Μία μεγάλη συναυλία με τη μουσικό Ευανθία Ρεμπούτσικα διοργανώνουν στο Πάλλης, τη Δευτέρα, 7 Απριλίου, για να γιορτάσουν τα 30 χρόνια της κοινωνικής προσφοράς της «Μέριμνας», οι «Φίλοι της Μέριμνας». Η γιορτή είναι αφιερωμένη «στην αξία και το νόημα της ζωής των παιδιών και των οικογενειών τους, που φροντίζει η ‘Μέριμνα’, όταν βιώνουν απώλειες και μεγάλες προκλήσεις στη ζωή τους».
Μαζί με την Ευανθία Ρεμπούτσικα, στη σκηνή του Παλλάς, θα ανέβουν οι μουσικοί και πιστοί φίλοι της «που συμμετέχουν στις μουσικές της περιπέτειες – εντός και εκτός Ελλάδος – καθώς και η σοπράνο Σοφία Ζόβα, μία εκλεκτή καλεσμένη, που θα ντύσει με τη ξεχωριστή της φωνή τις πολυαγαπημένες μελωδίες της Ελληνίδας βιολίστριας», όπως σημειώνεται σε σχετική ανακοίνωση.
«Η διαχρονική στήριξη των παιδιών και των οικογενειών τους είναι ευθύνη όλων μας, όταν θέλουμε να δημιουργήσουμε έναν κόσμο γύρω μας που να διακρίνεται από ενσυναίσθηση και ανθρωπιά», τονίζουν σε κοινή τους δήλωση η πρόεδρος της «Μέριμνας», Δανάη Παπαδάτου, και η πρόεδρος των Φίλων της Μέριμνας, Ζωή Δελατόλα, εκφράζοντας «την ευγνωμοσύνη τους στην Ευανθία Ρεμπούτσικα και τους μουσικούς που συμμετέχουν στη συναυλία».
Όλα τα έσοδα της συναυλίας θα διατεθούν για τη λειτουργία των δύο συμβουλευτικών κέντρων της «Μέριμνας», σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, στα οποία, τα τελευταία 30 χρόνια, εξειδικευμένο προσωπικό παρέχει δωρεάν ψυχολογική στήριξη σε παιδιά, εφήβους και τις οικογένειές τους που βιώνουν απώλεια αγαπημένου προσώπου.
«Ας ενώσουμε τις δυνάμεις μας, δημιουργώντας μία ζεστή αγκαλιά φροντίδας, ώστε κάθε παιδί και οικογένεια να έχει τη στήριξη που χρειάζεται, και ας απολαύσουμε τη μοναδική αυτή βραδιά», καταλήγει η ανακοίνωση.
Περισσότερες πληροφορίες για το έργο της «Μέριμνας» είναι διαθέσιμες εδώ, ενώ πληροφορίες για τη συναυλία μπορείτε να αντλήσετε από αυτό το βίντεο.
Το Πολιτιστικό Συνεδριακό Κέντρο Ηρακλείου (ΠΣΚΗ) έχει επιτύχει να ενταχθεί στον παγκόσμιο χάρτη των μεγάλων καλλιτεχνικών οργανισμών, καταφέρνοντας παράλληλα να κάνει τον κόσμο της Κρήτης να αγκαλιάσει την όπερα.
Όπως ανέφερε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΠΣΚΗ, αρχιμουσικός Μύρων Μιχαηλίδης, κατά την παρουσίασή τους στην σκηνή του ΠΣΚΗ, σπουδαία έργα όπως Ριγκολέττο, Καβαλερία Ρουστικάνα, Κάρμεν, Ελιξίριο του Έρωτα, Οθέλλος, Ραχμάνινοφ, 9η του Μπετόβεν και Πρωτοχρονιάτικες Συναυλίες, συγκέντρωσαν χιλιάδες θεατές.
«Αν αντιστοιχήσουμε το ποσοστό του κοινού που έρχεται σε παραστάσεις όπερας σε σχέση με το μέγεθος της πόλης ή του νησιού μας θεωρώ ότι έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και δίνει ένα θετικό και πολλά υποσχόμενο νούμερο. Το γεγονός ότι το ανέβασμα μίας όπερας στο Ηράκλειο προσελκύει το ενδιαφέρον ενός κοινού που ανέρχεται σε πάνω από 3.000 άτομα, και παράλληλα συγκεντρώνει όχι μόνο πανελλήνιο αλλά και διεθνές ενδιαφέρον καταδεικνύει την επιτυχία του εγχειρήματος», ανέφερε ο κow Μιχαηλίδης.
Το ΠΣΚΗ, εκτός του ότι έχει ενταχθεί στον χάρτη των καλλιτεχνικών οργανισμών, έχει ενταχθεί και στον κατάλογο του Operabase, της ιστοσελίδας που συμπεριλαμβάνει όλες τις παραγωγές που ανεβαίνουν σε ολόκληρο τον κόσμο. «Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Για παράδειγμα όταν στο ΠΣΚΗ ανεβάσαμε την όπερα ‘Καβαλερία Ρουστικάνα’ με το ίδρυμα Μασκάνι της Ιταλίας, την ημέρα των γενεθλίων του συνθέτη, όλοι αναρωτιόνταν που βρισκόταν το ίδρυμα Μασκάνι, το οποίο ήταν στο Ηράκλειο και στο ΠΣΚΗ για την συγκεκριμένη όπερα», τόνισε ο Μύρων Μιχαηλίδης, επισημαίνοντας ότι η προσπάθεια σύνδεσης με την τοπική κοινωνία γίνεται όχι μόνο μέσα από την απλή παρουσίαση των έργων, αλλά και μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα που απευθύνονται σε σχολεία.
«Εξηγούμε τι είναι η όπερα, έτσι ώστε να μην αισθάνονται κάποιοι ότι είναι κάτι ξένο που δεν μπορεί κάποιος να καταλάβει. Η όπερα είναι κάτι οικείο. Μην ξεχνάμε ότι ξεκίνησε ως λαϊκό θέαμα, άσχετα αν μετά κλείστηκε στα σαλόνια. Είναι ένα λαϊκό θέαμα που απευθύνεται σε όλους και εκτιμώ πως με τον τρόπο που προβάλλουμε τις παραγωγές, που τις αναλύουμε στα εκπαιδευτικά προγράμματα, ο κόσμος θα αισθάνεται όλο και περισσότερο οικεία.»
Πάντως, όπως χαρακτηριστικά σημείωσε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΠΣΚΗ, η ειδοποιός διαφορά του Πολιτιστικού Συνεδριακού Κέντρου Ηρακλείου από μία απλή δομή παρουσίασης καλλιτεχνικών ακροαμάτων είναι ότι το ίδιο το Πολιτιστικό παράγει πολιτισμό, καθώς κάνει δικές του παραγωγές, δεν φιλοξενεί μόνο παραγωγές στους χώρους του, αφού στον καλλιτεχνικό του σχεδιασμό εντάσσονται παραγωγές που παράγει το ίδιο.
«Αυτό σημαίνει ότι φροντίζουμε να αξιοποιούμε όχι μόνο τη μουσική μας παράδοση, αλλά και τους εντόπιους καλλιτέχνες όπως χορωδίες, μουσικούς, λυρικούς καλλιτέχνες, σύνολα αλλά και όλη αυτή την καλλιτεχνική δραστηριότητα που αναπτύσσεται στο νησί. Αυτό αποδεικνύεται φέτος από τις πλείστες παραγωγές που έχουμε όπως είναι το ‘Θέατρο τις Δευτέρες’, οι βραδιές με μουσική δωματίου, αλλά και πολλές παραγωγές που προέρχονται από το εντόπιο δυναμικό μας 100%.»
Για τη μέχρι σήμερα πορεία του ΠΣΚΗ και το πώς ο κόσμος υποδέχεται τις παραγωγές, ο κος Μιχαηλίδης ανέφερε πως το κοινό της Κρήτης αλλά και το κοινό που έρχεται πλέον και από άλλα μέρη της Ελλάδας και από το εξωτερικό, δείχνει ότι τιμά τις καλλιτεχνικές επιλογές .
«Θα μπορούσα να ομολογήσω ότι από την πρώτη μας όπερα, τον Ιδομενέα το 2021, μέχρι σήμερα, έχοντας ανεβάσει έναν ικανό αριθμό έργων του λυρικού ρεπερτορίου, χαιρόμαστε γιατί το κοινό όχι μόνο ανταποκρίνεται και βρίσκει ενδιαφέρουσες τις παραγωγές αυτές αλλά κατακλύζει τις αίθουσες και μας οδηγεί σε απανωτά sold out σε αυτές τις παραγωγές. Ήταν κάτι που το νησί μας στερούταν μέχρι σήμερα, λόγω έλλειψης τεχνικών υποδομών για να φιλοξενήσει κάτι τέτοιο, και είμαστε ευτυχείς που και ο Δήμος Ηρακλείου και η ΔΕΠΑΝΑΛ στηρίζουν αυτόν τον σχεδιασμό, την πρωτοβουλία, έτσι ώστε να προσφέρονται στον τόπο μας υψηλού επιπέδου ακροάματα.»
Από τις ξεχωριστές στιγμές για το ΠΣΚΗ είναι η όπερα «Τόσκα» του Τζ. Πουτσίνι, που θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στο κοινό της Κρήτης στις 3, 4, 5 και 6 Απριλίου.
«Η Τόσκα είναι ένα από τα δημοφιλέστερα και πιο εντυπωσιακά έργα του λυρικού ρεπερτορίου. Από την πρώτη φορά που παρουσιάστηκε, το 1900, έως τις μέρες μας είναι από τις πιο πολυπαιγμένες όπερες, και είναι ιδιαίτερη η χαρά μας γιατί έχουμε την ευκαιρία να την παρουσιάσουμε για πρώτη φορά στην ιστορία της Κρήτης, για πρώτη φορά στο κοινό της», είπε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΠΣΚΗ.
«Το έργο αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα της εποχής του βερισμού», πρόσθεσε, «όπου δηλαδή απεικονίζονται καταστάσεις βγαλμένες μέσα από την πραγματικότητα και όχι απλώς αναφορές σε μυθολογία ή ιστορία. Διακρίνεται για τον πλούτο των μελωδιών της και τη δεινή της ενορχήστρωση και είναι μία από αυτές τις όπερες που λέμε ότι κρατάει το ενδιαφέρον του θεατή από την αρχή έως το τέλος με τη δραματικότητα της. Ανεβάζουμε μία παραγωγή που αποτελεί αναβίωση της παραγωγής που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά πριν μερικά χρόνια στην Κροατία, στο Εθνικό Θέατρο της Ριέκα, και είμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς γιατί πρόκειται για μία δουλειά που ξεχώρισε και έδωσε μία πολύ ενδιαφέρουσα σκηνοθετική άποψη.»
Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα της φετινής καλλιτεχνικής περιόδου, ολοκληρώνεται στις αρχές Ιουνίου και μέχρι τότε θα παρουσιαστούν στο κοινό, μεταξύ άλλων, μία βραδιά ελληνικής και βιενέζικης οπερέτας στις 11 Απριλίου, και μία μουσικοθεατρική παράσταση για τη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη στις 25 και 26 Απριλίου.»
Αναφορικά με την Τόσκα
Πρόκειται για αναβίωση μίας παραγωγής που αρχικά παρουσιάστηκε στην Κροατική Εθνική Λυρική Σκηνή της Ριέκα, μία από τις κορυφαίες και δημοφιλέστερες όπερες του διεθνούς ρεπερτορίου, υπό τη σκηνοθετική ματιά του Μάριν Μπλάζεβιτς, με καταξιωμένους λυρικούς καλλιτέχνες, τη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών, το Χορωδιακό Σύνολο Ηρακλείου και τη Νεανική Χορωδία Περιφερειακής Ενότητας Ηρακλείου.
Η Τόσκα του Τζάκομο Πουτσίνι είναι ένα αριστούργημα του μουσικού βερισμού, τοποθετημένο στη Ρώμη του 1800, με φόντο τους Ναπολεόντειους πολέμους, στο οποίο ο συνθέτης με τη μουσική του σκιαγραφεί ρεαλιστικά όλα τα ανθρώπινα πάθη που έχουν βάλει στο λιμπρέτο οι Λουίτζι Ίλικα και Τζουζέπε Τζακόζα. Με αυτοαναφορική στην όπερα θεματική, αλλά και πάθος, πολιτικά παιχνίδια, ζήλεια, διαστροφή, βασανιστήρια, πίστη και προδοσία, η ντίβα της όπερας, Φλόρια Τόσκα, ερωτευμένη με τον ζωγράφο και υποστηρικτή της επανάστασης Μάριο Καβαραντόσι, καλείται να αντιμετωπίσει τον μοχθηρό διοικητή της αστυνομίας βαρώνο Σκάρπια, που είναι αποφασισμένος να την κατακτήσει, να παγιδεύσει το ζευγάρι και να την εξαναγκάσει σε μία μοιραία απόφαση.
Την εποχή της ακμής τους, οι όπερες ήταν μεγάλες παραγωγές, μεγαλοπρεπή θεάματα που προσέλκυαν τεράστια πλήθη, σε μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις που ήταν κέντρα της μουσικής της εποχής, όπως η Βενετία και η Βιέννη.
Πολλοί ήταν οι συνθέτες τότε που ευελπιστούσαν σε μία σταδιοδρομία στην όπερα, αλλά το είδος δεν ήταν κατάλληλο για όλους – σπουδαίοι συνθέτες, μεταξύ αυτών και ο Μπετόβεν, απέτυχαν. Τα ονόματα που έλαμψαν, ωστόσο, σε αυτόν τον χώρο, έχουν αφήσει το διαχρονικό αποτύπωμά τους, λαμπρύνοντας ακόμα και σήμερα με τα έργα τους το οπερατικό ρεπερτόριο.
Το παρόν άρθρο παρουσιάζει, με χρονολογική σειρά, εννέα από τους συνθέτες όπερας με τη μεγαλύτερη επιρροή.
Μοντεβέρντι
Προσωπογραφία του Μοντεβέρντι από τον Μπερνάρντα Στρότσι, περ. 1630. (Public Domain)
Ο Κλαούντιο Μοντεβέρντι (1567-1643) έχει επισκιαστεί από τους μεταγενέστερους, αλλά η επίδρασή του στην ιστορία της μουσικής είναι βαθιά. Θεωρούμενος ως ο πρώτος συνθέτης της εποχής του μπαρόκ, επέκτεινε τη χρήση των μπάσων οργάνων, συνδυάζοντας τη γραμμή του μπάσου με την εξέλιξη των χορδών σε μια τεχνική γνωστή ως «μπάσσο κοντίνουο». Η μέθοδος αυτή είναι εμφανής στο έργο του «Ορφέας» (1607), την πρώτη σωζόμενη όπερα.
Το αριστούργημα του Μοντεβέρντι αντλεί το θέμα του από τον ελληνικό μύθο του Ορφέα, που ταξιδεύει στον Κάτω Κόσμο για να επαναφέρει στη ζωή τη γυναίκα του. Ο Μοντεβέρντι συνέδεσε συγκεκριμένα όργανα με συγκεκριμένα συναισθήματα και σκηνές χαρακτήρων, προσθέτοντας, παραδείγματος χάριν, ένα ρεγκάλ (ένα πρώιμο όργανο με χαμηλό ήχο) στην «κολασμένη ορχήστρα», όταν ο Ορφέας εισέρχεται στην Κόλαση. Η επαναστατική προσέγγιση του Μοντεβέρντι στο μουσικό δράμα επηρέασε όλους τους επόμενους συνθέτες.
Χαίντελ
Ο Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ (1685-1759) είναι κυρίως γνωστός για τα θρησκευτικά του ορατόρια, όμως στην εποχή του οι όπερές του κυριαρχούσαν στο Λονδίνο.
Συνέθεσε 42 όπερες, με χαρακτηριστικά μεγάλη διάρκεια. Πολλές, όπως ο «Ιούλιος Καίσαρας», διαρκούν πάνω από τρεις ώρες. Παρά τη διάρκειά τους και το υψηλό επίπεδο καλλιτεχνικής δεξιοτεχνίας τους, τις έγραφε συνήθως σε εκπληκτικά σύντομο χρονικό διάστημα. Ο «Ταμερλάνος», με ήρωα τον ομώνυμο Τούρκο κατακτητή, είναι μία από τις μεγαλύτερες σε διάρκεια όπερές του και γράφτηκε σε μόλις τρεις εβδομάδες.
Ο Χαίντελ είναι γνωστός για το ύφος των da capo άριές του. Αυτό συμβαίνει όταν μια μελωδία εισάγεται, εμπλουτίζεται και στη συνέχεια επαναλαμβάνεται. Τα μελίσματα (μονές συλλαβές που τραγουδιούνται σε πολλαπλές νότες) δημιουργούν μια παράσταση που κόβει την ανάσα.
Όπως και ο Μοντεβέρντι, ο Κρίστοφ Βίλλιμπαλντ φον Γκλουκ (1714-1787) δεν είναι ευρέως γνωστός. Είναι πιθανό να είναι γνωστός μόνο στους λάτρεις της όπερας. Η σχετική του αφάνεια, ωστόσο, δεν αναιρεί τις σημαντικές καινοτομίες του.
Όπως και ο Μοντεβέρντι, ο Γκλουκ επέλεξε τον Ορφέα ως θέμα του μεγαλύτερου αριστουργήματός του. Στο έργο «Ορφέα και Ευριδίκη», προτίμησε ένα πιο απλουστευμένο ύφος, επαναστατώντας ενάντια στα περίτεχνα στοιχεία του Χαίντελ, και περιόρισε γενικά τις παραστάσεις στα πιο ουσιώδη στοιχεία τους, εστιάζοντας στα έντονα συναισθήματα. Οι μινιμαλιστικές του μεταρρυθμίσεις είχαν μεγάλη επιρροή στον νεότερο σύγχρονό του Μότσαρτ.
Μότσαρτ
Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1756-1791) συναγωνίζεται τον Μπετόβεν ως ο δημοφιλέστερος συνθέτης όλων των εποχών. Στον τομέα της όπερας, όμως, δεν υπάρχει σύγκριση: Οι ιστορικοί της μουσικής τον θεωρούν σχεδόν καθολικά ως τη μεγαλύτερη μορφή του είδους. Ενώ οι περισσότεροι συνθέτες όπερας έχουν ένα ή δύο αριστουργήματα, ο Μότσαρτ μπορεί να υπερηφανεύεται για επτά. Όπως ο Σαίξπηρ, και σε αντίθεση με οποιονδήποτε άλλον σε αυτόν τον κατάλογο, ήταν δεξιοτέχνης τόσο της τραγωδίας όσο και της κωμωδίας.
Σύμφωνα με την Operabase.com, ο Μότσαρτ έγραψε τρεις από τις δέκα κορυφαίες όπερες με τις περισσότερες παραστάσεις, από τότε που ο ιστότοπος άρχισε να καταρτίζει στατιστικά στοιχεία το 1996. Πρόκειται για τα «Ντον Τζοβάννι», «Ο γάμος του Φίγκαρο» και «Ο μαγικός αυλός». Η τελευταία κατέχει τη δεύτερη θέση, με 21.295 παραστάσεις (ακριβώς πίσω από την «Τραβιάτα» του Βέρντι). Πολλοί, ωστόσο, θεωρούν ότι ο «Φίγκαρο» είναι η «καλύτερη όπερα που γράφτηκε ποτέ».
Και όταν η κατάταξη γίνεται με βάση τον αριθμό των παραγωγών και όχι των παραστάσεων, ο Μότσαρτ είναι μακράν πρώτος, έχοντας ξεπεράσει τις 34.000.
Ροσσίνι
Προσωπογραφία του συνθέτη Τζοακίνο Αντόνιο Ροσσίνι (1792-1868), περ. 1830. Βρέθηκε στη συλλογή του Μουσείου Θεάτρου της Σκάλας. (Fine Art Images/Heritage Images/Getty Images)
Ο Τζοακίνο Ροσσίνι (1792-1868) έγραψε 39 όπερες. Η μεγαλύτερη επιτυχία του, «Ο κουρέας της Σεβίλλης», είναι η ένατη όπερα με τις περισσότερες παραστάσεις στη σύγχρονη εποχή. Υπήρξε εμπορική και κριτική επιτυχία κατά τη διάρκεια της ζωής του Ροσσίνι, αποσπώντας τους επαίνους ακόμη και του διαβόητα ευέξαπτου Μπετόβεν.
Ο Ροσσίνι κατέγραψε τη γνώμη του Γερμανού συνθέτη όταν πήγε στο σπίτι του, «μία σοφίτα τρομερά ακατάστατη και βρώμικη», όπου η βροχή έτρεχε από την οροφή. Εκεί, βρήκε έναν άνδρα να κάθεται σε «απροσδιόριστη θλίψη». Ο Μπετόβεν απευθύνθηκε στον Ροσσίνι με απαλή φωνή: «Αχ, Ροσσίνι, εσύ, ο συνθέτης του ‘Κουρέα της Σεβίλλης’; … Θα παίζεται όσο θα υπάρχει η ιταλική όπερα». Στη συνέχεια, τον συμβούλεψε να μη γράψει ποτέ τίποτα άλλο παρά opera buffa (κωμική όπερα), διαφορετικά «θα πρόδιδε το πεπρωμένου του».
Ο Ροσσίνι έγινε τόσο πλούσιος από τις κωμικές του όπερες, που αποσύρθηκε πριν από την ηλικία των 40 ετών. Έζησε άλλες τέσσερεις δεκαετίες.
Βάγκνερ
Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ (1813-1883) έγινε διάσημος για τα μουσικά δράματά του, με θέματα από τους γερμανικούς μύθους. Σε έργα όπως ο τετραμερής «Κύκλος του Δαχτυλιδιού», εξάλειψε τη διάκριση μεταξύ ρετσιτατίβου και άριας, δημιουργώντας συνεχή μουσική. Καινοτομίες του όπως η χρήση του λαϊτμοτίφ και η συσχέτιση μουσικών φράσεων με συγκεκριμένους χαρακτήρες και σημεία της πλοκής έχουν καθιερωθεί στην κινηματογραφική μουσική σήμερα.
Ο Βάγκνερ είναι ο πέμπτος πιο δημοφιλής συνθέτης όπερας, με περισσότερες από 27.000 καταγεγραμμένες παραστάσεις των έργων του.
Μπιζέ
Ο Ζορζ Μπιζέ, φωτογραφημένος από τον Ετιέν Καριά (1875). (Public Domain)
Ο Ζορζ Μπιζέ (1838-1875) έζησε μια τραγικά σύντομη ζωή. Είναι περισσότερο γνωστός για ένα κυρίως έργο, μέσω του οποίου όμως πέτυχε την αθανασία. Η «Κάρμεν» του (1875) είναι η τρίτη όπερα με τις περισσότερες παραστάσεις σήμερα, μετά τον «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ. Η απεικόνιση της ζωής της εργατικής τάξης από τον Μπιζέ σηματοδότησε ένα πιο ρεαλιστικό ύφος, διαφοροποιημένο από την οπερατική παράδοση.
Βέρντι
Αν κάποιος μπορεί να ανταγωνιστεί την κυριαρχία του Μότσαρτ στην όπερα, αυτός είναι ο Τζουζέπε Βέρντι (1813-1901). Όπως και ο Μότσαρτ, πολλά από τα έργα του παίζονται συχνά ακόμη και σήμερα. Το πιο δημοφιλές από αυτά, η «Τραβιάτα», παίζεται περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη όπερα στη σύγχρονη εποχή. Με 21.389 παραστάσεις, προηγείται του «Μαγικού αυλού» του Μότσαρτ. Ο «Ριγκολέττο» βρίσκεται επίσης στη λίστα με τις 10 κορυφαίες όπερες, στο νούμερο 10.
Όσον αφορά τον αριθμό παραστάσεων, ο Βέρντι και ο Μότσαρτ βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο, όχι μόνο όσον αφορά τα μεμονωμένα έργα, αλλά συνολικά. Ακολουθά ο Τζάκομο Πουτσίνι.
Πουτσίνι
Ο Πουτσίνι (1858-1924) ενδέχεται να είναι ο τελευταίος μεγάλος συνθέτης όπερας. Αν και γράφτηκαν πολλές όπερες μετά το θάνατό του, το είδος έχασε σταδιακά την απήχηση που είχε στον κόσμο. Ένας λόγος γι’ αυτό είναι ότι οι κατοπινοί συνθέτες στράφηκαν σε πειραματισμούς που απευθύνονταν σε ένα εξειδικευμένο και μορφωμένο κοινό και δεν γράφονταν πλέον αξιομνημόνευτες μελωδίες.
Οι όπερες του Πουτσίνι είναι γεμάτες άριες με εξαίσιες, όμορφες μελωδίες που μένουν στο αυτί πολύ μετά το τέλος της παράστασης. Παρά την πληθωρικότητά τους, όμως, ο ακροατής δεν αισθάνεται ποτέ κορεσμένος.
Οι δημοφιλέστερες όπερές του, από τις δέκα που συνέθεσε, είναι τρεις: «Λα Μποέμ», «Τόσκα» και «Μαντάμα Μπατερφλάι» («Madama Butterfly»).
Η Σόντρα Ραντβανόφσκι τραγουδά άριες από όπερες του Πουτσίνι, στο «Σόντρα Ραντβανόφσκι: Πουτσίνι». (Robert Kusel)
Όλοι γνωρίζουν την ιδιοφυΐα του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ. Συγκριτικά λίγοι, όμως, γνωρίζουν ότι είχε μια μεγαλύτερη αδελφή, που ήταν επίσης εξαιρετικά ταλαντούχος μουσικός.
Στα νεανικά τους χρόνια, και τα δύο παιδιά γυρνούσαν μαζί την Ευρώπη και έδιναν παραστάσεις ενώπιον των υψηλών και ισχυρών. Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, η Μαρία Άννα Μότσαρτ επισκιάστηκε από τον λαμπρό αδελφό της. Το ταλέντο της αγνοήθηκε και, μέχρι πρόσφατα, ήταν σχεδόν ξεχασμένη. Τι συνέβη;
Δύο ταλαντούχα αδέλφια
Ο Λεοπόλδος Μότσαρτ (1719-87) και η σύζυγός του Άννα Μαρία (1720-78) απέκτησαν επτά παιδιά, αλλά τα πέντε πέθαναν σε βρεφική ηλικία. Από τα δύο επιζώντα παιδιά, η μοίρα του ενός είναι παγκοσμίως γνωστή. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος Βόλφγκανγκ Θεόφιλος Μότσαρτ, πιο γνωστός ως Βόλφγκανγκ Αμαντέους (1756-91), μεγάλωσε και έγινε ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες όλων των εποχών.
Πέντε χρόνια νωρίτερα, είχε γεννηθεί ένα άλλο παιδί: Η Μαρία Άννα Βαλμπούργκα Ιγκνάτια Μότσαρτ (1751-1829) ή, όπως την αποκαλούσε η οικογένειά της, Νάνερλ. Ο Λεοπόλδος, αυλικός συνθέτης, άρχισε να τη διδάσκει τσέμπαλο όταν ήταν 7 ετών και μάλιστα έφτιαξε γι’ αυτή μία συλλογή συνθέσεων, ταξινομημένες κατά σειρά δυσκολίας. Ο νεαρός «Βόλφερλ» (το παιδικό παρατσούκλι του Βόλφγκανγκ) παρακολουθούσε τα μαθήματα από την κούνια του, απορροφώντας το πρότυπο της αδελφής του. Όταν άρχισε και ο ίδιος να επιδεικνύει μουσικό ταλέντο, ο Λεοπόλδος αποφάσισε να αξιοποιήσει την εκπαίδευσή τους.
Πορτραίτο της Μαρίας Άννας σε παιδική ηλικία, το 1763. (Public Domain)
Περιοδεία στην Ευρώπη
Το καλοκαίρι του 1763, ολόκληρη η οικογένεια Μότσαρτ έκανε μία μεγάλη περιοδεία στην Ευρώπη, με εμφανίσεις σε πολλές μεγάλες πρωτεύουσες. Η Νάνερλ ήταν σχεδόν 12 ετών και ο Βόλφγκανγκ 7 ετών. Για να περνούν την ώρα τους στις μεγάλες διαδρομές με τις άμαξες, τα παιδιά δημιούργησαν ένα φανταστικό βασίλειο που ονόμασαν Das Konigreich Riicken (σε ελεύθερη απόδοση «Το Ανάποδο Βασίλειο» ή «Το Βασίλειο του Πίσω»).
Αυτός ο φανταστικός κόσμος δημιούργησε πολλές ιστορικές εικασίες. Τι ακριβώς ήταν αυτό το Ανάποδο Βασίλειο; Δυστυχώς, λίγες συγκεκριμένες λεπτομέρειες έχουν φτάσει σε εμάς πέρα από ένα ασαφές περίγραμμα. Όπως το περιγράφει η Τζέιν Γκλόβερ στο βιβλίο της «Οι γυναίκες του Μότσαρτ: Η οικογένειά του, οι φίλοι του, η μουσική του», γνωρίζουμε ότι επρόκειτο για ένα βασίλειο το οποίο συγκυβερνούσαν ως βασιλιάς και βασίλισσα ο Βόλφερλ και η Νάνερλ. Ο υπηρέτης τους Σεμπάστιαν έκανε μερικές φορές σχέδια γι’ αυτούς, εμπνευσμένα από όλα τα παλάτια, τα βασιλικά δικαιώματα και τη χλιδή που συναντούσαν στη μεγάλη τους περιοδεία. Προφανώς, ήταν μια διέξοδος για τα παιδιά από το απαιτητικό πρόγραμμα των δημόσιων εμφανίσεών τους.
Καρμοντέλ, «Η οικογένεια Μότσαρτ σε περιοδεία: Λεοπόλδος, Βόλφγκανγκ και Νάνερλ», γύρω στο 1763. Υδατογραφία. (Public Domain)
Καθώς ταξίδευαν σε όλη την Ευρώπη, τα αδέλφια έπαιζαν μπροστά σε ακροατήρια πλούσιων τραπεζιτών, ευγενών και βασιλιάδων. Έδωσαν παραστάσεις για την αυτοκράτειρα Μαρία Τερέζα της Αυστρίας, τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΕ’ της Γαλλίας και τον βασιλιά Γεώργιο Γ΄ της Μεγάλης Βρετανίας. Στο Λονδίνο, ο πατέρας τους τους διαφήμισε και τους δύο ως «θαύματα της φύσης». Εκεί, έπαιξαν ακόμη και για κοινό της μεσαίας τάξης, στην ταβέρνα του Κόρνχιλ.
Ο Βόλφερλ θαύμαζε τη μεγαλύτερη αδελφή του, αλλά οι ικανότητές του ξεπερνούσαν τις δικές της και ο ίδιος κέρδιζε το πιο ενθουσιώδες χειροκρότημα. Του έβαζαν διάφορες δοκιμασίες, όπως το να παρέχει τη γραμμή του μπάσου σε μια δεδομένη μελωδία ή να αναγνωρίζει τους τόνους των κουδουνιών και των ρολογιών (εκτός από τα πιο συνηθισμένα όργανα). Αν και οι θεατές θαύμαζαν τις ικανότητες της Νάνερλ στα πλήκτρα, μαγεύονταν κυριολεκτικά από τον Βόλφγκανγκ.
Όταν η οικογένεια Μότσαρτ επέστρεψε τελικά στο Σάλτσμπουργκ, τρία χρόνια μετά την αναχώρησή της, η Νάνερλ παρέμεινε εκεί. Ήταν πλέον έφηβη, έχοντας ξεφύγει από την κατηγορία του «παιδιού-θαύματος». Στο Λονδίνο, ο Λεοπόλδος την έκανε να μοιάζει μικρότερη, έτσι ώστε ο κόσμος να εντυπωσιάζεται περισσότερο. Αλλά το παιχνίδι είχε πλέον τελειώσει.
Αποσύρεται από το προσκήνιο
Καθώς η φήμη του Βόλφγκανγκ μεγάλωνε, οι ικανότητες της Νάνερλ περνούσαν στην αφάνεια. Εκείνη και η μητέρα της διάβαζαν με φθόνο τα γράμματα του Λεοπόλδου και του Βόλφγκανγκ.
Στην αλληλογραφία μεταξύ του Βόλφγκανγκ και της Μαρίας Άννα εμφανίζονται περιστασιακά αναφορές στο Βασίλειο του Πίσω. Σε μια επιστολή με ημερομηνία 14 Αυγούστου 1773, ο Βόλφγκανγκ αποκαλεί τη Νάνερλ «βασίλισσά του».
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, όμως, αυτός ο φανταστικός κόσμος γινόταν όλο και πιο μακρινός για τη Νάνερλ. Η πραγματικότητα είχε εδραιωθεί για τα καλά. Περιορίστηκε να παραδίδει μαθήματα τσέμπαλου, να παίζει και να συνθέτει τα δικά της κομμάτια ιδιωτικά στο Σάλτσμπουργκ. Και όταν ο Βόλφγκανγκ βρήκε νέο σπίτι στη Βιέννη, έχασε το παιδικό της σύντροφο και συγκυβερνήτη του Ανάποδου Βασιλείου.
Όταν η μητέρα τους πέθανε το 1778, ο μόνος της σύντροφος ήταν ο γκρινιάρης Λεοπόλδος. Πάντα ήταν ευερέθιστη, αλλά τώρα ξέσπαγε σε κλάματα και φωνές συνεχώς. Το 1784 παντρεύτηκε έναν μεγαλύτερο της, τον χήρο Ιωάννη Βαπτιστή Φραγκίσκο φον Μπέρχτολντ τσου Ζόνενμπουργκ., ο οποίος είχε ήδη πέντε παιδιά του, και πήγε να ζήσει μαζί τους στο αυστριακό χωριό όπου ο σύζυγος της υπηρετούσε ως νομάρχης. Έτσι, σε ηλικία 33 ετών εξαφανίστηκε από την ιστορία της οικογένειας Μότσαρτ.
Πορτραίτο του συζύγου της Νάνερλ, Ιωάννη Βαπτιστή Φραγκίσκου φον Μπέρχτολντ τσου Ζόνενμπουργκ, από άγνωστο καλλιτέχνης, τέλη 18ου αιώνα. Μουσείο του Σάλτσμπουργκ. (Public Domain)
Νάνερλ η συνθέτις
Ωστόσο, επανεμφανίστηκε την επόμενη δεκαετία. Όταν πέθανε ο αδερφός της, την πλησίασαν οι βιογράφοι του, για να τους δώσει τις επιστολές και τις καταχωρήσεις ημερολογίου που είχε στην κατοχή της. Είναι χάρη στη Νάνερλ που γνωρίζουμε τόσες λεπτομέρειες για την πρώιμη ζωή του Βόλφγκανγκ , συμπεριλαμβανομένου του μυστηριώδους Βασιλείου του Πίσω.
Γνωρίζουμε επίσης ότι και η ίδια η Νάνερλ έγραψε μουσική, αφού ο Βόλφγκανγκ είχε επαινέσει τις συνθέσεις της σε ορισμένες από τις επιστολές του. Σε ένα γράμμα, με ημερομηνία 7 Ιουλίου 1770, την ενθάρρυνε, έχοντας λάβει το τραγούδι «Ψέματα» που εκείνη είχε γράψει: «Αγαπητή μου αδερφή! Με έκπληξη ανακαλύπτω ότι μπορείς να συνθέτεις τόσο απολαυστικά. Με μια λέξη, το τραγούδι σου «Ψέματα» είναι πολύ όμορφο. Πρέπει να συνθέτεις πιο συχνά.»
Ούτε αυτό το τραγούδι ούτε καμία άλλη μουσική που έγραψε δεν έχει επιβιώσει. Πρόσφατα, όμως, ένας Αυστραλός καθηγητής μουσικής, ο Μάρτιν Τζάρβις, κατέληξε σε διαφορετικό συμπέρασμα. Αφού διεξήγαγε σχολαστικές επιστημονικές αναλύσεις των χειρογράφων του Μότσαρτ, ισχυρίστηκε ότι δύο από τα πέντε κοντσέρτα για βιολί του Βόλφγκανγκ, με διαφορετικό γραφικό χαρακτήρα, μπορεί να γράφτηκαν από τη Νάνερλ.
Η Νάνερλ στα μυθιστορήματα
Δυστυχώς, πιθανότατα δεν θα μάθουμε ποτέ πώς ακουγόταν η μουσική της Νάνερλ. Και ενώ δεν υπάρχουν βιογραφίες της Μαρίας Άννας Μότσαρτ, υπήρξαν αρκετές μυθιστορηματικές μεταφορές της ζωής της, ακόμη και μια ταινία.
Το πιο πρόσφατο από αυτά τα μυθιστορήματα, και το πιο ιδιαίτερο, είναι το «Το Βασίλειο του Πίσω» (The Kingdom of Back) της Μαρί Λου. Γράφοντας από την οπτική του Νάνερλ, η Λου επικεντρώνει την ιστορία της γύρω από τον φανταστικό κόσμο που τα δύο παιδιά-θαύματα δημιούργησαν μαζί:
«Θα πρέπει να δώσουμε ένα όνομα στο βασίλειο», ανακοίνωσε ο Βόλφερλ. […] «Ας το ονομάσουμε «Το Βασίλειο του Πίσω», δήλωσε.
«Τι περίεργο όνομα», ψιθύρισα. «Γιατί;»
Ο Βόλφερλ φαινόταν ευχαριστημένος με τον εαυτό του. «Επειδή είναι όλα ανάποδα, έτσι δεν είναι;» απάντησε. «Τα δέντρα στέκονται στα κεφάλια τους, το φεγγάρι βρίσκεται που έπρεπε να έχει ήλιο.»
Η ιστορική μυθοπλασία της Μαρί Λου, για την αδερφή του Μότσαρτ, Νάνερλ.
Καθώς η ιστορία εξελίσσεται, πραγματικά ιστορικά γεγονότα συνυφαίνονται με έναν όλο και πιο περίτεχνο κόσμο φαντασίας, «ένα όνειρο με ομίχλη και αστέρια, πρίγκιπες των νεράιδων και βασίλισσες της νύχτας». Καθώς η «άλλη Μότσαρτ» παραγκωνίζεται από το ταλέντο του αδελφού της, το «Βασίλειο του Πίσω» αναλαμβάνει να συμβολίσει τις εσωτερικές της συγκρούσεις, αντανακλώντας τους αγώνες και τις επιθυμίες της.
Οι φανταστικές αφηγήσεις της Λου και άλλων μυθιστοριογράφων είναι η πληρέστερη εικόνα που μπορούμε να έχουμε πιθανότατα για τα επιτεύγματα και τους εσωτερικούς αγώνες της Μαρίας Άννας Μότσαρτ. Αλλά παρόλο που η ιστορία της παραμένει ένα από τα μεγάλα «Και αν…;», τα επιτεύγματα της αναγνωρίζονται επιτέλους στην εποχή μας. Δεν είναι πια ένα ξεχασμένο θαύμα.
Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1874, σε μια από τις τάξεις του Ωδείου της Μόσχας, έγινε η πρεμιέρα ενός κοντσέρτου για πιάνο, το οποίο έμελλε να γίνει ένα από τα πιο δημοφιλή και αναγνωρισμένα μουσικά έργα. Το ερμήνευσε ο συνθέτης για δύο ακροατές: τον καλύτερο πιανίστα εκείνης την εποχή στη Ρωσία και έναν καθηγητή θεωρίας μουσικής.
Η γρήγορη τριπλή μελωδία της ορχήστρας και οι βροντερές συγχορδίες πιάνου ενσάρκωνε την ίδια την ουσία του κοντσέρτου για πιάνο της ρομαντικής εποχής, τελείως διαφορετικής από αυτήν των κοντσέρτων της κλασικής εποχής, τα οποία χαρακτηρίζονταν από ανταλλαγή θεμάτων μεταξύ ορχήστρας και σολίστ.
Ο συνθέτης δεν ήταν πολύ καλός πιανίστας, και ήθελε τη γνώμη ενός βιρτουόζου για την πρακτικότητα της παρτιτούρας του. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι το μέρος του πιάνου ήταν «εύκολο να παιχτεί», ότι ήταν «πιανιστικό» και σύμφωνο με τη φύση του οργάνου και τις δυνατότητες των ερμηνευτών.
Ο Τσαϊκόφσκι – γιατί αυτός ήταν ο συνθέτης – έπαιξε την πρώτη κίνηση στο πιάνο και περίμενε τα σχόλια του πιανίστα. Ο φίλος του, Νικολάι Ρουμπινστάιν, ξέσπασε οργισμένος εναντίον της: άχρηστη και ανέφικτη, με ασύνδετα κομμάτια, τόσο αδέξια, τόσο άσχημα γραμμένα, πέραν κάθε σωτηρίας, είναι μερικά μόνο από τα σχόλια του διάσημου πιανίστα. Ο Ρουμπινστάιν ξεκαθάρισε ότι η συναυλία δεν είχε μέλλον.
Ο Νικολάι Ρουμπινστάιν ήταν στενός φίλος του Τσαϊκόφσκι. (φωτογραφία του 1872). (Public Domain)
Κι όμως… αυτό το κονσέρτο για πιάνο Νο. 1 σε Σι ύφεση ελάσσονα κατέχει κεντρική θέση στο πιανιστικό και ορχηστρικό ρεπερτόριο για περισσότερο από έναν αιώνα. Ευτυχώς, ο συνθέτης αποφάσισε να αγνοήσει την κριτική του Ρουμπινστάιν και προχώρησε στην ενορχήστρωση της μουσικής, που έκανε πρεμιέρα στη Βοστώνη, με τον Χανς φον Μπούλοφ στο πιάνο.
Τι κάνει αυτό το κομμάτι τόσο ξεχωριστό; Θα το αναλύσουμε βήμα προς βήμα, με αναφορές στην εκτέλεση του 2014 της Μάρθα Άργκεριχ με τον Τσαρλς Ντουτουά υπό την Ορχήστρα Νέων του Φεστιβάλ Βερμπιέ.
Η πρώτη κίνηση, Allegro non troppo e molto maestoso («Γρήγορα, αλλά όχι πολύ γρήγορα, και πολύ μεγαλοπρεπώς»), ξεκινά στο 0:15 με ένα θέμα τόσο οικείο που πολλοί το αναγνωρίζουν χωρίς να ξέρουν από πού προέρχεται. Η γρήγορη τριπλή μελωδία της ορχήστρας και οι βροντερές συγχορδίες στο πιάνο έχουν καταλήξη να αποτελούν την ίδια την ουσία του ρομαντικού κοντσέρτου για πιάνο, σε αντίθεση με τις πιο αναλυτικές πρώτες κινήσεις των κλασικών κοντσέρτων.
Δύο πράγματα ξεχωρίζουν στο θέμα της έναρξης, ένα περίεργο και ένα απλά αινιγματικό. Το μυστήριο είναι ότι το θέμα δεν βρίσκεται στη δηλωμένη τονικότητα της παρτιτούρας Σι ύφεση ελάσσονα, αλλά στη σχετική μείζονα Ρε ύφεση. Είναι ‘συγγενείς’ γιατί έχουν την ίδια βασική υπογραφή – σε αυτήν την περίπτωση και τα δύο έχουν πέντε υφέσεις: Σι, Μι, Λα, Ρε, δολ.
Αλλά το πιο περίεργο είναι ότι αυτό το αξιομνημόνευτο θέμα που μένει στο αυτί, αυτή η παγκοσμίου φήμης μελωδία που όλοι γνωρίζουν, είναι απλώς μια εισαγωγή. Μετά την ολοκλήρωση και τη σύντομη επεξεργασία από τον Τσαϊκόφσκι (στο 3:38), ακούμε αμέσως τα κόρνα να ακούγονται σε έναν μόνο τόνο, ακολουθούμενα από απαλά μεταβατικά μέτρα του πιάνου και των τρομπέτων, μεταβαίνοντας επιτέλους σε ένα νέο τέμπο (Allegro con spirito ή «Γρήγορα και ζωηρά») και το κύριο θέμα της κίνησης, μια μελωδία που ονομάζεται ουκρανική μελωδία (στο 4:35). Η περίφημη εισαγωγή δεν ξαναακούγεται.
Το εισαγωγικό θέμα για το πιάνο. Η αρχική παρτιτούρα εκτελέστηκε στις 25 Οκτωβρίου 1875, στη Βοστώνη, με μαέστρο τον Μπέντζαμιν Τζόνσον Λανγκ και ερμηνευτή τον Χανς φον Μπούλοφ. (Public Domain)
Στο 6:15, τα ξύλινα πνευστά (που ευνοούνται από τον Τσαϊκόφσκι για το χρώμα και τη ζεστασιά τους) εισάγουν ένα δεύτερο, μελαγχολικό θέμα, το οποίο πιάνει το πιάνο και το παίζει με μια απλότητα που έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με αυτό που έχει προηγηθεί. Στο 7:03, η ορχήστρα παρουσιάζει το θέμα του κλεισίματος. Η υπόλοιπη κίνηση αναπτύσσει αυτά τα τρία θέματα.
Στο 16:14, το πιάνο ξεκινά μία τρίλεπτη καντέντσα (ασυνόδευτο σόλο), που οδηγεί σε επανάληψη του τελευταίου θέματος, καταλήγοντας σε αστραφτερές διπλές οκτάβες. Η εισαγωγή περιελάμβανε μία μίνι καντέντσα με διπλές οκτάβες – οι οποίες εμφανίζονται όταν ο πιανίστας καλείται να παίξει γρήγορες οκτάβες και με τα δύο χέρια. Αν οι οκτάβες με το ένα χέρι με ταχύτητα αστραπής είναι απαιτητικές, οι γρήγορες οκτάβες και με τα δύο χέρια είναι σημάδι εξαιρετικής δεξιοτεχνίας.
Αντιθέσεις και περισσότερες οκτάβες
Στο 20:38, η δεύτερη κίνηση, με την ένδειξη Andante semplice, δηλαδή αργό τέμπο, ξεκινά με μια σόλο μελωδία φλάουτου, την οποία παίρνει ο πιανίστας, αλλάζοντας μία νότα και διατηρώντας και αναπτύσσοντας την υπόλοιπη μελωδία. Η ήρεμη μελωδία ξεσπά στο prestissimo («όσο το δυνατόν πιο γρήγορα») στο 23:56, επιστρέφοντας στο 25:45 μετά από μια άλλη καντέντσα, απαλή και στοχαστική, που δημιουργεί την εντύπωση της επιστροφής στο σπίτι μετά από μια θυελλώδη μέρα.
Το τελικό μέρος ξεκινά στο 27:39, με τη σημείωση Allegro con fuoco ή «Γρήγορα, με ορμή» και οι έντονες πινελιές στη δεύτερη γραμμή αυτής της εξαγριωμένης μελωδίας τριπλών ρυθμών – εμπνευσμένης και πάλι από τη λαϊκή ουκρανική μουσική – τροφοδοτούν κυριολεκτικά τη μουσική ένταση, που σβήνει με μια μελωδία που θυμίζει βαλς στο 28:41,ενώ στο 30:01 μπαίνει ένα στροβιλιζόμενο θέμα κλεισίματος. Και τα τρία θέματα συνδυάζονται και παραλλάσσουν, μέχρι το κοντσέρτο να τελειώσει με ακόμη πιο ζωηρές διπλές οκτάβες.
Ο Τσαϊκόφσκι έγραψε αργότερα ένα δεύτερο κονσέρτο για πιάνο και μέρος ενός τρίτου, αλλά τίποτα δεν μπορεί να ξεπεράσει τη δημοτικότητα του «αδύνατου» έργου του για βιρτουόζο πιανίστα και ορχήστρα.
Φωτογραφικό πορτραίτο του Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι από τον Έμιλ Ρόιτλινγκερ, περ. 1888.
Το Shen Yun Performing Arts (Σεν Γιουν) έφτασε στην ιστορική πόλη Τουρ της Γαλλίας στις 8 Φεβρουαρίου. Τα εισιτήρια και για τις πέντε παραστάσεις του στην πόλη είχαν εξαντληθεί μισό μήνα πριν. Το κοινό θαμπώθηκε από την τέχνη και τις βαθιές πνευματικές αξίες του Shen Yun.
Ο Ντανιέλ Μπαρμπιέ, πρώην αντινομάρχης, είπε: «Είναι συγκλονιστικό, είναι πολύ ρευστό. Είναι μια εξαιρετική παράσταση. Δεν έχουμε συνηθίσει να το βλέπουμε αυτό στην Γαλλία. Ειδικά αφού όλοι οι χοροί γίνονται με εξαιρετική προσοχή. Είναι εξαίσιο. Είναι μια παράσταση που αξίζει να τη δεις ξανά και ξανά, νομίζω».
Ο Μισέλ Τρεχάρ, ιδρυτής εταιρείας συμβούλων, δήλωσε: «Είναι εξαιρετικό. Είναι πολύ εντυπωσιακό, πολύχρωμο επίσης. [Οι χορευτές] είναι γεμάτοι χάρη, αλλά και δύναμη ταυτόχρονα».
Ο Ντιέγκο Μομπέλλι, διευθυντής μηχανικός, είπε: «Αυτά είναι δυνατά συναισθήματα, πράγματα που δεν νιώθεις κάθε μέρα! Είναι κάτι εξαιρετικό. Είναι ομορφιά, είναι μεγάλες αξίες. Είναι η ιστορία της Κίνας. Είναι πολύ βαθύ και αγγίζει την καρδιά».
Ο Φιλίπ Μπλανσάρ, ιδιοκτήτης επιχείρησης, είπε: «Μου αρέσουν πολύ οι αξίες που μεταφέρει αυτή η παράσταση. Εκτός από τους χορευτές, τους μουσικούς και τη γοητεία, δεν έλειψαν και οι ανθρωπιστικές αξίες που μεταφέρθηκαν. Οι αξίες εξηγήθηκαν καλά κατά τη διάρκεια της παράστασης, [μεταφέροντας το μήνυμα ότι] δεν πρέπει να χάσουμε τις παραδόσεις και τις πνευματικές μας αξίες».
Εκτός από τα πνευματικά μηνύματα της εκπομπής, το κοινό θαύμασε επίσης την τέχνη του Shen Yun.
«Θα του έδινα 20 στα 10! […] Έχετε έναν εξαιρετικό και δυνατό ήχο. Είναι καλό που δεν υπήρχαν γυάλινα παράθυρα στην αίθουσα, γιατί θα είχαν σπάσει όλα!», είπε ο κος Μπαρμπιέ.
«Το επίπεδο είναι υψηλότατο. Ο συντονισμός είναι άψογος. Είναι όμορφο να βλέπεις τον συνδυασμό της οθόνης, των ανθρώπων και των χορών. Είναι πολύ κομψό και τέλεια συγχρονισμένο», δήλωσε ο κος Μομπέλλι.
«Ήμουν σε κατάσταση απορίας, σαν ένα παιδί γεμάτο δέος», είπε ο κος Τρεχάρ.
«Μπορείς να νιώσεις τη θετική ενέργεια, μαζί με ισχυρή αποφασιστικότητα και μια όμορφη παράδοση. Η ιστορία της Κίνας είναι εκεί, στη σκηνή, και είναι σημαντική. Δυστυχώς, δεν υπάρχει πλέον στην Κίνα σήμερα, αλλά συνεχίζει να υπάρχει χάρη σε θιάσους όπως το [Shen Yun]», είπε ο κος Μπλανσάρ.
«Ζούμε σε έναν τρελό κόσμο. Όταν έρχεσαι να δεις μια τέτοια παράσταση, είναι καταπραϋντικό. Σου προσφέρει μια στιγμιαία απόδραση, επιτρέποντάς σου να ξεχάσεις, για λίγο, όλες τις φρικαλεότητες που συμβαίνουν στον κόσμο», είπε ο κος Μπαρμπιέ.
«Η παράσταση είναι πολύ σημαντική γιατί μας δίνει δύναμη στην καθημερινότητά μας. Μπορεί να μας βοηθήσει να λύσουμε πολλά προβλήματα, να ξεχάσουμε τη ρουτίνα για μια στιγμή και να ‘ξαναφορτίσουμε τις μπαταρίες μας’», είπε ο κος Μομπέλλι.
«Το να μην χάνουμε τις αξίες και τις παραδόσεις μας – νομίζω ότι αυτό είναι το πιο ισχυρό μήνυμα που μεταφέρει αυτή η παράσταση. Ένας πολιτισμός χιλιετιών που δεν πρέπει να ξεχαστεί. Και πιστεύω ότι θα νιώσετε βαθιά συγκίνηση μετά την παράσταση. Σας ευχαριστώ, Shen Yun», είπε ο κος Μπλανσάρ.
NTD News, Tουρ, Γαλλία
Το NTD είναι χορηγός μέσων ενημέρωσης του Shen Yun Performing Arts, καλύπτοντας τα σχόλια του κοινού από το 2006.
Η Χριστίνα Παντελή, διακεκριμένη πιανίστα, έχει στο ενεργητικό της πολυάριθμα ρεσιτάλ στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, όπως Αυστρία, Ελβετία, Γαλλία, Αμερική, Τουρκία, Λονδίνο, Ιταλία, Γερμανία, Ουκρανία, καθώς και συναυλίες μουσικής δωματίου με έγχορδα και πνευστά, δύο πιάνα, φωνή, με αρκετές μεταγραφές από την ίδια.
Ως σολίστ έχει συμπράξει με ελληνικές και ξένες ορχήστρες σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Έχει ηχογραφήσει επανειλημμένως για την Ελληνική Ραδιοφωνία και οι ηχογραφήσεις της έχουν αναμεταδοθεί από το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ και ανάλογους σταθμούς σε Καναδά, Νότια Αφρική, Ιταλία και Ρωσία.
Συχνά ερμηνεύει έργα Ελλήνων συνθετών, πολλά από αυτά αφιερωμένα στην ίδια, και έχει δυο δισκογραφικές δουλειές με έργα τους για σαξόφωνο και πιάνο με τις εταιρείες Acroasis και NAXOS.
Μετά τις σπουδές της σε Αθήνα, Παρίσι και Σικάγο, διακρίσεις και βραβεία, επέστρεψε στην Αθήνα όπου και δραστηριοποιείται όχι μόνο καλλιτεχνικά αλλά και στον τομέα της διδασκαλίας, συνεισφέροντας στην δημιουργία νέων μουσικών που διαπρέπουν ήδη σε Ελλάδα και εξωτερικό.
Όπως λέει και η ίδια: «Η καλλιτεχνική μου υπόσταση δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί εάν δεν μετέδιδα τις όποιες γνώσεις μου. Οι μαθητές μου αποτελούν ενα μεγάλο μέρος της ζωής μου για το οποίο αξίζει να νιώθω περήφανη.»
Με αφορμή την επέτειο των 150 χρόνων από τη γέννηση του Μωρίς Ραβέλ (7 Μαρτίου 1875), του μεγάλου Γάλλου συνθέτη, η Χριστίνα Παντελή συμπράττει με τρεις ακόμη πιανίστες – τον Γρηγόρη Ιωάννου, τον Δημήτρη Καρύδη και τον Πέτρο Μόσχο – για να μας παρουσιάσουν τα άπαντα έργα του για 2 πιάνα και 4 χέρια, το Σάββατο 22 Φεβρουαρίου, στις 20:30, στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός».
Η συναυλία έχει ήδη παρουσιαστεί στην Κρήτη – στο Ηράκλειο και τα Χανιά – καθώς η προετοιμασία της έγινε σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Πιάνου Ηρακλείου
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Epoch Times, η Χριστίνα Παντελή περιγράφει τις προκλήσεις, αλλά και τις χαρές της πιανιστικής καταβύθισης στον κόσμο του Ραβέλ, για την επιρροή του στους σύγχρονους συνθέτες και για την ιδιαίτερη βραδιά προς τιμήν του μεγάλου συνθέτη.
Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις στην ερμηνεία της μουσικής του Ραβέλ;
Το να αναμετρηθεί κάνεις με έναν σύνθετη του ιμπρεσσιονισμού σίγουρα δεν είναι κάτι εύκολο και σίγουρα αυτό είναι από μόνο του μια πρόκληση. Η παλέτα χρωμάτων, ήχων και δεξιοτεχνίας είναι αρκετά διευρυμένη, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για έργα που αφορούν ορχήστρα όπως αυτά που θα ερμηνεύσουμε το Σάββατο, στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός». Οπότε θα έλεγα πως η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να μπορέσει κανείς να αποδώσει τα χρώματα μιας ορχήστρας στο πιάνο. Κι όταν λέω χρώματα εννοώ φυσικά την αρμονική του πλευρά, που τον χρήζει ηγέτη του ιμπρεσσιονισμού μαζί με τον Ντεμπυσσύ.
Πώς προσεγγίζετε τη λεπτομέρεια και την αίσθηση του ήχου που απαιτεί το ρεπερτόριό του;
Με σεβασμό στην παρτιτούρα είναι το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό. Η παρτιτούρα είναι η εντολή που δίνει ο συνθέτης για να αναδειχθεί το έργο του. Μπορεί αυτό να ακούγεται στείρο ή σαν γρίφος, όμως πίσω από κάθε σημάδι σημειογραφίας κρύβεται όλη η αλήθεια του συνθέτη. Κι αυτή η αναζήτηση από τον καλλιτέχνη, τού να αποκωδικοποιήσει ένα έργο, καθώς και η αίσθηση ότι γίνεται αρωγός για να επικοινωνήσει όσο το δυνατόν πιο κοντά στην πραγματικότητα της μια παρτιτούρα, αυτό ακριβώς είναι και η έμπνευση μας! Όλη αυτή η αναζήτηση, βέβαια, απαιτεί αφοσίωση και πολλές ώρες μελέτης.
Πώς βλέπετε τη σχέση μεταξύ τεχνικής και ερμηνείας στη μουσική του Ραβέλ;
Μα αυτές οι δύο έννοιες, τεχνική και ερμηνεία, δεν είναι αποκομμένες. Αντιθέτως, το ένα εξυπηρετεί το άλλο. Αυτό ισχύει για όλους τους συνθέτες. Ακόμη κι όταν μελετάμε τεχνικές σπουδές, εάν δεν τις αντιμετωπίσουμε υπό το πρίσμα της μουσικότητας και της ερμηνείας, τότε το αποτέλεσμα είναι αδύναμο. Τώρα, στον Ραβέλ, αν για μια στιγμή ξεχωρίσουμε τις δύο αυτές έννοιες τότε, ναι, τα συγκεκριμένα έργα είναι υψηλών προδιαγραφών από τεχνικής απόψεως, όμως δεν πρέπει να σταθούμε εκεί. Οι άλλοτε μικρές και οι άλλοτε μεγάλες γραμμές του οφείλουν να είναι ξεκάθαρες στον ακροατή. Οι φράσεις του άλλοτε ελαφριές κι άλλοτε πιο στιβαρές, άλλοτε πυκνές σε γραφή, δημιουργώντας μια θολή ατμόσφαιρα – καθαρό στοιχείο του ιμπρεσσιονισμού αυτό, βέβαια – κι άλλοτε αραιές, που λες πόση μοναξιά μπορεί να σηκώσει μια νότα άραγε; Το ίδιο ισχύει και για τον ρυθμό του… Συνήθως, ο «ρυθμικός οπλισμός» του είναι σχετικά απλός, θα δεις 4/4, 3/4… όμως έχει την ικανότητα να συνδυάζει μια όχι και τόσο αντιστικτική πολυρυθμία – όπως μεταγενέστεροι συνθέτες – στο εσωτερικό του, που σίγουρα όμως απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή από τον ερμηνευτή.
Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με το έργο του και πώς έχει εξελιχθεί η σχέση σας με τη μουσική του με την πάροδο των χρόνων;
Όλοι μας κάπου εκεί στην ανωτέρα σχολή του πιάνου ανακαλύπτουμε τον Ραβέλ. Είτε ως ακροατές είτε ως ερμηνευτές. Νομίζω πως όλοι, το βλέπω και από τους μαθητές μου αυτό, όταν ερχόμαστε για πρώτη φορά σε επαφή με την πεντατονικη κλίμακα αισθανόμαστε μια ευφορία! Και στην αρχή σίγουρα αντιμετωπίζουμε τον Ραβέλ με μια ελαφρότητα, όμως μεγαλώνοντας καταφέρνουμε – ελπίζω – να δούμε πιο βαθιά και να κατανοήσουμε την αρμονία του με την πολυπλοκότητα της.
Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο έργο του Ραβέλ που σας αγγίζει ιδιαίτερα και γιατί;
Εάν με ρωτούσατε πριν την προετοιμασία αυτής της συναυλίας θα σας έλεγα το Mirroir ή το Gaspar de la nuit. Χωρίς να θέλω να αναιρέσω αυτές μου τις επιλογές, θα σας πω ότι το Introduction et Allegro αυτήn τη στιγμή είναι το αγαπημένο μου. Έχει μια ‘ευαίσθητη’ δυναμική. Είναι την ίδια στιγμή εύθραυστο και δυνατό. Αλλάζουν τόσο γρήγορα οι δυναμικές του, οι ιδέες του, το τέμπο του, που το βρίσκω συναρπαστικό!
Υπάρχουν σύγχρονοι συνθέτες που θεωρείτε ότι ακολουθούν την αισθητική του Ραβέλ;
Οπωσδήποτε! Πρωτίστως οι περισσότεροι συνθέτες κινηματογραφικής μουσικής διεθνώς έχουν στηριχτεί στον Ραβέλ , όπως και στον Ντεμπυσσύ. Τώρα, εάν εννοείτε πιο ακαδημαϊκούς συνθέτες, δεν θα έλεγα ότι ακολουθούν, εμφανώς τουλάχιστον, την αισθητική του. Έχουν σίγουρα όμως την επιρροή του. Η χρήση της ορχήστρας που έχει κάνει ο Ραβέλ είναι αριστουργηματικη και υποδειγματική.
Ποια είναι η διαδικασία προετοιμασίας σας για μια τόσο απαιτητική συναυλία; Πώς συνεργάζεστε με τους άλλους μουσικούς;
Στην αρχή, ο καθένας μας περνάει τη μοναχική του περίοδο. Αυτή που ο καθένας μελετά μόνος του. Κι ύστερα, έρχεται η μαγική στιγμή του παντρέματος, η οποία είναι σχεδόν θυελλώδης. Όσο κι αν ‘ακούς’ τι παίζει ο άλλος, όσο μελετάς μόνος δεν είναι σίγουρα το ίδιο με το να γίνει πράξη. Και αυτό γιατί ο κάθε ερμηνευτής έχει τη δική του προσωπικότητα που τον κάνει ξεχωριστό. Το «ντούο» είναι ένα είδος σχέσης, ούτως ή άλλως. Η μουσική δωματίου γενικά είναι ένα είδος ‘σχέσης’. Πόσο μάλλον όταν είσαι στο ίδιο όργανο. Αυτό έχει και τα καλά του αλλά και τα λίγο – όχι αρνητικά του – αλλά θα πω τα πιο δύσκολα του. Πρωτίστως, ο συνεργάτης σου στο ίδιο όργανο σε καταλαβαίνει όσο κανένας άλλος. Έπειτα, όμως, πρέπει να ξέρεις πολύ καλά πότε να κάνεις πίσω και πότε βγαίνεις μπροστά, ακριβώς γιατί έχετε τον ίδιο ήχο οργάνου, που ναι μεν πρέπει να μπορεί να ηχεί σαν ένα όργανο κι όχι δυο, αλλά οφείλει και να ξεχωρίζει κιόλας. Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα.. Γιατί μιλάμε για απόλυτο έλεγχο ήχου και τέμπο.
Τώρα, όσον αφορά τους συνοδοιπόρους σε αυτήν τη βραδιά, το μόνο που έχω να πω είναι ότι θαυμάζω απεριόριστα τον καθένα ξεχωριστά. Και νομίζω πως υπάρχει τόση αλληλοεκτίμηση που αυτή η συνεργασία θα μας μείνει αξέχαστη. Κατ’ αρχάς, δεν είμαστε μόνο συνεργάτες. Είμαστε και φίλοι. Και για μένα αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Οπότε νιώθω τυχερή μέσα σε αυτό. Να πω βέβαια, σε αυτό το σημείο, ότι δεν μένουμε όλοι στην ίδια πόλη… ο Γρηγόρης Ιωάννου, με τον οποίο μοιράζομαι τα τέσσερα χέρια και τα δύο πιάνα μένει στην Αυστρία, και ο Δημήτρης Καρύδης με τον Πέτρο Μόσχο στο Λονδίνο. Αυτό κι αν ήταν πρόκληση στη συγκεκριμένη διαδικασία… Όμως τέλος καλό, όλα καλά!
Εδώ, βέβαια, θα ήθελα να προσθέσω πως όλη αυτή η συνεργασία οφείλεται στην ιδέα των ιδρυτών του Φεστιβάλ Πιάνου Ηρακλείου, Δημήτρη Καρύδη και Πέτρου Μόσχου. Εξού και οι δύο συναυλίες στην Κρήτη, στο Πολιτιστικό Κέντρο Ηρακλείου και στην αίθουσα Μ. Θεοδωράκης στα Χανιά. Και αξίζει να πω πως χαίρομαι πάρα πολύ που βλέπω πως το αγαπημένο μου νησί, η Κρήτη, τα τελευταία χρόνια έχει κάνει σημαντικά βήματα στο τομέα του πολιτισμού, κυρίως στην κλασική μουσική. Και φυσικά ένα μεγάλο μέρος που αφορά το πιάνο οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο Φεστιβάλ, που με τόση φροντίδα και πολύ ωραίες ιδέες υποστηρίζουν οι ιδρυτές του εδώ και 6 χρόνια. Πραγματικά νιώθει κανείς σπουδαία να συμμετέχει στα πλαίσια αυτής της διοργάνωσης. Και είμαι και ιδιαίτερα χαρούμενη να παρακολουθώ την εξωστρέφεια αυτού του φορέα, που προέρχεται από την περιφέρεια, προς την Αθήνα, μιας και συνήθως γίνεται το αντίθετο. Τους εύχομαι και ελπίζω σύντομα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.
Πώς προέκυψε η ιδέα για την εντυπωσιακή και ασυνήθιστη σύμπραξη που θα αποδώσει το «Boléro» στο φινάλε;
Η ιδέα ήταν του Πέτρου Μόσχου. Εκεί που κάναμε πρόβα κάτι μας έλειπε. Ξέρετε, το «Boléro» είναι κατ’ εξοχήν ορχηστρικό έργο. Το ίδιο θέμα που αποδίδεται από διαφορετικά όργανα κάθε φορά, πυκνώνει σιγά σιγά και καταλήγει σε ένα υπέροχο κρεσέντο. Σε όλο αυτό, χαρακτηριστικό του είναι τα τύμπανα. Που η μεταγραφή τα αποδίδει στο πιάνο μεν, αλλά η αλήθεια είναι πως νιώθαμε ένα μικρό κενό. Δεν ήταν αδύναμη η μεταγραφή, όμως πρέπει να παραδεχτούμε τον σπουδαίο ρόλο των τυμπάνων σε αυτό το έργο. Και έτσι με πολλή μεγάλη χαρά υποδέχτηκαμε τον σπουδαίο μουσικό, συνθέτη και ντράμερ της τζαζ, Αλέξανδρο Δράκο Κτιστάκη, που μας έκανε την τιμή να δεχτεί. Ο ρόλος του είναι καταλυτικός. Δεν θέλω αποκαλύψω πολλά γιατί πραγματικά πρόκειται για μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή που είναι ωραίο να παραμείνει έκπληξη για τους ακροατές.
Τι συναισθήματα ελπίζετε να προκαλέσετε στο κοινό μέσα από την ερμηνεία σας;
Ελπίζουμε να παρασύρουμε τους ακροατές στις σκέψεις μας και να ταξιδέψουν νοερά μαζί μας. Και ίσως να χορέψουν ένα βαλς ή να παρασυρθούν από τους ισπανικούς ρυθμούς ή απλά να θαυμάσουν και να εκτιμήσουν τη μουσική του Μωρίς Ραβέλ. Προσωπικά, με αυτό θα είμαι πολύ ευχαριστημένη.
Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια, μετά από αυτήν τη συναυλία;
Έχω άλλη μια συναυλία για δύο πιάνα, αυτή τη φορά με τον Γιώργο Παναγιωτόπουλο, τον Μάιο και μετά θα αφιερωθώ σε ολόκληρο το πιανιστικό έργο του Ιωσήφ Παπαδάτου, το οποίο θα ηχογραφήσω αλλά και θα παρουσιάσω μέχρι τον επόμενο Δεκέμβριο. Αυτα είναι τα πιο άμεσα σχέδια… σίγουρα όμως θα προκύψουν κι άλλες συνεργασίες και συναυλίες για το επόμενο ακαδημαϊκό έτος, οπότε και ελπίζω με πολλή χαρά να τα ξαναπούμε. Σας ευχαριστώ πολύ.
Το 1899, όταν ο εξωτισμός ήταν της μόδας στο Παρίσι, ο έφηβος Μωρίς Ραβέλ δεν φείσθηκε κόπων και εξόδων για να παρακολουθήσει την Τέταρτη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού, που έλαβε χώρα στο Πεδίο του Άρεως (Champ de Mars). Μουσική από την Αμερική, την Ισπανία, το Μαρόκο και την Αίγυπτο είναι μόνο μερικά παραδείγματα της ηχητικής ποικιλίας που περιλάμβανε το φεστιβάλ.
Δεν έλειπε ούτε η μουσική από τη Ρωσία, με έργα συνθετών όπως ο Γκλίνκα και ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ, του οποίου το συμφωνικό του ποίημα «Σεχραζάτ» (1888) ήταν ήδη δημοφιλές στο ευρωπαϊκό κοινό. Όσον αφορά τον Ραβέλ συγκεκριμένα, το πρώιμο έργο του είχε επηρεαστεί έντονα από τον Ρώσο συνθέτη.
Δανειζόμενος τον τίτλο, δημιούργησε το πρώτο του αληθινό ορχηστρικό έργο, μια ουβερτούρα βασισμένη στις «Χίλιες και μία νύχτες» και τον αραβικό μύθο του Αντάρ. Αρχικά το ονόμασε Δεύτερη Συμφωνία, αλλά όταν έφτασε στην τρίτη εκδοχή της σύνθεσης το 1891, το έργο μετονομάστηκε σε Συμφωνική Σουίτα. Εκείνη την εποχή, συναγωνιζόταν σε δημοτικότητα τη «Σεχραζάτ».
Ενώ ο Ραβέλ δούλευε για τα ρωσικά μπαλέτα στο Παρίσι, συνθέτοντας τη μουσική για το «Δάφνις και Χλόη» υπό το άγρυπνο βλέμμα του Ντιαγκίλεφ, κλήθηκε να γράψει μουσική για ένα θεατρικό έργο βασισμένο στην ιστορία του Αντάρ. Αντί να αρνηθεί την παραγγελία (λόγω του μπαλέτου στο οποίο εργαζόταν), επέλεξε μια άλλη λύση.
Αυτό που πρότεινε ήταν να ξαναδουλέψει το διάσημο κομμάτι του Ρίμσκι-Κόρσακοφ, να προσθέσει μερικά άλλα έργα από Ρώσους συναδέλφους του, καθώς και μερικές δικές του πρωτότυπες συνθέσεις. Το έργο έκανε πρεμιέρα στο Μόντε Κάρλο τον Ιανουάριο του 1910. Όχι μόνο ενσωματώθηκε η μουσική από τη Συμφωνική Σουίτα του, αλλά και αποσπάσματα από το «Μλάντα», δύο άλλα τραγούδια του Ρίμσκι-Κόρσακοφ και τμήματα της συμφωνικής ωδής του Φελισιάν Νταβίντ «Έρημος». Στις χορευτικές σκηνές εμφανίστηκε η Μάτα Χάρι!
Το 2010, ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Ορχήστρας της Λυών Φρανσουά Ντρου, επεδίωξε να βρει τη «χαμένη» παρτιτούρα του Ραβέλ, αλλά ήταν προφανές ότι η μουσική για τον «Αντάρ» δεν μπορούσε να παιχτεί χωρίς την ιστορία. Αποφασίσαμε ότι η διατήρηση της σειράς της μουσικής ήταν ζωτικής σημασίας για την κατανόηση της ενορχήστρωσης του Ραβέλ. Η συγγραφή μιας αφήγησης που θα έλεγε την ιστορία, καθώς η μουσική εξελισσόταν, ανατέθηκε στον Αραβο-Γάλλο ποιητή Αμίν Μααλούφ. Με το όμορφο κείμενο του, το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στη σημερινή του μορφή στη Λυών το 2013.
Η Εθνική Ορχήστρα της Λυών και ο διακεκριμένος βαρύτονος Τόμας Χάμπσον, ο οποίος τραγουδά το «Αντάρ» σε εμφάνιση της ορχήστρας στο Κάρνεγκι Χωλ. Νέα Υόρκη, 2017. (Pete Checchia)
Ο Λουίτζι Μποκκερίνι αποκαλείται «ο μεγαλύτερος Ιταλός συνθέτης της κλασικής εποχής» – μιας εποχής στην οποία ‘βασίλευαν’ οι Γερμανοί, ενώ οι Ιταλοί ήταν μάλλον αγνοημένοι.
Σύγχρονος του Χάυντν και του Μότσαρτ, ο Μποκκερίνι ήταν εξίσου παραγωγικός με αυτούς. Όμως τον θυμούνται για ένα μόνο κομμάτι, και αυτό αδικεί το υπόλοιπο έργο του.
Συνθέτης της ισπανικής Αυλής
Ο Μποκκερίνι γεννήθηκε στη Λούκα της Τοσκάνης το 1743. Άρχισε να μαθαίνει βιολοντσέλο σε ηλικία 5 ετών από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν ο πρώτος σολίστ κοντραμπάσου στην ιστορία. Το αγόρι άρχισε να κάνει δημόσιες εμφανίσεις στα 13 του, συμμετέχοντας σε περιοδείες στη Βιέννη και το Παρίσι.
Πομπέο Μπατόνι, «Ο Λουίτζι Μποκκερίνι παίζει βιολοντσέλο», μεταξύ 1764 και 1767. Εθνική Πινακοθήκη της Βικτώριας, Αυστραλία. (Public Domain)
Μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής του, ο Μποκκερίνι ξεκίνησε μια διακεκριμένη καριέρα ως μουσικός της Αυλής. Πέρασε μεγάλο μέρος της ενήλικης ζωής του στη Μαδρίτη της Ισπανίας, με τη σύζυγό του και τα πέντε παιδιά του. Ως συνθέτης είχε μεγάλη ζήτηση για πολλά χρόνια. Ένας από τους Ισπανούς προστάτες του ήταν η Δούκισσα του Μπεναβέντε-Οσούνα. Το 1786, ως διευθυντής της ορχήστρας της, έδωσε μια συναυλία ντυμένος με μια στολή από «πλούσιο μεταξωτό βελούδο και λευκό σατέν».
Το έργο του είναι τεράστιο. Κατά τη διάρκεια των ετών που εργαζόταν στις βασιλικές αυλές, ο Μποκκερίνι διατηρούσε μια αυστηρή συνθετική ρουτίνα. Η μεγαλύτερη θητεία του ήταν υπό τον Ισπανό Ινφάντε (Διάδοχο) Λουί ντε Μπορμπόν, αδελφό του βασιλιά Καρόλου Γ’. Το συμβόλαιο του Μποκκερίνι όριζε ότι θα γράφει 18 έργα το χρόνο ή έξι έργα σε τρία διαφορετικά είδη. Τήρησε αυτήν τη συμφωνία για 15 χρόνια. Μετά τον θάνατο του Μπορμπόν, ο Μποκκερίνι μεταπήδησε σε μια θέση στην πρωσική Αυλή, συνθέτοντας για τον βασιλιά Φρειδερίκο Γουλιέλμο Β’. Σύμφωνα με το νέο του συμβόλαιο, έγραφε μία σύνθεση το μήνα για 12 χρόνια.
Ο κατάλογος του Υβ Ζεράρ, που ετοιμάστηκε το 1969, περιλαμβάνει περισσότερα από 500 έργα του Μποκκερίνι. Τα περισσότερα από αυτά εμπίπτουν στην κατηγορία της μουσικής δωματίου: τρίο, κουαρτέτα, κουιντέτα και σεξτέτα. Έγραψε επίσης περίπου 30 συμφωνίες (για μικρές και μεγάλες ορχήστρες) και πολλά φωνητικά έργα.
Το διάσημο μενουέτο
Από όλα τα έργα του, ένα κομμάτι ερμηνεύεται πολύ πιο συχνότερα από οποιοδήποτε άλλο. Στην πραγματικότητα, μόνο ένα μέρος ενός κομματιού: το τρίτο μέρος του Κουιντέτου εγχόρδων του σε μι μείζονα, G. 275. Ένα ζωντανό μενουέτο σε χρόνο 3/4, με μια γοητευτική μελωδία που το κάνει δημοφιλές και έξω από την αίθουσα συναυλιών. Έχει εμφανιστεί σε πολλές ταινίες και τηλεοπτικές εκπομπές.
Πιο συγκεκριμένα, χρησίμευσε ως κωμικό μοτίβο στη βρετανική ταινία του 1955 «The Ladykillers», όπου μια ομάδα εγκληματιών μεταμφιέζεται σε κουιντέτο εγχόρδων για να εισέλθει στο σπίτι μιας ηλικιωμένης χήρας, της κυρίας Γουίλμπερφορς, την οποία σχεδιάζουν να ξεγελάσουν. Σε μια σκηνή, η συμμορία παίζει το μενουέτο του Μποκκερίνι στο πικάπ, ενώ η κυρία Γουίλμπερφορς ακούει από το διπλανό δωμάτιο, αγνοώντας την απάτη. Καθώς το μενουέτο επαναλαμβάνεται σε όλη την ταινία, ο ρυθμός του τονίζει την ξέφρενη ανικανότητα των ηρώων.
Αριστοτέχνης τσελίστας
Ο Μποκκερίνι αναμφίβολα θα απογοητευόταν που η ευρύτερη πολιτιστική του επιρροή είναι στο πλαίσιο της φάρσας. Δυστυχώς, απέκτησε επίσης τη φήμη του «απλού» συνθέτη σε σύγκριση με τους συγχρόνους του, Χάυντν και Μότσαρτ. Έχει απορριφθεί ακόμη και ως «σύζυγος του Χάυντν». Ενώ οι μελωδίες των δύο Γερμανών είχαν πολύπλοκα θέματα, ο Μποκκερίνι έτεινε να βασίζεται πιο ευθέως σε λυρικές φράσεις. Σε αυτό, ο Μποκκερίνι τηρούσε τα γούστα της ισπανικής αυλής, η οποία ήταν απομονωμένη από τις πιο «μοντέρνες» μουσικές εξελίξεις που συνέβαιναν γύρω από τη Βιέννη.
Ο Μποκκερίνι δεν συνέθετε απλώς κομψές μελωδίες, αλλά επέφερε καινοτομίες στη μουσική δωματίου. Ήταν ένας από τους πρώτους που συνέθεσε κουαρτέτα εγχόρδων όπου κάθε τύπος οργάνου είχε ένα σόλο μέρος αναπόσπαστο από τη δομή του κομματιού, αντί να συνοδεύει απλώς το πρώτο βιολί. Ιδιαίτερα οι συνθέσεις του για βιολοντσέλο είναι δεξιοτεχνικές. Ως βιρτουόζος του οργάνου, του έχει πιστωθεί μάλιστα ότι «ανακάλυψε τις σόλο δυνατότητες του» και μεταμόρφωσε «την κάμπια της οικογένειας του βιολιού σε πεταλούδα».
Χειρόγραφα του Μποκκερίν που σώζονται μέχρι τις μέρες μας. (Public Domain)
Οι καινοτομίες του στο τσέλο ήταν κυρίως να επεκτείνει το εύρος της θέσης του αντίχειρα, να γράφει αποσπάσματα πιο γρήγορα από κάθε προηγούμενο συνθέτη και να επεκτείνει τη χρήση διπλών στάσεων (παίζοντας δύο νότες ταυτόχρονα). Περιστασιακά ζητούσε να παιχτούν τρεις ή τέσσερεις χορδές ταυτόχρονα.
Τα άλλα μέρη του Κουιντέτου εγχόρδων, G. 275
Οι καινοτομίες του Μποκκερίνι φαίνονται στα τρία άλλα μέρη του Κουιντέτου εγχόρδων του σε Μι Μείζονα, G. 275, τα οποία έχουν πιο σύνθετες δομές, με την πολυπλοκότητα να είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη στο τελευταίο μέρος. Το πρώτο μέρος, το «Allegro», διαθέτει μια ζωντανή αντίστιξη όπου το πρώτο βιολί οδηγεί, και η βιόλα και το δεύτερο βιολί ανταποκρίνονται με παιχνιδιάρικο τρόπο.
Και ενώ τα δυνατά κομμάτια είναι γιορτινά και χαρούμενα, τα πιο απαλά έχουν μια μελαγχολική ποιότητα. Αυτό γίνεται εμφανές στο δεύτερο μέρος, το «Grave», όπου ο Μποκκερίνι έγραψε μια στοχαστική, λυρική μελωδία για το πρώτο τσέλο, που περιβάλλεται από πλούσια υποστηρικτικές φωνές. Ένα από τα μοναδικά χαρακτηριστικά των αργών μερών του Μποκερίνι, όπως έχει παρατηρήσει ο Ολλανδός τσελίστας Άννερ Μπύλσμα, είναι ότι χρησιμοποιούσε «πολλές διαφορετικές περιγραφές για το ‘απαλό’»: piano, pianissimo, suave, amorosa, mezzo voce» στις παρτιτούρες του.
Μετά το μενουέτο του τρίτου μέρους, το τέταρτο μέρος, το «Ρόντο», έχει και πάλι το πρώτο τσέλο να δίνει τη μελωδία, ενώ τα άλλα έγχορδα δημιουργούν μια πολυεπίπεδη αντίστιξη ανταλλαγών.
Θάνατος και κληρονομιά
Τα τελευταία χρόνια του Μποκκερίνι ήταν γεμάτα φτώχεια και θλίψη. Το 1798, έχασε την οικονομική υποστήριξη των βασιλικών προστατών του, όταν ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Β’ αρνήθηκε να παρατείνει τη σύνταξή του. Στη συνέχεια, το 1802, δύο από τις κόρες του χάθηκαν σε μία επιδημία. Το 1804 πέθαναν η τρίτη του κόρη και η δεύτερη σύζυγός του (η πρώτη του γυναίκα είχε πεθάνει το 1785). Αν και οι δύο γιοί του επέζησαν, φέρεται να έχασε τη θέληση να παίξει, ακόμη και να ζήσει. Πέθανε το 1805 από φυματίωση.
Αυτή η προσωπογραφία του Μποκκερίνι από τον Ετιέν Μαζά δίνει στον θεατή στοιχεία για την προσωπικότητα του σχεδόν ξεχασμένου συνθέτη. (Public Domain)
Η ιστορικός Μάργκαρετ Κάμπελ, στο «Οι μεγάλοι τσελίστες», αποκαλεί τον Μποκκερίνι «ξεχασμένη ιδιοφυΐα» αυτού του οργάνου. Ο Μπύλσμα τον θεωρούσε τον μεγαλύτερο τσελίστα όλων των εποχών.
Αν και θεωρείται διάττων αστέρας, η μαεστρία του Μποκκερίνι στο τσέλο και οι καινοτομίες του στη μουσική δωματίου ανέβασαν τα έργα του έγχορδα του σε νέα εκφραστικά ύψη.
«Ως πρώτη μου καριέρα θεωρώ αυτήν που έκανα στην Αθήνα. Εκεί εκπαιδεύτηκα και είχα τις πρώτες μου σκηνικές εμπειρίες, τις καλές και τις κακές μου στιγμές. Γι’ αυτό λέω ότι η πρώτη μου καριέρα ήταν απολύτως απαραίτητη για μένα». Η φωνή της Μαρίας Κάλλας ακούγεται να υπερασπίζεται τα πρώτα, ελληνικά χρόνια της καριέρας της, αλλά και την… ελληνικότητά της:
«Προπαντός ανήκω στον ελληνικό κόσμο […] Το αίμα μου είναι ελληνικό και αυτό δεν το σβήνει κανένας».
Η ιστορία της Μαρίας Καλογεροπούλου, του 14χρονου κοριτσιού που έμελλε να γίνει η Μαρία Κάλλας, η γυναίκα που κατάφερε να ανυψώσει την τέχνη της όπερας στη φωνητική και σκηνική τελειότητα, αλλά και να την κάνει ξανά να αφορά όχι μόνο τις ελίτ, αλλά όλες τις τάξεις, καθιστώντας την με αυτή την έννοια ‘pop’: δημοφιλή. Αυτή είναι η ιστορία που αφηγείται το ντοκυμαντέρ «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας», που από σήμερα, Πέμπτη, προβάλλεται στους κινηματογράφους.
Η παραγωγή του ντοκυμαντέρ έγινε με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας, και προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 2 Δεκεμβρίου 2023 στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Έτους Κάλλας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, σε καλλιτεχνική διεύθυνση Γιώργου Κουμεντάκη.
Μακριά από εικασίες, αφηγηματικά στρογγυλέματα ή αποκλίσεις, το ντοκυμαντέρ έρχεται να δώσει την πιο κοντινή στην πραγματικότητα εικόνα της Μαρίας Κάλλας.
«Αν επιμένουμε να την βλέπουμε ως μία ‘κοσμική’ περσόνα απομονωμένη στο Παρίσι, που έζησε και έναν αποτυχημένο έρωτα με τον Ωνάση, αισθάνομαι ότι διαιωνίζουμε μία λάθος εικόνα που έχει το μεγάλο κοινό για την Κάλλας και δυστυχώς δεν βλέπουμε την ουσία της τέχνης της, τους λόγους για τους οποίους αποτελεί ένα μοναδικό φαινόμενο που άλλαξε την όπερα συθέμελα», ανέφερε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο καλλιτεχνικός σύμβουλος προγραμματισμού και επικοινωνίας της ΕΛΣ Βασίλης Λούρας, που είναι και ο άνθρωπος πίσω από την ιδέα, την έρευνα και το σενάριο του ντοκυμαντέρ, ενώ μοιράζεται τη σκηνοθεσία με τον Μιχάλη Ασθενίδη.
Οι δυο τους θέλησαν να εστιάσουν στην καλλιτεχνική αξία και σε αυτό στο οποίο μεγαλούργησε η μεγάλη καλλιτέχνις. «Η επιθυμία μας ήταν να μιλήσουμε για εκείνη την περίοδο της Κάλλας που ήταν τελείως άγνωστη όχι μόνο στους ξένους, αλλά και στους Έλληνες. Εδώ έκανε τις σπουδές της – στο Εθνικό Ωδείο και το Ωδείο Αθηνών – και εδώ ξεκίνησε να δουλεύει, στην Εθνική Λυρική Σκηνή», επεσήμανε.
«Μέσα από πολύ σημαντικά τεκμήρια που αναδεικνύουν τι ακριβώς συνέβη την περίοδο 1937-1945, μέσα από συστηματική έρευνα και επίμονη επιβεβαίωση όλων των πηγών, διηγηθήκαμε αυτή την ιστορία και προσπαθήσαμε να καταρρίψουμε τις ανυπόστατες εκείνες φήμες που την ακολουθούν έως σήμερα, όπως ότι συνεργάστηκε με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς», πρόσθεσε.
Βάση της αφήγησης της ιστορίας αποτέλεσαν δύο βιβλία: «Μαρία Κάλλας, Η ελληνική σταδιοδρομία της» του Πολύβιου Μαρσάν (1982) και «Η άγνωστη Κάλλας» του Νικολάου Πετσάλη-Διομήδη (1998), που έχουν καταγράψει λεπτομερώς τα πρώτα χρόνια της καλλιτεχνικής πορείας της Κάλλας. Σε συνδυασμό με σπάνιο αρχειακό υλικό, ανέκδοτες ηχογραφήσεις, συνεντεύξεις, ηχητικά ντοκουμέντα, το ντοκυμαντέρ έρχεται να «φωτίσει» τα πρώτα χρόνια της καριέρας της Κάλλας, στην Ελλάδα.
«Ήταν ένα μοναδικό αμάλγαμα εσωτερικής δύναμης, πολύ μεγάλης θέλησης και τρομερά μεγάλης εργατικότητας. Αν και ως παιδί δεν είχε καμία σχέση με την εικόνα που είχε στις μέρες της μεγάλης της δόξας, εντούτοις κατάφερε, παρά τις ασύλληπτα δύσκολες εξωτερικές συνθήκες, να αλλάξει τον εαυτό της, να τον φτάσει εκεί που η ίδια έκρινε ότι μπορούσε να πάει και να γίνει αυτό που έγινε. Βίωσε εξαιρετικά δύσκολες κοινωνικές συνθήκες – φτώχειας, πολέμου – είχε μια πολύ προβληματική οικογενειακή κατάσταση, αντιμετώπισε μεγάλη εχθρότητα – και όμως τα άφησε όλα αυτά πίσω της, σαν να τα έδιωξε από πάνω της, και έγινε αυτό που έγινε», σημείωσε ο κος Λούρας.
Η «ανθρώπινη» Κάλλας
Τα αδιαμφισβήτητα ατού, αλλά και δύο από τις κορυφαίες στιγμές του ντοκυμαντέρ, αποτελούν τα δύο ανέκδοτα ντοκουμέντα, τα οποία αποτυπώνουν την ωμή δύναμη της φωνής, την αψεγάδιαστη καθαρότητα του ήχου και εν τέλει μία Κάλλας, πέρα από την divina, ανθρώπινη και εργατική:
Το πρώτο, ένα βίντεο από το καλοκαίρι του 1964, όταν η θαλαμηγός «Χριστίνα» έχει πιάσει λιμάνι στη Λευκάδα και η Κάλλας ερμηνεύει την άρια της Σαντούτσα από την «Καβαλερία Ρουστικάνα» σε μία αυτοσχέδια σκηνή που είχε στηθεί στην πλατεία του νησιού, με τον νεαρό μαθητή πιάνου Κυριάκο Σφέτσα να τη συνοδεύει – χωρίς καμία προετοιμασία.
Το δεύτερο, μία ηχογράφηση από την τελευταία πρόβα που έκανε στο σπίτι της στο Παρίσι το καλοκαίρι του 1977, πάνω σε μία άρια από τη «Δύναμη του πεπρωμένου» του Βέρντι, λίγες ημέρες πριν από τον θάνατό της.
«Με το πολύτιμο αυτό ντοκουμέντο, από το αρχείο Κωνσταντίνου και Βικτώριας Πυλαρινού επιβεβαιώνεται ότι μέχρι τελευταία στιγμή, δούλευε, προσπαθούσε καθημερινά, με μεγάλη επιμονή, ηχογραφούσε τις πρόβες της, τις άκουγε, διορθωνόταν. Και συνειδητοποιούμε ότι η φωνή της ήταν πιο ελεύθερη σε σχέση με την περιοδεία του 1973-74, που είχε πάρει τις αρνητικές κριτικές ότι είχε χάσει τη φωνή της. Αν είχε ζήσει παραπάνω, θα είχε καταφέρει να κάνει ηχογραφήσεις σε διαφορετικό ρεπερτόριο. Η φωνή της ήταν εκεί», σχολίασε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κος Λούρας.
Η Κάλλας και η Αθήνα
Πέραν των παραπάνω, όμως, το ντοκυμαντέρ «ταξιδεύει» τον θεατή στις διαδρομές της Κάλλας στην Αθήνα, καθώς οι σταθμοί της καριέρας και των πρώτων χρόνων της, είναι ταυτόχρονα και σταθμοί της ιστορίας της Αθήνας. Μια Αθήνα τόσο γνώριμη, αλλά και τόσο άγνωστη ταυτόχρονα: τα ανοικτά θέατρα της Κλαυθμώνος και της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, το παλιό θέατρο «Ολύμπια», το Παλλάς, η Πατησίων και η Πειραιώς, όλα συνδέονται σε μία διαδρομή ενός παράλληλου σύμπαντος σε παλαιότερο χρόνο.
Και μέσα στη διαδρομή αυτή αναδεικνύεται η Κάλλας, ως άνθρωπος που έζησε – όπως όλοι οι Αθηναίοι – τα ιστορικά γεγονότα της εποχής. Πώς ζούσε η Μαρία Κάλλας στην Αθήνα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου; Πώς έζησε κατά την κατοχή; Πώς έζησε την απελευθέρωση των Αθηνών και πώς τα Δεκεμβριανά;
Ενδεικτικά, μία ιδιαίτερη προσθήκη στην εικόνα της Κάλλας, έρχεται μέσα από την αφήγηση της συναδέλφου της, Μαρίκας Παπαδοπούλου: Το 1944, καθώς έφευγαν από το θέατρο μετά τις πρόβες, η Κάλλας τής είπε να πάνε σε ένα ζαχαροπλαστείο. Εκεί, αντάλλαξε μία πρόσκληση για την παράσταση για γλυκά. «Σε αυτή, την πιο δύσκολη στιγμή του πολέμου, βλέπουμε ότι η Κάλλας ήταν ένα παιδί που προσπαθούσε να επιβιώσει κάτω από συνθήκες μεγάλης σκληρότητας», σημείωσε ο κος Λούρας.
Για τον ίδιο, το τι συνέβαινε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το πώς ήταν οι εμφυλιακές και μετεμφυλιακές συνθήκες, το πώς ήταν η Ελλάδα τη δεκαετία του ’60 αφορά πολύ ευρύτερο κοινό, πέραν εκείνου της όπερας. «Μέσα από τα γεγονότα, περνάει μπροστά μας και η πολιτική και κοινωνική ιστορία της Ελλάδας αυτά τα χρόνια», εξήγησε. «Θεωρώ ότι είναι πρωτόγνωρο να βλέπεις μέσα από μαρτυρίες ανθρώπων τι ακριβώς συνέβαινε και πώς όλα αυτά συνδέονται με την ιστορία της πόλης και με την ιστορία της μουσικής», πρόσθεσε.
Γιατί η Μαρία έγινε Κάλλας
Εκτός της περιόδου 1937-1945, το ντοκυμαντέρ αναφέρεται και στα χρόνια από το 1957 και έπειτα, όταν η Κάλλας επανέρχεται στην Ελλάδα.
Πολλά συνόδευσαν την Κάλλας, φθόνος, ίντριγκες, θρίαμβοι και τραγωδίες, αυτό που την κατέστησε όμως στην παγκόσμια συνείδηση ως τη σπουδαιότερη λυρική τραγουδίστρια ίσως συνοψίζεται στα όσα έγραψε ο Μάριος Πλωρίτης, δύο ημέρες μετά την πρεμιέρα της «Νόρμας» στην Επίδαυρο, στην εφημερίδα «Ελευθερία»:
«Αν η Κάλλας είναι ένα φαινόμενο φωνητικό, δεν είναι λιγότερο ένα κατόρθωμα υποκριτικής δεξιοτεχνίας. Συνενώνοντας τα δύο, έγινε μία πλήρης καλλιτέχνις, από τις λίγες που γνώρισε ποτέ ο κόσμος.»
Πού παίζεται
Το ντοκυμαντέρ «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας», διάρκειας 103΄, θα βρίσκεται σε οκτώ κεντρικές κινηματογραφικές αίθουσες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη από σήμερα, Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025, σε διανομή από το CINOBO: στο CINOBO Όπερα 1 & 2 στην Ακαδημίας, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος 1 στο Γκάζι, στον Γαλαξία 2 στους Αμπελοκήπους, στο ΝΑΝΑ 1 Cinemax στη Δάφνη, στο Κηφισιά 1 Cinemax, στο Διάνα στο Μαρούσι, και στη Θεσσαλονίκη στην Αίθουσα Τζον Κασσαβέτης στο Λιμάνι.
Η ιδέα, η έρευνα και το σενάριο είναι του Βασίλη Λούρα, η σκηνοθεσία των Μιχάλη Ασθενίδη-Βασίλη Λούρα και η παραγωγή της Στέλλας Αγγελέτου, ενώ επιστημονικοί σύμβουλοι επιτέλεσαν ο Άρης Χριστοφέλλης και η Σοφία Κομποτιάτη.
Χορηγός του ντοκυμαντέρ είναι η ΔΕΗ. Δωρητής ντοκυμαντέρ το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.