Κυριακή, 16 Νοέ, 2025

ΠΟΥ: Μείωση των θανάτων από φυματίωση παγκοσμίως το 2024

Παγκοσμίως μειώθηκαν οι θάνατοι από φυματίωση το 2024, όπως και ο αριθμός των ατόμων που διαγνώστηκαν πρόσφατα με τη νόσο, σύμφωνα με έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) που δημοσιοποιήθηκε στις 12 Νοεμβρίου.

Την περασμένη χρονιά, ο αριθμός των ανθρώπων που νόσησαν από τη φυματίωση υποχώρησε στα 10,7 εκατομμύρια, καταγράφοντας την πρώτη μείωση από το 2020, μετά το ιστορικό υψηλό των 10,8 εκατομμυρίων του 2023, αναφέρει η έκθεση. Ωστόσο, το επίπεδο αυτό παραμένει υψηλότερο από τα 10,1 εκατομμύρια κρούσματα του 2020, σύμφωνα με τον ΠΟΥ.

Οι θάνατοι από φυματίωση μειώθηκαν το 2024 στους 1,23 εκατομμύρια, σημειώνοντας πτώση 3% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Στην έκθεση αναφέρεται ότι ο γενικός διευθυντής του ΠΟΥ Τέντρος Αντάνομ Γκεμπρεγέσους τόνισε πως πρόκειται για «κρίσιμη περίοδο».

Περίπου 165.000 άνθρωποι υποβλήθηκαν σε θεραπεία, το 2024, για στέλεχος της νόσου ανθεκτικό στα αντιβιοτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού. Συνολικά, από το 2000 έως το 2024, η θεραπεία ατόμων με φυματίωση εκτιμάται ότι απέτρεψε 83 εκατομμύρια θανάτους. Η νόσος συγκαταλέγεται στις δέκα κύριες αιτίες θανάτου παγκοσμίως και αποτελεί την κυριότερη αιτία θανάτου από έναν μόνο λοιμογόνο παράγοντα, σύμφωνα με τον ΠΟΥ.

Οι ασθενείς με φυματίωση αποβάλλουν βακτήρια στον αέρα –συνήθως μέσω του βήχα– με αποτέλεσμα η νόσος να μεταδίδεται σε άλλους. Υπολογίζεται ότι περίπου το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού έχει μολυνθεί με τη λανθάνουσα μορφή της νόσου, όπως σημειώνει ο οργανισμός.

Η διευθύντρια του ΠΟΥ για τα λοιμώδη νοσήματα, Τερέζα Κασάεβα, σημείωσε ότι η έκθεση καταδεικνύει πρόοδο στην καταπολέμηση της νόσου. Σύμφωνα με τη δήλωσή της, η οποία περιλαμβάνεται στην έκθεση, η «Παγκόσμια έκθεση για τη φυματίωση 2025» αποδεικνύει ότι η πρόοδος είναι εφικτή ακόμη και απέναντι σε επίμονες προκλήσεις.

Η κα Κασάεβα προσέθεσε ότι η κάλυψη των υπηρεσιών πρόληψης, διάγνωσης και φροντίδας για τη φυματίωση εξακολουθεί να διευρύνεται, αξιοποιώντας νέα εργαλεία που συστήνει ο ΠΟΥ – από έλεγχο υποβοηθούμενο από τεχνητή νοημοσύνη και ταχείες διαγνωστικές εξετάσεις έως συντομότερες και αποτελεσματικότερες θεραπείες που σώζουν ζωές.

Το κόστος των περικοπών της χρηματοδότησης

Ο ΠΟΥ υπογράμμισε ότι συνεργάζεται με δωρητές, εταίρους και πληγείσες χώρες για να καλυφθούν τα χρηματοδοτικά κενά και να συνεχιστεί η μάχη κατά της φυματίωσης, παρά την απώλεια σημαντικού μέρους της χρηματοδότησης από τις Ηνωμένες Πολιτείες φέτος, ανέφερε ο Γκεμπρεγέσους. Μετά τις μειώσεις στις διεθνείς δαπάνες από την Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης των ΗΠΑ (USAID), ο οργανισμός προχώρησε φέτος σε περικοπές του προϋπολογισμού του

Η κυβέρνηση Τραμπ άρχισε να εφαρμόζει σημαντικές περικοπές στην ξένη βοήθεια που διανέμεται μέσω της USAID στις αρχές του έτους, μετά από ελέγχους που ανέδειξαν αμφισβητούμενες αποφάσεις χρηματοδότησης, μεταξύ των οποίων και η διάθεση 122 εκατ. δολαρίων σε οργανώσεις που συνδέονται με ομάδες που χαρακτηρίζονται ως τρομοκρατικές, της Χαμάς συμπεριλαμβανομένης.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξαν διαχρονικά ο μεγαλύτερος χρηματοδότης του ΠΟΥ, συνεισφέροντας περίπου 1 δισ. δολάρια ετησίως, σύμφωνα με τον οργανισμό. Ο συνολικός ετήσιος προϋπολογισμός του ΠΟΥ ανέρχεται στα 6,8 δισ. δολάρια.

Σύμφωνα με την έκθεση, οι αλλαγές στη χρηματοδότηση του ΠΟΥ ενδέχεται να απειλήσουν την πρόοδο των τελευταίων ετών. Για να αντιμετωπιστούν μελλοντικές μειώσεις, απαιτούνται βελτιώσεις στις διαγνωστικές δυνατότητες, στη θεραπεία, στα προληπτικά μέτρα και στις τεχνολογικές εξελίξεις –συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης νέου εμβολίου κατά της φυματίωσης.

Όπως τονίζει ο ΠΟΥ, «όλα εξαρτώνται από την επαρκή χρηματοδότηση».

Επί του παρόντος, υπάρχουν δεκαοκτώ υποψήφια εμβόλια κατά της φυματίωσης σε κλινική ανάπτυξη, εκ των οποίων τα έξι έχουν εισέλθει στο κρίσιμο τελικό στάδιο των δοκιμών, σύμφωνα με τον Οργανισμό.

Της Jill McLaughlin

Σακχαρώδης διαβήτης: Μια σύγχρονη πρόκληση υγείας και προληπτικής δράσης

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Διαβήτη (14 Νοεμβρίου), αξίζει να θυμηθούμε ότι ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί μία από τις πιο διαδεδομένες και αυξανόμενες ασθένειες της εποχής μας. Η ημέρα αυτή, που καθιερώθηκε από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και τη Διεθνή Ομοσπονδία Διαβήτη (International Diabetes Federation – IDF), έχει στόχο να ευαισθητοποιήσει την κοινωνία γύρω από την πρόληψη και τη σωστή διαχείριση της νόσου.

Σύμφωνα με την IDF (2024), 1 στους 9 ενήλικες ηλικίας 20–79 ετών ζει με διαβήτη παγκοσμίως, δηλαδή περίπου 589 εκατομμύρια άνθρωποι. Ο αριθμός αυτός αναμένεται να φτάσει τα 853 εκατομμύρια έως το 2050, ενώ οι σχετικές δαπάνες ξεπέρασαν το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια μέσα στο 2024. Πρόκειται για αύξηση 338% τα τελευταία 17 χρόνια.

Η αντιμετώπιση του διαβήτη δεν είναι μόνο ιατρικό, αλλά και κοινωνικό ζήτημα. Με απλές αλλαγές στον τρόπο ζωής μπορούμε να προστατεύσουμε τον εαυτό μας και τους ανθρώπους γύρω μας.

Τι είναι ο σακχαρώδης διαβήτης;

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια πάθηση κατά την οποία το σώμα δεν μπορεί να ρυθμίσει σωστά τα επίπεδα σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα. Η γλυκόζη είναι η κύρια πηγή ενέργειας για τα κύτταρα και προέρχεται από τις τροφές που καταναλώνουμε. Για να μπορέσει η γλυκόζη να εισέλθει στα κύτταρα, χρειάζεται η ορμόνη ινσουλίνη, που παράγεται από το πάγκρεας.

Υπάρχουν τρεις βασικοί τύποι διαβήτη:

  • Διαβήτης τύπου 1: Συνήθως εμφανίζεται σε παιδιά και νέους ενήλικες. Το ανοσοποιητικό σύστημα καταστρέφει τα κύτταρα που παράγουν ινσουλίνη, με αποτέλεσμα το σώμα να μην παράγει καθόλου. Οι ασθενείς χρειάζονται καθημερινή χορήγηση ινσουλίνης.

  • Διαβήτης τύπου 2: Ο πιο συχνός τύπος, που αφορά περίπου το 90% των περιπτώσεων. Το σώμα παράγει ινσουλίνη, αλλά δεν τη χρησιμοποιεί σωστά (αντίσταση στην ινσουλίνη) ή δεν παράγει αρκετή. Συνδέεται κυρίως με την παχυσαρκία, τη χαμηλή φυσική δραστηριότητα και την κακή διατροφή.

  • Διαβήτης κύησης: Εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και συνήθως υποχωρεί μετά τον τοκετό, αλλά αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 στο μέλλον.

Αν δεν αντιμετωπιστεί σωστά, ο διαβήτης μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές: καρδιαγγειακά νοσήματα, νεφρική ανεπάρκεια, απώλεια όρασης ή ακόμη και ακρωτηριασμούς.

Παράγοντες κινδύνου

Ορισμένοι παράγοντες κινδύνου δεν μπορούν να αλλάξουν —όπως η ηλικία (άνω των 45 ετών), το οικογενειακό ιστορικό ή η εθνικότητα (πιο συχνός σε άτομα αφρικανικής ή ασιατικής καταγωγής).

Ωστόσο, πολλοί άλλοι βρίσκονται υπό τον έλεγχό μας:
η υπερβολική κατανάλωση ζάχαρης και επεξεργασμένων τροφών, η καθιστική ζωή, το κάπνισμα και το υπερβολικό βάρος αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο.

Αν ο δείκτης μάζας σώματος (BMI) είναι πάνω από 25, θεωρείστε ότι βρίσκεστε σε ομάδα αυξημένου κινδύνου. Επίσης, αν έχετε υψηλή αρτηριακή πίεση ή αυξημένη χοληστερίνη, συζητήστε το με τον γιατρό σας.

Συμπτώματα

Ο διαβήτης μπορεί να παραμένει «σιωπηλός» για χρόνια, γι’ αυτό και πάνω από 250 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως ζουν με διαβήτη χωρίς να το γνωρίζουν.

Ενδείξεις που πρέπει να σας κινητοποιήσουν:

  • Συχνή δίψα και ούρηση

  • Ανεξήγητη κόπωση

  • Θολή όραση

  • Αργή επούλωση πληγών

  • Μυρμήγκιασμα σε χέρια ή πόδια

  • Ανεξήγητη απώλεια βάρους

Αν παρατηρήσετε ένα ή περισσότερα από τα παραπάνω, ζητήστε άμεσα ιατρική εξέταση.

Διάγνωση και θεραπεία

Η διάγνωση είναι απλή: γίνεται μέσω εξέτασης αίματος που μετρά το σάκχαρο νηστείας ή τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c), η οποία δείχνει τον μέσο όρο σακχάρου των τελευταίων μηνών. Όσοι είναι άνω των 45 ετών ή παρουσιάζουν παράγοντες κινδύνου πρέπει να εξετάζονται τακτικά.

Δεν υπάρχει οριστική ίαση, αλλά υπάρχει αποτελεσματική διαχείριση.

  • Για τον τύπο 1, η ινσουλίνη είναι απαραίτητη.

  • Για τον τύπο 2, η θεραπεία ξεκινά με αλλαγές στον τρόπο ζωής: ισορροπημένη διατροφή, καθημερινή άσκηση (τουλάχιστον 30 λεπτά περπάτημα), διατήρηση φυσιολογικού βάρους.

  • Αν αυτό δεν επαρκεί, ο γιατρός μπορεί να προτείνει φαρμακευτική αγωγή ή ινσουλίνη.

Η τακτική παρακολούθηση των τιμών σακχάρου στο σπίτι με μετρητή βοηθά στη σωστή ρύθμιση και πρόληψη επιπλοκών.

Πρόληψη: Το πιο ισχυρό «φάρμακο»

Η πρόληψη αποτελεί το σημαντικότερο μέτρο, ειδικά για τον διαβήτη τύπου 2.
Μερικές απλές αλλαγές μπορούν να κάνουν τη διαφορά:

  • Αντικαταστήστε τα αναψυκτικά με νερό.

  • Προτιμήστε τις σκάλες αντί του ασανσέρ.

  • Καταναλώνετε φρούτα, λαχανικά και προϊόντα ολικής άλεσης.

  • Χάστε το 5–10% του σωματικού βάρους σας αν είστε υπέρβαροι —αυτό μειώνει τον κίνδυνο κατά 50%.

  • Αποφύγετε το κάπνισμα και περιορίστε το αλκοόλ.

  • Οι γυναίκες στην εγκυμοσύνη πρέπει να ελέγχουν το σάκχαρό τους τακτικά.

Η ζωή με τον διαβήτη

Αν έχετε διαβήτη, μην απογοητεύεστε. Η σωστή ενημέρωση και ο προγραμματισμός κάνουν τη διαφορά.

  • Δημιουργήστε ομάδα υποστήριξης με γιατρό, διαιτολόγο και γυμναστή.

  • Φροντίζετε τα πόδια σας καθημερινά για να προλάβετε έλκη.

  • Έχετε πάντα μαζί σας τα απαραίτητα (ινσουλίνη, σνακ).

  • Συμμετέχετε σε ομάδες υποστήριξης και ανταλλαγής εμπειριών.

Ο διαβήτης δεν σας ορίζει —εσείς τον ελέγχετε.

Συμπέρασμα

Η Παγκόσμια Ημέρα Διαβήτη μας υπενθυμίζει ότι ο διαβήτης αποτελεί μια παγκόσμια πρόκληση υγείας, αλλά και μια ασθένεια που μπορούμε να αντιμετωπίσουμε με γνώση, έλεγχο και δράση.

Ενημερωθείτε, κάντε τακτικούς ιατρικούς ελέγχους και υιοθετήστε έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής. Η πρόληψη είναι — και θα παραμείνει — η καλύτερη θεραπεία.

Της Γεωργίας Τσαγκαράκη

Ενδοκρινολόγος, Αναπλ. Διευθύντρια Β’ Τμήματος Ενδοκρινολογίας, Μεταβολισμού & Σακχαρώδη Διαβήτη, ΜΗΤΕΡΑ

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Νέοι που κάνουν χρήση κάνναβης σε μικρή ηλικία είναι πιο πιθανό να αντιμετωπίσουν προβλήματα υγείας ως ενήλικες

Νέοι που αρχίζουν να κάνουν χρήση κάνναβης πριν από την ηλικία των 15 ετών αντιμετωπίζουν περισσότερα ψυχολογικά και σωματικά προβλήματα στην αρχή της ενήλικης ζωής τους, σύμφωνα με έρευνα επιστημόνων του Πανεπιστημίου McGill.

Η μελέτη βασίστηκε σε δεδομένα από τη Μακροχρόνια Μελέτη Ανάπτυξης Παιδιών του Κεμπέκ (Quebec Longitudinal Study of Child Development), εξετάζοντας 1.591 άτομα ηλικίας 12 έως 17 ετών, καθώς και τα ιατρικά τους αρχεία έως την ηλικία των 23 ετών.

Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του πανεπιστημίου, όσοι ξεκίνησαν τη χρήση κάνναβης πριν τα 15 και συνέχισαν καθημερινά ή σχεδόν καθημερινά ήταν πιο πιθανό να ζητήσουν ιατρική βοήθεια για ψυχικά προβλήματα όπως κατάθλιψη, άγχος ή αυτοκτονικές σκέψεις, αλλά και για σωματικά προβλήματα όπως τραυματισμοί και αναπνευστικά ζητήματα.

Αντίθετα, εκείνοι που ξεκίνησαν τη χρήση μετά τα 15 συνδέθηκαν μόνο με σωματικά προβλήματα υγείας στην ενήλικη ζωή.

Ο επίκουρος καθηγητής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο McGill και κύριος συγγραφέας της μελέτης, Μαξιμιλιάνο Όρρι (Massimiliano Orri), εξήγησε ότι τα αποτελέσματα μπορεί να οφείλονται σε διαφορετικούς λόγους.

Ο Όρρι ανέφερε ότι οι νέοι κάτω των 15 βρίσκονται σε κρίσιμη φάση ανάπτυξης του εγκεφάλου, γεγονός που μπορεί να τους καθιστά πιο ευάλωτους στις επιδράσεις της κάνναβης στην ψυχική υγεία. Πρόσθεσε ότι ορισμένα άτομα μπορεί να στρέφονται στη χρήση κάνναβης για να αντιμετωπίσουν ήδη υπάρχοντα προβλήματα, ενώ για άλλους η χρήση μπορεί να προκαλέσει νέα προβλήματα.

Ο ίδιος επισήμανε επίσης ότι η κάνναβη μπορεί να επηρεάσει την προσοχή και τη γνωστική λειτουργία, αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα ατυχημάτων και τραυματισμών.

Οι ερευνητές εντόπισαν τρία βασικά μοτίβα χρήσης: το 59,6% των συμμετεχόντων (948 άτομα) δεν είχαν κάνει ποτέ χρήση, το 20% άρχισε μετά την ηλικία των 15, ενώ το 20,4% ξεκίνησε πριν τα 15.

Οι συγγραφείς της μελέτης σημείωσαν ότι πέρα από τα ψυχικά προβλήματα, όσοι έκαναν πρώιμη και συχνή χρήση είχαν αυξημένες πιθανότητες να χρειαστούν ιατρική φροντίδα για σωματικά ζητήματα, όπως τραυματισμούς ή δηλητηριάσεις.

Τα αυξημένα ρίσκα ενδέχεται να σχετίζονται με νευρογνωστικές και συμπεριφορικές αλλαγές που συνδέονται με τη συχνή χρήση κάνναβης, ενώ, σύμφωνα με τη μελέτη, παράγοντες τρόπου ζωής, όπως κακή διατροφή και ανεπαρκής ύπνος, μπορούν να επιδεινώσουν τους κινδύνους με την πάροδο του χρόνου.

Οι ερευνητές τόνισαν ότι τα ευρήματα υπογραμμίζουν τη σημασία της συστηματικής παρακολούθησης της χρήσης κάνναβης από τους νέους και των επιπτώσεων στην υγεία τους, ειδικά καθώς αυξάνεται η πρόσβαση και η ισχύς των προϊόντων κάνναβης σε πολλές περιοχές της Βόρειας Αμερικής και διεθνώς.

Η ψυχαγωγική χρήση κάνναβης νομιμοποιήθηκε στον Καναδά στις 17 Οκτωβρίου 2018, με τον Νόμο περί Κάνναβης (Bill C-45), καθιστώντας τη χώρα την πρώτη από τις χώρες του G7 που νομιμοποίησε τη χρήση για ψυχαγωγικούς σκοπούς.

Σύμφωνα με την Υπηρεσία Στατιστικής του Καναδά, το 43% των νέων ηλικίας 16–19 ετών δήλωσε ότι έκανε χρήση μέσα στους τελευταίους 12 μήνες, έναντι 37% το 2022.

Το ελάχιστο ομοσπονδιακό όριο ηλικίας για αγορά κάνναβης είναι τα 18 έτη, ενώ στις περισσότερες επαρχίες το όριο ανέρχεται στα 19, με εξαίρεση το Κεμπέκ, όπου η ελάχιστη νόμιμη ηλικία είναι 21.

Οι ερευνητές επισήμαναν ότι η μεταβολή των κοινωνικών αντιλήψεων και η ευκολότερη πρόσβαση στην κάνναβη μπορούν να επηρεάσουν τη χρήση από ανήλικους.

Ο Όρρι υπογράμμισε ότι οι προσπάθειες για να αποτραπεί η πρώιμη κατανάλωση είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Τόνισε επίσης ότι οι δημόσιες υγειονομικές πρωτοβουλίες θα πρέπει να εστιάζουν στον εντοπισμό των νέων που είναι πιθανότερο να ξεκινήσουν νωρίς και να κάνουν συχνή χρήση, καθώς αυτοί μπορεί να ωφεληθούν περισσότερο από έγκαιρες κλινικές παρεμβάσεις για τη μείωση των μακροπρόθεσμων κινδύνων.

Της Chandra Philip

Επιστήμονες εντοπίζουν 27 μικρόβια που σχετίζονται με τον καρκίνο του παγκρέατος

Ένα απλό τεστ σάλιου θα μπορούσε, στο μέλλον, να προβλέπει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παγκρέατος. Οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι η παρουσία συγκεκριμένων κοινοτήτων βακτηρίων στο στόμα μπορεί να τριπλασιάζει την πιθανότητα ανάπτυξης μίας από τις πιο θανατηφόρες μορφές καρκίνου — και ανάμεσα στους ενόχους περιλαμβάνονται τα ίδια μικρόβια που προκαλούν την ουλίτιδα.

Η πρόσφατη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο JAMA Oncology, ανέλυσε δείγματα σάλιου από 122.000 συμμετέχοντες σε δύο μεγάλες επιδημιολογικές έρευνες, τους οποίους παρακολούθησε για περίπου εννέα χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, 445 άτομα ανέπτυξαν καρκίνο του παγκρέατος.

Σε μια ευρείας κλίμακας ανάλυση του μικροβιώματος, οι ερευνητές εντόπισαν 21 είδη βακτηρίων που συνδέονται με τον καρκίνο του παγκρέατος —οκτώ από αυτά σχετίζονταν με χαμηλότερο κίνδυνο και δεκατρία με υψηλότερο.

Σε μια παράλληλη δοκιμή, οι επιστήμονες ανέπτυξαν ένα εργαλείο πρόβλεψης κινδύνου, το οποίο υπολόγιζε τον ατομικό κίνδυνο με βάση την παρουσία 27 μικροβίων στο στόμα. Κάθε αύξηση της βαθμολογίας κατά μία μονάδα τριπλασίαζε τον κίνδυνο εκδήλωσης καρκίνου του παγκρέατος.

Αν και ορισμένα από τα μικρόβια που περιλαμβάνονται στον δείκτη συνδέονται με χαμηλότερο κίνδυνο, ο συνολικός δείκτης εκφράζει τον συνδυασμένο τους αντίκτυπο, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα προστατευτικά όσο και τα επιβλαβή είδη.

Τρία από τα μικρόβια αυτά ήταν γνωστοί περιοδοντικοί παθογόνοι οργανισμοί με καθιερωμένο ρόλο στην ουλίτιδα. Όσον αφορά τους μύκητες, ενοχοποιήθηκαν οι Candida tropicalis, Candida spp (μη προσδιορισμένα είδη), Candida albicans και Malassezia globosa, ενώ ολόκληρο το γένος Candida συνδέθηκε με αυξημένο κίνδυνο, ιδίως σε άτομα με ιστορικό καπνίσματος.

Πώς τα μικρόβια του στόματος φτάνουν στο πάγκρεας

Τα επιβλαβή βακτήρια δεν παραμένουν μόνο στο στόμα, αλλά μπορούν να ταξιδεύουν σε ολόκληρο το σώμα προκαλώντας ασθένειες.

Ο στοματογναθοπροσωπικός χειρουργός και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Gengyve, Θάντεους Κόννελλυ (Thaddeus Connelly), εξήγησε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι το στόμα έχει τοπική, συστημική και άμεση επιρροή στην υγεία του οργανισμού.

Ο καθηγητής και επικεφαλής του Τμήματος Στοματικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Νιούκασλ, Ντιλίπ Σάρμα (Dileep Sharma), ανέφερε ότι οι στοματικοί μικροοργανισμοί βρίσκονται σε ισορροπημένο οικοσύστημα όταν ο άνθρωπος είναι υγιής. Όταν όμως αυτή η ισορροπία διαταραχθεί, τα επιβλαβή βακτήρια μπορούν να προκαλέσουν άμεση βλάβη στα ούλα και στα οστά, οδηγώντας σε χρόνια φλεγμονή —αρχικά στο στόμα και στη συνέχεια σε απομακρυσμένα όργανα.

Ο Κόννελλυ επεσήμανε ότι η συνεχής απελευθέρωση φλεγμονωδών μορίων στο αίμα δημιουργεί μια διαρκή κατάσταση συναγερμού στους ιστούς και τα όργανα, η οποία ευνοεί την ανάπτυξη ασθενειών όπως καρδιοπάθειες, διαβήτης, λιπώδες ήπαρ, εγκεφαλικό και καρκίνος.

Τα βακτήρια μπορούν επίσης να μετακινηθούν από το σάλιο μέσω του πεπτικού συστήματος, προκαλώντας φλεγμονές και βλάβες σε όργανα όπως το πάγκρεας, ενδεχομένως οδηγώντας σε καρκινογένεση.

Η κακή στοματική υγιεινή και η ουλίτιδα μπορεί να επιτρέψουν συνεχή είσοδο βακτηρίων στην κυκλοφορία του αίματος. Τα φλεγμονώδη ούλα επιτρέπουν στα μικρόβια να διεισδύουν σε μικροσκοπικά αγγεία ακόμη και κατά τη διάρκεια καθημερινών ενεργειών, όπως το μάσημα, το βούρτσισμα ή το νήμα.

Πολλαπλές ασθένειες

Τα ίδια μικρόβια που συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο του παγκρέατος έχουν συνδεθεί και με άλλες παθήσεις.

Το P. gingivalis, το κύριο βακτήριο πίσω από την ουλίτιδα, έχει συσχετιστεί με ενδοκαρδίτιδα, καρδιαγγειακές παθήσεις, αρθρίτιδα (συχνά σε συνδυασμό με Prevotella intermedia) και ακόμη και με νόσο Αλτσχάιμερ. Τα είδη Prevotella έχουν επίσης συνδεθεί με καρκίνους κεφαλής και τραχήλου.

Το Fusobacterium nucleatum έχει ενοχοποιηθεί για την ανάπτυξη φλεγμονώδους νόσου του εντέρου, ενώ τα είδη Parvimonas ανιχνεύονται συχνά σε λοιμώξεις της σπονδυλικής στήλης. Παράλληλα, ο μύκητας Candida albicans, ένας κοινός μικροοργανισμός, έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο πολλών τύπων καρκίνου.

Ο Σάρμα εξήγησε ότι τα μικροβιακά παραπροϊόντα μπορούν να συμβάλουν σε στοματικούς και γαστρεντερικούς καρκίνους, ενώ η χρόνια φλεγμονή από διαταραγμένο μικροβίωμα μπορεί να οδηγήσει σε μεταλλάξεις που προκαλούν όγκους.

Ο Κόννελλυ πρόσθεσε ότι όλα ξεκινούν «από το στόμα και το έντερο», με την κακή διατροφή και την ουλίτιδα να αποτελούν βασικούς παράγοντες.

Τι μπορείτε να κάνετε

Αν και η μελέτη εντοπίζει παράγοντες κινδύνου χωρίς να αποδεικνύει αιτιώδη σχέση, η καλή στοματική υγιεινή παραμένει θεμελιώδης για τη γενική υγεία.

Ο Δρ Ρίτσαρντ Χέιζ (Dr. Richard Hayes), καθηγητής στο Τμήμα Πληθυσμιακής Υγείας της Ιατρικής Σχολής NYU Grossman και συν-επικεφαλής της μελέτης, τόνισε σε δελτίο Τύπου ότι είναι πλέον πιο σαφές από ποτέ πως «το βούρτσισμα και το νήμα των δοντιών όχι μόνο προλαμβάνουν την περιοδοντική νόσο, αλλά ίσως και τον καρκίνο».

Η ουσία της στοματικής υγιεινής είναι η διατήρηση καθαρού στόματος και ισορροπημένου μικροβιώματος. Το βούρτσισμα και το νήμα δρουν μηχανικά, εμποδίζοντας τον σχηματισμό πλάκας. Η πλάκα αρχικά είναι μαλακή, αλλά καθώς απορροφά μεταλλικά στοιχεία, σκληραίνει και προσελκύει πιο επικίνδυνα βακτήρια. Όπως σημείωσε ο Κόννελλυ, η ώριμη πλάκα μετατρέπεται σε «εργοστάσιο κακών βακτηρίων».

Ο ίδιος υπογράμμισε ότι η στοματική υγιεινή είναι κρίσιμη για τη διατήρηση της ισορροπίας των βακτηρίων στο στόμα. Το βούρτσισμα, το νήμα και το ξέπλυμα βοηθούν να αποτραπεί ο σχηματισμός και η σκλήρυνση της πλάκας, επιτρέποντας στο «καλό» μικροβίωμα να επικρατήσει.

Ωστόσο, δεν έχουν όλα τα προϊόντα στοματικής υγιεινής τη δυνατότητα να σκοτώνουν βακτήρια. Ο Κόννελλυ επισήμανε ότι οι οδοντόκρεμες δεν σκοτώνουν βακτήρια, ενώ τα στοματικά διαλύματα εξουδετερώνουν τόσο τα ωφέλιμα όσο και τα επιβλαβή.

Πρόσθεσε ότι πέρα από το βούρτσισμα και το νήμα, είναι ωφέλιμη η χρήση προϊόντων που σχηματίζουν φυσικό φραγμό κατά του σχηματισμού πλάκας, όπως στοματικά διαλύματα με υαλουρονικό οξύ και συστατικά όπως το pullulan και το polyvinylpyrrolidone, τα οποία δημιουργούν προστατευτικό πλέγμα πάνω στις οδοντικές και μαλακές επιφάνειες του στόματος.

Έρευνες δείχνουν επίσης ότι ο καθαρισμός της γλώσσας συμβάλλει σε υγιέστερη ισορροπία μικροβίων.

Ο Σάρμα υπογράμμισε πως ο τρόπος ζωής επηρεάζει βαθιά το στοματικό μικροβίωμα. Η κατανάλωση τροφών πλούσιων σε φυτικές ίνες και η διακοπή του καπνίσματος βελτιώνουν την ισορροπία του, καθώς το κάπνισμα ενισχύει τα βακτήρια που συνδέονται με ουλίτιδα. Αντίθετα, δίαιτες πλούσιες σε πολυφαινόλες, ωμέγα-3 και φυτικές ίνες στηρίζουν τα ωφέλιμα βακτήρια και μειώνουν τη φλεγμονή.

Πρακτικές συμβουλές για ένα υγιές στοματικό μικροβίωμα

Καθώς οι ερευνητές συνεχίζουν να αποκαλύπτουν τους δεσμούς ανάμεσα στα βακτήρια του στόματος και τις συστηματικές ασθένειες, το μήνυμα είναι πλέον σαφές· η φροντίδα του στόματός σας μπορεί να προστατεύει πολύ περισσότερα από τα δόντια και τα ούλα σας.

Της Rachel Ann T. Melegrito

Αναθεωρώντας τις εδραιωμένες αντιλήψεις και θεραπείες για την κατάθλιψη

Για δεκαετίες, λεγόταν στους ανθρώπους ότι η θλίψη τους οφείλεται σε μια «χημική ανισορροπία» – ένα διορθώσιμο σφάλμα, όπως η έλλειψη ινσουλίνης στους ανθρώπους με διαβήτη τύπου 1.

Η θεωρία της «χημικής ανισορροπίας» διαμόρφωσε την κυρίαρχη προσέγγιση στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης, οδηγώντας σε μαζικές συνταγογραφήσεις αντικαταθλιπτικών. Ωστόσο, ο ψυχίατρος και πρώην ιατρικός λειτουργός της Υπηρεσίας Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ, Δρ Τζόσεφ Βιτ-Ντέρρινγκ (Dr. Josef Witt-Doerring) υποστηρίζει ότι η εν λόγω θεωρία, η οποία έγινε δημοφιλής τη δεκαετία του 1950, ποτέ δεν αποδείχθηκε επιστημονικά και στερείται ουσιαστικής τεκμηρίωσης.

Σε πρόσφατο επεισόδιο της εκπομπής American Thought Leaders, ο Δρ Βιτ-Ντέρρινγκ δήλωσε στον παρουσιαστή Γιαν Γεκιέλεκ ότι η εμμονή στη θεωρία της χημικής ανισορροπίας οδηγεί σε υπερσυνταγογράφηση, συχνά με χειρότερα – όχι καλύτερα – αποτελέσματα για τους ασθενείς, και ότι ο τρόπος συνταγογράφησης των αντικαταθλιπτικών χρειάζεται ριζική αναθεώρηση.

Η προέλευση της θεωρίας της χημικής ανισορροπίας

Η θεωρία της χημικής ανισορροπίας γεννήθηκε όταν οι γιατροί παρατήρησαν ότι ένα φάρμακο κατά της φυματίωσης, η ιπρονιαζίδη, φαινόταν να δίνει ενέργεια και να βελτιώνει τη διάθεση των ασθενών. Οι ψυχίατροι δοκίμασαν το φάρμακο και σε άτομα με κατάθλιψη, διαπιστώνοντας παρόμοια βελτίωση.

Η ιπρονιαζίδη παρεμπόδιζε τη διάσπαση των νευροδιαβιβαστών – χημικών ουσιών όπως η σεροτονίνη, η νοραδρεναλίνη και η ντοπαμίνη – αυξάνοντας έτσι τα επίπεδά τους στον εγκέφαλο. Οι ερευνητές υπέθεσαν, βάσει αυτής της παρατήρησης, ότι η κατάθλιψη προκαλείται από έλλειψη αυτών των χημικών.

Η ιδέα αυτή έφερε επανάσταση στην ψυχιατρική, παρέχοντας μια βιολογική εξήγηση για τον συναισθηματικό πόνο και ανοίγοντας τον δρόμο για τη μαζική χρήση αντικαταθλιπτικών. Για δεκαετίες, η θεωρία αυτή κυριάρχησε τόσο στην ιατρική πρακτική όσο και στην κοινή αντίληψη.

Ωστόσο, αν και άρχισε να θεωρείται επιστημονικό δεδομένο, τίθεται τώρα υπό αμφισβήτηση, καθώς νεότερα ευρήματα αμφισβητούν την προσέγγιση της χημικής ανισορροπίας, σύμφωνα με τον Δρα Βιτ-Ντέρρινγκ.

Μια συστηματική ανασκόπηση του 2022, που δημοσιεύτηκε στο Molecular Psychiatry, δεν βρήκε συνεπή στοιχεία που να συνδέουν χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης με την κατάθλιψη. Επιρόσθετες μελέτες δεν κατάφεραν να εντοπίσουν αξιόπιστες διαφορές στα επίπεδα νευροδιαβιβαστών ανάμεσα σε άτομα με και χωρίς κατάθλιψη.

Ο Δρ Βιτ-Ντέρρινγκ υπογράμμισε ότι «δεν υπάρχει τρόπος να διακριθούν οι καταθλιπτικοί ασθενείς από όσους δεν είναι καταθλιπτικοί χρησιμοποιώντας αντικειμενικούς δείκτες». Γι’ αυτό, όπως είπε, οι ψυχίατροι δεν κάνουν αιματολογικές εξετάσεις ή εγκεφαλικές απεικονίσεις, αλλά βασίζονται ουσιαστικά σε ερωτηματολόγια και λίστες συμπτωμάτων.

Τι ακριβώς κάνουν τα αντικαταθλιπτικά

Σύμφωνα με τον Δρα Βιτ-Ντέρρινγκ, τα αντικαταθλιπτικά δεν διορθώνουν κάποια βλάβη, αλλά προκαλούν ένα προβλέψιμο φαρμακολογικό αποτέλεσμα. Για την πιο κοινή κατηγορία – τους εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs) – το αποτέλεσμα αυτό συχνά είναι η συναισθηματική απονέκρωση ή μούδιασμα.

Οι SSRIs αυξάνουν την ποσότητα της σεροτονίνης στον εγκέφαλο, μιας ουσίας που ρυθμίζει τη διάθεση και τα συναισθήματα. Κανονικά, αφού η σεροτονίνη «παραδώσει το μήνυμα» της, επαναπροσλαμβάνεται από το κύτταρο που την απελευθέρωσε. Οι SSRIs επιβραδύνουν αυτή τη διαδικασία, αφήνοντας περισσότερη σεροτονίνη ενεργή για λίγο περισσότερο.

Αυτό μπορεί να εξομαλύνει τη διάθεση και να μειώσει το άγχος ή τη θλίψη, αλλά μπορεί επίσης να προκαλέσει επίπεδη συναισθηματική απόκριση, μειώνοντας τόσο τη χαρά όσο και τη στενοχώρια.

Για ορισμένους ασθενείς, αυτή η συναισθηματική σταθερότητα είναι θεραπευτική· σε άλλους, όμως, εμποδίζει την επεξεργασία βαθύτερων συναισθηματικών θεμάτων, αφήνοντας την αιτία άθικτη.

Ο Δρ Βιτ-Ντέρρινγκ εξήγησε ότι όταν κάποιος βιώνει έντονο άγχος και λαμβάνει ένα φάρμακο που το «μουδιάζει», νιώθει προσωρινή ανακούφιση. Σε περιπτώσεις αυτοκτονικών σκέψεων, το φάρμακο μπορεί να σώσει τη ζωή του ασθενούς.

Οι κρυφοί κίνδυνοι της μακροχρόνιας χρήσης

Η ανακούφιση που προσφέρουν τα αντικαταθλιπτικά μπορεί να έχει κόστος. Με την πάροδο του χρόνου, ο οργανισμός προσαρμόζεται στο φάρμακο, με αποτέλεσμα τη μείωση της αποτελεσματικότητάς του.

Ο Δρ Βιτ-Ντέρρινγκ εξήγησε ότι οι ασθενείς συχνά «αναπτύσσουν αντοχή», με αποτέλεσμα να χρειάζονται αυξημένες δόσεις, μέχρι που φτάνουν στο μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο – χωρίς ουσιαστική βελτίωση.

Για να αντισταθμιστεί αυτό, προστίθενται και άλλα φάρμακα – σταθεροποιητές διάθεσης, υπνωτικά – μια πρακτική γνωστή ως πολυφαρμακία. Όμως η συσσώρευση φαρμάκων καλύπτει τα προβλήματα χωρίς να τα λύνει, είπε ο γιατρός, σημειώνοντας ότι έτσι εξηγείται γιατί «πολλοί άνθρωποι λαμβάνουν τέσσερα, πέντε ή έξι φάρμακα ταυτόχρονα».

Η αυξημένη δοσολογία ή ο συνδυασμός φαρμάκων μπορεί να οδηγήσει σε παρενέργειες, όπως διέγερση, παρορμητικότητα ή, σπανίως – ιδίως σε νέους – επιδείνωση αυτοκτονικών σκέψεων. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος σε άτομα κάτω των 25 ετών, γι’ αυτό και τα αντικαταθλιπτικά φέρουν προειδοποίηση του FDA για αυτοκτονικό ιδεασμό.

Στο μεταξύ, τα πραγματικά προβλήματα της ζωής – δύσκολες σχέσεις, επαγγελματικό στρες, ανεπίλυτα τραύματα – παραμένουν ανέγγιχτα.

Οι κίνδυνοι του συνδρόμου στέρησης

Πολλοί αποφασίζουν κάποια στιγμή να σταματήσουν τα αντικαταθλιπτικά, επειδή νιώθουν καλύτερα ή θέλουν να αποφύγουν παρενέργειες. Ωστόσο, η διακοπή μπορεί να είναι δύσκολη – πολλοί βιώνουν συμπτώματα στέρησης, όπως μεταπτώσεις διάθεσης, ζάλη ή ηλεκτρικά «τινάγματα» στον εγκέφαλο.

Έρευνες δείχνουν ότι σχεδόν ένας στους τέσσερις μακροχρόνιους χρήστες αντικαταθλιπτικών παρουσιάζει συμπτώματα στέρησης που διαρκούν πάνω από τρεις μήνες. Ο Δρ Βιτ-Ντέρρινγκ εκτιμά ότι 5-10% των ανθρώπων χρειάζονται ιατρική υποστήριξη για να σταματήσουν με ασφάλεια.

Ανέφερε την περίπτωση του φοιτητή και αθλητή Μπράισον Μπερκς [Bryson Burks], ο οποίος είχε λάβει τρία αντικαταθλιπτικά για πόνο ύστερα από τραυματισμό, παρότι δεν έπασχε από κατάθλιψη.

Ο Μπερκς – γνωστός για την ηγετική του προσωπικότητα, τη γενναιοδωρία και τις φιλοδοξίες του – φαινόταν πιο χαρούμενος και δυνατός μετά την ανάρρωσή του από τον τραυματισμό, σύμφωνα με τη μητέρα του. Ωστόσο, όταν του ζητήθηκε να μειώσει σταδιακά τα φάρμακά του, αφαιρώντας ένα χάπι κάθε εβδομάδα, παρουσίασε αιφνίδιες και ακραίες μεταπτώσεις διάθεσης, με αποτέλεσμα την αυτοκτονία του την τέταρτη εβδομάδα, λίγο πριν τα εικοστά του γενέθλια. Η μητέρα του, έκτοτε, μιλά δημόσια για τους κινδύνους που ενέχει η απότομη ή ανεπαρκώς παρακολουθούμενη διακοπή ψυχιατρικών φαρμάκων.

Ο Δρ Βιτ-Ντέρρινγκ επεσήμανε επίσης ότι, σε σπάνιες αλλά σοβαρές περιπτώσεις, αιφνίδιες αλλαγές στη φαρμακευτική αγωγή έχουν συνδεθεί με έντονη διέγερση ή μανιακή συμπεριφορά. Μερικές γνωστές τραγωδίες έχουν οδηγήσει τους ειδικούς να αναρωτηθούν εάν απότομες μεταβολές στη φαρμακευτική αγωγή ενδέχεται να διαδραματίζουν κάποιον ρόλο σε αυτό.

Μετά από ένοπλη επίθεση σε κινηματογράφο του Κολοράντο το 2012, εντοπίστηκε ότι ο δράστης είχε αλλάξει δόση αντικαταθλιπτικού λίγο πριν το συμβάν. Αν και το δικαστήριο δεν θεώρησε τη φαρμακευτική αλλαγή ως αιτία της βίας, η υπόθεση ανέδειξε την ανάγκη προσεκτικής παρακολούθησης κάθε βήματος προσαρμογής στη θεραπεία.

Ο Δρ Βιτ-Ντέρρινγκ τόνισε ότι οι περισσότεροι ασθενείς μπορούν να διακόψουν τα φάρμακα με προσωρινή δυσφορία, αλλά μια μικρή μερίδα υποφέρει από σοβαρά, μακροχρόνια συμπτώματα – όπως αϋπνία, εμβοές, νευρική υπερευαισθησία – που μπορεί να διαρκέσουν μήνες ή και χρόνια.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα συμπτώματα συχνά παρερμηνεύονται ως υποτροπή της κατάθλιψης, και οι ασθενείς ξαναρχίζουν τη φαρμακευτική αγωγή, πιστεύοντας ότι δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτήν.

Ο Δρ Βιτ-Ντέρρινγκ αποκαλεί την παρατεταμένη αυτή κατάσταση «επίμονη στέρηση» και τη συγκρίνει με διάσειση, λέγοντας ότι μπορεί να χρειαστούν έως και δύο χρόνια για να ανακάμψει πλήρως το νευρικό σύστημα.

Εμπνευσμένος από τέτοιες περιπτώσεις, ο Δρ Βιτ-Ντέρρινγκ δημιούργησε κλινική απεξάρτησης από αντικαταθλιπτικά, όπου βοηθά ασθενείς να διακόψουν τη φαρμακευτική αγωγή με σταδιακή μείωση και υπό στενή παρακολούθηση. Συμβουλεύει όσους σκέφτονται να σταματήσουν τα φάρμακα να το κάνουν πολύ σταδιακά, υπό ιατρική καθοδήγηση, δίνοντας στον εγκέφαλο τον απαραίτητο χρόνο για να προσαρμοστεί.

Επανεξέταση της θεραπείας

Σήμερα, τα περισσότερα ψυχιατρικά φάρμακα συνταγογραφούνται από παθολόγους, γυναικολόγους ή άλλους γιατρούς πρώτης γραμμής, που εργάζονται υπό πίεση χρόνου. Το σύστημα δίνει προτεραιότητα στις γρήγορες λύσεις αντί στην ολιστική θεραπεία.

Ο Δρ Βιτ-Ντέρρινγκ οραματίζεται ένα διαφορετικό μοντέλο: μια πρωτοβάθμια φροντίδα με έμφαση στις πραγματικές αιτίες: στις σχέσεις, στο νόημα της ζωής, στη σωματική υγεία και στη χρήση ουσιών.

Όπως είπε, θα έπρεπε οι γιατροί να παρέχουν ομαδική καθοδήγηση και εκπαίδευση στους ασθενείς γύρω από αυτούς τους τέσσερις πυλώνες, δίνοντάς τους τα εργαλεία να αντιμετωπίσουν τη ρίζα του προβλήματος.

Αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο, θα μείωνε την πίεση για συνταγογράφηση και θα πρόσφερε στους ανθρώπους «πραγματικά μέσα για να βελτιώσουν τη ζωή τους».

Της Cara Michelle Miller

Βρετανική ομάδα ζητά προειδοποιητική σήμανση για καρκίνο σε προϊόντα επεξεργασμένου κρέατος

Το μπέικον, το ζαμπόν και τα λουκάνικα ενδέχεται να περιέχουν ουσίες όπως τα νιτρώδη άλατα, τα οποία χρησιμοποιούνται για τη συντήρηση των προϊόντων. Ωστόσο, σύμφωνα με την οργάνωση Coalition Against Nitrites (Συνασπισμός Κατά των Νιτρωδών), τα κρεατικά που έχουν υποστεί επεξεργασία με νιτρώδη πρέπει να φέρουν προειδοποιητική σήμανση για το ενδεχόμενο ανάπτυξης καρκίνου.

Σε επιστολή της στις 24 Οκτωβρίου προς τον Βρετανό υπουργό Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας, Γουές Στρήτινγκ, η οργάνωση κάλεσε την κυβέρνηση να θεσπίσει αυστηρότερα μέτρα προστασίας των καταναλωτών.

Η Διεθνής Υπηρεσία Έρευνας για τον Καρκίνο (International Agency for Research on Cancer – IARC) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας κατέταξε τα επεξεργασμένα κρέατα ως καρκινογόνα για τον άνθρωπο τον Οκτώβριο του 2015, βάσει «επαρκών στοιχείων», που έδειχναν σύνδεση της κατανάλωσης αυτών των κρεάτων με τον καρκίνο του παχέος εντέρου. Σύμφωνα με την υπηρεσία, η κατανάλωση 50 γραμμαρίων επεξεργασμένου κρέατος ημερησίως αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου κατά 18%.

Δέκα χρόνια μετά, δεν έχουν ληφθεί αποφασιστικά μέτρα προστασίας στη Βρετανία, όπως επισημαίνει η οργάνωσή στην επιστολή της, εκφράζοντας παράλληλα την απογοήτευσή της για αυτό.

Οι νιτρώδεις και νιτρικές ενώσεις του νατρίου είναι μορφές χημικών αλάτων που χρησιμοποιούνται για να αυξάνουν τη διάρκεια ζωής του κρέατος, ελέγχοντας την ανάπτυξη βακτηρίων και αποτρέποντας την αλλοίωση, σύμφωνα με ανάρτηση του University of Wisconsin-Madison. Ωστόσο, τα νιτρώδη που υπάρχουν στα αλλαντικά προάγουν τον σχηματισμό νιτροζαμινών, ενώσεων με «ξεκάθαρα καρκινογόνο δυναμικό», όπως αναφέρει η επιστολή.

Η οργάνωση υπογράμμισε ότι, παρά τις επανειλημμένες ανεξάρτητες επιβεβαιώσεις και την έντονη ανησυχία της κοινής γνώμης, η πολιτική απάντηση παραμένει «κατακερματισμένη και ανεπαρκής». Δεν έχει απαγορευτεί η χρήση των νιτρωδών, δεν έχει επιβληθεί η επισήμανση του κινδύνου στη συσκευασία, και δεν έχει παρασχεθεί στήριξη στους παραγωγούς για τη μετάβαση σε ασφαλέστερες μεθόδους.

Η ομάδα ζητά από τον Γουές Στρήτινγκ να δεσμευτεί σε τρεις συγκεκριμένες ενέργειες:

  1. Υποχρεωτική σήμανση κινδύνου στην εμπρόσθια όψη των προϊόντων που έχουν υποστεί επεξεργασία με νιτρώδη.

  2. Μακροπρόθεσμο σχέδιο σταδιακής κατάργησης της χρήσης νιτρωδών στα επεξεργασμένα κρέατα που πωλούνται στο Ηνωμένο Βασίλειο, με θέσπιση των αναγκαίων κανονιστικών ρυθμίσεων.

  3. Χρηματοδότηση και ενίσχυση της έρευνας για εναλλακτικές μεθόδους συντήρησης και στήριξη των παραγωγών – ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων – για τη μετάβαση σε ασφαλέστερες πρακτικές.

Η οργάνωση επικαλέστηκε το προηγούμενο των αντικαπνιστικών κανονισμών και τον ρόλο του Ηνωμένου Βασιλείου στη διαμόρφωση παγκόσμιων προτύπων για τη χρήση νιτρωδών, επισημαίνοντας ότι ακόμη «δεν έχουν ληφθεί ικανοποιητικά μέτρα» στον τομέα αυτό.

Η επιστολή εστάλη την ώρα που και στις Ηνωμένες Πολιτείες εντείνονται οι ανησυχίες για την κατανάλωση επεξεργασμένων τροφίμων, τόσο από τον υπουργό Υγείας Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζ. όσο και από την Επιτροπή Make America Healthy Again, καθώς αυτά θεωρούνται υπεύθυνα για αυξημένη πρόσληψη θερμίδων, μείωση της θρεπτικής αξίας και έκθεση σε επικίνδυνα πρόσθετα.

Πέρα από τα αλλαντικά, στα επεξεργασμένα τρόφιμα περιλαμβάνονται τα δημητριακά για το πρωινό, τα αναψυκτικά, το συσκευασμένο ψωμί, τα πατατάκια και τα μπισκότα.

Έκθεση των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) στις 7 Αυγούστου, αναφέρει ότι περίπου το 55% των συνολικών θερμίδων που καταναλώνουν οι Αμερικανοί ηλικίας άνω του ενός έτους προέρχεται από υπερεπεξεργασμένες τροφές, με τη νεολαία να εμφανίζει ακόμη υψηλότερα ποσοστά κατανάλωσης.

Τον Απρίλιο, η Smith Packing LLC, εταιρεία με έδρα τη Νέα Υόρκη, ανακάλεσε 8,5 τόνους έτοιμων προς κατανάλωση λουκάνικων και άλλων προϊόντων κρέατος, καθώς τα επίπεδα νιτρώδους νατρίου υπερέβαιναν τα επιτρεπόμενα όρια, σύμφωνα με ανακοίνωση της Υπηρεσίας Ελέγχου Ασφάλειας και Επιθεώρησης Τροφίμων (Food Safety and Inspection Service – FSIS) του υπουργείου Γεωργίας στις 29 Απριλίου.

Το πρόβλημα αποκαλύφθηκε όταν η εταιρεία έλαβε πολλαπλά παράπονα από καταναλωτές σχετικά με τη χρωματική αλλοίωση και τη δυσάρεστη γεύση των προϊόντων.

Παράλληλα, τον Ιούνιο του προηγούμενου έτους, η FSIS είχε εκδώσει προειδοποίηση για τη δημόσια υγεία για ορισμένα προϊόντα μπέικον από χοιρινό και βοδινό, λόγω υψηλών συγκεντρώσεων νιτρώδους νατρίου.

Ο Μπιλ Γκέιτς καλεί τον ΟΗΕ για αλλαγή πορείας — Από την κλιματική κρίση στη δημόσια υγεία

Ο Μπιλ Γκέιτς κάλεσε τα Ηνωμένα Έθνη να προχωρήσουν σε μια «μεγάλη στρατηγική στροφή» από αυτό που χαρακτήρισε «αποκαλυπτική προσέγγιση» των στόχων για το κλίμα, προς την κατεύθυνση της ανακούφισης της φτώχειας και της χρηματοδότησης εμβολίων.

Κατά τη διάρκεια συζήτησης στις 28 Οκτωβρίου, ο συνιδρυτής της Microsoft ανέφερε ότι, αν έπρεπε να επιλέξει μεταξύ της εξάλειψης της ελονοσίας και μιας αύξησης της θερμοκρασίας κατά ένα δέκατο του βαθμού, θα προτιμούσε «να ανέβει η θερμοκρασία κατά 0,1 βαθμό, αν αυτό σήμαινε να απαλλαγούμε από την ελονοσία», υπογραμμίζοντας ότι «ο κόσμος δεν αντιλαμβάνεται τα βάσανα που υπάρχουν σήμερα».

Σε ανάρτηση 17 σελίδων, η οποία δημοσιεύθηκε ανήμερα των 70ών γενεθλίων του, ο Γκέιτς ανέφερε ότι η αλλαγή στάσης του είναι ρεαλιστική, δεδομένων των περικοπών στη διεθνή βοήθεια από τις πλούσιες χώρες, με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες, γεγονός που, όπως είπε, επηρεάζει τη χρηματοδότηση των εμβολίων.

Το Ίδρυμα Γκέιτς αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους δωρητές παγκόσμιων οργανισμών υγείας, όπως η Παγκόσμια Συμμαχία για τα Εμβόλια και τον Εμβολιασμό (GAVI) και πλήθος ερευνητικών προγραμμάτων. Ωστόσο, ορισμένα προγράμματα εμβολιασμού που χρηματοδοτήθηκαν από το Ίδρυμα στις αναπτυσσόμενες χώρες έχουν δεχθεί επικρίσεις για ζητήματα συναίνεσης, διαφάνειας και σοβαρών παρενεργειών, ακόμη και θανάτων.

Το Ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς στο Σιάτλ, στις 4 Μαΐου 2021. (David Ryder/Getty Images)

 

Το 2017, η ινδική κυβέρνηση διέκοψε μέρος της συνεργασίας της με το Ίδρυμα Γκέιτς σε προγράμματα ανοσοποίησης, επικαλούμενη σύγκρουση συμφερόντων. Παράλληλα, η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα των εμβολίων έχουν τεθεί υπό αμφισβήτηση μετά τους εμβολιασμούς για την COVID-19, τους οποίους ο Γκέιτς προώθησε ενεργά. Ο υπουργός Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών των Ηνωμένων Πολιτειών, Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζ., μακροχρόνιος επικριτής του Γκέιτς, ανακοίνωσε πρόσφατα μια συνολική επανεξέταση της ασφάλειας των παιδικών εμβολίων.

Ελονοσία και υποσιτισμός 

Ο Γκέιτς τόνισε ότι εξακολουθεί να θεωρεί την κλιματική αλλαγή σοβαρό πρόβλημα, αλλά, κατά την άποψή του, οι στόχοι θερμοκρασίας δεν αποτελούν το καταλληλότερο μέτρο της ανθρώπινης ευημερίας. Υποστήριξε ότι τα εμβόλια πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα χρηματοδότησης, καθώς βελτιώνουν τα επίπεδα υγείας και δημιουργούν πιο ανθεκτικές κοινωνίες, οι οποίες, όπως είπε, είναι καλύτερα εξοπλισμένες για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του κλίματος.

Επικαλέστηκε έρευνα του University of Chicago Climate Impact Lab, σύμφωνα με την οποία οι προβλεπόμενοι θάνατοι από την κλιματική αλλαγή μειώνονται κατά περισσότερο από 50% όταν ληφθεί υπόψη η αναμενόμενη οικονομική ανάπτυξη έως το τέλος του αιώνα.

Στην ίδια ανάρτηση, η οποία γράφτηκε ενόψει της διάσκεψης COP30 του ΟΗΕ για το κλίμα στη Βραζιλία τον επόμενο μήνα —στην οποία δεν θα συμμετάσχει— ο Γκέιτς εξέφρασε την πεποίθηση ότι τα κονδύλια που προορίζονται για τους κλιματικούς στόχους δεν δαπανώνται «για τα σωστά πράγματα». Υπογράμμισε ότι ο πήχης πρέπει να είναι «πολύ υψηλός» για το τι χρηματοδοτείται με χρήματα βοήθειας, επισημαίνοντας πως, αν κάτι εξαλείφει 10.000 τόνους εκπομπών με κόστος αρκετά εκατομμύρια δολάρια, «αυτό απλώς δεν πληροί τα κριτήρια».

Ρεαλιστική θεώρηση του προβλήματος

Ο Γκέιτς σημείωσε ότι πιστεύει πως η κλιματική αλλαγή θα έχει σοβαρές συνέπειες, αλλά δεν θα σημάνει την καταστροφή της ανθρωπότητας, και εκτίμησε ότι τα χρήματα θα μπορούσαν να δαπανηθούν πιο αποτελεσματικά σε τομείς όπως η ανθεκτικότητα των καλλιεργειών και η υγειονομική περίθαλψη.

Αναγνώρισε ότι ορισμένοι υποστηρικτές της κλιματικής δράσης ενδέχεται να διαφωνήσουν μαζί του ή να τον χαρακτηρίσουν υποκριτή λόγω του δικού του ανθρακικού αποτυπώματος —το οποίο, όπως διευκρίνισε, «αντισταθμίζει πλήρως με νόμιμες πιστώσεις άνθρακα»— ή να θεωρήσουν τη θέση του ως τρόπο να μειώσει τη σημασία της κλιματικής αλλαγής.

Αν και παραδέχτηκε ότι δεν υπάρχει «καμία πιθανότητα» η υπερθέρμανση του πλανήτη να περιοριστεί στους 2 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, αλλά «πιθανότατα θα είναι κάτω από τους 3 βαθμούς», εξέφρασε την πεποίθηση ότι η προσαρμογή και η καινοτομία θα διασφαλίσουν πως μια τέτοια αύξηση «δεν θα σημάνει το τέλος του πολιτισμού».

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης με δημοσιογράφους, εξήγησε ότι η στάση του είναι «μια ρεαλιστική θεώρηση» από κάποιον που «προσπαθεί να μεγιστοποιήσει τα χρήματα και την καινοτομία που βοηθούν τις φτωχές χώρες».

Αλλαγή στάσης 

Η πρόσφατη τοποθέτηση του Γκέιτς σηματοδοτεί αλλαγή στάσης σε σχέση με το παρελθόν. Το 2021 είχε εκδώσει βιβλίο στο οποίο παρουσίαζε ένα σχέδιο για τη μείωση των εκπομπών, με στόχο την αποφυγή αυτού που αποκαλούσε «κλιματική καταστροφή». Πριν από μία δεκαετία, οι παγκόσμιοι ηγέτες είχαν υπογράψει τη Συμφωνία του Παρισιού για τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας στους 1,5 βαθμούς Κελσίου, αλλά οι επιστήμονες πλέον θεωρούν σχεδόν αναπόφευκτη την υπέρβαση αυτού του ορίου.

Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, είχε αποσύρει τη χώρα του από τη Συμφωνία του Παρισιού και έχει επανειλημμένα χαρακτηρίσει την έννοια της ανθρωπογενούς υπερθέρμανσης του πλανήτη ως «απάτη». Μάλιστα, σε ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 23 Σεπτεμβρίου, είχε αποκαλέσει την κλιματική αλλαγή «τη μεγαλύτερη απάτη που διαπράχθηκε ποτέ εις βάρος του κόσμου».

Σύμφωνα με το Forbes, τον Μάιο του 2025, η καθαρή περιουσία του Γκέιτς ανερχόταν στα 115,1 δισεκατομμύρια δολάρια, καθιστώντας τον 13ο πλουσιότερο άνθρωπο στον κόσμο.

Της Rachel Roberts

Με πληροφορίες από το Associated Press

Κοινό φάρμακο μειώνει στο μισό την επανεμφάνιση του καρκίνου του παχέος εντέρου

Σε πρόσφατη κλινική δοκιμή διαπιστώθηκε ότι μια χαμηλή δόση ασπιρίνης μείωσε στο μισό τον κίνδυνο επανεμφάνισης του καρκίνου του παχέος και του ορθού σε ασθενείς των οποίων οι όγκοι έφεραν συγκεκριμένη γενετική μετάλλαξη. Η ημερήσια λήψη μόλις 160 χιλιοστόγραμμων ασπιρίνης —περίπου μισό χάπι μιας τυπικής δόσης για ενήλικες— μείωσε την πιθανότητα υποτροπής του καρκίνου κατά περίπου 60 % σε μια συγκεκριμένη υποομάδα ασθενών.

Οι ασθενείς αυτοί είχαν μεταλλάξεις στο γονίδιο PI3K, το οποίο επηρεάζει περίπου το ένα τρίτο των περιστατικών καρκίνου του παχέος εντέρου. Η επικεφαλής της μελέτης, Δρ Άννα Μάρτλινγκ (Dr. Anna Martling), καθηγήτρια στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Στοκχόλμης, δήλωσε ότι το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό, καθώς η ασπιρίνη είναι «ένα φάρμακο ευρέως διαθέσιμο παγκοσμίως και εξαιρετικά φθηνό σε σύγκριση με πολλές σύγχρονες αντικαρκινικές θεραπείες».

Τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη μελέτη

Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο New England Journal of Medicine, παρακολούθησε περισσότερους από 600 ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου που εμφάνιζαν γενετική μεταβολή στην οδό PI3K, σε 33 νοσοκομεία της Σουηδίας, της Δανίας, της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι ασθενείς που λάμβαναν ασπιρίνη είχαν μικρότερη πιθανότητα να παρουσιάσουν ανάπτυξη ή επανεμφάνιση του καρκίνου μέσα σε τρία χρόνια, σε σύγκριση με εκείνους που λάμβαναν εικονικό φάρμακο (placebo). Όλοι οι συμμετέχοντες είχαν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για καρκίνο σταδίου 2 ή 3 του παχέος ή του ορθού εντέρου. Οι ασθενείς χωρίστηκαν τυχαία ώστε να λαμβάνουν καθημερινά είτε 160 χιλιοστόγραμμα ασπιρίνης είτε ένα εικονικό σκεύασμα για τρία χρόνια. Η μελέτη δεν περιλάμβανε ασθενείς χωρίς τη μετάλλαξη στο γονίδιο PI3K.

Ανάλογα με το σημείο του γονιδίου στο οποίο βρισκόταν η μετάλλαξη, τα οφέλη από τη συμπληρωματική λήψη ασπιρίνης διέφεραν. Στην ομάδα με μετάλλαξη στις περιοχές εξόνιο 9 ή 20, ο κίνδυνος επανεμφάνισης του καρκίνου μειώθηκε κατά 51 %, ενώ σε ασθενείς με μεταλλάξεις σε άλλα τμήματα του γονιδίου η μείωση έφτασε το 58 %. Συνολικά, οι ασθενείς που λάμβαναν ασπιρίνη είχαν περίπου 55 % μικρότερη πιθανότητα να εμφανίσουν ξανά καρκίνο —λιγότερο από το μισό ποσοστό υποτροπών που καταγράφηκε στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου.

Η Δρ Μάρτλινγκ επεσήμανε ότι η θεραπεία αυτή θα μπορούσε να ωφελήσει περισσότερο από το ένα τρίτο των ασθενών με καρκίνο του παχέος εντέρου —ένα σημαντικό ποσοστό από τους πάνω από 100 000 Αμερικανούς που διαγιγνώσκονται ετησίως με τη νόσο.

Αν και ο ακριβής μηχανισμός με τον οποίο η ασπιρίνη μειώνει την επανεμφάνιση του καρκίνου παραμένει άγνωστος, μια πιθανή εξήγηση είναι ότι επηρεάζει μονοπάτια ανάπτυξης των όγκων που σχετίζονται με το PI3K. Η ασπιρίνη μπλοκάρει μια πρωτεΐνη που προάγει την ανάπτυξη όγκων, την COX-2, ενώ το PI3K αυξάνει τα επίπεδά της. Έτσι, στους ασθενείς με μεταλλάξεις σε αυτή την οδό, η ασπιρίνη φαίνεται να αναστέλλει στοχευμένα τις διεργασίες που ευνοούν τον καρκίνο. Παράλληλοι μηχανισμοί περιλαμβάνουν τη μείωση της φλεγμονής και την αναστολή της λειτουργίας των αιμοπεταλίων, παράγοντες που επίσης συμβάλλουν στην ανάπτυξη των όγκων.

Οι οδηγίες θεραπείας αλλάζουν ήδη

Οι ερευνητές ανέφεραν ότι τα ευρήματα θα μπορούσαν να αλλάξουν άμεσα τον τρόπο με τον οποίο οι γιατροί αντιμετωπίζουν πολλούς ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου.

Ο Δρ Ντέιβιντ Μπάγιορ (Dr. David Bajor), επίκουρος καθηγητής ιατρικής και μέλος του Case Comprehensive Cancer Center, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη, δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι τα αποτελέσματα έχουν ήδη οδηγήσει σε αλλαγές στα πρωτόκολλα του δικού του κέντρου, με την εισαγωγή γενετικού ελέγχου για τη μετάλλαξη αυτή σε πληθυσμούς που προηγουμένως δεν υποβάλλονταν σε τέτοιους ελέγχους. Εξήγησε ότι μέχρι πρόσφατα οι γιατροί πραγματοποιούσαν εξετάσεις για μεταλλάξεις PIK3CA μόνο σε ασθενείς με καρκίνο σταδίου 4, αλλά πλέον συνιστάται να εξετάζονται και όσοι βρίσκονται στα στάδια 2 και 3.

Η Δρ Μάρτλινγκ τόνισε ότι η έρευνα αναδεικνύει τη σημασία της ιατρικής ακριβείας και της χρήσης προηγμένων διαγνωστικών εργαλείων, τα οποία «επιτρέπουν εξατομικευμένες θεραπείες και την επαναξιοποίηση υπαρχόντων φαρμάκων για νέες εφαρμογές».

Προφίλ ασφάλειας και κίνδυνοι

Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι παρενέργειες από τη μακροχρόνια λήψη χαμηλής δόσης ασπιρίνης ήταν σπάνιες. Παρ’ όλα αυτά, καταγράφηκε ένα περιστατικό σοβαρής γαστρεντερικής αιμορραγίας, ένα περιστατικό εγκεφαλικής αιμορραγίας και ένα αλλεργικής αντίδρασης.

Ο γαστρεντερολόγος Δρ Τζέισον Κόρενμπλιτ (Dr. Jason Korenblit) από το Ορλάντο της Φλόριντα, ο οποίος επίσης δεν συμμετείχε στη μελέτη, προειδοποίησε ότι ακόμη και η χαμηλή δόση ασπιρίνης ενέχει κινδύνους, όπως γαστρεντερική αιμορραγία, πεπτικά έλκη και αιμορραγικό εγκεφαλικό, καθώς και πιθανές αρνητικές αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα.

Επεσήμανε ότι «οι ασθενείς με ιστορικό ελκών, αιμορραγικών διαταραχών, χρήση αντιπηκτικών ή αυξημένο κίνδυνο αιμορραγίας» —όπως οι ηλικιωμένοι και όσοι πάσχουν από νεφρική νόσο— διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο. Πρόσθεσε ότι η ασπιρίνη μπορεί να ερεθίσει το γαστρικό τοίχωμα και ότι άτομα με ταυτόχρονη χρήση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (NSAID), λοίμωξη από H. pylori ή άλλους παράγοντες κινδύνου ενδέχεται να αντιμετωπίσουν αυξημένες επιπλοκές.

Οι ερευνητές σκοπεύουν να συνεχίσουν την ανάλυση των δεδομένων, εξετάζοντας και παράγοντες όπως το φύλο και το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο, που ενδέχεται να επηρεάζουν τα αποτελέσματα.

Ο Δρ Ρατζ Ντασγκούπτα (Dr. Raj Dasgupta), ιατρός πιστοποιημένος σε πνευμονολογία, εντατική και ιατρική ύπνου, προειδοποίησε ότι οι ασθενείς με καρκίνο δεν πρέπει να λαμβάνουν ασπιρίνη χωρίς ιατρική καθοδήγηση. Υπογράμμισε ότι τα οφέλη εμφανίστηκαν κυρίως σε ασθενείς με μεταλλάξεις στην οδό PI3K, γεγονός που σημαίνει ότι η ασπιρίνη δεν θα ωφελήσει όλους με τον ίδιο τρόπο.

Για τον λόγο αυτόν, συνέστησε οι ενδιαφερόμενοι να συζητούν πάντα πρώτα με τον ογκολόγο τους, ο οποίος μπορεί να αξιολογήσει το γενετικό προφίλ και τη συνολική υγεία τους ώστε να διαπιστώσει αν η ασπιρίνη αποτελεί κατάλληλη επιλογή θεραπείας.

Η Moderna διακόπτει την ανάπτυξη εμβολίου για συγγενείς ανωμαλίες λόγω χαμηλής αποτελεσματικότητας

Η Moderna ανακοίνωσε στις 22 Οκτωβρίου ότι το πειραματικό της εμβόλιο κατά του κυτταρομεγαλοϊού (CMV) δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα σε κλινική δοκιμή. Σύμφωνα με την εταιρεία, το εμβόλιο δεν πέτυχε τον κύριο στόχο αποτελεσματικότητας στην πρόληψη της λοίμωξης από CMV σε υγιείς γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, δηλαδή μεταξύ 16 και 40 ετών.

Η μελέτη φάσης 3, η οποία ήταν τυχαιοποιημένη και ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο, περιελάμβανε περίπου 7.500 γυναίκες σε περίπου 300 σημεία σε 13 χώρες, μεταξύ των οποίων η Φινλανδία, το Ισραήλ και οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Το εμβόλιο είχε σχεδιαστεί για να προλαμβάνει τον CMV, έναν ιό που μεταδίδεται από τις εγκύους στα αγέννητα παιδιά τους. Σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), περίπου ένα στα 200 βρέφη στις Ηνωμένες Πολιτείες γεννιέται με CMV, ενώ περίπου το 20% από αυτά παρουσιάζει συγγενείς ανωμαλίες ή μακροχρόνια προβλήματα υγείας, όπως απώλεια ακοής.

Το συγκεκριμένο εμβόλιο βασίζεται στην τεχνολογία αγγελιαφόρου ριβονουκλεϊκού οξέος (mRNA), την ίδια που χρησιμοποιείται και στα εγκεκριμένα εμβόλια της Moderna κατά της COVID-19.

Τον Ιανουάριο, στελέχη της Moderna είχαν δηλώσει ότι η δοκιμή του εμβολίου mRNA-1647 έπρεπε να συνεχιστεί, καθώς τα ενδιάμεσα αποτελέσματα δεν έδειχναν επαρκή αποτελεσματικότητα. Παρ’ όλα αυτά, ήλπιζαν ότι το εμβόλιο θα αποδεικνυόταν τελικά επιτυχές, επισημαίνοντας πως θα μπορούσε να είναι το πρώτο του είδους του στην αγορά, αφού προς το παρόν δεν υπάρχει εγκεκριμένο εμβόλιο για τον CMV.

Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα του σκευάσματος αποδείχθηκε περιορισμένη — κυμαινόταν μεταξύ 6 % και 23 %, ανάλογα με τον ορισμό των περιπτώσεων.

Ο πρόεδρος της Moderna, Δρ Στήβεν Χογκ (Dr. Stephen Hoge), εξέφρασε την απογοήτευσή του, δηλώνοντας ότι η αποτυχία πρόληψης της αρχικής λοίμωξης σημαίνει πως εξακολουθεί να μην υπάρχει εμβόλιο για την πρόληψη του συγγενούς CMV, παρά τις δεκαετίες ερευνητικής προσπάθειας στον τομέα αυτό.

Η εταιρεία αποφάσισε να διακόψει πλήρως το πρόγραμμα ανάπτυξης του εμβολίου για τον CMV. Όπως σημείωσε, το σκεύασμα ήταν «γενικά καλά ανεκτό» και παρουσίασε «προφίλ ασφαλείας σύμφωνο με προηγούμενες μελέτες».

Παρά τη διακοπή, η Moderna θα συνεχίσει να μελετά το mRNA-1647 σε ασθενείς που υποβάλλονται σε μεταμόσχευση μυελού των οστών. Ο Δρ Χογκ ανέφερε ότι ο CMV προκαλεί σοβαρές ασθένειες σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην επανενεργοποίηση του ιού σε ασθενείς που υποβάλλονται σε τέτοιες μεταμοσχεύσεις, προσθέτοντας πως η εταιρεία θα συνεχίσει να εξετάζει αν το mRNA-1647  έχει τη δυνατότητα να περιορίσει τη νόσο σε αυτούς τους υψηλού κινδύνου ασθενείς μέσω της εν εξελίξει μελέτης φάσης 2.

Η μελέτη αυτή ξεκίνησε το 2023 και αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2026. Περίπου 224 άτομα έχει προγραμματιστεί να λάβουν το εμβόλιο ή εικονικό φάρμακο μετά τη διακοπή της προφυλακτικής θεραπείας για CMV, που περιλαμβάνει το φάρμακο λετερμοβίρη.

Η Moderna ανέφερε ότι η αποτυχία της δοκιμής δεν αναμένεται να επηρεάσει τα οικονομικά αποτελέσματα του 2025. Η εταιρεία επεσήμανε πως είχε προβλέψει εξαρχής ελάχιστη αρχική συνεισφορά εσόδων από το mRNA-1647, δεδομένων των αναγκαίων επενδύσεων για την προετοιμασία της αγοράς και την προώθηση του προϊόντος.

Παρά την αποτυχία, η Moderna εξακολουθεί να αναμένει ότι θα επιτύχει ισοσκελισμό το 2028.

Ο ΠΟΥ προειδοποιεί για την άνοδο της ανθεκτικότητας των μικροβίων στα αντιβιοτικά παγκοσμίως

Η ανθεκτικότητα στα αντιμικροβιακά φάρμακα (Antimicrobial Resistance – AMR) απέναντι σε βασικά αντιβιοτικά είναι πλέον «εκτεταμένη» και αυξάνεται, με τις θεραπείες πρώτης επιλογής για κοινές λοιμώξεις του αίματος, του γαστρεντερικού και του ουροποιητικού συστήματος να «υπονομεύονται ολοένα και περισσότερο», σύμφωνα με έκθεση που δημοσίευσε στις 13 Οκτωβρίου ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ).

Η έκθεση εξέτασε 23 εκατομμύρια λοιμώξεις που αναφέρθηκαν σε 104 χώρες και ανέλυσε την ανθεκτικότητα των μικροβίων σε 22 αντιβιοτικά, τα οποία χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία οκτώ κοινών βακτηριακών παθογόνων υπεύθυνων για τέσσερις τύπους λοιμώξεων: του αίματος, του ουροποιητικού, του γαστρεντερικού και των ουρογεννητικών (γονόρροια).

Σύμφωνα με την έκθεση, «το 2023, περίπου μία στις έξι εργαστηριακά επιβεβαιωμένες βακτηριακές λοιμώξεις παγκοσμίως προκλήθηκε από βακτήρια ανθεκτικά στα αντιβιοτικά». Οι τάσεις της AMR δείχνουν «μια αυξανόμενη απειλή από τα Gram-αρνητικά βακτηριακά παθογόνα».

Αυξανόμενη απειλή από τα Gram-αρνητικά βακτήρια

Τα Gram-αρνητικά βακτήρια διαθέτουν ένα επιπλέον εξωτερικό λιπιδικό περίβλημα, το οποίο εμποδίζει πολλά αντιβιοτικά να διεισδύσουν στο κύτταρό τους. Αυτά τα βακτήρια αποτελούν σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας, λόγω της υψηλής ανθεκτικότητάς τους.

Η ανθεκτικότητα στα αντιμικροβιακά φάρμακα αυξήθηκε σε 40% των συνδυασμών παθογόνων-αντιβιοτικών μεταξύ 2018 και 2023, με ετήσια αύξηση που κυμαίνεται μεταξύ 5% και 15%. Η έκθεση παρατηρεί αύξηση της ανθεκτικότητας σε ορισμένα αντιβιοτικά, κυρίως στις καρβαπενέμες και τις φθοριοκινολόνες, μεταξύ βασικών Gram-αρνητικών παθογόνων όπως E. coli, K. pneumoniae και Salmonella. Αυτό θεωρείται ανησυχητικό, καθώς αυτά τα αντιβιοτικά είναι ζωτικής σημασίας για τη θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων.

Το E. coli, που βρίσκεται στο περιβάλλον και στα έντερα ανθρώπων και ζώων, είναι κατά κύριο λόγο ακίνδυνο, ωστόσο ορισμένα στελέχη προκαλούν διάρροια, σήψη, πνευμονία και λοιμώξεις του ουροποιητικού, σύμφωνα με ανάρτηση των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) του Μαΐου 2024. Η K. pneumoniae, η οποία εντοπίζεται συνήθως στα κόπρανα του ανθρώπου, μπορεί να προκαλέσει λοιμώξεις του αίματος, πνευμονία, μηνιγγίτιδα ή λοιμώξεις σε χειρουργικά τραύματα. Η Salmonella θεωρείται κύρια αιτία τροφιμογενών ασθενειών και θανάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Μεταξύ των τριών βασικών Gram-αρνητικών παθογόνων που ευθύνονται για σοβαρές λοιμώξεις του αίματος (E. coli, K. pneumoniae και Acinetobacter) διαπιστώθηκε αυξανόμενη συχνότητα ανθεκτικότητας στις καρβαπενέμες. Το Acinetobacter, το οποίο συνήθως βρίσκεται σε νοσοκομειακά περιβάλλοντα, μπορεί να προκαλέσει λοιμώξεις στο αίμα, στους πνεύμονες, στα τραύματα και στο ουροποιητικό, σύμφωνα με τα CDC.

Η έκθεση αναφέρει ότι η K. pneumoniae και το Acinetobacter, όταν είναι ανθεκτικά στις καρβαπενέμες, συνδέονται με υψηλή θνησιμότητα που υπερβαίνει το 30% των μολυσμένων ατόμων. Το E. coli, ανθεκτικό στις κεφαλοσπορίνες τρίτης γενιάς, παρουσίασε υψηλή συχνότητα και νοσηρότητα — πάνω από 10.000 περιστατικά και 1,5 έτος ζωής με αναπηρία ανά εκατομμύριο πληθυσμού. Η ανθεκτικότητα της μη τυφοειδούς Salmonella στις φθοριοκινολόνες αυξάνεται επίσης παγκοσμίως, και οι παθογόνοι αυτοί «είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ελεγχθούν λόγω της εκτεταμένης μετάδοσης».

Χαμηλή αντιμετωπισιμότητα και προειδοποιήσεις από ΗΠΑ και ΕΕ

Η έκθεση του ΠΟΥ προειδοποιεί ότι η δυνατότητα θεραπείας πολλών από αυτά τα ανθεκτικά στα αντιβιοτικά παθογόνα είναι «χαμηλή έως μέτρια». Η πρόληψη αυτών των λοιμώξεων «είναι συχνά δύσκολη», ενώ η ανάπτυξη νέων αντιβιοτικών «παραμένει ασθενής» και δεν αναμένεται να προσφέρει αποτελεσματικές εναλλακτικές λύσεις στο άμεσο μέλλον για πολλές από τις πιο πιεστικές απειλές.

Η ανθεκτικότητα στα αντιμικροβιακά (AMR) ήταν λιγότερο συχνή στην Ευρώπη, όπου μία στις δέκα λοιμώξεις ήταν ανθεκτική, και ακόμα χαμηλότερη στην περιοχή του Δυτικού Ειρηνικού, με μία στις έντεκα. Αντίθετα, η AMR ήταν πιο συχνή στη Νοτιοανατολική Ασία και στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου σχεδόν μία στις τρεις λοιμώξεις ανήκει σε αυτή την κατηγορία, και ακολουθεί η Αφρική, με μία στις πέντε.

Ο γενικός διευθυντής του ΠΟΥ, Τέντρος Άντανομ Γκεμπρεγέσους, δήλωσε στις 13 Οκτωβρίου ότι η ανθεκτικότητα των μικροβίων «υπερβαίνει την πρόοδο της σύγχρονης ιατρικής, απειλώντας την υγεία των οικογενειών παγκοσμίως».

Τόνισε ότι, καθώς οι χώρες ενισχύουν τα συστήματα επιτήρησης της AMR, είναι αναγκαίο να χρησιμοποιούνται τα αντιβιοτικά υπεύθυνα και να διασφαλίζεται η πρόσβαση όλων στα κατάλληλα φάρμακα, σε αξιόπιστες διαγνωστικές εξετάσεις και στα εμβόλια. Επεσήμανε ακόμη ότι το μέλλον εξαρτάται από την ενίσχυση των συστημάτων πρόληψης, διάγνωσης και θεραπείας των λοιμώξεων, καθώς και από την καινοτομία για τη δημιουργία αντιβιοτικών νέας γενιάς και ταχέων μοριακών διαγνωστικών εξετάσεων.

Πολλοί διεθνείς φορείς υγείας έχουν εκδώσει προειδοποιήσεις τις τελευταίες εβδομάδες σχετικά με λοιμώξεις από ανθεκτικά μικρόβια. Στα τέλη του περασμένου μήνα, τα CDC των ΗΠΑ προειδοποίησαν για «δραματική αύξηση» των NDM-CRE, βακτηρίων που παράγουν το ένζυμο ΝDM και είναι ανθεκτικά στις καρβαπενέμες, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στις 11 Σεπτεμβρίου, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων εξέδωσε προειδοποίηση για έναν πολυανθεκτικό μύκητα που εξαπλώνεται ραγδαία στα νοσοκομεία της περιοχής. Τα CDC εκτιμούν ότι στις ΗΠΑ εμφανίζονται πάνω από 2,8 εκατομμύρια λοιμώξεις από ανθεκτικά στα αντιμικροβιακά μικρόβια ετησίως, με περισσότερους από 35.000 θανάτους ως αποτέλεσμα.