Ο πρόεδρος των Φιλιππινών, Φερδινάνδος Μάρκος Τζούνιορ, ξεκαθάρισε ότι η χώρα του δεν προτίθεται να παραμείνει ουδέτερη σε περίπτωση κινεζικής εισβολής στην Ταϊβάν, επικαλούμενος τη γεωγραφική εγγύτητα και τον μεγάλο αριθμό Φιλιππινέζων πολιτών που εργάζονται εκεί.
Σε συνέντευξή του στην ινδική ειδησεογραφική ιστοσελίδα FirstPost στις 6 Αυγούστου, ο Μάρκος τόνισε: «Αν ξεσπάσει γενικευμένος πόλεμος, θα εμπλακούμε αναγκαστικά».
Ο πρόεδρος των Φιλιππινών απαντούσε σε ερώτηση σχετικά με το ενδεχόμενο στήριξης προς τις Ηνωμένες Πολιτείες στην υπεράσπιση της Ταϊβάν, σε περίπτωση κινεζικής επέμβασης.
Διευκρίνισε ότι η ουδετερότητα δεν αποτελεί επιλογή λόγω της εγγύτητας των δύο χωρών. «Οι Φιλιππίνες και η Ταϊβάν χωρίζονται από το Στενό της Λουζόν, μια σημαντική εμπορική οδό και στρατηγικό σημείο ελέγχου για την έξοδο του κινεζικού ναυτικού στον Ειρηνικό», υπογράμμισε ο Μάρκος. Το Στενό αυτό έχει πλάτος περίπου 320 χιλιόμετρα στα περισσότερα σημεία και περιλαμβάνει νησιά που ανήκουν στις Φιλιππίνες.
Αυξημένη αμερικανική παρουσία
Τα τελευταία χρόνια, η κυβέρνηση Μάρκος εμφανίζεται όλο και πιο διατεθειμένη να ενισχύσει την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην περιοχή.
Το 2023, η Μανίλα προχώρησε σε επέκταση της αμυντικής της συνεργασίας με τις ΗΠΑ, επιτρέποντας τη στάθμευση αμερικανικών στρατευμάτων και οπλικών συστημάτων σε ναυτική βάση και αεροδρόμιο στη βόρεια ακτή του νησιού Λουζόν, σε απόσταση μικρότερη των 500 χιλιομέτρων από την Ταϊβάν.
Το 2024, οι Φιλιππίνες ήρθαν αντιμέτωπες με την οργή του Πεκίνου μετά την άδεια που χορηγήθηκε στις ΗΠΑ για την ανάπτυξη εκτοξευτών πυραύλων Taifan στη βόρεια Λουζόν, γεγονός που πιθανότατα θέτει εντός εμβέλειας στόχους σε Ταϊβάν και νότια Κίνα.
Επιπλέον, τον Μάιο, αμερικανικά στρατεύματα ανέπτυξαν συστήματα πυραύλων MISIS και HIMARS σε νησιά που εποπτεύουν το Στενό της Λουζόν, μεταξύ των οποίων και τα ακραία βόρεια νησιά Μπατάνες των Φιλιππινών. Και τα δύο αυτά συστήματα μπορούν να πλήξουν στόχους σε απόσταση άνω των 160 χιλιομέτρων.
«Οφείλουμε να υπερασπιστούμε την εδαφική μας ακεραιότητα και την κυριαρχία μας. Γιατί να απορρίψουμε εταίρους που αντιμετωπίζουν την κινεζική απειλή; Δεν λειτουργούμε ως κράτος-μαριονέτα. Είναι καθήκον μας να υπερασπιστούμε τη χώρα μας», σημείωσε ο Μάρκος.
Ανθρωπιστική κρίση και ανησυχίες για τους Φιλιππινέζους στην Ταϊβάν
Ο Φιλιππινέζος πρόεδρος επισήμανε επίσης τον κίνδυνο ανθρωπιστικής κρίσης σε περίπτωση πολέμου, επισημαίνοντας τον μεγάλο αριθμό πολιτών της χώρας του που ζουν και εργάζονται στην Ταϊβάν.
Σύμφωνα με το Υπουργείο Εργασίας της Ταϊβάν, τον Ιούνιο του 2025 καταγράφονται πάνω από 169.000 Φιλιππινέζοι νόμιμοι μετανάστες εργάτες στη νήσο, δηλαδή περίπου το ένα πέμπτο των ξένων εργατών που είναι εγγεγραμμένοι στην ταϊβανέζικη κυβέρνηση. «Θα πρέπει να βρούμε τρόπο να μπούμε εκεί και να φέρουμε πίσω τους πολίτες μας», δήλωσε σχετικά ο Μάρκος.
Έντονη αντίδραση από το Πεκίνο
Οι δηλώσεις του Φιλιππινέζου προέδρου προκάλεσαν οξεία αντίδραση από το Πεκίνο. Στις 8 Αυγούστου, το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας ανακοίνωσε ότι η κινεζική διπλωματική αποστολή στις Φιλιππίνες προέβη σε έντονο διάβημα διαμαρτυρίας, κατηγορώντας τη Μανίλα για ανάμειξη «στον πυρήνα των βασικών συμφερόντων της Κίνας».
Το κινεζικό Υπουργείο κατέκρινε τις Φιλιππίνες για «λανθασμένες και προκλητικές δηλώσεις» που βλάπτουν τις διμερείς σχέσεις.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, αν και δεν έχει ποτέ διοικήσει την Ταϊβάν, θεωρεί το νησί αποσχισμένη επαρχία και δεν έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο χρήσης βίας για να επανενωθεί η δημοκρατική νήσος με την αυταρχική ηπειρωτική Κίνα. Η πρεσβεία των Φιλιππινών στο Πεκίνο δεν απάντησε σε αίτημα για σχόλιο έως τη δημοσίευση του παρόντος.
Στήριξη από την Ταϊβάν
Αντιθέτως, το υπουργείο Εξωτερικών της Ταϊβάν εξέφρασε την εκτίμησή του προς τον Φερντινάν Μάρκος, δηλώνοντας: «Το υπουργείο αυτό επαινεί και σέβεται ιδιαίτερα τον πρόεδρο Μάρκος για την εκ νέου έκφραση της σταθερής του ανησυχίας για την ειρήνη στην περιοχή και για την έμφαση που δίνει στις ανθρωπιστικές αξίες».
«Σιδερένια» η συμμαχία με τις ΗΠΑ
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης, ο Μάρκος δήλωσε πεπεισμένος ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα τηρήσουν τη συμφωνία αμοιβαίας άμυνας με τις Φιλιππίνες σε περίπτωση σύγκρουσης.
Χαρακτήρισε τη συμμαχία ΗΠΑ-Φιλιππινών ως «σιδερένια», τονίζοντας πως ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ κατά την πρώτη του θητεία. «Ειλικρινά πιστεύω ότι αυτό παραμένει σταθερό», πρόσθεσε ο Μάρκος.
Ο Καναδάς και άλλες χώρες της Ομάδας των Επτά (G7) εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση, καταδικάζοντας τις αρχές του Χονγκ Κονγκ για την έκδοση ενταλμάτων σύλληψης και χρηματικών επάθλων εις βάρος δημοκρατικών ακτιβιστών που ζουν στο εξωτερικό.
Στις 25 Ιουλίου, η αστυνομία του Χονγκ Κονγκ προχώρησε σε εντάλματα και επικήρυξε 19 άτομα που διαμένουν σε άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων και στον Καναδά, κατηγορώντας τους για απόπειρα υπονόμευσης των αρχών του Χονγκ Κονγκ και της Κίνας.
Τα μέλη του Μηχανισμού Ταχείας Ανταπόκρισης της G7 (G7 RM)—δηλαδή ο Καναδάς, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ευρωπαϊκή Ένωση—καθώς και συνδεδεμένα κράτη όπως η Αυστραλία, η Ολλανδία, η Νέα Ζηλανδία και η Σουηδία, εξέδωσαν στις 8 Αυγούστου κοινή ανακοίνωση, στην οποία σημειώνεται: «Αυτή η ενέργεια στοχεύει ανθρώπους που ασκούν το δικαίωμά τους στην ελεύθερη έκφραση».
Ο G7 RM ιδρύθηκε το 2018 για την αναγνώριση και την αντιμετώπιση ξένων απειλών κατά της δημοκρατίας, όπως εχθρικές ενέργειες κρατών που στοχεύουν σε δημοκρατικά θεσμικά όργανα ή διαδικασίες, σύμφωνα με το Υπουργείο Εξωτερικών του Καναδά.
Οι ενέργειες της αστυνομίας του Χονγκ Κονγκ στρέφονται κυρίως κατά φιλοδημοκρατικών ακτιβιστών που ζουν στις χώρες του G7 RM, και στη σχετική ανακοίνωση υπογραμμίζεται: «Αυτή η μορφή διακρατικής καταστολής υπονομεύει την εθνική ασφάλεια, την κρατική κυριαρχία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ασφάλεια των κοινοτήτων».
Παράλληλα, οι χώρες του G7 RM δεσμεύονται: «Να ενισχύσουν τις προσπάθειές τους για την υπεράσπιση της κυριαρχίας, τη διατήρηση της ασφάλειας των κοινοτήτων και την προστασία των ατόμων από κυβερνητικές παρεμβάσεις που αποσκοπούν στη φίμωση, τον εκφοβισμό, την παρενόχληση, τη βλάβη ή τον εξαναγκασμό εντός των συνόρων μας».
Η G7 κάλεσε τους πολίτες να αναφέρουν κάθε ύποπτη δραστηριότητα και περιστατικά εκφοβισμού ή παρενόχλησης στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, επισημαίνοντας πως οι χώρες του G7 RM, μαζί με άλλους διεθνείς εταίρους, παραμένουν ενωμένες απέναντι σε τέτοιες επιθετικές ενέργειες.
Επιπλέον, τον Ιούνιο, στη διάρκεια της συνόδου κορυφής στον Καναδά, οι χώρες της G7 εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση, εκφράζοντας ανησυχία για τις διακρατικές καταστολές, τονίζοντας: «Εμείς, οι ηγέτες της G7, είμαστε βαθιά ανήσυχοι από τη ραγδαία αύξηση αναφορών για διακρατική καταστολή. Η διακρατική καταστολή αποτελεί μία επιθετική μορφή ξένης παρέμβασης, κατά την οποία κράτη ή οι εκτελεστικοί τους πράκτορες επιχειρούν να εκφοβίσουν, να παρενοχλήσουν, να βλάψουν ή να εξαναγκάσουν άτομα ή κοινότητες εκτός της επικράτειάς τους».
Υπουργοί καταδικάζουν την ανακοίνωση της αστυνομίας του Χονγκ Κονγκ
Η κοινή ανακοίνωση της 8ης Αυγούστου ακολούθησε προηγούμενη δήλωση της υπουργού Εξωτερικών Ανίτα Ανάντ και του υπουργού Δημόσιας Ασφάλειας Γκάρι Αντανασανγκίρι, οι οποίοι καταδίκασαν την απόφαση της αστυνομίας του Χονγκ Κονγκ ως προσπάθεια εφαρμογής διακρατικής καταστολής στο εξωτερικό.
Αναφερόμενοι στην επικήρυξη και τα εντάλματα για 19 φιλοδημοκρατικούς ακτιβιστές—ανάμεσα στους οποίους και άτομα που διαμένουν στον Καναδά—τόνισαν: «Ο Καναδάς στέκεται αλληλέγγυος προς τους διεθνείς εταίρους των οποίων πολίτες ή κάτοικοι στοχεύθηκαν από την απόφαση των αρχών του Χονγκ Κονγκ».
Οι υπουργοί επανέλαβαν το αίτημα για: «Την κατάργηση του συγκεκριμένου νόμου, ο οποίος παραβιάζει τις διεθνείς υποχρεώσεις του Χονγκ Κονγκ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, και την απόσυρση όλων των σχετικών ενταλμάτων και επάθλων».
Μεταξύ των στοχοποιημένων είναι ο Καναδός Βίκτορ Χο, για τη σύλληψη του οποίου εκκρεμεί επικήρυξη 1 εκατ. δολαρίων Χονγκ Κονγκ, βάσει εντάλματος που εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2024.
Άλλα τρία άτομα, ανάμεσά τους ο ακτιβιστής Κουνγκ Κόι από το Βανκούβερ, περιλαμβάνονται επίσης στη λίστα.
Τουλάχιστον δέκα άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και τριάντα τρεις αγνοούνται έπειτα από αιφνίδιες πλημμύρες που έπληξαν την επαρχία Γκανσού της Κίνας, όπως ανακοίνωσαν τοπικές αρχές.
Οι ισχυρές βροχοπτώσεις ξεκίνησαν το απόγευμα της Πέμπτης, στις 6 μ.μ. τοπική ώρα, και μέσα σε δύο ημέρες έπεσαν συνολικά 220,2 χιλιοστά βροχής.
Όπως δήλωσε η Τσου Χονγκουέν, εκπρόσωπος του Τμήματος Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών της επαρχίας, σε συνέντευξη Τύπου την Παρασκευή, «Η ραγδαία βροχή προκάλεσε κατολισθήσεις, επηρεάζοντας πάνω από 1.300 νοικοκυριά και παγιδεύοντας περισσότερα από 4.000 άτομα σε τέσσερα χωριά».
Σύμφωνα με το κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο CCTV, σοβαρές ζημιές υπέστησαν οι υποδομές ηλεκτροδότησης και τηλεπικοινωνιών τόσο στην κομητεία Γιουτζόνγκ όσο και στις πλησιέστερες περιοχές του όρους Σινγκλόνγκ.
Βίντεο που δημοσιεύθηκαν από το CCTV στην κινεζική πλατφόρμα WeChat καταγράφουν εικόνες με ποτάμια και δρόμους πλημμυρισμένους από νερά και λάσπη.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας έχει μακρά παράδοση συγκάλυψης πληροφοριών που ενδέχεται να πλήξουν την εικόνα του, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων για θύματα φυσικών καταστροφών.
Με αφορμή τις πρόσφατες πλημμύρες και κατολισθήσεις στη Γιουτζόνγκ, η κρατική ενημέρωση και οι τοπικές αρχές επικέντρωσαν τις ανακοινώσεις τους περισσότερο στην προετοιμασία και τις επιχειρήσεις διάσωσης, παρά στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι.
Η Εθνική Επιτροπή Ανάπτυξης και Μεταρρυθμίσεων διέθεσε 100 εκατομμύρια γιουάν για τις άμεσες επιχειρήσεις και την αποκατάσταση των υποδομών, σύμφωνα με το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Σινχουά.
Ο ηγέτης του ΚΚΚ Σι Τζινπίνγκ κάλεσε, σύμφωνα με το κρατικό συμβούλιο, για εντατικοποίηση των προσπαθειών εντοπισμού και διάσωσης.
Έως το βράδυ της Παρασκευής, είχαν απομακρυνθεί με επιτυχία 443 άτομα, όπως ανακοίνωσε ο αναπληρωτής διευθυντής της Πυροσβεστικής και Διάσωσης της Γκανσού. Ήδη από τις 1 π.μ. της Παρασκευής, το Γραφείο Διαχείρισης Εκτάκτων Αναγκών, η Υπηρεσία Υδάτων και η Μετεωρολογική Υπηρεσία του Λανζού εξέδωσαν κόκκινο συναγερμό για επικείμενες πλημμύρες σε μικρούς και μεσαίους ποταμούς.
Το φαινόμενο στη Γκανσού εντάσσεται σε ένα ευρύτερο κύμα έντονων βροχοπτώσεων που πλήττει τη βόρεια και νότια Κίνα από τις αρχές Ιουλίου. Όπως μεταδίδει το Σινχουά, μεγάλη κατολίσθηση σημειώθηκε νωρίτερα στην εβδομάδα στην πόλη Κουανγκτσόου, προκαλώντας τον θάνατο επτά ανθρώπων όταν οι οικίες τους θάφτηκαν στη συνοικία Μπαϊγιούν.
Στο χωριό Πινγκτού, στην επαρχία Γκουανγκντόνγκ, εκατοντάδες κάτοικοι ήρθαν αντιμέτωποι με εκτεταμένες πλημμύρες· τέσσερα σπίτια κατέρρευσαν και το νερό έφτασε σε ύψος ως το γόνατο στον κεντρικό δρόμο, οδηγώντας τις αρχές στην εκκένωση 75.000 πολιτών.
Κάτοικοι που μίλησαν στο πρακτορείο Reuters τόνισαν ότι δεν είχαν δεχθεί καμία προειδοποίηση ούτε ουσιαστική βοήθεια κατά τη διάρκεια της κρίσης: «Μας προσφέρθηκε ελάχιστη ή καθόλου στήριξη, ούτε καν ένα μπουκάλι νερό».
Αξίζει να σημειωθεί πως τμήματα της Κίνας βιώνουν τις ισχυρότερες βροχοπτώσεις των τελευταίων δεκαετιών, με το Χονγκ Κονγκ να καταγράφει τη μεγαλύτερη ημερήσια βροχόπτωση για μήνα Αύγουστο από το 1884.
«Η πολυαναμενόμενη συνάντηση μεταξύ εμού, ως προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, και του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν της Ρωσίας, θα πραγματοποιηθεί την επόμενη Παρασκευή, 15 Αυγούστου 2025, στη μεγάλη πολιτεία της Αλάσκας», ανακοίνωσε ο Τραμπ μέσω της πλατφόρμας Truth Social στις 8 Αυγούστου, προσθέτοντας πως έπονται περαιτέρω πληροφορίες.
Η συνάντηση επιβεβαιώθηκε λίγες ώρες μετά τη γενική αναγγελία της, από τον Ντ. Τραμπ, ο οποίος επεσήμανε ότι η αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες του ΝΑΤΟ και οι νέες κυρώσεις των ΗΠΑ σε χώρες που αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο πιθανόν να συνέβαλαν στην αποδοχή της συνάντησης εκ μέρους της Μόσχας.
«Δουλεύουμε για αυτή τη συνάντηση εδώ και πολύ καιρό», δήλωσε ο Τραμπ σε δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο, σημειώνοντας ότι οι διαβουλεύσεις για την προετοιμασία διαπραγματεύσεων κατάπαυσης του πυρός ήταν περίπλοκες.
Το Κρεμλίνο, από την πλευρά του, είχε ανακοινώσει την Πέμπτη ότι ο Πούτιν θα συναντηθεί με τον Τραμπ μέσα στις επόμενες ημέρες, με τον Ρώσο πρόεδρο στη συνέχεια να υποδηλώνει πως η συνάντηση ίσως πραγματοποιούνταν στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Ερωτηθείς για το ενδεχόμενο να υπογράψουν ο Πούτιν και ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι συμφωνία ειρήνης αντίστοιχη με αυτήν που έκλεισαν η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν την Παρασκευή, ο Τραμπ απάντησε με συγκρατημένη αισιοδοξία.
«Το ένστικτό μου μού λέει ότι έχουμε μια ευκαιρία να τα καταφέρουμε», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Η επικείμενη σύνοδος θα είναι η πρώτη μεταξύ Τραμπ και Πούτιν μετά την επιστροφή του πρώτου στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο. Ο ειδικός απεσταλμένος του Τραμπ, Στηβ Γουίτκοφ, είχε επισκεφθεί Μόσχα και είχε τρίωρη συνομιλία με τον Πούτιν την Τετάρτη. Ο Γουίτκοφ έφτασε στη ρωσική πρωτεύουσα λίγες ημέρες πριν την προθεσμία που είχε θέσει ο Τραμπ στη ρωσική πλευρά για να σημειωθεί πρόοδος στις ειρηνευτικές συνομιλίες.
Η ανακοίνωση της προσωπικής συνάντησης των δύο ηγετών ακολουθά την υιοθέτηση πιο σκληρών μέτρων πίεσης εκ μέρους του Τραμπ προς τη Μόσχα, όπως η επιβολή δασμών ύψους 50% συνολικά στην Ινδία εξαιτίας των ογκωδών αγορών ρωσικού πετρελαίου με τις οποίες χρηματοδοτεί και στηρίζει οικονομικά τη Ρωσία στον πόλεμο. Οι νέοι δασμοί αποτελούν τους υψηλότερους μέχρι τώρα από όσους έχουν επιβληθεί σε εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ.
Ο Τραμπ είχε ξεκαθαρίσει ότι θα προχωρούσε στην επιβολή αυστηρών δασμών και κατά της Ρωσίας, αν δεν υπήρχε πρόοδος στις διαπραγματεύσεις για την Ουκρανία έως τις 9 Αυγούστου. Οι κινήσεις της Ινδίας έχουν επίσης τεθεί στο επίκεντρο της σκληρής γραμμής που ασκεί ο Τραμπ κατά της συμμαχίας BRICS, στην οποία μετέχουν οι Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική.
Σε ανάρτησή του στις 4 Αυγούστου, στο Truth Social, ο Αμερικανός πρόεδρος τόνισε: «Η Ινδία χρησιμοποιεί επίσης το ρωσικό πετρέλαιο που αγοράζει φθηνά για να το μεταπουλήσει στη διεθνή αγορά, αποκομίζοντας μεγάλα κέρδη. Δεν τους νοιάζει πόσοι άνθρωποι στην Ουκρανία σκοτώνονται από τη ρωσική πολεμική μηχανή».
Από την πλευρά της, η Ινδία υπερασπίστηκε την αγορά ρωσικού πετρελαίου ως τρόπο παροχής φθηνής ενέργειας στον πληθυσμό της, καθώς οι παραδοσιακοί της προμηθευτές στράφηκαν στην Ευρώπη μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, σύμφωνα με ανακοίνωση του ινδικού υπουργείου Εξωτερικών στις 4 Αυγούστου.
Το Ισραήλ ενέκρινε σχέδια για την κατάληψη της πόλης της Γάζας, παράλληλα με τη διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας σε αμάχους εκτός εμπόλεμων ζωνών, όπως ανακοίνωσε την Παρασκευή το γραφείο του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, εν μέσω διεθνών αντιδράσεων.
Η απόφαση ελήφθη έπειτα από συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, όπου η πλειοψηφία των υπουργών ενέκρινε πέντε βασικές αρχές για τη λήξη του πολέμου: αφοπλισμό της τρομοκρατικής οργάνωσης Χαμάς, απελευθέρωση όλων των ομήρων που παραμένουν στη Γάζα, διατήρηση του ισραηλινού ελέγχου ασφαλείας επί της περιοχής και δημιουργία εναλλακτικής πολιτικής διοίκησης, ανεξάρτητης τόσο από τη Χαμάς όσο και από την Παλαιστινιακή Αρχή.
Σε συνέντευξή του στο Fox News, στις 7 Αυγούστου, ο Νετανιάχου τόνισε: «Τα σχέδια ευθυγραμμίζονται με τους μακροχρόνιους στόχους του Ισραήλ στη Γάζα, διασφαλίζοντας πως ο θύλακας δεν θα αποτελέσει ποτέ απειλή για την ασφάλεια ή την ύπαρξη της χώρας».
Οι στόχοι αυτοί τέθηκαν στο επίκεντρο μετά την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023, η οποία στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από 1.200 ανθρώπους (κυρίως Ισραηλινούς) και οδήγησε στην απαγωγή περίπου 250, πυροδοτώντας μια παρατεταμένη σύρραξη.
Σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας της Γάζας, το οποίο ελέγχεται από τη Χαμάς, πάνω από 60.000 Παλαιστίνιοι έχουν σκοτωθεί στη Λωρίδα της Γάζας από τότε. Ωστόσο, η πληροφορία δεν διαχωρίζει μαχητές από αμάχους, ενώ η εφημερίδα The Epoch Times δεν είναι σε θέση να τη διασταυρώσει ανεξάρτητα.
Ανάμεικτες οι διεθνείς αντιδράσεις
Δυτικοί σύμμαχοι, όπως η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Καναδάς και η Αυστραλία, ασκούν πίεση για τη λύση των δύο κρατών, υποστηρίζοντας την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους δίπλα στο Ισραήλ.
Αντιθέτως, το Ισραήλ και οι Ηνωμένες Πολιτείες απορρίπτουν την αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους υπό τις παρούσες συνθήκες, υποστηρίζοντας ότι αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια του Ισραήλ.
Βρετανία, Αυστραλία και Τουρκία καταδίκασαν το σχέδιο του Ισραήλ για επέκταση των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Γάζα.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός σερ Κηρ Στάρμερ δήλωσε: «Το μόνο που θα πετύχετε θα είναι περισσότερο αιματοκύλισμα χωρίς να συμβάλετε στην απελευθέρωση των ομήρων», ενώ η υπουργός Εξωτερικών της Αυστραλίας, Πέννυ Γουόνγκ, επεσήμανε πως μια τέτοια κίνηση θα επιδείνωνε την ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα.
Το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών προσέθεσε ότι το ισραηλινό σχέδιο έχει στόχο «να καταστήσει τη Γάζα ακατοίκητη και να εκδιώξει βίαια τους Παλαιστινίους από τη γη τους».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούτ Αμπάς, τόνισε ότι οποιαδήποτε επέκταση των εχθροπραξιών είναι μη αποδεκτή και υπογράμμισε την ανάγκη επανέναρξης της πολιτικής διαδικασίας που θα αποσκοπεί στη λύση των δύο κρατών, τα οποία θα συνυπάρχουν ειρηνικά και με ασφάλεια. Ο πρωθυπουργός εξέφρασε βαθιά ανησυχία για την ανθρωπιστική καταστροφή στη Γάζα και επανέλαβε τη στήριξη της Ελλάδας στην Παλαιστινιακή Αρχή, ως τη μόνη νομιμοποιημένη εκπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού.
Ανησυχία στα Ηνωμένα Έθνη
Την ανησυχία του εξέφρασε και ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, καλώντας το Ισραήλ να μην πραγματοποιήσει το σχέδιο για πλήρη ανάληψη του στρατιωτικού ελέγχου της Λωρίδας της Γάζας.
Ο ύπατος αρμοστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα, Φόλκερ Τουρκ, τόνισε: «Το Ισραήλ πρέπει να τερματίσει την κατοχή και να φθάσει σε μια λύση δύο κρατών, που θα αναγνωρίζει στους Παλαιστίνιους το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση», σύμφωνα με δήλωση του ΟΗΕ στις 8 Αυγούστου.
Ο Νετανιάχου απέρριψε τα ευρήματα του Διεθνούς Δικαστηρίου ως «θεμελιωδώς λανθασμένα και μονόπλευρα», ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες κάλεσαν το Διεθνές Δικαστήριο να αποφύγει οποιαδήποτε απόφαση θα μπορούσε να εμποδίσει τις διαπραγματεύσεις προς αυτή τη λύση.
Ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τόμας Πίγκοτ, επανέλαβε την Πέμπτη τις αμερικανικές προτεραιότητες: παροχή βοήθειας στη Γάζα χωρίς να καταλήγει στα χέρια της Χαμάς, απελευθέρωση των ομήρων και διάλυση της τρομοκρατικής οργάνωσης.
Γερμανικό μπλόκο σε εξαγωγές στρατιωτικού εξοπλισμού
Ο καγκελάριος της Γερμανίας, Φρήντριχ Μερτς, ανακοίνωσε στις 8 Αυγούστου ότι αναστέλλονται οι εξαγωγές στρατιωτικού εξοπλισμού που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στη Γάζα.
Επιβεβαίωσε το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα και την ανάγκη αφοπλισμού της Χαμάς, αλλά σημείωσε πως τα πρόσφατα μέτρα που ενέκρινε το ισραηλινό συμβούλιο ασφαλείας καθιστούν όλο και πιο ασαφές το πώς θα επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι. Κάλεσε επίσης το Ισραήλ να αποφύγει βήματα προς προσάρτηση της Δυτικής Όχθης.
Εσωτερικές αντιδράσεις στο Ισραήλ
Στο εσωτερικό του Ισραήλ, οι αντιθέσεις οξύνθηκαν μετά την έγκριση του σχεδίου αποστολής δυνάμεων στην πόλη της Γάζας, καθώς απορρίφθηκε εναλλακτική πρόταση η οποία, σύμφωνα με υπουργούς, δεν διασφάλιζε την ήττα της Χαμάς και την επιστροφή των ομήρων.
Ο επικεφαλής της αντιπολίτευσης, Γιαΐρ Λαπίντ, επέκρινε στις 8 Αυγούστου την απόφαση, προειδοποιώντας πως θα οδηγήσει σε παρατεταμένη σύγκρουση, θα θέσει σε κίνδυνο τις ζωές ομήρων και στρατιωτών, θα κοστίσει δισεκατομμύρια στους Ισραηλινούς φορολογούμενους και θα οδηγήσει σε πολιτική κατάρρευση.
Όπως χαρακτηριστικά είπε: «Αυτό ακριβώς ήθελε η Χαμάς – να παγιδευτεί το Ισραήλ στο πεδίο χωρίς στρατηγικό στόχο, σε μια αδιέξοδη κατοχή που κανείς δεν ξέρει πού οδηγεί».
Επικρίσεις από τις οικογένειες των ομήρων
Το Φόρουμ Ομήρων και Αγνοουμένων, που εκπροσωπεί συγγενείς όσων κρατούνται στη Γάζα, καταδίκασε επίσης την απόφαση, υποστηρίζοντας ότι εγκαταλείπει τους ομήρους.
Η ομάδα επεσήμανε ότι η επέκταση των επιχειρήσεων θέτει σε μεγαλύτερο κίνδυνο όσους βρίσκονται στα τούνελ της Χαμάς, τονίζοντας: «Η Χαμάς συνεχίζει να εκμεταλλεύεται την κλιμάκωση ως πρόσχημα για τη βίαιη μεταχείριση των αγαπημένων μας. Ο μόνος τρόπος να επιστρέψουν σπίτι είναι μέσω μιας συνολικής συμφωνίας».
Ο Νετανιάχου, σε ακόμη μία συνέντευξή του στο Fox News, διαβεβαίωσε πως το Ισραήλ καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διάσωση των ομήρων και πως η απελευθέρωση των υπόλοιπων πενήντα μπορεί να επιτευχθεί μέσω συνδυασμού αποτελεσματικών στρατιωτικών επιχειρήσεων και διεθνούς πιέσεως, υποστηρίζοντας ότι «χωρίς στρατιωτική πίεση, τίποτα δεν γίνεται».
Κινητοποιήσεις στο Τελ Αβίβ
ΜΣε αυτό το κλίμα, διαδηλωτές απέκλεισαν κεντρική οδική αρτηρία στο Τελ Αβίβ την Πέμπτη, σύμφωνα με την εφημερίδα The Times of Israel, διεκδικώντας συμφωνία για την απελευθέρωση των ομήρων και διαμαρτυρόμενοι κατά της περαιτέρω επέκτασης του πολέμου στη Γάζα.
Ο Καναδικός Ενεργειακός Ρυθμιστής εκτιμά ότι οι πωλήσεις ηλεκτρικών οχημάτων θα σημειώσουν μείωση φέτος, ενώ η Οττάβα προετοιμάζεται να εφαρμόσει υποχρεωτικά ποσοστά πωλήσεων για οχήματα μηδενικών εκπομπών το 2026.
Οι πωλήσεις ηλεκτρικών αυτοκινήτων υποχώρησαν κατά 23% το πρώτο τρίμηνο του 2025 σε σύγκριση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του περασμένου έτους, ρίχνοντας το μερίδιό τους στην αγορά μόλις στο 9%, σύμφωνα με νέα έκθεση του Καναδικού Ενεργειακού Ρυθμιστή.
Η επιβράδυνση στις πωλήσεις για το 2025 αποδίδεται σε πολλούς παράγοντες, όπως η τρέχουσα οικονομική αβεβαιότητα που συνδέεται με τους δασμούς, η αυξημένη κριτική προς μία από τις κορυφαίες εταιρείες, την Tesla, καθώς και η πρόσφατη αναστολή, κατάργηση ή σταδιακή κατάργηση προγραμμάτων επιδότησης ανά τη χώρα, επισημαίνει η Αρχή στην τελευταία της ανάλυση για την αγορά – με την είδηση να γνωστοποιείται αρχικά από δημοσίευμα του Blacklock’s Reporter.
Η νέα νομοθεσία που προωθεί η Οττάβα προβλέπει ότι το 20% των νέων οχημάτων που θα πωλούνται το 2026 πρέπει να είναι μηδενικών εκπομπών, με το ποσοστό αυτό να ανεβαίνει στο 60% το 2030 και στο 100% το 2035.
Η βουλευτής των Συντηρητικών Μελίσσα Λάνσμαν κατέθεσε πρόταση για την κατάργηση της ομοσπονδιακής πολιτικής πριν από τη θερινή διακοπή του Κοινοβουλίου, υποστηρίζοντας ότι ο σχετικός κανόνας θα αυξήσει τις τιμές των αυτοκινήτων και θα περιορίσει τις επιλογές των καταναλωτών.
«Η επιβολή του μέτρου θα κάνει την απόκτηση οχήματος λιγότερο προσιτή για τον μέσο Καναδό. Η απαγόρευση των οχημάτων με κινητήρα βενζίνης είναι αυταρχική, λανθασμένη και εντελώς παράλογη», δήλωσε η Λάνσμαν στη Βουλή.
«Κανείς δεν απαγορεύει στους πολίτες να επιλέξουν ηλεκτρικό αυτοκίνητο», πρόσθεσε. «Αυτό που είναι λάθος είναι να υποχρεώσει η κυβέρνηση όλους να οδηγούν ηλεκτρικό όχημα».
Η πρότασή της απορρίφθηκε στις 17 Ιουνίου, με 194 ψήφους κατά και 141 υπέρ της διατήρησης της υποχρεωτικότητας στις πωλήσεις ηλεκτρικών οχημάτων. Υπέρ του μέτρου ψήφισαν οι Φιλελεύθεροι, το Μπλοκ του Κεμπέκ, οι Νεοδημοκράτες και το Πράσινο Κόμμα.
Οι Συντηρητικοί έχουν επικρίνει έντονα τη συγκεκριμένη νομοθεσία από την εποχή που παρουσιάστηκε, το 2022, από την τότε κυβέρνηση του Τζάστιν Τρυντώ, ενώ ο σημερινός αρχηγός τους, Πιερ Πουαλιέβρ, δεσμεύτηκε κατά την προεκλογική εκστρατεία της άνοιξης πως εάν το κόμμα του αναλάβει τη διακυβέρνηση, θα καταργήσει το μέτρο.
Οι διευθύνοντες σύμβουλοι των Ford Καναδά, Stellantis Καναδά και General Motors Καναδά, μαζί με τον Σύνδεσμο Κατασκευαστών Οχημάτων Καναδά, ζήτησαν τον περασμένο μήνα από τον πρωθυπουργό Μαρκ Κάρνεϋ, κατά τη συνάντησή τους στις 2 Ιουλίου, την ακύρωση του μέτρου.
Ο διευθύνων σύμβουλος του Συνδέσμου Κατασκευαστών Οχημάτων Καναδά, Μπράιαν Κίνγκστον, δήλωσε στους δημοσιογράφους: «Το μέτρο δεν είναι βιώσιμο. Οι στόχοι που έχουν τεθεί δεν μπορούν να επιτευχθούν – και αυτό θα βρεθεί στο επίκεντρο της συζήτησης», είχε πει πριν από τη συνάντηση.
Πρόγραμμα επιδοτήσεων
Ο Μαρκ Κάρνεϋ δεν έχει τοποθετηθεί δημόσια τις τελευταίες εβδομάδες για το μέτρο, όμως η υπουργός Περιβάλλοντος, Ζυλί Ντεμπρισόν, διαβεβαίωσε στις 3 Ιουλίου ότι η κυβέρνηση σκοπεύει στο μέλλον να προσφέρει νέα επιδότηση για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Δεν διευκρίνισε αν το μέτρο θα επαναφέρει το αρχικό πρόγραμμα κινήτρων για οχήματα μηδενικών εκπομπών (IZV) ή αν πρόκειται για κάτι διαφορετικό.
Το πρόγραμμα IZV παρείχε έκπτωση 5.000 δολαρίων στην τιμή αγοράς νέου ηλεκτρικού οχήματος. Όπως ανέφερε η ίδια, ο Κάρνεϋ της είχε επισημάνει κατά τον διορισμό της ότι «το περιβάλλον συνιστά ύψιστη προτεραιότητα για εκείνον» και η κυβέρνηση θα συνεχίσει να εστιάζει σε περιβαλλοντικά ζητήματα.
Ο Κίνγκστον παραδέχθηκε ότι η επαναφορά ενός προγράμματος επιδότησης θα ήταν βήμα θετικό, αλλά προειδοποίησε πως εάν δεν συνοδεύεται από σαφές χρονοδιάγραμμα, η υπόσχεση αυτή ενδέχεται να περαιτέρω τις πωλήσεις ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
Τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας Καναδά δείχνουν ότι τα ηλεκτρικά οχήματα αποτέλεσαν το 7,53% των νέων οχημάτων που πωλήθηκαν στη χώρα τον Απρίλιο, έναντι ποσοστού-ρεκόρ 18,29% τον Δεκέμβριο του 2024, όταν το πρόγραμμα IZV ήταν ακόμη ενεργό.
Η επιδότηση ανεστάλη τον Ιανουάριο λόγω εξάντλησης των κονδυλίων και έκτοτε οι πωλήσεις σημείωσαν πτώση: 11,95% τον Ιανουάριο, 6,8% τον Φεβρουάριο, 6,53% τον Μάρτιο, πριν σημειώσουν οριακή ανάκαμψη τον Απρίλιο.
Σύμφωνα με έκθεση του Κοινοβουλευτικού Γραφείου Προϋπολογισμού στις 10 Ιουνίου, το κόστος κατοχής ηλεκτρικού αυτοκινήτου πρέπει να μειωθεί κατά 29% ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της κυβέρνησης για μερίδιο αγοράς 60% το 2030.
Η ίδια έκθεση αναφέρει πως εάν η κυβέρνηση δεν είχε ανακοινώσει τις προθέσεις της για επαναφορά του προγράμματος επιδότησης, η απαιτούμενη μείωση του κόστους θα ήταν 33%.
Συνολικά, η κυβέρνηση διέθεσε σχεδόν 3 δισ. δολάρια σε επιδοτήσεις ηλεκτροκίνητων οχημάτων κατά την πενταετή διάρκεια του αρχικού προγράμματος. Η κυβέρνηση Κάρνεϋ δεν έχει ανακοινώσει ακόμη το ύψος των μελλοντικών κονδυλίων για αντίστοιχα προγράμματα.
Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπερασπίστηκε το οικονομικό του έργο στις 7 Αυγούστου, παρουσιάζοντας στους δημοσιογράφους μια σειρά διαγραμμάτων για την απασχόληση και τα εισοδήματα των νοικοκυριών.
Παρουσίᾳ του Στήβεν Μουρ, συνιδρυτή της ομάδας άσκησης πίεσης «Committee to Unleash Prosperity», ο Τραμπ ανέδειξε τις οικονομικές επιδόσεις της προεδρίας του, αντιπαραβάλλοντάς τες με εκείνες του πρώην προέδρου Τζο Μπάιντεν.
Το πρώτο διάγραμμα ανέδειξε ότι το Γραφείο Στατιστικής Εργασίας των ΗΠΑ υπερεκτίμησε τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας κατά το 2023 και το 2024 κατά σχεδόν 1,5 εκατομμύριο – με 855.000 θέσεις να εξαρτώνται από ετήσια αναθεώρηση των στοιχείων και 601.000 από μηνιαίες διορθώσεις.
Ο Τραμπ άφησε να εννοηθεί ότι ίσως δεν πρόκειται απλώς για σφάλμα. «Εκεί είναι το κακό», τόνισε ο πρόεδρος. «Αν ήταν λάθος, πάει κι έρχεται. Δεν νομίζω ότι είναι λάθος».
Ο Μουρ, ένας από τους συγγραφείς του βιβλίου «Trumponomics», σχολίασε ότι ακόμη και αν δεν έγινε σκόπιμα, «είναι ανικανότητα».
Την περασμένη εβδομάδα, το Γραφείο ανακοίνωσε ότι η αμερικανική οικονομία δημιούργησε μόλις 73.000 νέες θέσεις εργασίας τον Ιούλιο – σημαντικά λιγότερες από τις προσδοκίες.
Παράλληλα, προχώρησε σε συνολική πτωτική αναθεώρηση των στοιχείων Μαΐου και Ιουνίου κατά 258.000 θέσεις – πρόκειται για τη μεγαλύτερη διόρθωση δύο συνεχόμενων μηνών από το 1979.
Λίγο μετά τη δημοσιοποίηση των στοιχείων του Ιουλίου, ο πρόεδρος ανακοίνωσε την αποπομπή της Έρικα ΜακΊνταρφερ, επιτρόπου του Γραφείου.
Τα τελευταία χρόνια, το Γραφείο Στατιστικής Εργασίας έχει προβεί επανειλημμένα σε σημαντικές αναθεωρήσεις στα μηνιαία στοιχεία απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα.
Αν και κάποιες διορθώσεις είναι συνηθισμένες μετά από νέα συγκέντρωση στοιχείων, οι αναθεωρήσεις για τον Μάιο και τον Ιούνιο ήταν μεγαλύτερες του συνηθισμένου, όπως παραδέχθηκε το ίδιο το Γραφείο.
Τρία ακόμη διαγράμματα εξέτασαν την εξέλιξη του πραγματικού διάμεσου εισοδήματος νοικοκυριού. Χρησιμοποιώντας στοιχεία από την ετήσια έρευνα του Αμερικανικού Γραφείου Απογραφής, o Μουρ και η ομάδα του διαπίστωσαν ότι το συνολικό πραγματικό διάμεσο εισόδημα νοικοκυριού είχε αυξηθεί σχεδόν κατά 1.200 δολάρια μέχρι τον Ιούνιο του 2025.
Η ανάλυση των εισοδηματικών κλιμακίων αναδεικνύει σημαντική διαφορά μεταξύ των προεδριών Τραμπ και Μπάιντεν. Για το 50ό εκατοστημόριο, δηλαδή τα νοικοκυριά μέσου εισοδήματος, το πραγματικό διάμεσο εισόδημα αυξήθηκε άνω των 6.400 δολαρίων.
«Κύριε πρόεδρε, εξασφαλίσατε για τη μέση οικογένεια δέκα φορές μεγαλύτερη αύξηση εισοδήματος απ’ ό,τι ο Τζο Μπάιντεν, και αυτό χάρη στις πολιτικές σας», δήλωσε ο Μουρ.
Για το 25ο εκατοστημόριο των νοικοκυριών, το κέρδος σε πραγματικό εισόδημα κατά την πρώτη τετραετία Τραμπ ανήλθε σε 3.955 δολάρια, ενώ επί Μπάιντεν σημειώθηκε μείωση 172 δολαρίων.
Για το 75ο εκατοστημόριο, το εισόδημα αυξήθηκε κατά 9.855 δολάρια επί Τραμπ, περισσότερο από το σχεδόν 6.000 δολάρια κατά τη διακυβέρνηση Μπάιντεν.
Ο πρόεδρος χαρακτήρισε αυτούς τους αριθμούς «απίστευτους», προσθέτοντας: «Αν τα έλεγα αυτά, κανείς δεν θα τα πίστευε».
Γυναίκα σε κατάστημα στο Μπέρλινγκτον του Νιου Τζέρσεϋ. ΗΠΑ, 16 Φεβρουαρίου 2025. (Samira Bouaou/The Epoch Times)
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Λευκός Οίκος επιδεικνύει θετικά μακροοικονομικά στοιχεία. Τον Ιούνιο, το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε ότι η πραγματική μισθολογική αύξηση στους εργαζόμενους χειρωνακτικών επαγγελμάτων κατά τους πρώτους πέντε μήνες της δεύτερης θητείας Τραμπ ήταν η υψηλότερη των τελευταίων σχεδόν 60 ετών.
Από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο, η πραγματική αύξηση ωριαίας αμοιβής για τους παραγωγικούς και μη εποπτικούς υπαλλήλους ανήλθε σε 1,7%. Την ίδια περίοδο, επί Μπάιντεν, οι πραγματικές αυξήσεις στους βασικούς εργαζόμενους μειώθηκαν κατά 1,7%.
Όσον αφορά τον πληθωρισμό, το ξέσπασμα που ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2021 έπληξε τα αμερικανικά νοικοκυριά, φθάνοντας σε τεσσαρακονταετές υψηλό τον Ιούνιο του 2022.
Συνολικά, οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν κατά 20%, επηρεάζοντας τα πάντα, από τρόφιμα και καύσιμα μέχρι στέγαση. Η αγοραστική δύναμη των Αμερικανών μειώθηκε κατά περίπου 17%.
Η πραγματική αύξηση μισθών ήταν -1,5% από τον Ιανουάριο του 2021 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2024, δηλαδή ο πληθωρισμός υπερέβαινε τις αμοιβές σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της προεδρίας Μπάιντεν.
Δεκάδες αναφορές – από την έκθεση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ για την οικονομική ευημερία των νοικοκυριών μέχρι τον Δείκτη Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης του Conference Board –κατέδειξαν τη γενικευμένη ανησυχία της κοινής γνώμης για την οικονομία.
Παρά τη βελτίωση των αριθμών στην οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση, το καταναλωτικό κλίμα παρέμενε χαμηλό. Τον Ιούνιο του 2022, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν έπεσε στο χαμηλότερο επίπεδο της ιστορίας του, υπό το βάρος της ανησυχίας για τον πληθωρισμό.
Ο πληθωρισμός και η οικονομία μετατράπηκαν σε κομβικά ζητήματα των εκλογών του 2024, συμβάλλοντας στην επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο με δεύτερη θητεία.
Δημοσκόπηση της Gallup, που δημοσιεύθηκε έναν μήνα πριν τις αμερικανικές εκλογές, έδειξε ότι η οικονομία αποτελούσε το σημαντικότερο ζήτημα για το 52% των ψηφοφόρων – το υψηλότερο ποσοστό από την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης.
Η ίδια έρευνα ανέδειξε ότι η πλειοψηφία των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων θεωρούσε τον Τραμπ καταλληλότερο να διαχειριστεί την οικονομία από ό,τι την αντιπρόεδρο Καμάλα Χάρρις.
Στις 8 Αυγούστου, ο ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, συνομίλησε τηλεφωνικά με τον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, για την ουκρανική κρίση, όπως επιβεβαίωσε το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών.
Η τηλεφωνική επικοινωνία έλαβε χώρα λίγο πριν από πιθανή συνάντηση του Πούτιν με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και συνέπεσε με το χρονικό όριο που είχε θέσει ο Τραμπ στο Κρεμλίνο για την επίτευξη ειρηνευτικής συμφωνίας με το Κίεβο.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του Κρεμλίνου, στη διάρκεια της συνομιλίας ο Πούτιν ενημέρωσε τον Σι για τα βασικά αποτελέσματα της πρόσφατης συνάντησής του με τον ειδικό απεσταλμένο των ΗΠΑ για τη Μέση Ανατολή, Στηβ Γουίτκοφ, στις 6 Αυγούστου.
Οι δύο ηγέτες αντάλλαξαν απόψεις για σημαντικά διμερή και διεθνή ζητήματα, μεταξύ των οποίων και η προσεχής επίσκεψη του Πούτιν στο Πεκίνο.
Σε ενημέρωση του Πεκίνου, αναφέρεται ότι ο Πούτιν παρουσίασε στον Σι την οπτική της Μόσχας για την Ουκρανία και τις τελευταίες επαφές Ρωσίας-ΗΠΑ, εκφράζοντας παράλληλα την πρόθεσή του να διατηρήσει στενή επικοινωνία με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας.
Ο Σι ανέλυσε τη θέση του Πεκίνου σχετικά με το ουκρανικό ζήτημα, σημειώνοντας ότι πρόκειται για μια περίπλοκη υπόθεση χωρίς απλές λύσεις.
Όπως ανέφερε το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας, ο Σι δήλωσε: «Η κινεζική πλευρά χαίρεται να βλέπει τη Ρωσία και τις ΗΠΑ να διατηρούν επαφή, να βελτιώνουν τις σχέσεις τους και να προωθούν μια πολιτική επίλυση της κρίσης στην Ουκρανία».
Στις 6 Αυγούστου, ο Τραμπ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας «μεγάλης πιθανότητας για συνάντηση που θα μπορούσε να οδηγήσει στο τέλος του πολέμου στην Ουκρανία», μετά από συνομιλίες με τον Πούτιν.
Ο Αμερικανός πρόεδρος ανέφερε από το Οβάλ Γραφείο: «Σήμερα είχαμε πολύ καλές συνομιλίες με τον πρόεδρο Πούτιν και υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να βρισκόμαστε κοντά στη λήξη…», όταν ερωτήθηκε και για το ενδεχόμενο συνάντησης με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι στο προσεχές διάστημα.
Την επόμενη μέρα, το Κρεμλίνο επιβεβαίωσε ότι ο Πούτιν θα συναντηθεί με τον Τραμπ εντός των επόμενων ημερών.
Ο Τραμπ είχε προειδοποιήσει ότι θα επιβάλει αυστηρούς δασμούς στη Ρωσία, εάν δεν υπάρξει πρόοδος στις συνομιλίες για την ειρήνη στην Ουκρανία έως τις 9 Αυγούστου.
Τα μέτρα που εξετάζει η αμερικανική κυβέρνηση ενδέχεται να περιλαμβάνουν και δευτερογενείς κυρώσεις εναντίον χωρών όπως η Κίνα και η Ινδία, που συνεχίζουν να αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Στις 6 Αυγούστου, ο Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα για την επιβολή δασμών 25% στην Ινδία, λόγω των συνεχιζόμενων αγορών ρωσικού πετρελαίου, προσθέτοντας ότι αντίστοιχα μέτρα κατά του Πεκίνου βρίσκονται υπό εξέταση.
Σχετικά με αυτές τις απειλές των ΗΠΑ, κατά την ενημέρωση της 8ης Αυγούστου, το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας διαμήνυσε ότι σκοπεύει να συνεχίσει τις εισαγωγές πετρελαίου από τη Ρωσία.
Η εκπρόσωπος Κουό Τζιακούν δήλωσε: «Θα συνεχίσουμε να λαμβάνουμε μέτρα για τον ενεργειακό εφοδιασμό που εξυπηρετούν τα εθνικά συμφέροντα της Κίνας».
Το Πεκίνο έχει καθιερωθεί ως κρίσιμος οικονομικός αιμοδότης της Ρωσίας σε αυτήν την περίοδο πολέμου, με το διμερές εμπόριο να φτάνει τα 244,8 δισεκατομμύρια δολάρια το 2024, έναντι 240,1 δισεκατομμυρίων το 2023, σύμφωνα με τα στοιχεία των κινεζικών τελωνείων.
Επιπλέον, η Κίνα έχει επικριθεί ότι παρέχει εργαλειομηχανές, τσιπ και άλλα υλικά για πολιτικές και στρατιωτικές χρήσεις, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο τον αμυντικό τομέα της Ρωσίας.
Οι ηγέτες των δύο χωρών επαναλαμβάνουν σταθερά ότι η συνεργασία τους δεν έχει όρια, όπως είχαν διακηρύξει στις 4 Φεβρουαρίου 2022, λίγες εβδομάδες πριν ο Πούτιν διατάξει την εισβολή στην Ουκρανία.
Ο Σι επισκέφθηκε τη Μόσχα τον Μάιο, ενώ ο Πούτιν αναμένεται να ταξιδέψει σύντομα στην Κίνα, για τις εκδηλώσεις της Ημέρας Νίκης στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σύμφωνα με το Κρεμλίνο.
Έντονες βροχοπτώσεις προκάλεσαν καταστροφές στο βόρειο τμήμα της Κίνας στα τέλη Ιουλίου, ενώ η κατάσταση επιδεινώθηκε από εκτεταμένες και αιφνιδιαστικές εκροές νερού από φράγματα με υψηλές παροχές. Μέχρι τις 31 Ιουλίου, τουλάχιστον 60 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους και δεκάδες παραμένουν αγνοούμενοι. Ιδιαίτερα καταστροφική ήταν η εκροή από το φράγμα Μιγιούν.
Τα τελευταία χρόνια, με τη συσσώρευση υπερβολικών ποσοτήτων νερού από το κεντρικό τμήμα του έργου μεταφοράς νερού Νότου-Βορρά, οι αρχές περιορίστηκαν να θεωρούν ως επίτευγμα τη μεγάλη αποθηκευτική ικανότητα και την υψηλή στάθμη του φράγματος. Το νερό που αποθηκεύεται πωλείται για κέρδος και αποτελεί επίσης αξιοθέατο για τον τουρισμό, ενώ αγνοήθηκαν οι ελλείψεις στην ποιότητα κατασκευής και η περιορισμένη χωρητικότητα του φράγματος.
Στο πλαίσιο της πολιτικής του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ) για την αντιπλημμυρική προστασία, κύριος στόχος είναι η αποφυγή κατάρρευσης των φραγμάτων. Ωστόσο, πολλά από αυτά παρουσιάζουν δομικές αδυναμίες, παλαιά υποδομή και ανεπαρκή συντήρηση, που μειώνουν την αποτελεσματικότητά τους. Ως αποτέλεσμα, οι εκτάκτου ανάγκης ή ακόμα και αιφνιδιαστικές εκροές κατά τις έντονες βροχοπτώσεις έχουν γίνει συχνό φαινόμενο, παρά τις υποσχέσεις που έχουν δοθεί στους κατοίκους.
Σε περίπτωση κατάρρευσης του κύριου φράγματος, πλημμυρικά ύδατα ύψους σχεδόν δύο μέτρων θα μπορούσαν να φτάσουν μέχρι την πλατεία Τιεν Αν Μεν στο Πεκίνο. Για την αποφυγή μιας τέτοιας καταστροφής, οι αρχές απελευθερώνουν γρήγορα μεγάλες ποσότητες νερού για να μειώσουν την πίεση στο φράγμα.
Από τις 27 Ιουλίου, λόγω της συνεχιζόμενης εισροής, το φράγμα Μιγιούν άρχισε να εκτονώνει νερό προς τα κατάντη. Μέχρι τις 29 Ιουλίου, η συνολική εκροή έφτασε τα 180 εκατ. κυβικά μέτρα, ποσότητα αντίστοιχη με την εκκένωση πάνω από του μισού όγκου της λίμνης Ντιρ Κρικ στην Πολιτεία Γιούτα των ΗΠΑ μέσα σε λίγες ημέρες. Η ροή, που έφτανε σχεδόν τα 1.133 κυβικά μέτρα ανά δευτερόλεπτο — αρκετή για να γεμίσει μια ολυμπιακών διαστάσεων πισίνα κάθε δύο δευτερόλεπτα — είχε τη δυνατότητα να υπερχειλίσει ποταμούς, να καταστρέψει καλλιέργειες, να πλημμυρίσει δρόμους και να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή όσων ζουν κατάντη.
Πέρα από το φράγμα Μιγιούν, και άλλα φράγματα στα δυτικά, βορειοδυτικά και βορειοανατολικά προάστια του Πεκίνου άνοιξαν τις πύλες τους, μεταξύ αυτών τα φράγματα Μπαϊχεμπάο, Γιουντουσάν, Χαϊζί, Σιγιού, Χουανγκσονγκγιού, Τζαϊτάνγκ, Τζουγουό, Λουοπολίνγκ και Σαντζιαντιάν.
Οι επίσημες αναφορές του κινεζικού κρατικού τύπου για τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και περιουσίες από τις πρόσφατες πλημμύρες θεωρούνται πιθανόν υποτιμημένες, καθώς το ΚΚΚ είναι γνωστό για τη συγκάλυψη πραγματικών δεδομένων.
Προηγούμενες εκροές από το φράγμα Μιγιούν
Η εκκένωση νερού από το φράγμα Μιγιούν για την προστασία του Τζονγκνανχάι, της κεντρικής έδρας του ΚΚΚ στο Πεκίνο, δεν είναι πρωτόγνωρη. Κάθε φορά που εκκενώνεται το φράγμα, οι περιοχές γύρω από το Πεκίνο υφίστανται σημαντικές ζημιές.
Πρώτη εκροή (1969): Κατά τη διάρκεια της έντασης μετά τη σύγκρουση στα Σινο-Σοβιετικά σύνορα το 1969, η Σοβιετική Ένωση φέρεται να σχεδίαζε καταστροφικές επιθέσεις, συμπεριλαμβανομένων στόχων στο Πεκίνο και πυρηνικών εγκαταστάσεων. Για να αποφευχθούν πλημμύρες σε περίπτωση επίθεσης, οι κινεζικές αρχές εκκένωσαν το φράγμα Μιγιούν και εκκένωσαν το Πεκίνο από ανώτατους αξιωματούχους και τις οικογένειές τους, θέτοντας όμως σε κίνδυνο τον πληθυσμό.
Δεύτερη εκροή (1976): Ο σεισμός στο Τανγκσάν τον Ιούλιο του 1976 προκάλεσε σοβαρές ζημιές στο φράγμα Μπαϊχέ του Μιγιούν. Για να αποτραπεί η κατάρρευση, οι αρχές ανατίναξαν έναν κοντινό λόφο για υλικό ενίσχυσης και διέταξαν παρατεταμένη εκροή νερού, η οποία συνεχίστηκε για πάνω από δύο εβδομάδες μέχρι την πλήρη εκκένωση της δεξαμενής.
Φράγμα Μιγιούν
Με επιφάνεια 186 τετραγωνικών χιλιομέτρων, το φράγμα Μιγιούν είναι το μεγαλύτερο του είδους του στο βόρειο τμήμα της Κίνας. Βρίσκεται στα βορειοανατολικά προάστια του Πεκίνου, περίπου 72 χλμ. από το κέντρο της πόλης.
Αρχικά κατασκευάστηκε με σκοπό τον έλεγχο πλημμυρών, την άρδευση, την παραγωγή ενέργειας και την υδατοκαλλιέργεια, χωρίς να προορίζεται για ύδρευση της πόλης.
Οι εργασίες ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 1958 και ολοκληρώθηκαν το 1960, υπό το σχεδιασμό του Τμήματος Υδραυλικής Μηχανικής του Πανεπιστημίου Τσίνγκχουα με επικεφαλής τον καθηγητή Τζάνγκ Γκουανγκντού. Από τότε όμως, το φράγμα αντιμετωπίζει προβλήματα που απαιτούν συνεχείς ενισχύσεις, επεκτάσεις και επισκευές.
Το φράγμα Μιγιούν και το έργο μεταφοράς νερού Νότου-Βορρά
Η ύδρευση του Πεκίνου βασιζόταν αρχικά στο φράγμα Γκουαντίνγκ και στα τοπικά υπόγεια ύδατα. Όμως, η μείωση των υδάτων στον Γκουαντίνγκ, λόγω πολλαπλών φραγμάτων στον ποταμό Γιονγκντίνγκ, ανάγκασαν το ΚΚΚ να αναθέσει το φράγμα Μιγιούν ως κύρια πηγή ύδρευσης το 1982. Εκείνη την εποχή, τα αποθέματα ήταν επαρκή.
Η κατάσταση άλλαξε το 2015, μετά την ολοκλήρωση του κεντρικού τμήματος του έργου μεταφοράς νερού Νότου-Βορρά, που μεταφέρει νερό από τον ποταμό Γιανγκτσέ στα ξηρά βόρεια, όπως το Πεκίνο, μέσω καναλιών και αντλιοστασίων.
Ετησίως, περίπου 1 δισ. κυβικά μέτρα νερού διοχετεύονται στο Πεκίνο, με το έργο να έχει αναλάβει πλέον τον κύριο ρόλο ύδρευσης, αντικαθιστώντας το Μιγιούν.
Μια αεροφωτογραφία δείχνει μια περιοχή που έχει πληγεί από πλημμύρες μετά από έντονες βροχοπτώσεις στο χωριό Σιναντζουάνγκ, στην περιοχή Μιγιούν, στα περίχωρα του Πεκίνου, στις 28 Ιουλίου 2025. (Jade Gao/AFP μέσω Getty Images)
Από το 2015, τμήματα αυτού του νερού αποθηκεύονται και στο φράγμα Μιγιούν, όπως και σε άλλα τοπικά φράγματα. Το νερό μεταφέρεται αρχικά από τον ποταμό Γιανγκτσέ στη λίμνη Τουαντσένγκ στο Πεκίνο, από όπου αντλείται και ανυψώνεται μέσω δικτύου σωληνώσεων και αντλιοστασίων στο φράγμα Μιγιούν.
Η αποθηκευτική ικανότητα του Μιγιούν αυξήθηκε σημαντικά από την εισροή του νερού του Νότου, σπάζοντας διαρκώς ρεκόρ. Το 2013 έφτασε τα 793 εκατ. κυβικά μέτρα, το 2018 τα 2,2 δισ., ενώ τον Ιούλιο του 2025 άγγιξε τα 3,6 δισ., με στάθμη νερού σχεδόν 155 μέτρα, ξεπερνώντας το ανώτατο όριο των 152 μέτρα που έχει θεσπιστεί για αντιπλημμυρική ασφάλεια.
Το φράγμα Μιγιούν βρίσκεται πάνω από 100 μέτρα υψηλότερα από την πλατεία Τιεν Αν Μεν, και όπως το φράγμα Γκουαντίνγκ, κρέμεται πάνω από το Πεκίνο σαν Δαμόκλειος Σπάθη.
Σε περίπτωση κατάρρευσης, η πλημμύρα θα μπορούσε να καλύψει όχι μόνο το Πεκίνο, αλλά και τις γειτονικές περιοχές Τιαντζίν, Μπαοντί και Τζισιάν.
Στρατιωτικές πηγές των Ηνωμένων Πολιτειών και διεθνείς αναλυτές ασφαλείας επισημαίνουν ότι οι αμερικανικές δυνάμεις αυξάνουν σημαντικά τις επιθέσεις τους κατά της Αλ Σαμπάμπ, του παρακλαδιού της Αλ Κάιντα στη Σομαλία, που θεωρείται η πλέον ισχυρή τρομοκρατική οργάνωση στην Αφρική.
Στο πλαίσιο αυτό, παράλληλα με αεροπορικές επιδρομές που στοχεύουν ηγετικά στελέχη, η ειδικά εκπαιδευμένη σομαλική μονάδα, γνωστή ως «Ταξιαρχία Αστραπή» (Lightning Brigade), καταστρέφει βάσεις τζιχαντιστών σε όλη την εύθραυστη περιοχή της Αφρικανικής Ρόγας.
Βασικό όπλο στις αμερικανικές επιχειρήσεις αποτελεί η εντολή που έδωσε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προς τους στρατιωτικούς διοικητές στην Αφρική, επιτρέποντάς τους να διεξάγουν αεροπορικές επιθέσεις και επιχειρήσεις για την εξόντωση τρομοκρατών χωρίς να απαιτείται η έγκριση του Λευκού Οίκου.
Η στόχευση της Αλ Σαμπάμπ εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αντιμετώπισης της τρομοκρατίας, καθώς ειδικοί εκτιμούν ότι η επόμενη σοβαρή τρομοκρατική επίθεση κατά δυτικών στόχων πιθανότατα θα σχεδιαστεί από την Αφρική. Σε έκθεση που κατατέθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 25 Ιουλίου, ειδική ομάδα ανέφερε ότι η απειλή από το Ισλαμικό Κράτος (ISIS), την Αλ Κάιντα και τα παρακλάδιά τους παραμένει «ιδιαίτερα έντονη σε περιοχές της Αφρικής».
Αναλυτές συγκρούσεων επισημαίνουν πως η Αφρική αποτελεί σήμερα το επίκεντρο των δύο κύριων θεάτρων τρομοκρατίας στον κόσμο: την περιοχή του Σαχέλ, που εκτείνεται από τη Δυτική έως την Ανατολική Αφρική, και το Κέρας της Αφρικής, όπου η Σομαλία φιλοξενεί ισχυρές τρομοκρατικές οργανώσεις όπως το ISIS και την Αλ Κάιντα.
Η πρώην πράκτορας πληροφοριών του νοτιοαφρικανικού στρατού, Τζάσμιν Όππερμαν, ανέφερε ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στη Μέση Ανατολή έχουν αναγκάσει την Αλ Κάιντα και το ISIS να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους στην Αφρική. Πρόσθεσε πως οι τρομοκρατικές οργανώσεις αναπτύσσουν δυνάμεις σε περιοχές με περιορισμένους αντιτρομοκρατικούς πόρους και όπου η γεωγραφία ευνοεί την απόκρυψη, όπως οι έρημοι, τα οροπέδια και τα τροπικά δάση.
Στην ίδια έκθεση του ΟΗΕ αναφέρεται ότι η Αλ Σαμπάμπ συνεργάζεται με την υποστηριζόμενη από το Ιράν τρομοκρατική οργάνωση των Χούθι, οι οποίοι εκπαιδεύουν μαχητές της Αλ Σαμπάμπ στην Υεμένη.
Η Αλ Σαμπάμπ, η οποία έχει ως βάση της τη Σομαλία, δρα σε ολόκληρη την Αφρική και διαθέτει υποστηρικτές και χρηματοδότες σε όλη την ήπειρο, με δεσμούς σε εξτρεμιστικές ομάδες στη Μέση Ανατολή. Σύμφωνα με μαρτυρίες ηγετών του αμερικανικού AFRICOM προς το Κογκρέσο, η Αλ Σαμπάμπ απορρίπτει τη δημοκρατία και επιδιώκει την ένωση των περιοχών όπου κατοικούν Σομαλοί σε Τζιμπουτί, Κένυα, Αιθιοπία και Σομαλία σε ένα ισλαμικό κράτος.
Υπό τον νόμο της σαρία που επιβάλλει η οργάνωση, οι γυναίκες και τα κορίτσια στερούνται εκπαίδευσης, ενώ «άπιστοι» και αντίπαλοι εκτελούνται, ακόμη και με αποκεφαλισμό. Ειδικοί υπογραμμίζουν ότι η Αλ Σαμπάμπ έχει σκοτώσει χιλιάδες ανθρώπους από την ίδρυσή της το 2006. Η οργάνωση χαρακτηρίζει την επίσημη κυβέρνηση της Σομαλίας ως «παράνομη» και υποχείριο ξένων δυνάμεων.
Η Όππερμαν σημείωσε ότι η Αλ Σαμπάμπ έχει ως κεντρικό στόχο τη δολοφονία δυτικών «απίστων», ιδίως Αμερικανών. Από το 2017 έχει διαπράξει πάνω από 1.000 δολοφονίες, μεταξύ των οποίων Αμερικανών πολιτών και αξιωματούχων της σομαλικής κυβέρνησης, κυρίως με βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας και αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς. Σύμφωνα με την Όππερμαν, η ηγεσία της οργάνωσης επιδιώκει να πραγματοποιήσει μία «τρομοκρατική πράξη διεθνούς βαρύτητας», παρόμοια με την επίθεση της Αλ Κάιντα στις ΗΠΑ, στις 11 Σεπτεμβρίου 2001.
Οι αμερικανικές υπηρεσίες ασφαλείας επιβεβαιώνουν ότι ορισμένα από τα ιδρυτικά μέλη της Αλ Σαμπάμπ εκπαιδεύτηκαν με την Αλ Κάιντα στο Αφγανιστάν. Συνδέσεις έχουν εξακριβωθεί μεταξύ της Αλ Σαμπάμπ και κορυφαίων στελεχών της Αλ Κάιντα στην Ανατολική Αφρική, που οργάνωσαν τις βομβιστικές επιθέσεις στις αμερικανικές πρεσβείες στην Κένυα και την Τανζανία το 1998, με 224 νεκρούς, μεταξύ των οποίων 12 Αμερικανοί. Το 2013, η Αλ Σαμπάμπ εξαπέλυσε επίθεση στο εμπορικό κέντρο Westgate στο Ναϊρόμπι, με περίπου 70 νεκρούς, ανάμεσά τους και αρκετούς δυτικούς. Το 2015, επιτέθηκε σε πανεπιστήμιο στη βορειοανατολική Κένυα, σκοτώνοντας σχεδόν 150 χριστιανούς φοιτητές. Η πιο θανατηφόρα επίθεση της οργάνωσης έγινε με βομβιστική επίθεση φορτηγού στη Μογκαντίσου το 2017, με πάνω από 500 νεκρούς.
Η Σελάμ Ταντέσε Ντεμίσι, αναλύτρια θεμάτων τρομοκρατίας στο Αφρικανικό Κέρας για το Ινστιτούτο Ασφάλειας Νοτίου Αφρικής, δήλωσε ότι η Αλ Σαμπάμπ είναι επί του παρόντος «σε αναγέννηση». Μέσα στο 2025 έχει ανακαταλάβει σημαντικές περιοχές στη κεντρική Σομαλία, αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Σομαλό πρόεδρο Χασάν Σέιχ Μοχαμούντ και απειλεί όλο και περισσότερο την πρωτεύουσα Μογκαντίσου.
Τα συντρίμμια ενός αυτοκινήτου μετά από επίθεση της Aλ Σαμπάμπ σε αστυνομικό τμήμα στα περίχωρα του Μογκαντίσου. Σομαλία, 16 Φεβρουαρίου 2022. (Hassan Ali Elmi/AFP μέσω Getty Images)
Η Όππερμαν περιέγραψε την Αλ Σαμπάμπ ως «μία από τις πιο ισχυρές, πειθαρχημένες και εξελιγμένες» τρομοκρατικές ομάδες παγκοσμίως. Επεσήμανε δε ότι πλέον δεν πρόκειται για μια ομάδα που χρησιμοποιεί αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς και RPG, αλλά για μαχητές που εκπαιδεύονται τακτικά στη Μέση Ανατολή και έχουν συστήσει στενές συμμαχίες με τους Χούθι στην Υεμένη. Επίσης, εξασφαλίζουν προηγμένα όπλα, όπως πυραυλικά συστήματα και μη επανδρωμένα αεροσκάφη, ενώ λαμβάνουν χρηματοδότηση από υπόγειες ομάδες και εταιρείες-βιτρίνα σε χώρες όπως η Νότια Αφρική.
Η οργάνωση έχει οργανωθεί σαν να είναι «κυβέρνηση εν αναμονή», διαθέτοντας όχι μόνο στρατιωτικούς διοικητές αλλά και «υπουργούς δημοσίων έργων» και «υπουργούς άμυνας».
Η Ντεμίσι σημείωσε ότι η αποχώρηση υποστήριξης από την Αφρικανική Ένωση και τον ΟΗΕ προς τη σομαλική κυβέρνηση έχει δημιουργήσει πολιτική αστάθεια και «κενό ασφαλείας». Η Αλ Σαμπάμπ εκμεταλλεύεται αυτές τις συνθήκες, εφαρμόζοντας «μαλακότερες» τακτικές που κερδίζουν τη στήριξη των πολιτών, δημιουργώντας τοπικές διοικήσεις που παρέχουν βασικές υπηρεσίες, επιτρέποντας την ελεύθερη διέλευση ανθρώπων και εμπορευμάτων χωρίς καταβολή χρημάτων, επιτρέποντας διαδηλώσεις και προβάλλοντας εικόνα υπευθυνότητας και διακυβέρνησης. Συνολικά, η οργάνωση προβάλλεται όλο και περισσότερο ως μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση στην κυβέρνηση Μοχαμούντ.
Η Όππερμαν επεσήμανε ότι η κυβέρνηση Τραμπ έχει αναγνωρίσει τη σοβαρότητα της απειλής από την Αλ Σαμπάμπ. Σε αντίθεση με τη μείωση των στρατιωτικών πόρων των ΗΠΑ σε άλλες ζώνες συγκρούσεων, το αμερικανικό AFRICOM ενισχύει τις επιχειρήσεις του στη Σομαλία. Η AFRICOM έχει σχηματίσει αποτελεσματική συνεργασία με τις σομαλικές ειδικές δυνάμεις Danab («Αστραπή»). Στη συνήθη τακτική τους, οι μαχητές Danab εμπλέκονται σε μάχες στο έδαφος με την Αλ Σαμπάμπ και παρέχουν πληροφορίες στους Αμερικανούς που εκτελούν αεροπορικές επιδρομές με πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη, πλήττοντας τους τρομοκράτες και τους ηγέτες τους.
Η ιστοσελίδα της AFRICOM δείχνει σημαντική αύξηση των αεροπορικών επιδρομών κατά της Αλ Σαμπάμπ και του ISIS από την ανάληψη της προεδρίας από τον Τραμπ τον Ιανουάριο. Σε συνέντευξη Τύπου, στις 28 Ιουλίου, ο αναπληρωτής διοικητής της AFRICOM, υποστράτηγος Τζον Μπρένναν, ανέφερε ότι η αντιτρομοκρατική δράση στη Σομαλία αποτελεί «το σημαντικότερο κομμάτι» των αμερικανικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Αφρική.
Ο Μπρένναν τόνισε ότι η κύρια προσπάθεια της AFRICOM είναι η καταπολέμηση των παρακλαδιών του ISIS και της Αλ Κάιντα στην Ανατολική Αφρική, που θεωρούνται η μεγαλύτερη απειλή κατά της αμερικανικής επικράτειας. Αναφερόμενος σε αξιολόγηση της AFRICOM του 2022, χαρακτήρισε την Αλ Σαμπάμπ ως «το μεγαλύτερο, πλουσιότερο και πιο θανατηφόρο παρακλάδι της Αλ Κάιντα στον κόσμο σήμερα». Σύμφωνα με τον Μπρένναν, μία από τις πιο ουσιαστικές αποφάσεις της κυβέρνησης Τραμπ ήταν η παραχώρηση αρμοδιοτήτων στους στρατιωτικούς διοικητές για πιο στοχευμένες επιχειρήσεις, ώστε να υποστηρίζουν πιο ενεργά τους εταίρους στο πεδίο.
Τον Μάρτιο, η Όππερμαν ανέφερε ότι η κυβέρνηση Τραμπ χαλάρωσε τους περιορισμούς για τις αεροπορικές επιδρομές. Την ίδια περίοδο, το DefenseNews είχε αναφέρει ότι ο Αμερικανός πρόεδρος έδωσε στους διοικητές μεγαλύτερη αυτονομία στη λήψη αποφάσεων για επιθετικές ενέργειες. Ο υπουργός Άμυνας Πητ Χέγκσεθ επιβεβαίωσε την εντολή σε ανάρτηση στην πλατφόρμα X. Η Όππερμαν υποστήριξε ότι ο αριθμός των επιδρομών με μη επανδρωμένα αεροσκάφη που πραγματοποιήθηκαν μετά τον Μάρτιο δείχνει ότι η AFRICOM επιδιώκει την εξόντωση των ηγετών της Αλ Σαμπάμπ έναν προς έναν. Η πιο πρόσφατη επιδρομή της AFRICOM, στις 25 Ιουλίου, εξόντωσε αρκετά μέλη της Αλ Σαμπάμπ.
Η Ντεμίσι δήλωσε ότι η AFRICOM συνήθως δεν δημοσιοποιεί τον αριθμό των θυμάτων από τις επιχειρήσεις της, ωστόσο διαθέσιμα στοιχεία υποδεικνύουν ότι οι αμερικανικές και σομαλικές δυνάμεις έχουν σκοτώσει περίπου 120 τρομοκράτες της Αλ Σαμπάμπ φέτος.
Το 2024, η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε εγκρίνει μόλις δέκα αεροπορικές επιδρομές κατά της Αλ Σαμπάμπ και του ISIS στη Σομαλία.
Το 2025, υπό την προεδρία Τραμπ, έχουν καταγραφεί περίπου τριάντα επιδρομές με πρωτοβουλία των Αμερικανών στη χώρα, σύμφωνα με την Όππερμαν, η οποία κατέληξε λέγοντας ότι παρά τους ισχυρισμούς πως η κυβέρνηση Τραμπ έχει αποσύρει την προσοχή της από την τρομοκρατία, τα γεγονότα στην Ανατολική Αφρική και στο Αφρικανικό Κέρας δείχνουν το αντίθετο. «Αυτό δείχνει πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση σε αυτήν την περιοχή του κόσμου», τόνισε.
Η εφημερίδα The Epoch Times έχει κάνει αίτημα για σχολιασμό στην AFRICOM.