Ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ, Στιβ Γουίτκοφ, συναντήθηκε με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν στην Αγία Πετρούπολη, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας για εξομάλυνση των σχέσεων Ουάσιγκτον-Μόσχας.
Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε καθώς ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επιχειρεί να προωθήσει συμφωνία προσωρινής κατάπαυσης του πυρός που θα σταματούσε τις συγκρούσεις στην Ουκρανία, εν μέσω της συνεχιζόμενης ρωσικής εισβολής.
Ο Γουίτκοφ έχει αναδειχθεί σε βασικό παράγοντα της διπλωματικής στρατηγικής της κυβέρνησης Τραμπ, με αποστολή την προώθηση συμφωνιών τόσο στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας όσο και στη σύγκρουση Ισραήλ-Χαμάς.
Ο Πούτιν συμφώνησε καταρχήν στην πρόταση Τραμπ για 30ήμερη κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία, χωρίς ωστόσο να δεσμευθεί επίσημα. Ο Ρώσος πρόεδρος έχει θέσει ένα ευρύ φάσμα μεταβαλλόμενων απαιτήσεων κάθε φορά που πλησιάζει μια ενδεχόμενη συμφωνία. Μεταξύ αυτών των απαιτήσεων περιλαμβάνονται: η επίσημη απαγόρευση ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, ο περιορισμός του μεγέθους του ουκρανικού στρατού και η παραχώρηση στη Ρωσία του συνόλου των τεσσάρων ουκρανικών περιφερειών που ισχυρίζεται ότι της ανήκουν, παρότι η Μόσχα δεν τις ελέγχει πλήρως.
Η κυβέρνηση Τραμπ είχε σημειώσει ορισμένες αρχικές επιτυχίες, επιτυγχάνοντας προκαταρκτικές συμφωνίες για δύο πιο περιορισμένες καταπαύσεις του πυρός: μία για την προστασία της ενεργειακής υποδομής και μία για την προστασία της θαλάσσιας εμπορικής δραστηριότητας στη Μαύρη Θάλασσα. Ωστόσο, και οι δύο συμφωνίες κατέρρευσαν σχεδόν αμέσως, με τις ουκρανικές και ρωσικές δυνάμεις να αλληλοκατηγορούνται για παραβίαση της απαγόρευσης επιθέσεων σε ενεργειακές εγκαταστάσεις, ενώ η Μόσχα έθεσε νέους όρους για τη συμφωνία της Μαύρης Θάλασσας.
Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι δήλωσε ότι η Μόσχα δεν συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις για κατάπαυση του πυρός με καλή πίστη και την κατηγόρησε ότι καθυστερεί σκοπίμως προκειμένου να εξασφαλίσει στρατιωτικά πλεονεκτήματα. «Σέρνουν τις διαπραγματεύσεις και προσπαθούν να εμπλέξουν τις ΗΠΑ σε ατελείωτες και άσκοπες συζητήσεις για ψεύτικες ‘προϋποθέσεις’, μόνο και μόνο για να κερδίσουν χρόνο και να καταλάβουν περισσότερα εδάφη», δήλωσε ο Ζελένσκι στο Παρίσι τον περασμένο μήνα.
Από την πλευρά του, και ο Τραμπ φαίνεται να χάνει την υπομονή του με τις ρωσικές αντιπροτάσεις. «Η Ρωσία πρέπει να κινηθεί άμεσα», έγραψε ο Τραμπ στην πλατφόρμα Truth Social την Παρασκευή. «Πεθαίνουν πάρα πολλοί άνθρωποι, χιλιάδες την εβδομάδα, σε έναν τρομερό και ανούσιο πόλεμο – έναν πόλεμο που δεν θα έπρεπε να είχε συμβεί ποτέ, και δεν θα είχε συμβεί, αν ήμουν εγώ πρόεδρος!»
Την ώρα που οι ΗΠΑ προσπαθούν να οδηγήσουν τη Ρωσία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, η Μόσχα ενισχύει τις ντε φάκτο συμμαχίες της με το Ιράν και την Κίνα.
Ο Ρώσος αναπληρωτής πρωθυπουργός Αλεξέι Οβερτσούκ δήλωσε κατά την επίσκεψή του στην Κίνα τον περασμένο μήνα ότι η Μόσχα προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη σύσφιξη των σχέσεών της με τις ΗΠΑ και την όλο και στενότερη συμμαχία της με το Πεκίνο. «Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ Ρωσίας, Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών, δεν θα πρέπει να αναπτύσσουμε σχέσεις με μία χώρα εις βάρος κάποιας άλλης και το αντίστροφο», δήλωσε ο Οβερτσούκ.
Η Μόσχα και το Πεκίνο συνεχίζουν να ενισχύουν τη στρατηγική τους συνεργασία, εμβαθύνοντας τους οικονομικούς, διπλωματικούς και στρατιωτικούς τους δεσμούς, μεταξύ άλλων με την αύξηση των κοινών σινο-ρωσικών στρατιωτικών ασκήσεων παγκοσμίως.
Ο Πούτιν και ο Τραμπ δεν έχουν πραγματοποιήσει δια ζώσης συνάντηση από την έναρξη της δεύτερης θητείας του Τραμπ τον Ιανουάριο. Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, δήλωσε ότι ο Πούτιν και ο Γουίτκοφ ενδέχεται να συζητήσουν το ενδεχόμενο κατ’ ιδίαν συνάντησης μεταξύ των δύο ηγετών.
Ο Πεσκόφ ανέφερε σε ρωσικά κρατικά μέσα ότι δεν αναμένονται σημαντικές εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις για την κατάπαυση του πυρός κατά τη διάρκεια της συνάντησης Γουίτκοφ-Πούτιν. Αντιθέτως, όπως είπε, η συνάντηση αποτελεί ευκαιρία για τη Ρωσία να εκφράσει τις «ανησυχίες» της προς την Ουάσιγκτον.
Για περισσότερο από μία δεκαετία, ειδικοί στον κυβερνοχώρο, στον κυβερνητικό και τον ιδιωτικό τομέα, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τους αυξανόμενους κινδύνους που ενέχουν τα τεχνολογικά προϊόντα που κατασκευάζονται στην Κίνα.
Από προεγκατεστημένο κακόβουλο λογισμικό σε καταναλωτικές συσκευές έως επιχειρήσεις δολιοφθοράς σε κρίσιμες υποδομές, η μακροχρόνια εξάρτηση των Ηνωμένων Πολιτειών από συσκευές κινεζικής κατασκευής έχει επανειλημμένα αξιοποιηθεί ως μέρος μίας κρατικής προσπάθειας του κυβερνώντος κομμουνιστικού καθεστώτος της Κίνας να υπονομεύσει τα στρατηγικά συμφέροντα και την εθνική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αν και δεν είναι επικίνδυνη κάθε συσκευή κινεζικής κατασκευής, ο αυξανόμενος κατάλογος κυβερνοεπιθέσεων που εκμεταλλεύονται κινεζικό υλικό υπογραμμίζει την ανάγκη επαγρύπνησης κατά την αγορά ή χρήση τέτοιων προϊόντων και προτείνει ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ μπορεί να χρειαστεί να λάβει περισσότερα μέτρα για να περιορίσει την εξάρτησή της από την Κίνα για μια ευρεία γκάμα συσκευών.
Ακολουθεί μια ματιά σε μερικές από τις πιο κατάφωρες, τεκμηριωμένες χρήσεις κινεζικών συσκευών σε κυβερνοεπιθέσεις την τελευταία δεκαετία.
Κινέζικο κακόβουλο λογισμικό προεγκατεστημένο σε τηλέφωνα αγορασμένα από την κυβέρνηση των ΗΠΑ
Η αποστολή των πιο ευαίσθητων προσωπικών πληροφοριών των Αμερικανών απευθείας στην Κίνα πιθανότατα δεν ήταν αυτό που είχε στο μυαλό της η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών όταν αποφάσισε να επιδοτήσει οικονομικά κινητά τηλέφωνα για εκατομμύρια Αμερικανούς χαμηλού εισοδήματος.
Αυτό ακριβώς συνέβη όμως.
Ξεκινώντας το 2015, σε ένα ευρύ φάσμα οικονομικών τηλεφώνων Android της αμερικανικής εταιρεία BLU, που κατασκευάζονται στην Κίνα, εισήχθη κακόβουλο λογισμικό από ύποπτους κινεζικούς φορείς που υποστηρίζονται από το κράτος.
Όπως ανακαλύφθηκε από την εταιρεία κυβερνοασφάλειας Kryptowire, στις συσκευές είχε εγκατασταθεί κακόβουλο λογισμικό από τη Shanghai Adups Technology Company, μια αδιαφανή εταιρεία υπηρεσιών πληροφορικής που ιδρύθηκε στην Κίνα το 2012, με την οποία η BLU είχε συνάψει σύμβαση για την παροχή ενημερώσεων υπηρεσιών για τις συσκευές της.
Το κακόβουλο λογισμικό της Adups λειτουργούσε στο πιο θεμελιώδες επίπεδο των τηλεφώνων, συμπεριλαμβανομένων των εφαρμογών ασύρματης ενημέρωσης και ρυθμίσεων, πράγμα που σημαίνει ότι το κακόβουλο λογισμικό δεν μπορούσε να αφαιρεθεί χωρίς να αχρηστευθούν τα τηλέφωνα.
Για χρόνια, η Adups συνέλεγε αναλυτικά δεδομένα τοποθεσίας, λίστες επαφών, αρχεία καταγραφής για κλήσεις και μηνύματα, ακόμη και το περιεχόμενο των κειμένων από τα τηλέφωνα των Αμερικανών. Μερικά από τα τηλέφωνα επέτρεπαν ακόμη και σε απομακρυσμένους πράκτορες, που πιστεύεται ότι εδρεύουν στην Κίνα, να τραβούν στιγμιότυπα οθόνης ή να παίρνουν τον έλεγχο των συσκευών με άλλο τρόπο.
Όλα τα δεδομένα κρυπτογραφούνταν και στέλνονταν σε έναν διακομιστή στην Κίνα. Αυτό σήμαινε ότι τα περισσότερα προσωπικά δεδομένα των Αμερικανών μεταφέρονταν ουσιαστικά απευθείας στο κινεζικό καθεστώς, αφού σύμφωνα με νόμο του κράτους οι πληροφορίες θεωρούνται εθνικός πόρος,
Η κακοήθης δραστηριότητα δεν εντοπίστηκε για αρκετό διάστημα, επειδή το κακόβουλο λογισμικό ήταν ενσωματωμένο στο λογισμικό του τηλεφώνου, κάτι που του εξασφάλιζε αυτόματα μία θέση στη λίστα επιτρεπόμενων, καθώς τα περισσότερα εργαλεία εντοπισμού κακόβουλου λογισμικού είχαν προγραμματιστεί να δέχονται αξιωματικά ότι το θεμελιώδες λογισμικό και υλικολογισμικό ενός προϊόντος δεν ήταν κακόβουλο.
Ένας μηχανικός ανοίγει την πόρτα μιας μονάδας διακομιστή κατά τη διάρκεια μιας οργανωμένης περιήγησης στο Εργαστήριο Κυβερνοασφάλειας της Huawei στην Ντόνγκουαν της επαρχίας Γκουανγκντόνγκ της Κίνας, στις 25 Απριλίου 2019. Επειδή ο νόμος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας (ΚΚΚ) ορίζει ότι οι πληροφορίες είναι εθνικός πόρος, τα περισσότερα προσωπικά δεδομένα των Αμερικανών που μεταφέρονται σε διακομιστή στην Κίνα, ουσιαστικά αποστέλλονται απευθείας στο καθεστώς. (Kevin Frayer/Getty Images)
Δεν είναι ακόμη σαφές πόσοι Αμερικανοί συνελήφθησαν στην επιχείρηση. Η Adups ισχυρίστηκε στον ιστότοπό της το 2016 ότι είχε παγκόσμια παρουσία με περισσότερους από 700 εκατομμύρια ενεργούς χρήστες και ότι παρήγαγε επίσης υλικολογισμικό ενσωματωμένο σε κινητά τηλέφωνα, ημιαγωγούς, φορητές συσκευές, αυτοκίνητα και τηλεοράσεις.
Το 2017, η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου κατέληξε σε συμφωνία με την BLU, διαπιστώνοντας ότι η εταιρεία είχε παραπλανήσει εν γνώσει της τους πελάτες της σχετικά με την έκταση των δεδομένων που θα μπορούσε να συλλέξει η Adups.
Ωστόσο, η Adups εμφανίστηκε ξανά το 2020, όταν η εταιρεία κυβερνοασφάλειας Malwarebytes ανακάλυψε ότι η εταιρεία είχε προεγκαταστήσει κακόβουλο λογισμικό σε οικονομικά κινητά τηλέφωνα που προσφέρονται από το πρόγραμμα Assurance Wireless της Virgin Mobile, μια άλλη προσπάθεια που επιδοτείται από την κυβέρνηση για τη διάθεση κινητών τηλεφώνων σε Αμερικανούς με χαμηλό εισόδημα.
Μυστικοί δρομολογητές κρυμμένοι σε λιμάνια των ΗΠΑ
Έρευνα του Κογκρέσου αποκάλυψε το 2024 ότι κινεζικής κατασκευής δρομολογητές (ρούτερ και μόντεμ) που χρησιμοποιούνται σε λιμάνια των ΗΠΑ έχουν τη δυνατότητα να διευκολύνουν την κυβερνοκατασκοπεία και τη δολιοφθορά.
Η έκθεση αποκάλυψε ότι γιγάντιοι γερανοί που μεταφέρουν εμπορεύματα από τα πλοία στην ακτή, οι οποίοι χρησιμοποιούνται στα μεγαλύτερα λιμάνια των Ηνωμένων Πολιτειών, είχαν εξοπλιστεί με μόντεμ κινεζικής κατασκευής χωρίς λόγο ύπαρξης.
Οι ερευνητές προειδοποίησαν ότι η τεχνολογία που είναι ενσωματωμένη στις συσκευές θα μπορούσε να επιτρέψει μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση σε ευαίσθητες λειτουργίες λιμένων των ΗΠΑ και ότι σε ορισμένα από τα μόντεμ βρέθηκαν ενεργές συνδέσεις με τα λειτουργικά στοιχεία των γερανών, υποδηλώνοντας ότι θα μπορούσαν να ελέγχονται εξ αποστάσεως από μια συσκευή που κανείς δεν γνώριζε ότι υπήρχε.
Όλοι οι εν λόγω γερανοί κατασκευάστηκαν στην Κίνα από τν Shanghai Zhenhua Heavy Industries, θυγατρική της κρατικής China Communications Construction Co.
Αμερικανοί νομοθέτες σημείωσαν τότε ότι η μονάδα παραγωγής της Zhenhua βρισκόταν δίπλα στην πιο προηγμένη ναυπηγική εγκατάσταση της Κίνας, όπου το καθεστώς κατασκευάζει τα αεροπλανοφόρα του και στεγάζει προηγμένες δυνατότητες πληροφοριών.
Γερανοί που χρησιμοποιούνται για μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων φαίνονται στον τερματικό σταθμό εμπορευματοκιβωτίων Red Hook στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης, στις 30 Σεπτ. 2024. Μια έρευνα του Κογκρέσου το 2024 διαπίστωσε ότι γιγάντιοι γερανοί εκφόρτωσης, που χρησιμοποιούνταν στα μεγαλύτερα λιμάνια των Ηνωμένων Πολιτειών, είχαν εξοπλιστεί με μόντεμ κινεζικής κατασκευής χωρίς λόγο και χωρίς αυτό να είναι γνωστό. (Spencer Platt/Getty Images)
Με επιστολή τους της 29ης Φεβρουαρίου 2024 προς τον πρόεδρο και διευθυντή της Zhenhua, οι βουλευτές ζήτησαν να μάθουν τον σκοπό ύπαρξης των κινητών μόντεμ που ανακαλύφθηκαν σε εξαρτήματα γερανού και σε δωμάτιο διακομιστή ενός λιμανιού των ΗΠΑ που φιλοξενεί τείχος προστασίας και εξοπλισμό δικτύωσης.
Ο αντιναύαρχος της ακτοφυλακής των ΗΠΑ, Τζον Βαν, ο οποίος ηγείτο της Διοίκησης Κυβερνοχώρου του Λιμενικού Σώματος εκείνη την εποχή, είπε ότι υπήρχαν περισσότεροι από 200 γερανοί κινεζικής κατασκευής σε λιμάνια των ΗΠΑ και άλλες ελεγχόμενες εγκαταστάσεις, από τους οποίους λιγότεροι από τους μισούς είχαν εξεταστεί διεξοδικά για τις κινεζικές συσκευές.
Κακόβουλη χρήση κινεζικών δρομολογητών και καμερών
Διαπιστώθηκε επίσης ότι οι κινεζικοί φορείς του κυβερνοχώρου που χρηματοδοτούνται από το κράτος εκμεταλλεύονται ευπάθειες σε συσκευές δικτύου όπως οικιακούς δρομολογητές, συσκευές αποθήκευσης και κάμερες ασφαλείας.
Αυτές οι συσκευές, που κατασκευάζονται συνήθως στην Κίνα, μπορούν να χρησιμεύσουν ως πρόσθετα σημεία πρόσβασης σε περιπτώσεις εισβολών δικτύου σε άλλες οντότητες, αξιοποιώντας αποτελεσματικά τις ευπάθειες που είναι εγγενείς σε ορισμένες συσκευές κινεζικής κατασκευής για να αποκτήσουν πρόσβαση σε αμερικανικά δίκτυα, σύμφωνα με την Υπηρεσία Κυβερνοασφάλειας και Ασφάλειας Υποδομής.
Σε ένα τέτοιο σημαντικό περιστατικό, το 2016, η Dahua Technology, κορυφαία κινεζική εταιρεία κατασκευής εξοπλισμού παρακολούθησης, βρέθηκε ένοχη για επίθεση κατανεμημένης άρνησης υπηρεσίας (DDoS) και, ξανά το 2021, οι ερευνητές ασφαλείας βρήκαν ένα ελάττωμα στο λογισμικό της Dahua που επέτρεπε στους χάκερ να παρακάμπτουν τα πρωτόκολλα ελέγχου ταυτότητας και να παίρνουν τον έλεγχο των συσκευών.
Σε αυτό το περιστατικό, περισσότερες από ένα εκατομμύριο συσκευές υπέστησαν κακόβουλη χρήση και χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία δύο botnet (παραβιασμένων ελεγχόμενων δικτύων), τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν για να στοχεύσουν τον ιστότοπο ενός δημοσιογράφου για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο σε μια εκστρατεία DDoS και εκβιασμού.
«Οι κάμερες και οι συσκευές που κατασκευάζονται στην Κίνα, συνδεδεμένες στο διαδίκτυο θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως πρόσθετοι φορείς σε διαδικτυακούς πράκτορες για να αποκτήσουν και να διατηρήσουν κρυφή, επίμονη πρόσβαση σε κρίσιμες υποδομές των ΗΠΑ.»
Υπουργείο Εσωτερικής Ασφαλείας των ΗΠΑ
Κινεζικοί κρατικοί φορείς στον κυβερνοχώρο συνέχισαν να στοχεύουν εκτενώς αυτά και άλλα παρόμοια τρωτά σημεία στις κινεζικές κάμερες ασφαλείας και κάμερες διαδικτύου τα τελευταία χρόνια.
Τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, το υπουργείο Εσωτερικής Ασφαλείας των ΗΠΑ εξέδωσε προειδοποίηση για αμέτρητες κάμερες που εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται σε χώρους υποδομής των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του ηλεκτρικού δικτύου και των λιμένων.
Το ενημερωτικό δελτίο προειδοποιούσε ακόμη ότι ήταν ιδιαίτερα πιθανό συσκευές που κατασκευάζονται στην Κίνα να χρησιμοποιηθούν σε επιθέσεις στον κυβερνοχώρο και ότι δεκάδες χιλιάδες συσκευές είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί για αυτόν τον σκοπό.
Κάμερες παρακολούθησης σε διεθνή έκθεση για τη δημόσια ασφάλεια και την ασφάλεια στη Σαγκάη, στις 27 Απριλίου 2011. (Philippe Lopez/AFP μέσω Getty Images)
Το 2024, το δελτίο προειδοποίησε ότι οι κάμερες ασφαλείας κινεζικής κατασκευής που χρησιμοποιούνται στις Ηνωμένες Πολιτείες από μια αμερικανική εταιρεία πετρελαίου και φυσικού αερίου άρχισαν να επικοινωνούν με έναν διακομιστή στην Κίνα που πιστεύεται ότι συνδέεται με το ΚΚΚ.
«Οι κάμερες και οι συσκευές που κατασκευάζονται στην Κίνα, συνδεδεμένες στο διαδίκτυο θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως πρόσθετοι φορείς σε διαδικτυακούς πράκτορες για να αποκτήσουν και να διατηρήσουν κρυφή, επίμονη πρόσβαση σε κρίσιμες υποδομές των ΗΠΑ», αναφέρει το δελτίο.
Πολλές από αυτές τις συσκευές συνεχίζουν να εισρέουν στις Ηνωμένες Πολιτείες παρά τους γνωστούς κινδύνους τους λόγω μιας διαδικασίας γνωστής ως «λευκής σήμανσης», σύμφωνα με το έγγραφο.
Η λευκή σήμανση εμφανίζεται όταν τα εν λόγω προϊόντα εισάγονται αφού συσκευαστούν και πωληθούν από διαφορετική εταιρεία, όπως όταν μια παραβιασμένη κάμερα ασφαλείας είναι προεγκατεστημένη σε μια συσκευή που κατασκευάζεται από διαφορετική εταιρεία.
Ως εκ τούτου, ανέφερε το δελτίο, ο αριθμός των κινεζικών καμερών που είναι εγκατεστημένες σε δίκτυα των ΗΠΑ πιστεύεται ότι αυξήθηκε κατά 40% μεταξύ 2023 και 2024, παρά την απαγόρευση των σχετικών προϊόντων από την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών.
Κινεζικές συσκευές: ένας Δούρειος Ίππος δολιοφθοράς
Η επανειλημμένη εκμετάλλευση της κινεζικής τεχνολογίας από κακόβουλους παράγοντες, συχνά με την υποστήριξη του ΚΚΚ, υπογραμμίζει την αυξανόμενη απειλή στον κυβερνοχώρο που θέτει το καθεστώς.
Η Υπηρεσία Κυβερνοασφάλειας και Ασφάλειας Υποδομών των ΗΠΑ προειδοποίησε πέρυσι ότι οι κομμουνιστικές αρχές της Κίνας συμμετείχαν σε μια ευρεία εκστρατεία για την εγκατάσταση κακόβουλου λογισμικού στα συστήματα των ΗΠΑ, προετοιμαζόμενες για μια μεγάλη ένοπλη σύγκρουση.
«Οι [κινεζικοί] κρατικοί φορείς στον κυβερνοχώρο επιδιώκουν να προ-εγκαθιστούν [το κακόβουλο λογισμικό] σε δίκτυα πληροφορικής για ανατρεπτικές ή καταστροφικές επιθέσεις στον κυβερνοχώρο κατά των κρίσιμων υποδομών των ΗΠΑ, σε περίπτωση μεγάλης κρίσης ή σύγκρουσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες», αναφέρει συμβουλή που δημοσιεύτηκε από την υπηρεσία.
Αυτό το κακόβουλο λογισμικό επινοήθηκε «για να [μπορεί να] εξαπολύσει καταστροφικές επιθέσεις στον κυβερνοχώρο που θα έθεταν σε κίνδυνο τη φυσική ασφάλεια των Αμερικανών και θα παρεμπόδιζαν τη στρατιωτική ετοιμότητα».
Οι απόπειρες εκμετάλλευσης των τρωτών σημείων συσκευών όπως οι δρομολογητές και οι κάμερες ασφαλείας και για την αποδυνάμωση των Ηνωμένων Πολιτειών ως μέρος της προετοιμασίας για έναν πιθανό πόλεμο, έχουν μέχρι στιγμής τεράστια επιτυχία καθώς τα τεχνολογικά προϊόντα κινεζικής κατασκευής έχουν επικρατήσει στην αγορά των ΗΠΑ.
Η αυξανόμενη εξάρτηση δημόσιων και ιδιωτικών συστημάτων από υλικό που κατασκευάζεται στην Κίνα είναι μια σημαντική απειλή για την εθνική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών, που πιθανότατα θα ξεπεραστεί μόνο με την εγχώρια ανάπτυξη κρίσιμων τεχνολογιών και συναφών υποδομών.
Ο στρατηγός Κρίστοφερ Καβόλι, ο οποίος ηγείται της Ευρωπαϊκής Διοίκησης των ΗΠΑ, κατέθεσε ενώπιον της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της Βουλής των Αντιπροσώπων στις 8 Απριλίου ότι το έθνος θα πρέπει να διατηρήσει την τρέχουσα παρουσία του στην Ευρώπη, καθώς το Πεντάγωνο επιδιώκει να αλλάξει το παγκόσμιο αποτύπωμά του υπό την ηγεσία του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Από τη μεριά του, ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Πητ Χέγκσεθ έχει δηλώσει στους Ευρωπαίους ομολόγους του ότι δεν πρέπει να θεωρούν δεδομένη τη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην ήπειρο, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να στρέψουν την προσοχή τους στην αντιμετώπιση της Κίνας στον Ινδο-Ειρηνικό.
Σύμφωνα με τον Καβόλι, ο αμερικανικός στρατός διαθέτει σήμερα περίπου 80.000 στρατιώτες στην Ευρώπη, όταν το 2022, λίγο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο αριθμός τους υπερέβαινε τις 100.000. Εκτίμηση του στρατηγού είναι ότι δεν πρέπει να μειωθεί άλλο ο αριθμός των στρατιωτών.
«Η συμβουλή μου είναι να διατηρηθεί η κατάσταση των δυνάμεων ως έχει», δήλωσε ο Καβόλι. «Συνιστούσα σταθερά, καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, να διατηρήσουμε τις δυνάμεις που προωθήσαμε, και αυτό συνεχίζω να υποστηρίζω», προσέθεσε.
Η παρουσία των αμερικανικών στρατευμάτων στην Ευρώπη βρίσκεται ήδη σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο για τη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εποχή.
Στις δεκαετίες του 1950, του ’60 και του ’70, για παράδειγμα, ο μέσος αριθμός των αμερικανικών στρατευμάτων που στέλνονταν στην Ευρώπη κυμαινόταν από 290.000 έως 350.000, σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε το Hoover Institution, μια συντηρητική δεξαμενή σκέψης.
Ταυτόχρονα, ο αριθμός των αμερικανικών στρατευμάτων που έχουν αναπτυχθεί στην Ασία έχει αρχίσει να αυξάνεται, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν να δώσουν έμφαση στην αποτροπή μιας πιθανής σύγκρουσης με την κομμουνιστική Κίνα.
Οι Ευρωπαίοι έχουν αρχίσει να ανησυχούν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες απομακρύνονται από τη συμμαχία του ΝΑΤΟ, καθώς και από τον ιστορικό ρόλο τους στον Ψυχρό Πόλεμο ως προμάχος της Ευρώπης απέναντι στη ρωσική επεκτατικότητα.
Οι παρατηρήσεις του Αμερικανού προέδρου για την ανάγκη αύξησης των αμυντικών δαπανών των ευρωπαϊκών κρατών ως προϋπόθεση για τη διατήρηση της αμερικανικής υποστήριξης έχουν εντείνει αυτές τις ανησυχίες.
«Εάν δεν πληρώνουν, δεν πρόκειται να τους υπερασπιστώ. Όχι, δεν πρόκειται να τους υπερασπιστώ»,είχε δηλώσει ο Τραμπ σε δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο, στις 6 Μαρτίου.
Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έχουν μεν ξεκινήσει διαδικασίας αύξησης του στρατιωτικού εξοπλισμού τους, ωστόσο είναι αμφίβολο αν θα καταφέρουν να απαλλαγούν από την εξάρτησή τους από τον αμερικανικό στρατό και τα αμερικανικά όπλα.
Η ηγεσία του ΝΑΤΟ είχε ανακοινώσει πέρυσι ότι μια νέα στρατιωτική διοίκηση θα δημιουργηθεί στη Γερμανία, η οποία θα διοικείται από έναν αξιωματικό τριών αστέρων του ΝΑΤΟ από ένα ευρωπαϊκό έθνος, για την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό των ουκρανικών στρατευμάτων, χωρίς τη βοήθεια των ΗΠΑ. Επιπροσθέτως, η Γερμανία ανακοίνωσε νέα μόνιμη αστρατιωτική παρουσία στη Λιθουανία.
Ερωτώμενος για το αν σχεδιάζεται απόσυρση δυνάμεων από την ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, ο Καβόλι ανέφερε ότι τα στρατεύματα μετακινούνται συχνά, αλλά ότι σκοπεύει να διατηρήσει περίπου την ίδια κατάσταση δυνάμεων μέχρι να δοθεί διαφορετική οδηγία.
«Οι κύριες τοποθεσίες όπου έχουμε δυνάμεις αυτή τη στιγμή, εκεί βρίσκονται και εκεί σχεδιάζω να τις κρατήσω», δήλωσε.
Ρεπουμπλικανοί και Δημοκρατικοί νομοθέτες πρότειναν κατά την ακρόαση ότι θα ήταν λάθος να απομακρυνθούν εντελώς τα στρατεύματα από την Ευρώπη, αλλά το τι τελικά θα γίνει με την παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρώπη θα αποφασιστεί μέσα στους επόμενους μήνες και χρόνια από τον Χέγκσεθ και τον Τραμπ.
Η Κάθριν Τόμσον, η οποία εκτελεί επί του παρόντος χρέη βοηθού υπουργού Άμυνας για θέματα διεθνούς ασφάλειας, δήλωσε στους νομοθέτες κατά την ακρόαση ότι βρίσκεται σε εξέλιξη μια επαναξιολόγηση της κατάστασης των [στρατιωτικών] δυνάμεων [των ΗΠΑ] σε παγκόσμιο επίπεδο, τα αποτελέσματα της οποίας θα βασιστούν στα «συμφέροντα που έχει δηλώσει ο Τραμπ».
Η Γερμανία αναπτύσσει στρατεύματα στη Λιθουανία, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας για την ενίσχυση της ετοιμότητας του ΝΑΤΟ και για την ανάληψη αυξημένου ηγετικού ρόλου εντός της συμμαχίας. Η αποστολή αυτή αποτελεί την πρώτη μόνιμη ξένη στρατιωτική παρουσία της Γερμανίας από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και στο παρελθόν έχει συμμετάσχει σε μη μόνιμες εξωτερικές αποστολές, όπως στον πόλεμο στο Αφγανιστάν υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.
Ο υπουργός Άμυνας της Γερμανίας, Μπόρις Πιστόριους, τόνισε σε δήλωσή του ότι η αποστολή αυτή σηματοδοτεί μια ιστορική καμπή για τη συμμαχία του ΝΑΤΟ και τον ρόλο της Γερμανίας σε αυτήν. «Με αυτή τη μάχιμη ταξιαρχία, αναλαμβάνουμε ηγετική ευθύνη στη συμμαχία εδώ, στη ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ» ανέφερε.
Η νέα ταξιαρχία, που περιλαμβάνει περίπου 5.000 άτομα και 2.000 οχήματα, βρίσκεται σε φάση προγραμματισμού από το 2023. Στόχος της είναι η αποτροπή περαιτέρω ρωσικής επιθετικότητας στην περιοχή, ενώ παράλληλα μεταφέρει ορισμένες αμυντικές ευθύνες από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ευρώπη. Οι τρεις μονάδες που συμμετέχουν περιλαμβάνουν ένα μηχανοκίνητο τάγμα, ένα τάγμα αρμάτων μάχης και επιπρόσθετα μάχιμα και υποστηρικτικά στοιχεία που θα συνεργάζονται με μια πολυεθνική μάχιμη ομάδα.
Η χρήση της πολυεθνικής μάχιμης ομάδας έγκειται στις Δυνάμεις Ενισχυμένης Παρουσίας του ΝΑΤΟ, οι οποίες έχουν αναπτυχθεί σε Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία και Πολωνία από το 2017, ως απάντηση στις ρωσικές υποστηριζόμενες επιχειρήσεις κατά της Ουκρανίας. Το νέο τμήμα θα υποστηρίζεται επίσης από μια γερμανική τεθωρακισμένη ταξιαρχία πεζικού, η οποία θα υπηρετεί σε εφεδρική ιδιότητα, έτοιμη να αναπτυχθεί στη Λιθουανία σε περιόδους κρίσης. Η γερμανική μονάδα αναμένεται να φτάσει στην πλήρη επιχειρησιακή της ικανότητα μέχρι το 2027.
Η Λιθουανία, μαζί με άλλα έθνη στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, έχει αυξήσει σημαντικά τις αμυντικές της δαπάνες ως απάντηση στις αντιληπτές απειλές από τη Ρωσία, από λιγότερο από 1% του ΑΕΠ της σε σχεδόν 3% από την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014. Η χώρα σχεδιάζει να επεκτείνει περαιτέρω τις δαπάνες αυτές στο 5-6% του ΑΕΠ έως το 2030.
Γεωπολιτικά, η Λιθουανία βρίσκεται σε εύθραυστη θέση, καθώς συνορεύει με τον ρωσικό θύλακα του Καλίνινγκραντ και τη Λευκορωσία, η οποία φιλοξενεί μερικά από τα πυρηνικά όπλα της Μόσχας. Ως εκ τούτου, η λιθουανική ηγεσία επιδιώκει ενεργά να ενισχύσει την παρουσία του ΝΑΤΟ στο έδαφός της, ενώ αυξάνει τις δικές της αμυντικές ικανότητες, περιλαμβάνοντας τη χρηματοδότηση νέων γερμανικών στρατιωτικών εκπαιδευτικών υποδομών.
Επιπλέον, η Γερμανία προσπαθεί να καθησυχάσει την Ουάσιγκτον ότι οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις του ΝΑΤΟ μπορούν να αναλάβουν μεγαλύτερο ρόλο στην ηγεσία και την ασφάλεια της συμμαχίας. Πέρυσι, η ηγεσία του ΝΑΤΟ ανακοίνωσε τη δημιουργία μιας νέας στρατιωτικής διοίκησης στη Γερμανία, υπό την ηγεσία ενός τριών αστέρων αξιωματικού του ΝΑΤΟ από ευρωπαϊκό έθνος, με ευθύνη την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό ορισμένων ουκρανικών στρατευμάτων και προετοιμασία τους για πιθανή ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Ως τώρα, η Ουκρανία δεν θεωρείται επίσημα υποψήφια για ένταξη στο ΝΑΤΟ λόγω της έλλειψης εδαφικής ακεραιότητας και της ανάγκης για ομόφωνη στήριξη από όλα τα 32 μέλη του ΝΑΤΟ.
Αυτή η εξέλιξη μαρτυρεί μια σημαντική στροφή στη στρατηγική και τη συνεργασία του ΝΑΤΟ, με στόχο την ενίσχυση της αμυντικής ετοιμότητας απέναντι σε αυξανόμενες εντάσεις με τη Ρωσία.
Νέα εικόνα φαίνεται να παρουσιάζουν οι πρόσφατα δημοσιοποιημένες καταγραφές, που απεικονίζουν τη στιγμή που ανθρωπιστικοί εργαζόμενοι δέχτηκαν ένοπλη επίθεση από ισραηλινές δυνάμεις στη Λωρίδα της Γάζας.
Το βίντεο που μόλις βγήκε στη δημοσιότητα φαίνεται να διαψεύδει τους αρχικούς ισχυρισμούς του ισραηλινού στρατού σχετικά με δύο ομάδες εργαζομένων σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, που σκοτώθηκαν έπειτα από ενέδρα στη Γάζα τον προηγούμενο μήνα.
Δύο αποστολές διάσωσης είχαν σταλεί στις 23 Μαρτίου στο πλαίσιο επιχείρησης για την ανάκτηση τραυματιών, μετά από επίθεση που πραγματοποίησαν οι ισραηλινές δυνάμεις στον τομέα Τελ αλ-Σουλτάν, στην πόλη Ράφα στο νότιο μέρος της Γάζας.
Η πρώτη ομάδα διασωστών εστάλη γύρω στο μεσημέρι, ωστόσο αργότερα χάθηκε κάθε επικοινωνία μαζί της. Αργότερα το ίδιο βράδυ, στάλθηκε δεύτερη ομάδα διάσωσης για να διερευνήσει τι συνέβη με την πρώτη.
Ωστόσο, και αυτή η δεύτερη αποστολή εξαφανίστηκε. Οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις στην περιοχή εμπόδιζαν επί πέντε ημέρες την πρόσβαση σε εργαζόμενους των ανθρωπιστικών ομάδων. Στις 30 Μαρτίου, ανασύρθηκαν τα πτώματα 15 εργατών ανθρωπιστικών οργανώσεων, μαζί με τέσσερα οχήματα, από μαζικό τάφο που φάνηκε να έχει δημιουργηθεί από μπουλντόζα του ισραηλινού στρατού.
Μεταξύ των νεκρών βρίσκονταν οκτώ εργαζόμενοι της Ερυθράς Ημισελήνου, έξι της Πολιτικής Άμυνας και ένας εργαζόμενος του ΟΗΕ.
Το ισραηλινό στράτευμα (IDF) είχε αρχικά ισχυριστεί ότι επενέβη επειδή οι στρατιώτες του δέχθηκαν προσέγγιση από τρομοκράτες της Χαμάς, οι οποίοι επέβαιναν σε ασθενοφόρα χωρίς να έχουν ενεργοποιημένα τα φώτα, μέσα στη νύχτα. Τώρα ανακοίνωσε ότι διεξάγει έρευνα σχετικά με τις συνθήκες του επεισοδίου.
Η νέα καταγραφή βίντεο, τραβηγμένη από κινητό τηλέφωνο που βρέθηκε στο σώμα ενός από τους νεκρούς διασώστες, αντικρούει σαφώς αυτούς τους ισχυρισμούς.
Το επίμαχο βίντεο, το οποίο δημοσιεύτηκε από την Παλαιστινιακή Ερυθρά Ημισέληνο στις 4 Απριλίου, δείχνει οχήματα διάσωσης της Ερυθράς Ημισελήνου και της Πολιτικής Άμυνας να κινούνται με αναμμένα φώτα και φάρους, διασχίζοντας μια απομακρυσμένη περιοχή τη νύχτα.
Η αυτοκινητοπομπή φτάνει στο σημείο όπου φαίνεται πως είχε δεχτεί νωρίτερα επίθεση άλλο ασθενοφόρο. Στο βίντεο διακρίνονται ξεκάθαρα οι διασώστες με πορτοκαλί στολές και ανακλαστικά γιλέκα, καθώς βγαίνουν για να εκτιμήσουν την κατάσταση, χωρίς να διακρίνονται Ισραηλινοί στρατιώτες.
Στο σημείο αυτό, ακούγεται ένας πυροβολισμός και ένας διασώστης φαίνεται να πέφτει κάτω. Ακολουθεί έντονη ομοβροντία και κραυγές αγωνίας, καθώς το γυρίσμα συνεχίζεται για λίγα ακόμη λεπτά. Η εικόνα θολώνει και ο άνθρωπος που κινηματογραφεί ακούγεται να προσεύχεται, πριν η εγγραφή διακοπεί απότομα.
Ο αντιπρόεδρος της Παλαιστινιακής Ερυθράς Ημισελήνου, Μάρουαν Τζιλάνι, επιβεβαίωσε ότι το τηλέφωνο με το βίντεο βρέθηκε στην τσέπη ενός από τους νεκρούς εργαζόμενους. Ο Παλαιστίνιος πρέσβης στον ΟΗΕ κοινοποίησε τη λήψη στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.
Το Ισραήλ είχε αρχικά αναφέρει ότι οι δυνάμεις του σκότωσαν έναν καταζητούμενο αξιωματούχο της Χαμάς, τον Μοχάμεντ Αμίν Σομπάκι, και ακόμη οκτώ τρομοκράτες. Ωστόσο, κανένας από τους δεκαπέντε νεκρούς διασώστες δεν έφερε αυτό το όνομα.
Ο ισραηλινός στρατός δήλωσε τώρα ότι εξετάζει προσεκτικά όλα τα νέα δεδομένα.
«Όλα τα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου του οπτικού υλικού που έχει έρθει στο φως, θα εξεταστούν προσεκτικά, προκειμένου να κατανοήσουμε πλήρως τι ακριβώς συνέβη και πώς διαχειρίστηκε η κατάσταση», δήλωσε εκπρόσωπος του ισραηλινού στρατού.
Σύμφωνα με δήλωση του ΟΗΕ που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Ιανουάριο, περισσότεροι από 100 εργαζόμενοι των ομάδων Πολιτικής Άμυνας και πάνω από 1.000 μέλη ιατρικού προσωπικού έχουν χάσει τη ζωή τους στη Γάζα από την έναρξη του πολέμου μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς, που ξέσπασε μετά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου 2023.
Ο Τομ Φλέτσερ, αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ για τις ανθρωπιστικές υποθέσεις, ανέφερε στο X πως οι 15 εργαζόμενοι «σκοτώθηκαν από ισραηλινές δυνάμεις ενώ προσπαθούσαν να σώσουν ανθρώπινες ζωές».
Ο Τζόναθαν Γουίταλ, προσωρινός επικεφαλής ανθρωπιστικών επιχειρήσεων στη Γάζα, δήλωσε πως οι ισραηλινοί ισχυρισμοί περί τρομοκρατών είναι αβάσιμοι. «Ήταν διασώστες που είχα γνωρίσει προσωπικά. Θάφτηκαν με τις στολές τους και τα γάντια τους. Ήταν έτοιμοι να σώσουν ζωές», δήλωσε.
Σε νέες κατηγορίες προς τη Ρωσία για σκόπιμη καθυστέρηση των ειρηνευτικών συνομιλιών υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών προχώρησε ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι, σε δηλώσεις που έκανε από το Παρίσι στις 27 Μαρτίου 2025.
Ο κ. Ζελένσκι υποστήριξε ότι η Μόσχα δεν προσεγγίζει τις διαπραγματεύσεις με καλή πίστη, αλλά σκοπίμως τις «σέρνει» για να κερδίσει χρόνο και να προχωρήσει σε νέες εδαφικές κατακτήσεις. «Καθυστερούν τις συνομιλίες και προσπαθούν να εμπλέξουν τις Ηνωμένες Πολιτείες σε ατέρμονες και άσκοπες συζητήσεις για δήθεν ‘όρους’, με μόνο στόχο να κερδίζουν χρόνο και ύστερα να προσπαθούν να αρπάξουν περισσότερα εδάφη», δήλωσε ο Ουκρανός πρόεδρος.
Όπως εκτίμησε, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν επιχειρεί να διαπραγματευτεί από θέση ισχύος μετά από νέες ρωσικές επιθετικές επιχειρήσεις στην ευρύτερη περιοχή του Κουρσκ και σε πολλά σημεία της νοτιοανατολικής Ουκρανίας.
Ρωσικές επιθέσεις σε πολλαπλά μέτωπα
Η άνοιξη του 2025 βρίσκει το ουκρανικό μέτωπο να φλέγεται για άλλη μια φορά. Η Ρωσία έχει εξαπολύσει μαζικές επιθέσεις σε όλο το μήκος των 1.000 χιλιομέτρων της γραμμής αντιπαράθεσης, καταλαμβάνοντας χωριά ανατολικά του Δνείπερου και επιχειρώντας να απομακρύνει τις ουκρανικές δυνάμεις από περιοχές στον έλεγχό της. Οι πρώτες επιτυχίες έχουν ήδη θέσει νέα εμπόδια στις προσπάθειες της διοίκησης Τραμπ για εκεχειρία 30 ημερών μεταξύ Κιέβου και Μόσχας.
Ο Ζελένσκι υποστήριξε ότι διαθέτει μυστικές υπηρεσιακές πληροφορίες σχετικές με νέες ρωσικές επιχειρήσεις που προετοιμάζονται στις περιοχές Σούμι, Χάρκιβ και Ζαπορίζια. Κατηγόρησε τη Ρωσία ότι διαστρεβλώνει συνεχώς τους όρους των συνομιλιών και επιβάλλει νέους κάθε φορά που μια συμφωνία βρίσκεται κοντά στο να επιτευχθεί.
Νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, και ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ σχολίασε την προφανή ρωσική στρατηγική καθυστέρησης, υπογραμμίζοντας ότι οι Ρώσοι διαπραγματευτές ενδεχομένως «εσκεμμένα επιβραδύνουν τις συνομιλίες για να επιδιώξουν καλύτερους όρους».
Πρόσφατες προσπάθειες για εκεχειρίες περιορισμένου χαρακτήρα που αφορούσαν την προστασία ενεργειακών υποδομών και τη διασφάλιση της ναυσιπλοΐας στη Μαύρη Θάλασσα είχαν προβλήματα εφαρμογής, με αλληλοκατηγορίες και τη Μόσχα να ζητά ριζικές τροποποιήσεις, όπως την επιστροφή της τραπεζικής της πρόσβασης στο σύστημα SWIFT και την άρση ευρωπαϊκών κυρώσεων.
Ρωσία: «Διατηρούμε τη στρατηγική πρωτοβουλία»
Σε δήλωσή του κατά τη διάρκεια πρόσφατου φόρουμ ασφάλειας της Αρκτικής, ο πρόεδρος Πούτιν τόνισε με έμφαση ότι η Ρωσία «διατηρεί πλήρως τη στρατηγική πρωτοβουλία» και ότι «οι στρατιωτικές μας δυνάμεις προχωρούν και απελευθερώνουν εδάφη καθημερινά».
Μία από τις κύριες εστίες σύγκρουσης είναι η ανατολική πόλη Ποκρόφσκ στην περιφέρεια του Ντονέτσκ, σημαντικό διοικητικό και στρατηγικό σημείο, όπου μαίνονται μάχες μεταξύ Ουκρανών και Ρώσων, καθώς η Μόσχα επιδιώκει να εξασφαλίσει την πλήρη κυριαρχία στην περιοχή.
Η ένταση αυτή έχει οδηγήσει σε πλήρη αναστολή των ευρύτερων ειρηνευτικών πρωτοβουλιών, περιπλέκοντας περαιτέρω τη διπλωματική προσπάθεια της Ουάσιγκτον να επιτύχει μια λειτουργική συμφωνία κατάπαυσης.
Οι επιπτώσεις της καθυστέρησης για τη διεθνή κοινότητα
Οι συνεχείς εμπλοκές και οι προφανείς στρατιωτικές σκοπιμότητες πίσω από τις καθυστερήσεις της Ρωσίας αναδεικνύουν τη δυσκολία επίτευξης βιώσιμης και αμοιβαία αποδεκτής ειρηνευτικής συμφωνίας στην Ουκρανία. Παράλληλα, οι ΗΠΑ και οι ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν σημαντικά διλήμματα σχετικά με το πώς να συνεχίσουν διπλωματικά και πολιτικά σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο πεδίο αναμετρήσεων.
Με τον πόλεμο να φαίνεται ότι εισέρχεται σε μια νέα, επικίνδυνη φάση πολυμέτωπων επιθετικών επιχειρήσεων, η προοπτική της ειρήνης παραμένει μακρινή, χωρίς σαφή χρονοδιάγραμμα για την επίτευξη συμφωνίας.
Καθώς ο αριθμός των θυμάτων αυξάνεται, τόσο σε επίπεδο στρατιωτών όσο και αμάχων, η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί με αγωνία τις εξελίξεις προσδοκώντας την εξεύρεση λύσης που μέχρι τώρα φαντάζει όλο και πιο πολύπλοκη και αβέβαιη.
Η Ρωσία επιχειρεί να ισορροπήσει τις σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς παράλληλα ενισχύει σημαντικά την στρατηγική συνεργασία της με την Κίνα, δήλωσε ο Ρώσος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Αλεξέι Οβερτσούκ.
Οι δηλώσεις του κ. Οβερτσούκ έγιναν στο πλαίσιο του Φόρουμ Μποάο, στην επαρχία Χαϊνάν της Κίνας, στις 27 Μαρτίου 2025. «Όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας, Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών, δεν θα πρέπει να αναπτύσσουμε τη σχέση μας με μία χώρα εις βάρος μίας άλλης και αντίστροφα», τόνισε χαρακτηριστικά.
Παράλληλα, ο κ. Οβερτσούκ υπογράμμισε ότι η Μόσχα επιθυμεί να συνεχίσει τη στενή συνεργασία με το Πεκίνο στη βάση της στρατηγικής συμφωνίας που υπεγράφη τον Μάρτιο του 2023. Πρόκειται για μια συμφωνία η οποία έχει εμβαθύνει την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική συνεργασία των δύο χωρών. Ειδικοί επισημαίνουν ότι η συγκεκριμένη συνεργασία έχει αρχίσει να προσλαμβάνει χαρακτηριστικά de facto συμμαχίας, με στόχο τη δημιουργία ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος, αντί της κυριαρχίας των ΗΠΑ.
Η εν λόγω σύμπραξη έχει βοηθήσει τη Μόσχα να μετριάσει σημαντικά τις επιπτώσεις των δυτικών κυρώσεων λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς η Κίνα αύξησε σημαντικά τις αγορές ρωσικών αγαθών και ενεργειακών πρώτων υλών.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο αντιπρόεδρος της κινεζικής κυβέρνησης Ντινγκ Σουεσιάνγκ, μέλος του Πολιτικού Γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, ανέφερε ότι έχει ήδη συναντηθεί δύο φορές φέτος με τον κ. Οβερτσούκ. Οι δύο πλευρές εξέφρασαν την κοινή επιθυμία να επεκτείνουν τις διμερείς σχέσεις.
Την ίδια στιγμή, η νέα αμερικανική κυβέρνηση υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται διατεθειμένη να επαναφέρει τη Ρωσία στην παγκόσμια οικονομική και διπλωματική σκηνή, με τον Λευκό Οίκο να δηλώνει αποφασισμένος να επιδιώξει μια συνολική ειρήνευση στην Ουκρανία. Ωστόσο, η αποτυχία της Μόσχας να συμμορφωθεί πλήρως προς τις προσπάθειες ειρήνευσης έχει επιφέρει ένταση, με τον πρόεδρο Τραμπ να απειλεί νωρίτερα αυτόν το μήνα τη Ρωσία με μεγάλης κλίμακας οικονομικές κυρώσεις και δασμούς εάν δεν επιτευχθεί άμεσα κατάπαυση πυρός.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Τραμπ στην πλατφόρμα Truth Social στις 7 Μαρτίου, «εξετάζω σοβαρά την επιβολή εκτεταμένων τραπεζικών κυρώσεων και δασμών στη Ρωσία μέχρι να εφαρμοστεί κατάπαυση πυρός και τελική ειρηνευτική συμφωνία. Ρωσία και Ουκρανία, καθίστε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τώρα, πριν είναι πολύ αργά».
Αναλυτές επισημαίνουν ότι το δύσκολο σενάριο ισορροπίας με το οποίο έρχεται αντιμέτωπη η Μόσχα, να ενισχύσει συνεργασία με την Κίνα ενώ παράλληλα δεν θέλει να κάψει τις γέφυρες με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αναμένεται να δοκιμάσει τις διπλωματικές της αντοχές τα επόμενα χρόνια. Στόχος του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν φαίνεται να είναι η οικοδόμηση ενός πολυπολικού κόσμου όπου η Ρωσία θα έχει ισχυρότερο ρόλο, χωρίς όμως να εγκαταλείπει εντελώς τις προοπτικές βελτίωσης των σχέσεων με την Ουάσιγκτον.
Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις στο τρίγωνο ΗΠΑ – Ρωσίας – Κίνας θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό τόσο την παγκόσμια σταθερότητα όσο και την πορεία περιφερειακών συγκρούσεων, όπως εκείνης στην Ουκρανία. Το επόμενο διάστημα, πολλοί αναμένεται να παρακολουθούν στενά τις κινήσεις των τριών αυτών μεγάλων δυνάμεων, σε ένα ανταγωνιστικό γεωπολιτικό παιχνίδι με πολλούς αγνώστους, που μένει ακόμη να αποσαφηνιστούν.
Διπλωματικές διαβουλεύσεις μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών, Ρωσίας και Ουκρανίας διεξήχθησαν αυτή την εβδομάδα στη Σαουδική Αραβία, καθώς η Ουάσιγκτον επιδιώκει την επίτευξη ειρήνης μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών.
Ωστόσο, οι προσπάθειες του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να υλοποιήσει τη δέσμευσή του για τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία παραμένουν ατελέσφορες, καθώς Κίεβο και Μόσχα επιδιώκουν να ενισχύσουν τις διαπραγματευτικές τους θέσεις πριν από μία πιθανή συμφωνία εκεχειρίας.
Αναμένεται να ακολουθήσουν περαιτέρω επαφές μεταξύ Αμερικανών αξιωματούχων και των αντίστοιχων εκπροσώπων Ρωσίας και Ουκρανίας, αν και δεν έχουν ακόμη καθοριστεί συγκεκριμένα σχέδια.
Διαφωνίες για τους όρους της εκεχειρίας
Οι πιο πρόσφατες συνομιλίες, που πραγματοποιήθηκαν στις 24 Μαρτίου, δεν κατάφεραν να θεμελιώσουν μια συμφωνία για περιορισμένη εκεχειρία 30 ημερών, η οποία θα σταματούσε προσωρινά ορισμένες μάχες.
Κίεβο και Μόσχα απέρριψαν τους όρους που έθεσε η άλλη πλευρά και δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν με τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με το ποιοι στόχοι θα περιλαμβάνονταν ή θα εξαιρούνταν από την προσωρινή εκεχειρία.
Μια αρχική συμφωνία, που είχε επιτευχθεί μεταξύ της ηγεσίας των δύο χωρών την προηγούμενη εβδομάδα, προέβλεπε την παύση των επιθέσεων κατά της πολιτικής ενεργειακής υποδομής για 30 ημέρες. Ωστόσο, η συμφωνία παραβιάστηκε σχεδόν αμέσως, με κατηγορίες εκατέρωθεν για δολιοφθορά σε πετρελαϊκή εγκατάσταση σε ρωσικό έδαφος υπό ουκρανική κατοχή. Από τότε, η Ρωσία έχει εξαπολύσει μαζική κυβερνοεπίθεση στο ουκρανικό σιδηροδρομικό δίκτυο και πυραυλικές επιθέσεις σε κατοικημένες περιοχές.
Παρόλο που η αρχική συμφωνία αφορούσε μόνο την ενεργειακή υποδομή, η ουκρανική ηγεσία εξέφρασε την επιθυμία να επεκταθεί η εκεχειρία και σε λιμάνια και σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι Ουκρανία και Ρωσία έχουν συμφωνήσει καταρχήν σε μία μερική εκεχειρία για θαλάσσιους στόχους, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν την αποκατάσταση εμπορικών σχέσεων με τη Ρωσία.
Διαπραγματεύσεις για την ασφάλεια της ναυτιλίας
Ο Λευκός Οίκος διευκρίνισε ότι ο αρχικός στόχος των συνομιλιών στη Σαουδική Αραβία ήταν η επίτευξη ναυτικής εκεχειρίας στη Μαύρη Θάλασσα, προκειμένου να αποκατασταθεί η ελεύθερη ροή της ναυτιλίας στην περιοχή.
Η συμφωνία αυτή αποτελεί συνέχεια της Πρωτοβουλίας Σιτηρών της Μαύρης Θάλασσας, για την οποία είχε μεσολαβήσει η Τουρκία το 2022 και από την οποία η Ρωσία αποσύρθηκε μονομερώς το 2023. Η πρωτοβουλία είχε επιτρέψει την εξαγωγή σιτηρών, τροφίμων και λιπασμάτων από την Ουκρανία και τη Ρωσία μέσω της Μαύρης Θάλασσας, υπό τον όρο ότι τα φορτία θα επιθεωρούνταν από διεθνείς δυνάμεις.
Η εξαγωγή σιτηρών και άλλων τροφίμων αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για πολλές χώρες από την έναρξη της ρωσικής εισβολής το 2022. Μόνο το 2021, Ρωσία και Ουκρανία αντιπροσώπευαν συνολικά 12 δισ. δολάρια σε εξαγωγές σίτου, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 21,6% της παγκόσμιας αγοράς, με τον πόλεμο να έχει πλήξει σημαντικά την επισιτιστική ασφάλεια των αναπτυσσόμενων κρατών.
Αν και Κίεβο και Μόσχα έχουν συμφωνήσει καταρχήν στη νέα ναυτική συμφωνία, δεν έχουν προχωρήσει ακόμη στην επίσημη υπογραφή της.
Οι θέσεις Ουκρανίας και Ρωσίας
Κίεβο και Μόσχα συνεχίζουν να δηλώνουν υπέρ της εκεχειρίας, αλλά τονίζουν ότι οι προσπάθειες που γίνονται υπολείπονται των προϋποθέσεων για μία διαρκή ειρήνη.
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν έχει επαναλάβει ότι η Ουκρανία θα πρέπει να εγκαταλείψει την επιδίωξή της για ένταξη στο ΝΑΤΟ και να παραχωρήσει τέσσερις ανατολικές επαρχίες που τελούν υπό ρωσική κατοχή. Παρά ταύτα, αυτές οι απαιτήσεις συνιστούν υποχώρηση σε σχέση με τους αρχικούς πολεμικούς του στόχους, που προέβλεπαν τον πλήρη αφοπλισμό της Ουκρανίας και τη μετατροπή της σε ουδέτερο κράτος.
Από την πλευρά του, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι έχει εκφράσει επιφυλάξεις για τα τρέχοντα πλαίσια συμφωνίας, υποστηρίζοντας ότι μία διαρκής ειρήνη απαιτεί την παρουσία ξένων ειρηνευτικών δυνάμεων, είτε από το ΝΑΤΟ είτε από άλλους οργανισμούς, προκειμένου να αποτραπεί ενδεχόμενη μελλοντική ρωσική εισβολή.
Ο Πούτιν έχει καταστήσει σαφές ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η παρουσία ξένων στρατευμάτων σε ρωσικό έδαφος στο πλαίσιο μίας εκεχειρίας. Ο Ζελένσκι, αν και αρχικά επέμενε στις εγγυήσεις ασφαλείας από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τελικά συναίνεσε στη συμμετοχή σε διαπραγματεύσεις για εκεχειρία χωρίς αυτές, ύστερα από μια προσωρινή διακοπή της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας.
Η διοίκηση Τραμπ, από την πλευρά της, επιχειρεί να αποκομίσει οικονομικά οφέλη από το εμπόριο με τη Ρωσία, ασκώντας παράλληλα πιέσεις στην Ουκρανία να παραχωρήσει στις ΗΠΑ πρόσβαση σε κοιτάσματα σπάνιων γαιών και τον έλεγχο των πυρηνικών της εργοστασίων ως αντάλλαγμα για τη στρατιωτική βοήθεια που έχει λάβει.
Το εμπόδιο του Κουρσκ
Σημαντικό εμπόδιο για τις διαπραγματεύσεις αποτελεί η συνεχιζόμενη στρατιωτική δραστηριότητα στην περιοχή του Κουρσκ, που τελεί εν μέρει υπό ουκρανικό έλεγχο από τον Αύγουστο του περασμένου έτους.
Ο Ζελένσκι έχει δηλώσει ότι θα ήταν διατεθειμένος να ανταλλάξει την περιοχή με ουκρανικά εδάφη που βρίσκονται υπό ρωσική κατοχή, αλλά η πρότασή του δεν έχει γίνει αποδεκτή από τη Μόσχα.
Ο Πούτιν, από την πλευρά του, φαίνεται να καθυστερεί την αποδοχή μιας εκεχειρίας, επιδιώκοντας πρώτα την πλήρη απομάκρυνση των ουκρανικών δυνάμεων από το Κουρσκ, ώστε να αποδυναμώσει τη διαπραγματευτική θέση του Κιέβου.
Με πληροφορίες από το Associated Press και το Reuters
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες προσπαθούν να ενισχύσουν την αυτονομία τους στον τομέα της άμυνας, ωστόσο παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένοι από τα αμερικανικά οπλικά συστήματα. Οι απειλές της κυβέρνησης Τραμπ προκάλεσαν ανησυχία και επιτάχυναν τις ευρωπαϊκές προσπάθειες για την ανάπτυξη εναλλακτικών αλυσίδων εφοδιασμού και αμυντικών συστημάτων, με τους ηγέτες της ηπείρου να αναρωτιούνται αν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα τηρήσουν τις συμμαχικές δεσμεύσεις τους.
Η κινητικότητα αυτή ακολούθησε δηλώσεις του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος υπαινίχθηκε ότι οι ΗΠΑ δεν θα υπερασπιστούν συμμάχους που δεν ξοδεύουν αρκετά για την άμυνά τους. «Αν δεν πληρώνουν, δεν πρόκειται να τους υπερασπιστώ», δήλωσε ο Τραμπ στις 6 Μαρτίου.
Παράλληλα, διέκοψε προσωρινά κάθε βοήθεια προς την Ουκρανία, εμποδίζοντας μάλιστα το Κίεβο να έχει πρόσβαση σε εμπορικές δορυφορικές εικόνες για την παρακολούθηση των ρωσικών στρατευμάτων.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες εξετάζουν τις συνέπειες μίας σημαντικής ενδεχόμενης μείωσης της αμερικανικής στρατιωτικής υποστήριξης. Ενώ οι αμυντικές δαπάνες της Ευρώπης παρέμεναν χαμηλές για δεκαετίες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τα τελευταία χρόνια αυξάνονται σταθερά λόγω της πίεσης των ΗΠΑ και της ρωσικής επιθετικότητας.
Το 2024, η μοναδική χώρα του ΝΑΤΟ που δαπάνησε μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ της στην άμυνα από ό,τι το 2014 ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, το έτος κατά το οποίο η συμμαχία συμφώνησε να επιδιώξει έναν βασικό στόχο αμυντικών δαπανών της τάξης του 2% του ΑΕΠ.
Χάρτης των ευρωπαϊκών χωρών-μελών του ΝΑΤΟ, μετά την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας. (Εικονογράφηση: The Epoch Times)
Ωστόσο, η αύξηση των ευρωπαϊκών στρατιωτικών δαπανών έχει οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση από τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με το International Peace Research Institute (Διεθνές Ινστιτούτο Ειρηνευτικών Ερευνών) της Στοκχόλμης, οι εισαγωγές όπλων από τα κράτη του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη υπερδιπλασιάστηκαν από το 2015 έως το 2019 και ξανά από το 2020 έως το 2024. Το 64% των εισαγωγών αυτών προέρχεται από τις ΗΠΑ, ενώ η Γαλλία – ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής – καλύπτει μόλις το 6,5%.
Η εξάρτηση από τις ΗΠΑ σε βασικά οπλικά συστήματα
Πυρηνικά όπλα
Η αμυντική στρατηγική της Ευρώπης είναι στενά συνδεδεμένη με τα αμερικανικά πυρηνικά όπλα. H Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι οι μόνες ευρωπαϊκές χώρες που διαθέτουν δικά τους πυρηνικά οπλοστάσια. Τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη λαμβάνουν πυρηνικά όπλα από τις ΗΠΑ μέσω της συμφωνίας «πυρηνικού διαμοιρασμού» του ΝΑΤΟ. Το Βέλγιο, η Γερμανία, η Ιταλία, οι Κάτω Χώρες και η Τουρκία αναπτύσσουν περίπου 150 αμερικανικές πυρηνικές βόμβες B61 ως αποτρεπτικό μέτρο.
Ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμμανουέλ Μακρόν, έχει προτείνει τη διεξαγωγή στρατηγικής συζήτησης για το ενδεχόμενο διεύρυνσης του γαλλικού πυρηνικού αποτρεπτικού μηχανισμού ώστε να καλύπτει περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Όμως η επίτευξη μίας πραγματικά ευρωπαϊκής πυρηνικής αποτροπής θα απαιτούσε τεράστιους οικονομικούς και πολιτικούς πόρους, ενώ θα ερχόταν σε αντίθεση με τις αρχές μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων που υποστηρίζουν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Κιρ Στάρμερ και ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμμανουέλ Μακρόν συναντώνται κατά τη διάρκεια συνόδου κορυφής στο Lancaster House στο Λονδίνο, Αγγλία, στις 2 Μαρτίου 2025. (Justin Tallis/WPA Pool/Getty Images)
Συνολικά, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο διαθέτουν 515 πυρηνικές κεφαλές, έναντι των 5.000 που έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ως εκ τούτου, η Ευρώπη θα χρειαστεί πιθανότατα να αναπτύξει νέα όπλα για φτάσει σε επίπεδο πυρηνικής αυτοδυναμίας, διαδικασία τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά δύσκολη, δεδομένου του παγκόσμιου καθεστώτος μη διάδοσης που υποστηρίζουν οι ηγέτες της ηπείρου.
Προηγμένα αεροσκάφη
Οι ευρωπαϊκές χώρες εξαρτώνται επίσης από τις ΗΠΑ για στρατηγικά βομβαρδιστικά και προηγμένα μαχητικά αεροσκάφη. Η Ευρώπη δεν διαθέτει στρατηγικά βομβαρδιστικά συγκρίσιμα με τα αμερικανικά B-52, B-1 και B-2. Επιπλέον, μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών αεροπορικών δυνάμεων αποτελείται από αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη, όπως τα F-16 και F-35. Συνολικά, 14 χώρες της ΕΕ, η Ελβετία και η Τουρκία χρησιμοποιούν τον ένα ή και τους δύο τύπους αεροσκαφών.
Αν και υπάρχουν ευρωπαϊκές εναλλακτικές, όπως το Eurofighter Typhoon, δεν διαθέτουν το ίδιο τεχνολογικό πλεονέκτημα σε τομείς όπως η τεχνολογία stealth και τα ηλεκτρονικά συστήματα. Η ανάπτυξη ενός αντίστοιχου ευρωπαϊκού αεροσκάφους θα απαιτούσε σημαντική χρηματοδότηση και πολλά χρόνια, ίσως καθυστερώντας υπερβολικά σε περίπτωση μελλοντικής σύγκρουσης. Επιπρόσθετα, η χρήση αμερικανικών αεροσκαφών συνεπάγεται συνεχή εξάρτηση από τις ΗΠΑ για εκπαίδευση, τεχνική υποστήριξη και λογισμικό.
Δύο Eurofighter Typhoon στην RAF Coningsby στο Lincolnshire της Αγγλίας σε αυτή τη φωτογραφία αρχείου. (Christopher Furlong/Getty Images)
Κανένα αμερικανικό μαχητικό δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τις επικοινωνιακές και δορυφορικές υποδομές των Ηνωμένων Πολιτειών, γεγονός που δημιουργεί τον κίνδυνο ότι, σε περίπτωση διακοπής της αμερικανικής υποστήριξης, τα πιο προηγμένα αεροσκάφη της Ευρώπης θα καθίσταντο πρακτικά άχρηστα.
Αντιπυραυλική άμυνα
Η Ευρώπη βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα αμερικανικά συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας, όπως το επίγειο σύστημα Patriot και το ναυτικό σύστημα Aegis. Το σύστημα Patriot έχει σχεδιαστεί κυρίως για την αντιμετώπιση τακτικών βαλλιστικών πυραύλων, πυραύλων κρουζ και προηγμένων αεροσκαφών. Αντίστοιχα, το σύστημα Aegis παρακολουθεί και καταστρέφει βαλλιστικούς πυραύλους μικρού και μεσαίου βεληνεκούς, καθώς και λιγότερο εξελιγμένα αεροσκάφη. Και τα δύο συστήματα είναι πλήρως ενσωματωμένα στο ευρύτερο αμυντικό πλαίσιο του ΝΑΤΟ και χρησιμοποιούνται από σημαντικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, όπως η Γερμανία και η Πολωνία.
Υπάρχουν εναλλακτικές, όπως τα ρωσικά S-400 της Τουρκίας, όμως αυτά δεν είναι συμβατά με τα υπόλοιπα νατοϊκά συστήματα, γεγονός που αποτελεί βασικό στοιχείο σχεδιασμού της αμερικανικής αμυντικής τεχνολογίας.
Οι ευρωπαϊκές χώρες θα αντιμετώπιζαν σημαντικές δυσκολίες στην ανάπτυξη ενός αντίστοιχου συστήματος που να ενσωματώνεται πλήρως στις υπάρχουσες νατοϊκές υποδομές. Παράλληλα, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέχουν κρίσιμη επιχειρησιακή υποστήριξη και αναβαθμίσεις στα συστήματα Patriot και Aegis, καθιστώντας την αυτόνομη αντικατάστασή τους ακόμη πιο περίπλοκη. Επιπλέον, τα κράτη του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη επιδιώκουν τη μείωση της εξάρτησής τους από τη ρωσική αμυντική τεχνολογία για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Μονάδες εκτοξευτών Patriot τοποθετημένες σε M983 HEMTT μέρος του αμερικανικού συστήματος πυραύλων επιφανείας-αέρος MIM-104 Patriot στο Zamosc της Πολωνίας, στις 18 Φεβρουαρίου 2023. (Omar Marques/Getty Images)
Στο πλαίσιο αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γερμανία και η Ιταλία συνεργάζονται για την ανάπτυξη του Μεσαίου Εκτεταμένου Συστήματος Αντιαεροπορικής Άμυνας (Medium Extended Air Defense System – MEADS) ως αντικαταστάτη του Patriot. Παρόλο που το έργο έχει σημειώσει καθυστερήσεις, θα μπορούσε να αποτελεί μία λύση για τις νέες ευρωπαϊκές αμυντικές τους ανάγκες.
Ο δύσκολος δρόμος προς την αυτονομία
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις στην πορεία προς την αμυντική της αυτάρκεια. Η ήπειρος καλείται να διαχειριστεί περίπλοκες γεωπολιτικές ισορροπίες, τεχνολογικές ελλείψεις και εσωτερικές διαιρέσεις, ενώ παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τις Ηνωμένες Πολιτείες για κρίσιμες αμυντικές ικανότητες, παρά την αύξηση των αμυντικών της δαπανών.
Αυτή η εξάρτηση είναι ιδιαίτερα εμφανής στους τομείς της αεροπορικής και αντιπυραυλικής άμυνας, όπου η αμερικανική τεχνολογία και ηγεσία εξακολουθούν να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίσουν να προηγούνται στον τομέα της καινοτομίας, η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης ενδέχεται να υπονομευθεί περαιτέρω.
Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια είναι η τεχνολογική απόσταση μεταξύ των ευρωπαϊκών και αμερικανικών αμυντικών βιομηχανιών. Η ανάπτυξη και παραγωγή ανταγωνίσιμων αμυντικών συστημάτων θα είναι δύσκολη και δαπανηρή. Συμπληρωματικά, η κατακερματισμένη πολιτική προσέγγιση της Ευρώπης περιπλέκει τις προσπάθειες για τη δημιουργία μιας ενιαίας και αυτόνομης στρατιωτικής δύναμης. Η αμυντική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται ακόμα σε πρώιμο στάδιο, ενώ οι αποκλίσεις μεταξύ των αμυντικών δαπανών των κρατών-μελών καθιστούν δύσκολη την ενοποίηση μιας ισχυρής, κοινής στρατιωτικής ικανότητας.
Παρόλα αυτά, η Ευρώπη διαθέτει τη δυνατότητα να ενισχύσει την αμυντική της αυτάρκεια, εφόσον δεσμευθεί μακροπρόθεσμα και ενισχύσει τη διακρατική συνεργασία. Προς το παρόν, η ασφάλεια της ηπείρου εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα αμερικανικά οπλικά συστήματα.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες επιχειρούν να ενισχύσουν την αμυντική τους αυτονομία, αλλά παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένοι από αμερικανικά οπλικά συστήματα, την ώρα που οι απειλές της κυβέρνησης Τραμπ έχουν προκαλέσει ανησυχία σε ολόκληρη την ήπειρο.
Η έντονη κινητικότητα για την ανάπτυξη εναλλακτικών αλυσίδων εφοδιασμού και αμυντικών συστημάτων ακολούθησε μετά από μια σειρά δηλώσεων, στις οποίες ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπονόησε στις αρχές Μαρτίου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα υπερασπίζονταν τους συμμάχους τους εάν δαπανούσαν πολύ λίγα για την άμυνα.
«Αν δεν πληρώσουν, δεν θα τους υπερασπιστώ. Όχι, δεν θα τους υπερασπιστώ», δήλωσε ο Τραμπ στους δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο στις 6 Μαρτίου.
Ο Τραμπ διέκοψε επίσης προσωρινά κάθε βοήθεια προς την Ουκρανία, φτάνοντας στο σημείο να εμποδίσει το Κίεβο να έχει πρόσβαση σε εμπορικές δορυφορικές εικόνες που χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση των κινήσεων των ρωσικών στρατευμάτων.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες εξετάζουν πλέον πώς θα μπορούσε να διαμορφωθεί το μέλλον αν οι ΗΠΑ περιορίσουν σημαντικά την πρόσβασή τους σε όπλα και υποστήριξη. Ωστόσο, παρόλο που οι αμυντικές δαπάνες της Ευρώπης αυξάνονται σταθερά ως απάντηση στην πίεση από τις Ηνωμένες Πολιτείες και στις ανησυχίες για πιθανή ρωσική επιθετικότητα, η αυξημένη αμυντική δαπάνη έχει παραδόξως αυξήσει την εξάρτησή της από τις ΗΠΑ.
Οι εισαγωγές όπλων από τα ευρωπαϊκά κράτη του ΝΑΤΟ διπλασιάστηκαν από το 2015 έως το 2019 και διπλασιάστηκαν ξανά από το 2020 έως το 2024, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών Ειρήνης της Στοκχόλμης. Τα αμερικανικά αμυντικά υλικά αντιπροσώπευαν το 64% όλων αυτών των εισαγωγών όπλων, με τον επόμενο μεγαλύτερο προμηθευτή να είναι η Γαλλία με μόλις 6,5%.
Ο δρόμος προς την αυτάρκεια στην αμυντική τεχνολογία είναι επομένως πιθανό να είναι μακρύς και δύσκολος, καθώς η Ευρώπη παραμένει έντονα εξαρτημένη από διάφορα βασικά συστήματα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, για τα οποία υπάρχουν ελάχιστες ή καθόλου ευρωπαϊκές εναλλακτικές λύσεις.
Πυρηνικά όπλα
Η στρατηγική αρχιτεκτονική της Ευρώπης είναι από καιρό συνυφασμένη με προηγμένα αμερικανικά οπλικά συστήματα, συμπεριλαμβανομένης της ισχύος του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου.
Οι μόνες δυνάμεις του ΝΑΤΟ εκτός από τις Ηνωμένες Πολιτείες που διατηρούν πυρηνικά όπλα είναι η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά είναι μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες που παρέχουν τα πυρηνικά τους όπλα σε άλλα έθνη για την επέκταση της στρατηγικής αποτροπής σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Το ΝΑΤΟ, και κατ’ επέκταση η Ευρώπη, επωφελείται από μια συμφωνία πυρηνικής κοινής χρήσης στην οποία το Βέλγιο, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ολλανδία και η Τουρκία αναπτύσσουν περίπου 150 αμερικανικής κατασκευής πυρηνικές βόμβες B61 ως στρατηγική αποτροπή.
Ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν ξεκίνησε συζητήσεις σχετικά με την επέκταση της πυρηνικής αποτροπής της Γαλλίας ώστε να συμπεριλάβει και άλλα ευρωπαϊκά έθνη μετά τις απειλές του Τραμπ για ανάκληση της στρατιωτικής υποστήριξης των ΗΠΑ προς την Ευρώπη.
Η προσφορά του Μακρόν για διεξαγωγή «στρατηγικού διαλόγου» σχετικά με την πιθανότητα επέκτασης του πυρηνικού οπλοστασίου της Γαλλίας στην υπόλοιπη Ευρώπη, αντικαθιστώντας ουσιαστικά τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών, σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή στο αμυντικό δόγμα της Γαλλίας, αλλά αντιμετωπίζει σημαντικά εμπόδια.
Θα χρειαστούν σημαντικός χρόνος και πόροι για την ανάπτυξη μιας αυτάρκους ικανότητας πυρηνικής αποτροπής. Κανένα ευρωπαϊκό έθνος δεν διαθέτει οπλοστάσιο αντίστοιχο με εκείνο των Ηνωμένων Πολιτειών, ούτε καν παραπλήσιο.
Η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο διατηρούν συνολικά λίγο περισσότερες από 515 πυρηνικές κεφαλές, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν περισσότερες από 5.000.
Ως εκ τούτου, η Ευρώπη θα χρειαστεί πιθανότατα να αναπτύξει νέα όπλα για να καταστήσει την πυρηνική αυτάρκεια πραγματικότητα, μια διαδικασία που θα ήταν οικονομικά και πολιτικά δύσκολη, δεδομένου του παγκόσμιου καθεστώτος μη διάδοσης που υποστηρίζουν οι ηγέτες σε όλη την Ευρώπη.
Προηγμένα αεροσκάφη
Τα ευρωπαϊκά έθνη εξαρτώνται επίσης σε μεγάλο βαθμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες για αεροσκάφη που απαιτούνται για την εκτέλεση πυρηνικών πληγμάτων, καθώς και για άλλα προηγμένα μαχητικά και μη επανδρωμένα αεροσκάφη.
Στρατηγικά βομβαρδιστικά όπως τα B-52, B-1 και B-2 προσφέρουν δυνατότητες που δεν αντιστοιχούν σε κανένα ευρωπαϊκό αντίστοιχο. Στην πραγματικότητα, η Ευρώπη δεν διαθέτει στόλους στρατηγικών βομβαρδιστικών.
Ομοίως, οι ευρωπαϊκές πολεμικές αεροπορίες έχουν στραφεί όλο και περισσότερο σε αμερικανικής κατασκευής μαχητικά αεροσκάφη όπως τα F-35 και F-16 για να διατηρήσουν τεχνολογικό προβάδισμα. Συνολικά, 14 κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελβετία και η Τουρκία χρησιμοποιούν το F-16, το F-35 ή και τα δύο.
Αυτή η προμήθεια έχει αυξηθεί μόνο την τελευταία δεκαετία καθώς η Ευρώπη αναζητά ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι της αναδυόμενης απειλής από τη Ρωσία.
Η Ευρώπη διαθέτει κάποιες εναλλακτικές λύσεις, όπως το Eurofighter Typhoon, αλλά δεν προσφέρουν το ίδιο επίπεδο τεχνολογικής υπεροχής όσον αφορά τη μυστικότητα και τα αεροηλεκτρονικά.
Όπως και με τα πυρηνικά όπλα, η ανάπτυξη ενός αξιόπιστου ευρωπαϊκού ισοδύναμου θα απαιτούσε χρόνο και σημαντικές επενδύσεις και ενδέχεται να υλοποιηθεί πολύ αργά για μια μελλοντική σύγκρουση.
Ωστόσο, η διατήρηση της εξάρτησης από τα αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη παρουσιάζει τα δικά της προβλήματα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέχουν εκτεταμένη εκπαίδευση, ενσωμάτωση και υποδομές για την υποστήριξη του F-35. Η συντριπτική πλειονότητα των εξαρτημάτων, της εργασίας και των ενημερώσεων λογισμικού είναι σχεδόν αποκλειστικά αμερικανικές. Ομοίως, κανένα αμερικανικής κατασκευής μαχητικό αεροσκάφος δεν μπορεί να λειτουργήσει ανεξάρτητα από τα συστήματα επικοινωνιών των ΗΠΑ ή το δορυφορικό σύστημα πλοήγησης GPS που ανήκει και λειτουργεί από τις ΗΠΑ.
Έτσι, οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να λάβουν υπόψη την πιθανότητα ότι εάν ποτέ αποκοπούν από την υποστήριξη των ΗΠΑ με τον τρόπο που έγινε με την Ουκρανία, τα πιο προηγμένα μαχητικά τους μπορεί γρήγορα να μετατραπούν σε πολύτιμα βαρίδια.
Αντιπυραυλική άμυνα
Η Ευρώπη εξαρτάται σε κρίσιμο βαθμό από τα αμερικανικά συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας, συμπεριλαμβανομένων των επίγειων συστημάτων Patriot και των θαλάσσιων συστημάτων Aegis.
Το σύστημα Patriot έχει σχεδιαστεί κυρίως για την άμυνα έναντι τακτικών βαλλιστικών πυραύλων, πυραύλων κρουζ και προηγμένων αεροσκαφών. Το σύστημα Aegis εντοπίζει και καταστρέφει βαλλιστικούς πυραύλους μικρής και μεσαίας εμβέλειας και λιγότερο προηγμένα αεροσκάφη.
Και τα δύο συστήματα είναι βαθιά ενσωματωμένα στο ευρύτερο αμυντικό πλαίσιο του ΝΑΤΟ και χρησιμοποιούνται από μεγάλες δυνάμεις όπως η Γερμανία και η Πολωνία.
Υπάρχουν κάποιες εναλλακτικές λύσεις, όπως τα ρωσικής κατασκευής S-400 της Τουρκίας, αλλά αυτά τα συστήματα δεν έχουν διαλειτουργικότητα με άλλα συστήματα του ΝΑΤΟ, ένα χαρακτηριστικό που αποτελεί σήμα κατατεθέν του σχεδιασμού της αμερικανικής αμυντικής τεχνολογίας.
Τα ευρωπαϊκά έθνη θα αντιμετώπιζαν επομένως δυσκολίες στην ανάπτυξη ενός συγκρίσιμου συστήματος με το ίδιο επίπεδο ενσωμάτωσης στην υπάρχουσα υποδομή του ΝΑΤΟ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέχουν επίσης σημαντική επιχειρησιακή υποστήριξη και αναβαθμίσεις για τα συστήματα Patriot και Aegis, καθιστώντας την αντικατάσταση ακόμη πιο περίπλοκη.
Τα ευρωπαϊκά έθνη του ΝΑΤΟ έχουν επίσης έντονο συμφέρον να μειώσουν την εξάρτησή τους από τη ρωσική τεχνολογία για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Παρόλα αυτά, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γερμανία και η Ιταλία εργάζονται σε ένα κοινό έργο για την αντικατάσταση του συστήματος Patriot με το Σύστημα Αεράμυνας Μέσης Εκτεταμένης Εμβέλειας. Αν και έχει αντιμετωπίσει πολλές καθυστερήσεις, θα μπορούσε να επιτρέψει στις ευρωπαϊκές δυνάμεις να προσαρμόσουν ένα σχεδόν έτοιμο σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας στις νέες τους ανάγκες.
Ένας δύσκολος δρόμος μπροστά
Στο εγγύς μέλλον, η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια δύσκολη πορεία προς την πραγματική αυτάρκεια στις στρατιωτικές υποθέσεις.
Η γηραιά ήπειρος αντιμετωπίζει πολύπλοκες γεωπολιτικές προκλήσεις, τεχνολογικά κενά και εσωτερικές διαιρέσεις, και παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τις Ηνωμένες Πολιτείες για κρίσιμες αμυντικές ικανότητες παρά τις αυξήσεις στους ευρωπαϊκούς αμυντικούς προϋπολογισμούς.
Αυτή η εξάρτηση είναι ιδιαίτερα εμφανής σε τομείς όπως η αεροπορική και η πυραυλική άμυνα, όπου τα αμερικανικά συστήματα, η τεχνολογία και η ηγεσία συνεχίζουν να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο. Εάν η αμερικανική καινοτομία σε αυτούς τους τομείς συνεχιστεί αμείωτη, η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης θα μπορούσε να τεθεί περαιτέρω σε κίνδυνο.
Ένα από τα κύρια εμπόδια είναι το τεχνολογικό χάσμα μεταξύ των ευρωπαϊκών και αμερικανικών αμυντικών βιομηχανικών βάσεων. Η διασφάλιση ότι η Ευρώπη μπορεί να αντιστοιχίσει τις ικανότητες έρευνας, ανάπτυξης και παραγωγής των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων παγκόσμιων ανταγωνιστών θα είναι δύσκολη.
Ο πολιτικός κατακερματισμός θα μπορούσε επίσης να περιπλέξει τις προσπάθειες για τη δημιουργία μιας ενοποιημένης και αυτόνομης στρατιωτικής δύναμης. Οι αμυντικές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένουν στη νηπιακή τους ηλικία και η απόκλιση στις αμυντικές δαπάνες μεταξύ των μελών της ΕΕ θα καταστήσει δύσκολη τη δημιουργία μιας συνεκτικής και ανεξάρτητης ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναμης.
Ωστόσο, η Ευρώπη εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να γίνει πιο αυτάρκης σε στρατιωτικά θέματα, με την προϋπόθεση ότι μπορεί να αναλάβει μακροπρόθεσμη δέσμευση και να προωθήσει την ενδοευρωπαϊκή συνεργασία.
Προς το παρόν, η τύχη της Ευρώπης βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα αμερικανικής κατασκευής οπλικά συστήματα.