Είκοσι χρόνια πριν ξεκινήσει η Επανάσταση του 1821, ένας άλλος «πόλεμος» είχε ήδη ξεσπάσει: Ο πόλεμος για τα αρχαία! Κάπως έτσι αρχίζει ο πρόλογος του βιβλίου της αρχαιολόγου Εύης Πίνη «Η Κυρά της Ελευσίνας και άλλες ιστορίες» (εκδόσεις Πατάκη), με θέμα τρεις γνωστές και λιγότερο γνωστές λεηλασίες αρχαιοτήτων, που διέπραξαν ξένοι περιηγητές στη χώρα μας στα τέλη του 18ου με αρχές του 19ου αιώνα, το οποίο πήρε πρόσφατα το βραβείο παιδικής λογοτεχνίας από την Ακαδημία Αθηνών.
«Η Κυρά της Ελευσίνας…», όμως, δεν απευθύνεται μόνο σε παιδιά και νέους, αλλά σε αναγνώστες κάθε ηλικίας. Κι αυτό επειδή οι ιστορίες που έχει επιλέξει να παρουσιάσει η συγγραφέας του όχι μόνο στηρίζονται σε πραγματικά γεγονότα, που αποτυπώνουν τις καταστροφές και τις λεηλασίες των μνημείων της Ελλάδας λίγα χρόνια πριν από την Επανάσταση του 1821, αλλά έχουν προκύψει μέσα από έρευνα που η αρχαιολόγος και υπεύθυνη των εκπαιδευτικών προγραμμάτων της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πειραιώς και Νήσων διεξήγαγε σε βάθος.
Τι την παρακίνησε, όμως, να γράψει εξαρχής αυτό το βιβλίο; «Το 2021, όταν γιορτάζαμε τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση, μου προτάθηκε από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος να συμμετάσχω σε μια συλλογική έκδοση με τίτλο ’21 + 1 συγγραφείς γράφουν για το 1821′. Μάλιστα, μου ζητήθηκε στο διήγημά μου να αποτυπώνεται η ‘αρχαιολογική ματιά’ για το 1821. Αυτό με καθοδήγησε να σκεφτώ τις λεηλασίες των αρχαιοτήτων που διαπράχθηκαν από Ευρωπαίους περιηγητές λίγα χρόνια πριν ξεσπάσει η Επανάσταση και έγραψα ένα διήγημα με τίτλο ‘Ονειρεύομαι την πατρίδα’ και πρωταγωνιστή ένα γλυπτό από το ναό της Αφαίας που σήμερα βρίσκεται στο Μόναχο. Έτσι άρχισα να ασχολούμαι με το θέμα και να μελετώ τη βιβλιογραφία, όπου βρήκα πολλές ενδιαφέρουσες ιστορίες για τη δράση των περιηγητών και έτσι κάπως άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό μου η ιδέα για την ‘Κυρά της Ελευσίνας’», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Εύη Πίνη, που επικεντρώθηκε σε τρεις ιστορίες λεηλασιών αρχαιοτήτων στην Ελλάδα: την Καρυάτιδα της Ελευσίνας, την Αφροδίτη της Μήλου και τα γλυπτά της Αφαίας στην Αίγινα.
Ήταν δύσκολη η επιλογή και η δημιουργία της μυθοπλασίας με τους διαλόγους που χρησιμοποίησε; «Ομολογώ ότι η επιλογή δεν ήταν εύκολη. Είχα γράψει πολύ περισσότερες ιστορίες, αλλά κατέληξα, κουβεντιάζοντας και με τον υπεύθυνο της έκδοσης, να συμπεριλάβω στο βιβλίο δυο υποθέσεις σχετικά άγνωστες, την Καρυάτιδα του Κέιμπριτζ και τους Αιγινήτες, και μία πολύ γνωστή, την Αφροδίτη της Μήλου. Η μυθοπλασία προέκυψε εύκολα, γιατί οι πρωταγωνιστές αυτών των ιστοριών μάς άφησαν τα ημερολόγιά τους και τη μεταξύ τους αλληλογραφία. Οπότε, υπήρχε πολύ υλικό για να εμπνευστώ», απαντά η συνομιλήτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Την ίδια περίοδο, αρχές του 19ου αιώνα, λεηλατήθηκαν και τα γλυπτά του Παρθενώνα από τον Έλγιν και τους συνεργάτες του – μάλιστα ο επικεφαλής του συνεργείου του, ο Ιταλός ζωγράφος Λουζιέρι, εμφανίζεται ως … δευτεραγωνιστής σε μια από τις ιστορίες. Για ποιο λόγο η ίδια δεν έγραψε γι’ αυτήν την αρπαγή; «Στην πρώτη εκδοχή του κειμένου υπήρχε και μια ιστορία για τα γλυπτά του Παρθενώνα, αλλά αναγκαστικά, εφόσον έπρεπε να επιλέξω, η ιστορία αυτή έμεινε εκτός. Άλλωστε έχουν γραφτεί τόσα για τις λεηλασίες και τις καταστροφές που διέπραξε ο Έλγιν που μια ακόμη ιστορία ίσως δεν θα είχε να προσφέρει κάτι», επισημαίνει η Εύη Πίνη, που αισθάνθηκε «μεγάλη χαρά, όπως είναι φυσικό» για τη βράβευσή της από την Ακαδημία Αθηνών (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη). Θυμάται δε «με συγκίνηση την τελετή βράβευσης. Και επειδή αυτό συνέβη μέσα στην περίοδο των Χριστουγέννων ήταν σαν να μου έφερε ένα μεγάλο και απρόσμενο δώρο ο Άγιος Βασίλης!», σημειώνει χαρακτηριστικά η συγγραφέας, που ετοιμάζει ένα ακόμα βιβλίο, το οποίο αφορά πάλι μια υπόθεση αρχαιοκαπηλίας.
«Είναι ένα θέμα που μας ‘καίει’ εμάς τους αρχαιολόγους και γι’ αυτό το επιλέγω, θέλοντας να μιλήσω στο νεανικό κοινό για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Αυτή τη φορά όμως δεν θα είναι ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά μια υπόθεση μυστηρίου και θα εκτυλίσσεται στο σήμερα», καταλήγει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ας αναφέρουμε κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία από το βιβλίο για τις αρχαιότητες που λεηλατήθηκαν:
Η «κυρά της Ελευσίνας»
«Η Καρυάτιδα του Κέιμπριτζ, όπως ονομάζεται πλέον το άγαλμα, χρονολογείται στον 1ο αι. π.Χ. Ήταν τοποθετημένη στα μικρά προπύλαια του ιερού της Δήμητρας στην Ελευσίνα, μαζί με μία ακόμη Καρυάτιδα, για να στηρίζουν σαν κίονες την οροφή του κτιρίου. Τα δυο γλυπτά καταστράφηκαν όταν λεηλατήθηκε το ιερό της Δήμητρας από τους Γότθους το 395 π.Χ. Η Καρυάτιδα του Κέμπριτζ βρέθηκε το 1676 από χωρικούς της περιοχής. Το άγαλμα έμεινε στη θέση του και συνδέθηκε με λαϊκές δοξασίες, καθώς οι αγρότες τη θεωρούσαν προστάτιδα των καλλιεργειών τους…»
Οι «Αιγινήτες», τα γλυπτά του ναού της Αφαίας
«Ο ναός της Αφαίας είναι κτισμένος στην κορυφή ενός πευκόφυτου λόφου, στο βορειοανατολικό τμήμα της Αίγινας, και χρονολογείται γύρω στο 500/549 π.Χ. Τα γλυπτά που διακοσμούσαν τα αετώματα του ναού της Αφαίας έχουν και τα δύο ως θέμα τους τις μυθικές εκστρατείες στην Τροία, όπου διακρίθηκαν Αιγινήτες ήρωες […] Οι ‘Αιγινήτες’, όταν εκτέθηκαν στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου το 1830, εντυπωσίασαν και εξέπληξαν τους φιλότεχνους της Ευρώπης για τις τολμηρές στάσεις των σωμάτων τους, αλλά και για το χρώμα που σωζόταν σε πολλά σημεία τους …»
Η Αφροδίτη της Μήλου
«Το άγαλμα είναι κατασκευασμένο από παριανό μάρμαρο και χρονολογείται γύρω στα 150-125 π.Χ […] Σύμφωνα με τις αναφορές της εποχής, μαζί βρέθηκαν τρία θραύσματα από χέρια, ίσως της Αφροδίτης. Ένα από τα θραύσματα ήταν το άκρο αριστερού χεριού που κρατούσε μήλο […] Η ιστορία της ανεύρεσης του αγάλματος είναι αρκετά μπλεγμένη, γι’ αυτό και οι αφηγήσεις που μας άφησαν κάποιοι από τους βασικούς πρωταγωνιστές δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Γι’ αυτό, ακόμα και σήμερα δεν είμαστε τελείως βέβαιοι πώς ακριβώς βρέθηκε η Αφροδίτη, πώς κατέληξε στα αμπάρια του Εσταφέτ, τι συνέβη στην παραλία και το πιο σημαντικό: βρέθηκαν τα χέρια μαζί με τον κορμό του αγάλματος και, αν βρέθηκαν, τι απέγιναν; … ».
Η εικονογράφηση έγινε από τη Λέλα Στρούτση. Φωτογραφία εξωφύλλου: Εκδόσεις Πατάκη.
Ο «Μικρός Πρίγκιπας» του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ είναι ένα από τα δημοφιλέστερα βιβλία παγκοσμίως, με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 200 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. Ωστόσο, αποτελεί ένα μικρό αίνιγμα.
Φαινομενικά ένα παιδικό βιβλίο, διαβάζεται σαν ένας συνδυασμός παιδικού μύθου, σουρεαλιστικής μυθοπλασίας, ποίησης, απομνημονευμάτων, ονειρικής αφήγησης και πλατωνικού διαλόγου – ένα απίθανο μείγμα που καταφέρνει να είναι βαθιά συγκινητικό και μαγευτικό. Το νόημά του είναι ασαφές, το τέλος του ανοιχτό σε πολλαπλές ερμηνείες. Διαβάζεται σαν παραμύθι ή παραβολή, αλλά αψηφά τους απλούς ορισμούς για το τι είναι παραμύθι.
Παρόλα αυτά, είναι ένα διεθνώς αγαπημένο, σύγχρονο και κλασικό ταυτόχρονα έργο, που φτάνει σε σημαντικές αλήθειες για την παιδική ηλικία και την ενηλικίωση, την αγάπη και τις σχέσεις, το θαύμα, την πίστη, τη λαχτάρα και την απώλεια.
Στο βιβλίο «Ο Μικρός Πρίγκιπας» ο Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ γράφει: «Μόνο με την καρδιά μπορεί κανείς να δει σωστά – το ουσιώδες είναι αόρατο στο μάτι». (Fair Use)
Σχετικά με τον συγγραφέα
Μεγάλο μέρος αυτής της μυστηριώδους ιστορίας αντικατοπτρίζει τη ζωή του συγγραφέα της, του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ, ο οποίος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μιας πολεμικής πτήσης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Γάλλος ποιητής και αεροπόρος γεννήθηκε το 1900 στη Λυών της Γαλλίας και έχασε από ρευματικό πυρετό τον 15χρονο, χρυσομάλλη μικρότερο αδελφό του. Αυτή η πρώιμη απώλεια αντανακλά στο βιβλίο, με τον ομώνυμο Μικρό Πρίγκιπα να παραπέμπει στη φιγούρα του αδελφού του Σαιντ-Εξυπερύ.
Ο συγγραφέας, ποιητής και αεροπόρος Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Δημοτικό Περιφερειακό Μουσείο Arruabarrena Palace, Κονκόρντια, Αργεντινή. (Public Domain)
Ο Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ είχε εμμονή με τις πτήσεις και πέρασε πολλά χρόνια στον αέρα, παρά τις πολλαπλές συντριβές του. Μια φορά έπεσε στην έρημο της Λιβύης – όπως ακριβώς και ο αεροπόρος στον «Μικρό Πρίγκιπα».
Μια άλλη ομοιότητα μεταξύ ζωής και μυθοπλασίας είναι η αναλογία του χαρακτήρα της συζύγου του συγγραφέα, Κονσουέλο, η οποία είχε δύσκολο και απρόβλεπτο ταμπεραμέντο, με τον χαρακτήρα του τριαντάφυλλου στον πλανήτη του Μικρού Πρίγκιπα. Ορισμένοι κριτικοί έχουν παραλληλίσει τα περίπλοκα συναισθήματα του Μικρού Πρίγκιπα για το τριαντάφυλλο και τη σχέση του Σαιντ-Εξυπερύ με τη σύζυγό του. Η ίδια η Κονσουέλο προφανώς είδε αυτή τη σύνδεση – στην αυτοβιογραφία της έδωσε τον τίτλο «Η ιστορία του ρόδου». Πέραν αυτού, ωστόσο, οι άμεσες βιογραφικές αναφορές είναι ελάχιστες.
Το μυθιστόρημα πραγματεύεται θέματα και ερωτήματα οικουμενικά. Αφηγείται την ιστορία ενός πιλότου που συντρίβεται στην έρημο, όπου συναντά ένα παιδί που αναφέρεται απλά ως «ο μικρός πρίγκιπας». Το αγόρι ζητά από τον πιλότο να του ζωγραφίσει ένα πρόβατο για να το πάρει μαζί του στον πλανήτη του, έναν αστεροειδή στο μέγεθος ενός μικρού σπιτιού. Σιγά-σιγά, ο πιλότος μαθαίνει ότι ο πρίγκιπας είχε στον πλανήτη του ένα τριαντάφυλλο, οι συναισθηματικές απαιτήσεις του οποίου οδήγησαν τον πρίγκιπα να εγκαταλείψει τον πλανήτη του, παρά την αγάπη του για το λουλούδι.
Ταξίδεψε σε διάφορους πλανήτες όπου συνάντησε ενηλίκους που αντιπροσωπεύουν ο καθένας έναν τύπο: έναν βασιλιά που δεν κυβερνά τίποτα, έναν ξιπασμένο άντρα που νομίζει ότι όλοι τον θαυμάζουν, έναν μεθύστακα που πίνει επειδή ντρέπεται για το ποτό, έναν επιχειρηματία που νομίζει ότι του ανήκουν όλα τα αστέρια και έναν φανοποιό που ολοκληρώνει μηχανικά την εργασία του μια φορά κάθε λεπτό.
Η επιθυμία του πρίγκιπα για φιλία και συντροφικότητα τον οδηγεί τελικά στη γη, όπου συναντά μια αλεπού που του μαθαίνει για την αγάπη και την αφοσίωση. Ύστερα, συναντά τον πιλότο στην έρημο. Όμως, όσο περισσότερο ταξιδεύει τόσο περισσότερο λαχταρά να επιστρέψει στο τριαντάφυλλό του.
Βαθιά μαθήματα
Η απλότητα της αφήγησης, από την οποία απουσιάζουν οι πολύπλοκοι χαρακτήρες, το ιστορικό πλαίσιο και το ρεαλιστικό σκηνικό, επιτρέπει στην ιστορία να διεισδύσει πιο γρήγορα και άμεσα στα κεντρικά της ζητήματα ακολουθώντας έναν ποιητικό, μυθολογικό δρόμο. Ποια είναι αυτά τα κεντρικά ζητήματα; Για τόσο σύντομο έργο, ο «Μικρός Πρίγκιπας» προσφέρει έναν μακρύ κατάλογο απαντήσεων. Αλλά εδώ θα επικεντρωθώ σε τρία μόνο: την παιδική ηλικία, τη μοναξιά και το πώς μεταμορφώνει τα πάντα το να κοιτάς τον κόσμο με τα μάτια της αγάπης.
Ο αφηγητής πιλότος ξεκινά την ιστορία με ένα ανέκδοτο από την παιδική του ηλικία, όταν οι ενήλικοι δεν κατάφεραν να καταλάβουν μια από τις ζωγραφιές του. Η αδυναμία των «μεγάλων» να καταλάβουν τι έχει πραγματικά σημασία στη ζωή (σε αντίθεση με τα παιδιά) γίνεται ένα επαναλαμβανόμενο θέμα. Εδώ, πρέπει να καταλάβουμε ότι ο όρος «ενήλικος» του Σαιντ-Εξυπερύ δεν αφορά γενικά τους ενηλίκους, αλλά συγκεκριμένα εκείνους που έχουν αποβάλει την παιδική αίσθηση του θαύματος.
Γλυπτική απεικόνιση του αεροπόρου και συγγραφέα Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ μαζί με τον Μικρό Πρίγκιπα, στη Λυών της Γαλλίας. (prochasson Frederic/Shutterstock)
Το θέμα της παιδικής θεώρησης του κόσμου λαμβάνει περαιτέρω έμφαση σε μια πρώιμη ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του πιλότου και του πρίγκιπα. Ο πιλότος είναι απασχολημένος προσπαθώντας να φτιάξει το αεροπλάνο του. Ενοχλείται από τις συνεχείς ερωτήσεις του πρίγκιπα, η τελευταία από τις οποίες αφορά το αν το πρόβατο που ζωγράφισε και χάρισε στον πρίγκιπα θα φάει το λουλούδι στον πλανήτη του. Ο πιλότος, εξοργισμένος, φωνάζει: «Δεν καταλαβαίνεις – είμαι πολύ απασχολημένος με σημαντικά θέματα!»
Ο πρίγκιπας απαντά: «Μιλάς σαν τους μεγάλους! … Τα μπερδεύεις όλα… Τα μπερδεύεις όλα… Τα λουλούδια βγάζουν αγκάθια εδώ και εκατομμύρια χρόνια. Εδώ και εκατομμύρια χρόνια, τα πρόβατα τα τρώνε με τον ίδιο τρόπο. Και δεν είναι σημαντικό να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε γιατί τα λουλούδια μπαίνουν σε τόσο μεγάλο κόπο για να αναπτύξουν αγκάθια που δεν τους είναι ποτέ χρήσιμα; Δεν είναι σημαντικός ο πόλεμος μεταξύ των προβάτων και των λουλουδιών; … Και αν ξέρω – εγώ, προσωπικά – ένα λουλούδι που είναι μοναδικό στον κόσμο, που δεν φυτρώνει πουθενά αλλού παρά μόνο στον πλανήτη μου, αλλά που ένα μικρό πρόβατο μπορεί να το καταστρέψει με ένα μόνο δάγκωμα κάποιο πρωί, χωρίς καν να καταλάβει τι κάνει – Α! Νομίζετε ότι αυτό δεν είναι σημαντικό!»
Ο Σαιντ-Εξυπερύ επισημαίνει εδώ πολλά πράγματα: Πρώτον, αυτό που φαίνεται ασήμαντο στους ενηλίκους μπορεί να έχει τεράστια σημασία στα μάτια ενός παιδιού και δεν πρέπει να απορρίπτεται αβασάνιστα από τους μεγάλους. Δεύτερον, οι ασχολίες που ενίοτε απασχολούν τους ενηλίκους – όπως η πρόσθεση ατελείωτων ποσών στην οποία επιδίδεται ο επιχειρηματίας στον μοναχικό του πλανήτη – μπορεί να είναι λιγότερο σημαντικές από κάποια από τα ερωτήματα που έχουν τα παιδιά. Το παιδί ασχολείται με τις λεπτομέρειες: τα πράγματα που γνωρίζει, βλέπει και βιώνει. Θέτει «μη πρακτικές» ερωτήσεις. Για τον λόγο αυτό, το παιδί έχει μερικές φορές περισσότερες πιθανότητες να κατανοήσει τη σπανιότητα και την ομορφιά κάθε καλού πράγματος, ακόμη και του πιο μικρού, του λιγότερο «χρήσιμου», του πιο κρυμμένου.
Ο Μικρός Πρίγκιπας εξηγεί ότι η αγάπη για ένα συγκεκριμένο πράγμα μπορεί να μεταμορφώσει την άποψή μας για ολόκληρο το σύμπαν: «Αν κάποιος αγαπάει ένα λουλούδι, που ανθίζει κάπου πέρα ανάμεσα στα εκατομμύρια αστέρια, νιώθει ευτυχισμένος και μόνο που κοιτάζει τα αστέρια. Μπορεί να πει στον εαυτό του: ‘Κάπου εκεί είναι το λουλούδι μου’.»
Μνημείο αφιερωμένο στον χαρακτήρα του Αντουάν ντε Σεντ-Εξυπερύ, τον Μικρό Πρίγκιπα, που στέκεται στον πλανήτη του με το κόκκινο τριαντάφυλλο. Εϊλάτ, Ισραήλ. (AllyE/Shutterstock)
Η αφοσίωση του Μικρού Πρίγκιπα στο χαμένο του λουλούδι αναδεικνύει το θέμα της μοναξιάς. Η μοναξιά είναι παντού: Ο πιλότος κάνει αναγκαστική προσγείωση στη μέση του πουθενά, απομονωμένος από τον πολιτισμό. Ο Μικρός Πρίγκιπας ζει μόνος του σε έναν μικροσκοπικό πλανήτη μέχρι τον ερχομό του τριαντάφυλλου, το οποίο τελικά αφήνει μόνο του γιατί, σύμφωνα με τα λόγια του, «ήμουν πολύ μικρός για να ξέρω πώς να το αγαπήσω». Όταν ο Μικρός Πρίγκιπας έρχεται στη γη, προσγειώνεται σε μια άδεια, μοναχική έρημο. Η πρώτη του γνωριμία, ένα φίδι, του λέει: «Είναι μοναχικά και μεταξύ των ανθρώπων». Το επόμενο πλάσμα που συναντά ο Μικρός Πρίγκιπας είναι μια αλεπού που είναι τόσο μόνη που παρακαλεί τον Μικρό Πρίγκιπα να την εξημερώσει. Αλλά ο Μικρός Πρίγκιπας πρέπει τελικά να εγκαταλείψει και την αλεπού.
Αυτή η διαπεραστική αίσθηση της απομόνωσης ενισχύει την πολυτιμότητα της αγάπης και των σχέσεων όταν αυτές εμφανίζονται στο βιβλίο, γεγονός που μας επαναφέρει στον τρόπο με τον οποίο η αγάπη μεταμορφώνει το όραμα του ανθρώπου για τη ζωή. Είναι η αλεπού που μιλάει πιο εύγλωττα για το θέμα και τα λόγια φαίνεται να αποκαλύπτουν την καρδιά του βιβλίου. Λέει στον Μικρό Πρίγκιπα: «Αν με εξημερώσεις, τότε θα έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλον. Για μένα, θα είσαι μοναδικός στον κόσμο. Για σένα, θα είμαι μοναδική στον κόσμο […] Θα είναι σαν να ήρθε ο ήλιος να λάμψει στη ζωή μου. Θα γνωρίσω τον ήχο ενός βήματος που θα είναι διαφορετικό από όλα τα άλλα. Τα άλλα βήματα με στέλνουν βιαστικά πίσω κάτω από το έδαφος. Το δικό σου θα με καλεί, σαν μουσική, να βγω από το λαγούμι μου. Και μετά κοίτα: βλέπεις τα χωράφια με τα σιτηρά εκεί κάτω; Δεν τρώω ψωμί. Αυτό δεν μου είναι χρήσιμο. Τα σιτοχώραφα δεν έχουν τίποτα να μου πουν. Και αυτό είναι λυπηρό. Αλλά εσύ έχεις μαλλιά που έχουν το χρώμα του χρυσού. Σκέψου πόσο υπέροχα θα είναι όταν με εξημερώσεις! Το σιτάρι, που είναι επίσης χρυσό, θα σε φέρνει στη σκέψη μου. Και θα μου αρέσει να ακούω τον άνεμο στο σιτάρι.»
Η σχέση ανάμεσα στο αγόρι και την αλεπού αλλάζει τα πάντα, ακόμη και τη σημασία ενός χωραφιού με σιτάρι. Η πιο πολυδιαφημισμένη ρήση του μυθιστορήματος προέρχεται επίσης από την αλεπού: «Μόνο με την καρδιά μπορεί κανείς να δει σωστά – το ουσιώδες είναι αόρατο στο μάτι».
«Ο Μικρός Πρίγκιπας» του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ.
Όταν αγαπάμε κάτι και δεσμευόμαστε, αυτό γίνεται πολύτιμο και μοναδικό. Ο Μικρός Πρίγκιπας αντιλαμβάνεται την αξία του τριανταφύλλου του ακριβώς επειδή είναι δικό του. Το περιποιείται, το φροντίζει και το ανέχεται – εκείνο συγκεκριμένα, όχι οποιοδήποτε λουλούδι. Και αυτό βάζει όλο τον κόσμο του να φλέγεται με μια νέα λάμψη. Τα πάντα γίνονται πολύτιμα υπό το φως αυτής της κεντρικής αγάπης. Τα πάντα την αντανακλούν, έτσι ώστε να βλέπουμε τον κόσμο, ας πούμε, με πιο καθαρά μάτια.
Ο Μικρός Πρίγκιπας το διδάσκει αυτό στον αεροπόρο: «Τα αστέρια είναι όμορφα εξαιτίας ενός λουλουδιού που δεν φαίνεται. … Αυτό που κάνει την έρημο όμορφη είναι ότι κάπου κρύβει ένα πηγάδι.»Το παιδί και ο ενήλικος με την παιδική ματιά βλέπουν πέρα από την απλή επιφάνεια των πραγμάτων, ξέρουν ότι στην καρδιά του κόσμου, και σε όλες τις ιδιαιτερότητες του κόσμου, κρύβεται κάτι αξιαγάπητο – αρκεί να το δούμε και να αγαπήσουμε.
Στη λογοτεχνία, κάποιοι χαρακτήρες μάς κάνουν να γελάμε, κάποιοι μάς κάνουν να κλαίμε, κάποιοι μάς κάνουν να αγανακτούμε και μερικές σπάνιες μορφές είναι φάροι φωτός για το πώς πρέπει να ζούμε.
Ένας τέτοιος χαρακτήρας είναι ο κύριος Νάιτλυ από το υπέροχο μυθιστόρημα της Τζέην Ώστεν του 1815, «Έμμα». Διαδραματίζεται στην επαρχιακή Αγγλία, και περιγράφει τις πράξεις μιας γοητευτικής, έξυπνης και κάπως ανώριμης νεαρής γυναίκας που ονομάζεται Έμμα Γούντχαους, η οποία ασχολείται με το να κάνει την προξενήτρα για φίλους και γνωστούς της — είτε επιθυμούν τη βοήθειά της είτε όχι. Η Έμμα ζει μόνη με τον ηλικιωμένο πατέρα της και ο πιο συχνός επισκέπτης και φίλος τους είναι ο κύριος Νάιτλυ, ο οποίος έχει το γειτονικό κτήμα.
Η πρόταση του κυρίου Νάιτλυ στην Έμμα. Εικονογράφηση του Κρις Χάμμοντ, για την έκδοση του 1898. (Public Domain)
Όπως υποδηλώνει το όνομα του κυρίου Νάιτλυ (Mr. Knightley, από το knight=ιππότης), είναι ένας χαρακτήρας έντιμος, ιπποτικός, και ευγενικός. Με ανεπιτήδευτη χάρη και καλή προαίρεση, ο κύριος Νάιτλυ μάς δείχνει πώς να αντιμετωπίζουμε ευγενικά τις συνηθισμένες καταστάσεις της ζωής. Ακολουθούν τρία συγκεκριμένα μαθήματα από το παράδειγμά του.
Βοήθεια προς τους άλλους
Ένας ευγενής άνθρωπος χρησιμοποιεί τους πόρους, την επιρροή και τις ικανότητές του για να βοηθά τους άλλους.
Ο κύριος Νάιτλυ είναι ιδιοκτήτης της μεγάλης περιουσίας του Ντάουνγουελ Άμπεϋ. Έχει αρκετούς ενοικιαστές αγρότες, περιλαμβανομένου του Ρόμπερτ Μάρτιν, ενός καλόκαρδου νεαρού, ερωτευμένου με μια από τις φίλες της Έμμα, τη Χάριετ Σμιθ. Η Χάριετ συμπαθεί πολύ τον νεαρό άνδρα, αλλά η Έμμα την πείθει ότι ο Ρόμπερτ Μάρτιν δεν είναι κατάλληλος – κάτι που οδηγεί σε σύγχυση και στενοχώρια από όλες τις πλευρές.
Ο κύριος Νάιτλυ ενδιαφέρεται ειλικρινά για την ευημερία των ενοικιαστών του, ιδιαίτερα του Μάρτιν, τον οποίο αντιμετωπίζει σχεδόν σαν γιο και τον οποίο υποστηρίζει όταν η Έμμα πείθει την Χάριετ να αγνοήσει τον νεαρό αγρότη υπέρ ενός «καλύτερου αλιεύματος».
Εκτός από το να υποστηρίζει άλλους, ο κύριος Νάιτλυ μοιράζεται ελεύθερα τους υλικούς του πόρους. Προσκαλεί τους φίλους και τους γείτονές του να μαζέψουν φράουλες από τις καλλιέργειές του. Δίνει τόσα μήλα που του μένουν τελικά πολύ λίγα για τον εαυτό του. Επιτρέπει σε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων γυναικών από το χωριό που δεν μπορούν να έχουν δική τους άμαξα να χρησιμοποιούν τη δική του.
Εικονογράφηση για την έκδοση του 1898, όπου ο κύριος Νάιτλυ ακούει με ευγένεια την ομιλητική κυρία Μπέητς. (Public Domain)
Συνοψίζοντας όσα διδάσκει στους αναγνώστες η συμπεριφορά του κυρίου Νάιτλυ, ο καθηγητής λογοτεχνίας Μίτσελ Καλπαγκιάν έγραψε: «Ένας ευγενής άνθρωπος κάνει καλές πράξεις αθόρυβα και απαρατήρητα, έχοντας πάντα επίγνωση των αναγκών των άλλων χωρίς να του το ζητήσουν».
Υπερασπιστής της τιμής των άλλων
Ένας ευγενής άνθρωπος φροντίζει τους παραμελημένους και υπερασπίζεται την τιμή όλων. Ο Νάιτλι έχει στον νου του όσους παραμελούνται από τους άλλους.
Ο πατέρας της Έμμα, ο κύριος Γούντχαους, είναι ένας αδύναμος γέρος, καλόκαρδος αλλά συνεσταλμένος και, για κάποιους, λίγο υποχόνδριος και κουραστικός στην παρέα. Λίγοι άνθρωποι βρίσκουν χρόνο για αυτόν. Ωστόσο, ο κύριος Νάιτλυ τον επισκέπτεται τακτικά και του μιλά ευχάριστα για τα πιο ασήμαντα θέματα, αφιερώνοντας τον χρόνο του σε αυτόν τον μοναχικό γέρο, χωρίς ποτέ να παραπονιέται για τη μικρονοηκότητα του κυρίου Γούντχαους. Όπως το έθεσε ο Καλπαγκιάν, «πάντα κοινωνικός και ευγενικός, [ο κύριος Νάιτλυ] δεν καταφεύγει ποτέ σε επιδείξεις για να κερδίσει αναγνώριση ή κομπλιμέντα, αλλά συζητά ανεπιτήδευτα με όλους τους ανθρώπους για πολλά θέματα, ασήμαντα και σημαντικά, με τέλεια ευκολία και χωρίς αέρα ανωτερότητας».
Ο κύριος Νάιτλυ παρέχει ένα άλλο παράδειγμα φροντίδας, όταν η Χάριετ Σμιθ σνομπάρεται από άλλον άντρα σε έναν χορό. Παρατηρεί τη φτωχή κοπέλα να κάθεται λυπημένη μόνη της ενώ οι άλλοι χορεύουν, και σπεύδει να τη ‘σώσει’ οδηγώντας την ο ίδιος στον χορό.
Σε μια ιδιαίτερα οδυνηρή σκηνή, η ενθουσιώδης Έμμα κοροϊδεύει μια ανόητη αλλά ευγενική γυναίκα που έγνεθε μαλλί στο χωριό, την κυρία Μπέητς. Η Έμμα, η κυρία Μπέητς, ο κύριος Νάιτλυ και αρκετοί άλλοι έχουν πάει για πικνίκ, και την ώρα που κάθονται να ξεκουραστούν αποφασίζουν να παίξουν ένα παιχνίδι όπου κάθε άτομο πρέπει να πει είτε ένα έξυπνο πράγμα είτε δύο μετρίως έξυπνα πράγματα είτε τρία βαρετά πράγματα. Η κυρία Μπέητς — γνωστή για τη φλυαρία της για τα πιο ασήμαντα ζητήματα — παρατηρεί τότε, με μια δόση αυτοκριτικής: «Τρία πράγματα πραγματικά πολύ βαρετά. Αυτό είναι για μένα, ξέρετε. Σίγουρα λέω τρία βαρετά πράγματα μόλις ανοίγω το στόμα μου, έτσι δεν είναι;»
Σε μια προσπάθεια να φανεί πνευματώδης, η Έμμα απαντά κοροϊδευτικά: «Α! Κυρία, αλλά μπορεί να υπάρχει μια δυσκολία. Με συγχωρείτε — αλλά θα περιοριστείτε στον αριθμό — μόνο τρία τη φορά».
Η κα Μπέητς σταματά αμέσως ταπεινωμένη και αμήχανη. Λίγο αργότερα την υπερασπίζεται ο κύριος Νάιτλυ, χωρίς να παραλείψει να επιπλήξει την Έμμα για την απερισκεψία της:
«Ήταν πραγματικά άσχημο! Εσύ, που σε ήξερε από βρέφος, που σε είχε παρακολουθήσει να μεγαλώνεις από μια περίοδο που η προσοχή της ήταν τιμή, να σε έχει τώρα, με αλόγιστη διάθεση και υπερηφάνεια της στιγμής, να γελάς μαζί της, να την ταπεινώνεις — και ενώπιον της ανιψιάς της — και ενώπιον άλλων, πολλοί από τους οποίους (σίγουρα κάποιοι) θα επηρεάζονταν από την στάση σου. Αλλά πρέπει και θα το κάνω — θα σου πω αλήθειες.»
Προσήλωση στην αλήθεια
Όπως δηλώνει ο ίδιος ο κύριος Νάιτλυ στο απόσπασμα που μόλις αναφέρθηκε, είναι αποφασισμένος να πει την αλήθεια. Κάθε άνθρωπος με ακεραιότητα πρέπει να αγαπά και να ζει σύμφωνα με την αλήθεια. Μιλώντας στην Έμμα για την ανεντιμότητα ενός άλλου αρσενικού χαρακτήρα, ο κύριος Νάιτλυ φωνάζει με αίσθημα: «Τόσο σε αντίθεση με αυτό που θα έπρεπε να είναι ένας άντρας! Τίποτα από αυτή την ειλικρινή ακεραιότητα, αυτή την αυστηρή προσήλωση στην αλήθεια και τις αρχές, αυτή την περιφρόνηση της πονηριάς και της μικρότητας, που ένας άντρας πρέπει να επιδεικνύει σε κάθε συναλλαγή της ζωής του». Αυτή είναι μια εξαιρετική περίληψη των αξιών του κυρίου Νάιτλυ και του τρόπου που ενεργεί: με αφοσίωση στην αλήθεια και την ειλικρίνεια.
Επιπλέον, ο κύριος Νάιτλυ ξέρει ότι η αλήθεια θα ωφελήσει τελικά τους άλλους. Επειδή τρέφει μεγάλη αγάπη και νοιάζεται πραγματικά για την Έμμα, είναι ειλικρινής μαζί της και της λέει ακόμα και σκληρές αλήθειες, ώστε εκείνη να μάθει και να ωριμάσει. Τελικά, ο κύριος Νάιτλυ ενδιαφέρεται για την καλλιέργεια της Έμμας, ιδίως στην αρετή, και προσπαθεί να την καθοδηγήσει σε αυτό το μονοπάτι. Της λέει τη γνώμη του όταν νιώθει ότι είναι απαραίτητο, όπως μετά από το περιστατικό με την κυρία Μπέητς.
Όταν συνειδητοποιεί πως η ανάμειξη της Έμμα έχει βλάψει το ειδύλλιο μεταξύ της Χάριετ και του Ρόμπερτ Μάρτιν, της λέει ειλικρινά: «Δεν ήσουν φίλη της Χάριετ Σμιθ, Έμμα». Με αυτό, εννοεί ότι η Έμμα έχει βάλει τον εαυτό της και το παιχνίδι των γνωριμιών πάνω από αυτό που είναι πραγματικά καλό για τη Χάριετ.
Σε αντίθεση με τους περισσότερους χαρακτήρες του βιβλίου, ο κύριος Νάιτλυ δεν κολακεύει την Έμμα, όσο κι αν τη νοιάζεται. Όταν κάνει ένα λάθος — είτε σε κάτι μικρό, όπως όταν ζωγραφίζει ένα πορτραίτο είτε σε κάτι μεγάλο, όπως μια φιλία — της προσφέρει εποικοδομητική κριτική. Ο πονηρός και φίλαυτος κύριος Έλτον, ελπίζοντας να κερδίσει την εύνοια της Έμμας, επαινεί χωρίς διάκριση τις καλλιτεχνικές της ικανότητες, αλλά ο κύριος Νάιτλυ της επισημαίνει ευγενικά τα προβλήματα της ζωγραφιάς της.
Η προσέγγιση του κυρίου Νάιτλυ στη ζωή μπορεί να συνοψιστεί με τα δικά του λόγια: «Υπάρχει ένα πράγμα, Έμμα, που ένας άντρας μπορεί πάντα να κάνει, αν το επιλέξει, και αυτό είναι το καθήκον του. Όχι με ελιγμούς και περίτεχνο τρόπο, αλλά με δύναμη και αποφασιστικότητα» – το καθήκον του να βοηθά τους άλλους, να επιπλήττει το κακό όταν το βλέπει και να υπερασπίζεται ό,τι είναι σωστό και ευγενές.
Σε όλο το μυθιστόρημα, το κάνει αυτό με «δύναμη και αποφασιστικότητα», αποδεικνύοντας ότι τα ιδεώδη της ιπποσύνης μπορούν να αντέξουν ακόμη και στην καθημερινή ζωή, όπου κάθε αλληλεπίδραση με τους άλλους μπορεί να ιδωθεί ως δοκιμασία ιπποτικής αρετής.
Στο διήγημά του «Μια υπηρεσία αγάπης» ο Ο. Χένρυ λέει πως «όταν κάποιος αγαπάει την τέχνη του, καμία υπηρεσία δεν φαίνεται πολύ δύσκολη». Ισχυρίζεται ακόμη ότι αυτή η παραδοχή θα αποδειχθεί τόσο αληθινή όσο και ψευδής, καθώς παρακολουθούμε πώς ο Τζο και η Ντέλια Λάρραμπη, ένα παντρεμένο ζευγάρι, αφοσιώνονται στο κοινό αλλά και στο ατομικό καλλιτεχνικό έργο τους. Μέσα από αυτό το υπέροχο ζευγάρι, ο Χένρυ εξερευνά μέχρι πού μπορεί κανείς να φτάσει για την τέχνη του – και για την αγάπη.
Για την τέχνη
Ο Τζο Λάρραμπη είναι ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης, η επιτυχία του οποίου προδιαγραφόταν ήδη από τα έξι του, όταν ζωγράφισε την αντλία της πόλης. Η υπόσχεση αυτή αποτελεί κίνητρο για τη μετακόμισή του στη Νέα Υόρκη, για να συνεχίσει την εκπαίδευσή του στη ζωγραφική. Παρομοίως, η Ντέλια Καράδερς είναι μια θαυμάσια πιανίστα, της οποίας το παίξιμο «σε έξι οκτάβες» ως παιδί εντυπωσίασε τους γύρω της τόσο πολύ που χρηματοδότησαν τη μετακόμισή της στη Νέα Υόρκη για να εκπαιδευτεί κατάλληλα ως μουσικός. Τόσο ο Τζο όσο και η Ντέλια αγαπούν τις τέχνες τους και θα έκαναν τα πάντα γι’ αυτήν.
Όταν συναντιούνται σε ένα πάρτυ, αναπτύσσεται έλξη μεταξύ τους, η οποία γρήγορα εξελίσσεται σε αγάπη. Σύντομα παντρεύονται και αγοράζουν ένα διαμέρισμα – ένα μικρό καταφύγιο για να στεγάσουν τις τέχνες και την αγάπη τους.
Μετά το γάμο, συνεχίζουν να εργάζονται και τελειοποιούν την τέχνη τους. Ο Τζο εκπαιδεύεται με τον διάσημο Μάτζιστερ, ενώ η Ντέλια εκπαιδεύεται με τον φημισμένο Ρόζενστοκ. Μαζί απολαμβάνουν τις τέχνες τους, το άνετο διαμέρισμά τους και τις «γεμιστές ελιές και τα σάντουιτς με τυρί, στις 11 το βράδυ». Η ζωή είναι ωραία.
Όμως το κόστος των μαθημάτων τέχνης αυξάνεται και ο Τζο και η Ντέλια συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά και τα δύο μαθήματα. Η Ντέλια διαβεβαιώνει τον Τζο ότι θα εγκαταλείψει τα μαθήματα πιάνου και θα βρει μαθητές για να διδάξει. Ο Τζο, επιμένει η Ντέλια, πρέπει να συνεχίσει τα μαθήματα ζωγραφικής με τον Μάτζιστερ. Ο Τζο συμφωνεί απρόθυμα και η Ντέλια αρχίζει να ψάχνει για μαθητές.
Μια νεαρή σύζυγος εργάζεται για την τέχνη στην ιστορία του O. Χένρυ «Μια υπηρεσία αγάπης». Ζαχαρίας Γκονζάλεθ Βελάσκεθ, «Η Μανουέλα Γκονζάλεθ Βελάσκεθ παίζει πιάνο», 1820. (Public Domain)
Για την αγάπη
Η Ντέλια δεν αργεί να βρει την πρώτη της μαθήτρια. Θα διδάσκει την κόρη του στρατηγού Πίνκνεϋ, την Κλεμεντίνα, και θα λαμβάνει 5 δολάρια ανά μάθημα, κάνοντας τρία μαθήματα την εβδομάδα. Με τόσα χρήματα, διαβεβαιώνει τον Τζο ότι δεν θα χρειαστεί να εγκαταλείψει εκείνος τα μαθήματα ζωγραφικής.
Μετά από την πρώτη εβδομάδα μαθημάτων, η Ντέλια φέρνει με χαρά τρία χαρτονομίσματα των 5 δολαρίων για να τα προσθέσει στις αποταμιεύσεις τους. Αλλά ο Τζο δεν έχει σκοπό να την αφήσει να τον ξεπεράσει και φέρνει «ένα δεκάρικο, ένα τάληρο, ένα δυάρι κι έναν άσο – όλα νόμιμα – και τα βάζει δίπλα στα κέρδη της Ντέλιας». Κέρδισε τα χρήματα πουλώντας έναν από τους πίνακές του σε έναν άνδρα από την Πεορία. Νιώθοντας βασιλιάδες με τα 33 δολάριά τους, ο Τζο και η Ντέλια τρέφουν πολλές ελπίδες για το μέλλον.
Αλλά όταν η Ντέλια επιστρέφει το επόμενο Σαββατοκύριακο από τα μαθήματα πιάνου με ένα καμένο χέρι, ο Τζο συνειδητοποιεί ότι κάτι δεν πάει καλά.
Με αυτή την ιστορία, ο Χένρυ δείχνει ότι αφ’ ενός ως άτομα, ο Τζο και η Ντέλια αγαπούν την τέχνη τους και προσπαθούν να την τελειοποιήσουν. Παράλληλα, με τις ανιδιοτελείς πράξεις αγάπης τους, αναπτύσσονται μαζί και ο ένας για τον άλλον ως αντρόγυνο.
Όπως λέει η Αν Μόρροου Λίντμπεργκ στο «Gift From the Sea» («Δώρο από τη θάλασσα»): «Ανήκει σε εκείνη τη φυσική τάξη της προσφοράς που ανανεώνεται ακόμη και όταν πρακτικά φαίνεται να την εξαντλούμε». Όταν δίνουμε αυτό που αγαπάμε περισσότερο για τους ανθρώπους που αγαπάμε, κερδίζουμε περισσότερα από όσα δώσαμε.
Καθώς κυνηγάμε τα όνειρά μας μαζί με εκείνους που αγαπάμε, θα πρέπει πάντα να επιδιώκουμε να τους προσφέρουμε ανιδιοτελώς τον εαυτό μας. ‘Ο,τι δίνουμε ανιδιοτελώς και με την καρδιά μας, επιστρέφει πολλαπλάσιο.
Διαβάζουμε για ψυχαγωγία, ενημέρωση, γνώση. Ένα καλό βιβλίο, ποίημα ή εργασία είναι και μία ανοικτή πόρτα προς τον κόσμο. Το διάβασμα ανοίγει νέους ορίζοντες και νέους δρόμους προς την αλήθεια και την ομορφιά, προς τον εαυτό μας και προς τους άλλους.
Οι καρποί της βαθιάς, αναλυτικής ανάγνωσης είναι η κατανόηση και η σοφία, που δεν συνίστανται απλώς στη συσσώρευση περισσότερων πληροφοριών, αλλά στην κατανόησή τους και στον συνδυασμό τους σε μια ολιστική και ουσιαστική αντανάκλαση της πραγματικότητας. Στα βιβλία αναζητούμε τη σοφία: τη γνώση των αιτίων, όχι μόνο τα «τι» ή «πώς», αλλά και τα«γιατί». Η κατάκτηση της σοφίας προϋποθέτει και βαθύτερη ανάγνωση.
Διαβάζω (και γράφω) καλά σημαίνει σκέπτομαι καλά. Αλλά όπως η καλή σκέψη δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη, ούτε και η καλή ανάγνωση είναι. Συχνά υποθέτουμε ότι εάν ένα άτομο έχει μάθει να αποκρυπτογραφεί τα γράμματα και τις λέξεις που είναι γραμμένες και έχει αρκετά πλούσιο λεξιλόγιο, τότε μπορεί να διαβάσει και να κατανοήσει το νόημα των προτάσεων. Αλλά η καλή ανάγνωση είναι κάτι περισσότερο.
Ενεργητική ανάγνωση
Στο κλασικό τους έργο «Πώς να διαβάζετε ένα βιβλίο» (“How to Read Books“, 1940), οι Μόρτιμερ Άντλερ [Mortimer Adler] και Τσαρλς βαν Ντόρεν [Charles Van Doren] εξηγούν ότι οι αναγνώστες δεν διαβάζουν εξίσου καλά:
«Ένας αναγνώστης είναι καλύτερος από έναν άλλο στο βαθμό που είναι ικανός για μεγαλύτερη δραστηριότητα στο διάβασμα και κάνει περισσότερη προσπάθεια. Είναι καλύτερος αν απαιτεί περισσότερα από τον εαυτό του και από το κείμενο που έχει μπροστά του.»
Με άλλα λόγια, το καλό διάβασμα είναι ενεργητικό και απαιτεί μία προσπάθεια. Για να πάρουμε ό,τι μπορούμε από ένα υπέροχο βιβλίο, άρθρο ή ποίημα, πρέπει να κοπιάσουμε.
Το ότι οι αναγνώστες βρίσκονται στη θέση του αποδέκτη πληροφοριών δεν σημαίνει ότι δεν συμμετέχουν στη σχέση συγγραφέα και αναγνώστη. Οι Άντλερ και βαν Ντόρεν εξηγούν:
«Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η επικοινωνία είναι σαν να δεχόμαστε ένα χτύπημα, μια κληρονομιά ή μια κρίση. Αντίθετα, ο αναγνώστης ή ο ακροατής μοιάζουν πολύ περισσότερο με τον catcher στο μπέιζμπολ. Το πιάσιμο της μπάλας είναι μια δράση όπως το ρίξιμο ή το χτύπημα».
Τι πρέπει να κάνετε για να «πιάσετε» τις πληροφορίες που προσφέρει ο συγγραφέας στο κείμενο; Για να επωφεληθείτε από την ανάγνωση, χρειάζονται ορισμένες δεξιότητες.
Κατανοήστε τον σκοπό του συγγραφέα
Αυτό μπορεί να φαίνεται προφανές, αλλά πολλοί άνθρωποι παραμελούν αυτό το πρώτο βήμα – να προσδιορίσουν σωστά το είδος και τον σκοπό του έργου, στοιχεία θεμελιώδη για την ανακάλυψη του νοήματός του. Είναι αστοχήσουμε αν δεν τοποθετήσουμε το έργο στη σωστή προοπτική.
Ένα αστείο είναι ένα προφανές παράδειγμα αυτού. Εάν ένα αστείο παρερμηνευτεί ως σοβαρό, μπορεί να υπάρξει μεγάλη σύγχυση. Πρώτα πρέπει να καταλάβουμε τι διαβάζουμε: ένα επιστημονικό έργο, ένα άρθρο, ένα προσωπικό δοκίμιο, έναν πολιτικό λόγο, μια σάτιρα, ένα πειραματικό μυθιστόρημα, ένα ποίημα ή ένα θεατρικό έργο; Αυτά τα διαφορετικά είδη λογοτεχνικών έργων δεν μπορούν να διαβαστούν με τον ίδιο τρόπο.
Προσδιορίστε τα ζητήματα που θίγει ο συγγραφέας
Έχοντας καθορίσει το γενικό είδος και τον σκοπό του έργου, θέλουμε να μάθουμε τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς που θέτει ο συγγραφέας. Αυτές οι πληροφορίες περιέχονται συνήθως στην εισαγωγή του βιβλίου ή στις πρώτες λίγες παραγράφους ενός άρθρου ή δοκιμίου. Αν αποκτήσουμε μια βασική κατανόηση της δομής του έργου, θα έχουμε έναν ‘χάρτη’ που θα μας βοηθά να γνωρίζουμε από πού περάσαμε και πού πηγαίνουμε.
Ανοιχτείτε στο κείμενο
Αυτή η συμβουλή ισχύει ιδιαίτερα για τη μυθοπλασία και την ποίηση, όπου ο συγγραφέας επιδιώκει να μεταφέρει μια εμπειρία και όχι ένα συγκεκριμένο σύνολο γεγονότων. Αλλά ισχύει επίσης για τη μη λογοτεχνία ότι πρέπει να προσεγγίσουμε το κείμενο με ανοιχτό μυαλό, αν θέλουμε να αντλήσουμε πολλά από αυτό. Η φιλόλογος Τζέσσικα Μηκ [Jessica Meek] γράφει:
«Διαβάζω καλά σημαίνει παραμερίζω τις προκαταλήψεις μου για να κατανοήσω πλήρως τα επιχειρήματα.»
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να επικρίνουμε ή να διαφωνήσουμε με ένα βιβλίο, αλλά ακόμα και αυτό μπορεί να είναι καρποφόρο μόνο αν πρώτα το κατανοήσουμε πραγματικά και κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να το δούμε μέσα από τα μάτια του συγγραφέα.
«Μπορούμε να αναγνωρίσουμε ένα βιβλίο ως κακό μόνο διαβάζοντάς το σαν να μπορούσε να είναι πολύ καλό. Πρέπει να καθαρίσουμε το μυαλό μας και να ανοιχτούμε. Δεν υπάρχει δουλειά στην οποία δεν μπορούμε να βρούμε κενά. Δεν υπάρχει έργο που να μπορεί να γίνει επιτυχημένο χωρίς να προηγηθεί μία πράξη καλής θέλησης από την πλευρά του αναγνώστη.»
Μιλώντας συγκεκριμένα για λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά έργα, ο Λιούις τονίζει την ανάγκη να ανοιχτούμε, να «παραδοθούμε» στο έργο, τουλάχιστον στην πρώτη ανάγνωση:
«Η πρώτη απαίτηση ενός έργου οποιασδήποτε τέχνης είναι η παράδοση. Κοιτάζω. Ακούω. Αποδέχομαι. Παραμερίζω τον εαυτό μου.»
Βρείτε ένα επιχείρημα στη μη μυθοπλασία
Γενικά, κάθε μη μυθοπλαστικό έργο (non-fiction) επιβεβαιώνει και αρνείται τον τρόπο που λειτουργεί ο κόσμος. Ως αναγνώστες, θέλουμε να εστιάσουμε σε αυτές τις στιγμές γιατί αποτελούν τον πυρήνα της ιστορίας από την οποία εξαρτώνται τα πάντα. Πρέπει να διαβάζουμε τις σημαντικές ή διφορούμενες προτάσεις αργά και προσεκτικά.
Οι Άντλερ και βαν Ντόρεν συμβουλεύουν:
«Από την οπτική του αναγνώστη, οι προτάσεις που είναι σημαντικές είναι εκείνες που απαιτούν προσπάθεια στην ερμηνεία γιατί δεν είναι απολύτως σαφείς με την πρώτη ματιά… Αυτές είναι οι προτάσεις που διαβάζει κανείς πολύ πιο αργά και πιο προσεκτικά από τις άλλες… Πιθανότατα, θα έχετε τη μεγαλύτερη δυσκολία με τα πιο σημαντικά πράγματα που θέλει να πει ο συγγραφέας.»
Είναι χρήσιμο να υπογραμμίσετε ή να τονίσετε τέτοιες προτάσεις με αστερίσκους.
Κάντε ερωτήσεις και συμμετάσχετε στη συζήτηση
Όταν αρχίζουμε να προσδιορίζουμε τις βασικές προϋποθέσεις και τα συμπεράσματα του συγγραφέα ή τα βασικά χαρακτηριστικά του κόσμου που δημιουργεί ο συγγραφέας, πρέπει να τα αμφισβητήσουμε. Είναι αλήθεια; Τι ζητούν ή υπαινίσσονται; Ταιριάζουν με την εμπειρία μου; Έχουν νόημα τα στοιχεία; Πώς συγκρίνονται με άλλα πράγματα που έχω διαβάσει; Ποιες δηλώσεις του συγγραφέα με μπερδεύουν, εμπνέουν ή συγκινούν;
Οι Άντλερ και βαν Ντόρεν λένε:
«Ο αναλυτικός αναγνώστης πρέπει να κάνει πολλές ερωτήσεις σχετικά με αυτό που διαβάζει.»
Αν και οι ερωτήσεις μπορεί να διαφέρουν κατά την ανάγνωση μυθοπλασίας και μη μυθοπλασίας, μπορούμε να εμβαθύνουμε και στους δύο τύπους έργων θέτοντας ερωτήσεις και συνδέοντάς τα με άλλα πράγματα που έχουμε βιώσει ή διαβάσει.
Γράψτε και κάντε σχόλια καθώς διαβάζετε
Η συνομιλία μας με το κείμενο παίρνει συγκεκριμένη μορφή γραπτώς — ακόμα και αν πρόκειται μόνο για λίγες λέξεις σημειωμένες στο περιθώριο ή για την υπογράμμιση μιας σημαντικής πρότασης. Όπως έγραψαν οι Άντλερ και βαν Ντόρεν, «θα πρέπει να διακρίνετε τις κύριες προτάσεις σαν να ήταν ανάγλυφες στη σελίδα». Αυτό το κάνουμε υπογραμμίζοντας ή επισημαίνοντας φράσεις-κλειδιά.
Η υπογράμμιση και ο σχολιασμός όχι μόνο τονίζουν οπτικά τις βασικές φράσεις και τις καθιστούν εύκολα προσβάσιμες αργότερα, αλλά επίσης μάς αναγκάζουν να επιβραδύνουμε, να ξαναδιαβάζουμε και να σκεφτόμαστε περίπλοκες, υπέροχες, μυστηριώδεις και άλλες σημαντικές ιδέες. Το Πανεπιστήμιο του Όρεγκον συνιστά να κρατάτε σημειώσεις και να απαντάτε στο κείμενο καθώς διαβάζετε, συνοψίζοντας ή εξηγώντας δύσκολες έννοιες με δικά σας λόγια. Αν κάτι συγκεκριμένο τραβά το ενδιαφέρον μας ή μας κουράζει, θα πρέπει να το σημειώσουμε. Νιώθω ανεπαρκής αν προσπαθώ να διαβάσω χωρίς ένα μολύβι στα χέρια μου. Έχει γίνει ένα απαραίτητο εργαλείο στην ενεργή διαδικασία ανάγνωσης μου. Χρησιμοποιώντας αστερίσκους, υπογραμμίσεις, ερωτηματικά και σημειώσεις στο περιθώριο, το μολύβι μου εκφράζει τον εσωτερικό μου διάλογο με το κείμενο.
Όπως κάθε άλλη δεξιότητα, η καλή, εις βάθος ανάγνωση δεν είναι έμφυτο χαρακτηριστικό. Απαιτεί εξάσκηση, πειραματισμό και ανάπτυξη. Η ανάγνωση είναι ένας διάλογος και μια σχέση μεταξύ του αναγνώστη, του συγγραφέα και του κόσμου. Μέσω των βιβλίων μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στα μεγαλύτερα μυαλά στον κόσμο και μπορούν να μας διδάξουν πολλά. Πρέπει, όμως, να κάνουμε την απαραίτητη προσπάθεια για να δεχτούμε το δώρο που προσφέρεται και να μην το αφήνουμε να γλιστρά από τα χέρια μας σαν άμμος. Πρέπει να κάνουμε περισσότερα από το να θυμόμαστε αυτά που έχουν γραφτεί. Πρέπει να σκεφτούμε γιατί γράφτηκε αυτό και πώς σχετίζεται με την πραγματικότητα. Πρέπει να διαβάζουμε σωστά.
Το εκτελεστικό απόσπασμα έστρεψε τα όπλα του προς τους κρατούμενους, οι οποίοι στέκονταν ακίνητοι, σαν παγωμένοι, όπως το κρυσταλλωμένο ρωσικό χειμωνιάτικο τοπίο. Λίγες στιγμές πριν, οι κρατούμενοι είχαν αναγκαστεί να φορέσουν τα λευκά πουκάμισα των καταδικασμένων και τους είχαν πει να φιλήσουν τον Σταυρό. Στη συνέχεια, τους έδεσαν σε έναν στύλο στο πεδίο ασκήσεων του Σεμιόνοφ, τρεις κάθε φορά.
Ήταν το τέλος. Ποιες σκέψεις πρέπει να πέρασαν από το μυαλό των κρατουμένων εκείνη τη στιγμή; Ένας από τους άνδρες, ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, σε μια επιστολή προς τον αδελφό του, μας δίνει μια γεύση από τις λειτουργίες του μυαλού του όταν, όπως πίστευε, η ζωή του ήταν έτοιμη να του ξεφύγει.
«Δεν μου είχε απομείνει περισσότερο από ένα λεπτό για να ζήσω. Σε θυμήθηκα, αδελφέ, και όλα τα δικά σου. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου λεπτού εσύ, εσύ μόνο, ήσουν στο μυαλό μου – μόνο τότε συνειδητοποίησα πόσο σε αγαπώ, αγαπημένε μου αδελφέ!»
Αλλά λίγο πριν ο Ντοστογιέφσκι οδηγηθεί στον στύλο, οι φρουροί ανακοίνωσαν ότι η αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα, ο Τσάρος Νικόλαος Α΄, τους έδωσε χάρη, χαρίζοντάς τους τη ζωή. Ήταν, ίσως, ένα σκληρό είδος αστείου, μια τιμωρία από μόνη της, για να προειδοποιήσει αυτούς τους άνδρες να αναμορφώσουν τις ζωές που παραλίγο να χάσουν. Οι κρατούμενοι καταδικάστηκαν σε τετραετή εξορία στη Σιβηρία αντί της θανατικής ποινής. Ο Ντοστογιέφσκι πήρε την προειδοποίηση κατάκαρδα, γιατί η ζωή του και οι πεποιθήσεις του άλλαξαν ριζικά μετά από αυτή την εμπειρία. Βλέπουμε στο γράμμα του Ντοστογιέφσκι προς τον αδελφό του ότι η αλλαγή είχε ήδη αρχίσει, καθώς γράφει: «Ποτέ άλλοτε δεν εργάστηκε μέσα μου μια τόσο υγιής αφθονία πνευματικής ζωής όσο τώρα».
Η πεποίθησή του για το δώρο της ζωής – που εντυπώθηκε στο μυαλό του με εκπληκτική σαφήνεια και δύναμη από την παρ’ ολίγον απώλειά της – λάμπει με σχεδόν οραματική έμπνευση:
«Όταν αναλογίζομαι το παρελθόν και σκέφτομαι πόσος χρόνος έχει χαθεί μάταια, πόσος χρόνος χάθηκε σε πλάνες, σε λάθη, σε απραξία, σε άγνοια για το πώς να ζω, πόσο δεν εκτιμούσα τον χρόνο, πόσο συχνά αμάρτησα ενάντια στην καρδιά και το πνεύμα μου, η καρδιά μου ματώνει. Η ζωή είναι δώρο, η ζωή είναι ευτυχία, κάθε λεπτό θα μπορούσε να είναι μια εποχή ευτυχίας. […] Τώρα, αλλάζοντας τη ζωή μου, ξαναγεννιέμαι με μια νέα μορφή.»
Προσωπογραφία του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, 1872, από τον Βασίλι Περώφ. Λάδι σε καμβά. Πινακοθήκη Τρετυάκωφ, Μόσχα. (Public Domain)
Αφήνοντας τις προοδευτικές ιδέες
Ο Ντοστογιέφσκι είχε πράγματι ανάγκη από μια «νέα μορφή». Ο λόγος για τον οποίο ο Ντοστογιέφσκι παρ’ ολίγον να εκτελεστεί και στη συνέχεια εξορίστηκε στην ενδοχώρα ήταν η ανάμειξή του στον Κύκλο Πετρασέφσκι – μια λέσχη διανοουμένων που συζητούσε για τον ουτοπικό σοσιαλισμό – και μια μυστική επαναστατική και τρομοκρατική ομάδα ενσωματωμένη στην πρώτη, αφιερωμένη στην επίτευξη αυτής της ουτοπίας, ακόμη και με βίαια μέσα.
Η Ρωσία ήταν ώριμη για ριζοσπαστική πολιτική στην εποχή του Ντοστογιέφσκι και, όπως πολλοί νέοι τότε, έτσι κι εκείνος παρασύρθηκε από τη μέθη των νέων, «προοδευτικών» ιδεών, κυρίως του σοσιαλισμού. Αυτές τις ιδέες ο Ντοστογιέφσκι άρχισε να τις αποτινάσσει από πάνω του όπως τα ξερά φύλλα από το δέντρο κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Σιβηρία.
Εκείνη η μέρα, όταν ο Ντοστογιέφσκι κοίταξε από την κάννη του όπλου ενός δήμιου την πραγματικότητα του θανάτου, στοιχειώνει τη μυθοπλασία του, συμπεριλαμβανομένου του μυθιστορήματος «Έγκλημα και τιμωρία» του 1866.
Νικολάι Καραζίν, εικονογράφηση για το μυθιστόρημα «Έγκλημα και τιμωρία» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, 1893. (Public Domain)
Στο μυθιστόρημα, ένας νεαρός φοιτητής, ο Ρασκόλνικωφ, ο οποίος έχει υιοθετήσει προοδευτικές και μηδενιστικές ιδέες, αποφασίζει να δολοφονήσει μία ηλικιωμένη τοκογλύφο. Καθώς πηγαίνει να διάπραξει το έγκλημα, κάθε είδους φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες τραβούν την προσοχή του.
«Καθώς περνούσε από τον κήπο του Γιουσούπωφ, ήταν βαθιά απορροφημένος σε σκέψεις για την κατασκευή μεγάλων σιντριβανιών και την αναζωογονητική επίδρασή τους στην ατμόσφαιρα όλων των πλατειών. […] Στη συνέχεια τον απασχόλησε το ερώτημα γιατί σε όλες τις μεγάλες πόλεις οι άνθρωποι δεν οδηγούνται απλώς από την ανάγκη, αλλά κατά κάποιον ιδιαίτερο τρόπο τείνουν να ζουν στα μέρη εκείνα της πόλης όπου δεν υπάρχουν ούτε κήποι ούτε σιντριβάνια. […] “Έτσι, πιθανόν, οι άνθρωποι που οδηγούνται στην εκτέλεση να σφίγγουν νοερά κάθε αντικείμενο που συναντούν στο δρόμο”, του πέρασε από το μυαλό.»
Η παρατήρηση του Ρασκόλνικωφ για την ψυχολογία ενός καταδικασμένου ανθρώπου είναι αναμφίβολα αντανάκλαση της εμπειρίας του ίδιου του Ντοστογιέφσκι. Μπορεί να φαίνεται παράδοξο ότι ένας άνθρωπος που πρόκειται να δολοφονηθεί (ή πρόκειται να διαπράξει φόνο) θα μπορούσε να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό το γεγονός και όμως, δεν είναι τόσο δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι στα λίγα δευτερόλεπτα που απομένουν σε έναν άνθρωπο για να ζήσει, όλα γίνονται σημαντικά, αξιοσημείωτα. Το μυαλό προσκολλάται σε ό,τι μπορεί, αρνούμενο να αναγνωρίσει το μείζον γεγονός που πρόκειται να συντελεστεί. Ή, το μυαλό αποκτά ξαφνικά μια βαθύτερη εικόνα της σημασίας των πάντων, όταν αυτά απομακρύνονται.
Οι εμπειρίες του Ντοστογιέφσκι ως νεαρού άνδρα ενημερώνουν και διαμορφώνουν το «Έγκλημα και τιμωρία» με ακόμη πιο βαθύ τρόπο από αυτή την τυχαία αναφορά. Εξαιτίας του χωνευτηρίου της εικονικής του εκτέλεσης και της επακόλουθης εξορίας του στη Σιβηρία, ο Ντοστογιέφσκι από άνθρωπος πρόθυμος να διαπράξει βία για την επίτευξη μιας σοσιαλιστικής ουτοπίας μετατράπηκε σε έναν άνθρωπο που ήταν εντελώς αντίθετος στον σοσιαλισμό και στο «Έγκλημα και τιμωρία», που γράφτηκε περίπου 15 χρόνια μετά την επιστροφή του από τη Σιβηρία, επιτίθεται στις σοσιαλιστικές ιδέες με πολλούς τρόπους. Υπό ένα πρίσμα, το μυθιστόρημα είναι μια φιλοσοφική μάχη μεταξύ των νέων ιδεών – του μηδενισμού, του σοσιαλισμού και του ωφελιμισμού, μεταξύ άλλων – και της παλιάς θεώρησης του κόσμου που βασίζεται στη χριστιανική ηθική και στην επιθυμία να διατηρηθεί η παράδοση.
Σημαντικό θέμα του μυθιστορήματος είναι η λύτρωση μέσω του πόνου. Σε αυτήν την εικόνα του Μιχαήλ Πετρόβιτς Κλωντ, ο Ρασκόλνικωφ ακούει τον Μαρμελάντωφ, τον αλκοολικό πρώην υπάλληλο, να του αφηγείται τα βάσανα τα δικά του και της οικογένειάς του, κλαίγοντας από απόγνωση για τη δυστυχία που τους προκαλεί (1874). (Public Domain)
Μια από τις πιο εντυπωσιακές και εύγλωττες διαψεύσεις του Ντοστογιέφσκι για το σοσιαλιστικό λάθος προέρχεται από έναν φίλο του Ρασκόλνικωφ, τον ατίθασο, θρασύ αλλά καλόκαρδο Ραζουμίχιν, το όνομα του οποίου, παρεμπιπτόντως, σημαίνει ‘λόγος’ ή ‘νοημοσύνη’. Αξίζει να το παραθέσουμε εκτενώς:
«Γνωρίζετε το δόγμα [των σοσιαλιστών]: το έγκλημα είναι μια διαμαρτυρία κατά της ανωμαλίας της κοινωνικής οργάνωσης και τίποτα περισσότερο, και τίποτα περισσότερο – δεν γίνονται δεκτές άλλες αιτίες! […] Τα πάντα γι’ αυτούς είναι “η επίδραση του περιβάλλοντος” και τίποτε άλλο. Η αγαπημένη τους φράση! Από την οποία προκύπτει ότι, αν η κοινωνία είναι κανονικά οργανωμένη, όλο το έγκλημα θα σταματήσει αμέσως, αφού δεν θα υπάρχει τίποτα για να διαμαρτυρηθεί κανείς και όλοι οι άνθρωποι θα γίνουν δίκαιοι σε μια στιγμή.
»Η ανθρώπινη φύση δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν, αποκλείεται, υποτίθεται ότι δεν υπάρχει! Δεν αναγνωρίζουν ότι η ανθρωπότητα, που αναπτύσσεται με μια ιστορική ζωντανή διαδικασία, θα γίνει επιτέλους μια κανονική κοινωνία, αλλά πιστεύουν ότι ένα κοινωνικό σύστημα που έχει βγει από κάποιο μαθηματικό μυαλό θα οργανώσει όλη την ανθρωπότητα μονομιάς και θα την κάνει δίκαιη και αναμάρτητη σε μια στιγμή, πιο γρήγορα από οποιαδήποτε ζωντανή διαδικασία!
»Γι’ αυτό και ενστικτωδώς αντιπαθούν την ιστορία, “μόνο ασχήμια και βλακεία έχει μέσα της”, και τα εξηγούν όλα ως βλακεία! Γι’ αυτό αντιπαθούν τόσο πολύ τη ζωντανή διαδικασία της ζωής – δεν θέλουν μια ζωντανή ψυχή! Η ζωντανή ψυχή απαιτεί ζωή, η ψυχή δεν υπακούει στους κανόνες της μηχανικής, η ψυχή είναι αντικείμενο καχυποψίας και η ψυχή είναι οπισθοδρομική! Αλλά αυτό που θέλουν, αν και μυρίζει θάνατο και μπορεί να γίνει από λάστιχο Ινδίας, τουλάχιστον δεν είναι ζωντανό, δεν έχει θέληση, είναι δουλικό και δεν επαναστατεί!
»Και καταλήγουν στο τέλος στο να περιορίσουν τα πάντα στην κατασκευή τοίχων και στον σχεδιασμό δωματίων και διαδρόμων σε ένα φαλάνδρι [κτίριο σχεδιασμένο για να επιτρέπει μια αυτόνομη ουτοπική κοινότητα]! Το φαλανστήριο είναι πράγματι έτοιμο, αλλά η ανθρώπινη φύση σας δεν είναι έτοιμη για το φαλανστήριο.»
Ο Ραζουμίχιν συνοψίζει και στη συνέχεια καταρρίπτει την κεντρική σοσιαλιστική αρχή: ότι τα ανθρώπινα όντα είναι, τελικά, απλές υλικές μηχανές που μπορούν να προγραμματιστούν να συμπεριφέρονται με ομαλό και ευημερούντα τρόπο χρησιμοποιώντας το σωστό σύστημα και τις κατάλληλες περιβαλλοντικές επιδράσεις. Για έναν σοσιαλιστή, η ρίζα των προβλημάτων στον κόσμο μας μπορεί να αναχθεί σε ένα άδικο κοινωνικό σύστημα. Διορθώστε το σύστημα και θα διορθώσετε τα προβλήματα. Αυτό το σύστημα, παρεμπιπτόντως, απαιτεί την κατεδάφιση της παλιάς δομής της κοινωνίας, η οποία είναι, φυσικά, εγγενώς άδικη και καταπιεστική. Με την εξάλειψη των παλαιών τρόπων και τη δημιουργία των νέων επιστημονικών κοινωνικών συστημάτων, η ανθρώπινη ζωή θα γίνει ευτυχισμένη, δίκαιη και ευημερούσα.
Όμως οι σοσιαλιστές, όπως επισημαίνει ο Ραζουμίχιν, έχουν παραβλέψει μόνο μια σημαντική λεπτομέρεια. Υπάρχει ένα γρανάζι σε αυτή την κοινωνική μηχανή που δεν ταιριάζει στη θέση του, μια μεταβλητή στην εξίσωση που δεν μπορεί να προβλεφθεί: η ανθρώπινη ψυχή. Υπάρχει κάτι μέσα μας που δεν μπορεί να προγραμματιστεί όπως μια μηχανή, κάτι που, από τη φύση του, παραμένει ελεύθερο, και ως εκ τούτου απρόβλεπτο. Είναι αυτή η δύναμη, περισσότερο από το περιβάλλον, που καθορίζει την έκβαση της ζωής μας και το πεπρωμένο ολόκληρων εθνών. Η προέλευση τόσο του καλού όσο και του κακού στην κοινωνία βρίσκεται σε αυτή τη μυστική ακρόπολη μέσα σε κάθε ανθρώπινο ον. Ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, ένας άλλος μεγάλος Ρώσος συγγραφέας, ο οποίος βίωσε τον θρίαμβο των σοσιαλιστικών ιδεολογιών που ο Ντοστογιέφσκι είχε αμφισβητήσει στην εποχή του, έγραψε: «Η γραμμή που χωρίζει το καλό από το κακό τέμνει την καρδιά κάθε ανθρώπου».
Οι ανθρώπινες πράξεις είναι αποτέλεσμα του περιβάλλοντος ή της επιλογής; Η αδικία προκύπτει από επιστημονικό σφάλμα ή από αμαρτία; Μήπως οφείλεται στο σύστημα ή στην ψυχή; Όπως κάθε μεγάλη λογοτεχνία, το «Έγκλημα και τιμωρία» καταπιάνεται με τέτοια θεμελιώδη ερωτήματα.
Ένα επιχείρημα του Ντοστογιέφσκι ενάντια στο σοσιαλιστικό δόγμα, ακόμη πιο ισχυρό από αυτό του Ραζουμίχιν, δεν είναι καθόλου επιχείρημα. Είναι μια εμπειρία. Είναι η εμπειρία του Ρασκόλνικωφ πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη διάπραξη του φόνου – ενός φόνου που δικαιολογεί την εξόντωση ενός άχρηστου ατόμου που εμποδίζει τη δημιουργία ενός ‘σωστού’ κοινωνικού συστήματος.
Κατά τη διάρκεια αυτού του τεταμένου ψυχολογικού δράματος και πνευματικού έπους, βλέπουμε τον Ρασκόλνικωφ να συναντά δυνάμεις που δεν μπορούν να εξηγηθούν με την υλιστική σοσιαλιστική ερμηνεία του σύμπαντος, δυνάμεις που κανένα σύστημα ή ιδεολογία δεν μπορεί να ελέγξει: ενοχή, λύπη, αυτοθυσία, κρίση, συγχώρεση και αγάπη. Δεν είναι ότι κάποιος τον πείθει, λογικά, για την ύπαρξη αυτών των πραγμάτων – είναι απλώς εκεί, σε όλη τους τη μυστηριώδη δόξα. «Η ζωή είχε μπει στη θέση της θεωρίας», γράφει ο Ντοστογιέφσκι.
Όταν τελειώσετε το «Έγκλημα και τιμωρία», θα ξέρετε στο βαθύτερο μέρος της ύπαρξής σας ότι οι άνθρωποι δεν είναι μηχανές, ότι η ψυχή υπάρχει και, επομένως, μαζί με αυτήν υπάρχει και η ελεύθερη επιλογή, η ενοχή και η δυνατότητα πραγματικής λύπης και πραγματικής χαράς – μιας χαράς που κανένα σύστημα δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει τεχνητά.
Εξώφυλλο του «Έγκλημα και τιμωρία» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, εκδόσεις Random House 1956.
Η Σέλμα Λάγκερλεφ (1858-1940), αγαπημένη συγγραφέας μικρών και μεγάλων και περισσότερο γνωστή στο ελληνικό κοινό για το «Θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον με τις αγριόχηνες», έγραψε τον «Αυτοκράτορα της Πορτογαλίας» στις αρχές του 20ου αιώνα.
Τα στοιχεία που διαπνέουν το έργο της είναι παρόντα και εδώ. Η βαθιά θρησκευτική πίστη, η στενή σύνδεση με τη φύση, η τρυφερότητα για όλα τα πλάσματα του Θεού, η συμπάθεια για όλα τα μαγικά πλάσματα της σουηδικής παράδοσης και η ματιά που φθάνει στα κατάβαθα του ανθρώπου και στο ουσιώδες χωρίς πολλές αναλύσεις.
Ήρωας του βιβλίου αυτού είναι ο Γιαν Άντερσον, ένας φτωχός εργάτης, και θέμα του η μεταμορφωτική δύναμη της αγάπης. Πρόκειται για την απόλυτη αγάπη, που τίποτα δεν μπορεί να τη σκιάσει και που, όταν χάνει το αντικείμενο της επιθυμίας της, ανυψώνεται ανυψώνοντας και τον αγαπώντα πάνω και πέρα από τον εαυτό του.
Η ιστορία μάς συστήνει τον Γιαν σε προχωρημένη ηλικία, τη μέρα που κακόκεφος περιμένει τουρτουρίζοντας έξω από το καλύβι του τη γέννηση του πρώτου παιδιού του και τους μπελάδες που αυτό θα του φέρει. Πραγματικά, δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με αυτό που συνέβαινε.
Όλα αυτά μέχρι που του έβαλαν στα χέρια έναν μικρό μπόγο, την κόρη του. Τότε η καρδιά του άρχισε να χτυπάει στο στήθος του, όπως ποτέ δεν είχε κάνει πριν, και ο Γιαν Άντερσον ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή του την αγάπη.
Mikael Lindgren, Anna «Pluck» Söderling, από τη θεατρική μεταφορά του βιβλίου σε σενάριο και σκηνοθεσία της Åsa Ekberg (2020).
Στη συνέχεια, μέσα από μικρά επεισόδια, παρακολουθούμε το κοριτσάκι και την αγάπη του Γιαν να μεγαλώνουν παράλληλα, καθώς και τον ισχυρό δεσμό που δημιουργείται μεταξύ τους χρόνο με τον χρόνο. Μέσα από αυτά τα επεισόδια, βλέπουμε επίσης, δοσμένες με πολύ λεπτές πινελιές, τις λεπτομέρειες της σκέψης και των πράξεων του Γιαν που μαρτυρούν τη μεταμόρφωσή του διακριτικά και ποιητικά. Κάθε επεισόδιο-κεφάλαιο αυτού του βιβλίου είναι και ένα ποίημα.
Η αγάπη, παραδείγματος χάριν, εμπνέει τον Γιαν να πάρει τον ήλιο για νουνό. Η αγάπη τον κάνει να διαισθανθεί τον κίνδυνο που θα απειλήσει την κόρη του. Η αγάπη τον κάνει να συναισθάνεται τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να την καθησυχάσει. Η αγάπη τον εμπνέει να θυσιάσει το πιο πολύτιμο απόκτημά του, για να της σώσει τη ζωή. Όλα αυτά τα θαυμαστά και άλλα συμβαίνουν μέσα από απλά, καθημερινά γεγονότα, επεκτείνοντας τον εσωτερικό κόσμο του Γιαν, πλουτίζοντάς τον, εξευγενίζοντάς τον.
Χρόνο με τον χρόνο, μέχρι που η Κλάρα Γκούλλα κλείνει τα δεκαοχτώ, η αγάπη του Γιαν μεγαλώνει και το δέσιμο μεταξύ πατέρα και κόρης ισχυροποιείται. Οι δύο τους είναι ένα. Εκείνη την περίοδο έρχεται η στιγμή της δοκιμασίας: η κόρη παίρνει την απόφαση να φύγει, να πάει στη μεγάλη πολιτεία. Είναι φυσικά η ανάγκη που την κάνει, μια εξωτερική ανάγκη, αλλά είναι και η ανάγκη της δοκιμασίας.
Καμία δοκιμασία δεν είναι εύκολη, όταν βρισκόμαστε στο ανηφορικό μονοπάτι της τελείωσης. Ο Γιαν ξεπερνά με επιτυχία την πρώτη δοκιμασία – τον πειρασμό να ξεγλιστρήσει πίσω στην πρότερη αδιαφορία του – και κρατά ζωντανή την καρδιά του, για να δοκιμάσει πλήρως τις δυσκολίες της απώλειας. Η Κλάρα δεν γράφει, δεν στέλνει καθόλου νέα της. Μόνο στο πέρας του πρώτου έτους, στέλνει στον δικηγόρο του χωριού τα χρήματα που χρειάζονται οι γονείς για να ξεχρεώσουν το καλύβι τους. Και ύστερα σιωπή.
Πώς αντιμετωπίζει ο Γιαν αυτήν τη σιωπή; Και ακόμα περισσότερο, πώς αντιδρά όταν αργότερα αρχίζουν να φτάνουν ειδήσεις ότι η κόρη του έχει πάρει άσχημο δρόμο; Ο Γιαν πια δεν κινδυνεύει, η καρδιά του δεν κινδυνεύει. Η αγάπη του έχει γίνει τόσο ισχυρή που δεν βάλλεται από τίποτα. Ο Θεός τον λυπήθηκε, λέει η γυναίκα του, και «του έβαλε ένα τυφλοπάνι στα μάτια του, για να μην μπορεί να βλέπει ό,τι δεν αντέχει να δει. Γι’ αυτό πρέπει να Τον ευγνωμονούμε».
Mikael Lindgren, Anna «Pluck» Söderling, από τη θεατρική μεταφορά του βιβλίου σε σενάριο και σκηνοθεσία της Åsa Ekberg (2020).
Πόση σοφία κρύβεται σε αυτά τα λόγια. Μάς δείχνουν μια άλλη όψη των πραγμάτων, αυτή που βρίσκεται πίσω από τα φαινόμενα και δεν έχουμε συνηθίσει να τη βλέπουμε. Όταν ο Γιαν αρχίζει να σκέφτεται και να λέει ότι η κόρη του είναι ‘αυτοκρατόρισσα της Πορτογαλίας’ και ότι είναι οι ευθύνες του αξιώματός της που την κρατούν μακριά, αναγορεύοντας και τον εαυτό του σε Αυτοκράτορα, είναι η μεγάλη αγαθότητά του, όπου έχει φτάσει με τη χάρη της αγάπης, που δεν επιτρέπει σε καμία κακή σκέψη να εισβάλει στον νου του. Χάρη σε αυτήν, αντιδρά πάντα καλοπροαίρετα σε κάθε πείραγμα των συγχωριανών του, πάντα υπεράνω οιασδήποτε κακίας, με αποτέλεσμα και εκείνοι να τον αποδέχονται τελικά, παρά τα πειράγματά τους.
Όλα τα χρόνια της απουσίας της κόρης του, ο Γιαν με την ‘τρέλα’ του αλλά και την καλοσύνη και την εντιμότητά του, γίνεται απαραίτητος και αγαπητότατος στο χωριό. Παράλληλα, βλέπουμε δίπλα του να σκιαγραφούνται διάφοροι άλλοι χαρακτήρες, όχι όλοι τόσο καλοί και έντιμοι. Η κακία του κόσμου υπάρχει πάντα δίπλα στην καλοσύνη, όπως φαίνεται πως είναι ο νόμος αυτού του κόσμου. Ποτέ όμως δεν μένει ατιμώρητη.
Η αγάπη του Γιαν έχει οξύνει και τη διαίσθησή του, που πηγαίνει πέρα από την κόρη του και σε άλλους κατοίκους του χωριού και γεγονότα. Οι ‘προφητείες’ του, που εκπληρώνονται, γεννούν και ένα είδος σεβασμού προς το πρόσωπό του, και ενισχύουν το μήνυμα του έργου ότι ο Γιαν έχει περάσει σε ένα άλλο επίπεδο, ότι δεν είναι πια όπως οι κοινοί άνθρωποι.
Ενδιαφέρον είναι το σημείο όπου ο Γιαν στερείται των αυτοκρατορικών διασήμων του. Προσπαθώντας να κατανοήσει γιατί συνέβη αυτό, ο Γιαν στρέφεται προς τα μέσα και αναζητά την αιτία στις πράξεις και τις σκέψεις του. Τελικά, το βρίσκει: ήταν η σκληρότητα και η απόρριψη που έδειξε απέναντι σε μία συγγενή του. Η Κλάρα ποτέ δεν θα μπορούσε να εγκρίνει αυτήν τη σκληρότητα. Στο βασίλειό της είναι όλοι καλοδεχούμενοι. Τότε, τού επιστρέφονται τα πράγματά του.
Για όσους μένουν εγκλωβισμένοι σε μικρότητες, ο Γιαν μένει παρεξηγημένος ως το τέλος. Η κόρη, που επιστρέφει μετά από χρόνια, με καρδιά που έχει σκληρύνει, αδυνατεί να νιώσει τον πατέρα της. Ντρέπεται για λογαριασμό του, θέλει να τον εγκαταλείψει.
Το τελευταίο θέμα του βιβλίου είναι αυτό της εξιλέωσης, της μετάνοιας και της συγχώρεσης. Εφόσον ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζει χωρίς να κάνει κανένα κακό, αυτό πρέπει να ξεπληρωθεί. Όταν αναγνωρίζει αυτή την ανάγκη και τη δέχεται, χάνεται το σκληρό περίβλημα που έχει σκεπάσει την καρδιά και αυτή μπορεί να ανοίξει και πάλι. Να νιώσει τη λύπη πλέρια και να κλάψει. Και να συγχωρεθεί. Γιατί «όποιος δεν νιώθει μ’ όλη του την καρδιά ούτε λύπη ούτε χαρά, αυτός δεν μπορεί να λογαριάζεται σωστός άνθρωπος.»
Η μετάφραση του βιβλίου έχει γίνει με φροντίδα και σεβασμό από τα σουηδικά από τον πατέρα Ευσέβιο Βίττη, ο οποίος έχει γράψει και την εισαγωγή, για τις εκδόσεις Ακρίτας.
Όταν λέω στους ανθρώπους ότι οι φίλοι μου και εγώ διατηρούμε γραπτή αλληλογραφία, οι αντιδράσεις τους είναι πάνω κάτω οι ίδιες. Οι άνθρωποι το χαρακτηρίζουν ως ένα απολαυστικά χόμπι, λες και διατηρούμε την πρακτική αυτή απλώς και μόνο λόγω της προτίμησής μας στο ωραίο χαρτί και τις πένες. Για να είμαι ειλικρινής, πράγματι μου αρέσει να γράφω τις επιστολές μου σε όμορφα χαρτιά και να χρησιμοποιώ κέρινες σφραγίδες, αλλά μπορώ να κάνω και χωρίς αυτά όταν το απαιτεί η ανάγκη. Η ουσία είναι ότι η επιστολογραφία είναι ένας δίαυλος επικοινωνίας που τα ψηφιακά μηνύματα δεν μπορούν να αναπαράγουν.
Ο Καναδός θεωρητικός της επικοινωνίας Μάρσαλ Μακλούχαν ήταν διάσημος για τη φράση του: «Το μέσον είναι το μήνυμα». Το πώς λέγεται κάτι αποτελεί αφ’ εαυτού ένα μήνυμα, που συμπληρώνει αυτό που λέγεται. Συχνά θεωρούμε τους διάφορους τρόπους επικοινωνίας (επιστολές, μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και κείμενα) ως εναλλάξιμους, που επιτυγχάνουν τον ίδιο σκοπό με διαφορετικά επίπεδα αποτελεσματικότητας. Η επικοινωνία μοιάζει να ακολουθεί μια εξελικτική πορεία, ξεκινώντας από την επιστολή, το τηλεγράφημα, το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και τελικά το μήνυμα, με κάθε βήμα να σηματοδοτεί ότι μπορούμε πλέον να απορρίψουμε τις προηγούμενες, ξεπερασμένες μορφές.
Στην πραγματικότητα, τα μέσα αυτά δεν επιτυγχάνουν τον ίδιο σκοπό. Κανείς δεν γράφει ένα γράμμα όπως θα έγραφε ένα μήνυμα στο κινητό, και παρόλο που ένα ηλεκτρονικό ταχυδρομείο μπορεί να έχει μεγαλύτερη ομοιότητα με ένα γράμμα, ακόμη και αυτό δεν μεταφέρει το ίδιο μήνυμα. Στην πραγματικότητα, ένα άτομο γράφει μια επιστολή με πολύ διαφορετικό τρόπο από αυτόν που θα χρησιμοποιούσε ακόμη και σε μια συνηθισμένη συνομιλία.
Η πράξη της γραφής ενθαρρύνει μια ορισμένη εμπιστευτικότητα, καθώς και την ανάπτυξη σκέψεων που θα ήταν δύσκολο να εκφραστούν κατά τη διάρκεια μίας συζήτησης. Παρέχει μια μοναδική ευκαιρία για το ξεδίπλωμα σκέψεων που παράγονται και εξελίσσονται στη μοναξιά.
Το θλιβερό γεγονός είναι ότι η ικανότητα να γράφεις μια επιστολή απαιτεί αφοσίωση και προθυμία, ιδιότητες που φαίνεται να εκλείπουν σήμερα. Τα μηνύματα στο κινητό ταιριάζουν περισσότερο στη μειωμένη προσοχή μας, στερώντας μας τη χαρά της αναμονής που ενυπάρχει στην επιστολογραφία.
Είναι εύκολο να απελπιστούμε με την κατάσταση της γλώσσας σήμερα και είναι εύκολο να δούμε ότι το περιεχόμενο των λεγομένων μας συρρικνώνεται τάχιστα. Μελέτες έχουν δείξει ότι το λεξιλόγιο του μέσου Αμερικανού μειώνεται όλο και περισσότερο από τη δεκαετία του 1970. Ωστόσο, θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπ’ όψιν και την παρακμή του τρόπου με τον οποίο λέγονται τα πράγματα. Η επιστολογραφία, όσο κι αν είναι μια παρελθούσα τέχνη, αποτελεί αντίδοτο στην παρακμή της σύγχρονης επικοινωνίας.
Ορισμένως, όλα όσα έχουμε πει μέχρι τώρα παραμένουν στη σφαίρα της θεωρίας, μην έχοντας εξετάσει ακόμα πραγματικές επιστολές. Επιλέγω εντελώς μεροληπτικά ορισμένες επιστολές, στις οποίες διαφαίνεται η ιδιαίτερη και διαρκής ομορφιά αυτής της μορφής επικοινωνίας.
Όμορφα γράμματα
Οι επιστολές του Τζον Κητς [John Keats] είναι μερικές από τις πιο όμορφες επιστολές που γράφτηκαν στην αγγλική γλώσσα. Το 1818, ο νεαρός Άγγλος ποιητής γνώρισε τη Φάννυ Μπράουν, με την οποία λίγο αργότερα ερωτεύτηκαν. Το ειδύλλιό τους διακόπηκε με τραγικό τρόπο, όταν ο Κητς πέθανε από φυματίωση το 1821, σε ηλικία 25 ετών, ωστόσο πολλά από τα γράμματά του προς τη Φάννυ φυλάχθηκαν και τελικά δημοσιεύτηκαν.
Μεταξύ των πιο γνωστών επιστολών του προς τη Φάννυ Μπράουν είναι μία με ημερομηνία 1 Ιουλίου 1819, στην οποία ο ποιητής γράφει:
«Πραγματικά, δεν ξέρω πώς να εκφράσω την αφοσίωσή μου σε μια τόσο ωραία μορφή: Θέλω μια πιο φωτεινή λέξη από το ‘φωτεινή’, μια πιο δίκαιη λέξη από το ‘δίκαιη’. Σχεδόν εύχομαι να ήμασταν πεταλούδες και να ζούσαμε μόνο τρεις καλοκαιρινές μέρες – τρεις τέτοιες μέρες μαζί σου θα με γέμιζαν με περισσότερη απόλαυση απ’ όση θα μπορούσαν ποτέ να περιέχουν πενήντα κοινά χρόνια.»
Σε μία επιστολή του 1819 γράφει: «Πρέπει να μου γράφεις, όπως θα γράφω κι εγώ, κάθε εβδομάδα, γιατί τα γράμματά σου με κρατούν ζωντανό. Γλυκό μου κορίτσι, δεν μπορώ να εκφράσω την αγάπη μου για σένα».
Από τα παραπάνω αποσπάσματα, είναι καταφανές ότι η επιστολογραφία είναι ένα μέσο που μας παρέχει τη δυνατότητα να πούμε όσα δεν θα μπορούσαμε να πούμε σε μια συνομιλία τετ-α-τετ.
Φιλίες ενηλίκων
Σε μια αλληλογραφία που καλύπτει είκοσι χρόνια, οι επιστολές που περιέχονται στο «Οδός Τσάρινγκ Κρος 84» («84 Charing Cross Road») αποκαλύπτουν την αναπτυσσόμενη φιλία μεταξύ της Έλεν Χανφ και του Φρανκ Ντόελ. Η φιλία τους γεννήθηκε και άνθισε αποκλειστικά γραπτώς. Η αλληλογραφία τους ξεκίνησε με την πρώτη επιστολή της Έλεν προς το αγγλικό βιβλιοπωλείο Marks & Co., με την οποία ζητούσε ορισμένους τίτλους που δεν της ήταν διαθέσιμοι στις ΗΠΑ. Οι σελίδες που ανταλλάχθηκαν μεταξύ του Άγγλου βιβλιοπώλη και της Αμερικανίδας συγγραφέως είναι γεμάτες σπινθηροβόλο χιούμορ και μια γενναιοδωρία που ξεπερνούσε ωκεανούς και πολιτισμούς.
Αυτό που κάνει την αλληλογραφία τους τόσο αξιοσημείωτη και συγκλονιστική είναι ότι ένας αποστασιοποιημένος χρονικά και χωροταξικά και από τα δύο εμπλεκόμενα μέρη αναγνώστης μπορεί να διακρίνει πότε ακριβώς μία επαγγελματική γνωριμία αποκρυσταλλώνεται σε φιλία. Ποτέ δεν πίστευα ότι μια τέτοια φράση θα μπορούσε να είναι τόσο συγκινητική: «Αγαπητή Έλεν (βλέπεις ότι δεν με ενδιαφέρουν πια τα αρχεία)».
Μία από τις αγαπημένες μου επιστολές είναι αυτή στην οποία η Έλεν γράφει, το 1952: «Έτσι, η Ελισάβετ θα πρέπει να ανέβει στο θρόνο χωρίς εμένα, τα δόντια είναι τα μόνα που θα δω να στέφονται τα επόμενα δύο χρόνια».
Ο Άντονι Χόπκινς, ως Φρανκ Ντόελ, διαβάζει ένα γράμμα της Έλεν Χανφ, στην ταινία «84 Charing Cross Road». (Columbia Pictures)
Πριν από το γάμο τους, ο Ρόμπερτ Μπράουνινγκ και η Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ διατηρούσαν επί 19 μήνες αλληλογραφία μέσω ταχυδρομείου. Οι δύο τους συναντήθηκαν προσωπικά αρκετούς μήνες αφότου άρχισαν να ανταλλάσσουν επιστολές και παντρεύτηκαν ενάμιση χρόνο αφότου εκείνος της έγραψε για πρώτη φορά, για να δηλώσει τον θαυμασμό του για τα ποιήματά της: «Αγαπώ τους στίχους σας με όλη μου την καρδιά, αγαπητή δεσποινίς Μπάρρετ – και αυτό δεν είναι κάποιο πρόχειρο φιλοφρονητικό γράμμα που θα γράψω, ό,τι άλλο και να είναι, ούτε μία άμεση αυτονόητη αναγνώριση της ιδιοφυΐας σας, και εκεί ένα χαριτωμένο και φυσικό τέλος του πράγματος».
Τόμας Μπιουκάναν Ρηντ, προσωπογραφίες της Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ και του Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, 1853. (Public Domain)
Συμβουλές προς τους νέους
Το 1903, ο Φραντς Ξάβερ Κάππους, νεαρός ποιητής, έγραψε στον Ράινερ Μαρία Ρίλκε ζητώντας του συμβουλές σχετικά με τη συγγραφή ποίησης. Οι επιστολές [1] που έλαβε στη συνέχεια περιέχουν συμβουλές όχι μόνο για την ποίηση αλλά και για το πώς να ζει κανείς καλά.
Σε μια επιστολή του 1904, ο Ρίλκε γράφει: «Είναι επίσης καλό να αγαπάς: γιατί η αγάπη είναι δύσκολη. Ένα ανθρώπινο ον να αγαπάει ένα άλλο ανθρώπινο ον: Αυτό είναι ίσως το πιο δύσκολο έργο που μας έχει ανατεθεί, το απόλυτο έργο, η τελική δοκιμασία και απόδειξη, το έργο για το οποίο όλα τα άλλα έργα είναι απλώς προετοιμασία».
Στις επιστολές του προτρέπει τον νεαρό ποιητή να μη φοβάται τη μοναξιά και τη θλίψη, γιατί δεν ξέρει τι έργο θα κάνουν μέσα στην ψυχή για να τον διαμορφώσουν ως άτομο.
Σε ένα γράμμα του 1903, γράφει: «Είστε τόσο νέος, τόσο πολύ πριν από κάθε αρχή, και θα ήθελα να σας παρακαλέσω, αγαπητέ κύριε, όσο καλύτερα μπορώ, να έχετε υπομονή με ό,τι άλυτο υπάρχει στην καρδιά σας και να προσπαθήσετε να αγαπήσετε τα ίδια τα ερωτήματα σαν να ήταν κλειδωμένα δωμάτια ή βιβλία γραμμένα σε μια πολύ ξένη γλώσσα. Μην ψάχνετε για τις απαντήσεις, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να σας δοθούν τώρα, γιατί δεν θα μπορούσατε να τις ζήσετε. Και το ζητούμενο είναι να ζείτε τα πάντα. Ζήστε τις ερωτήσεις τώρα. Ίσως κάποια μέρα, πολύ αργότερα, σταδιακά, χωρίς καν να το καταλάβετε, να βιώσετε τον δρόμο προς τις απαντήσεις».
Είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς κάποια από τις επιστολές του Τζ.Ρ.Ρ. Τόλκιν. Εκείνη που έγραψε στον γιο του Μάικλ για το θέμα του γάμου σίγουρα αξίζει να διαβαστεί, όπως και εκείνη προς τον γιο του Κρίστοφερ, το 1944, η οποία αποτελεί ένα υπέροχο παράδειγμα της ακλόνητης ελπίδας του, ακόμη και σε σκοτεινούς καιρούς. Ο Κρίστοφερ υπηρετούσε στη Βασιλική Πολεμική Αεροπορία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και, παρόλο που ο Τόλκιν συλλογιζόταν με φρίκη την ανθρώπινη δυστυχία της εποχής, τού έγραφε: «Το μόνο που ξέρουμε, και αυτό σε μεγάλο βαθμό από άμεση εμπειρία, είναι ότι το κακό εργάζεται με τεράστια δύναμη και αέναη επιτυχία μάταια: μόνο προετοιμάζοντας πάντα το έδαφος, για να φυτρώσει το απροσδόκητα καλό».
Το γράμμα πρέπει να ήταν μια ανείπωτη παρηγοριά για τον γιο του, και ο Τόλκιν μετέτρεψε τον προβληματισμό του για το σκοτάδι στον κόσμο σε προβληματισμό για την αγάπη, συνεχίζοντας έτσι: «Κι εσύ ήσουν ένα τόσο ξεχωριστό δώρο για μένα, σε μια εποχή θλίψης και ψυχικής ταλαιπωρίας, και η αγάπη σου, που άνοιξε αμέσως σχεδόν μόλις γεννήθηκες, μου προμήνυσε, σαν να μου το έλεγε ρητώς, ότι θα παρηγορούμαι πάντα με τη βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει τέλος σε αυτήν. Πιθανόν, υπό τη σκέπη του Θεού, να ξανασυναντηθούμε, ‘με υγεία και ενότητα’, πριν περάσει πολύς καιρός, αγαπημένε μου, και βέβαιο ότι έχουμε κάποιον ιδιαίτερο δεσμό, που θα διαρκέσει πέρα από αυτή τη ζωή».
Αποκαλύπτοντας τον Εαυτό
Η συγγραφή επιστολών χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό μια γλώσσα προθέσεων. Όπως παρατήρησε τόσο εύστοχα η Αυστραλή συγγραφέας και μουσικός Εντουίνα Πρέστον, τα γράμματα αφήνουν τον πραγματικό κόσμο να μπει μέσα, επιτρέποντας τις διακοπές: «Ήταν προσωρινές, σε πραγματικό χρόνο, επιδιορθωμένες αφηγήσεις της ζωής όπως τη ζούσαμε, όπως συνέβαινε, επί τόπου. Ένα ξετύλιγμα του εαυτού μας στη σελίδα, σε πραγματικό χρόνο».
Ακόμη και οι φαινομενικά ασήμαντες στιγμές, που εισχωρούν απαρατήρητες στη συνείδησή μας την ώρα που γράφουμε, συχνά αναδύονται στη σελίδα. Επειδή η ίδια η πράξη της γραφής απαιτεί χρόνο και στοχασμό, επιτρέπει στο «υλικό της ζωής» να είναι παρόν.
Αν και τα γράμματα μπορούν να χρησιμεύσουν ως χρονικό των ημερών μας, ένα γράμμα δεν είναι απλώς μια άχαρη καταγραφή των γεγονότων μιας ημέρας, όπως κάνει κανείς σε ένα ημερολόγιο. Ο απολογισμός λαμβάνει υπ’ όψιν το ενδεχόμενο ακροατήριό του και είναι «μια συνεχής, ανολοκλήρωτη συζήτηση – μια επιστολή επικαλείται μια σχέση, οπότε πρέπει να είναι ευαίσθητη προς τον αναγνώστη με τρόπους που ένα ημερολόγιο δεν χρειάζεται», λέει η κα Πρέστον. Ως εκ τούτου, λαμβάνει υπ’ όψιν την απόλαυση που θα δώσει στον παραλήπτη.
Στη διαδικασία της συγγραφής μιας επιστολής λαμβάνονται τόσες πολλές αποφάσεις, που το μέσον μεταφέρει πολύ περισσότερα από λέξεις. Οι επιλογές του αποστολέα όσον αφορά τον τύπο του χαρτιού, τη χρήση μελανιού ή μολυβιού, ένας βιαστικός ορθογραφικός χαρακτήρας ή η προσεκτική, καθαρή γραφή και οι τρόποι αντιμετώπισης των λαθών ή των αναδιατυπώσεων δίνουν ένα πληρέστερο μήνυμα. Σε κάθε μια από αυτές τις επιλογές, καθώς και στην απόφαση για το ποια γεγονότα αξίζουν μνημόνευσης, διακρίνεται ο χαρακτήρας του επιστολογράφου.
Αυτό που κάνει την παραλαβή μιας επιστολής τόσο σημαντική για εμάς είναι ότι όλες αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονται με γνώμονα τον παραλήπτη. Αυτή η χειροπιαστή έκφραση της εκτίμησης που τρέφει ένα άτομο για ένα άλλο είναι κάτι που προορίζεται να αγαπηθεί και που ανταποδίδεται με τρόπους που η ψηφιακή επικοινωνία δεν διαθέτει.
Η κα Πρέστον επισημαίνει ότι η αναβολή της ικανοποίησης είναι φυσικό φαινόμενο στη συγγραφή επιστολών. Η καθυστέρηση ερμηνεύεται αρνητικά στα ηλεκτρονικά μηνύματα και τα κείμενα, τα οποία υπάρχουν για χάρη της άμεσης, ακόμη και αδιάλειπτης, επικοινωνίας. Με εξαίρεση μια έφηβη που περιμένει απάντηση από τον αγαπημένο της, η αναμονή ενός μηνύματος δεν κάνει σχεδόν ποτέ την παραλαβή του πιο γλυκιά, ενώ η αναμονή μιας επιστολής συνήθως προσθέτει στην απόλαυση της παραλαβής της.
Την ημέρα του γάμου ενός αγαπημένου φίλου, ο γαμπρός έβαλε κάποιον να δώσει ένα γράμμα στη νύφη, την ώρα που εκείνη περίμενε να ξεκινήσει η γαμήλια τελετή. Το είχε γράψει αμέσως μετά το πρώτο τους ραντεβού, λίγα χρόνια πριν. Αφού εξέφραζε την ανησυχία του για τις σκέψεις της γι’ αυτόν, ο νέος πέρασε από το φόβο στην εμπιστοσύνη και την ελπίδα που θα ανταμείβονταν την ημέρα που η κοπέλα ως μέλλουσα γυναίκα του θα διάβαζε το γράμμα.
Εκείνη ήταν η ιδανική στιγμή για να το παραδώσει. Τα λόγια του άργησαν να φθάσουν στην παραλήπτρια, αλλά η αναμονή άξιζε – στην πραγματικότητα, το πέρασμα των χρόνων τους έδωσε μία επιπλέον αξία και ομορφιά.
Μεγάλη ζημιά γίνεται από τη λανθασμένη αντίληψη της ποίησης ως κάτι ελιτίστικο, απρόσιτο, ακαδημαϊκό , κατάλληλο μόνο για μυημένους. Η ποίηση είναι για όλους, για τον λεγόμενο «κοινό άνθρωπο», όχι μόνο για τον μελετητή. Η ποίηση είναι ένας μεγεθυντικός φακός μέσω του οποίου βλέπουμε το γρασίδι κάτω από τα πόδια μας και ένα τηλεσκόπιο μέσω του οποίου βλέπουμε τα αστέρια πάνω από το κεφάλι μας. Η ποίηση οξύνει την όρασή μας για να μπορέσουμε να διεισδύσουμε στο θαύμα του πραγματικού, στο οποίο συχνά εθελοτυφλούμε.
Όπως αναφέρει ο καθηγητής λογοτεχνίας Τζον Σήνιορ στο «John Senior and the Restoration of Realism» («Ο Τζον Σήνιορ και η αποκατάσταση του ρεαλισμού») του Φρ. Μπέθελ, «Ο ποιητής είναι ο άνθρωπος που λέει “Κοιτάξτε! Κοιτάξτε! Δεν το έχετε ξαναδεί αυτό”. Και αν τον ακολουθήσετε, θα δείτε πολύ περισσότερα από όσα θα είχατε δει από μόνοι σας. Με αυτόν τον τρόπο, διευρύνετε την ικανότητά σας να βιώνετε τον κόσμο, δηλαδή να ζείτε».
Αυτή είναι η κλήση του ποιητή: να βλέπει αυτό που υπάρχει πραγματικά, σε όλη την ομορφιά και το μυστήριο του, και να βοηθά και τους άλλους να βλέπουν, ώστε να ζουν πιο ολοκληρωμένα.
Γιατί, όμως, χρειαζόμαστε τη βοήθεια του ποιητή για να δούμε; Υπάρχουν πολλές απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα, αλλά μια από τις σημαντικότερες είναι η παλιά παροιμία που λέει: «Η εξοικείωση γεννά περιφρόνηση». Η τριβή με τα καθημερινά θαύματα — όσο εκπληκτικά κι αν είναι — τείνει να αφανίζει την αντίληψή μας για αυτά. Πέφτουμε σε μια ρουτίνα. Κοιτάζουμε, αλλά δεν βλέπουμε πια.
Ποιητικά Θαύματα
Ο ποιητής και κληρικός της Αναγέννησης Τζον Νταν [John Donne, 1572-1631] εξήγησε την ιδέα των απονεκρωμένων αισθήσεών μας σε σχέση με τα θαύματα του φυσικού κόσμου ως εξής: «Δεν υπάρχει τίποτα που να έχει καθιερώσει ο Θεός σε μια σταθερή πορεία της φύσης, και το οποίο επομένως γίνεται καθημερινά, που δεν θα φαινόταν σαν θαύμα, θαμπώνοντάς μας, αν γινόταν μόνο μια φορά», παρατήρησε σε ένα κήρυγμα του Πάσχα το 1627. Φανταστείτε να μην είχε βρέξει ποτέ, και μια μέρα ξαφνικά να άνοιγαν οι ουρανοί. Μεγάλα πλήθη θα συγκεντρώνονταν στους δρόμους, στρέφοντας τα αστραφτερά και κατάπληκτα πρόσωπά τους στον ουρανό με έκσταση. Πώς γίνεται να πέφτει νερό από ψηλά;!
Το ίδιο συμβαίνει και με τις ανθρώπινες σχέσεις. Σκεφτείτε το θαύμα της απόκτησης ενός παιδιού. Όταν κρατάτε για πρώτη φορά το νεογέννητο στην αγκαλιά σας, αισθάνεστε ένα εντελώς νέο σύνολο νεύρων να ζωντανεύουν μέσα σας, νέα κανάλια να ανοίγονται μέσα στην καρδιά σας. Βλέπετε το παιδί ως το θαύμα που είναι. Αλλά καθώς περνούν τα χρόνια και το παιδί μεγαλώνει, αυτή η αρχική εντύπωση εξασθενεί — μέχρι που έρχεται μια από εκείνες τις σπάνιες στιγμές που το βλέμμα του παιδιού σας συναντά το δικό σας, τα μαλλιά του φέγγουν στο απογευματινό φως του ήλιου, τα άκρα του λάμπουν χρυσά και, τότε, βλέπετε ξανά αυτό που είχατε δει παλιά. Γνωρίζετε και πάλι αυτό που είχατε γνωρίσει πριν. Το θαύμα δεν έχει εξαφανιστεί — στην πραγματικότητα, έχει μεγαλώσει. Απλά το είχατε ξεχάσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Ουιλιάμ-Αντόλφ Μπουγκερώ, «Το πρώτο χάδι», 1866. Λάδι σε καμβά. Lyndhurst, Νέα Υόρκη. (Public Domain)
Μελέτη ενός ποιήματος
Η ποίηση κάνει τέτοιες στιγμές πιο συχνές. Στο ποίημά του, «Εκείνες οι κυριακές του χειμώνα», ο ποιητής Ρόμπερτ Χέιντεν διαλύει την ομίχλη ημών και των δώρων των πατεράδων και της πατρότητας:
Ακόμα και τις Κυριακές θα σηκωνόταν ο πατέρας μου νωρίς
Και θα ντυνότανε μέσα στο μαύρο κρύο,
Κι ύστερα, με χέρια ταλαιπωρημένα,
Που πόναγαν από τον μόχθο τον καθημερινό,
Άναβε μια λαμπερή φωτιά. Ποτέ δεν άκουσε ένα ευχαριστώ.
Ξυπνούσα κι άκουγα να σκάει το κρύο, να σπάει.
Όταν τα δωμάτια ήτανε πια ζεστά, θα φώναζε,
Κι εγώ αργά θα σηκωνόμουν να ντυθώ,
Φοβούμενος τους χρόνιους θυμούς εκείνου του σπιτιού,
Αδιάφορα μιλώντας σε εκείνον,
Που ’χε το κρύο αποδιώξει
Και τα καλά παπούτσια μου είχε γυαλίσει επίσης.
Τι ήξερα, τι ήξερα εγώ,
Για της αγάπης τους απλούς, μοναχικούς της τρόπους; [1]
Δεν μπορούμε να διαβάσουμε αυτό το ποίημα χωρίς να σκεφτούμε τον πατέρα μας και όλα όσα έχει κάνει για εμάς. Ίσως παρακινηθούμε να σκεφτούμε και την αχαριστία μας. Ακόμα, μικρά συνηθισμένα πράγματα όπως τα ταλαιπωρημένα χέρια, η φωτιά και τα παλιά παπούτσια αποκτούν βαθύτερη σημασία μετά την ανάγνωση του ποιήματος.
Ζαν-Λεόν Ζερόμ, «Η φωτιά ζεσταίνει τα τρεμάμενα μέλη της νεαρής αγάπης». Από τα τέσσερα έργα για την «Ιστορία του Ανακρέοντα», περ. 1899. Λάδι σε καμβά. Ιδιωτική συλλογή. (Public Domain)
Μπορούμε να συγκρίνουμε ένα ποίημα με μια κάμερα ή με έναν καθρέφτη τοποθετημένο σε ένα ασυνήθιστο μέρος. Παρέχει μια νέα οπτική γωνία του ίδιου, οικείου αντικείμενο, έτσι ώστε εκείνο να ξαναγίνει νέο και παράξενο.
«Η ποίηση σηκώνει το πέπλο από την κρυμμένη ομορφιά του κόσμου και κάνει τα οικεία αντικείμενα να είναι σαν να μην ήταν οικεία», γράφει ο ρομαντικός ποιητής Πέρσυ Σέλλεϋ [Percy Shelley, 1792-1822] στο « A Defense of Poetry». Μετατοπίζοντας τη γωνία του θέματος, ο ποιητής αποκαλύπτει την ουσία του. Μετά από την επαφή με ένα σπουδαίο έργο τέχνης δεν είναι ότι τα πράγματα του κόσμου έχουν αλλάξει – έχει αλλάξει, όμως, το βάθος της κατανόησής μας γι’ αυτά.
Ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί τη δύναμη της όρασής του για να μας δείξει αυτό που έχουμε δει χιλιάδες φορές στο παρελθόν σαν να ήταν για πρώτη φορά — με όλη τη συγκίνηση και την κατάπληξη που συνοδεύει την πρώτη ματιά. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε την ποίηση. Ο άνθρωπος που δεν ανανεώνεται ποτέ από την τέχνη κινδυνεύει να χάσει πολλά, ίσως μάλιστα τα χάσει όλα. Τι είναι η ζωή αν δεν βλέπουμε πραγματικά, αν μας τυφλώνει η δουλειά και η ρουτίνα;
Όπως έγραψε ο βικτωριανός ποιητής Τζέραρντ Μάνλεϋ Χόπκινς [Gerard Manley Hopkins, 1844-1889] : «Γενιές έχουν βαδίσει, έχουν βαδίσει, έχουν βαδίσει/ Κι όλα έχουν καψαλιστεί απ’ το εμπόριο. Έχουν θολώσει, λερωθεί από τον μόχθο/ Και φορά τη μουντζούρα του ανθρώπου και μοιράζεται τη μυρωδιά του ανθρώπου: το χώμα/ Είναι γυμνό τώρα, ούτε το πόδι αισθάνεται, είναι πεταλωμένο» [2]. Η ρουτίνα κάνει μερικές φορές την ανθρωπότητα να αγνοεί τη λάμψη της καθημερινότητας.
Αλλά ο Χόπκινς συνεχίζει: «Και για όλα αυτά, η φύση δεν ξοδεύεται ποτέ/ Μέσα στα πράγματα βαθιά ζει η πιο αγαπημένη φρεσκάδα / Κι αν και τα τελευταία φώτα στη μαύρη Δύση σβήσαν/ Ω, το πρωινό, στο καφέ χείλος της ανατολής, φυτρώνει…»
Υπάρχουμε εμείς, υπάρχει και ο κόσμος. Ο κόσμος είναι φωτεινός. Είναι τα μάτια μας που, κατά καιρούς, είναι σκοτεινά, κουρασμένα, μισόκλειστα από τη νύστα. Μέχρι που κάποιος — ένας ποιητής — μάς ξυπνά.
Σαρλ Μενιέ, «Καλλιόπη, Μούσα της επικής ποίησης», 1798. Λάδι σε καμβά. The Cleveland Museum of Art, Severance και Greta Millikin Purchase Fund. (Public Domain)
Η αχαριστία μπορεί να είναι επικίνδυνη για την υγεία μας. Μπορεί ακόμη και να μας σκοτώσει. Αυτή είναι μια αλήθεια που εκφράζεται στο εξαιρετικό διήγημα του Χέρμαν Μέλβιλ «Μπάρτλμπυ, ο γραφέας».
Όπως και πολλά άλλα έργα του Μέλβιλ, ο «Μπάρτλμπυ» είναι μια ιστορία στην οποία οι αποκαλύψεις εξαρτώνται τόσο από την απουσία όσο και από την παρουσία πραγμάτων. Από την αρχή μέχρι το τέλος, ο «Μπάρτλμπυ» δείχνει τον τρόπο με τον οποίο μια κουλτούρα και μια κοινωνία μπορούν να καταστρέψουν την ικανότητα του ατόμου να αισθάνεται ευγνωμοσύνη και τον τρόπο με τον οποίο ένα άτομο μπορεί να συντρίψει αυτή την ικανότητα στον εαυτό του.
Η ιστορία ξετυλίγεται από την οπτική γωνία ενός ηλικιωμένου δικηγόρου που ζει στα μέσα του 18ου αιώνα στη Νέα Υόρκη. Μέχρι να προσλάβει τον Μπάρτλμπυ, έχει αναζητήσει και ζήσει μια άνετη ζωή. Καθώς ο φόρτος εργασίας στο γραφείο του αυξάνεται, αποφασίζει να προσλάβει άλλον έναν γραφέα. (Ο γραφέας είναι κάποιος που αντιγράφει με το χέρι για τα προς το ζην.) Αυτή η δουλειά ήταν συνηθισμένη την εποχή πριν από τις φωτοτυπικές μηχανές. Τις πρώτες μέρες στην καινούρια του δουλειά ο Μπάρτλμπυ είναι ένας θαυμάσιος υπάλληλος, αντιγράφοντας κείμενα με θαυμαστό ρυθμό. Σταδιακά όμως γίνεται ενοχλητικός, εμμονή και σύμβολο για τον δικηγόρο.
Η εξέλιξή του αυτή συμπυκνώνεται και εκφράζεται με τα χαρακτηριστικά λόγια: «Προτιμώ να μην [το κάνω]».
Με αυτές τις λέξεις, ο Μπάρτλμπυ αρνείται αρχικά να εκτελέσει επαγγελματικά και γραμματειακά καθήκοντα που συνδέονται γενικά με τη δουλειά του. Στη συνέχεια, αρχίζει να ζει μέσα στο γραφείο. Σύντομα αρνείται να κάνει οποιαδήποτε εργασία. Ο δικηγόρος σκύβει το κεφάλι, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να αποσπάσει κάποια συναίνεση, κάποια δουλειά από τον Μπάρτλμπυ. Τον απολύει, αλλά είναι πολύ καλόκαρδος για να τον διώξει όταν ο Μπάρτλμπυ δεν κάνει καμία κίνηση να φύγει. Τελικά, μεταφέρει το γραφείο του σε άλλο γραφείο, αλλά είναι πολύ αργά για να ξεφύγει από τον Μπάρτλμπυ. Ο δικηγόρος συνεχίζει να προσπαθεί να βοηθήσει τον πρώην υπάλληλό του, ακόμη και όταν ο Μπάρτλμπυ εκδιώκεται από τον νέο ενοικιαστή, καταλήγει στη φυλακή ως αλήτης και, τελικά, πεθαίνει επειδή αρνείται να φάει.
Παρά τις προσπάθειες του δικηγόρου, ο Μπάρτλμπι «προτιμά να μην» ζήσει. Εικονογράφηση ενός αλυσοδεμένου άνδρα που αρνείται να συνομιλήσει με μια γυναίκα, 1770-80, από τον Ουίλιαμ Χάμιλτον. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. (Public Domain)
Ο χαρακτήρας του αφηγητή, ωστόσο, είναι θετικός, καθώς εγκαταλείπει την αυτοϊκανοποίηση και την άνεσή του για να να βοηθήσει τον Μπάρτλμπυ. Με κόστος τον χρόνο και την ενέργειά του, προσπαθεί να βοηθήσει τον Μπάρτλμπυ να αποδεχτεί τα καθήκοντά του. Του προσφέρει επίσης συντροφιά. Μη έχοντας άλλη επιλογή από το να τον απολύσει τελικά, ο αφηγητής τού προσφέρει μια γενναιόδωρη αποζημίωση και στη συνέχεια τον φιλοξενεί στο ίδιο του το σπίτι. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του Μπάρτλμπυ, ο δικηγόρος πληρώνει για να τον ταΐζει με το καλύτερο δυνατό φαγητό. Όλες αυτές οι προσπάθειες είναι άκαρπες. Τελικά, ο Μπάρτλμπυ «προτιμά να μην» ζήσει.
Η ιστορία του Μπάρτλμπυ απηχεί μια γνωστή ιστορία της Βίβλου, την οποία ο Μέλβιλ είχε διαβάσει επανειλημμένα και προσεκτικά. Πρόκειται για την παραβολή της Μυστικής Κρίσης, στο κεφάλαιο 25 του Ευαγγελίου του Ματθαίου. Σε αυτή την παραβολή, ο Χριστός παραχωρεί στους ανθρώπους την είσοδο στον παράδεισο με βάση τη βασική φιλανθρωπία: δίνει τροφή στους πεινασμένους, ποτό στους διψασμένους, φιλοξενία στους ξένους, ρούχα στους γυμνούς, παρηγοριά στους αρρώστους και τους φυλακισμένους. Ο Χριστός δηλώνει ότι θα θεωρήσει αυτή τη στοιχειώδη φιλανθρωπία ως φιλανθρωπία προς τον εαυτό του: «εφ’ όσον το κάνατε σε έναν από αυτούς τους ελάχιστους αδελφούς μου, το κάνατε σε μένα» (Ματθαίος 25:40).
Ο αφηγητής επιχειρεί κυριολεκτικά κάθε μία από αυτές τις πράξεις. Σκεπτόμενος μόνο τον Μπάρτλμπυ, προσπαθεί να εκτελέσει τις βασικές δίκαιες πράξεις. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τις καλές του προθέσεις, αποτυγχάνει να τις πραγματοποιήσει, επειδή ο Μπάρτλεμπι απορρίπτει κάθε προσπάθεια. Αν το κριτήριο για την είσοδο στον ουρανό είναι η καλοσύνη, ο Μπάρτλμπυ, όσο εξαρτάται από τον ίδιο, απογοητεύει τον συνάνθρωπό του στην προσπάθειά του να φτάσει στον ουρανό. Επιπλέον, εφόσον η ευγνωμοσύνη είναι η κατάλληλη απάντηση στην προσφερόμενη καλοσύνη, το «προτιμώ να μην [το κάνω]» του Μπάρτλμπυ δεν είναι μόνο απόρριψη της καλοσύνης, αλλά και άμεση άρνηση της ευγνωμοσύνης.
Ο Μπάρτλμπυ απορρίπτει τη συντροφικότητα, τον οίκτο και τη συμπάθεια. «Προτιμά να μην» αναγνωρίζει ότι η ζωή είναι καλή, ενώ κοιτάζει μέσα από ένα παράθυρο που ανοίγει σε έναν νεκρό τοίχο. Αρνείται να αναγνωρίσει ότι η ελευθερία είναι καλή, επιλέγοντας να οδηγηθεί στη φυλακή. Τέλος, δεν θα αναγνωρίσει καν ότι η ζωή είναι καλή, αδιαφορώντας για την τροφή που είναι διαθέσιμη για να τον συντηρήσει.
Οι πράξεις του είναι ακριβώς το αντίθετο της ευγνωμοσύνης. Ο Ρόμπερτ Έμμονς, καθηγητής κλινικής ψυχολογίας, γνωστός ως ειδικός στην επιστημονική μελέτη της ευγνωμοσύνης, την ορίζει ως εξής: «Η αναγνώριση ότι η ζωή δεν μου χρωστάει τίποτα και ότι όλα τα καλά που έχω είναι δώρο». Για τον Μπάρτλμπυ, η ζωή δεν μπορεί να δώσει αρκετά και τίποτα δεν είναι αρκετά καλό ώστε να γίνει δεκτό ως δώρο.
Βικτόρ Ζαν Νικόλ, «Άνθρωπος στη φυλακή», 1781. Υδατοχρώματα. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. (Public Domain)
Ορισμένοι μελετητές προτείνουν ότι ο Μπάρτλεμπι πάσχει από κατάθλιψη και το κείμενο υποστηρίζει αυτή την ιδέα: η μονοσήμαντη ικανότητά του σε ένα καθορισμένο σύνολο δεξιοτήτων, η έλλειψη απόλαυσης της ζωής και η τελική απόσυρσή του από τη ζωή. Ωστόσο, η κατάθλιψη, όπως μαρτυρούν πολλοί άνθρωποι που έχουν παλέψει μαζί της και μάλιστα την έχουν ξεπεράσει, δεν αφαιρεί κάθε ευθύνη. Ένα άτομο με κατάθλιψη δεν χρειάζεται να απορρίπτει κάθε φορά τα ανοίγματα βοήθειας και φιλίας. Ακόμη και οι μελετητές που αντιλαμβάνονται τον Μπάρτλμπυ ως καταθλιπτικό, αναγνωρίζουν ταυτόχρονα την παράξενη, ισχυρή θέλησή του. Σε ένα σημαίνον άρθρο τους, οι καθηγητές Αγγλικών Ντάνιελ Στέμπελ και Μπρους Στίλιανς επεσήμαναν τη θέληση του Μπάρτλμπυ, μια θέληση που είναι προσηλωμένη στην «άρνηση των αξιών . . . [ακόμη και] της αξίας της ίδιας της ύπαρξης». Και τι είναι η άρνηση κάθε αξίας, παρά το να λέμε ότι «τίποτα δεν είναι αρκετά καλό»;
Ενώ ο Μπάρτλμπυ είναι τελικά υπεύθυνος για τη μοίρα του, ο αφηγητής υπαινίσσεται τους παράγοντες που τον οδήγησαν να απορρίψει την καλοσύνη. Στην αρχή της ιστορίας, ο αφηγητής, με τη δική του περιγραφή, αποκαλύπτει πόσο ικανοποιητική είναι η ζωή του ή, τουλάχιστον, πόσο ικανοποιητική ήταν η ζωή του, μέχρι που γνώρισε τον Μπάρτλμπυ. Επέλεξε να ακολουθήσει τη δικηγορική καριέρα για να αποκτήσει περισσότερα χρήματα με μικρότερο ρίσκο. Έκανε μια «άνετη δουλειά ανάμεσα σε ομόλογα και υποθήκες και τίτλους ιδιοκτησίας πλούσιων ανθρώπων». Η έλλειψη ανθρώπινων δεσμών, όπως η σύζυγος, τα παιδιά, οι συγγενείς ή οι στενοί φίλοι, υποδηλώνει ότι ασπάζεται μια πολύ στενόμυαλη αυτάρκεια. Αυτή η υπόνοια σχεδόν αποδεικνύεται όταν αναφέρει ότι είναι «ένας άνθρωπος που, από τη νεότητά του και ύστερα, έχει γεμίσει με τη βαθιά πεποίθηση ότι ο ευκολότερος τρόπος ζωής είναι και ο καλύτερος». Σε αντίθεση με τον Μπάρτλμπυ, δεν απορρίπτει τη ζωή, αλλά όπως ο Μπάρτλμπυ, κρατά μακριά από τον εαυτό του κάθε δυνατότητα να είναι ευγνώμων.
Ο Μέλβιλ αφήνει να εννοηθεί ότι δεν είναι μόνο ο αφηγητής που επιδιώκει μια ζωή επικεντρωμένη στον εαυτό του και στερημένης ευγνωμοσύνης. Μια ένδειξη βρίσκεται στον υπότιτλο της ιστορίας: «Μια ιστορία της Γουώλ Στρητ». Οι επιχειρήσεις, παρ’ όλη την αναγκαιότητα και τη σημασία τους, εύκολα αποκτούν υπερβολική σημασία στη ζωή ενός ανθρώπου, εις βάρος των ανώτερων αξιών.
Αύγουστος Κόλνερ, απεικόνιση της Γουώλ Στρητ, Νέα Υόρκη, 1847. Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης. (Public Domain)
Η κοσμοθεωρία του αφηγητή είναι εν μέρει αποτέλεσμα του περιβάλλοντός του. Το μόνο σημείο υπερηφάνειας που έχει σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους είναι ότι τον θεωρούν ‘ασφαλή’. Ως σύμβολο ενός αποστειρωμένου είδους ασφάλειας και μιας απομόνωσης από τις ουσιαστικές σχέσεις, ο ίδιος και οι υπάλληλοί του εργάζονται σε ένα γραφείο όπου τα παράθυρα βλέπουν μόνο τοίχους. Η σταδιακή απόρριψη κάθε ανθρώπινης επαφής από τον Μπάρτλμπυ λαμβάνει χώρα ενώ εργάζεται σε έναν θάλαμο με θέα έναν τέτοιο ‘νεκρό’ τοίχο.
Αυτά τα παράθυρα και οι τοίχοι θέτουν ένα ουσιαστικό ζήτημα. Τα παράθυρα μας επιτρέπουν να βλέπουμε τη θέα πέρα από το επίπεδο του γυαλιού, όπως ακριβώς τα υλικά αγαθά μάς επιτρέπουν να βλέπουμε πέρα από αυτά τους ανθρώπους που μας τα παρέχουν. Ο Μπάρτλμπυ απελπίζεται επειδή αυτό το βαθύτερο νόημα είναι αποκλεισμένο στο εργασιακό του περιβάλλον. Αλλά οι εφησυχασμένοι άνθρωποι δεν είναι καλύτεροι. Απολαμβάνουν τα δώρα της ζωής χωρίς να κοιτάζουν πέρα από αυτά εκείνους στους οποίους θα έπρεπε να είναι ευγνώμονες.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι οι επιχειρήσεις είναι κάτι κακό ή ότι ένα σύστημα αφαιρεί την τελική ευθύνη του ατόμου. Ωστόσο, όταν το περιβάλλον κάποιου δίνει υπερβολική έμφαση στην υλική ασφάλεια και την άνεση, αυτά μπορούν να αποσπάσουν την προσοχή του ατόμου από την αναγνώριση των αναγκών των άλλων και από τη δική του ανάγκη για πράγματα σημαντικότερα από την ασφάλεια και την άνεση.
Μια από τις σπουδαίες ιδιότητες της γραφής του Μέλβιλ είναι ότι οι χαρακτήρες του δεν είναι ποτέ απλές καρικατούρες: Οι αναγνώστες μαθαίνουν τόσο από τους διεστραμμένους χαρακτήρες όσο και από τους ευγενείς, και οι ευγενείς αποκαλύπτουν πάντα ελαττώματα που είναι εξίσου διδακτικά με τις αρετές τους. Ο Μπάρτλμπυ, ένας κακός στο βαθμό που αρνείται να είναι ευγνώμων, είναι επίσης μια πρόκληση για όσους είναι πολύ αυτάρεσκοι για να είναι ευγνώμονες.
Σκεπτόμενος μόνο τον Μπάρτλμπυ, ο δικηγόρος προσπαθεί να κάνει τις στοιχειώδεις καλές πράξεις και γίνεται καλύτερος άνθρωπος. Καρλ Γιόχαν Πέυφους, σχέδιο θολωτής κόγχης για το Παλάτι της Δικαιοσύνης στη Βιέννη, 1899. (Public Domain)
Στην προσπάθειά του να σώσει τον Μπάρτλμπυ, ο αφηγητής όχι μόνο γίνεται καλύτερος άνθρωπος, αλλά και σοφότερος, επειδή τελικά συνειδητοποιεί ότι το ελάττωμα του Μπάρτλμπυ είναι ένα ελαττώματα του οποίου όλοι οι άνθρωποι είναι θύματα: η αχαριστία. Οι τέσσερεις τελευταίες του λέξεις, οι λέξεις που τελειώνουν την ιστορία, είναι «Αχ, Μπάρτλμπυ! Αχ, ανθρωπότητα!». Όπως ο Μπάρτλμπυ, όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκες που δεν μπορούν να καλύψουν μόνοι τους. Όπως ο Μπάρτλμπυ, όλοι οι άνθρωποι μπαίνουν στον πειρασμό να είναι αχάριστοι, απορρίπτοντας έτσι την καλοσύνη.
Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν φτάνουν στο σημειο να αρνηθούν τη ζωή όπως ο Μπάρτλμπυ, αλλά πολλοί αποδέχονται την παραδοχή του: Τα καλά πράγματα δεν είναι αρκετά καλά για να προκαλέσουν ευγνωμοσύνη. Το ακραίο παράδειγμα του Μπάρτλμπυ μάς προτρέπει να αναγνωρίζουμε πλήρως τα καλά πράγματα ως καλά και στη συνέχεια να νιώθουμε ευγνώμονες για αυτά.
* * * * *
BARTLEBY, THE SCRIVENER / A HISTORY OF WALL STREET
Μπάρτλμπυ, ο γραφέας / Μία ιστορία της Ουώλλ Στέητ