Παρασκευή, 28 Νοέ, 2025

Άντεξαν στις πιέσεις τα ελληνικά ομόλογα

Aνθεκτικά αποδείχθηκαν τα ελληνικά ομόλογα στις μεγάλες πιέσεις που παρατηρήθηκαν σήμερα στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές αγορές. Οι αποδόσεις των ομολόγων σε όλες σχεδόν τις αγορές κινήθηκαν ανοδικά υπό το βάρος μαζικών ρευστοποιήσεων. Είναι ενδεικτικό ότι ο δείκτης του Bloomberg για τις αποδόσεις των παγκόσμιων ομολόγων υποχώρησε κατά 0,4% χθες Τρίτη, η μεγαλύτερη ημερήσια απώλεια από τις 6 Ιουνίου. H απόδοση των γαλλικών δεκαετών ομολόγων έφθασε σήμερα τo 3,57% και των ιταλικών στο 3,66%. Mεγαλύτερη άνοδο σημειώνουν οι αποδόσεις των τριακονταετών τίτλων, με αυτή του γαλλικού να διαμορφώνεται στο 4,47% και του ιταλικού στο 4,64%. Αντιθέτως η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου διατηρείται στο επίπεδο του 3,48%, σημειώνοντας μικρή άνοδο από τα χαμηλά του Αυγούστου (3,38%).

Η αρνητική εικόνα που εμφανίζουν οι ομολογιακές αγορές αποδίδεται στην ανησυχία των επενδυτών για την εξέλιξη του πληθωρισμού, κυρίως εξαιτίας της εμπορικής πολιτικής που ακολουθούν οι ΗΠΑ, ενώ ταυτόχρονα πιέσεις στις τιμές των ομολόγων προκαλούν οι αυξημένες εκδόσεις ομολόγων καθώς και οι εντεινόμενοι δημοσιονομικοί κίνδυνοι. Υπενθυμίζεται ότι ο υπουργός Οικονομικών Ερίκ Λομπάρντ προειδοποίησε ότι μπορεί κάποια μέρα η Γαλλία να χρειαστεί τη στήριξη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Στην εγχώρια δευτερογενή αγορά ομολόγων στο Ηλεκτρονικό Σύστημα Συναλλαγών της Τράπεζας της Ελλάδος (ΗΔΑΤ) καταγράφηκαν σήμερα συναλλαγές 103 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων μόνον τα 20 εκατ. ευρώ αφορούσαν σε εντολές αγοράς. Η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου αναφοράς διαμορφώθηκε στο 3,48% έναντι 2,74% του αντίστοιχου γερμανικού τίτλου με αποτέλεσμα το περιθώριο να διαμορφωθεί στο 0,74%.

Ο χρυσός σε ιστορικό υψηλό εν αναμονή μείωσης επιτοκίων

Οι τιμές του χρυσού σημείωσαν νέο ιστορικό υψηλό στις 2 Σεπτεμβρίου, ενισχυόμενες από προσδοκίες μείωσης επιτοκίων και αυξανόμενη αβεβαιότητα σχετικά με τους δασμούς.

Η τρέχουσα τιμή αγοράς του χρυσού έφτασε περίπου τα 3.508 δολάρια ανά ουγγιά στις πρώτες ώρες της διαπραγμάτευσης στις 2 Σεπτεμβρίου, ξεπερνώντας το προηγούμενο υψηλό των ~3.500 δολαρίων που είχε καταγραφεί στις 22 Απριλίου. Την ίδια μέρα, στις 6:45 π.μ. EDT, η τιμή διαμορφωνόταν στα 3.484 δολάρια, αυξημένη κατά 0,22% σε σχέση με την προηγούμενη ημέρα.

Όσον αφορά το ασήμι, η τρέχουσα τιμή αγοράς ξεπέρασε για πρώτη φορά μετά από 14 χρόνια τα 40 δολάρια ανά ουγγιά την 1η Σεπτεμβρίου, φτάνοντας στα 41,24 δολάρια, το υψηλότερο επίπεδο από τον Σεπτέμβριο του 2011. Στις 2 Σεπτεμβρίου, η τρέχουσα τιμή αγοράς διαπραγματευόταν περίπου στα 40,50 δολάρια, καταγράφοντας πτώση 0,5% για τη μέρα.

Σε ανακοίνωσή της, στις 2 Σεπτεμβρίου, η ING Bank σημείωσε ότι η άνοδος των δύο πολύτιμων μετάλλων υποστηρίζεται από τις αυξανόμενες προσδοκίες ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) είναι έτοιμη να επαναλάβει μειώσεις επιτοκίων, με τρεις εβδομάδες να απομένουν έως την επόμενη συνεδρίαση νομισματικής πολιτικής.

Η Fed διατήρησε φέτος τα επιτόκια αμετάβλητα στο εύρος 4,25% έως 4,5%. Κατά την ομιλία του, στις 22 Αυγούστου, στο Οικονομικό Συμπόσιο του Jackson Hole, ο πρόεδρος της Fed Τζερόμ Πάουελ είχε αφήσει να εννοηθεί πιθανή μείωση επιτοκίων, δηλώνοντας ότι με τα επιτόκια σε περιοριστική ζώνη η βασική πρόβλεψη και η μεταβαλλόμενη ισορροπία κινδύνων ενδέχεται να απαιτούν προσαρμογή της νομισματικής πολιτικής. Η επόμενη συνεδρίαση της Fed προγραμματίζεται για τις 16 & 17 Σεπτεμβρίου.

Η ING ανέφερε επίσης ότι οι επενδυτές αναμένουν με ενδιαφέρον την έκθεση για την απασχόληση στις ΗΠΑ, που θα δημοσιευθεί στις 5 Σεπτεμβρίου, προσθέτοντας ότι αναμένεται να επιβεβαιώσει τη συρρίκνωση της αγοράς εργασίας, ενισχύοντας το επιχείρημα υπέρ μειώσεων επιτοκίων.

Η αβεβαιότητα σχετικά με τις δασμολογικές πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ ενισχύθηκε τις τελευταίες ημέρες, μετά την απόφαση του Εφετείου των ΗΠΑ για το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο στις 29 Αυγούστου, που χαρακτήρισε παράνομους τους αμοιβαίους δασμούς που είχαν ανακοινωθεί τον Απρίλιο. Σύμφωνα με την ING, αυτή η αβεβαιότητα έχει αυξήσει τη ζήτηση για χρυσό και στηρίζει τις τιμές.

Στις 31 Αυγούστου, ο σύμβουλος εμπορίου του Λευκού Οίκου, Πίτερ Ναβάρο, προειδοποίησε ότι η απόφαση του δικαστηρίου θα έχει αρνητικές οικονομικές συνέπειες, προσθέτοντας ότι είναι «πολύ αισιόδοξος» πως το Ανώτατο Δικαστήριο θα ανατρέψει την απόφαση του εφετείου.

Παράλληλα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε με επιστολή της 25ης Αυγούστου την απόλυση της Λίζα Κουκ, μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου της Fed, γεγονός που προκάλεσε ανησυχίες για την ανεξαρτησία της τράπεζας. Ο Τραμπ επικαλέστηκε ενδεχόμενη ποινική συμπεριφορά που σχετίζεται με φερόμενες ψευδείς δηλώσεις σε υποθήκες ως λόγο απόλυσης. Η Κουκ αρνείται να παραιτηθεί και έχει προσφύγει εναντίον του Τραμπ στη Ουάσιγκτον, υποστηρίζοντας ότι της αρνήθηκε τη διαδικασία δικαστικής προστασίας κατά την προσπάθεια απόλυσής της.

Η ING Bank τόνισε ότι οι εντάσεις γύρω από τους δασμούς, οι αμφιβολίες για την ανεξαρτησία της Fed και η αδυναμία του δολαρίου ενισχύουν τη δυναμική υπέρ των πολύτιμων μετάλλων.

Ζήτηση χρυσού και προβλέψεις τιμών

Παρά τις υψηλές τιμές που έχουν περιορίσει τη ζήτηση σε επίπεδο καταναλωτή στις ΗΠΑ, η επενδυτική ζήτηση παραμένει ισχυρή μέσω των ETFs χρυσού, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Χρυσού. Στο Β’ τρίμηνο του 2025, η κατανάλωση χρυσού για κοσμήματα συνέχισε την τριετή πτωτική τάση, μειούμενη κατά 7% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, στα 30 μετρικούς τόνους.

Η ζήτηση για χρυσές ράβδους και νομίσματα έπεσε στους 9 μετρικούς τόνους, χαμηλότερο επίπεδο από το Δ’ τρίμηνο του 2019 και με πτώση 53% σε ετήσια βάση. Στα Α’ και Β’ τρίμηνα, η ζήτηση μέσω ETFs αντιπροσώπευε το 70% (133 μετρικοί τόνοι) και το 56% (70 μετρικοί τόνοι), αντίστοιχα, της συνολικής επενδυτικής ζήτησης στις ΗΠΑ.

Όσον αφορά τις προβλέψεις για τις τιμές του χρυσού, έκθεση της JP Morgan στις 10 Ιουνίου προβλέπει μέση τιμή 3.675 δολάρια ανά ουγγιά στο Δ΄ τρίμηνο του 2025 και 4.160 δολάρια ανά ουγγιά στο Γ΄ τρίμηνο του 2026.

Σε ανάρτηση της 25ης Αυγούστου στην Bank of America Private Bank, ο στρατηγικός αναλυτής Τζο Κουίνλαν σημείωσε ότι πολλοί ειδικοί της Wall Street αναμένουν ότι οι τιμές του χρυσού θα ξεπεράσουν τα 4.000 δολάρια, προσθέτοντας ότι η αύξηση των αποθεμάτων χρυσού από κεντρικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, μπορεί να οδηγήσει τους επενδυτές να εξετάσουν το ενδεχόμενο ένταξης του χρυσού στο επενδυτικό τους χαρτοφυλάκιο.

Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη ανεβαίνει στο 2,1% – Οι αγορές περιμένουν σταθερά επιτόκια από ΕΚΤ

Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη παρουσίασε μικρή αύξηση τον Αύγουστο, διατηρούμενος κοντά στον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ενισχύοντας τις προσδοκίες ότι οι υπεύθυνοι πολιτικής θα κρατήσουν αμετάβλητα τα επιτόκια στη συνεδρίαση της επόμενης εβδομάδας.

Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat που δόθηκαν στη δημοσιότητα στις 2 Σεπτεμβρίου, οι τιμές καταναλωτή στις 20 χώρες της νομισματικής ένωσης αυξήθηκαν κατά 2,1% σε ετήσια βάση, από 2,0% τον Ιούλιο, ενώ μηνιαίως καταγράφηκε άνοδος 0,2% μετά τη στασιμότητα του Ιουλίου.

Η μικρή αυτή αύξηση αποδίδεται κυρίως στην άνοδο των τιμών των ανεπεξέργαστων τροφίμων, που εκτοξεύτηκαν κατά 5,5% σε ετήσια βάση, καθώς και στις υπηρεσίες, που παρέμειναν υψηλές με αύξηση 3,1%.

Ο δομικός πληθωρισμός, που εξαιρεί τα ευμετάβλητα τρόφιμα και την ενέργεια, παρέμεινε αμετάβλητος στο 2,3%, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι υποκείμενες πληθωριστικές πιέσεις παραμένουν σταθερές και ενισχύει την άποψη για στάση αναμονής από την ΕΚΤ.

Αναλυτές της ING τόνισαν ότι «το περιβάλλον πληθωρισμού στην Ευρωζώνη παραμένει ήρεμο προς το παρόν. Ο πληθωρισμός βρίσκεται κοντά στον στόχο και ο δομικός πληθωρισμός, αν και ελαφρώς πάνω από τον στόχο, παραμένει σταθερός». Σύμφωνα με αυτούς, με τα επιτόκια σε ουδέτερα επίπεδα, είναι λογικό η ΕΚΤ να μην προχωρήσει σε αλλαγές.

Η άνοδος του πληθωρισμού στις υπηρεσίες παραμένει κρίσιμη για τους υπεύθυνους πολιτικής, δεδομένης της σύνδεσής της με τους μισθούς. Παρά τη μείωση της ανεργίας στο 6,2% τους τελευταίους μήνες, η αύξηση των μισθών μέσω διαπραγματεύσεων δείχνει τάσεις εξασθένησης, με προβλέψεις για περαιτέρω χαλάρωση προς 2,5% μέχρι τις αρχές του 2026.

Αναλυτές της ING εκτίμησαν ότι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ελαφρώς χαμηλότερο ρυθμό πληθωρισμού. Η οικονομία της ευρωζώνης έχει βελτιωθεί οριακά, χωρίς εντυπωσιακά αποτελέσματα, όπως επισημαίνουν.

Η ΕΚΤ διατηρεί το βασικό της επιτόκιο στο 2% από τον Ιούλιο και αναμένεται ευρέως να μην το αλλάξει στη συνεδρίαση της 11ης Σεπτεμβρίου. Παρά τη σταθερότητα της νομισματικής πολιτικής βραχυπρόθεσμα, συνεχίζεται η συζήτηση για πιθανή μείωση πριν από το τέλος του έτους, ειδικά αν οι δυνάμεις αποπληθωρισμού ενισχυθούν.

Ο οικονομολόγος της Oxford Economics, Ρικάρντο Φαμπιάνι, δήλωσε μέσω κοινωνικών δικτύων ότι οι δυνάμεις αποπληθωρισμού παραμένουν ορατές, καθιστώντας πιθανή μια μείωση των επιτοκίων τον Δεκέμβριο. Οι αναλυτές της ING πρόσθεσαν ότι, λόγω της αργής ανάπτυξης και των σημαντικών κινδύνων για την οικονομία της ευρωζώνης, η ΕΚΤ θα μπορούσε να πραγματοποιήσει ακόμη μια μείωση πριν από τη σταθεροποίηση, αν και αυτό θεωρείται δύσκολο.

Αντίθετα, η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, δήλωσε στο Reuters ότι οι κίνδυνοι πληθωρισμού είναι προς τα πάνω, επικαλούμενη υγιή οικονομική ανάπτυξη και αυξητικές πιέσεις στο κόστος εισροών λόγω των αμερικανικών δασμών, ενισχύοντας την άποψη ότι δεν θα υπάρξουν μειώσεις επιτοκίων.

Υποστηρικτικά για στάση αναμονής της ΕΚΤ εμφανίζεται η ανάκαμψη του μεταποιητικού τομέα. Ο δείκτης PMI μεταποίησης HCOB αυξήθηκε σε 50,7 τον Αύγουστο από 49,8 τον Ιούλιο, καταγράφοντας την πρώτη επέκταση από τα μέσα του 2022 και το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριών ετών. Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Hamburg Commercial Bank, Σάιρους ντε λα Ρούμπια, ανέφερε ότι η ανάκαμψη στον μεταποιητικό τομέα διευρύνεται, με τις νέες παραγγελίες να προσφέρουν προοπτικές για βιώσιμη ανάκαμψη, καθώς οι εγχώριες παραγγελίες αυξάνονται και αντισταθμίζουν τη μείωση της ζήτησης από το εξωτερικό.

Σι και Πούτιν επιβεβαιώνουν τη συνεργασία τους, με την Gazprom να ανακοινώνει νέο αγωγό φυσικού αερίου προς την Κίνα

Ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ και ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν επιβεβαίωσαν στις 2 Σεπτεμβρίου την ενίσχυση της συνεργασίας τους κατά τη διάρκεια διμερούς συνάντησης, την ώρα που η Gazprom ανακοίνωνε νέα συμφωνία για την κατασκευή μεγάλου αγωγού φυσικού αερίου που θα συνδέει τις δύο χώρες.

Σύμφωνα με ανακοίνωση του Κρεμλίνου, ο Πούτιν χαρακτήρισε τον Σι «καλό φίλο» και σημείωσε ότι οι σχέσεις Μόσχας-Πεκίνου έχουν φτάσει σε «πρωτοφανές επίπεδο». Από την πλευρά του, ο Σι υπογράμμισε ότι οι δεσμοί της Κίνας με τη Ρωσία αποτελούν διεθνές πρότυπο που έχει «αντέξει στις αλλαγές του κόσμου», όπως μετέδωσε το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών.

Ο Κινέζος ηγέτης φέρεται επίσης να δήλωσε ότι το Πεκίνο είναι πρόθυμο να διατηρήσει στενές υψηλού επιπέδου επαφές με τη Μόσχα, να στηρίξει την ανάπτυξη των δύο χωρών και να συντονίζει εγκαίρως τις θέσεις του σε ζητήματα «καίριων συμφερόντων». Κατά τη συνάντηση υπεγράφησαν περισσότερες από είκοσι διμερείς συμφωνίες που καλύπτουν τομείς όπως η ενέργεια, η αεροδιαστημική και η τεχνητή νοημοσύνη.

Ο επικεφαλής της Gazprom, Αλεξέι Μίλλερ, ανακοίνωσε ότι η εταιρεία κατέληξε σε συμφωνία με την China National Petroleum Corp. για την προμήθεια έξι επιπλέον δισ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου ετησίως, τα οποία θα μεταφέρονται μέσω του υφιστάμενου αγωγού Power of Siberia, χωρητικότητας 38 δισ. κυβικών μέτρων, σύμφωνα με το ρωσικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων TASS.

Παράλληλα, γνωστοποίησε την υπογραφή δεσμευτικού μνημονίου για την κατασκευή του Power of Siberia 2, με δυνατότητα μεταφοράς έως 50 δισ. κυβικών μέτρων αερίου ετησίως προς την Κίνα μέσω Μογγολίας. Όπως ανέφερε, οι τιμές για την Κίνα θα είναι χαμηλότερες σε σχέση με εκείνες για τους Ευρωπαίους πελάτες.

Το Πεκίνο, ωστόσο, δεν έχει ακόμη επιβεβαιώσει τη συμφωνία. Σε ερώτηση που τέθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου, εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών απέφυγε να σχολιάσει το έργο, λέγοντας ότι οι δύο χώρες «προχωρούν πάντα σε πραγματιστική συνεργασία σε όλους τους τομείς, περιλαμβανομένης της ενέργειας». Ο ίδιος ανακοίνωσε ότι από τις 15 Σεπτεμβρίου οι Ρώσοι πολίτες θα μπορούν να εισέρχονται στην Κίνα απλώς με το διαβατήριο τους, χωρίς να απαιτείται βίζα για διάστημα έως 30 ημερών, στο πλαίσιο μονοετούς πιλοτικού προγράμματος.

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν και ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους στο Πεκίνο. Κίνα, 2 Σεπτεμβρίου 2025. (Alexander Kazakov/Pool/AFP μέσω Getty Images)

 

Μετά τη συνάντηση, οι δύο ηγέτες είχαν κοινή εμφάνιση στο συγκρότημα Τζονγκνανχάι, την κατοικία του Σι. Η Μόσχα και το Πεκίνο επαναλαμβάνουν συχνά τη «χωρίς όρια» συνεργασία που είχαν ανακηρύξει τον Φεβρουάριο του 2022, λίγο πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Παράλληλα, Ηνωμένες Πολιτείες και ΝΑΤΟ κατηγορούν την Κίνα ότι παρέχει στη Ρωσία υλικά διπλής χρήσης, όπως εργαλεία και ημιαγωγούς, συμβάλλοντας στην ανασυγκρότηση της αμυντικής της βιομηχανίας.

Ενώ το κινεζικό καθεστώς έχει επιδιώξει να τοποθετηθεί ως ουδέτερος παράγοντας καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, έχει αναδειχθεί σε βασικό στήριγμα της ρωσικής οικονομίας εν καιρώ πολέμου, αγοράζοντας πετρέλαιο και άλλα αγαθά.

Πριν από τις διμερείς συνομιλίες, οι Σι και Πούτιν είχαν τριμερή συνάντηση με τον πρόεδρο της Μογγολίας Χουρελσούχ Ουχνάα. Ο Πούτιν ανέφερε ότι οι τρεις χώρες είναι «καλοί γείτονες» με πολλά κοινά, ενώ ο Σι κάλεσε σε βαθύτερη συνεργασία, με έμφαση στην ανάπτυξη διασυνοριακών υποδομών και ενεργειακών έργων, αλλά και στην επέκταση των συναλλαγών σε τοπικά νομίσματα με στόχο τη μείωση της εξάρτησης από το δολάριο.

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν συνομιλεί με τον Μογγόλο πρόεδρο Χουρελσούχ Ουχνάα πριν από τη συνάντηση με τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ στο Πεκίνο. Κίνα, 2 Σεπτεμβρίου 2025. (Sergey Bobylev/Pool/AFP μέσω Getty Images)

 

Ο Πούτιν βρίσκεται στην Κίνα για μια τετραήμερη επίσκεψη, την οποία ο σύμβουλος του Κρεμλίνου Γιούρι Ουσάκοφ χαρακτήρισε ως ασυνήθιστο γεγονός για τα εξωτερικά ταξίδια του Ρώσου προέδρου, σύμφωνα με το TASS.

Η πρώτη στάση του Πούτιν ήταν στην Τιαντζίν, όπου συμμετείχε στη σύνοδο του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (Shanghai Cooperation Organization – SCO). Στη φετινή σύνοδο συμμετείχαν περισσότεροι από είκοσι ηγέτες χωρών εκτός Δύσης, ανάμεσά τους ο Ιρανός πρόεδρος Μασούντ Πεζεσκιάν και ο Ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι, ο οποίος είχε κατ’ ιδίαν συναντήσεις με Σι και Πούτιν.

Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσσεντ χαρακτήρισε τη σύνοδο «κυρίως επιφανειακή», εκφράζοντας την άποψη ότι η Ινδία, ως η πολυπληθέστερη δημοκρατία του κόσμου, έχει αξίες πιο κοντινές με τις ΗΠΑ και την Κίνα παρά με τη Ρωσία.

Ο Πούτιν αναμένεται να παρακολουθήσει τη στρατιωτική παρέλαση στις 3 Σεπτεμβρίου για τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου το Πεκίνο θα παρουσιάσει τα πιο σύγχρονα οπλικά του συστήματα και ο Σι θα απευθύνει ομιλία από την Πύλη της Τιενανμέν.

Παρά την επίδειξη ενότητας από τον Πούτιν και τον Σι, αναλυτές έχουν δηλώσει ότι η συνεργασία τους φαίνεται να έχει όρια.

Αυτά τα όρια έγιναν εμφανή όταν η Κίνα διαβεβαίωσε τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη ότι δεν υποστηρίζει πλήρως τις πολεμικές ενέργειες της Ρωσίας εν μέσω των πιέσεων από τη Δύση, δήλωσε ο Κλάους Σουνγκ, αναλυτής στη γερμανική δεξαμενή σκέψης Mercator Institute for China Studies (MERICS), σε άρθρο που δημοσιεύθηκε τον Μάιο.

Όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ συνεργάζεται άμεσα με τον Πούτιν, η Κίνα τείνει να επιβεβαιώνει τη συνεργασία χωρίς όρια με τη Ρωσία, με στόχο να αποτρέψει τη Μόσχα από το να έρθει πιο κοντά στην κυβέρνηση Τραμπ, σύμφωνα με τον Σουνγκ, ο οποίος ειδικεύεται στην παγκόσμια στρατηγική της Κίνας.

Χρησιμοποίησε δε μία κινέζικη παροιμία για να περιγράψει τη συνεργασία των δύο χωρών: «Μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι, με παρόμοια αλλά διαφορετικά όνειρα».

«Η ‘χωρίς όρια’ συνεργασία τους έχει σαφώς όρια που καθορίζονται από τις μεταβαλλόμενες γεωπολιτικές πραγματικότητες που διαμορφώνονται από τις αντίστοιχες σχέσεις τους με τη Δύση, ανεξάρτητα από το αν είναι ενωμένες ή όχι», δήλωσε ο Σουνγκ.

Της Dorothy Li

Τραμπ: «Η Ινδία καταργεί τους δασμούς στις αμερικανικές εισαγωγές»

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε την 1η Σεπτεμβρίου ότι «η Ινδία προσφέρθηκε να μειώσει τους δασμούς στα αμερικανικά προϊόντα στο μηδέν», χαρακτηρίζοντας αυτή την απόφαση ως ένα πολυαναμενόμενο βήμα για τη διόρθωση, όπως είπε, δεκαετιών άνισης εμπορικής σχέσης.

Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social, ο Τραμπ τόνισε: «Η Ινδία επί χρόνια επωφελείται προωθώντας τεράστιες ποσότητες προϊόντων στην αμερικανική αγορά, ενώ οι αμερικανικές εταιρείες συναντούν εμπόδια για να εισέλθουν στην ινδική αγορά». Ο ίδιος απέδωσε εμπορική αδικία στους υψηλότερους δασμούς παγκοσμίως που επέβαλλε η Ινδία, χαρακτηρίζοντας το καθεστώς ως «εντελώς μονόπλευρη καταστροφή».

Παράλληλα, επέκρινε και την εξάρτηση της Ινδίας από τη ρωσική ενέργεια και τις εισαγωγές αμυντικού υλικού, σημειώνοντας: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συγκριτικά πουλήσει ελάχιστα στην Ινδία. Τώρα προσφέρθηκαν να μειώσουν τους δασμούς τους στο μηδέν, αλλά πλέον είναι αργά», προσθέτοντας ότι η αλλαγή θα έπρεπε να έχει εφαρμοστεί πριν από χρόνια.

Η Epoch Times έχει ζητήσει επίσημη τοποθέτηση από το υπουργείο Εξωτερικών της Ινδίας σχετικά με τα σχόλια Τραμπ και το περιεχόμενο της προσφοράς μηδενικών δασμών του Νέου Δελχί.

Εμπορικές συγκρούσεις

Οι πρόσφατες δηλώσεις Τραμπ έρχονται εν μέσω συνεχιζόμενων εντάσεων στις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-Ινδίας. Η Ουάσιγκτον είχε επιβάλλει για πρώτη φορά δασμό 26% στα ινδικά προϊόντα τον Απρίλιο, ασκώντας πίεση στο Νέο Δελχί να μειώσει τα εμπόδια στο εμπόριο.

Το ποσοστό αργότερα αναθεωρήθηκε σε 25%, με τον Τραμπ να απειλεί με επιβολή επιπρόσθετου δασμού 25% λόγω της συνέχισης των ινδικών αγορών ρωσικού πετρελαίου και εξοπλισμών, με αποτέλεσμα οι αμερικανικοί δασμοί στα ινδικά αγαθά να φτάσουν συνολικά το 50%.

Οι δασμοί που επιβάλει η Ινδία στα αμερικανικά προϊόντα παραμένουν μόνιμη πηγή τριβής. Έκθεση του Γραφείου Εμπορικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ ανέφερε ότι οι μέσοι δασμοί στα αμερικανικά προϊόντα υπερβαίνουν το 113% και αγγίζουν το 300% σε «ευαίσθητα» αγροτικά προϊόντα.

Ο μέσος όρος για τον γεωργικό τομέα βρίσκεται στο 39%, ενώ οι Αμερικανοί εξαγωγείς αντιμετωπίζουν και μη δασμολογικά εμπόδια, όπως αυστηρές πιστοποιήσεις γαλακτοκομικών, κανονισμούς για μη γενετικά τροποποιημένα προϊόντα (Non-GMO) και πολύπλοκες τελωνειακές διαδικασίες.

Ενεργειακές συναλλαγές με Ρωσία

Η ενεργειακή συνεργασία μεταξύ Ινδίας και Ρωσίας έχει τεθεί στο μικροσκόπιο μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Ο διμερής εμπορικός τζίρος πλησιάζει τα 69 δισ. δολάρια, με κυρίαρχο προϊόν το πετρέλαιο.

Σήμερα, η Ινδία καλύπτει περίπου το ένα τρίτο των εξαγωγών αργού πετρελαίου της Ρωσίας, αγοράζοντας μεγάλες ποσότητες σε μειωμένες τιμές λόγω των κυρώσεων. Η G7 επέβαλε πλαφόν 60 δολαρίων ανά βαρέλι για το ρωσικό πετρέλαιο Urals τον Δεκέμβριο του 2024, ώστε να περιορίσει τα έσοδα της Μόσχας. Ωστόσο, καθώς οι διεθνείς τιμές πετρελαίου μειώθηκαν και το αμερικανικό West Texas Intermediate κινείται στα 65 δολάρια, η αποτελεσματικότητα του πλαφόν έχει υποχωρήσει.

Ο αναλυτής ενέργειας Άνας αλ Χάτζι δήλωσε στο CNBC ότι η Ινδία έχει αντικαταστήσει περίπου 932.000 βαρέλια την ημέρα ακριβότερου αργού πετρελαίου από ΗΠΑ, Νότια Αμερική και Αφρική με φθηνότερες ρωσικές προμήθειες, συμπληρώνοντας: «Οι κυρώσεις κατά της Μόσχας έχουν αναδιαμορφώσει τις εμπορικές ροές και επηρεάσει τις αγοραστικές επιλογές της Ινδίας». Αμερικανοί αξιωματούχοι εκτιμούν ότι οι συναλλαγές αυτές συμβάλλουν στη χρηματοδότηση της ρωσικής πολεμικής μηχανής.

Τον Αύγουστο δε, ο Τραμπ κατηγόρησε την Ινδία ότι μεταπωλεί ρωσικό πετρέλαιο αποκομίζοντας τεράστια κέρδη και επιδεικνύοντας, κατά τα λεγόμενά του, αδιαφορία για τις απώλειες στην Ουκρανία. Ο εμπορικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου Πήτερ Ναβάρρο υιοθέτησε αυτή την άποψη, κάνοντας λόγο για «κερδοσκοπία» της Ινδίας και τονίζοντας ότι αυτές οι πρακτικές πλήττουν τα αμερικανικά συμφέροντα.

Η Ινδία, ωστόσο, απέρριψε τις κατηγορίες, με εκπρόσωπο του ινδικού υπουργείου Εξωτερικών να δηλώνει: «Οι εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου αποσκοπούν στον εφοδιασμό με προσιτή ενέργεια για τα 1,5 δισ. πολίτες μας», χαρακτηρίζοντας τις επικρίσεις «αδικαιολόγητες και παράλογες».

Στενές σχέσεις Μόντι-Πούτιν 

Την 1η Σεπτεμβρίου, ο πρωθυπουργός της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι και ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν συναντήθηκαν στη Σύνοδο του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, στην Τιαντζίν της Κίνας. Ο Μόντι χαρακτήρισε τη σχέση Ινδίας-Ρωσίας «ειδική και προνομιούχο», ενώ ο Πούτιν αποκάλεσε τον Μόντι «αγαπητό φίλο» και εξήρε τις θερμές και μακρόχρονες διμερείς σχέσεις.

Αναφερόμενος στον πόλεμο στην Ουκρανία, ο Μόντι επεσήμανε ότι «πρέπει να βρούμε τρόπο να τελειώσει ο πόλεμος γρήγορα και να εδραιωθεί μόνιμη ειρήνη». Ο Πούτιν αναμένεται να επισκεφθεί την Ινδία τον Δεκέμβριο για τη 23η ετήσια σύνοδο κορυφής Ινδίας-Ρωσίας, σύμφωνα με τον σύμβουλο εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας Γιούρι Ασίκωφ.

Κινεζικό χρηματιστήριο: Άνοδος παρά την αδύναμη οικονομία – Φόβοι για νέα «φούσκα»

Το κινεζικό χρηματιστήριο εμφανίζει τις τελευταίες εβδομάδες σημαντική δυναμική, σε αντίθεση με την εικόνα της οικονομίας, όπου οι τιμές ακινήτων υποχωρούν, η καταναλωτική ζήτηση παραμένει ασθενής και οι βασικοί δείκτες συστηματικά κινούνται χαμηλότερα των προσδοκιών.

Στις 18 Αυγούστου, ο δείκτης Shanghai Composite ξεπέρασε προσωρινά τις 3.745 μονάδες, στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας. Ο δείκτης CSI 300 έχει ενισχυθεί σχεδόν 8% από την αρχή του έτους, ενώ οι ημερήσιοι όγκοι συναλλαγών υπερέβησαν πρόσφατα τα 2,7 τρισ. γουάν (περίπου 316 δισ. ευρώ), καταγράφοντας την τρίτη υψηλότερη επίδοση στην ιστορία.

Σύμφωνα με αναλυτές, η άνοδος δεν είναι τυχαία, αλλά μέρος οργανωμένης προσπάθειας του Πεκίνου να ενισχύσει τον πλούτο των νοικοκυριών και να τονώσει την κατανάλωση μέσω της χρηματιστηριακής αγοράς.

Αγορά εκτός πραγματικότητας

Υπό κανονικές συνθήκες, μια πτώση στην αγορά ακινήτων και απογοητευτικά μακροοικονομικά στοιχεία θα επιβάρυναν το χρηματιστήριο. Ωστόσο, η τάση αντιστράφηκε από τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) έδωσε σήμα ότι θα προχωρήσει σε «πρωτοφανή μέτρα» για τη σταθεροποίηση των αγορών.

Το 2025, μετά την ανακοίνωση από τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ παγκόσμιων δασμών και εμπορικών αντιμέτρων τον Απρίλιο, η κινεζική οικονομία δέχθηκε επιπλέον πίεση, με επιβράδυνση της βιομηχανικής παραγωγής και έντονες ανησυχίες για την ανεργία.

Ο Χούιχου, αναλυτής με ειδίκευση στην αγορά ακινήτων με έδρα την Κίνα, εκτίμησε ότι οι κινεζικές Αρχές προσπαθούν να μετατρέψουν το χρηματιστήριο σε νέο μοχλό εμπιστοσύνης και κατανάλωσης για το κοινό. Όπως είπε, «αν τα κτηματομεσιτικά δεν αποδίδουν πλέον, οι μετοχές αποτελούν την επόμενη επιλογή».

Επιστροφή των μικροεπενδυτών

Δεδομένα του Χρηματιστηρίου της Σαγκάης δείχνουν εκρηκτική αύξηση νέων λογαριασμών ιδιωτών. Μόνο τον Ιούλιο δημιουργήθηκαν 1,96 εκατ. νέοι λογαριασμοί, αριθμός αυξημένος κατά 20% σχεδόν σε σχέση με τον Ιούνιο και πάνω από 70% συγκριτικά με το προηγούμενο έτος. Στο επτάμηνο του 2025 δημιουργήθηκαν συνολικά πάνω από 14,5 εκατ. νέοι λογαριασμοί.

Την ίδια στιγμή, οι τραπεζικές καταθέσεις των νοικοκυριών ανήλθαν σε ιστορικό ρεκόρ 130 τρισ. γουάν (περίπου 15,3 τρισ. ευρώ), ποσό που οι αρχές θεωρούν ως αχρησιμοποίητη ρευστότητα που μπορεί να διοχετευθεί στο χρηματιστήριο. Ο Χούιχου σημείωσε ότι «η στέγαση δεν είναι πλέον βιώσιμη επιλογή, οπότε η κυβέρνηση μεταφέρει το παιχνίδι στις μετοχές. Θέλει οι αποταμιευτές να γίνουν επενδυτές».

Σκιές από το παρελθόν

Έμπειροι επενδυτές βλέπουν αναλογίες με την περίφημη «άνοδο 5·19» του 1999, που ξεκίνησε μέσα σε οικονομική ύφεση, γνώρισε απότομη άνοδο και ακολούθως ισχυρή διόρθωση.

Ο πρώην διαχειριστής επενδύσεων στη GF Securities, Γουάνγκ Σιγιουάν, ο οποίος σήμερα δραστηριοποιείται στον τομέα ακινήτων στον Καναδά, τόνισε ότι «οι ανοδικές φάσεις στην Κίνα συνήθως συμβαίνουν όταν η οικονομία βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο». Σύμφωνα με τον Γουάνγκ, το χρηματιστήριο λειτουργεί κυρίως ως εργαλείο διαχείρισης κρίσεων και χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση όταν η οικονομία αντιμετωπίζει προβλήματα.

Προειδοποίησε επίσης ότι η τρέχουσα άνοδος δεν στηρίζεται σε εταιρικά θεμελιώδη, αλλά στοχεύει στη δημιουργία «ψευδαίσθησης πλούτου» για να υποκατασταθούν τα κεφάλαια που χάθηκαν στην αγορά ακινήτων. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, όπου η άνοδος των μετοχών βασίζεται στη δημιουργία αξίας και σε αυστηρή εποπτεία, στην Κίνα οι χρηματιστηριακές «φούσκες» τροφοδοτούνται από κερδοσκοπία και μόχλευση, καταλήγοντας συχνά σε μεγάλες απώλειες για τους μικροεπενδυτές.

Κρατική ώθηση

Σύμφωνα με τον Γουάνγκ, κρατικά συνδεδεμένα επενδυτικά ταμεία, όπως το Central Huijin Investment, έχουν προχωρήσει σε μαζικές αγορές διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων (Exchange-Traded Funds – ETFs), ενώ οι ρυθμιστικές αρχές χαλάρωσαν τα όρια συμμετοχής ασφαλιστικών εταιρειών σε μετοχές και επέβαλαν περιορισμούς στις βραχυπρόθεσμες πωλήσεις. Το αποτέλεσμα, όπως σημείωσε, είναι ένας αγώνας ταχύτητας που ελέγχεται στενά από την αποκαλούμενη «εθνική ομάδα» των κρατικών κεφαλαίων.

Ωστόσο, επικριτές προειδοποιούν ότι η υπερβολική παρέμβαση του καθεστώτος κινδυνεύει να παρασύρει εκατομμύρια μικροεπενδυτές σε έναν νέο κύκλο ανόδου και κατάρρευσης. Ο Γουάνγκ επεσήμανε ότι «ο μεγαλύτερος κίνδυνος δεν είναι να χάσεις τον αγώνα, αλλά να πιστέψεις ότι μπορεί να διατηρηθεί».

Για το Πεκίνο, ο ρόλος του χρηματιστηρίου είναι πλέον σαφής. Δεν αποτελεί απλώς εργαλείο χρηματοδότησης των κρατικών επιχειρήσεων, αλλά μέσο αναθέρμανσης της εμπιστοσύνης των καταναλωτών. Η άνοδος των μετοχών δημιουργεί την αίσθηση πλούτου, που το ΚΚΚ ελπίζει να μεταφραστεί σε αύξηση της κατανάλωσης.

Του Michael Zhuang

Με τη συμβολή του Fang Xiao

Ο αγώνας για πόρους στην Αφρική εντείνεται καθώς η Σαουδική Αραβία επενδύει δισεκατομμύρια

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα αντιμετωπίζουν αυξανόμενο ανταγωνισμό στην Αφρική από τις λεγόμενες «μεσαίες δυνάμεις», κυρίως από τη Σαουδική Αραβία, η οποία επεκτείνει γρήγορα την οικονομική και στρατιωτική παρουσία της στην ήπειρο, σύμφωνα με αναλυτές.

Συχνά αναφερόμενη ως βασικός σύμμαχος της Ουάσιγκτον στον αραβικό κόσμο και ως μέτριο αντίβαρο στο εξτρεμιστικό Ιράν, το Ριάντ συμμετέχει στη μάχη για τους πόρους της Αφρικής ανοίγοντας πρεσβείες σε όλη την ήπειρο, επενδύοντας δισεκατομμύρια δολάρια σε υποδομές και δημιουργώντας στρατηγικές συνεργασίες με αφρικανικές χώρες, αναφέρουν ειδικοί σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Αναλυτές διεθνών σχέσεων τονίζουν ότι η Σαουδική Αραβία επιθυμεί να στηρίξει τις επενδύσεις και τις προσπάθειες «μαλακής ισχύος» στην Αφρική με στρατιωτική βάση στη μικρή χώρα Τζιμπουτί (στο Κέρας της Αφρικής) και με λιμάνι στην Ερυθραία, και τα δύο σε κοντινή απόσταση δια θαλάσσης από τη Σαουδική Αραβία.

Ο πρίγκιπας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, de facto ηγέτης της Σαουδικής Αραβίας, έχει επανειλημμένα αναφέρει τον κεντρικό ρόλο της Αφρικής στην προσπάθειά του να μειώσει την εξάρτηση της χώρας από τα έσοδα του πετρελαίου και να υλοποιήσει το αναπτυξιακό σχέδιο «Vision 2030».

Στο πλαίσιο αυτό, η Σαουδική Αραβία σχεδιάζει να επενδύσει τουλάχιστον 41 δισεκατομμύρια δολάρια στην Αφρική τα επόμενα πέντε χρόνια.

Έρευνα που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο από το Africa Center for Strategic Studies (ACSS) στην Ουάσιγκτον επισημαίνει ότι η πρωτοφανής εστίαση του αραβικού κόσμου στην Αφρική καθοδηγείται από οικονομικά συμφέροντα, ανταγωνισμούς και τις φιλοδοξίες των ΗΑΕ, της Σαουδικής Αραβίας και της Τουρκίας να γίνουν κυρίαρχες περιφερειακές δυνάμεις.

Το ACSS αναφέρει ότι τα κράτη του Κόλπου και η Άγκυρα αποτελούν πλέον κύριες πηγές κεφαλαίων, συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα και ροών όπλων προς την Αφρική.

Μόνο οι πρόσφατες επενδύσεις στην Ανατολική Αφρική από αυτούς τους παίκτες φτάνουν, σύμφωνα με το κέντρο, τουλάχιστον τα 75 δισεκατομμύρια δολάρια.

«Αυτά τα κράτη του Κόλπου [και η Τουρκία] έχουν πλέον βαθιά εμπλακεί με τις οικονομίες, τις λειτουργίες των λιμανιών, την πολιτική και τις δυνάμεις ασφαλείας της Ανατολικής Αφρικής – με εκτεταμένες επιπτώσεις για περίπου 415 εκατομμύρια πολίτες της περιοχής», αναφέρει το ACSS.

Ένα φορτηγό μεταφέρει μετάλλευμα από το αδαμαντωρυχείο στο Τζουάνενγκ της Μποτσουάνα, στις 11 Μαΐου 2023. (Monirul Bhuiyan/AFP μέσω Getty Images)

 

Η γεωπολιτική επιρροή αποτελεί επίσης παράγοντα που ενισχύει το ενδιαφέρον της Σαουδικής Αραβίας για την Αφρική, σύμφωνα με αναλυτές.

«Η παγκόσμια ζήτηση για κρίσιμα ορυκτά στέλνει τρισεκατομμύρια δολάρια στην Αφρική και μαζί έρχεται μεγαλύτερη βιομηχανοποίηση», δήλωσε η Ελιζάβετ Σιδηροπούλου, διευθύντρια του South African Institute of International Affairs στην εφημερίδα The Epoch Times. «Με περισσότερη οικονομική ισχύ έρχεται και μεγαλύτερη πολιτική ισχύς, και αναμένεται η Αφρική να έχει σύντομα πολύ μεγαλύτερη φωνή στα παγκόσμια θέματα, με ισχυρή εκπροσώπηση στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, για παράδειγμα. Στο πολύ κοντινό μέλλον, θα είναι πολύ ωφέλιμο να είσαι φίλος με την Αφρική».

Σημείωσε ότι η αύξηση των επενδύσεων από «μεσαίες δυνάμεις» στην Αφρική, όπως η Σαουδική Αραβία, τα ΗΑΕ και η Τουρκία, «σημαίνει ότι η Αφρική γίνεται λιγότερο εξαρτημένη από μεγάλες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ευρώπη, σε μια περίοδο που οι μεγάλες δυνάμεις αποσύρονται από την Αφρική, διατηρώντας παρουσία μόνο στον τομέα των κρίσιμων ορυκτών».

«Με τον [πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ] Τραμπ να έχει αναστείλει τη χρηματοδότηση για την Αφρική, οι Σαουδάραβες και άλλοι αναλαμβάνουν να καλύψουν το κενό, υποσχόμενοι παράλληλα σημαντικές επενδύσεις στη μεταλλευτική βιομηχανία, την τεχνολογία και τη γεωργία».

Κλειδί για την αυξανόμενη επιρροή της Σαουδικής Αραβίας στην Αφρική είναι η προτίμησή της στη «διπλωματία βασισμένη στις σχέσεις», δήλωσε στην Epoch Times ο Ρόνακ Γκοπάλντας, ανώτερος αναλυτής στη Signal Risk στη Κέηπ Τάουν.

«Οι Αφρικανοί ηγέτες εκτιμούν τον σεβασμό με τον οποίο οι Σαουδάραβες κάνουν επιχειρήσεις», είπε. «Κερδίζουν οπαδούς στην Αφρική επίσης επειδή προσφέρουν χρηματοδότηση με λιγότερους όρους. Βοηθά επίσης το ότι χτίζουν δρόμους, νοσοκομεία και γέφυρες σε όλη την περιοχή».

Η Φατίμα Σίνταντ, συν-διευθύντρια του Center for Contemporary Islam στο Πανεπιστήμιο του Κέηπ Τάουν, επεσήμανε ότι «σημαντικό σημείο σύνδεσης» μεταξύ Αράβων και Αφρικανών είναι ότι «δεν τους ενοχλεί να αφιερώνουν χρόνο» για την ολοκλήρωση μίας συμφωνίας.

«Οι δυτικοί συχνά θεωρούν ότι οι Αφρικανοί είναι πολύ αργοί και θέλουν να υπογράφουν τις συμφωνίες αμέσως. Δεν συνειδητοποιούν ότι η έλλειψη ταχύτητας μερικές φορές οικοδομεί εμπιστοσύνη», είπε στην Epoch Times.

Ο Χουσάμ Αλγκεράιμιλ, εμπορικός ακόλουθος της Σαουδικής Αραβίας στο Γιοχάνεσμπουργκ, δήλωσε στην Epoch Times ότι το Ριάντ «εμπλέκεται σε δραματική ενίσχυση» της παρουσίας της χώρας στην Αφρική.

«Σύντομα σχεδιάζουμε να έχουμε 40 πρεσβείες στην Αφρική· τώρα έχουμε μόνο 27», ανέφερε. «Αυτά τα γραφεία και οι διπλωμάτες θα είναι η οδός μας για μεγαλύτερη εμπλοκή. Η Αφρική είναι πολύ υψηλά στις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής της Σαουδικής Αραβίας και στα σχέδιά μας για διαφοροποιημένο εμπόριο».

Η Σίνταντ σημείωσε ότι «το αβέβαιο κλίμα που δημιουργείται από αλλαγές σε θέματα όπως η αμερικανική πολιτική» οδηγεί χώρες όπως η Σαουδική Αραβία σε περισσότερες εμπορικές και επενδυτικές δραστηριότητες στην Αφρική.

Το Ριάντ ενδιαφέρεται για μικρές επενδύσεις σε «μικροεπιχειρήσεις» στην Αφρική, αλλά και για χρηματοδότηση «μεγάλων» υποδομών, δήλωσε ο Αλγκεράιμιλ.

«Στηρίζουμε μικρές επιχειρήσεις σε όλη την Ανατολική Αφρική, αλλά ταυτόχρονα χτίζουμε λιμάνια, και είμαστε ήδη ο μεγαλύτερος ιδιωτικός επενδυτής σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στην Αφρική, με περισσότερα από 7 δισεκατομμύρια δολάρια επενδεδυμένα τα τελευταία χρόνια», επεσήμανε.

Ο τερματικός λιμένας εμπορευματοκιβωτίων Ντοραλέχ. Τζιμπουτί, 4 Ιουλίου 2018. (Yasuyoshi Chiba/AFP/Getty Images)

 

Ο Νοτιοφρικανός αναλυτής ενέργειας, Τεντ Μπλομ, δήλωσε στην Epoch Times ότι η Σαουδική Αραβία χρηματοδοτεί «πράσινη ενέργεια» στην Αφρική «για στρατηγικούς λόγους».

«Είναι μια από τις χώρες που θέλει να πρωτοστατήσει στη διεθνή ενεργειακή διπλωματία. Χρησιμοποιεί την Αφρική για να αποκτήσει εμπειρία στον τομέα ως διεθνής χειριστής σε όλη την ενεργειακή αλυσίδα», είπε. «Η Σαουδική Αραβία τα καταφέρνει πολύ καλά χρησιμοποιώντας την Αφρική για να αναπτύξει νέες δεξιότητες και γνώση στην προσπάθειά της να μειώσει την εξάρτηση από το πετρέλαιο».

Σύμφωνα με τον Μπλομ, οι άφθονες ηλιακές, αιολικές και υδροηλεκτρικές πηγές της Αφρικής είναι «ιδανικές» για τα σχέδια της Σαουδικής Αραβίας να δοκιμάσει τεχνολογίες ανανεώσιμης ενέργειας μέχρι να είναι έτοιμες για εξαγωγή και εσωτερική χρήση.

Η κα Σιδηροπούλου τόνισε ότι η πρόσβαση σε κρίσιμα ορυκτά αποτελεί σαφή προτεραιότητα για το Ριάντ.

«Όπως όλοι, έτσι και οι Σαουδάραβες τα χρειάζονται για τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη. Τα κρίσιμα ορυκτά είναι κεντρικά στο σχέδιο της Σαουδικής Αραβίας να δημιουργήσει μια ‘υπερπεριφέρεια’ που περιλαμβάνει την πετρελαιοπαραγωγό Μέση Ανατολή και την Αφρική, όπου αναμένεται να βρίσκεται περίπου το ένα τρίτο των κρίσιμων ορυκτών παγκοσμίως», εξήγησε. «Οι Σαουδάραβες θέλουν να τοποθετηθούν ως σημαντικοί επενδυτές σε αυτό, με στόχο την προνομιακή πρόσβαση».

Η κα Σιδηροπούλου χαρακτήρισε τα κρίσιμα ορυκτά ως «το θεμέλιο» για τις μακροπρόθεσμες συνεργασίες Σαουδικής Αραβίας–Αφρικής.

«Οι Σαουδάραβες εμπλέκονται όλο και περισσότερο στη μεταλλευτική βιομηχανία», είπε. «Τα ορυκτά είναι ζωτικής σημασίας για τη στρατηγική τους να ηγηθούν στην τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης».

Σε αντίθεση με την Κίνα, που ελέγχει μεγάλο μέρος της μεταλλευτικής βιομηχανίας στην Αφρική, οι Σαουδάραβες είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν τις αφρικανικές χώρες να γίνουν πιο αυτάρκεις στην επεξεργασία και εκμετάλλευση των δικών τους ορυκτών, δήλωσε η κα Σιδηροπούλου.

Ο Γκοπάλντας τόνισε ότι η «υπομονετική προσέγγιση» της Σαουδικής Αραβίας, επικεντρωμένη σε επενδύσεις και όχι σε βραχυπρόθεσμες νίκες, εκτιμάται στην Αφρική. Υπογράμμισε την επένδυση του Ριάντ ύψους σχεδόν 5,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την ανάπτυξη ενός εργοστασίου διύλισης πλατίνας και μεταλλουργείου στην επαρχία Λιμπόπο της Νότιας Αφρικής.

Ο Γκοπάλντας ανέφερε επίσης ότι οι Σαουδάραβες επενδύουν δισεκατομμύρια στην κατασκευή λιμανιών στην ανατολική ακτή της Αφρικής, «ώστε οι εμπορικές οδοί μέσω της Ερυθράς Θάλασσας να είναι ασφαλείς».

Ο Αλγκεράιμιλ, εμπορικός ακόλουθος της Σαουδικής Αραβίας στο Γιοχάνεσμπουργκ, αναφέρθηκε στην ανακατασκευή του λιμανιού Ασάμπ στην Ερυθραία: «Θεωρούμε ότι το λιμάνι αυτό είναι στρατηγικά τοποθετημένο, κοντά στο Στενό Μπαμπ ελ Μάντεμπ, που το καθιστά σημαντικό για το εμπόριο και την ασφάλεια». Το Στενό Μπαμπ ελ Μάντεμπ αποτελεί κρίσιμο σημείο σύνδεσης μεταξύ Υεμένης και Ερυθραίας, ενώνoντας την Ερυθρά Θάλασσα με τον Κόλπο του Άντεν.

Το Africa Center for Strategic Studies εντόπισε το μικρό Τζιμπουτί, με πληθυσμό 1 εκατομμύριο, ως «κέντρο» των σαουδαραβικών δραστηριοτήτων στην Αφρική. Οι επενδύσεις της Σαουδικής Αραβίας, αξίας 13 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αντιπροσωπεύουν «το 90% όλων των χρηματοροών των κρατών του Κόλπου στη χώρα, υπογραμμίζοντας το όραμα του Ριάντ να δει το Τζιμπουτί ως πύλη διευρυμένων σχέσεων στην Ανατολική Αφρική».

Ο Μπλομ δήλωσε ότι το ενδιαφέρον του Ριάντ για το Τζιμπουτί δείχνει ότι η χώρα εξακολουθεί να «διψά για πετρέλαιο», παρά τις φιλοδοξίες της στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. «Οι περισσότερες επενδύσεις στο Τζιμπουτί αφορούν ένα από τα μεγαλύτερα διυλιστήρια πετρελαίου της Αφρικής, που πιθανόν θα παράγει τουλάχιστον 300.000 βαρέλια την ημέρα», είπε.

Το Ριάντ κατασκευάζει επίσης την «Saudi Logistics City» στο Τζιμπουτί, η οποία, σύμφωνα με ανακοίνωση του σαουδαραβικού κράτους τον Ιούνιο του 2024, «θα επιτρέψει στα σαουδαραβικά προϊόντα και εξαγωγές να φτάσουν σε όλες τις αφρικανικές χώρες μέσω του λιμανιού του Τζιμπουτί, που αποτελεί πύλη προς την Αφρική και σημαντικό κόμβο οικονομικών και εμπορικών ανταλλαγών σε αφρικανικό και παγκόσμιο επίπεδο».

Ο Αλγκεράιμιλ ανέφερε ότι η κυβέρνηση του Ριάντ διαπραγματεύεται με το Τζιμπουτί για την εγκατάσταση στρατιωτικής βάσης από το 2017, προσθέτοντας ότι «η πρόοδος μπορεί να φαίνεται αργή, αλλά οι συνομιλίες εξελίσσονται θετικά».

Ο Γουάντιλε Σίχλομπο, αγρονοοικονομολόγος με έδρα τη Νότια Αφρική, δήλωσε στην Epoch Times ότι οι Σαουδάραβες επενδύουν σημαντικά στην καλλιέργεια και την κτηνοτροφία στην Αφρική, με στόχο να χρησιμοποιήσουν την ήπειρο ως «καλάθι τροφίμων». Όπως εξήγησε, μόνο το 1,6% της Σαουδικής Αραβίας είναι κατάλληλο για γεωργία, ενώ στην Αφρική η βιομηχανική γεωργία μεγάλης κλίμακας υπάρχει μόνο σε λίγες χώρες, όπως η Νότια Αφρική και η Κένυα.

Ο Γκοπάλντας επεσήμανε ότι η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ έχουν επενδύσει περισσότερα από 400 εκατομμύρια δολάρια στον αγροτικό τομέα του Σουδάν τα τελευταία τρία χρόνια, ενώ το Ριάντ έχει χρηματοδοτήσει έργα γεωργίας σε Κένυα, Ουγκάντα και Τανζανία.

Η έλλειψη εργατικού δυναμικού στη Σαουδική Αραβία αποτελεί επίσης παράγοντα στρατηγικής στην Αφρική. «Εκατομμύρια νέοι, άνεργοι Αφρικανοί βρίσκονται απέναντι, με τεράστιες ανεκμετάλλευτες δυνατότητες», δήλωσε ο Γκοπάλντας. «Οι Σαουδάραβες υπόσχονται εκπαίδευση στην τεχνητή νοημοσύνη και οι Αφρικανοί έχουν εκδηλώσει μεγάλο ενδιαφέρον».

Η κα Σιδηροπούλου σημείωσε ότι το Ριάντ χτίζει δρόμους, νοσοκομεία, σχολεία και υποδομές επικοινωνιών σε έντεκα χώρες της Ανατολικής Αφρικής, τονίζοντας ότι η Σαουδική Αραβία ωφελείται από το γεγονός ότι δεν «κουβαλά το βάρος που έχουν άλλες δυνάμεις στην Αφρική».

Ο Αλγκεράιμιλ πρόσθεσε ότι η κυβέρνηση του Ριάντ «δεν βρίσκεται στην Αφρική για να ανταγωνιστεί άλλες δυνάμεις». «Κάνουμε πράγματα στην Αφρική με τον σαουδαραβικό τρόπο», κατέληξε.

Του Darren Taylor

Στ. Γκίκας: Ενίσχυση ελληνοϊαπωνικής συνεργασίας στη ναυτιλία

Στις ισχυρές οικονομικές σχέσεις και στους δεσμούς φιλίας που ενώνουν Ελλάδα και Ιαπωνία, αναφέρθηκε ο υφυπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Στέφανος Γκίκας, κατά την συνάντηση που είχε στο υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με πενταμελή ιαπωνική κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον βουλευτή και πρόεδρο της Επιτροπής Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας της Βουλής των Αντιπροσώπων, Ρίου Χιροφούμι, η οποία επισκέπτεται τη χώρα μας.

Την αντιπροσωπεία συνόδευε ο πρέσβης της Ιαπωνίας στην Αθήνα, Κόιτσι Ίτο.

Ο υφυπουργός, απευθυνόμενος προς την ιαπωνική αντιπροσωπεία, αφού τους καλωσόρισε στην χώρα μας, ανέφερε: «Προσβλέπουμε στην ενίσχυση και στην περαιτέρω ενδυνάμωση των διμερών μας σχέσεων με βάση την Κοινή Δήλωση Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης που υπέγραψαν τον Ιανουάριο του 2023 οι ηγέτες των δύο χωρών μας και η οποία προσδίδει νέα δυναμική στις σχέσεις μας».

Όσον αφορά στα ζητήματα που άπτονται του ναυτιλιακού τομέα, ο κο Γκίκας αναφέρθηκε ιδιαίτερα στην προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και στην χρήση ΑΠΕ, καθώς και στην «πράσινη μετάβαση» της Ναυτιλίας, στο πλαίσιο του ΙΜΟ, επισημαίνοντας: «Προσδοκούμε στη συνέχιση της αγαστής συνεργασίας Ελλάδος-Ιαπωνίας και στην αλληλοϋποστήριξη στο πλαίσιο του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) και εν όψει των διαδικασιών για την εκλογή του Συμβουλίου του ΙΜΟ, για τη διετία 2026-2027, όπου Ελλάδα και Ιαπωνία έχουν υποβάλει υποψηφιότητα για Μέλη της ‘Κατηγορίας Α’. Και βεβαίως η συνεργασία μας θα επεκταθεί και στα λοιπά θέματα της κρίσιμης Συνόδου του Οργανισμού, το φθινόπωρο».

Εξειδικεύοντας, ο υφυπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής τόνισε την επιλογή των ιαπωνικών ναυπηγείων από τους Έλληνες πλοιοκτήτες για κατασκευή και εργασίες αναβάθμισης και σημείωσε ότι η Ιαπωνία, μετά την Κίνα και τη Νότια Κορέα, αποτελεί την 3η προτίμηση των Ελλήνων πλοιοκτητών για την κατασκευή νέων πλοίων, κυρίως Bulk Carriers και LNG.

Υπογράμμισε δε ότι τα τελευταία 60 χρόνια πάνω από 1.500 ποντοπόρα πλοία ελληνικών συμφερόντων έχουν κατασκευαστεί στην Ιαπωνία.

Ο κος Γκίκας αναφέρθηκε επίσης στη δυνατότητα περαιτέρω συνεργασίας των δύο χωρών στον τομέα της ασφάλειας και της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας, με βάση τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας, τονίζοντας ότι η Ελλάδα δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο θέμα, το οποίο έχει θέσει και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Από την πλευρά της, η ιαπωνική αντιπροσωπεία εξέφρασε επίσης τη βούληση για ενδυνάμωση της διμερούς συνεργασίας, ιδιαίτερα στον ναυτιλιακό τομέα, όπως και στα ζητήματα νέων τεχνολογιών, πράσινης μετάβασης και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Συμφώνησε δε απολύτως με την αναγκαιότητα διασφάλισης της ασφαλούς και ανεμπόδιστης ναυσιπλοΐας με βάση το Διεθνές Δίκαιο.

ΗΠΑ: Κυρώσεις σε εταιρείες Κίνας, Χονγκ Κονγκ και ενός Έλληνα για ιρανικό πετρέλαιο

Οι αμερικανικές αρχές ανακοίνωσαν στις 21 Αυγούστου νέο κύμα κυρώσεων κατά διαχειριστών πετρελαϊκών τερματικών στην Κίνα και σε ξένες εταιρείες, μεταξύ των οποίων και από το Χονγκ Κονγκ, με αιτία τη φερόμενη εμπλοκή τους στη μεταφορά ιρανικού πετρελαίου.

Σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, κυρώσεις επιβλήθηκαν σε δύο κινεζικούς διαχειριστές τερματικών και αποθηκευτικών εγκαταστάσεων αργού και πετρελαιοειδών, με την αιτιολογία ότι διευκόλυναν την εισαγωγή ιρανικού πετρελαίου που μεταφερόταν με δεξαμενόπλοια τα οποία είχαν ήδη κυρωθεί από τις ΗΠΑ.

Η πρώτη εταιρεία που κατονομάζεται είναι η  Qingdao Port Heidong Jayaka Oil Products Company στην επαρχία Σάντονγκ, την οποία το υπουργείο περιγράφει ως τη μεγαλύτερη πύλη εισόδου ιρανικού πετρελαίου στην Κίνα βάσει όγκου.

Η δεύτερη αφορά τη Yongshan Xinguang International Petroleum Storage and Transportation Company, με έδρα τη ζώνη λιμένα Γιονγκσάν στην επαρχία Τζετζιάνγκ.

Παράλληλα, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ επέβαλε κυρώσεις σε δύο εταιρείες με έδρα το Χονγκ Κονγκ – τις Ubeacon Shipping Company Ltd. και Hong Kong Hengshan Shipping Ltd. – καθώς και στα δεξαμενόπλοιά τους με σημαία Παναμά, τα Adeline G και Kong. Τα πλοία αυτά φέρονται να μετέφεραν εκατομμύρια βαρέλια ιρανικού πετρελαίου προς την Κίνα.

Κυρώσεις επιβλήθηκαν και στην εταιρεία Ares Shipping Ltd. του Χονγκ Κονγκ και στο πλοίο της Ares, το οποίο φέρεται να μετέφερε σχεδόν 10 εκατομμύρια βαρέλια ιρανικού πετρελαίου από τα τέλη της περασμένης χρονιάς.

Μεταξύ άλλων εταιρειών που βρέθηκαν στο στόχαστρο περιλαμβάνονται η Azarka Shipping στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Chabai Glory Shipping Ltd. στα Νησιά Μάρσαλ και η Regal Liberty Ltd. στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους.

Οι κυρώσεις επεκτείνονται επίσης στον Έλληνα υπήκοο Αντώνιο Μαργαρίτη και το δίκτυο των εταιρειών του: Marant Shipping, Trading S.A., Square Tanker Management Ltd., Comfort Management S.A. και United Chartering S.A., καθώς και στα πλοία τους που διευκόλυναν τη μεταφορά και πώληση ιρανικού πετρελαίου.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των κυρώσεων, παγώνουν όλα τα περιουσιακά στοιχεία των συγκεκριμένων εταιρειών και προσώπων εντός αμερικανικής δικαιοδοσίας και απαγορεύεται σε Αμερικανούς πολίτες να πραγματοποιούν συναλλαγές μαζί τους, εκτός αν δοθεί ειδική άδεια από το Γραφείο Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων.

«Η σημερινή ενέργεια κατά του Μαργαρίτη και του δικτύου του υπονομεύει τη δυνατότητα της Τεχεράνης να χρηματοδοτεί τα προγράμματα προηγμένων όπλων της, να στηρίζει τρομοκρατικές οργανώσεις και να απειλεί την ασφάλεια των στρατευμάτων μας και των συμμάχων μας», δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσσεντ.

Οι εταιρείες Qingdao Port Heidong Jayaku Oil Products και Azarka Shipping δεν απάντησαν στα αιτήματα για σχολιασμό έως τη στιγμή δημοσίευσης. Η Epoch Times δεν κατόρθωσε να επικοινωνήσει με τις υπόλοιπες εταιρείες.

Το υπουργείο διευκρίνισε πως οι ενέργειες αυτές βασίζονται στο υπόμνημα του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ της 4ης Φεβρουαρίου, με το οποίο κηρύχθηκε «μέγιστη πίεση» κατά του Ιράν.

Στο υπόμνημά του εκείνο, ο Τραμπ προειδοποιούσε ότι το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης συνιστά υπαρξιακή απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες και ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο, καλώντας για κυρώσεις εναντίον όσων παραβιάζουν τα σχετικά μέτρα.

Τον Ιούνιο, οι αμερικανικές δυνάμεις κατέφεραν αεροπορικά πλήγματα σε τρεις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις, ως αρωγή στις επιθέσεις του Ισραήλ κατά του Ιράν, που πυροδότησαν δωδεκαήμερη σύγκρουση με ανταλλαγές πυραύλων μεταξύ των δύο χωρών της Εγγύς  Ανατολής. Η Τεχεράνη αρνείται τις κατηγορίες ότι επιδιώκει την απόκτηση πυρηνικών όπλων.

Η κινεζική βιομηχανία ηλεκτρικών οχημάτων επενδύει περισσότερο στο εξωτερικό παρά στην εγχώρια αγορά

Ανάλυση ειδήσεων

Η κινεζική βιομηχανία οχημάτων μηδενικών εκπομπών (ZEV) εντείνει τις επενδύσεις της στο εξωτερικό, καθώς η εγχώρια αγορά αντιμετωπίζει υπερπαραγωγή, μικρά περιθώρια κέρδους και αυξανόμενους κανονισμούς από την Ευρώπη, που αποτελεί τη μεγαλύτερη ξένη αγορά της.

Σύμφωνα με στοιχεία της China Cross Border Monitor (CBM) και της Global Clean Investment Monitor (GCIM), το 2024 οι κινεζικές εταιρείες ZEV επένδυσαν για πρώτη φορά περισσότερα κεφάλαια εκτός συνόρων από ό,τι εντός, με στόχο την επέκταση των δραστηριοτήτων τους.

Οι επενδυτικές κινήσεις στο εξωτερικό είναι συνήθως μικρότερης κλίμακας «αντίγραφα» των εγχώριων έργων, με έμφαση στην παραγωγή μπαταριών. Η BYD πρωτοστατεί σε αυτή την τάση, ακολουθούμενη από τις CATL και Geely. Παρότι η παραγωγή ZEV παραμένει κυρίως στην Κίνα, εμφανίζονται ενδείξεις ότι αυτό μπορεί να αλλάξει.

Στις 31 Ιανουαρίου 2024, η BYD ανακοίνωσε σχέδια για κατασκευή μονάδας παραγωγής νέων ενεργειακών οχημάτων (NEV) στη Σέγκεντ της Ουγγαρίας, ενώ λίγους μήνες αργότερα παρουσίασε επένδυση ύψους 1 δισ. δολαρίων για εργοστάσιο στη Μανίσα της Τουρκίας, με δυνατότητα παραγωγής 150.000 ηλεκτρικών και plug-in υβριδικών οχημάτων.

Η στροφή αυτή συνδέεται με την εκτόξευση των κινεζικών εξαγωγών αυτοκινήτων, που στο πρώτο εξάμηνο του 2025 έφθασαν τα 3,08 εκατ. οχήματα, αυξημένα κατά 10,4% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2024, σύμφωνα με στοιχεία της Ένωσης Κατασκευαστών της Κίνας. Για το Πεκίνο, οι εξαγωγές ZEV αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής τόνωσης των εξαγωγών, σε μια περίοδο που η οικονομική ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί, από τα διψήφια ποσοστά πριν την κρίση του 2008-2009, στο 6,5% λίγο πριν την πανδημία, και περίπου στο 5% σήμερα.

Για τις κινεζικές εταιρείες, οι εξαγωγές λειτουργούν ως διέξοδος απέναντι στην υπερπαραγωγή, τον πόλεμο τιμών και τα συρρικνωμένα περιθώρια. Η NIO, με έδρα τη Σαγκάη, έχει δει το μικτό περιθώριο κέρδους να μειώνεται από 19% στο τέλος του 2020 σε περίπου 10% το πρώτο τρίμηνο του 2025, ενώ τα λειτουργικά και καθαρά κέρδη παραμένουν αρνητικά. Παρόμοια εικόνα εμφανίζει και η XPeng, με το μικτό περιθώριο κέρδους να υποχωρεί από 30% στα τέλη του 2021 σε περίπου 15% φέτος, ενώ οι ζημιές παραμένουν.

Οι πωλήσεις της εταιρείας διπλασιάστηκαν το τελευταίο τρίμηνο, αν και ενδέχεται να χρειαστούν ακόμη ένα ή δύο χρόνια μέχρι να περάσει σε κερδοφορία.

Η BYD παρουσιάζει αντίστοιχες πιέσεις στα μικτά και λειτουργικά περιθώρια, ωστόσο καταγράφει βελτίωση στα καθαρά κέρδη, καθώς είναι ο μεγαλύτερος αποδέκτης κρατικών επιδοτήσεων – μόνο το 2022 ανήλθαν σε 1,6 δισ. ευρώ. Η εταιρεία κατέχει το 34,1% της εγχώριας αγοράς NEV το 2024, έναντι 7,9% της Geely και 6% της Tesla.

Μελέτη της AlixPartners προβλέπει ότι έως το 2030 μόνο 15 από τις 129 κινεζικές μάρκες ZEV θα καταφέρουν να επιβιώσουν οικονομικά, καθώς οι περισσότερες δεν θα αντέξουν τον συνδυασμό υπερπαραγωγής, πιέσεων στις τιμές και μειωμένων κερδών.

Ένας δύσκολος δρόμος

Η εξαγωγική ώθηση των κινεζικών οχημάτων μηδενικών εκπομπών, που στηρίζεται κυρίως στις γενναιόδωρες επιδοτήσεις του Πεκίνου, μπορεί να μετριάζει ορισμένα από τα προβλήματα της εγχώριας αγοράς, ωστόσο δεν θεωρείται βιώσιμη μακροπρόθεσμα, οδηγώντας τις ξένες κυβερνήσεις στη λήψη αντιμέτρων για να εξισορροπήσουν τον ανταγωνισμό.

Ενδεικτικά, στις 30 Οκτωβρίου 2024 η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε ότι θα επιβάλει πρόσθετους δασμούς στις κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες ηλεκτρικών οχημάτων, που θα κυμαίνονται από 17% έως 35%, ανάλογα με τον τύπο του οχήματος. Οι δασμοί αυτοί προστίθενται στον ήδη υπάρχοντα φόρο εισαγωγής 10%.

Όπως συνέβη και με τις ιαπωνικές αυτοκινητοβιομηχανίες τη δεκαετία του 1980, ένας από τους βασικούς τρόπους αντιμετώπισης των αυξημένων δασμών είναι η μετεγκατάσταση παραγωγής στις ξένες αγορές – τάση που αντανακλάται στην πρόσφατη αύξηση των επενδύσεων των κινεζικών εταιρειών ZEV στο εξωτερικό.

Η στρατηγική αυτή, ωστόσο, εμπεριέχει σημαντικούς κινδύνους τόσο για την Κίνα όσο και για τις ίδιες τις εταιρείες. Για την κινεζική οικονομία, η μεταφορά παραγωγής στο εξωτερικό σημαίνει αποδυνάμωση της εγχώριας βιομηχανίας, πιο αργή ανάπτυξη του ΑΕΠ και λιγότερες θέσεις εργασίας για τους εργαζομένους.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αντιμετωπίσει παρόμοιο πρόβλημα δεκαετίες νωρίτερα· ωστόσο, σε αντίθεση με την Κίνα, είχαν ήδη μεταβεί από τη βιομηχανία στις υπηρεσίες, δημιουργώντας νέες θέσεις για να αντισταθμίσουν τις απώλειες.

Για τις εταιρείες ZEV, η «αποψίλωση» συνεπάγεται τον κίνδυνο απώλειας του τεχνολογικού τους πλεονεκτήματος προς τις χώρες υποδοχής, όπως είχε συμβεί με τους Αμερικανούς κατασκευαστές τη δεκαετία του 1950-1960, οι οποίοι τελικά μετέφεραν κρίσιμες τεχνολογίες στην Ιαπωνία.

Στο μεταξύ, ο Μπ. Τζ. Μπέρτγουελ, διευθύνων σύμβουλος και ιδρυτής της Electrify Expo, μεγάλης διοργανώτριας εκθέσεων για ηλεκτρικά οχήματα, εκτιμά ότι η διείσδυση των κινεζικών εταιρειών στις ξένες αγορές – ιδίως στις ΗΠΑ – θα είναι δύσκολη, καθώς δεν αρκούν η τεχνολογία ή η τιμή για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των καταναλωτών.

«Αν οι κινεζικές μάρκες ηλεκτρικών [οχημάτων] θέλουν να αποκτήσουν μερίδιο στην αγορά των ΗΠΑ, η πραγματική μάχη δεν θα δοθεί στην τιμή ή στην τεχνολογία αλλά στην εμπιστοσύνη», ανέφερε.

Όπως πρόσθεσε, οι Αμερικανοί πρέπει να πειστούν ότι η εταιρεία θα παραμείνει στην αγορά σε βάθος χρόνου, προσφέροντας υπηρεσίες, ανταλλακτικά και υποστήριξη – μια εμπιστοσύνη που κερδίζεται δύσκολα και που ακόμη και οι παραδοσιακοί κατασκευαστές δυσκολεύονται να διατηρήσουν.

Του Πάνου Μουρδουκούτα