Η Ευρωπαϊκή Ένωση απευθύνεται επειγόντως στην Κίνα σχετικά με τη στήριξή της στον συνεχιζόμενο πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία και τους περιορισμούς που έχει επιβάλει στις εξαγωγές σπανίων γαιών.
Η επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Κάγια Κάλλας, δήλωσε στον Κινέζο ομόλογό της, Ουάνγκ Γι, κατά τη συνάντησή τους στις Βρυξέλλες, ότι «το Πεκίνο θα πρέπει να άρει τους περιορισμούς στις εξαγωγές σπανίων γαιών και να σταματήσει να ευνοεί τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία».
Οι συνομιλίες αυτές πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του 13ου γύρου στρατηγικού διαλόγου στις 2 Ιουλίου, με στόχο τη διαμόρφωση του εδάφους για τη σύνοδο κορυφής ανάμεσα στους ηγέτες της ΕΕ και της Κίνας, που προγραμματίζεται αργότερα μέσα στον μήνα.
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Αντόνιο Κόστα, και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, αναμένεται να συναντηθούν με τον πρόεδρο της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, και τον πρωθυπουργό, Λι Τσανγκ, στις 24 και 25 Ιουλίου.
Κατά τη συνάντησή της με τον Ουάνγκ, η Κάλλας τόνισε: «Η Κίνα θα πρέπει να δώσει τέλος στις στρεβλωτικές πρακτικές της, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών στις εξαγωγές σπανίων γαιών, που προκαλούν σοβαρούς κινδύνους για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και υπονομεύουν την αξιοπιστία των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού».
Παράλληλα, κάλεσε το Πεκίνο να προχωρήσει σε συγκεκριμένες λύσεις, προκειμένου «να εξισορροπηθούν οι οικονομικές σχέσεις, να διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού και να βελτιωθεί η αμοιβαιότητα στην πρόσβαση στις αγορές».
Επιπλέον, η Κάλλας επισήμανε πως η στήριξη που παρέχουν κινεζικές εταιρείες στην παράνομη πολεμική δραστηριότητα της Ρωσίας συνιστά κρίσιμο κίνδυνο για την ευρωπαϊκή ασφάλεια: «Το Πεκίνο πρέπει να σταματήσει αμέσως κάθε υλική στήριξη προς το ρωσικό στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα και να υποστηρίξει μια πλήρη και άνευ όρων κατάπαυση του πυρός, καθώς και δίκαιη και διαρκή ειρήνη στην Ουκρανία, στη βάση του πλήρους σεβασμού του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».
Η Κάλλας, πρώην πρωθυπουργός της Εσθονίας, ανέλαβε την τωρινή της θέση τον Δεκέμβριο, διαδεχόμενη τον Ζοζέπ Μπορέλ. Η πρώτη της επαφή με τον Ουάνγκ έγινε τον Φεβρουάριο, κατά τη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια.
Τότε, η Κάλλας χαρακτήρισε την Κίνα ως τον «βασικό υποστηρικτή του πολέμου της Ρωσίας», υπογραμμίζοντας τον ρόλο του Πεκίνου ως του μεγαλύτερου προμηθευτή διπλής χρήσης αγαθών και ευαίσθητων τεχνολογιών που ενισχύουν τις στρατιωτικές δυνατότητες της Ρωσίας στην Ουκρανία. «Χωρίς τη στήριξη της Κίνας, η Ρωσία δεν θα μπορούσε να συνεχίσει την στρατιωτική της επιθετικότητα με την ίδια ένταση», σημείωσε.
Απαντώντας στις ανησυχίες για τους ελέγχους εξαγωγών, η Κάλλας αποκάλυψε ότι η ΕΕ έχει θέσει 33 εταιρείες με έδρα την Κίνα και το Χονγκ Κονγκ υπό ειδικούς περιορισμούς εξαγωγών και παρέπεμψε στις κυρώσεις που επιβλήθηκαν τον περασμένο Δεκέμβριο σε έξι κινεζικές εταιρείες και έναν ιδιώτη, για παροχή κρίσιμων εξαρτημάτων στην πολεμική προσπάθεια της Ρωσίας.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης της Τετάρτης, η Κάλλας αναφέρθηκε και σε άλλα ευρύτερα ζητήματα, όπως η Ταϊβάν, η Μέση Ανατολή και τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Κίνα. Σε ό,τι αφορά την Ταϊβάν, επαναβεβαίωσε τη δέσμευση της ΕΕ στην πολιτική της «μίας Κίνας» και την αντίθεσή της σε κάθε μονομερή προσπάθεια αλλαγής του status quo.
Από κινεζικής πλευράς, σε ανακοίνωσή του, το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας μετέφερε δήλωση του Ουάνγκ Γι, σύμφωνα με την οποία η ΕΕ πρέπει να τηρεί την αρχή της ενιαίας Κίνας.
Μετά το πέρας των συνομιλιών, το υπουργείο Εξωτερικών της Ταϊβάν εξέφρασε την εκτίμησή του για τις δηλώσεις Κάλλας και δεσμεύτηκε να ενισχύσει τις σχέσεις με ομοϊδεάτες εταίρους, όπως η ΕΕ.
Παράλληλα, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι τόνισαν τη σημασία της αξιοποίησης του ρόλου της Κίνας ως κύριου αγοραστή πετρελαίου από το Ιράν, ώστε να ενθαρρυνθεί η Τεχεράνη να διαπραγματευτεί για τα πυρηνικά της προγράμματα και να μετριαστεί η ένταση στη Μέση Ανατολή.
Αν και η ανακοίνωση της ΕΕ δεν περιλάμβανε συγκεκριμένα αποτελέσματα των προσπαθειών αυτών, επισημάνθηκε ότι η Κάλλας και ο Ουάνγκ αναγνώρισαν τη σημασία της συνθήκης για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων ως θεμέλιο του παγκόσμιου καθεστώτος μη διάδοσης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μαζί με τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία, συμμετέχει στη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν του 2015, από την οποία οι ΗΠΑ αποχώρησαν το 2018.
Επιπλέον, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε στις 30 Ιουνίου ότι δεν θα προσφέρει καμία παραχώρηση στο Ιράν, ούτε υπάρχουν σχέδια για νέες διαπραγματεύσεις, την ίδια στιγμή που οι αμερικανικές δυνάμεις έπληξαν τρεις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις.