Δευτέρα, 21 Ιούλ, 2025

Υπερψηφίστηκε η «Έκθεση Βόζεμπεργκ για χρηματοδότηση μεταφορών και στρατιωτικής κινητικότητας στην ΕΕ»

Mε μεγάλη πλειοψηφία υπερψηφίστηκε, στην Επιτροπή Μεταφορών και Τουρισμού (ΤΡΑΝ), η γνωμοδότηση σχετικά με την αξιοποίηση των αδιάθετων ευρωπαϊκών πόρων στον τομέα των μεταφορών, για την οποία είχε οριστεί ως εισηγήτρια εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου η επικεφαλής της ευρωομάδας της ΝΔ και πρόεδρος της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού, Ελίζα Βόζεμπεργκ-Βρυωνίδη.

Συγκεκριμένα, υπερψηφίστηκαν όλες οι τροπολογίες που είχε καταθέσει η κυρία Βόζεμπεργκ στον τροποποιητικό κανονισμό του προγράμματος InvestEU, «εξασφαλίζοντας έτσι ότι οι αδιάθετοι πόροι θα επαναχρησιμοποιούνται αποκλειστικά εντός του τομέα των μεταφορών στο πλαίσιο των Βιώσιμων Υποδομών του InvestEU», όπως σημειώνεται στη σχετική ανακοίνωση.

Με τις προτάσεις της, η κυρία Βόζεμπεργκ «ανέδειξε τη σημασία των υποδομών-μεταφορών για την ανταγωνιστικότητα και την ασφάλεια της ΕΕ, επισημαίνοντας τον κρίσιμο ρόλο του Connecting Europe Facility (CEF) και την ανάγκη διατήρησής του ως βασικού πυλώνα της ευρωπαϊκής στρατηγικής και μετά το 2027».

Επιπλέον, «συμπεριέλαβε τη στρατιωτική κινητικότητα στη χρηματοδότηση των έργων που υποστηρίζουν την ανάπτυξη των υποδομών του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών (TEN-T), ενισχύοντας έτσι όχι μόνο τις προτεραιότητες στον τομέα των μεταφορών αλλά και της ευρωπαϊκής άμυνας».

Προελαύνουν τα ρωσικά στρατεύματα στην περιφέρεια Σούμι

Συνεχίζεται η προέλαση των ρωσικών στρατευμάτων στην περιφέρεια Σούμι της βορειοανατολικής Ουκρανίας, απειλώντας πλέον την ομώνυμη πρωτεύουσα, έχοντας καταλάβει πάνω από 150 τετραγωνικά χιλιόμετρα σε λιγότερο από δύο εβδομάδες.

Οι ρώσοι εισβολείς ελέγχουν σχεδόν το 1/5 της ουκρανικής επικράτειας και η προέλασή τους τον Μάιο συνεχίστηκε με τον ταχύτερο ρυθμό από την αρχή του έτους, σύμφωνα με τον ουκρανικό ιστότοπο Deep State που μεταδίδει πληροφορίες για τις θέσεις των στρατιωτικών δυνάμεων.

Τον Απρίλιο, η Μόσχα ανακοίνωσε ότι οι δυνάμεις της είχαν απελευθερώσει πλήρως τη ρωσική περιφέρεια Κουρσκ μετά την αιφνιδιαστική διασυνοριακή επίθεση που εξαπέλυσαν ουκρανικά στρατεύματα τον περασμένο Αύγουστο. Ο ισχυρός άνδρας του Κρεμλίνου Βλαντίμιρ Πούτιν έδωσε εντολή στον ρωσικό στρατό να δημιουργήσει «ζώνη ασφαλείας» στην ουκρανική περιφέρεια Σούμι προκειμένου να αποτραπούν διασυνοριακές επιθέσεις στο μέλλον.

Το υπουργείο Άμυνας στη Μόσχα ανακοίνωσε ότι ρωσικά στρατεύματα κατέλαβαν τον οικισμό Κιντράτιβκα και απέχουν 25-30 χλμ από την πόλη Σούμι, η οποία βρίσκεται πλέον εντός εμβέλειας του πυροβολικού και μη επανδρωμένων αεροσκαφών.

«Ρωσικές ένοπλες δυνάμεις συνεχίζουν την επιτυχημένη επιχείρησή τους βόρεια της πόλης Σούμι», αναφέρει ο Γιούρι Ποντολιάκα, ένας εκ των γνωστότερων στρατιωτικών μπλόγκερ στη Ρωσία.

Ο χάρτης που παρουσιάζει ο ουκρανικός ιστότοπος Deep State δείχνει ότι ο ρωσικές δυνάμεις ελέγχουν 154,4 τετραγωνικά χιλιόμετρα στην περιφέρεια Σούμι και εξαπολύουν επιθέσεις από διαφορετικά σημεία.

Ο Αντρίι Ντέμτσενκο, εκπρόσωπος Τύπου της ουκρανικής συνοριοφυλακής, δήλωσε ότι οι ρωσικές δυνάμεις επιδίδονται κυρίως σε καταδρομικού τύπου επιχειρήσεις – αντί για επιθέσεις με τεθωρακισμένα οχήματα – στην περιφέρεια Σούμι, μεταδίδει το ουκρανικό πρακτορείο ειδήσεων Interfax.

Τουλάχιστον 4 νεκροί και 28 τραυματίες είναι ο απολογισμός ρωσικών πληγμάτων στο Σούμι το τελευταίο 24ωρο, σύμφωνα με ουκρανούς αξιωματούχους.

Στρατιωτικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η ρωσική προέλαση στην περιφέρεια Σούμι περιορίζει την ικανότητα των ουκρανικών δυνάμεων να υπερασπιστούν ταυτόχρονα περιοχές του Ντονμπάς, τον πλήρη έλεγχο του οποίου επιζητεί η Μόσχα.

Γεραπετρίτης με τον Αιγύπτιο ΥΠΕΞ: Συμφωνήσαμε να εργαστούμε προς την κατεύθυνση της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων της Μονής

Ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης συναντήθηκε σήμερα στο Κάιρο με τον Αιγύπτιο ομόλογο του Badr Abdelatty και συζήτησαν όλα τα θέματα που αφορούν τη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Κατά τη συνάντηση συμφωνήθηκε να εργαστούν οι δυο πλευρές «προς την κατεύθυνση της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων της Μονής, καθώς επίσης και της νομικής της μορφής και προσωπικότητας» όπως είπε ο κ.Γεραπετρίτης.

Παράλληλα τόνισε ότι η σχέση της Ελλάδας με την Αίγυπτο είναι βαθιά και ανέπτυξε στρατηγικά χαρακτηριστικά και επισήμανε ότι η πρόθεση της Αιγύπτου είναι να προχωρήσουν οι δυο πλευρές με βάση την παράδοση και το ήδη διαμορφωμένο status της Μονής.

Συγκεκριμένα η δήλωση του έλληνα υπουργού Εξωτερικών στην ΕΡΤ μετά τη συνάντηση με τον Αιγύπτιο ομόλογο του είναι η εξής: «Η σχέση μας με την Αίγυπτο είναι βαθιά και έχει αναπτύξει στρατηγικά χαρακτηριστικά. Συζητήσαμε σήμερα με τον Αιγύπτιο Υπουργό Εξωτερικών τα θέματα που αφορούν τη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Όρους Σινά. Συμφωνήσαμε το αμέσως επόμενο διάστημα να εργαστούμε προς την κατεύθυνση της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων της Μονής, καθώς επίσης και της νομικής της μορφής και προσωπικότητας. Η πρόθεση της Αιγύπτου και της Ελλάδας είναι να προχωρήσουμε με βάση τη μακραίωνη παράδοση και το ήδη διαμορφωμένο status μίας εμβληματικής Μονής για τον ελληνορθόδοξο λατρευτικό χαρακτήρα της».

«Εξαιρετικά δύσκολος στις διαπραγματεύσεις ο Σι Τζινπίνγκ», δηλώνει ο Τραμπ εν όψει νέου γύρου εμπορικών συνομιλιών

Στο επίκεντρο νέου γύρου σινοαμερικανικών εμπορικών συνομιλιών βρίσκεται η στάση του προέδρου της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, την οποία ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, χαρακτήρισε ως «εξαιρετικά δύσκολη» για την επίτευξη οιασδήποτε συμφωνίας. Οι δηλώσεις του Τραμπ έγιναν στην πλατφόρμα Truth Social, τις πρώτες πρωινές ώρες της 4ης Ιουνίου, εν όψει της προγραμματισμένης επικοινωνίας του με τον Σι για το ζήτημα των διμερών εμπορικών σχέσεων.

«Μου αρέσει ο πρόεδρος Σι της Κίνας, πάντα μου άρεσε και πάντα θα μου αρέσει, αλλά είναι ΠΟΛΥ ΣΚΛΗΡΟΣ, ΚΑΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΔΥΣΚΟΛΟ ΝΑ ΚΛΕΙΣΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΑΖΙ ΤΟΥ!!!», έγραψε χαρακτηριστικά ο Τραμπ, σκιαγραφώντας το κλίμα αβεβαιότητας που επικρατεί στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη.

Το αμερικανικό εκτελεστικό επιτελείο είχε ήδη κατηγορήσει την Κίνα για παραβίαση της μεταξύ τους συμφωνίας για τους δασμούς, εντείνοντας το διπλωματικό και εμπορικό αδιέξοδο. Σύμφωνα με δηλώσεις του Λευκού Οίκου, η κινεζική κυβέρνηση υπονόμευσε όρους της προηγούμενης εμπορικής συμφωνίας, γεγονός που δημιουργεί πρόσθετα εμπόδια στην εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης.

Οι σινοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται εδώ και αρκετά χρόνια στο επίκεντρο αμφισβήτησης και οικονομικών τριβών με αιχμή το εμπόριο, τα τεχνολογικά ζητήματα και τις αμοιβαίες καταγγελίες για παραβιάσεις συμφωνιών. Ο Ντόναλντ Τραμπ, και κατά την προηγούμενη θητεία του, είχε δώσει έμφαση στην επαναδιαπραγμάτευση των εμπορικών συμφωνιών και στην επιβολή δασμών ως μέσο άσκησης πίεσης προς το Πεκίνο.

Ανώτατοι Αμερικανοί αξιωματούχοι επισημαίνουν ότι οι κινεζικές εμπορικές πρακτικές δεν τηρούν το πνεύμα των συμφωνηθέντων, τονίζοντας «παραβίαση της εμπορικής συμφωνίας από τη μεριά της Κίνας». Η Ουάσιγκτον εκφράζει διαρκείς ανησυχίες για ζητήματα όπως οι κρατικές ενισχύσεις στις κινεζικές επιχειρήσεις, η πνευματική ιδιοκτησία και η μεταφορά τεχνολογίας.

Αντίστοιχα, το Πεκίνο έχει διατυπώσει επανειλημμένα ενστάσεις για τους αμερικανικούς δασμούς σε κινεζικά προϊόντα, τονίζοντας ότι τα προστατευτικά μέτρα αποσταθεροποιούν το διεθνές εμπορικό σύστημα.

Το νέο κάλεσμα του Τραμπ για εμπορικές διαπραγματεύσεις με τον Σι γίνεται σε μια περίοδο αυξημένης έντασης, όπου το αδιέξοδο στις σχέσεις απειλεί να επηρεάσει όχι μόνο τις διμερείς οικονομικές ροές, αλλά και την παγκόσμια αγορά.

Παράλληλα, στελέχη της αμερικανικής κυβέρνησης εκτιμούν ότι η επίτευξη προόδου απαιτεί σαφείς δεσμεύσεις και από τις δύο πλευρές. Την ίδια στιγμή, ο Ντόναλντ Τραμπ επιλέγει να ρίξει το βάρος της ευθύνης στη σκληρή διαπραγματευτική τακτική του κ. Σι, υπογραμμίζοντας δημοσίως το ελάχιστο περιθώριο ευελιξίας που θεωρεί ότι υπάρχει.

Οι δηλώσεις του Τραμπ επιβεβαιώνουν την ουσιαστική δυσκολία εξεύρεσης κοινά αποδεκτής λύσης μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας. Οι ειδικοί θεωρούν ότι η επιρροή των εμπορικών διαφωνιών ξεπερνά το στενό διμερές πλαίσιο, επηρεάζοντας τις ισορροπίες στην παγκόσμια οικονομία και τροφοδοτώντας αβεβαιότητα στις διεθνείς αγορές.

Για το αμερικανικό πολιτικό σκηνικό, η αυστηρή αντιμετώπιση της Κίνας παραμένει βασικό ζήτημα ευρύτερης στρατηγικής. Την ίδια στιγμή, η κινεζική πλευρά προβάλλει την ανάγκη για σταθερές εμπορικές ροές και αποποιείται την ευθύνη για τις αυξανόμενες εντάσεις.

Το επικείμενο τηλεφώνημα μεταξύ Τραμπ και Σι Τζινπίνγκ συμβολίζει το διακύβευμα των σινοαμερικανικών εμπορικών σχέσεων και τις αντίρροπες δυνάμεις που καθορίζουν την πορεία τους. Ενώ οι δύο πλευρές αναγνωρίζουν τη σημασία της συνεργασίας, παραμένουν βαθιές οι διαφορές που, όπως επισημαίνεται από τους ίδιους τους ηγέτες, καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη τη γεφύρωση των υφιστάμενων εμποδίων.

Ισραήλ και Χαμάς σε σύγκρουση για τους πυροβολισμούς σε χώρους διανομής βοήθειας στη Γάζα

Το ζήτημα των θανατηφόρων πυροβολισμών κατά Παλαιστινίων αμάχων που κατευθύνονταν σε σημείο διανομής ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα προκαλεί νέα ένταση μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς. Το υπουργείο Υγείας της Γάζας, υπό τον έλεγχο της Χαμάς, υποστήριξε ότι 27 άμαχοι έχασαν τη ζωή τους από πυρά ισραηλινών στρατιωτών στις 3 Ιουνίου, καθώς προσπαθούσαν να προσεγγίσουν σημείο παροχής βοήθειας.

Απαντώντας στις κατηγορίες, ο εκπρόσωπος των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων (IDF), Έφι Ντεφρίν, δήλωσε σε επίσημη ανακοίνωση την ίδια μέρα ότι πρόκειται για «ψευδείς πληροφορίες» που διαδίδει η Χαμάς. Σύμφωνα με τον ίδιο, μέλη της Χαμάς «έχουν συλληφθεί να πυροβολούν πολίτες που κατευθύνονται για να συλλέξουν ανθρωπιστική βοήθεια», επιχειρώντας έτσι να εμποδίσουν την πρόσβαση των πολιτών στα ζωτικής σημασίας εφόδια.

Το περιστατικό έλαβε χώρα στη Χαν Γιούνις, στη νότια Λωρίδα της Γάζας, όπου φωτογραφίες κατέγραψαν Παλαιστίνιους να μεταφέρουν σακούλες με τρόφιμα και ανθρωπιστική βοήθεια, τα οποία διανεμήθηκαν από το Gaza Humanitarian Foundation – οργανισμό με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες και με έγκριση του Ισραήλ. Παρ’ όλα αυτά, το αφήγημα γύρω από το συμβάν διχάζει τη διεθνή κοινότητα: από τη μία, το υπουργείο Υγείας της Γάζας κάνει λόγο για «δολοφονική ενέργεια» του Ισραήλ, από την άλλη, το Ισραήλ απορρίπτει κατηγορηματικά τις καταγγελίες, αντιστρέφοντας τις ευθύνες προς τη Χαμάς.

Στη δήλωσή του, ο Έφι Ντεφρίν τόνισε: «Η Χαμάς προσπαθεί να σταματήσει τους Παλαιστινίους από το να λάβουν την ανθρωπιστική βοήθεια που χρειάζονται. Έχουμε παρατηρήσει μέλη της Χαμάς να ανοίγουν πυρ εναντίον πολιτών.» Ωστόσο, απτές αποδείξεις για τις αλληλοκατηγορίες δεν δόθηκαν δημόσια στη διάθεση ανεξάρτητων μέσων ή διεθνών οργανώσεων έως τη στιγμή σύνταξης του παρόντος άρθρου.

Από τον Οκτώβριο του 2023 η Λωρίδα της Γάζας βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρή ανθρωπιστική κρίση, λόγω των συνεχιζόμενων εχθροπραξιών, των ισραηλινών αποκλεισμών και του ελέγχου που ασκεί η Χαμάς σε μεγάλο μέρος της περιοχής. Η διανομή βοήθειας έχει επανειλημμένως παρεμποδιστεί, με αλληλοκατηγορίες μεταξύ των εμπλεκομένων για το ποιος φέρει την ευθύνη.

Η Ισραηλινή πλευρά διατηρεί τη θέση ότι δεν στοχεύει αμάχους και κατηγορεί τη Χαμάς αφενός για τη χρήση αμάχων ως «ανθρώπινες ασπίδες» και αφετέρου για παρακώλυση της απρόσκοπτης δίοδος ανθρωπιστικής βοήθειας. Στον αντίποδα, η Χαμάς και φορείς που βρίσκονται υπό τον έλεγχό της ισχυρίζονται για πολλοστή φορά ότι το Ισραήλ ευθύνεται για το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών αμάχων και για την παρεμπόδιση της παροχής βοήθειας.

Το συγκεκριμένο συμβάν —είτε πρόκειται για εμπλοκή των ισραηλινών δυνάμεων είτε για ενέργεια της Χαμάς— υπογραμμίζει τη δυσκολία της επαλήθευσης πληροφοριών στο πεδίο της Γάζας, ενόσω η εθνική και παγκόσμια κοινή γνώμη παρακολουθεί με ανησυχία την ανθρωπιστική κατάσταση. Οι αντιφατικές μαρτυρίες και η έλλειψη ανεξάρτητης διασταύρωσης των γεγονότων περιπλέκουν τις προσπάθειες των διεθνών οργανώσεων να αποδώσουν ευθύνες και να ενισχύσουν την ασφαλή πρόσβαση στην ανθρωπιστική βοήθεια.

Για τους αμάχους της Γάζας, κάθε νέα επίθεση ή περιστατικό βίας επιδεινώνει περαιτέρω τις ήδη δεινές συνθήκες διαβίωσης και υπογραμμίζει την αναγκαιότητα διαφανών διαδικασιών διανομής βοήθειας και αμερόληπτης διερεύνησης των καταγγελιών.

H πρόσφατη αλληλοκατηγορία Ισραήλ και Χαμάς για το περιστατικό στους χώρους διανομής βοήθειας αναδεικνύει εκ νέου το βαθύ έλλειμμα εμπιστοσύνης ανάμεσα στα δύο μέρη και το σύνθετο τοπίο της Γάζας, όπου είναι εξαιρετικά δύσκολο να διακριθούν τα όρια μεταξύ προπαγάνδας, πραγματικότητας και στρατηγικών επιδιώξεων. Μέχρι να προκύψουν ανεξάρτητες και πειστικές αποδείξεις, η διασφάλιση της ακεραιότητας των αμάχων και η ανεμπόδιστη πρόσβαση στη βοήθεια πρέπει να παραμείνουν προτεραιότητα για τη διεθνή κοινότητα.

Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ ζητά ταχύτερη και μεγαλύτερη αύξηση των αμυντικών δαπανών

Σε βαρυσήμαντη παρέμβασή του πριν τη συνάντηση των υπουργών Άμυνας στις Βρυξέλλες, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ καλεί τα κράτη-μέλη να εντείνουν τις προσπάθειες ενίσχυσης της συλλογικής άμυνας

Ο νέος γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, κάλεσε την Τετάρτη τα κράτη-μέλη της συμμαχίας να επιταχύνουν και να ενισχύσουν σημαντικά την αύξηση των αμυντικών δαπανών, υπογραμμίζοντας την αντιμετώπιση αυξημένων προκλήσεων τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον. Η τοποθέτηση του Μαρκ Ρούτε πραγματοποιήθηκε σε συνέντευξη Τύπου στις Βρυξέλλες, λίγο πριν τη συνεδρίαση των υπουργών Άμυνας των μελών του ΝΑΤΟ στην πρωτεύουσα του Βελγίου, σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία ζητήματα ασφάλειας καταλαμβάνουν κυρίαρχη θέση στην ευρωατλαντική ατζέντα.

Στην εισαγωγική του τοποθέτηση, ο Ρούτε τόνισε ότι «η συμμαχία πρέπει να προχωρήσει πιο πέρα, ταχύτερα, στην προσπάθεια αύξησης των αμυντικών δαπανών» των κρατών-μελών. Σύμφωνα με τον γγ του ΝΑΤΟ, η τρέχουσα γεωπολιτική αστάθεια και οι επίμονες απειλές, κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης ρωσικής επιθετικότητας στην Ουκρανία, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη ενίσχυσης της συλλογικής άμυνας.

Αναπτύσσοντας τα βασικά σημεία της τοποθέτησής του, ο Ρούτε επεσήμανε πως η διατήρηση της αποτρεπτικής ισχύος του ΝΑΤΟ εξαρτάται άμεσα από τη συνεχή και μακροπρόθεσμη αύξηση των εθνικών αμυντικών προϋπολογισμών. Σημείωσε ακόμα ότι «οι σύμμαχοι έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο», αλλά, όπως τόνισε, «οι απαιτήσεις της σημερινής εποχής μας υπαγορεύουν να κινηθούμε ακόμη πιο γρήγορα και με ακόμη μεγαλύτερη φιλοδοξία».

Είναι χαρακτηριστικό ότι, τα τελευταία έτη, το ζήτημα της αμυντικής δαπάνης αποτέλεσε σημείο αντιπαράθεσης στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ. Παρά τις συνεχείς πιέσεις από την αμερικανική πλευρά και συνολικές δεσμεύσεις για διάθεση τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες, αρκετές χώρες-μέλη δεν έχουν ακόμη προσαρμοστεί στα συμφωνηθέντα πλαίσια. Ο Ρούτε υπενθύμισε πως «η ευημερία και η ασφάλεια των κοινωνιών μας δεν επιτρέπουν εφησυχασμό», διευκρινίζοντας ότι «η διατλαντική ενότητα είναι πιο απαραίτητη από ποτέ», ιδιαίτερα ενόψει των συνεχιζόμενων συγκρούσεων και αμφισβητήσεων στο διεθνές περιβάλλον.

Οι δηλώσεις του γενικού γραμματέα εντάσσονται σε μια περίοδο αυξανόμενης ανησυχίας σχετικά με τη διαχρονική αξιοπιστία της συμμαχίας, ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες, πολλάκις στο παρελθόν, έχουν δεχθεί έντονη κριτική για ανεπαρκή στρατιωτική δαπάνη. Παράλληλα, η συζήτηση περί «αναδιανομής των βαρών» εντός ΝΑΤΟ παραμένει ανοικτή, με χώρες όπως οι ΗΠΑ να απαιτούν ισομερή κατανομή της οικονομικής και στρατιωτικής συνεισφοράς.

Ο Ρούτε υπογράμμισε το ρόλο της επαρκούς χρηματοδότησης για την προμήθεια σύγχρονων εξοπλισμών και την ενίσχυση της διαλειτουργικότητας των ενόπλων δυνάμεων των κρατών-μελών, ώστε η συμμαχία να είναι σε θέση να ανταποκρίνεται αυτόνομα και αποτελεσματικά σε οποιαδήποτε απειλή.

Η παρέμβαση του Μαρκ Ρούτε έρχεται να αναζωπυρώσει μια παλιά αλλά πάντα επίκαιρη συζήτηση για τη βιωσιμότητα και τη στρατηγική αυτοδυναμία της ευρωατλαντικής συμμαχίας. Η επιτάχυνση των αμυντικών δαπανών αποτελεί διαρκές αίτημα κυρίως από την Ουάσινγκτον, με την πρόσφατη παγκόσμια ανασφάλεια να επιτείνει τις σχετικές πιέσεις προς τα ευρωπαϊκά μέλη. Η ανταπόκριση των κρατών-μελών θα καθορίσει όχι μόνον το βαθμό ενίσχυσης της αποτρεπτικής δυνατότητας του ΝΑΤΟ, αλλά και το πώς θα διαμορφωθεί η εσωτερική του συνοχή σε μια περίοδο πιθανών διεθνών ανακατατάξεων.

Οι αυξανόμενες εντάσεις με τη Ρωσία, ο παράγοντας της αβεβαιότητας στις διατλαντικές σχέσεις, αλλά και ο γενικότερος επαναπροσδιορισμός της γεωστρατηγικής της Δύσης, καθιστούν το θέμα της άμυνας μείζονα προτεραιότητα για όλες τις συμμετέχουσες χώρες.

Καθώς οι υπουργοί Άμυνας του ΝΑΤΟ συνεδριάζουν, το κάλεσμα του Μαρκ Ρούτε για ταχύτερες και πιο φιλόδοξες κινήσεις στην αύξηση των αμυντικών προϋπολογισμών αποκτά εξαιρετικό βάρος. Το μέλλον της συμμαχίας και η αντοχή της σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον θα κριθούν τόσο από τη συλλογικότητα των αποφάσεων, όσο και από την αποφασιστικότητα στην υλοποίηση των κοινών στρατηγικών στόχων.

Οι αεροπορικές εταιρείες κατηγορούν τους προμηθευτές βιώσιμου καυσίμου για υπερκέρδη λόγω σπανιότητας

Η ένταση μεταξύ αεροπορικών εταιρειών και προμηθευτών βιώσιμου αεροπορικού καυσίμου κλιμακώνεται, καθώς οι επικεφαλής του κλάδου προειδοποιούν ότι η περιορισμένη προσφορά οδηγεί σε φαινόμενα αισχροκέρδειας. Ο γενικός διευθυντής της Διεθνούς Ένωσης Αερομεταφορών (IATA), Ουίλι Γουόλς, σχολίασε σχετικά κατά τη διάρκεια της ετήσιας συνάντησης της IATA στην Κωνσταντινούπολη, στις 5 Ιουνίου 2023.

Τα τελευταία χρόνια, πολλές κυβερνήσεις, ιδίως στην Ευρώπη, επιβάλλουν ολοένα και αυστηρότερες ποσοστώσεις χρήσης βιώσιμου αεροπορικού καυσίμου (Sustainable Aviation Fuel, SAF) με στόχο τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στον τομέα της αεροπορίας. Το βιώσιμο καύσιμο παράγεται κυρίως από απόβλητα ή μη τρόφιμα φυτικής προέλευσης, και θεωρείται κομβικό για την επίτευξη των περιβαλλοντικών δεσμεύσεων του κλάδου.

Ωστόσο, σύμφωνα με στελέχη του αεροπορικού κλάδου, η υποχρεωτική αύξηση στη χρήση του βιώσιμου καυσίμου έχει οδηγήσει σε δραματική αύξηση των τιμών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Όπως επισημαίνει ο Ουίλι Γουόλς, οι τιμές του SAF «έχουν ουσιαστικά διπλασιαστεί» σε σύγκριση με τα συμβατικά καύσιμα, δημιουργώντας συνθήκες υπερκέρδους για τους παρόχους του προϊόντος. «Οι προμηθευτές επωφελούνται δυσανάλογα από την έλλειψη στην αγορά», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Η αγορά του SAF εξακολουθεί να παρουσιάζει σημαντικές ελλείψεις, καθώς η παραγωγική ικανότητα παραμένει χαμηλή σε σύγκριση με τη ζήτηση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με την IATA, αρκετοί προμηθευτές να ανεβάζουν τις τιμές εκμεταλλευόμενοι τη νέα, υποχρεωτική αγορά που δημιουργούν οι κυβερνητικές αποφάσεις.

Από την πλευρά τους, οι εταιρείες ενέργειας και οι παραγωγοί των συγκεκριμένων καυσίμων υποστηρίζουν ότι το υψηλό κόστος προέρχεται κυρίως από τις τεχνολογικές δυσκολίες, τις επενδύσεις για νέες μονάδες παραγωγής και το υψηλότερο κόστος πρώτων υλών, καθώς επιχειρούν να αυξήσουν βαθμιαία τις δυνατότητές τους. Εκπρόσωποι των παραγωγών έχουν σημειώσει, επίσης, ότι το θεσμικό πλαίσιο και οι απαιτήσεις βιωσιμότητας αυξάνουν το παραγωγικό κόστος.

Στο ίδιο πλαίσιο, αεροπορικές εταιρείες επισημαίνουν ότι χωρίς στήριξη και ρύθμιση κατά των υπερβολικών τιμήσεων, η πράσινη μετάβαση στην αεροπορία κινδυνεύει να επιβαρύνει υπέρμετρα τους μεταφορείς και, τελικά, τους επιβάτες. Παράλληλα, έντονος είναι ο προβληματισμός για τον αντίκτυπο τέτοιων αυξήσεων στην ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού κλάδου έναντι διεθνών αντιπάλων.

Οι συζητήσεις για ενίσχυση της παραγωγής SAF, μέσω κινήτρων για επενδύσεις και απλοποίησης των διαδικασιών αδειοδότησης, εντείνονται τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η βιωσιμότητα της αεροπορίας, ωστόσο, παραμένει στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης, με τη ζήτηση για ασφαλείς και βιώσιμες μεταφορές να γιγαντώνεται.

Η αντιπαράθεση μεταξύ αεροπορικών εταιρειών και προμηθευτών ενδέχεται να επηρεάσει την επιτυχία των περιβαλλοντικών πολιτικών της Ευρώπης. Η ταχεία ανάπτυξη του SAF είναι αναγκαία για την επίτευξη των στόχων μείωσης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Παράλληλα, είναι κρίσιμο να διασφαλιστούν συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού και διαφάνειας στην αγορά.

Εν κατακλείδι, η μετάβαση προς βιώσιμες μορφές ενέργειας στην αεροπορία προχωρά δυναμικά, αλλά η ενίσχυση της διαθεσιμότητας και η ρύθμιση της αγοράς SAF φαίνεται να αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις ώστε η μετάβαση να είναι δίκαιη, αποτελεσματική και κοινωνικά αποδεκτή, τόσο για τον κλάδο όσο και για τους επιβάτες.

Αναστάτωση στο Μαρ-α-Λάγκο: 23χρονος συνελήφθη για παράνομη είσοδο

Ένταση επικράτησε τα ξημερώματα της Τρίτης στο πολυτελές κτήμα του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, στο Μαρ-α-Λάγκο της Φλόριντα, όταν 23χρονος άνδρας από το Τέξας συνελήφθη κατηγορούμενος για παράνομη είσοδο και παραβίαση του προστατευμένου χώρου.

Σύμφωνα με ανακοίνωση της Μυστικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ, ο Άντονι Τόμας Ρέγιες φέρεται να σκαρφάλωσε την περίφραξη που περιβάλλει το διάσημο θέρετρο, προκαλώντας κινητοποίηση των δυνάμεων ασφαλείας. Άνδρες της Μυστικής Υπηρεσίας εντόπισαν και ακινητοποίησαν αμέσως τον ύποπτο, παραδίδοντάς τον στη συνέχεια στην Αστυνομία του Παλμ Μπιτς.

Αξιοσημείωτο είναι πως, όπως δήλωσε εκπρόσωπος της Μυστικής Υπηρεσίας στην Epoch Times, τη στιγμή του συμβάντος δεν βρίσκονταν στο κτήμα άτομα που προστατεύονται από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία – συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Ντόναλντ Τραμπ ή μελών της οικογένειάς του.

Το περιστατικό εγείρει εκ νέου ερωτήματα για τα μέτρα ασφαλείας σε πολυσυζητημένους προορισμούς υψηλού προφίλ, ενώ οι αρχές εξακολουθούν να ερευνούν τα κίνητρα του 23χρονου. Παράλληλα, οι τοπικές Αρχές και η Μυστική Υπηρεσία δεν έχουν δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες για το αν ο συλληφθείς έφερε μαζί του παράνομα αντικείμενα ή επιχειρούσε κάτι περισσότερο από μια απλή παραβίαση.

Υπενθυμίζεται ότι το Μαρ-α-Λάγκο έχει βρεθεί πολλές φορές στο επίκεντρο της δημοσιότητας μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, τόσο για τα κοσμικά του πάρτι όσο και για περιστατικά που έχουν προκαλέσει ανησυχία για ζητήματα ασφαλείας.

Η υπόθεση του Άντονι Τόμας Ρέγιες έχει ήδη λάβει ευρεία δημοσιότητα, με την εξέλιξη της προανακριτικής διαδικασίας να αναμένεται με ενδιαφέρον από τα αμερικανικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης.

Με την συμβολή του Τζακ Φίλλιπς

Η Ρωσία κατηγορεί την Ουκρανία για έλλειψη ουσιαστικής βούλησης στις ειρηνευτικές συνομιλίες

Η Ρωσία κατηγόρησε την Ουκρανία για παρεμπόδιση της πορείας των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, αυξάνοντας έτσι τις εντάσεις μεταξύ των δύο πλευρών εν μέσω των συνεχιζόμενων πολεμικών συγκρούσεων. Την Τετάρτη, η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, δήλωσε στους δημοσιογράφους στη Μόσχα πως «για άλλη μια φορά αποδεικνύεται περίτρανα ότι το Κίεβο εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά επιθετικό και δεν είναι διατεθειμένο να βρει λογικές λύσεις».

Οι δηλώσεις της Ζαχάροβα ήρθαν σε συνέχεια πρόσφατων επεισοδίων που αφορούν επιθέσεις σε κομβικές ρωσικές υποδομές, τις οποίες η ρωσική πλευρά αποδίδει στην Ουκρανία. Η ίδια προχώρησε μάλιστα σε καταγγελίες για «τρομοκρατικές ενέργειες» της Ουκρανίας, τονίζοντας πως τέτοιου είδους επιθέσεις «καθιστούν σαφές ότι το Κίεβο δεν αναζητά πραγματικές λύσεις, αλλά προσπαθεί να κλιμακώσει περαιτέρω την κατάσταση».

Όπως επισήμανε η Ζαχάροβα, η σταθερή και αδιάλλακτη στάση της Ουκρανίας εμποδίζει την επίτευξη μιας συμφωνίας που δυνητικά θα μπορούσε να τερματίσει τη σύγκρουση. Επιπλέον, συνδύασε τις κατηγορίες περί απροθυμίας για διάλογο με αναφορές σε πρόσφατες ουκρανικές επιχειρήσεις εναντίον ρωσικών στρατηγικών στόχων, εκτιμώντας ότι αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης τακτικής πίεσης εκ μέρους του Κιέβου.

Από την ουκρανική πλευρά, εκπρόσωποι της κυβέρνησης έχουν επανειλημμένως απορρίψει ανάλογες ρωσικές κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι η Ρωσία χρησιμοποιεί τη ρητορική αυτή ως μέσο δικαιολόγησης της συνέχισης των στρατιωτικών επιχειρήσεων και των επιθέσεων σε ουκρανικές πόλεις. Άλλωστε, παραμένει σαφής η διαφωνία ως προς τα προαπαιτούμενα και το πλαίσιο ενδεχόμενων διαπραγματεύσεων, με το Κίεβο να επιμένει στην αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων ως βασική προϋπόθεση για κάθε διάλογο.

Οι τελευταίες εξελίξεις λαμβάνουν χώρα σε ένα κλίμα αυξημένης επιφυλακής για την ασφάλεια στρατηγικών υποδομών στη Ρωσία, καθώς η Μόσχα καταγράφει σειρά περιστατικών που αποδίδει στην ουκρανική πλευρά, ενώ παράλληλα εντείνει τις επιθέσεις της στην ανατολική Ουκρανία. Την ίδια στιγμή, η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί με ανησυχία τη στασιμότητα των ειρηνευτικών πρωτοβουλιών και το κλίμα αλληλοκατηγοριών που δυσχεραίνει την προοπτική επαναπροσέγγισης.

Εάν συνεχιστεί το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις, ενισχύεται η πιθανότητα περαιτέρω κλιμάκωσης της σύγκρουσης, με σοβαρές γεωπολιτικές και ανθρωπιστικές επιπτώσεις για την ευρύτερη περιοχή. Η ρητορική της Μόσχας αποσκοπεί τόσο στην ενίσχυση της εσωτερικής συνοχής όσο και στη μετάθεση ευθυνών προς το Κίεβο, ενώ η στάση της Ουκρανίας υπογραμμίζει την προσήλωσή της σε μια λύση που θα περιλαμβάνει πλήρη σεβασμό της εδαφικής της ακεραιότητας.

Η αδυναμία εξεύρεσης κοινής βάσης για ουσιαστικές διαπραγματεύσεις, όπως αυτή καταγράφεται από τις πρόσφατες δηλώσεις αξιωματούχων, δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο καχυποψίας και εντάσεων, καθιστώντας κάθε προσπάθεια ειρηνευτικής προσέγγισης ακόμη πιο δύσκολη.

Σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί η αμοιβαία δυσπιστία και η ρητορική κλιμάκωσης, οι προοπτικές για επίτευξη βιώσιμης ειρήνης στην περιοχή παραμένουν αβέβαιες. Οι δηλώσεις της Μαρία Ζαχάροβα αντικατοπτρίζουν την τρέχουσα ψυχρότητα των διμερών σχέσεων και φωτίζουν τα εμπόδια που ορθώνονται μπροστά στην αναζήτηση μιας διπλωματικής διέξοδου, ενώ οι συνέπειες της αδράνειας γίνονται ολοένα και οξύτερες για όλους τους εμπλεκόμενους.

Με την συμβολή του Άνταμ Μόροου

Τραμπ: «Συνομίλησα με τον Πούτιν, δεν διαφαίνεται άμεση ειρήνη στην Ουκρανία»

Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε την Τετάρτη ότι είχε τηλεφωνική συνομιλία με τον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, διάρκειας άνω της μίας ώρας, υπογραμμίζοντας πως «δεν πρόκειται να υπάρξει άμεση ειρήνη» στη συνεχιζόμενη ρωσο-ουκρανική σύρραξη.

Όπως ανέφερε ο ίδιος σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social, «συζητήσαμε για την επίθεση που δέχθηκαν ρωσικά σταθμευμένα αεροσκάφη από την Ουκρανία, καθώς και για διάφορες άλλες επιθέσεις που συνεχίζονται και από τις δύο πλευρές». Παρά τη διάρκεια και το περιεχόμενο της συνομιλίας, ο Αμερικανός πρόεδρος διευκρίνισε: «Ήταν μία καλή συζήτηση, αλλά δεν ήταν μία συζήτηση που θα οδηγήσει σε άμεση ειρήνη».

Η τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ των δύο ηγετών πραγματοποιήθηκε μία περίοδο που οι επιθέσεις στην Ουκρανία και τη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένων πλήγματων στις ρωσικές αεροπορικές βάσεις, εντείνουν το κλίμα αβεβαιότητας στο πεδίο. Παράλληλα, το ενδεχόμενο άμεσης ειρηνευτικής λύσης φαίνεται, σύμφωνα με την αμερικανική πλευρά, να απομακρύνεται.

Χαρακτηριστική είναι η εκτίμηση του Ντόναλντ Τραμπ ότι, παρά τον «εποικοδομητικό τόνο» της συνομιλίας, δεν φαίνεται να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για γρήγορη αποκλιμάκωση της έντασης.

Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί στενά τα διπλωματικά ανοίγματα Ουάσιγκτον και Μόσχας, τα οποία παραμένουν, μέχρι στιγμής, περιορισμένα σε επίπεδο επικοινωνίας μεταξύ των δύο ηγετών. Ταυτόχρονα, το μέλλον της ουκρανικής κρίσης εξακολουθεί να απασχολεί όχι μόνο τις τοπικές αρχές, αλλά και ευρύτερα το ευρωατλαντικό πλαίσιο ασφαλείας.

Η αλληλουχία των στρατιωτικών επεισοδίων και η επιμονή των κυριότερων εμπλεκόμενων μερών στη διατήρηση των θέσεών τους, δυσχεραίνουν τις προσπάθειες για άμεση επίτευξη ειρήνης.

Μέχρι στιγμής, δεν υπήρξε επίσημη ανταπόκριση από το Κρεμλίνο σχετικά με το περιεχόμενο της συνομιλίας ή τις δηλώσεις του προέδρου των ΗΠΑ. Ωστόσο, διπλωματικοί κύκλοι εκτιμούν πως η επικοινωνία αυτή εντάσσεται στην προσπάθεια της Ουάσιγκτον να διατηρήσει ανοιχτά τα κανάλια επικοινωνίας, σε μια φάση αυξανόμενης έντασης στο πεδίο.

Η πολιτική κατάσταση εν όψει αμερικανικών και ρωσικών πολιτικών εξελίξεων, όσο και η συνεχιζόμενη στρατιωτική δραστηριότητα σε Ουκρανία και Ρωσία, συντηρούν την αστάθεια στην περιοχή.

Η νέα αυτή επικοινωνία μεταξύ Τραμπ και Πούτιν λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο κατά την οποία στρατιωτικές επιθέσεις, όπως η ουκρανική επιδρομή σε ρωσικά αεροπορικά μέσα, επηρεάζουν περαιτέρω τις δυνατότητες για διπλωματική επίλυση. Οι εκατέρωθεν κατηγορίες και οι συνεχιζόμενοι βομβαρδισμοί ενισχύουν τα αδιέξοδα τόσο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όσο και στο πεδίο των μαχών.

Η δήλωση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, μετά την τηλεφωνική επικοινωνία με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, καταδεικνύει τις δυσκολίες που εξακολουθούν να υφίστανται για την επίτευξη άμεσης ειρήνης στην Ουκρανία. Παρά τις όποιες διπλωματικές πρωτοβουλίες, η προοπτική ουσιαστικής αποκλιμάκωσης παραμένει αβέβαιη, εν αναμονή πιθανών μελλοντικών εξελίξεων στο πεδίο της σύγκρουσης και στο επίπεδο των διεθνών διαμεσολαβήσεων.