Σάββατο, 21 Ιούν, 2025

Μια συνοπτική παρουσίαση της «Θείας Κωμωδίας» του Δάντη

Το έργο της δυτικής Ευρώπης του 14ου αιώνα, με συγγραφέα τον Δάντη και τίτλο Θεία Κωμωδία, είναι ένα κλασικό βιβλίο που περιγράφει το ταξίδι του μεγάλου ποιητή στον Κάτω Κόσμο, στο Καθαρτήριο και στον Παράδεισο, με πολλές λεπτομέρειες και παραδείγματα επιφανών μορφών της ιστορίας, από την αρχαία Ελληνική έως την τότε σύγχρονή του Ιταλική, δίνοντας στους αναγνώστες γνώσεις για τη λειτουργία του θεϊκού νόμου.

Σε αντίθεση με πολλούς σύγχρονούς του άρχοντες και ιερωμένους, ο Φλωρεντίνος συγγραφέας ήταν ενάρετος, πιστός, και αφοσιωμένος σε έναν αγνό δρόμο, σύμφωνα με αυτά που αναφέρει το βιβλίο. Η Κωμωδία (όπως ήταν ο αρχικός του τίτλος) παρουσιάζει πολλές γνωστές μορφές να βρίσκονται στην κόλαση, κυρίως πολιτικούς και θρησκευτικούς επικεφαλής που με τις κακές πράξεις τους επηρέασαν την κοινωνία μαζικά. Αυτό έγινε αιτία να αποκτήσει ο Δάντης πολλούς ισχυρούς εχθρούς στη μετέπειτα ζωή του, με αποτέλεσμα την εξορία του από την Φλωρεντία, και την περιπλάνησή του στην Ιταλία.

Σαν έργο θεωρείται από τα σημαντικότερα της ιταλικής λογοτεχνίας και είχε βαθύτατη επίδραση στη θεολογία και την ηθική σκέψη της Δύσης, και θεωρείται μέχρι σήμερα κλασικό για τους πιστούς της Καθολικής Εκκλησίας.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: Κόλαση, Καθαρτήριο, Παράδεισος. Μέρη όπως η κόλαση αναφέρονται σε πολλούς πολιτισμούς, ο Δάντης είδε μια χριστιανική κόλαση.

Κόλαση

«Στα μισά του δρόμου της ζωής, βρέθηκα σε δάσος σκοτεινό, γιατί από τον σωστό δρόμο είχα παρεκκλίνει.»

Έτσι αρχίζει το Πρώτο Άσμα του βιβλίου, παρουσιάζοντας το όραμα του Δάντη και μιλώντας για την απόκλισή του από τον ενάρετο δρόμο, αφότου έχασε την αγαπημένη του Βεατρίκη και άρχισε να ενδιαφέρεται περισσότερο για διασκεδάσεις και λιγότερο για μελέτη. Μέσα στο όραμά του, ο Δάντης βρίσκει τον αγαπημένο του ποιητή Βιργίλιο, τον προχριστιανικό Ρωμαίο που έγραψε την Αινειάδα, το έπος που περιγράφει το ταξίδι του Αινεία από την Τροία στην Ιταλία, μετά την άλωση της Τροίας, και την ίδρυση του αρχαίου ιταλικού έθνους από αυτόν. Ο Δάντης είναι πολύ χαρούμενος που συναντά και μπορεί να μιλήσει με τον δάσκαλό του, όπως τον αποκαλεί.

Ο Βιργίλιος λέει στον Δάντη ότι αποστολή του, που ο Θεός του έδωσε, είναι να οδηγήσει τον Δάντη στα πεδία από τα οποία είναι πιθανό να περάσουν οι άνθρωποι μετά θάνατον. Και αυτό γίνεται ώστε ο Δάντης να μπορέσει να πει στους ανθρώπους στη γη, στην «κοιλάδα του πόνου», αυτά που είδε.

Με όμορφη, ποιητική αλλά ταυτόχρονα απλή, καθημερινή γλώσσα, με μέτρο και ομοιοκαταληξία, ο Δάντης αρχίζει να εξιστορεί το ταξίδι του στο μεταφυσικό βασίλειο, που τον έκανε γνωστό στην υφήλιο.

Ο ποιητής φτάνει στην είσοδο της κόλασης, που έχει την επιγραφή: «ΑΠΟ ΕΜΕΝΑ ΠΕΡΝΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗ ΘΛΙΒΕΡΗ ΧΩΡΑ». Ο Βιργίλιος τού λέει ότι τώρα θα πρέπει να αφήσει κάθε φόβο και να βγει από μέσα του η δειλία. Γιατί τώρα θα έβλεπε τις ψυχές που έχουν χάσει κάθε λογική. Ύστερα πιάνοντάς τον απ΄το χέρι, με γελαστό πρόσωπο, τον έβαλε μέσα στον μυστικό κόσμο.

Μετά από μια τρομακτική σκηνή στις όχθες του Αχέροντα, ο Δάντης βλέπει το πρώτο επίπεδο της Κόλασης, που είναι το μόνο που δεν είναι τρομακτικό. Έχει δροσερή χλόη, και όμορφα δάση, και εκεί βρίσκονται οι ενάρετοι μη χριστιανοί. Βλέπει τον Όμηρο, και τους Λατίνους Οράτιο, Οβίδιο και Λουκανό, τον ανιψιό του φιλοσόφου Σενέκα. «Οι ήρεμες όψεις τους δεν έδειχναν ούτε λύπη ούτε χαρά,» γράφει. Είδε επίσης τον Έκτορα, τον Αινεία και τον Καίσαρα «με το βλέμμα αετού» όπως γράφει, που στεκόταν αρματωμένος. Επίσης, τους αρχαίους σοφούς Σωκράτη και Πλάτωνα, Δημόκριτο, Θαλή, Αναξαγόρα, Ευκλείδη και Ιπποκράτη, και άλλους. Μίλησε για λίγο μαζί τους και του είπαν ότι βρίσκονται εκεί επειδή δεν είχαν την τύχη να γνωρίσουν τον Χριστό. Η λάμψη και η ομορφιά του μέρους, όπως περιγράφονται στο ποίημα, μεταφέρουν μια ιδιαίτερη αίσθηση.

Η λάμψη όμως εκεί σταματούσε. Τα επόμενα μέρη ήταν πραγματικά σαν κόλαση. Ο Δάντης περιγράφει την κόλαση σαν μια σειρά επιπέδων, που όσο χαμηλότερα πηγαίνουν τόσο χειρότερα είναι. Το δεύτερο επίπεδο είχε ψυχές που υποδούλωσαν τη λογική στη λαγνεία, και που ο έρωτας τους έφερε τον θάνατο. Ανάμεσά τους ήταν η Κλεοπάτρα της Αιγύπτου, η ωραία Ελένη, ο Πάρις και ο Τριστάνος.

Το τρίτο επίπεδο είχε τους λαίμαργους, που χαλούσαν μέσα στην βροχή. Σε κάθε επίπεδο, ο Δάντης συζητάει με κάποιες ψυχές, πολλές εκ των οποίων από την Ιταλία, που του εξιστορούν τις πράξεις τους και τη ζωή τους.

Στο τέταρτο επίπεδο ήταν οι σπάταλοι και οι φιλάργυροι, που περπατούσαν συνεχώς ο ένας αντίθετα από τον άλλον σε κύκλο, σπρώχνοντας τεράστιες πέτρες και ουρλιάζοντας από τον πόνο. Όταν συναντιούνταν έλεγαν: «Γιατί μαζεύεις;» οι μεν και «γιατί σκορπάς;» οι δε. Μεταξύ των φιλάργυρων βρίσκονταν πολλοί πρώην ιερωμένοι.

«Τώρα μπορείς να δεις παιδί μου τι λίγο αξίζουν τα αγαθά που δίνει στον επάνω κόσμο η Τύχη, που γι΄ αυτά μάχεται το ανθρώπινο γένος. Γιατί όλος ο χρυσός που βρίσκεται κάτω από την Σελήνη και όσος μαζεύτηκε στους αιώνες δεν θα μπορούσε να χαρίσει στιγμής ανάπαυση σε καμία απ΄ αυτές τις δύσμοιρες ψυχές», του λέει ο Βιργίλιος.

Καθώς κατεβαίνουν τα επίπεδα, τόσο βαρύτερο γίνεται το περιβάλλον και τόσο βαρύτερα τα αμαρτήματα. Στο έκτο επίπεδο βρίσκονται οι βίαιοι – και οι προς τον εαυτό τους βίαιοι και προς άλλους – οι υποκριτές, οι κιβδηλοποιοί, οι μαστροποί, οι κλέφτες, οι κόλακες και άλλοι παρόμοιοι. Ο Βιργίλιος αναφέρει κάτι από τα Ηθικά του Αριστοτέλη, ότι είναι τρεις οι αρρώστιες της ψυχής που δεν τις συγχωρεί ο Ουρανός: η ακολασία, η κακία, και η κτηνωδία, σε σειρά βαρύτητας. Γι΄ αυτό και αυτοί σε αυτό το επίπεδο υποφέρουν περισσότερο από τη θεία δικαιοσύνη, όπως λέει ο Βιργίλιος. Και συνέχισαν να κατεβαίνουν, συναντώντας αμαρτήματα όλο και χειρότερα.

Με ακόμα μεγαλύτερο πόνο υπέφεραν οι τύραννοι στο έβδομο επίπεδο, μεταξύ των οποίων και ο τύραννος της Σικελίας Διονύσιος και ο Αττίλας ο Ούννος.

Στο ίδιο επίπεδο, σε χαμηλότερο σημείο, βρίσκονταν αυτοί που έγιναν βίαιοι εναντίον του Θεού, όπως ο Καπανέας, ένας από τους επτά στρατηγούς που πολιόρκησαν τη Θήβα, που καταφρόνησε τον Θεό και δεν έπαυε μέχρι και τότε. Ο Βιργίλιος του είπε πως ακόμα και να μην είχε την πύρινη βροχή σαν τιμωρία, η λύσσα του και μόνο ήταν μαρτύριο όσο κανένα.

Στον όγδοο κύκλο βρίσκονται αρχιερείς και Πάπες που για τα πλούτη ντρόπιασαν τα ιερά. Μεταξύ τους βρίσκεται ο Βονιφάτιος, αλλά και ο Ρωμαίος βασιλιάς Κωνσταντίνος, επειδή έδωσε πολλά χρήματα στον Πάπα.

Στον τελευταίο ένατο κύκλο ήταν οι χειρότεροι προδότες: ο Ιούδας, ο Βρούτος και ο Κάσσιος, μαζί με ίδιον τον διάβολο.

Καθαρτήριο και Παράδεισος

Ο Δάντης στη συνέχεια βγαίνει από την κόλαση, σκαρφαλώνοντας στο σώμα του διαβόλου, και μεταφέρεται στην απέναντι πλευρά του πλανήτη, όπου βρίσκεται το Καθαρτήριο. Αυτό περιγράφεται ως ένα μικρό μέρος πριν τον Παράδεισο, όπου οι ψυχές καθαρίζονται από μικρότερα αμαρτήματα και ευγνωμονούν τον Θεό γιατί βλέπουν ότι πρόκειται να εισέλθουν σύντομα στον Παράδεισο. Σε μια πύλη αυτού του πεδίου στέκεται ένας άγγελος με δύο κλειδιά. Με το σπαθί του χαράσσει στο μέτωπο του Δάντη επτά «Α» που ξεπλένονται ένα προς ένα με κάθε ένα από τα επίπεδα που περνάει. Στο τέλος, ο Δάντης ελαφρύς πλέον μπορεί και πετάει, και τότε κατευθύνεται προς τον Παράδεισο. Ο μέχρι τότε συνοδός του τον αφήνει και τον παραλαμβάνει η Βεατρίκη, κάτοικος ενός επιπέδου του Παραδείσου. Ο Δάντης λέει πως κάθε πλανήτης του ηλιακού συστήματος αντιστοιχεί σε ένα επίπεδο Παραδείσου, με τη θεία χάρη και συμπόνια να είναι μεγαλύτερες όσο τα επίπεδα περνούν. Τα όντα εκεί βρίσκονται πλημμυρισμένα από φως και υμνούν τον Θεό, τραγουδώντας και πετώντας. Το ένατο και τελικό επίπεδο είναι το κοντινότερο στον Θεό και ο Δάντης βλέπει και κατανοεί πολλά, καθώς ρωτά κάποια από αυτά τα όντα που τον προσεγγίζουν.

Σαν βιβλίο, η Θεία Κωμωδία διαβάζεται εύκολα και δίνει έναυσμα για σκέψη και ενδοσκόπηση, καθώς και πολλές γνώσεις για τον αρχαίο κόσμο, με πολλαπλές αναφορές στους θεούς της αρχαίας Ελλάδας και σε προσωπικότητες των αρχαίων ιστοριών. Το όνομα του έργου, Κωμωδία, επίσης  έχει βαθύ νόημα.

Η γλώσσα των λουλουδιών: Μηνύματα πέρα από τις λέξεις

Έμενα με μια οικογένεια κατά τη διάρκεια του διδακτορικού μου στην Ιταλία. Στα γενέθλια της μητέρας της οικογένειας σκέφτηκα να της χαρίσω ένα μπουκέτο, καθώς της άρεσαν πολύ τα λουλούδια. Αργότερα, συνειδητοποίησα ότι δεν είχα σκεφτεί τι μπορεί να σήμαιναν τα λουλούδια που είχα διαλέξει, αφού στις μέρες μας είναι ελάχιστοι οι άνθρωποι που γνωρίζουν τη γλώσσα των λουλουδιών. Σχεδόν κανείς πια δεν αναρωτιέται αν ο δωρητής τα έχει επιλέξει σύμφωνα με το συμβολισμό τους.

Γι’ αυτό και ξαφνιάστηκα ευχάριστα όταν η κόρη της οικοδέσποινας ρώτησε τι σημαίνουν τα ροζ τριαντάφυλλα που ήταν μέρος της ανθοδέσμης.

ZoomInImage
Τα ροζ τριαντάφυλλα συμβολίζουν την κομψότητα, τη φινέτσα, τη γλυκύτητα και τη θηλυκότητα. (Ortis/Shutterstock)

 

Η επικοινωνία μέσω των λουλουδιών, διαδόθηκε στην Ευρώπη κατά τη βικτοριανή εποχή. Οι μεταγενέστερες γενιές την εγκατέλειψαν, ίσως επειδή η ιδιαίτερη φροντίδα και σκέψη που περιέκλειε και που εκφραζόταν με μία φαινομενικά απλή χειρονομία έπαψε να ταιριάζει με τον χαρακτήρα της νέας εποχής, η οποία χαρακτηριζόταν από τη βιομηχανοποίηση και την αστικοποίηση – κατ’ επέκταση με την απομάκρυνση των ανθρώπων από τη φύση.

Η χρήση της γλώσσας των λουλουδιών στη λογοτεχνία υποδηλώνει ανάλογη προσοχή εκ μέρους του συγγραφέα και απαιτεί κάτι αντίστοιχο από τον αναγνώστη, προτρέποντάς τον να εξετάσει πιο προσεκτικά τις λέξεις και τις επιλογές του συγγραφέα. Αναμφίβολα, η χρήση τέτοιων συμβολισμών προκαλεί διάφορα σχόλια στα μαθήματα λογοτεχνίας, όπως το «ένα λουλούδι μπορεί να είναι απλώς ένα λουλούδι», «οι καθηγητές αγγλικών ανακαλύπτουν νοήματα και προθέσεις του συγγραφέα εκεί όπου δεν υπάρχουν», κ.ο.κ. Εν τούτοις, νομίζω ότι η εποχή μας θα μπορούσε να ωφεληθεί από την τάση των προηγούμενων γενεών να νοηματοδοτούν αυτά που σε εμάς φαίνονται ως ‘λεπτομέρειες’.

Το λεξικό των λουλουδιών

Γνωρίζοντας ότι λαχταρούσα κάτι τέτοιο για πολλά χρόνια, ένας φίλος μού έκανε δώρο το βιβλίο της Σ. Τερέζας Ντητζ «The Complete Language of Flowers: A Definitive and Illustrated History» (Η γλώσσα των λουλουδιών: Μια πλήρης και εικονογραφημένη ιστορία), το οποίο είναι ένα περιεκτικό λεξικό, με όμορφες εικόνες για κάθε λουλούδι. Η ανάλυσή μου βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτό και το συνιστώ σε όλους τους λάτρεις της ‘ανθοσημείας'[1], αλλά και της ανθογραφίας [2].

ZoomInImage
«Η γλώσσα των λουλουδιών: Μια πλήρης και εικονογραφημένη ιστορία», της Σ. Τερέζας Ντητζ. (Wellfleet Press)

 

Κάθε φορά που συναντώ μια αναφορά σε λουλούδια στην κλασική λογοτεχνία, ανατρέχω στο λεξικό της γλώσσας των λουλουδιών, όπως έκαναν οι δεσποινίδες του Κράνφορντ (από την ομώνυμη μίνι σειρά του 2008) όταν λάμβαναν λουλούδια από έναν μνηστήρα. Φυσικά, μερικές φορές η σημασία των λουλουδιών δεν προσθέτει κάτι στην ιστορία, αλλά όταν όντως περιέχει ένα επίπεδο συμβολισμού, η αποκρυπτογράφηση χαρίζει ικανοποίηση και βάθος.

Όπως σημειώνει η κα Ντητζ στην εισαγωγή της, η αποκωδικοποίηση της σημασίας των λουλουδιών μπορεί μερικές φορές να αποδειχθεί δύσκολη λόγω της πολλαπλότητας των εννοιών που μπορεί να φέρει κάθε λουλούδι. Οι ενίοτε αντιφατικοί συμβολισμοί οδηγούσαν μερικές φορές σε παρερμηνείες, μέχρι που «τελικά, η επικοινωνία μέσω κρυπτικών μηνυμάτων με μπουκέτα λουλουδιών έπεσε σε δυσμένεια».

Η τηλεοπτική σειρά «Κράνφορντ», η οποία είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Βρετανίδας συγγραφέως του 19ου αιώνα Ελίζαμπεθ Γκάσκελ, αποτελεί καλό παράδειγμα για τη χρήση της γλώσσας των λουλουδιών, καθώς και των πολλαπλών συμβολισμών που φέρει κάθε λουλούδι. Παραδείγματος χάριν, μία από τις ηρωίδες, η Τζέσσι Μπράουν, λαμβάνει ανεμώνες από έναν μνηστήρα που είχε απορρίψει χρόνια πριν. Η Τζέσσι γνωρίζει ότι οι ανεμώνες σημαίνουν «αγάπη αιώνια σταθερή» και, πράγματι, λίγο αργότερα, λαμβάνει δεύτερη πρόταση γάμου εκ μέρους του.

Ωστόσο, σύμφωνα με πολλά λεξικά, οι ανεμώνες σημαίνουν επίσης ασθένεια (επίσης κατάλληλο για την περίπτωση, δεδομένου του πρόσφατου θανάτου της αδελφής της Τζέσσι) και εγκατάλειψη ή χαμένη αγάπη. Αυτό μπορεί να προμηνύει το γεγονός ότι η Τζέσσι θα αναγκαστεί για άλλη μια φορά να απορρίψει τον μνηστήρα της, για να φροντίσει τον πατέρα της.

Σε ένα άλλο επεισόδιο, ο Δρ Χάρρισον κάνει ένα δώρο με γαλάνθους (ελπίδα, παρηγοριά και νέα ξεκινήματα) στη Σόφι Χάττον, η οποία πενθεί μετά από μια απώλεια στην οικογένειά της. Στη νουβέλα της Γκάσκελ «Οι εξομολογήσεις του κου Χάρρισον» (η οποία έχει ενσωματωθεί στη μίνι σειρά «Κράνφορντ»), ο Δρ Χάρισον δίνει στη Σόφι καμέλιες, οι οποίες συμβολίζουν τη λαχτάρα και τη λατρεία. Σε αυτή την περίπτωση, προτιμώ την τηλεοπτική εκδοχή, όσον αφορά την επιλογή των λουλουδιών, καθώς θεωρώ ότι ανταποκρίνεται και στη θλίψη και τα συναισθήματα ενοχής της Σόφι, που την ωθούν να αρνηθεί την ευτυχία με τον Δρ Χάρρισον.

Άλλες λογοτεχνικές αναφορές

Η Λουίζα Μέι Άλκοτ επίσης χρησιμοποιεί τη γλώσσα των λουλουδιών στις «Μικρές Κυρίες», περιγράφοντας λεπτομερώς τα λουλούδια που καλλιεργεί κάθε ένα από τα κορίτσια Μαρτς στον κομμάτι κήπου που της αναλογεί. Κάθε μία από τις αδελφές επιλέγει λουλούδια που αντιστοιχούν στην προσωπικότητά της. Η Τζο, για παράδειγμα, έχει έναν κήπο που αντανακλά την ατίθαση φύση της, με λουλούδια που «ποτέ δεν ήταν τα ίδια για δύο διαδοχικά έτη», αλλά αυτή τη συγκεκριμένη χρονιά φύτεψε ηλιοτρόπια, που συμβολίζουν την υπεροψία, αλλά και (όπως σημειώνει η Άλκοτ) μία στοργική και πρακτική πλευρά, καθώς η Τζο χρησιμοποιεί τους σπόρους για να ταΐζει τις κότες της.

ZoomInImage
Η Μπεθ Μαρτς (Ελάιζα Σκάνλεν) στη σειρά «Μικρές Κυρίες». (PBS)

 

Ο κήπος της Μπεθ επίσης αντανακλά τον χαρακτήρα της: η γλυκιά Μπεθ έχει φυτέψει ταπεινά μοσχομπίζελα μεταξύ άλλων και δεν μπορώ να μην αναρωτιέμαι αν σε αυτήν την επιλογή δεν υπάρχει και μία προοικονομία, καθώς τα μοσχομπίζελα μερικές φορές σημαίνουν αποχαιρετισμό.

Στο βιβλίο «Η Άννα του νησιού», η Λ.Μ. Μοντγκόμερυ περιγράφει πώς ο Γκίλμπερτ μαζεύει άνθη κουμαριάς, που σημαίνουν «είσαι η μόνη που αγαπώ», λίγο πριν κάνει πρόταση γάμου στην Άννα. Η επιλογή των λουλουδιών είναι κατάλληλη, δεδομένης της σύγχυσης της Άννας αργότερα στο μυθιστόρημα, όταν πιστεύει ότι ο Γκίλμπερτ αγαπά την Κριστίν Στιούαρτ.

ZoomInImage
Η Άννα Σίρλεϋ (Μέγκαν Φόλοους), στη σειρά «Η Άννα των πράσινων αετωμάτων». (Kevin Sullivan)

 

Αργότερα, η Άννα πετάει τις βιολέτες (πίστη) του Ρόι και προτιμά τα κρίνα της κοιλάδας (επιστροφή της ευτυχίας) του Γκίλμπερτ για να τα κρατά στην αποφοίτησή της. Τα φορά επίσης στα μαλλιά της για τον γάμο της φίλης της, Νταϊάνα, ενώ αποτελούν πιθανώς και μια αναφορά στο παρελθόν και μια υπενθύμιση του σπιτιού της, καθώς η Άννα εκείνο τον καιρό είναι μακριά, στο κολέγιο.

Και ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ χρησιμοποιούσε τη γλώσσα των λουλουδιών. Στον «Άμλετ», η Οφηλία, η αγαπημένη του ήρωα που οδηγείται όπως και αυτός στην παραφροσύνη, φοράει ένα στεφάνι από λουλούδια όταν πνίγεται. Στο βιβλίο του «Flora Symbolica; or, the Language and Sentiment of Flowers» (Συμβολισμοί Ανθέων ή η Γλώσσα και τα Συναισθήματα των Λουλουδιών), ο Τζον Ίνγκραμ σημειώνει ότι, σύμφωνα με την ανθοσημεία, κάθε λουλούδι στο στεφάνι της αναφέρεται στο τραγικό πεπρωμένο της και ο συνδυασμός τους σχηματίζει μια φράση, που ξεκινά με τα λουλούδια της αχίλλειας (αγριαψιθιά) – σύμφωνα με τον Ίνγκραμ, αυτά αναφέρονται στην «όμορφη κοπέλα [fayre mayde]» (σ.σ. στην αγγλική γλώσσα η αγριαψιθιά είναι γνωστή και με το όνομα «fair maid of France» – όμορφη κοπέλα από τη Γαλλία):

«Είναι όλα αγριολούλουδα που συμβολίζουν τη σύγχυση της όμορφης Οφηλίας. Η σειρά τους είναι η εξής… [:] αχίλλεια (όμορφη κοπέλα), τσουκνίδες (βαθύ τσίμπημα), μαργαρίτες (η νεανική της άνθιση), μοβ ορχιδέες (κάτω από το κρύο χέρι του θανάτου). Δηλαδή ‘μία όμορφη κοπέλα, τσιμπημένη βαθιά, με τη νεανική της άνθιση κάτω από το κρύο χέρι του θανάτου’. Θα ήταν δύσκολο να δημιουργήσει κανείς πιο κατάλληλο στεφάνι για αυτό το αθώο θύμα.»

Έχω διαβάσει ότι και η Τζέην Ώστεν χρησιμοποίησε τη σημειολογία των λουλουδιών, συγκεκριμένα στο «Υπερηφάνεια και Προκατάληψη», σύμφωνα με μία πηγή. Ωστόσο, η μόνη πιθανή ένδειξη που μπόρεσα να βρω είναι στην περιγραφή των κήπων του Πέμπερλυ, με «όμορφες βελανιδιές και ισπανικές καστανιές, διάσπαρτες στο λιβάδι».

ZoomInImage
Ο κος Ντάρσυ (Κόλιν Φερθ) και η Ελίζαμπεθ Μπέννετ (Τζέννιφερ Έιλ), στην τηλεοπτική σειρά του BBC «Υπερηφάνεια και Προκατάληψη». (BBC)

 

Οι βελανιδιές συμβολίζουν συνήθως τη δύναμη, τον πλούτο, την ευγενή παρουσία και τη φιλοξενία, ενώ τα κάστανα σημαίνουν «να είσαι δίκαιος απέναντι μου και αληθινός». Όποια και αν ήταν η πρόθεση της Ώστεν όταν περιέγραφε τα συγκεκριμένα δέντρα στο Πέμπερλυ, οι συμβολισμοί και των δύο δέντρων ταιριάζουν καλά με τον χαρακτήρα του κου Ντάρσυ, αλλά και με τη συγκεκριμένη περίσταση στο μυθιστόρημα.

Η μεγάλη σημασία μιας μικρής χειρονομίας

Όταν η σημειολογική γλώσσα των λουλουδιών και οι συμβολισμοί τους ήταν διαδεδομένοι, οι άνθρωποι δεν χρειάζονταν λεξικό για να καταλάβουν ή να συνθέσουν το μήνυμα ενός μπουκέτου. Η ιδέα ότι κάποιος αφιερώνει τόση σκέψη όχι μόνο για να δώσει, αλλά και όταν λαμβάνει αυτές τις ‘μικρές’ προσφορές, είναι συγκινητική και επαυξάνει τη σημασία της κίνησης, ανάγοντάς τη σε ουσιαστική ένδειξη αγάπης και μέσον βαθύτερη επικοινωνίας.

Ομοίως, υπάρχει ομορφιά στην ιδέα ότι ένας συγγραφέας φροντίζει να εκφράσει συγκεκριμένες σκέψεις μέσω της ανθοσημείας σε μια ιστορία ή ένα ποίημα, νοηματοδοτώντας κάθε μικρή λεπτομέρεια. Αυτό ωθεί τον αναγνώστη να δείξει αντίστοιχη προσοχή και αγάπη στην πράξη της ανάγνωσης. Για να διαβάσει χωρίς κενά, αφοσιώνεται και απορροφά όλες τις λέξεις προσπαθώντας να κατανοήσει την πρόθεση του συγγραφέα πίσω από την κάθε συγκεκριμένη επιλογή.

Μου έρχονται στο μυαλό τα λόγια που αποδίδονται στην Τερέζα του Λισιέ (Thérèse of Lisieux, γνωστή ως «Μικρό Λουλούδι») καθώς προσπαθώ να εκφράσω γιατί με ελκύει η ανθοσημεία: «Να θυμάστε ότι τίποτα δεν είναι μικρό στα μάτια του Θεού. Κάντε ό,τι κάνετε με αγάπη».

Αντίστοιχα, η γλώσσα των λουλουδιών αποδίδει μεγάλη σημασία και προσοχή στις μικρές πράξεις και τα μικρά πράγματα. Μια μικρή χειρονομία μπορεί να έχει μεγάλη σημασία.

Της Marlena Figge

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. ‘ανθοσημεία’: όρος επινοημένος από τη μεταφράστρια για να περιγράψει τη σημειολογία της γλώσσας των λουλουδιών

2. ανθογραφία: όρος που περιγράφει τη ζωγραφική απεικόνιση των λουλουδιών

Τα συγκοινωνούντα δοχεία της λογοτεχνίας και της ζωγραφικής

Η συνάντηση των εικαστικών τεχνών και της λογοτεχνίας παρέχει γόνιμο έδαφος για την άνθηση της δημιουργικότητας. Ένας από τους μεγάλους θησαυρούς του δυτικού πολιτισμού είναι η συνεχής «συνομιλία» που γίνεται ανά τους αιώνες μεταξύ ποιητών, ζωγράφων και φιλοσόφων, οι οποίοι ανταποκρίνονται οι μεν στις ιδέες και την καλλιτεχνική έκφραση των δε. Κάθε έργο τέχνης εμπνευσμένο από τη λογοτεχνία σχολιάζει τη λογοτεχνία που το παρήγαγε. Ερμηνεύει το όραμα του συγγραφέα, προσθέτοντας βάθος στο έργο, ενώ ταυτόχρονα γίνεται ένα νέο όραμα – ένα νέο έργο τέχνης από μόνο του.

Η εξερεύνηση αυτής της καλλιτεχνικής συνομιλίας είναι σκέτη απόλαυση τόσο για τους κριτικούς λογοτεχνίας όσο και για τους μελετητές της τέχνης. Σε μια αμοιβαία σχέση, η τέχνη ρίχνει φως στην ποίηση, ενώ η ποίηση ρίχνει φως στην τέχνη.

Πέτερ Μπρύγκελ, «Τοπίο με την πτώση του Ικάρου», 1560

Όπως ο κορμός ενός δέντρου, αυτός ο πίνακας του Ολλανδού δασκάλου Πέτερ Μπρύγκελ του πρεσβύτερου αναπτύσσεται από μια λογοτεχνική παράδοση και αποτελεί τη βάση για μεταγενέστερες λογοτεχνικές παραφυάδες. Εδώ, ο Μπρύγκελ απεικονίζει μια σκηνή από τον ελληνικό μύθο του Δαίδαλου και του Ίκαρου.

Πέτερ Μπρύγκελ ο πρεσβύτερος, «Τοπίο με την πτώση του Ικάρου», 1560. Λάδι σε καμβά, 71 x 111 εκ. Βασιλικά Μουσεία Καλών Τεχνών του Βελγίου, Βρυξέλλες. (Public Domain)

 

Στον μύθο, ο βασιλιάς Μίνωας της Κρήτης προσλαμβάνει τον Δαίδαλο για να κατασκευάσει έναν περίπλοκο λαβύρινθο, από τον οποίο είναι αδύνατο να ξεφύγει κανείς, ως φυλακή για τον Μινώταυρο. Αλλά όταν ο Δαίδαλος ολοκληρώνει το έργο του, ο βασιλιάς Μίνωας δεν επιτρέπει σε αυτόν και τον γιο του, τον Ίκαρο, να επιστρέψουν στο σπίτι τους. , και τους κλειδώνει σε έναν πύργο.

Ο πολυμήχανος Δαίδαλος δημιουργεί δύο ζευγάρια φτερά από φτερά πουλιών και κερί, ώστε να μπορέσουν να δραπετεύσουν αυτός και ο γιος του. Αλλά ο Ίκαρος, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις του πατέρα του, πετάει πολύ κοντά στον ήλιο. Η ζέστη λιώνει το κερί, τα φτερά διαλύονται και ο Ίκαρος γκρεμίζεται στη θάλασσα, που από την πτώση του ονομάστηκε Ικάριο πέλαγος.

Απεικονίζοντας τη στιγμή της πρόσκρουσης του Ικάρου στο νερό, ο Μπρύγκελ έκανε την ενδιαφέρουσα επιλογή να αναφερθεί πολύ διακριτικά στο μυθικό του θέμα, απεικονίζοντας μόνο τα πόδια του νέου που εξέχουν από το νερό, σε ένα όχι κεντρικό σημείο του πίνακα. Ως εστιακά σημεία, αντίθετα, προβάλλουν ένα μεγάλο ιστιοφόρο με ανοιγμένα τα πανιά, που φαίνεται να αφήνει τον κόλπο, όπου βυθίζεται ο Ίκαρος, και ένας γεωργός που οργώνει, στο πρώτο πλάνο.

Στη συνέχεια, ο διάσημος πίνακας ενέπνευσε ένα ποίημα του μοντερνιστή ποιητή Γ.Χ. Ώντεν, το οποίο προβληματίζεται για το πώς οι περισσότερες από τις φιγούρες στον πίνακα του Μπρύγκελ αγνοούν την τραγωδία του Ικάρου:

Σχετικά με τον πόνο δεν έκαναν ποτέ λάθος / Οι Παλαιοί Δάσκαλοι: πόσο καλά κατανοούσαν την ανθρώπινη θέση του – συμβαίνει / την ώρα που κάποιος άλλος τρώει, ανοίγει ένα παράθυρο ή απλά περπατά νωχελικά

About suffering they were never wrong / The Old Masters: how well they understood / Its human position; how it takes place / While someone else is eating or opening a window or just walking dully along

Η τέχνη γεννά τέχνη, σε έναν αδιάκοπο κύκλο.

Ζακ-Λουί Νταβίντ, «Η Ανδρομάχη θρηνεί τον Έκτορα», 1783

Οι αναγνώστες της «Ιλιάδας» θα είναι εξοικειωμένοι με ένα από τα πιο συγκινητικά θέματά της: τη σχέση μεταξύ του Έκτορα και της αγαπημένης του συζύγου, Ανδρομάχης. Ο Έκτορας είναι ο πρίγκιπας της Τροίας που συγκρατεί την άμυνα της πόλης απέναντι στους Έλληνες που την πολιορκούν. Η ηγετική του ικανότητα, το θάρρος και η πολεμική του αρετή τον καθιστούν εγγυητή της ασφάλειας της πόλης. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και ένας στοργικός πατέρας και τρυφερός σύζυγος.

Μια από τις πιο συγκινητικές σκηνές του ποιήματος είναι η επίσκεψη του Έκτορα στην Ανδρομάχη και τον γιο τους Αστυάνακτα, όταν επιστραφεί στην πολιορκημένη πόλη, μετά τη μάχη. Παίζει τρυφερά με το αγόρι και παρηγορεί τη γυναίκα του, η οποία τον παρακαλεί – μάταια – να μην επιστρέψει στον πόλεμο.

Τελικά, ο ισχυρός πολεμιστής πέφτει, σε μονομαχία με τον ημίθεο Αχιλλέα, που θέλει να εκδικηθεί τον θάνατο του Πατρόκλου. Ο πίνακας του Νταβίντ απεικονίζει την Ανδρομάχη και τον Αστυάνακτα να θρηνούν πάνω από το σώμα του Έκτορα. Η δεξιοτεχνία και το πάθος που έβαλε ο ζωγράφος σε αυτόν τον πίνακα οδήγησαν στην εκλογή του στην Académie Royale, το 1784.

Ζακ-Λουί Νταβίντ, «Η Ανδρομάχη θρηνεί τον Έκτορα», 1783. Λάδι σε καμβά, 274 x 200 εκ. Μουσείο του Λούβρου. (Public Domain)

 

Στο έργο του Νταβίντ, το φως λούζει έντονα την απαρηγόρητη Ανδρομάχη. Στρέφει τα μάτια της προς τα πάνω και μακριά από το σώμα του Έκτορα, το οποίο είναι ξαπλωμένο μπροστά της, μισοκρυμμένο στη σκιά, που μοιάζει να εισβάλει από αριστερά, όπως η σκιά του ίδιου του θανάτου.

Ντάνιελ Μακλίζ, «Η σκηνή του συμποσίου στον ΄Μάκβεθ΄ του Σαίξπηρ»,  1840

Αυτός ο δυνατός πίνακας του Ντάνιελ Μακλίζ κόβει την ανάσα των θεατών με τη ρεαλιστική χρήση του φωτός και της σκιάς, τη στοιχειωμένη ατμόσφαιρα και τις δραματικές πόζες.

Απεικονίζει τη στιγμή στο έργο του Σαίξπηρ «Μάκβεθ» κατά την οποία ο ομώνυμος χαρακτήρας βλέπει το φάντασμα του δολοφονημένου θύματός του και πρώην φίλου του, Μπάνκο. Το θύμα κάθεται στο θρόνο του ίδιου του Μάκβεθ, σε μια γιορτή που διοργανώνει ο βασιλιάς για τους υπηρέτες του. Ο Μπάνκο υπέστη παράπλευρες απώλειες κατά τη διάρκεια της εφιαλτικής καθόδου του Μάκβεθ στη ζήλια, την παράνοια και τη σκληρότητα. Ο Μάκβεθ αντιδρά με σοκ και τρόμο στο φασματικό όραμα. Η σύζυγός του, η Λαίδη Μάκβεθ, προσπαθεί να εξηγήσει την παράξενη συμπεριφορά του στους μπερδεμένους καλεσμένους, οι οποίοι δεν μπορούν να δουν το πνεύμα.

Ντάνιελ Μακλίζ, «Η σκηνή του συμποσίου στον ΄Μάκβεθ΄ του Σαίξπηρ», 1840. Λάδι σε καμβά, 182 x 304 εκ. Πινακοθήκη Γκίλντχολ, Λονδίνο. (Public Domain)

 

Από τις άγριες, τρεχούμενες φλόγες του πολυελαίου μέχρι την κίνηση του χεριού της Λαίδης Μάκβεθ και τη φιγούρα του Μάκβεθ που αναδιπλώνεται (σε αντίθεση με την ακίνητη σιλουέτα του φαντάσματος), ο πίνακας διαθέτει μια ισχυρή, αν και ελαφρώς ανισόρροπη, ενέργεια. Αντικατοπτρίζει την κατάπτωση του Μάκβεθ σε μια σχεδόν τρελή κατάσταση, καθώς αρχίζει να χάνει τον έλεγχο της κατάστασής του.

Οι σκοτεινές σκιές στις άκρες της σύνθεσης αντικατοπτρίζουν το σκοτάδι, τη μαγεία και το κακό που περιβάλλει τον Μάκβεθ σε αυτήν τη σκοτεινή τραγωδία του Σαίξπηρ. Η Λαίδη Μάκβεθ είναι η κυρίαρχη και πιο φωτεινή φιγούρα στον πίνακα, μια επιλογή σύνθεσης που αναμφίβολα αντανακλά τη σημαντική επιρροή της στον σύζυγό της και τον εξέχοντα ρόλο της στα μακάβρια γεγονότα του έργου.

 Σερ Τζον Έβερετ Μιλλαί , «Οφηλία», 1851

Το έργο του Σαίξπηρ είναι από τα πιο αγαπημένα των ζωγράφων. Ο Σερ Τζον Έβερετ Μιλλαί επέλεξε να απεικονίσει, με πολύ συγκινητικό τρόπο, τις τελευταίες στιγμές της Οφηλίας από τον «Άμλετ».

Η Οφηλία συγκεντρώνει το ερωτικό ενδιαφέρον του Άμλετ. Βυθίζεται στην τρέλα αφού ο Άμλετ, πενθώντας τον θάνατο του πατέρα του, του βασιλιά της Δανίας, αρχίζει να συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα και σκοτώνει κατά λάθος τον πατέρα της, τον Πολώνιο. Μετά από αυτή την τραγωδία, η κοπέλα περιπλανιέται παράφορα στην άγρια φύση, τραγουδώντας παράξενα τραγούδια, ώσπου τελικά πνίγεται σε ένα ρυάκι.

Σερ Τζον Έβερετ Μιλλαί, «Οφηλία», 1851. Λάδι σε καμβά, 76 x 111εκ. Πινακοθήκη Tate Britain, Λονδίνο. (Public Domain)

 

Ο Μιλλαί ζωγραφίζει την Οφηλία λίγο πριν βυθιστεί στο νερό, με τα χείλη της ακόμα χωρισμένα από το τραγούδι, τα ρούχα και τα μαλλιά της να φουσκώνουν γύρω της στο νερό, με μερικά λουλούδια να κρέμονται χαλαρά στο χέρι της. Τα πλούσια χρώματα και η περίεργη, αγαλματένια στάση της μισοβυθισμένης γυναίκας καθηλώνουν το βλέμμα.

Όπως έγραψε η Τζέηνι Σλάμπερτ για το «The Collector»: «Ακόμα και στο θάνατο, διαθέτει έναν αέρα χαράς και γαλήνης, με τα χέρια της απαλά γυρισμένα προς τα πάνω, σαν να έχει αποδεχτεί το τέλος της». Πράγματι, τα ανοιχτά χέρια της Οφηλίας υποδηλώνουν ότι είναι έτοιμη να αποδεχτεί αυτό που έρχεται: τον επικείμενο θάνατό της.

Τζον Ουίλλιαμ Γουότερχαουζ, «Η Λαίδη του Σάλοτ», 1888

Σε αυτόν τον πίνακα, ο Τζον Ουίλλιαμ Γουότερχαουζ εικονογράφησε μια σκηνή από το έργο του συγχρόνου του, του μεγάλου ποιητή Άλφρεντ, λόρδου Τέννυσον. Ο Τέννυσον είχε εμπνευστεί σε μεγάλο βαθμό από τους θρύλους του Αρθούρου, άλλο ένα παράδειγμα τέχνης που γεννά τέχνη. Έγραψε μια σειρά από αναδιηγήσεις τους σε στίχους, συμπεριλαμβανομένης της βιβλιογραφικής συλλογής «Τα ειδύλλια του βασιλιά».

Ένα ξεχωριστό, αυτόνομο ποίημα, «Η Λαίδη του Σάλοτ», αφηγείται την ιστορία μιας δέσποινας που ζει σε έναν πύργο δίπλα σε ένα ποτάμι του Κάμελοτ. Είναι θύμα μιας κατάρας που της απαγορεύει να κοιτάζει απευθείας τον κόσμο. Αν το κάνει, θα πεθάνει. Μπορεί να δει έξω μόνο κοιτάζοντας έναν καθρέφτη και ό,τι βλέπει το υφαίνει σε ταπισερί. Τελικά, όμως, η Λαίδη του Σάλοτ επιλέγει να αγνοήσει την κατάρα. Κοιτάζει κατευθείαν στο Κάμελοτ, εξασφαλίζοντας έτσι τον θάνατό της. Φεύγοντας από τον πύργο της, βρίσκει μια βάρκα και με αυτήν πλέει στο ποτάμι προς το Κάμελοτ. Πεθαίνει λίγο πριν φτάσει.

Τζον Ουίλλιαμ Γουότερχαουζ, «Η Λαίδη του Σάλοτ», 1888. Λάδι σε καμβά, 152 x 198 εκ. Πινακοθήκη Tate Britain, Λονδίνο. (Public Domain)

 

Ένας από τους πιο διάσημους πίνακες του Γουότερχαουζ, «Η Λαίδη του Σάλοτ», δείχνει την ηρωίδα στη βάρκα της, λίγο πριν τον θάνατό της. Το έργο είναι αξιοσημείωτο για τον συνδυασμό του φωτογραφικού ρεαλισμού που αναμειγνύεται με έναν μυστικιστικό και φανταστικό αέρα. Με πυκνές, πλούσιες λεπτομέρειες και χρώματα, ο Γουότερχαουζ έδωσε την πρεπούμενη ένταση στις ύστατες στιγμές της Λαίδης του Σάλοτ.

Η γνώση για τον επερχόμενο θάνατό της είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, το οποίο είναι βαθιά πένθιμο, κουρασμένο, εύθραυστο, αλλά ειρηνικό. Κάθεται με το ένα χέρι ελαφρώς τεντωμένο, παρατηρώντας γύρω της, σαν να είναι αποφασισμένη να ρουφήξει όσο περισσότερα μπορεί από τον κόσμο πριν της ξεφύγει.

Όπως η Λαίδη του Σάλοτ που βλέπει τον κόσμο σε έναν καθρέφτη, έτσι και οι μεγάλοι καλλιτέχνες είδαν τον κόσμο να αντανακλάται στους μύθους, τα ποιήματα και τις ιστορίες που προσπάθησαν να εικονογραφήσουν. Το έργο τους γίνεται ένα είδος διπλής αντανάκλασης της πραγματικότητας, καθώς η λογοτεχνία και η τέχνη συνεργάζονται για να προβάλουν την αλήθεια και την ομορφιά πιο ξεκάθαρα.

Μία συζήτηση για τη ζωή, τον θάνατο και την αγάπη, με αφορμή το βιβλίο «Ο πλους»

Η μόνη βεβαιότητα που μπορεί να έχει ο άνθρωπος σε αυτήν τη ζωή είναι ο θάνατος. Αυτός είναι ο προορισμός μας. Κι όμως, παρά το δεδομένο της κατάληξής μας, το γεγονός δεν παύει να μας θλίβει, ενίοτε να μας εκπλήσσει, σαν να μην το περιμέναμε, και ακόμα και μας συνταράσσει, ιδίως αν πρόκειται για την απώλεια ενός ιδιαίτερα προσφιλούς προσώπου.

Ως υπενθύμιση του εφήμερου της ύπαρξής μας έχει τη δύναμη να μας ωθήσει να στοχαστούμε, να κοιτάξουμε μέσα μας και να αντιληφθούμε τι είναι πραγματικά σημαντικό.

Για τον Ρένο-Νεκτάριο Παυλάκη, συγγραφέα του βιβλίου Ο πλους. Μια συζήτηση για τη ζωή και τον θάνατο (εκδόσεις Ακρίτας 2025), τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: στη ζωή, όπως και στον θάνατο, το Α και το Ω είναι η αγάπη.

Με σπουδές στη Θεολογία, την Ψυχολογία και τη Φιλοσοφία, η ματιά του κου Παυλάκη είναι διεισδυτική και συγκρητική. Με γνήσιο ενδιαφέρον και κατανόηση για τον άνθρωπο σκύβει πάνω σε αυτά που προβληματίζουν τον βίο μας και μας βοηθούν ή μας εμποδίζουν να προοδεύσουμε πραγματικά, εισερχόμενοι σε ένα πνευματικό μονοπάτι που θα μας ανακαινίσει.

Το βιβλίο αυτό, όπως είπε στην Epoch Times, αποτελεί προϊόν συζήτησης που έγινε μετά τη λήξη σεμιναρίου της Αρχιεπισκοπής για πενθούντες. Η συζήτηση ηχογραφήθηκε από έναν εκ των συνομιλητών, ο οποίος συνήθιζε να ηχογραφεί ομιλίες και διαλέξεις, και μεταφέρθηκε απο τον κο Παυλάκη στο χαρτί σχεδόν αυτούσια. Σύμφωνα με τον ίδιο, «είναι ωφέλιμο, γιατί οτιδήποτε μας αφυπνίζει, οτιδήποτε μας κάνει σκεπτόμενους, μάς βοηθάει. Μας βοηθάει πνευματικά.»

Ο ίδιος οδηγήθηκε στο σεμινάριο εξαιτίας του θανάτου του αδελφού του, που του προκάλεσε συναισθήματα όχι μόνο θλίψης αλλά και ενοχής, και την ανάγκη για ένα εξωτερικό στήριγμα, παρά τα εφόδιά του – την παιδεία, την κατάρτιση και τις καταβολές του, τη βιωματική σχέση με την Εκκλησία και την Ψυχοθεραπεία. «Δεν είναι κακό. Άλλος μπορεί να το αισθανθεί και να το εισπράξει μέσα από την εξομολόγηση, άλλος μέσα από την ψυχοθεραπεία και άλλος μέσα από ένα σεμινάριο, όπως εγώ», είπε στην Epoch Times.

Τη Δευτέρα 19 Μαΐου, στις 19:00, θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου στη Βιβλιοθήκη της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, με ομιλητές τον Επίσκοπο Θεσπιών κο Παύλο, τον κο Ιωάννη Σκέλλα, ομότιμο καθηγητή Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, την κα Αναστασία Σοφού, δημοτική σύμβουλο δήμου Αγίας Παρασκευής, καθώς και τον ίδιο τον συγγραφέα.

Ο θάνατος ως ερέθισμα

Αφετηρία για τον κο Παυλάκη είναι η πεποίθησή του ότι ο άνθρωπος είναι δισυπόστατο ον, κατά την αριστοτελική θεώρηση, αποτελείται δηλαδή από σώμα και ψυχή, όπου η ψυχή εμπεριέχει και το πνεύμα. Ως τέτοιο ον ταξιδεύει μέσα από τη ζωή, με απώτερο προορισμό την ένωση με τον Θεό, μετά θάνατον. Η διαδρομή, η πορεία προς τη θέωση, εκκινά σε αυτήν τη ζωή, αλλά ολοκληρώνεται στην επομένη. Είναι μία δύσκολη πορεία, γιατί κατά τη διάρκειά της ο άνθρωπος καλείται να απελευθερωθεί από τα δεινά που τον κατατρέχουν, από τους φόβους του, από τις αγκυλώσεις του. Για να τα καταφέρει είναι απαραίτητη η συνέργεια με τον Θεό.

Δεδομένης της δυσκολίας, η καλλιέργεια αυτού του είδους είναι κάτι που τείνουμε να αποφεύγουμε. Ωστόσο, έρχονται στη ζωή μας συμβάντα που μας αναγκάζουν να εγκαταλείψουμε την άνεση της καθημερινότητας και των συνηθειών μας – σε συμπεριφορά και σκέψη – και να στοχεύσουμε ψηλότερα. Σύμφωνα με τον κο Παυλάκη, ο θάνατος είναι ένα από αυτά, παρόλο που μας φοβίζει.

Ερωτηθείς για αυτόν τον φόβο, εξηγεί ότι «για να μπορέσει ο άνθρωπος να τον ξεπεράσει, χρειάζεται αρκετή δουλειά με τον εαυτό του και αρκετή δουλειά με τους άλλους, αφού δεν μπορούμε μόνοι μας να πετύχουμε αυτόν τον στόχο». Καίριο ρόλο εδώ παίζει η αγάπη, η αγάπη χωρίς όρια, η θυσιαστική αγάπη.

Την απώθηση που αισθάνονται οι περισσότεροι για τα ερωτήματα που αναδύονται και συνοδεύουν την πνευματική πορεία του ανθρώπου τη θεωρεί ως έναν βαθμό φαινόμενο της σύγχρονης εποχής, που εξοικειώνει τους ανθρώπους με την ταχύτητα και την ευκολία – το αντίθετο δηλαδή από αυτό που απαιτεί «μία φιλοσοφική συζήτηση, μία υπαρξιακή αναζήτηση, ένας θεολογικός προβληματισμός”. Αντίθετα, στην αρχαιότητα και τα μεταγενέστερα χρόνια, οι άνθρωποι  «είχαν περισσότερο φόβο, με την έννοια του σεβασμού που δείκνυαν. [Στον θάνατο] περισσότερο τους φόβιζε και τους στενοχωρούσε ο αποχωρισμός παρά αυτό που θα συναντήσουν μετά. Αλλά τώρα μάς φοβίζει το άκουσμα του θανάτου, η θέα του θανάτου.»

Ο θάνατος μάς υπενθυμίζει ότι «είμαστε πολύ περιορισμένοι – χρονικά – σε αυτόν τον κόσμο, ότι είμαστε θνητοί». Η σημαντικότερη απόρροια αυτού, για τον κο Παυλάκη, είναι η μεταμέλεια και, ακόμα περισσότερο, η μετάνοια: «Η μετάνοια όχι ως πράξη ενός καταναγκαστικού κοινωνικού ηθικισμού αλλά ως μια συνειδητοποιημένη μεταστροφή του νοός».

Όπως λέει, «αυτήν την πνευματική αφύπνιση την εμπεριέχουν όλα τα θρησκευτικά κινήματα, όλες οι θρησκείες. Δεν είναι τυχαίο αυτό. Ίσως να υπάρχει και στο ανθρώπινο γονιδίωμα καταχωρισμένο κάτι τέτοιο, και με κάποια αφορμή ξυπνάει».

Εκκινώντας το ταξίδι

Η μετάνοια και η επιθυμία για αλλαγή και βελτίωση είναι η απαραίτητη μαγιά για την επιτυχία της πορείας του ανθρώπου στο μονοπάτι προς τη θέωση. Δεν είναι κάτι που το επιθυμούν όλοι. Υπάρχουν πολλοί που αποφεύγουν αυτόν τον δρόμο. Σε αυτό το σημείο υπεισέρχεται και το ζήτημα της ελευθερίας, ένα «προνόμιο που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο», σύμφωνα με τον κο Παυλάκη. Η ελευθερία μας όμως περιορίζεται, όχι τόσο από εξωτερικούς παράγοντας όσο από τις αγκυλώσεις μας, τα κλισέ, τα ταμπού, κυρίως όμως από το ‘εγώ’ μας, που είναι η «μεγαλύτερη τροχοπέδη» όλων:

«Από τη στιγμή της γέννησης μας είμαστε ελεύθεροι. Στην πραγματικότητα, όμως, υπάρχουν στεγανά που δεν μας επιτρέπουν να είμαστε ελεύθεροι. Είναι χαρακτηριστική η φράση του Επίκουρου, που λέει ότι ‘ελεύθερος είναι όποιος έχει κατάκτησει την αυτάρκεια’. Ποιος όμως είναι αυτάρκης; […] Η ελευθερία ξεκινά πρώτα από μέσα μας. Κατά πόσο το αντιλαμβανόμαστε και πόσο το συνειδητοποιούμε, ώστε να έχουμε μία πορεία ένθεη, είναι αρκετά συζητήσιμο.»

Η ελευθερία ως κατάσταση είναι καθοριστική για τον άνθρωπο. Πέρα από την ελευθερία της έκφρασης, που οφείλει να μην προσβάλει την προσωπικότητα του άλλου, τα πιστεύω του και όσα θεωρεί ως πραγματικότητα, υπάρχει η ελευθερία από τον ίδιο μας τον εαυτό, δηλαδή από το ‘εγώ’.

Σε αυτό το σημείο, ο κος Παυλάκης θέτει το ενδιαφέρον ερώτημα: «Πόσο ελεύθερος είναι ένας ερωτευμένος άνθρωπος;», στο οποίο απαντά (για τον αμφίδρομο έρωτα):

«Όταν υπάρχει αμοιβαιότητα, τι έχουμε; Έχουμε αντίδοση των ιδιωμάτων, δηλαδή ένα όμορφο δούναι και λαβείν. Άρα, στην πραγματικότητα, ο έρωτας μάς απελευθερώνει: μας απελευθερώνει από το ‘εγώ’ μας και μας εισάγει σε μία κοινωνία του ‘εμείς’.»

Η κοινωνία του ‘εμείς’, όπως εξηγεί ο συγγραφέας, αποτελείται από πρόσωπα όχι από άτομα. «Το πρόσωπο είναι αυτό που δείχνει αγάπη», τονίζει. «Αντίθετα, το άτομο είναι αυτό που περικλείεται πέριξ του ‘εγώ’. Δεν μπαίνει στην κοινωνία του ‘εμείς’, δεν είναι ‘πρόσωπο’.»

Η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ του προσώπου και του ατόμου είναι το άνοιγμα που κάνει το πρώτο, που περικλείει τους άλλους. Το κορυφαίο άνοιγμα έγινε από τον Χριστό, υπενθυμίζει ο κος Παυλάκης, και «περικλείει τους πάντες – δεν αποκλείει κανέναν». Για εμάς τους ανθρώπους, το να επιτύχουμε αυτό το επίπεδο είναι δύσκολο, αφού οι προκαταλήψεις μας μάς κάνουν και αποκλείουμε κάποιους. «Στην πραγματικότητα, όμως», αντιτείνει, «όλοι μπορούμε να οδεύσουμε σε αυτό το μονοπάτι, ο καθένας με την ιδεολογία του και τα πιστεύω του. Αρκεί να βρούμε ερεθίσματα.»

Τι συμβαίνει όμως με εκείνους που δεν είναι ένθεοι, που δεν πιστεύουν; Κατά πόσο μπορούν να βαδίσουν σε ένα πνευματικό μονοπάτι;

Για τον κο Παυλάκη, σχεδόν όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν σε κάτι – ακόμα και όσοι δηλώνουν μηδενιστές – θεοποιώντας ιδεολογίες, την επιστήμη, την ύλη, μία σαρκική απόλαυση κ.ο.κ. Λέει επ’ αυτού: «Όταν οι άνθρωποι ταυτίζονται με αυτά τα οποία έχουν κατακτήσει, είναι σχεδόν αδύνατον να αποκολληθούν από αυτά. Είναι πάρα πολύ έντονο το συναίσθημα” – γι’ αυτό χρειάζονται κάποια αντίμετρα. «Η προσκόλληση», επισημαίνει, «δεν σε αφήνει να λειτουργήσεις, δεν σε αφήνει να εκκινήσεις, δεν σε αφήνει να ανακαινιστείς ως άνθρωπος.»

Εγκαταλείποντας τις προσκολλήσεις

Η εξάρτηση, τονίζει ο κος Παυλάκης, είναι ψυχογενής. Γι’ αυτό και χρειάζεται πολλή δουλειά κάποιος. Η ψυχοθεραπεία βοηθά μεν, αλλά χρειάζεται και η μεταστροφή του νοός, δηλώνει.

Κατά την άποψή του, η μετάνοια που θα επιφέρει την ανακαίνιση επιτυγχάνεται μόνο μέσα από την εμπειρία με το θείο, αφού πρόκειται για ένα μακρύ και δύσκολο μονοπάτι: «Έχεις να κάνεις με τον ίδιο σου τον εαυτό.»

Η πορεία δεν είναι ομαλή. «Πότε θα ανεβαίνεις και πότε θα κατεβαίνεις», λέει. «Ως αρωγή, μπορείς να έχεις την ψυχοθεραπεία, τον σύζυγο, τη σύζυγο, τη φίλη, τον συμμαθητή, αλλά δεν είναι αυτά ικανά να σε ανατάξουν. Γι’ αυτό στην Εκκλησία λένε ‘η συνέργεια του ανθρωπίνου και του θείου παράγοντα’».

Ωστόσο, δεν περιορίζει τη σωτήρια οδό αποκλειστικά στην Ορθόδοξη Εκκλησία. «Συμφωνώ, υπάρχει όμως κι ένα ‘αλλά’. Γιατί τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο δεν οδεύουν στην απώλεια. Αν θεωρήσουμε ότι και αυτοί θα κριθούν, θα κριθούν κατά συνείδηση και μπορεί να απολαμβάνουν τον Παράδεισο μαζί μας στη μέλλουσα ζωή.»

Υπάρχει μέλλουσα ζωή; Και πού είναι ο Παράδεισος;

Για τον συγγραφέα του Πλου το μετά είναι δεδομένο και συνδέεται με το τώρα. Κατ’ αυτόν, η παρούσα ζωή μας είναι μία πρόγευση της μελλοντικής: «Προγευόμαστε. Όταν ένας άνθρωπος δείχνει αγάπη σε αυτόν τον κόσμο, θα τη δείχνει και μετά. Όταν δείχνει κακία σε αυτόν τον κόσμο, τι μπορεί να κάνει μετά;»

Επισημαίνει δε ότι ο Παράδεισος δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως τόπος, «δεν λειτουργεί γεωγραφικά. Είναι μία βιούμενη κατάσταση, όπως και η κόλαση.»

Δεν μιλάει εξ ιδίας πείρας, αλλά πιστεύει ότι «από όλη τη σοφία που έχει συσσωρευθεί τόσες χιλιάδες χρόνια, μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια μικρά, ανθρώπινα συμπεράσματα».

Στο βιβλίο του περιλαμβάνονται αναφορές σε μεταθανάτιες εμπειρίες, καθώς και περιγραφές που έχουν προκύψει από ανθρώπους που «έχουν πάει κι έχουν έρθει», μεταξύ αυτών και μία μαρτυρία από πρώτο χέρι. Μάλιστα, από τότε έχει μιλήσει και με δεύτερο πρόσωπο, το οποίο παρακάλεσε να παρευρεθεί στην παρουσίαση του βιβλίου.

Αξιοσημείωτο είναι ότι πολλές μεταθανάτιες εμπειρίες ομοιάζουν, ενώ υπάρχει εκτεταμένη βιβλιογραφία πάνω στο θέμα και πολλές έρευνες έχουν γίνει και δημοσιευθεί σε έγκριτα περιοδικά.

Πολλές είναι και οι εμφανίσεις των κεκοιμημένων σε ζωντανούς, όπως επίσης αναφέρεται στο βιβλίο του. Αποδίδει τις περιπτώσεις αυτές στη χάρη του Θεού, ο οποίος τους επιτρέπει να «περνούν το κρύσταλλο». Ωστόσο, για να γίνει εφικτό το πέρασμα, πρέπει να ισχύουν κάποιες προϋποθέσεις. Η κυριότερη αυτών, γράφει, είναι η αγάπη.

Αγάπη, η μεγαλύτερη δύναμη

«Η πρώτη και βασική προϋπόθεση είναι η αγάπη. Η αγάπη μπορεί να κάνει πολλά. Η αγάπη δημιουργεί ένα απίστευτο, μοναδικό και πρωτόγνωρο δέσιμο μεταξύ των ανθρώπων, αλλά και του ανθρώπου με το θείο. Άνθρωποι που μπορούν και αγαπούν με απλότητα και ανιδιοτέλεια αγαπούν βαθιά. Η αγάπη αυτή μπορεί να νικήσει και ξεπεράσει πολλά εμπόδια. […] Η αγάπη είναι η απόλυτη ενεργειακή δύναμη μέσα στη δημιουργία, μέσα στο σύμπαν.»

Στο παραπάνω απόσπασμα από τον Πλου, εξαίρεται η αγάπη και αναδεικνύεται ως ισχυρότατη συμπαντική δύναμη και άκτιστη θεϊκή ενέργεια. Στον ανθρώπινο κόσμο, η αγάπη βιώνεται και μεταδίδεται με ποικίλους τρόπους. Η ανώτατη μορφή αγάπης, η δίχως όρια, είναι και αυτή που μπορεί να μας καταστήσει ικανούς για την υπέρβαση του ‘εγώ’, που είναι και η πραγματική ελευθερία.

Η πιο κοινά προσβάσιμη οδός είναι, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, η γονεϊκότητα, καθώς «κάθε γονιός, κατά συνθήκη, θα μπορούσε να θυσιαστεί για το παιδί του. […] Με αυτόν τον τρόπο υπερβαίνουμε το σκοτάδι του ‘εγώ’ και μπαίνουμε έως έναν βαθμό στην κοινωνία του ‘εμείς’.»

Όσοι μάχονται για μία ιδέα ή για να υπερασπιστούν άλλους, διευρύνουν τον κύκλο: «Ο μαχητής που πηγαίνει και πολεμά για να υπερασπιστεί την πατρίδα του, την οικογένειά του, τους φίλους, τους γνωστούς, την ιδέα της σημαίας, αυτός μεγαλώνει τον κύκλο. Γιατί μάχεται για μένα, για σένα, για τον άλλον – αυτή είναι μία πραγματικά μεγάλη υπέρβαση.»

Χαρακτηριστικό της θυσιαστικής αγάπης είναι η ταπείνωση. Να μπορούμε να χαμηλώνουμε τον εαυτό μας και να προσφέρουμε με ανιδιοτέλεια τη βοήθειά μας όπου αυτή χρειάζεται, κάνοντας ακόμα και δουλειές ‘κατώτερες’ του επιπέδου μας, της μόρφωσής μας, της κοινωνικής μας θέσης.

Μεγάλη εντύπωση είχε κάνει στον κο Παυλάκη η πρώτη του επίσκεψη στο Άγιο Όρος, όπου είδε αυτό το «περίσσευμα αγάπης, στη συμπεριφορά και στη σχέση [των μοναχών], ακόμα και με ανθρώπους που δεν ήταν πιστοί». Στην εμβέλεια αυτής της αγάπης, «αρχίζεις και βλέπεις διαφορετικά και τον ίδιο σου τον εαυτό».

Πόσο εύκολο είναι όμως να δείξουμε αυτού του είδους την αγάπη στις συναναστροφές μας, στον χώρο της οικογένειας, στον επαγγελματικό χώρο; Ουσιαστικά, είναι μικρόκοσμοι αντίστοιχοι με αυτόν μίας μονής. Ωστόσο, «η καθημερινότητα πολλές φορές μάς ‘τρώει’, και εκεί είναι η δυσκολία αλλά και η πρόκληση: να μπορούμε να έχουμε στην άκρη του μυαλού μας το πρώτο και τελευταίο πράγμα που πρέπει να στοχεύει ο άνθρωπος – την αγάπη».

Ανατρέχοντας στην εμπειρία του ως ψυχοθεραπευτής, ο κος Παυλάκης λέει πως οι δυσκολότερες συνεδρίες ήταν αυτές με ζευγάρια που προσπαθούσαν να βελτιώσουν τη σχέση στον γάμο τους. «Ουσιαστικά, το μόνο που τους έλειπε ήταν η αγάπη. Όταν δεν υπάρχει αγάπη, ό,τι και να κάνει ένας τρίτος, δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα. Η αγάπη είναι το συστατικό. […] Για να βελτιώσεις κάτι, πρέπει να είναι ο άλλος δεκτικός. Όχι μόνο στα ερεθίσματα αλλά και στην παρουσία σου. Να σε βλέπει ως το αγαπώμενο πρόσωπο. Μ’ αυτόν τον τρόπο εξελίσσεσαι.» Υπό αυτό το πρίσμα, μία σχέση «μπορεί να σε ανυψώσει, αλλά μπορεί και να σε καθηλώσει ή να σε υποβιβάσει κιόλας.»

Καίρια είναι η παρουσία (ή η απουσία) της αγάπης και όταν υπάρχουν παιδιά. Όταν δεν υπάρχει αγάπη, όταν υπάρχει τοξικότητα στο σπίτι, τα παιδιά είναι οι ευάλωτες ψυχές που δέχονται όλο το βάρος. «Γονιός είναι αυτός που μεγαλώνει, που διαπαιδαγωγεί και αγαπά ένα παιδί, όχι αυτός που το φέρνει στον κόσμο», παραθέτει από τον Σωκράτη ο κος Παυλάκης, πατέρας μίας κόρης και ο ίδιος.

Ουσιώδες μέρος της διαπαιδαγώγησης είναι η οριοθέτηση, η οποία είναι επίσης μία πράξη αγάπης. «Χωρίς οριοθέτηση, δεν υπάρχει κατεύθυνση. Χωρίς οριοθέτηση θα πέσουμε στον γκρεμό». Όταν όμως ένα παιδί οριοθετείται με αγάπη, «θα είναι μία αυτόφωτη πηγή αγάπης στο μέλλον».

Η αγάπη εκπέμπεται. Είναι μία εσωτερική ποιότητα, ένα εσωτερικό κάλλος, το οποίο αποτυπώνεται στην ομιλία μας, στις χειρονομίες μας, σε κάθε μας κίνηση, κάνοντας την παρουσία του αισθητή. Αν και η καλαισθησία της μορφής παρέρχεται, το εσωτερικό κάλλος παραμένει.

Ως παράδειγμα κορύφωσης της αγάπης, ο κος Παυλάκης υπενθυμίζει την παραβολή του καλού Σαμαρείτη, ο οποίος προσφέρει τη βοήθειά του, τον χρόνο του, τα χρήματά του σε έναν άνθρωπο που του ήταν ολότελα άγνωστος. Και ύστερα, «η αποκορύφωση της αγάπης, με την ενανθρώπιση, τη σταύρωση και την ανάσταση του Χριστού».

«Αυτά τα τρία γεγονότα, ακόμα και συμβολικά ή σημειολογικά να τα δει κάποιος, δεικνύουν κάτι. Δεικνύουν την αγάπη, την απίστευτη αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο. […] Άλλωστε, υποστηρίζουμε ότι ο Θεός από αγάπη μάς δημιούργησε!»

* * * * *

Ο ΠΛΟΥΣ

Ο πλους

Μία συζήτηση για τη ζωή και τον θάνατο

Συγγραφέας: Ρένος-Νεκτάριος Παυλάκης

Εκδόσεις Ακρίτας 2025

ISBN: 978-618-5573-45-4

Διαστάσεις: 13 x 20 εκ.

Σελίδες: 136

Βάρος: 200 γρ.

Χαρτόδετο

 

Η Βυζαντινή πριγκίπισσα Άννα Κομνηνή, η πρώτη γυναίκα ιστορικός

Η Άννα Κομνηνή ήταν η πρωτότοκη κόρη του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού και της συζύγου του Ειρήνης Δούκαινας, αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Γεννήθηκε το 1083 στη, Κωνσταντινούπολη, στην Πορφύρα (το δωμάτιο στο ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης όπου γεννούσαν οι αυτοκράτειρες) και προοριζόταν να διαδεχτεί τον πατέρα της στον θρόνο, ώσπου γεννήθηκε ο μικρότερος αδελφός της, Ιωάννης, το 1087.

Όταν ήταν ακόμα βρέφος, ο πατέρας της την αρραβώνιασε με τον συμβασιλέα του, Κωνσταντίνο Δούκα, που ήταν εννέα χρόνια μεγαλύτερος της. Ο Κωνσταντίνος και η Άννα δεν παντρεύτηκαν ποτέ, καθώς ο Κωνσταντίνος πέθανε το 1095, σε ηλικία 21 ετών. Περίπου δύο χρόνια μετά, η Άννα παντρεύτηκε τον Νικηφόρο Βρυέννιο.

Η Άννα διδάχτηκε σε μικρή ηλικία μαθηματικά, φιλοσοφία και φαρμακευτική, ίσως επειδή προοριζόταν για διάδοχος του θρόνου. Ήταν αρκετά παρατηρητική από μικρή ηλικία και πολλές φορές θαύμαζε τον κόσμο γύρω της.

Η Άννα αγαπούσε τη γνώση τόσο, που μάζευε τους διανοούμενους γύρω της και τους ενθάρρυνε να συνεχίσουν τις έρευνες τους. Μεταξύ αυτών ήταν ο Ευστράτιος Νικαίας, στον οποίο η Άννα ανέθεσε να συντάξει τα πρώτα σχόλια για τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη.

Μετά τον θάνατο του πατέρα τους, η Άννα προσπάθησε να πάρει τον θρόνο από τον Ιωάννη, αλλά χωρίς τη στήριξη του συζύγου της απέτυχε. Η απόπειρά της είχε ως αποτέλεσμα τον υποχρεωτικό εγκλεισμό της στη Μονή Κεχαριτωμένης Θεοτόκου. Λίγο μετά, ξεκινάει να γράφει το ιστορικό έργο για το οποίο θα μείνει γνωστή, την «Αλεξιάδα».

Η «Αλεξιάδα» αφηγείται τη Βυζαντινή ιστορία από το 1069 έως το 1118, με κύριο πρωταγωνιστή τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό και θεωρείται αντιπροσωπευτικό κείμενο της αττικής γλώσσας. Το έργο θα μπορούσε να χωριστεί σε γενικές γραμμές στις ακόλουθες θεματικές ενότητες:

Τα βιβλία I-III καλύπτουν την άνοδο της οικογένειας των Κομνηνών και δικαιολογούν την κατάληψη της εξουσίας από την οικογένεια.

Τα βιβλία IV-IX καλύπτουν διάφορους πολέμους, κατά των Νορμανδών, των Σκυθών, των Τούρκων και των Κουμάνων.

Τα βιβλία X-XI καλύπτουν την Πρώτη Σταυροφορία (1096-1104 μ.Χ.) και την εισβολή των Νορμανδών στο Βυζάντιο το 1105 μ.Χ.

Τα βιβλία XII-XIII καλύπτουν περισσότερες στρατιωτικές περιπέτειες και εσωτερικά ζητήματα, καθώς και τους πιο διαβόητους αιρετικούς της εκκλησίας (π.χ. τους Μανιχαίους και τους Βογομίλους).

Λόγω της κοινωνικής της θέσης, η Άννα υπήρξε αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς πολλών γεγονότων που έλαβαν μέρος στην Κωνσταντινούπολη.

Αυτό που προσθέτει εγκυρότητα στο έργο της είναι η μέθοδος που χρησιμοποιούσε. Δεν δίστασε να συμπεριλάβει επίσημα έγγραφα του πατέρα της, πράγμα που συμφωνούσε απόλυτα με τα διδάγματα και τις μεθόδους της αρχαίας ιστοριογραφίας. Επίσης, υπομνήματα των μαχών των συμπολεμιστών του πατέρα της, καθώς και έγκυρες γραπτές μαρτυρίες του συζύγου της. Επίσης έκανε διασταυρώσεις με γνωστούς ιστορικούς της αυτοκρατορίας όπως ο Ψελλός, ο Ατταλειάτης και ο Σκυλίτζης.

Η περιγραφή της Άννας για το Βυζάντιο του 11ου αιώνα μ.Χ., καλύπτει όχι μόνο σημαντικά γεγονότα, αλλά και πολλές φυσικές περιγραφές και άλλες λεπτομέρειες, όπως πρωτόκολλα και ενδυμασία.

Στο έργο της χρησιμοποιεί τα αρχαία τοπωνύμια των πόλεων στις οποίες αναφέρεται. Επίσης, ενδεικτικό της υψηλής της μόρφωσης είναι το γεγονός ότι σε σχέση με τους βυζαντινούς ιστοριογράφους της πρώιμης περιόδου, η Άννα Κομνηνή χρησιμοποιεί περισσότερο χωρία από αρχαίους Έλληνες τραγικούς ποιητές και ιστοριογράφους, όπως τον Θουκυδίδη, τον οποίο προσπαθεί να μιμηθεί επαναλαμβάνοντας δικές του στερεοτυπικές φράσεις, καθώς και από τον αγαπημένο της Όμηρο, το έργο του οποίου, συγκεκριμένα η «Ιλιάδα», φαίνεται πως αποτέλεσε την έμπνευση για τον τίτλο του δικού της.

Κριτική

Το έργο της Άννας έχει υποστεί κριτική από την εποχή της μέχρι σήμερα, με ιστορικούς να υποστηρίζουν ότι έχει έλλειψη αντικειμενικότητας, καθώς πρωταγωνιστής είναι ο πατέρας της, για τον οποίο η Άννα τρέφει συναισθήματα αγάπης και σεβασμού. Ως αποτέλεσμα, κατηγορείται ότι κρίνει τις βαρβαρότητες των άλλων, αλλά όχι τις δικές του.

Επίσης, κάποιοι υποστηρίζουν ότι το έργο της προδίδει την πεποίθηση της για την ανωτερότητα του Βυζαντίου.

Θα πρέπει όμως να λάβουμε υπ’ όψιν ότι η ίδια η Άννα είναι η πρώτη που ασκεί κριτική στον εαυτό της στο έργο της.

Τέλος, οι επικριτές της φαίνεται πως αγνοούν τη γενική υποκειμενικότητα της ιστορίας και είναι ήδη προκατειλημμένοι. Η Άννα υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες ιστορικούς του Βυζαντίου, και χωρίς εκείνη, θα υπήρχε ένα μεγάλο κενό στην ιστορία μας.

Πηγές

  1. Αλεξία Π. Ιωαννίδου, Άννα Κομνηνή: Η βυζαντινή πριγκίπισσα που έγραψε την ιστορία του αυτοκράτορα πατέρα της, Αλεξίου Α’ Κομνηνού, pontosnews.gr, 2022
  2. Peter Frankopan, Anna Komnene – the princess who chronicled Byzantium’s changing fortunes, Engelsberg Ideas, 2020
  3. Mark Cartwright, Anna Komnene, World History Encyclopedia, 2018

Η ζωή του Λέοντα Τολστόι

Ο Μάθιου Άρνολντ είπε κάποτε ότι ένα μυθιστόρημα του Τολστόι δεν είναι έργο τέχνης, αλλά κομμάτι της ζωής. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μεγαλύτερο έπαινο από αυτόν για έναν μυθιστοριογράφο, του οποίου το δύσκολο έργο είναι να αποστάξει την ανθρώπινη εμπειρία στις σελίδες ενός βιβλίου.

Πολλοί αναγνώστες και κριτικοί συμφωνούν με τον Άρνολντ και θεωρούν ότι ο έπαινος είναι δικαιολογημένος. Πράγματι, πολλοί θεωρούν ότι ο Τολστόι είναι ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος όλων των εποχών. Το «Πόλεμος και Ειρήνη» συχνά ανακηρύσσεται το μεγαλύτερο μυθιστόρημα που γράφτηκε ποτέ.

Αναζητώντας τις ρίζες της επιτυχίας των έργων του στη ζωή του, ανακαλύπτουμε μια ιστορία απώλειας, ανατροπών και βαθιάς πνευματικότητας. Οι εμπειρίες του από τον πόλεμο, τον έρωτα, την κακία και την αρετή, μαζί με την οξεία παρατήρηση των άλλων, του επέτρεψαν να γράψει έργα που διεισδύουν στον πυρήνα της ανθρώπινης φύσης και της ανθρώπινης ζωής με τρόπο που έχει παγκόσμια απήχηση.

A close-up of the portrait of Leo Tolstoy, 1882, by Nikolai Ge. (Public Domain)
Προσωπογραφία του Τολστόι από τον Νικολάι Γκε, 1882. (Public Domain)

 

Απώλειες και απολαύσεις

Ο Τολστόι γεννήθηκε το 1828 στο κτήμα της οικογένειάς του στην επαρχία Τούλα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Οι γονείς του πέθαναν όταν το αγόρι ήταν 10 ετών. Οι ατυχίες του όμως δεν τελείωσαν εκεί: Η γιαγιά του πέθανε 11 μήνες μετά τον πατέρα του και η θεία του, Αλεξάνδρα, απεβίωσε λίγο μετά τη γιαγιά του.

Ο Τολστόι και τα τέσσερα αδέλφια του κατέληξαν τελικά σε μια άλλη θεία, στη δυτική Ρωσία. Παρά τις απανωτές απώλειες, ο Τολστόι πέρασε μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία, την ανάμνηση της οποίας εκτιμούσε τόσο πολύ, ώστε το πρώτο του δημοσιευμένο έργο, η «Παιδική ηλικία», είναι μια μυθιστορηματική περιγραφή αυτών των χρυσών χρόνων.

Ο Τολστόι μορφώθηκε στο σπίτι του από Γερμανούς και Γάλλους δασκάλους, μέχρι που γράφτηκε σε ένα πρόγραμμα ανατολικών γλωσσών στο Πανεπιστήμιο του Καζάν, το 1843. Ωστόσο, ο νεαρός Τολστόι δεν ήταν βυθίστηκε στις σπουδές του – αντίθετα, διαιώνισε τη φοιτητική παράδοση ανά τον κόσμο και τους αιώνες, περνώντας τον χρόνο του σε απολαύσεις.

Έζησε έτσι για τέσσερα χρόνια, πίνοντας, τζογάροντας και κάνοντας γυναικείες σχέσεις. Οι βαθμοί του ήταν τόσο κακοί που αναγκάστηκε να μετεγγραφεί σε ένα ευκολότερο πρόγραμμα, το οποίο όμως και πάλι δεν κατάφερε να ολοκληρώσει. Έφυγε από το πανεπιστήμιο το 1847, χωρίς πτυχίο.

Kazan University, seen here in a depiction from 1832. (Public Domain)
Το Πανεπιστήμιο του Καζάν, σε απεικόνιση του 1832. (Public Domain)

 

Μέχρι τότε, ο Τολστόι είχε αποκτήσει μια προτίμηση για τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, απολαμβάνοντας τα έργα του Λώρενς Στερν, του Καρόλου Ντίκενς και του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ. Επέστρεψε στη Γιασνάγια Πολιάνα, το οικογενειακό κτήμα, προσδοκώντας να μορφωθεί και να αφιερωθεί στη διαχείριση του κτήματος. Ωστόσο, οι ακολασίες του συνεχίζονταν, παρά τις αποφάσεις του να τις σταματήσει. Τα ταξίδια του στη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη ανέστειλαν τα σχέδιά του να διαχειριστεί το κτήμα και να βοηθήσει τους δουλοπάροικους.

Περίπου εκείνη την εποχή, άρχισε να κρατά λεπτομερές ημερολόγιο της καθημερινής του ζωής. Αυτό αποδείχθηκε ο σπόρος της μετέπειτα λογοτεχνικής του ιδιοφυΐας. Μεταξύ άλλων, το ημερολόγιο περιελάμβανε περίπλοκα σύνολα κανόνων για την κοινωνική και ηθική ζωή – πολλούς από τους οποίους αποτύγχανε και ο ίδιος να τηρήσει. Τους ξαναέγραφε και πάλι δεν τους ακολουθούσε, με αποτέλεσμα να απογοητεύεται και να μέμφεται τον εαυτό του. Ο Τολστόι κρατούσε το ημερολόγιο σχολαστικά καθ’ όλη τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ζωής του, έτσι μάς παρέχει σημαντικές και εις βάθος πληροφορίες για την καριέρα και την προσωπική του ζωή.

Το 1851, κατατάχθηκε στο στρατό, παρακινούμενος από τον μεγαλύτερο αδελφό του, Νικολάι, αλλά και από τα χρέη του στον τζόγο. Αυτό τοποθέτησε τον Τολστόι κατευθείαν στον Κριμαϊκό Πόλεμο του 1853 έως το 1856. Υπηρέτησε ως αξιωματικός πυροβολικού κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Σεβαστούπολης από το 1854 έως το 1855. Αν και επέδειξε θάρρος και ικανότητα ως αξιωματικός, απεχθανόταν τη βία και το αίμα της μάχης και εγκατέλειψε το στρατό αμέσως μόλις τελείωσε ο πόλεμος.

Lev Nikolayevich Tolstoy in 1848, at 20 years old. (Pavel Biryukov) <span style="color: #ff0000;"> </span>
Ο Λεβ Νικολάγεβιτς Τολστόι το 1848, σε ηλικία 20 ετών. (Pavel Biryukov)

 

Ωστόσο, η εμπειρία του του παρείχε τροφή για περαιτέρω λογοτεχνικά έργα. Κατάφερε να γράψει τη συνέχεια της «Παιδικής ηλικίας», ενώ απέφευγε τις σφαίρες και τις εκρήξεις του πολέμου. Έγραψε επίσης τις «Ιστορίες της Σεβαστούπολης», έναν στοχασμό πάνω στη φύση του πολέμου, όπου πειραματίστηκε γράφοντας με «ροή συνείδησης». Οι «Ιστορίες της Σεβαστούπολης» περιλαμβάνουν μια από τις πιο διάσημες ρήσεις του Τολστόι : «Ο ήρωας του παραμυθιού μου, τον οποίο αγαπώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, τον οποίο προσπάθησα να απεικονίσω σε όλη του την ομορφιά, ο οποίος ήταν, είναι και θα είναι όμορφος, είναι η Αλήθεια».

Τα έργα αυτά είχαν ήδη αποκτήσει κάποια φήμη όταν ο Τολστόι επέστρεψε στη Ρωσία, μετά τον πόλεμο. Αν και μπήκε στη λογοτεχνική σκηνή της Αγίας Πετρούπολης, σύντομα την απαρνήθηκε – αρνούμενος να ενταχθεί σε οποιοδήποτε δημοφιλές διανοητικό στρατόπεδο της εποχής – υπέρ της σκηνής του τζόγου στο Παρίσι. Αφού σπατάλησε όλα του τα χρήματα εκεί, αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Ρωσία, όπου δημοσίευσε το τρίτο μέρος της αυτοβιογραφικής τριλογίας του το 1857.

Οικογένεια και ιδεολογία

Στα 30 του πλέον, ο Τολστόι έστρεψε το βλέμμα του στο γάμο, αφού ο θάνατος ενός από τα αδέλφια του τον έκανε να επανεξετάσει την κατεύθυνση της ζωής του. Ωστόσο, φοβόταν ότι ήταν πολύ γέρος και άσχημος για να τον θέλει κάποια γυναίκα. Παρ’ όλα αυτά, έκανε πρόταση γάμου στη Σοφία Αντρέγιεβνα Μπερς, τη μικρότερη κόρη ενός γιατρού της αυλής. Εκείνη ήταν μόλις 18 ετών και εκείνος 34. Εκείνη όμως είπε το ‘ναι’ και παντρεύτηκαν το 1862. Απέκτησαν 13 παιδιά μαζί.

"Sophia Tolstaya, Leo Tolstoy's wife, and their daughter Alexandra Tolstaya," 1886, by Nikolai Ge. Oil on canvas. Leo Tolstoy Memorial Estate, Russia. (Public Domain)
Νικολάι Γκε, «Η Σοφία Τολστάγια, σύζυγος του Λέοντα Τολστόι, και η κόρη τους Αλεξάνδρα Τολστάγια», 1886. Λάδι σε καμβά. Κτήμα Λέοντος Τολστόι, Ρωσία. (Public Domain)

 

Στην αρχή, ο γάμος τους ήταν γεμάτος χαρά και πάθος, αν και η Σόνια αποδοκίμαζε το άγριο παρελθόν του συζύγου της. Ήταν μία αφοσιωμένη σύζυγος και μητέρα, που αντέγραψε ακόμη και τον ογκώδη τόμο του συζύγου της «Πόλεμος και Ειρήνη» επτά φορές για να τον βοηθήσει στο έργο του.

Αλλά με την πάροδο του χρόνου, έκαναν την εμφάνισή τους ορισμένες εντάσεις μεταξύ τους, ιδίως όταν ο Τολστόι άρχισε να αναπτύσσει αντισυμβατικές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Μεταξύ αυτών, και η πεποίθησή του ότι πρέπει να χαρίσει όλα τα χρήματά του. Η σύζυγός του αντιτάχθηκε σθεναρά στην ιδέα αυτή. Ερχόμενος σε έναν συμβιβασμό, ο Τολστόι τής μεταβίβασε τα δικαιώματα μεγάλου μέρους του λογοτεχνικού του έργου. Τα επόμενα χρόνια του γάμου τους ήταν όλο και πιο δυστυχισμένα.

Τα σπουδαιότερα έργα του

Στις αρχές της δεκαετίας του 1860, ο Τολστόι εισήλθε στην περίοδο των μεγαλύτερων λογοτεχνικών επιτευγμάτων του. Μέσα σε δώδεκα χρόνια, έγραψε δύο από τα καλύτερα μυθιστορήματα του κόσμου, το «Πόλεμος και Ειρήνη» και την «Άννα Καρένινα», τους δύο πυλώνες της διαχρονικής κληρονομιάς του.

Το «Πόλεμος και Ειρήνη» περιλαμβάνει ιστορικές περιγραφές των Ναπολεόντειων Πολέμων, δοκίμια για τους νόμους της ιστορίας και ιστορίες με εξαιρετικά ρεαλιστικούς χαρακτήρες. Η «Άννα Καρένινα» αφηγείται τις τραγικές συνέπειες που βιώνει μια γυναίκα που εγκαταλείπει τον άντρα της για να ζήσει τον έρωτα στην αγκαλιά κάποιου άλλου. Και τα δύο έργα έχουν τις ρίζες τους στην κατανόηση ότι η ποιότητα και το νόημα της ζωής μας εξαρτώνται από τη φύση των καθημερινών μας δραστηριοτήτων.

The central conflict in "Anna Karenina" is Anna's extramarital affair with a dashing soldier. (Public Domain)
Το δράμα στην «Άννα Καρένινα» προκύπτει από τον έρωτα της Άννας με έναν όμορφο, νεότερό της στρατιωτικό, και την επικράτηση του συναισθήματος επί του καθήκοντος. (Public Domain)

 

Μετά την ολοκλήρωση της «Άννας Καρένινα», ο Τολστόι βίωσε μια πνευματική κρίση που χαρακτηριζόταν από υπαρξιακή απελπισία, την οποία κατέγραψε στο έργο του «Η εξομολόγησή μου» το 1884. Στα βάθη αυτής της κρίσης, ο θάνατος έμοιαζε να καθιστά τα πάντα χωρίς νόημα. Όμως ο Τολστόι βρήκε παρηγοριά στην απλή πίστη των απλών ανθρώπων και στράφηκε επιτέλους προς τη θρησκεία για να απαλύνει την απελπισία του. Αρχικά, εξερεύνησε τη ρωσική ορθόδοξη εκκλησία, στην οποία είχε γεννηθεί, αλλά γρήγορα απογοητεύτηκε από αυτήν. Στην πραγματικότητα, έφτασε να απορρίψει εξ ολοκλήρου την οργανωμένη θρησκεία, πιστεύοντας ότι όλες οι εκκλησίες ήταν διεφθαρμένες.

Αντ’ αυτού, ανέπτυξε μια προσωπική, ετερόδοξη μορφή χριστιανισμού, η οποία οδήγησε στον αφορισμό του από την ορθόδοξη εκκλησία το 1901. Μαζί με τις ανορθόδοξες δογματικές πεποιθήσεις του, δημιούργησε ένα σύνολο ηθικών αρχών, μία από τις πιο αξιοσημείωτες από τις οποίες ήταν η αυστηρή διδαχή της μη βίας. Ο Τολστόι προσέλκυσε οπαδούς ως θρησκευτικός ηγέτης. Ο ειρηνισμός του αποδείχθηκε ιδιαίτερα επιδραστικός στον Γκάντι. Συνδύασε την ιδέα του για τον χριστιανισμό με αυστηρά ηθικά ιδεώδη, όπως η αποχή από κάθε κυβερνητική δραστηριότητα, η άρνηση υποσχέσεων και η πλήρης σεξουαλική αποχή. Ωστόσο, τα υψηλά του πρότυπα ήταν απρόσιτα ακόμα και για τον ίδιο.

Ο Τολστόι συνέχισε να γράφει μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα όψιμα έργα του είναι «Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς», μια νουβέλα που απεικονίζει με ρεαλισμό την ψυχολογική αναταραχή ενός ανθρώπου που πλησιάζει στο θάνατο και που συνειδητοποιεί ότι η ζωή του έχει πάει χαμένη.

Τα μεταγενέστερα μυθιστορήματα του Τολστόι περιλαμβάνουν ηθικές ιστορίες ή μύθους που απευθύνονταν σε ένα ευρύτερο φάσμα αναγνωστών. Πολλές από αυτές είναι αρκετά βαθυστόχαστες. Ο Τζέημς Τζόυς μάλιστα εξήρε μία από αυτές τις ιστορίες, το «Πόση γη χρειάζεται ένας άνθρωπος», ως «τη μεγαλύτερη ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας».

Στην προσπάθειά του να ξεφύγει προσωρινά από τον κακό του γάμο και τη δυσκολία του να τηρήσει τις αρχές του, ο Τολστόι έκανε ένα ταξίδι το 1910 με την κόρη του Αλεξάνδρα και τον γιατρό του. Ήλπιζε να αποφύγει την αδιάκοπη προσοχή του Τύπου ταξιδεύοντας ινκόγκνιτο, αλλά αυτό δεν επετεύχθη στον βαθμό που το ήθελε. Τελικά, εξαντλημένος από τα ταξίδια, ο Τολστόι σταμάτησε στο Αστάποβο της Ρωσίας, στο σπίτι ενός σταθμάρχη. Εκεί πέθανε από πνευμονία και καρδιακή ανεπάρκεια στις 20 Νοεμβρίου 1910. Κηδεύτηκε στο οικογενειακό του κτήμα.

The grave of Leo Tolstoy is well tended in this 2015 photograph. (<a href="https://commons.wikimedia.org/wiki/User:Velbes">Velbes</a>/<a href="https://creativecommons.org/licenses/by-sa/4.0/deed.en">CC BY-SA 4.0</a>)
Ο τάφος του Λέοντα Τολστόι, 2015. (Velbes/CCBY-SA 4.0)

 

Η ικανότητά του να περιγράφει την ψυχική ζωή των χαρακτήρων με αξιοσημείωτη λεπτομέρεια και ρεαλισμό ήταν απαράμιλλη. Τα έργα που άφησε πίσω του για την ανθρωπότητα συγκαταλέγονται μεταξύ των κορυφαίων λογοτεχνικών μνημείων. Η εσωτερική του ανησυχία τον βοήθησε να μετατρέψει τη ζωή του από μια ζωή ηδονιστικής αναζήτησης σε εκείνη ενός βαθιά πνευματικού ανθρώπου με πίστη στην αυτοσυγκράτηση και ευαισθησία στην ανάγκη της ανθρωπότητας για το υπερβατικό.

Σίγκριντ Ούντσετ, μία αμφιλεγόμενη Σκανδιναβή συγγραφέας

Η Σίγκριντ Ούντσετ [Sigrid Undset] γεννήθηκε το 1882 στη μικρή πόλη Κάλουντμποργκ της Δανίας και μετακόμισε με την οικογένεια της στη Νορβηγία, συγκεκριμένα στο Όσλο (γνωστό ως Χριστιανία μέχρι το 1925), όταν ήταν μόλις δύο ετών. Το γνωστότερο έργο της είναι το «Kristin Lavransdatter» (Κρίστιν Λάβρανσντάτερ), μία τριλογία στην οποία αφηγείται τη ζωή στον Μεσαίωνα της Νορβηγίας από την οπτική μίας γυναίκας.

Η Ούντσετ ήταν τολμηρή σκεπτικίστρια απέναντι στη σύγχρονη οπτική. Θεωρούσε την εκβιομηχάνιση, τον υλισμό και τον ατομικισμό ως απειλές για την κοινωνική σταθερότητα. Πολλά από τα πρώτα της δοκίμια στράφηκαν ενάντια στη ρητορική του φεμινιστικού κινήματος. Πίστευε ότι το φεμινιστικό κίνημα παρέβλεπε την αξία του ρόλου της γυναίκας στους παραδοσιακούς κύκλους της οικογένειας. Η Ούντσετ υποστήριξε ότι τα δικαιώματα του εκλέγειν, της εργασίας και της απόφασης για την απόκτηση παιδιών πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν στο πλαίσιο της μεγαλύτερης ευθύνης του ατόμου απέναντι στην κοινωνία στο σύνολό της.

Η πορεία προς τη συγγραφή

Η Ούντσετ ήταν 16 ετών όταν ξεκίνησε να γράφει το πρώτο της μυθιστόρημα με φόντο τη Δανία του Μεσαίωνα, ενώ εργαζόταν ως γραμματέας σε μία εταιρεία μηχανικών στη Χριστιανία. Το μυθιστόρημα ολοκληρώθηκε έξι χρόνια αργότερα, αλλά απορρίφθηκε από τον εκδοτικό οίκο στον οποίο το υπέβαλε. Της πρότειναν να γράψει κάτι πιο μοντέρνο.

Έτσι, δύο χρόνια μετά, έγραψε μία ρεαλιστική ιστορία για μία γυναίκα της μεσαίας τάξης, στη Χριστιανία της εποχής της. Αρχικά απορρίφθηκε και αυτό, αλλά στη συνέχεια έγινε δεκτό.

Sigrid Undset (C) with her younger sisters Signe and Ragnhild, in a 1894 photograph. (Public Domain)
Η Σίγκριντ Ούντσετ (κέντρο) με τις μικρότερες αδελφές της Σίγκνε και Ράγκνχιλντ, σε φωτογραφία του 1894. (Public Domain)

 

Σε ηλικία 25 ετών, η Ούντσετ έγραψε ένα σύντομο μυθιστόρημα σχετικό με τη μοιχεία, το οποίο έγινε γρήγορα δημοφιλές και την ανέδειξε ως μία πολλά υποσχόμενη συγγραφέα.

Μέχρι το 1919, είχε ήδη εκδώσει μία σειρά επίκαιρων μυθιστορημάτων που αφορούσαν την πόλη της, με χαρακτήρες με τους οποίους οι σύγχρονοί της μπορούσαν να ταυτιστούν. Τα βιβλία της εξέταζαν τις σχέσεις μεταξύ παιδιών και γονέων, αφηγούνταν τις ιστορίες των εργαζομένων, καθώς και άλλες καθημερινές ιστορίες. Πολλά από τα πρώτα της μυθιστορήματα φαίνεται να πραγματεύονται τη θέση της γυναίκας στην εποχή της.

Συνέχισε να γράφει ακόμα και μετά τον γάμο της, ολοκληρώνοντας τα τελευταία της ρεαλιστικά μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων. Επίσης συμμετείχε στις δημόσιες συζητήσεις για επίκαιρα θέματα όπως τη χειραφέτηση των γυναικών και την κοινωνική παρακμή μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Έγραψε ακόμη μία νορβηγική διασκευή του θρύλου του Βασιλιά Αρθούρου. Για τη συγγραφή της μελέτησε αρχαία νορδικά (αρχαία σκανδιναβική γλώσσα) χειρόγραφα και μεσαιωνικά χρονικά και επισκέφτηκε και εξέτασε μεσαιωνικές εκκλησίες και μοναστήρια, τόσο στην πατρίδα της όσο και στο εξωτερικό.

Sigrid Undset, Nobel Laureate in Literature, 1928, by Aage Remfeldt. (PD-US)
Φωτογραφία της Σίγκριντ Ούντσετ από τον Άαγκε Ρέμφελντ, για τη βράβευσή της με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1928. (PD-US)

 

Χρόνια μετά, αποφασίζει και γράφει το αριστούργημα για το οποίο θα μείνει γνωστή, το «Kristin Lavransdatter», επιστρέφοντας στην εφηβική της ιδέα, με φόντο όμως τη Νορβηγία αντί για τη Δανία. Το 1928 κέρδισε το Νόμπελ λογοτεχνίας.

Ο ρόλος της πίστης στη ζωή και το έργο της

Η Ούντσετ παντρεύτηκε το 1912 τον Αντερς Κάστους Σβάρσταντ, ένα Νορβηγό ζωγράφο που γνώρισε στην Ιταλία. Ο Σβάρσταντ ήταν εννιά χρόνια μεγαλύτερός της και ήταν ήδη παντρεμένος με τρία παιδιά. Πήρε διαζύγιο από την πρώτη του γυναίκα περίπου τρία χρόνια μετά τον γάμο του με την Ούντσετ.

Όμως ούτε ο δικός τους γάμος κράτησε και μετά από τρία παιδιά πήραν διαζύγιο.

Οι γονείς της Ούντσετ ήταν άθεοι, αλλά λόγω της επιρροής του τόπου και της εποχής, μεγάλωσαν αυτήν και τις αδελφές της ως Λουθηρανές (κλάδος του Προτεσταντισμού). Η Ούντσετ πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής της δηλώντας αγνωστικίστρια. Όμως, ο γάμος της σε συνδυασμό με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, άλλαξαν τη στάση της. Η ανησυχία της ως προς την κατεύθυνση που η κοινωνία όδευε και τα ζητήματα ηθικής που την απασχολούσαν την έσπρωξαν στον Ρωμαιοκαθολικισμό.

Από εκείνη τη στιγμή και μετά η γραφή της περιελάμβανε δοκίμια για την Καθολική πίστη, τη ζωή των αγίων και τη νορβηγική ιστορία, καθώς και λογοτεχνία πριν από τη Μεταρρύθμιση. Στα ζητήματα της γυναίκας και της θρησκείας έδωσε ιδιαίτερη προσοχή σε συλλογές δοκιμίων όπως το «Et kvindesynspunkt» (Η οπτική μίας γυναίκας, 1919) και το «Katholsk propaganda» (Καθολική Προπαγάνδα, 1927).

Το ενδιαφέρον είναι ότι η Ούντσετ δεν έγραφε από αντίδραση στο ρεύμα της σύγχρονης σκέψης, απλά οι πεποιθήσεις της είχαν τις ρίζες τους στην ιδέα ότι η γνώση του παρελθόντος θα πρέπει να χρησιμοποιείται παραγωγικά ώστε να αποφεύγεται η επανάληψη των ίδιων ή παρόμοιων λαθών στο παρόν και στο μέλλον.

Το εάν πρέπει να χαρακτηριστεί αντιδραστική ή αντιφεμινίστρια βρίσκεται υπό συζήτηση από την εποχή της μέχρι σήμερα. Το μόνο που μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα είναι ότι η ενασχόλησή της με τα κοινωνικά ζητήματα της εποχής της ήταν η κύρια πηγή των λογοτεχνικών έργων της.

Η Ούντσετ είδε ότι υπάρχουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα στον κόσμο και πίστεψε ότι μόνο μέσα από την πίστη και την πνευματική καλλιέργεια μπορούμε να έρθουμε πιο κοντά στην αλήθεια. Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγήθηκε μετά από χρόνια παρατήρησης της κοινωνίας και των μελών της.

Στα μετέπειτα μυθιστορήματά της η επιρροή των θρησκευτικών της πεποιθήσεων γίνεται εμφανής. Όπως στο έργο της «Όλαφ», το οποίο λαμβάνει χώρα όταν η Νορβηγία ήταν ακόμα Καθολική.

"Kristin Lavransdatter" by Sigrid Undset.
Το εξώφυλλο της αγγλικής έκδοσης του βιβλίου της Ούντσετ «Kristin Lavransdatter».

 

Στην εξορία 

Όταν η Ναζιστική Γερμανία εισέβαλε στη Νορβηγία το 1940, η Ούντσετ, μαζί με τον μικρότερο γιο της αναγκάστηκαν να διαφύγουν στη Σουηδία και από εκεί, λίγο αργότερα, στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η Ούντσετ καταφερόταν ανοιχτά ενάντια στον Χίτλερ, ο οποίος απαγόρευσε τα γραπτά της στη Ναζιστική Γερμανία. Από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ούντσετ ανέδειξε ακούραστα την υπόθεση της κατεχόμενης χώρας της και εκείνη των Εβραίων της Ευρώπης με γραπτά, ομιλίες και συνεντεύξεις.

Μετά την εκτέλεση από τους Γερμανούς του Δανού Λουθηρανού ιερέα Κάι Μουνκ, η δανέζικη αντιστασιακή εφημερίδα De frie Danske δημοσίευσε αρκετά άρθρα από σημαντικούς Σκανδιναβούς, μεταξύ των οποίων και της Ούντσετ.

Η Ούντσετ επέστρεψε στη Νορβηγία όταν η χώρα ελευθερώθηκε από τους κατακτητές, το 1945. Από τότε δεν δημοσίευσε τίποτα καινούργιο και απεβίωσε τέσσερα χρόνια μετά την επιστροφή της.

Πηγές

  1. Sigrid Undset Norwegian author, Britannica
  2. Σίγκριντ Ούντσετ (1882 – 1949) Νορβηγίδα μυθιστοριογράφος, που κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1928, Times news, 2023
  3. Sigrid Undset (1882-1949), Gale

Τα έθιμα του Πάσχα γίνονται αξίες ζωής με φόντο το Λεωνίδιο και τη λίμνη Τιβεριάδα

Με λόγο στοχαστικό και γεμάτο συμβολισμούς, που συνδυάζει τη βιωματική προσέγγιση των σύγχρονων παιδιών με την πλούσια πασχαλινή παράδοση κάθε τόπου, στην Ελλάδα και την Κύπρο, το νέο παιδικό βιβλίο του συγγραφέα και πρώην δημάρχου Θάσου Κώστα Χατζηεμμανουήλ είναι μια νουβέλα που μπορεί να απευθύνεται σε παιδιά αλλά διαβάζεται ευχάριστα από κάθε ηλικία.

Ολόκληρο το βιβλίο, από το εξώφυλλο μέχρι την εικονογράφηση και τη συγγραφή των ιστοριών, αποπνέει μια γλυκιά νοσταλγία, είναι γεμάτο παιδικές αναμνήσεις και «μοσχοβολάει» Άνοιξη. Αν και τιτλοφορείται «Στα Ακρογιάλια της Τιβεριάδας», οι μικροί πρωταγωνιστές και οι ιστορίες τους διαδραματίζονται στο Λεωνίδιο, την πανέμορφη κωμόπολη της Αρκαδίας, όπου το Πάσχα γιορτάζεται τόσο ξεχωριστά, με αποκορύφωμα το έθιμο με τα μικρά αερόστατα που αφήνονται στον ουρανό.

Στο καλαίσθητο βιβλίο των 48 σελίδων, που κυκλοφόρησε μόλις πριν από έναν μήνα από τις εκδόσεις «ΠΛΗΡΩΤΙΚΑ» και προλογίζει ο μητροπολίτης Κίτρους και Κατερίνης κ. Γεώργιος, η λίμνη της Τιβεριάδας δεν είναι για τον συγγραφέα ένας γεωγραφικός τόπος, είναι σύμβολο. Είναι το τοπίο, όπου ο Λόγος του Θεού σάρκωσε την Αγάπη, εκεί όπου τα θαύματα νίκησαν την απελπισία. Η πραγματική δράση εκτυλίσσεται στο Λεωνίδιο, συνδυάζοντας τη βιωματική προσέγγιση των παιδιών με την πλούσια πασχαλινή παράδοση, όχι μόνο της συγκεκριμένης περιοχής αλλά κάθε γωνιάς της Ελλάδας, στη Μακεδονία, στη Θράκη, στα νησιά, στην Πελοπόννησο, στην Κύπρο και αλλού.

Ο κος Χατζηεμμανουήλ, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, υπογραμμίζει εύστοχα πως «τα έθιμα και οι παραδόσεις δεν πρέπει να αποτελούν στερεότυπες, άνυδρες ιστορικές αναπαραστάσεις που τις περισσότερες φορές μπορεί να κουράζουν. Στόχος μου ήταν μέσα από τις ιστορίες να στείλουμε μηνύματα που τα παιδιά μπορούν να κατανοήσουν και να τα κάνουν βίωμα.»

«Το κάψιμο του Ιούδα που τόσο έχει διχάσει την κοινωνία μας», συνεχίζει ο συγγραφέας από τη Θάσο, «δεν μπορεί να συνεχίζει να αποτελεί ένα απολίθωμα του χρόνου. Ο Ιούδας δεν είναι ο κακός Εβραίος, είναι ο κακός μας εαυτός. Καίγοντας ένα ομοίωμα καίμε όλα όσα μας ενοχλούν και θέλουμε να τα αλλάξουμε. Το έθιμο του Λαζάρου στην Κύπρο αποκτάει άλλο νόημα μετά την επέλαση του Αττίλα και την καταστροφή που σπέρνει στη μεγαλόνησο. Τότε, η ανάσταση του Λαζάρου αντικατοπτρίζει την ανάσταση της Κύπρου και αυτό φαίνεται μέσα από τον τρόπο που βιώνουν το έθιμο οι κάτοικοι. Ακόμα και αυτά τα υπέροχα αερόστατα που στέλνονται στον ουρανό μεταφέρουν ευχές, προσευχές και τα ονόματα παιδιών από όλο τον κόσμο, ανεξαρτήτως χρώματος, φυλής, θρησκεύματος, που έχασαν πρόωρα τη ζωή τους.»

Η χαρά του να βιώνεις το Πάσχα ως παιδί

Σε αυτό το διαφορετικό θεματικό βιβλίο για το Πάσχα, η παρέα του Λουκά και του Χριστόφορου περνούν τις διακοπές τους μέσα σε ένα μοναδικής ομορφιάς φυσικό περιβάλλον που ευωδιάζει πασχαλιές. Ακούνε μοναδικές ιστορίες ανθρώπων, από κάθε μεριά της Ελλάδας, που μεταμορφώνουν τα έθιμα και τις παραδόσεις σε αξίες ζωής, σε έμπνευση για ένα καλύτερο αύριο.

Και σε αυτό το τελευταίο του βιβλίο, ο άνθρωπος στον οποίο οι Θάσιοι οφείλουν το μεγάλο έργο της αναστήλωσης του αρχαίου θεάτρου που ντύθηκε με το ολόλευκο φημισμένο μάρμαρο του νησιού, ο πολιτισμός παραμένει ένα δυνατό στοιχείο. Το Πάσχα στην Ελλάδα, όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο του Κώστα Χατζηεμμανουήλ, είναι ένας πολύχρωμος χάρτης από φωνές, μυρωδιές, ήχους και εικόνες που υφαίνουν τον ιστό μιας κοινής πολιτιστικής και θρησκευτικής ταυτότητας.

Το Λεωνίδιο, φωλιασμένο ανάμεσα στα βουνά και τη θάλασσα της Αρκαδίας, γίνεται το φυσικό σκηνικό μιας απρόσμενης συνάντησης πολιτιστικών παραδόσεων. Με τα έντονα πασχαλινά του έθιμα, δεν είναι απλώς μια όμορφη κωμόπολη αλλά ένας ζωντανός φορέας πολιτισμού. Οι ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας και όλα τα έθιμα που τις συνοδεύουν είναι πράξεις μνήμης και ελπίδας. Μέσα από τα μάτια των παιδιών, που βλέπουν χωρίς προκατάληψη και αισθάνονται χωρίς φραγμούς, αποκαλύπτεται η βαθύτερη αλήθεια των εθίμων που δεν είναι απλώς αναπαραστάσεις, αλλά τρόποι να διατηρήσουν ζωντανή την ανθρωπιά, την αλληλεγγύη, την ενσυναίσθηση, την αγάπη για τον εαυτό τους και τους άλλους.

(ΑΠΕ-ΜΠΕ)

 

Αυτό το βιβλίο, επομένως, δεν επιχειρεί να καταγράψει απλώς έθιμα ούτε να εξηγήσει τον πασχαλινό κύκλο με εθνογραφική ακρίβεια. Επιχειρεί κάτι πιο ουσιαστικό, να εστιάσει στον τρόπο που το Πάσχα βιώνεται από εκείνους που δεν έχουν ακόμη φθαρεί από τη ρουτίνα της ενηλικίωσης. Γι’ αυτό, στο τέλος του βιβλίου, υπάρχουν οδηγίες προς «αεροναυπηγούς», ώστε τα παιδιά, με τη βοήθεια ενός μεγάλου, να μπορέσουν να κατασκευάσουν το δικό τους αερόστατο, με την προτροπή του συγγραφέα να μην ξεχάσουν να γράψουν ευχές και προσευχές πριν το αφήσουν να ανέβει στον νυχτερινό ουρανό.

Του Β. Λωλίδη

Το πρόγραμμα της Ιταλίας για την 21η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης

Η παρουσία της Ιταλίας στην 21η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης (8-11 Μαΐου) αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς το πρόγραμμα που έχει προετοιμάσει ως τιμώμενη χώρα είναι ιδιαίτερα πλούσιο, όπως  ανακοινώθηκε στη συνέντευξη Τύπου που δόθηκε στο Ιταλικό Ινστιτούτο, στις 7 Απριλίου.

Αυτό περιλαμβάνει περισσότερους από 50 ομιλητές και 16 εκδότες, τρεις πρωτότυπες εκθέσεις (από τις οποίες ξεχωρίζουν για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του διαλεχτού συγγραφέα Αντρέα Καμιλλέρι και εκείνη που αφιερώνεται στον μεγάλο Ιταλό δημιουργό κόμικ Hugo Prat), ομιλίες και πολιτιστικά δρώμενα.

Το θέμα δε που επέλεξε για τη συμμετοχή της, οι «Κοντινοί Ορίζοντες», υπογραμμίζει την πολιτισμική και φυσική εγγύτητα των δύο χωρών

Όπως δήλωσε ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Πάολο Κούκουλι, η Έκθεση Βιβλίου αποτελεί μίας πρώτης τάξεως «ευκαιρία για μία εξαιρετική προβολή της Ιταλίας στην Ελλάδα, που επιτρέπει να τιμηθούν οι έντονες πολιτιστικές ανταλλαγές ανάμεσα στις δύο χώρες, που ανέκαθεν κατάφερναν να μετατρέψουν τη λογοτεχνία σε ισχυρό μέσο προβολής και διαλόγου προς τα έξω».

Πρόσθεσε δε πως η παρουσία πλήθους σημαντικών εκδοτών στην Έκθεση «αποδεικνύει την έκταση του αμοιβαίου ενδιαφέροντος των δύο χωρών στον τομέα του πολιτισμού και της εκδοτικής βιομηχανίας».

Από την πλευρά του ο πρόεδρος του ΕΛΙΒΙΠ Νίκος Μπακουνάκης αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στη φιλοδοξία του ΕΛΙΒΙΠ μέσω του προγράμματος GreekLit να συμβάλλει στην αύξηση του αριθμού των μεταφρασμένων στα ιταλικά ελληνικών βιβλίων, τονίζοντας τους διμερείς δεσμούς κουλτούρας που συνδέουν τις δύο χώρες.

Τέσσερις θεματικές

Το πρόγραμμα περιλαμβάνει τις εξής τέσσερις θεματικές ενότητες: «Μία κοινή ματιά», «Πέρα από τον Ορίζοντα», «Περιπέτειες της στεριάς και της Θάλασσας» και ένα «Επαγγελματικό Πρόγραμμα».

Η πρώτη αναφέρεται στη σχέση ανάμεσα στην Ιταλία και την Ελλάδα, ενώ η δεύτερη περιγράφει τους πολλαπλούς δρόμους (συλλογικούς κι ατομικούς) που έχει ακολουθήσει στις διάφορες εκφάνσεις και τροπισμούς της η ιταλική λογοτεχνία και η εκδοτική βιομηχανία. Η τρίτη περιλαμβάνει δύο αφιερώματα: αφ’ ενός στον  δημιουργό του διάσημου «Επιθεωρητή Μονταλμπάνο», τον Σικελό συγγραφέα Αντρέα Καμιλλέρι (για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του) και αφ’ ετέρου στον Hugo Pratt (για τα 30 χρόνια από τον θάνατό του). Η τελευταία ενότητα απευθύνεται στους ανθρώπους των εκδόσεων και τους επαγγελματίες.

Καλεσμένοι

Πόλλα είναι τα ονόματα σημαντικών συγγραφέων κι ανθρώπων της δημιουργίας, αλλά και των εκδόσεων, ένθεν κι ένθεν του Ιονίου και της Αδριατικής, που θα παρελάσουν από το βήμα των εκδηλώσεων της ιταλικής συμμετοχής στη διάρκεια της Έκθεσης της Θεσσαλονίκης: από την Αντρέα Μαρκολόνγκο (της πιο ‘ελληνίδας’ σύγχρονης Ιταλίδας συγγραφέως) και τη Μελάνια Ματσούκο μέχρι τον συνεργάτη του Καμιλλέρι, Αντόνιο Μαντσίνι (δημιουργό του λογοτεχνικού ήρωα «Ρόκο Σκιαβόνε»), και τον Ματέο Στρούκουλ, του συγγραφέα που αναδεικνύει με την πένα του τη μοναδικότητα της Βενετίας και των προσωπικοτήτων της, όπως ο Τζάκομο Καζανόβα.

Από ελληνικής πλευράς θα συμμετέχουν πλήθος μεταφραστές που θα συνομιλήσουν με τους Ιταλούς συγγραφείς, η εκδότρια Άννα Πατάκη, ο Πέτρος Μάρκαρης που θα συμμετέχει στην εκδήλωση για τον Καμιλλέρι κι ο Κώστας Βαρώτσος, ο οποίος μόλις δημιούργησε ακόμη ένα εκλεκτό και πρωτότυπο έργο για το Λέτσε της Απουλήιας και θα συμμετέχει στην πρωτότυπη εκδήλωση για την βιβλιοπαραγωγή στην ιταλική περιφέρεια, για την οποία επελέγη ακριβώς η νότια τούτη ιταλική Περιφέρεια, όπου βρίσκονται και ελληνόφωνοι πυρήνες.

Στα 200 τ.μ. του ιταλικού περιπτέρου στην Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης, που θα πραγματοποιηθεί στο εκθεσιακό κέντρο ΔΕΘ-Helexpo από τις 8-11 Μαΐου, οι επισκέπτες θα μπορέσουν να ενημερωθούν για τις νέες εκδοτικές τάσεις και τους τίτλους των βιβλίων που κυκλοφορούν, αλλά και για τις μεταφραστικές μεταφορές τους. Ωστόσο, στο πλαίσιο των παράλληλων εκδηλώσεων, θα μπορέσουν επίσης να γευθούν και την άλλη μεγάλη κουλτούρα της ιταλικής χερσονήσου, τη γαστρονομική της πλευρά, καθώς τρία ιταλικά εστιατόρια της Θεσσαλονίκης θα παρουσιάσουν γαστριμαργικές πανδαισίες από την κουζίνα της χώρας, καθώς παραλλάσσοντας τη ρήση «ουχί μόνον πνευματικώς ζήσεται άνθωπος, αλλά και επ’ άρτω».

Πηγή: ΑΠΕ ΜΠΕ

Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ, «Σονέτο 14»

Αν πρέπει να μ’ αγαπάς, ας είναι για το τίποτα,
Παρά μόνο για την ίδια την αγάπη.
Μη λες,
«Την αγαπώ για το χαμόγελό της — το βλέμμα της — τον τρόπο
που μιλάει απαλά — για έναν τρόπο σκέψης
που ταιριάζει με τον δικό μου και μου χάρισε
μια αίσθηση γαλήνης εκείνη την ημέρα» —
Γιατί αυτά, αγάπη μου, μπορούν να αλλάξουν,
ή να αλλάξεις εσύ — κι έτσι μια τέτοια αγάπη
μπορεί να ξεχαστεί και να χαθεί.

Ούτε να μ’ αγαπάς από λύπηση,
γιατί στέγνωσες τα δάκρυά μου:
Ένα πλάσμα που έπαψε να κλαίει,
ίσως να μην έχει πια την ανάγκη σου,
κι έτσι να χάσεις την αγάπη σου για μένα.

Αλλά αγάπα με για την ίδια την αγάπη,
για να μπορείς να μ’ αγαπάς αιώνια,
μες στην αιωνιότητα της αγάπης.

If thou must love me, let it be for nought
Except for love’s sake only. Do not say,
I love her for her smile—her look—her way
Of speaking gently,—for a trick of thought
That falls in well with mine, and certes brought
A sense of pleasant ease on such a day”—
For these things in themselves, Belovèd, may
Be changed, or change for thee—and love, so wrought,
May be unwrought so. Neither love me for
Thine own dear pity’s wiping my cheeks dry:
A creature might forget to weep, who bore
Thy comfort long, and lose thy love thereby!
But love me for love’s sake, that evermore
Thou mayst love on, through love’s eternity.

Η Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ ήταν 40 ετών όταν παντρεύτηκε τον επίσης βικτωριανό ποιητή Ρόμπερτ Μπράουνινγκ. Δεν διέθετε ούτε νεότητα ούτε ιδιαίτερη ομορφιά και η υγεία της ήταν εύθραυστη, αλλά μέσω της αλληλογραφίας τους βίωσαν μία πνευματική ταύτιση. Όλα ξεκίνησαν όταν ο Ρόμπερτ της έγραψε για να εκφράσει τον θαυμασμό του για τα ποιήματά της.

Portraits of Elizabeth Barrett Browning and Robert Browning, 1853, by Thomas Buchanan Read. (Public Domain)
Τόμας Μπιουκάναν Ρηντ, πορτρέτα της Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ και του Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, 1853. (Public Domain)

 

Η Ελίζαμπεθ είχε πολλές επιφυλάξεις σχετικά με τον γάμο. Φοβόταν ότι ένας έρωτας που γεννήθηκε τόσο γρήγορα, θα ξεθώριαζε γρήγορα, ότι το χάσμα ηλικίας μεταξύ τους θα αποτελούσε εμπόδιο και ότι ίσως ήταν απλώς ο οίκτος που ενέπνεε την αγάπη του Ρόμπερτ.

Η ανασφάλεια της Ελίζαμπεθ ανακουφίστηκε από τη σταθερότητα της αγάπης του Ρόμπερτ. Έγραφε σε ένα από τα γράμματά της: «Αγαπώ την αγάπη σου πάρα πολύ. Και αυτό είναι το χειρότερο ελάττωμα, αγαπημένε μου, που μπορώ να βρω στην αγάπη μου για σένα». Η ιστορία τους έμελλε να γίνει ένα από τα πιο διάσημα ρομάντζα της λογοτεχνικής ιστορίας.

Πολλές από τις αρχικές ανησυχίες που είχε κατά τη διάρκεια της ερωτοτροπίας της με τον Ρόμπερτ είναι οι ίδιες με αυτές που εκφράζονται στο «Σονέτο 14» από τα «Σονέτα από τα πορτογαλικά». Το «Σονέτα από τα πορτογαλικά», που εκδόθηκε το 1850, είναι μια συλλογή 44 ερωτικών σονέτων. Το πιο γνωστό από αυτά, το «Σονέτο 42», αρχίζει με τον διάσημο στίχο: «Πώς σ’ αγαπώ, άσε με να μετρήσω τους τρόπους» («How do I love thee? Let me count the ways»).

Elizabeth Barrett Browning's "Sonnet 42," printed here in an 1886 edition of "Sonnets from the Portuguese," is one of her most famous works.
Το «Σονέτο 42» της Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ περιλαμβάνεται στη συλλογή της «Σονέτα από τα πορτογαλικά». Εδώ, σε μια έκδοση των  του 1886.

 

«Σονέτο 14»

Κατά μία έννοια, το «Σονέτο 14» είναι ένα υψηλό αίτημα μεταμφιεσμένο σε ρομαντικό ποίημα. Είναι η απαίτηση για μόνιμη αγάπη, μια δήλωση ότι ο ομιλητής θα προτιμούσε να έχει αιώνια αγάπη ή καθόλου.

Γραμμένο ως πετραρχικό ή ιταλικό σονέτο (ένα οκτάστιχο και ένα σεστέτο στο ομοιοκατάληκτο σχήμα ABBA ABBA CDCDCD), το ποίημα αποτελείται από τέσσερις επιτακτικές δηλώσεις: δύο αρνητικές και δύο θετικές εντολές.

Η ίδια εντολή ανοίγει και κλείνει το ποίημα: αγάπη μόνο για την αγάπη. Η χρήση της λέξης «πρέπει» αντί για «θα» ή «θα γίνει» δηλώνει την αναγκαιότητα: Δεν υπάρχει μόνο ο όρος ότι η αγάπη του αγαπημένου πρέπει να είναι αιώνια, αλλά πρέπει επίσης να πηγάζει από την ανάγκη και όχι από την επιθυμία. Η δεύτερη φορά που εμφανίζεται η εντολή, στο τέλος του ποιήματος, δίνει τον λόγο της εντολής: «Αλλά αγάπα με για χάρη της αγάπης, για να αγαπάς για πάντα / να μπορείς να αγαπάς, μέσα από την αιωνιότητα της αγάπης».

Η ποιήτρια ζητά το αντικείμενο της αγάπης να είναι η ίδια η αγάπη και όχι εκείνη. Με αυτόν τον φαινομενικά έμμεσο τρόπο, η αγάπη ενισχύεται και φτάνει στην υψηλότερη μορφή της.

Η πρώτη από τις δύο αρνητικές εντολές αρχίζει σαν να απαγορεύει στον αγαπημένο να αγαπά τις επιφανειακές λεπτομέρειες (όπως η εμφάνιση) και όχι την ουσία ενός προσώπου. Η Μπράουνινγκ έγραψε: «Μη λες / ‘Την αγαπώ για το χαμόγελό της – το βλέμμα της – τον τρόπο της / να μιλάει απαλά’. Αυτοί οι στίχοι δημιουργούν στον αναγνώστη την εντύπωση ότι το ποίημα θα παροτρύνει τον ακροατή να την αγαπήσει για την ουσία του χαρακτήρα της.

Ωστόσο, η ποιήτρια απαγορεύει στον αγαπημένο της να την αγαπήσει ακόμη και για το μυαλό της:

«Για ένα τέχνασμα της σκέψης / Που ταιριάζει καλά με τη δική μου, και σίγουρα έφερε / Μια αίσθηση ευχάριστης άνεσης σε μια τέτοια μέρα». Όλες αυτές οι ιδιότητες, τόσο η ουσία όσο και τα επιφανειακά χαρακτηριστικά, μπορούν να αλλάξουν, έγραψε η Ελίζαμπεθ, οπότε η αγάπη δεν πρέπει να εξαρτάται από αυτές.

Η δεύτερη αρνητική εντολή απαγορεύει στον αγαπημένο να αγαπά για χάρη του οίκτου. Ακόμα κι αν πηγάζει από την ανιδιοτελή επιθυμία να δώσει παρηγοριά σε κάποιον άλλο, μια τέτοια αγάπη μπορεί επίσης να χαθεί όταν η παρηγοριά δεν είναι πλέον απαραίτητη. Ούτε οι επιφανειακές ιδιότητες ούτε ο τρόπος σκέψης κάποιου συνθέτουν την ουσία ενός ατόμου, επειδή όλα αυτά μπορούν να αλλάξουν, και γι’ αυτό η Μπράουνινγκ λέει ότι η αγάπη δεν πρέπει να εξαρτάται από αυτά.

A title page from the 1886 edition of "Sonnets from the Portuguese," by Elizabeth Barrett Browning. (Public Domain)
Η σελίδα τίτλου από την έκδοση του 1886 των «Σονέτων από τα πορτογαλικά» της Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ.(Public Domain)

 

Μια γνήσια αγάπη

Οι επιστολές μεταξύ της Ελίζαμπεθ και του Ρόμπερτ αποκαλύπτουν τη φύση της αγάπης ως λογικής και συνάμα ανεξήγητης. Αποσπάσματα από τις επιστολές τους, όπως το «Σ’ αγαπώ επειδή σ’ αγαπώ» του Ρόμπερτ ή τα λόγια της Ελίζαμπεθ «Δεν υπάρχει κανένας καλός λόγος για να μ’ αγαπάς, σίγουρα, και η ειλικρινής επιθυμία μου (όπως έχω πει ξανά και ξανά) είναι να μην υπάρχει με καμία δήλωση κανένας λόγος» απηχούν την ιδέα που εκφράζεται στο «Σονέτο 14». Όταν αγαπάμε ένα άτομο πραγματικά, δεν το αγαπάμε για ένα σύνολο συγκεκριμένων χαρακτηριστικών – το χαμόγελό του, την εμφάνισή του ή την ομιλία του. Ούτε το αγαπάμε ως σύνθεση διαφόρων ιδιοτήτων.

"The Love Letter," 1904, by Nina Hardy. Bourne Gallery, Surrey, Great Britain. Elizabeth Barrett Browning desired a love that wouldn't change if she did, and she found that in her husband, Robert Browning. (Public Domain)
Νίνα Χάρντυ, «Το ερωτικό γράμμα», 1904. Γκαλερί Μπουρν, Σάρρεϋ, Μεγάλη Βρετανία. Η Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ επιθυμούσε μια αγάπη που θα παρέμενε αναλλοίωτη, όπως κι αν άλλαζε η ίδια, και τη βρήκε στο πρόσωπο του συζύγου της, Ρόμπερτ Μπράουνινγκ. (Public Domain)

 

Η αυθεντική αγάπη στοχεύει στην ουσία ενός προσώπου και όχι στο πρόσωπο ως άθροισμα των μερών του. Το να αγαπάς το σύνολο ενός ατόμου σημαίνει να αποδέχεσαι ότι μπορεί να αλλάξει. Αλλά για να γίνει αυτό απαιτείται η αγάπη της ίδιας της αγάπης. Η αιώνια ποιότητα αυτής της αγάπης, όπως προτείνει η Μπράουνινγκ, μας ωθεί να αναζητούμε διαρκώς να μάθουμε τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τον αγαπημένο μας από όλους τους άλλους, τι είναι αυτό που τον κάνει το δικό μας ερώμενο πρόσωπο.

Της Marlena Figge