Σάββατο, 10 Μαΐ, 2025

Από τον Πυθαγόρα στον Μπετόβεν: η προσφορά του Κολλεγίου Χίλσντεϊλ στους φίλους της μουσικής

Οι καλύτερες αναμνήσεις του Υπερίονα Νάιτ χρονολογούνται από τότε που ήταν 4 ετών, τότε που άκουγε μαζί με τον πατέρα του μουσική, όταν εκείνος επέστρεφε στο σπίτι από τη δουλειά. Οι ηχογραφήσεις που του έβαζε ο πατέρας του έκαναν τον μικρό Υπερίονα να αγαπήσει την κλασική μουσική. Στα ένατα γενέθλιά του, ο πατέρας του του χάρισε μια ηχογράφηση των εννέα συμφωνιών του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, και «τα υπόλοιπα… είναι ιστορία».

Η Ένατη ιδίως στάθηκε καταλυτική για την καριέρα του. Από εκείνο το σημείο και μετά, ο Υπερίων σκεπτόταν μόνο τη μουσική. Έκανε το επαγγελματικό του ντεμπούτο στα 14 του χρόνια, παίζοντας το εντυπωσιακό Τέταρτο Κοντσέρτο για πιάνο του Μπετόβεν μπροστά σε ένα καθηλωμένο κοινό. Αφού απέκτησε πτυχίο μουσικής στο Ωδείο του Σαν Φρανσίσκο, κατευθύνθηκε στο Οχάιο, όπου απέκτησε μεταπτυχιακό και διδακτορικό στη μουσική από το Ινστιτούτο Μουσικής του Κλήβελαντ.

Για την ακαδημαϊκή του διατριβή στράφηκε στα παιδικά του χρόνια, αποτίνοντας φόρο τιμής στον συνθέτη που είχε τόσο βαθύ αντίκτυπο στην καλλιτεχνική του πορεία. Η εργασία του αφορούσε τον Μπετόβεν και τη Σονάτα για πιάνο «Βάλντσταϊν».

Μια τυχαία συνάντηση

ZoomInImage
Ο πιανίστας Υπερίων Νάιτ θα διδάξει το διαδικτυακό μάθημα στο Κολλέγιο Χίλσντεϊλ. (Ευγενική παραχώρηση του Υπερίονα Νάιτ)

 

Κατά τη διάρκεια μίας κρουαζιέρας, ο κος Νάιτ γνωρίστηκε με τον  Λάρι Π. Αρν, τον πρόεδρο του χριστιανικού ιδρύματος φιλελεύθερων τεχνών με έδρα το Μίσιγκαν, του Κολλεγίου Χίλσντεϊλ.

Η κουβέντα τους ήταν καρποφόρα, οδηγώντας στη συνεργασία του πιανίστα και του κολλεγίου, αρχικά για μία σειρά διαλέξεων με θέμα τη μουσική ιστορία της Ρωσίας και κατόπιν για μία δεύτερη σειρά που θα κάλυπτε την ιστορία της μουσικής από τον Πυθαγόρα έως τον Μπετόβεν. Όλες οι διαλέξεις ήταν δωρεάν και προσφέρονταν διαδικτυακά.

Περιήγηση στην κλασική μουσική

ZoomInImage
Ο Πυθαγόρας (κάτω αριστερά) στηρίζεται με το ένα χέρι σε ένα θεώρημα, ενώ το άλλο δείχνει προς μια ομάδα σιδηρουργών, των οποίων τα σφυριά τού έδωσαν για πρώτη φορά την ιδέα της μαθηματικής βάσης της αρμονίας. Εξώφυλλο του βιβλίου «Μουσουργία παγκόσμια, τόμος Α΄», 1650, του Αθανασίου Κίρχερ. Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Κορνέλ, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

«Η κλασική μουσική είναι το μεγαλύτερο πάθος μου, αυτό που εξευγενίζει την ανθρώπινη ψυχή», είχε δηλώσει ο κος Νάιτ σε τηλεφωνική συνέντευξη, ενθουσιασμένος που μοιραζόταν την ιστορία της κλασικής μουσικής.

Σύμφωνα με τον ίδιο, το μάθημα αυτό ήταν «μια αναζωογονητική περιήγηση στον κόσμο της κλασικής μουσικής», που εκτεινόταν από την τεράστια συνεισφορά του αγαπημένου του κλασικού συνθέτη, του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, μέχρι την αρχαία Ελλάδα, την αυγή του δυτικού πολιτισμού. Και αυτό γιατί, όπως εξήγησε, για να κατανοήσει κανείς σωστά την κλασική μουσική, πρέπει να τολμήσει να πάει εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν όλα: τις διδασκαλίες του φιλοσόφου Πυθαγόρα.

Όταν ρωτήθηκε για τον ρόλο που έπαιξε ο Πυθαγόρας στη διαμόρφωση της μουσικής, ο κος Νάιτ είπε: «Είναι μια ιστορία που σχεδόν κανείς δεν γνωρίζει, και με αυτήν ξεκινάω την πρώτη διάλεξη. Συνοπτικά, έχει ως εξής: Από τότε που ο Πυθαγόρας επισημοποίησε για πρώτη φορά τη μουσική ως κλάδο της επιστήμης τον έκτο αιώνα π.Χ., χρειάστηκαν πάνω από 2.000 χρόνια για να συμφωνηθεί ο καλύτερος τρόπος για να κουρδιστεί μια κλίμακα. Αυτός ο συμβιβασμός, που ονομάζεται ‘ίσος συγκερασμός’, επετεύχθη τελικά κοντά στο τέλος της Αναγέννησης, από τον Μπαχ, με αποτέλεσμα τη σπουδαία μουσική της εποχής του Μπαρόκ.»

Για να δώσει έμφαση στη σημασία αυτού του μνημειώδους κατορθώματος, το συνέδεσε με ένα από τα πιο πολύτιμα καλλιτεχνικά επιτεύγματα της ιστορίας:

«Είναι λίγο σαν αυτό που είπε ο Μιχαήλ Άγγελος για τον Δαβίδ του. Ο Δαβίδ απλά περίμενε μέσα στο μάρμαρο να απελευθερωθεί. Ομοίως, οι 12 νότες της χρωματικής κλίμακας περίμεναν μέσα στη φύση για να σμιλευτούν στη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα.»

Η ιστορία του ίδιου του πολιτισμού

ZoomInImage
Μισέλ-Μπαρτελεμί Ολιβιέ, «Συναυλία του Μότσαρτ στο Σαλόνι των Τεσσάρων Παραθύρων στο Παλαί Ντυτέμπλ στην αυλή του πρίγκιπα Ντε Κοντί», 1770, Παλάτι των Βερσαλλιών. (Public Domain)

 

Η «Ιστορία της κλασικής μουσικής: Από τον Πυθαγόρα έως τον Μπετόβεν» αποτελείτο από τέσσερις διαλέξεις και κορυφωνόταν σε ένα 45λεπτο ρεσιτάλ πιάνου του κου Νάιτ, που έδινε στους φοιτητές τη δυνατότητα να ακούσουν τις συνθέσεις για τις οποίες διδάχθηκαν, διακρίνοντας στοιχεία των κομματιών που ίσως να τους είχαν διαφύγει διαφορετικά.

Οι διαλέξεις απευθύνονταν τόσο σε αρχάριους όσο και στους λάτρεις της κλασικής μουσικής, μιλώντας για το πώς διαρθρώνονται οι συνθέσεις του Μπετόβεν σαν τα σαιξπηρικά δράματα, τον σημαντικό ρόλο που παίζουν ο Μότσαρτ και οι χαρακτήρες των οπερατικών του έργων στους ακμάζοντες πολιτισμούς και τη σχέση της θρησκείας με τις συνθέσεις και γενικότερα την καλλιτεχνική παραγωγή της εποχής, μεταξύ άλλων.

Κάθε διάλεξη ήταν αυτόνομο χαρακτήρα, ενώ έμφαση δινόταν στο πώς η κλασική μουσική υπερβαίνει τους καλλιτέχνες και υφαίνεται στον ιστό της κοινωνίας:

«Η κλασική μουσική είναι κάτι περισσότερο από απλή μουσική: είναι μουσική αρχιτεκτονική, μουσική ζωγραφική, μουσική ποίηση και μουσικό δράμα – όλα τυλιγμένα σε ένα. Βασίζεται στο υψηλότερο σύνολο ιδανικών για να διαμορφωθεί σε τέλεια μορφή και μιλάει σε κάθε συναίσθημα που διαθέτουν οι άνθρωποι.»

«Η κλασική μουσική είναι μια πολύ ανθρώπινη ιστορία, [είναι] η ιστορία του ίδιου του πολιτισμού μας».

ZoomInImage
Ρούντολφ Χάουσλάιτνερ, «Το όραμα του Μπετόβενι», 1882. Λάδι σε καμβά. Ιδιωτική συλλογή. (Public Domain)

 

Της Rebecca Day

Έκθεση χειροποίητης κλασικής κιθάρας στο Εράτειο Ωδείο

Σήμερα και αύριο, 3 και 4 Μαΐου, το Εράτειο Ωδείο φιλοξενεί στον χώρο του για πρώτη φορά έκθεση χειροποίητης κλασικής κιθάρας, με τη συμμετοχή οκτώ Ελλήνων δημιουργών και μίας ομάδας.

Ο Γιάννης Σεϊντουλάς, ένας από τους συμμετέχοντες και ιδρυτής της ομάδας «Four Tone», μίλησε στην Epoch Times για την έκθεση και την ομάδα του, και προσκάλεσε το κοινό να επισκεφθεί το Εράτειο Ωδείο για να συναντήσει τους δημιουργούς, να συνομιλήσει μαζί τους και να δοκιμάσει τις κιθάρες.

Σύμφωνα με τον κο Σεϊντουλά, η διοργάνωση της έκθεσης οφείλεται στον κιθαρίστα και καθηγητή κλασικής κιθάρας Γιώργο Μαστρογιαννόπουλο, και γίνεται σε συνεργασία με το Εράτειο Ωδείο. Ο κος Μαστρογιαννόπουλος οργανώνει επίσης το φεστιβάλ κλασικής κιθάρας «Γιορτές κιθάρας» στο Ωδείο Ωρίων, στη Γλυφάδα, κάθε Δεκέμβριο ή Ιανουάριο – κοντά στις γιορτές των Χριστουγέννων.

Ο κος Σεϊντουλάς, στο εργαστήριό του, παραδίδει και μαθήματα κατασκευής κιθάρας. Από εκεί προέκυψε και η ομάδα του, οι «Four Tone». Όπως είπε ο ίδιος, πρόκειται για μία ομάδα συνεργασίας τεσσάρων ατόμων, του ιδίου και τριών μαθητών του, οι οποίοι εργάζονται από κοινού για την κατασκευή μίας κιθάρας. «Με αυτόν τον τρόπο επισπεύδεται η διαδικασία και ελαττώνεται το κόστος», είπε στην Epoch Times, συμπληρώνοντας ότι από καιρό επιθυμούσε τη δημιουργία μίας τέτοιας ομάδας. Οι τέσσερίς τους ‘έδεσαν’ και, μετά από πειραματισμούς, άρχισαν να παράγουν τα όργανα των «Four Tone».

(Ευγενική παραχώρηση του Γιάννη Σεϊντουλά)

 

Η έκθεση θα είναι ανοικτή το σαββατοκύριακο, το Σάββατο από τις 15:οο έως τις 21:30, ενώ την Κυριακή από τις 11:00 το πρωί έως τις 21:30. Η είσοδος είναι ελεύθερη.

Πληροφορίες για την έκθεση μπορείτε να ζητήσετε στο τηλέφωνο 6977 880 580.

Συμμετέχουν οι:

  • Θώμος Στάθης
  • Καλαντώνης Λευτέρης
  • Κατσάνης Δημήτρης
  • Κουμρίδης Χαράλαμπος
  • Μαδημένος Ανδρέας
  • MOOV Travel Guitar
  • Πιπερίδης Δημήτρης
  • Σεϊντουλάς Γιάννης
  • 4 Tone guitars

* * * * *

Εράτειο Ωδείο, Πατρόκλου 25, Βριλήσσια

Επικοινωνία: 210 8033196, 210 8043974

 

Η δύναμη του «Nessun Dorma» του Πουτσίνι

Το «Nessun dorma», που μεταφράζεται ως «κανείς δεν κοιμάται», είναι μία άρια από την όπερα «Τουραντότ», την τελευταία του Πουτσίνι, η οποία μάλιστα έμεινε ανολοκλήρωτη λόγω του θανάτου του συνθέτη. Το τραγουδά ο Κάλαφ και αναφέρεται στην άυπνη νύχτα που πέρασε μαζί με τους άλλους μνηστήρες της πριγκίπισσας, περιμένοντας την αυγή, καθώς η Τουραντότ είχε πει ότι εκείνο το πρωί είτε θα παντρευτεί είτε θα σκοτώσει όλους τους παρευρισκόμενους.

Δυνατή στη συμπαγή της μορφή, η άρια διαρκεί μόλις τρία λεπτά στις περισσότερες παραστάσεις, ωστόσο μεταφέρει μια ολόκληρη νύχτα προσμονής. Κάτι στον τρόπο που η μελωδία της ανεβαίνει, ιδιαίτερα στις επαναλήψεις του «Vincerò» σε διαδοχικά υψηλότερες νότες, που καταλήγουν σε ένα υψηλό Σι που κρέμεται απότομα και για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι που τελικά ρίχνει μια νότα σε ένα υψηλό Λα, το οποίο, σε πολλές παραστάσεις, ακούγεται ατελείωτο.

Η διάδοση του «Nessun dorma» 

Το «Nessun dorma» ήταν ένα από τα τελευταία μουσικά κομμάτια που συνέθεσε ο Τζάκομο Πουτσίνι. Πέθανε το 1924, πριν ολοκληρώσει την παρτιτούρα της «Τουραντότ», και η εκδοχή της όπερας που παρουσιάζεται σήμερα ολοκληρώθηκε από έναν άλλο συνθέτη. Αν και υπάρχει από το 1926, όταν η «Τουραντότ» έκανε την πρεμιέρα της, και παρόλο που έκτοτε είναι αγαπημένο έργο πολλών τενόρων, ήταν ο Λουτσιάνο Παβαρότι που, στις εναρκτήριες εορταστικές εκδηλώσεις του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1990, το σύστησε σε ένα ευρύτερο κοινό. Ο Παβαρότι το τραγούδησε πρώτα σόλο και στη συνέχεια το επανέλαβε μαζί με τους συναδέλφους του τενόρους Πλάθιντο Ντομίνγκο και Χοσέ Καρέρας, ξεκινώντας το τρίο που θα γινόταν ένα από τα πιο γνωστά κλασικά σύνολα τραγουδιού των τελευταίων 50 ετών, τους Τρεις Τενόρους.

Μια διαφημιστική αφίσα για την όπερα του Τζάκομο Πουτσίνι «Τουραντότ», στις 25 Απριλίου 1926. (Δημόσιος τομέας)

 

Το «Nessun dorma» στη συνέχεια έγινε δημοφιλές. Τραγουδήθηκε από άλλους τενόρους της όπερας, φυσικά, αλλά ερμηνεύτηκε και από τραγουδιστές άλλων μουσικών ειδών όπως η Αρίθα Φράνκλιν. Ακόμα, εμφανίστηκε σε πολλές ταινίες, φτάνοντας να ενσαρκώσει την ιδέα της άριας του τενόρου και σχεδόν να συμβολίσει την ίδια την όπερα.

Τι το κάνει τόσο ξεχωριστό; Τι μας ελκύει γενικά στις άριες του Πουτσίνι;

Κάτι αποκαλύπτεται

Στο μυθιστόρημα του Τόμας Μαν «Το Μαγικό Βουνό» (1924), ο πρωταγωνιστής Χανς Κάστορπ βρίσκεται παγιδευμένος σε μια χιονοθύελλα που απειλεί να βάλει τέλος στη ζωή του. Σε μια μισοσυνειδητή-μισοπαραισθητική κατάσταση, ανατρέχει σε επεισόδια από τη ζωή του. Μια μουσική ανάμνηση προκύπτει:

«Ο Χανς Κάστορπ είχε το προνόμιο να ακούσει έναν παγκοσμίου φήμης τραγουδιστή, έναν Ιταλό τενόρο, από το λαιμό του οποίου η δύναμη της γεμάτης χάρη τέχνης είχε ξεχυθεί στις καρδιές των ανθρώπων. Είχε κρατήσει μια υψηλή νότα — όμορφη από την αρχή. Και μετά σταδιακά, από στιγμή σε στιγμή, ο παθιασμένος τόνος είχε ανοίξει, διογκωθεί, ξεδιπλωθεί, γινόταν όλο και πιο φωτεινός και πιο ακτινοβόλος. Ήταν σαν να έπεφταν πέπλα, ορατά σε κανέναν πριν, ένα προς ένα — και τώρα το τελευταίο, ή έτσι νόμιζαν, αποκαλύπτοντας το πιο αγνό, πιο έντονο φως, και μετά ένα ακόμα, το απόλυτο, και μετά, απίστευτα, το απόλυτα τελευταίο, απελευθερώνοντας μια δόξα που λαμπύριζε από δάκρυα και μια λαμπρότητα τόσο πλούσια που ένας κούφιος ήχος έκστασης είχε ανέβει από το κοινό.»

Η περιγραφή ταιριάζει στο «Nessun dorma», το οποίο απείχε ακόμη δύο χρόνια από το να ακουστεί από οποιονδήποτε εκτός του άμεσου κύκλου του Πουτσίνι. Ενσαρκώνει το ύστερο ρομαντικό συναίσθημα της άριας και, ιδιαίτερα, τον τρόπο του Πουτσίνι στη σύνθεσή της.

Πολλές από τις πιο διάσημες άριες του Πουτσίνι είναι αρχικά πραγματικές και στη συνέχεια αποκαλυπτικές. Στην αρχή, δηλώνουν μια απλή συνθήκη, όπως στην κατάσταση της ξύπνιας προσμονής στο «Nessun dorma». Στο «Un bel di vedremo» από την «Μαντάμα Μπαττερφλάι», πρόκειται για την πίστη στην επιστροφή του συζύγου. Το «E lucevan le stelle» από την «Τόσκα» βρίσκει έναν άντρα να περιμένει την εκτέλεσή του, απελπισμένος που έχει χάσει τη γυναίκα που αγαπούσε.

Ο Μαρσέλο Άλβαρεζ ως Κάλαφ στην «Τουραντότ» του Πουτσίνι. (Marty Sohl/Metropolitan Opera)

 

Στη συνέχεια, τα συναισθήματα ανοίγουν, καθώς το μουσικό εύρος διευρύνεται και η φωνή ανεβαίνει όλο και ψηλότερα. Κάτι αποκαλύπτεται. Για τον Κάλαφ στην «Τουραντότ», η νίκη εμφανίζεται μπροστά του. Καθώς οι ψηλές νότες ξεδιπλώνονται, δεν επιθυμεί απλώς να κερδίσει, ξέρει ότι θα κερδίσει. Για τον ομώνυμο χαρακτήρα της «Μαντάμα Μπαττερφλάι», το γεγονός της πίστης της αποκαλύπτει, καθώς η μουσική γίνεται εντονότερη, έναν πυρήνα αφοσίωσης. Το γεγονός ότι θα προδοθεί τραγικά δεν το αλλάζει αυτό. Και καθώς ο νεαρός επαναστάτης στην «Τόσκα» αντιμετωπίζει το γεγονός ότι θα πεθάνει σε απόγνωση, οι ψηλές νότες του αποκαλύπτουν σε αυτόν και σε εμάς ότι ποτέ πριν δεν είχε αγαπήσει τόσο βαθιά τη ζωή.

Όλα αυτά που υπάρχουν ως περιεχόμενο στους στίχους των τραγουδιών, εξυψώνονται σε κάτι ιερό από τη μουσική.

Όλοι μας ζούμε τη ζωή σε δύο τουλάχιστον επίπεδα. Δουλεύουμε και τρώμε και κοιμόμαστε και διαχειριζόμαστε τις υποθέσεις μας, αλλά πίσω από όλα αυτά, βρίσκεται η κρυμμένη γνώση των συνδέσεων μεταξύ ημών και της ζωής και του θείου. Γνωρίζουμε πράγματα που δεν ξέρουμε ότι γνωρίζουμε. Σε ορισμένες στιγμές, αυτή η αλήθεια αποκαλύπτεται. Το «Nessun dorma» και άλλες άριες του Πουτσίνι αποτελούν τέτοιες αποκαλύψεις.

* * * * *

Με την «Τουραντότ» θα ανοίξει η αυλαία του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου στο Ηρώδειο, την Κυριακή 1η Ιουνίου, σε παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Αντρέι Σερμπάν, ενώ τα σκηνικά και τα κοστούμια έχει σχεδιάσει στην πρώτη της συνεργασία με την ΕΛΣ η διεθνής Ελληνίδα σκηνογράφος και ενδυματολόγος Χλόη Ομπολένσκι. Διευθύνει ο Πιερ Τζόρτζιο Μοράντι, ενώ τους βασικούς ρόλους ερμηνεύουν διεθνώς καταξιωμένοι καλλιτέχνες.

Danish String Quartet: Σοστακόβιτς, με βλέμμα από τον Βορρά

Με αφετηρία τη Βόρεια Ευρώπη και φήμη που ξεπερνά τα σύνορα της ηπείρου, οι τέσσερις μουσικοί του δανέζικου κουαρτέτου εγχόρδων καταθέτουν μια ερμηνεία βαθιάς ενσυναίσθησης, εκφραστικής ισορροπίας και αυθεντικής δεξιοτεχνίας.

Στην εμφάνισή τους στο Μέγαρο Μουσικής, την Πέμπτη 8 Μαΐου, αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στον Ντμίτρι Σοστακόβιτς, αναμένεται να φωτίσουν τις εσωτερικές αντιφάσεις και την ψυχική ένταση ενός από τους πιο πολυσήμαντους συνθέτες του 20ού αιώνα, όπως πληροφορούν οι διοργανωτές.

Όλα ξεκίνησαν σε μια παιδική κατασκήνωση στην εξοχή της Δανίας, όπου τρεις νεαροί έφηβοι συνδέθηκαν με δεσμούς φιλίας, χάρη στην κοινή τους αγάπη για τη μουσική και το ποδόσφαιρο. Αρχικά, ξεκίνησαν να παίζουν μαζί μουσική. Αργότερα, όταν πια ήταν συμφοιτητές στη Μουσική Ακαδημία της Κοπεγχάγης, στην παρέα τους προστέθηκε και ένας Νορβηγός βιολοντσελίστας. Χωρίς να το επιδιώξουν, είχαν ήδη γίνει ένα κουαρτέτο που τα επόμενα χρόνια έμελλε να εξελιχθεί σε ένα από τα πιο δυναμικά σύνολα μουσικής δωματίου της Ευρώπης.

Εξαιτίας του παρουσιαστικού τους, συχνά τους παρομοιάζουν με τους Βίκινγκς. Το παίξιμό τους, ωστόσο, διαθέτει όλη την ευαισθησία, την τονική ακρίβεια, τη φαντασία και την εκφραστικότητα που απαιτεί το ρεπερτόριο που ερμηνεύουν· κινούνται με την ίδια άνεση από τον Χάυντν στον Σοστακόβιτς, χωρίς να διστάζουν να προτείνουν στο κοινό δικές τους, λόγιες προσεγγίσεις στις μουσικές παραδόσεις της Σκανδιναβίας, κάτι που θα πράξουν και στο Μέγαρο, σε μια συναυλία που αναμένεται με ξεχωριστό ενδιαφέρον.

Πρόγραμμα

Dmitri Shostakovich

Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 3 σε φα μείζονα, έργο 73
Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 4 σε ρε μείζονα, έργο 83
Παραδοσιακή μουσική της Σκανδιναβίας

Danish String Quartet

Βιολί Ι Frederik Øland Rune, Tonsgaard Sørensen
Βιόλα Ι Asbjørn Nørgaard
Βιολοντσέλο Ι Fredrik Schøyen Sjölin

Η συναυλία του Danish String Quartet θα δοθεί την Πέμπτη 8 Μαΐου, ώρα 20:30, στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Περισσότερες πληροφορίες στην ιστοσελίδα του Μεγάρου.

 

«That’s What I Love About Sunday»: Ένα τραγούδι για την κυριακάτικη ραστώνη και την τέχνη του ευ ζην

Η Κυριακή είναι ίσως η σημαντικότερη ημέρα της εβδομάδας στον αμερικανικό Νότο. Εκφράσεις όπως «πιο αργός κι από την Κυριακή» φανερώνουν την ιδιαίτερη σημασία που αποδίδει ο τόπος στον χαλαρό ρυθμό της συγκεκριμένης ημέρας. Συνήθειες όπως οι κυριακάτικες βόλτες με το αυτοκίνητο έχουν μετατραπεί σε σύμβολα ενός τρόπου ζωής που κινείται με ήπιους ρυθμούς.

Το 2005, ο τραγουδιστής της κάντρι Κραιγκ Μόργκαν κυκλοφόρησε ένα τραγούδι που απέδωσε ιδανικά τη φιλοσοφία χαλάρωσης στο τέλος του σαββατοκύριακου. Το κομμάτι του «That’s What I Love About Sunday» («Αυτό που μου αρέσει στις Κυριακές») βρήκε πλατιά ανταπόκριση, θυμίζοντας στο κοινό ότι μια ανάσα, μια μικρή ανάπαυλα αφιερωμένη στις απλές χαρές, δεν είναι μόνο θεμιτή αλλά και αναγκαία.

Μετά από 25 χρόνια επιτυχημένης πορείας, ο Κραιγκ Μόργκαν παραμένει ένας από τους πιο εργατικούς καλλιτέχνες της κάντρι μουσικής βιομηχανίας. Οι ιστορίες που αφηγείται μέσα από τη μουσική του επικεντρώνονται πάντα στις καθημερινές στιγμές και στο πώς αυτές ομορφαίνουν τη ζωή μας.

 Καταρρίπτοντας ρεκόρ

Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό Billboard το 2013, ο Μόργκαν χαρακτήρισε το «That’s What I Love About Sunday» ως «ένα από τα σημαντικότερα τραγούδια της καριέρας του». Το ξεκίνημα έγινε το 2000 στην Atlantic Records, όμως λίγο καιρό αργότερα η εταιρεία διέκοψε τις εργασίες της στο Νάσβιλ. Δύο χρόνια μετά, ο Μόργκαν υπέγραψε στην ανεξάρτητη δισκογραφική Broken Bow Records, όπου γνώρισε επιτυχία με πολλά τραγούδια, όπως τη συγκινητική μπαλάντα «Almost Home», μία ιστορία για έναν περαστικό που παρεμβαίνει καθώς ένας άστεγος ζει τις τελευταίες στιγμές του ενθυμούμενος την ανέμελη εποχή της παιδικής του ηλικίας.

Ένθετο από το άλμπουμ του Κραιγκ Μόργκαν «My Kind of Livin’» (2005), και τους στίχους του τραγουδιού «That’s What I Love About Sunday». (Internet Archive/Public Domain)

 

Από όλα τα κομμάτια που κυκλοφόρησε, το «That’s What I Love About Sunday» είχε τη μεγαλύτερη επιτυχία στη Broken Bow. Ήταν το πρώτο τραγούδι ανεξάρτητης εταιρείας που έφτασε στο Νο.1 μετά το 2000, ενώ ο Μόργκαν έγινε ο πρώτος καλλιτέχνης της εταιρείας που σημείωσε Νο.1 επιτυχία. Σύμφωνα με δημοσίευμα του Reuters, ήταν το τραγούδι με τις περισσότερες ραδιοφωνικές μεταδόσεις στις ΗΠΑ το 2005.

Οι μικρές στιγμές που μας δίνουν χαρά

Παρότι ο ίδιος ο Μόργκαν γράφει συχνά δικά του τραγούδια, το «That’s What I Love about Sunday» είναι δημιούργημα των στιχουργών Άνταμ Ντόρσεϋ και Μαρκ Νάρμορ, οι οποίοι εμπνεύστηκαν τη γενική ιδέα του τραγουδιού κατά τη διάρκεια ενός γεύματος σε κινέζικο εστιατόριο.

Όπως συμβαίνει συχνά στην κάντρι μουσική, οι στίχοι του τραγουδιού ζωντανεύουν έντονες εικόνες: η κυριακάτικη λειτουργία, οικογενειακά γεύματα και παιχνίδια ποδοσφαίρου μεταξύ φίλων. Μερικοί στίχοι αναφέρονται σε υπαρκτά πρόσωπα, όπως η «γλυκιά κυρία Μπέττυ» που αν και φάλτσα, σιγοτραγουδά πάντα στην εκκλησία.

Λυσιέν Σάιμον, «Συνομιλία στο λυκόφως», 19ος αιώνας. Nationalmuseum, Στοκχόλμη, Σουηδία. (Public Domain)

 

«Γλυκιά κυρία Μπέττυ, μ’ αρέσει που τραγουδάς φάλτσα απ’ το πίσω στασίδι.»

Άλλοι χαρακτήρες είναι προϊόν φαντασίας, όπως ένα ζημιάρικο παιδί της γειτονιάς που συνοδεύει την οικογένεια Μάρτιν στην εκκλησία.

«Να, οι Μάρτιν φτάνουν ξανά / με ‘κείνο το παλιόπαιδο με τις φακίδες / που ‘σπασε το παράθυρο πριν μία εβδομάδα.»

Ο Μαρκ Νάρμορ, μιλώντας στο μουσικό site Country Music Notes, εξήγησε πως κάποιες λεπτομέρειες της ιστορίας βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά από την παιδική του ηλικία.

«Η μητέρα μου ονομάζεται Μπέττυ… ενώ το παιδί που έσπασε το παράθυρο είναι εμπνευσμένο από ένα επεισόδιο όταν ήμουν περίπου 10 χρονών. Οι καλύτεροί μας οικογενειακοί φίλοι λέγονται πράγματι Μάρτιν, αν και δεν έχουν ένα τέτοιο παιδί!»

Σε συνέντευξη του 2007 στον Κραιγκ Χέηβιγκχερστ του Billboard, ο Μόργκαν εξήγησε γιατί η θεματολογία των τραγουδιών του αφορά συνήθως την καθημερινότητα: «Οι ακροατές λένε πως δίνω μεγάλη σημασία στα μικροπράγματα της ζωής. Και πράγματι, αυτός είμαι εγώ. Αυτές οι απλές στιγμές, όπως το άρωμα του φρεσκοκομμένου γρασιδιού, είναι που με εκφράζουν. Αυτός είναι και ο πυρήνας του ‘Sunday’».

Συναισθηματική σύνδεση με το κοινό

Αν και το τραγούδι του Μόργκαν αναδεικνύει την αξία του ελεύθερου χρόνου, η δημοτικότητά του τον οδήγησε σε ένα πυκνό πρόγραμμα εμφανίσεων. Στην αυτοβιογραφία που εξέδωσε το 2022, ο καλλιτέχνης αφηγείται τις εμπειρίες του ως μουσικός, βετεράνος στρατιωτικός, αλλά και οικογενειάρχης.

Θέματα που απαντούν συχνά στη μουσική του, όπως ο πατριωτισμός και η πίστη, είναι επίσης παρόντα στο βιβλίο. Αφιερώνει μέρος της ιστορίας στη μνήμη του γιου του Τζέρι, ο οποίος έφυγε ξαφνικά από τη ζωή το 2016 σε ηλικία μόλις 19 ετών. Παρόλο που η μουσική του είναι ήπια κατά κανόνα, οι θαυμαστές του εκτιμούν εδώ και καιρό την ικανότητά του να αντιμετωπίζει σκληρά θέματα.

Παρά τους γρήγορους ρυθμούς ζωής και τη δική του εργατικότητα, η επιτυχία του Μόργκαν τονίζει τη σημασία τού να αφιερώνουμε χρόνο σε στιγμές ηρεμίας, καθημερινά ή τουλάχιστον κάθε Κυριακή – μια συμβουλή πολύτιμη σε κάθε περίοδο και σε κάθε τόπο.

 

Οι παθιασμένοι έρωτες του Εκτόρ Μπερλιόζ

Ο Εκτόρ Μπερλιόζ είχε μια αθεράπευτα συναισθηματική προσωπικότητα. Καταθλιπτικός και δοσμένος σε ανεκπλήρωτους έρωτες, ταίριαζε απόλυτα στο στερεότυπο του ρομαντικού καλλιτέχνη. Ο έρωτάς του για μία γυναίκα ενέπνευσε και τη σπουδαιότερη σύνθεσή του, τη «Φανταστική Συμφωνία».

Ο πρώτος έρωτας

Ο Μπερλιόζ ερωτεύτηκε για πρώτη φορά σε ηλικία 12 ετών μια γειτόνισσα με ροζ παπούτσια, την Εστέλ Ντιμπέφ. Δεκαοκτώ ετών εκείνη, φυσικά τον απέρριψε και παντρεύτηκε κάποιον άλλον. Ο Μπερλιόζ δεν μπορούσε να την ξεχάσει και για παρηγοριά στράφηκε στη μουσική, μαθαίνοντας φλάουτο και μελετώντας αρμονία.

Τα πρώτα έργα του ήταν εμπνευσμένα από την Εστέλ: έγραψε δύο κουιντέτα, τα οποία αργότερα έκαψε. «Σχεδόν όλες οι μελωδίες μου ήταν στην ελάσσονα», έγραψε για το μελαγχολικό του ύφος. «Ένα μαύρο πέπλο κάλυπτε τις σκέψεις μου.»

Η μούσα του Μπερλιόζ

Ο πρώτος έρωτας του Μπερλιόζ μετατράπηκε σε ένα ιδανικό στο μυαλό του. Συνέθεσε και μια όπερα, την «Estelle et Némorin», την οποία επίσης έκαψε. Στη συνέχεια, λίγα χρόνια αργότερα, η προσοχή του στράφηκε αλλού.

Το 1827, ο Μπερλιόζ παρακολούθησε μια παράσταση του «Άμλετ» στο Παρίσι. Αργότερα θα χαρακτήριζε αυτή τη στιγμή ως «το υπέρτατο δράμα της ζωής του». Ο λόγος; Η Ιρλανδή ηθοποιός που έπαιζε την Οφηλία.

ZoomInImage
Η Χάρριετ Σμίθσον ως Οφηλία. (Public Domain)

Η Χάρριετ Κόνστανς Σμίθσον, τρία χρόνια μεγαλύτερη από τον Μπερλιόζ, δεν θεωρούνταν πρώτης τάξεως ηθοποιός. Ξέχασε ακόμη και τα λόγια της κατά τη διάρκεια της σκηνής της τρέλας. Βιώνοντας ένα κενό μνήμης, διέσχισε τη σκηνή ζαλισμένη, ξέσπασε σε δάκρυα αφού ξεκίνησε ένα τραγούδι και έπειτα αποχώρησε.

Ο Μπερλιόζ δεν είχε την παραμικρή ιδέα ότι κάτι γινόταν λάθος – δεν ήξερε καθόλου αγγλικά και δεν καταλάβαινε σχεδόν τίποτα από το έργο. Είχε συγκλονιστεί όμως από τη συναισθηματική δύναμη της ερμηνείας της Σμίθσον και από την τρεμάμενη φωνή της.

Παθιασμένος, περιπλανήθηκε στην παρισινή ύπαιθρο μέχρι που έπεσε τόσο εξαντλημένος ώστε αποκοιμήθηκε εκεί που έπεσε. Έστελνε λουλούδια στη Σμίθσον και έγραφε γράμματα στα οποία εκείνη δεν απαντούσε ποτέ. Νοίκιασε μάλιστα ένα διαμέρισμα απέναντι από τη Χάρριετ για να είναι κοντά της.

Η «Φανταστική Συμφωνία»

Αυτή η εμμονή οδήγησε τον Μπερλιόζ να συνθέσει το magnum opus του, τη «Φανταστική Συμφωνία». Ήταν, ουσιαστικά, μια περίτεχνη προσπάθεια να προσεγγίσει τη Σμίθσον. Συνέχισε να της στέλνει επιστολές, αλλά εκείνη δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στις προτάσεις του και δεν παρευρέθηκε στην πρεμιέρα της συμφωνίας το 1830.

Δύο χρόνια αργότερα, ο Μπερλιόζ οργάνωσε μια δεύτερη πρεμιέρα στο Παρίσι. Έτυχε, δύο μέρες πριν, να συναντήσει στο κατάστημα του εκδότη του έναν Άγγλο που ήταν στενός φίλος της Σμίθσον. Μέσω αυτής της σχέσης, ο Μπερλιόζ κανόνισε να έρθει η Χάριετ στη συναυλία.

Στις 9 Δεκεμβρίου 1832, η Σμίθσον πήρε τη θέση της σε ένα θεωρείο δίπλα στην ορχήστρα. Προσπάθησε να αγνοήσει το κοινό που, για κάποιο λόγο, την κοιτούσε συνεχώς και ψιθύριζε. Διάβασε τον τίτλο του προγράμματος: «Φανταστική Συμφωνία: Ένα επεισόδιο στη ζωή ενός καλλιτέχνη» και ήταν προφανώς το μόνο άτομο εκεί που δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ήταν η ηρωίδα αυτού του ‘επεισοδίου’. Τότε, ο Μπερλιόζ εμφανίστηκε στο κοίλο της ορχήστρας, λίγα μόλις μέτρα μακριά της. Αν και είχε ξεχάσει το όνομά του, αναγνώρισε το πρόσωπό του.

«Αυτός είναι σίγουρα», αυτός που της έστελνε όλα εκείνα τα γράμματα, σκέφτηκε η Χάρριετ. «Ο καημένος ο νεαρός, σίγουρα θα με έχει ξεχάσει. Το ελπίζω.»

ZoomInImage
Σελίδα από τη χειρόγραφη παρτιτούρα της «Φανταστικής Συμφωνίας». (Public Domain)

Η «Φανταστική Συμφωνία» είναι κεντρική για την ανάπτυξη της «μουσικής προγράμματος» – της οργανικής μουσικής που αφηγείται μια ιστορία. Παρόλο που στο ίδιο το έργο δεν ακούγονται λόγια, ο Μπερλιόζ έγραψε σημειώσεις που έδινε στο κοινό.

Η Χάρριετ πιθανότατα θα διάβαζε το κείμενο που συνοδεύει το πρώτο μέρος: «Ο συγγραφέας φαντάζεται ότι ένας νεαρός μουσικός […] βλέπει για πρώτη φορά μια γυναίκα που ενώνει όλες τις χάρες του ιδανικού προσώπου που ονειρευόταν η φαντασία του και την ερωτεύεται απεγνωσμένα».

Η «idée fixe» – η εμμονή

Τα επόμενα μέρη της «Συμφωνίας» περιγράφουν λεπτομερώς τις μελαγχολικές ονειροπολήσεις και τα οράματα του καλλιτέχνη, που προκύπτουν από τη δηλητηρίαση με όπιο. Καθ’ όλη τη διάρκεια, η «αγαπημένη εικόνα» επανέρχεται στο μυαλό του καλλιτέχνη ως μουσική ιδέα, ως «idée fixe».

Ουσιαστικά ένα καθοδηγητικό μοτίβο, στο πρώτο μέρος, η «idée fixe» αρχίζει ως μια σαρωτική μελωδία. Στο δεύτερο μέρος, μετατρέπεται σε βαλς με ρυθμούς που υποδηλώνουν την εσωτερική πάλη του καλλιτέχνη. Στο τρίτο μέρος, η εμμονή επιστρέφει σε αργό ρυθμό παιγμένο από σόλο φλάουτο και βιολιά, εκφράζοντας ένα μείγμα ελπίδας και θλίψης. Στο τέταρτο μέρος, ο καλλιτέχνης, ονειρευόμενος ότι έχει σκοτώσει την αγαπημένη του, οδηγείται στο ικρίωμα. Η «idée fixe» εμφανίζεται για λίγο, παιγμένη από σόλο κλαρινέτο, αντιπροσωπεύοντας τις τελευταίες του σκέψεις. Στο πέμπτο και τελευταίο μέρος, για την κηδεία του συγκεντρώνεται μια ομάδα μαγισσών. Η εμμονή επιστρέφει για μια τελευταία φορά, και πάλι παιγμένη από το κλαρινέτο, αλλά τροποποιημένη ως μια χυδαία χορευτική μελωδία.

Η Χάρριετ πρέπει να αισθανόταν όλο και πιο άβολα καθώς προχωρούσε η εκτέλεση και καθώς σταδιακά συνέδεε τα διάφορα κομμάτια. Ο Μπερλιόζ δεν αρκούνταν στο να υπαινίσσεται απλώς το πάθος του μέσω της μουσικής και των συνοδευτικών σημειώσεων. Μετά το διάλειμμα, εκτελέστηκε ένα άλλο έργο, το «Lélio», που γράφτηκε ως συνέχεια της «Συμφωνίας».

Σε αντίθεση με το προηγούμενο έργο, αυτό είχε λόγια. Ένας ηθοποιός απήγγειλε: «Αχ, μακάρι να μπορούσα να τη βρω, αυτή την Ιουλιέττα, αυτή την Οφηλία που η καρδιά μου πάντα αναζητά!» Ακολουθούσε μια περίτεχνη περιγραφή, η οποία εμβάθυνε στην επιθυμία του Μπερλιόζ να «κοιμηθεί τον τελευταίο του ύπνο στην αγαπημένη της αγκαλιά».

Ο έρωτας της ύστερης ζωής

Την επομένη της παράστασης, ο Μπερλιόζ έλαβε την άδεια να επισκεφθεί τη Χάρριετ. Παντρεύτηκαν τον επόμενο χρόνο. Όπως συμβαίνει συχνά με τα υψηλά ιδεώδη, η πραγματικότητα τού να είναι με τη Σμίθσον, δεν ανταποκρινόταν στο όνειρο.

Τα προβλήματα άρχισαν πριν από το γάμο. Όταν η Σμίθσον εξέφρασε αμφιβολίες για το γάμο της με τον Μπερλιόζ, εκείνος ήπιε δηλητήριο, αλλά «οι διαμαρτυρίες της για αγάπη και θλίψη επανέφεραν την επιθυμία του για ζωή», όπως έγραψε σε έναν φίλο του. «Πήρα ένα εμετικό, ήμουν άρρωστος τρεις μέρες και είμαι ακόμα ζωντανός!»

Η Χάριετ εγκατέλειψε τον Μπερλιόζ μετά από 10 χρόνια, ύστερα από μια σχέση που είχε με την τραγουδίστρια της όπερας Μαρί Ρέτσιο. Όταν η Σμίθσον πέθανε, ο Μπερλιόζ παντρεύτηκε τη Ρέτσιο, το 1854. Μετά τον θάνατο της Ρέτσιο το 1862, ο Μπερλιόζ προσπάθησε να εντοπίσει την πρώτη του αγάπη, την Εστέλ Ντιμπέφ. Έμαθε ότι ζούσε ακόμη, τώρα χήρα με το επώνυμο Φορνιέ.

ZoomInImage
Πορτρέτο της Μαρί Ρέτσιο, από φωτογραφία που τραβήχτηκε στο Παρίσι. (Public Domain)

Όταν εμφανίστηκε μια μέρα στην πόρτα της Εστέλ, τον υποδέχτηκε «μια γεροδεμένη γριά κυρία ντυμένη στα μαύρα, με ένα λευκό καπέλο δεμένο κάτω από το πηγούνι της». Παρόλο που ο χρόνος δεν είχε σταθεί καλός μαζί της, ο παθιασμένος ιδεαλισμός του Μπερλιόζ παρέμεινε αμείωτος και είδε «την εκθαμβωτική ομορφιά» της προηγούμενης νιότης της.

Η Εστέλ δεν τον αναγνώρισε. Αφού ξαναγνωρίστηκαν, ωστόσο, είπε ότι είχε διαβάσει τη βιογραφία του. Ο Μπερλιόζ απέρριψε τον συγκεκριμένο τόμο και υποσχέθηκε να της στείλει την αυτοβιογραφία που έγραφε. Όταν ήρθε η ώρα να χωρίσουν, την κοίταξε με «πεινασμένα μάτια» και της φίλησε το χέρι. Εκείνη απέρριψε τις ρομαντικές του προτάσεις, αλλά συμφώνησε να την επισκεφθεί ξανά.

Καθώς ο Μπερλιόζ πέθανε έχοντας κάνει περιουσία, στη διαθήκη του άφησε στη φτωχή Εστέλ, την πρώτη και τελευταία του αγάπη, μια πρόσοδο 1.600 φράγκων. Έζησε τα τελευταία της χρόνια με άνεση.

Έτσι, παρόλο που η ζωή του συνθέτη ήταν συναισθηματικά ταραχώδης, έκλεισε με μια υψηλή νότα.

Του Andrew Benson Brown

Ω, Γλυκύ μου Έαρ — Μουσικός Περίπατος με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο

Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών συνεχίζει τους Μουσικούς Περιπάτους της, αυτή τη φορά με μία ξεχωριστή πασχαλινή στάση στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Τη Μεγάλη Δευτέρα, 14 Απριλίου και ώρα 19:30, το κοινό καλείται να βιώσει μία κατανυκτική μουσική εμπειρία, όπου το θρησκευτικό στοιχείο της Μπαρόκ εποχής ζωντανεύει μέσα από αυθεντικά όργανα εποχής και ερμηνείες που αντλούν έμπνευση από το πνεύμα της Μεγάλης Εβδομάδας και της Άνοιξης.

Το πρόγραμμα περιλαμβάνει έργα σημαντικών συνθετών της Μπαρόκ περιόδου, τα οποία αναδεικνύουν τη βαθιά πνευματικότητα και την ευαισθησία της εποχής.

Συμμετέχουν οι μουσικοί:

· Βασίλης Σούκας – μπαρόκ βιολί

· Άγγελος Ρεπαπής – βιόλα ντα γκάμπα

· Δημήτρης Βάμβας – μπαρόκ όμποε

· Αλέξανδρος Οικονόμου – μπαρόκ φαγκότο

· Σεβαστιανός Μοτορίνος – τσέμπαλο

 

Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο

Δευτέρα 14 Απριλίου, ώρα 19:30

Είσοδος ελεύθερη με σειρά προτεραιότητας

Το πάθος και η ομορφιά της μουσικής του Πάσχα

Η μουσική έχει τη δύναμη να εισέρχεται μέχρι τα βάθη της ψυχής μας και να δονεί ακόμη και τα κύτταρά μας, μεταδίδοντας συγκινήσεις και νοήματα που ο λόγος δυσκολεύεται να περιγράψει. Με αυτήν της την ιδιότητα είναι το ιδανικό μέσο να βοηθήσει τους ανθρώπους κάθε εποχής να συναισθανθούν τη σημασία της Μεγάλης Εβδομάδας, των Αγίων Παθών και της Ανάστασης και να έρθουν σε μέθεξη με το θείο.

Στη Δύση, η θρησκευτική μουσική αναπτύχθηκε με διαφορετικό τρόπο από ό,τι στην ανατολική παράδοση, με αποτέλεσμα να μην περιορίζεται πια εντός των εκκλησιών, αλλά να αφορά μεγάλα σύνολα και χώρους, χωρίς αυτό να μειώνει το βάθος του θρησκευτικού αισθήματος που μπορεί να μεταφέρει, ακόμα και χωρίς την υποστήριξη του κατανυκτικού περιβάλλοντος μίας εκκλησίας.

Εκκινώντας από τις δυνατότητες της φωνής, όπως και οι ψαλμοί της Ορθοδοξίας, προσέθεσε αρχικά το εκκλησιαστικό όργανο και αργότερα πλήθος μουσικών οργάνων που αύξησαν στο μέγιστο τις εκφραστικές της δυνατότητες, με έναν τρόπο πολύ διαφορετικό από τη βαθιά εσωτερική απεύθυνση των Ορθοδόξων.

Η ευσέβεια και η δεξιοτεχνία Καθολικών και Προτεσταντών συνθετών της μπαρόκ και κλασικής περιόδου μάς κληροδότησαν μερικά από τα πιο όμορφα και συγκινητικά κομμάτια για τα Άγια Πάθη και την Ανάσταση, που ξεπερνώντας τα σύνορα του δόγματος μπορούν να αγγίξουν κάθε δεκτικό στο μυστήριο ακροατή.

Ένας συνθέτης αφιερωμένος στον Θεό

Για πολλούς, ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ είναι ο κορυφαίος συνθέτης χορωδιακής μουσικής. Ιδίως οι δύο μελοποιήσεις του για τα Άγια Παθη – όπως τα αφηγούνται ο Άγιος Ματθαίος και ο Άγιος Ιωάννης – αποτελούν μνημειακά έργα του πασχαλινού ρεπερτορίου. Ευσεβής Λουθηρανός, ο Μπαχ αφιέρωσε σχεδόν ολόκληρη την καριέρα του στην υπηρεσία της Εκκλησίας.

Μία από τις πολλές υποχρεώσεις του όταν ήταν Kapellmeister (αρχιμουσικός) στη Λειψία ήταν να συνθέτει μια εβδομαδιαία καντάτα, που θα εκτελούνταν στην εκκλησία. Τη Μεγάλη Παρασκευή, αυτή η καντάτα έγινε μια μελοποίηση της πασχαλινής ιστορίας που διαρκεί περίπου 2 1/2 ώρες. Μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο μεγάλη ήταν η πραγματική λειτουργία, που περιείχε αυτό το αριστούργημα, δεδομένου ότι υπήρχε και ένα κήρυγμα μεταξύ των δύο μερών. Σύμφωνα με τα ιδεώδη του Λουθηρανισμού, τα λιμπρέτα των μελοποιήσεων είναι γραμμένα στη γλώσσα του λαού (στη συγκεκριμένη περίπτωση στα γερμανικά) με απλό, εύληπτο τρόπο και όχι με επιτηδευμένες και απρόσιτες φράσεις. Ο Μπαχ εξασφάλιζε ότι ακόμη και ένας αμόρφωτος άνθρωπος θα μπορούσε να κατανοήσει και να βιώσει πλήρως αυτή την πιο δραματική ιστορία. Τα «Κατά  Ματθαίον Πάθη» έχουν έναν στοχαστικό, μεγαλοπρεπή χαρακτήρα, ενώ τα «Κατά Ιωάννη Πάθη» έχουν μεγαλύτερη δραματική ένταση.

Ο «Μεσσίας» 

Η προσφορά του Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ στην περίοδο του Πάσχα συνίσταται κυρίως στο δεύτερο και τρίτο μέρος του «Μεσσία», του φημισμένου ορατορίου του που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1742. Παραδόξως, ο «Μεσσίας» ακούγεται σήμερα πιο συχνά εν όψει των Χριστουγέννων, παρά το γεγονός ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος του αφορά τα γεγονότα των Παθών του Σωτήρος και της Ανάστασης.

“The Transfiguration,” 1520, by Raphael, in the Pinacoteca Vaticana. (CC BY-SA 4.0)
Ραφαήλ, «Η μεταμόρφωση του Σωτήρος», 1520. Πινακοθήκη του Βατικανού. (CC BY-SA 4.0)

 

Μέχρι τη δεκαετία του 1740, η λαμπρή καριέρα του Χαίντελ ως συνθέτη όπερας είχε αρχίσει να κάμπτεται, με το κοινό να απομακρύνεται από αυτά τα πανάκριβα θεάματα. Ο Χαίντελ ακολούθησε τα σημεία των καιρών και άρχισε να γράφει ορατόρια.

Ο «Μεσσίας» σημείωσε τεράστια επιτυχία ήδη από όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στο Δουβλίνο, στις 13 Απριλίου 1742. Για την ημέρα της πρεμιέρας, μάλιστα, η προσέλευση αναμενόταν τόσο μεγάλη ώστε ζητήθηκε από το ανδρικό κοινό να παρευρεθεί χωρίς σπαθιά και από το γυναικείο χωρίς κρινολίνο. Αυτό επέτρεψε σε 100 επιπλέον ακροατές να στριμωχτούν στην αίθουσα.

Η χρυσή εποχή

Για τη χρυσή εποχή της θρησκευτικής σύνθεσης στην Αγγλία, πρέπει να γυρίσουμε πίσω στην ταραχώδη ελισαβετιανή περίοδο, όταν η θρησκευτική ένταξη έγινε κυριολεκτικά ζήτημα ζωής και θανάτου. Ο Τόμας Τάλλις, συνθέτης του περίφημου 40μερούς μοτέτου «Spem in Alium», έγραψε τους «Θρήνους του Ιερεμία» όχι για δημόσια περίλαμπρη εκτέλεση, αλλά για τις ιδιωτικές λατρευτικές ακολουθίες των καθολικών της προτεσταντικής Αγγλίας της περιόδου. Αυτό προσδίδει στην πλούσια πολυφωνία, με τις αναστολές και τις παραφωνίες της, ένα συναισθηματικό βάθος και μια σημασία ακόμη και πέρα από αυτή που παρέχει η λειτουργική περίοδος.

Δίπλα στον Ιησού, πάσχει και η Μαρία. Η αγωνία της μητέρας που εκφράζεται στα λόγια του «Stabat Mater» του 13ου αιώνα έχει εμπνεύσει πολλούς συνθέτες. Ο Βιβάλντι παρουσιάζει μια λιτή μελοποίηση για σόλο άλτο και έγχορδα, ενώ ο Πολωνός συνθέτης Κάρολ Σιμανόφσκι, μας δίνει ένα έργο έξι κινήσεων, μισής ώρας, για σολίστες, χορωδία και πλήρη ορχήστρα, γεμάτο με γήινο χρώμα.

Οι καρποί της ενοχής

Εκτός από τα μεγάλα, λαμπρά αριστουργήματα, υπάρχουν και μερικά έργα λιγότερο γνωστά μεν αλλά εξίσου συγκινητικά.

Αν και το όνομα του Κάρλο Γκεζουάλντο δεν φτάνει στο ευρύ κοινό, η μουσική του τείνει να μένει στον ακροατή μόλις την ανακαλύψει. Η παράξενη γραφή των μερών και οι βασανισμένες διφωνίες μπορεί να οδηγήσουν κάποιον ανυποψίαστο να πιστέψει ότι ακούει ατονική μουσική του 20ού αιώνα. Ωστόσο, ο Γκεζουάλντο ήταν στην πραγματικότητα ένας πρίγκιπας που έζησε από το 1566 έως το 1613. Πηγή των πρωτοποριακών συνθετικών του στιγμών ήταν, όπως λέγεται, η δια βίου αίσθηση ενοχής του για τη βάναυση δολοφονία της συζύγου του και του εραστή της, όταν τους έπιασε επ’ αυτοφώρω να μοιχεύουν.

Όντας πρίγκιπας, κατάφερε να αποφύγει τη δικαιοσύνη για το έγκλημά του, αλλά οι Ερινύες δεν έπαψαν να τον κατατρύχουν, προκαλώντας τις εκπληκτικές αρμονικές ανατροπές και τα άλματα στη μουσική του. Το «Tristis est Anima Mea» είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα του βασανισμένου ύφους του, που ταιριάζει απόλυτα με τις σκοτεινές διαθέσεις της Μεγάλης Εβδομάδας.

Το παιδί-θαύμα και η Miserere

Η μελοποίηση του Ψαλμού 51 από τον Γκρεγκόριο Αλλέγκρι, το «Miserere Mei Deus», είναι άμεσα αναγνωρίσιμη στους περισσότερους ακροατές, με τη σοπράνο σολίστ να ανεβαίνει επανειλημμένα σε μία σπονδυλωτή κορύφωση του Ντο, η οποία αντηχεί απολύτως αιθέρια όταν ακούγεται στην Καπέλα Σιξτίνα – τον χώρο για τον οποίο το έργο γράφτηκε αρχικά, ίσως το 1638.

Όπως αρμόζει σε ένα έργο που γράφτηκε για έναν τόσο συγκεκριμένο και ιδιαίτερο χώρο, περιβάλλεται από πολλά μυστήρια και θρύλους, όπως την ιστορία ότι η διάδοσή του πέρα από το Βατικανό είχε απαγορευτεί με την απειλή αφορισμού. Το ‘εμπάργκο’ έσπασε τελικά – όπως λέγεται – χάρη στον 14χρονο Μότσαρτ, ο οποίος, όταν άκουσε το έργο να εκτελείται, βγήκε από την εκκλησία και το έγραψε αμέσως από μνήμης. Γεγονός είναι ότι το κομμάτι αποτελείται από μια σειρά επαναλήψεων των ίδιων μουσικών στοιχείων, αλλά αυτό δεν μειώνει την αξία του κατορθώματος του νεαρού μουσικού.

Του Thomas Breeze, με τη συμβολή της Αλίας Ζάε

Τα καλύτερα του Μπαχ: 10 υπέροχες μπαρόκ συνθέσεις

«Όταν έχεις αμφιβολίες, διάβασε Γκράουτ», (when in doubt, cite Grout) έλεγε η μητέρα μου. Αναφερόταν στο «A History of Western Music» (Μια ιστορία της Δυτικής Μουσικής) του Ντόναλντ Τζέυ Γκράουτ. Πρώτη έκδοση από τον W.W. Norton το 1960, έχει περάσει από 10 εκδόσεις και θεωρείται το καλύτερο βιβλίο για το θέμα.

Ο Γκράουτ είναι ευαγγέλιο μεταξύ των ιστορικών της μουσικής και, στην όγδοη έκδοση, συναντάμε αυτή τη διακήρυξη: «Οι μεταγενέστεροι ανέβασαν τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (1685–1750) στην κορυφή των συνθετών όλων των εποχών».

Στην ένατη έκδοση, οι συντάκτες αποφάσισαν να είναι περισσότερο ευαίσθητοι πολιτιστικά: Μετά από «όλων των εποχών», πρόσθεσαν «στην Δυτική παράδοση».

To εξώφυλλο της 10ης έκδοσης του «A History of Western Music», του Ντόναλντ Τζέυ Γκράουτ.

 

Πέρα από την φήμη, πολλοί θεωρούν τον Μπαχ ως τον μεγαλύτερο συνθέτη που έζησε ποτέ. Ήταν επίσης ένας από τους πιο παραγωγικούς. Η Bach-Werke-Verzeichnis, ή Κατάλογος Έργων Μπαχ (BWV), του αποδίδει επί του παρόντος 1.176 μουσικά κομμάτια (τα πιο πρόσφατα 50 από τα οποία προστέθηκαν στον αιώνα μας).

Ανάμεσα σε τόσα έργα, η επιλογή των 10 «καλύτερων» κομματιών είναι δύσκολη. Αλλά μπορούμε τουλάχιστον να προσπαθήσουμε.

10. «Τοκάτα και φούγκα σε ρε ελάσσονα» (BWV 565)

Αυτό είναι ίσως το πιο αναγνωρίσιμο κομμάτι από όλα όσα έγραψε ο Μπαχ, το οποίο οφείλεται κυρίως στη σχέση του με το Χάλοουιν. Το «Τοκάτα και φούγκα σε ρε ελάσσονα» εμφανίζει τις δεξιοτεχνικές δεξιότητες του Μπαχ στο εκκλησιαστικό όργανο, το όργανο για το οποίο ήταν πιο διάσημος στη ζωή του. Ξεκινά με γρήγορα arpeggios σε ελεύθερο στυλ, μεταβαίνει στην περισσότερο δομημένη Φούγκα, όπου το κύριο θέμα επικαλύπτεται και επαναλαμβάνεται σε διαφορετικές μελωδίες.

9. «Αέρας σε χορδή σολ» (BWV 1068)

«Αέρας», από την Σουίτα Ορχήστρας No. 3 του Γ.Σ. Μπαχ, χειρόγραφο. (Baroqueviolin/CC BY-SA 4.0)

 

Αυτό είναι ένα από τα πιο γαλήνια και χαλαρωτικά κομμάτια σε ολόκληρο το κλασικό ρεπερτόριο. Η εκδοχή που γνωρίζουν οι περισσότεροι ακροατές είναι η διασκευή του Αούγκουστ Βίλχελμ του 1871. Αρχικά, στο δεύτερο μέρος της Ορχηστικής Σουίτας Νο. 3 του Μπαχ, το βιολί παίζει σε υψηλότερο όργανο. Ο Βίλχελμ έριξε το μέρος του βιολιού στη χαμηλότερη ένταση του οργάνου — τη χορδή σολ.

8. «Καντάτα καφέ» (BWV 211)

Η καφετέρια του Τσίμερμαν, Λειψία. Λεπτομέρεια από το χαρακτικό του Γιόχαν Τζορτζ Σράιμπε. Το μέρος ήταν σημαντικό στη ζωή του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ ως τόπος συνάντησης του Collegium Musicum του από το 1729. (Public Domain)

 

Η πιο διάσημη κοσμική καντάτα του Μπαχ είναι ίσως το πιο περίεργο από τα έργα του. Είναι ό,τι πιο κοντινό σε όπερα που έγραψε ποτέ. Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από την ανησυχία ενός πατέρα για τον εθισμό της κόρης του στην καφεΐνη. Τα καφενεία ήταν δημοφιλή σε όλη την Ευρώπη εκείνη την εποχή, οπότε το θέμα θα είχε απήχηση στο κοινό.

Το λιμπρέτο του Κρίστιαν Φρίντριχ Χενρίτσι (πιο γνωστό ως Picander) είναι γεμάτο χιουμοριστικές πινελιές. Ο πατέρας, Σλέντριαν, επιπλήττει την κόρη του Λίσγκεν για την εμμονή της:

Κακό παιδί, άγριο κορίτσι!
Ω! Αν μπορούσα να κάνω αυτό που θέλω:
Θα ξεφορτωνόμουν τον καφέ!

Αφού διαβεβαίωσε τον πατέρα της ότι θα στεγνώσει σαν «κομμάτι ψητό κατσίκι» αν δεν μπορούσε να πιει καφέ τρεις φορές την ημέρα, ξεσπά σε τραγούδι, δηλώνοντας ότι το ρόφημα είναι «πιο αγαπητό από χίλια φιλιά». Η άρια είναι βιρτουόζικη, ενσωματώνοντας ένα μενουέτο και μια τρίο σονάτα που περιλαμβάνει ένα φλάουτο που παίζει μια ανεξάρτητη μελωδία παράλληλα με την σοπράνο.

7. «Σουίτα για τσέλο Νο. 1 σε Σολ μείζονα» (BWV 1007)

Η πρώτη από τις έξι σουίτες με βιολοντσέλο του Μπαχ είναι άλλο ένα αναγνωρίσιμο κομμάτι. Είναι δομημένο ως πρελούδιο, ακολουθούμενο από μια ακολουθία χορευτικών κινήσεων, επιδεικνύοντας τη μαεστρία του στην πολυφωνία. Όπως ο «Αέρας σε χορδή σολ», η σύνθεση είναι γαλήνια, με μια απατηλή απλότητα που συγκαλύπτει την πολυπλοκότητά της.

6. «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ» (BWV 988)

Το πορτρέτο του Μπαχ από τον Χάουσμαν τον απεικονίζει να κρατά το χειρόγραφο του BWV 1076, το οποίο είναι επίσης ο 13ος κανόνας στις «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ». (Public Domain)

 

Σύμφωνα με τον πρώτο βιογράφο του Μπαχ, τον Γιόχαν Φόρκελ, αυτό το έργο προέκυψε επειδή ο Κόμης Κάιζερλινγκ, ο Ρώσος πρεσβευτής στην Σαξονία, περνούσε άγρυπνες νύχτες. Ο Μπαχ τον άκουσε να ζητά μερικά «ευγενικά και κάπως ζωηρά» κομμάτια πλήκτρων που θα μπορούσε να παίξει ο μουσικός του, Γιόχαν Γκότλιμπ Γκόλντμπεργκ, για να του φτιάξει τη διάθεση. Έτσι, γεννήθηκαν οι «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ». Αυτή η σύνθεση, που περιέχει 30 παραλλαγές, κατατάσσεται μεταξύ των σημαντικότερων έργων πλήκτρων του Μπαχ, εξερευνώντας ένα ευρύ φάσμα συναισθημάτων.

5. «Τα κατά Ματθαίον Πάθη» (BWV 244)

Περισσότερες από 200 από τις καντάτες του Μπαχ σώζονται σήμερα, αν και τουλάχιστον εκατό άλλες πιστεύεται ότι έχουν χαθεί. Η μεγαλύτερη από αυτές, τα «Κατά Ματθαίον Πάθη», είναι μια απόδειξη της ευσεβούς Λουθηρανικής πίστης του. Είναι ένα τεράστιο έργο για δύο χορωδίες. Ο Μπαχ χρησιμοποίησε μια ποικιλία μουσικών τεχνικών για να αφηγηθεί την ιστορία των τελευταίων ημερών του Ιησού, όπως φθίνουσες χρωματικές γραμμές και βασικές αλλαγές για να αναπαραστήσει τη συναισθηματική αντίθεση στα σημεία της σταύρωσης και της ταφής.

4. «Βραδενβούργια Κονσέρτα» (BWV 1046–1051)

Τα «Βραδενβούργια Κονσέρτα» είναι το απόγειο της μπαρόκ ορχηστρικής σύνθεσης. Ο Μπαχ χρησιμοποίησε καινοτόμα όργανα σε αυτά τα έργα, όπως μια τρομπέτα στο δεύτερο κονσέρτο. Αυτή ήταν μια ασυνήθιστη κίνηση για τη μουσική δωματίου εκείνη την εποχή, και υπάρχει κάποια αβεβαιότητα ως προς το είδος της τρομπέτας για το οποίο έγραψε ο Μπαχ το μέρος. Σε αυτό το δεύτερο κονσέρτο, ο συνθέτης δημιουργεί επίσης μια εντυπωσιακή αντίθεση τοποθετώντας ένα απλό πνευστό δίπλα στο όμποε και το βιολί.

3. «Λειτουργία σε Σι ελάσσονα» (BWV 232)

Ένα από τα τελευταία έργα του Μπαχ, η Λειτουργία σε Σι ελάσσονα είναι μια πλούσια σύνθεση μουσικής αντίστιξης και πνευματικού βάθους, που συντάχθηκε από προηγούμενες συνθέσεις. Δομημένη σε τέσσερα μέρη, κυμαίνεται σε διάθεση από την εορταστική ενορχήστρωση της «Γκλόρια» μέχρι την ενδοσκόπηση της «Agnes Dei». Δεν εμφανίστηκε ποτέ στη ζωή του Μπαχ, και είναι πλέον σταθερό κομμάτι στο ρεπερτόριο των χορωδιών σε όλο τον κόσμο.

2. «Καλώς συγκερασμένο κλαβιέ» (BWV 846–893)

Το «clavier» (κλαβιέ) είναι ένας γενικός όρος για ένα όργανο πλήκτρων. Σήμερα, οι περισσότερες παραστάσεις παίζονται σε πιάνο, όπως συμβαίνει με τις περίφημες ηχογραφήσεις του Καναδού πιανίστα Γκλεν Γκουλντ. Στην εποχή του Μπαχ, όμως, θα παιζόταν συνήθως σε τσέμπαλο. Οι μέθοδοι κουρδίσματος των οργάνων πλήκτρων είχαν πρόσφατα εξελιχθεί, επιτρέποντας στον Μπαχ να συνθέσει αυτό το δίτομο έργο με πρελούδια και φούγκα σε κάθε μείζον και δευτερεύον πλήκτρο. Αυτό το έργο είναι τόσο κεντρικό στη μουσική με πλήκτρα που συχνά αποκαλείται «Παλαιά Διαθήκη των Πιανιστών», που χρησιμοποιείται από προχωρημένους μαθητές ως ολοκληρωμένος οδηγός αρμονίας και τεχνικής.

«Η Τέχνη της Φούγκας» (BWV 1080)

Το Fretwork Ensemble ερμηνεύει την Τέχνη της Φούγκας του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (1685–1750) σε μια συναυλία του ASPECT Foundation for Music and Arts στην Ιταλική Ακαδημία του Πανεπιστημίου Columbia στη Νέα Υόρκη στις 12 Απριλίου 2018. (Benjamin Chasteen/The Epoch Times)

 

Για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ο Μπαχ, συνέθετε για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της στιγμής, δημιουργώντας νέα έργα σε εβδομαδιαία βάση. Στην τελευταία του δεκαετία, όμως, το παράτησε και συγκέντρωσε όλη του την ενέργεια στην παραγωγή μερικών μεγάλων αριστουργημάτων. Αυτά περιλαμβάνουν την «Λειτουργία σε Σι ελάσσονα» και το «Καλώς συγκερασμένο κλαβιέ».

Περιλαμβάνει επίσης το τελευταίο, σπουδαιότερο έργο του, «Η Τέχνη της Φούγκας». Η τελευταία του ενότητα, «Contrapunctus XIV», είναι ημιτελής, υποδηλώνοντας ότι μπορεί να πέθανε ενώ την έγραφε.

Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του Μπαχ από τον γιο του, και είναι ένα από τα κεντρικά έργα της Δυτικής μουσικής. Σε αυτό, ο Μπαχ ανέπτυξε τις ιδέες του σε αντίστιξη στο όριό τους. Το έργο ξεκινά με ένα απατηλά απλό θέμα σε Ρε ελάσσονα, το οποίο ο Μπαχ στη συνέχεια μεταμόρφωσε αριστοτεχνικά με διάφορους τρόπους — αναστρέφοντας, επαυξάνοντας, αλλάζοντας τον ρυθμό και συνεχώς κλιμακώνοντας σε πολυπλοκότητα.

Όταν ο Μπαχ πέθανε, το 1750, το στυλ σύνθεσής του ήταν από καιρό εκτός μόδας. Ωστόσο, ο χρόνος που πέρασε τον είδε με άλλο πρίσμα. Οι μόδες έρχονται και παρέρχονται, αλλά η μουσική του Μπαχ είναι αθάνατη.

Του Andrew Benson Brown

 

«1945: Ογδόντα χρόνια μετά» – Συναυλία μνήμης με τη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών

Με αφορμή την επέτειο των 80 χρόνων από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών παρουσιάζει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, το Σάββατο 3 Μαΐου, στις 20:30, ένα μουσικό αφιέρωμα μνήμης και στοχασμού, υπό τη διεύθυνση του διακεκριμένου μαέστρου και καλλιτεχνικού διευθυντή της, Βύρωνα Φιδετζή. Συμμετέχει η διεθνούς φήμης υψίφωνος Μυρτώ Παπαθανασίου.

Όπως αναφέρουν οι διοργανωτές, η συναυλία περιλαμβάνει έργα που γράφτηκαν εν μέσω του πολέμου ή στη σκιά του, μουσικές σελίδες που δεν αφηγούνται απλώς γεγονότα, αλλά αποτυπώνουν τον ανθρώπινο πόνο, την αντίσταση, τη μοναξιά, την απώλεια και τελικά την ελπίδα. Το «Επικό Τραγούδι» του Θεόδωρου Καρυωτάκη, γραμμένο το 1944, αποτελεί μια συμφωνική εικόνα αφιερωμένη «στη μνήμη των ηρωικών νεκρών του ελληνικού λαού», φέρνοντας στο προσκήνιο τη θυσία και την αξιοπρέπεια του αντιστασιακού αγώνα.

Την ίδια περίοδο, το 1943, ο Τσέχος συνθέτης Μπόχουσλαβ Μαρτινού, συγκλονισμένος από την εξόντωση του χωριού Λίντιτσε από τους ναζιστές, συνθέτει το συμφωνικό ποίημα «Μνημείο στο Λίντιτσε», ένα μουσικό κείμενο-προσευχή στη μνήμη των αθώων που εκτελέστηκαν και του πολιτισμού που αφανίστηκε.

Μέσα στην ελληνική Κατοχή, ο Μανώλης Καλομοίρης μελοποιεί ποιήματα του Κωστή Παλαμά, στο κύκλο τραγουδιών «Πολιτεία και Μοναξιά», ο οποίος παρουσιάζεται για πρώτη φορά στις 27 Φεβρουαρίου 1944, ακριβώς έναν χρόνο μετά τον θάνατο του εθνικού ποιητή. Το έργο είναι φορτισμένο με συναισθήματα που συνθέτουν την ψυχολογία ενός λαού παγιδευμένου ανάμεσα στην καταστροφή και στην ανάγκη για πνευματική ανάταση.

Η μουσική μνήμη επεκτείνεται και στην ψυχροπολεμική περίοδο, με τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς να γράφει το 1960 το Κουαρτέτο Εγχόρδων σε ντο ελάσσονα, έργο υπ’ αριθμόν 8, αφιερωμένο «στη μνήμη των θυμάτων του φασισμού και του πολέμου». Το έργο, βαθιά προσωπικό και σπαρακτικό, αποκτά μια νέα διάσταση μέσα από τη μεταγραφή του για μικρό ορχηστρικό σύνολο από τον Κώστα Νικήτα, εκδοχή που θα παρουσιαστεί στη συναυλία.

Το πρόγραμμα ολοκληρώνεται με μια σύνθεση που, παρότι αρχικά είχε εκπαιδευτικό χαρακτήρα, κατέληξε να γίνει σύμβολο ελπίδας και δημιουργίας: οι «Παραλλαγές και Φούγκα πάνω σε ένα θέμα του Πέρσελ» του Μπέντζαμιν Μπρίττεν, γνωστές και ως The Young Person’s Guide to the Orchestra, γραμμένες το 1945, λίγο πριν το τέλος του πολέμου. Το έργο ξεπερνά τον διδακτικό του σκοπό, αποτελώντας ένα λαμπρό παράδειγμα τού πώς η μουσική μπορεί να μεταδώσει χαρά και φως σε σκοτεινούς καιρούς.

Μέσα από αυτά τα έργα, η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών καλεί το κοινό σε ένα ταξίδι μνήμης και συναισθημάτων, τιμώντας την ανθεκτικότητα του ανθρώπινου πνεύματος και την ανάγκη για ειρήνη, διαρκή και αδιαπραγμάτευτη.

Περισσότερες πληροφορίες για τη συναυλία στην ανανεωμένη ιστοσελίδα του Μεγάρου.