιο ενεργοί — με τους Αμερικανούς και αργότερα με το Ιράν», δήλωσε ο Χακάν Φιντάν και προσέθεσε: «Τώρα, το Ισραήλ θα πρέπει να προστεθεί κάπου σε αυτόν τον μηχανισμό. Είναι φυσιολογικό να υπάρχουν επαφές σε τεχνικό επίπεδο για να διασφαλιστεί αυτό».

Προς επίρρωσιν των ανωτέρω, ο Τούρκος ΥΠΕΞ επανέλαβε: «Αυτό στο οποίο συμφωνούμε κατ’ αρχήν, αυτό για το οποίο εκφράζουμε τη βούλησή μας, αυτό που εγκρίνουμε, είναι ότι κατά τη διεξαγωγή μιας [στρατιωτικής] επιχείρησης, οι δρώντες στην περιοχή — όχι μόνο το Ισραήλ, επαναλαμβάνω, υπάρχει μια ρωσική στρατιωτική βάση εκεί, υπάρχουν Αμερικανοί, υπάρχουν Ιορδανοί στον νότο, υπάρχει ιρακινή στρατιωτική δράση στα ανατολικά — να μην εμπλακούν σε σύγκρουση. Δηλαδή, ένας μηχανισμός συντονισμού με όλους αυτούς είναι ένα από τα βήματα που πρέπει να γίνουν κατά τη διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων. Επομένως, αυτή δεν είναι μια ειδική μέθοδος που αναπτύχθηκε για το Ισραήλ».

Διευκρίνισε, ωστόσο, εμμέσως ότι αυτό δεν συνιστά ομαλοποίηση των σχέσεων της Τουρκίας με το Ισραήλ: «Ο ορισμός της ομαλοποίησης και μη ομαλοποίησης των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ μέσω της Συρίας είναι ένα, εν πολλοίς, ατελές ζήτημα προς το παρόν».

Ερωτηθείς από τη δημοσιογράφο του CNN Türk, Χαντέ Φιράτ, για τις σχέσεις του Τούρκου προέδρου με τον Ντόναλντ Τραμπ, μετά τα θετικά σχόλια που έκανε ο Αμερικανός πρόεδρος για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ενώπιον του Ισραηλινού πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο, ο Χακάν Φιντάν είπε: «Ο Τραμπ σέβεται τον πρόεδρό μας. Ταυτίζεται με τον πρόεδρό μας. Τα επιτεύγματα του ηγέτη μας, του κ. Προέδρου μας, και το γεγονός ότι είναι ένας ηγέτης παγκοσμίου εμβέλειας αποτελούν παράδειγμα για κάποιον σαν τον Τραμπ, που δείχνει ευαισθησία στο θέμα της πραγματικής ηγεσίας. Και ο πρόεδρός μας έχει επίσης μια συμπάθεια προς το πρόσωπό του».

Αναφορικά με τον πιθανό χρόνο συνάντησης του Ερντογάν με τον Τραμπ, ανέφερε ότι «πρόκειται για ένα θέμα για το οποίο οι ηγέτες έχουν δηλώσει τη βούλησή τους» και αυτήν τη στιγμή γίνονται συζητήσεις «για το πότε και το πού». Όπως είπε, «θα πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατόν».

Ο Χακάν Φιντάν ρωτήθηκε, επίσης, για τις αμερικανικές κυρώσεις CAATSA και την αποβολή της χώρας του από το πρόγραμμα των μαχητικών F-35, ως αντίδραση στην απόκτηση των ρωσικών αμυντικών συστημάτων S-400. «Νομίζω ότι η κινητικότητα που ξεκίνησε μετά την επικοινωνία μεταξύ του Τραμπ και του προέδρου μας απέκτησε δυναμική. Ο CAATSA είναι νόμος. Ορισμένα πράγματα μπορεί να χρειαστεί να γίνουν. Οι δικηγόροι εργάζονται πάνω σε αυτό το θέμα. Η νέα κυβέρνηση στις ΗΠΑ μελετά το θέμα», απάντησε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών.

Για τα μαχητικά F-35, ανέφερε ότι η Τουρκία έχει ξεκινήσει μια διαδικασία. «Μέχρι στιγμής, υπάρχουν ζητήματα που είναι κεκτημένα δικαιώματά μας. Ορισμένες εταιρείες συμμετείχαν στην παραγωγή εδώ. Αυτές έχουν απομακρυνθεί», τόνισε ο Χακάν Φιντάν και προσέθεσε ότι «το δεύτερο θέμα είναι να δούμε αν θα συνεχίσουμε, πόσο θα συνεχίσουμε. Τα δεδομένα για την κατάσταση απειλής που θα συλλέξει η Πολεμική Αεροπορία και, με τη δική μας συμβολή (του υπουργείου Εξωτερικών), θα παρουσιαστούν στον Πρόεδρό μας. Υπάρχουν, επίσης, επενδύσεις που έχουν παγιδευτεί στον CAATSA. Ορισμένα από τα κύρια υλικά, τα ανταλλακτικά και τα πυρομαχικά αγοράζονται από το εξωτερικό».

Κατατέθηκε και ψηφίζεται αύριο, ρύθμιση για την συγκράτηση των τιμών των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων

Συγκράτηση των τιμών των ακτοπλοϊκών εισιτήριων, επιδιώκει η κυβέρνηση με ρύθμιση για την περιορισμό (κατά 50%) των τελών που επιβάλλει η ΕΕ στην Ακτοπλοϊα των κρατών – μελών.

Με σχετική τροπολογία, που κατέθεσε ο υπουργός Ναυτιλίας στο νομοσχέδιο για την Κεφαλαιαγορά – και ψηφίζεται αύριο – επιχειρείται να περιοριστούν για όλο τον χρόνο τα αυξημένα κόστη, τα οποία προκύπτουν από την επιβολή ειδικών «πράσινων» τελών της ΕΕ (από 01.05.2025) στην Ακτοπλοΐα όλων των ευρωπαϊκών κρατών και να συγκρατηθούν οι αυξήσεις, που επέρχονται κατά συνέπεια, στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια.

Όπως ενημέρωσε την Βουλή, ο Β. Κικίλιας, παρέχεται ταυτοχρόνως η πρόσθετη δυνατότητα και για την μείωση του λιμενικού τέλους και με τους φορείς διαχείρισης των λιμένων (ΟΛΠ, Θεσσαλονίκης κ.α.) κάτι που σημαίνει ότι η πρόβλεψη της μείωσης του λιμενικού τέλους κατά 50%, το οποίο εισπράττεται από το εισιτήριο, θα εισφέρει σε αυτή την προσπάθεια. Σε ότι αφορά τα Λιμενικά Ταμεία και τα λιμάνια μας, ο αρμόδιος υπουργός ανέφερε ότι αντισταθμίζεται αυτή η συνεισφορά της μείωσης αυτό το έτος, με ισόποση ενίσχυση μέσω του Πράσινου Ταμείου για την υλοποίηση περιβαλλοντικών δράσεων και την αναβάθμιση των λιμένων.

«Είναι διαρκής και συστηματική η προσπάθεια της κυβέρνησης να στηρίξει τους συμπολίτες μας και ιδίως να υποστηρίξει την νησιωτικότητα, που αποτελεί το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας. Αν και αυτή η εξίσωση, δεν ήταν καθόλου εύκολη τελικώς βρέθηκε ο τρόπος, ώστε οριζόντια η κυβέρνηση να μπορεί να προσφέρει υποστήριξη στους πολίτες σε καιρούς οικονομικής δυσχέρειας», είπε ο αρμόδιος υπουργός.

Εξάλλου, με άλλη τροπολογία, ρυθμίζεται το πρόβλημα των παράνομων κατασκευών (πέργκολες) σε χερσαίες ζώνες λιμένα. Η ρύθμιση αφορά στους χώρους υγειονομικού ενδιαφέροντος χερσαίας ζώνης λιμένα που παρεμποδίζουν την ελεύθερη πρόσβαση για πεζούς και ΑΜΕΑ. Ο κ. Κικίλιας κάλεσε τους φορείς της Αυτοδιοίκησης να προβούν σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες μέχρι το τέλος του χρόνου (και αφού περάσει η θερινή περίοδος) για την αποκατάσταση της νομιμότητας, επισημαίνοντας πως εκκρεμεί πολύ καιρό αυτή η υποχρέωση.

Οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν την κυριαρχία του Παναμά επί της Διώρυγας

Ο Παναμάς ανακοίνωσε σήμερα ότι οι ΗΠΑ αναγνώρισαν την εθνική κυριαρχία του επί της Διώρυγας του Παναμά, παρά τη σκληρή ρητορική από την Ουάσιγκτον, καθώς οι δύο χώρες προχώρησαν σε μια σειρά συμφωνιών με τις οποίες θα ενισχύσουν τη στρατιωτική εκπαίδευση Αμερικανών στη χώρα αυτή.

Ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Πιτ Χέγκσεθ, στην πρώτη επίσκεψη επικεφαλής του Πενταγώνου στον Παναμά εδώ και δεκαετίες, είπε ότι θεωρεί τη Διώρυγα ως βασική υποδομή που ο Παναμάς θα πρέπει να τη διασφαλίσει σε συνεργασία με τις ΗΠΑ και όχι με την Κίνα. «Βοηθάμε να πάρουμε πίσω τη Διώρυγα του Παναμά από την επιρροή της κομμουνιστικής Κίνας», είπε στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε.

Η κυβέρνηση του Παναμά έχει απορρίψει τους ισχυρισμούς των ΗΠΑ ότι η Διώρυγα ελέγχεται από την Κίνα.

Νυν και πρώην Αμερικανοί αξιωματούχοι δηλώνουν ότι η Ουάσιγκτον έχει λόγους να ανησυχεί για την παρουσία της Κίνας στον Παναμά, επειδή λιμάνια και άλλες υποδομές που ελέγχονται από κινεζικές εταιρίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για κατασκοπεία.

Κατά την επίσκεψη του Χέγκσεθ, οι ΗΠΑ και ο Παναμάς έδωσαν στη δημοσιότητα κοινές ανακοινώσεις για την εμβάθυνση της συνεργασίας τους στον τομέα της ασφάλειας. Όμως η αγγλόφωνη εκδοχή της συμφωνίας, που δημοσιοποιήθηκε από το Πεντάγωνο, δεν περιλαμβάνει μια πρόταση που υπάρχει στην ισπανόφωνη ανακοίνωση και μιλά για την «κυριαρχία» του Παναμά επί της Διώρυγας.

Η πρόταση αυτή αναφέρει: «Επιπλέον, ο υπουργός Χέγκσεθ αναγνώρισε την ηγεσία και την αναφαίρετη κυριαρχία του Παναμά επί της Διώρυγας του Παναμά και των όμορων περιοχών».

Όταν ρωτήθηκε αν αναγνωρίζει την κυριαρχία του Παναμά, ο Χέγκσεθ απάντησε: «Ασφαλώς καταλαβαίνουμε ότι η Διώρυγα του Παναμά είναι στον Παναμά και η προστασία της παναμέζικης κυριαρχίας από τις κακόβουλες επιρροές είναι σημαντική. Για αυτό όταν ο πρόεδρος Τραμπ είπε ότι παίρνουμε πίσω τη Διώρυγα του Παναμά από την κινεζική επιρροή αυτό περιλαμβάνει τη συνεργασία των ΗΠΑ με τον Παναμά. Και είμαστε ευγνώμονες που καλωσόρισαν τις αμερικανικές δυνάμεις στο έδαφος του Παναμά κατόπιν πρόσκλησης για κοινές ασκήσεις».

Ο υπουργός Δημόσιας Ασφάλειας του Παναμά Φρανκ Αμπρέγο είπε ότι η χώρα του δεν θα επιτρέψει την ύπαρξη μόνιμων στρατιωτικών βάσεων. «Ο υπουργός Χέγκσεθ, στη συνάντηση που είχαμε ιδιωτικά αναγνώρισε την κυριαρχία του Παναμά επί της Διώρυγας», τόνισε.

Η ΕΕ απορρίπτει τις αμερικανικές κατηγορίες περί «νομικού πολέμου» και δηλώνει αμετακίνητη στους ψηφιακούς κανονισμούς

Η Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκαθάρισε την Τετάρτη ότι δεν πρόκειται να κάνει καμία υποχώρηση στους κανονισμούς της για τις ψηφιακές υπηρεσίες και τις αγορές τεχνολογίας στο πλαίσιο εμπορικών διαπραγματεύσεων.

Η δήλωση της ΕΕ ήρθε ως απάντηση στις κατηγορίες του Πίτερ Ναβάρο, ανώτερου συμβούλου σε θέματα εμπορίου του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος σε άρθρο γνώμης που δημοσιεύθηκε στις 7 Απριλίου στους Financial Times, κατηγόρησε τις Βρυξέλλες ότι εξαπολύουν «πόλεμο μέσω νομικών μέσων» («lawfare») εναντίον των μεγάλων αμερικανικών τεχνολογικών εταιρειών. Παράλληλα, ζήτησε αλλαγές σε ένα διεθνές εμπορικό σύστημα που χαρακτήρισε «προβληματικό».

«Τα εργαλεία αυτά περιλαμβάνουν χειραγώγηση νομισμάτων, στρεβλώσεις στον ΦΠΑ, dumping, επιχορηγήσεις εξαγωγών, κρατικές επιχειρήσεις, κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, διακρίσεις μέσω προδιαγραφών σε προϊόντα, ποσοστώσεις, απαγορεύσεις, αδιαφανή καθεστώτα αδειοδότησης, υπερβολικά πολύπλοκες τελωνειακές διαδικασίες, υποχρεωτική τοπική αποθήκευση δεδομένων και, πλέον, χρήση νομικών διαδικασιών από την ΕΕ με στόχο τις μεγαλύτερες αμερικανικές πλατφόρμες τεχνολογίας», ανέφερε ο Ναβάρο.

Απαντώντας στα σχόλια αυτά κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στις 8 Απριλίου, ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Όλοφ Γκιλ, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Όσον αφορά τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς για την τεχνολογία και τις ψηφιακές αγορές, πρόκειται για ξεχωριστό ζήτημα. Δεν σκοπεύουμε να τα συνδέσουμε μεταξύ τους στις διαπραγματεύσεις μας με τις ΗΠΑ».

Η κριτική του Ναβάρο έρχεται σε μια στιγμή κλιμάκωσης στις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ, με τις ΗΠΑ να έχουν ήδη επιβάλει δασμούς 25% στις εισαγωγές χάλυβα, αλουμινίου και αυτοκινήτων από την ΕΕ καθώς και 20% σχεδόν σε όλα τα άλλα προϊόντα, κατηγορώντας την Ευρώπη για υπερβολικούς περιορισμούς στις αμερικανικές εισαγωγές.

Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ απέρριψε πρόσφατα τις προτάσεις της ΕΕ για αμοιβαία κατάργηση δασμών στα αυτοκίνητα και τα βιομηχανικά προϊόντα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι προετοιμάζεται για μια ευρύτερη αντιπαράθεση με την Ευρώπη σχετικά με τη ρύθμιση του ψηφιακού τομέα.

Το πακέτο κανόνων για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (Digital Services Act, DSA) και τις Ψηφιακές Αγορές (Digital Markets Act, DMA) θεσπίζει κοινό πλαίσιο για όλη την ΕΕ.

Ο κανονισμός DMA στοχεύει στη διασφάλιση δίκαιων και ανοιχτών ψηφιακών αγορών, ενώ ο DSA επιδιώκει αυστηρότερο έλεγχο περιεχομένου, προστασία χρηστών και διαφάνεια, εφαρμόζοντας κανόνες τόσο σε εταιρείες εντός όσο και εκτός ΕΕ.

Ο DMA ρυθμίζει ιδιαίτερα την επιρροή που ασκούν οι κορυφαίες ψηφιακές εταιρείες, ενώ ο DSA απαιτεί από τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης την απομάκρυνση παράνομου περιεχομένου, τη διενέργεια εκτιμήσεων κινδύνου, και την καταπολέμηση της διάδοσης παραπληροφόρησης.

Την Τρίτη, η αρμόδια Επίτροπος Ανταγωνισμού της ΕΕ, Τερέσα Ριμπέρα, δήλωσε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι η απόφαση για το αν η Apple και η Meta έχουν παραβεί τους όρους του DMA θα ανακοινωθεί εντός των επόμενων εβδομάδων.

Οι εταιρείες αντιμετωπίζουν πρόστιμα που μπορεί να φτάσουν το 10% του ετήσιου παγκόσμιου τζίρου τους για την πρώτη παράβαση και έως 20% για επανειλημμένες παραβιάσεις.

«Αποφάσεις μπορεί να ληφθούν ήδη εντός των προσεχών εβδομάδων», δήλωσε χαρακτηριστικά η Ριμπέρα. «Αν δεν δούμε βούληση συνεργασίας, δεν θα διστάσουμε να επιβάλουμε τα πρόστιμα που προβλέπει η νομοθεσία».

Η Meta επέκρινε εκ νέου την επικείμενη απόφαση, κατηγορώντας την Επιτροπή ότι «δεν ενδιαφέρεται μόνο για πρόστιμα, αλλά στοχεύει στο να πλήξει τις αμερικανικές επιχειρήσεις αποκλειστικά και μόνο επειδή είναι αμερικανικές, αντιμετωπίζοντας με επιείκεια ανταγωνιστές από την Ευρώπη και την Κίνα».

«Υπερβολικά συγκεντρωτικό μοντέλο» αποφάσεων στην ΕΕ

Σύμφωνα με τη Γερμανίδα ευρωβουλευτή Κριστίν Άντερσον του κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία, το συγκεντρωτικό μοντέλο της ΕΕ καθιστά σχεδόν αδύνατο στα κράτη-μέλη να ανακαλέσουν ή να τροποποιήσουν εύκολα τη νομοθεσία όπως ο DSA.

Όπως είχε δηλώσει πρόσφατα στην Epoch Times, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν έχει τη δυνατότητα να προτείνει νομοθεσία, παρά μόνο να την αποδεχτεί ή να την απορρίψει, γεγονός που περιορίζει σημαντικά τον ρόλο των ευρωβουλευτών.

«Στην πραγματικότητα απλώς υιοθετούμε ψηφίσματα», είπε η Άντερσον, χαρακτηρίζοντας ειρωνικά τη διαδικασία ως «επιστολή παρακλήσεων» προς την Κομισιόν, χωρίς πρακτικά καμία νομική ισχύ.

«Πραγματική κυβέρνηση στην Ευρώπη είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή», κατέληξε χαρακτηριστικά.

Με την συμβολή των Guy Birchall και Reuters

Ο Τραμπ ανακοινώνει τρίμηνη παύση των αμοιβαίων δασμών, αλλά εκτοξεύει τους δασμούς κατά της Κίνας

Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την Τετάρτη ότι αποφάσισε να αναστείλει για 90 ημέρες τους αντισταθμιστικούς δασμούς που είχαν μόλις τεθεί σε ισχύ, πολλαπλασιάζοντας παράλληλα τους δασμούς στις εισαγωγές προϊόντων από την Κίνα.

Σε ανακοίνωσή του στην πλατφόρμα Truth Social, ο Τραμπ δήλωσε ότι ενέκρινε μια παύση 90 ημερών, κατά τη διάρκεια της οποίας τα αντίμετρα θα βρίσκονται στο ποσοστό του 10%, με άμεση ισχύ».

Ο πρόεδρος ανέφερε ότι οδηγήθηκε σε αυτήν την απόφαση επειδή περισσότερες από 75 χώρες έχουν ήδη επικοινωνήσει με αξιωματούχους του Λευκού Οίκου για να «διαπραγματευτούν λύσεις» για τους νέους δασμούς.

Οι συγκεκριμένες χώρες, όπως ανέφερε, «δεν έχουν σε καμία περίπτωση προβεί σε αντίποινα οποιασδήποτε μορφής έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών».

Την ίδια στιγμή, ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι η Κίνα θα αντιμετωπίσει δασμό ύψους 125%, λίγες μόνο ώρες αφότου το Πεκίνο είχε ανακοινώσει την αύξηση των δασμών στις εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων.

Στην ανάρτησή του, ο Αμερικανός πρόεδρος επέκρινε δριμύτατα το κινεζικό καθεστώς, κατηγορώντας το για «έλλειψη σεβασμού προς τον κόσμο και προς τις Ηνωμένες Πολιτείες» ως προς τον τρόπο που διαχειρίζεται τον τομέα του διεθνούς εμπορίου.

«Κάποια στιγμή, ελπίζω στο άμεσο μέλλον, η Κίνα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι οι μέρες που εκμεταλλευόταν τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες οικονομικά έχουν παρέλθει και αυτό δεν είναι πλέον ούτε βιώσιμο ούτε αποδεκτό», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Με βάση την ανακοίνωσή του στο Truth Social, ο Τραμπ δεν διευκρίνισε εάν θα ανασταλεί και ο ελάχιστος βασικός δασμός 10%, που τέθηκε σε ισχύ το περασμένο σαββατοκύριακο.

Λίγα λεπτά μετά την ανακοίνωση του προέδρου, η εκπρόσωπος τύπου του Λευκού Οίκου, Καρολίν Λίβιτ, δήλωσε ενώπιον των δημοσιογράφων ότι το επίπεδο των δασμών θα επανέλθει σε «ενιαίο ποσοστό 10%» για όλες τις χώρες, πλην της Κίνας.

Υπενθυμίζεται ότι την περασμένη εβδομάδα ο πρόεδρος Τραμπ είχε ανακοινώσει την επιβολή βασικού δασμού 10% σε σχεδόν κάθε χώρα, με υψηλότερα ποσοστά που θα αφορούσαν μεγάλους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, όπως την Κίνα. Η απάντηση του Πεκίνου την Τετάρτη με υψηλότερους δασμούς στις αμερικανικές εισαγωγές οδήγησε στον νέο δασμό ύψους 125% που ανακοίνωσε ο Τραμπ.

Ο υπουργός Εμπορίου Χάουαρντ Λάτνικ σημείωσε επίσης την Τετάρτη ότι συναντήθηκε με τον υπουργό Οικονομικών Σκοτ Μπέσσεντ και τον ίδιο τον πρόεδρο Τραμπ ακριβώς την ώρα της ανακοίνωσης στο Truth Social.

«Ο κόσμος είναι έτοιμος να συνεργαστεί με τον πρόεδρο Τραμπ για να επιλυθούν τα ζητήματα του διεθνούς εμπορίου· αντίθετα, η Κίνα έχει επιλέξει διαφορετική κατεύθυνση», σχολίασε ο Λάτνικ στην πλατφόρμα κοινωνικών δικτύων X.

Σε δηλώσεις του έξω από τον Λευκό Οίκο, ο υπουργός Οικονομικών υπογράμμισε ότι ο Τραμπ «είχε το σθένος να επιμείνει μέχρι αυτή τη στιγμή», προσθέτοντας πως η κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει ότι «οι χώρες που δεν θα προβούν σε αντίποινα, θα ανταμειφθούν, οπότε είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε κάθε χώρα που θέλει να διαπραγματευτεί μαζί μας».

Νωρίτερα την ίδια ημέρα, ο Μπέσσεντ, κατά τη διάρκεια τραπεζικής διάσκεψης, προειδοποίησε τις χώρες που επιχειρούν να συσφίξουν τους εμπορικούς τους δεσμούς με την Κίνα πως ενδέχεται «να αντιμετωπίσουν συνέπειες».

Η ανακοίνωση της προσωρινής αναστολής των νέων δασμών από τον πρόεδρο Τραμπ έγινε δεκτή με ενθουσιασμό στις χρηματοπιστωτικές αγορές, με τον Dow Jones να εκτινάσσεται σχεδόν 2.000 μονάδες (5,7%), τον Nasdaq να καταγράφει άλμα 8,7% και τον S&P 500 να σημειώνει άνοδο 6,8% μέχρι τις 13:45 (ώρα Ανατολικής Ακτής).

Από την αρχική ανακοίνωση του νέου δασμολογικού του σχεδίου τη 2α Απριλίου, οι τρεις κύριοι χρηματιστηριακοί δείκτες των ΗΠΑ είχαν καταγράψει σημαντικές απώλειες, με την αστάθεια στις αγορές να επιτείνεται και τους οικονομολόγους και τραπεζίτες να εφιστούν την προσοχή.

Οι ΗΠΑ προειδοποιούν: Η Κίνα στοχεύει δημοσίους υπαλλήλους με ελκυστικές προσφορές εργασίας

Οι κινεζικές υπηρεσίες πληροφοριών στοχοποιούν ενεργούς και πρώην εργαζόμενους της Αμερικανικής κυβέρνησης, χρησιμοποιώντας «παραπλανητικές διαδικτυακές προτάσεις εργασίας», σύμφωνα με ανακοίνωση του Εθνικού Κέντρου Αντικατασκοπείας και Ασφαλείας (NCSC) που δημοσιεύτηκε στις 8 Απριλίου.

«Ξένες υπηρεσίες πληροφοριών, ιδιαίτερα αυτές της Κίνας, επιχειρούν να προσεγγίσουν και να στρατολογήσουν νυν και πρώην στελέχη της αμερικανικής κυβέρνησης, εμφανιζόμενες ως εταιρείες συμβούλων, κυνηγοί στελεχών, δεξαμενές σκέψης και άλλοι φορείς, μέσα από διαδικτυακές κοινωνικές και επαγγελματικές πλατφόρμες», σημειώνει η ανακοίνωση.

Το NCSC τονίζει ότι αυτές οι προσφορές εργασίας και οι ηλεκτρονικές προσεγγίσεις έχουν γίνει «πιο προηγμένες και πιο περίτεχνες», στοχεύοντας ειδικά άτομα με εμπειρία στην αμερικανική κυβέρνηση, που ψάχνουν για νέες επαγγελματικές ευκαιρίες.

«Οι νυν και πρώην ομοσπονδιακοί υπάλληλοι πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί με αυτές τις προσεγγίσεις και να κατανοούν τις ενδεχόμενες επιπτώσεις από τυχόν εμπλοκή τους. Οι κάτοχοι διαβαθμισμένων αδειών υπενθυμίζεται ότι έχουν νομική υποχρέωση να προστατεύουν ευαίσθητες πληροφορίες και μετά την αποχώρησή τους από υπηρεσία της κυβέρνησης των ΗΠΑ», τονίζει το κέντρο.

Η προειδοποίηση αυτή έρχεται στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων προσπαθειών του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ) να επηρεάσει και να διεισδύσει σε διάφορους τομείς της αμερικανικής κοινωνίας.

Προηγούμενες προειδοποιήσεις έχουν εκδοθεί επίσης από το FBI, το οποίο έχει σημειώσει στην ιστοσελίδα του ότι οι κινεζικές μυστικές υπηρεσίες χρησιμοποιούν ψεύτικα προφίλ στα κοινωνικά δίκτυα, προκειμένου να προσεγγίσουν άτομα με πρόσβαση σε ευαίσθητες πληροφορίες.

Ύποπτα σημάδια και ανησυχητικές πρακτικές

Το NCSC υπογραμμίζει την ανάγκη εγρήγορσης απέναντι σε διάφορες ενδείξεις, όπως για παράδειγμα θέσεις εργασίας που ακούγονται «υπερβολικά καλές για να είναι αληθινές». Τέτοιες προσφορές συχνά υπόσχονται ευέλικτα ωράρια εργασίας και ασυνήθιστα υψηλές αμοιβές.

Μια άλλη συνήθης πρακτική είναι η προσφορά «αποκλειστικών ευκαιριών εργασίας» με ταχεία διαδικασία πρόσληψης και άμεσης πληρωμής, η οποία ολοκληρώνεται μέσα σε λίγες εβδομάδες αντί για πολλούς μήνες.

Το κέντρο συμβουλεύει τους υποψήφιους εργαζόμενους να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν οι υποτιθέμενοι «στρατολόγοι» εκφράζουν υπερβολική προθυμία ή επιχειρούν να μεταφέρουν άμεσα τη συζήτηση από κάποια καθιερωμένη επαγγελματική πλατφόρμα επικοινωνίας σε έναν πιο ασφαλή ή λιγότερο παρακολουθούμενο τρόπο επικοινωνίας.

«Στην αρχή, οι στρατολόγοι ενδέχεται να ζητήσουν κάποιες αθώες και μη ευαίσθητες πληροφορίες. Στη συνέχεια όμως, μπορεί να απαιτήσουν αναφορές που περιέχουν μη δημοσιευμένα ή ευαίσθητα δεδομένα», επισημαίνει η ανακοίνωση.

Το NCSC αναφέρεται επίσης στην υπόθεση του υποκελευστή του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, Τόμας Ζάο, ο οποίος καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 27 μηνών τον Ιανουάριο του 2024. Ο Ζάο πούλησε σε αξιωματικό των κινεζικών υπηρεσιών πληροφοριών απόρρητες πληροφορίες με αντάλλαγμα περίπου 15.000 δολάρια, έπειτα από προσέγγιση που έγινε αρχικά μέσω κοινωνικών δικτύων.

Μεταξύ άλλων υποθέσεων κατασκοπείας αναφέρονται και δύο πρώην πράκτορες της CIA, οι οποίοι κρίθηκαν ένοχοι επειδή κατασκόπευαν υπέρ της Κίνας. Ο ένας καταδικάστηκε σε φυλάκιση 10 ετών το 2024, ενώ ο άλλος καταδικάστηκε σε φυλάκιση 20 ετών το 2019.

Όπως τονίζει το NCSC, για την αποφυγή τέτοιων απειλών, συστήνεται στους πολίτες να επιβεβαιώνουν πάντα την ταυτότητα των ατόμων πριν αποδεχθούν αιτήματα σύνδεσης στο διαδίκτυο, και να είναι προσεκτικοί με τη δημοσιοποίηση πληροφοριών που θα μπορούσαν να προσελκύσουν ανεπιθύμητη προσοχή.

Προειδοποιήσεις και από τις Αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις

Παρόμοιες προειδοποιήσεις έχουν εκδοθεί και από τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ. Η βάση Fort Eisenhower στη Γεωργία εξέδωσε τον Ιούνιο του 2024 σχετική ανακοίνωση, καλώντας τους στρατιώτες να επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή στις προσφορές εργασίας.

«Ξένες δυνάμεις κάνουν ευρεία χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και προσφορών θέσεων εργασίας, που μπορεί να φαίνονται νόμιμες, για να αποσπάσουν ευαίσθητες πληροφορίες από στελέχη του στρατού και τις οικογένειές τους», ανέφερε η ανακοίνωση.

Η Αμερικανική Ακτοφυλακή επίσης προειδοποίησε τον Μάιο του 2024, σημειώνοντας ότι πράκτορες ξένων χωρών όπως η Κίνα, η Ρωσία, το Ιράν και η Βόρεια Κορέα προσεγγίζουν προσωπικό της μέσω LinkedIn, Indeed και Facebook, προσπαθώντας να αποκτήσουν πληροφορίες για επιχειρήσεις και τεχνολογία.

Ο Αρχικελευστής Χιθ Τζόουνς της Αμερικανικής Ακτοφυλακής κάλεσε το προσωπικό να αντιμετωπίζει με επαγρύπνηση τέτοιες ύποπτες προσεγγίσεις και να τις αναφέρει άμεσα: «Οι μέθοδοι των αντιπάλων μας εξελίσσονται συνεχώς, και η εγρήγορσή σας συνιστά βασικό παράγοντα προστασίας της ευρύτερης στρατιωτικής κοινότητας».

Ιράν προς ΗΠΑ: «Η μπάλα είναι στο γήπεδό σας» ενόψει των διαπραγματεύσεων στο Ομάν

Ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών, Αμπάς Αραγκτσί, χαρακτήρισε την επικείμενη συνάντηση με τις Ηνωμένες Πολιτείες στο Ομάν το Σάββατο ως μια «ευκαιρία» για τις δύο χώρες.

Σε μήνυμα που ανάρτησε στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Χ—η χρήση της οποίας παραμένει απαγορευμένη στο Ιράν—ο κ. Αραγκτσί ανέφερε: «Το Ιράν και οι ΗΠΑ θα συναντηθούν το Σάββατο στο Ομάν σε έμμεσες συνομιλίες υψηλού επιπέδου. Πρόκειται για μια ευκαιρία αλλά και ταυτόχρονα ένα τεστ. Η μπάλα είναι στο γήπεδο της Αμερικής».

Από την πλευρά του, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε τη Δευτέρα πως οι συνομιλίες αυτές θα είναι άμεσες, τονίζοντας ότι οι Ιρανοί θα βρεθούν σε «μεγάλο κίνδυνο» εάν δεν πεισθούν να εγκαταλείψουν το πυρηνικό τους πρόγραμμα.

Μιλώντας στους δημοσιογράφους μετά τη συνάντησή του με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπέντζαμιν Νετανιάχου στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ διαβεβαίωσε πως το Ιράν δεν πρόκειται να αποκτήσει πυρηνικά όπλα.

«Συζητούμε μαζί τους απευθείας και ίσως επιτευχθεί μια συμφωνία», ανέφερε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι «η επίτευξη μιας συμφωνίας θα ήταν προτιμότερη από το να γίνει το προφανές».

«Εξαιρετικά δύσκολη μέρα για το Ιράν»

Ερωτηθείς για την πιθανότητα στρατιωτικής δράσης σε περίπτωση που οι συνομιλίες αποτύχουν, ο πρόεδρος Τραμπ τόνισε: «Το Ιράν θα βρεθεί σε μεγάλο κίνδυνο, και λυπάμαι που το λέω. Αν οι συνομιλίες δεν αποδώσουν, τότε θεωρώ ότι θα είναι μια εξαιρετικά δύσκολη μέρα για το Ιράν».

Τον περασμένο μήνα, ο Τραμπ είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στο NBC News ότι αν οι Ιρανοί δεν συμφωνήσουν, θα υπάρξουν βομβαρδισμοί τέτοιου επιπέδου που «δεν έχουν ξαναδεί ποτέ», ενώ ανέφερε και την πιθανότητα επιβολής δευτερογενών οικονομικών κυρώσεων, παρόμοιων με αυτές που είχε εφαρμόσει τέσσερα χρόνια νωρίτερα.

Οι δηλώσεις αυτές είχαν προκαλέσει έντονη αντίδραση από πλευράς Ρωσίας. Συγκεκριμένα, ο Ρώσος αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Ριάμπκοφ, είχε αποδώσει πιθανή στρατιωτική επίθεση των ΗΠΑ στο Ιράν ως πράξη με «καταστροφικές» συνέπειες για τη Μέση Ανατολή.

Στις 5 Μαρτίου, το Κρεμλίνο πρότεινε να μεσολαβήσει ανάμεσα στο Ιράν και τις Ηνωμένες Πολιτείες ώστε να αποφευχθεί στρατιωτική σύγκρουση. Η Μόσχα και η Τεχεράνη διατηρούν στενές πολιτικές και στρατιωτικές σχέσεις, με το Ιράν να έχει προμηθεύσει χιλιάδες drones τύπου Shahed στις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις για τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Τον προηγούμενο μήνα, ο Αμερικανός πρόεδρος απέστειλε προσωπική επιστολή στον ανώτατο ηγέτη του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, ζητώντας του την έναρξη απευθείας διαπραγματεύσεων. Ο Ιρανός πρόεδρος Μασούντ Πεζεσκιαν δήλωσε στη συνέχεια ότι η Τεχεράνη απέρριψε την πρόταση για άμεσες επαφές, δεν απέκλεισε όμως τη διεξαγωγή έμμεσων συζητήσεων με τις ΗΠΑ.

Για το Σάββατο, Αμερικανοί και Ιρανοί διαπραγματευτές θα συναντηθούν στο έδαφος του Ομάν, αν και το ακριβές σχήμα των συνομιλιών εξακολουθεί να παραμένει μυστικό.

Στο τραπέζι μια συμφωνία τύπου «Λιβύης»

Το Ισραήλ—βασικός στρατιωτικός αντίπαλος του Ιράν στην περιοχή—διατηρεί στενή συμμαχία με τις ΗΠΑ. Ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου έχει εκφράσει δημόσια τη στήριξή του σε μια συμφωνία αντίστοιχη αυτής στη Λιβύη το 2003, όπου ο Μουαμάρ Καντάφι είχε αποκηρύξει το πρόγραμμα ανάπτυξης πυρηνικών όπλων.

«Πιστεύω ότι μια τέτοια συμφωνία θα ήταν θετικό βήμα. Ό,τι κι αν συμβεί πάντως, πρέπει να διασφαλίσουμε ότι το Ιράν δεν θα αποκτήσει πυρηνικά όπλα», δήλωσε ο Νετανιάχου αυτή την εβδομάδα.

Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κάνει χειρονομίες καθώς ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου (R) αποχωρεί από τη Δυτική Πτέρυγα του Λευκού Οίκου, στις 7 Απριλίου 2025, στην Ουάσιγκτον. Mark Schiefelbein/AP

 

Η Τεχεράνη επιμένει σταθερά πως το πυρηνικό της πρόγραμμα έχει αποκλειστικά ειρηνικούς σκοπούς. Ωστόσο, τον Νοέμβριο του 2024, ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας (IAEA) κατήγγειλε εκ νέου το Ιράν για ελλιπή συνεργασία με τους επιθεωρητές του Οργανισμού, κατηγορώντας τη χώρα ότι έχει συσσωρεύσει εμπλουτισμένο ουράνιο σε ποσότητες 32 φορές πάνω από το όριο που είχε θέσει η συμφωνία του 2015 (JCPOA).

Την ίδια περίοδο, ο πρώην αναπληρωτής διευθυντής του IAEA Όλι Χεϊνόνεν είχε δηλώσει στην Epoch Times πως το Ιράν ενδέχεται να διαθέτει ήδη αρκετή ποσότητα υλικού για την κατασκευή «έξι έως δέκα πυρηνικών όπλων», χωρίς να υπάρχει απαραίτητα ανάγκη προηγούμενων δοκιμών.

Ο Αμερικανός υπουργός Ενέργειας Κρις Ράιτ προειδοποίησε την Τρίτη ότι το Ιράν θα αντιμετωπίσει ακόμη αυστηρότερες κυρώσεις αν δε συναινέσει στην εγκατάλειψη του πυρηνικού του προγράμματος.

Ο κ. Ράιτ ξεκινά την Τετάρτη επίσημη περιοδεία στη Μέση Ανατολή με πρώτο σταθμό τη Σαουδική Αραβία.

Με την συμβολή των Associated Press και Reuters