Δευτέρα, 01 Σεπ, 2025

Κίνα και Ινδία δεσμεύονται να επανορθώσουν τις σχέσεις τους

Ο πρωθυπουργός της Ινδίας, Ναρέντρα Μόντι, συναντήθηκε με τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ ενόψει μιας περιφερειακής συνόδου στην Τιαντζίν.

Κατά τη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 31 Αυγούστου, ο Σι Τζινπίνγκ κάλεσε τον Μόντι να ενισχύσουν τη συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών και να θέσουν κατά μέρος τις δεκαετίες των διαφωνιών στα σύνορα που είχαν επιβαρύνει τις διμερείς σχέσεις.

Το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών μετέφερε ότι ο Σι τόνισε πως τα σύνορα δεν θα πρέπει να καθορίζουν τη συνολική σχέση Κίνας–Ινδίας και ότι, αν οι δύο χώρες μπορούν να θεωρούν η μία την άλλη «εταίρους» αντί για «ανταγωνιστές», η συνεργασία τους μπορεί να «ανθήσει και να προχωρήσει σταθερά».

Από την πλευρά του, ο Μόντι επισήμανε τη σημασία της ειρήνης και της ηρεμίας στα σύνορα για τη συνέχιση της ανάπτυξης των διμερών σχέσεων, σύμφωνα με την ανακοίνωση της ινδικής κυβέρνησης.

Η επίσκεψη του Μόντι στην Κίνα είναι η πρώτη του μετά τη θανατηφόρα σύγκρουση στα σύνορα στην περιοχή Γκαλβάν των Ιμαλαΐων το 2020, που στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 20 Ινδούς στρατιώτες και σε αδιευκρίνιστο αριθμό Κινέζων στρατιωτών, εντείνοντας τις εντάσεις μεταξύ των δύο πυρηνικών χωρών και παγώνοντας σε μεγάλο βαθμό τη διμερή συνεργασία.

Σημάδια αποκλιμάκωσης άρχισαν να εμφανίζονται τον Οκτώβριο του 2024, με συμφωνία για περιπολίες στα σύνορα, πριν από τη συνάντηση Μόντι–Σι στο περιθώριο της συνόδου BRICS στη Ρωσία. Τον Ιούλιο, ο Ινδός υπουργός Εξωτερικών Σουμπραχμανιάμ Τζαϊσάνκαρ επισκέφθηκε το Πεκίνο, ενώ πρόσφατα ο Κινέζος κορυφαίος διπλωμάτης Γουάνγκ Γι ταξίδεψε στο Νέο Δελχί για επαφές με τον Μόντι και ανώτερους Ινδούς αξιωματούχους.

Η επίσκεψη του Μόντι στην Κίνα πραγματοποιείται λιγότερο από μία εβδομάδα μετά την εφαρμογή του πρόσθετου δασμού 25% των ΗΠΑ στην Ινδία, αυξάνοντας τη συνολική επιβάρυνση στο 50%. Η κυβέρνηση Τραμπ ανέφερε ότι οι νέοι δασμοί ανταποκρίνονται στις μεγάλες αγορές ρωσικού πετρελαίου από το Νέο Δελχί, ενώ η κυβέρνηση Μόντι χαρακτήρισε την κίνηση των ΗΠΑ «άδικη» και «αδικαιολόγητη».

Κατά τη συνάντηση με τον Σι, ο Μόντι υπογράμμισε ότι Ινδία και Κίνα επιδιώκουν «στρατηγική αυτονομία» και ότι οι σχέσεις τους δεν θα πρέπει να αξιολογούνται μέσω της προοπτικής τρίτων χωρών. Τόνισε επίσης την ανάγκη να κινηθούν προς πολιτική και στρατηγική κατεύθυνση για την επέκταση του διμερούς εμπορίου και των επενδύσεων, ενώ συζήτησε και το εμπορικό έλλειμμα της Ινδίας με την Κίνα.

Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ και ο Ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι κατά τη διάρκεια συνάντησης στο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου. Ουάσιγκτον, στις 13 Φεβρουαρίου 2025. (Jim Watson/AFP μέσω Getty Images)

 

Η Κίνα ξεπέρασε τις ΗΠΑ ως ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ινδίας για το οικονομικό έτος 2023-2024, αλλά το Νέο Δελχί εκφράζει όλο και μεγαλύτερη δυσαρέσκεια για το εμπορικό έλλειμμα, που έφτασε τα 99,2 δισεκατομμύρια δολάρια.

Η επίσκεψη υποδηλώνει ότι η Ινδία παραμένει πιστή στην παραδοσιακή της πολιτική μη ευθυγράμμισης, στρατηγική που της επιτρέπει να αναπτύσσει πολλαπλές συνεργασίες χωρίς πλήρη δέσμευση σε κάποιον αποκλειστικό συνασπισμό, σύμφωνα με την ανώτερη αναλύτρια Σου Τζου-γιουν από το Ταϊβανέζικο Ινστιτούτο Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας.

Η Σου εξήγησε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι η Ινδία, μετά από πολλές διαπραγματεύσεις με την Κίνα και εν μέσω νέων δασμών των ΗΠΑ, φαίνεται να επιστρέφει στην παραδοσιακή της διπλωματική προσέγγιση.

Το μήνυμα της Ινδίας

Ο Μόντι βρίσκεται στο Τιαντζίν για τη σύνοδο του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (Shanghai Cooperation Organization – SCO), ένα περιφερειακό συγκρότημα δυνάμεων που, όπως εκτιμούν αναλυτές από την Ταϊβάν, χρησιμοποιεί το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας για προβολή ισχύος στην Κεντρική Ασία.

Η Κίνα ίδρυσε τον SCO το 2001 μαζί με τη Ρωσία, το Καζακστάν, το Κιργιζιστάν, το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν —όλες πρώην σοβιετικές χώρες.

Η Ινδία και το Πακιστάν έγιναν πλήρη μέλη του συγκροτήματος το 2017, παρά την επί δεκαετίες αντιπαλότητά τους. Το Ιράν προσχώρησε στον οργανισμό το 2023, ακολουθούμενο από τη Λευκορωσία, στενή σύμμαχο του Κρεμλίνου, η οποία έγινε δεκτή το 2024.

Ο πρωθυπουργός της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι και ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας Σιγκέρου Ισίμπα ανταλλάσσουν χειραψία κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου. Τόκυο, στις 29 Αυγούστου 2025. (Takashi Aoyama/Pool/AFP μέσω Getty Images)

 

Μέσω της φετινής συνόδου του SCO, η Κίνα επιδιώκει να ενισχύσει τη συνεργασία με χώρες της Ασίας, Αφρικής και Λατινικής Αμερικής που δεν ανήκουν στις μεγάλες οικονομικές δυνάμεις, προσπαθώντας να αξιοποιήσει τις ενστάσεις τους για τους δασμούς των ΗΠΑ και να δημιουργήσει ένα μέτωπο απέναντι στην Ουάσιγκτον, σύμφωνα με τον Σεν Μινγκ-Σι, ερευνητικό συνεργάτη στο Ινστιτούτο Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας της Ταϊβάν.

Η σύνοδος πραγματοποιείται λίγες μέρες πριν από την στρατιωτική παρέλαση στο Πεκίνο για την επέτειο λήξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά την οποία η Κίνα θα επιδείξει τα πλέον προηγμένα όπλα εγχώριας παραγωγής, ενώ ο Σι αναμένεται να εκφωνήσει λόγο από την Πύλη της Τιενανμέν.

Ορισμένοι καλεσμένοι της SCO, μεταξύ των οποίων ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν και ο Ιρανός πρόεδρος Μασούντ Πεζεσκιάν, αναμένεται να παραστούν στην παρέλαση της 3ης Σεπτεμβρίου. Ο Μόντι, ωστόσο, δεν περιλαμβάνεται στους 26 ξένους ηγέτες που, σύμφωνα με την Κίνα, θα παραστούν στην εκδήλωση.

«Το μήνυμα του Μόντι είναι προσεκτικά σταθμισμένο: θα παραστεί στη σύνοδο κορυφής της Οργάνωσης Συνεργασίας της Σαγκάης, αλλά θα παραλείψει την τελετή του ΚΚΚ στις 3 Σεπτεμβρίου, σηματοδοτώντας ότι εξακολουθούν να υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ του Νέου Δελχί και του ΚΚΚ», δήλωσε ο ειδικός για την Κίνα Γουάνγκ Χε στην Epoch Times. Ως εκ τούτου, ο Γουάνγκ λέει ότι αναμένει η Ινδία να «επιδιώξει βαθύτερη στρατηγική συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες αντί να ευθυγραμμιστεί στενά με την Κίνα».

Η διμερής συνάντηση στην Τιαντζίν πραγματοποιήθηκε δύο ημέρες μετά την συμφωνία του Μόντι και του Ιάπωνα πρωθυπουργού Σιγκέρου Ισίμπα να ενισχύσουν τη συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών σε εμπορικούς, στρατιωτικούς και άλλους τομείς, μετά τις συναντήσεις τους στο Τόκυο.

Σε κοινή δήλωση, οι δύο ηγέτες επιβεβαίωσαν τη δέσμευσή τους να προωθήσουν τη συνεργασία μέσω του πλαισίου Quad, μιας περιφερειακής εταιρικής σχέσης που περιλαμβάνει επίσης τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αυστραλία και που στοχεύει στην αντιμετώπιση της αυξανόμενης επιθετικής στάσης του ΚΚΚ στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού.

Της Dorothy Li

Ο στρατός του Σι Τζινπίνγκ: Από υπερδύναμη σε πεδίο εσωτερικού πολέμου

Εξωτερικά η Κίνα παρουσιάζει εικόνα ασταμάτητης στρατιωτικής ανόδου: αεροπλανοφόρα που πλέουν στον Ειρηνικό, νέας γενιάς μαχητικά stealth, πυρηνικό οπλοστάσιο που αυξάνεται με εκατοντάδες κεφαλές ετησίως. Όμως πίσω από τη βιτρίνα της υπεροχής, το εσωτερικό του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (PLA) βράζει.

Η εξαφάνιση του στρατηγού Χε Γουεϊντόνγκ, ενός από τους πιο υψηλόβαθμους αξιωματικούς της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής( CMC),  και η εκδίωξη του ναυάρχου Μιάο Χούα για «σοβαρές παραβιάσεις πειθαρχίας», – ο οποίος υπήρξε επικεφαλής του τμήματος της πολιτικής εργασίας στην Κεντρική Στρατιωτική Επιτροπή, γεγονός που τον καθιστούσε υπεύθυνο για την ιδεολογία και την αφοσίωση εντός των ενόπλων δυνάμεων – αποκάλυψαν ότι ακόμη και οι άνθρωποι που ο ίδιος ο Σι Τζινπίνγκ προώθησε βρίσκονται πλέον στο στόχαστρο. Δύο πρώην υπουργοί άμυνας- επικεφαλής της πυραυλικής δύναμης του PLA, η οποία είναι υπεύθυνη για τους πυραύλους και το πυρηνικό οπλοστάσιο – οι Λι Σανγκφού και Βέι Φενγκχέ, επίσης εκκαθαρίστηκαν. Αρκετοί από τους συνεργάτες τους από τον στρατό και το τμήμα προμηθειών εξοπλισμού απολύθηκαν επίσης. Ο Σι δεν διστάζει να θυσιάσει συνεργάτες και συμμάχους του, όταν διακρίνει την παραμικρή πιθανότητα απώλειας ελέγχου.

Από την εποχή του Μάο Τσε Τουνγκ, ο στρατός έχει χρησιμεύσει όχι μόνο ως μαχητική δύναμη αλλά παράλληλα και ως μοχλός πολιτικού ελέγχου για τους Κινέζους ηγέτες. Ο Σι επαίνεσε τον στρατό για την υποστήριξή του στην ηγεσία του κόμματος κατά την καταστολή των διαδηλώσεων υπέρ της δημοκρατίας το 1989 στην πλατεία Τιενανμέν, σύμφωνα με ομιλίες του που δημοσιεύθηκαν το 2019.

Αυτές οι εκκαθαρίσεις δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά. Αποτελούν μέρος μιας συνεχιζόμενης «εσωτερικής εκκαθάρισης» που έχει πλήξει δεκάδες ανώτερους αξιωματικούς. Η διαφθορά είναι υπαρκτή, ιδίως σε τομείς όπως οι πυραυλικές δυνάμεις και η προμήθεια όπλων, αλλά λειτουργεί και ως πρόσχημα για να ξεριζώσει ο Σι κάθε ίχνος ανεξαρτησίας.

Το Πεκίνο επιθυμεί να παρουσιάσει μια εικόνα ισχύος και σταθερότητας στην παγκόσμια σκηνή. Οι εκκαθαρίσεις κινδυνεύουν να διαταράξουν αυτήν την εικόνα, αν και σε μια εποχή που η παγκόσμια προσοχή επικεντρώνεται στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία, οι αλλαγές σε ανώτερο προσωπικό στον στρατό της Κίνας ενδέχεται να τραβήξουν λιγότερο την προσοχή.

Νέοι κανονισμοί: Ολοκληρωτικός πολιτικός έλεγχος στον PLA

Μέσα  σε αυτή την καταιγίδα ερευνών, η Κεντρική Στρατιωτική Επιτροπή (CMC) παρουσίασε τον Ιούλιο νέους Στρατιωτικούς Κανονισμούς που στοχεύουν στη «σθεναρή προώθηση των καλών παραδόσεων» και την «πλήρη εξάλειψη των τοξικών επιρροών».

Στις 19 Αυγούστου, η εφημερίδα του Κινεζικού Στρατού δημοσίευσε ένα επίσημο σχόλιο για τους νέους Στρατιωτικούς Κανονισμούς, τονίζοντας ότι ενσωματώνουν την «κινεζική μαρξιστική στρατιωτική θεωρία και πρακτική»

Μετά από αρκετά σκάνδαλα διαφθοράς που έγιναν πρωτοσέλιδα σε εθνικό επίπεδο, αυτό το αναθεωρημένο σύνολο στρατιωτικών κανονισμών υπογραμμίζει μια σημαντική μετατόπιση στο ιδεολογικό και επιχειρησιακό πλαίσιο του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (PLA).

Ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός δεν ήταν ποτέ πολιτικά ανεξάρτητος. Περιγράφεται όχι απλώς ως εθνική αμυντική δύναμη  αλλά ως η ένοπλη πτέρυγα του ΚΚΚ.

Στην πράξη, οι κανονισμοί αυτοί μετατρέπουν τον PLA σε απόλυτο πολιτικό εργαλείο:

Ενισχυμένος ρόλος πολιτικών επιτρόπων: Οι επίτροποι αποκτούν εξουσία όχι μόνο στην ιδεολογική εκπαίδευση, αλλά και στις στρατιωτικές αποφάσεις, ελέγχοντας την πίστη των αξιωματικών στο κόμμα.

Υποχρεωτικές συνεδρίες μελέτης: Κάθε μονάδα οφείλει να μελετά τη «Σκέψη του Σι Τζινπίνγκ για τον Σοσιαλισμό με Κινεζικά Χαρακτηριστικά».

Προαγωγές με πολιτικά κριτήρια: Οι στρατιωτικοί δεν αρκεί να έχουν τεχνικές δεξιότητες, αλλά πρέπει να αποδεικνύουν ακλόνητη πίστη στο Κομουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ).

Μηχανισμοί παρακολούθησης και καταγγελιών: Δημιουργούνται συστήματα για την ανώνυμη αναφορά «λανθασμένων ιδεολογικών τάσεων» και την πειθαρχική εξόντωση όσων δεν ευθυγραμμίζονται.

Με άλλα λόγια, το σύνθημα του Μάο ότι «το κόμμα διοικεί το όπλο» θεσμοθετείται με ακόμη πιο αυστηρούς όρους.

Το κόμμα στοχεύει στην αποτροπή της διαφωνίας εντός των τάξεων ενισχύοντας την πολιτική αφοσίωση διασφαλίζοντας τη συνοχή κατά τη διάρκεια πιθανών συγκρούσεων και ευθυγραμμίζοντας τους στρατιωτικούς στόχους με τους ευρύτερους εθνικούς στόχους.

Οι αλλαγές αυτές καταδεικνύουν ότι ο PLA διαφέρει από τους συμβατικούς στρατούς στις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Στην Κίνα, ο στρατός δεν είναι ουδέτερος θεσμός αλλά πολιτικό εργαλείο, γεγονός που επηρεάζει ενδεχομένως τον τρόπο που ο PLA αλληλοεπιδρά με ξένους ομολόγους του, συμμετέχει σε κοινές ασκήσεις και ανταποκρίνεται στους διεθνείς κανόνες.

Οι αναθεωρημένοι στρατιωτικοί κανόνες της Κίνας αντιπροσωπεύουν μια αποφασιστική κίνηση για την ενσωμάτωση της πολιτικής συνείδησης σε κάθε επίπεδο των ενόπλων δυνάμεων.

Από τη διαφθορά στον τρόμο

Οι νέες ρυθμίσεις δεν αντιμετωπίζουν απλώς τη διαφθορά – την οποία το ίδιο το καθεστώς τροφοδότησε για δεκαετίες – αλλά την αξιοποιούν για να επιβληθεί ένας μηχανισμός φόβου. Κάθε στρατηγός γνωρίζει ότι η παραμικρή «παράβαση» μπορεί να τον εξαφανίσει. Το μήνυμα είναι σαφές: η απόλυτη πίστη στον Σι υπερισχύει της επαγγελματικής ικανότητας.

Αυτό το κλίμα τρομοκρατίας υπονομεύει τον ίδιο τον PLA: μειώνει την εμπιστοσύνη μεταξύ των διοικητών, διαταράσσει τη λειτουργία και οδηγεί σε έναν στρατό όπου όλοι ενδιαφέρονται να επιβιώσουν πολιτικά αντί να αριστεύσουν στρατιωτικά. Οι υποψήφιοι με ισχυρά κομματικά διαπιστευτήρια μπορεί να ευνοηθούν, ενώ όσοι έχουν απολιτικές ή μεταρρυθμιστικές τάσεις θα παραγκωνιστούν ή και ακόμα θα τιμωρηθούν.

Ο Σι και το όραμα της παγκόσμιας κυριαρχίας

Παρά το χάος, ο Σι Τζινπίνγκ παραμένει προσηλωμένος στον στόχο του 2027: έναν PLA «σύγχρονο, έτοιμο για μάχη και πλήρως υποταγμένο στο κόμμα». Η επέτειος των 100 χρόνων του PLA συνδέεται με τον χρονικό ορίζοντα για πιθανή επίθεση στην Ταϊβάν, την οποία το Πεκίνο διεκδικεί ως έδαφός του.

Αν και οι εκκαθαρίσεις έχουν επιβραδύνει τον εκσυγχρονισμό, οι αναλυτές προειδοποιούν: αν ο Σι νιώσει ότι απειλείται η  κυριαρχία του ή ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να δοκιμάσει τη Δύση, θα στείλει τον στρατό στη μάχη, ανεξάρτητα από τις εσωτερικές αδυναμίες.

Ο στρατιωτικός εκσυγχρονισμός της Κίνας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τις πολιτικές του φιλοδοξίες.

Η εικόνα είναι ξεκάθαρη, ο κινεζικός στρατός δεν είναι μια ανεξάρτητη δύναμη, αλλά το προσωπικό όργανο εξουσίας του Σι Τζινπίνγκ. Η διαφθορά δεν εξαλείφεται, χρησιμοποιείται ως όπλο. Οι στρατηγοί δεν προάγονται για τις ικανότητες τους, αλλά για την αφοσίωσή τους στο κόμμα και στον ίδιο τον Σι.

Κάτω από την επιφάνεια της στρατιωτικής ισχύος, η πραγματικότητα είναι μια καχυποψία και αυταρχικός έλεγχος. Και αυτό το μείγμα, αντί να αποδυναμώνει, μπορεί να καταστήσει το καθεστώς πιο απρόβλεπτο και επικίνδυνο για την περιοχή, αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο.

Ινδονησία: Αυξημένα μέτρα ασφαλείας ενόψει νέων διαδηλώσεων

Οι ινδονησιακές αρχές ενισχύουν τα μέτρα ασφαλείας, καθώς μέσα στην ημέρα αναμένονται νέες μαζικές κινητοποιήσεις, λίγα 24ωρα μετά τα επεισόδια με έξι νεκρούς, που οδήγησαν τον πρόεδρο Πραμπόβο Σουμπιάντο να προαναγγείλει αυστηρότερη στάση.

Οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν σε ήρεμο κλίμα στις 25 Αυγούστου, όμως η ένταση κλιμακώθηκε μετά τον θάνατο οδηγού μοτοταξί, τον οποίο χτύπησε όχημα της αστυνομίας στην Τζακάρτα. Το σχετικό βίντεο κυκλοφόρησε ευρέως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Οι κινητοποιήσεις εξαπλώθηκαν σε μεγάλες πόλεις, μεταξύ άλλων στη Γιογκγιακάρτα, την Μπαντούνγκ, τη Σαμάρανγκ, τη Σουραμπάγια στην Ιάβα, καθώς και στη Μένταν στη Βόρεια Σουμάτρα. Σήμερα αναμένονται νέες συγκεντρώσεις με τη συμμετοχή κυρίως φοιτητών σε διάφορες περιοχές της χώρας.

Πρόκειται για τις μαζικότερες και πιο βίαιες κινητοποιήσεις αφότου ανέλαβε την εξουσία ο Πραμπόβο Σουμπιάντο, τον Οκτώβριο του 2024.

Χθες, σε ομιλία του μπροστά στο προεδρικό μέγαρο, ο πρόεδρος ανακοίνωσε την ακύρωση βουλευτικών επιδομάτων και αποζημιώσεων που είχαν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Τόνισε παράλληλα ότι «το δικαίωμα στις ειρηνικές συγκεντρώσεις πρέπει να γίνεται σεβαστό και να προστατεύεται». Προειδοποίησε όμως ότι υπάρχουν ενδείξεις για παράνομες ενέργειες και ότι ορισμένοι προχωρούν σε πράξεις που συνιστούν «προδοσία ή τρομοκρατία».

Ο υπουργός Άμυνας Σιάφρι Σιαμσεντίν ανέφερε ότι οι αρχές δεν θα διστάσουν να λάβουν «αυστηρά μέτρα σε βάρος διαδηλωτών που προκαλούν επεισόδια ή πλιατσικολόγων» σε περίπτωση εισβολών σε ιδιωτικούς ή δημόσιους χώρους. Τις τελευταίες ημέρες σημειώθηκαν λεηλασίες σε κατοικίες βουλευτών και του υπουργού Οικονομικών Σρι Μουλγιανί Ιντραουάτι.

Στην Τζακάρτα η αστυνομία εγκατέστησε σημεία ελέγχου και ανακοίνωσε εντατικές περιπολίες για την προστασία των πολιτών και την αποκατάσταση της αίσθησης ασφάλειας.

Ο αριθμός των θυμάτων έχει φθάσει τους έξι. Τρεις άνθρωποι σκοτώθηκαν την Παρασκευή στη Μακασάρ, στη Νότια Κελέβη, όταν ταραχοποιοί πυρπόλησαν δημόσιο κτίριο. Άλλος ένας σκοτώθηκε στην ίδια πόλη, ξυλοκοπημένος από πλήθος που τον υποπτευόταν ότι εργαζόταν για την ασφάλεια, σύμφωνα με την υπηρεσία αντιμετώπισης καταστροφών. Στη Γιογκγιακάρτα, πανεπιστήμιο επιβεβαίωσε τον θάνατο φοιτητή του κατά τη διάρκεια διαδήλωσης, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.

Το Σάββατο, η πλατφόρμα TikTok ανακοίνωσε την προσωρινή αναστολή της λειτουργίας «live» στην Ινδονησία, επικαλούμενη την κλιμάκωση της βίας στις κινητοποιήσεις.

Με στόχο την ασφάλεια και την κανονικότητα, σχολεία στην Τζακάρτα μετέφεραν τα μαθήματα διαδικτυακά τουλάχιστον έως αύριο, ενώ στους δημοτικούς υπαλλήλους έγινε σύσταση για εξ αποστάσεως εργασία όπου είναι δυνατόν.

Τουλάχιστον 622 νεκροί και 1.500 τραυματίες από τον ισχυρό σεισμό στο Αφγανιστάν

Τουλάχιστον 622 άνθρωποι σκοτώθηκαν και περισσότεροι από 1.500 τραυματίστηκαν από τον σεισμό μεγέθους 6,0 βαθμών που σημειώθηκε σήμερα στο ανατολικό Αφγανιστάν, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του υπουργείου Εσωτερικών των Ταλιμπάν, Αμπντούλ Ματίν Κάνι. Οι αριθμοί είναι προσωρινοί και αναμένεται να αυξηθούν καθώς φτάνουν περισσότερες πληροφορίες από τις απομακρυσμένες περιοχές.

Νωρίτερα, το κρατικό δίκτυο Radio Television Afghanistan (RTA) είχε μεταδώσει ότι από τη δόνηση, που έπληξε κυρίως τις επαρχίες Κουνάρ και Νανγκαρχάρ, σκοτώθηκαν 500 άνθρωποι και τραυματίστηκαν τουλάχιστον 1.000.

Η φυσική καταστροφή θα επιδεινώσει περαιτέρω την ήδη κρίσιμη κατάσταση στο Αφγανιστάν, το οποίο αντιμετωπίζει ανθρωπιστική κρίση λόγω της μείωσης της διεθνούς βοήθειας και της απέλασης πολλών Αφγανών μεταναστών από γειτονικές χώρες.

Σύμφωνα με τον Σαραφάτ Ζαμάν, εκπρόσωπο του υπουργείου Υγείας, «οι αριθμοί από λίγες κλινικές δείχνουν ότι περισσότεροι από 400 άνθρωποι έχουν τραυματιστεί και δεκάδες έχουν σκοτωθεί», προσθέτοντας ότι ο τελικός απολογισμός αναμένεται υψηλότερος.

Εικόνες από το Reuters Television έδειχναν ελικόπτερα να μεταβαίνουν στις πληγείσες περιοχές, ενώ κάτοικοι βοηθούσαν στρατιώτες και γιατρούς να μεταφέρουν τραυματίες στα ασθενοφόρα. Τρία χωριά ισοπεδώθηκαν στην επαρχία Κουνάρ, ενώ σοβαρές ζημιές έχουν σημειωθεί σε πολλά άλλα.

Ο Νατζιμπουλάχ Χανίφ, αξιωματούχος της επαρχίας, δήλωσε ότι υπάρχουν αναφορές για 250 νεκρούς και 500 τραυματίες, προσθέτοντας ότι οι αριθμοί ενδέχεται να αυξηθούν. Οι διασώστες αναζητούν επιζώντες στα συντρίμμια στην επαρχία Χάιμπερ Παχτούνχβα, στα σύνορα με το Πακιστάν, όπου τα σπίτια κατασκευασμένα από λάσπη και πέτρες κατέρρευσαν.

Το εστιακό βάθος της δόνησης ήταν οκτώ χιλιόμετρα και το επίκεντρό της εντοπίστηκε 27 χιλιόμετρα από την Τζαλαλαμπάντ, πρωτεύουσα της επαρχίας Νανγκαρχάρ, σύμφωνα με το Αμερικανικό Γεωλογικό Ινστιτούτο (USGS). Μέχρι στιγμής έχουν καταγραφεί πέντε μετασεισμοί, ένας εκ των οποίων είχε μέγεθος 5,2 βαθμών.

Δημοσιογράφοι του AFP ένιωσαν τις δονήσεις στην Καμπούλ και στο Ισλαμαμπάντ του Πακιστάν, σε απόσταση 370 χιλιομέτρων από το επίκεντρο.

Την προηγούμενη εβδομάδα, η επαρχία Νανγκαρχάρ είχε πληγεί από ξαφνικές πλημμύρες που στοίχισαν τη ζωή σε πέντε ανθρώπους και προκάλεσαν ζημιές σε αγροτικές και κατοικημένες περιοχές.

Το Αφγανιστάν πλήττεται συχνά από ισχυρούς σεισμούς, κυρίως στην περιοχή της οροσειράς Χίντου Κους, όπου τέμνονται η ευρασιατική και η ινδική τεκτονική πλάκα. Σεισμοί στο δυτικό τμήμα της χώρας το 2024 στοίχισαν τη ζωή σε περισσότερους από 1.000 ανθρώπους. Η χώρα, από τις φτωχότερες παγκοσμίως, παραμένει εξαιρετικά ευάλωτη σε φυσικές καταστροφές.

Αφοπλισμός της Χεζμπολά: Ο πρόεδρος του κοινοβουλίου του Λιβάνου Μπέρι καλεί σε διάλογο

Ο πρόεδρος του λιβανικού κοινοβουλίου Ναμπί Μπέρι, σύμμαχος της Χεζμπολά, κάλεσε να διεξαχθεί διάλογος για το ζήτημα του αφοπλισμού του σιιτικού κινήματος, που αποφασίστηκε από την κυβέρνηση υπό αμερικανική πίεση.

Η λιβανική κυβέρνηση ανέθεσε την 5η Αυγούστου στον στρατό να καταρτίσει σχέδιο για τον αφοπλισμό μέχρι τα τέλη του 2025 του κινήματος, που υποστηρίζεται και χρηματοδοτείται από το Ιράν, αντίπαλο του Ισραήλ.

Αποδυναμωμένη μετά τον πόλεμο του 2024 με το Ισραήλ, κατά τον οποίο καταστράφηκε μέρος του οπλοστασίου της και αποδεκατίστηκε η ηγεσία της, η Χεζμπολά – η μοναδική λιβανική παράταξη που κράτησε τα όπλα της μετά τον εμφύλιο πόλεμο (1975-1990) – απορρίπτει την ιδέα.

Σιίτες υπουργοί, συμπεριλαμβανομένων στελεχών της Χεζμπολά και του κινήματος Άμαλ («Ελπίδα») του Μπέρι, αποσύρθηκαν από την πιο πρόσφατη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον σχεδιαζόμενο αφοπλισμό.

«Επαναβεβαιώνουμε ότι είμαστε ανοικτοί στη συζήτηση για την τύχη αυτών των όπλων […] στο πλαίσιο διαλόγου ήρεμου και συναινετικού», τόνισε ο Μπέρι κατά τη διάρκεια ομιλίας του αφιερωμένης στην επέτειο της εξαφάνισης το 1978 του ιδρυτή του Άμαλ, Μούσα Σαντρ.

Επέκρινε τα μέτρα που εξήγγειλε η κυβέρνηση, τα οποία βασίζονται σε πρόταση των ΗΠΑ. «Αυτό που προτείνεται στο αμερικανικό έγγραφο […] παραπέμπει μάλλον σε εναλλακτική στη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός» ανάμεσα στον ισραηλινό στρατό και τη Χεζμπολά, πρόσθεσε.

Παρά τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, ο στρατός του Ισραήλ συνεχίζει τις επιδρομές του στον Λίβανο, τονίζοντας πως βάζει και θα συνεχίσει να βάζει στο στόχαστρο τη Χεζμπολά.

Χθες, ανέφερε πως έπληξε εγκατάσταση της Χεζμπολά στον νότιο Λίβανο. Σύμφωνα με το επίσημο λιβανικό πρακτορείο ειδήσεων ANI, ισραηλινά αεροσκάφη εκτόξευσαν «μεγάλο αριθμό πυραύλων». Οπτικό υλικό του AFP εικονίζει στήλες πυκνού καπνού να υψώνονται από την περιοχή.

Το ANI έκανε λόγο αργότερα χθες για έναν νεκρό σε άλλο πλήγμα στον νότο, που έπληξε μοτοσικλέτα.

Η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός που τέθηκε σε εφαρμογή τον Νοέμβριο του 2024 προέβλεπε ότι η στρατιωτική υποδομή του σιιτικού κινήματος θα διαλυόταν στον νότιο Λίβανο και οι μαχητές του θα αποσύρονταν βόρεια του ποταμού Λιτάνι, κάπου 30 χιλιόμετρα από τη μεθόριο· στην περιοχή θα αναπτύσσονταν και θα παρέμεναν μόνο κυανόκρανοι του ΟΗΕ και μονάδες του λιβανικού στρατού.

Από την άλλη, οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις προβλεπόταν πως θα αποσύρονταν· παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουν να κατέχουν πέντε σημεία «στρατηγικής» σημασίας στη λιβανική επικράτεια.