Τρίτη, 13 Μαΐ, 2025

Στιβ Γουίτκοφ: Έναρξη συνομιλιών για κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία την Κυριακή στη Σαουδική Αραβία

Οι συνομιλίες για την κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία θα ξεκινήσουν την Κυριακή στην πόλη Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας, σύμφωνα με δήλωση του ειδικού απεσταλμένου της αμερικανικής προεδρίας, Στιβ Γουίτκοφ, την Τρίτη. Η ανακοίνωση αυτή ακολούθησε τηλεφωνική συνδιάλεξη μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και του προέδρου της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν.

Όσον αφορά μια περιορισμένη κατάπαυση του πυρός που θα εστιάζει στις ενεργειακές υποδομές και τη διακοπή των εχθροπραξιών στη Μαύρη Θάλασσα, ο κ. Γουίτκοφ ανέφερε ότι οι Ρώσοι έχουν αποδεχτεί τα δύο αυτά σημεία. Εξέφρασε μάλιστα την πεποίθηση ότι και οι Ουκρανοί θα τα αποδεχτούν. Όπως δήλωσε στο τηλεοπτικό δίκτυο Fox News, η κατάπαυση του πυρός αφορά τόσο την ενέργεια όσο και τις υποδομές γενικότερα.

Ο κ. Γουίτκοφ διευκρίνισε ότι η αμερικανική αντιπροσωπεία στη Σαουδική Αραβία θα επικεφαλής από τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, και τον σύμβουλο εθνικής ασφάλειας του Λευκού Οίκου, Μάικ Γουόλτς, χωρίς ωστόσο να αποκαλύψει ποιοι άλλοι θα συμμετέχουν στις συνομιλίες.

Η Αυστραλία εξοπλίζεται με νέους πυραύλους μεγάλης εμβέλειας λόγω Κίνας

Ο αυστραλιανός στρατός σχεδιάζει την ανάπτυξη νέων πυραύλων μεγάλης εμβέλειας, εν μέσω αυξανόμενων ανησυχιών για την παρουσία κινεζικών πολεμικών πλοίων στα ανοιχτά της εκτεταμένης ακτογραμμής της χώρας.

Στο πλαίσιο των προσπαθειών για την ενίσχυση της ναυτικής ασφάλειας, η αυστραλιανή κυβέρνηση σχεδιάζει να εξοπλίσει τις ένοπλες δυνάμεις με αντιπλοϊκούς πυραύλους και προηγμένα συστήματα στόχευσης ραντάρ.

Η Καμπέρα θα διαθέσει έως και 74 δισεκατομμύρια αυστραλιανά δολάρια (43 δισεκατομμύρια ευρώ) την επόμενη δεκαετία για τεχνολογία στόχευσης, δυνατότητες πλήγματος μεγάλης εμβέλειας, αντιπυραυλική άμυνα και κατασκευή πυραύλων και εκρηκτικών, σύμφωνα με επίσημες κυβερνητικές ανακοινώσεις και αμυντικά έγγραφα σχεδιασμού.

Δύο νέοι τύποι προηγμένων αντιπλοϊκών πυραύλων, που θα εκτοξεύονται από κινητούς εκτοξευτές, βρίσκονται υπό αξιολόγηση, με την τελική απόφαση να αναμένεται έως το 2026.

Μελλοντικές εκδόσεις ενός από τους υποψήφιους πυραύλους, του Precision Strike Missile της Lockheed Martin, εκτιμάται ότι θα έχουν εμβέλεια έως και 1.000 χλμ και θα μπορούν να εκτοξεύονται από εκτοξευτές HIMARS (High Mobility Artillery Rocket System). Η Αυστραλία έχει ήδη παραγγείλει 42 εκτοξευτές HIMARS από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με την ένταξή τους σε υπηρεσία να προγραμματίζεται για το 2026-2027, σύμφωνα με το υπουργείο Άμυνας.

Ο Μικ Ράιαν, απόστρατος υποστράτηγος του αυστραλιανού στρατού, δήλωσε ότι οι νέοι πύραυλοι θα προσδώσουν στην Αυστραλία ισχυρή αποτρεπτική ικανότητα έναντι πιθανών αντιπάλων.

«Θα μπορούσε να τοποθετηθεί ένας εκτοξευτής HIMARS με έναν αντιπλοϊκό πύραυλο στο Σίδνεϊ και να έχει τη δυνατότητα να πλήξει ένα από αυτά τα πλοία», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Παράλληλα, η Αυστραλία έχει παραγγείλει νέους πυραύλους μεγάλης εμβέλειας και για το πολεμικό ναυτικό και την αεροπορία της.

Εντονότερη κινεζική παρουσία στην περιοχή

Οι αποφάσεις αυτές ακολουθούν τις πρόσφατες αναφορές για την παρουσία τριών κινεζικών πολεμικών πλοίων — μιας φρεγάτας, ενός πλοίου ανεφοδιασμού και ενός από τα πλέον ισχυρά καταδρομικά του Πεκίνου—στα ανοιχτά των αυστραλιανών ακτών από τα τέλη Φεβρουαρίου.

Στις 21 Φεβρουαρίου, εμπορικές πτήσεις εκτράπηκαν όταν τα κινεζικά πολεμικά πλοία ξεκίνησαν άσκηση με πραγματικά πυρά στη Θάλασσα της Τασμανίας, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση της Αυστραλίας ή της Νέας Ζηλανδίας.

Ενώ η υπουργός Εξωτερικών Πένι Γουόνγκ συναντήθηκε με τον Κινέζο ομόλογό της Γουάνγκ Γι λίγες ώρες μετά την άσκηση, η αντιπολίτευση ζήτησε πιο άμεση αντίδραση απέναντι στο Πεκίνο.

«Το γεγονός ότι κινεζικά πολεμικά πλοία πραγματοποιούν προκλητικές ασκήσεις με πραγματικά πυρά στα ανοιχτά των ακτών μας — ακριβώς μεταξύ της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας — επιβάλλοντας εκτροπές πτήσεων, είναι κάτι το εμπρηστικό, επικίνδυνο και απαράδεκτο», δήλωσε ο Λίνκολν Πάρκερ, πρώην πρόεδρος του Κλάδου Πολιτικής Άμυνας και Εθνικής Ασφάλειας του Φιλελεύθερου Κόμματος.

«Η Κίνα έχει επιτεθεί σε δύτες του αυστραλιανού ναυτικού, σε αεροσκάφη μας και τώρα ρίχνει πραγματικά πυρά στα ύδατά μας. Τι θα ακολουθήσει;» αναρωτήθηκε.

Ανησυχία για την αυξανόμενη στρατιωτική δραστηριότητα της Κίνας

Ο Τζο Κίρι, ανώτερος αναλυτής στο Ινστιτούτο Πολιτικής Στρατηγικής της Αυστραλίας (ASPI), δήλωσε ότι η πρόσφατη ανάπτυξη κινεζικών δυνάμεων γύρω από την Αυστραλία είναι πρωτοφανής αλλά όχι μοναδική.

«Τα τελευταία χρόνια, το ναυτικό της Κίνας έχει αναπτύξει μια σειρά από σκάφη στην περιοχή της Αυστραλίας, συμπεριλαμβανομένων υπερσύγχρονων πολεμικών πλοίων, πλοίων ανεφοδιασμού, πλοίων συλλογής πληροφοριών, ερευνητικών πλοίων, πλοίων υποστήριξης δορυφόρων και νοσοκομειακών πλοίων», ανέφερε σε άρθρο του στις 10 Μαρτίου στην ιστοσελίδα του ASPI.

Οι αυστραλιανές αρχές ασφαλείας εκτιμούν ότι οι εμφανίσεις των κινεζικών πολεμικών πλοίων στις ακτές της χώρας θα γίνονται ολοένα και συχνότερες και πιο επιθετικές.

«Η μεγαλύτερη και λιγότερο διαφανής στρατιωτική συγκέντρωση από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σημαίνει ότι [ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός] θα μπορεί να επιχειρεί σε μεγαλύτερες αποστάσεις από την ηπειρωτική Κίνα, σε μεγαλύτερους αριθμούς, συμπεριλαμβανομένων των άμεσων θαλάσσιων και εναέριων χώρων της Αυστραλίας», δήλωσε ο Άντριου Σίρερ, γενικός διευθυντής της εθνικής υπηρεσίας πληροφοριών, σε κοινοβουλευτική ακρόαση στις 24 Φεβρουαρίου.

«Αυτή είναι η νοτιότερη περιοχή στην οποία έχει επιχειρήσει ομάδα κρούσης του Πολεμικού Ναυτικού της Κίνας και τουλάχιστον κάποιες από τις δραστηριότητές της φαίνεται να έχουν σχεδιαστεί για να είναι προκλητικές», είπε.

Ο Κίρι προειδοποίησε ότι η παρακολούθηση και η διαχείριση της αυξανόμενης ναυτικής παρουσίας της Κίνας στην περιοχή της Αυστραλίας θα ασκήσει μεγαλύτερη πίεση στις στρατιωτικές δυνατότητες της χώρας τα επόμενα χρόνια.

Η Αυστραλία ξοδεύει σήμερα περίπου το 2% του ΑΕΠ της για την άμυνα, με την πρόβλεψη να αυξηθεί στο 2,3% έως το 2034, φέρνοντάς την στο ίδιο επίπεδο με το τρέχον αμυντικό κόστος του Ηνωμένου Βασιλείου και μπροστά από αυτό της Γαλλίας.

Τραμπ προς Πούτιν: «Δείξτε έλεος στους χιλιάδες Ουκρανούς στρατιώτες που έχουν περικυκλωθεί»

Σε μια έκκληση προς τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ζήτησε να δείξει έλεος στους «χιλιάδες Ουκρανούς στρατιώτες» που έχουν περικυκλωθεί από ρωσικές δυνάμεις, σε μια στιγμή που εντείνονται οι προσπάθειες για μια προσωρινή κατάπαυση του πυρός διάρκειας 30 ημερών.

Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social στις 14 Μαρτίου, ο Τραμπ δήλωσε ότι η κυβέρνησή του είχε «παραγωγικές συνομιλίες με τη ρωσική πλευρά» και ότι υπάρχει «μεγάλη πιθανότητα αυτός ο φρικτός, αιματηρός πόλεμος να τελειώσει επιτέλους».

«Αλλά, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, χιλιάδες Ουκρανοί στρατιώτες είναι εντελώς περικυκλωμένοι από τον ρωσικό στρατό, και βρίσκονται σε πολύ άσχημη και ευάλωτη θέση», τόνισε ο Τραμπ με κεφαλαία γράμματα.

«Έχω ζητήσει έντονα από τον πρόεδρο Πούτιν να δείξει έλεος στις ζωές τους. Αυτή θα ήταν μια φρικτή σφαγή, που δεν έχει ξαναδεί ο κόσμος από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Θεός να τους ευλογεί όλους!!!»

Η μάχη για την περιοχή του Κουρσκ

Παρόλο που ο Τραμπ δεν διευκρίνισε πού ακριβώς έχουν περικυκλωθεί οι Ουκρανοί στρατιώτες, η έκκλησή του συμπίπτει με αναφορές του ρωσικού στρατού για πρόσφατη πρόοδο στην επανάκτηση τμήματος της συνοριακής περιοχής του Κουρσκ, την οποία οι ουκρανικές δυνάμεις κατέχουν από τον Αύγουστο.

Ο Πούτιν, μιλώντας σε συνέντευξη Τύπου στο Κρεμλίνο στις 13 Μαρτίου, προέβαλε τις ρωσικές προόδους στην περιοχή του Κουρσκ και ισχυρίστηκε ότι οι ουκρανικές δυνάμεις στην περιοχή είναι απομονωμένες με ελάχιστες πιθανότητες ασφαλούς υποχώρησης, ενώ οι ρωσικές δυνάμεις τις υπερτερούν σε πυροδύναμη.

Η πρόταση για 30ήμερη κατάπαυση του πυρός

Η κυβέρνηση Τραμπ έχει καλέσει για μια προσωρινή κατάπαυση του πυρός, παρουσιάζοντάς την ως ευκαιρία για την προώθηση συνομιλιών για μια πιο μόνιμη ειρήνη μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.

Το Κίεβο έχει εκφράσει υποστήριξη για την προσωρινή παύση των μαχών, αλλά η Μόσχα έχει αποφύγει την πλήρη υποστήριξη του σχεδίου.

Ο Πούτιν δήλωσε ότι είναι ανοιχτός σε μια 30ήμερη κατάπαυση του πυρός μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, αλλά είπε ότι έχει ερωτήσεις σχετικά με το πώς ακριβώς θα προχωρήσει η συμφωνία.

«Πρώτον, τι θα κάνουμε με το τμήμα εισβολής στην περιοχή του Κουρσκ; Τι θα σήμαινε αν σταματήσουμε τα πυρά για 30 ημέρες;», ρώτησε ο Πούτιν. «Σημαίνει αυτό ότι όσοι βρίσκονται εκεί θα φύγουν απλώς χωρίς μάχη; Πρέπει να τους αφήσουμε να φύγουν αφού διέπραξαν πολυάριθμα ειδεχθή εγκλήματα κατά αμάχων; Ή θα εκδώσει η ουκρανική ηγεσία εντολή να καταθέσουν τα όπλα τους και απλά να παραδοθούν;»

Ο Πούτιν εξέφρασε επίσης ανησυχίες ότι η Ουκρανία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την περίοδο της κατάπαυσης του πυρός ως ευκαιρία για να προετοιμάσει τις δυνάμεις της για περισσότερες μάχες αντί να προχωρήσει προς μια πιο μόνιμη ειρηνευτική διευθέτηση.

Διπλωματικές κινήσεις

Καθώς η Ουκρανία έδειξε την υποστήριξή της για το σχέδιο προσωρινής κατάπαυσης του πυρός αυτή την εβδομάδα, η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε ότι θα επαναλάβει την ανταλλαγή πληροφοριών και τη βοήθεια ασφαλείας για την Ουκρανία, αντιστρέφοντας μια παύση που είχε διατάξει νωρίτερα αυτό το μήνα.

Ο ειδικός απεσταλμένος του Λευκού Οίκου, Στιβ Γουίτκοφ, αναχώρησε για τη Μόσχα νωρίτερα αυτή την εβδομάδα. Σύμφωνα με το ρωσικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων TASS, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, ανέφερε την Παρασκευή ότι ο Πούτιν είχε συναντηθεί με τον Γουίτκοφ την προηγούμενη ημέρα.

Ο Πεσκόφ είπε ότι ο απεσταλμένος του Λευκού Οίκου παρείχε κάποιες πληροφορίες στον Πούτιν, ο οποίος στη συνέχεια «μετέφερε πληροφορίες και πρόσθετα σήματα στον πρόεδρο Τραμπ». Ο Πεσκόφ δεν παρείχε πρόσθετες λεπτομέρειες σχετικά με τη συνάντησή τους.

Η αντίδραση του Ζελένσκι

Μιλώντας με δημοσιογράφους την Παρασκευή, η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Καρολίν Λέβιτ, επιβεβαίωσε ότι ο Γουίτκοφ συναντήθηκε με τον Πούτιν την προηγούμενη ημέρα. Η Λέβιτ είπε ότι ο Τραμπ δεν είχε επικοινωνήσει με τον Ρώσο ηγέτη τηλεφωνικά κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Γουίτκοφ.

Συζητώντας την πρόταση κατάπαυσης του πυρός την Πέμπτη, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι επέμεινε ότι η Ουκρανία είναι έτοιμη να προχωρήσει με την προσωρινή κατάπαυση του πυρός, αλλά είπε ότι ο Πούτιν περιπλέκει σκόπιμα τη διαδικασία.

«Ο Πούτιν φοβάται να πει στον πρόεδρο Τραμπ άμεσα ότι θέλει να συνεχίσει αυτόν τον πόλεμο και να συνεχίσει να σκοτώνει Ουκρανούς», δήλωσε ο Ζελένσκι. «Γι’ αυτό, στη Μόσχα, περιβάλλουν την ιδέα της κατάπαυσης του πυρός με τέτοιες προϋποθέσεις που είτε αποτυγχάνει είτε παρατείνεται όσο το δυνατόν περισσότερο».

Οι ΗΠΑ δηλώνουν υποστήριξη στην Ουκρανία μαζί με τους συμμάχους G7, προτρέποντας την Ρωσία να αποδεχθεί εκεχειρία

Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσχώρησαν στους συμμάχους της Ομάδας των Επτά (G7) την Παρασκευή για να εκφράσουν «ακλόνητη υποστήριξη» για την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας και να προτρέψουν τη Ρωσία να αποδεχθεί μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός που θα τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Τα κράτη της G7 καλωσόρισαν μια συμφωνία εκεχειρίας 30 ημερών με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ, στην οποία η Ουκρανία συμφώνησε, και κάλεσαν τη Ρωσία να «ανταποδώσει συμφωνώντας σε μια κατάπαυση του πυρός επί ίσοις όροις».

Σε κοινό ανακοινωθέν, τα έθνη της G7 συμφώνησαν στην ανάγκη για «ισχυρές και αξιόπιστες ρυθμίσεις ασφαλείας» για να διασφαλιστεί ότι η Ουκρανία μπορεί να αμυνθεί από πιθανή μελλοντική ρωσική επιθετικότητα κατά τη διάρκεια εκεχειρίας.

Οι υπουργοί Εξωτερικών της G7 από τον Καναδά, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ιαπωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με την Ευρωπαϊκή Ένωση, εξέδωσαν τη δήλωση μετά από συνάντηση στο Σαρλεβουά του Καναδά.

Οι υπουργοί συζήτησαν την επιβολή πρόσθετων κυρώσεων στη Ρωσία εάν αρνηθεί να συμφωνήσει σε κατάπαυση του πυρός, συμπεριλαμβανομένων ανώτατων ορίων τιμών πετρελαίου και αυξημένης υποστήριξης προς την Ουκρανία.

Εξέτασαν επίσης τη χρήση έκτακτων εσόδων που προέρχονται από ακινητοποιημένα ρωσικά κρατικά περιουσιακά στοιχεία, σύμφωνα με τη δήλωση.

Η Ουκρανία συμφώνησε να συνάψει εκεχειρία 30 ημερών με τη Ρωσία μετά τις συνομιλίες στις 11 Μαρτίου μεταξύ Ουκρανών και Αμερικανών αξιωματούχων στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, με τη σειρά τους, ξεκίνησαν εκ νέου τις προμήθειες όπλων και την ανταλλαγή πληροφοριών με την Ουκρανία.

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν εξέφρασε την υποστήριξή του στις προσπάθειες κατάπαυσης πυρός, αλλά επέμεινε ότι πρέπει να επιλυθούν οι υπόλοιπες ανησυχίες προτού συμφωνήσει να σταματήσει την εισβολή.

Μιλώντας σε δημοσιογράφους στο Σαρλεβουά, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο είπε ότι τα μέλη της G7 εξέδωσαν μια «πολύ ισχυρή δήλωση» που αντικατοπτρίζει τις αμοιβαίες ανησυχίες των συμμάχων.

«Νομίζω ότι υπάρχει λόγος να είμαστε προσεκτικά αισιόδοξοι, αλλά με την ίδια λογική συνεχίζουμε να αναγνωρίζουμε ότι πρόκειται για μια δύσκολη και περίπλοκη κατάσταση. Δεν θα είναι εύκολο», είπε. «Αλλά σίγουρα αισθανόμαστε ότι βρισκόμαστε τουλάχιστον μερικά βήματα πιο κοντά στον τερματισμό αυτού του πολέμου και την ειρήνη».

Η υπουργός Εξωτερικών του Καναδά, Μέλανι Τζόλι, δήλωσε ότι τα μέλη της G7 έχουν «ισχυρή ενότητα» για την υπεράσπιση της Ουκρανίας και θα υποστηρίξουν μια πρόταση κατάπαυσης του πυρός που υποστηρίζεται από Ουκρανούς.

Η Τζόλι είπε ότι η μπάλα βρίσκεται τώρα «στο γήπεδο της Ρωσίας», και εξαρτάται από εκείνη να δείξει ότι είναι επίσης έτοιμη για κατάπαυση του πυρός, προσθέτοντας ότι η G7 «μελετά» την απάντηση της Ρωσίας στην πρόταση των ΗΠΑ για κατάπαυση του πυρός.

Πέρα από την ιδέα της άμεσης κατάπαυσης πυρός, η Ρωσία υπέβαλε στις Ηνωμένες Πολιτείες μια λίστα με αιτήματα για μια συμφωνία για τον τερματισμό του πολέμου κατά της Ουκρανίας και την επαναφορά των σχέσεων με την Ουάσιγκτον.

Ο Πούτιν προσέθεσε ότι εάν η Μόσχα και η Ουάσιγκτον συμφωνήσουν για ενεργειακή συνεργασία, αυτό θα σήμαινε πιθανόν και την επανεκκίνηση της προμήθειας φυσικού αερίου στην Ευρώπη, αφού η Ρωσία έχει χάσει τον ρόλο του κύριου προμηθευτή της ηπείρου εξαιτίας του πολέμου.

Με τη συμβολή του Andrew Thornebrooke 

Βολιβία: Συμβόλαιο-παγίδα για το λίθιο με Κίνα και Ρωσία

Έντονες αντιδράσεις έχουν ξεσπάσει στη Βολιβία σχετικά με τις νέες συμβάσεις που υπέγραψαν οι αρχές με κινεζικές και ρωσικές εταιρείες για την εκμετάλλευση των τεράστιων αποθεμάτων λιθίου της χώρας. Οι τοπικές κοινότητες διαμαρτύρονται για συμφωνίες που δεν προσφέρουν οφέλη στους πολίτες και δημιουργούν δυσανάλογο οικονομικό ρίσκο για τη Βολιβία.

Σύμφωνα με νομικούς και ειδικούς σε θέματα φυσικών πόρων, η κρατική εταιρεία ενέργειας YLB προχώρησε σε μία «καταστροφική» συμφωνία. Η ανακοίνωση της κυβέρνησης για τη σύμπραξη με την εταιρεία CBC Investment Limited από το Χονγκ Κονγκ και τη ρωσική Uranium One Group έγινε στις 26 Νοεμβρίου 2024, ωστόσο τα συμβόλαια δεν δημοσιοποιήθηκαν άμεσα, γεγονός που προκάλεσε υποψίες, ιδίως στους κατοίκους της περιοχής Ποτοσί, όπου θα επεκταθούν οι εξορυκτικές δραστηριότητες.

Το περιεχόμενο των συμβολαίων

Η συμφωνία με την Κίνα προβλέπει τη δημιουργία δύο νέων εργοστασίων και την ετήσια παραγωγή 35.000 τόνων ανθρακικού λιθίου. Παράλληλα, η ρωσική πλευρά στοχεύει στην εξόρυξη 14.000 τόνων ετησίως. Ο διευθύνων σύμβουλος της YLB, Όμαρ Αλαρκόν, ανέφερε ότι η σύμβαση διασφαλίζει την κυριότητα των εγκαταστάσεων από την YLB, η οποία θα λαμβάνει το 51% των εσόδων, ενώ θα έχει τον πλήρη έλεγχο της εμπορίας του προϊόντος.

Ωστόσο, τα πλήρη στοιχεία των συμβολαίων με τη Ρωσία δεν έχουν δημοσιοποιηθεί, προκαλώντας περαιτέρω ανησυχίες. Το τοπικό ειδησεογραφικό μέσο El Deber αποκάλυψε ορισμένες λεπτομέρειες τον Σεπτέμβριο του 2024, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας από την Uranium One Group πίσω στη Βολιβία και τον οικονομικό κίνδυνο που αναλαμβάνει η YLB.

Όταν οι λεπτομέρειες της σύμβασης με την Κίνα έγιναν γνωστές, ακολούθησαν διαδηλώσεις, με τους πολίτες να απαιτούν την ακύρωσή της και να επικρίνουν τη διοίκηση του προέδρου Λουίς Άρσε.

Οικονομικοί όροι και αμφιλεγόμενες ρυθμίσεις

Η σύμβαση δίνει στην Κίνα το δικαίωμα εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων για 36 χρόνια, με δυνατότητα επέκτασης στα 42. Επιπλέον, η Βολιβία είναι υποχρεωμένη να καλύψει το κόστος ενέργειας και τις δαπάνες εξαγωγής και καθαρισμού του λιθίου. Παράλληλα, η Κίνα έχει το δικαίωμα να αποχωρήσει από τη συμφωνία ανά πάσα στιγμή, ενώ αν η Βολιβία επιδιώξει ακύρωση, θα πρέπει να επιστρέψει τις επενδύσεις με τόκο 12%.

Το Ποτοσί, μία από τις φτωχότερες περιοχές της χώρας, θα λαμβάνει μόλις το 3% των εσόδων, ενώ το 48% θα καταλήγει στην YLB. Επιπλέον, το κόστος παραγωγής εκτιμάται στα 30.000 δολάρια ανά τόνο, τη στιγμή που η τρέχουσα τιμή του λιθίου στην αγορά κυμαίνεται γύρω στα 10.000 δολάρια ανά τόνο, προκαλώντας απορίες για την οικονομική βιωσιμότητα της συμφωνίας.

Η πρώτη ύλη για την παραγωγή ανθρακικού λιθίου. (Gaston Brito Miserocchi/Getty Images)

 

Αντιδράσεις και νομικές επιπτώσεις

Οι επικριτές των συμφωνιών προειδοποιούν ότι η Βολιβία μπορεί να καταλήξει να πληρώνει υπέρογκα ποσά για την ακύρωσή τους, ενώ εκφράζονται και υποψίες ότι μπορεί να αποτελούν βιτρίνα για ξέπλυμα χρήματος. Αντίστοιχα φαινόμενα έχουν καταγραφεί στο παρελθόν, όπως στην υπόθεση του πρώην υπουργού Αρτούρο Κάρλος Μουρίγιο Πρίγικ, ο οποίος το 2022 δήλωσε ένοχος για συνωμοσία με σκοπό το ξέπλυμα χρήματος.

Οι αντιδράσεις απέναντι στη συμφωνία είναι έντονες. Στις 14 Φεβρουαρίου, ο πρόεδρος της Πολιτικής Επιτροπής του Ποτοσί, Αλμπέρτο Πέρεζ, ανακοίνωσε σειρά απεργιών και διαδηλώσεων, ενώ στους δρόμους εμφανίστηκαν πανό με το σύνθημα «Το λίθιο ανήκει στους Βολιβιανούς».

Στο μεταξύ, ο πρώην πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Μεταλλείων της Βολιβίας, Έκτορ Κόρδοβα, τόνισε ότι οι συμβάσεις θέτουν την τιμή πώλησης του λιθίου μεταξύ 26.000 και 29.000 δολαρίων ανά τόνο, πολύ υψηλότερα από την τρέχουσα αγοραία τιμή, γεγονός που μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας.

Το πολιτικό παρασκήνιο και η προεκλογική συγκυρία

Η συγκυρία των εξελίξεων δεν περνά απαρατήρητη, καθώς η κυβέρνηση του Άρσε βρίσκεται αντιμέτωπη με εκλογές τον Αύγουστο. Αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι νέες συμφωνίες μπορεί να αποτελούν μέσο για τη δημιουργία οικονομικών αποθεμάτων από κυβερνητικούς αξιωματούχους πριν από την πιθανή αποχώρησή τους από την εξουσία.

Το ιστορικό των αμφιλεγόμενων οικονομικών συμφωνιών στη Βολιβία ενισχύει την καχυποψία, ενώ πολλοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η υπόθεση θυμίζει προηγούμενες περιπτώσεις διαχείρισης των φυσικών πόρων της χώρας, όπως ο λεγόμενος «Πόλεμος του Αερίου» του 2003.

Ο νομικός Μπενχαμίν Τόρρες υποστηρίζει ότι υπάρχει νομική βάση για την ακύρωση των συμβάσεων βάσει του νόμου 221, ο οποίος προβλέπει ποινές φυλάκισης έως και 10 ετών για δημόσιους αξιωματούχους που υπογράφουν επιζήμιες για το κράτος συμβάσεις. Ο ίδιος θεωρεί ότι ο νόμος ισχύει και για τον ίδιο τον πρόεδρο Άρσε.

Καθώς η συμφωνία αναμένει την έγκριση της Γερουσίας, οι κοινωνικές αναταραχές αυξάνονται, με τους πολίτες να απαιτούν διαφάνεια και λογοδοσία από την κυβέρνηση.

Της Autumn Spredemann

Το Βερολίνο ψηφίζει σχέδιο για αμυντικές δαπάνες 500 δισ. μετά από συμφωνία με τους Πράσινους

Μια συμφωνία για ένα σχέδιο αμυντικών δαπανών ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ θα προχωρήσει αφού ο εν αναμονή καγκελάριος της Γερμανίας Φρίντριχ Μερτς προσέφερε καθαρές μηδενικές παραχωρήσεις στους Πράσινους.

Ο ηγέτης της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης και νικητής των ομοσπονδιακών εκλογών του περασμένου μήνα συγκέντρωνε υποστήριξη για μια τεράστια δαπάνη μισού τρισεκατομμυρίου ευρώ με στόχο τον εκσυγχρονισμό του στρατού και την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης.

Ο Μερτς είπε την Παρασκευή ότι είχε εξασφαλίσει την κρίσιμη υποστήριξη των Πρασίνων.

Έπρεπε να βασιστεί σε αυτές τις ψήφους για να προωθήσει τις συνταγματικές αλλαγές για να επιτρέψει ένα τέτοιο χρέος.

Το αριστερό περιβαλλοντικό κόμμα είπε ότι θα υποστήριζαν τη χαλάρωση των κανόνων για το χρέος μόνο εάν υπήρχε πραγματική υποστήριξη για τις πολιτικές για το κλίμα.

Αρχικά, ο Μερτς είπε ότι θα μπορούσε να διαθέσει έως και 50 δισεκατομμύρια ευρώ από το ταμείο υποδομής για τις κλιματικές πολιτικές για να προσπαθήσει να άρει την αντίθεση στο σχέδιό του.

Σε ανάρτησή της στο X, η αρχηγός του δεξιού κόμματος AFD, Άλις Βάιντελ, είπε ότι το ποσό που δεσμεύτηκε από τις «καθαρές, μηδενικών εκπομπών» πολιτικές είναι τώρα 100 δισεκατομμύρια ευρώ.

Τα κόμματα που επιδιώκουν να σχηματίσουν την επόμενη κυβέρνηση της Γερμανίας, το CDU και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), θέλουν να χαλαρώσουν τους δημοσιονομικούς περιορισμούς για να εξαιρέσουν τις αμυντικές δαπάνες από το συνταγματικά κατοχυρωμένο φρένο χρέους της χώρας.

Η συμφωνία ανοίγει τον δρόμο για την έγκριση του πακέτου από το κοινοβούλιο την επόμενη εβδομάδα.

Ο Μερτς ήταν σίγουρος ότι θα μπορούσε να εξασφαλίσει τα κεφάλαια πριν συγκληθεί το νέο κοινοβούλιο στις 25 Μαρτίου.

Στη Γερμανία, σπάνια υπάρχει νομοθετική πλειοψηφία, επομένως τα κόμματα πρέπει να προσπαθήσουν να κυβερνήσουν μέσω μιας κυβέρνησης μειοψηφίας, στηριζόμενα σε σχηματιζόμενους εκείνη την στιγμή κοινοβουλευτικούς συνασπισμούς.

Οι διαπραγματεύσεις για τον συνασπισμό θα μπορούσαν πάντα να καταρρεύσουν, αφήνοντας τον Μερτς να πρέπει να σχηματίσει μια ασθενέστερη κυβέρνηση μειοψηφίας με περισσότερους αριστερούς εταίρους όπως οι Πράσινοι, οι οποίοι έλαβαν πάνω από 11% των ψήφων.

Το AfD κατηγόρησε τον Μερτς ότι αγνοεί τη δημοκρατική βούληση του λαού.

Το AfD στη δεύτερη θέση με 20,8% των ψήφων στις γενικές εκλογές. Ωστόσο, ο Μερτς απέκλεισε το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης με το κόμμα, παρόλο που αυτό θα εξασφάλιζε μια σταθερή πλειοψηφία.

Στις 10 Μαρτίου, το AfD κατέθεσε μια επείγουσα νομική πρόταση στο Συνταγματικό Δικαστήριο αμφισβητώντας τα σχέδια για άντληση νέου χρέους.

Το δημοκρατικό-σοσιαλιστικό κόμμα Die Linke που σημαίνει «η Αριστερά», που κέρδισε το 8,8% των ψήφων, αντιτίθεται στις στρατιωτικές δαπάνες, αλλά θέλει να καταργήσει το φρένο του χρέους εάν τα χρήματα δαπανηθούν για την πρόνοια και όχι για την άμυνα.

Λίγο πριν τις εκλογές, ο Ραλφ Σέλχαμμερ, πολιτικός θεωρητικός και επικεφαλής του Κέντρου Εφαρμοσμένης Ιστορίας στο Mathias Corvinus Collegium, δήλωσε στην Epoch Times ότι ο Μερτς κινδύνευε να τραβηχτεί προς τα αριστερά για να σχηματίσει συνασπισμό.

Ο Σέλχαμμερ είπε ότι οι άνθρωποι θα ψηφίσουν τον Μερτς επειδή θέλουν μια κεντροδεξιά κυβέρνηση, αλλά πιθανότατα θα καταλήξουν «να αποκτήσουν μια ελαφρώς αριστερή κυβέρνηση επειδή είναι μόνος».

Είπε ότι ο Μερτς «κατέστρεψε πλήρως τις διαπραγματεύσεις» δηλώνοντας ότι δεν θα κυβερνούσε ποτέ με το AfD.

«Λέει στους Πράσινους και τους Σοσιαλδημοκράτες: ‘Μπορώ να διαπραγματευτώ μόνο μαζί σας’», είπε τότε ο Σέλχαμμερ.

Φρένο χρέους

Το CDU και το SPD συμφώνησαν να εξαιρέσουν τις αμυντικές δαπάνες άνω του 1% του ΑΕΠ από το αυστηρό συνταγματικό όριο δανεισμού της Γερμανίας, γνωστό ως φρένο χρέους.

Το φρένο περιορίζει τον διαρθρωτικό καθαρό δανεισμό της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στο 0,35 τοις εκατό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, προσαρμοσμένο για τον οικονομικό κύκλο.

Περίπου το 60% των Γερμανών είναι υπέρ της διατήρησης του φρένου χρέους.

Ο Μερτς κλήθηκε να το χαλαρώσει για να αυξήσει τις δαπάνες, αν και μια τέτοια μεταρρύθμιση θα απαιτούσε την υποστήριξη των δύο τρίτων στο Κοινοβούλιο.

Η κίνηση για τη δημιουργία ενός ταμείου υποδομής και η αναθεώρηση των κανόνων δανεισμού σηματοδοτεί μια σημαντική ρήξη από τη δημοσιονομική ορθότητα της εποχής της Άνγκελα Μέρκελ.

Τα μέτρα θα μπορούσαν να αυξήσουν το επίπεδο χρέους της Γερμανίας στα 3,6 τρισεκατομμύρια ευρώ ή περίπου στο 72% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος έως το 2029, δήλωσε ο αναλυτής της Scope, Άικο Σίβερτ, νωρίτερα αυτόν τον μήνα.

Αυτό θα ήταν σημαντικά υψηλότερο από τον δείκτη 63% στο τέλος του 2024, αλλά θα εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο από το προηγούμενο υψηλό του 80% το 2010 μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση.

Του Όουεν Έβανς

Με πληροφορίες από το Reuters 

Μπέσσεντ: Η συμφωνία ΗΠΑ-Ουκρανίας για τα ορυκτά θα μεταμορφώσει το κατεστραμμένο από τον πόλεμο έθνος και θα προστατεύσει τους φορολογούμενους των ΗΠΑ

Ο υπουργός Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Σκοτ Μπέσσεντ, δήλωσε στις 22 Φεβρουαρίου ότι η προτεινόμενη οικονομική συνεργασία του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ με την Ουκρανία θα ωφελήσει και τις δύο χώρες, αφ’ ενός διασφαλίζοντας τα συμφέροντα των φορολογουμένων των ΗΠΑ αφ΄ετέρου συμβάλλοντας στη μεταπολεμική ανάκαμψη της Ουκρανίας, μετατρέποντας τη χώρα σε μια χώρα πλούσια και σταθερή.

Σε άρθρο των Financial Times, στις 22 Φεβρουαρίου, ο Μπέσσεντ περιέγραψε τη συμφωνία σύμφωνα με την οποία η ουκρανική κυβέρνηση θα διαθέσει τα έσοδά της από φυσικούς πόρους, υποδομές και άλλα περιουσιακά στοιχεία σε ένα ταμείο αφιερωμένο στη μακροπρόθεσμη ανασυγκρότηση και ανάπτυξη, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν οικονομικά δικαιώματα και δικαιώματα διακυβέρνησης σε αυτές τις μελλοντικές επενδύσεις.

«Αυτή η δομή και σχέση φέρνουν τα υψηλά πρότυπα διαφάνειας, λογοδοσίας, εταιρικής διακυβέρνησης και νομικών πλαισίων που είναι απαραίτητα για την προσέλκυση των ισχυρών ιδιωτικών επενδύσεων για μεταπολεμική ανάπτυξη στην Ουκρανία», επεσήμανε. «Η ανάμειξη των ΗΠΑ δεν θα άφηνε κανένα περιθώριο για διαφθορά και εμπιστευτικές συμφωνίες.»

Ο Μπέσσεντ τόνισε ότι το σχέδιο δεν θα επιβαρύνει την Ουκρανία με χρέος ούτε θα μεταβιβάσει τα ουκρανικά περιουσιακά στοιχεία στην ιδιοκτησία των ΗΠΑ, διαφοροποιώντας το από τις οικονομικές στρατηγικές που χρησιμοποιούνται από άλλους παγκόσμιους παράγοντες.

«Η καινοτόμος προσέγγιση του προέδρου Τραμπ αντιπροσωπεύει ένα νέο μοντέλο για παραγωγική διεθνή συνεργασία. Ας είμαστε επίσης σαφείς ως προς το τι δεν είναι αυτό. Οι ΗΠΑ δεν θα αναλάμβαναν την ιδιοκτησία φυσικών περιουσιακών στοιχείων της Ουκρανίας. Ούτε θα επιβάρυναν την Ουκρανία με περισσότερο χρέος», δήλωσε ο Μπέσσεντ, προσθέτοντας ότι η συμφωνία δεν περιλαμβάνει καμία «οικονομική πίεση» στο Κίεβο που θα υπονόμευε την κυριαρχία του.

Αν και ο Μπέσσεντ δεν ονόμασε καμία συγκεκριμένη χώρα, η Κίνα είναι γνωστή για τη διπλωματία της «παγίδας του χρέους» που εφαρμόζει, η οποία συνεπάγεται την επιβάρυνση άλλων χωρών με δυσβάσταχτο χρέος – όταν δεν μπορούν να αποπληρώσουν, η Κίνα αναλαμβάνει την κυριότητα των πόρων ή των υποδομών τους.

«Αυτός ο τύπος οικονομικής πίεσης, ενώ ασκείται από άλλους παγκόσμιους παράγοντες, δεν θα προωθούσε ούτε τα αμερικανικά ούτε τα ουκρανικά συμφέροντα», ανέφερε ο Μπέσσεντ. «Για να δημιουργηθεί μεγαλύτερη αξία μακροπρόθεσμα, οι ΗΠΑ πρέπει να επενδύσουν στο πλευρό του λαού της Ουκρανίας, έτσι ώστε και οι δύο πλευρές να έχουν κίνητρα να κερδίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα.»

Ο Μπέσσεντ είπε ότι τα έσοδα από τους φυσικούς πόρους της Ουκρανίας θα επανεπενδυθούν σε βασικούς τομείς που θα οδηγήσουν στην οικονομική επέκταση, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι οι χώρες που δεν υποστήριξαν την άμυνα της Ουκρανίας δεν θα επωφεληθούν από την ανοικοδόμησή της. Επεσήμανε τον οικονομικό μετασχηματισμό της Πολωνίας μετά το 1992 ως μοντέλο για την πιθανή ανάπτυξη της Ουκρανίας, αναφέροντας διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, επενδύσεις σε υποδομές και ξένες επενδύσεις ως βασικούς παράγοντες για τον τριπλασιασμό του μεγέθους της οικονομίας της Πολωνίας, αφότου ο λαός της ανέτρεψε τον κομμουνισμό και εισήλθε στην ελεύθερη αγορά.

«Η προτεινόμενη εταιρική σχέση του προέδρου Τραμπ ευθυγραμμίζει τα συμφέροντα του αμερικανικού λαού με αυτά του λαού της Ουκρανίας», είπε ο Μπέσσεντ. «Ο πρόεδρος αναγνωρίζει ότι η εθνική ασφάλεια οικοδομείται παράλληλα με την οικονομική ασφάλεια, και όσο περισσότερο επιτυχημένη και ασφαλής είναι η μεταπολεμική Ουκρανία, τόσο περισσότερο θα ωφεληθούν και ο ουκρανικός λαός και ο λαός των ΗΠΑ».

Ο Μπέσσεντ είπε ότι η συνεργασία θα θέσει τα θεμέλια για μια διαρκή ειρήνη και θα ενισχύσει την κυριαρχία και την επιτυχία της Ουκρανίας.

Η Ουκρανία δεν έχει απαντήσει στην τελευταία πρόταση.

Ο πρόεδρος της ουκρανικής Βουλής Ρουσλάν Στεφάντσουκ είπε σε τοπικά ΜΜΕ ότι μια ομάδα σε κυβερνητικό επίπεδο θα αρχίσει να εργάζεται για τη συμφωνία στις 24 Φεβρουαρίου.

Ωστόσο, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι έχει ήδη απορρίψει μια προηγούμενη έκδοση της πρότασης, επειδή δεν παρείχε αρκετές εγγυήσεις ασφαλείας, βασικό αίτημα του Κιέβου, που επιδιώκει μακροπρόθεσμη σταθερότητα χωρίς την απειλή άλλης ρωσικής εισβολής.

Ο Ζελένσκι είχε δηλώσει παλαιότερα την προθυμία να καταλήξει σε συμφωνία ορυκτών με την Ουάσιγκτον με αντάλλαγμα τη στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ. Το «σχέδιο νίκης» του περιλαμβάνει ρητά προσφορά σε στρατηγικούς εταίρους για την «από κοινού προστασία των κρίσιμων πόρων της χώρας»,  καθώς και για την εξόρυξη και χρήση τους. Η Ουκρανία διαθέτει σημαντικά κοιτάσματα στρατηγικών ορυκτών, συμπεριλαμβανομένων ουρανίου, λιθίου, κοβαλτίου και στοιχείων σπάνιων γαιών, τα οποία είναι κρίσιμα για τις μπαταρίες, την τεχνολογία και τις αεροδιαστημικές εφαρμογές.

Ο Τραμπ επανέλαβε στις 22 Φεβρουαρίου την απόφασή του να μεσολαβήσει για μια ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Μιλώντας στη φετινή Διάσκεψη Συντηρητικής Πολιτικής Δράσης στα προάστια του Μέριλαντ, ο Τραμπ είπε ότι πιστεύει ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα τελειώσει σύντομα:

«Μίλησα με τον πρόεδρο Πούτιν και νομίζω ότι αυτό θα τελειώσει. Πρέπει να τελειώσει», είπε. «Είναι κάτι φριτκό. Έχω να κάνω με τον πρόεδρο Ζελένσκι. Έχω να κάνω με τον πρόεδρο Πούτιν. Θα προσπαθήσω να διευθετήσω τον πόλεμο και θα προσπαθήσω να σταματήσω όλον αυτόν τον θάνατο».

Στις 21 Φεβρουαρίου, ο Τραμπ είπε ότι η συμφωνία ήταν «πλησίαζε» στην ολοκλήρωση, ενώ η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου Κάρολαϊν Λέβιτ δήλωσε, στις 22 Φεβρουαρίου, ότι ο πρόεδρος «θα εργάζεται ολόκληρο το Σαββατοκύριακο προκειμένου να επιτευχθεί μια συμφωνία και να τερματιστεί η σύγκρουση στην Ουκρανία».