«… Πίσω από τις δύο κεντρικές αγορές στα στενά δρομάκια του Γκαζιού, όπου άλλοτε γινόταν εμπόριο χασίς και σάρκας, βασιλεύει τώρα βαθιά ησυχία. Η παλιά συνοικία μοιάζει σχεδόν με νεκρούπολη. Μια λυπημένη γρηούλα, τσαπατσούλα, με τα λιγδωμένα μαλλιά της άνω – κάτω, σέρνεται πηγαίνοντας να ψωνίσει, σαν να πήγαινε στην ίδια της την κηδεία […] Εδώ αναστενάζουνε οι πέτρες και οι ιδέες κι από τη σκόνη σταματάει σχεδόν η αναπνοή των ανθρώπων, εδώ στα προπύλαια του Γκαζιού, στη σκονισμένη νεκρούπολη…» – Εφ. «Ελευθερία», 15/10/1961.
Ο -αείμνηστος πλέον- λογοτέχνης και δημοσιογράφος Μίνως Αργυράκης περιγράφει τα πέριξ τού άλλοτε ζωηρού Γκαζιού. Η γειτονιά του εργοστασίου, που κάποτε, στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και για κάμποσο καιρό από τον 20ό συντηρούσε νοικοκυραίους, γυρολόγους, πόρνες και εμπόρους «πάσης φύσεως», βιώνει την απόλυτη αποκαθήλωση και προκαλεί θλίψη. Γιατί, βλέπεις, τότε που οι ανάγκες της ζωής δεν απαιτούσαν κάτι περισσότερο από μία υποφερτή καθημερινότητα με γεμάτο τσουκάλι, ο καθείς πορευόταν με τον δικό του τρόπο και δεν πολυενοχλούσε τον πλαϊνό.
Σε μία έξαρση του αστείρευτου ποιητικού οίστρου του, ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης θα διηγηθεί: «Αγνοώ τελείως τι είναι το Γκάζι. Αλλά θυμάμαι την ευχάριστη ταραχή μου όταν περνούσα κοντά στη μαντρωμένη περιοχή του […] Θυμάμαι τις αποθήκες και τα κελάρια που μύριζαν αράχνες και γκάζι. Αυτή η μυρωδιά μού θυμίζει πάντα τη λαθραία είσοδο των ναυτών ή των στρατιωτών, για να συναντήσουν τη Ζαμπέτα, την Κατίνα και την Αφροδίτη, όταν απουσίαζαν τ΄ αφεντικά και τα μικρά παιδιά δεν καταλάβαιναν τίποτε, όταν οι δούλες μετατρέπονται για λίγες ώρες σε… ιερόδουλες».
Περιδιάβαζες τότε τον τόπο και «σκόνταφτες» σε χαμόσπιτα με μπουγάδες απλωμένες στα στενά δρομάκια, νοικοκυρές καθισμένες στ’ ασβεστωμένα κεφαλόσκαλα με τον απογευματινό τούρκικο στο χέρι, ξεσαλωμένα πιτσιρίκια που πηδούσαν με μανία μισοχαλασμένες μάντρες και λακκούβες γεμάτες βρόμικο νερό, κορίτσια ολόδροσα που σήκωναν τη φούστα επιδεικνύοντας την… πραμάτεια τους στον περαστικό ξένο και τις Κυριακές, καχεκτικές και μπαμπάτσικες φοραδίτσες προς πώληση που περίμεναν τον πελάτη στο περίφημο γαϊδουροπάζαρο της οδού Ιάκχου. Ύστερα, το φωταέριο καταργήθηκε, το εργοστάσιο έκλεισε, η γειτονιά μαράζωσε, έχοντας στο μεταξύ μεγαλώσει γενιές παιδιών.
Μια νέα συνοικία γεννιέται…
Αθήνα, δεύτερο μισό του 19ου αι. Σαν μάννα εξ ουρανού υποδέχεται η νέα πρωτεύουσα τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των ξένων κεφαλαιούχων. Η Αθήνα, η Ελλάδα ολόκληρη, δεν είναι παρά ένα μεγάλο χωριό που τρεκλίζει στα πρώτα του βήματα προς τον δυτικό πολιτισμό, φορώντας ακόμα τα «τερλίκια» (τουρκ. terlik-παντόφλα) των πάλαι ποτέ κραταιών Οθωμανών. Ένα εντυπωσιακό επενδυτικό βήμα στη νεότευκτη ελληνική πρωτεύουσα έχει κάνει το 1852 η εταιρεία A. Wrampe & Co ιδρύοντας, στην περιοχή της Πειραιώς, μεγάλο εργοστάσιο μεταξιού και ανοίγοντας την πόρτα του παρθένου τόπου σε όλες τις τεχνολογικές καινοτομίες της Δύσης. Αυτή την εποχή η Αθήνα -και όχι μόνον- φωτίζεται με λαδοφάναρα. Τοποθετημένα στην κορυφή ενός σιδερένιου στύλου, όπως περιγράφει ο ιστορικός Ελευθέριος Σκιαδάς, «χρησιμεύουν ως φάρος για τους ηρωικούς διαβάτες, που ριψοκινδυνεύουν τις νύχτες στα σοκάκια και τα καλντερίμια της πόλης». Η ύπαρξή τους είναι άμεσα συνδεδεμένη με τους φανοκόρους, που πληρώνονται από το κράτος για να τα ανάβουν με τη δύση του ηλίου και να τα σβήνουν με την ανατολή. Καθώς μάλιστα εξηγεί στα κατάστιχά του, ο δήμαρχος Αθηναίων, Δ. Γ. Σκουζές, ο φανοκόρος δεν είναι κανένας αμόρφωτος άνθρωπος… Κάθε άλλο. Επειδή η δουλειά αυτή γίνεται το σούρουπο όταν ανάβει τους φανούς και τα ξημερώματα όταν τους σβήνει και μένει έτσι ελεύθερη όλη η μέρα, έχουν φροντίσει κι έχουν τοποθετήσει παιδιά πτωχών οικογενειών ή επαρχιωτόπουλα, που σπουδάζουν στο γυμνάσιο ή το πανεπιστήμιο…
Γεννημένος στα χρόνια του Όθωνα, ο Γεώργιος Δροσίνης περιγράφει τα μικράτα του: «Από το παράθυρο προσμέναμε κάθε βράδυ μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει να ιδούμε και το άναμμα του μεγάλου κρεμαστού φαναριού του δρόμου». Κι έπειτα «…ψηλά στο πλάι της καμαρωτής εξώπορτας κρέμονταν ένα μεγάλο φανάρι από μακρύ σιδερένιο κοντάρι καρφωμένο στον τοίχο και κάθε βράδυ ερχόταν και ένας άνθρωπος ψηλός, αμίλητος, κουκουλωμένος σα μάγος του παραμυθιού, μ’ ένα μακρύ σίδερο στα χέρια κι ένα τενεκεδένιο ροΐ γεμάτο λάδι. Με το σίδερο ξεγάντζωνε και κατέβαζε το φανάρι και αφού το γέμιζε λάδι και το καθάριζε με ένα πανί, το άναβε και το ανέβαζε πάλι ψηλά για να φέγγει τον δρόμο… ».
Όχι ότι διαφέρουν πολύ οι άλλες χώρες της Ευρώπης. Κάπως έτσι φωτίζουν κι εκείνες τις νύχτες τους. Άλλωστε, η βιομηχανική παραγωγή φωταερίου στην Αγγλία και τη Γαλλία, όπου άλλωστε έχει ανιχνευτεί και η δυνατότητα καύσιμου αερίου από οργανικές ουσίες, όπως το κάρβουνο ή το ξύλο, έχει ξεκινήσει στο γύρισμα του αιώνα με μικρές μονάδες που εγκαθίστανται πρώτα σε μεγάλα εργοστάσια, παρέχοντάς τους φως και θερμότητα για τη διαδικασία παραγωγής. Ώσπου να δημιουργηθούν οι εγκαταστάσεις φωταερίου για τις ανάγκες των οικιστικών ιστών θα περάσουν δεκαετίες. Το 1821 φωτίζονται οι βρετανικές πόλεις-κόμβοι και σε πέντε χρόνια το φωταέριο απλώνεται σε όλη τη γηραιά Αλβιώνα. Μία περίπου αντίστοιχη διαδρομή ακολουθεί και στη Γαλλία. Στις δεκαετίες που θα περάσουν, το φωταέριο σαν μεταδοτική νόσος θα διατρέξει την ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά και την αμερικανική, και κάποτε θα έρθει και η σειρά της Ελλάδας.
Το 1862, απέναντι από το αρχαίο κοιμητήριο του Κεραμεικού, στον δρόμο που συνδέει την Αθήνα με το λιμάνι της, τον Πειραιά, καπνίζει το πρώτο φουγάρο του εργοστασίου φωταερίου της χώρας. Η μονάδα σύντομα θα μετατραπεί σε πυρήνα μίας πολύβουης κυψέλης προσφύγων ντόπιων και ξένων, που έρχονται στην πρωτεύουσα για να στήσουν εδώ τη ζωή τους και να προκόψουν. Πιάνουν δουλειά στο εργοστάσιο και χτίζουν σε κοντινή απόσταση τα φτωχικά τους. Το φωταέριο, αυτό που αργότερα θα ονομαστεί «γκάζι» και έχει ήδη ανοίξει την πόρτα για τη δημιουργία ταπεινών εργατικών σπιτιών γύρω του (Γκαζοχώρι), έρχεται ν΄ αποκρυσταλλώσει τη βιομηχανική ταυτότητα της περιοχής, το πρώτο στίγμα της οποίας έδωσε νωρίτερα το μεταξουργείο. Ο τόπος θ΄ ακολουθήσει τη μοίρα του… Μόλις πέντε χρόνια από τη δημιουργία του εργοστασίου φωταερίου, στα 200 μέτρα ολόγυρά του αναπτύσσεται μία ζώνη μικρών κατασκευαστικών μονάδων, κυρίως κεραμοποιείων. Προσελκύονται από την ευκολία που τους παρέχει το γειτονικό φωταέριο: φωτισμό και θέρμανση.
«…Στη γωνία της οδού Περσεφόνης μια μεγάλη καφασοποιία. Στο πεζοδρόμιο οι εργάτες κάθονται κατάχαμα, φοράνε καπέλα χάρτινα από εφημερίδες , σκύβουνε, καρφώνουνε, φτιάχνουνε καινούργια κασόνια…».
Με τον καιρό, η ζωή προσαρμόζεται στη χρήση του γκαζιού. Και ο κοινόχρηστος φωτισμός, αντίστοιχα. Η πρωτεύουσα έχει πια αποκτήσει φανούς, που στη βάση τους συνδέονται με το δίκτυο. Στα νέα δεδομένα ασφαλώς καλούνται να ανταποκριθούν και οι φανοκόροι («γκαζιέρηδες» επί το λαϊκότερον). Τα πιο… ζόρικα γκαζοφάναρα βρίσκονται στις εκτεθειμένες διασταυρώσεις των οδών Ορφέως & Δεκελέων, Πειραιώς & Ρουφ και Κωνσταντινουπόλεως & Ιεράς Οδού. Είναι που τόσο όταν φυσάει δυνατός αέρας (φαινόμενο όχι σπάνιο στην Αθήνα), όσο και στους βαρείς χειμώνες, που το τζάμι παγώνει, η αφή του φωτός δεν είναι εύκολη υπόθεση. Μόλις ο φανοκόρος πλησιάζει το γυαλί με το αναμμένο στουπί, εκείνο σπάει με πάταγο… Ο γκαζιέρης «περί λύχνων αφάς», όπως περιγράφει χαρακτηριστικά στο «Η Αθήνα που έφυγε» ο δήμαρχος Σκουζές, κρατώντας στο χέρι ένα μακρύ ξύλινο κοντάρι, που στην άκρη του έχει έναν διάτρητο μικρό σωλήνα με αναμμένο στουπί κι από κάτω ένα είδος γάντζου, αρχίζει σιγά σιγά από το κέντρο της πόλης να ανάβει τους φανοστάτες και τα φανάρια στον τομέα που του έχουν αναθέσει. Μέχρι να πέσει βαθύ το σκοτάδι, όλα είναι αναμμένα. Σε μερικές δεκαετίες, το νέο προϊόν έχει μπει σε όλα τα σπίτια… «Ο φωτισμός γίνεται με το γκάζι και όλα τα σπίτια γαλαζοπρασινίζουν σα να τα φωτίζουν πυγολαμπίδες… » γράφει ο Τσαρούχης.
Ιδιοκτήτες και γραμμή παραγωγής
Ο ιδρυτής της μονάδας, ο Γαλλο-ιταλός Φραγκίσκος Θεόφιλος Φεράλντι (François Théophile Laurent Feraldi) «άνθρωπος δίχως πρόσωπο» όπως θα τον αποκαλέσουν οι χρονικογράφοι των επόμενων δεκαετιών, αφού δεν κατάφεραν να εντοπίσουν ούτε μία φωτογραφία του, δεν είναι άγνωστος στους ανώτερους κύκλους της χώρας. Έφτασε στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 1820, επί Καποδίστρια, και εγκαταστάθηκε αρχικά στο Ναύπλιο, προσδοκώντας να κάνει και αυτός, όπως και άλλοι Ευρωπαίοι επιχειρηματίες της εποχής, χρυσές επενδύσεις στην παρθένα χώρα. Όταν η πρωτεύουσα μεταφέρεται στην Αθήνα, ο Φεράλντι, ιδιοκτήτης αρκετών ταχύπλοων σκαριών, μετακομίζει στον Πειραιά, αναλαμβάνοντας τη θαλάσσια σύνδεση με λιμάνια του εξωτερικού (Τεργέστη, Λιβόρνο, Μασσαλία, Μάλτα κ.ά.) και παρέχοντας ταχυδρομικές υπηρεσίες. Στη σύμβαση που υπογράφει με το ελληνικό κράτος το 1834 σημειώνεται, μεταξύ άλλων, «ο Φεράλδης υποχρεούται να έχη εις τα υπό ελληνικήν σημαίαν ταύτα ταχύπλοα, πλοιάρχους Έλληνας και πληρώματα αποτελούμενα κατά τα δύο τρίτα εξ Ελλήνων». Τον επόμενο κιόλας χρόνο, υποβάλλει στην κυβέρνηση πρόταση για κατασκευή σιδηροδρόμου σύνδεσης της Αθήνας με τον Πειραιά. Η πρόταση θα μείνει στα… «υπό μελέτη» έως το 1857, οπότε προκηρύσσεται μειοδοτικός διαγωνισμός τον οποίο ο επιχειρηματίας κερδίζει και πέντε χρόνια μετά, καταφέρνει πράγματι να συνδέσει σιδηροδρομικά την Αθήνα με το επίνειό της. Το επιχειρηματικό του ενδιαφέρον απλώνεται σε πολλούς τομείς. Την πλούσια δραστηριότητά του καλύπτουν ακόμα και ξένες, κυρίως γαλλικές βέβαια, εφημερίδες. Ναυτιλία, σιδηρόδρομος, αγοραπωλησίες γης, ξενοδοχειακές υποδομές. Με το φωταέριο ο Φεράλντι μπαίνει και στον κύκλο της βιομηχανίας.
Τον Απρίλιο του 1857, με μία δυναμική ομιλία του στη Βουλή, ο υπουργός Εσωτερικών Δημήτριος Βούλγαρης, χαρακτηρίζει το φωταέριο «μία από τις πιο καινοτόμες επινοήσεις της εποχής, η οποία επικυρώνει το δημιουργικό πνεύμα του 19ου αι.». Η ιδέα η Ελλάδα να διαθέτει δημόσιο φωτισμό με αέριο γοητεύει τους νεοσύστατους αστικούς πληθυσμούς και, ασφαλώς, αποτελεί δόλωμα για το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών. Το κλίμα είναι ευνοϊκό και τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, ταυτόχρονα με την κατασκευή του σιδηροδρόμου, ο Φεράλντι υπογράφει συμβόλαιο με τον Δήμο Αθηναίων και για ανέγερση εργοστασίου φωταερίου. Η σύμβαση δίνει στον εργολάβο προθεσμία ολοκλήρωσης του έργου σε 15 μήνες, αλλά εκείνος δεν καταφέρνει να τηρήσει τη συμφωνία και κηρύσσεται έκπτωτος. Ύστερα από πολλαπλές αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της κατασκευαστικής, ο Φεράλντι εμφανίζεται εκ νέου, αυτήν τη φορά έχοντας στο πλευρό του τέσσερεις Γάλλους μετόχους. Έχουν συστήσει στο Παρίσι μία ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία «Εταιρεία του δι’ Αερίου Φωτισμού της Πόλεως Αθηνών», η οποία, ωστόσο, δεν αναγνωρίζεται ως νόμιμη ούτε από την ελληνική, αλλά ούτε και από τη γαλλική νομοθεσία. Τα κωλύματα διαδέχονται το ένα το άλλο.
Με τούτα και με κείνα, η μονάδα εντέλει βρίσκει ανοικτή πόρτα και χτίζεται. Έως την έλευση του ηλεκτρισμού, οπότε δέχεται τους πρώτους ισχυρούς ανταγωνιστικούς κλυδωνισμούς, «διάγει βίον ανθηρόν»… Η εταιρεία «δένει τον γάιδαρό της» στην Ελλάδα για μισό αιώνα. Στην τελευταία σύμβαση που συνάπτει με το ελληνικό Δημόσιο, το 1887, της παραχωρείται το προνόμιο της 50ετούς εκμετάλλευσης.
Όπως σε κάθε μεγάλη βιομηχανική μονάδα η γραμμή παραγωγής αντανακλά το τεχνολογικό επίπεδο της εποχής, έτσι και στο εργοστάσιο φωταερίου του 19ου αι. Πρώτα πρώτα, στους κλιβάνους γίνεται η απόσταξη της πρώτης ύλης, του λιθάνθρακα, απ’ όπου εκλύεται το φωταέριο στην αρχική μορφή του. Το προϊόν διοχετεύεται στα ψυχραντήρια για να κρυώσει κι από κει μέσα από μεγάλους υπόγειους αγωγούς περνάει στη φάση του καθαρισμού του από τα ανεπιθύμητα συστατικά του, όπως η πίσσα, η ναφθαλίνη και το υδρόθειο. Έτοιμο πια κατευθύνεται για αποθήκευση προς τα αεριοφυλάκια και στον έλεγχο πίεσης πριν διανεμηθεί, μέσω δικτύου, στην πόλη. Με την είσοδο στην τεχνολογία του 20ού αι., η μονάδα επεκτείνεται με δύο μονάδες παραγωγής υδαταερίου. Πρόκειται για μία άλλη μορφή καύσιμου αερίου.
Το εργοστάσιο παράγει και παρέχει το προϊόν του και ο δήμος, ως ο έτερος εκ των συμβαλλομένων στη συμφωνία, ελέγχει (το 1866 μάλιστα και καθώς το γκάζι μπαίνει με σταθερούς ρυθμούς στη ζωή της πόλης, διαπιστώνει κακής ποιότητας φωτισμό στους κοινόχρηστους φανούς και ζητεί από την εταιρεία να διενεργεί τακτικούς ποιοτικούς ελέγχους στο προϊόν της).
«Να προλάβω να βγω στη σύνταξη…»
Το φωταέριο απασχολεί και συντηρεί έναν δραστήριο μικρόκοσμο, που σιγά σιγά κι όσο η πόλη απλώνει ενσωματώνεται κι αυτός στην αθηναϊκή κοινωνία. Έως το πρώτο μισό του 20ού αι., οι εργάτες του φωταερίου φτάνουν τους 800 και χωρίζονται στους απασχολούμενους στην παραγωγή, στους τεχνίτες, στους χημικούς επιστήμονες και στους διοικητικούς υπαλλήλους.
Αυτοί της παραγωγής, που δουλεύουν στους φούρνους με τον λιθάνθρακα περνούν πιο δύσκολα απ’ όλους. Στην συντριπτική πλειονότητά τους στεγάζονται στα σπιτάκια, που χτίζουν με τα χέρια τους περιφερειακά της μονάδας. Στήνουν τα νοικοκυριά τους, φτιάχνουν τις οικογένειές τους. Ρυπογόνος ο αέρας, κατάμαυρα από τη σκόνη του κάρβουνου και τα σοκάκια της γειτονιάς, ζήση ανθυγιεινή, αλλά εδώ στο Γκαζοχώρι, μέσα στην κάπνα από τα φουγάρα του εργοστασίου, ξετυλίγονται ζωές, γίνονται γνωριμίες και πλέκονται ειδύλλια. Εδώ ανταλλάσσουν οι άνθρωποι και το στερνό τους χαίρε. Τα σπίτια της περιοχής είναι ισόγεια με δύο δωμάτια ή στην καλύτερη περίπτωση, διώροφα με περισσότερα δωμάτια και αυλή. Σ’ αυτά τα δεύτερα κατοικούν περισσότερες από μία οικογένειες. Από το ’22 και μετά, η περιοχή θα δεχθεί έναν μεγάλο όγκο προσφύγων. Θα στριμωχτούν σε υγρές τρώγλες με ετοιμόρροπους τοίχους και περιορισμένα παράθυρα. Από τη μία, ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός των ανθρώπων που αναγκάζονται να εγκατασταθούν στα καπνισμένα χαμόσπιτα και από την άλλη, τα έλη στο Ρουφ και τον Βοτανικό. Η ημερήσιος Τύπος βρίθει δημοσιευμάτων για τους «πυρετούς του Γκαζοχωρίου». Για καιρό πολύ, οι υγειονομικές εκθέσεις κρατούν την περιοχή πρώτη σε κρούσματα φυματίωσης, αλλά για τους κατοίκους της περιοχής δεν υπάρχουν εναλλακτικές. Κι αφού δεν υπάρχει άλλη επιλογή, προσπαθείς να διασκεδάσεις τον πόνο σου… «Είμαστε μικρά μικράκια και μας λένε και Κοκκάκια» αναφέρεται κυνικά στο κωκ, το προϊόν του γκαζιού, ένα τραγούδι της επιθεώρησης, σε νούμερο που εκτελούν τα παιδιά του θεατρικού συγγραφέα Δημήτρη Κόκκου, στα τέλη του 19ου αι. «Άκουσα μικρό παιδί πως πολλά παιδιά -κι ίσως κι εμένα- τα πήγαιναν οι γονείς του στο Γκάζι αν είχαν πάθει κοκκύτη, για να κάνουν εισπνοές κι έτσι να προστατευτούν από την αρρώστια ή από τις συνέπειές της…» (!), καταγράφει ο Τσαρούχης.
Την άνοιξη του 1928, η εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» δημοσιεύει: «… Να μία νέα κόλαση εντός σχεδόν της πρωτευούσης, κόλαση φρικτή, η οποία έχει αρχίσει από το 1919 και δεν τερματίζεται. Σε μία μεγάλη μάνδρα του αεριόφωτος έχουν εγκατασταθή 325 οικογένειες εκ των Ελλήνων της Ρωσίας και του Πόντου. Τα μικρά σπιτάκια, όπως του σκοπευτηρίου και του Δουργούτη, τα έχουν κατασκευάση δι εξόδων των, αλλά δεν αντέχουν πλέον να ζουν και να κοιμούνται εκεί μέσα.
»Ανάμεσα στο συνοικισμό υπάρχουν δύο αποθήκες και εκεί στεγάζονται, εκεί κυρίως δολοφονούνται, τριάντα πέντε οικογένειες. Τ’ αποχωρητήρια ελάχιστα κι εδώ, εκχειλισμένα, από παντού έρχεται η βρώμα και ο θάνατος. Οι κάτοικοι του συνοικισμού αγωνιούν και οι τριγύρω έχουν χάση την υπομονήν και την υγεία των. Μοιάζουν ανάμεσα στην μάνδρα σαν κατάδικοι και εξόριστοι, προγεγραμμένοι από την ζωήν των άλλων ανθρώπων.»
Όχι ότι η δραματική κατάσταση της περιοχής ήταν άγνωστη. Απλώς με τους πρόσφυγες έχει πια εξαθλιωθεί. Από τον προηγούμενο αιώνα, τα υγειονομικά δείγματα δεν είναι και τα καλύτερα. Άννινος και Ροΐδης, στο πρωτοποριακό σατιρικό έντυπό τους υπό τον τίτλο «Ασμοδαίος», στις 25 Αυγούστου το 1885, «σκαρώνουν»: «Να τους πης ότι πεθαίνουν χίλιοι δυο στο Γκαζοχώρι, να τους πης πως πάλι μένουν οι φρικτοί εκείνοι φόροι, να τους πης πως φόβος είνε μήπως έφθασε η ημέρα να δεχθούν και αι Αθήναι την ισπανική χολέρα».
Η ζωή τους είναι μικρή και οι γκαζοχωρίτες εργάτες το ξέρουν. Εύχονται «να ζήσουν να χαρούν τη σύνταξη», αλλά πριν, να προλάβουν να βγουν στη σύνταξη… Σ’ αυτήν την περίπτωση μάλιστα, ακολουθούν ένα μάλλον στενάχωρο τελετουργικό θριάμβου. Στην τελευταία του βάρδια πριν βγει στην εφεδρεία, οι εργάτες περιφέρουν τον συνάδελφό τους ξαπλωμένο επάνω σε μία σανίδα σαν φορείο κι αυτός με το χέρι ψηλά κρατάει το βιβλιάριο της συνταξιοδότησής του!
Ο ηλεκτρισμός εκτοπίζει το γκάζι
Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου εκτοξεύει τις τιμές του γκαζιού και εντάσεις ανάμεσα στον δήμο και την εταιρεία. Το 1916, ο δήμαρχος Σπύρος Μερκούρης, προσπαθώντας να ελέγξει τις τιμές, μελετά πρόταση αγοράς της μονάδας από τους ξένους ιδιοκτήτες της. Αλλά το αντίτιμο είναι υπέρογκο και η πρόταση μένει στο συρτάρι. Τον επόμενο χρόνο, το φωταέριο διανέμεται με ωράριο. Διεθνείς και εσωτερικές οικονομικές συνθήκες διαμορφώνουν μία σχέση περίπου μίσους και πάθους ανάμεσα στην εταιρεία και τον δήμο. Η ένταση κορυφώνεται στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Εν τω μεταξύ, έχει προηγηθεί η ενεργοποίηση ρήτρας του συμβολαίου, σύμφωνα με την οποία ο δήμος δικαιούται ποσοστό 5% επί των ακαθάριστων κερδών της μονάδας από την εκμετάλλευση του γκαζιού και του κωκ. Το 1938 η διοίκηση του εργοστασίου περνάει στον δήμο. Η εταιρεία στην οποία υπάγεται πια το Γκάζι μετονομάζεται αρχικά σε Δημοτική Εκμετάλλευση Αεριόφωτος Αθηνών (ΔΕΑΑ) και αργότερα (1952) σε Δημοτική Επιχείρηση Φωταερίου Αθηνών (ΔΕΦΑ).
Αλλά η ζωή και η τεχνολογία προχωρούν και ο πρώτος και μεγαλύτερος εχθρός, που θα προκύψει στη διαδρομή της μονάδας, θα φέρει το όνομα «ηλεκτρισμός». Ήδη από τη δεκαετία του 1950, οι καταναλωτές γκαζιού μειώνονται και η ΔΕΦΑ βαδίζει σε αδιέξοδο. Οι εργαζόμενοι, εξάλλου, καταγγέλλουν εξαθλίωση της επιχείρησης, που συντηρείται από τον κρατικό προϋπολογισμό διευρύνοντας συνεχώς το έλλειμμά της, και ζητούν εκσυγχρονισμό. Διάφορες προτάσεις για αξιοποίηση του εργοστασίου προς Ευρωπαίους και Αμερικανούς επενδυτές πέφτουν στο κενό. Εκθέσεις ξένων εμπειρογνωμόνων προτείνουν εναλλακτικές παραγωγής και κάποια από αυτές τη μετατροπή του εργοστασίου φωταερίου και μονάδας σχάσης ναφθαερίου, ως μεταβατικού σταδίου πριν την εισαγωγή φυσικού αερίου. Αλλά στην Ελλάδα τίποτε δεν γίνεται εύκολα και αδιαμαρτύρητα… Μετά κόπων και βασάνων, ανάμεσα σε διαμαρτυρίες πότε εργαζομένων και πότε τοπικών συλλόγων και αυτοδιοίκησης, το φωταέριο, αφού σύστησε στη χώρα την παραγωγή καυσίμων αερίων, καταφέρνει εντέλει να μείνει και να μετατραπεί σε ενεργειακό πρόδρομο του φυσικού αερίου.
Ως δημοτική επιχείρηση το Γκάζι κλείνει το 1984, όταν με την πρόταση περί ναφθαερίου, η παραγωγική διαδικασία μεταφέρεται στη ζώνη του Ασπροπύργου. Οι άλλοτε ρυπαρές κυψέλες στην Πειραιώς μετατρέπονται σε εστίες πολιτισμού και ψυχαγωγίας.
«… έτσι σαν παροχή αντιδώρου, σαν εξιλέωση…»
Της Τόνιας Α. Μανιατέα
ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ
– «ΑΘΗΝΑ / Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία», Θ. Γιοχάλα – Τ. Καφετζάκη (Εκδ. βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα 2021)
– «Ρουφ – Βοτανικός, Γκαζοχώρι», Ζ. Ρωπαΐτου – Τσαπαρέλη (Εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ, Αθήνα 2004)
– «ΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΦΩΤΑΕΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ – Βιομηχανικό Μουσείο Φωταερίου», Ι. Στογιαννίδη, Σ. Χατζηγώγα (Επιστημ. Επιπτεία) – (Τεχνόπολις Δήμου Αθηναίων ΑΕ, 2013)
– «λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες», Γ. Τσαρούχη (Εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, Αθήνα 1989)
– «ΠΕΡΙΓΕΛΩΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ – Οι σατιρικές εφημερίδες και το εθνικό ζήτημα (1875-1886), Λ. Λουβή (Εκδ. βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα, 2002)