Δευτέρα, 24 Μαρ, 2025

Μαθήματα ζωής από τον «Θάνατο του Ιβάν Ιλίτς»

«Η ιστορία της ζωής του Ιβάν Ιλίτς ήταν η πιο απλή και συνηθισμένη, και η πιο τρομερή.»

Αυτά τα λόγια από τη νουβέλα του Λέοντος Τολστόι «Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς» του 1886 ξεπηδούν από τη σελίδα. Τι μπορεί να είναι τόσο τρομερό σε μια απλή και συνηθισμένη ζωή; Τι εννοεί ο Τολστόι με αυτή την αινιγματική φράση; Δεν είναι γνωστό ότι μεγάλοι συγγραφείς όπως ο Τολστόι εξυμνούν την ομορφιά μιας συνηθισμένης ζωής;

Αυτό εξαρτάται από το τι εννοούμε με τη λέξη «συνηθισμένη». Η ζωή του Ιβάν Ιλίτς είναι συνηθισμένη με την έννοια ότι είναι μη αυθεντική, παραγωγική και ρηχή. Ζει μια ζωή παραδομένη στις απόψεις και τις συμβάσεις της κοινωνίας – μιας κοινωνίας που έχει εμμονή με το τετριμμένο και το τεχνητό, με τη ματαιοδοξία και την άνεση. Ο Ιβάν Ιλίτς ζει με τα πιο πιεστικά ερωτήματα στη ζωή του, αν θα λάβει την αναμενόμενη προαγωγή και αν οι καλεσμένοι του θα εντυπωσιαστούν από το σαλόνι του. Σπαταλάει τη ζωή του μέχρι που τον σταματά το ξαφνικό φάσμα της θνητότητάς του.

Σε αυτό το έργο, ο Τολστόι έθεσε στον εαυτό του ένα συναρπαστικό ερώτημα: Τι συμβαίνει σε έναν άνθρωπο που έχει ζήσει μια ζωή καθοδηγούμενος εξ ολοκλήρου από τις επιταγές της υψηλής κοινωνίας, που έχει κάνει τα πάντα απολύτως σωστά, που έχει επιτύχει κάθε κοσμική επιτυχία και άνεση, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ότι πεθαίνει και ότι η ζωή του ήταν χωρίς νόημα;

ZoomInImage
Λεπτομέρεια από το πορτρέτο του Λέοντος Τολστόι από τον Νικολάι Γκε, 1882. (Public Domain)

 

Η νουβέλα του Τολστόι είναι ένα έντονο, συμπιεσμένο όραμα μιας ζωής ιδωμένης από την οπτική γωνία του θανάτου. Μέσα από τη διαυγή πρόζα, τη συμπυκνωμένη συγκίνηση και τη συντομία του έργου, ο Τολστόι επιβάλλει στον αναγνώστη να συγκεντρώσει την προσοχή του στην πραγματικότητα της ζωής και του θανάτου, στο τι σημαίνει να ζεις καλά και να πεθαίνεις καλά – ακριβώς σε αυτά τα ερωτήματα που ο Ιβάν Ιλίτς αγνοούσε όλη του τη ζωή.

Μια κοσμική ζωή

Η νουβέλα αρχίζει με τον πρωταγωνιστή ήδη νεκρό. Μαθαίνουμε για τον θάνατό του από τους συναδέλφους του στη δουλειά, οι οποίοι τον βλέπουν κυρίως μέσα τη σημασία που έχει για την επαγγελματική τους ανέλιξη. Έτσι, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ο Τολστόι θέτει το θέμα των ασήμαντων ενασχολήσεων της κοινωνίας: την επιδίωξη μίας προαγωγής, τη συσσώρευση χρημάτων, την επίδειξη στους γείτονες, την ηδονή των απολαύσεων, τη διατήρηση των προσχημάτων.

Η θλίψη των συναδέλφων για τον θάνατο του «φίλου» τους είναι εντελώς ψεύτικη – όπως, άλλωστε, σχεδόν τα πάντα στη ζωή τους. Με αυτόν τον τρόπο, χρησιμεύουν ως αντιπρόσωποι του Ιβάν Ιλίτς. Μέσα από την εγωιστική και επιφανειακή αντίδρασή τους στο θάνατό του, αντανακλούν στον νεκρό τις αξίες με τις οποίες ζούσε. Τα πρώτα τμήματα της ιστορίας διαβάζονται σχεδόν σαν σάτιρα, καθώς ο Τολστόι εκθέτει ανελέητα την ψευτιά της κοινωνικής σφαίρας στην οποία κινούνταν ο ήρωας όταν ήταν ζωντανός.

Ύστερα, ο Τολστόι αφηγείται την ιστορία της ζωής του Ιβάν Ιλίτς, από τα νεανικά του χρόνια, όταν κέρδιζε φίλους και κύρος με τη γοητευτική, χαλαρή του φύση. Μαζί με τον συγγραφέα, ακολουθούμε τα βήματά του στη νομική σχολή και τον παρακολουθούμε να ανεβαίνει στις βαθμίδες του ρωσικού νομικού συστήματος, ενώ διασκεδάζει με το ποτό, το χαρτοπαίγνιο και τις ερωτοτροπίες.

Οδηγός του Ιλίτς δεν είναι η αρετή ή τα υψηλά ιδανικά, αλλά η συμπεριφορά των «υψηλά ιστάμενων ανθρώπων». Η κοινή γνώμη είναι η πυξίδα του. «Στη νομική σχολή είχε διαπράξει πράξεις που του είχαν προηγουμένως φανεί πολύ κακές και του είχαν εμπνεύσει ένα αίσθημα αυτοαποστροφής τη στιγμή που τις διέπραξε – αλλά στη συνέχεια, βλέποντας ότι τέτοιες πράξεις διαπράττονταν και από ανθρώπους με υψηλή θέση και δεν θεωρούνταν κακές, χωρίς να τις θεωρεί πραγματικά καλές, τις ξέχασε εντελώς και σταμάτησε να προβληματίζεται.»

ZoomInImage
Ουίλλιαμ Χηθ, «Ένας Ρώσος δανδής», 1818. Ινστιτούτο Τέχνης Σικάγο. (Public Domain)

 

Ο Ιβάν Ιλίτς διασκεδάζει με μια νεαρή γυναίκα, την Πρασκόβια Φιοντόροβνα, χωρίς να σκέφτεται ότι εκείνη μπορεί να τον ερωτευτεί – πράγμα που όντως συμβαίνει. Με χαρακτηριστική επιπολαιότητα, αποφασίζει ότι μπορεί κάλλιστα να την παντρευτεί, παρόλο που η σχέση τους δεν έχει ουσία. Σύντομα όμως διαπιστώνει ότι ο γάμος παρεμβαίνει στον τρόπο που πιστεύει ότι πρέπει να είναι η ζωή: «εύκολη, ευχάριστη, χαρούμενη και πάντα αξιοπρεπής και εγκεκριμένη από την κοινωνία».

Όπως είναι αναμενόμενο, ο γάμος του Ιλίτς παραπαίει, καθώς παραμελεί τις ευθύνες του συζύγου και του πατέρα. Η σχέση του Ιλίτς και της συζύγου του επιδεινώνεται σε σημείο ελάχιστα κεκαλυμμένης εχθρότητας, ακόμη και μίσους.

Παρ’ όλα αυτά, τα πράγματα συνεχίζονται αρκετά ευχάριστα, όσο ο Ιβάν Ιλίτς βρίσκει τρόπους να αποφεύγει τη γυναίκα του και να προστατεύει τον προσεκτικά κατασκευασμένο τρόπο ζωής του, που χαρακτηρίζεται από ευχαρίστηση, άνεση και αξιοπρέπεια. «Οι επίσημες χαρές ήταν οι χαρές της αυτοεκτίμησης – οι κοινωνικές χαρές ήταν οι χαρές της ματαιοδοξίας – αλλά η πραγματική χαρά του Ιβάν Ιλίτς βρισκόταν στο χαρτοπαίγνιο.»

Από μία άποψη, τα έχει όλα: εξουσία, χρήματα, σεβαστή θέση, σύζυγο, παιδιά. Αλλά από μία άλλη οπτική γωνία, δεν έχει τίποτα, γιατί η εγωκεντρική του ζωή στερείται νοήματος. Ο Τολστόι στήνει αριστοτεχνικά αυτή τη διπλή προοπτική, προετοιμάζοντάς μας για τον απολογισμό που ξέρουμε ότι θα έρθει.

Η κατάρρευση του οικοδομήματος 

Οι ρωγμές στην ιδανική ζωή του Ιλίτς αρχίζουν να φαίνονται. Η επιφανειακή του ζωή αρχίζει να τον κουράζει, καθώς βιώνει το κενό της ύπαρξής του: «Ο Ιβάν Ιλίτς ένιωσε για πρώτη φορά όχι απλώς πλήξη, αλλά μια αφόρητη αγωνία».

Στη συνέχεια, η ψευδαίσθηση του ελέγχου της ζωής του καταρρέει όταν αρχίζει να υποφέρει από μια μυστηριώδη ασθένεια. Ο προσεκτικά διατηρούμενος τρόπος ζωής του, η «ευχάριστη ζωή», αρχίζει να χάνεται σιγά-σιγά, αφήνοντάς τον οξύθυμο και φοβισμένο. Τελικά, γίνεται σαφές ότι πεθαίνει και ο προσεκτικά κατασκευασμένος κόσμος της άνεσής του αποδεικνύεται ότι είναι φτιαγμένος από άμμο.

Σιγά-σιγά, η ασθένεια του Ιβάν Ιλίτς, του αφαιρεί τις ανέσεις και τις απολαύσεις του – και μαζί με αυτές, το επίχρισμα της αξιοπρέπειας και της καλοσύνης που διατηρούσε τόσα χρόνια. «Ήταν αδύνατο να εξαπατήσει τον εαυτό του: κάτι φοβερό, καινούργιο και τόσο σημαντικό, που τίποτα πιο σημαντικό δεν είχε συμβεί ποτέ στη ζωή του, συντελούνταν στον Ιβάν Ιλίτς». Αυτές οι λέξεις έχουν τόσο κυριολεκτικό όσο και μεταφορικό νόημα: κυριολεκτικά, μια παράξενη ασθένεια κατατρώει τον Ιβάν Ιλίτς, ενώ μεταφορικά, μια μεγάλη πνευματική μεταμόρφωση βρίσκεται σε εξέλιξη μέσα του.

Το πρόβλημα του Ιβάν Ιλίτς είναι ότι έχει ζήσει όλη του τη ζωή σαν να μην πρόκειται ποτέ να πεθάνει, σαν οι μικρές απολαύσεις ενός χορού ή ενός δείπνου ή της χαρτοπαιξίας να μην τελειώνουν ποτέ, και σαν η ψυχή του ανθρώπου να μπορεί να συντηρηθεί μόνο από την ευχαρίστηση και το κέρδος. Όταν όλα αυτά χάνονται, ο Ιβάν Ιλίτς αναγκάζεται να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα της θνητότητάς του, μπροστά στην οποία όλες οι προηγούμενες αναζητήσεις του αποδεικνύονται εύθραυστα δοχεία ευτυχίας και νοήματος.

Σε αυτό το σημείο, ο Ιβάν Ιλίτς βιώνει μια βαθιά απομόνωση. «Έπρεπε να ζήσει μόνος του στο χείλος της καταστροφής, έτσι, χωρίς ούτε έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να τον καταλάβει και να τον λυπηθεί». Θερίζει αυτό που έσπειρε: επειδή δεν επένδυσε ποτέ σε καμία ανθρώπινη σχέση όταν ήταν καλά και δεν έδωσε ποτέ ιδιαίτερη σημασία σε κανέναν άλλον εκτός από τον εαυτό του, τώρα που είναι άρρωστος βρίσκεται μόνος του. Στον τεχνητό κόσμο που έφτιαξε για τον εαυτό του, ακόμη και ο οίκτος των άλλων αποδεικνύεται ως επί το πλείστον τεχνητός. Ο Ιβάν Ιλίτς αρχίζει να βασανίζεται από τα ψέματα που τον περιβάλλουν, ιδιαίτερα από το ψέμα ότι θα γίνει καλά, το οποίο όλοι προσποιούνται ότι πιστεύουν.

Η κοινή γνώμη και η αξιοπρέπεια αποδεικνύονται σκληροί και αχάριστοι αφέντες για τον Ιβάν Ιλίτς. Η ανέντιμη συμπεριφορά των άλλων κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του οδηγεί σε αυτό το συμπέρασμα. Ο Τολστόι γράφει: «Η φοβερή, τρομερή πράξη του θανάτου του, όπως έβλεπε, υποβιβαζόταν από όλους τους γύρω του στο επίπεδο μιας τυχαίας δυσάρεστης κατάστασης, εν μέρει μιας απρέπειας (κάτι σαν να αντιμετωπίζεις έναν άνθρωπο που μπαίνει στο σαλόνι σκορπίζοντας άσχημη μυρωδιά), στο όνομα αυτής ακριβώς της ‘αξιοπρέπειας’ που υπηρετούσε σε όλη του τη ζωή –  έβλεπε ότι κανείς δεν θα τον λυπόταν, γιατί κανείς δεν ήθελε καν να καταλάβει την κατάστασή του.»

Η ζωογόνος ανάσα της τελευταίας στιγμής

ZoomInImage
Λάντισλαβ Μεντνιάνσκι, «Ο θάνατος του γέρου, ο θάνατος του πατέρα του ζωγράφου». Εθνική Πινακοθήκη της Σλοβακίας. (Public Domain)

 

Ωστόσο, υπάρχει μια εξαίρεση. Ένας νεαρός υπηρέτης, ο Γκεράσιμ, ο οποίος τον φροντίζει και είναι «πάντα χαρούμενος, φωτεινός». Όμως, παρά την ευθυκρισία του, ο Γκεράσιμ δεν συμμερίζεται τη γενική ανεντιμότητα σχετικά με την κατάσταση του Ιβάν Ιλίτς. Το έντιμο, αυθεντικό παλικάρι της επαρχίας, αντιπαραβάλλεται με τους γιατρούς, τους δικηγόρους και τις κυρίες της υψηλής κοινωνίας, που δεν παύουν να υποκρίνονται. Ο Γκεράσιµ δεν προσποιείται ότι ο αφέντης του δεν πεθαίνει, αλλά αντίθετα τον φροντίζει µε γνήσιο ενδιαφέρον, γενναιοδωρία, καλοσύνη και συµπόνια. Ο Γκεράσιμ είναι ο πρώτος ανιδιοτελής χαρακτήρας που συναντάμε στην ιστορία.

Η καλοσύνη του Γκεράσιμ, εμπνέει μια αμοιβαία αντίδραση στον Ιβάν Ιλίτς. Για πρώτη φορά σκέφτεται κάποιον άλλον: «Υποθέτω ότι αυτό πρέπει να είναι δυσάρεστο για σένα. Με συγχωρείς. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς», λέει στον υπηρέτη που πρέπει να βοηθήσει τον κύριό του ακόμη και σε βασικές καθημερινές λειτουργίες. Αυτό σηματοδοτεί ένα κρίσιμο σημείο καμπής στην πορεία του χαρακτήρα του Ιβάν Ιλίτς. Αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι, αν και ο Γκεράσιμ είναι ένα τίποτα με βάση τα κοινωνικά πρότυπα, η ανιδιοτέλειά του τον έχει οδηγήσει σε μια πολύ πιο ουσιαστική ζωή από εκείνη του Ιβάν Ιλίτς.

Ο Ιβάν Ιλίτς αναλογίζεται τη ζωή του. Για ένα διάστημα, συνεχίζει να επιμένει ότι έζησε όπως έπρεπε. Αλλά τελικά παραδέχεται την αλήθεια: «Όλα όσα  έμοιαζαν με χαρές, έλιωσαν και μετατράπηκαν σε κάτι άχρηστο και συχνά άθλιο». Συνειδητοποιεί ότι «όσο ανέβαινα στην κοινή γνώμη τόσο ακριβώς γλιστρούσε η ζωή κάτω από τα πόδια μου».

Παραδέχεται ότι σπατάλησε τη ζωή του. Ταυτόχρονα, μια εσωτερική φωνή του λέει ότι δεν είναι πολύ αργά για να διορθώσει τα πράγματα. Στις τελευταίες του στιγμές, ο Ιλίτς στρέφεται τελικά προς τα έξω, προς τους άλλους. Λυπάται τον γιο του και ακόμη και τη γυναίκα του. «Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε τον γιο του. Τον λυπήθηκε. Η γυναίκα του ήρθε κοντά του. Την κοίταξε. Τον κοίταζε με απελπισμένη έκφραση, με ανοιχτό το στόμα και δάκρυα στα μάγουλά της. Τη λυπήθηκε». Ζήτησε τη συγχώρεσή τους. Και μέσα από αυτό, το φως εισέβαλε ξαφνικά στο σκοτάδι.

Με αυτό το δυνατό συμπέρασμα, ο Τολστόι μάς υπενθυμίζει ότι τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής δεν αφορούν την επίτευξη της φήμης ή του πλούτου, τις απολαύσεις και τη φήμη, αλλά αντίθετα διαδραματίζονται στην ψυχή ενός άνδρα ή μιας γυναίκας και έχουν να κάνουν με την απάντηση στο ερώτημα: Θα ζήσω για τον εαυτό μου ή για τους άλλους;

Ξαναβρίσκοντας την παιδική ηλικία με τις «Περιπέτειες του Τομ Σόγιερ»

Όσο είμαστε παιδιά, η ενηλικίωση φαντάζει απίστευτα μακρινή, μια αιωνιότητα μακριά. Αλλά όταν φτάσουμε στην ενηλικίωση, συνειδητοποιούμε πόσο γρήγορα ξεθωριάζει η παιδική ηλικία – πιο γρήγορα κι από τα φύλλα το φθινόπωρο. Τα μακρά χρυσά απογεύματα που περνούν στο παιχνίδι με λίγες ευθύνες και πολλές ευκαιρίες, όπου το μέλλον είναι ένα κουτί με θησαυρούς που δεν έχει ανοιχτεί – όλη αυτή η δόξα της παιδικής ηλικίας εξαφανίζεται πριν το καταλάβουν.

Ωστόσο, στη μνήμη και στη λογοτεχνία, η νιότη διατηρείται και μπορεί να ξαναβρεθεί. Η εκ νέου ανακάλυψη της παιδικής ηλικίας μπορεί να είναι για τους ενήλικες τόσο αναζωογονητική όσο κι ένα κρύο ποτήρι νερό το καλοκαίρι. Είναι μία ευκαιρία να θυμηθούμε έναν απλούστερο τρόπο ζωής – μιας ζωής γεμάτης ζωντάνια και ελπίδα και περιπέτειας.

Η παιδικότητα υπάρχει παρά τον καθημερινό μόχθο. Είναι η αφύπνιση ενός μέρους της ανθρώπινης ψυχής που δεν είναι δεμένο με την αγγαρεία της εργασίας και την τυραννία της παραγωγικότητας, εκεί όπου το παιχνίδι δεν γίνεται με κάποιον σκοπό αλλά για χάρη του ίδιου του παιχνιδιού, ανοίγοντας τον δρόμο για σημαντικές δραστηριότητες της ενήλικης ζωής: τη συνομιλία, το τραγούδι, τον χορό, τη ζωγραφική, το διάβασμα, την παρατήρηση, τον στοχασμό, την περιπλάνηση και την αγάπη.

American Folklore Issue: "Tom Sawyer," 8-cent, 1972 U.S. stamp. (Public Domain)
«Τομ Σόγιερ», γραμματόσημο 8 λεπτών. Έκδοση αμερικανικής λαογραφίας, 1972. (Public Domain)

 

Η νοσταλγία για την παιδική ηλικία

Ένα κλασικό έργο που μεταφέρει τους αναγνώστες στην παιδική ηλικία είναι το μυθιστόρημα του Μαρκ Τουέιν «Οι περιπέτειες του Τομ Σόγιερ» (1876). Αν και γενικά θεωρείται παιδικό βιβλίο, προσφέρει πολλά στους ενήλικες. Όπως σχολίασε ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογο: «Αν και το βιβλίο μου προορίζεται κυρίως για την ψυχαγωγία αγοριών και κοριτσιών, ελπίζω ότι δεν θα το αποφύγουν οι άνδρες και οι γυναίκες γι’ αυτόν τον λόγο, γιατί μέρος του σχεδίου μου ήταν να προσπαθήσω να θυμίσω ευχάριστα στους ενήλικες τι ήταν κάποτε οι ίδιοι και πώς ένιωθαν, πώς σκέφτονταν και πώς μιλούσαν, και σε τι παράξενες επιχειρήσεις ενίοτε επιδίδονταν».

Σε μια επιστολή του 1875, ο Τουέιν λέει ξεκάθαρα για ποιους προορίζεται στην πραγματικότητα το βιβλίο του: «Δεν είναι καθόλου βιβλίο για αγόρια. Θα διαβαστεί μόνο από ενήλικες. Είναι γραμμένο μόνο για ενήλικες». Ο Τουέιν δεν είναι απόλυτα σίγουρος τι ελπίζει να εμπνεύσει στους ενήλικες αναγνώστες, αλλά φαίνεται να πίστευε ότι η απλή πράξη της ανάμνησης της παιδικής ηλικίας – το πώς είναι να είσαι παιδί – είναι από μόνη της ένα αξιόλογο εγχείρημα.

Ο κριτικός λογοτεχνίας Νασρουλάχ Μαμπρόλ ερμηνεύει το σχόλιο του Τουέιν ως εξής: «Η ουσία της παιδικής ηλικίας μπορεί να απολαυσθεί μόνο εκ των υστέρων, μόνο αφού κάποιος την έχει περάσει και μπορεί να την αναπολήσει». Η βαριά αύρα νοσταλγίας του μυθιστορήματος, τόσο βαριά όσο μια υγρή καλοκαιρινή μέρα, προκαλεί μια ατμόσφαιρα αναπόλησης που μόνο οι ενήλικες μπορούν πραγματικά να εκτιμήσουν.

Μια εποχή για να θυμάσαι

Λίγα μυθιστορήματα έχουν αποτυπώσει καλύτερα την παιδική ηλικία των αγοριών του παλιού καιρού από τον «Τομ Σόγιερ». Το επεισοδιακό μυθιστόρημα παρακολουθεί τις ακροβασίες, τα καμώματα και τις περιπέτειες ενός δωδεκάχρονου αγοριού που μεγαλώνει στην Αγία Πετρούπολη του Μιζούρι, κατά μήκος των όχθεων και των αμμουδιών  του γερο-Μισσισιπή, ακολουθώντας τον μικρό από τις κοπάνες από το σχολείο μέχρι το νεανικό ξεμυάλισμα και την αναζήτηση ενός θαμμένου θησαυρού. Ο Τουέιν πλέκει πολλά και ποικίλα επεισόδια σε ένα ενιαίο μωσαϊκό, που απεικονίζει την ουσία της παιδικής ηλικίας, συμπεριλαμβανομένων των αταξιών, των φόβων, των ελπίδων και των θριάμβων της. Το βιβλίο είναι εμβληματικό για το τι σημαίνει – ή τουλάχιστον, τι σήμαινε κάποτε – να είσαι αγόρι στην Αμερική. Η απλή, ξεκάθαρη πρόζα του μυθιστορήματος ενισχύει αυτό το θέμα.

Τα επεισόδια του μυθιστορήματος περιλαμβάνουν τη διάσημη σκηνή του βαψίματος του φράχτη, όπου ο Τομ καταφέρνει να πείσει τους φίλους του να αναλάβουν μια βαρετή αγγαρεία γι’ αυτόν, τσιγκλίζοντας την επιθυμία τους να αποκτήσουν αυτό που τους στερούν. Ξεγελάει τόσο τους συνομηλίκους του όσο και τους ενηλίκους, όπως η θεία του η Πόλι, με πολύ επιδέξιους χειρισμούς της κάθε αδυναμίας τους. Το θέμα της αφήγησης μπορεί να είναι ελαφρύ και παιδικό, αλλά οι παρατηρήσεις του συγγραφέα για την ανθρώπινη φύση είναι διεισδυτικές και οικουμενικές, και ισχύουν τόσο για τους ενήλικες όσο και για τα παιδιά.

Σε ένα άλλο επεισόδιο, ο Τομ και οι φίλοι του το σκάνε για να γίνουν πειρατές και κατασκηνώνουν σε ένα νησί στον ποταμό Μισσισιπή. Η εξαφάνισή τους κάνει τους ενηλίκους να τους αναζητούν αγωνιωδώς, πεπεισμένοι για τον θάνατό τους. Εδώ, η αντίθεση ανάμεσα στην ανέμελη, αν και σκανταλιάρικη, παιδικότητα και στον φροντισμένο, αλλά και πιο υπεύθυνο, κόσμο των ενηλίκων είναι ζωηρή.

Few boys had as many adventures as Mark Twain's Tom Sawyer. First edition frontispiece, 1876, from "The Adventures of Tom Sawyer." Library of Congress Prints and Photographs Division. (Public Domain)
Λίγα αγόρια είχαν τόσες περιπέτειες όσες ο Τομ Σόγιερ του Μαρκ Τουέιν. Εικονογράφηση από την πρώτη έκδοση (1876) των «Περιπετειών του Τομ Σόγιερ». Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, Τμήμα Εκτυπώσεων και Φωτογραφιών. (Public Domain)

 

Το γεγονός ότι τα αγόρια δεν εμποδίζονται αμέσως να πραγματοποιήσουν το σχέδιό τους και ότι έχουν την τεχνογνωσία να φτάσουν στο νησί και να στήσουν κατασκήνωση, είναι ενδεικτικό της μεγαλύτερης ανεξαρτησία που απολάμβαναν οι προηγούμενες γενιές παιδιών.

Αν και η πειρατική εμπειρία τελειώνει αρκετά γρήγορα, έχοντας όμως προκαλέσει μεγάλη ανησυχία στους ενήλικες, εξακολουθεί να λάμπει με μια γοητεία και φυσικότητα που είναι σχεδόν άγνωστη σε πολλά παιδιά σήμερα. Τα παιδιά δεν έχουν ούτε τη δυνατότητα ούτε το ενδιαφέρον να τρέχουν στο δάσος. Αυτό το επεισόδιο δίνει ένα παράδειγμα του είδους της ωμής και άμεσης επαφής με τον κόσμο που κάποτε ήταν φυσιολογικό. Τέτοιες εμπειρίες ενστάλαζαν δύναμη και ικανότητα στα αγόρια και έναν πλούτο πραγματικών εμπειριών από τις οποίες μπορούσαν να αντλήσουν ακόμη και στην ενήλικη ζωή τους.

Όταν ο κόσμος των μεγάλων εισβάλλει

Η παιδική ηλικία έχει βέβαια και τις σκοτεινές της μέρες και το έργο του Τουέιν δεν τις αποφεύγει. Είναι νόμος της ζωής ότι ο κόσμος των ενηλίκων εισβάλλει κατά καιρούς στον κόσμο των παιδιών. Το κάνει όλο και πιο συχνά όσο το παιδί μεγαλώνει, ώσπου τελικά ο κόσμος της παιδικής ηλικίας μένει εντελώς πίσω, απρόσιτος σαν ένα έρημο νησί. Οι συναντήσεις των αγοριών με τους νεκροθάφτες και τον Ινδιάνο Τζο έχουν αυτή τη λειτουργία στο μυθιστόρημα – ο Τουέιν  υπαινίσσεται ότι η παιδική ευδαιμονία δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα – η αθωότητα θα χαθεί σταδιακά. Σε αυτό, υπάρχει ίσως μια τραγική χροιά στο βιβλίο. Η ενηλικίωση θα συμβεί – το κακό πρέπει να αντιμετωπιστεί. Αυτό είναι απαραίτητο, όσο επώδυνο και αν είναι.

An illustration from the 1876 edition "The Adventures of Tom Sawyer." (PD-US)
«Οι περιπέτειες του Τομ Σόγιερ» – Εικονογράφηση από την έκδοση του 1876. (PD-US)

 

Ο Τομ επιδεικνύει κάποια ωρίμανση κατά τη διάρκεια του βιβλίου, φυσικά. Στο τέλος, καταφέρνει να συνδυάσει το αγορίστικο του κέφι, την αίσθηση της περιπέτειας, της ζωτικότητας και της εξυπνάδας του με μια πιο ενήλικη αίσθηση ευθύνης και θάρρους: βάζει τα δυνατά του για να φροντίσει ένα κορίτσι, την Μπέκυ, όταν χάνονται μαζί σε ένα δίκτυο σπηλαίων. Είναι αυτή η ισορροπία ανάμεσα στο αγορίστικο θάρρος και την ευθύνη των ενηλίκων που τον βοηθά να νικήσει τον Ιντζούν Τζο.

Το τέλος του μυθιστορήματος μπορεί να διαβαστεί αλληγορικά ως ο θρίαμβος της παιδικής ηλικίας έναντι της ενηλικίωσης. Ο Ιντζούν Τζο ηττάται και ο θησαυρός που κυνηγούσε ο Τομ ανακτάται. Δηλαδή, ο Τομ έχει αποκρούσει αρκετά τον κόσμο των ενηλίκων, ώστε να μπορεί να παραμείνει αγόρι για την ώρα. Παρά την ωρίμανση, ο Τομ παραμένει εντελώς αγόρι στο τέλος του βιβλίου. Επιστρέφει στις φαντασιώσεις του στο δάσος και στις φάρσες με τους συμμαθητές του, αναβάλλοντας τις δυσκολίες και τις ευθύνες της ενήλικης ζωής.

Αλλά φυσικά, αυτή η καθυστέρηση είναι προσωρινή, είναι μια σύντομη στάση στην πορεία του χρόνου και η νίκη του αγοριού επί της ενηλικίωσης είναι προσωρινή. Δεν μπορούμε να μείνουμε για πάντα παιδιά. Οι μέρες αγορίστικης χαζομάρας του Τομ είναι μετρημένες.

Αυτό είναι κάτι καλό, τελικά. Τα παιδιά πρέπει να γίνουν ενήλικες, και ένα ρομαντικό όραμα που ειδωλοποιεί την παιδική ηλικία ως εγγενώς ανώτερη από την ενηλικίωση θα ήταν λάθος. Δεν είναι αυτό που λέει ο Τουέιν εδώ, ούτως ή άλλως. Αντίθετα, ο συγγραφέας έστρεψε την προσοχή μας στην αξία και τη χαρά της δικής μας παιδικής ηλικίας. Ταυτόχρονα, μας θυμίζει ποια στοιχεία παιδικότητας αξίζει και πρέπει να διατηρήσουμε ως ενήλικοι.

«Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»

Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος

Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός

Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας

Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες

 

Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου

Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό

Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε

Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού

Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα

Πρωί, στα πόδια του βουνού

Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.

 

Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα

Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·

Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν

Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·

Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά

Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.

 

Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό

Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου

 

Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.

 

Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·

 

O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές

Φυσάει μακριά τη σκόνη του

Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους

H γη κρύβει τις πέτρες της

O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας

Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα

Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας

Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας

Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο

Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες

Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:

Φωτιά ή μαχαίρι!

 

Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν

Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός

Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!

 

Γ´

Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή

Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης

O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο

 

Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα

Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ

Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.

 

Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος

Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο

Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!

 

Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!

Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!

Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά…

 

Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες

Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά

Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια

 

Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά

Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος―

Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια!

 

Δ´

Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη

M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά

M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί

Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά

Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά

Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε

Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα

Kι η απορία μαρμάρωσε…

 

Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.

Αιώνες μαύροι γύρω του

Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή

Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες

Aκούν με προσοχή·

Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε

Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή

Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

 

Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα

Xωρίς άλλα κεριά

Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·

Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα

Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο

Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―

Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας

Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο

Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!

Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-

Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς

Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου

Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια

Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη

Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!

 

Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;

Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;

Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;

Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών

Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!

 

Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο

Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα

Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι

Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν―

Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;

Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!

Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;

Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!

Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;

Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!

Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός

Πιάνουν το χέρι και παγώνει

Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα

Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει

Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος

Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί

Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!

 

ΣT´

Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε

Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί

Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·

Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε

Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·

Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά

Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα…

Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι

Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν

Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί

Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες

Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα

Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια

Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά

Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

 

Ήταν γερό παιδί·

Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα

Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων

Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του

Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,

Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες

Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του

H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε

Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο

Nα βάφει τα λουλούδια

Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει

Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν…

Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του

Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος

Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα…

 

Ήταν γενναίο παιδί.

Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του

Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά

Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι

(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό

Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)

Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά

Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του

―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―

Με το αίμα πάνω από τα φρύδια

Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε

Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν

Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής

Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο

Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας

Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας

Δεν έκλαψαν

Γιατί να κλάψουν

Ήταν γενναίο παιδί!

 

Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.

Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος

Tίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά

Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας

Aπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει…

Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε

Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού

Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια

Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού

Mήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες

Kαι κρύψουν τις αχτίδες τους

Kαι σταματήσουν

Eκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί…

 

Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος

Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά

Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται

Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;

Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την―

Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την―

Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!

Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός

Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν

Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι

Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά

Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!

 

Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο

Tώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη

Aν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·

Ή τότε πάλι με χώμα και νερό

Aς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!

Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο

Mην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα

Στη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιά

Mη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε!

 

Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστερα

Kαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού

Kαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι

Mη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς

Mόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς

Tις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε

Tις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε

Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα

Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι

Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες

Kαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντρα

Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!

 

Θ´

Φέρτε κανούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει

Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!

Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει

Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!

Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα παν

Nα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!

Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν

Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο

Tι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!»

 

Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα

Nύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά

Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους

Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο

Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογο

Kαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων!

Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι

Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα

Kαι ποιος θα κοιμηθεί

Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου

Nά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια

Aίμα και λαλιά

Nα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια

Kαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά―

Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!

 

 

Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι

Πάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!»

Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε

Mόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο

Kι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός

Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη

Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε

Nα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»

 

Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματα

Παρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς

Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου·

Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες

Kάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·

Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια του

Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του

Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του

Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει

Aγάπη ανθρώπου ανάβοντας

Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα,

Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ

Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση

Mε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών

 

Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει―

Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!

 

IA´

Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρει

Tα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας

Γιατί τους είχε πάρει

Tη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο

Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο

Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια

Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια

Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι

Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα

Mυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά

Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!

 

Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο

Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά

M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο

Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο

Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα

Mε πικραμένα μάτια·

Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί

Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή

Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της

Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό

Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!

 

Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο

Mα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού

Aνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!

 

IB´

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει

Aνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος…

 

Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε

Kαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα

Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα

Mε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους

Mε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου

Θαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη!

Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους

Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές

Kαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!

 

Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος

Tόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του

Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός

Kαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων…

Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα

Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα

Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε

Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος

Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του

 

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο

Αύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!

 

IΓ´

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο―

 

Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή

Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·

Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια

Eνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·

Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη

Tότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας

Kαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!

 

Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει

Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής

Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας

Kαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια

Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική

Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους

Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά

Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου

 

Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι

Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του

Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή

Tόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!

 

IΔ´

Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα

Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:

Ελευθερία

Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:

EΛEYΘEPIA

Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος

 

Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά

Kαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες

Tα πιο αθώα κορίτσια

Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών

Kι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη

Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη…

 

Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!

 

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει

Oλοένα εκείνος ανεβαίνει·

Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά

Xαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·

Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·

Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του

Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του

«Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»

«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»

Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του

 

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο

Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!*

* * * * *

Στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός πρεσβευτής Εμανουέλε Γκράτσι θα επισκεφθεί τον Έλληνα πρωθυπουργό και ξυπνώντας τον θα του επιδώσει τελεσίγραφο σύμφωνα με το οποίο η Ιταλία, προκειμένου να αισθανθεί ασφαλής, απαιτούσε να καταλάβει βάσεις και άλλα σημεία του ελληνικού εδάφους – όσα θα έκρινε ότι θα χρειαζόταν ως το τέλος της παγκόσμιας σύρραξης. Ο Ιωάννης Μεταξάς θα απορρίψει αμέσως το τελεσίγραφο, λέγοντας: «Alors, c’est la guerre. Λοιπόν, έχουμε πόλεμο».

Η Ελλάδα είναι πλέον σε πόλεμο με την Ιταλία, έναν πόλεμο στον οποίο θα πάρει μέρος με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού ο Οδυσσέας Ελύτης, κινδυνεύοντας να πεθάνει από βαρύ τύφο. «Στο μέτωπο αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε όπου βρίσκαμε, ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήταν μολυσμένα. Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια και με το ζώο για να βρεθώ σε βατό δρόμο και να διακομισθώ στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Έμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά. Με είχαν αποφασίσει, αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου». Έτσι θα περιγράψει ο Ελύτης, μια εικοσαετία και πλέον αργότερα, σε συνέντευξή του στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική», το 1962, την οδυνηρή περιπέτεια του πολέμου, αλλά και τη νικηφόρα προσπάθειά του να κρατηθεί στη ζωή.

Ο Ελύτης πήρε εξιτήριο τον Απρίλιο του 1941, έκλεινε τότε τα τριάντα του χρόνια, αλλά η φωτιά του αλβανικού μετώπου δεν έσβησε ποτέ από τη μνήμη του. Το 1945 θα δημοσιεύσει στο περιοδικό «Τετράδιο» την ποιητική σύνθεση «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», που αποτελεί, όπως μας προετοιμάζει ο τίτλος, ωδή για τον θρίαμβο της Ελλάδας στη σύγκρουσή της με τον ιταλικό στρατό, αλλά και μία ελεγεία για το άλγος των πεσόντων και τη χαμένη νιότη.

Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος,…

Και μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό,

Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε

Μα όλος ο κόπος τ’ ουρανού,

Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα

Πρωί στα πόδια του βουνού,

Τώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει,…

Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό. Κάτι κακό

Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου,

Τα όρνια μοιράζονται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.

 

Η ευδία, η ευεργεσία της φύσης και η χαρά της γης και του ουρανού θα δώσουν τη θέση τους στο απειλητικό τοπίο του χειμώνα, στην επερχόμενη φωτιά των όπλων και στον θάνατο, ο οποίος είναι καθ’ οδόν και θα προκαλέσει σύντομα την απόλυτη συντριβή. Προηγείται, καθώς προχωρούμε στο ποίημα, η ανδρεία του ελληνικού στρατού. Άκαμπτοι, παγωμένοι και μπαρουτοκαπνισμένοι πολεμιστές με επικεφαλής τον νεαρό ανθυπολοχαγό, που θα πέσει εντέλει νεκρός, χωρίς ψυχή, με το βλέμμα του να κοιτάζει το πουθενά και την τελευταία να έχει αναχωρήσει για τα πέρατα του κόσμου. Κι αν η δύναμη και το θάρρος της ζωής πρόλαβαν να κρατήσουν μια ύστατη ικμάδα και να δώσουν λίγο ακόμα φως, ο θάνατος θα βάλει τέρμα στην κυριαρχία του ήλιου και στο νεανικό σφρίγος, διώχνοντας την ομορφιά και καλωσορίζοντας το σκοτάδι. Κι όλοι, φύση της Γης, ουράνια σώματα, σκιές του δάσους και άνθρωποι, θα κλάψουν όχι μόνο για τον ανθυπολοχαγό μα και για όσους χάθηκαν μαζί του, ταξιδεύοντας στο άπειρο, κόντρα στο θάμβος, την ένταση, την ψυχική παληκαριά και τα κάποτε αστείρευτα αποθέματα των χαμένων.

Όμως, όσο κι αν πονάει, όσο κι αν ρημάζει ο θάνατος, τίποτε και κανένας δεν έχει τελειώσει, τίποτε και κανένας δεν νοείται να περάσει στη λήθη και στον αφανισμό. Ο νεκρός ανθυπολοχαγός και οι σαρωμένοι συστρατιώτες του δεν προορίζονται για να κηδευτούν, αλλά για θρέψουν με τη μνήμη του αγώνα τους όλους τους καινούργιους κορμούς που θα βλαστήσουν, τώρα κιόλας, τριγύρω τους, κατεβάζοντας στο σκληρό έδαφος την ουράνια σφαίρα, φέρνοντας το όνειρο στον καθημερινό βίο και τραγουδώντας το πώς σε λίγο τα πάντα θα ξεκινήσουν από την αρχή. Γιατί τα πάντα έγιναν για την ελευθερία και τα πάντα αυτή δοξάζουν:

 

Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα

Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:

Ελευθερία.

Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν τον δρόμο:

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος

[…]

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο

Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!

 

Με το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», ο Ελύτης θα απομακρυνθεί από τον υπερρεαλισμό και από τη φυσική μαγεία των νεανικών του χρόνων για να αναμείξει εφεξής στην ποίησή του τον σκληρό ρεαλισμό της Ιστορίας με την εκ παραλλήλου προσήλωση στο ονειρικό, το μυστηριακό και το υπερβατικό του ελληνικού κοσμοειδώλου. Η ποιητική του γλώσσα θα αποκαλύψει περαιτέρω το μυστήριο της γέννησης των πραγμάτων, το ξαφνικό αγκάλιασμα της έλλογης συνείδησης με το βάθος υποβολής των φθόγγων – από εδώ, άλλωστε, αντλεί η γλώσσα το ήθος και την ηθική της, από εδώ ανασύρει και τη μεγάλη χρονική της διάρκεια. Γιατί η γλώσσα είναι μεταξύ άλλων, ή και πρωτίστως, ποίηση και επειδή η ελληνική ποίηση, από τη Σαπφώ και τον Όμηρο μέχρι και τις ημέρες μας, έχει καταφέρει να διατηρήσει στο ακέραιο, αν και με εντελώς διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, τόσο το μέταλλο όσο και το μέγεθος της φωνής της.

Β. Χατζηβασιλείου

* Το ποίημα (από το Ποίηση, Ίκαρος 2002) και η φωτογραφία προέρχονται από την ιστοσελίδα «Περί ου»

Ο «Απολεσθείς Παράδεισος» μέσα από τα μάτια και τις εικόνες του Γκυστάβ Ντορέ, μέρος ιγ΄

Το περιβάλλον μας είναι γεμάτο με πράγματα που δοκιμάζουν τον χαρακτήρα μας. Μερικές φορές τα ξεπερνάμε με επιτυχία, ενώ άλλες δεν τα καταφέρνουμε και αποτυγχάνουμε στη δοκιμασία. Ωστόσο, η αποτυχία δεν είναι απαραίτητα το τέλος του δρόμου – αν είμαστε αρκετά αποφασιστικοί, μπορούμε να ξαναγίνουμε αρεστοί στον Θεό.

Συνεχίζουμε την ιστορία μας με τον «Απολεσθέντα Παράδεισο» του Τζον Μίλτον. Ο Ραφαήλ έχει περιγράψει τον ουρανό στον Αδάμ και ο Αδάμ διηγήθηκε αυτά που θυμάται για όταν δημιουργήθηκε. Τότε ο Ραφαήλ επιστρέφει στον ουρανό.

 <span style="font-weight: 400;">“</span><a href="https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Paradise_Lost_36.jpg"><span style="font-weight: 400;">In with the river sunk, and with it rose Satan</span></a><span style="font-weight: 400;">” (IX. 74, 75), </span><span style="font-weight: 400;">1866, by Gustav Doré for John Milton’s “Paradise Lost.” Engraving. (Public Domain)</span>
«μέσα με το ποτάμι / βυθίστηκε αυτός μαζί και μέσα τον ξεβγάζει» * (Βιβλίο Θ΄, σελ. 348). Xαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ, από την εικονογράφησή του για το βιβλίο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος», 1866. (Public Domain)

 

Ο Σατανάς επιστρέφει

Όσο ο Αδάμ μιλά με τον Αρχάγγελο Ραφαήλ, ο Σατανάς πετάει γύρω από τη γη περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να ξαναμπεί στην Εδέμ. Μπορεί να τον ανάγκασε προηγουμένως ο Γαβριήλ να απομακρυνθεί από τον Κήπο, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να διώξει ούτε τον ίδιο, ούτε την οργή που τον τροφοδοτούσε. Θα πρέπει να βρει έναν τρόπο για να μπει μέσα κρυφά.

«Μ’ απελπισιά γεμάτος

Επτά ολόκληρες νυχτιές το σκότος καβαλούσε

Μες στο ποτάμι βούλιαξε και από ’κεί

Σηκώθηκε μαζί με την ομίχλη, κι ύστερα

Ολόγυρά του έψαξε για μια καλή κρυψώνα…»

(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Ένατο)

Ο Σατανάς, με βλέμμα άγρυπνο, κάνει κύκλους γύρω από τη Γη για επτά ημέρες, ώσπου τελικά βρίσκει την ευκαιρία να προσγειωθεί εκεί όπου ο ποταμός Τίγρης (πριν τον αλλάξει η Αμαρτία) μπαίνει κάτω από τη γη, πριν ξαναβγεί στην επιφάνεια ως μία πηγή στην Εδέμ. Ο Σατανάς, καλυμμένος από μια ομίχλη, ακολουθεί τον ποταμό μέχρι την Εδέμ και ψάχνει να βρει πού να κρυφτεί.

Στην εικόνα «μέσα με το ποτάμι / βυθίστηκε αυτός μαζί και μέσα τον ξεβγάζει»*, ο Ντορέ απεικονίζει τον Σατανά πάνω σε έναν απόκρημνο βράχο, να κοιτάζει τα ορμητικά νερά του ποταμού Τίγρη. Ωστόσο, η ήρεμη στάση του Σατανά δεν πρέπει να μας ξεγελάσει, γιατί μόνο εξωτερικά, ανάμεσα στα κυματιστά νερά, φαίνεται ακίνητος- μέσα του βράζει από θυμό. Η εσωτερική του αναταραχή αντανακλάται στην αναταραχή του ποταμού και τροφοδοτεί την επιθυμία του να υπομείνει την επίθεση αυτού του ποταμού. Αυτή η εικόνα είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική για την αποφασιστικότητα που διαθέτει το κακό προκειμένου να καταστρέψει το καλό στον κόσμο.

Ο Σατανάς κυριεύει το φίδι

Ο Σατανάς φτάνει στην Εδέμ και ψάχνει ένα μέρος για να κρυφτεί. Καθώς δεν θέλει να τον ανακαλύψουν πάλι οι Αρχάγγελοι, εξετάζει προσεκτικά όλα τα ζώα της Εδέμ για να δει ποιο από αυτά θα είναι πιο κατάλληλο προκάλυμμα για τις απατηλές και εκδικητικές του προθέσεις.

«Ψάχνοντας κι εξετάζοντας όλα προσεκτικά τα πλάσματα…

Βρήκε απ΄όλα τους το Φίδι πιο έξυπνο και πιο κατάλληλο

Να γίνει το δοχείο του, να τον φιλοξενήσει, και μέσα του

Τις δόλιες σκέψεις τις σατανικές να κρύψει,

Αφού στο ύπουλο ερπετό οι πονηριές ταιριάζουν…»

(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Ένατο)

Ο Σατανάς θεωρεί ότι το φίδι είναι το καλύτερο για τους σκοπούς του. Πιστεύει ότι κανείς δεν θα υποψιαστεί αν ένα φίδι έχει κακές προθέσεις. Οι κινήσεις του φιδιού είναι εγγενώς ύπουλες και παραπλανητικές. Ο Σατανάς συνεχίζει να περιφέρεται στην Εδέμ τυλιγμένος σε μια ομίχλη, προκειμένου να μπορέσει να πλησιάσει ένα φίδι για να το κυριεύσει.

«Με την ομίχλη τυλιγμένος και τους νυχτερινούς ατμούς

Γλιστρώ ανεμπόδιστα και ψάχνω

Σε κάθε θάμνο, σε κάθε λόχμη, το Ερπετό για νά ’βρω

Ήσυχα να κοιμάται  και να κρυφτώ εγώ και οι κακοί σκοποί μου

Στις χίλιες του αναδιπλώσεις μέσα… Μέσ’ απ’ το στόμα του

Ο Διάβολος στο Φίδι μπήκε…»

(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Ένατο)

Όταν βρίσκει το φίδι, ο Σατανάς το κυριεύει μπαίνοντας μέσα από το στόμα του και αρχίζει να ελέγχει τις ενέργειές του. Παρόλο που δεν είναι άνθρωπος, ο Σατανάς το κατέχει. Αυτό παρέχει μια βαθύτερη κατανόηση της ρήσης «Είσαι ό,τι τρως» υποδηλώνοντας ότι γινόμαστε αυτό που αφήνουμε να μπει στο μυαλό και την καρδιά μας -όπως κι αν εισέρχεται, το καταπίνουμε.

Στην επόμενη εικόνα («Το βρίσκει βαθυκοίμητο μες σε  λαβυρινδώδεις/ γυροβολιές και συστροφές γύρω απ’ το κορμί του»), ο Ντορέ απεικονίζει τον Σατανά να κοιτάζει έναν σωρό από πλεγμένα φίδια. Εδώ, ο Σατανάς μοιάζει πραγματικά δυσοίωνος: Τα μεγάλα, σαν νυχτερίδες φτερά του, τα μαύρα ατημέλητα μαλλιά του και τα σκοτεινά, στραμμένα προς τα κάτω μάτια του δημιουργούν ένα σκοτάδι που δημιουργεί την ατμόσφαιρα αυτής της σκηνής. Φαίνεται μάλιστα να έχει βρει ο Σατανάς το μοναδικό μέρος στην Εδέμ που δεν είναι γεμάτο φυλλώματα και ζωή.

Το σκοτάδι των φιδιών ταιριάζει με το σκοτάδι των φτερών του Σατανά, και το βλέμμα δεν μπορεί παρά να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στα δύο. Αυτό το συνθετικό στοιχείο μάς βοηθά να ταυτίσουμε τον Σατανά με τα φίδια, τα οποία ταιριάζουν απόλυτα στον χαρακτήρα του.

 <span style="font-weight: 400;">“</span><a href="https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Paradise_Lost_38.jpg"><span style="font-weight: 400;">Him, fast sleeping, soon he found in labyrinth of many a round, self-rolled</span></a><span style="font-weight: 400;">” (IX. 182,183), </span><span style="font-weight: 400;">1866, by Gustav Doré for John Milton’s “Paradise Lost.” Engraving. (Public Domain)</span>
«Το βρίσκει βαθυκοίμητο μες σε  λαβυρινδώδεις/ γυροβολιές και συστροφές γύρω απ’ το κορμί του» * (Βιβλίο Θ΄, σελ. 354). Xαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ, από την εικονογράφησή του για το βιβλίο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος», 1866. (Public Domain)

 

Τα δεινά του Σατανά

Προηγουμένως, συγκρίναμε την εσωτερική αναταραχή του Σατανά με την απεικόνιση του ορμητικού ποταμού, προτείνοντας ότι αυτή η αναταραχή αντιστοιχεί σε και τροφοδοτεί την οργισμένη πρόθεση του Σατανά να καταστρέψει τη Δημιουργία του Θεού – κάτι που, αργότερα, δηλώνει και μόνος του:

«Ω, άτιμη πτώση! Εγώ, που μόνο με τους υψηλότερους θεούς καταδεχόμουν

Να κάθομαι, τώρα αναγκάζομαι να γίνομαι ένα ζώο –

και σαν το ζώο στις λάσπες να κυλιέμαι…Μα είν’ η Φιλοδοξία μου και η εκδίκηση

που τόσο χαμηλά με πάνε…»

(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Ένατο)

Προσπαθώντας να γίνει ο υψηλότερος στον ουρανό, ο Σατανάς αναγκάζεται να γίνει ο κατώτατος.

Όπως όμως ο ίδιος παραδέχεται, είναι πρόθυμος να πέσει χαμηλά προκειμένου να πραγματοποιήσει την εκδίκησή του εναντίον του Θεού, τόσο χαμηλά που θα αναμείξει το κάποτε αγγελικό του πνεύμα με τη γλίτσα του φιδιού. Έτσι εκδηλώνεται η αποφασιστικότητά του.

Γνωρίζει ότι δεν μπορεί να νικήσει άμεσα τον Θεό, αλλά πιστεύει ότι μπορεί να καταστρέψει τη δημιουργία Του:

«Ανάμεσα στης Κόλασης τις χθόνιες Δυνάμεις,

όλη δική μου κάποτε η δόξα θα’ναι, ότι ε-

χάλασα ό,τι Αυτός, ο Παντοδύναμος,

σε έξι μέρες και νυχτιές έφτιαχνε αδιαλείπτως …»

(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Ένατο)

Ο Σατανάς είναι αποφασισμένος να καταστρέψει τα ανθρώπινα όντα, τη νέα αγάπη του Θεού, σε μια μέρα, σε μια στιγμή πειρασμού. Ο Μίλτον αναφέρεται επανειλημμένα στην εντολή της υπακοής στον Θεό. Η εντολή ισχύει για τον Αδάμ, την Εύα και όλους τους αγγέλους στον ουρανό. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να είναι υπάκουος στον Θεό και να ακολουθεί τους πειρασμούς του Σατανά ταυτόχρονα, και εδώ έγκειται η δυσκολία του να είσαι άνθρωπος.

Εμείς οι άνθρωποι, ως δημιουργήματα του Θεού, μπορούμε επίσης να είμαστε αποφασισμένοι, παρά τις αδυναμίες μας. Πώς θα εκδηλωθεί η αποφασιστικότητά μας; Αν θέλουμε να είμαστε υπάκουοι στον Θεό και να αντιστεκόμαστε στους πειρασμούς του Σατανά, πρέπει να δίνουμε προσοχή σε ό,τι «προσλαμβάνουμε», σε ό,τι δεχόμαστε. Πρέπει να γίνουμε το αντίθετο από αυτό που αντιπροσωπεύει ο Σατανάς.

Η υπερηφάνεια είναι η αιτία που ο Σατανάς προσπάθησε να υψώσει τον εαυτό του ψηλότερα από όλους τους άλλους, και γι’ αυτό τώρα αναγκάζεται να κατέβει χαμηλά – να συρθεί στη γη ως ο κατώτερος των κατωτέρων. Μήπως στην υπακοή μας, στην υποταγή μας στον Θεό, ο τρόπος με τον οποίο Τον προσκυνάμε είναι να χαμηλώνουμε σκόπιμα, ώστε να μπορέσουμε μετά να ανυψωθούμε στη δόξα του Θεού;

Ο Γκυστάβ Ντορέ [Gustav Doré, 1832-1883] ήταν ένας ιδιαίτερα παραγωγικός καλλιτέχνης του 19ου αιώνα. Εικονογράφησε με τα χαρακτικά του μερικά από τα σπουδαιότερα έργα της κλασικής Δυτικής λογοτεχνίας, περιλαμβανομένων της Βίβλου, του «Απολεσθέντα Παραδείσου» και της «Θείας Κωμωδίας». H σειρά «Ο ‘Απολεσθείς Παράδεισος’ μέσα από τα μάτια και τις εικόνες του Γκυστάβ Ντορέ» του Έρικ Μπες εμβαθύνει στις ιδέες του ποιήματος του Τζον  Μίλτον που ενέπνευσαν τον Ντορέ και στις εικόνες που φιλοτέχνησε.

Μέχρι τώρα στην Epoch Times έχουν δημοσιευθεί τα πρώτα 12 άρθρα του Έρικ Μπες για την εικονογράφηση του Γκυστάβ Ντορέ στο έργο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος»:

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Η απόδοση των στίχων του Μίλτον στις λεζάντες των εικόνων είναι από τη μετάφραση του Αθανασίου Δ. Οικονόμου, εκδ. Οδός Πανός, τρίτη έκδοση, Αθήνα 2015.

Του Eric Bess

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

Βλέποντας τον κόσμο ξανά, μέσα από τα μάτια της ποίησης

Μεγάλη ζημιά γίνεται από τη λανθασμένη αντίληψη της ποίησης ως κάτι ελιτίστικο, απρόσιτο, ακαδημαϊκό , κατάλληλο μόνο για μυημένους. Η ποίηση είναι για όλους, για τον λεγόμενο «κοινό άνθρωπο», όχι μόνο για τον μελετητή. Η ποίηση είναι ένας μεγεθυντικός φακός μέσω του οποίου βλέπουμε το γρασίδι κάτω από τα πόδια μας και ένα τηλεσκόπιο μέσω του οποίου βλέπουμε τα αστέρια πάνω από το κεφάλι μας. Η ποίηση οξύνει την όρασή μας για να μπορέσουμε να διεισδύσουμε στο θαύμα του πραγματικού, στο οποίο συχνά εθελοτυφλούμε.

Όπως αναφέρει ο καθηγητής λογοτεχνίας Τζον Σήνιορ στο «John Senior and the Restoration of Realism» («Ο Τζον Σήνιορ και η αποκατάσταση του ρεαλισμού») του Φρ. Μπέθελ, «Ο ποιητής είναι ο άνθρωπος που λέει “Κοιτάξτε! Κοιτάξτε! Δεν το έχετε ξαναδεί αυτό”. Και αν τον ακολουθήσετε, θα δείτε πολύ περισσότερα από όσα θα είχατε δει από μόνοι σας. Με αυτόν τον τρόπο, διευρύνετε την ικανότητά σας να βιώνετε τον κόσμο, δηλαδή να ζείτε».

Αυτή είναι η κλήση του ποιητή: να βλέπει αυτό που υπάρχει πραγματικά, σε όλη την ομορφιά και το μυστήριο του, και να βοηθά και τους άλλους να βλέπουν, ώστε να ζουν πιο ολοκληρωμένα.

Γιατί, όμως, χρειαζόμαστε τη βοήθεια του ποιητή για να δούμε;  Υπάρχουν πολλές απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα, αλλά μια από τις σημαντικότερες είναι η παλιά παροιμία που λέει: «Η εξοικείωση γεννά περιφρόνηση». Η τριβή με τα καθημερινά θαύματα — όσο εκπληκτικά κι αν είναι — τείνει να αφανίζει την αντίληψή μας για αυτά. Πέφτουμε σε μια ρουτίνα. Κοιτάζουμε, αλλά δεν βλέπουμε πια.

Ποιητικά Θαύματα

Ο ποιητής και κληρικός της Αναγέννησης Τζον Νταν [John Donne, 1572-1631] εξήγησε την ιδέα των απονεκρωμένων αισθήσεών μας σε σχέση με τα θαύματα του φυσικού κόσμου ως εξής: «Δεν υπάρχει τίποτα που να έχει καθιερώσει ο Θεός σε μια σταθερή πορεία της φύσης,  και το οποίο επομένως γίνεται καθημερινά, που δεν θα φαινόταν σαν θαύμα, θαμπώνοντάς μας, αν γινόταν μόνο μια φορά», παρατήρησε σε ένα κήρυγμα του Πάσχα το 1627. Φανταστείτε να μην είχε βρέξει ποτέ, και μια μέρα ξαφνικά να άνοιγαν οι ουρανοί. Μεγάλα πλήθη θα συγκεντρώνονταν στους δρόμους, στρέφοντας τα αστραφτερά και κατάπληκτα πρόσωπά τους στον ουρανό με έκσταση. Πώς γίνεται να πέφτει νερό από ψηλά;!

Το ίδιο συμβαίνει και με τις ανθρώπινες σχέσεις. Σκεφτείτε το θαύμα της απόκτησης ενός παιδιού. Όταν κρατάτε για πρώτη φορά το νεογέννητο στην αγκαλιά σας, αισθάνεστε ένα εντελώς νέο σύνολο νεύρων να ζωντανεύουν μέσα σας, νέα κανάλια να ανοίγονται μέσα στην καρδιά σας. Βλέπετε το παιδί ως το θαύμα που είναι. Αλλά καθώς περνούν τα χρόνια και το παιδί μεγαλώνει, αυτή η αρχική εντύπωση εξασθενεί — μέχρι που έρχεται μια από εκείνες τις σπάνιες στιγμές που το βλέμμα του παιδιού σας συναντά το δικό σας, τα μαλλιά του φέγγουν στο απογευματινό φως του ήλιου, τα άκρα του λάμπουν χρυσά και, τότε, βλέπετε ξανά αυτό που είχατε δει παλιά. Γνωρίζετε και πάλι αυτό που είχατε γνωρίσει πριν. Το θαύμα δεν έχει εξαφανιστεί — στην πραγματικότητα, έχει μεγαλώσει. Απλά το είχατε ξεχάσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.

"The First Caress," 1866, by William-Adolphe Bouguereau. Oil on canvas. Lyndhurst, New York. (Public Domain)
Ουιλιάμ-Αντόλφ Μπουγκερώ, «Το πρώτο χάδι», 1866. Λάδι σε καμβά. Lyndhurst, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

Μελέτη ενός ποιήματος

Η ποίηση κάνει τέτοιες στιγμές πιο συχνές. Στο ποίημά του, «Εκείνες οι κυριακές του χειμώνα», ο ποιητής Ρόμπερτ Χέιντεν διαλύει την ομίχλη ημών και των δώρων των πατεράδων και της πατρότητας:

Ακόμα και τις Κυριακές θα σηκωνόταν ο πατέρας μου νωρίς

Και θα ντυνότανε μέσα στο μαύρο κρύο,

Κι ύστερα, με χέρια ταλαιπωρημένα,

Που πόναγαν από τον μόχθο τον καθημερινό,

Άναβε μια λαμπερή φωτιά. Ποτέ δεν άκουσε ένα ευχαριστώ.

 

Ξυπνούσα κι άκουγα να σκάει το κρύο, να σπάει.

Όταν τα δωμάτια ήτανε πια ζεστά, θα φώναζε,

Κι εγώ αργά θα σηκωνόμουν να ντυθώ,

Φοβούμενος τους χρόνιους θυμούς εκείνου του σπιτιού,

 

Αδιάφορα μιλώντας σε εκείνον,

Που ’χε το κρύο αποδιώξει

Και τα καλά παπούτσια μου είχε γυαλίσει επίσης.

Τι ήξερα, τι ήξερα εγώ,

Για της αγάπης τους απλούς, μοναχικούς της τρόπους; [1]

 

Δεν μπορούμε να διαβάσουμε αυτό το ποίημα χωρίς να σκεφτούμε τον πατέρα μας και όλα όσα έχει κάνει για εμάς. Ίσως παρακινηθούμε να σκεφτούμε και την αχαριστία μας. Ακόμα, μικρά συνηθισμένα πράγματα όπως τα ταλαιπωρημένα χέρια, η φωτιά και τα παλιά παπούτσια αποκτούν βαθύτερη σημασία μετά την ανάγνωση του ποιήματος.

"Young Love's Shivering Limbs the Embers Warm," from the four works on the "Story of Anacreon," circa 1899, by Jean-Léon Gérôme. Oil on canvas. Private collection. (Public Domain)
Ζαν-Λεόν Ζερόμ, «Η φωτιά ζεσταίνει τα τρεμάμενα μέλη της νεαρής αγάπης». Από τα τέσσερα έργα για την «Ιστορία του Ανακρέοντα», περ. 1899. Λάδι σε καμβά. Ιδιωτική συλλογή. (Public Domain)

 

Μπορούμε να συγκρίνουμε ένα ποίημα με μια κάμερα ή με έναν καθρέφτη τοποθετημένο σε ένα ασυνήθιστο μέρος. Παρέχει μια νέα οπτική γωνία του ίδιου, οικείου αντικείμενο, έτσι ώστε εκείνο να ξαναγίνει νέο και παράξενο.
«Η ποίηση σηκώνει το πέπλο από την κρυμμένη ομορφιά του κόσμου και κάνει τα οικεία αντικείμενα να είναι σαν να μην ήταν οικεία», γράφει ο ρομαντικός ποιητής Πέρσυ Σέλλεϋ [Percy Shelley, 1792-1822] στο « A Defense of Poetry». Μετατοπίζοντας τη γωνία του θέματος, ο ποιητής αποκαλύπτει την ουσία του. Μετά από την επαφή με ένα σπουδαίο έργο τέχνης δεν είναι ότι τα πράγματα του κόσμου έχουν αλλάξει – έχει αλλάξει, όμως, το βάθος της κατανόησής μας γι’ αυτά.

Ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί τη δύναμη της όρασής του για να μας δείξει αυτό που έχουμε δει χιλιάδες φορές στο παρελθόν σαν να ήταν για πρώτη φορά — με όλη τη συγκίνηση και την κατάπληξη που συνοδεύει την πρώτη ματιά. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε την ποίηση. Ο άνθρωπος που δεν ανανεώνεται ποτέ από την τέχνη κινδυνεύει να χάσει πολλά, ίσως μάλιστα τα χάσει όλα. Τι είναι η ζωή αν δεν βλέπουμε πραγματικά, αν μας τυφλώνει η δουλειά και η ρουτίνα;

Όπως έγραψε ο βικτωριανός ποιητής Τζέραρντ Μάνλεϋ Χόπκινς [Gerard Manley Hopkins, 1844-1889] : «Γενιές έχουν βαδίσει, έχουν βαδίσει, έχουν βαδίσει/ Κι όλα έχουν καψαλιστεί απ’ το εμπόριο. Έχουν θολώσει, λερωθεί από τον μόχθο/ Και φορά τη μουντζούρα του ανθρώπου και μοιράζεται τη μυρωδιά του ανθρώπου: το χώμα/ Είναι γυμνό τώρα, ούτε το πόδι αισθάνεται, είναι πεταλωμένο» [2]. Η ρουτίνα κάνει μερικές φορές την ανθρωπότητα να αγνοεί τη λάμψη της καθημερινότητας.

Αλλά ο Χόπκινς συνεχίζει: «Και για όλα αυτά, η φύση δεν ξοδεύεται ποτέ/ Μέσα στα πράγματα βαθιά ζει η πιο αγαπημένη φρεσκάδα / Κι αν και τα τελευταία φώτα στη μαύρη Δύση σβήσαν/ Ω, το πρωινό, στο καφέ χείλος της ανατολής, φυτρώνει…»

Υπάρχουμε εμείς, υπάρχει και ο κόσμος. Ο κόσμος είναι φωτεινός. Είναι τα μάτια μας που, κατά καιρούς, είναι σκοτεινά, κουρασμένα, μισόκλειστα  από τη νύστα. Μέχρι που κάποιος — ένας ποιητής — μάς ξυπνά.

Calliope, Muse of Epic Poetry, 1798. Charles Meynier. Oil on canvas. The Cleveland Museum of Art, Severance and Greta Millikin Purchase Fund. (Public Domain)
Σαρλ Μενιέ, «Καλλιόπη, Μούσα της επικής ποίησης», 1798. Λάδι σε καμβά. The Cleveland Museum of Art, Severance και Greta Millikin Purchase Fund. (Public Domain)

 

Του Walker Larson

Επιμέλεια: Βαλεντίνα Λισάκ & Αλία Ζάε

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Μετάφραση ποιήματος: Αλία Ζάε

Those Winter Sundays 

by Robert Hayden

Sundays too my father got up early

and put his clothes on in the blueblack cold,

then with cracked hands that ached

from labor in the weekday weather made

banked fires blaze. No one ever thanked him.

 

I’d wake and hear the cold splintering, breaking.

When the rooms were warm, he’d call,

and slowly I would rise and dress,

fearing the chronic angers of that house,

 

Speaking indifferently to him,

who had driven out the cold

and polished my good shoes as well.

What did I know, what did I know

of love’s austere and lonely offices?

2. Μετάφραση ποιήματος: Αλία Ζάε

God’s Grandeur 

by Gerard Manley Hopkins
The world is charged with the grandeur of God.
    It will flame out, like shining from shook foil;
    It gathers to a greatness, like the ooze of oil
Crushed. Why do men then now not reck his rod?
Generations have trod, have trod, have trod;
    And all is seared with trade; bleared, smeared with toil;
    And wears man’s smudge and shares man’s smell: the soil
Is bare now, nor can foot feel, being shod.
And for all this, nature is never spent;
    There lives the dearest freshness deep down things;
And though the last lights off the black West went
    Oh, morning, at the brown brink eastward, springs —
Because the Holy Ghost over the bent
    World broods with warm breast and with ah! bright wings.

Τρία μαθήματα ευγενικής συμπεριφοράς από τον κύριο Νάιτλυ της Τζέην Ώστεν

Στη λογοτεχνία, κάποιοι χαρακτήρες μάς κάνουν να γελάμε, κάποιοι μάς κάνουν να κλαίμε, κάποιοι μάς κάνουν να αγανακτούμε και μερικές σπάνιες μορφές είναι φάροι φωτός για το πώς πρέπει να ζούμε.

Ένας τέτοιος χαρακτήρας είναι ο κύριος Νάιτλυ από το υπέροχο μυθιστόρημα της Τζέην Ώστεν του 1815, «Έμμα». Διαδραματίζεται στην επαρχιακή Αγγλία, και περιγράφει τις πράξεις μιας γοητευτικής, έξυπνης και κάπως ανώριμης νεαρής γυναίκας που ονομάζεται Έμμα Γούντχαους, η οποία ασχολείται με το να κάνει την προξενήτρα για φίλους και γνωστούς της — είτε επιθυμούν τη βοήθειά της είτε όχι. Η Έμμα ζει μόνη με τον ηλικιωμένο πατέρα της και ο πιο συχνός επισκέπτης και φίλος τους είναι ο κύριος Νάιτλυ, ο οποίος έχει το γειτονικό κτήμα.

Η πρόταση του κυρίου Νάιτλυ στην Έμμα. Εικονογράφηση του Κρις Χάμμοντ, για την έκδοση του 1898. (Public Domain)

 

Όπως υποδηλώνει το όνομα του κυρίου Νάιτλυ (Mr. Knightley, από το knight=ιππότης), είναι ένας χαρακτήρας έντιμος, ιπποτικός, και ευγενικός. Με ανεπιτήδευτη χάρη και καλή προαίρεση, ο κύριος Νάιτλυ μάς δείχνει πώς να αντιμετωπίζουμε ευγενικά τις συνηθισμένες καταστάσεις της ζωής. Ακολουθούν τρία συγκεκριμένα μαθήματα από το παράδειγμά του.

Βοήθεια προς τους άλλους

Ένας ευγενής άνθρωπος χρησιμοποιεί τους πόρους, την επιρροή και τις ικανότητές του για να βοηθά τους άλλους.

Ο κύριος Νάιτλυ είναι ιδιοκτήτης της μεγάλης περιουσίας του Ντάουνγουελ Άμπεϋ. Έχει αρκετούς ενοικιαστές αγρότες, περιλαμβανομένου του Ρόμπερτ Μάρτιν, ενός καλόκαρδου νεαρού, ερωτευμένου με μια από τις φίλες της Έμμα, τη Χάριετ Σμιθ. Η Χάριετ συμπαθεί πολύ τον νεαρό άνδρα, αλλά η Έμμα την πείθει ότι ο Ρόμπερτ Μάρτιν δεν είναι κατάλληλος – κάτι που οδηγεί σε σύγχυση και στενοχώρια από όλες τις πλευρές.

Ο κύριος Νάιτλυ ενδιαφέρεται ειλικρινά για την ευημερία των ενοικιαστών του, ιδιαίτερα του Μάρτιν, τον οποίο αντιμετωπίζει σχεδόν σαν γιο και τον οποίο υποστηρίζει  όταν η Έμμα πείθει την Χάριετ να αγνοήσει τον νεαρό αγρότη υπέρ ενός «καλύτερου αλιεύματος».

Εκτός από το να υποστηρίζει άλλους, ο κύριος Νάιτλυ μοιράζεται ελεύθερα τους υλικούς του πόρους. Προσκαλεί τους φίλους και τους γείτονές του να μαζέψουν φράουλες από τις καλλιέργειές του. Δίνει τόσα μήλα που του μένουν τελικά πολύ λίγα για τον εαυτό του. Επιτρέπει σε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων γυναικών από το χωριό που δεν μπορούν να έχουν δική τους άμαξα να χρησιμοποιούν τη δική του.

 

Εικονογράφηση για την έκδοση του 1898, όπου ο κύριος Νάιτλυ ακούει με ευγένεια την ομιλητική κυρία Μπέητς. (Public Domain)

 

Συνοψίζοντας όσα διδάσκει στους αναγνώστες η συμπεριφορά του κυρίου Νάιτλυ, ο καθηγητής λογοτεχνίας Μίτσελ Καλπαγκιάν έγραψε: «Ένας ευγενής άνθρωπος κάνει καλές πράξεις αθόρυβα και απαρατήρητα, έχοντας πάντα επίγνωση των αναγκών των άλλων χωρίς να του το ζητήσουν».

Υπερασπιστής της τιμής των άλλων

Ένας ευγενής άνθρωπος φροντίζει τους παραμελημένους και υπερασπίζεται την τιμή όλων. Ο Νάιτλι έχει στον νου του όσους παραμελούνται από τους άλλους.

Ο πατέρας της Έμμα, ο κύριος Γούντχαους, είναι ένας αδύναμος γέρος, καλόκαρδος αλλά συνεσταλμένος και, για κάποιους, λίγο υποχόνδριος και κουραστικός στην παρέα. Λίγοι άνθρωποι βρίσκουν χρόνο για αυτόν. Ωστόσο, ο κύριος Νάιτλυ τον επισκέπτεται τακτικά και του μιλά ευχάριστα για τα πιο ασήμαντα θέματα, αφιερώνοντας τον χρόνο του σε αυτόν τον μοναχικό γέρο, χωρίς ποτέ να παραπονιέται για τη μικρονοηκότητα του κυρίου Γούντχαους. Όπως το έθεσε ο Καλπαγκιάν, «πάντα κοινωνικός και ευγενικός, [ο κύριος Νάιτλυ] δεν καταφεύγει ποτέ σε επιδείξεις για να κερδίσει αναγνώριση ή κομπλιμέντα, αλλά συζητά ανεπιτήδευτα με όλους τους ανθρώπους για πολλά θέματα, ασήμαντα και σημαντικά, με τέλεια ευκολία και χωρίς αέρα ανωτερότητας».

Ο κύριος Νάιτλυ παρέχει ένα άλλο παράδειγμα φροντίδας, όταν η Χάριετ Σμιθ σνομπάρεται από άλλον άντρα σε έναν χορό. Παρατηρεί τη φτωχή κοπέλα να κάθεται λυπημένη μόνη της ενώ οι άλλοι χορεύουν, και σπεύδει να τη ‘σώσει’ οδηγώντας την ο ίδιος στον χορό.

Σε μια ιδιαίτερα οδυνηρή σκηνή, η ενθουσιώδης Έμμα κοροϊδεύει μια ανόητη αλλά ευγενική γυναίκα που έγνεθε μαλλί στο χωριό, την κυρία Μπέητς. Η Έμμα, η κυρία Μπέητς, ο κύριος Νάιτλυ και αρκετοί άλλοι έχουν πάει για πικνίκ, και την ώρα που κάθονται να ξεκουραστούν αποφασίζουν να παίξουν ένα παιχνίδι όπου κάθε άτομο πρέπει να πει είτε ένα έξυπνο πράγμα είτε δύο μετρίως έξυπνα πράγματα είτε τρία βαρετά πράγματα. Η κυρία Μπέητς — γνωστή για τη φλυαρία της για τα πιο ασήμαντα ζητήματα — παρατηρεί τότε, με μια δόση αυτοκριτικής: «Τρία πράγματα πραγματικά πολύ βαρετά. Αυτό είναι για μένα, ξέρετε. Σίγουρα λέω τρία βαρετά πράγματα μόλις ανοίγω το στόμα μου, έτσι δεν είναι;»

Σε μια προσπάθεια να φανεί πνευματώδης, η Έμμα απαντά κοροϊδευτικά: «Α! Κυρία, αλλά μπορεί να υπάρχει μια δυσκολία. Με συγχωρείτε — αλλά θα περιοριστείτε στον αριθμό — μόνο τρία τη φορά».

Η κα Μπέητς σταματά αμέσως ταπεινωμένη και αμήχανη. Λίγο αργότερα την υπερασπίζεται ο κύριος Νάιτλυ, χωρίς να παραλείψει να επιπλήξει την Έμμα για την απερισκεψία της:

«Ήταν πραγματικά άσχημο! Εσύ, που σε ήξερε από βρέφος, που σε είχε παρακολουθήσει να μεγαλώνεις από μια περίοδο που η προσοχή της ήταν τιμή, να σε έχει τώρα, με αλόγιστη διάθεση και υπερηφάνεια της στιγμής, να γελάς μαζί της, να την ταπεινώνεις — και ενώπιον της ανιψιάς της — και ενώπιον άλλων, πολλοί από τους οποίους (σίγουρα κάποιοι) θα επηρεάζονταν από την στάση σου. Αλλά πρέπει και θα το κάνω — θα σου πω αλήθειες.»

Προσήλωση στην αλήθεια

Όπως δηλώνει ο ίδιος ο κύριος Νάιτλυ στο απόσπασμα που μόλις αναφέρθηκε, είναι αποφασισμένος να πει την αλήθεια. Κάθε άνθρωπος με ακεραιότητα πρέπει να αγαπά και να ζει σύμφωνα με την αλήθεια. Μιλώντας στην Έμμα για την ανεντιμότητα ενός άλλου αρσενικού χαρακτήρα, ο κύριος Νάιτλυ φωνάζει με αίσθημα: «Τόσο σε αντίθεση με αυτό που θα έπρεπε να είναι ένας άντρας! Τίποτα από αυτή την ειλικρινή ακεραιότητα, αυτή την αυστηρή προσήλωση στην αλήθεια και τις αρχές, αυτή την περιφρόνηση της πονηριάς και της μικρότητας, που ένας άντρας πρέπει να επιδεικνύει σε κάθε συναλλαγή της ζωής του». Αυτή είναι μια εξαιρετική περίληψη των αξιών του κυρίου Νάιτλυ και του τρόπου που ενεργεί: με αφοσίωση στην αλήθεια και την ειλικρίνεια.

Επιπλέον, ο κύριος Νάιτλυ ξέρει ότι η αλήθεια θα ωφελήσει τελικά τους άλλους. Επειδή τρέφει μεγάλη αγάπη και νοιάζεται πραγματικά για την Έμμα, είναι ειλικρινής μαζί της και της λέει ακόμα και σκληρές αλήθειες, ώστε εκείνη να μάθει και να ωριμάσει. Τελικά, ο κύριος Νάιτλυ ενδιαφέρεται για την καλλιέργεια της Έμμας, ιδίως στην αρετή, και προσπαθεί να την καθοδηγήσει σε αυτό το μονοπάτι. Της λέει τη γνώμη του όταν νιώθει ότι είναι απαραίτητο, όπως μετά από το περιστατικό με την κυρία Μπέητς.

Όταν συνειδητοποιεί πως η ανάμειξη της Έμμα έχει βλάψει το ειδύλλιο μεταξύ της Χάριετ και του Ρόμπερτ Μάρτιν, της λέει ειλικρινά: «Δεν ήσουν φίλη της Χάριετ Σμιθ, Έμμα». Με αυτό, εννοεί ότι η Έμμα έχει βάλει τον εαυτό της και το παιχνίδι των γνωριμιών πάνω από αυτό που είναι πραγματικά καλό για τη Χάριετ.

Σε αντίθεση με τους περισσότερους χαρακτήρες του βιβλίου, ο κύριος Νάιτλυ δεν κολακεύει την Έμμα, όσο κι αν τη νοιάζεται. Όταν κάνει ένα λάθος — είτε σε κάτι μικρό, όπως όταν ζωγραφίζει ένα πορτραίτο είτε σε κάτι μεγάλο, όπως μια φιλία — της προσφέρει εποικοδομητική κριτική. Ο πονηρός και φίλαυτος κύριος Έλτον, ελπίζοντας να κερδίσει την εύνοια της Έμμας, επαινεί χωρίς διάκριση τις καλλιτεχνικές της ικανότητες, αλλά ο κύριος Νάιτλυ της επισημαίνει ευγενικά τα προβλήματα της ζωγραφιάς της.

Η προσέγγιση του κυρίου Νάιτλυ στη ζωή μπορεί να συνοψιστεί με τα δικά του λόγια: «Υπάρχει ένα πράγμα, Έμμα, που ένας άντρας μπορεί πάντα να κάνει, αν το επιλέξει, και αυτό είναι το καθήκον του. Όχι με ελιγμούς και περίτεχνο τρόπο, αλλά με δύναμη και αποφασιστικότητα» – το καθήκον του να βοηθά τους άλλους, να επιπλήττει το κακό όταν το βλέπει και να υπερασπίζεται ό,τι είναι σωστό και ευγενές.

Σε όλο το μυθιστόρημα, το κάνει αυτό με «δύναμη και αποφασιστικότητα», αποδεικνύοντας ότι τα ιδεώδη της ιπποσύνης μπορούν να αντέξουν ακόμη και στην καθημερινή ζωή, όπου κάθε αλληλεπίδραση με τους άλλους μπορεί να ιδωθεί ως δοκιμασία ιπποτικής αρετής.

«Μια υπηρεσία αγάπης»: Ένα διήγημα για την ανιδιοτελή προσφορά, του Ο. Χένρυ

Στο διήγημά του «Μια υπηρεσία αγάπης» ο Ο. Χένρυ λέει πως «όταν κάποιος αγαπάει την τέχνη του, καμία υπηρεσία δεν φαίνεται πολύ δύσκολη». Ισχυρίζεται ακόμη ότι αυτή η παραδοχή θα αποδειχθεί τόσο αληθινή όσο και ψευδής, καθώς παρακολουθούμε πώς ο Τζο και η Ντέλια Λάρραμπη, ένα παντρεμένο ζευγάρι, αφοσιώνονται στο κοινό αλλά και στο ατομικό καλλιτεχνικό έργο τους. Μέσα από αυτό το υπέροχο ζευγάρι, ο Χένρυ εξερευνά μέχρι πού μπορεί κανείς να φτάσει για την τέχνη του – και για την αγάπη.

Για την τέχνη

Ο Τζο Λάρραμπη είναι ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης, η επιτυχία του οποίου προδιαγραφόταν ήδη από τα έξι του, όταν ζωγράφισε την αντλία της πόλης. Η υπόσχεση αυτή αποτελεί κίνητρο για τη μετακόμισή του στη Νέα Υόρκη, για να συνεχίσει την εκπαίδευσή του στη ζωγραφική. Παρομοίως, η Ντέλια Καράδερς είναι μια θαυμάσια πιανίστα, της οποίας το παίξιμο «σε έξι οκτάβες» ως παιδί εντυπωσίασε τους γύρω της τόσο πολύ που χρηματοδότησαν τη μετακόμισή της στη Νέα Υόρκη για να εκπαιδευτεί κατάλληλα ως μουσικός. Τόσο ο Τζο όσο και η Ντέλια αγαπούν τις τέχνες τους και θα έκαναν τα πάντα γι’ αυτήν.

Όταν συναντιούνται σε ένα πάρτυ, αναπτύσσεται έλξη μεταξύ τους, η οποία γρήγορα εξελίσσεται σε αγάπη. Σύντομα παντρεύονται και αγοράζουν ένα διαμέρισμα – ένα μικρό καταφύγιο για να στεγάσουν τις τέχνες και την αγάπη τους.

Μετά το γάμο, συνεχίζουν να εργάζονται και τελειοποιούν την τέχνη τους. Ο Τζο εκπαιδεύεται με τον διάσημο Μάτζιστερ, ενώ η Ντέλια εκπαιδεύεται με τον φημισμένο Ρόζενστοκ. Μαζί απολαμβάνουν τις τέχνες τους, το άνετο διαμέρισμά τους και τις «γεμιστές ελιές και τα σάντουιτς με τυρί, στις 11 το βράδυ». Η ζωή είναι ωραία.

Όμως το κόστος των μαθημάτων τέχνης αυξάνεται και ο Τζο και η Ντέλια συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά και τα δύο μαθήματα. Η Ντέλια διαβεβαιώνει τον Τζο ότι θα εγκαταλείψει τα μαθήματα πιάνου και θα βρει μαθητές για να διδάξει. Ο Τζο, επιμένει η Ντέλια, πρέπει να συνεχίσει τα μαθήματα ζωγραφικής με τον Μάτζιστερ. Ο Τζο συμφωνεί απρόθυμα και η Ντέλια αρχίζει να ψάχνει για μαθητές.

ZoomInImage
Μια νεαρή σύζυγος εργάζεται για την τέχνη στην ιστορία του O. Χένρυ «Μια υπηρεσία αγάπης». Ζαχαρίας Γκονζάλεθ Βελάσκεθ, «Η Μανουέλα Γκονζάλεθ Βελάσκεθ παίζει πιάνο», 1820. (Public Domain)

Για την αγάπη

Η Ντέλια δεν αργεί να βρει την πρώτη της μαθήτρια. Θα διδάσκει την κόρη του στρατηγού Πίνκνεϋ, την Κλεμεντίνα, και θα λαμβάνει 5 δολάρια ανά μάθημα, κάνοντας τρία μαθήματα την εβδομάδα. Με τόσα χρήματα, διαβεβαιώνει τον Τζο ότι δεν θα χρειαστεί να εγκαταλείψει εκείνος τα μαθήματα ζωγραφικής.

Μετά από την πρώτη εβδομάδα μαθημάτων, η Ντέλια φέρνει με χαρά τρία χαρτονομίσματα των 5 δολαρίων για να τα προσθέσει στις αποταμιεύσεις τους. Αλλά ο Τζο δεν έχει σκοπό να  την αφήσει να τον ξεπεράσει και φέρνει «ένα δεκάρικο, ένα τάληρο, ένα δυάρι κι έναν άσο – όλα νόμιμα – και τα βάζει δίπλα στα κέρδη της Ντέλιας». Κέρδισε τα χρήματα πουλώντας έναν από τους πίνακές του σε έναν άνδρα από την Πεορία. Νιώθοντας βασιλιάδες με τα 33 δολάριά τους, ο Τζο και η Ντέλια τρέφουν πολλές ελπίδες για το μέλλον.

Αλλά όταν η Ντέλια επιστρέφει το επόμενο Σαββατοκύριακο από τα μαθήματα πιάνου με ένα καμένο χέρι, ο Τζο συνειδητοποιεί ότι κάτι δεν πάει καλά.

Με αυτή την ιστορία, ο Χένρυ δείχνει ότι αφ’ ενός ως άτομα, ο Τζο και η Ντέλια αγαπούν την τέχνη τους και προσπαθούν να την τελειοποιήσουν. Παράλληλα, με τις ανιδιοτελείς πράξεις αγάπης τους, αναπτύσσονται μαζί και ο ένας για τον άλλον ως αντρόγυνο.

Όπως λέει η Αν Μόρροου Λίντμπεργκ στο «Gift From the Sea» («Δώρο από τη θάλασσα»): «Ανήκει σε εκείνη τη φυσική τάξη της προσφοράς που ανανεώνεται ακόμη και όταν πρακτικά φαίνεται να την εξαντλούμε». Όταν δίνουμε αυτό που αγαπάμε περισσότερο για τους ανθρώπους που αγαπάμε, κερδίζουμε περισσότερα από όσα δώσαμε.

Καθώς κυνηγάμε τα όνειρά μας μαζί με εκείνους που αγαπάμε, θα πρέπει πάντα να επιδιώκουμε να τους προσφέρουμε ανιδιοτελώς τον εαυτό μας. ‘Ο,τι δίνουμε ανιδιοτελώς και με την καρδιά μας, επιστρέφει πολλαπλάσιο.

Της Kate Vidimos

Ο «Μπάρτλμπυ ο γραφέας» και η αγνωμοσύνη

Η αχαριστία μπορεί να είναι επικίνδυνη για την υγεία μας. Μπορεί ακόμη και να μας σκοτώσει. Αυτή είναι μια αλήθεια που εκφράζεται στο εξαιρετικό διήγημα του Χέρμαν Μέλβιλ «Μπάρτλμπυ, ο γραφέας».

Όπως και πολλά άλλα έργα του Μέλβιλ, ο «Μπάρτλμπυ» είναι μια ιστορία στην οποία οι αποκαλύψεις εξαρτώνται τόσο από την απουσία όσο και από την παρουσία πραγμάτων. Από την αρχή μέχρι το τέλος, ο «Μπάρτλμπυ» δείχνει τον τρόπο με τον οποίο μια κουλτούρα και μια κοινωνία μπορούν να καταστρέψουν την ικανότητα του ατόμου να αισθάνεται ευγνωμοσύνη και τον τρόπο με τον οποίο ένα άτομο μπορεί να συντρίψει αυτή την ικανότητα στον εαυτό του.

Η ιστορία ξετυλίγεται από την οπτική γωνία ενός ηλικιωμένου δικηγόρου που ζει στα μέσα του 18ου αιώνα στη Νέα Υόρκη. Μέχρι να προσλάβει τον Μπάρτλμπυ, έχει αναζητήσει και ζήσει μια άνετη ζωή. Καθώς ο φόρτος εργασίας στο γραφείο του αυξάνεται, αποφασίζει να προσλάβει άλλον έναν γραφέα. (Ο γραφέας είναι κάποιος που αντιγράφει με το χέρι για τα προς το ζην.) Αυτή η δουλειά ήταν συνηθισμένη την εποχή πριν από τις φωτοτυπικές μηχανές. Τις πρώτες μέρες στην καινούρια του δουλειά ο Μπάρτλμπυ είναι ένας θαυμάσιος υπάλληλος, αντιγράφοντας κείμενα με θαυμαστό ρυθμό. Σταδιακά όμως γίνεται ενοχλητικός, εμμονή και σύμβολο για τον δικηγόρο.

Η εξέλιξή του αυτή συμπυκνώνεται και εκφράζεται με τα χαρακτηριστικά λόγια: «Προτιμώ να μην [το κάνω]».

Με αυτές τις λέξεις, ο Μπάρτλμπυ αρνείται αρχικά να εκτελέσει επαγγελματικά και γραμματειακά καθήκοντα που συνδέονται γενικά με τη δουλειά του. Στη συνέχεια, αρχίζει να ζει μέσα στο γραφείο. Σύντομα αρνείται να κάνει οποιαδήποτε εργασία. Ο δικηγόρος σκύβει το κεφάλι, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να αποσπάσει κάποια συναίνεση, κάποια δουλειά από τον Μπάρτλμπυ. Τον απολύει, αλλά είναι πολύ καλόκαρδος για να τον διώξει όταν ο Μπάρτλμπυ δεν κάνει καμία κίνηση να φύγει. Τελικά, μεταφέρει το γραφείο του σε άλλο γραφείο, αλλά είναι πολύ αργά για να ξεφύγει από τον Μπάρτλμπυ. Ο δικηγόρος συνεχίζει να προσπαθεί να βοηθήσει τον πρώην υπάλληλό του, ακόμη και όταν ο Μπάρτλμπυ εκδιώκεται από τον νέο ενοικιαστή, καταλήγει στη φυλακή ως αλήτης και, τελικά, πεθαίνει επειδή αρνείται να φάει.

Despite the lawyer's efforts, Bartleby "prefers not" to live. An illustration of a chained man refusing to converse with a woman, 1770–80, by William Hamilton. The Metropolitan Museum of Art, New York City. (Public Domain)
Παρά τις προσπάθειες του δικηγόρου, ο Μπάρτλμπι «προτιμά να μην» ζήσει. Εικονογράφηση ενός αλυσοδεμένου άνδρα που αρνείται να συνομιλήσει με μια γυναίκα, 1770-80, από τον Ουίλιαμ Χάμιλτον. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

Ο χαρακτήρας του αφηγητή, ωστόσο, είναι θετικός, καθώς εγκαταλείπει την αυτοϊκανοποίηση και την άνεσή του για να να βοηθήσει τον Μπάρτλμπυ. Με κόστος τον χρόνο και την ενέργειά του, προσπαθεί να βοηθήσει τον Μπάρτλμπυ να αποδεχτεί τα καθήκοντά του. Του προσφέρει επίσης συντροφιά. Μη έχοντας άλλη επιλογή από το να τον απολύσει τελικά, ο αφηγητής τού προσφέρει μια γενναιόδωρη αποζημίωση και στη συνέχεια τον φιλοξενεί στο ίδιο του το σπίτι. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του Μπάρτλμπυ, ο δικηγόρος πληρώνει για να τον ταΐζει με το καλύτερο δυνατό φαγητό. Όλες αυτές οι προσπάθειες είναι άκαρπες. Τελικά, ο Μπάρτλμπυ «προτιμά να μην» ζήσει.

Το νόημα της ιστορίας

"Heavenly Charity," circa 1635, by Simon Vouet. Oil on canvas. Louvre Museum, Paris. (Public Domain)
Σιμόν Βουέ, «Ουράνια φιλανθρωπία», περ. 1635. Λάδι σε καμβά. Μουσείο Λούβρου, Παρίσι. (Public Domain)

 

Η ιστορία του Μπάρτλμπυ απηχεί μια γνωστή ιστορία της Βίβλου, την οποία ο Μέλβιλ είχε διαβάσει επανειλημμένα και προσεκτικά. Πρόκειται για την παραβολή της Μυστικής Κρίσης, στο κεφάλαιο 25 του Ευαγγελίου του Ματθαίου. Σε αυτή την παραβολή, ο Χριστός παραχωρεί στους ανθρώπους την είσοδο στον παράδεισο με βάση τη βασική φιλανθρωπία: δίνει τροφή στους πεινασμένους, ποτό στους διψασμένους, φιλοξενία στους ξένους, ρούχα στους γυμνούς, παρηγοριά στους αρρώστους και τους φυλακισμένους. Ο Χριστός δηλώνει ότι θα θεωρήσει αυτή τη στοιχειώδη φιλανθρωπία ως φιλανθρωπία προς τον εαυτό του: «εφ’ όσον το κάνατε σε έναν από αυτούς τους ελάχιστους αδελφούς μου, το κάνατε σε μένα» (Ματθαίος 25:40).

Ο αφηγητής επιχειρεί κυριολεκτικά κάθε μία από αυτές τις πράξεις. Σκεπτόμενος μόνο τον Μπάρτλμπυ, προσπαθεί να εκτελέσει τις βασικές δίκαιες πράξεις. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τις καλές του προθέσεις, αποτυγχάνει να τις πραγματοποιήσει, επειδή ο Μπάρτλεμπι απορρίπτει κάθε προσπάθεια. Αν το κριτήριο για την είσοδο στον ουρανό είναι η καλοσύνη, ο Μπάρτλμπυ, όσο εξαρτάται από τον ίδιο, απογοητεύει τον συνάνθρωπό του στην προσπάθειά του να φτάσει στον ουρανό. Επιπλέον, εφόσον η ευγνωμοσύνη είναι η κατάλληλη απάντηση στην προσφερόμενη καλοσύνη, το «προτιμώ να μην [το κάνω]» του Μπάρτλμπυ δεν είναι μόνο απόρριψη της καλοσύνης, αλλά και άμεση άρνηση της ευγνωμοσύνης.

Ο Μπάρτλμπυ απορρίπτει τη συντροφικότητα, τον οίκτο και τη συμπάθεια. «Προτιμά να μην» αναγνωρίζει ότι η ζωή είναι καλή, ενώ κοιτάζει μέσα από ένα παράθυρο που ανοίγει σε έναν νεκρό τοίχο. Αρνείται να αναγνωρίσει ότι η ελευθερία είναι καλή, επιλέγοντας να οδηγηθεί στη φυλακή. Τέλος, δεν θα αναγνωρίσει καν ότι η ζωή είναι καλή, αδιαφορώντας για την τροφή που είναι διαθέσιμη για να τον συντηρήσει.

Οι πράξεις του είναι ακριβώς το αντίθετο της ευγνωμοσύνης. Ο Ρόμπερτ Έμμονς, καθηγητής κλινικής ψυχολογίας, γνωστός ως ειδικός στην επιστημονική μελέτη της ευγνωμοσύνης, την ορίζει ως εξής: «Η αναγνώριση ότι η ζωή δεν μου χρωστάει τίποτα και ότι όλα τα καλά που έχω είναι δώρο». Για τον Μπάρτλμπυ, η ζωή δεν μπορεί να δώσει αρκετά και τίποτα δεν είναι αρκετά καλό ώστε να γίνει δεκτό ως δώρο.

"Man Seated in Prison," 1781, by Victor Jean Nicolle. Watercolor. The Metropolitan Museum of Art, New York City. (Public Domain)
Βικτόρ Ζαν Νικόλ, «Άνθρωπος στη φυλακή», 1781. Υδατοχρώματα. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

Ορισμένοι μελετητές προτείνουν ότι ο Μπάρτλεμπι πάσχει από κατάθλιψη και το κείμενο υποστηρίζει αυτή την ιδέα: η μονοσήμαντη ικανότητά του σε ένα καθορισμένο σύνολο δεξιοτήτων, η έλλειψη απόλαυσης της ζωής και η τελική απόσυρσή του από τη ζωή. Ωστόσο, η κατάθλιψη, όπως μαρτυρούν πολλοί άνθρωποι που έχουν παλέψει μαζί της και μάλιστα την έχουν ξεπεράσει, δεν αφαιρεί κάθε ευθύνη. Ένα άτομο με κατάθλιψη δεν χρειάζεται να απορρίπτει κάθε φορά τα ανοίγματα βοήθειας και φιλίας. Ακόμη και οι μελετητές που αντιλαμβάνονται τον Μπάρτλμπυ ως καταθλιπτικό, αναγνωρίζουν ταυτόχρονα την παράξενη, ισχυρή θέλησή του. Σε ένα σημαίνον άρθρο τους, οι καθηγητές Αγγλικών Ντάνιελ Στέμπελ και Μπρους Στίλιανς επεσήμαναν τη θέληση του Μπάρτλμπυ, μια θέληση που είναι προσηλωμένη στην «άρνηση των αξιών . . . [ακόμη και] της αξίας της ίδιας της ύπαρξης». Και τι είναι η άρνηση κάθε αξίας, παρά το να λέμε ότι «τίποτα δεν είναι αρκετά καλό»;

Ενώ ο Μπάρτλμπυ είναι τελικά υπεύθυνος για τη μοίρα του, ο αφηγητής υπαινίσσεται τους παράγοντες που τον οδήγησαν να απορρίψει την καλοσύνη. Στην αρχή της ιστορίας, ο αφηγητής, με τη δική του περιγραφή, αποκαλύπτει πόσο ικανοποιητική είναι η ζωή του ή, τουλάχιστον, πόσο ικανοποιητική ήταν η ζωή του, μέχρι που γνώρισε τον Μπάρτλμπυ. Επέλεξε να ακολουθήσει τη δικηγορική καριέρα για να αποκτήσει περισσότερα χρήματα με μικρότερο ρίσκο. Έκανε μια «άνετη δουλειά ανάμεσα σε ομόλογα και υποθήκες και τίτλους ιδιοκτησίας πλούσιων ανθρώπων». Η έλλειψη ανθρώπινων δεσμών, όπως η σύζυγος, τα παιδιά, οι συγγενείς ή οι στενοί φίλοι, υποδηλώνει ότι ασπάζεται μια πολύ στενόμυαλη αυτάρκεια. Αυτή η υπόνοια σχεδόν αποδεικνύεται όταν αναφέρει ότι είναι «ένας άνθρωπος που, από τη νεότητά του και ύστερα, έχει γεμίσει με τη βαθιά πεποίθηση ότι ο ευκολότερος τρόπος ζωής είναι και ο καλύτερος». Σε αντίθεση με τον Μπάρτλμπυ, δεν απορρίπτει τη ζωή, αλλά όπως ο Μπάρτλμπυ, κρατά μακριά από τον εαυτό του κάθε δυνατότητα να είναι ευγνώμων.

Ο Μέλβιλ αφήνει να εννοηθεί ότι δεν είναι μόνο ο αφηγητής που επιδιώκει μια ζωή επικεντρωμένη στον εαυτό του και στερημένης ευγνωμοσύνης. Μια ένδειξη βρίσκεται στον υπότιτλο της ιστορίας: «Μια ιστορία της Γουώλ Στρητ». Οι επιχειρήσεις, παρ’ όλη την αναγκαιότητα και τη σημασία τους, εύκολα αποκτούν υπερβολική σημασία στη ζωή ενός ανθρώπου, εις βάρος των ανώτερων αξιών.

An illustration of Wall Street, N.Y., 1847, by Augustus Kollner. The New York Public Library. (Public Domain)
Αύγουστος Κόλνερ, απεικόνιση της Γουώλ Στρητ, Νέα Υόρκη, 1847. Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης. (Public Domain)

 

Η κοσμοθεωρία του αφηγητή είναι εν μέρει αποτέλεσμα του περιβάλλοντός του. Το μόνο σημείο υπερηφάνειας που έχει σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους είναι ότι τον θεωρούν ‘ασφαλή’. Ως σύμβολο ενός αποστειρωμένου είδους ασφάλειας και μιας απομόνωσης από τις ουσιαστικές σχέσεις, ο ίδιος και οι υπάλληλοί του εργάζονται σε ένα γραφείο όπου τα παράθυρα βλέπουν μόνο τοίχους. Η σταδιακή απόρριψη κάθε ανθρώπινης επαφής από τον Μπάρτλμπυ λαμβάνει χώρα ενώ εργάζεται σε έναν θάλαμο με θέα έναν τέτοιο ‘νεκρό’ τοίχο.

Αυτά τα παράθυρα και οι τοίχοι θέτουν ένα ουσιαστικό ζήτημα. Τα παράθυρα μας επιτρέπουν να βλέπουμε τη θέα πέρα από το επίπεδο του γυαλιού, όπως ακριβώς τα υλικά αγαθά μάς επιτρέπουν να βλέπουμε πέρα από αυτά τους ανθρώπους που μας τα παρέχουν. Ο Μπάρτλμπυ απελπίζεται επειδή αυτό το βαθύτερο νόημα είναι αποκλεισμένο στο εργασιακό του περιβάλλον. Αλλά οι εφησυχασμένοι άνθρωποι δεν είναι καλύτεροι. Απολαμβάνουν τα δώρα της ζωής χωρίς να κοιτάζουν πέρα από αυτά εκείνους στους οποίους θα έπρεπε να είναι ευγνώμονες.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι οι επιχειρήσεις είναι κάτι κακό ή ότι ένα σύστημα αφαιρεί την τελική ευθύνη του ατόμου. Ωστόσο, όταν το περιβάλλον κάποιου δίνει υπερβολική έμφαση στην υλική ασφάλεια και την άνεση, αυτά μπορούν να αποσπάσουν την προσοχή του ατόμου από την αναγνώριση των αναγκών των άλλων και από τη δική του ανάγκη για πράγματα σημαντικότερα από την ασφάλεια και την άνεση.

Μια από τις σπουδαίες ιδιότητες της γραφής του Μέλβιλ είναι ότι οι χαρακτήρες του δεν είναι ποτέ απλές καρικατούρες: Οι αναγνώστες μαθαίνουν τόσο από τους διεστραμμένους χαρακτήρες όσο και από τους ευγενείς, και οι ευγενείς αποκαλύπτουν πάντα ελαττώματα που είναι εξίσου διδακτικά με τις αρετές τους. Ο Μπάρτλμπυ, ένας κακός στο βαθμό που αρνείται να είναι ευγνώμων, είναι επίσης μια πρόκληση για όσους είναι πολύ αυτάρεσκοι για να είναι ευγνώμονες.

Thinking only of Bartleby, the lawyer tries to perform the essential righteous deeds and becomes a better person. A design for a lunette for the Palace of Justice in Vienna, 1899, by Carl Johann Peyfuss. (Public Domain)
Σκεπτόμενος μόνο τον Μπάρτλμπυ, ο δικηγόρος προσπαθεί να κάνει τις στοιχειώδεις καλές πράξεις και γίνεται καλύτερος άνθρωπος. Καρλ Γιόχαν Πέυφους, σχέδιο θολωτής κόγχης για το Παλάτι της Δικαιοσύνης στη Βιέννη, 1899. (Public Domain)

 

Στην προσπάθειά του να σώσει τον Μπάρτλμπυ, ο αφηγητής όχι μόνο γίνεται καλύτερος άνθρωπος, αλλά και σοφότερος, επειδή τελικά συνειδητοποιεί ότι το ελάττωμα του Μπάρτλμπυ είναι ένα ελαττώματα του οποίου όλοι οι άνθρωποι είναι θύματα: η αχαριστία. Οι τέσσερεις τελευταίες του λέξεις, οι λέξεις που τελειώνουν την ιστορία, είναι «Αχ, Μπάρτλμπυ! Αχ, ανθρωπότητα!». Όπως ο Μπάρτλμπυ, όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκες που δεν μπορούν να καλύψουν μόνοι τους. Όπως ο Μπάρτλμπυ, όλοι οι άνθρωποι μπαίνουν στον πειρασμό να είναι αχάριστοι, απορρίπτοντας έτσι την καλοσύνη.

Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν φτάνουν στο σημειο να αρνηθούν τη ζωή όπως ο Μπάρτλμπυ, αλλά πολλοί αποδέχονται την παραδοχή του: Τα καλά πράγματα δεν είναι αρκετά καλά για να προκαλέσουν ευγνωμοσύνη. Το ακραίο παράδειγμα του Μπάρτλμπυ μάς προτρέπει να αναγνωρίζουμε πλήρως τα καλά πράγματα ως καλά και στη συνέχεια να νιώθουμε ευγνώμονες για αυτά.

* * * * *

BARTLEBY, THE SCRIVENER / A HISTORY OF WALL STREET

Μπάρτλμπυ, ο γραφέας / Μία ιστορία της Ουώλλ Στέητ

Συγγραφέας: Χέρμαν Μέλβιλ

Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου

Επιμέλεια: Σταύρος Πετσόπουλος

Εκδόσεις Άγρα, 2011

Σελίδες: 176

Διαστάσεις: 21 x 13 εκ.

 

Του Paul Prezzia

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

Βιβλίο: «Ο Αυτοκράτορας της Πορτογαλίας»

Η Σέλμα Λάγκερλεφ (1858-1940), αγαπημένη συγγραφέας μικρών και μεγάλων και περισσότερο γνωστή στο ελληνικό κοινό για το «Θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον με τις αγριόχηνες», έγραψε τον «Αυτοκράτορα της Πορτογαλίας» στις αρχές του 20ου αιώνα.

Τα στοιχεία που διαπνέουν το έργο της είναι παρόντα και εδώ. Η βαθιά θρησκευτική πίστη, η στενή σύνδεση με τη φύση, η τρυφερότητα για όλα τα πλάσματα του Θεού, η συμπάθεια για όλα τα μαγικά πλάσματα της σουηδικής παράδοσης και η ματιά που φθάνει στα κατάβαθα του ανθρώπου και στο ουσιώδες χωρίς πολλές αναλύσεις.

Ήρωας του βιβλίου αυτού είναι ο Γιαν Άντερσον, ένας φτωχός εργάτης, και θέμα του η μεταμορφωτική δύναμη της αγάπης. Πρόκειται για την απόλυτη αγάπη, που τίποτα δεν μπορεί να τη σκιάσει και που, όταν χάνει το αντικείμενο της επιθυμίας της, ανυψώνεται ανυψώνοντας και τον αγαπώντα πάνω και πέρα από τον εαυτό του.

Η ιστορία μάς συστήνει τον Γιαν σε προχωρημένη ηλικία, τη μέρα που κακόκεφος περιμένει τουρτουρίζοντας έξω από το καλύβι του τη γέννηση του πρώτου παιδιού του και τους μπελάδες που αυτό θα του φέρει. Πραγματικά, δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με αυτό που συνέβαινε.

Όλα αυτά μέχρι που του έβαλαν στα χέρια έναν μικρό μπόγο, την κόρη του. Τότε η καρδιά του άρχισε να χτυπάει στο στήθος του, όπως ποτέ δεν είχε κάνει πριν, και ο Γιαν Άντερσον ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή του την αγάπη.

Mikael Lindgren, Anna «Pluck» Söderling, από τη θεατρική μεταφορά του βιβλίου σε σενάριο και σκηνοθεσία της Åsa Ekberg (2020).

Στη συνέχεια, μέσα από μικρά επεισόδια, παρακολουθούμε το κοριτσάκι και την αγάπη του Γιαν να μεγαλώνουν παράλληλα, καθώς και τον ισχυρό δεσμό που δημιουργείται μεταξύ τους χρόνο με τον χρόνο. Μέσα από αυτά τα επεισόδια, βλέπουμε επίσης, δοσμένες με πολύ λεπτές πινελιές, τις λεπτομέρειες της σκέψης και των πράξεων του Γιαν που μαρτυρούν τη μεταμόρφωσή του διακριτικά και ποιητικά. Κάθε επεισόδιο-κεφάλαιο αυτού του βιβλίου είναι και ένα ποίημα.

Η αγάπη, παραδείγματος χάριν, εμπνέει τον Γιαν να πάρει τον ήλιο για νουνό. Η αγάπη τον κάνει να διαισθανθεί τον κίνδυνο που θα απειλήσει την κόρη του. Η αγάπη τον κάνει να συναισθάνεται τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να την καθησυχάσει. Η αγάπη τον εμπνέει να θυσιάσει το πιο πολύτιμο απόκτημά του, για να της σώσει τη ζωή. Όλα αυτά τα θαυμαστά και άλλα συμβαίνουν μέσα από απλά, καθημερινά γεγονότα, επεκτείνοντας τον εσωτερικό κόσμο του Γιαν, πλουτίζοντάς τον, εξευγενίζοντάς τον.

Χρόνο με τον χρόνο, μέχρι που η Κλάρα Γκούλλα κλείνει τα δεκαοχτώ, η αγάπη του Γιαν μεγαλώνει και το δέσιμο μεταξύ πατέρα και κόρης ισχυροποιείται. Οι δύο τους είναι ένα. Εκείνη την περίοδο έρχεται η στιγμή της δοκιμασίας: η κόρη παίρνει την απόφαση να φύγει, να πάει στη μεγάλη πολιτεία. Είναι φυσικά η ανάγκη που την κάνει, μια εξωτερική ανάγκη, αλλά είναι και η ανάγκη της δοκιμασίας.

Καμία δοκιμασία δεν είναι εύκολη, όταν βρισκόμαστε στο ανηφορικό μονοπάτι της τελείωσης. Ο Γιαν ξεπερνά με επιτυχία την πρώτη δοκιμασία – τον πειρασμό να ξεγλιστρήσει πίσω στην πρότερη αδιαφορία του – και κρατά ζωντανή την καρδιά του, για να δοκιμάσει πλήρως τις δυσκολίες της απώλειας. Η Κλάρα δεν γράφει, δεν στέλνει καθόλου νέα της. Μόνο στο πέρας του πρώτου έτους, στέλνει στον δικηγόρο του χωριού τα χρήματα που χρειάζονται οι γονείς για να ξεχρεώσουν το καλύβι τους. Και ύστερα σιωπή.

Πώς αντιμετωπίζει ο Γιαν αυτήν τη σιωπή; Και ακόμα περισσότερο, πώς αντιδρά όταν αργότερα αρχίζουν να φτάνουν ειδήσεις ότι η κόρη του έχει πάρει άσχημο δρόμο; Ο Γιαν πια δεν κινδυνεύει, η καρδιά του δεν κινδυνεύει. Η αγάπη του έχει γίνει τόσο ισχυρή που δεν βάλλεται από τίποτα. Ο Θεός τον λυπήθηκε, λέει η γυναίκα του, και «του έβαλε ένα τυφλοπάνι στα μάτια του, για να μην μπορεί να βλέπει ό,τι δεν αντέχει να δει. Γι’ αυτό πρέπει να Τον ευγνωμονούμε».

Mikael Lindgren, Anna «Pluck» Söderling, από τη θεατρική μεταφορά του βιβλίου σε σενάριο και σκηνοθεσία της Åsa Ekberg (2020).

 

Πόση σοφία κρύβεται σε αυτά τα λόγια. Μάς δείχνουν μια άλλη όψη των πραγμάτων, αυτή που βρίσκεται πίσω από τα φαινόμενα και δεν έχουμε συνηθίσει να τη βλέπουμε. Όταν ο Γιαν αρχίζει να σκέφτεται και να λέει ότι η κόρη του είναι ‘αυτοκρατόρισσα της Πορτογαλίας’ και ότι είναι οι ευθύνες του αξιώματός της που την κρατούν μακριά, αναγορεύοντας και τον εαυτό του σε Αυτοκράτορα, είναι η μεγάλη αγαθότητά του, όπου έχει φτάσει με τη χάρη της αγάπης, που δεν επιτρέπει σε καμία κακή σκέψη να εισβάλει στον νου του. Χάρη σε αυτήν, αντιδρά πάντα καλοπροαίρετα σε κάθε πείραγμα των συγχωριανών του, πάντα υπεράνω οιασδήποτε κακίας, με αποτέλεσμα και εκείνοι να τον αποδέχονται τελικά, παρά τα πειράγματά τους.

Όλα τα χρόνια της απουσίας της κόρης του, ο Γιαν με την ‘τρέλα’ του αλλά και την καλοσύνη και την εντιμότητά του, γίνεται απαραίτητος και αγαπητότατος στο χωριό. Παράλληλα, βλέπουμε δίπλα του να σκιαγραφούνται διάφοροι άλλοι χαρακτήρες, όχι όλοι τόσο καλοί και έντιμοι. Η κακία του κόσμου υπάρχει πάντα δίπλα στην καλοσύνη, όπως φαίνεται πως είναι ο νόμος αυτού του κόσμου. Ποτέ όμως δεν μένει ατιμώρητη.

Η αγάπη του Γιαν έχει οξύνει και τη διαίσθησή του, που πηγαίνει πέρα από την κόρη του και σε άλλους κατοίκους του χωριού και γεγονότα. Οι ‘προφητείες’ του, που εκπληρώνονται, γεννούν και ένα είδος σεβασμού προς το πρόσωπό του, και ενισχύουν το μήνυμα του έργου ότι ο Γιαν έχει περάσει σε ένα άλλο επίπεδο, ότι δεν είναι πια όπως οι κοινοί άνθρωποι.

Ενδιαφέρον είναι το σημείο όπου ο Γιαν στερείται των αυτοκρατορικών διασήμων του. Προσπαθώντας να κατανοήσει γιατί συνέβη αυτό, ο Γιαν στρέφεται προς τα μέσα και αναζητά την αιτία στις πράξεις και τις σκέψεις του. Τελικά, το βρίσκει: ήταν η σκληρότητα και η απόρριψη που έδειξε απέναντι σε μία συγγενή του. Η Κλάρα ποτέ δεν θα μπορούσε να εγκρίνει αυτήν τη σκληρότητα. Στο βασίλειό της είναι όλοι καλοδεχούμενοι. Τότε, τού επιστρέφονται τα πράγματά του.

Για όσους μένουν εγκλωβισμένοι σε μικρότητες, ο Γιαν μένει παρεξηγημένος ως το τέλος. Η κόρη, που επιστρέφει μετά από χρόνια, με καρδιά που έχει σκληρύνει, αδυνατεί να νιώσει τον πατέρα της. Ντρέπεται για λογαριασμό του, θέλει να τον εγκαταλείψει.

Το τελευταίο θέμα του βιβλίου είναι αυτό της εξιλέωσης, της μετάνοιας και της συγχώρεσης. Εφόσον ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζει χωρίς να κάνει κανένα κακό, αυτό πρέπει να ξεπληρωθεί. Όταν αναγνωρίζει αυτή την ανάγκη και τη δέχεται, χάνεται το σκληρό περίβλημα που έχει σκεπάσει την καρδιά και αυτή μπορεί να ανοίξει και πάλι. Να νιώσει τη λύπη πλέρια και να κλάψει. Και να συγχωρεθεί. Γιατί «όποιος δεν νιώθει μ’ όλη του την καρδιά ούτε λύπη ούτε χαρά, αυτός δεν μπορεί να λογαριάζεται σωστός άνθρωπος.»

Η μετάφραση του βιβλίου έχει γίνει με φροντίδα και σεβασμό από τα σουηδικά από τον πατέρα Ευσέβιο Βίττη, ο οποίος έχει γράψει και την εισαγωγή, για τις εκδόσεις Ακρίτας.

Ο Αυτοκράτορας της Πορτογαλίας

Μυθιστόρημα

Συγγραφέας: Σέλμα Λάγκερλεφ

Τίτλος πρωτoτύπου: Kejsaren av Portugallien

Εκδόσεις Ακρίτας 1980

Μετάφραση: π. Ευσέβιος Βίττης

Εικόνες: Αλεξάνδρα Σταμάτη-Γιαρμενίτη

Περί ενεργητικής και εις βάθος ανάγνωσης

Διαβάζουμε για ψυχαγωγία, ενημέρωση, γνώση. Ένα καλό βιβλίο, ποίημα ή εργασία είναι και μία ανοικτή πόρτα προς τον κόσμο. Το διάβασμα ανοίγει νέους ορίζοντες και νέους δρόμους προς την αλήθεια και την ομορφιά, προς τον εαυτό μας και προς τους άλλους.

Οι καρποί της βαθιάς, αναλυτικής ανάγνωσης είναι η κατανόηση και η σοφία, που δεν συνίστανται απλώς στη συσσώρευση περισσότερων πληροφοριών, αλλά στην κατανόησή τους και στον συνδυασμό τους σε μια ολιστική και ουσιαστική αντανάκλαση της πραγματικότητας. Στα βιβλία αναζητούμε τη σοφία: τη γνώση των αιτίων, όχι μόνο τα «τι» ή «πώς», αλλά και τα«γιατί». Η κατάκτηση της σοφίας προϋποθέτει και βαθύτερη ανάγνωση.

Διαβάζω (και γράφω) καλά σημαίνει σκέπτομαι καλά. Αλλά όπως η καλή σκέψη δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη, ούτε και η καλή ανάγνωση είναι. Συχνά υποθέτουμε ότι εάν ένα άτομο έχει μάθει να αποκρυπτογραφεί τα γράμματα και τις λέξεις που είναι γραμμένες και έχει αρκετά πλούσιο λεξιλόγιο, τότε μπορεί να διαβάσει και να κατανοήσει το νόημα των προτάσεων. Αλλά η καλή ανάγνωση είναι κάτι περισσότερο.

Ενεργητική ανάγνωση

Στο κλασικό τους έργο «Πώς να διαβάζετε ένα βιβλίο» (“How to Read Books“, 1940), οι Μόρτιμερ Άντλερ [Mortimer Adler] και Τσαρλς βαν Ντόρεν [Charles Van Doren] εξηγούν ότι οι αναγνώστες δεν διαβάζουν εξίσου καλά:

«Ένας αναγνώστης είναι καλύτερος από έναν άλλο στο βαθμό που είναι ικανός για μεγαλύτερη δραστηριότητα στο διάβασμα και κάνει περισσότερη προσπάθεια. Είναι καλύτερος αν απαιτεί περισσότερα από τον εαυτό του και από το κείμενο που έχει μπροστά του.»

Με άλλα λόγια, το καλό διάβασμα είναι ενεργητικό και απαιτεί μία προσπάθεια. Για να πάρουμε ό,τι μπορούμε από ένα υπέροχο βιβλίο, άρθρο ή ποίημα, πρέπει να κοπιάσουμε.

Το ότι οι αναγνώστες βρίσκονται στη θέση του αποδέκτη πληροφοριών δεν σημαίνει ότι δεν συμμετέχουν στη σχέση συγγραφέα και αναγνώστη. Οι Άντλερ και βαν Ντόρεν εξηγούν:

«Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η επικοινωνία είναι σαν να δεχόμαστε ένα χτύπημα, μια κληρονομιά ή μια κρίση. Αντίθετα, ο αναγνώστης ή ο ακροατής μοιάζουν πολύ περισσότερο με τον catcher στο μπέιζμπολ. Το πιάσιμο της μπάλας είναι μια δράση όπως το ρίξιμο ή το χτύπημα».

Τι πρέπει να κάνετε για να «πιάσετε» τις πληροφορίες που προσφέρει ο συγγραφέας στο κείμενο; Για να επωφεληθείτε από την ανάγνωση, χρειάζονται ορισμένες δεξιότητες.

Κατανοήστε τον σκοπό του συγγραφέα

Αυτό μπορεί να φαίνεται προφανές, αλλά πολλοί άνθρωποι παραμελούν αυτό το πρώτο βήμα – να προσδιορίσουν σωστά το είδος και τον σκοπό του έργου, στοιχεία θεμελιώδη για την ανακάλυψη του νοήματός του. Είναι αστοχήσουμε αν δεν τοποθετήσουμε το έργο στη σωστή προοπτική.

Ένα αστείο είναι ένα προφανές παράδειγμα αυτού. Εάν ένα αστείο παρερμηνευτεί ως σοβαρό, μπορεί να υπάρξει μεγάλη σύγχυση. Πρώτα πρέπει να καταλάβουμε τι διαβάζουμε: ένα επιστημονικό έργο, ένα άρθρο, ένα προσωπικό δοκίμιο, έναν πολιτικό λόγο, μια σάτιρα, ένα πειραματικό μυθιστόρημα, ένα ποίημα ή ένα θεατρικό έργο; Αυτά τα διαφορετικά είδη λογοτεχνικών έργων δεν μπορούν να διαβαστούν με τον ίδιο τρόπο.

Προσδιορίστε τα ζητήματα που θίγει ο συγγραφέας

Έχοντας καθορίσει το γενικό είδος και τον σκοπό του έργου, θέλουμε να μάθουμε τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς που θέτει ο συγγραφέας. Αυτές οι πληροφορίες περιέχονται συνήθως στην εισαγωγή του βιβλίου ή στις πρώτες λίγες παραγράφους ενός άρθρου ή δοκιμίου. Αν αποκτήσουμε μια βασική κατανόηση της δομής του έργου, θα έχουμε έναν ‘χάρτη’ που θα μας βοηθά να γνωρίζουμε από πού περάσαμε και πού πηγαίνουμε.

Ανοιχτείτε στο κείμενο

Αυτή η συμβουλή ισχύει ιδιαίτερα για τη μυθοπλασία και την ποίηση, όπου ο συγγραφέας επιδιώκει να μεταφέρει μια εμπειρία και όχι ένα συγκεκριμένο σύνολο γεγονότων. Αλλά ισχύει επίσης για τη μη λογοτεχνία ότι πρέπει να προσεγγίσουμε το κείμενο με ανοιχτό μυαλό, αν θέλουμε να αντλήσουμε πολλά από αυτό. Η φιλόλογος Τζέσσικα Μηκ [Jessica Meek] γράφει:

«Διαβάζω καλά σημαίνει παραμερίζω τις προκαταλήψεις μου για να κατανοήσω πλήρως τα επιχειρήματα.»

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να επικρίνουμε ή να διαφωνήσουμε με ένα βιβλίο, αλλά ακόμα και αυτό μπορεί να είναι καρποφόρο μόνο αν πρώτα το κατανοήσουμε πραγματικά και κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να το δούμε μέσα από τα μάτια του συγγραφέα.

Στο «Πειραματισμός στην κριτική» (An Experiment in Criticism, 1961), ο C.S. Lewis γράφει:

«Μπορούμε να αναγνωρίσουμε ένα βιβλίο ως κακό μόνο διαβάζοντάς το σαν να μπορούσε να είναι πολύ καλό. Πρέπει να καθαρίσουμε το μυαλό μας και να ανοιχτούμε. Δεν υπάρχει δουλειά στην οποία δεν μπορούμε να βρούμε κενά. Δεν υπάρχει έργο που να μπορεί να γίνει επιτυχημένο χωρίς να προηγηθεί μία πράξη καλής θέλησης από την πλευρά του αναγνώστη.»

Μιλώντας συγκεκριμένα για λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά έργα, ο Λιούις τονίζει την ανάγκη να ανοιχτούμε, να «παραδοθούμε» στο έργο, τουλάχιστον στην πρώτη ανάγνωση:

«Η πρώτη απαίτηση ενός έργου οποιασδήποτε τέχνης είναι η παράδοση. Κοιτάζω. Ακούω. Αποδέχομαι. Παραμερίζω τον εαυτό μου.»

Βρείτε ένα επιχείρημα στη μη μυθοπλασία

Γενικά, κάθε μη μυθοπλαστικό έργο (non-fiction) επιβεβαιώνει και αρνείται τον τρόπο που λειτουργεί ο κόσμος. Ως αναγνώστες, θέλουμε να εστιάσουμε σε αυτές τις στιγμές γιατί αποτελούν τον πυρήνα της ιστορίας από την οποία εξαρτώνται τα πάντα. Πρέπει να διαβάζουμε τις σημαντικές ή διφορούμενες προτάσεις αργά και προσεκτικά.

Οι Άντλερ και βαν Ντόρεν συμβουλεύουν:

«Από την οπτική του αναγνώστη, οι προτάσεις που είναι σημαντικές είναι εκείνες που απαιτούν προσπάθεια στην ερμηνεία γιατί δεν είναι απολύτως σαφείς με την πρώτη ματιά… Αυτές είναι οι προτάσεις που διαβάζει κανείς πολύ πιο αργά και πιο προσεκτικά από τις άλλες… Πιθανότατα, θα έχετε τη μεγαλύτερη δυσκολία με τα πιο σημαντικά πράγματα που θέλει να πει ο συγγραφέας.»

Είναι χρήσιμο να υπογραμμίσετε ή να τονίσετε τέτοιες προτάσεις με αστερίσκους.

Κάντε ερωτήσεις και συμμετάσχετε στη συζήτηση

Όταν αρχίζουμε να προσδιορίζουμε τις βασικές προϋποθέσεις και τα συμπεράσματα του συγγραφέα ή τα βασικά χαρακτηριστικά του κόσμου που δημιουργεί ο συγγραφέας, πρέπει να τα αμφισβητήσουμε. Είναι αλήθεια; Τι ζητούν ή υπαινίσσονται; Ταιριάζουν με την εμπειρία μου; Έχουν νόημα τα στοιχεία; Πώς συγκρίνονται με άλλα πράγματα που έχω διαβάσει; Ποιες δηλώσεις του συγγραφέα με μπερδεύουν, εμπνέουν ή συγκινούν;

Οι Άντλερ και βαν Ντόρεν λένε:

«Ο αναλυτικός αναγνώστης πρέπει να κάνει πολλές ερωτήσεις σχετικά με αυτό που διαβάζει.»

Αν και οι ερωτήσεις μπορεί να διαφέρουν κατά την ανάγνωση μυθοπλασίας και μη μυθοπλασίας, μπορούμε να εμβαθύνουμε και στους δύο τύπους έργων θέτοντας ερωτήσεις και συνδέοντάς τα με άλλα πράγματα που έχουμε βιώσει ή διαβάσει.

Γράψτε και κάντε σχόλια καθώς διαβάζετε

Η συνομιλία μας με το κείμενο παίρνει συγκεκριμένη μορφή γραπτώς — ακόμα και αν πρόκειται μόνο για λίγες λέξεις σημειωμένες στο περιθώριο ή για την υπογράμμιση μιας σημαντικής πρότασης. Όπως έγραψαν οι Άντλερ και βαν Ντόρεν, «θα πρέπει να διακρίνετε τις κύριες προτάσεις σαν να ήταν ανάγλυφες στη σελίδα». Αυτό το κάνουμε υπογραμμίζοντας ή επισημαίνοντας φράσεις-κλειδιά.

Η υπογράμμιση και ο σχολιασμός όχι μόνο τονίζουν οπτικά τις βασικές φράσεις και τις καθιστούν εύκολα προσβάσιμες αργότερα, αλλά επίσης μάς αναγκάζουν να επιβραδύνουμε, να ξαναδιαβάζουμε και να σκεφτόμαστε περίπλοκες, υπέροχες, μυστηριώδεις και άλλες σημαντικές ιδέες. Το Πανεπιστήμιο του Όρεγκον συνιστά να κρατάτε σημειώσεις και να απαντάτε στο κείμενο καθώς διαβάζετε, συνοψίζοντας ή εξηγώντας δύσκολες έννοιες με δικά σας λόγια. Αν κάτι συγκεκριμένο τραβά το ενδιαφέρον μας ή μας κουράζει, θα πρέπει να το σημειώσουμε. Νιώθω ανεπαρκής αν προσπαθώ να διαβάσω χωρίς ένα μολύβι στα χέρια μου. Έχει γίνει ένα απαραίτητο εργαλείο στην ενεργή διαδικασία ανάγνωσης μου. Χρησιμοποιώντας αστερίσκους, υπογραμμίσεις, ερωτηματικά και σημειώσεις στο περιθώριο, το μολύβι μου εκφράζει τον εσωτερικό μου διάλογο με το κείμενο.

Όπως κάθε άλλη δεξιότητα, η καλή, εις βάθος ανάγνωση δεν είναι έμφυτο χαρακτηριστικό. Απαιτεί εξάσκηση, πειραματισμό και ανάπτυξη. Η ανάγνωση είναι ένας διάλογος και μια σχέση μεταξύ του αναγνώστη, του συγγραφέα και του κόσμου. Μέσω των βιβλίων μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στα μεγαλύτερα μυαλά στον κόσμο και μπορούν να μας διδάξουν πολλά. Πρέπει, όμως, να κάνουμε την απαραίτητη προσπάθεια για να δεχτούμε το δώρο που προσφέρεται και να μην το αφήνουμε να γλιστρά από τα χέρια μας σαν άμμος. Πρέπει να κάνουμε περισσότερα από το να θυμόμαστε αυτά που έχουν γραφτεί. Πρέπει να σκεφτούμε γιατί γράφτηκε αυτό και πώς σχετίζεται με την πραγματικότητα. Πρέπει να διαβάζουμε σωστά.

Του Walker Larson