Κυριακή, 07 Σεπ, 2025

Η Greenpeace υποχρεούται να καταβάλει πάνω από 660 εκατ. δολάρια για δυσφήμηση πετρελαϊκής εταιρείας

Ένορκοι στη Βόρεια Ντακότα αποφάσισαν ότι η Greenpeace πρέπει να καταβάλει αποζημιώσεις άνω των 660 εκατομμυρίων δολαρίων στην πετρελαϊκή και ενεργειακή εταιρεία Energy Transfer, κρίνοντάς την υπεύθυνη για δυσφήμηση και άλλες κατηγορίες που σχετίζονται με τις διαμαρτυρίες κατά του αγωγού Dakota Access.

Η απόφαση, που εκδόθηκε στις 19 Μαρτίου, αφορά αγωγή της Energy Transfer Partners, η οποία διεκδικούσε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε αποζημιώσεις από τη Greenpeace. Η υπόθεση συνδέεται με τις διαδηλώσεις του 2016–2017 για τη διέλευση του αγωγού από τον ποταμό Μιζούρι, σε περιοχή πάνω από τον καταυλισμό της φυλής των Σιου ‘Πέτρα που Στέκεται’ (Standing Rock), η οποία αντιτίθεται εδώ και χρόνια στο έργο επικαλούμενη κινδύνους για την υδροδότηση και τους ιερούς τόπους ταφής.

Η αγωγή βασίστηκε σε ισχυρισμούς της Greenpeace ότι η Energy Transfer κατέστρεψε ταφικά μνημεία και πολιτιστικά σημαντικές τοποθεσίες κατά την κατασκευή του αγωγού, καθώς και σε δηλώσεις ότι το έργο θα είχε καταστροφικές επιπτώσεις στο κλίμα. Ο δικηγόρος της εταιρείας, Τρέυ Κοξ, υποστήριξε ότι είχαν γίνει 140 τροποποιήσεις στη διαδρομή του αγωγού ώστε να προστατευθούν ιεροί χώροι, ενώ τόνισε ότι η Energy Transfer επιδιώκει να λειτουργεί ως «υπεύθυνος εταιρικός πολίτης» στη Βόρεια Ντακότα.

Η εταιρεία κατηγόρησε τη Greenpeace International και τη Greenpeace USA για δυσφήμhση, καταπάτηση, όχληση και πολιτική συνωμοσία. Κατά τη διάρκεια της δίκης, που ξεκίνησε στα τέλη Φεβρουαρίου 2025, η υπεράσπιση της Energy Transfer υποστήριξε ότι η Greenpeace χρηματοδότησε και οργάνωσε διαδηλωτές, προμήθευσε υλικά για κλείσιμο δρόμων, πραγματοποίησε εκπαιδευτικές συνεδρίες και διέδωσε ψευδείς πληροφορίες για να εμποδίσει την κατασκευή του αγωγού.

Οι δικηγόροι της Greenpeace αρνήθηκαν τις κατηγορίες, δηλώνοντας ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις που να συνδέουν την οργάνωση με τις διαταραχές που προκάλεσαν οι διαδηλωτές. Υποστήριξαν, επίσης, ότι η αγωγή αποτελεί προσπάθεια φίμωσης της ακτιβιστικής δράσης μέσω οικονομικής και νομικής πίεσης. Η νομική σύμβουλος της Greenpeace USA Ντήπα Παντμανάμπα ανέφερε σε δήλωσή της στις 24 Φεβρουαρίου ότι η υπόθεση θα μπορούσε να δημιουργήσει επικίνδυνα νομικά προηγούμενα, καθώς κάθε συμμετέχων σε διαμαρτυρίες θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος για τις πράξεις άλλων διαδηλωτών. Εξέφρασε την ανησυχία ότι αυτό θα μπορούσε να αποτρέψει τη συμμετοχή των πολιτών σε διαδηλώσεις.

Το δικαστήριο έκρινε τη Greenpeace USA ένοχη για όλες τις κατηγορίες, ενώ οι άλλες οντότητες του οργανισμού κρίθηκαν υπεύθυνες για ορισμένες από αυτές. Η συνολική αποζημίωση ανέρχεται σε περίπου 667 εκατομμύρια δολάρια, εκ των οποίων η Greenpeace USA καλείται να καταβάλει το μεγαλύτερο ποσό, σχεδόν 404 εκατομμύρια δολάρια. Οι Greenpeace Fund Inc. και Greenpeace International θα πρέπει να καταβάλουν περίπου 131 εκατομμύρια δολάρια έκαστη.

Η Energy Transfer χαρακτήρισε την ετυμηγορία νίκη για τους κατοίκους της Βόρειας Ντακότα που επηρεάστηκαν από τις διαμαρτυρίες. Εκπρόσωπος της εταιρείας δήλωσε σε ηλεκτρονικό μήνυμα προς την Epoch Times ότι, πέρα από τη δικαίωση της εταιρείας, η απόφαση αφορά κυρίως τους πολίτες του Μάνταν και της Βόρειας Ντακότα, οι οποίοι υπέφεραν από τις καθημερινές παρενοχλήσεις και διαταραχές που, σύμφωνα με την εταιρεία, προκάλεσαν διαδηλωτές χρηματοδοτημένοι και εκπαιδευμένοι από τη Greenpeace. Ο ίδιος εκπρόσωπος πρόσθεσε ότι η απόφαση αποτελεί νίκη για όλους τους Αμερικανούς που αναγνωρίζουν τη διαφορά μεταξύ ελευθερίας του λόγου και παραβίασης του νόμου, καθώς η απόδοση ευθυνών στους υπαίτιους αυτών των γεγονότων είναι προς όφελος όλης της κοινωνίας.

Η Greenpeace δεν έχει σχολιάσει δημόσια την απόφαση και δεν απάντησε σε σχετικό αίτημα της Epoch Times. Ωστόσο, η περιβαλλοντική οργάνωση EarthRights International ανέφερε σε ανακοίνωσή της στις 19 Μαρτίου ότι η Greenpeace σκοπεύει να ασκήσει έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο της Βόρειας Ντακότα. Η EarthRights εξέφρασε, επίσης, ανησυχίες για διαδικαστικές ανωμαλίες στη δίκη, επισημαίνοντας πιθανές διασυνδέσεις ενόρκων με τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων, καθώς και το γεγονός ότι η Energy Transfer είχε δωρίσει 3 εκατομμύρια δολάρια στην πόλη όπου διεξήχθη η δίκη. Τόνισε, επίσης, ότι απορρίφθηκαν αιτήματα της Greenpeace για αλλαγή τόπου εκδίκασης.

Η οργάνωση υποστήριξε ότι οι συγκεκριμένες παρατυπίες ενδέχεται να συνιστούν παραβίαση του δικαιώματος της Greenpeace σε δίκαιη δίκη και πιθανώς επηρέασαν την ετυμηγορία, αποτελώντας πιθανό λόγο έφεσης. Τέλος, διαμήνυσε ότι στέκεται στο πλευρό της Greenpeace USA ενάντια στις «κατάφωρες νομικές επιθέσεις» και ότι το περιβαλλοντικό κίνημα θα συνεχίσει να ενισχύεται, παρά το αποτέλεσμα στη Βόρεια Ντακότα.

Με πληροφορίες από το Associated Press

Κυβέρνηση Τραμπ: Προσωρινή αναβολή στη δικαστική μάχη για τις απελάσεις μελών συμμοριών

Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ χαρακτήρισε πρόσφατα τα μέλη της συμμορίας Τρεν ντε Αραγκουά ως «εχθρούς αλλοδαπούς» που συμμετέχουν σε «εισβολή» στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στις 19 Μαρτίου, ο πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Περιφέρειας της Κολούμπια, Τζέημς Μπόσμπεργκ, έδωσε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης επιπλέον μία ημέρα για να αποφασίσει αν θα επικαλεστεί το προνόμιο των κρατικών μυστικών σχετικά με συγκεκριμένες λεπτομέρειες των απελάσεων.

Παρά την παραχώρηση της παράτασης, ο δικαστής Μπόσμπεργκ άσκησε κριτική στα επιχειρήματα του υπουργείου Δικαιοσύνης, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό ότι το αίτημά του αποτελούσε «μικροδιαχείριση και περιττή δικαστική αλιεία». Αντίθετα, υποστήριξε ότι η έρευνα του δικαστηρίου είναι απαραίτητη για να αξιολογηθεί εάν η κυβέρνηση παραβίασε δικαστικές εντολές και, αν ναι, ποιες θα πρέπει να είναι οι συνέπειες.

Οι αντικρουόμενες θέσεις

Μία από τις εντολές που εκδόθηκαν από το δικαστήριο στις 15 Μαρτίου ανέστειλε προσωρινά τη δυνατότητα της κυβέρνησης Τραμπ να απελάσει άτομα που υπόκεινται σε προεδρική διακήρυξη, η οποία τους χαρακτήρισε ως «εχθρούς αλλοδαπούς» και διέταξε την άμεση σύλληψη και απομάκρυνσή τους. Μια άλλη εντολή, που εκδόθηκε στις 18 Μαρτίου, κατηύθυνε την κυβέρνηση να υποβάλει λεπτομερείς πληροφορίες υπό εχεμύθεια, συμπεριλαμβανομένων των ακριβών χρόνων μεταφοράς των κρατουμένων, των χρόνων απογείωσης των πτήσεων απέλασης από το έδαφος των ΗΠΑ και των τελικών προορισμών τους.

Σε απάντηση, το υπουργείο Δικαιοσύνης κατέθεσε επείγουσα αίτηση στις 19 Μαρτίου, υποστηρίζοντας ότι η εξουσία του προέδρου σε θέματα εθνικής ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής του επιτρέπει να απομακρύνει άτομα που θεωρούνται απειλή, και ότι το αίτημα του δικαστηρίου υπερβαίνει τα δικαστικά όρια.

«Αυτό που ξεκίνησε ως διαφωνία σχετικά με την εξουσία του προέδρου να προστατεύει την εθνική ασφάλεια και να διαχειρίζεται τις εξωτερικές σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών σύμφωνα με μακροχρόνια νομοθετική εξουσιοδότηση και τις βασικές συνταγματικές εξουσίες του προέδρου, έχει εξελιχθεί σε μια μικροπρεπή διαμάχη σχετικά με τη μικροδιαχείριση άσχετων στοιχείων», έγραψε το υπουργείο Δικαιοσύνης.

Οι ενστάσεις του υπουργείου Δικαιοσύνης

Το υπουργείο Δικαιοσύνης έθεσε τέσσερεις κύριες ενστάσεις στην απαίτηση του δικαστηρίου για λεπτομέρειες των πτήσεων απέλασης:

1. Ανάγκη για περισσότερο χρόνο ώστε να αξιολογηθεί η επίκληση του προνομίου των κρατικών μυστικών, υποστηρίζοντας ότι η βιαστική λήψη αυτής της απόφασης θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια.
2. Έλλειψη επείγουσας ανάγκης για αποκάλυψη παρελθόντων γεγονότων, δεδομένου ότι μία απόφαση του Εφετείου της Περιφέρειας της Κολούμπια σχετικά με το ευρύτερο αίτημα αναστολής είναι επικείμενη.
3. Η δημοσιοποίηση των πληροφοριών θα μπορούσε να βλάψει τις εξωτερικές σχέσεις των ΗΠΑ αποκαλύπτοντας αντιτρομοκρατικές προσπάθειες και διπλωματικές συμφωνίες.
4. Το υπουργείο Δικαιοσύνης φοβάται ότι το δικαστήριο ενδέχεται αργότερα να αποκαλύψει δημοσίως τις πληροφορίες πριν από μια έφεση, θέτοντας την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ σε μη αναστρέψιμο κίνδυνο.

Η απάντηση του δικαστή

Ενώ ο δικαστής έδωσε στο υπουργείο Δικαιοσύνης μία επιπλέον ημέρα, απέρριψε πολλές από τις ανησυχίες του. Αναρωτήθηκε γιατί η κυβέρνηση ξαφνικά εγείρει κινδύνους εθνικής ασφάλειας όταν αξιωματούχοι – συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο – είχαν ήδη αποκαλύψει δημοσίως σημαντικές λεπτομέρειες σχετικά με τις απελάσεις, συμπεριλαμβανομένων των ταυτοτήτων των επιβατών, των τοποθεσιών και των επιχειρησιακών χρονοδιαγραμμάτων.

«Το Δικαστήριο δεν είναι βέβαιο αυτή τη στιγμή για το πώς η συμμόρφωση με την εντολή του θα έθετε σε κίνδυνο τα κρατικά μυστικά», έγραψε ο Μπόσμπεργκ.

Ο δικαστής διαβεβαίωσε το υπουργείο Δικαιοσύνης ότι τυχόν αποκαλύψεις θα αντιμετωπίζονταν προσεκτικά και δεν θα κοινοποιούνταν στους ενάγοντες ή στο κοινό πριν από την εφετειακή αναθεώρηση.

Οι επόμενες κινήσεις

Το υπουργείο Δικαιοσύνης έχει πλέον προθεσμία μέχρι το μεσημέρι της 20ης Μαρτίου για να συμμορφωθεί με την εντολή του δικαστηρίου ή να επικαλεστεί επίσημα το προνόμιο των κρατικών μυστικών.

Εν τω μεταξύ, η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Κάρολαϊν Λέβιτ, δήλωσε στη συνέντευξη Τύπου στις 19 Μαρτίου ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα συνεχίσει τις μαζικές απελάσεις αλλοδαπών βάσει του Νόμου περί Εχθρών Αλλοδαπών, του νόμου του 18ου αιώνα που επικαλέστηκε ο Τραμπ στη διακήρυξή του που χαρακτηρίζει τα μέλη της συμμορίας Τρεν ντε Αραγκουά ως «εχθρούς αλλοδαπούς».

Η Λέβιτ ανέφερε ότι δεν έχουν προγραμματιστεί ακόμη νέες πτήσεις, αλλά ο Τραμπ θα συνεχίσει τις μαζικές απελάσεις.

«Οι Αμερικανοί μπορούν να περιμένουν ότι η εκστρατεία των μαζικών απελάσεων θα συνεχιστεί», δήλωσε.

«Έχουμε δικαστές που ενεργούν ως κομματικοί ακτιβιστές από την έδρα… θα συνεχίσουμε να συμμορφωνόμαστε με αυτές τις δικαστικές εντολές [και] θα συνεχίσουμε να δίνουμε αυτές τις μάχες στο δικαστήριο.»

Ο Τραμπ λέει ότι όλες οι μελλοντικές επιθέσεις των Χούθι θα αντιμετωπίζονται ως ιρανικά χτυπήματα, με σοβαρότατες συνέπειες για το Ιράν

Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, κλιμάκωσε την ρητορική του εναντίον του Ιράν στις 17 Μαρτίου, δηλώνοντας ότι οποιεσδήποτε μελλοντικές επιθέσεις από την τρομοκρατική ομάδα Χούθι στην Υεμένη θα αντιμετωπίζονταν ως άμεσες επιθετικές ενέργειες από την Τεχεράνη — προειδοποιώντας ότι το Ιράν θα θεωρηθεί υπεύθυνο και θα αντιμετωπίσει «σοβαρότατες» συνέπειες.

Οι δηλώσεις Τραμπ, που δημοσιεύτηκαν στο Truth Social στις 17 Μαρτίου, ακολούθησαν μια σειρά στρατιωτικών επιδρομών των ΗΠΑ το Σαββατοκύριακο εναντίον θέσεων των Χούθι στην Υεμένη. Τα χτυπήματα ήταν μια απάντηση στις επίμονες επιθέσεις της ομάδας στη ναυτιλία της Ερυθράς Θάλασσας, συμπεριλαμβανομένων των άμεσων επιθέσεων στις δυνάμεις των ΗΠΑ. Ενώ το Ιράν έχει αρνηθεί οποιαδήποτε άμεση ανάμειξη ή υποστήριξη προς τους Χούθι, ο Τραμπ επιμένει διαφορετικά.

«Ας μην ξεγελαστεί κανείς! Οι εκατοντάδες επιθέσεις που γίνονται από τους Χούθι, τους απαίσιους μαφιόζους και τραμπούκους στην Υεμένη, τους οποίους μισεί ο λαός της Υεμένης, όλες προέρχονται από και δημιουργούνται από το ΙΡΑΝ», έγραψε ο Τραμπ στην ανάρτηση στο Truth Social στις 17 Μαρτίου.

«Οποιαδήποτε περαιτέρω επίθεση ή αντίποινα από τους ‘Χούθι’ θα αντιμετωπιστεί με μεγάλη δύναμη και δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αυτή η δύναμη θα σταματήσει εκεί».

Ο Τραμπ κατηγόρησε το Ιράν ότι ενορχηστρώνει άμεσα τις στρατιωτικές ενέργειες των Χούθι, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς ότι η Τεχεράνη δεν έχει έλεγχο στην οργάνωση.

«Υπαγορεύουν κάθε κίνηση, τους δίνουν τα όπλα, τους προμηθεύουν χρήματα και εξαιρετικά εξελιγμένο στρατιωτικό εξοπλισμό, ακόμη και ‘Πληροφορίες’», έγραψε ο Τραμπ.

«Κάθε βολή από τους Χούθι θα θεωρείται, από εδώ και πέρα, ως πυροβολισμός από τα όπλα και την ηγεσία του ΙΡΑΝ, και το ΙΡΑΝ θα θεωρηθεί υπεύθυνο και θα υποστεί τις συνέπειες, και αυτές οι συνέπειες θα είναι σοβαρότατες!»

Το Ιράν έχει αρνηθεί οποιαδήποτε άμεση ανάμειξη στις επιθέσεις των πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα και ως απάντηση στις αεροπορικές επιδρομές των ΗΠΑ εναντίον των Χούθι, Ιρανοί αξιωματούχοι εξέδωσαν απειλές για αντίποινα.

«Προειδοποιώ όλους τους εχθρούς ότι οποιαδήποτε απειλή εκτελείται [κατά του Ιράν] θα προκαλέσει μια σκληρή, αποφασιστική και καταστροφική αντίδραση», δήλωσε ο στρατηγός Χοσεΐν Σαλαμί, επικεφαλής του Σώματος Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης του Ιράν, σε δήλωση στο κρατικό μέσο ενημέρωσης Tasnim News στις 16 Μαρτίου.

Ο Σαλαμί επέμεινε ότι το Ιράν «δεν παίζει κανένα ρόλο στον καθορισμό των εθνικών ή επιχειρησιακών πολιτικών» των συμμαχικών του μαχητών στην περιοχή.

Ένας εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών του Ιράν ενίσχυσε την προειδοποίηση στις 17 Μαρτίου, δηλώνοντας στο κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο Press TV: «Θα απαντήσουμε αποφασιστικά σε οποιαδήποτε επίθεση κατά της εδαφικής ακεραιότητας του Ιράν και της εθνικής του ασφάλειας και συμφερόντων».

Οι Χούθι, γνωστοί και ως Ανσάρ Αλλάχ, είναι μια σιιτική ισλαμική μαχητική ομάδα που ελέγχει μεγάλο μέρος της Υεμένης για σχεδόν μια δεκαετία παρά τη συνεχιζόμενη στρατιωτική επέμβαση υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας.

Τους τελευταίους 18 μήνες, οι Χούθι έχουν βάλει στο στόχαστρο το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ 174 φορές και επιτέθηκαν σε εμπορικά πλοία 145 φορές, συχνά με κατευθυνόμενα όπλα ακριβείας, δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, στο CBS στις 16 Μαρτίου.

Ο Ρούμπιο είπε ότι τέτοιες επιθέσεις απειλούν την ελευθερία ναυσιπλοΐας σε μια ναυτιλιακή λωρίδα κρίσιμη για το παγκόσμιο εμπόριο και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα απαντήσουν με δύναμη μέχρι να σταματήσουν.

«Δεν πρόκειται να αφήσουμε αυτούς τους ανθρώπους να ελέγχουν ποια πλοία μπορούν να περάσουν και ποια όχι», είπε ο Ρούμπιο, προσθέτοντας ότι η απάντηση των ΗΠΑ «θα συνεχιστεί έως ότου δεν έχουν πλέον την ικανότητα να το κάνουν».

Οι Χούθι ισχυρίστηκαν ότι οι επιθέσεις τους στα πλοία της Ερυθράς Θάλασσας είναι αντίποινα για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ισραήλ στη Γάζα κατά της τρομοκρατικής ομάδας Χαμάς που υποστηρίζεται από το Ιράν μετά την επίθεση στις ισραηλινές κοινότητες στις 7 Οκτωβρίου 2023.

Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ επαναπροσδιόρισε πρόσφατα τους Χούθι ως ξένη τρομοκρατική οργάνωση, αντιστρέφοντας μια πολιτική της εποχής Μπάιντεν που ο Τραμπ κατηγόρησε ότι ενθάρρυνε τις επιθέσεις της ομάδας στις δυνάμεις των ΗΠΑ, τους συμμάχους και τη θαλάσσια ναυτιλία στην Ερυθρά Θάλασσα.

Ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Τραμπ, Μάικλ Βαλτς, είπε στο ABC στις 16 Μαρτίου ότι τα χτυπήματα του Σαββατοκύριακου «στόχευσαν πολλούς ηγέτες των Χούθι και τους εξουδετέρωσαν», αν και δεν έδωσε ονόματα ή περισσότερες λεπτομέρειες.

Ο Ρούμπιο επιβεβαίωσε ότι αρκετές βασικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις των Χούθι καταστράφηκαν.

Μέχρι στιγμής, ωστόσο, οι Χούθι δεν έδειξαν αλλαγή. Το πολιτικό γραφείο της ομάδας εξέδωσε ανακοίνωση προειδοποιώντας ότι «θα αντιμετωπίσει την κλιμάκωση με κλιμάκωση».

98 συλληφθέντες κατά τη διάρκεια διαμαρτυρίας στο Trump Tower υπέρ της Παλαιστίνης

Οι Αρχές συνέλαβαν 98 διαδηλωτές στις 13 Μαρτίου, αφού κατέλαβαν το χωλ του Trump Tower στη 5η Λεωφόρο στο Μανχάταν, διοργανώνοντας μια έντονη διαμαρτυρία υπέρ της Παλαιστίνης και κατά της σύλληψης του Μαχμούντ Χαλίλ, του Παλαιστίνιου φοιτητή ακτιβιστή που ηγήθηκε διαμαρτυριών στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια καταδικάζοντας την στρατιωτική αντίδραση του Ισραήλ στις τρομοκρατικές επιθέσεις της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023.

Η Αστυνομία της Νέας Υόρκης (NYPD) επανειλημμένα ζήτησε από τους διαδηλωτές να αποχωρήσουν πριν προχωρήσουν στη σύλληψη 98 ατόμων με κατηγορίες για παράνομη είσοδο, παρεμπόδιση και αντίσταση κατά της Αρχής, σύμφωνα με ενημέρωση από την αστυνομία.

Οι διαδηλωτές συνδέονται με την ομάδα «Jewish Voice for Peace», η οποία περιγράφει τον εαυτό της ως προοδευτική εβραϊκή αντισιωνιστική ομάδα. «Ως Εβραίοι, καταλαμβάνουμε το Trump Tower για να καταγράψουμε την μαζική μας άρνηση», δήλωσε η οργάνωση σε ανακοίνωση. «Δεν θα μείνουμε αμέτοχοι καθώς αυτό το φασιστικό καθεστώς ποινικοποιεί τους Παλαιστίνιους και όσους καλούν για τέλος στην γενοκτονία που χρηματοδοτεί η κυβέρνηση του Ισραήλ με τη βοήθεια των ΗΠΑ.»

Φορούσαν κόκκινες μπλούζες που έγραφαν «Σταματήστε να οπλίζετε το Ισραήλ» και «Όχι στο όνομά μας», ενώ κρατούσαν πανό με συνθήματα όπως «Ελευθερώστε τον Μαχμούντ, Ελευθερώστε την Παλαιστίνη» και «Πολεμήστε τους Ναζί, όχι τους φοιτητές».

Η αστυνομία της Νέας Υόρκης συλλαμβάνει διαδηλωτή της ομάδας Jewish Voice for Peace, ο οποίος διαδήλωσε μέσα στον Πύργο Trump για να υποστηρίξει τον Mahmoud Khalil, στη Νέα Υόρκη, στις 13 Μαρτίου 2025. (Yuki Iwamura/AP)

 

Βίντεο που αναρτήθηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από την «Jewish Voice for Peace» έδειξαν τους διαδηλωτές να τραγουδούν και να χειροκροτούν καθώς οι αστυνομικοί τους απομάκρυναν από το κτίριο. Άλλα βίντεο από έξω από το Trump Tower δείχνουν τους συλληφθέντες να επιβιβάζονται σε λεωφορεία ενώ άλλοι διαδηλωτές παραμένουν στο πεζοδρόμιο, φωνάζοντας «Ελευθερώστε τον Μαχμούντ!».

Ο Κάζ Ντόχτρι, αντιδήμαρχος της Νέας Υόρκης για τη δημόσια ασφάλεια και πρώην αξιωματικός της NYPD, δήλωσε ότι δεν αναφέρθηκαν τραυματισμοί, αλλά πρόσθεσε ότι η πόλη θα εξετάσει τις διαδικασίες της για να εξασφαλίσει ότι παρόμοια περιστατικά δεν θα συμβούν στο μέλλον.

Ο Χαλίλ, 30 ετών, μόνιμος κάτοικος ΗΠΑ, που είναι παντρεμένος με Αμερικανίδα πολίτη, συνελήφθη έξω από το διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη το Σάββατο και αντιμετωπίζει απέλαση. Βρίσκεται σε κέντρο κράτησης μεταναστών στη Λουιζιάνα. Δικαστής έχει αποφασίσει ότι η κυβέρνηση Τραμπ δεν μπορεί ακόμη να τον απελάσει.

Το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας (DHS) δήλωσε ότι ο Χαλίλ συνελήφθη βάσει των εκτελεστικών διαταγών του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ που απαγορεύουν τον αντισημιτισμό, επικαλούμενο ηγεσία του Χαλίλ σε δραστηριότητες που φέρεται να συνδέονται με τη Χαμάς, την τρομοκρατική οργάνωση που ευθύνεται για την αιματηρή επίθεση στις 7 Οκτωβρίου 2023 σε ισραηλιτικές κοινότητες.

Μετά την επίθεση της Χαμάς και τις επακόλουθες στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ισραήλ στη Γάζα, οι φοιτητικές διαμαρτυρίες εξαπλώθηκαν σε πανεπιστημιακές κοινότητες στις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του Κολούμπια. Πέρυσι την άνοιξη, οι υποστηρικτές της Παλαιστίνης διοργάνωσαν κατασκήνωση και κατέλαβαν ένα κτίριο του πανεπιστημίου.

Ο Τραμπ, σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, χαρακτήρισε τη σύλληψη του Χαλίλ «την πρώτη από πολλές που θα έρθουν» και υποσχέθηκε να απελάσει φοιτητές που εμπλέκονται σε «προ-τρομοκρατικές, αντισημιτικές, αντιαμερικανικές δραστηριότητες.»

Ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο ενίσχυσε τη θέση της κυβέρνησης, δηλώνοντας στο X ότι η κυβέρνηση «θα ανακαλέσει τις βίζες και/ή τις πράσινες κάρτες των υποστηρικτών της Χαμάς στην Αμερική, ώστε να μπορούν να απελαθούν.»

Η κράτηση του Χαλίλ έχει προκαλέσει αντιδράσεις από οργανώσεις για τα δικαιώματα του ανθρώπου και Δημοκρατικούς του Κογκρέσου, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η σύλληψή του αποτελεί επίθεση στην ελευθερία του λόγου. Διαμαρτυρίες έχουν ξεσπάσει σε όλη τη Νέα Υόρκη και τη χώρα, συμπεριλαμβανομένης μιας μεγάλης διαδήλωσης έξω από το δικαστήριο του Μανχάταν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας την Τετάρτη.

Το Trump Tower, η έδρα της Trump Organization και η κατοικία του προέδρου όταν βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, αποτελεί από καιρό σημείο πολιτικών διαδηλώσεων. Ενώ οι διαμαρτυρίες έξω από το κτίριο είναι συχνές, οι μεγάλης κλίμακας καταλήψεις στο εσωτερικό του κτιρίου είναι σπάνιες.

Η Epoch Times επικοινώνησε με τον Λευκό Οίκο και την Trump Organization για σχόλια σχετικά με τη διαμαρτυρία.

Αλλαγή ισορροπιών: Η BlackRock αναλαμβάνει τον έλεγχο της Διώρυγας του Παναμά

Μια κοινοπραξία υπό την ηγεσία της BlackRock κατέληξε σε συμφωνία για την εξαγορά δύο σημαντικών λιμενικών εγκαταστάσεων στη Διώρυγα του Παναμά από την εταιρεία CK Hutchison Holdings Ltd., με έδρα το Χονγκ Κονγκ.

Η συμφωνία, η οποία ανακοινώθηκε στις 4 Μαρτίου, συμπίπτει χρονικά με την αυξημένη ανησυχία της Ουάσιγκτον σχετικά με την κινεζική επιρροή σε στρατηγικές υποδομές παγκοσμίως. Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, έχει εκφράσει ανοιχτά την ανησυχία του για την κινεζική παρουσία στην περιοχή και έχει τονίσει την επιθυμία των ΗΠΑ να ανακτήσουν τον έλεγχο της Διώρυγας του Παναμά.

Η BlackRock, σε συνεργασία με την Global Infrastructure Partners (GIP) και την Terminal Investment Ltd., συμφώνησαν με την CK Hutchison για την εξαγορά του 90% της Panama Ports Company, η οποία διαχειρίζεται τα λιμάνια Μπαλμπόα και Κριστόμπαλ, τις κύριες θαλάσσιες πύλες της Διώρυγας στον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό αντίστοιχα.

Εκτός από τα λιμενικά περιουσιακά στοιχεία στον Παναμά, η συμφωνία περιλαμβάνει και το 80% του ελέγχου του παγκόσμιου δικτύου λιμένων της CK Hutchison, που εκτείνεται σε 43 λιμάνια σε 23 χώρες. Ωστόσο, η συμφωνία δεν περιλαμβάνει τη Hutchison Port Holdings Trust, η οποία συνεχίζει να διαχειρίζεται λιμάνια στο Χονγκ Κονγκ, το Σενζέν και τη Νότια Κίνα, διατηρώντας την παρουσία της CK Hutchison στις συγκεκριμένες περιοχές.

Ο διευθύνων σύμβουλος της BlackRock, Λάρι Φινκ, ανέφερε ότι η συμφωνία αποτελεί ένδειξη της ικανότητας της BlackRock και της GIP να προσφέρουν καινοτόμες επενδυτικές λύσεις στους πελάτες τους, υπογραμμίζοντας τη σημασία των λιμένων αυτών για την παγκόσμια ανάπτυξη.

Από την πλευρά του, ο συν-διευθυντής της CK Hutchison, Φρανκ Σιξτ, δήλωσε ότι η συναλλαγή προέκυψε ύστερα από μια ταχεία, διακριτική αλλά ανταγωνιστική διαδικασία, κατά την οποία υπήρξε έντονο ενδιαφέρον και πολλαπλές προσφορές, επεσήμανε δε ότι η αποτίμηση της συμφωνίας είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή και εξυπηρετεί τα συμφέροντα των μετόχων της εταιρείας.

Η αξία της συμφωνίας ανέρχεται στα 22,8 δισεκατομμύρια δολάρια, με την BlackRock και τους εταίρους της να καταβάλλουν περίπου 19 δισ. δολάρια σε μετρητά για το μερίδιό τους. Η εξαγορά τελεί υπό την έγκριση της κυβέρνησης του Παναμά, καθώς και υπό ρυθμιστικούς ελέγχους και διαδικασίες δέουσας επιμέλειας.

Χάρτης και δορυφορική εικόνα του λιμανιού Μπαλμπόα στον Παναμά. (Εικόνα: The Epoch Times, Google Earth, Shutterstock)

 

Χάρτης και δορυφορική εικόνα του λιμανιού Κριστόμπαλ στον Παναμά. (Εικόνα: The Epoch Times, Google Earth, Shutterstock)

 

Παρότι η CK Hutchison χαρακτήρισε τη συναλλαγή αμιγώς εμπορική, η χρονική της συγκυρία συμπίπτει με την εκδήλωση ανησυχίας εκ μέρους των ΗΠΑ για την κινεζική παρουσία σε κρίσιμες υποδομές του παγκόσμιου εμπορίου. Πριν από την ανακοίνωση της συμφωνίας, υπήρχαν δημοσιεύματα που ανέφεραν ότι η κυβέρνηση του Παναμά εξέταζε το ενδεχόμενο ακύρωσης της σύμβασής της με την CK Hutchison για τη διαχείριση των λιμένων Μπαλμπόα και Κριστόμπαλ.

Η Διώρυγα του Παναμά θεωρείται στρατηγικής σημασίας πέρασμα, καθώς εξυπηρετεί τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών, επιτρέποντας τη μεταφορά εμπορευμάτων και πολεμικών πλοίων μεταξύ του Ατλαντικού και του Ειρηνικού Ωκεανού.

Εμπειρογνώμονες έχουν παρατηρήσει ότι η κινεζική παρουσία στα δύο άκρα της Διώρυγας ενδέχεται να δίνει στο Πεκίνο έναν έμμεσο έλεγχο του θαλάσσιου διαύλου, κάτι που θα μπορούσε να παραβιάζει τη Συνθήκη Ουδετερότητας ΗΠΑ–Παναμά και να αποτελεί κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.

Ο Αντρές Μαρτίνεζ-Φερνάντεζ, αναλυτής πολιτικής στο Heritage Foundation, έχει προειδοποιήσει ότι η Κίνα δεν χρειάζεται στρατιωτική παρουσία στο έδαφος για να διαταράξει τη λειτουργία της Διώρυγας σε περίπτωση σύγκρουσης, όπως για παράδειγμα σε ένα πιθανό σενάριο έντασης γύρω από την Ταϊβάν. Σύμφωνα με τον ίδιο, η Διώρυγα είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε κάθε είδους δολιοφθορά, χωρίς να απαιτείται η φυσική παρουσία κινεζικών πολεμικών πλοίων.

(Εικόνα: The Epoch Times, Google Earth, Shutterstock)

 

Κάθε χρόνο, μέσω της Διώρυγας του Παναμά διακινούνται αγαθά αξίας 270 δισ. δολαρίων, το οποίο αντιστοιχεί στο 5% του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου. Πάνω από το 70% αυτής της κίνησης σχετίζεται με λιμάνια των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Διώρυγα βρισκόταν υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ έως το 1999, οπότε και μεταβιβάστηκε στην κυβέρνηση του Παναμά βάσει της Συνθήκης του 1977 που είχε υπογράψει ο τότε πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ.

Η εξαγορά υπό την ηγεσία της BlackRock σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή στην παγκόσμια ιδιοκτησία λιμένων, καθώς αφορά τον έλεγχο δύο κρίσιμων κόμβων, σε μία από τις σημαντικότερες ναυτιλιακές οδούς του κόσμου.

Με τη συμβολή της Darlene McCormick Sanchez

Αμερικανορωσικές συνομιλίες στην Τουρκία για την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων

Αμερικανοί και Ρώσοι διπλωμάτες πραγματοποίησαν συνομιλίες στην Τουρκία στις 27 Φεβρουαρίου, προκειμένου να συζητήσουν την ομαλοποίηση της λειτουργίας των πρεσβειών τους, έπειτα από χρόνια αμοιβαίων απελάσεων διπλωματών και εντάσεων στις διμερείς σχέσεις.

Η συνάντηση, η οποία έλαβε χώρα στην έδρα του Γενικού Προξενείου των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη, εντάσσεται σε ευρύτερες προσπάθειες αποκατάστασης των διπλωματικών και οικονομικών δεσμών, μετά από διαδοχικές μειώσεις προσωπικού στις πρεσβείες, κλείσιμο γραφείων και άλλους περιορισμούς τα τελευταία χρόνια.

Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, οι συνομιλίες στην Κωνσταντινούπολη πραγματοποιήθηκαν κατόπιν συμφωνίας που είχε επιτευχθεί κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής επικοινωνίας του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν, καθώς και μετά από συζητήσεις μεταξύ ανώτερων Ρώσων και Αμερικανών αξιωματούχων στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας.

Στο Ριάντ, οι δύο πλευρές είχαν συμφωνήσει να εργαστούν για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία και τη βελτίωση των διπλωματικών σχέσεων, με την αποκατάσταση του προσωπικού των πρεσβειών να αποτελεί βασικό σημείο των διαπραγματεύσεων. Η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, δήλωσε στην εβδομαδιαία ενημέρωσή της πως οι συνομιλίες στην Κωνσταντινούπολη αποτελούν την αρχή μιας ευρύτερης διπλωματικής διαδικασίας. Όπως ανέφερε, η ρωσική πλευρά αναμένει ότι η συνάντηση αυτή θα είναι η πρώτη από μια σειρά παρόμοιων διαβουλεύσεων με τους Αμερικανούς αξιωματούχους, που θα συμβάλουν στην υπέρβαση των διαφωνιών και στην ενίσχυση των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης.

Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Αντόνιο Κόστα, εξέφρασε την εκτίμησή του προς τον πρόεδρο της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, για τη φιλοξενία των συνομιλιών, τονίζοντας ότι σε αυτή τη δύσκολη περίοδο, η Τουρκία αποτελεί σημαντικό παγκόσμιο και περιφερειακό παράγοντα. Ο ίδιος ανέφερε ότι η ΕΕ επιδιώκει στενή συνεργασία με την Τουρκία, τόσο για την εξασφάλιση μιας διαρκούς ειρήνης στην Ουκρανία όσο και για την υποστήριξη μιας δημοκρατικής μετάβασης στη Συρία.

Η συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη συνέπεσε με την επίσκεψη του Βρετανού πρωθυπουργού, Κιρ Στάρμερ, στον Λευκό Οίκο στην Ουάσιγκτον, όπου είχε συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο Στάρμερ επιδίωξε να πείσει τον Αμερικανό πρόεδρο ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη, εάν αυτή πρόκειται να διαρκέσει.

Ο Τραμπ, από την πλευρά του, δήλωσε ότι οι διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο και εξέφρασε την πεποίθηση ότι ο Πούτιν θα τηρήσει τις δεσμεύσεις του και δεν θα επαναλάβει τις εχθροπραξίες, εφόσον επιτευχθεί ανακωχή. Παράλληλα, απέκλεισε κάθε πιθανότητα ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, υποστηρίζοντας ότι η επιδίωξη του Κιέβου να ενταχθεί στη Συμμαχία υπήρξε η βασική αιτία της ρωσικής εισβολής. Σύμφωνα με τον ίδιο, το ενδεχόμενο ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ δεν πρόκειται να υλοποιηθεί, καθώς, όπως σημείωσε, αυτή ήταν η βασική αφορμή για την κλιμάκωση της κρίσης. Παρόλα αυτά, ανέφερε ότι, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με τον Πούτιν, θα πιέσει τη Ρωσία να επιστρέψει όσο το δυνατόν περισσότερα κατεχόμενα ουκρανικά εδάφη.

Την ίδια ημέρα, ο Πούτιν μίλησε ενώπιον υψηλόβαθμων αξιωματούχων της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ρωσίας, εκφράζοντας αισιοδοξία για τις πρώτες επαφές με την κυβέρνηση Τραμπ. Όπως ανέφερε, οι συνομιλίες αυτές εμπνέουν ελπίδες και υπάρχει αμοιβαία διάθεση για αποκατάσταση των διμερών σχέσεων, καθώς και για τη σταδιακή επίλυση των συσσωρευμένων παγκόσμιων στρατηγικών προβλημάτων.

Ο Ρώσος πρόεδρος επαίνεσε την προσέγγιση της κυβέρνησης Τραμπ, χαρακτηρίζοντάς την πραγματιστική και ρεαλιστική, ενώ την αντιπαρέβαλε με τις πολιτικές των προηγούμενων αμερικανικών κυβερνήσεων. Υποστήριξε ότι η σημερινή διοίκηση των ΗΠΑ απομακρύνεται από τις «μεσσιακές ιδεολογικές εμμονές» των προκατόχων της, οι οποίες, κατά την άποψή του, συνέβαλαν στην κρίση των διεθνών σχέσεων και, κατ’ επέκταση, στον πόλεμο στην Ουκρανία.

Ο Πούτιν έχει επανειλημμένα υποστηρίξει ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά έχει φέρει τη Συμμαχία σε απόσταση που η Μόσχα θεωρεί απειλητική για την ασφάλειά της, υπονομεύοντας τη σταθερότητα στην περιοχή. Ωστόσο, αυτή η άποψη απορρίπτεται από τις χώρες της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, οι οποίες θεωρούν ότι η συμμετοχή τους στη Συμμαχία αποτελεί τη μόνη εγγύηση ασφάλειας απέναντι σε μια Ρωσία που διευρύνει την επιρροή της σε κράτη όπως η Λευκορωσία και η Μολδαβία.

Μπέσσεντ: Η συμφωνία ΗΠΑ-Ουκρανίας για τα ορυκτά θα μεταμορφώσει το κατεστραμμένο από τον πόλεμο έθνος και θα προστατεύσει τους φορολογούμενους των ΗΠΑ

Ο υπουργός Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Σκοτ Μπέσσεντ, δήλωσε στις 22 Φεβρουαρίου ότι η προτεινόμενη οικονομική συνεργασία του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ με την Ουκρανία θα ωφελήσει και τις δύο χώρες, αφ’ ενός διασφαλίζοντας τα συμφέροντα των φορολογουμένων των ΗΠΑ αφ΄ετέρου συμβάλλοντας στη μεταπολεμική ανάκαμψη της Ουκρανίας, μετατρέποντας τη χώρα σε μια χώρα πλούσια και σταθερή.

Σε άρθρο των Financial Times, στις 22 Φεβρουαρίου, ο Μπέσσεντ περιέγραψε τη συμφωνία σύμφωνα με την οποία η ουκρανική κυβέρνηση θα διαθέσει τα έσοδά της από φυσικούς πόρους, υποδομές και άλλα περιουσιακά στοιχεία σε ένα ταμείο αφιερωμένο στη μακροπρόθεσμη ανασυγκρότηση και ανάπτυξη, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν οικονομικά δικαιώματα και δικαιώματα διακυβέρνησης σε αυτές τις μελλοντικές επενδύσεις.

«Αυτή η δομή και σχέση φέρνουν τα υψηλά πρότυπα διαφάνειας, λογοδοσίας, εταιρικής διακυβέρνησης και νομικών πλαισίων που είναι απαραίτητα για την προσέλκυση των ισχυρών ιδιωτικών επενδύσεων για μεταπολεμική ανάπτυξη στην Ουκρανία», επεσήμανε. «Η ανάμειξη των ΗΠΑ δεν θα άφηνε κανένα περιθώριο για διαφθορά και εμπιστευτικές συμφωνίες.»

Ο Μπέσσεντ τόνισε ότι το σχέδιο δεν θα επιβαρύνει την Ουκρανία με χρέος ούτε θα μεταβιβάσει τα ουκρανικά περιουσιακά στοιχεία στην ιδιοκτησία των ΗΠΑ, διαφοροποιώντας το από τις οικονομικές στρατηγικές που χρησιμοποιούνται από άλλους παγκόσμιους παράγοντες.

«Η καινοτόμος προσέγγιση του προέδρου Τραμπ αντιπροσωπεύει ένα νέο μοντέλο για παραγωγική διεθνή συνεργασία. Ας είμαστε επίσης σαφείς ως προς το τι δεν είναι αυτό. Οι ΗΠΑ δεν θα αναλάμβαναν την ιδιοκτησία φυσικών περιουσιακών στοιχείων της Ουκρανίας. Ούτε θα επιβάρυναν την Ουκρανία με περισσότερο χρέος», δήλωσε ο Μπέσσεντ, προσθέτοντας ότι η συμφωνία δεν περιλαμβάνει καμία «οικονομική πίεση» στο Κίεβο που θα υπονόμευε την κυριαρχία του.

Αν και ο Μπέσσεντ δεν ονόμασε καμία συγκεκριμένη χώρα, η Κίνα είναι γνωστή για τη διπλωματία της «παγίδας του χρέους» που εφαρμόζει, η οποία συνεπάγεται την επιβάρυνση άλλων χωρών με δυσβάσταχτο χρέος – όταν δεν μπορούν να αποπληρώσουν, η Κίνα αναλαμβάνει την κυριότητα των πόρων ή των υποδομών τους.

«Αυτός ο τύπος οικονομικής πίεσης, ενώ ασκείται από άλλους παγκόσμιους παράγοντες, δεν θα προωθούσε ούτε τα αμερικανικά ούτε τα ουκρανικά συμφέροντα», ανέφερε ο Μπέσσεντ. «Για να δημιουργηθεί μεγαλύτερη αξία μακροπρόθεσμα, οι ΗΠΑ πρέπει να επενδύσουν στο πλευρό του λαού της Ουκρανίας, έτσι ώστε και οι δύο πλευρές να έχουν κίνητρα να κερδίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα.»

Ο Μπέσσεντ είπε ότι τα έσοδα από τους φυσικούς πόρους της Ουκρανίας θα επανεπενδυθούν σε βασικούς τομείς που θα οδηγήσουν στην οικονομική επέκταση, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι οι χώρες που δεν υποστήριξαν την άμυνα της Ουκρανίας δεν θα επωφεληθούν από την ανοικοδόμησή της. Επεσήμανε τον οικονομικό μετασχηματισμό της Πολωνίας μετά το 1992 ως μοντέλο για την πιθανή ανάπτυξη της Ουκρανίας, αναφέροντας διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, επενδύσεις σε υποδομές και ξένες επενδύσεις ως βασικούς παράγοντες για τον τριπλασιασμό του μεγέθους της οικονομίας της Πολωνίας, αφότου ο λαός της ανέτρεψε τον κομμουνισμό και εισήλθε στην ελεύθερη αγορά.

«Η προτεινόμενη εταιρική σχέση του προέδρου Τραμπ ευθυγραμμίζει τα συμφέροντα του αμερικανικού λαού με αυτά του λαού της Ουκρανίας», είπε ο Μπέσσεντ. «Ο πρόεδρος αναγνωρίζει ότι η εθνική ασφάλεια οικοδομείται παράλληλα με την οικονομική ασφάλεια, και όσο περισσότερο επιτυχημένη και ασφαλής είναι η μεταπολεμική Ουκρανία, τόσο περισσότερο θα ωφεληθούν και ο ουκρανικός λαός και ο λαός των ΗΠΑ».

Ο Μπέσσεντ είπε ότι η συνεργασία θα θέσει τα θεμέλια για μια διαρκή ειρήνη και θα ενισχύσει την κυριαρχία και την επιτυχία της Ουκρανίας.

Η Ουκρανία δεν έχει απαντήσει στην τελευταία πρόταση.

Ο πρόεδρος της ουκρανικής Βουλής Ρουσλάν Στεφάντσουκ είπε σε τοπικά ΜΜΕ ότι μια ομάδα σε κυβερνητικό επίπεδο θα αρχίσει να εργάζεται για τη συμφωνία στις 24 Φεβρουαρίου.

Ωστόσο, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι έχει ήδη απορρίψει μια προηγούμενη έκδοση της πρότασης, επειδή δεν παρείχε αρκετές εγγυήσεις ασφαλείας, βασικό αίτημα του Κιέβου, που επιδιώκει μακροπρόθεσμη σταθερότητα χωρίς την απειλή άλλης ρωσικής εισβολής.

Ο Ζελένσκι είχε δηλώσει παλαιότερα την προθυμία να καταλήξει σε συμφωνία ορυκτών με την Ουάσιγκτον με αντάλλαγμα τη στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ. Το «σχέδιο νίκης» του περιλαμβάνει ρητά προσφορά σε στρατηγικούς εταίρους για την «από κοινού προστασία των κρίσιμων πόρων της χώρας»,  καθώς και για την εξόρυξη και χρήση τους. Η Ουκρανία διαθέτει σημαντικά κοιτάσματα στρατηγικών ορυκτών, συμπεριλαμβανομένων ουρανίου, λιθίου, κοβαλτίου και στοιχείων σπάνιων γαιών, τα οποία είναι κρίσιμα για τις μπαταρίες, την τεχνολογία και τις αεροδιαστημικές εφαρμογές.

Ο Τραμπ επανέλαβε στις 22 Φεβρουαρίου την απόφασή του να μεσολαβήσει για μια ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Μιλώντας στη φετινή Διάσκεψη Συντηρητικής Πολιτικής Δράσης στα προάστια του Μέριλαντ, ο Τραμπ είπε ότι πιστεύει ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα τελειώσει σύντομα:

«Μίλησα με τον πρόεδρο Πούτιν και νομίζω ότι αυτό θα τελειώσει. Πρέπει να τελειώσει», είπε. «Είναι κάτι φριτκό. Έχω να κάνω με τον πρόεδρο Ζελένσκι. Έχω να κάνω με τον πρόεδρο Πούτιν. Θα προσπαθήσω να διευθετήσω τον πόλεμο και θα προσπαθήσω να σταματήσω όλον αυτόν τον θάνατο».

Στις 21 Φεβρουαρίου, ο Τραμπ είπε ότι η συμφωνία ήταν «πλησίαζε» στην ολοκλήρωση, ενώ η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου Κάρολαϊν Λέβιτ δήλωσε, στις 22 Φεβρουαρίου, ότι ο πρόεδρος «θα εργάζεται ολόκληρο το Σαββατοκύριακο προκειμένου να επιτευχθεί μια συμφωνία και να τερματιστεί η σύγκρουση στην Ουκρανία».

Η Apple διακόπτει την παροχή Προηγμένης Προστασίας Δεδομένων στο Ηνωμένο Βασίλειο

Η Apple σταμάτησε να παρέχει τις υψηλότερου επιπέδου προστασίες ασφάλειας δεδομένων της σε νέους χρήστες στο Ηνωμένο Βασίλειο, αφού η βρετανική κυβέρνηση φέρεται να ζήτησε πρόσβαση στα δεδομένα των χρηστών.

Εκπρόσωπος της Apple επιβεβαίωσε ότι η κατασκευάστρια εταιρεία iPhone δεν θα προσφέρει πλέον το χαρακτηριστικό Προηγμένη Προστασία Δεδομένων (Advanced Data Protection – ADP) στους νέους χρήστες και τελικά θα το απενεργοποιήσει και για τους υπάρχοντες χρήστες. «Είμαστε πολύ απογοητευμένοι που η προστασία που παρέχει το ADP δεν θα είναι διαθέσιμη στους πελάτες μας στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεδομένης της συνεχιζόμενης αύξησης των παραβιάσεων δεδομένων και άλλων απειλών για την ιδιωτικότητα των πελατών», δήλωσε εκπρόσωπος της Apple.

Η λειτουργία ADP παρέχει πλήρη κρυπτογράφηση για την αποθήκευση στο iCloud, εμποδίζοντας τους μη κατόχους λογαριασμού – συμπεριλαμβανομένων των κυβερνήσεων και των χάκερ – να έχουν πρόσβαση σε δεδομένα όπως φωτογραφίες, έγγραφα και σημειώσεις. Χωρίς το ADP, ορισμένοι τύποι δεδομένων iCloud δεν θα είναι πλέον πλήρως κρυπτογραφημένοι, καθιστώντας τους δυνητικά προσβάσιμους σε τρίτους με την κατάλληλη νομική εξουσιοδότηση.

Η απόφαση της Apple ακολουθεί πολλαπλές αναφορές – μεταξύ άλλων της Washington Post και του BBC– που αναφέρουν ότι το βρετανικό υπουργείο Εσωτερικών εξέδωσε «ειδοποίηση τεχνικής ικανότητας» προς την Apple. Αυτή η νομικά δεσμευτική εντολή φέρεται να υποχρεώνει την εταιρεία να παρέχει πρόσβαση σε κρυπτογραφημένα δεδομένα χρηστών βάσει του Νόμου περί Ερευνητικών Εξουσιών του 2016 (Investigatory Powers Act of 2016).

Το υπουργείο Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου αρνήθηκε να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει την ειδοποίηση, δηλώνοντας: «Δεν σχολιάζουμε επιχειρησιακά θέματα, συμπεριλαμβανομένης, για παράδειγμα, της επιβεβαίωσης ή της διάψευσης της ύπαρξης τέτοιων ειδοποιήσεων». Ούτε η Apple επιβεβαίωσε την ύπαρξη της ειδοποίησης και δεν απάντησε στο αίτημα της Epoch Times για σχολιασμό μέχρι την ώρα δημοσίευσης.

Οι βρετανικές υπηρεσίες ασφαλείας αντιτίθενται εδώ και καιρό στην κρυπτογράφηση από άκρο σε άκρο, λέγοντας ότι επιτρέπει σε εγκληματίες, τρομοκράτες και κακοποιούς παιδιών να αποφεύγουν την επιβολή του νόμου. Τον Απρίλιο του 2022, η τότε υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής του Ηνωμένου Βασιλείου Ναντίν Ντόρις τόνισε την πρόθεση της κυβέρνησης να καταστήσει τις εταιρείες τεχνολογίας υπόλογες.

«Μπαίνουμε σε ένα νέο κεφάλαιο, όπου οι εταιρείες τεχνολογίας θα είναι πλήρως υπόλογες για το περιεχόμενο στις πλατφόρμες τους», δήλωσε. «Ότι τηρούν τις υποσχέσεις τους προς τους χρήστες τους, ιδίως όσον αφορά την προστασία τους από πράγματα όπως οι τοξικές ρατσιστικές και μισογυνικές επιθέσεις, καθώς και την προστασία των παιδιών από τον διαδικτυακό εκφοβισμό και άλλες επιβλαβείς συμπεριφορές.»

Ένα νομοσχέδιο για την ασφάλεια στο διαδίκτυο που εισήχθη το 2023 επέβαλε νέες υποχρεώσεις στις πλατφόρμες για τον μετριασμό των κινδύνων παράνομης δραστηριότητας. Οι επικριτές του νομοσχεδίου εξέφρασαν την ανησυχία τους ότι θα υπονομεύσει την ελευθερία του λόγου και ότι θα μπορούσε να οδηγήσει περισσότερους ανθρώπους στην αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων στο dark web (σκοτεινό διαδίκτυο), ένα τμήμα του παγκόσμιου ιστού που απαιτεί ειδικά προγράμματα περιήγησης για την πρόσβαση.

«Αυτό οδηγεί τους ανθρώπους σε ένα ακόμη πιο επικίνδυνο μονοπάτι, επειδή το σκοτεινό διαδίκτυο – ή γκρίζο διαδίκτυο – δεν ελέγχεται από κανέναν», δήλωσε στην Epoch Times ο Γουίλ Γκίντες, ειδικός σε θέματα ασφάλειας και συν-συγγραφέας του βιβλίου «Parent Alert: How to Keep Your Kids Safe Online» («Ειδοποίηση προς τους γονείς: Πώς να είναι τα παιδιά σας ασφαλή στο διαδίκτυο»), σε παλαιότερη συνέντευξή του.

«Αν θέλουν να αποκτήσουν το νέο άλμπουμ της Μπρίτνεϋ, μπορεί να βρουν εκεί έναν ιστότοπο από τον οποίο θα μπορούν να το κατεβάσουν δωρεάν, αλλά μπορεί να καταλήξουν με τον υπολογιστή τους μολυσμένο από ένα Trojan (ιός υπολογιστών) ή άλλο κακόβουλο λογισμικό».

Ο Chris Summers και το Associated Press συνέβαλαν σε αυτό το άρθρο

Το Μεξικό απειλεί να μηνύσει την Google για την ονομασία «Κόλπος της Αμερικής»

Η πρόεδρος του Μεξικού Κλαούντια Σέινμπαουμ απείλησε τη Δευτέρα να μηνύσει την Google για την απόφασή της να εμφανίσει την ονομασία «Κόλπος της Αμερικής» σε ολόκληρο το υδάτινο σώμα και όχι μόνο στο τμήμα του Κόλπου που βρίσκεται στη δικαιοδοσία των ΗΠΑ, υποστηρίζοντας ότι η επεκτατική ονομασία παραβιάζει τη μεξικανική κυριαρχία.

Η ανακοίνωση της Σέινμπαουμ έρχεται μετά από εβδομάδες κλιμάκωσης των εντάσεων μεταξύ της μεξικανικής κυβέρνησης και του αμερικανικού τεχνολογικού γίγαντα για την επισήμανση του Κόλπου στους χάρτες της Google. Ενώ όσοι χρησιμοποιούν την εφαρμογή στο Μεξικό βλέπουν τον «Κόλπο του Μεξικού», όσοι βρίσκονται στις Ηνωμένες Πολιτείες βλέπουν πλέον τον «Κόλπο της Αμερικής», μετά το διάταγμα που εξέδωσε στις 20 Ιανουαρίου ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ για την αναθεώρηση ορισμένων ονομάτων γεωγραφικών χαρακτηριστικών ώστε να «τιμούν την σπουδαιότητα της Αμερικής».

Σε συνέντευξη Τύπου στις 17 Φεβρουαρίου, η Σέινμπαουμ δήλωσε ότι το Μεξικό ζήτησε επίσημα από την Google να αποκαταστήσει πλήρως το «Κόλπος του Μεξικού» ως την κύρια ονομασία για ολόκληρο το υδάτινο σώμα, υποστηρίζοντας ότι η μετονομασία του Τραμπ ισχύει μόνο για την υφαλοκρηπίδα των ΗΠΑ.

«Δεν συμφωνούμε με αυτό», δήλωσε η Σέινμπαουμ σχετικά με την πολιτική της Google για την ονοματοδοσία του Κόλπου, προσθέτοντας ότι το Μεξικό «θα περιμένει την απάντηση της Google και αν όχι, θα προσφύγουμε στη δικαιοσύνη».

Οι Ηνωμένες Πολιτείες ελέγχουν άμεσα τα ύδατα του Κόλπου σε απόσταση περίπου 12 ναυτικών μιλίων από τις ακτές τους, σύμφωνα με την Εθνική Υπηρεσία Ωκεανών και Ατμόσφαιρας. Διατηρούν επίσης τη λεγόμενη Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) που εκτείνεται σε απόσταση 200 μιλίων στα ανοικτά, από όπου μπορούν να εξορύσσουν φυσικούς πόρους όπως το πετρέλαιο. Το Μεξικό υποστηρίζει ότι η πολιτική χαρτογράφησης παραβιάζει τη μεξικανική κυριαρχία και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δικαιοδοσία μόνο στο μισό περίπου τμήμα του Κόλπου.

Οι μεξικανικές αρχές είχαν ήδη ζητήσει από την Google να αλλάξει την πολιτική ονομασίας για τον Κόλπο και, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, η Σέινμπαουμ μοιράστηκε μια γραπτή απάντηση στο αίτημα από τον Κρις Τέρνερ, αντιπρόεδρο κυβερνητικών υποθέσεων και δημόσιας πολιτικής της Google.

Ο Τέρνερ αναφέρει στην επιστολή του της 10ης Φεβρουαρίου ότι η απόφαση της Google να εμφανίζει την ονομασία «Κόλπος της Αμερικής» στους χρήστες με έδρα τις ΗΠΑ βασίζεται στην αμερόληπτη και συνεπή εφαρμογή της πολιτικής της για τους χάρτες σε όλες τις περιοχές, η οποία περιλαμβάνει τη χρήση ονομάτων που προβλέπονται από έγκυρες πηγές:

«Όπως ανακοινώσαμε για πρώτη φορά πριν από δύο εβδομάδες, και σύμφωνα με τις πολιτικές των προϊόντων μας, έχουμε αρχίσει να εφαρμόζουμε αλλαγές στους χάρτες της Google. Θα θέλαμε να επιβεβαιώσουμε ότι οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τους χάρτες στο Μεξικό θα συνεχίσουν να βλέπουν  ‘Κόλπος του Μεξικού’. Το Σύστημα Πληροφοριών Γεωγραφικών Ονομάτων (Geographic Names Information System-GNIS) των Ηνωμένων Πολιτειών έχει ενημερώσει επίσημα το ‘Gulf of Mexico’ (Κόλπος του Μεξικού) σε ‘Gulf of America’ (Κόλπος της Αμερικής). Για να αντικατοπτρίζει την ενημέρωση που έγινε από το GNIS, από σήμερα οι άνθρωποι στις ΗΠΑ θα βλέπουν το ‘Gulf of America’. Όλοι οι υπόλοιποι θα βλέπουν και τα δύο ονόματα.»

Πρόσθεσε δε ότι οι εκπρόσωποι της Google είναι πρόθυμοι να συναντηθούν προσωπικά με τη μεξικανική κυβέρνηση για να συμμετάσχουν σε «εποικοδομητικό διάλογο» για το θέμα.

Η Google δεν απάντησε σε αίτημα σχολιασμού της Epoch Times μέχρι την ώρα δημοσίευσης.

Η μετονομασία προκάλεσε επίσης διαμάχη εντός των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου το ειδησεογραφικό πρακτορείο Associated Press (AP) επέλεξε να συνεχίσει να χρησιμοποιεί το «Κόλπος του Μεξικού», αν και αναγνώρισε τη μετονομασία του Τραμπ. Η εκδοτική στάση του AP οδήγησε τον Λευκό Οίκο να αποκλείσει τους δημοσιογράφους του από διάφορες εκδηλώσεις και να περιορίσει την πρόσβασή τους στο Οβάλ Γραφείο και στο Air Force One.

«Το Associated Press συνεχίζει να αγνοεί τη νόμιμη γεωγραφική αλλαγή της ονομασίας του Κόλπου της Αμερικής», ανέφερε ο αναπληρωτής προσωπάρχης του Λευκού Οίκου Τέυλορ Μπάντογουιτς σε δήλωσή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις 14 Φεβρουαρίου.

«Η απόφαση αυτή δεν είναι απλώς διχαστική, αλλά αποκαλύπτει επίσης τη δέσμευση του Associated Press στην παραπληροφόρηση», συνέχισε ο Μπάντογουιτς. «Αν και το δικαίωμά τους για ανεύθυνο και ανέντιμο ρεπορτάζ προστατεύεται από την Πρώτη Τροποποίηση [του Συντάγματος των ΗΠΑ], δεν διασφαλίζεται και το προνόμιό τους για απρόσκοπτη πρόσβαση σε περιορισμένους χώρους, όπως το Οβάλ Γραφείο και το Air Force One.»

Οι κινήσεις του Λευκού Οίκου προκάλεσαν τις επικρίσεις του AP και ανησυχία για την ελευθερία του Τύπου στην Ένωση Ανταποκριτών του Λευκού Οίκου. Η ανώτερη αντιπρόεδρος και εκτελεστική συντάκτρια του AP Τζούλι Πέις καταδίκασε τους περιορισμούς.

«Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα τιμωρήσει το AP για την ανεξάρτητη δημοσιογραφία του», ανέφερε η Πέις σε δήλωσή της. «Ο περιορισμός της πρόσβασής μας στο Οβάλ Γραφείο με βάση το περιεχόμενο της γραφής του AP όχι μόνο εμποδίζει σοβαρά την πρόσβαση του κοινού σε ανεξάρτητες ειδήσεις, αλλά παραβιάζει ξεκάθαρα την Πρώτη Τροπολογία.»

Ο Γιουτζήν Ντάνιελς, πρόεδρος της Ένωσης Ανταποκριτών του Λευκού Οίκου, εξέδωσε δήλωση στην οποία κατηγορεί τον Λευκό Οίκο ότι «επιδιώκει να περιορίσει τις ελευθερίες του Τύπου που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμά μας» και ότι επιδιώκει «να τιμωρήσει ένα ειδησεογραφικό πρακτορείο επειδή δεν προωθεί την προτιμώμενη γλώσσα της κυβέρνησης».

Ο Λευκός Οίκος υπερασπίστηκε την απόφασή του να περιορίσει την πρόσβαση των δημοσιογράφων του AP στο Οβάλ Γραφείο και στο Air Force One, ενώ σημείωσε ότι οι δημοσιογράφοι και οι φωτογράφοι του AP θα συνεχίσουν να απολαμβάνουν πρόσβαση στο ευρύτερο συγκρότημα του Λευκού Οίκου.

Ο Ίλον Μασκ ηγείται προσφοράς $97,4 δισεκατομμυρίων για την εξαγορά του OpenAI

Ομάδα επενδυτών με επικεφαλής τον δισεκατομμυριούχο της τεχνολογίας Ίλον Μασκ προσφέρει 97,4 δισεκατομμύρια δολάρια (περ. 94, 4 δισεκ. ευρώ) για την εξαγορά του OpenAI.

Ο δικηγόρος του Μασκ, Μαρκ Τόμπεροφ, επιβεβαίωσε ότι η προσφορά —που υποστηρίζεται από την νεοφυή επιχείρηση τεχνητής νοημοσύνης του Μασκ, xAI, και μια κοινοπραξία επενδυτικών εταιρειών— αποσκοπεί στην ανάληψη του ελέγχου του OpenAI και στην επαναφορά της ιδρυτικής δέσμευσής του να υπηρετεί το δημόσιο καλό και όχι να λειτουργεί ως κερδοσκοπική επιχείρηση.

Ο διευθύνων σύμβουλος του OpenAI, Σαμ Άλτμαν, απέρριψε την προσφορά με μια αιχμηρή απάντηση στην κοινωνική πλατφόρμα X του Μασκ, δηλώνοντας: «όχι ευχαριστώ, αλλά θα αγοράσουμε το Twitter για 9,74 δισεκατομμύρια δολάρια, αν θέλετε».

Ο Μασκ, ο οποίος αγόρασε το Twitter για 44 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022 προτού το μετονομάσει σε X, απάντησε με μια μονολεκτική ανάρτηση: «Απατεώνας».

Οι Άλτμαν και Μασκ, οι οποίοι συνίδρυσαν την εταιρεία OpenAI το 2015, διαπληκτίζονται εδώ και χρόνια για την κατεύθυνση της εταιρείας. Ο Μασκ αποχώρησε από το διοικητικό συμβούλιο της OpenAI το 2018, κατηγορώντας αργότερα τη νεοσύστατη επιχείρηση ότι απομακρύνθηκε από τη μη κερδοσκοπική της αποστολή και ευθυγραμμίστηκε πολύ στενά με εταιρικά συμφέροντα, ιδίως με τη Microsoft.

Την περασμένη εβδομάδα, η νομική ομάδα του Μασκ ήρθε αντιμέτωπη με τους δικηγόρους του OpenAI στο Περιφερειακό Δικαστήριο των ΗΠΑ για τη Βόρεια Περιφέρεια της Καλιφόρνια, όπου η δικαστής Υβόν Γκονζάλες Ρότζερς εξέτασε το αίτημα του Μασκ για έκδοση δικαστικής εντολής που να εμποδίζει το OpenAI να επισημοποιήσει την κερδοσκοπική του δομή.

Ενώ η δικαστής εξέφρασε σκεπτικισμό σχετικά με τον ισχυρισμό του Μασκ περί ανεπανόρθωτης βλάβης, εξέφρασε επίσης ανησυχίες σχετικά με την σχέση του OpenAI με τη Microsoft και επέτρεψε στην υπόθεση να προχωρήσει σε δίκη με ενόρκους.

Ο Τόμπεροφ, δικηγόρος του Μασκ, υποστήριξε ότι αν η OpenAI επιμένει να γίνει πλήρως κερδοσκοπική εταιρεία, πρέπει να αποζημιώσει δίκαια τη μη κερδοσκοπική της προέλευση.

«Είναι ζωτικής σημασίας να αποζημιωθεί δίκαια το φιλανθρωπικό ίδρυμα για αυτό που η ηγεσία του αφαιρεί από αυτό: τον έλεγχο της πιο μετασχηματιστικής τεχνολογίας της εποχής μας», δήλωσε στο Associated Press σε δήλωσή του.

Επιπλέον, ο Τόμπεροφ αποκάλυψε μια επιστολή που έστειλε τον Ιανουάριο στους γενικούς εισαγγελείς της Καλιφόρνια και του Ντέλαγουερ, καλώντας τους να επιβλέψουν μια ανταγωνιστική διαδικασία υποβολής προσφορών για τον προσδιορισμό της δίκαιης αγοραστικής αξίας του OpenAI.

«Καθώς και τα δύο γραφεία σας πρέπει να διασφαλίσουν ότι οποιαδήποτε τέτοια διαδικασία συναλλαγής σχετικά με τα φιλανθρωπικά περιουσιακά στοιχεία του OpenAI παρέχει τουλάχιστον δίκαιη αγοραστική αξία για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος, υποθέτουμε ότι θα παράσχετε μια διαδικασία για ανταγωνιστικές προσφορές για τον πραγματικό προσδιορισμό αυτής της δίκαιης αγοραστικής αξίας», έγραψε ο Τόμπεροφ.

Σε νομικές καταθέσεις, οι δικηγόροι του Άλτμαν περιέγραψαν την αγωγή του Μασκ ως ένα στρατηγικό τέχνασμα για να χρησιμοποιήσει τη δικαστική διαμάχη για ανταγωνιστικό πλεονέκτημα μετά την αποτυχία του να αποκτήσει τον έλεγχο της εταιρείας.

«Αυτή η αγωγή είναι η τελευταία κίνηση στην ολοένα και πιο θορυβώδη εκστρατεία του Ίλον Μασκ να παρενοχλήσει την OpenAI για το δικό του ανταγωνιστικό πλεονέκτημα», έγραψαν οι δικηγόροι του Άλτμαν. «Η OpenAI είναι αφιερωμένη στην ασφαλή και επωφελή ανάπτυξη της τεχνητής γενικής νοημοσύνης (AGΙ). Ο Μασκ υποστήριξε κάποτε την OpenAI σε αυτή την αποστολή, αλλά εγκατέλειψε το εγχείρημα όταν η προσπάθειά του να κυριαρχήσει σε αυτό απέτυχε».

Οι δικηγόροι του Άλτμαν υποστήριξαν ότι οι ισχυρισμοί του Μασκ στερούνται νομικής και πραγματικής βάσης και η αγωγή του θα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Με πληροφορίες από το Associated Press