Τρίτη, 13 Μαΐ, 2025

Η Κίνα αντεπιτίθεται με δασμούς 34% σε αμερικανικά προϊόντα

Η Κίνα ανακοίνωσε μια σειρά πρόσθετων δασμών και περιορισμών σε αμερικανικά προϊόντα την Παρασκευή, ως αντίποινα στους σαρωτικούς δασμούς που επέβαλε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ.

Το Πεκίνο είπε ότι από τις 10 Απριλίου θα επιβάλει πρόσθετους δασμούς 34% σε όλα τα προϊόντα των Ηνωμένων Πολιτειών.

Το κινεζικό υπουργείο Οικονομικών ανέφερε σε ανακοίνωσή του ότι η επιβολή αυτού που οι Ηνωμένες Πολιτείες αναφέρουν ως αμοιβαίους δασμούς σε κινεζικά προϊόντα «δεν συνάδει με τους διεθνείς εμπορικούς κανόνες και υπονομεύει σοβαρά τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντα της Κίνας», προσθέτοντας ότι πρόκειται για «πρακτική εκφοβισμού».

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) αποκάλυψε επίσης ελέγχους στις εξαγωγές μεσαίων και βαρέων σπάνιων γαιών, όπως σαμάριο, γαδολίνιο, τέρβιο, δυσπρόσιο, λουτέτιο, σκάνδιο και ύττριο προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, με ισχύ από την Παρασκευή.

Πρόσθεσε επίσης 11 οντότητες στη λίστα των «αναξιόπιστων οντοτήτων», που επιτρέπει στο Πεκίνο να λάβει τιμωρητικά μέτρα κατά ξένων οντοτήτων.

Το Reuters συνέβαλε σε αυτό το άρθρο.

Το θέμα αυτό εξελίσσεται, θα ακολουθήσουν ενημερώσεις.

Η πώληση των λιμανιών του Παναμά σε αμερικανικά συμφέροντα οξύνει την κινεζική αντίδραση

Η πρόσφατη απόφαση της CK Hutchison Holdings να πουλήσει τα λιμάνια της στον Παναμά σε κοινοπραξία υπό την ηγεσία της αμερικανικής Black Rock έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση της κινεζικής κυβέρνησης και των κρατικών μέσων ενημέρωσης, στέλνοντας τις μετοχές της εταιρείας που έχει έδρα στο Χονγκ Κονγκ σε απότομη πτώση. Η συμφωνία, αξίας 22,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων, περιλαμβάνει την πώληση 43 λιμανιών σε 23 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των δύο στρατηγικών λιμανιών στη Διώρυγα του Παναμά.

Η κινεζική κρατική εφημερίδα Ta Kung Pao και ο κρατικός ραδιοτηλεοπτικός σταθμός CCTV επέκριναν τη συμφωνία, χαρακτηρίζοντάς την ως «παράδοση μαχαιριού σε αντίπαλο» και κατηγορώντας τη CK Hutchison για «κερδοσκοπία» και «προδοσία» των εθνικών συμφερόντων της Κίνας και του κινεζικού λαού. Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύθηκε από επίσημες κινεζικές κυβερνητικές ιστοσελίδες, υπογραμμίζοντας τη σοβαρότητα με την οποία το Πεκίνο αντιμετωπίζει την υπόθεση. Ως εταιρεία του Χονγκ Κονγκ, η CK Hutchison θα έπρεπε να είναι προσεκτική σχετικά με το πώς χειρίζεται συμφωνίες που θα μπορούσαν να βλάψουν το εθνικό συμφέρον της Κίνας, ανέφερε η ανάρτηση από τον λογαριασμό Yuyuantantian στην πλατφόρμα κοινωνικών μέσων Weibo.

Ωστόσο, λίγα λεπτά μετά τη ζωντανή μετάδοση, η ανάρτηση είχε εξαφανιστεί. Όποιος κι αν είναι ο λόγος για τη διαγραφή της ανάρτησης, υπογραμμίζει την κάθετη αντίθεση της Κίνας στη συμφωνία, και τελικά κατάφερε να γίνει επανεξέταση της συναλλαγής.

Επίσης, το Reuters ανέφερε την Παρασκευή ότι η CK Hutchinson έχει καθυστερήσει μέρος της διαδικασίας πώλησης, αν και πηγές ανέφεραν ότι η συμφωνία δεν έχει ακυρωθεί. Στην πρόσφατη δήλωση κερδών της, η CK Hutchison δεν έκανε καμία αναφορά στη συμφωνία για τα λιμάνια, αν και είπε ότι «οι γεωπολιτικές και εμπορικές εντάσεις έχουν αυξηθεί […] σημαντικά».

Η οριστική τεκμηρίωση της συμφωνίας αναμένεται να ανακοινωθεί στις 2 Απριλίου, ωστόσο, η παρεμβολή του Πεκίνου για να αποτρέψει την πώληση έχει δημιουργήσει μία νέα συνθήκη.

Στις 28 Μαρτίου, η Κρατική Διοίκηση για τη Ρύθμιση της Αγοράς της Κίνας ανακοίνωσε την έναρξη έρευνας για πιθανές παραβιάσεις των κινεζικών αντιμονοπωλιακών νόμων.

Η κρατική Cosco Shipping Ports ενδέχεται να αναλάβει την εξαγορά κάποιων από τα λιμάνια που προορίζονταν για την BlackRock. H Hutchison σχεδιάζει να πουλήσει λιμάνια σε περιοχές όπου η Cosco εξετάζει επενδύσεις όπως η Νοτιοανατολική Ασία, η Λατινική Αμερική και η Αφρική.

Η κινεζική κυβέρνηση είναι σαφής στην απαίτησή της να ευθυγραμμιστούν οι επιχειρήσεις του Χονγκ Κόνγκ με το Πεκίνο « το οποίο δεν φαίνεται πια να διατηρεί τον ημιαυτόνομο χαρακτήρα του» όπως επεσήμανε και ο Steve Vickers, CEO της εταιρίας διαχείρισης ρίσκου Steve Vickers Associates. Μια τέτοια στοχοποίηση ενδέχεται να δημιουργήσει ανησυχίες για το μέλλον και άλλων μεγάλων εταιρειών του Χονγκ Κονγκ δεδομένης της στρατηγικής τους σημασίας, που λειτουργούν ως ενδιάμεσοι μεταξύ Κίνας και Δύσης όπως οι HSBC,Swire, China Light & Power (CLP) και Jardine Matheson.

Η αντίδραση της Κίνας δεν περιορίζεται μόνο στη συγκεκριμένη συμφωνία. Αναλυτές εκτιμούν ότι η κινεζική δυσαρέσκεια για την πώληση των λιμανιών του Παναμά μπορεί να επηρεάσει και άλλες επιχειρηματικές συμφωνίες μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών, όπως η πιθανή πώληση των αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων της Tik Tok, που ανήκει στην κινεζική εταιρεία ByteDance. Η κινεζική κυβέρνηση φαίνεται να υιοθετεί μια πιο επιθετική στάση απέναντι σε πιέσεις για εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων σε αμερικανικά συμφέροντα, γεγονός που μπορεί να περιπλέξει περαιτέρω τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών.

Το Πεκίνο θεωρεί ότι η Ουάσιγκτον επιχειρεί να εξαναγκάσει κινεζικές επιχειρήσεις να αποχωρήσουν από στρατηγικές θέσεις, είτε πρόκειται για λιμάνια είτε για τεχνολογικές πλατφόρμες.

Η σκληρή στάση της Κίνας δείχνει ότι πιθανότατα θα επιχειρήσει να δυσκολέψει αντίστοιχες συμφωνίες στο μέλλον, ασκώντας οικονομικές και πολιτικές πιέσεις για να διατηρήσει τον έλεγχό της σε κρίσιμες υποδομές και αγορές.

Καταδίκη Κινέζου υπηκόου για παράνομη διακίνηση μεταναστών στο Γκουάμ

Ένας 36χρονος Κινέζος υπήκοος καταδικάστηκε σε φυλάκιση την Τρίτη στις ΗΠΑ, αφού επιχείρησε να μεταφέρει παράνομα συμπατριώτες του από τη Βόρεια Μαριάνα στο νησί Γκουάμ, σύμφωνα με τις αρμόδιες αμερικανικές αρχές.

Ο Ζονγκλί Πανγκ προσπάθησε να εκμεταλλευτεί το διαφορετικό καθεστώς εισόδου στα δύο αμερικανικά εδάφη. Οι Κινέζοι πολίτες μπορούν να επισκεφτούν τα νησιά της Βόρειας Μαριάνα χωρίς βίζα, ενώ για την είσοδο στο Γκουάμ απαιτείται άδεια εισόδου.

Τον Ιούνιο του 2024, σύμφωνα με ανακοίνωση της Εισαγγελίας των περιοχών του Γκουάμ και της Βόρειας Μαριάνα, ο Πανγκ και οι συνεργοί του αγόρασαν ένα πλοιάριο αξίας 33.000 δολαρίων.

Παρόλο που δεν είχε εμπειρία ναυσιπλοΐας πέρα από δύο σύντομες δοκιμές, ο Πανγκ ανέλαβε τη μεταφορά 12 παράτυπων μεταναστών από τη Σαϊπάν, που αποτελεί τη μεγαλύτερη πόλη και πρωτεύουσα του συμπλέγματος της Βόρειας Μαριάνα, προς το Γκουάμ.

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μήκους 160 χιλιομέτρων, το υπερφορτωμένο πλοιάριο ξέμεινε από καύσιμα λίγο έξω από τις ακτές του Γκουάμ, με αποτέλεσμα να επέμβει η αμερικανική Ακτοφυλακή και να διασώσει τους επιβαίνοντες.

Ο Πανγκ δήλωσε ένοχος για κατηγορίες συνωμοσίας για τη μεταφορά παράτυπων μεταναστών και συνωμοσίας εξαπάτησης των Ηνωμένων Πολιτειών. Κατά την ακροαματική διαδικασία, παραδέχτηκε ότι έθεσε ανθρώπινες ζωές σε κίνδυνο με τις πράξεις του και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών μηνών.

Ο Εισαγγελέας Σον Άντερσον δήλωσε πως και οι υπόλοιποι επιβάτες του πλοιαρίου κινδυνεύουν με ποινές φυλάκισης και κυρώσεις σχετικές με τη μετανάστευση.

«Παροτρύνουμε τους Κινέζους υπηκόους να συμμορφώνονται πλήρως με τους όρους της προσωρινής άδειας εισόδου που παρέχει το πρόγραμμα των Βορείων Μαριάνων και να επιστρέφουν στην Κίνα στο πλαίσιο των συμφωνηθέντων κατά την είσοδο στη Σαϊπάν. Οι ενισχυμένοι έλεγχοι της Υπηρεσίας Εσωτερικής Ασφάλειας (DHS) θα συνεχίσουν να οδηγούν στη σύλληψη όσων επιχειρούν να αποφύγουν τον εντοπισμό», τόνισε ο κ. Άντερσον.

Η διαδρομή από τη Σαϊπάν προς το Γκουάμ αποτελεί γνωστή διαδρομή διακίνησης ανθρώπων από την Κίνα, με τους διακινητές να χρεώνουν έως και 5.000 δολάρια ανά άτομο.

«Θα συνεχίσουμε να εντοπίζουμε τους μετανάστες που προσπαθούν να μετακινηθούν παράνομα μεταξύ των νησιών CNMI και Γκουάμ. Οι κίνδυνοι για την ανθρώπινη ζωή είναι εξαιρετικά μεγάλοι», πρόσθεσε ο Αμερικανός Εισαγγελέας.

Παρόμοια περιστατικά έχουν συμβεί αρκετές φορές στο πρόσφατο παρελθόν. Τον Ιούλιο του περασμένου έτους, δύο άλλοι Κινέζοι διακινητές έμειναν επίσης από καύσιμα μεταφέροντας 12 επιβάτες. Το πλοιάριο έμεινε ακυβέρνητο για πάνω από 14 ώρες, μέχρι που επενέβη η Αμερικανική Ακτοφυλακή κατόπιν κλήσης έκτακτης ανάγκης.

Τον Φεβρουάριο, ένας 22χρονος Κινέζος υπήκοος καταδικάστηκε σε φυλάκιση 30 ημερών. Είχε πληρώσει για να μεταφερθεί ο ίδιος και άλλοι επτά στο Γκουάμ, αλλά λίγο πριν φτάσουν στην ακτή, οι διακινητές ανάγκασαν τους επιβάτες να πέσουν στο νερό, παρόλο που ορισμένοι δεν ήξεραν κολύμπι.

Τον περασμένο μήνα, άλλος ένας Κινέζος διακινητής και εννέα συνεργοί του καταδικάστηκαν αφότου και το δικό τους σκάφος έμεινε από καύσιμα και άρχισε να παρασύρεται στη θάλασσα. Ο επικεφαλής της επιχείρησης αυτής τιμωρήθηκε επίσης με 30 ημέρες φυλάκισης.

Kυρώσεις των ΗΠΑ κατά Κινέζων και αξιωματούχων του Χονγκ Κονγκ: Αντίδραση στην καταστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων

Σε μια σημαντική διπλωματική κίνηση, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών ανακοίνωσε στις 31 Μαρτίου 2025 την επιβολή κυρώσεων κατά έξι αξιωματούχων από την Κίνα και το Χονγκ Κονγκ για καταπάτηση των δικαιωμάτων και προσβολή της αυτονομίας της πρώην βρετανικής αποικίας. Πρόκειται για την πρώτη σχετική ενέργεια της νέας διοίκησης υπό την ηγεσία του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.

Η ανακοίνωση συνοδεύτηκε από τη δημοσιοποίηση της ετήσιας έκθεσης του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, στην οποία τονίζεται ότι «οι πολιτικές του Πεκίνου υπονομεύουν την αυτονομία και τα θεμελιώδη δικαιώματα του Χονγκ Κονγκ». Ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο σημείωσε ότι «η Κίνα έχει αθετήσει τις υποσχέσεις της προς τον λαό του Χονγκ Κονγκ».

Tα ονόματα στη λίστα των κυρώσεων

Οι κυρώσεις επιβλήθηκαν βάσει προεδρικού διατάγματος του 2020 και στόχευσαν συγκεκριμένα πρόσωπα που θεωρούνται υπεύθυνα για ενέργειες κατά της αυτονομίας του Χονγκ Κονγκ. Εκ των ονομάτων, ξεχωρίζει ο Ντονγκ Τζινγκγουέι, διευθυντής του Γραφείου Εθνικής Ασφάλειας του Πεκίνου, ο οποίος έχει ιστορικό συμμετοχής σε επιχειρήσεις καταστολής αντιφρονούντων και εξωτερικών επεμβάσεων.

Οι πέντε άλλοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του Χονγκ Κονγκ που βρίσκονται στη λίστα κυρώσεων είναι ο Σόνι Άου Τσι Κουόνγκ, ο Ντικ Γουόνγκ Τσανγκ Τσουν, η Μάργκαρετ Τσιού Ουίνγκ Λα, ο Ρέιμοντ Σιου Τσακ Γι, και ο Πολ Λαμ Τινγκ Κουόκ. Σύμφωνα με το υπουργείο, οι εν λόγω αξιωματούχοι συμμετείχαν σε συλλήψεις και διώξεις ατόμων βάσει του εθνικού νόμου ασφάλειας, που ισχύει από το 2020 και επιβάλλει βαριές ποινές με κατηγορίες όπως υπονόμευση και συνεργασία με ξένες δυνάμεις.

Aντιδράσεις του Χονγκ Κονγκ και δηλώσεις διεθνών φορέων

Η κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ απάντησε στις κυρώσεις, χαρακτηρίζοντάς τες «απόπειρα εκφοβισμού» και δηλώνοντας ότι οι αρμόδιες αρχές δε θα επηρεαστούν από «τέτοιες αχαρακτήριστες ενέργειες». Από την άλλη πλευρά, οργανισμοί υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως το «Committee for Freedom in Hong Kong Foundation», εξήραν την κίνηση του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ. Η Φράνσις Χούι, εκπρόσωπος του οργανισμού, δήλωσε πως είναι «ένα ισχυρό μήνυμα ότι η καταστολή δε θα παραμείνει αναπάντητη».

Η Άννα Κουόκ, διευθύντρια του οργανισμού «Hong Kong Democracy Council» στην Ουάσιγκτον, ανέφερε ότι αυτή η δράση «αποτελεί ένα πολυαναμενόμενο βήμα για την αποκατάσταση της ευθύνης». Περαιτέρω πρόσθεσε ότι «η διεθνής κοινότητα πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών».

Eνίσχυση των διπλωματικών πιέσεων

Το ζήτημα της αυτονομίας του Χονγκ Κονγκ παραμένει κομβικό σημείο στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας. Οι ανανεωμένες κυρώσεις αναμένεται να αυξήσουν την ένταση μεταξύ των δύο χωρών, ενώ παράλληλα αντικατοπτρίζουν μια στροφή της αμερικανικής πολιτικής προς μεγαλύτερη υποστήριξη των δημοκρατικών δυνάμεων στην περιοχή.

Η υπόθεση εγείρει ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσο η Κίνα θα συνεχίσει στην ίδια πορεία, υπονομεύοντας τις δεσμεύσεις της βάσει της συνθήκης του 1997, που είχε εγγυηθεί την αυτονομία του Χονγκ Κονγκ μέχρι το 2047. Παράλληλα, οι κυρώσεις προμηνύουν αυστηρότερη στάση των ΗΠΑ απέναντι στις πρακτικές εκτεταμένης καταστολής και εξωτερικής πίεσης που ασκούνται από το Πεκίνο.

Θρησκευτική καταστολή στην Κίνα: oλοκληρωτικός έλεγχος και σαρωτικές απαγορεύσεις ξένων δραστηριοτήτων

Νέους κανονισμούς εξέδωσε η κινεζική κυβέρνηση, που αυστηροποιούν τον έλεγχο των θρησκευτικών δραστηριοτήτων των ξένων στη χώρα. Οι υπάρχοντες κανονισμοί, που είχαν τεθεί σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου 2023, απαιτούσαν από τους θρησκευτικούς χώρους να υποστηρίζουν την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος και την πολιτική «σινοποίησης» των θρησκειών.

Οι νέοι λεπτομερείς κανόνες, που θα τεθούν σε ισχύ την 1η Μαΐου, καλούν τώρα και τους μη Κινέζους να «σεβαστούν την ανεξαρτησία και την αυτοδιοίκηση» των τοπικών θρησκευτικών κοινοτήτων, υπακούοντας στις οδηγίες του Κόμματος. Θα απαγορεύονται οι μικτοί εορτασμοί μεταξύ αλλοδαπών και Κινέζων, ενώ έχει καθοριστεί ακόμη και ο αριθμός των βιβλίων που θα μπορούν να φέρουν από το εξωτερικό «για προσωπική χρήση».

Η νέα καταστολή της θρησκευτικής δραστηριότητας αλλοδαπών που βρίσκονται στο κινεζικό έδαφος δημοσιεύτηκε εχθές από την Εθνική Διοίκηση για Θρησκευτικά Θέματα (National Religious Affairs Administration – NRAA), το μακρύ χέρι του Ενωμένου Μετώπου του Κομμουνιστικού Κόμματος για θρησκευτικά θέματα.

Ο νέος κανονισμός είναι μία πολύ σαφής έκφραση του συνθήματος «Σινοποίηση», που απηύθυνε εδώ και καιρό ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ σε όλες τις θρησκείες που υπάρχουν στην Κίνα. Ο νέος κανονισμός NRAA διευκρινίζει ότι η σινοποίηση ισχύει και για τους ξένους.

Είναι άξιο λόγου να αναφερθεί ότι από τους πρώτους που δημοσίευσαν τους νέους κανόνες εχθές ήταν ο ιστότοπος της επισκοπής της Σαγκάης, το σταυροδρόμι των σχέσεων μεταξύ της Κίνας και του υπόλοιπου κόσμου.

«Κανένας οργανισμός ή άτομο δεν μπορεί να χρησιμοποιεί ιστότοπους θρησκευτικών δραστηριοτήτων για να διεξάγει δραστηριότητες που θέτουν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια, διαταράσσουν την κοινωνική τάξη [ή] βλάπτουν τα εθνικά συμφέροντα», ανέφερε αντίγραφο των κανόνων που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του Ενωμένου Μετώπου, του τμήματος προσέγγισης και επιρροής του κόμματος.

O Τσανγκ Τσία-Λιν, καθηγητής στο Ινστιτούτο της Ηπειρωτικής Κίνας στο πανεπιστήμιο Tamkang της Ταϊβάν, είπε ότι οι νέοι κανόνες αντιπροσωπεύουν τον θρίαμβο της πολιτικής έναντι της πνευματικότητας.

Ένας βουδιστής μοναχός, που χρησιμοποίησε το θρησκευτικό όνομα Σι Νταογκούο για να μιλήσει, είπε: «Ο παραποιημένος βουδισμός [που προωθούν] είναι απλώς μία μορφή κεκαλυμμένης οργανωτικής πλύσης εγκεφάλου. Δεν μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους σε ελεύθερη ή ανεξάρτητη σκέψη». Ο Σι Νταογκούο είπε ότι βρίσκεται ήδη υπό στενή παρακολούθηση και ότι παύθηκε από τα καθήκοντά του όταν άρχισε να μιλάει για την καταστροφή της θρησκείας του.

Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις, οι θρησκευτικοί χώροι υποχρεούνται να υποβάλλουν λεπτομερή σχέδια των δραστηριοτήτων τους για έγκριση εκ των προτέρων και να εκπαιδεύουν τους πιστούς στην αγάπη προς την πατρίδα, εναρμονιζόμενοι με την πολιτική της σινοποίησης. Επιπλέον, απαγορεύεται η αποδοχή δωρεών από το εξωτερικό και η πρόσκληση ξένου προσωπικού για διδασκαλία χωρίς προηγούμενη έγκριση.

Η πολιτική της σινοποίησης στοχεύει στην ευθυγράμμιση των θρησκευτικών δογμάτων με τις σοσιαλιστικές αξίες. Πρόκειται για μια μακροχρόνια στρατηγική της κινεζικής κυβέρνησης για την ευθυγράμμιση της θρησκείας με τον κομμουνισμό και τη διασφάλιση της πίστης στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ), το οποίο ασπάζεται και προωθεί τον αθεϊσμό.

Το σύνταγμα της Κίνας λέει ότι οι απλοί πολίτες απολαμβάνουν «ελευθερία θρησκευτικών πεποιθήσεων» και η κυβέρνηση αναγνωρίζει επίσημα πέντε θρησκείες: τον Βουδισμό, τον Καθολικισμό, το Ισλάμ, τον Προτεσταντισμό και τον Ταοϊσμό. Όμως το ΚΚΚ είναι υπεράνω του συντάγματος, παρακολουθεί στενά τη θρησκευτική δραστηριότητα και ρυθμίζει τη θρησκεία.

Η θρησκευτική δραστηριότητα που δεν ανταποκρίνεται στην έγκριση του ΚΚΚ ως «μορφή πολιτιστικής κληρονομιάς» κατηγοριοποιείται από τις αρχές ως «δεισιδαιμονία» ή «κακή λατρεία».

Εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες όπως Ουιγούροι, Θιβετιανοί, άλλοι χριστιανοί και οι ασκούμενοι της πνευματικής πρακτικής Φάλουν Γκονγκ (που αποτελούν την πολυπληθέστερη ομάδα) διώκονται βάναυσα και υπόκεινται σε συστηματικά βασανιστήρια, ακόμα και  εξαναγκαστικές αφαιρέσεις των οργάνων τους.

Το κυβερνών ΚΚΚ προωθεί τον αθεϊσμό και αποθαρρύνει τους πολίτες από το να ακολουθούν κάποια θρησκεία. Τα 281 εκατομμύρια Κινέζοι που ανήκουν στο ΚΚΚ ή στις συνδεδεμένες με αυτό οργανώσεις νεολαίας απαγορεύεται επίσημα να συμμετέχουν σε ένα ευρύ φάσμα πνευματικών παραδόσεων.

Αυτή η στάση της Κίνας απέναντι στη θρησκεία χρονολογείται από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, το 1949.

Κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης (1966-1976), ο τότε ηγέτης του ΚΚΚ Μάο Τσε Τουνγκ ορκίστηκε να εξαλείψει τα «τέσσερα παλαιά»: «τα παλιά πράγματα, τις παλιές ιδέες, τα παλιά έθιμα και τις παλιές παραδόσεις». Στο πλαίσιο αυτής της εκστρατείας, οι Ερυθροφρουροί επιτέθηκαν και κατέστρεψαν πολλούς ναούς, αγάλματα και άλλα κειμήλια πολιτιστικής κληρονομιάς.

Οι νέοι κανονισμοί έχουν προκαλέσει ανησυχία μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων, καθώς θεωρείται ότι αποτελούν προσπάθεια περαιτέρω ελέγχου και περιορισμού της θρησκευτικής ελευθερίας στην Κίνα. Παρά το γεγονός ότι το σύνταγμα της Κίνας εγγυάται την ελευθερία της θρησκευτικής πίστης, το ΚΚΚ επιβάλλει αυστηρούς περιορισμούς στις θρησκευτικές δραστηριότητες, με την εφαρμογή των νέων κανονισμών να αποτελεί μέρος της ευρύτερης στρατηγικής του για την ενίσχυση του πολιτικού ελέγχου επί των θρησκειών, εντείνοντας το ήδη βεβαρημένο κλίμα για τη θρησκευτική ελευθερία στη χώρα και προκαλώντας σοβαρές ανησυχίες και στη διεθνή κοινότητα.

Θα αποσυρθεί ο Σι Τζινπίνγκ στην 4η Ολομέλεια του ΚΚ Κίνας;

Ο Σι Τζινπίνγκ, από το 2018 που κατάργησε τους περιορισμούς θητείας στην προεδρία της Κίνας, αποτελώντας τον μοναδικό ηγέτη μετά τον Μάο Τσετούνγκ που εξασφάλισε μια τρίτη θητεία το 2022, πρωταγωνιστεί σταθερά σε φήμες σχετικά με την ενδεχόμενη απόσυρσή του από την εξουσία.

Πρόσφατα, η συγκεκριμένη συζήτηση απέκτησε νέα δυναμική στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, λόγω μιας ανεπιβεβαίωτης πληροφορίας που θέλει τον ίδιο τον Σι να έχει αναφερθεί στο ενδεχόμενο της συνταξιοδότησής του. Παράλληλα, οι πρόσφατες εκκαθαρίσεις ανωτάτων αξιωματούχων του στρατού, σύμφωνα με αρκετούς ειδικούς αναλυτές της Κίνας, αποτελούν ένδειξη ότι ο Κινέζος ηγέτης ενδέχεται να χάνει σταδιακά τη λαβή του πάνω στην εξουσία.

Σύμφωνα με το κανάλι NewsInsight, υπήρξαν ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες πως τον Μάρτιο, κατά την επίσκεψή του στην επαρχία Γκουιτζόου της νοτιοδυτικής Κίνας, ο Σι εμφανίστηκε να επαινεί την ηγετική ομάδα που σχηματίστηκε στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΚ το 2022, δηλώνοντας ότι αυτή η ομάδα θα μπορούσε «να εξασφαλίσει τη σταθερότητα της συλλογικής ηγεσίας του Κόμματος ακόμα και στην περίπτωση αποχώρησής μου, για λόγους υγείας».

Αυτή η δήλωση επιτείνει την ερώτηση εάν ο Σι προτίθεται να αποχωρήσει στην προσεχή 4η Ολομέλεια του ΚΚΚ, που αναμένεται εντός της τρέχουσας χρονιάς. Με βάση τα πρόσφατα γεγονότα, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Ένα από τα σοβαρά σημάδια που υποδεικνύουν μία πιθανή απόφαση αποχώρησης είναι η ασυνήθιστη απουσία των αντιπροέδρων της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής (ΚΣΕ) κατά την πρόσφατη στρατιωτική επίσκεψη του Σι στην Κουνμίνγκ, πρωτεύουσα της επαρχίας Γιουνάν.

Βάσει του πρωτοκόλλου του ΚΚΚ, κάθε επίσκεψη του Σι (ως προέδρου της ΚΣΕ) σε στρατιωτικές μονάδες, συνήθως συνοδεύεται από τον έναν αντιπρόεδρο της Επιτροπής, ενώ ο άλλος μένει στο Πεκίνο προκειμένου να διατηρεί τον έλεγχο και την ετοιμότητα σε περιπτώσεις κρίσης.

Τα τελευταία τρία χρόνια, ο Σι συνοδευόταν πάντοτε από έναν τουλάχιστον αντιπρόεδρο της ΚΣΕ στις στρατιωτικές του επιθεωρήσεις. Για παράδειγμα, στις 4 Δεκεμβρίου 2024, συνοδευόταν από τους αντιπροέδρους Τζανγκ Γιουσιά και Χε Γουεϊντόνγκ κατά την επίσκεψή του σε μονάδες πληροφόρησης στο Πεκίνο, ενώ στις 20 Δεκεμβρίου, ο Χε Γουεϊντόνγκ τον συνόδευσε στην επίσκεψή του στις δυνάμεις στο Μακάο. Παρόμοιες παρουσίες καταγράφηκαν και τον Ιανουάριο και Μάρτιο του 2025.

Ωστόσο, σύμφωνα με το κινεζικό κρατικό πρακτορείο Σινχουά, κατά την επίσκεψη αυτή στην Κουνμίνγκ, τόσο ο Τζανγκ όσο και ο Χε απουσίαζαν. Η απουσία αυτή μπορεί να υποδεικνύει σοβαρά ρήγματα στον έλεγχο του Σι επί του στρατού. Αν χάσει τον έλεγχο του στρατού, κατά συνέπεια θεωρείται ότι κινδυνεύει να χάσει και το σύνολο της δύναμής του εντός ΚΚΚ, κάτι που ενδεχόμενα σηματοδοτεί την επικείμενη αποχώρησή του.

Ο γνωστός σχολιαστής για την πολιτική της Κίνας Τσάι Σενκούν, ο οποίος είχε αποκαλύψει τις απομακρύνσεις υψηλόβαθμων αξιωματικών όπως του πρώην υπουργού Άμυνας Λι Σανγκφού, αποκάλυψε πρόσφατα ότι, σύμφωνα με πηγές κοντά στους πολιτικούς κύκλους της χώρας, μετά το συνέδριο πολιτικής εργασίας του στρατού στην πόλη Γιανάν το 2024, η επιρροή του Σι έχει αποδυναμωθεί αισθητά.

Παρόλο που δεν έχει γίνει κάποια επίσημη ανακοίνωση, φαίνεται ότι πλέον η εξουσία στο ΚΚΚ βρίσκεται σταδιακά εκτός του ελέγχου του Σι.

Σύμφωνα με την τρέχουσα πολιτική συγκυρία, δεν αποκλείεται ο Σι να ανακοινώσει επίσημα την αποχώρησή του στην 4η Ολομέλεια, καθώς οι σχετικές ενδείξεις, αν επιβεβαιωθούν, υποδηλώνουν ότι το ζήτημα δεν θα καθυστερήσει άλλο.

Ορισμένες έγκριτες πηγές μιλούν για μεταβίβαση της στρατιωτικής εξουσίας στον Τζανγκ και θεωρούν πλέον τον Σι απλή διακοσμητική φιγούρα στην κεφαλή της ΚΣΕ. Η πρόσφατη απουσία των δύο αντιπροέδρων της ΚΣΕ στην Κουνμίνγκ ενισχύει αυτή την υπόθεση.

Παρ’ όλα αυτά, άλλοι αναλυτές θεωρούν χαμηλό το ενδεχόμενο μιας άμεσης αποχώρησης του κινέζου ηγέτη αυτή τη στιγμή. Πιστεύουν ότι πιθανότερο είναι μια σταδιακή διαδικασία μετάβασης που θα ολοκληρωθεί πριν το 21ο Συνέδριο του 2027.

Εάν υπάρξει συζήτηση κατά την 4η Ολομέλεια περί ανακατανομής της εξουσίας, οι ειδικοί εκτιμούν πως πιθανότερα αυτή θα αφορά στην ενίσχυση της «συλλογικής ηγεσίας» παρά στην άμεση αποχώρηση του Σι.

Οι απόψεις που εκφράζονται στο άρθρο είναι προσωπικές του συντάκτη και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα αυτές της Epoch Times.

Ενισχύονται οι κινεζικές ρυθμίσεις κατά δυτικών κυρώσεων – Ανησυχία για μαζική φυγή επιχειρήσεων

Η κινεζική κυβέρνηση ανακοίνωσε νέους εφαρμοστικούς κανονισμούς του επονομαζόμενου «Νόμου Αντίμετρων κατά Ξένων Κυρώσεων», ο οποίος θεσπίστηκε αρχικά το 2021. Οι κανονισμοί, που τέθηκαν επίσημα σε ισχύ στις 24 Μαρτίου 2025, αποτελούν αντίδραση του Πεκίνου στις επανειλημμένες κυρώσεις που επιβάλλουν οι Ηνωμένες Πολιτείες σε βάρος κινεζικών συμφερόντων.

Η κινεζική κυβέρνηση διευκρίνισε ότι με τους νέους κανονισμούς η χώρα προσπαθεί να προστατεύσει τα συμφέροντά της απέναντι σε «μονομερείς και άδικες κυρώσεις», τονίζοντας πως αποτελούν «μέτρο αυτοπροστασίας» και διασφαλίζουν την κυριαρχία της χώρας.

Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρθρο 7 των νέων κανονισμών, το οποίο επιτρέπει την κατάσχεση, δέσμευση ή πάγωμα περιουσιακών στοιχείων ξένων επενδυτών που δραστηριοποιούνται στην Κίνα, συμπεριλαμβανομένης και της πνευματικής ιδιοκτησίας, με απόφαση των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών, όπως το υπουργείο Οικονομικών, το υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας και άλλες συναρμόδιες αρχές.

Σύμφωνα με τον δικηγόρο για τα ανθρώπινα δικαιώματα με έδρα τις ΗΠΑ, Γου Σαοπίνγκ, οι νέοι κανονισμοί στοχεύουν ευθέως τις αμερικανικές κυρώσεις και αυξάνουν κατακόρυφα το ρίσκο για ξένες επιχειρήσεις στην Κίνα. «Πολλές ξένες εταιρείες στηρίζονται στην πνευματική ιδιοκτησία που έχουν αναπτύξει και κατοχυρώσει διεθνώς. Με τους νέους κανονισμούς, το κινεζικό κράτος μπορεί απροκάλυπτα να δεσμεύσει ή να κατασχέσει αυτήν την ιδιοκτησία, θέτοντας σοβαρά ζητήματα ασφάλειας για τους επενδυτές», ανέφερε ο κ. Γου σε δηλώσεις του στην Epoch Times.

Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της έντασης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας που προηγήθηκε των νέων ρυθμίσεων αναφέρεται η πρόσφατη απόφαση της πολιτείας Μισούρι να κατασχέσει γεωργικές εκτάσεις κινεζικών εταιρειών ως μέρος αποζημίωσης ύψους 24,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων που επιδικάστηκε από αμερικανικό δικαστήριο, για ζημιές που σχετίζονται με την πανδημία COVID-19.

Ζημιά στην εμπιστοσύνη των αγορών

Εκτός των άμεσων οικονομικών επιπτώσεων, παρατηρητές επισημαίνουν πως η εφαρμογή τέτοιων κυρώσεων από την πλευρά του Πεκίνου υπονομεύει τη γενικότερη εμπιστοσύνη των αγορών. Ο Αμερικανός οικονομολόγος Ντέιβιντ Χουάνγκ τόνισε πως η συμπερίληψη της πνευματικής ιδιοκτησίας στα μέτρα που προβλέπει το άρθρο 7 ουσιαστικά ανοίγει τον δρόμο για κατάσχεση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών και λογισμικού όπως η Microsoft, γεγονός καταστροφικό ακόμα και για επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν φυσική παρουσία στην Κίνα.

«Η αβεβαιότητα που προκύπτει καθιστά την Κίνα μια ιδιαίτερα επικίνδυνη αγορά. Οι ξένες επιχειρήσεις αντιλαμβάνονται πως πλέον τα περιουσιακά τους στοιχεία μπορούν να δεσμευθούν ανά πάσα στιγμή», υπογράμμισε ο Χουάνγκ στην Epoch Times.

Πιθανή φυγή ξένων επιχειρήσεων από την Κίνα

Οι αναλυτές εκτιμούν πως οι κανονισμοί αυτοί θα επιφέρουν μαζική φυγή αλλοδαπών επενδύσεων από την Κίνα προς χώρες με σταθερότερο επενδυτικό περιβάλλον. Ο κ. Γου ανέφερε χαρακτηριστικά πως πολλές ξένες εταιρείες δεν θα μπορούν να αντέξουν το ρίσκο να έρθουν σε αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και συνεπώς θα προτιμήσουν να αποσύρουν τις δραστηριότητές τους από την Κίνα.

Ο οικονομικός αναλυτής κ. Χουάνγκ όμως, εξέφρασε μια συγκρατημένη προσέγγιση: «Η ανταπόκριση των ξένων εταιρειών θα διαφέρει σημαντικά, ανάλογα με τον κλάδο, την κλίμακα των επενδύσεών τους και τον βαθμό εξάρτησής τους από την κινεζική αγορά. Ορισμένες από αυτές θα παραμείνουν στην Κίνα προσπαθώντας όμως να προσαρμόσουν τη στρατηγική τους ώστε να ελαχιστοποιήσουν το ρίσκο.»

Πολιτικό μήνυμα και μειωμένη νομική ισχύς

Ο κ. Γου επισημαίνει πάντως και τη μειωμένη νομική ισχύ των νέων ρυθμίσεων συγκριτικά με ένα κανονικό νόμο που θεσπίζεται από το κοινοβούλιο. Η δημοσίευση αυτού του μέτρου μέσω υπουργικών κανονισμών αντί για νομοθετική πράξη μπορεί να υποδηλώνει ότι η Κίνα επιδιώκει κυρίως να στείλει ένα πολιτικό και προπαγανδιστικό μήνυμα τόσο προς το εξωτερικό όσο και προς το εσωτερικό κοινό, χωρίς απαραιτήτως να σκοπεύει στην πλήρη εφαρμογή του.

«Πρόκειται κυρίως για εργαλείο προπαγάνδας, που δείχνει ότι η Κίνα διαθέτει πλέον ισχυρό μηχανισμό για την καταπολέμηση των ξένων κυρώσεων», τονίζει ο κ. Γου.

Με τις εντάσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου να επιδεινώνονται συνεχώς, οι συνέπειες αυτών των οξυνόμενων μέτρων αναμένεται να έχουν σημαντική επίδραση τόσο στις οικονομίες των δύο χωρών όσο και στη διεθνή επιχειρηματική κοινότητα, εντείνοντας περαιτέρω την αβεβαιότητα στις παγκόσμιες αγορές.

Πέντε χρόνια στα κρατητήρια της Κίνας χωρίς δίκη: Αγωνία για την οικογένεια Καναδού επιχειρηματία

Η Γουάνγκ Γιαν θυμάται με κάθε λεπτομέρεια την τελευταία φορά που άκουσε τη φωνή του συζύγου της, πριν από πάνω από πέντε χρόνια.

Ήταν 13 Δεκεμβρίου 2019, όταν ο Καναδός πολίτης Λι Γιονγκχουί βρισκόταν σε μια δημόσια πλατεία στην πόλη Σιτζιατζουάνγκ της κινεζικής επαρχίας Χεμπέι, κάνοντας γυμναστική και συνομιλώντας τηλεφωνικά με τη γυναίκα του, που βρισκόταν τότε στον Καναδά.

«Ξαφνικά το τηλεφώνημα διακόπηκε απότομα, σαν κάποιος να άρπαξε το κινητό του. Τηλεφώνησα αμέσως σε άλλους συγγενείς μας στην Κίνα, αλλά κανείς δεν γνώριζε τι είχε συμβεί», θυμάται η Γουάνγκ.

Ο Λι είχε μόλις συλληφθεί από την αστυνομία της πόλης, η οποία τον κατηγόρησε μέσω δημοσίευσης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι φέρεται πως «συγκέντρωνε παράνομα δημόσιους πόρους» μέσω της εταιρείας του, Qingyidai, μίας ηλεκτρονικής πλατφόρμας δανεισμού ανάμεσα σε ιδιώτες.

Από τότε μέχρι σήμερα, ο Λι παραμένει κρατούμενος χωρίς να έχει προσαχθεί ποτέ σε δίκη και χωρίς να έχει καταδικαστεί.

Πλέον, η οικογένειά του αποφάσισε να προχωρήσει σε μία ασυνήθιστη για τα δεδομένα κίνηση: να μιλήσει δημόσια, ζητώντας ξεκάθαρη επίλυση της υπόθεσης.

Σύμφωνα με στοιχεία του καναδικού υπουργείου Εξωτερικών, περίπου 100 Καναδοί πολίτες βρίσκονται φυλακισμένοι στην Κίνα. Σπάνια, όμως, οι οικογένειες των κρατουμένων δημοσιοποιούν τις περιπτώσεις τους ή πιέζουν δημόσια για διαλεύκανση από τις κινεζικές αρχές.

Η κυβέρνηση της Κίνας ξεκίνησε το 2019 εκτεταμένη εκστρατεία καταστολής εναντίον διαδικτυακών πλατφορμών δανεισμού. Ωστόσο, η Γουάνγκ επιμένει στην αθωότητα του συζύγου της και αρνείται κατηγορηματικά τον ισχυρισμό περί παράνομης δραστηριότητας της Qingyidai, την οποία κινεζικά μέσα είχαν χαρακτηρίσει ως τη μεγαλύτερη πλατφόρμα ανάλογου είδους στη Χεμπέι.

«Φυσικά και πιστεύουμε ότι είναι αθώος. Αλλά αν τυχόν παρέβη κάποιο νόμο, ας τον δικάσουν επιτέλους και ας του επιβάλουν όποια ποινή θεωρούν δίκαιη», είπε η Γουάνγκ μιλώντας στο Canadian Press από το Βανκούβερ όπου πλέον ζει η οικογένεια. «Δεν μας φοβίζει αυτό. Είναι όμως αδιανόητο να κρατείται τόσα χρόνια χωρίς να συμβαίνει τίποτε».

Σύμφωνα με τη Γουάνγκ, ο Λι δεν έχει δεχθεί καμία επίσκεψη στο κέντρο κράτησης πέρα από τον δικηγόρο του και στελέχη της πρεσβείας του Καναδά.

Η κόρη του Λι, Γουάντι Λι, ήταν 21 ετών όταν ο πατέρας της συνελήφθη. Εκφράζει τη θλίψη της, σημειώνοντας ότι «πρακτικά ενηλικιώθηκα χωρίς αυτόν δίπλα μου».

«Ο πατέρας μου δεν συνήθιζε ποτέ να μιλά για τον εαυτό του», λέει η ίδια, αναφερόμενη στην τελευταία συνομιλία που είχαν πριν τη σύλληψή του. «Με ρώτησε μόνο τι συμβαίνει στη ζωή μου. Είμαι η μικρότερη στην οικογένεια, οπότε υπήρχε πάντα μια τάση να με προστατεύουν από όσα συμβαίνουν».

Σε γραπτή απάντησή του, το καναδικό υπουργείο Εξωτερικών επιβεβαίωσε ότι γνωρίζει για την κράτηση του Λι και προσφέρει προξενική βοήθεια, χωρίς όμως να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες για λόγους σεβασμού της ιδιωτικότητας.

Η δημόσια έκκληση της οικογένειας έρχεται λίγες εβδομάδες μετά τη δήλωση της Καναδής υπουργού Εξωτερικών Μέλανι Τζολί ότι τέσσερις Καναδοί πολίτες με διπλή υπηκοότητα εκτελέστηκαν πρόσφατα στην Κίνα για ναρκωτικά.

Ο πρώην κρατούμενος στην Κίνα Μάικλ Κόβριγκ, που παρέμεινε κι εκείνος φυλακισμένος για περισσότερες από 1.000 ημέρες το 2018 μαζί με τον Μάικλ Σπέιβορ, συμβουλεύει οικογένειες κρατουμένων όπως τον Λι να βρουν έναν καλό Κινέζο δικηγόρο και να πιέσουν την καναδική κυβέρνηση για την υπόθεση, αν και αυτό μπορεί να προκαλέσει την αντίδραση των κινεζικών αρχών.

Εντωμεταξύ, αγωνία προκαλεί στην οικογένεια η υγεία του Λι, ο οποίος πάσχει από υπέρταση και έχει επίσης οδοντιατρικά προβλήματα, με τους δεσμοφύλακες να αρνούνται να του επιτρέψουν πρόσβαση σε οδοντίατρο.

Ο Κόβριγκ επιβεβαιώνει ότι οι συνθήκες που περιγράφει η οικογένεια του Λι είναι χαρακτηριστικές για τα κέντρα κράτησης στην Κίνα, τα οποία απέχουν πολύ από τα ελάχιστα αποδεκτά διεθνή πρότυπα.

Παρά τις δυσκολίες, η Γουάντι Λι διατηρεί ακέραιη την ελπίδα ότι ο πατέρας της θα επιστρέψει ασφαλής στον Καναδά.

«Ελπίζουμε ότι όσο πιο πολλοί άνθρωποι γνωρίζουν για την υπόθεση, τόσο πιθανότερο είναι να δεχτεί η κινέζικη κυβέρνηση πιέσεις για να αφεθεί επιτέλους ελεύθερος ο πατέρας μου», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Παρά το ρίσκο της έκθεσης, η Γουάνγκ δηλώνει αποφασισμένη. «Δεν έχουμε άλλη επιλογή», τονίζει.

Της  The Canadian Press

ΗΠΑ και Ταϊβάν: Συνεργασία για την αντιμετώπιση της κινεζικής επιρροής

Η Ταϊβάν και οι Ηνωμένες Πολιτείες καλούνται να συνεργαστούν στενά για την αντιμετώπιση της επιρροής του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ), με κύριο πεδίο εστίασης τις δράσεις του διαβόητου Τμήματος Ενωμένου Μετώπου του Πεκίνου, όπως τονίστηκε κατά τη διάρκεια εκδήλωσης στη Νέα Υόρκη.

Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στις 27 Μαρτίου από το Οικονομικό και Πολιτιστικό Γραφείο της Ταϊπέι και επικεντρώθηκε στις σχέσεις ΗΠΑ-Ταϊβάν, καθώς και στην πιθανότητα επίθεσης του ΚΚΚ εναντίον της Ταϊβάν. Μεταξύ των ομιλητών ήταν ο Ράσελ Χσιάο, εκτελεστικός διευθυντής του Global Taiwan Institute στην Ουάσιγκτον.

 Διαφάνεια και συνεργασία: Κλειδιά για την αντιμετώπιση

Ο Χσιάο περιέγραψε την επιρροή του ΚΚΚ ως «συλλογική πρόκληση», τονίζοντας την ανάγκη αντιμετώπισής της μέσα από διαφάνεια, συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών. «Η καλύτερη αντιμετώπιση της κακόβουλης επιρροής είναι η μεγαλύτερη διαφάνεια», δήλωσε, προσθέτοντας ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να διασφαλίσουν ότι το κοινό αντιλαμβάνεται καλύτερα το ζήτημα.

Ο Χσιάο επεσήμανε επίσης την ανάγκη ενίσχυσης της συνεργασίας μεταξύ των επιστημόνων, των μη κυβερνητικών οργανώσεων και των υπηρεσιών επιβολής του νόμου. Προτάσεις περιλάμβαναν τη βελτίωση των νομικών συστημάτων για το κλείσιμο «παραθύρων ευκαιρίας» που εκμεταλλεύεται το ΚΚΚ, ενώ αναφέρθηκε και στην ανάγκη βελτίωσης της ικανότητας διώξεων και ενίσχυσης της εφαρμογής του νόμου.

Ο ρόλος του Τμήματος Ενωμένου Μετώπου του ΚΚΚ

Το Τμήμα Ενωμένου Μετώπου του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας βρίσκεται στο επίκεντρο των προσπαθειών του Πεκίνου για εξάσκηση πολιτικής επιρροής στο εξωτερικό. Οργανισμοί που υποστηρίζονται από το τμήμα αυτό δραστηριοποιούνται για τη συνδιαμόρφωση πολιτικών περιβαλλόντων, τη συγκέντρωση πληροφοριών και τη μετάδοση τεχνολογιών, συχνά με μη επιτρεπτούς τρόπους.

Σύμφωνα με την Εθνική Υπηρεσία Αντικατασκοπείας και Ασφάλειας των ΗΠΑ, κύριος σκοπός αυτών των προσπάθειών είναι «η πίεση στην Ουάσιγκτον για πολιτικές πιο ευνοϊκές προς το Πεκίνο». Παρόμοιες τακτικές εφαρμόζονται και στην Ταϊβάν, όπου οι προσπάθειες επηρεασμού αγγίζουν νεολαιίστικες ανταλλαγές, πολιτιστικές δραστηριότητες και εκπαιδευτικά προγράμματα.

Σενάρια εισβολής στην Ταϊβάν

Ένα από τα βασικά θέματα συζήτησης στην εκδήλωση ήταν οι ανησυχίες για μία πιθανή στρατιωτική εισβολή του Πεκίνου στην Ταϊβάν. Ο Ντέιβιντ Σακς, ειδικός σε θέματα Ασίας στο Council on Foreign Relations, δήλωσε ότι δεν πιστεύει πως μία τέτοια επίθεση είναι πιθανή πριν τη λήξη της θητείας του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.

«Αν η Ταϊβάν πέσει, αυτό θα γεννήσει υπαρξιακά ερωτήματα για την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Αυστραλία και τις Φιλιππίνες σχετικά με την αξιοπιστία της αμερικανικής δέσμευσης για άμυνά τους», τόνισε ο Σακς. Σε περίπτωση που οι ΗΠΑ αποτύχουν να στηρίξουν την Ταϊβάν, πρόσθεσε, οι συμμαχίες τους στην περιοχή θα δεχτούν σοβαρό πλήγμα.

Οι ΗΠΑ διατηρούν παραδοσιακά την πολιτική της «στρατηγικής ασάφειας», χωρίς να ξεκαθαρίζουν αν θα υπερασπιστούν στρατιωτικά την Ταϊβάν σε περίπτωση επίθεσης.

Χρονικός ορίζοντας 2027: Προετοιμασία για το μέλλον

Οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών έχουν προειδοποιήσει για έναν χρονικό ορίζοντα πιθανής εισβολής έως το 2027, εξαιτίας εντολών που έδωσε ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ στον στρατό του να είναι έτοιμος για τέτοιο σενάριο. Ωστόσο, ο Χσιάο επισήμανε ότι, αντί να εστιάζουμε αποκλειστικά στις ημερομηνίες, είναι απαραίτητο να ενισχυθούν συλλογικά οι αμυντικές δυνατότητες των συμμάχων στη λεκάνη του Ειρηνικού. «Η συλλογική ενίσχυση των δυνατοτήτων αποτελεί τον καλύτερο τρόπο αποτροπής», δήλωσε.

Η διεθνής διάσταση

Η πιθανή κατάληψη της Ταϊβάν από το ΚΚΚ θέτει σε κίνδυνο την παγκόσμια ισορροπία ισχύος, επηρεάζοντας ζωτικά στρατηγικά σημεία, όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και ο Ινδο-Ειρηνικός. Ο διάλογος για την πολιτική και στρατιωτική στήριξη της Ταϊβάν αναδεικνύεται ως κεντρικό ζήτημα τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για τους συμμάχους τους παγκοσμίως.

Στρατιωτικές επιδείξεις δύναμης από την Κίνα κοντά στην Ταϊβάν

Την Τρίτη, μια μάχιμη ομάδα με αεροπλανοφόρο της Κίνας πήρε θέση κοντά στην Ταϊβάν, στο πλαίσιο των μεγάλης κλίμακας στρατιωτικών ασκήσεων του κομμουνιστικού καθεστώτος στα ύδατα και τον εναέριο χώρο γύρω από το νησί. Ένας εκπρόσωπος του κινεζικού στρατού χαρακτήρισε τις κοινές ασκήσεις των ναυτικών, αεροπορικών, χερσαίων και πυραυλικών δυνάμεων ως «σοβαρή προειδοποίηση και αποφασιστική ανακοπή κατά της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν».

Το υπουργείο Εθνικής Άμυνας της Ταϊβάν ανέφερε ότι 19 πολεμικά πλοία του κινεζικού ναυτικού εντοπίστηκαν στα ύδατα γύρω από το νησί σε διάστημα 24 ωρών από τις 6 π.μ. της Δευτέρας. Το αεροπλανοφόρο Shandong και η ομάδα του έχουν τεθεί υπό παρακολούθηση από το Σάββατο, με την παρατήρηση ότι η ομάδα εισήλθε στη ζώνη αναγνώρισης αεράμυνας της Ταϊβάν.

Ο υπουργός Άμυνας της Ταϊβάν, Γουέλινγκτον Κου, δήλωσε: «Θέλω να πω ότι αυτές οι ενέργειες αντικατοπτρίζουν πλήρως την καταστροφή της περιφερειακής ειρήνης και σταθερότητας». Ανέφερε επίσης ότι η Ταϊβάν έχει συστήσει μια κεντρική ομάδα ανταπόκρισης για να παρακολουθεί τις τελευταίες κινεζικές ασκήσεις.

Το Γραφείο Υποθέσεων της Ταϊβάν στην Κίνα εξέδωσε δήλωση την Τρίτη, υποστηρίζοντας ότι ο πρόεδρος της Ταϊβάν, Λάι Τσινγκ-τε, «προκαλεί αντικινεζικά συναισθήματα» με την πρόσφατη 17-σημειακή στρατηγική του, που στοχεύει στην ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας της Ταϊβάν. Η δήλωση αναφέρει: «Δεν θα ανεχτούμε ούτε θα δικαιολογήσουμε αυτό με κανέναν τρόπο και πρέπει να αντιταχθούμε και να τιμωρήσουμε αυστηρά αυτές τις ενέργειες».

Η 17-σημειακή στρατηγική, που παρουσιάστηκε από τον Λάι στις 13 Μαρτίου, περιλαμβάνει σχέδια για τη μεταφορά δικών κατασκοπείας σε στρατιωτικά δικαστήρια και την εντατικοποίηση των κανόνων μετανάστευσης για τους Κινέζους πολίτες που αιτούνται μόνιμης διαμονής. Ο Λάι αναφέρθηκε επίσης σε περιπτώσεις όπου μέλη του στρατού είχαν δωροδοκηθεί από την Κίνα, πούλησαν πληροφορίες ή συνδράμουν σε ένοπλες δυνάμεις με σχέδια να βλάψουν το ίδιο τους το έθνος και τους πολίτες.

«Έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις όπου καλλιτέχνες ακολούθησαν πρόθυμα τις εντολές του Πεκίνου, δηλώνοντας ότι η πατρίδα τους δεν είναι καν χώρα, μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσουν τα προσωπικά τους επαγγελματικά συμφέροντα», πρόσθεσε ο Λάι.

Τον Οκτώβριο του 2023, ένας απόστρατος συνταγματάρχης της Πολεμικής Αεροπορίας, ο Λιου Σενγκ-σού, καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση για κατασκοπεία υπέρ της Κίνας, την περίοδο 2013–2021.

Τον περασμένο μήνα, μια Κινέζα influencer του TikTok, η Λιου Τζενγιά, είδε την άδεια παραμονής της να ανακαλείται.

Η ίδια διατηρεί κανάλι στο TikTok με σχεδόν μισό εκατομμύριο συνδρομητές, όπου δημοσιεύει περιεχόμενο υπέρ της «επανένωσης» της Ταϊβάν με την ηπειρωτική Κίνα.

Η Ταϊβάν, γνωστή και ως Δημοκρατία της Κίνας, αποτελεί τη συνέχεια ενός εξόριστου καθεστώτος που κυβερνούσε την ηπειρωτική Κίνα πριν την κατάληψή της από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) το 1949. Το ΚΚΚ δεν έχει κυβερνήσει ποτέ την Ταϊβάν. Έχει δηλώσει ότι επιδιώκει να την ενσωματώσει με ειρηνικά μέσα, αλλά επανειλημμένα έχει απειλήσει με στρατιωτική προσάρτηση του αυτοδιοικούμενου νησιού.

Η Κίνα στέλνει συχνά πολεμικά πλοία και αεροσκάφη στη Ζώνη Αναγνώρισης Αεράμυνας της Ταϊβάν, δοκιμάζοντας τις άμυνες του νησιού και στέλνοντας μήνυμα εκφοβισμού προς τους πολιτικούς στην Ταϊπέι.