Πέμπτη, 23 Οκτ, 2025

Ο Πειραιάς στο σταυροδρόμι του IMEC: Στρατηγικός κόμβος ή χαμένο στοίχημα;

Η δημιουργία του IMEC (India-Middle East- Europe Corridor) αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη γεωοικονομική πρόκληση και ευκαιρία της δεκαετίας για την Ευρασία. Το φιλόδοξο αυτό έργο το οποίο υποστηρίζεται πολιτικά και στρατηγικά από τις ΗΠΑ, την ΕΕ και σημαντικούς παίκτες της Μέσης Ανατολής και της Ινδίας, έρχεται ως αντίβαρο στην κινεζική πρωτοβουλία «Μία ζώνη, ένας δρόμος» (Belt & Road Initiative). Η Ελλάδα, εκ φύσεως κόμβος μεταξύ Ανατολής και Δύσης, φιλοδοξεί να βρει πόλο στον εμπορικό αυτό διάδρομο. ‘Όμως υπάρχει ένα σοβαρό πρόσκομμα: ο Πειραιάς, το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, βρίσκεται υπό τον έλεγχο της κινεζικής Cosco, η οποία έχει πλέον τον διοικητικό και επιχειρησιακό έλεγχο του λιμανιού έχοντας στην κατοχή της το 67% των μετοχών του ΟΛΠ. Η σύμβαση παραχώρησης του ΟΛΠ ισχύει μέχρι το 2052.

Ο Πειραιάς στο περιθώριο του IMEC

Παρά τις ελληνικές φιλοδοξίες, ο Πειραιάς έχει ουσιαστικά αποκλειστεί από τον στρατηγικό σχεδιασμό του IMEC λόγω της συμμετοχής της Cosco. Οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι εταίροι στον IMEC δεν είναι διατεθειμένοι να ενσωματώσουν κρίσιμες υποδομές υπό κινεζικό έλεγχο σε έναν άξονα που στόχο έχει ακριβώς να δημιουργήσει οικονομικά και γεωπολιτικά αντίβαρα στο Πεκίνο. Έτσι, η Ελλάδα κινδυνεύει να μείνει έξω από ένα σχέδιο που αφορά άμεσα το γεωγραφικό της προφίλ.

Ο γεωπολιτικός αναλυτής Αλέξανδρος Ιτιμούδης, μιλώντας στην Epoch Times, τονίζει πως είναι εξαιρετικά κρίσιμο το γεγονός ότι το λιμάνι του Πειραιά ελέγχεται από την Cosco για τον αποκλεισμό του από τον IMEC. Δεν πρόκειται για ένα απλό επενδυτικό ζήτημα, αλλά για πολιτικό μήνυμα: η συμμετοχή κινεζικών συμφερόντων το καθιστά de facto μη επιλέξιμο.

Υπόγειες διεργασίες και αθέατη πίεση

Αν και το σχέδιο IMEC έχει απομακρυνθεί προσωρινά από την επικαιρότητα λόγω των εντάσεων στη Μέση Ανατολή, οι εργασίες σε επίπεδο υποδομών και στρατηγικού σχεδιασμού συνεχίζονται, ιδίως από την Ινδία και τα κράτη του Κόλπου. Η Ελλάδα, ωστόσο, δεν έχει προχωρήσει ακόμη σε κάτι ουσιαστικό, αν και σύμφωνα με τον κο Ιτιμούδη, «κινήσεις πίεσης προς την Cosco λαμβάνουν χώρα, ενώ σύμφωνα με δημοσιεύματα, υπάρχει και ειδικό σχέδιο των ΗΠΑ για να πιεστεί η εταιρία και να εισέλθει το λιμάνι του Πειραιά σε νέο καθεστώς. Προς το παρόν, το θέμα κρατιέται χαμηλά, αλλά είναι βέβαιο ότι θα επανέλθει στην ατζέντα μόλις ξεκαθαρίσει η κατάσταση με τον πόλεμο».

Μπορεί η Ελλάδα να διώξει την Cosco;

Η απομάκρυνση της Cosco από τον Πειραιά δεν είναι απλή υπόθεση. Η εταιρεία κατέχει το 67% του ΟΛΠ, έχει συμβατικές δεσμεύσεις με το ελληνικό δημόσιο και έχει πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις στον λιμένα. Οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής καθεστώτος θα προκαλούσε όχι μόνο νομικές και οικονομικές συγκρούσεις, αλλά και διπλωματική κρίση με την Κίνα.

Η Ελλάδα θα μπορούσε να προχωρήσει σε ακύρωση ή καταγγελία της σύμβασης, μόνο αν αποδειχθεί σοβαρή παράβαση των όρων (π.χ μη εκπλήρωση επενδύσεων, παραβίαση κανονισμών ασφαλείας ή εργασιακών συνθηκών). Η Cosco έχει ήδη προσφύγει στη διαιτησία για καθυστερήσεις αδειοδοτήσεων από την ελληνική πλευρά, άρα η ευθύνη είναι αμφίδρομη. Οποιαδήποτε μονομερής καταγγελία θα οδηγήσει σε διεθνή διαιτησία (πιθανόν στο International Centre for Settlement of Investment Disputes ( ICSID)-Διεθνές Κέντρο Επίλυσης Επενδυτικών Διαφορών, με υψηλό ρίσκο για την Ελλάδα.

Το ελληνικό δημόσιο θα μπορούσε να προβεί σε επαναγορά των μετοχών αλλά για να γίνει κάτι τέτοιο απαιτούνται τεράστια κεφάλαια (το μετοχικό πακέτο κοστολογείται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, ίσως και άνω του 1 δισ.). Επιπλέον, η Cosco πιθανόν να μη δεχθεί πώληση αν δεν υπάρχει πολιτική ή νομική πίεση.

Επίσης, η Ελλάδα δεν μπορεί αυθαίρετα να τροποποιήσει διεθνείς συμβάσεις ή ιδιωτικά συμβόλαια. Οποιαδήποτε τέτοια κίνηση θα προσέκρουε στο ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο περί προστασίας επενδύσεων (Energy Charter Treaty, EU investment rules κ.ά.).

Περαιτέρω, η Cosco είναι κινεζική κρατική εταιρεία. Η έξωση ή ο περιορισμός της θα εκληφθεί ως διπλωματική ρήξη με το Πεκίνο, που μπορεί να επιφέρει αντίποινα σε Έλληνες εξαγωγείς ή προβλήματα με τις ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες που δραστηριοποιούνται  στην Ασία.

Όπως επισημαίνει ο κος Ιτιμούδης, «το ζήτημα είναι καθαρά πολιτικό. Υπάρχει, ωστόσο, και ένα πιθανό σενάριο τμηματικής αποχώρησης της εταιρείας, διατηρώντας κάποια συγκεκριμένα στοιχεία του λιμανιού, Κρίνοντας από την τροπή που πήραν τα πράγματα στον Παναμά, δεν είναι απίθανο να επέλθει και μια βίαιη ρήξη, ειδικά αν το απαιτήσουν οι ΗΠΑ.»

Εναλλακτικές στρατηγικές προσέγγισης

Υπάρχουν τρεις βασικές εναλλακτικές που εξετάζονται στην Αθήνα:

1. Σταδιακή «εθνικοποίηση» μέσω επαναδιαπραγμάτευσης

Η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να επιχειρήσει τη μερική επανάκτηση του ελέγχου του Πειραιά. Όμως αυτό θα απαιτήσει τεράστια πολιτική βούληση και κεφάλαια.

2. Ανάπτυξη νέου λιμένα

Λιμένες όπως το Λαύριο, η Καλαμάτα, η Πάτρα ή ακόμα και η Καβάλα μπορούν να εξελιχθούν σε εναλλακτικούς κόμβους, ανεξάρτητους από κινεζική επιρροή. Θα μπορούσε επίσης να γίνει ανάδειξη λιμένων που δεν ελέγχονται από τρίτες χώρες (π.χ. Αλεξανδρούπολη, Θεσσαλονίκη) με ενίσχυση σιδηροδρομικών συνδέσεων. Είναι όμως ένα μακροπρόθεσμο και δαπανηρό εγχείρημα.

3. Έμμεση συμμετοχή

Μέσω θεσμικών συνεργασιών όπως το Επιχειρηματικό Συμβούλιο Ινδίας-Ελλάδας-Κύπρου (IGC), η Ελλάδα μπορεί να αποκτήσει ρόλο στον IMEC ως επενδυτικός ή συντονιστικός κόμβος, ακόμη και αν δεν λειτουργεί ως κεντρικός διαμετακομιστικός σταθμός.

Η ΕΕ ή οι ΗΠΑ μπορούν να ενισχύσουν τη δημιουργία εναλλακτικών λιμένων, π.χ. μέσω επενδυτικών εργαλείων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) ή των αμερικανικών αναπτυξιακών οργανισμών (DFC).

Ωστόσο ο κος Ιτιμούδης επισημαίνει έναν σοβαρό περιορισμό: «Τα λιμάνια της Ελλάδας δεν έχουν τις υποδομές για να στηρίξουν μεγάλους όγκους. Επομένως, θα χρειαστεί ιδιαίτερη φροντίδα, επενδύσεις και τεχνογνωσία, προκειμένου η χώρα να αποκτήσει διαπραγματευτική ισχύ και ουσιαστικό ρόλο στον IMEC. […] Ο τομέας αυτός περιλαμβάνει τόσο ζητήματα ασφαλείας όσο και λογιστικής υποστήριξης, επομένως η διαπραγματευτική δύναμη της Ελλάδας θα εξαρτηθεί από τη θέλησή της να παίξει ένα σημαίνοντα ρόλο – από κει και πέρα οι επιλογές θα βρεθούν.»

Ωφέλεια ή ρίσκο;

Γεωστρατηγική αναβάθμιση: Ο Πειραιάς, ως πύλη της Ευρώπης, θα προσδώσει στη χώρα πρωταγωνιστικό ρόλο στο παγκόσμιο εμπόριο.

Εμβάθυνση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, την Ινδία και τις χώρες του Κόλπου: Η συμμετοχή στον IMEC μπορεί να μεταφραστεί σε νέα συμμαχικά και επενδυτικά σχήματα.

Αναπτυξιακή ώθηση: Δημιουργία θέσεων εργασίας, ανάπτυξη υποδομών και ενίσχυση εφοδιαστικών αλυσίδων.

Από την άλλη πλευρά, το ρίσκο είναι υπαρκτό. «Θα πρέπει να δούμε ποια εταιρεία θα ήθελε να εμπλακεί και να συνεχίσει το έργο της Cosco», λέει ο κος Ιτιμούδης, «διότι εάν δεν υπάρξει τέτοιο ενδιαφέρον, τότε οι Ιταλοί καραδοκούν να πάρουν όλο το μερίδιο της Ελλάδας στον άξονα αυτό. Επίσης πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο IMEC ξεπερνάει το καθαρά οικονομικό ζήτημα, είναι στρατηγικό. Επομένως, η Ελλάδα αργά ή γρήγορα θα αναγκαστεί να πάρει θέση.»

Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μια σπάνια, αλλά περίπλοκη γεωοικονομική πρόκληση. Ο αποκλεισμός του Πειραιά από τον IMEC φανερώνει το πόσο στενά αλληλένδετες είναι οι επενδύσεις με τις διεθνείς γεωπολιτικές ισορροπίες. Όπως επισημαίνει ο κος Ιτιμούδης, η χώρα δεν μπορεί πλέον να πατά σε δύο βάρκες.

Ο αποκλεισμός του Πειραιά λόγω κινεζικού ελέγχου δείχνει με σαφήνεια πως οι γεωπολιτικές ισορροπίες υπερισχύουν των απλών επενδυτικών σχεδίων.

Αν η Ελλάδα επιθυμεί ρόλο στον IMEC, θα πρέπει να αποφασίσει: ή θα επαναπροσδιορίσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς του Πειραιά με ρίσκο διπλωματικής έντασης ή θα χτίσει από την αρχή μια νέα εθνική στρατηγική λιμενικής ανάπτυξης, με μακροχρόνιο ορίζοντα και διεθνή στήριξη. Θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει δυτική πολιτική και οικονομική στήριξη, και να είναι διατεθειμένη να διαχειριστεί τις επιπτώσεις στη σχέση της με την Κίνα.

Το διακύβευμα είναι υψηλό. Αλλά και η προοπτική εξίσου μεγάλη.

Η ανάσταση της Ομορφιάς: Εμβαθύνοντας στο ντοκιμαντέρ του Ρότζερ Σκράττον «Why Beauty Matters»

Σε έναν κόσμο που μοιάζει να έχει χάσει την επαφή με το βαθύτερο νόημα της ζωής, όπου η επιφανειακή λάμψη και η φανταχτερή εμφάνιση συχνά κρύβουν το κενό που νιώθει η ψυχή, ο Ρότζερ Σκράττον, ένας από τους πιο σημαντικούς φιλοσόφους της εποχής μας, έρχεται να μας υπενθυμίσει κάτι βασικό: η ομορφιά έχει πραγματική αξία. Και όχι μόνο αυτό, αλλά είναι η βάση για μια ζωή γεμάτη νόημα, είναι η γέφυρα που μας ενώνει με το βαθύτερο νόημα της ύπαρξης.

Η ομορφιά ως αντίδοτο στην κρίση της εποχής μας

Το ντοκιμαντέρ «Why Beauty Matters» (Γιατί είναι σημαντική η ομορφιά) του BBC, δεν είναι απλά μια φιλοσοφική συζήτηση. Είναι μια δυνατή φωνή που αντιστέκεται στον θόρυβο μιας σύγχρονης κοινωνίας που συχνά αποστρέφεται την αρμονία και την τάξη. Ο φιλόσοφος Ρότζερ Σκράττον αναλύει πώς η μεταμοντέρνα τέχνη και αρχιτεκτονική, με την εμμονή τους στην πρόκληση και την αποδόμηση, έχουν οδηγήσει σε έναν αισθητικό και πνευματικό εκφυλισμό.

Ο Σκράττον υποστηρίζει ότι αν ρωτούσαμε οποιονδήποτε μορφωμένο άνθρωπο μεταξύ του 1750 και του 1930 ποιος ήταν ο σκοπός της ποίησης, της ζωγραφικής ή της μουσικής, η απάντηση θα ήταν απλή και ξεκάθαρη: η ομορφιά. Σύμφωνα με τον Σκράττον, τότε θεωρούνταν μια θεμελιώδης αξία, ισάξια με την αλήθεια και το καλό. Μια γέφυρα μεταξύ του πεπερασμένου και του αιωνίου, μια γλώσσα που ενώνει τον άνθρωπο με το θείο.

Η τέχνη και η αρχιτεκτονική δεν είναι ουδέτερες δραστηριότητες. Είναι καθρέφτες της ψυχής μας, αλλά και οδηγοί μας. Σε κάθε γωνιά των σύγχρονων πόλεων, βλέπουμε κτίρια που απορρίπτουν την κλασική συμμετρία, δομές που μοιάζουν να προκαλούν μάλλον παρά να ομορφαίνουν. Ο Σκράττον δεν καταδικάζει απλώς την αισθητική κρίση, αλλά αναδεικνύει τον βαθύτερο κίνδυνο: την αποξένωση από τις ρίζες μας και την απώλεια της σύνδεσης με κάτι μεγαλύτερο από εμάς.

Στιγμιότυπο οθόνης – Why Beauty Matters

 

Ωστόσο, στον 20ό αιώνα, αυτή η θέση άρχισε να αμφισβητείται. Η τέχνη στράφηκε προς την πρόκληση και την αποδόμηση των παραδοσιακών ηθικών αξιών. Το ζητούμενο δεν ήταν πια η ομορφιά, αλλά η πρωτοτυπία, ανεξαρτήτως ηθικού κόστους ή αισθητικής αρμονίας. Οι γλώσσες, η μουσική και οι κοινωνικοί μας τρόποι έγιναν όλο και πιο θορυβώδεις, εγωκεντρικοί και προκλητικοί – σαν να μην είχε θέση η ομορφιά στις ζωές μας.

Όπως σημειώνει, επικαλούμενος τον Όσκαρ Ουάιλντ, η τέχνη είναι «απολύτως άχρηστη», με την έννοια ότι η ομορφιά υπερβαίνει τη χρηστικότητα και τις πρακτικές ανάγκες. Ο άνθρωπος χρειάζεται τα «άχρηστα» πράγματα – την αγάπη, τη φιλία, τη λατρεία – όσο και τα χρήσιμα. Και το ίδιο ισχύει για την ομορφιά: είναι απαραίτητη για τη συναισθηματική και πνευματική μας ύπαρξη.

Στιγμιότυπο οθόνης – Why Beauty Matters

 

Για τον Πλάτωνα, η αγάπη για την ομορφιά ξεκινά από τον Έρωτα, αλλά ο σκοπός είναι να ξεπεράσουμε τη λαγνεία και να στραφούμε σε μια πνευματική ένωση. Αυτή η πορεία συχνά ξεκινά από τη σωματική έλξη, καθώς η ομορφιά στο ανθρώπινο πρόσωπο είναι μια ακτίνα αιωνιότητας, μια αντανάκλαση του θείου.

Αναγέννηση και πνευματική αναζήτηση μέσα από την ομορφιά

Το μήνυμα του Σκράττον είναι ξεκάθαρο: η επιστροφή στην ομορφιά δεν είναι μια συναισθηματική νοσταλγία ή μια αισθητική επιλογή, αλλά μια στάση που επηρεάζει τον πολιτισμό και τον τρόπο που δομείται ο δημόσιος βίος.

Σε έναν κόσμο που προάγει την ασχήμια, την παρακμή και τον εκφυλισμό ως μέσο κριτικής ή «προόδου», η απόφαση να δημιουργείς, να αναζητάς και να γιορτάζεις την ομορφιά είναι μια πράξη εσωτερικής ελευθερίας.

Αυτή η πράξη δεν φαίνεται με λόγια, αλλά μέσα από τη δημιουργία: την επιστροφή στην αρχιτεκτονική που σέβεται την κληρονομιά και το ανθρώπινο μέτρο, την τέχνη που ενώνει και εμπνέει αντί να χωρίζει και να αποξενώνει, την καθημερινή προσπάθεια να γεμίσουμε τον κόσμο μας με φως και νόημα.

Η ομορφιά, όπως λέει ο Σκράττον, είναι μια εμπειρία που μας υπερβαίνει. Είναι εκείνη η στιγμή που αισθανόμαστε κάτι πέρα από τον εαυτό μας, όταν η καρδιά και το πνεύμα μας αγγίζονται από κάτι ανείπωτο, κάτι που μας φέρνει πιο κοντά στο μυστήριο της ζωής.

Αυτή η αίσθηση κορυφώνεται μπροστά σε έργα όπως η Πιετά του Μιχαήλ Αγγέλου, ένα έργο που δεν δείχνει μόνο την καλλιτεχνική δεξιότητα, αλλά μεταφέρει ένα βαθύ μήνυμα θυσίας και ελπίδας που αγγίζει ακόμη και τον πιο σκεπτικιστή θεατή.

PhotoFires/Shutterstock

 

Είναι μια μορφή προσευχής χωρίς λόγια, μια γλώσσα της σιωπής που εκφράζει το ανεξήγητο και το ιερό. Μέσα από αυτήν, ο άνθρωπος συνδέεται με το αιώνιο και το άφθαρτο, βρίσκει νόημα και γαλήνη σε έναν κόσμο που συχνά μοιάζει χαοτικός και αδιάφορος.

Μια από τις πιο έντονες στιγμές του ντοκιμαντέρ είναι όταν ο Ρότζερ Σκράττον ρωτάει μοντέρνους ζωγράφους: «Γιατί είναι καλό το έργο σας;» Οι απαντήσεις ποικίλλουν, αλλά συχνά αποκαλύπτουν αποστασιοποίηση από την ουσία της δημιουργίας, σε αντίθεση με έναν παραδοσιακό γλύπτη που μεταδίδει την ουσία της ομορφιάς με σεβασμό και δέος. Αυτός ο σεβασμός στην αρμονία και τη βαθιά αισθητική αξία δεν είναι απλά θέμα γούστου, αλλά μια φιλοσοφική στάση ζωής.

Στιγμιότυπο οθόνης – Why Beauty Matters

 

Ο Σκράττον καλεί καλλιτέχνες και κοινό να ξαναβρούν το «γιατί» της τέχνης, και να την επανασυνδέσουν με την ομορφιά που αγγίζει την ψυχή και προσφέρει νόημα πέρα από το επιφανειακό.

Τελικά, το «Γιατί είναι σημαντική η ομορφιά» δεν είναι απλώς η έκφραση μιας βαθιάς πεποίθησης του Ρότζερ Σκράττον. Είναι μια πρόσκληση προς όλους εμάς. Μας καλεί να ξαναδούμε τον κόσμο όχι μόνο με τα μάτια μας, αλλά και με την ψυχή μας. Να επαναπροσδιορίσουμε τις αξίες μας, να ξαναβρούμε την αλήθεια και την αρμονία μέσα στην ομορφιά.

Σε έναν κόσμο γεμάτο θόρυβο, όπου η φθορά απειλεί να καλύψει το φως, η ομορφιά παραμένει η πιο ανθεκτική και ελπιδοφόρα φλόγα. Και το έργο του Σκράττον είναι η υπενθύμιση πως αυτή η φλόγα αξίζει να διατηρηθεί, να τροφοδοτηθεί, να αγαπηθεί.

 

 

 

 

Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ καλεί το ΚΚΚ να τερματίσει την εκστρατεία καταστολής του Φάλουν Γκονγκ

Εν όψει της 20ής Ιουλίου, ημερομηνίας που σηματοδοτεί την έναρξη της δίωξης του Φάλουν Γκονγκ στην Κίνα το 1999, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ καλεί το Πεκίνο να τερματίσει την εκστρατεία καταστολής της εν λόγω ομάδας.

«Επί 26 χρόνια, το ΚΚΚ διεξάγει εκστρατεία κατά των ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ και των οικογενειών τους», δήλωσε εκπρόσωπος του υπουργείου στην Epoch Times.

«Καλούμε εκ νέου το ΚΚΚ να σταματήσει την εκστρατεία καταστολής του Φάλουν Γκονγκ.»

Εκτιμάται ότι 70-100 εκατομμύρια άνθρωποι ασκούσαν το Φάλουν Γκονγκ στην Κίνα, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, με πολλούς να αποδίδουν στη διδασκαλία του και στις διαλογιστικές ασκήσεις τη βελτίωση της υγείας τους και την προσωπική τους ανάπτυξης.

Το καθεστώς, αρχικά υποστηρικτικό, θεώρησε τη δημοτικότητα της πρακτικής απειλή για την εξουσία του. Στις 20 Ιουλίου 1999 ξεκίνησε μια πανεθνική δίωξη, χρησιμοποιώντας καταναγκαστική εργασία, βασανιστήρια και άλλες μορφές κακοποίησης για να εξαναγκάσει τους ασκούμενους να εγκαταλείψουν την πίστη τους.

Μέχρι σήμερα, η ιστοσελίδα Minghui.org, πηγή συγκέντρωσης πληροφοριών για τη δίωξη του Φάλουν Γκονγκ, έχει επιβεβαιώσει χιλιάδες θανάτους βάσει μαρτυριών από πρώτο χέρι. Ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων είναι δύσκολο να επιβεβαιωθεί και πιθανότατα πολύ μεγαλύτερος, λόγω της έλλειψης διαφάνειας στην Κίνα. Επιπλέον, άγνωστος αριθμός ανθρώπων έχει δολοφονηθεί για τα όργανά τους, τροφοδοτώντας την επικερδή βιομηχανία μεταμοσχεύσεων του καθεστώτος, σύμφωνα με ανεξάρτητες έρευνες. Μια ανεξάρτητη δικαστική επιτροπή στο Λονδίνο το 2019 αποφάνθηκε ότι οι ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ ήταν η κύρια πηγή οργάνων.

Η Βουλή των Αντιπροσώπων στις ΗΠΑ ενέκρινε φέτος δύο νομοσχέδια για την καταπολέμηση των κατασταλτικών πρακτικών: τον Νόμο περί Προστασίας του Φάλουν Γκονγκ και τον Νόμο για τον Τερματισμό των Εξαναγκαστικών Αφαιρέσεων Οργάνων. Πέντε πολιτείες έχουν θεσπίσει νόμους που αποθαρρύνουν τους κατοίκους από τη λήψη μοσχευμάτων στην Κίνα.

Και τα δύο ομοσπονδιακά νομοσχέδια αναμένουν ενέργειες της Γερουσίας.

«Πρέπει να γίνει ψηφοφορία γι’ αυτό», είπε ο γερουσιαστής Ρικ Σκοτ στο αδελφό μέσο ενημέρωσης της Epoch Times, το NTD, σχετικά με τη νομοθεσία.

Τόνισε πως είναι «απαράδεκτο» το γεγονός ότι λαμβάνει χώρα αφαίρεση οργάνων.

Ο Σκοτ επεσήμανε τον πρόσφατο μυστηριώδη θάνατο Κινέζου φοιτητή ιατρικής που είχε συλλέξει μεγάλο όγκο αποδεικτικών στοιχείων για την αφαίρεση οργάνων στο νοσοκομείο όπου εργαζόταν.

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο. (Mandel Ngan/Pool/AFP μέσω Getty Images)

 

«Πρέπει να πούμε στην κινεζική κυβέρνηση ότι δεν θα το ανεχτούμε», είπε ο Σκοτ. Ο νυν υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, ο οποίος έχει εκφραστεί έντονα για τις κακοποιήσεις του καθεστώτος κατά του Φάλουν Γκονγκ, ήταν ο κύριος χορηγός του Νόμου Προστασίας της Φάλουν Γκονγκ στο προηγούμενο Κογκρέσο.

«Η κομμουνιστική Κίνα διεξάγει ατιμωρητί μια εκστρατεία εκτεταμένου κακού», είπε ο Ρούμπιο το 2024. «Οι ΗΠΑ δεν θα ανεχτούν αυτές τις πρακτικές.»

Τον Μάιο, ο Ρούμπιο δήλωσε ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα προωθήσει «με κάθε τρόπο» την ψήφιση του νόμου κατά των εξαναγκαστικών αφαιρέσεων οργάνων, σε ακρόαση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής.

Ο βουλευτής Μπράιαν Μπάμπιν περιέγραψε την εξαναγκαστική αφαίρεση οργάνων ως «κάτι που ξεπερνά την ανθρώπινη νόηση».

«Είναι ό,τι χειρότερο έχω ακούσει ποτέ», είπε στην Epoch Times στις 15 Ιουλίου. «Να υπάρχουν άνθρωποι στη φυλακή — αντιφρονούντες, κρατούμενοι συνείδησης, πολιτικοί κρατούμενοι – και το καθεστώς να γνωρίζει τις ομάδες αίματός τους, τους ιστούς τους, και κάποιος να παραγγέλνει ένα όργανο, και να μπαίνουν εκεί και να αναγκάζουν αυτό το άτομο να δώσει το όργανο, χάνοντας τη ζωή του.

«Είναι πέρα από ό,τι μπορώ να φανταστώ. Και είναι μια επιχείρηση δισεκατομμυρίων δολαρίων.»

Καταστολή στο έδαφος των ΗΠΑ

Η καταστολή των ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ σε άλλες χώρες, ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχει ενταθεί πρόσφατα, με εντολή του ηγέτη του κινεζικού καθεστώτος Σι Τζινπίνγκ το 2022, όπως έχουν δηλώσει πληροφοριοδότες.

Κύρια στοιχεία της νέας στρατηγικής, που ηγείται το υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας της Κίνας – φορέας που διεξάγει ξένες κατασκοπευτικές και υπονομευτικές δραστηριότητες – περιλαμβάνουν τη διάδοση παραπληροφόρησης για το Φάλουν Γκονγκ μέσω κοινωνικών μέσων και δυτικών ΜΜΕ. Άλλη τακτική είναι η όπλιση του νομικού συστήματος και σχετικών οργανισμών των ΗΠΑ κατά του Φάλουν Γκονγκ, καθώς και η παρακίνηση των αμερικανικών Αρχών να ξεκινήσουν έρευνες.

Σε μια υψηλού προφίλ υπόθεση, δύο Κινέζοι πράκτορες καταδικάστηκαν για απόπειρα δωροδοκίας υπαλλήλου της IRS ώστε να ακυρώσει την απαλλαγή φόρου του Shen Yun Performing Arts, μιας κλασικής κινεζικής ομάδας χορού και μουσικής που ιδρύθηκε από ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ για να παρουσιάσει την «Κίνα πριν τον κομμουνισμό».

Το σχέδιο αναχαιτίστηκε από μυστικούς πράκτορες του FBI.

Η κοινότητα του Φάλουν Γκονγκ έχει δεχτεί περισσότερες από 140 απειλές από το 2024, περιλαμβανομένων απειλών σωματικής βίας, βομβιστικών επιθέσεων και άλλων μορφών εκφοβισμού για τη διακοπή δραστηριοτήτων που ευαισθητοποιούν το κοινό για τη δίωξη.

Φέτος, μια ψευδής απειλή για βόμβα προκάλεσε την εκκένωση του Κέντρου Τεχνών John F. Kennedy στην Ουάσιγκτον, την ημέρα έναρξης των παραστάσεων του Shen Yun, προκαλώντας έντονο σχολιασμό από τον Λευκό Οίκο.

Ο βουλευτής Μάικλ ΜακΚολ, πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, δήλωσε ότι αυτή η επιθετικότητα είναι εγγενής στη φύση του καθεστώτος.

«Μισούν το Φάλουν Γκονγκ. Μισούν τους ανθρώπους που μιλούν για το πώς ήταν η Κίνα πριν από τον κομμουνισμό», είπε στο NTD.

Η προσπάθεια του καθεστώτος να εξάγει την καταστολή καθιστούν ακόμη πιο σημαντικό για τη Δύση να κατανοήσει το ζήτημα του Φάλουν Γκονγκ, δήλωσε ο Λέβι Μπρόουντ, εκτελεστικός διευθυντής του Κέντρου Πληροφόρησης Φάλουν Ντάφα.

«Το ζήτημα του Φάλουν Γκονγκ δεν αφορά πλέον μόνο τον τερματισμό των φρικτών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα. Αποτελεί επίσης δοκιμασία για το πώς οι δυτικές δημοκρατίες μπορούν να διατηρήσουν την κυριαρχία και την εθνική τους ασφάλεια μπροστά στην αδιάκοπη και όλο και πιο εξελιγμένη διακρατική καταστολή του ΚΚΚ», είπε σε δήλωσή του.

Εν όψει της ειρηνικής διαμαρτυρίας των ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ στην Ουάσιγκτον στις 17 Ιουλίου, ο βουλευτής Τζόνι Ολσέφσκι δήλωσε ευγνώμων προς όσους «αφιερώσουν τον χρόνο τους για να καταγγείλουν και ειρηνικά να σταθούν ενάντια» στις κακοποιήσεις που διαπράττει το καθεστώς.

«Είναι και το σωστό από την άποψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και για το «μακροπρόθεσμο συμφέρον της Αμερικής», είπε στο NTD. Οι νομοθέτες αυξάνουν το ενδιαφέρον τους για το εμπόριο ως πιθανό όπλο κατά των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Πεκίνου.

«Όλα πρέπει να αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα», είπε ο γερουσιαστής Τόμμυ Τάμπερβιλ στο NTD.

Ο βουλευτής Κρις Σμιθ. (Madalina Vasiliu/The Epoch Times)

 

Ο βουλευτής Κρις Σμιθ συμφώνησε, χαρακτηρίζοντας το εμπόριο «το μεγαλύτερο όπλο που έχουμε με μια εξαγωγική οικονομία όπως η Κίνα».

«Όπου υπάρχει θέληση, υπάρχει και τρόπος», παρατήρησε ο Σμιθ στην Epoch Times.

Αν, λόγω των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι κινεζικές εξαγωγές δεν βρίσκουν αγορές στις Ηνωμένες Πολιτείες, το καθεστώς θα αναγκαστεί να αλλάξει, πρόσθεσε.

Ψηφιακή πρόοδος με φυσικό κόστος: Το τίμημα της AI για τους υδάτινους πόρους των ΗΠΑ

Καθώς η τεχνητή νοημοσύνη (AI) μετασχηματίζει τον τρόπο λειτουργίας των επιχειρήσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες, η κατασκευή νέων κέντρων δεδομένων για την υποστήριξη των αυξημένων υπολογιστικών αναγκών οδηγεί σε κατασκευαστικό οργασμό. Παράλληλα, η εκτίναξη της ζήτησης για νερό –κυρίως για σκοπούς ψύξης των εγκαταστάσεων αυτών– προκαλεί ανησυχία σε πολίτες, τοπικές αρχές και ειδικούς της περιβαλλοντικής πολιτικής, ιδίως σε άνυδρες ή υδατικά επιβαρυμένες περιοχές.

Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε στην εφημερίδα The Epoch Times ο Σέρχιο Τόρο, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ανάλυσης αγοράς Aterio, στις ΗΠΑ λειτουργούν σήμερα 1.827 κέντρα δεδομένων, ενώ έχουν ανακοινωθεί άλλα 1.726 και βρίσκονται υπό κατασκευή 419. Εκατοντάδες από τα νέα αυτά κέντρα σχεδιάζονται ή ανεγείρονται σε περιοχές που αντιμετωπίζουν έλλειψη νερού ή παρατεταμένες ξηρασίες. Σύμφωνα με τον Τόρο, σε 10 πολιτείες με προβλήματα ύδρευσης σχεδιάζονται ή κατασκευάζονται 1.082 κέντρα, εκ των οποίων τα 437 βρίσκονται σε πολιτείες όπως η Νεβάδα, η Αριζόνα, το Τέξας, η Γιούτα, η Καλιφόρνια και το Κολοράντο.

Η ποσότητα νερού που απαιτείται εξαρτάται από το είδος του κέντρου. Τα υπερμεγέθη κέντρα, που εξυπηρετούν υπηρεσίες cloud και μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες, καταναλώνουν πολύ περισσότερη ενέργεια και νερό από τα μικρότερα «συνεγκατεστημένα» κέντρα. Κατά μέσο όρο, τα δεύτερα χρησιμοποιούν 25 χιλιάδες τόνους νερού ετησίως, ενώ τα πρώτα μπορεί να φτάσουν έως και τα 757 χιλιάδες τόνους.

Πέραν της ποσότητας, η ανησυχία εντείνεται από τον κίνδυνο ρύπανσης του εδάφους και του υπόγειου υδροφορέα από χημικά πρόσθετα που χρησιμοποιούνται στα συστήματα ψύξης. Ο Στιβ Ρόσας, πρόεδρος της εταιρείας Omega Environmental Services, δήλωσε στην Epoch Times πως έχουν αντιμετωπίσει περιπτώσεις ρύπανσης από βιοκτόνα, αναστολείς διάβρωσης και χημικές ουσίες κατά των αλάτων, οι οποίες παραμένουν στο περιβάλλον επί δεκαετίες.

Αντλία και σωλήνες ψύξης νερού στο Intergate.Manhattan, ένα κέντρο δεδομένων που ανήκει στην Sabey Data Center Properties. Νέα Υόρκη, στις 20 Μαρτίου 2013. (Stan Honda/AFP μέσω Getty Images)

 

Ο ίδιος προειδοποίησε ότι το κόστος απορρύπανσης μετά την κατασκευή μπορεί να φτάσει σε εκατομμύρια δολάρια και να απαιτήσει δεκαετίες, ενώ στάθηκε ιδιαίτερα στους κινδύνους από τις λεγόμενες «αιώνια χημικά» (PFAS), που εντοπίζονται σε πάνω από 600 σημεία υδροδότησης στην Καλιφόρνια. Όπως εξήγησε, αυτές οι ουσίες, λόγω της μη αναφλεξιμότητάς, χρησιμοποιούνται σε αφρούς πυρόσβεσης και ψυκτικά μέσα, συσσωρεύονται στους οργανισμούς και προκαλούν ορμονικές διαταραχές ακόμη και σε ελάχιστες συγκεντρώσεις. Τα περισσότερα διφασικά συστήματα ψύξης που χρησιμοποιούνται στα κέντρα δεδομένων περιέχουν PFAS, σύμφωνα με την Data Center Frontier.

Ο Ρόσας δήλωσε ότι η συμμόρφωση με τους κανονισμούς συχνά παραβλέπεται μέχρι να είναι πολύ αργά.

Ανάλογες ανησυχίες εξέφρασε και ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας στο Πανεπιστήμιο της Νεβάδα στο Λας Βέγκας, Στέφεν Λέμαν, επισημαίνοντας ότι στα περίχωρα της πόλης σχεδιάζονται μεγάλα κέντρα δεδομένων σε περιοχές με χαμηλό κόστος γης αλλά μεγάλη υδατική πίεση. Όπως ανέφερε, η καθημερινή κατανάλωση νερού σε τέτοιες εγκαταστάσεις μπορεί να φτάσει τα 19 χιλιάδες τόνους – ισοδύναμο με την κατανάλωση μιας πόλης με 20.000 έως 50.000 κατοίκους.

Ακόμη και οι πιο απλές λειτουργίες AI απαιτούν σημαντικές ποσότητες νερού. Έρευνα των Πανεπιστημίων Riverside και Texas Arlington έδειξε ότι για κάθε 10 έως 50 απαντήσεις μέσης έκτασης του ChatGPT καταναλώνεται το ισοδύναμο ενός μπουκαλιού νερού 500ml. Δεδομένου ότι η πλατφόρμα δέχεται πάνω από 5,2 δισεκατομμύρια επισκέψεις μηνιαίως, σύμφωνα με στοιχεία του Μαΐου από τη Semrush, οι συνολικές ανάγκες είναι τεράστιες.

Η χρήση νερού αφορά όχι μόνο τα ίδια τα συστήματα ψύξης, αλλά και την παραγωγή ενέργειας από μη ανανεώσιμες πηγές. Έκθεση του 2021 ανέφερε ότι έως και το 57% του νερού για ψύξη σε ορισμένες περιπτώσεις προέρχεται από πόσιμο νερό, και όχι από ανακυκλωμένες ή εναλλακτικές πηγές.

Τα λύματα υποβάλλονται σε επεξεργασία στο προκαταρκτικό στάδιο ανακύκλωσης στις εγκαταστάσεις του West Basin Municipal Water District στο Ελ Σεγκούντο. Καλιφόρνιας, στις 14 Σεπτεμβρίου 2015. (Robyn Beck/AFP μέσω Getty Images)

 

Αν και δεν είναι σαφές πόσα από τα νέα κέντρα εξυπηρετούν αποκλειστικά εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης, έκθεση της McKinsey & Company (2024) εκτιμά ότι η ζήτηση για εγκαταστάσεις που υποστηρίζουν AI αυξάνεται κατά 33% ετησίως μέχρι το 2030. Αυτή η πρόβλεψη ανησυχεί ειδικούς όπως ο Λέμαν, ο οποίος παρακολουθεί την ανάπτυξη κέντρων δεδομένων σε υδατικά επιβαρυμένες περιοχές όπως η νότια Νεβάδα, όπου έχουν ανακοινωθεί ή κατασκευάζονται 44 νέα κέντρα.

Ο ίδιος τόνισε ότι η διαφάνεια εκ μέρους των κατασκευαστών και ιδιοκτητών των εγκαταστάσεων είναι κρίσιμη για την αντιμετώπιση των ανησυχιών, προσθέτοντας πως η έντονη ανάπτυξη δημιουργεί ανταγωνισμό ανάμεσα στην αστική εξάπλωση, την πληθυσμιακή αύξηση και τις ανάγκες των υδροβόρων αυτών υποδομών.

Αντίστοιχα, ο Άρνολντ Πινκχάσοφ, μηχανικός λογισμικού στην OSLabs, επεσήμανε ότι η αυξημένη άντληση νερού μπορεί να μειώσει τα υπόγεια αποθέματα, να βλάψει την πανίδα και να οδηγήσει σε σύγκρουση με τη γεωργική χρήση. Πρόσθεσε επίσης ότι η θερμική ρύπανση –όταν το νερό επιστρέφει στο περιβάλλον σε υψηλότερες θερμοκρασίες– μπορεί να έχει επιπτώσεις στα οικοσυστήματα ποταμών και λιμνών.

Η ρύθμιση της χρήσης νερού από τα κέντρα δεδομένων παραμένει αποσπασματική. Ο Τζον Χούκιλ, επικεφαλής επικοινωνίας του Data Center Coalition, υποστήριξε ότι η βιομηχανία δεσμεύεται για υπεύθυνη διαχείριση, αν και οι ρυθμιστικοί κανόνες διαφέρουν σημαντικά από πολιτεία σε πολιτεία. Ανέφερε ότι πολλές εταιρείες επενδύουν σε τεχνολογίες όπως ψύξη χωρίς νερό, συστήματα κλειστού κυκλώματος και χρήση ανακυκλωμένου ή μη πόσιμου νερού.

Στη Βιρτζίνια, όπου βρίσκεται η μεγαλύτερη αγορά κέντρων δεδομένων στον κόσμο, δεν υπάρχει ενιαία κρατική ρύθμιση για την κατανάλωση νερού από τις εν λόγω εγκαταστάσεις. Η Πολιτειακή Βουλή είχε ψηφίσει το νομοσχέδιο HB 1601, που θα απαιτούσε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων πριν από την αδειοδότηση νέων κέντρων. Ωστόσο, ο κυβερνήτης Γκλεν Γιάνγκιν το απέρριψε τον Μάιο, υποστηρίζοντας ότι θα περιόριζε την ευελιξία των τοπικών κοινοτήτων και θα δημιουργούσε γραφειοκρατικά εμπόδια.

Η Amazon Web Services (AWS), ο μεγαλύτερος πάροχος cloud, έχει δεσμευθεί να είναι «υδατικά θετική» έως το 2030 – να επιστρέφει δηλαδή περισσότερα αποθέματα νερού απ’ όσα καταναλώνει. Εκπρόσωπός της δήλωσε στην Epoch Times ότι η εταιρεία εντείνει τη χρήση βιώσιμων πηγών, όπως η ανακύκλωση και η συλλογή βρόχινου νερού, και ήδη έχει επενδύσει σε υποδομές ανακύκλωσης στην Καλιφόρνια. Πρόσθεσε πως σε ποσοστό 90% του χρόνου, οι εγκαταστάσεις της στην Αμερική λειτουργούν χωρίς να καταναλώνουν νερό για ψύξη.

Ένα κέντρο δεδομένων της Amazon Web Services (AWS) διακρίνεται κοντά σε μονοκατοικίες στο Στόουν Ριτζ. Βιρτζίνια, στις 17 Ιουλίου 2024. (Nathan Howard/Getty Images)

 

Ενώ η εφαρμογή αυτών των μεθόδων εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα των τοπικών υποδομών, τους κανονισμούς και τα πρότυπα ποιότητας του νερού, ο εκπρόσωπος της AWS δήλωσε πραγματοποιούν διεξοδικές αξιολογήσεις σε κάθε τοποθεσία για να καθορίσουν βιώσιμες στρατηγικές διαχείρισης του νερού.

Επιπλέον, έργα αναπλήρωσης υδάτινων πόρων της AWS στις ΗΠΑ και διεθνώς αναμένεται να επιστρέφουν πάνω από 9 εκατ. τόνους νερού ετησίως στο περιβάλλον, μόλις ολοκληρωθούν. Η πρόοδος προς την επίτευξη του στόχου του 2030 φέρεται να έχει φτάσει το 53% το 2024, από 41% το προηγούμενο έτος.

Άλλες μεγάλες εταιρείες της τεχνολογίας έχουν ανακοινώσει προσπάθειες για τη μείωση της κατανάλωσης νερού στα εκτεταμένα συγκροτήματα κέντρων δεδομένων τους. Η Google χρησιμοποιεί ανακυκλωμένο ή μη πόσιμο νερό σε περισσότερο από το 25% των κέντρων δεδομένων της. Τον περασμένο Αύγουστο, η Microsoft παρουσίασε ένα νέο σχέδιο που δεν απαιτεί νερό για την ψύξη των εργασιών που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη στις εγκαταστάσεις της.

Τον Ιούνιο, η AWS ανακοίνωσε σχέδια για την επέκταση των προσπαθειών ανακύκλωσης νερού στα κέντρα δεδομένων σε περισσότερες από 120 τοποθεσίες της σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Της Autumn Spredemann

Η οικονομική πολιτική του Χαβιέρ Μιλέι: Υποσχέσεις, μέτρα και ανάπτυξη 7,6% στην Αργεντινή

Η οικονομία της Αργεντινής σημείωσε θεαματική ετήσια ανάπτυξη 7,6% το δεύτερο τρίμηνο του 2025, σηματοδοτώντας μια εντυπωσιακή ανάκαμψη μετά από χρόνια κρίσης.

Ο πρόεδρος Χαβιέρ Μιλέι, ένας ριζοσπαστικός φιλελεύθερος οικονομολόγος που ανέλαβε την εξουσία τον Δεκέμβριο 2023, εξελέγη με την υπόσχεση να ανατρέψει το οικονομικό μοντέλο της χώρας. Με φόντο έναν πληθωρισμό σε τροχιά υπερπληθωρισμού και μια οικονομία σε στασιμότητα, ο Μιλέι εφάρμοσε μέτρα λιτότητας-σοκ και μεταρρυθμίσεις ελεύθερης αγοράς. Το αποτέλεσμα ήταν μεν η ταχεία αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών, με βαρύ κοινωνικό κόστος.

Προεκλογικές υποσχέσεις: «Αλυσίδες» στην κρατική σπατάλη και δολάριο στην οικονομία

Ο Χαβιέρ Μιλέι ανέβηκε στην πολιτική σκηνή υποσχόμενος να αλλάξει ριζικά το οικονομικό κατεστημένο της Αργεντινής. Κεντρική του δέσμευση ήταν η πάταξη του ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – του «διαχρονικού δαίμονα» της αργεντίνικης οικονομίας – ακόμη και με δολαριοποίηση της οικονομίας και «ανατίναξη» της κεντρικής τράπεζας (BCRA), αν χρειαζόταν. Παράλληλα, ο αυτοχαρακτηριζόμενος «αναρχοκαπιταλιστής» υποσχόταν να συρρικνώσει δραστικά το «διογκωμένο» κράτος και να εξαλείψει το δημοσιονομικό έλλειμμα με επιθετικές περικοπές δαπανών – ένα σχέδιο που ο ίδιος παρουσίασε κρατώντας συμβολικά ένα αλυσοπρίονο στις προεκλογικές του εμφανίσεις. Επιγραμματικά, οι βασικές προεκλογικές εξαγγελίες Μιλέι για την οικονομία ήταν:

  • Μηδενισμός πληθωρισμού: Μέσω σκληρής νομισματικής πειθαρχίας και πιθανής υιοθέτησης του δολαρίου ως νομίσματος, καταργώντας την ανεξέλεγκτη κοπή πέσο. Ο Μιλέι είχε δεσμευτεί να «σκοτώσει τον πληθωρισμό» που έτρεχε με ετήσιο ρυθμό 211% το 2023.
  • Ριζικές περικοπές στο κράτος: Μείωση δημόσιων δαπανών με κατάργηση περιττών υπουργείων και φορέων, απόλυση δημοσίων υπαλλήλων και περικοπή επιδομάτων. Χαρακτηριστικά μιλούσε για «τσεκούρι» στη γραφειοκρατία και εκκαθάριση της κρατικής σπατάλης.
  • Ισοσκέλιση προϋπολογισμού: Άμεση εξάλειψη του πρωτογενούς ελλείμματος. Ο Μιλέι παρουσίαζε την αυστηρή λιτότητα ως αναγκαίο σοκ για να σταματήσει ο φαύλος κύκλος ελλειμμάτων και νομισματοποίησής τους μέσω της κεντρικής τράπεζας.
  • Απελευθέρωση οικονομίας: Κατάργηση των κεφαλαιακών και συναλλαγματικών ελέγχων, απελευθέρωση του εμπορίου και των τιμών, και προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Υποσχόταν ένα από τα «ελεύθερα οικονομικά» καθεστώτα παγκοσμίως, χωρίς προστατευτισμούς και γραφειοκρατικά εμπόδια.

Με απλά λόγια, ο Μιλέι προέβαλλε τον εαυτό του ως αντι-συστημικό μεταρρυθμιστή που θα έβαζε τέλος στον πληθωριστικό φαύλο κύκλο και την κρατική κακοδιαχείριση, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ρήξη με παραδοσιακές πρακτικές και θεσμούς (όπως η ίδια η κεντρική τράπεζα).

Από τις εξαγγελίες στην πράξη: Το σοκ της λιτότητας του «αλυσοπρίονου»

Μετά την εκλογή του, ο Μιλέι κινήθηκε αστραπιαία για να υλοποιήσει κεντρικά σημεία των δεσμεύσεών του. Αν και δεν προχώρησε άμεσα σε πλήρη δολαριοποίηση ή κλείσιμο της κεντρικής τράπεζας – λόγω πολιτικών και πρακτικών εμποδίων – επέλεξε μια εναλλακτική στρατηγική σταθεροποίησης. Συγκεκριμένα, καθιέρωσε μια εφάπαξ μεγάλη υποτίμηση του πέσο κατά 54% τον Δεκέμβριο 2023 (αμέσως μόλις ανέλαβε) και στη συνέχεια ένα καθεστώς μικρών ελεγχόμενων υποτιμήσεων ~2% τον μήνα. Με αυτόν τον τρόπο, αγκύρωσε την ισοτιμία του πέσο σε σχετικά σταθερά επίπεδα, χρησιμοποιώντας το ως εργαλείο για να συγκρατήσει τις προσδοκίες πληθωρισμού. Η πλήρης επίσημη δολαριοποίηση ανεστάλη προσωρινά, με τον ίδιο να υπόσχεται ότι «τελικώς πέσο και δολάριο θα συνυπάρχουν ελεύθερα» σε ισοτιμία αγοράς, μόλις σταθεροποιηθεί η κατάσταση.

Παράλληλα, στον δημοσιονομικό τομέα, ο Μιλέι εφάρμοσε αυτό που ονομάστηκε «θεραπεία-σοκ» λιτότητας. Μέσα σε λίγες ημέρες από την ορκωμοσία του, η κυβέρνησή του ανακοίνωσε περικοπές δαπανών ύψους περίπου 6% του ΑΕΠ – ένα επίπεδο πρωτόγνωρο – προκειμένου να μηδενίσει το έλλειμμα άμεσα . Ο νέος υπουργός Οικονομίας, Λουίς Καπούτο, εξήγγειλε βαθιές περικοπές σε μισθούς και συντάξεις (πάγωμα αυξήσεων κάτω από τον πληθωρισμό), ακύρωση δημοσίων έργων, μείωση μεταβιβάσεων σε περιφέρειες και κατάργηση επιδοτήσεων σε λογαριασμούς ενέργειας και μεταφορών. Ταυτόχρονα, ο νέος διοικητής της κεντρικής τράπεζας (BCRA) διέκοψε την έκδοση βραχυπρόθεσμων ομολόγων που διόγκωναν τη νομισματική βάση και – το κυριότερο – σταμάτησε πλήρως τη χρηματοδότηση του κράτους μέσω τύπωσης χρήματος.

Μερικά από τα βασικά μέτρα οικονομικής πολιτικής που έθεσε σε εφαρμογή ο Μιλέι τον πρώτο χρόνο είναι συνοπτικά τα εξής:

  • Δραστική μείωση δημοσίων δαπανών: Οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν κατά περίπου 27-30% το 2024. Αυτό επετεύχθη με την κατάργηση ή συγχώνευση υπουργείων (καταργήθηκαν ή υποβαθμίστηκαν περισσότερα από 12 υπουργεία, όπως το υπουργείο Πολιτισμού, ενώ περιορίστηκαν χρηματοδοτήσεις σε πανεπιστήμια και έρευνα), την απόλυση δεκάδων χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων και το «πάγωμα» προσλήψεων. Επιδοτήσεις σε ενέργεια και μεταφορές κόπηκαν, ενώ κρατικοί οργανισμοί (π.χ. εθνικό ινστιτούτο θεάτρου, κρατικό πρακτορείο ειδήσεων) έκλεισαν. Ως συνέπεια, ο προϋπολογισμός πέρασε σε πλεόνασμα για πρώτη φορά μετά από 12 χρόνια – ήδη από τον Ιανουάριο 2024 καταγράφηκε πρωτογενές πλεόνασμα και αυτό συνεχίστηκε κάθε μήνα. Για το 2025 προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα ~1,6% του ΑΕΠ (έναντι στόχου 1,3% του ΔΝΤ).
  • Νομισματική σταθεροποίηση και τιθάσευση πληθωρισμού: Μετά την αρχική μεγάλη υποτίμηση του πέσο, η κεντρική τράπεζα υιοθέτησε ένα νέο πλαίσιο συναλλαγματικής ισοτιμίας με ελεγχόμενες μικρές μηνιαίες διολισθήσεις. Παρά τον σκεπτικισμό πολλών αναλυτών, η στρατηγική αυτή – σε συνδυασμό με το δημοσιονομικό «φρένο» – οδήγησε σε κατακόρυφη πτώση του μηνιαίου πληθωρισμού: από 25,5% τον Δεκέμβριο 2023 σε μόλις 2-3% το φθινόπωρο του 2024, το χαμηλότερο επίπεδο τριετίας. Έτσι, ο ετήσιος πληθωρισμός το 2024 συγκρατήθηκε στο 118% (έναντι 211% το 2023), πολύ χαμηλότερα από τις αρχικές προβλέψεις που φοβούνταν εκ νέου υπερπληθωρισμό. Η μείωση του πληθωρισμού υπήρξε κρίσιμη για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της κυβέρνησης στα μάτια του κοινού.
  • Απελευθέρωση αγορών και επενδυτικά κίνητρα: Η κυβέρνηση Μιλέι κατήργησε εσπευσμένα διάφορες ρυθμίσεις και ελέγχους τιμών που θεωρούσε ότι στρέβλωναν την αγορά. Για παράδειγμα, ανέστειλε τον νόμο περί ελέγχου των ενοικίων στα ακίνητα (rent control) ήδη από τον Δεκέμβριο 2023, που είχε κατηγορηθεί ότι αποθάρρυνε τους ιδιοκτήτες από το να διαθέτουν κατοικίες. Επίσης καταργήθηκαν άμεσα οι περισσότερες τιμολογιακές ρυθμίσεις σε βασικά αγαθά (π.χ. έλεγχοι τιμών τροφίμων), επιτρέποντας στις τιμές να διαμορφωθούν ελεύθερα και να αρθούν οι «στρεβλώσεις σχετικών τιμών» στην οικονομία. Το άνοιγμα της οικονομίας ενισχύθηκε και με μείωση φορολογικών και δασμολογικών επιβαρύνσεων: σταδιακά μειώθηκαν ή καταργήθηκαν ad hoc φόροι και δασμοί στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και στις εισαγωγές, που προηγουμένως δημιουργούσαν ένα δαιδαλώδες σύστημα πολλαπλών ισοτιμιών και φόρων.
  • Άρση κεφαλαιακών ελέγχων και προσέλκυση συναλλάγματος: Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την εμπιστοσύνη των επενδυτών ήταν οι αυστηροί έλεγχοι συναλλάγματος και κεφαλαίων που κληρονόμησε η κυβέρνηση. Ο Μιλέι αρχικά διατήρησε προσωρινά πολλούς από αυτούς τους περιορισμούς (παρά τις περί του αντιθέτου προσδοκίες) προκειμένου να αποφύγει απότομο σοκ στην αγορά. Ωστόσο, μετά από 16 μήνες σφιχτής πολιτικής και καθώς εξαντλούνταν τα αποθέματα ξένου συναλλάγματος, η κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε ένα νέο πακέτο διάσωσης $20 δισ. με το ΔΝΤ (ανακοινώθηκε τον Ιούνιο 2025), το οποίο της έδωσε περιθώριο να ξεκινήσει την άρση των capital controls. Πράγματι, με τη στήριξη αυτή, ανακοινώθηκε η κατάργηση της πλειονότητας των περιορισμών στη διακίνηση κεφαλαίων και συναλλάγματος – ένα τολμηρό βήμα που τερματίζει 6 χρόνια αυστηρών ελέγχων και επιτρέπει πλέον πιο ελεύθερες μεταφορές χρημάτων στο εξωτερικό. Παράλληλα, ήδη από το 2024 είχε τεθεί σε εφαρμογή φορολογική αμνηστία για κρυμμένα δολάρια: προσφέρονταν κίνητρα στους Αργεντίνους να δηλώσουν και να επαναπατρίσουν τις αποταμιεύσεις τους σε δολάρια. Το σχέδιο αυτό απέδωσε περίπου $19 δισ. νέων καταθέσεων στις τράπεζες της χώρας μέχρι τον Οκτώβριο 2024, ενισχύοντας πολύτιμα τα λιγοστά συναλλαγματικά αποθέματα.

Με αυτά τα μέτρα, ο Μιλέι πραγματοποίησε μεγάλο μέρος των προεκλογικών του δεσμεύσεων: πέτυχε άμεσα πρωτογενές πλεόνασμα, περιόρισε δραματικά τον πληθωρισμό και άρχισε να ανοίγει την οικονομία στο διεθνές κεφάλαιο. Ωστόσο, κάποιες εξαγγελίες υλοποιήθηκαν μερικώς ή σταδιακά: η πλήρης δολαριοποίηση και η οριστική κατάργηση της κεντρικής τράπεζας δεν έγιναν (αντίθετα η BCRA συνεχίζει να λειτουργεί, υπό νέα διοίκηση), ενώ οι συναλλαγματικοί έλεγχοι αφαιρούνται προσεκτικά και βήμα-βήμα αντί μονομιάς, με μία κίνηση-σοκ . Η κυβέρνηση προτίμησε μια ελεγχόμενη μετάβαση ώστε να διασφαλίσει σταθερότητα – αναγνωρίζοντας ίσως ότι χωρίς επαρκή αποθέματα δολαρίων, μια απότομη δολαριοποίηση ή άρση ελέγχων θα μπορούσε να τινάξει το πρόγραμμα στον αέρα .

Κοινωνικές επιπτώσεις και «κόστος» του σοκ

Τα οφέλη της πολιτικής Μιλέι σε μακροοικονομικό επίπεδο συνοδεύτηκαν από σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις βραχυπρόθεσμα. Η ύφεση του 2024 ήταν σφοδρή: το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά -1,8% το 2024 (πρώτο έτος Μιλέι), καθιστώντας την Αργεντινή τη μόνη χώρα της Λ. Αμερικής σε ύφεση εκείνη τη χρονιά. Ουσιαστικά, η οικονομική δραστηριότητα επέστρεψε στα επίπεδα του Αυγούστου 2023, πριν την εκλογή Μιλέι. Οι δραστικές περικοπές δαπανών «φρέναραν» απότομα την εσωτερική ζήτηση: η ιδιωτική κατανάλωση βυθίστηκε (μείωση ~20% εντός 2024), ενώ το «πάγωμα» δημοσίων έργων άφησε ημιτελή έργα και προκάλεσε απώλεια ~200.000 θέσεων εργασίας στον κατασκευαστικό κλάδο.

Η ανεργία παρουσίασε άνοδο, καθώς τόσο ο δημόσιος όσο και ο ιδιωτικός τομέας περιόρισαν το προσωπικό. Χιλιάδες εργαζόμενοι του δημοσίου απολύθηκαν, ενώ στον ιδιωτικό τομέα η ύφεση και η ακριβότερη πίστωση έφεραν λουκέτα σε επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα στοιχεία ανεργίας δεν έχουν ανακοινωθεί στο σύνολο αυτής της περιόδου στα διεθνή ρεπορτάζ, ωστόσο αναφέρεται γενικά ότι η ανεργία αυξήθηκε το 2024 και οι πραγματικοί μισθοί σημείωσαν πτώση. Πολλοί εργαζόμενοι είδαν το εισόδημά τους να ροκανίζεται από τον πληθωρισμό, αφού οι αυξήσεις μισθών καθηλώθηκαν κάτω από το επίπεδο τιμών.

Το μεγαλύτερο βάρος έπεσε στα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα. Τα φιλόδοξα βήματα δημοσιονομικής εξυγίανσης «κόστισαν» ιδιαίτερα στους ευάλωτους: οι συνταξιούχοι υπέστησαν πραγματικές μειώσεις στις συντάξεις τους, καθώς οι αυξήσεις δεν κάλυψαν τον πληθωρισμό και η μέση κατώτατη σύνταξη βρίσκεται πλέον μόλις στα ~$300 μηνιαίως . Συνταξιούχοι διαμαρτύρονται συχνά ότι «τους οδηγούν στην εξαθλίωση», με ορισμένους να διερωτώνται αν «θέλουν να μας πεθάνουν» όπως ανέφεραν σε διαδηλώσεις. Τα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας και τα προγράμματα στήριξης μειώθηκαν, ενώ οργανισμοί πολιτισμού και κοινωνικών υπηρεσιών έκλεισαν, αφήνοντας κενά σε παροχές.

Η φτώχεια εκτινάχθηκε σε επίπεδα-ρεκόρ δύο δεκαετιών. Το ποσοστό του πληθυσμού κάτω από το όριο φτώχειας αυξήθηκε από ~40% το 2023 σε πάνω από 50% το 2024. Συγκεκριμένα, καταγράφηκε 53% φτώχεια το πρώτο εξάμηνο 2024 – αύξηση 13 ποσοστιαίων μονάδων σε λίγους μήνες, η μεγαλύτερη άνοδος εδώ και 20 χρόνια . Μέχρι το τέλος του 2024 υπήρξε μια μικρή υποχώρηση στο ~50%, αλλά αυτό οφείλεται κυρίως στην υποχώρηση του πληθωρισμού που περιόρισε την περαιτέρω διολίσθηση εισοδημάτων, ενώ η ακραία φτώχεια παρέμεινε αυξημένη με πάνω από 6 εκατομμύρια ανθρώπους σε συνθήκες εξαθλίωσης.

Αξιοσημείωτο είναι ότι, παρά την κοινωνική πίεση, δεν ξέσπασε εκτεταμένη κοινωνική αναταραχή ή «λαϊκή εξέγερση», όπως προέβλεπαν πολλοί αναλυτές όταν ανακοινώθηκαν τα μέτρα. Η κοινωνική ειρήνη διατηρήθηκε σχετικώς, γεγονός που αποδίδεται σε δύο κυρίως λόγους:

  1. Διαχείριση προσδοκιών: Ο ίδιος ο Μιλέι είχε προειδοποιήσει τους πολίτες ότι «τα πράγματα θα χειροτερέψουν πριν βελτιωθούν» – προετοιμάζοντάς τους ψυχολογικά για θυσίες . Έτσι, μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, κουρασμένο από χρόνια κρίσης, αποδέχθηκε το αρχικό σοκ με σχετική ανοχή, ελπίζοντας σε μελλοντική ανάκαμψη.
  2. Πολιτική συγκυρία: Η αντιπολίτευση (κυρίως οι περονιστές) βρισκόταν σε αποδιοργάνωση και χωρίς ισχυρή φωνή διαμαρτυρίας, ενώ η νέα δεξιά ηγεσία βρήκε διεθνή στηρίγματα. Η έλλειψη αξιόπιστης εναλλακτικής και η κόπωση από τις προηγούμενες αποτυχημένες πολιτικές έκανε πολλούς να δώσουν πίστωση χρόνου στον Μιλέι. Την ίδια ώρα, ο Μιλέι κέρδισε πόντους δημοτικότητας παρουσιάζοντας τη μείωση του πληθωρισμού ως εθνικό επίτευγμα – κάτι που πράγματι συντήρησε τη δημοτικότητά του γύρω στο 50% παρά τη λιτότητα.

Βέβαια, προς τα μέσα του 2025, καθώς η χώρα έβγαινε από την ύφεση, τα συνδικάτα άρχισαν να κινητοποιούνται: οι μεγαλύτερες εργατικές ενώσεις εξήγγειλαν γενική απεργία 36 ωρών σε ένδειξη διαμαρτυρίας, ζητώντας αυξήσεις και διαμαρτυρόμενες για τη συρρίκνωση των μισθών. Οι συνταξιούχοι συνέχισαν τις εβδομαδιαίες διαδηλώσεις τους για τις χαμηλές συντάξεις. Το φθινόπωρο του 2024 και το 2025, μικρότερης έκτασης διαδηλώσεις φοιτητών και δημοσίων υπαλλήλων έλαβαν χώρα, χωρίς όμως να πάρουν μαζικό χαρακτήρα. Γενικά, η κοινωνία εμφανίζεται κουρασμένη αλλά συγκρατημένη, δίνοντας στον Μιλέι χρόνο να αποδείξει ότι η «θεραπεία» του θα φέρει αποτέλεσμα.

Επιστροφή στην ανάπτυξη: 7,6% αύξηση ΑΕΠ και μακροοικονομικά αποτελέσματα

Παρά την αρχική ύφεση, η οικονομία της Αργεντινής άρχισε να ανακάμπτει εντός του 2024, καθώς σταθεροποιήθηκαν οι μακροοικονομικές συνθήκες. Ήδη τον Δεκέμβριο 2024, η οικονομική δραστηριότητα είχε αυξηθεί κατά 5,5% σε ετήσια βάση σε σχέση με τον καταστροφικό Δεκέμβριο 2023. Από τον Απρίλιο του 2024 σημειώθηκε μια τάση συνεχούς μηνιαίας ανόδου στη δραστηριότητα (8 διαδοχικοί μήνες αύξησης μέχρι τέλος του έτους) . Αυτή η δυναμική επιταχύνθηκε το 2025. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το ΑΕΠ του β΄ τριμήνου του 2025 αυξήθηκε κατά 7,6% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Πρόκειται για τον ταχύτερο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης των τελευταίων τριών ετών και υψηλότερο από τις προβλέψεις των αναλυτών.

Για παράδειγμα, μόνο τον Απρίλιο 2025 η οικονομική δραστηριότητα (δείκτης EMAE) αυξήθηκε κατά 7,7% σε ετήσια βάση – ξεπερνώντας τις προβλέψεις (6,6%) και συνεχίζοντας την ανοδική της πορεία μετά από +5,4% τον Μάρτιο . Η άνοδος ήταν σχεδόν γενικευμένη στους τομείς: ο χρηματοπιστωτικός τομέας εκτινάχθηκε κατά +28,4% (ευνοούμενος από την ομαλοποίηση των αγορών χρήματος), ενώ και οι κατασκευές ανέκαμψαν με +17,1% τον Απρίλιο  αντιστρέφοντας μέρος των απωλειών του 2024. Εννέα από τους δεκαπέντε βασικούς κλάδους της οικονομίας σημείωσαν αύξηση στο τέλος του 2024 και τις αρχές του 2025, με το εμπόριο/λιανική να ανεβαίνει ~7% μετά από μεγάλο διάστημα ύφεσης. Αντίθετα, μεμονωμένοι κλάδοι όπως η αλιεία παρέμειναν σε πτώση (π.χ. -25%) λόγω ειδικών παραγόντων.

Πώς συνδέεται αυτή η ανάκαμψη με τις πολιτικές Μιλέι; Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η σταθεροποίηση που επήλθε από το σοκ λιτότητας και τη μείωση του πληθωρισμού απελευθέρωσε δυνάμεις ανάπτυξης που ήταν μπλοκαρισμένες. Καθώς ο πληθωρισμός υποχώρησε σε φυσιολογικά επίπεδα (για τα δεδομένα της Αργεντινής) γύρω στο 2-3% το μήνα, οι μισθοί ανέκτησαν μέρος της αγοραστικής τους δύναμης και η κατανάλωση άρχισε δειλά να βελτιώνεται στα τέλη 2024. Επιπλέον, το τέλος της αβεβαιότητας για υπερπληθωρισμό ή στάση πληρωμών βελτίωσε το οικονομικό κλίμα: οι ομολογιακές αγορές αντέδρασαν θετικά, με τα ομόλογα να ανακάμπτουν σημαντικά, και ο δείκτης country-risk (ρίσκου χώρας) της JP Morgan έπεσε από τις ~2000 μονάδες στο ~750, το χαμηλότερο επίπεδο 5ετίας. Αυτό αποκατέστησε την εμπιστοσύνη των επενδυτών ότι η Αργεντινή απομακρύνεται από το φάσμα της χρεοκοπίας.

Η άρση πολλών εμποδίων (π.χ. ενοποίηση συναλλαγματικών ισοτιμιών, ευκολότερες εισαγωγές πρώτων υλών) έδωσε ώθηση στην παραγωγή. Βιομηχανία και εμπόριο γύρισαν σε θετική τροχιά, καθώς απελευθερώθηκαν οι τιμές και βελτιώθηκε η διαθέσιμη ρευστότητα στην αγορά. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση σημείωσε ότι η ιδιωτική επένδυση απογειώθηκε: προβλέπεται αύξηση 22,7% στις ιδιωτικές επενδύσεις το 2025 – εν μέρει αποτέλεσμα της αυξημένης εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων στο νέο οικονομικό μοντέλο. Πράγματι, με τον πληθωρισμό να πέφτει και τις προοπτικές σταθερές, πολλοί επιχειρηματίες που κρατούσαν στάση αναμονής φαίνεται πως ξεκίνησαν έργα και αγορές που είχαν παγώσει τα προηγούμενα χρόνια. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η επιστροφή των καταθέσεων: η προσέλκυση των «δολαρίων στρώματος» (αποταμιεύσεων που οι πολίτες έκρυβαν εκτός τραπεζών) ενίσχυσε τις τράπεζες και διευκόλυνε τη χρηματοδότηση της οικονομίας.

Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην ισοτιμία του πέσο: μέσα στο 2024, το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ της επίσημης ισοτιμίας και της «παράλληλης» (μαύρης αγοράς) μειώθηκε κατά ~44% , ένδειξη ότι η αγορά άρχισε να εμπιστεύεται πως το νόμισμα δεν θα βρεθεί σε νέα ελεύθερη πτώση. Πράγματι, το πέσο σταθεροποιήθηκε γύρω στο 1 USD = 980 ARS στα τέλη του 2024 και διατηρείται σχετικά σταθερό (~1.200 ARS) το 2025 . Η σταθερότητα αυτή, σε συνδυασμό με τα υψηλά επιτόκια, ενθάρρυνε την επιστροφή των καταθέσεων και περιόρισε τη φυγή κεφαλαίων. Επίσης, η σύγκλιση των ισοτιμιών εξαφάνισε πολλά στραβά κίνητρα: για παράδειγμα, πλέον δεν συμφέρει το κερδοσκοπικό παιχνίδι αγοράς δολαρίων στη φθηνή επίσημη τιμή και πώλησής τους στη μαύρη αγορά, κάτι που παλαιότερα τροφοδοτούσε την υποτίμηση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ανάπτυξη 7,6% του 2025 αντανακλά και φαινόμενο «βάσης»: δηλαδή, η οικονομία αναπτύσσεται ταχύτερα επειδή συγκρίνεται με το χαμηλό σημείο του 2024. Ωστόσο, ακόμη και λαμβάνοντας αυτό υπ’ όψιν, οι προβλέψεις οργανισμών παραμένουν θετικές. Η κυβέρνηση, στο σχέδιο προϋπολογισμού 2026, εκτιμά ότι το συνολικό ΑΕΠ θα αυξηθεί ~5,2% το 2025 , ενώ ανεξάρτητες εκτιμήσεις (π.χ. BBVA Research) κάνουν λόγο για ανάπτυξη 5-5,5% φέτος. Αυτό σημαίνει ότι μετά την εκτόξευση λόγω ανάκαμψης, η οικονομία αναμένεται να συνεχίσει σε υγιή ανάπτυξη άνω του παγκόσμιου μέσου όρου. Σημαντικό επίσης είναι ότι η ανάπτυξη αυτή φαίνεται ισόρροπη: τόσο οι τομείς αγαθών (βιομηχανία, γεωργία) όσο και οι υπηρεσίες παρουσιάζουν άνοδο, με την ιδιωτική κατανάλωση να ενισχύεται ~7% και ακόμη και τη δημόσια κατανάλωση – παρά τις περικοπές – να αυξάνεται ελαφρά (~5%), χάρη στη βελτίωση της αποδοτικότητας των δαπανών.

Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι η άνθηση των εισαγωγών: Καθώς η οικονομία ανέκαμψε και οι έλεγχοι στο εμπόριο χαλάρωσαν, οι εισαγωγές αγαθών εκτοξεύθηκαν (αναμένεται +25% το 2025). Αυτό εν μέρει αντανακλά αύξηση επενδύσεων (εισαγωγή μηχανημάτων, υλικών) αλλά και ισχυρή ζήτηση των καταναλωτών για προϊόντα που δεν βρίσκονταν εύκολα τα προηγούμενα χρόνια. Αντίστοιχα, οι εξαγωγές προβλέπεται να αυξηθούν πιο μετριοπαθώς (+3,7%), κάτι που μειώνει το εμπορικό πλεόνασμα (εκτιμάται ~$4,9 δισ. το 2025) αλλά υποδηλώνει μια εσωστρεφή, επενδυτική φάση της ανάπτυξης: η χώρα εισάγει κεφαλαιουχικά αγαθά και καταναλώνει, επενδύοντας για το μέλλον.

Προκλήσεις και βιωσιμότητα: Θα διατηρηθεί το «θαύμα»;

Παρότι οι μέχρι τώρα ενδείξεις είναι ενθαρρυντικές, πολλοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η βιωσιμότητα της ανάκαμψης δεν είναι εγγυημένη και εξαρτάται από προσεκτικούς χειρισμούς στο εξής. Βασικό ερώτημα αποτελεί το συναλλαγματικό καθεστώς και ο κίνδυνος ενός απότομου σοκ στο νόμισμα. Η στρατηγική Μιλέι να χρησιμοποιήσει το πέσο ως άγκυρα αποπληθωρισμού (περιορίζοντας την υποτίμησή του) πέτυχε βραχυπρόθεσμα, όμως έχει οδηγήσει σε υπερτίμηση του νομίσματος τώρα που ο πληθωρισμός, αν και μειωμένος, παραμένει πάνω από το 20-30% ετησίως. Με άλλα λόγια, οι τιμές σε δολάρια των αργεντίνικων προϊόντων έχουν αυξηθεί πολύ: χαρακτηριστικά, ένα Big Mac στην Αργεντινή κοστίζει ~60% ακριβότερα απ’ ό,τι στις ΗΠΑ (ενώ πριν ένα χρόνο ήταν φθηνότερο). Αυτό κάνει την Αργεντινή ακριβό μέρος τόσο για τους τουρίστες όσο και για τους εισαγωγείς ξένων χωρών. Ήδη παρατηρείται κύμα Αργεντίνων τουριστών προς τις γειτονικές χώρες (Βραζιλία, Χιλή), διότι βρίσκουν εκεί αγαθά και υπηρεσίες φτηνότερα απ’ ό,τι στην εγχώρια αγορά. Αντίστροφα, οι ξένοι τουρίστες βρίσκουν ακριβή την Αργεντινή – μια αντιστροφή της τάσης που επικρατούσε επί χρόνια με το υποτιμημένο πέσο. Πέραν του τουρισμού, μια ισχυρή ισοτιμία ενέχει κίνδυνο να πιέσει τις εξαγωγές και τη βιομηχανία, καθώς τα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα γίνονται ακριβότερα διεθνώς. Ο ίδιος ο Μιλέι αναγνώρισε τον κίνδυνο, παραδεχόμενος ότι ένα πολύ ισχυρό πέσο μπορεί να «στραγγαλίσει» την εγχώρια παραγωγή και να αποθαρρύνει επενδυτές, ενώ αυξάνει την πιθανότητα ενός απότομου κραχ στην ισοτιμία αν μεταβληθούν οι προσδοκίες.

Συνδεδεμένος είναι ο κίνδυνος του λεγόμενου carry trade: πολλοί επενδυτές εκμεταλλεύτηκαν τον συνδυασμό υψηλών επιτοκίων σε πέσο και σταθερής ισοτιμίας, δανειζόμενοι φθηνά δολάρια και επενδύοντας σε κρατικά έντοκα γραμμάτια ή καταθέσεις σε πέσο για γρήγορο κέρδος. Αυτό είναι μεν ψήφος εμπιστοσύνης βραχυπρόθεσμα, αλλά αντιστρέφεται απότομα αν οι αγορές πιστέψουν ότι το πέσο θα υποτιμηθεί ή αν αρθούν οι έλεγχοι. Καθώς πλησιάζουν οι ενδιάμεσες βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου 2025, ο Μιλέι έχει προαναγγείλει ότι μετά από αυτές θα χαλαρώσει περαιτέρω τους εναπομείναντες ελέγχους και θα επιτρέψει πλήρως την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων. Οι αγορές όμως προτρέχουν – ενδέχεται να αρχίσουν να ρευστοποιούν αυτές τις τοποθετήσεις (unwind) νωρίτερα, φοβούμενες ενδεχόμενη διολίσθηση του νομίσματος. Αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει πιέσεις στο πέσο και εκροές κεφαλαίων τους επόμενους μήνες, δοκιμάζοντας τις αντοχές του οικονομικού μοντέλου.

Ένας ακόμα παράγοντας είναι η στήριξη του ΔΝΤ και η διαχείριση του χρέους. Η συμφωνία των ~$20 δισ. με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προσφέρει ανακούφιση, αλλά δεν έχει οριστικοποιηθεί πλήρως (αποτελεί staff-level agreement που χρειάζεται έγκριση του διοικητικού συμβουλίου). Το ΔΝΤ, μολονότι εξήρε την «εντυπωσιακή πρόοδο» της Αργεντινής στη σταθεροποίηση με ένα πρόγραμμα λιτότητας σκληρότερο και από τις δικές του συνταγές, παραμένει επιφυλακτικό λόγω του ιστορικού της χώρας ως μεγαλύτερου οφειλέτη του. Αν η εκταμίευση των κεφαλαίων καθυστερήσει ή αν οι όροι δεν εκπληρώνονται, υπάρχει ο φόβος ότι η σκληρά κερδισμένη σταθερότητα μπορεί να εκτροχιαστεί. Η κυβέρνηση στηρίζεται σε αυτά τα δάνεια για να αναπληρώσει τα αποθέματα ξένου συναλλάγματος (που έχουν φτάσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα) και να αποσύρει ομαλά τους περιορισμούς στην αγορά συναλλάγματος χωρίς να καταρρεύσει το πέσο. Συνεπώς, η σχέση με το ΔΝΤ θα συνεχίσει να παίζει κρίσιμο ρόλο: η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και η τήρηση των δημοσιονομικών στόχων είναι απαραίτητες για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη και η χρηματοδότηση.

Ένα ακόμη ερώτημα είναι η κοινωνική και πολιτική αντοχή του προγράμματος. Μέχρι στιγμής, ο Μιλέι απόλαυσε μια περίοδο χάριτος καθώς παρέλαβε «καμένη γη» και οι πολίτες ήταν προετοιμασμένοι για δύσκολα μέτρα. Αν όμως η ανάπτυξη δεν «φιλτραριστεί» γρήγορα σε βελτίωση της καθημερινότητας – δηλαδή αν η φτώχεια παραμείνει κοντά στο 50% και οι μισθοί δεν ανακάμψουν επαρκώς – υπάρχει κίνδυνος φθοράς της δημόσιας υποστήριξης. Ήδη, η ραγδαία άνοδος του ΑΕΠ συνοδεύεται από μικρή μόνο μείωση της ανεργίας και του ποσοστού φτώχειας, γεγονός που δείχνει ότι απαιτείται χρόνος για να μεταφραστούν οι δείκτες σε κοινωνική ευημερία. Οι προειδοποιήσεις δεν λείπουν: οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι η ιστορία της Λατινικής Αμερικής έχει δει αποτυχημένες απόπειρες τιθάσευσης του πληθωρισμού μέσω «άγκυρας» συναλλάγματος, ακόμη και με υγιή δημοσιονομικά (π.χ. Χιλή 1982, Μεξικό 1994) . Το μάθημα είναι ότι μια θεραπεία-σοκ μπορεί να σβήσει την «πυρκαγιά» του υπερπληθωρισμού βραχυπρόθεσμα, αλλά η πρόκληση είναι η επόμενη μέρα: πώς θα διατηρηθεί η πειθαρχία χωρίς να αναζωπυρωθεί η κοινωνική ένταση ή χωρίς η κυβέρνηση να υποκύψει σε πειρασμούς επεκτατισμού εν όψει εκλογών.

Προς το παρόν, ωστόσο, ακόμη και επικριτές αναγνωρίζουν ότι ο Μιλέι έχει κατορθώσει να αποκαταστήσει μια στοιχειώδη «κανονικότητα» στην κάποτε χαοτική οικονομία της Αργεντινής. Οι μήνες διψήφιου μηνιαίου πληθωρισμού και πανικού στα σουπερμάρκετ έχουν περάσει – οι Αργεντίνοι βλέπουν επιτέλους σταθερότητα στις τιμές από μήνα σε μήνα. Ο ίδιος ο Μιλέι, με τον χαρακτηριστικό του τόνο, διακηρύσσει ότι η κυβέρνησή του είναι «η πιο επιτυχημένη στην ιστορία» και υπόσχεται σύντομα «θεαματική ανάκαμψη» που θα ανταμείψει τον κόσμο για τις θυσίες του.

Το εάν η ανάπτυξη αυτή θα διατηρηθεί και θα μετατραπεί σε μακροπρόθεσμη ευημερία θα εξαρτηθεί από πολλά: τη σύνεση της οικονομικής πολιτικής, τις διεθνείς συνθήκες (π.χ. επιτόκια, τιμές εμπορευμάτων) αλλά και την ικανότητα της κυβέρνησης να πειθαρχήσει τον κρατικό μηχανισμό χωρίς να διαρραγεί η κοινωνική συνοχή. Προς το παρόν, τα στοιχεία δίνουν λόγους για συγκρατημένη αισιοδοξία: ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει αρκετά ώστε να μην αποτελεί υπαρξιακή απειλή για τα νοικοκυριά, η οικονομία αναπτύσσεται δυναμικά και η δημοσιονομική υγεία αποκαταστάθηκε. Ο μεγάλος στόχος του Μιλέι – να «κανονικοποιήσει» την αργεντίνικη οικονομία – φαίνεται εν μέρει να επιτυγχάνεται. Η πρόκληση τώρα είναι να περάσει από τη σταθεροποίηση στην ανάπτυξη με κοινωνική συνοχή: να μειωθεί η φτώχεια, να δημιουργηθούν δουλειές και να εδραιωθεί η εμπιστοσύνη ότι η Αργεντινή δεν θα ξανακυλήσει στους κύκλους κρίσης του παρελθόντος.

Οι ΗΠΑ αποχωρούν από τον ΠΟΥ – Μάχη για την κατεύθυνση της παγκόσμιας δημόσιας υγείας

Καθώς ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) γιόρταζε τον Μάιο την υιοθέτηση μιας ιστορικής συνθήκης για την αντιμετώπιση πανδημιών, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενίσχυαν τη δημόσια κριτική τους προς τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών, τον οποίο χαρακτηρίζουν διεφθαρμένο, ελεγχόμενο από ειδικά συμφέροντα και αποπροσανατολισμένο από την αρχική του αποστολή.

Η αντιπροσωπεία των ΗΠΑ απουσίαζε από την 78η Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας στη Γενεύη, όπου τα κράτη-μέλη ενέκριναν την πρώτη παγκόσμια συμφωνία για τις πανδημίες με 124 ψήφους υπέρ, 11 αποχές και καμία αντίρρηση.

Ο Αμερικανός υπουργός Υγείας Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζ. απηύθυνε ωστόσο βιντεοσκοπημένο μήνυμα, καλώντας τους υπουργούς Υγείας και τον ΠΟΥ να εκλάβουν την αποχώρηση των ΗΠΑ ως «καμπανάκι κινδύνου». Σύμφωνα με τον ίδιο, η αποχώρηση δεν σηματοδοτεί απώλεια ενδιαφέροντος για τη διεθνή συνεργασία, αλλά πρόθεση δημιουργίας ενός εναλλακτικού συστήματος παγκόσμιας υγείας, εκτός των ορίων ενός «παρηκμασμένου» ΠΟΥ.

Όπως ανέφερε, έχουν ήδη ξεκινήσει επαφές με άλλες «ομοϊδεάτισσες» χώρες.

Η κυβέρνηση Τραμπ είχε ξεκινήσει τη διαδικασία αποχώρησης από τον Οργανισμό ήδη από τον Ιανουάριο, μια διαδικασία που είχε επίσης δρομολογηθεί το 2020 κατά την πρώτη του προεδρική θητεία, αλλά ανετράπη από τον πρόεδρο Μπάιντεν.

Σε ανακοίνωσή του, ο ΠΟΥ εξέφρασε την ελπίδα να επανεξετάσουν οι ΗΠΑ τη στάση τους, επισημαίνοντας μια μακρά και επιτυχημένη συνεργασία από το 1948 που, όπως ανέφερε, «έσωσε αμέτρητες ζωές και προστάτευσε τον αμερικανικό και παγκόσμιο πληθυσμό από απειλές για τη δημόσια υγεία». Υπενθύμισε επίσης ότι βρίσκονται σε εξέλιξη μεταρρυθμίσεις.

Παρότι η πρόταση του Κέννεντυ για εναλλακτικό σύστημα στερείται συγκεκριμένου σχεδίου και δύσκολα αναμένεται να προσελκύσει πολλές χώρες –πέραν της Αργεντινής, που έχει επίσης αποχωρήσει από τον ΠΟΥ– η σφοδρή κριτική του αντανακλά μια βαθύτερη συζήτηση για το μέλλον της παγκόσμιας δημόσιας υγείας.

Μετά την εμπειρία της COVID-19, ενισχύεται διεθνώς η τάση για έμφαση στην πρόληψη πανδημιών: δισεκατομμύρια δολάρια επενδύονται σε εμβόλια, συστήματα επιτήρησης και τεχνολογίες για τον εντοπισμό και την καταπολέμηση γνωστών ή άγνωστων ασθενειών.

Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή συγκρούεται συχνά με μια διαφορετική αντίληψη, η οποία δίνει προτεραιότητα στην ενίσχυση τοπικών συστημάτων υγείας και στην αντιμετώπιση κοινωνικών παραγόντων όπως η διατροφή, η υγιεινή και η οικονομική ανάπτυξη.

Η ατζέντα «Κάντε την Αμερική υγιή ξανά» (Make America Healthy Again – MAHA) της κυβέρνησης Τραμπ, που επικεντρώνεται στην ολιστική προαγωγή υγείας και τις ρίζες των χρόνιων ασθενειών, ταυτίζεται περισσότερο με αυτή τη δεύτερη προσέγγιση.

Την ίδια στιγμή όμως, η αποχώρηση από τον ΠΟΥ και οι περικοπές στην εξωτερική βοήθεια, περιλαμβανομένης της διάλυσης της USAID, προκαλούν σοβαρές αναταράξεις στο παγκόσμιο σύστημα υγείας.

Ο Γενικός Διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας Τέντρος Αντάνομ Γκεμπρεγιέσους παραδίδει την έκθεσή του στους αντιπροσώπους κατά τη διάρκεια της 78ης Παγκόσμιας Συνέλευσης Υγείας. Γενεύη, στις 19 Μαΐου 2025. (Fabrice Coffrini/AFP μέσω Getty Images)

 

Η αποχώρηση των ΗΠΑ έχει πυροδοτήσει ανησυχίες για ενδεχόμενο κενό εξουσίας, το οποίο ενδέχεται να καλύψουν αυταρχικά καθεστώτα, όπως η Κίνα, ή ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, όπως οι φαρμακευτικές εταιρείες.

Ορισμένοι ειδικοί εκτιμούν πάντως ότι η κίνηση αυτή ίσως επιφέρει έναν αναγκαίο επαναπροσδιορισμό των χρόνιων δυσλειτουργιών που ανέδειξε η πανδημία, καθώς και του μοντέλου χρηματοδότησης που -όπως υποστηρίζεται- επιτρέπει στα ειδικά συμφέροντα να καθορίζουν την παγκόσμια υγειονομική ατζέντα.

Η επόμενη πανδημία

Σε σχετική συνέντευξή του τον Απρίλιο, ο ιολόγος Τούλιο ντε Ολιβέιρα, διευθυντής του Κέντρου Αντιμετώπισης και Καινοτομίας Επιδημιών (Centre for Epidemic Response and Innovation – CERI) του Πανεπιστημίου Stellenbosch στη Νότια Αφρική, υποστήριξε ότι η αποχώρηση των ΗΠΑ από τον ΠΟΥ ήταν λανθασμένη επιλογή.

Ο Ολιβέιρα, που συμμετείχε στον εντοπισμό των παραλλαγών Beta και Omicron του SARS-CoV-2, επεσήμανε ότι το οικονομικό κόστος μιας πανδημίας ξεπερνά κατά πολύ τη συμβολή των ΗΠΑ στη διεθνή υγεία –η οποία δεν υπερβαίνει το 1% του ΑΕΠ– και ανέφερε πως η εξάπλωση της γρίπης των πτηνών έχει ήδη αυξήσει το κόστος βασικών αγαθών όπως τα αυγά και το κοτόπουλο.

Τον Μάιο, η κυβέρνηση Τραμπ ακύρωσε σύμβαση με τη Moderna ύψους άνω των 700 εκατομμυρίων δολαρίων για την ανάπτυξη και δοκιμή εμβολίων έναντι υποτύπων γρίπης, περιλαμβανομένου του ιού H5N1. Το υποψήφιο εμβόλιο της Moderna βασίζεται στην τεχνολογία mRNA, που χρησιμοποιήθηκε επίσης στα εμβόλια για την COVID-19.

Ο εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Υγείας, Άντριου Νίξον, δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι η τεχνολογία mRNA παραμένει ανεπαρκώς δοκιμασμένη και ότι δεν πρόκειται να επαναληφθούν τα λάθη της προηγούμενης κυβέρνησης, η οποία –κατά τον ίδιο– απέκρυψε εύλογες ανησυχίες για την ασφάλεια από το κοινό.

Το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (Centers for Disease Control and Prevention – CDC) των ΗΠΑ εκτιμά ότι ο κίνδυνος για τη δημόσια υγεία από τον H5N1 παραμένει χαμηλός, χωρίς καταγεγραμμένες μεταδόσεις από άνθρωπο σε άνθρωπο και συνεχίζεται η παρακολούθηση εστιών σε πουλερικά και αγελάδες.

Ο επιστήμονας Τούλιο ντε Ολιβέιρα. (Darren Taylor για την εφημερίδα The Epoch Times)

 

Ο Ολιβέιρα εξέφρασε την ελπίδα του ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και άλλες χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο -το οποίο έχει ανακοινώσει μείωση της εξωτερικής του βοήθειας κατά περίπου 40%- θα επανεξετάσουν τη στάση τους. Υποστήριξε ότι οι επενδύσεις στην πρόληψη επιδημιών προσφέρουν σημαντικά μεγαλύτερο όφελος σε σχέση με το κόστος που συνεπάγονται τα διαδοχικά κύματα νέων παθογόνων.

Υπερβολική δραματοποίηση

Ο κλινικός και επιδημιολόγος Δρ Ντέβιντ Μπελ, πρώην στέλεχος του ΠΟΥ, υποστήριξε ότι η εικόνα που προβάλλεται για τον κίνδυνο πανδημιών είναι υπερβολική και συχνά βασίζεται σε ασθενή ή παραποιημένα δεδομένα.

Με τη βοήθεια συνεργατών του από το Πανεπιστήμιο του Λιντς, ανέλυσε τα επιστημονικά τεκμήρια που επικαλούνται οργανισμοί όπως ο ΠΟΥ και η G20, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι κίνδυνοι παρουσιάζονται υπερδιογκωμένοι, είτε πρόκειται για υποθετικά παθογόνα που δεν υπάρχουν ακόμη (όπως η «Νόσος Χ»), είτε για ήδη υπάρχουσες ασθένειες με αποδεδειγμένα μέσα ελέγχου.

Η ερευνητική του ομάδα REPPARE (Re-Evaluating the Pandemic Preparedness and REsponse Agenda – Επαναξιολόγηση της Ατζέντας Ετοιμότητας και Αντίδρασης σε Πανδημίες), χρηματοδοτούμενη από το Brownstone Institute, υποστηρίζει ότι η επένδυση στην πρόληψη πανδημιών βασίζεται σε δεδομένα που δεν τεκμηριώνουν αυξημένο ρίσκο.

Από τις εννέα νόσους που έχει θέσει ο ΠΟΥ υπό προτεραιότητα για έρευνα, μόνο η COVID-19 και ο Έμπολα έχουν προκαλέσει εκτεταμένες απώλειες, ενώ η «Νόσος Χ» παραμένει θεωρητική.

Μια έκθεση των G20 για το 2021 χαρακτηρίζει τις πανδημίες και την κλιματική αλλαγή ως τα πρωταρχικά ζητήματα ανθρώπινης ασφάλειας της εποχής μας και σημειώνει ότι τις τελευταίες δύο δεκαετίες παρατηρήθηκαν μεγάλες παγκόσμιες επιδημίες μολυσματικών ασθενειών κάθε τέσσερα έως πέντε χρόνια.

Ο Μπελ σημείωσε ότι, αν αφαιρεθούν η COVID-19 και η γρίπη των χοίρων του 2009 (H1N1), οι λοιπές επιδημίες από το 2000 ως το 2020 προκάλεσαν λιγότερους από 26.000 θανάτους συνολικά. Επεσήμανε μάλιστα ότι η γρίπη των χοίρων προκάλεσε λιγότερους θανάτους από την εποχική γρίπη και ότι υπάρχουν ήδη αποτελεσματικά συστήματα επιτήρησης.

Το λογότυπο του ΠΟΥ και οι σημαίες των κρατών έξω από τα κεντρικά γραφεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Γενεύη, στις 23 Ιανουαρίου 2025. (Robert Hradil/Getty Images)

 

Ενώ η G20 ζητά ετήσιες επενδύσεις τουλάχιστον 15 δισ. δολαρίων για πρόληψη πανδημιών, ο Μπελ εκτιμά ότι το πραγματικό αίτημα αγγίζει τα 34 δισ. δολάρια ετησίως -δηλαδή 171 δισ. σε βάθος πενταετίας. Προειδοποίησε ότι το 55% της διεθνούς χρηματοδότησης για την υγεία κινδυνεύει να διοχετευθεί σε χαμηλής απόδοσης παρεμβάσεις, εις βάρος επενδύσεων με μεγαλύτερο κοινωνικό και επιδημιολογικό αντίκτυπο.

Ούτε ο Ολιβέιρα ούτε ο ΠΟΥ απάντησαν σε σχετικά ερωτήματα της Epoch Times για την ανάλυση του Μπελ και τα συμπεράσματά του.

Αποστολή υπό αμφισβήτηση

Την ώρα που δισεκατομμύρια δολάρια επενδύονται σε σχεδιασμό πρόληψης υποθετικών μελλοντικών πανδημιών, οι μεγαλύτερες απειλές για την παγκόσμια υγεία το 2025 δεν προέρχονται από άγνωστους ιούς, αλλά από τις λεγόμενες «χρόνιες πανδημίες» που ο ΠΟΥ αντιμετωπίζει εδώ και δεκαετίες — τη φυματίωση, τον ιό HIV και την ελονοσία.

Αυτή η επισήμανση έγινε από την GAVI, η συμμαχία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για τα εμβόλια, της οποίας ιδρυτικό μέλος είναι και ο ΠΟΥ.

Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, πρόκειται για «ασθένειες της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού» που εξακολουθούν να προκαλούν πάνω από 2 εκατομμύρια θανάτους ετησίως. Το 2023, η φυματίωση αναδείχθηκε ως η πιο θανατηφόρα λοιμώδης ασθένεια παγκοσμίως, ξεπερνώντας ακόμη και την COVID-19.

Ο Μπελ υποστήριξε ότι η κακή διατροφή και η έλλειψη μικροθρεπτικών συστατικών αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο θανάτου από φυματίωση, ελονοσία ή διάρροια, επισημαίνοντας πως στο παρελθόν η διατροφή αποτελούσε βασική προτεραιότητα του ΠΟΥ, αλλά πλέον η σχετική χρηματοδότηση έχει μειωθεί αισθητά.

Σύμφωνα με τον Μπελ, η οικοδόμηση ανθεκτικότητας έναντι των πανδημιών και άλλων ασθενειών ξεκινά με τη διατροφή. Προειδοποίησε δε ότι δεν καταγράφεται ουσιαστική πρόοδος απέναντι σε αυτές τις θανατηφόρες ασθένειες.

Ο Μπελ τόνισε ότι η ελονοσία πλήττει κυρίως παιδιά κάτω των πέντε ετών, ενώ η φυματίωση και ο HIV επηρεάζουν κυρίως παιδιά, εφήβους και ενήλικες παραγωγικής ηλικίας, σε αντίθεση με την COVID-19, που έπληξε κατά βάση ηλικιωμένους. Σχολιάζοντας την προτεραιότητα που δόθηκε στην πανδημία της COVID-19, ανέφερε ότι οι πόροι διοχετεύτηκαν σε εμβολιασμούς όχι για επιδημιολογικούς, αλλά για οικονομικούς λόγους.

Πρόσφατη ανάλυση της εταιρείας Precedence Research προβλέπει ότι η παγκόσμια αγορά εμβολίων θα αυξηθεί από 91,97 δισ. δολάρια το 2025 σε 161,4 δισ. έως το 2034.

Ο Μπελ σημείωσε ότι οι αιτήσεις για βοήθεια προς πανδημίες στο πλαίσιο της αναπτυξιακής συνεργασίας ξεπερνούν υπερτριπλάσια τις συνολικές δαπάνες για την ελονοσία. Την ίδια ώρα, οργανισμοί όπως η GAVI και η CEPI (Coalition for Epidemic Preparedness Innovations – Συμμαχία για την Καινοτομία στην Προετοιμασία Επιδημιών) επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά σε πανδημίες και εμβόλια.

Ένας γιατρός εξετάζει τις ακτινογραφίες ενός ασθενούς με φυματίωση σε μια κλινική στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, στις 27 Νοεμβρίου 2002. (Spencer Platt/Getty Images)

 

Επισήμανε ακόμη ότι πόροι του Παγκόσμιου Ταμείου για την Καταπολέμηση του AIDS, της φυματίωσης και της ελονοσίας μετατοπίζονται πλέον υπέρ των πανδημιών.

Σε βίντεο που ανήρτησε στις 26 Ιουνίου στην πλατφόρμα X, ο Ρόμπερτ Κέννεντυ επέκρινε την GAVI για αδιαφορία ως προς την ασφάλεια των εμβολίων και συνεργασία με τον ΠΟΥ στη λογοκρισία αντίθετων απόψεων κατά την πανδημία. Δήλωσε, επίσης, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρόκειται να συνεχίσουν τη χρηματοδότηση του οργανισμού αν δεν υπάρξει λογοδοσία για τα 8 δισεκατομμύρια δολάρια που έχουν δοθεί από το 2001.

Χρηματοδότηση και επιρροή

Σε ευρύτερο επίπεδο, η αλλαγή προτεραιοτήτων στον ΠΟΥ συνδέεται με τον τρόπο χρηματοδότησης του Οργανισμού. Όπως επισημαίνεται, η αυξανόμενη εξάρτηση του ΠΟΥ από «στοχευμένες» εθελοντικές συνεισφορές -προερχόμενες από ιδιωτικούς φορείς, κυβερνήσεις και συνεργασίες δημόσιου-ιδιωτικού- έχει ως αποτέλεσμα αυτές οι συγκεκριμένες χρηματοδοτήσεις να ξεπερνούν πλέον σε ποσοστό τον βασικό προϋπολογισμό που καταβάλλουν τα κράτη-μέλη.

Για την περίοδο 2024–2025, το Ίδρυμα Gates αναδείχθηκε ως ο μεγαλύτερος δωρητής  στοχευμένων συνεισφορών, ακολουθούμενο από τη συμμαχία GAVI και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Συνολικά, το Ίδρυμα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος χορηγός του ΠΟΥ μετά τις ΗΠΑ.

Το Ίδρυμα Bill and Melinda Gates στο Σιάτλ στις 4 Μαΐου 2021. (David Ryder/Getty Images)

 

Ο Μπελ παρατήρησε ότι τις προηγούμενες δεκαετίες η δημόσια υγεία στηριζόταν κυρίως σε οριζόντιες προσεγγίσεις, με έμφαση στον έλεγχο από τις τοπικές κοινότητες και στις βασικές παραμέτρους υγείας όπως η διατροφή, η υγιεινή και οι συνθήκες διαβίωσης. Αντίθετα, σήμερα, όπως ανέφερε, η έμφαση δίνεται σε λύσεις που βασίζονται σε προϊόντα, όπως τα εμβόλια, και εφαρμόζονται μέσα από κάθετες και συγκεντρωτικές δομές.

Κατά την άποψή του, δεν είναι ο ΠΟΥ που καθορίζει την αλλαγή αυτή, αλλά οι χρηματοδότες.

Η Ελίζαμπεθ Πολ, ειδικός σε παγκόσμια συστήματα υγείας με εμπειρία δεκαετιών σε αναπτυσσόμενες χώρες, εκτίμησε ότι η σημερινή λειτουργία του ΠΟΥ απέχει από την αρχική του αποστολή. Όπως είπε, ο Οργανισμός μετατρέπεται από καθοδηγητικό και υποστηρικτικό θεσμό σε εκτελεστικό βραχίονα των προτεραιοτήτων των δωρητών.

Τόνισε επίσης ότι η αυξημένη επιρροή των εταιρειών, και κυρίως της φαρμακοβιομηχανίας, ενέχει κινδύνους σύγκρουσης συμφερόντων.

Αναφερόμενη ειδικά στην πανδημική προετοιμασία, σημείωσε ότι τα εμβόλια τείνουν να αντιμετωπίζονται ως η μόνη λύση. Επισήμανε ότι στην περίπτωση της COVID-19, υπήρξε τεράστιος προϋπολογισμός για την ανάπτυξη εμβολίων, ενώ ελάχιστα διατέθηκαν για την ενίσχυση των υγειονομικών συστημάτων ή για θεραπείες. Κατά την Πολ, επικρατεί η εσφαλμένη αντίληψη πως τα εμβόλια είναι αποδοτικά, οικονομικά και αρκούν από μόνα τους.

Η Πολ προειδοποίησε ότι η συνοχή των υπηρεσιών υγείας συχνά παραβλέπεται.

Επιδημιολόγοι έναντι ειδικών πρόληψης

Πίσω από τις αντιφατικές προσεγγίσεις στην παγκόσμια υγεία, η Πολ εντοπίζει μια βαθιά ιδεολογική διάκριση. Όπως ανέφερε, υπάρχουν δύο τύποι επαγγελματιών: όσοι πολεμούν ασθένειες και όσοι προάγουν την υγεία. Υποστήριξε ότι οι πρώτοι προσελκύουν συχνότερα χρηματοδότηση, καθώς είναι πιο «ελκυστικοί» για το κοινό και τους δωρητές. Όπως είπε, πολλοί εστιάζουν στην εξάλειψη μιας συγκεκριμένης ασθένειας, αγνοώντας άλλες παθήσεις και τα βαθύτερα αίτια της νοσηρότητας.

Κατά την ίδια, ο διαχωρισμός των νοσημάτων σε μεμονωμένα πεδία δράσης οδηγεί συχνά σε παραγνώριση των συνθηκών που προστατεύουν τον πληθυσμό από όλους τους παθογόνους παράγοντες. Επισήμανε ότι η πρόληψη πανδημιών θα έπρεπε να βασίζεται στην ενίσχυση των συστημάτων υγείας και στη διατήρηση μιας υγιούς κοινωνίας, όπως προβλέπει η ατζέντα MAHA.

Η Πολ υποστήριξε επίσης ότι τα μέσα μέτρησης της «επιτυχίας» μπορεί να είναι παραπλανητικά. Έδωσε το παράδειγμα ανάλυσης κόστους-οφέλους όπου, εάν μια παρέμβαση κοστίζει 1.000 δολάρια για να σωθεί μία ζωή, η χορήγηση 10 εμβολίων σε ένα παιδί ενδέχεται να μετρηθεί ως 10 ζωές «σωσμένες», ενώ το παιδί μπορεί να πεθάνει την επόμενη μέρα από υποσιτισμό.

Αντίθετα, η ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού, όπως η πρόσληψη νοσηλευτών, δεν αποτυπώνεται με τον ίδιο τρόπο.

Ο Δρ Μοχάμεντ Λαμίν Ντραμέ, ειδικός σε συστήματα και πολιτικές υγείας που έχει συνεργαστεί με τον ΠΟΥ και ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στην Αφρική, περιέγραψε παρόμοια φαινόμενα σε προγράμματα της Παγκόσμιας Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων οργανισμών.

Ανέφερε ότι τα προγράμματα αυτά δεν σχεδιάζονται πάντοτε με συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών και βασίζονται συχνά σε γενικές λύσεις ενιαίου τύπου, χωρίς προσαρμογή. Όπως είπε, μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος εμβολιασμού του 90% των παιδιών, αλλά παράλληλα να μην υπάρχουν διαθέσιμες υπηρεσίες για την αντιμετώπιση της ελονοσίας, της διάρροιας ή των λοιμώξεων του αναπνευστικού — ασθένειες από τις οποίες τελικά πεθαίνουν τα παιδιά.

Ένας υπάλληλος υγείας παίρνει δείγμα αίματος από ένα μωρό για ταχεία διαγνωστική εξέταση ελονοσίας. Ουγκάντα, στις 7 Απριλίου 2025. (Hajarah Nalwadda/Getty Images)

 

Ο Ντραμέ, μέλος και της ανεξάρτητης επιτροπής αξιολόγησης της GAVI, εκτίμησε ότι η έμφαση έχει δοθεί υπέρμετρα στην επείγουσα αντιμετώπιση.

Η Πολ κατέληξε λέγοντας ότι οι περισσότεροι παγκόσμιοι υγειονομικοί κίνδυνοι οφείλονται σε κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες. Τόνισε ότι πρόκειται για πολιτικό και όχι τεχνολογικό πρόβλημα, εκφράζοντας σκεπτικισμό για την αυξανόμενη εξάρτηση από τεχνολογικές λύσεις και εμβόλια στο πλαίσιο της πανδημικής πρόληψης.

Κατάρρευση ή μεταρρύθμιση;

Η απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών από τον ΠΟΥ, σε συνδυασμό με τις περικοπές στην αμερικανική αναπτυξιακή βοήθεια, αναμένεται να πλήξει βραχυπρόθεσμα πλήθος υγειονομικών προγραμμάτων παγκοσμίως. Ωστόσο, κατά την άποψη ορισμένων ειδικών, αυτές οι εξελίξεις ενδέχεται μακροπρόθεσμα να αποβούν ωφέλιμες.

Όπως κατατέθηκε σε ακρόαση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας τον Μάιο, η διακοπή της αμερικανικής βοήθειας είχε ως αποτέλεσμα να εξαφανιστούν εντελώς ορισμένα προγράμματα κατά του HIV, ενώ τα κονδύλια για τη φυματίωση μειώθηκαν σχεδόν στο μισό.

Άλλες αναλύσεις προειδοποιούν ότι το αναμενόμενο έλλειμμα στον προϋπολογισμό του ΠΟΥ θα μπορούσε να διαταράξει κρίσιμα προγράμματα εμβολιασμών, υγείας μητέρας και παιδιού, καθώς και έκτακτης προετοιμασίας στις αναπτυσσόμενες χώρες. Παράλληλα, οι ΗΠΑ ενδέχεται να χάσουν την πρόσβαση σε κρίσιμα δίκτυα επιδημιολογικής επιτήρησης, σύμφωνα με κύριο άρθρο που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο στο International Journal of Health Policy and Management.

Πολλοί παρατηρητές σημειώνουν πάντως ότι τα προβλήματα του ΠΟΥ προϋπήρχαν της αμερικανικής αποχώρησης. Ακόμα και με τη στήριξη των ΗΠΑ, πολλές κρίσιμες πρωτοβουλίες του Οργανισμού υπήρξαν διαχρονικά υποχρηματοδοτούμενες.

Το 2023, το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα κατέγραψε ιστορικό ρεκόρ ελλείμματος 64%, εν μέσω αυξανόμενης επισιτιστικής κρίσης. Το Παγκόσμιο Ταμείο για την Καταπολέμηση του AIDS, της φυματίωσης και της ελονοσίας —στο οποίο οι ΗΠΑ συνεισφέρουν δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως και με το οποίο συνεργάζεται ο ΠΟΥ— έχει επίσης δεχθεί επικρίσεις για κακοδιαχείριση και υπόνοιες απάτης.

Παρόμοιες κατηγορίες σπατάλης, κακοδιαχείρισης και απάτης έχουν διατυπωθεί και κατά της USAID, βάσει δηλώσεων του Λευκού Οίκου και διώξεων του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ.

Ασθενείς περιμένουν στο διάδρομο του νοσοκομείου Kuoyo Sub-county Hospital στο Κισούμου, μια εγκατάσταση που κάποτε υποστηριζόταν από την USAID. Κένυα, στις 24 Απριλίου 2025. (Michel Lunanga/Getty Images)

 

Η Πολ σημείωσε ότι, αν και η αποχώρηση των ΗΠΑ θα έχει αρνητικές συνέπειες για τις χώρες που βασίζονται σε προγράμματα του ΠΟΥ, ενδέχεται να αναγκάσει τον Οργανισμό να περιορίσει την επικάλυψη λειτουργιών, ιδίως όσον αφορά το προσωπικό στα κεντρικά γραφεία της Γενεύης και σε περιφερειακές υπηρεσίες. Σύμφωνα με την Πολ, πρόσφατες περικοπές έχουν ήδη φέρει βελτιώσεις, επισημαίνοντας ότι το νέο πρόγραμμα «δεν είναι τέλειο, αλλά πολύ καλύτερο από πριν».

Η Πολ παρατήρησε επίσης ότι πολλά από τα προγράμματα που διακόπτονται δεν ήταν ιδιαίτερα αποδοτικά ή αποτελεσματικά, καθώς είχαν προκύψει από την κατακερματισμένη φύση της χρηματοδότησης -με πόρους κατανεμημένους κατά νόσο, θέμα ή παρέμβαση.

Χωρίς τη συμβολή των ΗΠΑ, οι οποίες διέθεσαν 1,28 δισ. δολάρια στον ΠΟΥ κατά την περίοδο 2022–2023, ο Οργανισμός υποχρεώθηκε να προχωρήσει σε περικοπές και να αυξήσει τις υποχρεωτικές εισφορές των κρατών-μελών, οι οποίες πλέον θα καλύπτουν το 40% του συνολικού προϋπολογισμού.

Θα καλύψει η Κίνα το κενό;

Ορισμένοι εκφράζουν ανησυχίες ότι το κενό που αφήνει η αμερικανική αποχώρηση μπορεί να καλυφθεί από αυταρχικά καθεστώτα. Ο Κένεθ Μπέρναρντ, συνεργάτης του Hoover Institution στο Πανεπιστήμιο Stanford, δήλωσε τον Ιανουάριο στο KFF Health News ότι η απόφαση των ΗΠΑ είναι «απλώς ανόητη», καθώς αφήνει κενό ηγεσίας στην παγκόσμια υγεία, το οποίο, όπως είπε, θα καλυφθεί από την Κίνα — εξέλιξη που χαρακτήρισε αντίθετη προς τα αμερικανικά συμφέροντα.

Η κυβέρνηση Τραμπ έχει ασκήσει επανειλημμένα κριτική στο γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεισφέρουν το μεγαλύτερο μερίδιο της χρηματοδότησης του ΠΟΥ, την ώρα που χώρες όπως η Κίνα φέρονται να ασκούν «δυσανάλογη επιρροή» στις αποφάσεις του.

Αν και η Κίνα έχει συνεισφέρει ιστορικά λιγότερα από τις ΗΠΑ σε απόλυτα μεγέθη και αναλογικά με τον πληθυσμό της —για την περίοδο 2024–2025 προβλέπεται να καταβάλει 175 εκατ. δολάρια σε υποχρεωτικές εισφορές, έναντι 261 εκατ. των ΗΠΑ— έχει δεσμευθεί για 500 εκατ. δολάρια σε εθελοντικές συνεισφορές τα επόμενα πέντε έτη.

Ο Μπελ ανέφερε ότι, θεωρητικά, είναι θεμιτό η Κίνα να αποκτήσει μεγαλύτερη επιρροή στον ΠΟΥ, αναλογικά με το μέγεθος του πληθυσμού της, αρκεί ο Οργανισμός να λειτουργεί συμβουλευτικά και όχι επιτακτικά, χωρίς να υπαγορεύει εθνικές πολιτικές υγείας.

Αν και πολλές χώρες —συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ— επικαλέστηκαν ζητήματα εθνικής κυριαρχίας κατά την έγκριση του τελικού σχεδίου της νέας συνθήκης για πανδημίες, ο ΠΟΥ έχει δηλώσει ότι δεν διαθέτει εξουσία να επιβάλλει εθνικές ρυθμίσεις. Σύμφωνα με τον Οργανισμό, δεν μπορεί να επιβάλει μέτρα όπως ταξιδιωτικές απαγορεύσεις, υποχρεωτικούς εμβολιασμούς, διαγνωστικά ή θεραπευτικά πρωτόκολλα, ή περιοριστικά μέτρα τύπου απαγόρευσης κυκλοφορίας.

Η αποχώρηση των ΗΠΑ, αν και ερμηνεύεται από πολλούς στον τομέα της παγκόσμιας υγείας ως απογοητευτική και καθαρά συμβολική κίνηση, εκτιμάται ότι δύσκολα θα προκαλέσει ουσιαστική αλλαγή.

Οικονομική και εταιρική επιρροή

Ο Μπελ υποστήριξε ότι το πρόβλημα ξεπερνά τόσο τη συνθήκη όσο και τον ίδιο τον ΠΟΥ. Κατά την άποψή του, ο Οργανισμός δεν χρειάζεται «αστυνομικό ρόλο», αλλά το ζήτημα αφορά τις ισχυρές οικονομικές και εταιρικές δυνάμεις που προωθούν την ιδέα πως η πρόληψη πανδημιών πρέπει να αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα, διοχετεύοντας δημόσιους πόρους προς τομείς από τους οποίους μπορούν να επωφεληθούν ιδιωτικές εταιρείες.

Ιδιαίτερα για τις μικρότερες χώρες, πρόσθεσε, καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο να αντισταθούν, ιδίως όταν χρηματοπιστωτικοί θεσμοί αρχίσουν να συνδέουν την πρόσβαση σε δάνεια ή αναπτυξιακή στήριξη με την υιοθέτηση μέτρων όπως υγειονομικές επιτηρήσεις ή υποχρεωτικούς εμβολιασμούς.

Αναφερόμενη στην πρόταση Κέννεντυ και τις αρχές της ατζέντας MAHA, η Πολ εκτίμησε ότι πράγματι υπάρχει περιθώριο για αναμόρφωση του συστήματος παγκόσμιας υγείας, αλλά τάχθηκε υπέρ της μεταρρύθμισης του υφιστάμενου πλαισίου, σε αντίθεση με τον Μπελ, που στηρίζει τη δημιουργία εναλλακτικού μηχανισμού.

Ο υπουργός Υγείας των ΗΠΑ Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζ. καταθέτει ενώπιον υποεπιτροπής της Γερουσίας στο Καπιτώλιο. Ουάσιγκτον, στις 20 Μαΐου 2025. (Madalina Vasiliu/The Epoch Times)

 

Ο Ντραμέ, από την πλευρά του, εξέφρασε την άποψη ότι η αποχώρηση των ΗΠΑ θα μπορούσε να αποτελέσει ευκαιρία για τις αφρικανικές χώρες να αυξήσουν τη χρηματοδότηση των εθνικών συστημάτων υγείας, να ενισχύσουν τη διπλωματία τους και να προσελκύσουν επενδύσεις.

Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «καλωσορίζουμε τη συμβολή του Μπιλ Γκέιτς, αλλά έχουμε και δικούς μας Γκέιτς στην Αφρική», αναφερόμενος στους Αφρικανούς δισεκατομμυριούχους.

Υπενθύμισε ότι οι Αφρικανοί που ζουν εκτός ηπείρου στέλνουν ετησίως 95 δισ. δολάρια σε εμβάσματα προς τις πατρίδες τους, σημειώνοντας ότι μόλις το 1–2% αυτού του ποσού θα μπορούσε να επιφέρει τεράστιες αλλαγές στα συστήματα υγείας της περιοχής.

Αναφερόμενος στο παρελθόν, υπενθύμισε πως το Κοινό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για τον HIV (UNAIDS) δημιουργήθηκε το 1996, αφότου ο ΠΟΥ καθυστέρησε να ανταποκριθεί στην τότε εξελισσόμενη κρίση.

Ο Ντραμέ κατέληξε λέγοντας πως «ο ΠΟΥ πρέπει να επαναξιολογήσει τη δομή και τον ρόλο του. Δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί όπως παλιά».

Κακόβουλες επεκτάσεις σε Chrome και Edge θέτουν σε κίνδυνο εκατομμύρια χρήστες

Περισσότεροι από 2 εκατομμύρια χρήστες των προγραμμάτων περιήγησης Google Chrome και Microsoft Edge έχουν πέσει θύματα μιας, κατά τους ειδικούς της εταιρείας κυβερνοασφάλειας Koi Security, «προηγμένης» εκστρατείας κακόβουλου λογισμικού, η οποία περιγράφεται ως μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις αθέμιτης ανακατεύθυνσης προγραμμάτων περιήγησης που έχει εντοπίσει μέχρι σήμερα η εταιρεία.

Σύμφωνα με έκθεση της Koi Security στις 8 Ιουλίου, η εκστρατεία, που φέρει την ονομασία RedDirection, βασίστηκε σε ένα σύνολο 18 κακόβουλων επεκτάσεων για προγράμματα περιήγησης, οι οποίες ήταν διαθέσιμες για λήψη τόσο από το Chrome Web Store όσο και από το Microsoft Edge Add-ons. Όλες οι εμπλεκόμενες επεκτάσεις έχουν πλέον αφαιρεθεί από τις δύο πλατφόρμες.

Οι συγκεκριμένες επεκτάσεις εμφανίζονταν ως έγκυρα εργαλεία, προσφέροντας υπηρεσίες όπως VPN για πρόσβαση σε TikTok και Discord, παράκαμψη περιορισμών στο YouTube, προγνώσεις καιρού, ελεγκτές ταχύτητας βίντεο και πληκτρολόγια με emoji. Ωστόσο, σύμφωνα με τα ευρήματα της Koi Security, οι επεκτάσεις περιελάμβαναν μηχανισμούς κρυφής παρακολούθησης της περιήγησης των χρηστών, συλλέγοντας τις διευθύνσεις των ιστοσελίδων που επισκέπτονταν καθώς και μοναδικά αναγνωριστικά για σκοπούς εντοπισμού.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση από τον Ίνταν Ντάρντικμαν της Koi Security, η εκστρατεία παρακολούθησης περιελάμβανε 2,3 εκατομμύρια χρήστες και δημιουργούσε μια εκτεταμένη, επίμονη δυνατότητα υποκλοπής τύπου «man-in-the-middle», όπου ένας «εισβολέας-ενδιάμεσος» μπορεί να παρακολουθεί, να υποκλέπτει ή και να αλλοιώνει τα δεδομένα που ανταλλάσσονται. Υπογράμμισε ότι κάθε κλικ, κάθε επίσκεψη σε ιστότοπο και κάθε ηλεκτρονική συναλλαγή θα μπορούσε να μετατραπεί σε πιθανό σημείο επίθεσης.

Το κακόβουλο λογισμικό, σύμφωνα με την εταιρεία, υλοποιεί έναν σύνθετο μηχανισμό ανακατεύθυνσης του προγράμματος περιήγησης, που ενεργοποιείται κάθε φορά που ο χρήστης επισκέπτεται μια νέα ιστοσελίδα. Καταγράφει τη διεύθυνση του ιστοτόπου και τη διαβιβάζει σε απομακρυσμένο διακομιστή, συνοδευόμενη από το μοναδικό αναγνωριστικό του χρήστη. Επιπλέον, οι δράστες μπορούν να προγραμματίσουν το κακόβουλο λογισμικό ώστε να ανακατευθύνει αυτόματα τον χρήστη σε άλλες ιστοσελίδες, οι οποίες ενδέχεται να είναι επιβλαβείς.

Η Koi Security, αν και δεν απέδωσε δημόσια την επιχείρηση σε συγκεκριμένο φορέα ή κρατική οντότητα, χαρακτήρισε το RedDirection ως μια άκρως οργανωμένη και ιδιαίτερα παραπλανητική επιχείρηση, που συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες που έχει καταγράψει μέχρι σήμερα. Σημειώθηκε επίσης ότι πολλές από τις επεκτάσεις λειτουργούσαν αρχικά όπως διαφημίζονταν, γεγονός που τους επέτρεψε να αποκτήσουν θετικές αξιολογήσεις και να αποφύγουν να εγείρουν υποψίες στους επίσημους καταλόγους των επεκτάσεων.

Ο Ντάρντικμαν ανέφερε ως παράδειγμα το σενάριο επίσκεψης σε τραπεζικό ιστότοπο, όπου η επέκταση θα μπορούσε να καταγράψει την αίτηση και να ανακατευθύνει τον χρήστη σε ένα πιστό αντίγραφο της σελίδας σύνδεσης, φιλοξενούμενο από τους κυβερνοεισβολείς. Έτσι, τα στοιχεία σύνδεσης του χρήστη θα κατέληγαν απευθείας στα χέρια των εγκληματιών.

Η εταιρεία συνέστησε στους χρήστες που έχουν εγκαταστήσει κάποια από τις 18 επεκτάσεις που σχετίζονται με την εκστρατεία RedDirection να τις αφαιρέσουν άμεσα, να διαγράψουν τα δεδομένα περιήγησής τους ώστε να απομακρυνθούν πιθανά αποθηκευμένα αναγνωριστικά και να προβούν σε πλήρη σάρωση του συστήματός τους για ανίχνευση πρόσθετων απειλών. Επιπλέον, συνέστησε την προσεκτική παρακολούθηση των λογαριασμών τους για ενδεχόμενη ύποπτη δραστηριότητα.

Έλεγχος που πραγματοποιήθηκε στα επίσημα καταστήματα επεκτάσεων τόσο της Google όσο και της Microsoft επιβεβαίωσε ότι οι 18 εμπλεκόμενες επεκτάσεις έχουν αφαιρεθεί και δεν είναι πλέον διαθέσιμες για λήψη.

Η εφημερίδα The Epoch Times απηύθυνε ερώτημα προς τις Google και Microsoft για σχόλια.

Ακολουθεί λίστα με τις 18 γνωστές κακόβουλες επεκτάσεις που συνδέονται με την εκστρατεία RedDirection, μαζί με τα μοναδικά τους αναγνωριστικά:

Επεκτάσεις Chrome

  • Emoji keyboard online—Αντιγραφή & επικόλληση emoji (ID: kgmeffmlnkfnjpgmdndccklfigfhajen)
  • Free Weather Forecast (ID: dpdibkjjgbaadnnjhkmmnenkmbnhpobj)
  • Video Speed Controller—Διαχειριστής βίντεο (ID: gaiceihehajjahakcglkhmdbbdclbnlf)
  • Unlock Discord—VPN Proxy για να ξεμπλοκάρετε το Discord οπουδήποτε (ID: mlgbkfnjdmaoldgagamcnommbbnhfnhf)
  • Dark Theme—Σκουρόχρωμη λειτουργία για Chrome (ID: eckokfcjbjbgjifpcbdmengnabecdakp)
  • Volume Max—Απόλυτος ενισχυτής ήχου (ID: mgbhdehiapbjamfgekfpebmhmnmcmemg)
  • Unblock TikTok—Απρόσκοπτη πρόσβαση με One-Click Proxy (ID: cbajickflblmpjodnjoldpiicfmecmif)
  • Unlock YouTube VPN (ID: pdbfcnhlobhoahcamoefbfodpmklgmjm)
  • Color Picker, Eyedropper—Επιλογή χρωμάτων Geco (ID: eokjikchkppnkdipbiggnmlkahcdkikp)
  • Weather (ID: ihbiedpeaicgipncdnnkikeehnjiddck)

Επεκτάσεις Edge

  • Unlock TikTok(ID: jjdajogomggcjifnjgkpghcijgkbcjdi)
  • Volume Booster—Αύξηση ήχου (ID: mmcnmppeeghenglmidpmjkaiamcacmgm)
  • Web Sound Equalizer (ID: ojdkklpgpacpicaobnhankbalkkgaafp)
  • Header Value (ID: lodeighbngipjjedfelnboplhgediclp)
  • Flash Player—Εξομοιωτής ηλεκτρονικών παιχνιδιών (ID: hkjagicdaogfgdifaklcgajmgefjllmd)
  • Youtube Unblocked (ID: gflkbgebojohihfnnplhbdakoipdbpdm)
  • SearchGPT—ChatGPT για μηχανή αναζήτησης (ID: kpilmncnoafddjpnbhepaiilgkdcieaf)
  • Unlock Discord (ID: caibdnkmpnjhjdfnomfhijhmebigcelo)

Νέα κυβερνοαπειλή για χρήστες Mac: Κακόβουλο λογισμικό σε δημοφιλείς εφαρμογές

Ένα νέο παραλλαγμένο κακόβουλο λογισμικό για macOS, γνωστό ως ZuRu, στοχεύει χρήστες υπολογιστών Apple, εισχωρώντας σε δημοφιλείς εφαρμογές που χρησιμοποιούνται για απομακρυσμένες συνδέσεις και διαχείριση διακομιστών, σύμφωνα με προειδοποίηση της εταιρείας κυβερνοασφάλειας SentinelOne στις 10 Ιουλίου.

Το ZuRu, που εντοπίστηκε για πρώτη φορά το 2021, έχει εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου και πλέον είναι ικανό να μολύνει περισσότερες εφαρμογές με νέους τρόπους. Η τελευταία του παραλλαγή λειτουργεί αποκλειστικά σε υπολογιστές Mac με το λειτουργικό σύστημα Sonoma 14.1, που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2023, ή το πιο πρόσφατο Sequoia.

Προηγούμενες εκδόσεις του κακόβουλου λογισμικού είχαν εντοπιστεί ενσωματωμένες τόσο σε πειρατικές όσο και σε αυθεντικές εκδόσεις δημοφιλών εργαλείων για προγραμματιστές και επαγγελματίες πληροφορικής, όπως τα SecureCRT, Navicat και Microsoft Remote Desktop για Mac. Πιο πρόσφατα, το ZuRu εντοπίστηκε σε έκδοση της εφαρμογής Termius, η οποία χρησιμοποιείται για τη διαχείριση απομακρυσμένων διακομιστών και ασφαλών συνδέσεων.

Οι ερευνητές Φιλ Στόουκς (Phil Stokes) και Ντινές Ντεβαντός (Dinesh Devadoss) από τη SentinelOne ανέφεραν ότι το νέο δείγμα χρησιμοποιεί διαφορετική μέθοδο για να τροποποιήσει νόμιμες εφαρμογές, προσθέτοντας κακόβουλο κώδικα μαζί με ένα βοηθητικό πρόγραμμα τύπου command-and-control (C2), το οποίο επιτρέπει στους δράστες να ελέγχουν απομακρυσμένα τα «μολυσμένα» Mac.

Όπως σημειώνεται, το συγκεκριμένο C2 implant βασίζεται στο Khepri, ένα εργαλείο ανοιχτού κώδικα σχεδιασμένο για την απομακρυσμένη εκτέλεση εντολών και τη συλλογή πληροφοριών από ένα παραβιασμένο σύστημα. Αφού εγκατασταθεί, το «εμφύτευμα» παρέχει στους κυβερνοεισβολείς τη δυνατότητα μεταφοράς αρχείων, εκτέλεσης προγραμμάτων ή εντολών και λήψης των αποτελεσμάτων τους.

Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι η νέα παραλλαγή του macOS.ZuRu συνεχίζει τη γνωστή τακτική των επιτιθέμενων, που βασίζεται στη χρήση νόμιμων εφαρμογών macOS ως μέσο διάδοσης του κακόβουλου λογισμικού. Εκτίμησαν επίσης ότι οι δράστες φαίνεται να εγκαταλείπουν απλούστερες μεθόδους, επιλέγοντας να ενσωματώνουν τον κακόβουλο κώδικα σε βοηθητικά προγράμματα, πιθανώς για να παρακάμψουν τα σύγχρονα συστήματα εντοπισμού απειλών.

Το ZuRu είχε αναφερθεί αρχικά από Κινέζο blogger, ενώ η διανομή του περιελάμβανε και «μολυσμένα» αποτελέσματα αναζήτησης στην κινεζική μηχανή Baidu — κάτι που ενδέχεται να υποδηλώνει ότι η εκστρατεία έχει κινεζική γλωσσική ή γεωγραφική βάση. Σύμφωνα με τη SentinelOne, η υποδομή command-and-control του κακόβουλου λογισμικού χρησιμοποιεί διευθύνσεις IP από το Alibaba Cloud, στοιχείο που υποδεικνύει ενοικίαση διακομιστών που φιλοξενούνται στην Κίνα. Ωστόσο, οι ερευνητές διευκρινίζουν ότι αυτό το δεδομένο δεν αποδεικνύει την υπηκοότητα ή τις διασυνδέσεις των δραστών, καθώς τέτοια υποδομή μπορεί να χρησιμοποιηθεί από οποιονδήποτε παγκοσμίως.

Το FBI είχε προειδοποιήσει το 2024 ότι κυβερνοεισβολείς συνδεδεμένοι με το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας έχουν διεισδύσει σε κρίσιμες υποδομές των Ηνωμένων Πολιτειών και αναμένουν την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσουν. Ο τότε διευθυντής του FBI, Κρίστοφερ Ρέι, είχε αναφέρει πως οι κινεζικές ομάδες κυβερνοεπιθέσεων έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, ενισχυόμενες από τη στρατιωτική και την κατασκοπευτική μηχανή του κινεζικού κράτους, με την ευρεία χρήση τεχνητής νοημοσύνης.

Ο Ρέι είχε τονίσει ότι οι επιθέσεις των Κινέζων κυβερνοεισβολέων δεν περιορίζονται πλέον στην κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά επικεντρώνονται στην παραβίαση κρίσιμων τομέων, όπως η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες και η ύδρευση, δίνοντας στο Πεκίνο τη δυνατότητα να εξαπολύσει ένα ισχυρό πλήγμα τη στιγμή που θα το κρίνει σκόπιμο.

Πιο πρόσφατα, το FBI και τρεις ακόμη ομοσπονδιακές υπηρεσίες των ΗΠΑ προειδοποίησαν και για ενδεχόμενες ιρανικές κυβερνοεπιθέσεις εναντίον κρίσιμων υποδομών στις ΗΠΑ.

Το Πεκίνο εργαλειοποιεί τις σπάνιες γαίες — Η απάντηση της Δύσης

Στη φετινή σύνοδο της G7, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν παρουσίασε στους ηγέτες των κρατών –μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ– ένα σπάνιο γήινο μαγνήτη, ως σύμβολο των προσπαθειών της Δύσης να απεξαρτηθεί από τις κινεζικές εφοδιαστικές αλυσίδες. Όπως εξήγησε, ο μαγνήτης κατασκευάστηκε στην Εσθονία από καναδική εταιρεία, με πρώτες ύλες από την Αυστραλία και στήριξη από το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης της ΕΕ.

Το ταμείο αυτό ενισχύει οικονομικά την προσπάθεια της Ένωσης για επίτευξη μηδενικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΔΟΕ) αναφέρει ότι η Κίνα ελέγχει το 90% της παγκόσμιας παραγωγής σπάνιων γαιών σε επίπεδο κατεργασίας και διύλισης. Επομένως, η δημιουργία μιας εναλλακτικής αλυσίδας παραγωγής μαγνητών θεωρείται αξιοσημείωτη.

Οι σπάνιες γαίες είναι κρίσιμες για τη σύγχρονη βιομηχανία: χρησιμοποιούνται σε οθόνες, μπαταρίες, ηλεκτρικά μοτέρ, αλλά και σε προηγμένα οπλικά συστήματα. Ένα μαχητικό F-35 απαιτεί πάνω από 400 κιλά σπάνιων γαιών, ενώ ένα πυρηνοκίνητο υποβρύχιο ξεπερνά τους 4 τόνους, σύμφωνα με το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας.

Οι σπάνιες γαίες ονομάζονται έτσι όχι επειδή είναι «σπάνιες» στο φλοιό της Γης, αλλά επειδή απαντώνται σε χαμηλές συγκεντρώσεις και είναι δύσκολη και δαπανηρή η απομόνωσή τους από άλλα μέταλλα.

Η Κίνα δεν κυριαρχεί μόνο στην εξόρυξη αλλά και σε ολόκληρη την αξιακή αλυσίδα: από τον διαχωρισμό και τη διύλιση έως την κατασκευή των μαγνητών. Με την κυρίαρχη θέση της, το Πεκίνο φέρεται να εργαλειοποιεί τις σπάνιες γαίες στον εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ.

Παρότι στις συνομιλίες της Γενεύης τον Μάιο και του Λονδίνου τον Ιούνιο υπήρξε συμφωνία για εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι ροές παραμένουν περιορισμένες σε σχέση με πριν την επιβολή των περιορισμών εξαγωγής από το Πεκίνο, τον Απρίλιο.

Παράλληλα, η κυβέρνηση Τραμπ προχωρά με απλοποίηση κανονισμών και ενίσχυση επενδύσεων για τη δημιουργία εγχώριας εφοδιαστικής αλυσίδας. Η αμερικανική εξάρτηση από τις κινεζικές σπάνιες γαίες είχε αναγνωριστεί από την εποχή Ομπάμα. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Μπάιντεν, θεσπίστηκαν φορολογικά κίνητρα και ομοσπονδιακές χρηματοδοτήσεις στο πλαίσιο του Inflation Reduction Act (Νόμος για τη Μείωση του Πληθωρισμού).

Σύμφωνα με ειδικούς, η αποφασιστικότητα της Δύσης έχει φτάσει σε σημείο καμπής: ακόμα και αν η Κίνα άρει τους περιορισμούς και πλημμυρίσει ξανά την αγορά με φθηνά προϊόντα, η πολιτική αλλαγής πορείας δεν πρόκειται να ανασταλεί όπως στο παρελθόν.

Ο Κεν Μουσίνσκι (Ken Mushinski), διευθύνων σύμβουλος της Rare Element Resources, που δραστηριοποιείται στην εξόρυξη και κατεργασία σπάνιων γαιών στο Ουαϊόμινγκ, δήλωσε πως η αμερικανική προσπάθεια εφοδιαστικής αυτάρκειας προχωρά με «100% βεβαιότητα». Όπως είπε, μετά από συναντήσεις με τον υπουργό Ενέργειας Κρις Ράιτ και το Πεντάγωνο, όλοι οι φορείς φαίνονται απολύτως συντονισμένοι ως προς την ανάγκη υλοποίησης του σχεδίου το ταχύτερο δυνατόν.

Η σύνοδος κορυφής των ηγετών της G7 στον Καναδά, στις 16 Ιουνίου 2025. (Chip Somodevilla/Getty Images)

 

Η Rare Element Resources λειτουργεί πιλοτικό εργοστάσιο σε συνεργασία με το υπουργείο Ενέργειας και προβλέπει την έναρξη πλήρους παραγωγής εντός δύο ή τριών ετών.

Ο τεχνολογικός αναλυτής Τζέιμς Λιούις (James Lewis), από το Center for European Policy Analysis, εκτίμησε πως μέσα σε δύο χρόνια ενδέχεται να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος στις ΗΠΑ, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν κέρδη και ότι έχουν αρθεί τα γραφειοκρατικά εμπόδια.

Αγώνας με τον χρόνο

Από την έναρξη της δεύτερης θητείας του, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει εκδώσει έντεκα εκτελεστικά διατάγματα για διευκόλυνση αδειοδοτήσεων και χρηματοδότησης εταιρειών εξόρυξης και επεξεργασίας κρίσιμων ορυκτών. Στα τέλη Ιουνίου, το υπουργείο Ενέργειας ανακοίνωσε νέες οδηγίες για απλούστευση των περιβαλλοντικών εγκρίσεων, ενώ το υπουργείο Εσωτερικών προσέθεσε έργα κρίσιμων ορυκτών σε παλαιότερο πρόγραμμα επιτάχυνσης εγκρίσεων.

Ο Μουσίνσκι ανέφερε ότι πλέον οι εταιρείες θα μπορούν να συντονίζονται εξ αρχής με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, μειώνοντας τον χρόνο και τις καθυστερήσεις. Όπως είπε, το έργο του στο Ουαϊόμινγκ χρειάστηκε δέκα χρόνια για να αδειοδοτηθεί, ενώ πλέον αντίστοιχο έργο θα μπορούσε να εγκριθεί σε δύο έως τέσσερα χρόνια.

Σύμφωνα με τον Άλεξ Χέργκοτ (Alex Herrgott), πρόεδρο του Permitting Institute, καθυστερήσεις 7–10 ετών είναι συνηθισμένες στον τομέα των σπάνιων γαιών. Ωστόσο, η διαθεσιμότητα χρηματοδότησης μπορεί να επιταχύνει τις διαδικασίες: η Critical Metals Corp. ανακοίνωσε ότι η Τράπεζα Εξαγωγών-Εισαγωγών των ΗΠΑ εξετάζει δάνειο 120 εκατ. δολαρίων για έργο στη Γροιλανδία.

Επιπλέον, βάσει πρόσφατου προεδρικού διατάγματος, δεν απαιτείται πλέον εγγυημένος αγοραστής για να εγκριθεί χρηματοδότηση. Όπως είχε δηλώσει στην εφημερίδα The Epoch Times η Μέλ Σάντερσον (Melissa “Mel” Sanderson) από την American Rare Earths, αυτό καθιστά τα έργα πιο ευέλικτα και προσβάσιμα.

Για την πλήρη εγχώρια επάρκεια, ο Μουσίνσκι εκτίμησε ότι θα χρειαστούν 10 έως 20 χρόνια: είκοσι αν οι ΗΠΑ κινηθούν μόνες τους και δέκα αν προχωρήσουν με συμμάχους.

Η NioCorp σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει την τεχνολογία Railveyor για τη μεταφορά μεταλλεύματος στην επιφάνεια στο έργο Elk Creek Critical Minerals Project στη Νεμπράσκα. (Mark Smith/NioCorp)

 

Ανέφερε ως ιδανικό σενάριο μια συνεργασία με βρετανική μεταλλουργική εταιρεία και ιαπωνικό κατασκευαστή μαγνητών για εγκατάσταση μονάδων στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Στο Κογκρέσο, το Center for Critical Mineral Strategy πρότεινε τη συνεργασία με εταίρους σε Αυστραλία, Ιαπωνία, Ινδία και Εσθονία. Τον Σεπτέμβριο, οι ΗΠΑ θα φιλοξενήσουν στο Σικάγο τη 15η διακυβερνητική διάσκεψη για κρίσιμα ορυκτά, στο πλαίσιο του σχεδίου δράσης της G7.

Ο πρόεδρος της Critical Minerals Association USA, Ντέννις Γκίμπσον (Dennis Gibson), χαρακτήρισε την παρουσίαση του μαγνήτη από την κ. φον ντερ Λάιεν «χειροπιαστή απόδειξη» ότι υπάρχει δυνατότητα διακρατικής και διατομεακής συνεργασίας. Εξέφρασε την αισιοδοξία του ότι η σύνοδος του Σικάγο θα συμβάλει καθοριστικά στη σύσταση σταθερών συμμαχιών.

Χαμένη πρωτοκαθεδρία

Η Δύση βρίσκεται αντιμέτωπη με την κυριαρχία που έχει εδραιώσει η Κίνα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες στον τομέα των σπάνιων γαιών. Το μόνο ενεργό ορυχείο στις ΗΠΑ, το Mountain Pass στην Καλιφόρνια, απέχει λιγότερο από 100 χιλιόμετρα από το Λας Βέγκας. Αν και ηγούνταν παγκοσμίως τη δεκαετία του ’70 και ’80, σήμερα καλύπτει μόλις το 15% της παγκόσμιας παραγωγής οξειδίων σπάνιων γαιών και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την Κίνα για την κατεργασία τους.

Η τεχνολογία των σπάνιων γαιών για μόνιμους μαγνήτες αναπτύχθηκε σε αμερικανικό εργαστήριο τη δεκαετία του 1960 και εξελίχθηκε από τη Sumitomo Special Metals στην Ιαπωνία και την General Motors στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1980.

Το ορυχείο Rio Tinto Borax στο Μπόρον της Καλιφόρνιας, την 1η Φεβρουαρίου 2010. (David McNew/Getty Images)

 

Το 1992, ο τότε Κινέζος ηγέτης Ντενγκ Σιαοπίνγκ είχε δηλώσει ότι οι σπάνιες γαίες έχουν «τεράστια στρατηγική σημασία», προσθέτοντας πως «η Μέση Ανατολή έχει πετρέλαιο, η Κίνα έχει σπάνιες γαίες».

Οι ξένες εταιρείες μπορούσαν να δραστηριοποιούνται στην Κίνα μόνο μέσω κοινοπραξιών, παρέχοντας τεχνογνωσία σε κινέζους εταίρους σύμφωνα με το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (Center for Strategic and International Studies – CSIS) με έδρα την Ουάσιγκτον. Με κρατική στήριξη, η Κίνα έφτασε το 2010 να παράγει το 95% της παγκόσμιας ποσότητας σπάνιων γαιών, σύμφωνα με την U.S. Geological Survey (Γεωλογική Υπηρεσία των ΗΠΑ).

Το ίδιο έτος, η Κίνα περιόρισε τις εξαγωγές της κατά 40% και επέβαλε εμπάργκο στην Ιαπωνία, προκαλώντας αύξηση των τιμών έως και 50 φορές, σύμφωνα με το CSIS. Η μετοχή της Molycorp –τότε ιδιοκτήτριας του Mountain Pass– έφτασε ιστορικό υψηλό τον Μάιο του 2011.

Ωστόσο, το 2015, η Κίνα κατάργησε το καθεστώς ποσοστώσεων και οι τιμές κατέρρευσαν. Η Molycorp πτώχευσε και το ορυχείο πέρασε στη Las Vegas-based MP Materials, με επαναλειτουργία το 2018. Την ίδια περίοδο, η Rare Element Resources είχε δαπανήσει 30 εκατομμύρια δολάρια για την απόκτηση αδειών και κινδύνευσε επίσης με χρεοκοπία, όπως κατέθεσε ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ενώπιον επιτροπής του Κογκρέσου τον Ιούνιο.

Όταν κατέρρευσαν οι τιμές της αγοράς, οι αμερικανικές εταιρείες δεν μπορούσαν πλέον να τεκμηριώσουν βιώσιμα επιχειρηματικά σχέδια που να προσελκύουν επενδυτές. Η Ιαπωνία προσπάθησε να στραφεί αλλού, όμως η παγκόσμια αγορά επανήλθε στην εξάρτηση από την Κίνα, η οποία σήμερα εξακολουθεί να ελέγχει το 90% της επεξεργασίας σπάνιων γαιών.

Σπάνιες γαίες για εξαγωγή στην Ιαπωνία σε ένα λιμάνι στο Λιανγιουνγκάνγκ. Επαρχία Τζιανγκσού, Κίνα, στις 5 Σεπτεμβρίου 2010. (STR/AFP μέσω Getty Images)

 

Οι καιροί έχουν αλλάξει

Ο Λιούις εκτίμησε ότι το Πεκίνο δύσκολα θα μπορέσει να επαναλάβει το μοντέλο των προηγούμενων δεκαετιών, καθώς οι βιομηχανικές χώρες είναι πλέον πιο υποψιασμένες. Όπως είπε, «οι Κινέζοι δεν μπορούν να παίξουν το ίδιο χαρτί πολλές φορές πριν οι άλλοι σταματήσουν να τους εμπιστεύονται».

Ο Μουσίνσκι συμφώνησε, λέγοντας πως υπάρχει πλέον επίγνωση ότι οι συμφωνίες του σήμερα ενδέχεται να μην ισχύουν αύριο. Υπογράμμισε επίσης πως η αμερικανική κυβέρνηση και το υπουργείο Άμυνας έχουν πλήρη επίγνωση ότι η αλυσίδα των σπάνιων γαιών πρέπει να επανέλθει στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Με τη συμβολή του John Haughey

Από τα κοντέινερ της Κίνας στις βίλες της Αθήνας: Το κύκλωμα υποτιμολόγησης και το ξέπλυμα χρημάτων μέσω ακινήτων

Η Κίνα εδώ και χρόνια αποτελεί παγκόσμιο κόμβο για την εξαγωγή φθηνών προϊόντων. Ωστόσο, η φθηνή τιμή δεν εξηγείται πάντα από τους χαμηλούς συντελεστές εργασίας ή τη βιομηχανική υπεροχή. Όπως αποκαλύπτει νέα έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO), η Κίνα ενδέχεται να αποτελεί και την αφετηρία ενός ευρύτερου και καλά οργανωμένου μηχανισμού φοροαποφυγής και ξεπλύματος μαύρου χρήματος, με επίκεντρο την Ελλάδα, αλλά με πλοκάμια σε ολόκληρη την ΕΕ.

Το πολύπλοκο δίκτυο, που ερευνάται πλέον επίσημα, είχε στο παρελθόν αποκαλυφθεί για την εισαγωγή ηλεκτρικών πατινιών και ποδηλάτων σε εξευτελιστικές τιμές. Η νέα φάση της έρευνας φωτίζει ένα ακόμα πιο σύνθετο σχέδιο, που περιλαμβάνει ρούχα, υποδήματα και άλλα αγαθά προερχόμενα σχεδόν αποκλειστικά από την Κίνα, με χρήση ψευδών δηλώσεων αξίας και καταχρηστικής εφαρμογής τελωνειακών καθεστώτων. Μέλη του κυκλώματος απέσυραν σημαντικά ποσά από το τραπεζικό σύστημα (ή προχωρούσαν σε πολλαπλές διατραπεζικές μεταφορές) με τα οποία προέβαιναν σε αγορές πολυτελών ακινήτων σε Αθήνα και Κυκλάδες, ξεπλένοντας με τον τρόπο αυτόν τα κέρδη τους.

Η Κίνα και ο «εξαγωγικός δούρειος ίππος» στην Ευρώπη

Το φαινόμενο αυτό δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Αντίστοιχες υποθέσεις παρατηρούνται σε πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ, με σημείο εκκίνησης σχεδόν πάντα την Κίνα. Το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο οι κινεζικές αρχές κάνουν «τα στραβά μάτια» ή, χειρότερα, αν γνωρίζουν και ανέχονται τέτοιες πρακτικές, στο πλαίσιο μιας στρατηγικής επέκτασης της επιρροής τους στις οικονομίες των δυτικών χωρών.

Η «κινεζική πύλη» της υποτιμολόγησης

Οι ελληνικές τελωνειακές αρχές διαπίστωσαν πως χιλιάδες κοντέινερς με προϊόντα από την Κίνα εισέρχονταν μέσω του Τελωνείου Πειραιά, δηλώνοντας πλασματικά χαμηλές τιμές. Αντί για τη ρεαλιστική τιμή εισαγωγής, που θα επέβαλλε την πληρωμή αναλογικών εισαγωγικών δασμών και ΦΠΑ, οι τιμές δήλωσης ήταν συχνά κάτω από το 50% της πραγματικής αξίας. Σε πολλές περιπτώσεις ήταν τόσο χαμηλές ώστε εγείρονταν σοβαρές ενδείξεις συγκάλυψης και σκόπιμης απάτης.

Αυτή η υποτιμολόγηση δεν ήταν ούτε τυχαία ούτε μεμονωμένη. Όπως προκύπτει, πρόκειται για οργανωμένο κύκλωμα που συνδέεται με κινεζικά εργοστάσια και εμπόρους, οι οποίοι εκδίδουν τιμολόγια με παραποιημένες τιμές σε συνεργασία με Έλληνες και Ευρωπαίους συνεργούς, συχνά μέσω εταιρειών-βιτρινών ή εικονικών μεταφορικών επιχειρήσεων.

Το καθεστώς 42 και η εικονική μετακίνηση εμπορευμάτων

Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί η καταχρηστική χρήση του τελωνειακού καθεστώτος 42. Η ρύθμιση αυτή επιτρέπει την απαλλαγή από τον ΦΠΑ κατά την εισαγωγή προϊόντων στην Ελλάδα, εφόσον αυτά πρόκειται να μεταφερθούν σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ. Στην πράξη όμως, όπως διαπιστώθηκε, τα προϊόντα ποτέ δεν έφευγαν από τη χώρα. Αντίθετα, διοχετεύονταν στη μαύρη αγορά, χωρίς να αποδοθεί ούτε ένα ευρώ σε φόρους.

Η τακτική αυτή, σε συνδυασμό με ψευδείς παραλήπτες σε χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, αποδεικνύει μια ενιαία εγκληματική στρατηγική: χρησιμοποιήστε την Κίνα ως χαμηλού κόστους πηγή, κρύψτε την πραγματική αξία και απολαύστε πλήρη φορολογική ασυλία.

Ξέπλυμα χρήματος: από την Κίνα στην Αθήνα και τη Σαντορίνη

Τα κέρδη του κυκλώματος, σύμφωνα με τις Αρχές, δεν εξαφανίζονταν. Αντιθέτως, «καθαρίζονταν» μέσω αγορών ακινήτων υψηλής αξίας. Σε μία περίπτωση, άτομο εμπλεκόμενο στην υπόθεση, αγόρασε βίλα στη Βούλα αξίας άνω των 350.000 ευρώ, ενώ διατηρούσε και πολυτελή ιδιοκτησία στη Σαντορίνη, κατάλληλη για βραχυχρόνια μίσθωση. Καταγράφεται και τρίτο ακίνητο στο Ελληνικό, σε κομβική οδό, κοντά στην παραλιακή ζώνη, το οποίο αποκτήθηκε μέσω χρημάτων που σχετίζονται με την παράνομη αυτή δραστηριότητα.

Το χρήμα από την Κίνα, ερχόταν στην Ελλάδα με ψευδείς δηλώσεις και υποστηριζόταν από ένα ολόκληρο σύστημα εικονικών εταιρειών, τραπεζικών μεταφορών και αποδοχής από τις τοπικές αρχές, για να μετατραπεί σε real estate, χωρίς να αφήσει κανένα εμφανές ίχνος παράνομης προέλευσης.

Ο εντοπισμός των πραγματικών προσώπων που κρύβονταν πίσω από τις εταιρείες-βιτρίνες ήταν ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια, διότι οι οντότητες που υπήρχαν από πίσω στις περισσότερες περιπτώσεις δεν διέθεταν φυσική παρουσία ή λειτουργούσαν με παραπλανητικά στοιχεία.

Αξίζει να αναφερθεί ενδεικτικά πως επί της οδού Ρουμπέση είχε δηλωθεί η έδρα ατομικής επιχείρησης. Κατά τον επιτόπιο έλεγχο που διενεργήθηκε, ο χώρος ήταν κλειστός και χωρίς καμία ένδειξη εμπορικής δραστηριότητα, ενώ το πληροφοριακό σύστημα ICISnet ανέφερε ότι η εν λόγω επιχείρηση είχε πραγματοποιήσει 139 εισαγωγές από την Κίνα, μέσω του Γ’ Τελωνείου Πειραιά και είχε κάνει χρήση του καθεστώτος 42 για να έχει απαλλαγή από τον ΦΠΑ.

Η εμπλοκή εκτελωνιστών και η ελληνική παθητικότητα

Αξιοσημείωτος είναι ο ρόλος που φέρονταν να έπαιξαν συγκεκριμένοι εκτελωνιστές. Σύμφωνα με τη δικογραφία, σε πολλές περιπτώσεις οι δηλωθείσες τιμές δεν ελέγχονταν ποτέ ή τροποποιούνταν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, παραβλέποντας ακόμη και την κοινοτική βάση τιμών της ΕΕ για εισαγόμενα αγαθά από τρίτες χώρες.

Η μη ύπαρξη ουσιαστικού ελέγχου και η συστηματική απουσία φυσικών επιθεωρήσεων σε νεοσύστατες εταιρείες που εισήγαγαν μαζικά εμπορεύματα από την Κίνα, γεννά εύλογα ερωτήματα για το επίπεδο διαφθοράς ή παραμέλησης καθηκόντων στο ελληνικό τελωνειακό σύστημα.

Σύμφωνα με τα πορίσματα, άτομα που είχαν συμμετάσχει από την αρχή στο κύκλωμα συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται στον τομέα των εκτελωνισμών. Πλέον, χειρίζονται υποθέσεις για νέες εταιρείες, οι οποίες μάλιστα συχνά προσλαμβάνουν υπαλλήλους που είχαν εργαστεί σε παλαιότερες επιχειρήσεις που σχετίζονται με την ίδια απάτη.

Εμπορική συνεργασία ή εισαγόμενη διαφθορά;

Το δίκτυο που αποκαλύφθηκε συνιστά καίριο πλήγμα για τη νομιμότητα των εμπορικών συναλλαγών και υπονομεύει την ίδια την αρχή του υγιούς ανταγωνισμού.

Η υπόθεση που ξετυλίγεται σήμερα δεν αφορά απλώς φοροδιαφυγή. Αφορά τον ρόλο που διαδραματίζει η Κίνα στη συγκρότηση διεθνών κυκλωμάτων οικονομικής απάτης και την ανάγκη η Ευρώπη – και η Ελλάδα ειδικά – να αναθεωρήσουν τη στάση τους απέναντι στις εμπορικές σχέσεις με κράτη που δεν σέβονται τις βασικές αρχές της διαφάνειας και του ελεύθερου αλλά δίκαιου εμπορίου.