Μετάφραση κειμένου από την σχεδιάστρια κοσμημάτων: Ναταλία Μπασδέκη
Μοναδικοί μικροσκοπικοί θησαυροί του 18ου και του 19ου αιώνα, παρουσιάζονται στην έκθεση με τίτλο “A Return to the Grand Tour” (Μια αναδρομή στη μεγάλη περιήγηση): Μικρομωσαϊκά κοσμήματα από τη συλλογή της Elizabeth Locke στο Μουσείο Τέχνης Gibbes στο Τσάρλεστον της Νότιας Καρολίνας.
«Πλατεία του Αγίου Πέτρου, Ρώμη», 19ος αιώνας. Μικρομωσαϊκό κόσμημα ένθετο σε χρυσό μενταγιόν, με περίγραμμα από μαλαχίτη, κρεμασμένο σε κολιέ από μαλαχίτη. Συλλογή της Elizabeth Locke. (Μουσείο Καλών Τεχνών Travis Fullerton / Βιρτζίνια)
Φτιαγμένα από μικροσκοπικά κομμάτια από χρωματιστό γυαλί, τα μωσαϊκά συνθέτουν εκπληκτικές εικόνες, που μοιάζουν σαν να είναι ζωγραφικές, απεικονίζοντας διάφορες θεματολογίες. Τα μικρομωσαϊκά της έκθεσης απεικονίζουν πεμπτουσιακές σκηνές της Ρώμης: τους ανθρώπους, τα τοπία και φυσικά, τη διάσημη αρχιτεκτονική όπως το Κολοσσαίο, την πλατεία του Αγίου Πέτρου και τη Ρωμαϊκή Αγορά.
«Χωρικός με μπαστούνι, Ρώμη» (Peasant Man With Walking Stick, Rome), 19ος αιώνας, από γκραβούρα του Μπαρτολομέο Πινέλι (Bartolomeo Pinelli). Ένθεση μικρομωσαϊκού σε φαρδύ, σφυρήλατο χρυσό βραχιόλι, στολισμένο με μαύρο νεφρίτη και χρυσές γράνες. Συλλογή της Elizabeth Locke. (Μουσείο Καλών Τεχνών Travis Fullerton / Βιρτζίνια)
«Άγρια φύση, Ρώμη» (Wilderness, Rome), 19ος αιώνας. Ένθεση μικρομωσαϊκού σε χρυσό μενταγιόν, με χρυσές γράνες με την τεχνική της κοκκίδωσης. Συλλογή της Elizabeth Locke. (Μουσείο Καλών Τεχνών Travis Fullerton / Βιρτζίνια)
Μερικά από τα καλύτερα μικρομωσαϊκά έχουν 3.000 έως 5.000 ψηφίδες ανά τετραγωνική ίντσα. Τα μικρομωσαϊκά της έκθεσης έχουν έως 1.400 ψηφίδες ανά τετραγωνική ίντσα.
«Περιστέρια του Πλίνιου» (Doves of Pliny), 19ος αιώνας, από τον Gioacchino Barberi. Ένθεση μικρομωσαϊκού σε μαύρη πλακέτα. Συλλογή της Elizabeth Locke. (Μουσείο Καλών Τεχνών Travis Fullerton / Βιρτζίνια)
Η αγάπη μιας σχεδιάστριας κοσμημάτων για τα μικροψηφιδωτά
Η Locke είναι μια σύγχρονη σχεδιάστρια κοσμημάτων, που ερωτεύτηκε για πρώτη φορά τα ψηφιδωτά ενώ ζούσε στη Φλωρεντία. Το 1989, αγόρασε το πρώτο της ψηφιδωτό: ένα μικρό ορθογώνιο πλακίδιο που απεικόνιζε τον Ναό της Βέστα. Η Locke επαναφέρει το κομμάτι εντάσσοντάς το σε ένα κόσμημα 19 καρατίων σφυρηλατημένο στο χέρι με πέτρες καμπουσόν, σε στυλ νεοκλασικό.
Η Locke έχει στη συλλογή της πάνω από 100 κομμάτια, 92 εκ των οποίων παρουσιάζονται στην έκθεση. Αυτό που κάνει αυτή την έκθεση να ξεχωρίζει είναι η επαναφορά αυτής της μεγάλης γκάμας μικροψηφιδωτών σε συνδυασμό με το νεοκλασικό στυλ της.
Η Locke αξιοποιεί μια παλιά παράδοση. Από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα, πλούσιοι Ευρωπαίοι στη μεγάλη περιήγηση τους (Grand Tour) στην Ιταλία, συνήθιζαν να αγοράζουν μικροψηφιδωτά ως κοσμήματα και αναμνηστικά. Μερικές φορές τα μικροψηφιδωτά θα τοποθετούνταν ένθετα σε έπιπλα, ταμπακιέρες ή διακοσμητικά κουτιά. Ένα παράδειγμα του τελευταίου παρουσιάζεται στην έκθεση.
«Κολοσσαίο, Ρώμη», 19ος αιώνας. Ένθεση μικρομωσαϊκού σε μεταλλικό κουτί με σμάλτο. Συλλογή της Elizabeth Locke. (Μουσείο Καλών Τεχνών Travis Fullerton /Βιρτζίνια)
«Κολοσσαίο, Ρώμη», 19ος αιώνας. Ένθεση μικρομωσαϊκού σε μεταλλικό κουτί με σμάλτο. Συλλογή της Elizabeth Locke. (Μουσείο Καλών Τεχνών Travis Fullerton /Βιρτζίνια)
Πολλά ιταλικά μικρομωσαϊκά εστάλησαν κατευθείαν σε κοσμηματοπωλεία στο Παρίσι και το Λονδίνο για να γίνουν ένθετα σε κοσμήματα. Τα μικρομωσαϊκά κοσμήματα δεν ήταν πολύ διαδεδομένα τη δεκαετία του 1870.
Κατασκευή Μικροψηφιδωτών
Σύμφωνα με ένα βίντεο από το Μουσείο Βικτώρια και Άλμπερτ, ένας καλλιτέχνης μικροψηφιδωτών ενώνει ή συνδυάζει διαφορετικά χρωματιστά ψηφιδωτά πλακίδια για να δημιουργήσει μια ποικιλία χρωμάτων, μοναδικά σε μέγεθος και σχήμα. Στη συνέχεια, ο καλλιτέχνης λιώνει τις ψηφίδες σε ένα μεταλλικό χωνευτήρι και τραβά το λιωμένο γυαλί σε μακριές ράβδους που στερεοποιούνται όταν κρυώσουν. Ο καλλιτέχνης σημαδεύει τις ράβδους και τις σπάει προσεκτικά σε μικροσκοπικά, μακρόστενα κομμάτια.
Στη συνέχεια, ο καλλιτέχνης φτιάχνει μια βάση από μεταλλική πάστα, πάνω στην οποία κάνει το σχέδιο. Έπειτα χρησιμοποιώντας τσιμπίδες, τοποθετεί προσεκτικά κάθε μικροσκοπικό κομμάτι μωσαϊκού στην πάστα.
«Η πεταλούδα που περπατά», 19ος αιώνας, έργο του Τζάκομο Ραφαελί (Giacomo Raffaelli). Ένθεση μικρομωσαϊκού σε χρυσό μενταγιόν με χρυσό πλαίσιο. Συλλογή της Elizabeth Locke. (Μουσείο Καλών Τεχνών Travis Fullerton / Βιρτζίνια)
Μόλις ολοκληρωθεί η εικόνα, ο καλλιτέχνης γυαλίζει το μικρομωσαϊκό με ειδικά κεριά και τρίβοντας λειαίνει την επιφάνεια.
Για να μάθετε περισσότερα σχετικά με την έκθεση “A Return to the Grand Tour” (Μια αναδρομή στη μεγάλη περιήγηση): Μικρομωσαϊκά κοσμήματα από τη συλλογή της Elizabeth Locke, που διαρκεί έως τις 10 Ιανουαρίου 2021, στο Μουσείο Τέχνης Gibbes. Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε το GibbesMuseum.org
Αυτή η έκθεση διοργανώνεται από το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βιρτζίνια, Ρίτσμοντ.
Ο Ισπανός μαιτρ της ζωγραφικής με παστέλ Ρουμπέν Μπελόζο Αντόρνα [Ruben Belloso Adorna] ζωγραφίζει εκπληκτικούς ρεαλιστικούς πίνακες, που συχνά αναπαριστούν μια σκηνή από έναν ελληνικό μύθο, από μια ιστορία της Βίβλου ή ακόμα κι από τον μακρινό, παραμυθένιο κόσμο των νεράιδων. Όμως κάθε του πίνακας βασίζεται στην προσωπική του εμπειρία και για όλους σχεδόν έχουν ποζάρει φίλοι ή μέλη της οικογένειάς του.
Ρουμπέν Μπελόζο Αντόρνα, «Μια φορά κι έναν καιρό», 2016. Παστέλ σε χαρτί, 100×70 εκ. (ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη)
Τα τελευταία 12 χρόνια, ο Μπελόζο Αντόρνα εξειδικεύτηκε στην τέχνη της δημιουργίας ρεαλιστικών εικόνων με παστέλ. Δεν ήταν πάντα εύκολη η εκμάθηση και η υποστήριξη αυτού του υλικού. Συχνά τα μαγικά του παστέλ περνιούνται για λάδια. Ωστόσο, ο Μπελόζο Αντόρνα είναι αποφασισμένος να ξαναζωντανέψει την άλλοτε σεβαστή τέχνη του παστέλ.
«Στόχος μου είναι να εξελιχθεί η τεχνική του παστέλ και να αναγνωριστεί η αξία της», είπε σε ένα e-mail.
Ο Μπελόζο Αντόρνα διδάσκει την τεχνική του παστέλ σε σεμινάρια ειδίκευσης στη Σεβίλλη, στην Ισπανία, όπου βρίσκεται η έδρα του, αλλά και σε όλη την Ευρώπη με την ελπίδα να εμπνεύσει και σε άλλους την αγάπη του για αυτό το ελάχιστα χρησιμοποιημένο υλικό. Το 2014, αυτός και οι «παστελιστές» φίλοι του από την Ιταλία ίδρυσαν την Ένωση Ιταλών Παστελιστών (Association of Italian Pastellists).
Ο αριστοτέχνης του παστέλ Ρουμπέν Μπελόζο Αντόρνα στο εργαστήριό του στη Σεβίλλη. (ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη)
Τα παστέλ του Μπελόζο Αντόρνο χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης. Έχει πραγματοποιήσει εκθέσεις στη μισή Ευρώπη, σύμφωνα με δήλωσή του στο διαδίκτυο και έργα του βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές στην Αμερική, την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική.
Το 2015, η φημισμένη Εταιρεία Παστελιστών της Γαλλίας (Society of the Pastellists of France) ζήτησε από τον Μπελόζο Αντόρνα να είναι ο επίτιμος προσκεκλημένος της. Το 2017, έγινε ο πρώτος ζωγράφος εν ζωή που παρουσίασε έργα του στο Μουσείο Antoine Lecuyer στο Saint Quentin της Γαλλίας.
Εργαστήριο του Ρουμπέν Μπελόζο Αντόρνα στο Μουσείο Antoine Lecuyer, στη Γαλλία, όπου πραγματοποίησε και ατομική έκθεση. (ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη)
Το 2018, κέρδισε το βραβείο Kenneth Wellner Memorial Award στην 46η ετήσια έκθεση της Εταιρείας Παστέλ της Αμερικής. Τα έτη 2017, 2018 και 2019 έργα του επιλέχθηκαν και βραβεύθηκαν από το Κεντρικό Σαλόνι Καλλιτεχνικής Ανανέωσης της Νέας Υόρκης. Τελευταία, το 2019, κέρδισε το βραβείο τους American Legacy Fine Arts Award.
Ο Ρουμπέν Μπελόζο Αντόρνα στο 13ο Διεθνές Σαλόνι Καλλιτεχνικής Ανανέωσης στη Νέα Υόρκη, το 2018. Ο πίνακάς του «Ο ιππότης με τη θλιμμένη έκφραση» βραβεύτηκε με το Chairman’s Choice Award. (ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη)
Ζωγραφική με παστέλ
Αν και τα παστέλ υπάρχουν από τον καιρό της Αναγέννησης, έγιναν δημοφιλή μόλις τον 18ο αιώνα, αρχικά στη Γαλλία. Ο Μπελόζο Αντόρνα θεωρεί τους Γάλλους ζωγράφους Maurice Quentin de La Tour, Jean-Baptiste Perronneau και Jean-Baptiste-Siméon Chardin, μαζί με τη ζωγράφο από τη Βενετία Rosalba Carriera υποδειγματικούς στην τέχνη του παστέλ.
Τα παστέλ περιέχουν την ίδια χρωστική με τα χρώματα λαδιού (λάδια), αλλά είναι αναμεμιγμένα με μια συγκολλητική ουσία και έχουν τη μορφή μικρών ράβδων. Χρησιμοποιήθηκαν αντί για τα λάδια κυρίως για τα πορτρέτα που παρήγγελνε η αυξανόμενη μεσαία τάξη, ως μια φθηνότερη εναλλακτική.
Επιπλέον, η αμεσότητα των παστέλ επιτρέπει στον ζωγράφο να συλλαμβάνει τις φευγαλέες εκφράσεις σχεδόν την ίδια στιγμή που σχηματίζονται, ενώ αντίθετα τα λάδια στεγνώνουν αργά και ο ζωγράφος πρέπει να περιμένει να στεγνώσει η κάθε στρώση για να δουλέψει από πάνω.
Η υφή των παστέλ, που είναι σαν πούδρα, κάνει τους πίνακες ευαίσθητους, όμως η αντανάκλαση του φωτός πάνω στην πούδρα δημιουργεί ένα πολύ φωτεινό αποτέλεσμα. Επίσης, οι πίνακες από παστέλ διατηρούν αναλλοίωτα τα χρώματά τους περισσότερο από ό,τι οι πίνακες με λαδομπογιές, καθώς δεν γίνεται σε αυτούς η χρήση του βερνικιού που συχνά αλλοιώνει ή καταστρέφει το λάδι.
Η τελειότητα ενός εκπληκτικού αλλά και υποτιμημένου υλικού
Ο Μπελόζο Αντόρνα ερωτεύτηκε τα παστέλ το 2003, όταν ήταν 17 χρονών. Παραδέχεται ότι οι πρώτες του προσπάθειες ήταν καταστροφικές. Δεν ήταν εύκολο να μάθει να δουλεύει με αυτό το υλικό, γιατί υπήρχε έλλειψη σωστής και βαθύτερης πληροφόρησης πάνω στην τεχνική, μας εξήγησε.
Αλλά ήθελε απεγνωσμένα να εμβαθύνει τις γνώσεις του. Έψαξε σε βιβλία, όπως και στο διαδίκτυο και ρώτησε τους δασκάλους του, αλλά συνήθως οι γνώσεις που είχε αποκτήσει από την εμπειρία του ξεπερνούσαν τις απαντήσεις που έβρισκε ή που του έδιναν.
Συχνά του έλεγαν ότι τα παστέλ ήταν ένα μπελαλίδικο υλικό κατάλληλο μόνο για αρχάριους και μια υποδεέστερη τεχνική. Αλλά ο Μπελόζο Αντόρνα πάντοτε τη θεωρούσε μια ολοκληρωμένη τεχνική ζωγραφικής: «Συνδυάζει τα καλύτερα στοιχεία του σχεδίου και του χρώματος», λέει.
Ρουμπέν Μπελόζο Αντόρνα, «Η μαγεία της ψευδαίσθησης», 2017. Παστέλ σε χαρτί, 120×100 εκ. (ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη)
Του αρέσει ιδιαίτερα η αμεσότητά του και το ότι μπορεί να το χρησιμοποιεί απευθείας με τα χέρια του, χωρίς να έχει την ανάγκη εργαλείων.
Το πάθος του για τα παστέλ τον κινητοποίησε να επιμείνει και να διδάξει τον εαυτό του.
Ρουμπέν Μπελόζο Αντόρνα, «Το μυστικό», 2018. Παστέλ σε χαρτί, 50×35 εκ. (ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη)
Το 2010, στράφηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να προωθήσει την τέχνη του. «Οι άνθρωποι εντυπωσιάστηκαν με τα έργα μου, αλλά ακόμα μερικοί ρωτούσαν αν ζωγράφιζα και με άλλες τεχνικές, σαν να μην ήταν αρκετά τα παστέλ», είπε. Εκείνο τον καιρό, «γεννήθηκε ένα μεγάλο ενδιαφέρον για την εκμάθηση αυτής της ‘νέας τεχνικής’ που έμοιαζε τόσο με την τεχνική του λαδιού».
«Καθήκον μου να διδάξω το παστέλ»
Το τελευταίο έτος των καλλιτεχνικών του σπουδών, ο Μπελόζο Αντόρνα έλαβε πολλές προσκλήσεις από διάφορες χώρες για να διδάξει την τεχνική του παστέλ, καθώς και προσκλήσεις για να είναι ο επίτιμος προσκεκλημένος σε διακεκριμένες εκθέσεις ζωγραφικής με παστέλ.
Δεν είχε φύγει ποτέ από την Ισπανία, αλλά αμέσως μόλις αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Σεβίλλης, πήρε θάρρος και ταξίδεψε για να διδάξει το παστέλ.
Ρουμπέν Μπελόζο Αντόρνα, «Στο εργαστήριο του μαιτρ (Η επίσκεψη)», 2015. Παστέλ σε χαρτί, 100×140 εκ. (ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη)
Ένιωθε υποχρεωμένος να το διδάξει, πιστεύοντας ότι ήταν καθήκον του να βοηθήσει τους σπουδαστές να κατανοήσουν πλήρως την τεχνική, ώστε να το χρησιμοποιούν σωστά και να το εκτιμούν, εξηγεί.
Πλέον τα υποτιμητικά σχόλια που κάποτε λάμβανε για το παστέλ έχουν χαθεί και νιώθει ικανοποιημένος που οι άνθρωποι εκτιμούν τους παστέλ πίνακες και όσα η τεχνική αυτή προσφέρει.
Μεγάλη και καθημερινή έμπνευση
Ο Μπελόζο Αντόρνα εμπνέεται από πολλούς μεγάλους καλλιτέχνες. Θαυμάζει τους χαρακτηριστικά δραματικούς πίνακες του Καραβάτζιο, την εντυπωσιακή αφηγηματικότητα και τους εκφραστικούς χαρακτήρες του Νόρμαν Ρόκγουελ, τη μοναδική απόδοση των χειρονομιών και του φωτός από τον Ρέμπραντ, καθώς και την ικανότητα του Ουίλλιαμ Μπουγκερώ να αποτυπώνει την ανθρώπινη φιγούρα με ανεπιτήδευτη ευφυΐα.
Δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στη θεματολογία των Προ-Ραφαηλιτών και το Ρομαντικό τους στυλ. Μελετά επίσης την τέχνη του Λώρενς Άλμα-Τάντεμα ως προς την ποικιλία των διαφορετικών υλικών που χρησιμοποιούσε.
Στην καθημερινή του ζωή συναντά πιθανές σκηνές. Μπορεί να του έρθει μια ιδέα εξίσου εύκολα καθώς περπατά ή βλέπει μια ταινία όσο και όταν επισκέπτεται μια έκθεση ζωγραφικής ή ένα κατάστημα θεατρικών κοστουμιών.
Ρουμπέν Μπελόζο Αντόρνα, «Η Κυρία του Βέιο», 2016. Παστέλ σε χαρτί, 100×70 εκ. (ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη)
Οι συνθέσεις τού έρχονται με φυσικό τρόπο. Μπορεί να τρώει με την οικογένειά του, να μιλά με φίλους δίπλα στη φωτιά ή να μελετά στο εργαστήριο κάποιου φίλου. Ίσως παρατηρήσει ένα βλέμμα ή μια χειρονομία λουσμένη σε ένα ιδιαίτερο φως. Για παράδειγμα, βλέποντας τη σύζυγό του κοιμισμένη και παρατηρώντας τη να παίζει με το παιδί τους εμπνεύστηκε τους πίνακες «Όνειρα 2» και «Ο Λούσιφερ και ο πειρασμός», αντίστοιχα.
Ρουμπέν Μπελόζο Αντόρνα, «Ο Λούσιφερ και ο πειρασμός», 2018. Παστέλ σε χαρτί, 65×54 εκ. (ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη)
Από την ιδέα στη ζωγραφική
Από τη στιγμή που έχει διαμορφώσει μια ιδέα για έναν πίνακα, ο Μπελόζο Αντόρνα αναρωτιέται ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να την υλοποιήσει. Σκέφτεται το είδος του συναισθήματος που θέλει να μεταφέρει και ποιο μοντέλο μπορεί να το αποδώσει καλύτερα. Ύστερα σκέφτεται το σκηνικό και τη σύνθεση του πίνακα.
Η διαδικασία που ακολουθά βασίζεται σε φωτογραφίες. Ύψιστη σημασία για αυτόν έχει το φυσικό φως που φωτίζει τον πίνακα, έτσι ρυθμίζει τον χρόνο της φωτογράφισης ανάλογα.
Ρουμπέν Μπελόζο Αντόρνα, «Το φως της ζωής σου», 2016. Παστέλ σε χαρτί, 80×60 εκ. (ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη)
Η φωτογράφιση μπορεί να κρατήσει ώρες. Είναι μια οργανωμένη αλλά και αυθόρμητη διαδικασία και είναι μέρος της δημιιουργικής του προσέγγισης – όταν τραβά φωτογραφίες νέες ιδέες για τη σύνθεση τού έρχονται στο νου. Από μια φωτογράφιση μπορεί να βγουν εκατοντάδες, μερικές φορές χιλιάδες εικόνες, που χρησιμοποιεί για να πετύχει την καλύτερη δυνατή σύνθεση στον πίνακά του.
Μελετά κάθε φωτογραφία πολύ σχολαστικά, επιλέγοντας αυτές με τα στοιχεία που θέλει να περιέχονται στον τελικό πίνακα. Για παράδειγμα, μια φωτογραφία μπορεί να έχει τέλειο φωτισμό, μια άλλη την ιδανική έκφραση προσώπου και μια τρίτη τις χειρονομίες που προτιμά. Συνθέτει τον τελικό πίνακα από το πλήθος των φωτογραφιών, σαν να φτιάχνει ένα παζλ, δημιουργώντας την ιδανική εικόνα για την ιδέα του.
Ρουμπέν Μπελόζο Αντόρνο, «Το προσκύνημα των Μάγων», 2017. Παστέλ σε χαρτί, 150×100 εκ. (ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη)
Ζωγραφίζοντας παραδοσιακά θέματα με χάρη
Κάποιοι από τους πίνακές του αντλούν τα θέματά τους από την παράδοση, όπως τους μύθους, τις αλληγορίες και τις ιστορίες της Βίβλου, συχνά όμως υπάρχει και μια μικρή ανατροπή. Το έργο «Πορτρέτο της Μαρίας μετά απ τον Χριστό», το οποίο κέρδισε το βραβείο American Legacy Fine Arts Award στον φημισμένο διαγωνισμό του 14ου νεοϋορκέζικου Διεθνούς Σαλονιού Καλλιτεχνικής Ανανέωσης [14th International Art Renewal Center Salon Competition, 2019–2020], είναι ένα καλό παράδειγμα.
Ρουμπέν Μπελόζο Αντόρνο, «Πορτρέτο της Μαρίας μετά από τον Χριστό», 2019. Γκουάς και παστέλ σε χαρτί, 42×36 εκ. (ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη)
Σε αυτόν τον πίνακα απεικονίζει τη Μαρία όχι νέα όπως συνηθίζεται στη χριστιανική τέχνη (ΣτΜ. την Καθολική), αλλά μια Μαρία ώριμη, με τη χάρη ενός ζεστού, ταλαιπωρημένου δέρματος και ένα πέπλο σε γήινο καφέ χρώμα. Στη δήλωσή του στο διαδίκτυο αναφέρει ότι μερικές φορές οι πίνακες που δείχνουν τον Χριστό ενήλικο περιέχουν και τη Μαρία σε ηλικία ίδια με αυτή του γιου της. «Ήθελα να δώσω ειλικρίνεια στο πορτρέτο, να το απομακρύνω από το τεχνητό. Πιστεύω πως η αυθεντική ομορφιά βρίσκεται στην αλήθεια», είπε.
Ρουμπέν Μπελόζο Αντόρνο, «Η μεταμέλεια της Ψυχής», 2015. Παστέλ σε χαρτί, 100×70 εκ. (ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη)
Οι αφηγήσεις του έχουν επηρεαστεί έντονα από την αγάπη του για τη μυθολογία, την οποία πάντα απολάμβανε. Το όλο χάρη μοντέλο που έχει απεικονίσει με τρυφερότητα στον πίνακα «Το λυκόφως της Αφροδίτης» είναι η γιαγιά του. «Ήθελα να εισάγω μια νέα και βαθυστόχαστη εικόνα της θεάς της ομορφιάς και ταυτόχρονα να τιμήσω τη γιαγιά μου», είπε.
Ρουμπέν Μπελόζο Αντόρνο, «Η αγωνία της Τέχνης», 2018. Παστέλ σε χαρτί, 138×91 εκ. (ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη)
Στο έργο «Η αγωνία της Τέχνης», ο Μπελόζο Αντόρνα χρησιμοποιεί την αλληγορία για να αναπαραστήσει την άσχημη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η παραστατική και ρεαλιστική τέχνη στις μέρες μας. Στον πίνακα, ένας βρώμικος, μωλωπισμένος και καταπονημένος από μάχες άντρας (που συμβολίζει την παραστατική και ρεαλιστική τέχνη) είναι πεσμένος κάτω από ένα δέντρο με τα χέρια του δεμένα ψηλά με ένα σκοινί. Δείχνει να τα έχει τελείως χαμένα. Τα χέρια του είναι δεμένα και το σπασμένο ρολόι του παγώνει τον χρόνο. Είναι σκεπασμένος σεμνά με ένα αγνό λευκό ύφασμα, που συμβολίζει την εντιμότητα, σύμφωνα με τον καλλιτέχνη. «Ήθελα να τον απεικονίσω σαν έναν μάρτυρα που πεθαίνει, αφού έχει δαρθεί και γυμνωθεί από τα ρούχα του και δεθεί παρά τη θέλησή του», είπε. Πρόσθεσε ότι αυτός ο ποδοπατημένος άντρας συμβολίζει την κακοποίηση που έχει δεχθεί η ρεαλιστική τέχνη από πολλούς τομείς του κόσμου της σύγχρονης τέχνης.
Ακόμα και ύστερα από τόσα χρόνια που χρησιμοποιεί τα παστέλ, ο Μπελόζο Αντόρνα ακόμα εκπλήσσεται από τις δυνατότητες που δίνουν στην τέχνη του. Εν τέλει, θέλει να συνεχίσει να αποκαλύπτει παρόμοιες εκπλήξεις και να διαφυλάξει και να αναβιώσει τη ζωγραφική με παστέλ – ένα υλικό που νιώθει ότι παρέμεινε υποτιμημένο για πάρα πολύ καιρό.
Ίσως τον δούμε να ζωγραφίζει μια αλληγορία για την «Χαρά της ζωγραφικής με παστέλ». Ούτως ή άλλως, αυτό είναι ένα συναίσθημα που χρωματίζει κάθε ένα από τα έργα του όπως και τη διδασκαλία του.
Ο Ιάπωνας καλλιτέχνης Κατσουσίκα Χοκουσάι [Katsushika Hokusai] δημιούργησε έναν απίστευτο αριθμό θαυμάσιων έργων, από τα οποία πολλά ήταν χαρακτικά. Ξεκίνησε τη λαμπρή του σταδιοδρομία ως χαράκτης, αλλά στα 30 του άρχισε να ζωγραφίζει, εγκαταλείποντας τελικά τη χαρακτική μετά τα 70 για να συγκεντρωθεί στη ζωγραφική του.
Στην έκθεση «Χοκουσάι: Τρελός για τη ζωγραφική» που παρουσιάζεται στο Εθνικό Μουσείο Ασιατικής Τέχνης Σμιθσόνιαν [“Hokusai: Mad About Painting”, Τhe Smithsonian’s National Museum of Asian Art (the Freer Gallery of Art and Arthur M. Sackler Gallery)], εκτίθενται 120 από τα έργα του Χοκουσάι από τη συλλογή του Τσαρλς Λανγκ Φρέερ. Η συλλογή του Φρέερ [Freer] είναι η μεγαλύτερη συλλογή παγκοσμίως έργων του Χοκουσάι και περιλαμβάνει έργα ζωγραφικής, σχέδια και σκίτσα.
Η διάρκειας ενός έτους έκθεση άνοιξε τον Νοέμβριο του 1019 προς τιμήν της εκατοστής επετείου από τον θάνατο του Φρέερ. Η έκθεση θα είναι από τα πρώτα πράγματα που θα μπορούν οι επισκέπτες να δουν όταν ανοίξει ξανά το μουσείο, σε ημερομηνία που θα ανακοινωθεί.
Ο Φρανκ Φέλτενς, βοηθός επιμελητής της Ιαπωνικής τέχνης στο Ιαπωνικό Ίδρυμα, επιμελήθηκε την έκθεση. Σε τηλεφωνική συνέντευξη, μιλά για τα χαρακτικά του Χοκουσάι προσφέροντάς μας μια ματιά σε μερικά από αυτά τα έργα.
The Epoch Times: Ο Χοκουσάι ολοκλήρωσε τη μαθητεία του στην παραδοσιακή ιαπωνική χαρακτική. Αυτές οι παραδοσιακές μαθητείες σταμάτησαν την περίοδο Έντο (1603-1867);
Φρανκ Φέλτενς: Ο κλάδος της παραδοσιακής χαρακτικής αποτελούνταν από διάφορες, πολύ διακριτές μεταξύ τους, εργασίες. Ο σχεδιαστής του χαρακτικού δημιουργούσε το σχέδιο που θα χαρασσόταν. Κατόπιν, το σχέδιο μεταφερόταν από τον χαράκτη στο ξύλο, όπου έφτιαχνε το ξύλινο καλούπι. Ύστερα, το καλούπι δινόταν στον τυπογράφο, ο οποίος τύπωνε. Το τελικό προϊόν πουλιόταν από έναν εκδότη που διατηρούσε εκδοτικό κατάστημα την εν λόγω περίοδο.
Αυτού του είδους ο διαχωρισμός των εργασιών κατέρρευσε με τον εκμοντερνισμό της Ιαπωνίας στα τέλη του 19ου αιώνα. Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που ειδικεύονται σε αυτή την ευγενή, αρχαία τέχνη, αλλά όχι πολλοί, φυσικά πολύ λιγότεροι από αυτούς της περιόδου Έντο, όταν ήταν μια τεράστια επιχείρηση και ένας από τους βασικούς τρόπους μετάδοσης πληροφοριών.
The Epoch Times: Έχετε κάποια σπάνια προπαρασκευαστικά σχέδια ξυλογραφιών του Χοκουσάι στην έκθεση. Μπορείτε να μας πείτε γιατί είναι σπάνια;
Φρανκ Φέλτενς: Έχουμε μια αρκετά σημαντική συλλογή προπαρασκευαστικών σχεδίων που έγιναν για το χαρακτικό «Χιακούνιν ίσου ούμπα γκε έτοκι» («Εκατό ποιητές, ένα ποίημα ο καθένας όπως τα εξήγησε η Υγρή Νοσοκόμα»). Αυτή είναι μια διασκευή από τα τέλη της περιόδου Έντο της κλασικής ανθολογίας «Εκατό ποιητές, ένα ποίημα ο καθένας» (του ποιητή του 12ου αιώνα Φουτζιβάρα νο Τέικα). Όλα αυτά τα σχέδια ανήκουν σε μια σειρά που έφτιαξε ο Χοκουσάι τα τελευταία χρόνια της χαρακτικής του δράσης. Είναι σπάνιο απόκτημα κυρίως γιατί τέτοια σχέδια κατά κανόνα χάνονται στη διαδικασία της δημιουργίας του χαρακτικού. Συχνά αυτά τα σχέδια, που τα έκαναν οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, κολλιούνταν απευθείας στο ξύλο-κλειδί (στο κομμάτι που στη διαδικασία της παραγωγής δημιουργεί το περίγραμμα όλου του χαρακτικού). Προκειμένου να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβής, ο χαράκτης θα σκάλιζε διαμέσου του σχεδίου.
«Χιακούνιν ίσου ούμπα γκε έτοκι: Κίσεν Χοσί», περίπου στα μέσα της δεκαετίας 1830, του Κατσουσίκα Χοκουσάι. Προπαρασκευαστικά σχέδια ξυλογραφίας. Μελάνι και χρώμα σε χαρτί. Δωρεά του Τσαρλς Λανγκ Φρέερ, Freer Gallery of Art. (The Freer Gallery of Art and the Arthur M. Sackler Gallery)
«Χιακούνιν ίσου ούμπα γκε έτοκι: Γκον Τσούναγκον Σανταγιορί», περίπου στα μέσα της δεκαετίας 1830, του Κατσουσίκα Χοκουσάι. Προπαρασκευαστικά σχέδια ξυλογραφίας. Μελάνι και χρώμα σε χαρτί. Δωρεά του Τσαρλς Λανγκ Φρέερ, Freer Gallery of Art. (The Freer Gallery of Art and the Arthur M. Sackler Gallery)
The Epoch Times: Στην έκθεση υπάρχει κάτι που μοιάζει με οδηγός εικονογραφημένος με κινήσεις χορού.
Φρανκ Φέλτενς: Ένας εκδότης είχε ζητήσει από τον Χοκουσάι να εικονογραφήσει έναν οδηγό χορού, έτσι ο τίτλος αυτού του βιβλίου βασικά σημαίνει «Πώς να μάθετε μόνοι σας να χορεύετε». Είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει αυτό το βιβλίο στο σπίτι και να αρχίσει να χορεύει. Βλέπουμε όλες τις κινήσεις που ήταν δημοφιλείς τότε, έτσι βγαίνοντας έξω μπορούμε να τις δείξουμε.
«Οντόρι χιτοριγκέικο», 1815, του Κατσουσίκα Χοκουσάι. Βιβλίο τυπωμένο από ξύλινες μήτρες. Μελάνι σε χαρτί. Αγορά – The Gerhard Pulverer Collection. (The Freer Gallery of Art and the Arthur M. Sackler Gallery)
The Epoch Times: Έχετε και κάποια τυπωμένα βιβλία που ονομάζονται «Χοκουσάι Μάνγκα». Από ό,τι καταλαβαίνω, τα μάνγκα του Χοκουσάι διαφέρουν από τα μάνγκα όπως τα γνωρίζουμε σήμερα.
Φρανκ Φέλτενς: Ακριβώς. Τώρα τα μάνγκα μπορεί να είναι από κόμικς μέχρι κοινωνικά σχόλια, εξίσου για παιδιά όσο και για ενήλικες. Τον καιρό του Χοκουσάι, ο όρος «μάνγκα» αναφερόταν σε γρήγορα σκίτσα ή σημειώσεις, έτσι σήμαινε κάτι το αυθόρμητο.
Αυτό που ονομάζουμε «Χοκουσάι Μάνγκα» είναι στην πραγματικότητα μια σειρά βιβλίων που δημιουργήθηκαν βασισμένα σε σχέδια του Χοκουσάι, αρχής γενομένης το 1814, ενώ ο καλλιτέχνης ζούσε ακόμα. Αυτά τα βιβλία έγιναν τόσο δημοφιλή ώστε συνέχισαν να επανεκδίδονται με διαφορετικές εικόνες, συλλεγμένες από τα απομεινάρια του ατελιέ του Χοκουσάι καιρό αφού ο ίδιος είχε πια αφήσει τη ζωή.
«Χοκουσάι Μάνγκα», του Κατσουσίκα Χοκουσάι. Εκδόσεις Eirakuya Toshiro. Βιβλίο τυπωμένο από ξύλινες μήτρες: μελάνι και χρώμα σε χαρτί (τόμος 12, μελάνι σε χαρτί), χάρτινα εξώφυλλα. 23 εκ. x 16 εκ. x 1 εκ. Αγορά – The Gerhard Pulverer Collection. (The Freer Gallery of Art and the Arthur M. Sackler Gallery)
Το κίνητρο για τη δημιουργία του πρώτου τόμου των βιβλίων μάνγκα ήταν στην πραγματικότητα η διάδοση στο ευρύ κοινό του στυλ του Χοκουσάι. Με άλλα λόγια, ήθελε να παροτρύνει τους ανθρώπους να τον μιμηθούν, να ζωγραφίσουν όπως αυτός, για να μεγαλώσει η φήμη του.
Πιστεύω πως ήθελε και να ενθαρρύνει τους ανθρώπους τους ανθρώπους να ζωγραφίσουν όπως αυτός αλλά και να ζωγραφίσουν γενικά ή να προσέξουν τη ζωγραφική.
Αυτή η συνέντευξη παρουσιάζεται επιμελημένη για λόγους σαφήνειας και συντομίας.
Για περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση «Hokusai: Mad About Painting» στο Smithsonian National Museum of Art – και για την ημερομηνία που θα ανοίξει και πάλι το μουσείο για το κοινό – επισκεφθείτε το Asia.si.edu