Τρίτη, 15 Ιούλ, 2025

Η ιταλική αστυνομία συλλαμβάνει Κινέζο καταζητούμενο από το FBI για κυβερνοκατασκοπεία

Η ιταλική αστυνομία συνέλαβε Κινέζο καταζητούμενο σχετικά με έρευνα του FBI για διαδικτυακή κατασκοπεία με στόχο προγράμματα όπως την ανάπτυξη εμβολίου για την COVID-19, ανέφεραν ιταλικά μέσα ενημέρωσης στις 7 Ιουλίου.

Ο ύποπτος, Σου Τζεγουέι, 33, κρατήθηκε στις 3 Ιουλίου στο αεροδρόμιο Μαλπένσα του Μιλάνου κατά την άφιξή του. Σχεδιάστηκε να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου του Μιλάνου στις 8 Ιουλίου για ακρόαση σχετικά με αίτημα έκδοσης στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Σου κατηγορείται για συμμετοχή σε μεγάλης κλίμακας επιχείρηση διαδικτυακής κατασκοπείας με στόχο αμερικανικά πανεπιστήμια και ερευνητές, ανέφερε το ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων ANSA, δίνοντας έγγραφα από το Ιταλικό Υπουργείο Εσωτερικών που έδιναν μια περίληψη των κατηγοριών.

Το FBI ισχυρίζεται ότι, αρχίζοντας τον Φεβρουάριο 2020, ο Σου κατευθύνθηκε από το κινεζικότπουργείο Κρατικής Ασφάλειας για να διεισδύσει σε υπολογιστικά συστήματα πολλών αμερικανικών πανεπιστημίων, ανοσιολόγων, και ιολόγων, ειδικά αυτών που εργάζονταν για την ανάπτυξη εμβολίου COVID-19 στο πανεπιστήμιο του Τέξας.

Το FBI ισχυρίζεται επιπλέον ότι ο Σου ήταν μέρος του Hafnium, μιας ομάδας χάκερ που δρούσε από την Κίνα και πιστεύεται ότι υποστηριζόταν από το κινεζικό κομμουνιστικό καθεστώς.

Σύμφωνα με το τμήμα κυβερνοασφάλειας της Microsoft, η Hafnium ιστορικά έχει στοχεύσει αμερικανικές οντότητες για να κλέψει πληροφορίες σε διάφορους τομείς όπως έρευνα μεταδοτικών νοσημάτων, νόμος, ανώτερη εκπαίδευση, στρατιωτικά συμβόλαια, δεξαμενές σκέψεις πολιτικής, και ΜΚΟ.

Η ομάδα προσέλκυσε μεγάλη διεθνή προσοχή το 2021 αφότου εκμεταλλεύτηκε λάθη στους διακομιστές ηλεκτρονικών μηνυμάτων και ημερολογίου της Microsoft για να έχει πρόσβαση σε περισσότερους από 30.000 οργανισμούς στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Συλλαμβάνοντας τον Σου, η Ιταλική αστυνομία εκτέλεσε διεθνές ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε τον Νοέμβριο 2023 από το Αμερικανικό Περιφερειακό Δικαστήριο για την Νότια Περιοχή του Τέξας. Κατηγορήθηκε για απάτη, συνωμοσία διάπραξης χρηματικής απάτης, παραβίαση πρόσβασης σε προστατευμένους υπολογιστές, και κλοπή ταυτότητας, σύμφωνα με το ANSA. Η πιο σοβαρή κατηγορία, συνωμοσία διάπραξης χρηματικής απάτης, τιμωρείται με έως και 20 έτη φυλάκισης και πρόστιμο έως και $250.000.

Η Ιταλίδα δικαστής Βερόνικα Ταλλαρίντα του Εφετείου του Μιλάνου επιβεβαίωσε την σύλληψη του Σου στις 4 Ιουλίου, σύμφωνα με την τοπική εφημερίδα Corriere della Sera. Η δικαστής αναγνώρισε ένα καθαρό κίνδυνο απόδρασης, σημειώνοντας ότι ο Σου είχε μόλις φτάσει στην Ιταλία και δεν είχε δεσμούς με την χώρα.

Εν τω μεταξύ, η σύζυγος του Σου, καθηγήτρια μαθηματικών στην Σανγκάη, είπε στην Corriere ότι ο Σου δουλεύει ως τεχνικός πληροφορικής σε εταιρεία ημιαγωγών στην Σανγκάη και ότι το ζεύγος είχε ταξιδέψει στην Ιταλία απλώς για διακοπές.

Ο δικηγόρος υπεράσπισης του Σου, Ενρίκο Τζάρντα, επιβεβαίωσε στην Corriere ότι τον συνάντησε, ενώ κρατείται σε φυλακή στο Μπούστο Αρσίτζιο στην βόρεια επαρχία Βαρέζε της Ιταλίας. Ο Τζάρντα είπε ότι στις μέρες που έρχονται, η υπεράσπιση ίσως ζητήσει την μεταφορά του Σου από την φυλακή σε κατ΄ οίκον κράτηση ενώ η διαδικασία έκδοσής του προχωρά.

Το Αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης αρνήθηκε να σχολιάσει.

Το υπουργείο έχει κατηγορήσει το κινεζικό καθεστώς για καλλιέργεια «ενός οικοσυστήματος χάκερ προς ενοικίαση» που δουλεύουν με ιδιωτικές εταιρείες και άτομα για να εκτελούν διαδικτυακές επιθέσεις και κλοπή πληροφοριών προς όφελος των συμφερόντων και της ατζέντας του καθεστώτος. Αυτή η προσέγγιση επιτρέπει στο κινεζικό καθεστώς να κρύβει την άμεση εμπλοκή.

Νωρίτερα φέτος, το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ κατηγόρησε πάνω από δέκα Κινέζους χάκερ και αστυνομικούς για μια πολυετή εκστρατεία χάκινγκ για κλοπή δεδομένων από την αμερικανική κυβέρνηση και για υπονόμευση επικριτών και αντιφρονούντων του κινεζικού καθεστώτος. Η Epoch Times ήταν θύμα αυτής της εκστρατείας χάκινγκ.

Ρωσική επίθεση πλήττει το προξενείο της Κίνας στην Οδησσό, αλλά όχι τα κινεζικά συμφέροντα

Το προξενείο της Κίνας στην Οδησσό υπέστη ζημιές για δεύτερη φορά από ρωσικό βομβαρδισμό, ενώ οι ουκρανικές αρχές ανακοίνωσαν ότι στα συντρίμμια των μη επανδρωμένων σκαφών που χρησιμοποιήθηκαν εντοπίστηκαν εξαρτήματα κινεζικής κατασκευής.

Η επίθεση πραγματοποιήθηκε από το βράδυ της 3ης Ιουλίου έως τις πρώτες πρωινές ώρες της 4ης Ιουλίου, στο πλαίσιο νέου μεγάλου κύματος ρωσικών αεροπορικών πληγμάτων σε πόλεις όπως το Κίεβο και η Οδησσός, στον τρίτο χρόνο από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Σύμφωνα με ουκρανικά μέσα ενημέρωσης και τις αρχές, το γενικό προξενείο της Κίνας στην Οδησσό επλήγη από την επίθεση, με φθορές σε τοίχους και τζάμια του κτιρίου. Ήταν η δεύτερη φορά από τον Ιούλιο του 2023 που το προξενείο δέχθηκε πλήγμα από ρωσική επίθεση. Παρόλα αυτά, η Κίνα, η οποία θεωρείται σύμμαχος και βασικός υποστηρικτής της Μόσχας, δεν προχώρησε σε δημόσια καταδίκη της ενέργειας.

Ο Ουκρανός υφυπουργός Εξωτερικών Αντρίι Σίμπιχα ανέφερε σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα X, στις 4 Ιουλίου, ότι οι ουκρανικές αρχές εντόπισαν εξαρτήματα κινεζικής κατασκευής στα συντρίμμια των μη επανδρωμένων τύπου Shahed-136 ή Geran-2, τα οποία προέρχονται από Ιράν αλλά χρησιμοποιούνται εκτενώς από τη Ρωσία. Επεσήμανε ότι τα εξαρτήματα είχαν παραδοθεί πρόσφατα, ενώ αναφέρθηκε και στις ζημιές στο κινεζικό προξενείο, σημειώνοντας ότι πρόκειται για «μεταφορά στην πράξη της κλιμάκωσης του πολέμου από τον Πούτιν, με εμπλοκή τρίτων – από Βορειοκορεάτες στρατιώτες και ιρανικά όπλα μέχρι Κινέζους κατασκευαστές».

Η Υπηρεσία Ασφαλείας της Ουκρανίας ανακοίνωσε επίσης στις 4 Ιουλίου ότι εξαρτήματα με την ένδειξη «Made in China» βρέθηκαν στα συντρίμμια των drone που κατέπεσαν στο Κίεβο. Τα εξαρτήματα προέρχονταν από την κινεζική εταιρεία Suzhou Ecod Precision Manufacturing Co., Ltd., με έδρα στην επαρχία Τζιανγκσού.

Στις 8 Ιουλίου, ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, υπέγραψε διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται η δραστηριότητα κινεζικών εταιρειών που προμήθευσαν τη Ρωσία με εξαρτήματα για μη επανδρωμένα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στην επίθεση.

Ο επικεφαλής της Υπηρεσίας Εξωτερικών Πληροφοριών της Ουκρανίας, Όλεχ Ιβασένκο, είχε δηλώσει νωρίτερα το έτος ότι το Πεκίνο παρείχε στη Μόσχα μηχανολογικό εξοπλισμό, χημικά, πυρίτιδα και κρίσιμα εξαρτήματα. Υποστήριξε επίσης ότι, στις αρχές του 2025, το 80% των βασικών ηλεκτρονικών μερών των ρωσικών μη επανδρωμένων ήταν κινεζικής προέλευσης.

Παρά τις επανειλημμένες αρνήσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ) ότι παρέχει στρατιωτική υποστήριξη στη Ρωσία, Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν επιβάλει κυρώσεις σε δεκάδες κινεζικές εταιρείες που θεωρούνται ύποπτες για υποστήριξη του ρωσικού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος.

Ο αντιφρονών νομικός και συγγραφέας Γιουάν Χονγκμπίνγκ, μιλώντας στην εφημερίδα The Epoch Times στις 6 Ιουλίου, χαρακτήρισε τα κινεζικά εξαρτήματα που εντοπίστηκαν στα συντρίμμια «απτή απόδειξη της υποστήριξης του Πεκίνου προς τη Μόσχα».

Ο Σεν Μινγκ-σι, διευθυντής του Τμήματος Ερευνών Εθνικής Ασφάλειας στο Ινστιτούτο Αμυντικών Μελετών της Ταϊβάν, υποστήριξε ότι η συνεχής υποστήριξη της Κίνας καθιστά αδύνατη για τη Ρωσία την αποδοχή κατάπαυσης του πυρός. Όπως ανέφερε, η αυξανόμενη εξάρτηση της Ρωσίας από εξωτερική βοήθεια, σε συνδυασμό με την παροχή κρίσιμων εξαρτημάτων από την Κίνα, δείχνει ότι η στρατιωτική συνεργασία των δύο χωρών έχει εξελιχθεί από τακτική υποστήριξη σε συστημική ενσωμάτωση. Κατά την εκτίμησή του, πρόκειται πλέον για «ολοκληρωμένο έργο υποστήριξης» που καλύπτει από εξαρτήματα όπλων και επιμελητειακό εξοπλισμό μέχρι πληροφορίες μάχης.

Τα συμφέροντα του ΚΚΚ στον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας

Ο ίδιος ανέφερε ότι ενδεχόμενη επιτυχία της Ρωσίας με την κινεζική υποστήριξη – ακόμη και κατάληψη επιπλέον ουκρανικών εδαφών – θα ενθάρρυνε το Πεκίνο να προβεί σε προκλητικές ενέργειες στην Ανατολική και Νότια Σινική Θάλασσα ή στα Στενά της Ταϊβάν, με τη Μόσχα να προσφέρει αντίστοιχη βοήθεια. Τόνισε ότι ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε να αναγκάσει Ηνωμένες Πολιτείες και ΝΑΤΟ να διαχειριστούν δύο μεγάλες συγκρούσεις ταυτόχρονα, στην Ουκρανία και τον Ινδο-Ειρηνικό, κάτι που, κατά την άποψή του, θα συνιστούσε σοβαρή πρόκληση για την κυβέρνηση Τραμπ.

Ο Τσουνγκ Τσι-τουνγκ, ερευνητής στο ίδιο ινστιτούτο, χαρακτήρισε το πλήγμα κατά του κινεζικού προξενείου «φιλικά πυρά» και όχι ένδειξη ρήξης των σινορωσικών σχέσεων. Κατά την άποψή του, η ενέργεια αναδεικνύει τη διαχρονική προμήθεια διπλής χρήσης στρατιωτικού και πολιτικού υλικού από την Κίνα προς τη Ρωσία. Ανέφερε επίσης ότι η συνεργασία έχει εξελιχθεί σε «ημι-στρατιωτική συμμαχία», με τη Ρωσία να εξαρτάται από την Κίνα για τη διατήρηση της μαχητικής της ικανότητας και το Πεκίνο να αξιοποιεί τη ρωσική εμπλοκή για να δοκιμάσει τεχνολογίες και να αποκτήσει επιχειρησιακή εμπειρία.

Η Ουκρανική Υπηρεσία Ασφαλείας συνοδεύει τον Κινέζο υπήκοο Γουάνγκ Γκουανγκτζούνγκ (δεξιά) σε συνέντευξη Τύπου με τον Κινέζο υπήκοο Τζανγκ Ρενμπό (κέντρο) στο Κίεβο, στις 14 Απριλίου 2025. (Genya Savilov/AFP μέσω Getty Images)

 

Κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Ευρώπη, ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας, Γουάνγκ Γι, φέρεται να δήλωσε στην επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Κάγια Κάλλας, στις 3 Ιουλίου, ότι το Πεκίνο δεν μπορεί να αποδεχθεί ήττα της Ρωσίας στον πόλεμο, διότι αυτό θα επέτρεπε στις Ηνωμένες Πολιτείες να στρέψουν πλήρως την προσοχή τους στην Κίνα. Η δήλωση, που χαρακτηρίστηκε σπάνια, προσέλκυσε το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας για τον ρόλο και τα συμφέροντα της Κίνας στον πόλεμο Ουκρανίας-Ρωσίας.

Ο Γιουάν εκτίμησε ότι η υποστήριξη του Πεκίνου προς τη Μόσχα εκτείνεται από τη διπλωματία και την οικονομία έως τον στρατιωτικό τομέα. Όπως ανέφερε, η στρατηγική του ΚΚΚ είναι να στηρίξει τη Ρωσία σε κάθε επίπεδο, προκειμένου να αποσπάσει την προσοχή και τους πόρους των ΗΠΑ προς την Ευρώπη, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για ενδεχόμενη ανάφλεξη στα Στενά της Ταϊβάν. Υποστήριξε επίσης ότι «η στρατηγική κόκκινη γραμμή του ΚΚΚ είναι ότι δεν μπορεί να αποδεχθεί την ήττα της Ρωσίας».

Με τη συμβολή των Li Jing και Luo Ya

Ευρωπαϊκή αποστολή στη Λιβύη για την αποκλιμάκωση των ροών προς την Κρήτη

Ευρωπαϊκή αποστολή υψηλού επιπέδου στις 8 Ιουλίου στη Λιβύη, με επικεφαλής τον Έλληνα υπουργό Μετανάστευσης και Ασύλου Θάνο Πλεύρη και τον αρμόδιο Επίτροπο της ΕΕ για τη Μετανάστευση, Μάγκνους Μπρούνερ.

Στην αποστολή συμμετέχουν επίσης οι υπουργοί Εσωτερικών της Ιταλίας και της Μάλτας, αντανακλώντας μια συντονισμένη ευρωπαϊκή προσπάθεια. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια, Ευρωπαίος αξιωματούχος τόσο υψηλού επιπέδου επισκέπτεται τη Λιβύη, με διπλό σταθμό στην Τρίπολη (έδρα της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης Ντμπέιμπα) και στη Βεγγάζη (έδρα των ανατολικών αρχών υπό τον στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ).

Στόχος της επίσκεψης ήταν η άμεση αποκλιμάκωση των παράνομων μεταναστευτικών ροών από τη Λιβύη προς την Κρήτη, που το τελευταίο διάστημα έχουν λάβει εκρηκτικές διαστάσεις. «Θα πάμε μαζί με την Ιταλία και την Ελλάδα στη Λιβύη, γιατί μαζί είμαστε πιο δυνατοί», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Επίτροπος Μπρούνερ, υπογραμμίζοντας ότι η ΕΕ οφείλει να συνδιαλέγεται και με τις δύο κυβερνήσεις της Λιβύης για τη διαχείριση των ροών και των επιστροφών.

Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, η ελληνική πλευρά επιδιώκει μια πρακτική και ουσιαστική συνεργασία με τις λιβυκές αρχές, πέρα από απλή επίδειξη πολιτικής βούλησης, ώστε να ελεγχθούν αποτελεσματικά οι ροές μεταναστών. Η αποστολή αυτή εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική της Ελλάδας και της ΕΕ για σύσφιξη της συνεργασίας με χώρες προέλευσης και διέλευσης μεταναστών, με στόχο την προστασία των ευρωπαϊκών συνόρων.

Κατά τις επαφές στη Λιβύη θα συζητηθούν συγκεκριμένα μέτρα ανάσχεσης. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι Ευρωπαίοι απεσταλμένοι προσήλθαν με πακέτο οικονομικών και άλλων κινήτρων προς τη λιβυκή πλευρά: επιδίωξή τους είναι να ενθαρρύνουν την κυβέρνηση της Τρίπολης να εντείνει τους ελέγχους και να εμποδίσει τις αναχωρήσεις μεταναστών από τις ακτές της.

Παράλληλα, εκτιμάται ότι ο ισχυρός άνδρας της Ανατολικής Λιβύης, Χαλίφα Χαφτάρ, ενδιαφέρεται πρωτίστως για οικονομική στήριξη – κάτι που οι Ευρωπαίοι εμφανίζονται διατεθειμένοι να προσφέρουν. Σε αντάλλαγμα, φέρεται να ζητήθηκε από τον Χαφτάρ η δέσμευση για δημιουργία κέντρου υποδοχής μεταναστών στο έδαφος που ελέγχει, ώστε οι Αφρικανοί μετανάστες να παραμένουν στη Λιβύη αντί να συνεχίζουν προς την Ευρώπη. Πρόκειται ουσιαστικά για πρόταση ενίσχυσης της λιβυκής ακτοφυλακής και υποδομών, με την ΕΕ να παρέχει οικονομική και επιχειρησιακή στήριξη.

«Πρέπει να συνεχίσουμε να παρέχουμε οικονομική και επιχειρησιακή στήριξη στις λιβυκές αρχές, ιδίως στις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης», τόνισε σε πρόσφατη επιστολή της η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, επιβεβαιώνοντας τη στρατηγική ευρωπαϊκής συνεργασίας με τη Λιβύη. Η ίδια επιστολή, στα τέλη Ιουνίου, έκανε λόγο για «εργαλειοποίηση» του μεταναστευτικού από πλευράς Λιβύης, αναδεικνύοντας την ανάγκη εμπλοκής και της ανατολικής κυβέρνησης Χαφτάρ στις λύσεις.

Σημειώνεται ότι η επίσκεψη Πλεύρη-Μπρούνερ λαμβάνει χώρα στον απόηχο έντονου διπλωματικού παρασκηνίου. Μόλις δύο ημέρες πριν, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης είχε μεταβεί εκτάκτως στη Βεγγάζη, όπου συναντήθηκε με τον στρατηγό Χαφτάρ. Η κυβέρνηση κρατά κλειστά τα χαρτιά της για το αν συζητήθηκε το μεταναστευτικό και τι συμφωνήθηκε, όμως η χρονική συγκυρία δείχνει ότι η συνάντηση αποσκοπούσε στην προετοιμασία του εδάφους για την ευρωπαϊκή αποστολή.

Εξάλλου, είχε προηγηθεί επικοινωνία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, όπου της εξέθεσε την κρισιμότητα της κατάστασης στην Κρήτη. Κατόπιν τούτου, η πρόεδρος της Κομισιόν σε εξασέλιδη επιστολή προς τους 27 ηγέτες της ΕΕ (24/6) ζήτησε την αποστολή της ευρωπαϊκής αντιπροσωπείας σε Δυτική και Ανατολική Λιβύη – εντολή που υλοποιείται τώρα με το ταξίδι Πλεύρη-Μπρούνερ.

Προηγούμενες επαφές Ελλάδας-Λιβύης στο μεταναστευτικό

Η Ελλάδα ιστορικά δεν είχε αναπτύξει στενές διμερείς συνεργασίες με τη Λιβύη στο μεταναστευτικό ζήτημα, κυρίως λόγω της χρόνιας αστάθειας στη λιβυκή πολιτική σκηνή και του γεγονότος ότι, μέχρι πρότινος, οι μεταναστευτικές ροές από τη Λιβύη αφορούσαν κυρίως την Ιταλία και τη Μάλτα.

Επί σειρά ετών η Αθήνα εστίασε στις ροές μέσω Τουρκίας και Ανατολικού Αιγαίου, ενώ για τη διαδρομή της Κεντρικής Μεσογείου πρωτοστατούσαν άλλοι ευρωπαίοι παίκτες. Χαρακτηριστικά, η Ιταλία είχε συνάψει ήδη από το 2009 συμφωνία με τη Λιβύη για επαναπροωθήσεις μεταναστών που εντοπίζονταν στη θάλασσα , η οποία – μαζί με μεταγενέστερες ευρω-λιβυκές συμφωνίες – θεωρείται ότι συνέβαλε στον περιορισμό των ροών προς την Ιταλία.

Ανάλογες συνεργασίες τρίτων χωρών (όπως Ισπανίας-Μαρόκου) «έφραξαν» τις παραδοσιακές οδούς προς Ισπανία και Ιταλία, με αποτέλεσμα οι διακινητές να αναζητούν νέες διόδους και πολλοί μετανάστες πλέον «να κάνουν τον γύρο της Μεσογείου» εισερχόμενοι στην Ευρώπη μέσω Ελλάδας. Αυτή η μετατόπιση του προβλήματος προς την ελληνική πλευρά έγινε ιδιαίτερα αισθητή τα τελευταία δύο χρόνια.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η ΕΕ είχε αναγνωρίσει από νωρίς τον καθοριστικό ρόλο της Λιβύης στο μεταναστευτικό. Ήδη το 2017, οι ηγέτες της ΕΕ υιοθέτησαν τη «Διακήρυξη της Μάλτας» με επίκεντρο την αναχαίτιση των ροών στη διαδρομή της Κεντρικής Μεσογείου μέσω στενότερης συνεργασίας με τη Λιβύη, απ’ όπου τότε προερχόταν το 90% των μεταναστών της συγκεκριμένης οδού.

Στο πλαίσιο αυτό χρηματοδοτήθηκαν δράσεις για την εκπαίδευση της λιβυκής ακτοφυλακής και την ενίσχυση των θαλάσσιων συνόρων της Λιβύης. Ωστόσο, η επιδεινούμενη κατάσταση ασφαλείας στη χώρα και οι διχοτομημένες Αρχές (Τρίπολη-Βεγγάζη) περιόρισαν τα αποτελέσματα. Η ιταλο-λιβυκή συμφωνία του 2017 (αναβίωση του μνημονίου συνεργασίας), παρά τις έντονες επικρίσεις διεθνώς για τις συνθήκες κράτησης μεταναστών στη Λιβύη, θεωρείται ότι συνέβαλε σε δραστική μείωση των αφίξεων στην Ιταλία εκείνη την περίοδο.

Η Ελλάδα, αντίθετα, δεν είχε εμπλακεί άμεσα σε τέτοιες συμφωνίες, πέραν της συμμετοχής της σε επιχειρήσεις της ΕΕ (όπως η ναυτική επιχείρηση EUNAVFOR MED Sophia και μετέπειτα IRINI), οι οποίες εστίαζαν κυρίως στο εμπάργκο όπλων αλλά και στην εκπαίδευση της λιβυκής ακτοφυλακής.

Μετά το 2020, καθώς οι μεταναστευτικές πιέσεις στη νότια Κρήτη άρχισαν να φαίνονται στον ορίζοντα, ξεκίνησαν δειλά οι πρώτες επαφές. Η Αθήνα επανενεργοποίησε τις διπλωματικές σχέσεις με τη νέα κυβέρνηση της Τρίπολης το 2021, ανοίγοντας εκ νέου την πρεσβεία της, ενώ παράλληλα διατήρησε διαύλους επικοινωνίας με τις ανατολικές Αρχές (π.χ. άνοιγμα γενικού προξενείου στη Βεγγάζη). Όμως ουσιαστικός διάλογος για το μεταναστευτικό δεν καταγράφεται να είχε λάβει χώρα δημοσίως, εν πολλοίς λόγω της εύθραυστης σχέσης Ελλάδας-Τρίπολης (με σκιά το τουρκολιβυκό μνημόνιο) και της ιδιόμορφης θέσης της Ελλάδας που έως πρόσφατα δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα από τη λιβυκή πλευρά.

Μόλις το φθινόπωρο του 2023, όταν οι ροές από την Ανατολική Λιβύη προς την Κρήτη άρχισαν να αυξάνονται, το ζήτημα τέθηκε επί τάπητος. Σύμφωνα με ευρωπαϊκές πηγές, την περασμένη εβδομάδα οι επίτροποι Μάγκνους Μπρούνερ και Ντουμπράβκα Σούιτσα είχαν τηλεδιάσκεψη με τον Έλληνα ΥΠΕΞ Γ. Γεραπετρίτη για τις εξελίξεις στη Λιβύη και προετοίμασαν την κοινή δράση. Ο συντονισμός Αθήνας-Βρυξελλών εντάθηκε κατεπειγόντως, με αποκορύφωμα την τωρινή αποστολή στη Λιβύη.

Είναι νωρίς για απολογισμό αποτελεσμάτων, όμως κυβερνητικές πηγές εκφράζουν συγκρατημένη αισιοδοξία. Η ελληνική πλευρά χαρακτηρίζει θετικό το γεγονός ότι οι λιβυκές αρχές δέχθηκαν να συζητήσουν και μάλιστα ότι στην Ανατολική Λιβύη υπήρξε πρόσφατα πρόσκληση σε Έλληνες επενδυτές για συμμετοχή στην ανοικοδόμηση – ένδειξη διάθεσης βελτίωσης σχέσεων και συνεργασίας σε πολλούς τομείς, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλειας των συνόρων.

Ωστόσο, παραμένει σαφές πως απαιτείται καθημερινή επιβεβαίωση των καλών προθέσεων: όπως σχολιάζουν διπλωματικές πηγές, τα όποια συμφωνηθέντα με τη Λιβύη θα κριθούν στην πράξη, από το αν θα μειωθούν αισθητά οι αναχωρήσεις πλοιαρίων προς την Κρήτη τις επόμενες εβδομάδες. Αν δεν υπάρξει αποτέλεσμα, η Αθήνα έχει προειδοποιήσει ότι «αν χρειαστεί, θα αναλάβει άλλου είδους μέτρα», σκλήρυνση δηλαδή της στάσης της απέναντι στους παράνομους μετανάστες που φτάνουν.

Ήδη, ο Θάνος Πλεύρης προανήγγειλε αυστηρότερο νομοθετικό πλαίσιο: οι αιτούντες άσυλο που απορρίπτονται είτε θα επιστρέφουν άμεσα στις χώρες τους είτε θα αντιμετωπίζουν ποινικές κυρώσεις και κράτηση. Στόχος της κυβέρνησης είναι να στείλει ξεκάθαρο μήνυμα αποτροπής, παράλληλα με τη διπλωματική προσπάθεια στη λιβυκή ακτή.

Κρήτη: Νέος προορισμός μεταναστευτικών ροών από τη Λιβύη

Η Κρήτη και η Γαύδος έχουν αναδειχθεί αιφνιδίως σε νέα «πύλη εισόδου» μεταναστών στην Ευρώπη, με τις αφίξεις από τη Λιβύη να καταγράφουν ιστορικά υψηλά. Η μεταναστευτική πίεση από την Ανατολική Λιβύη προς την Κρήτη ξεκίνησε να γίνεται αισθητή τον Σεπτέμβριο του 2023 – δεν αποτελεί εντελώς νέο φαινόμενο, όμως από τότε εντείνεται ραγδαία.

Σύμφωνα με στοιχεία του Ελληνικού Λιμενικού, ενώ το φθινόπωρο του 2023 έφθαναν κατά μέσο όρο ~120 άτομα τον μήνα, οι αριθμοί εκτοξεύθηκαν μέσα στο 2024: ήδη από τον Φεβρουάριο του 2024 οι αφίξεις ανά μήνα ξεπέρασαν τις 500, ενώ το 2024 έκλεισε με περίπου 4.820 αφιχθέντες συνολικά (περίπου 400 τον μήνα κατά μέσο όρο). Το 2025, η κλιμάκωση συνεχίστηκε: μέχρι τις 30 Ιουνίου έφτασαν 7.124 άτομα στις νότιες ακτές της Κρήτης, με τον Ιούνιο μόνο να καταγράφει 2.564 αφίξειςνέο μηνιαίο ρεκόρ.

Ενδεικτικό της έκτασης του προβλήματος, την Κυριακή 6 Ιουλίου σημειώθηκε απόβαση-ρεκόρ 959 μεταναστών σε μία μόλις ημέρα σε παραλίες και λιμάνια της Κρήτης. Το ίδιο διήμερο (6-7 Ιουλίου), συνολικά πάνω από 1.800 άνθρωποι έφτασαν στο νησί, αριθμός πρωτοφανής για τα δεδομένα της περιοχής.

Οι τοπικές κοινωνίες και αρχές στην Κρήτη βρίσκονται σε κατάσταση «ασφυξίας», αδυνατώντας να διαχειριστούν τις συνεχείς καραβιές. Χαρακτηριστικές ήταν οι εικόνες από το λιμάνι του Ρεθύμνου, όπου το βράδυ της 6ης Ιουλίου 442 μετανάστες κοιμήθηκαν στην ύπαιθρο, καθώς δεν υπήρχαν διαθέσιμοι χώροι φιλοξενίας. Αντίστοιχο σκηνικό εκτυλίσσεται στην Παλαιόχωρα Χανίων, όπου ένα πρώην εκθεσιακό κέντρο έχει μετατραπεί πρόχειρα σε καταφύγιο – ήδη στις 7/7 φιλοξενούσε πάνω από 600 νεοαφιχθέντες, αριθμός που αυξάνεται συνεχώς.

«Καλούμαστε να διαχειριστούμε μια κρίση και ο αριθμός των αφίξεων αναμένουμε να αυξηθεί δραματικά» προειδοποίησε η αντιδήμαρχος Χανίων Ελένη Ζερβουδάκη, τονίζοντας ότι «εκατοντάδες χιλιάδες περιμένουν στα παράλια της Λιβύης για να μπουν σε βάρκες που θα βγουν στην Κρήτη» σύμφωνα με τις εκτιμήσεις λιμενικών αλλά και τις μαρτυρίες όσων φτάνουν.

Αν και ο αριθμός αυτός δεν μπορεί να επαληθευτεί, αποτυπώνει τον φόβο πως ένα τεράστιο κύμα μεταναστών από όλη την Αφρική ενδέχεται να κινηθεί μέσω Λιβύης προς την – πλέον διαδεδομένη μεταξύ διακινητών – «διαδρομή της Κρήτης».

Οι λόγοι που η Κρήτη αναδείχθηκε ως νέος προορισμός συνδέονται με γεωγραφικούς και συγκυριακούς παράγοντες. Η απόσταση από τα ανατολικά λιβυκά παράλια (περιοχή Τομπρούκ) έως τη νοτιοανατολική Κρήτη είναι μικρότερη συγκριτικά με το δρομολόγιο ως την Ιταλία, καθιστώντας το ταξίδι δυνητικά συντομότερο (συχνά περί τις 20 ώρες με πλοιάριο). Επιπλέον, οι επιτυχίες των ιταλο-λιβυκών περιπολιών και οι αυστηροί έλεγχοι στη διαδρομή προς τη Λαμπεντούζα φαίνεται να ώθησαν τα κυκλώματα διακινητών σε εναλλακτικές οδούς. «Το σκηνικό άλλαξε, όταν οι διακινητές άρχισαν να φέρνουν κόσμο με μεγάλα σκάφη, όπως τα αλιευτικά» σημειώνουν πηγές στην Κρήτη.

Πράγματι, από μεμονωμένες βάρκες με 20-30 άτομα, πλέον καταγράφονται περιπτώσεις υπερφορτωμένων καϊκιών με εκατοντάδες επιβαίνοντες: χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι σε ένα περιστατικό ανοικτά της Γαύδου εντοπίστηκε αλιευτικό με 442 άτομα πάνω στο κατάστρωμα, εικόνα που θύμισε το τραγικό ναυάγιο της Πύλου το 2023. Οι ελληνικές αρχές εκτιμούν ότι τα κυκλώματα εκμεταλλεύονται τη χαμηλή επιτήρηση στη λιβυκή ακτή της Κυρηναϊκής, όπου χιλιάδες υποψήφιοι μετανάστες συγκεντρώνονται περιμένοντας την ευκαιρία να σαλπάρουν.

Σύμφωνα με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, οι παράνομες διελεύσεις προς την ΕΕ προέρχονται πλέον κατά 93% από τη Λιβύη – ένδειξη ότι η διαδρομή της Κεντρικής Μεσογείου (συμπεριλαμβανομένης της νέας οδού προς Ελλάδα) κυριαρχεί στις μεταναστευτικές ροές. Μάλιστα, η συνολική εικόνα στην Ευρώπη φέτος εμφανίζει μείωση αφίξεων σε άλλες οδούς (Ανατολική Μεσόγειος -28%, Δυτικά Βαλκάνια -56% το πρώτο εξάμηνο), αλλά αύξηση 7% στην Κεντρική Μεσόγειο και 173% αύξηση ειδικά των αφίξεων στην Ελλάδα από Ανατολική Λιβύη.

Συνεργασία ΕΕ-Λιβύης, FRONTEX και διεθνείς αντιδράσεις

Η ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης ενεργοποίησε άμεσα τα αντανακλαστικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκπρόσωπος της Κομισιόν δήλωσε ότι η Επιτροπή «βρίσκεται σε συνεχή επαφή» με τις ελληνικές αρχές για το θέμα και παρακολουθεί στενά τις αφίξεις από τη Λιβύη. Ήδη από την περασμένη εβδομάδα, οι Βρυξέλλες επιβεβαίωσαν ότι ο Επίτροπος Μπρούνερ θα ηγηθεί της ευρωπαϊκής αποστολής σε Λιβύη, με αποστολή τη «δέσμευση με παράγοντες-κλειδιά στη δυτική και ανατολική Λιβύη».

Αυτό αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη στροφή της ΕΕ προς τη λεγόμενη «διπλωματία της μετανάστευσης»: η Ένωση επιχειρεί να εμπλέξει τρίτες χώρες στην ανάσχεση των ροών, αξιοποιώντας έναν συνδυασμό πίεσης και στήριξης.

Η φον ντερ Λάιεν στην επιστολή της (27/6) υπογράμμισε τις γεωπολιτικές συνέπειες της κρίσης στη Λιβύη για την Ευρώπη και τη ζωτική σημασία της ευρωπαϊκής εμπλοκής. Κάλεσε, μάλιστα, τα κράτη-μέλη να υιοθετήσουν προσέγγιση τύπου «Team Europe» («Ομάδα Ευρώπη») απέναντι στη Λιβύη, επιμένοντας στην ενίσχυση της διαχείρισης συνόρων, την καταπολέμηση των δουλεμπόρων, αλλά και στην οργάνωση εθελοντικών επιστροφών μεταναστών από τη Λιβύη στις χώρες καταγωγής τους.

Στο πεδίο, ο ρόλος του Frontex (Οργανισμός Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής) είναι ήδη ενεργός και κρίσιμος. Λόγω της γεωγραφίας, η Κρήτη ανήκει στην ευθύνη της δύναμης Frontex Poseidon (επιχείρηση στην ανατολική Μεσόγειο), και ευρωπαϊκά σκάφη συνδράμουν το Ελληνικό Λιμενικό στις περιπολίες νότια του νησιού. Τις τελευταίες ημέρες, αρκετές επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης διεξήχθησαν με τη συνδρομή του Frontex: ενδεικτικά, στις 7 Ιουλίου, πλοίο του Frontex εντόπισε δύο λέμβους με ~230 άτομα νότια της Γαύδου, ξεκινώντας μεγάλη επιχείρηση διάσωσης.

Σε άλλη περίπτωση, σκάφη του Frontex και του Ελληνικού Λιμενικού συνεργάστηκαν για τη διάσωση συνολικά 489 μεταναστών σε ξεχωριστά περιστατικά ανοιχτά της Κρήτης και της Γαύδου μέσα σε μία ημέρα. Οι διασωθέντες μεταφέρονται ασφαλώς σε λιμένες της νότιας Κρήτης (Παλαιόχωρα, Αγία Γαλήνη κ.ά.), όμως η διαχείρισή τους στη συνέχεια αποτελεί μεγάλη πρόκληση. Οι τοπικές αρχές ζητούν έκτακτη ενίσχυση πόρων και προσωπικού, καθώς και άμεση αποσυμφόρηση με μεταφορά μέρους των νεοαφιχθέντων στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Το πλαίσιο συνεργασίας ΕΕ-Λιβύης στο μεταναστευτικό υπήρξε ανέκαθεν αμφιλεγόμενο. Από τη μία, θεωρείται αναγκαίο εργαλείο για τη φύλαξη των συνόρων της Ευρώπης: η χρηματοδότηση και εκπαίδευση της λιβυκής ακτοφυλακής από την ΕΕ (μέσω Ιταλίας κυρίως) απέτρεψε αμέτρητα δρομολόγια φουσκωτών προς την Ιταλία την τελευταία πενταετία. Από την άλλη, διεθνείς οργανώσεις και φορείς – συμπεριλαμβανομένης της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ – έχουν καταγγείλει τις συνθήκες κράτησης μεταναστών στα λιβυκά κέντρα, κάνοντας λόγο για κακομεταχείριση και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η πρακτική της Ιταλίας να επιστρέφει διασωθέντες απευθείας στη Λιβύη έχει χαρακτηριστεί ως παραβίαση της Σύμβασης της Γενεύης από την UNHCR. Αυτές οι αντιφατικές όψεις εξηγούν γιατί οι νέες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες, όπως η δημιουργία «κέντρου φιλοξενίας μεταναστών» στη Λιβύη ή η παροχή αυξημένων κινήτρων σε τοπικούς ηγέτες, αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη από μερίδα της διεθνούς κοινότητας. Η Κομισιόν επιμένει ότι θα απαιτήσει από τη Λιβύη συμμόρφωση με βασικά πρότυπα προστασίας, ενώ παράλληλα προωθεί νόμιμες οδούς μετανάστευσης (συμφωνίες εργασίας) ώστε να στερήσει ευκαιρίες στους λαθρέμπορους.

Η διεθνής αντίδραση για όσα συμβαίνουν στην Κρήτη και τη Λιβύη είναι έντονη. Τα διεθνή ΜΜΕ αφιερώνουν ολοένα περισσότερο χώρο στο νέο αυτό μεταναστευτικό μέτωπο. Βίντεο που δείχνει δεκάδες μετανάστες να αποβιβάζονται σε παραλία των νοτίων Χανίων, ανάμεσα σε λουόμενους τουρίστες, διαδόθηκε παγκοσμίως, αναπαραγόμενο από μεγάλα πρακτορεία. Ρεπορτάζ του διεθνούς Τύπου περιγράφουν με δραματικούς τόνους την «απόβαση» στην Κρήτη και σημειώνουν πως η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα νέο προσφυγικό κύμα χωρίς να διαθέτει τις αναγκαίες δομές φιλοξενίας.

Η κυβέρνηση στην Αθήνα διαμηνύει ότι το ζήτημα ξεπερνά τις εθνικές δυνατότητες και απαιτεί ευρωπαϊκή λύση – μήνυμα που φαίνεται να εισακούεται, καθώς ήδη χώρες του Νότου (Ιταλία, Μάλτα, Ελλάδα) συντονίζονται. Στην πράξη, το αποτέλεσμα της πρόσφατης αποστολής στη Λιβύη θα φανεί σύντομα. Αν οι διακινητές συνεχίσουν ανενόχλητοι το έργο τους, τότε η πίεση θα αυξηθεί περαιτέρω για ουσιαστική ευρωπαϊκή παρέμβαση.

Όπως επισημαίνουν κυβερνητικές πηγές, η Ελλάδα αναμένει από την ΕΕ να επιδείξει έμπρακτη αλληλεγγύη – τόσο μέσω επιχειρησιακής στήριξης (Frontex, κονδύλια έκτακτης ανάγκης) όσο και μέσω δίκαιης κατανομής ευθύνης.

Σε διαφορετική περίπτωση, προειδοποιούν, ελλοχεύει ο κίνδυνος η Κρήτη να μετατραπεί σε «νέα Λαμπεντούζα» της Ανατολικής Μεσογείου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανθρωπιστική και πολιτική διαχείριση της κρίσης.

Νεκρός από σφαίρα ο πρώην Ρώσος υπουργός Μεταφορών

Ο πρώην υπουργός Μεταφορών της Ρωσίας, Ρομάν Σταροβόιτ, βρέθηκε νεκρός από σφαίρα, κοντά στη Μόσχα, λίγες ώρες αφότου αποπέμφθηκε από τον πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν. Οι ρωσικές αρχές ανέφεραν τη Δευτέρα ότι το κυρίαρχο σενάριο είναι αυτό της αυτοκτονίας.

Το προεδρικό διάταγμα που δημοσιεύθηκε νωρίτερα την ίδια ημέρα δεν παρείχε εξήγηση για την απομάκρυνσή του από το αξίωμα. Ωστόσο, πολιτικοί αναλυτές έσπευσαν να συνδέσουν την εξέλιξη με έρευνα για υπόθεση διαφθοράς στην περιφέρεια του Κουρσκ, την οποία ο Σταροβόιτ διοικούσε παλαιότερα.

Όπως μεταδίδει το πρακτορείο Reuters, δεν υπήρξε ανεξάρτητη επιβεβαίωση αυτών των εικασιών. Πηγή του τομέα των μεταφορών, η οποία μίλησε ανώνυμα λόγω της ευαισθησίας του θέματος, ανέφερε ότι η θέση του Σταροβόιτ είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση εδώ και μήνες, εξαιτίας ερωτημάτων γύρω από την ίδια υπόθεση.

Η έρευνα φέρεται να επικεντρώνεται στη διάθεση 19,4 δισεκατομμυρίων ρουβλίων (περίπου 211 εκατ. ευρώ) που δόθηκαν το 2022 για την ενίσχυση των ρωσικών συνόρων με την Ουκρανία, και στο κατά πόσο τα κονδύλια αξιοποιήθηκαν ορθά ή υπεξαιρέθηκαν.

Η Ανακριτική Επιτροπή της Ρωσίας ανακοίνωσε ότι εργάζεται για να εξακριβώσει τις ακριβείς συνθήκες του θανάτου του πρώην υπουργού.

Σύμφωνα με ρωσικά μέσα ενημέρωσης που επικαλούνται πηγές προσκείμενες στις διωκτικές αρχές, κοντά στο πτώμα  βρέθηκε ένα πιστόλι που ανήκε στον ίδιο τον Σταροβόιτ. Ορισμένα δημοσιεύματα σημείωσαν επίσης ότι το σώμα του εντοπίστηκε με τραύμα στο κεφάλι, σε θάμνους κοντά στο όχημα και όχι μέσα στο αυτοκίνητο.

Το όχημα είχε αφεθεί κοντά σε πάρκο, σε κοντινή απόσταση από την οικία του, στην περιφέρεια της Μόσχας.

Ο Σταροβόιτ είχε διατελέσει κυβερνήτης της περιοχής του Κουρσκ για σχεδόν πέντε χρόνια, προτού αναλάβει καθήκοντα υπουργού Μεταφορών τον Μάιο του 2024. Τρεις μήνες αργότερα, ουκρανικές δυνάμεις εισήλθαν στην περιφέρεια του Κουρσκ σε μία από τις μεγαλύτερες εισβολές ξένων στρατευμάτων σε ρωσικό έδαφος από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο –  επιχειρήσεις που τερματίστηκαν μόλις πρόσφατα, έπειτα από σφοδρές συγκρούσεις και εκτεταμένες καταστροφές.

Τον Απρίλιο του τρέχοντος, ο διάδοχος του Σταροβόιτ στην περιφέρεια και πρώην αναπληρωτής του, Αλεξέι Σμιρνόφ, κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση κονδυλίων που προορίζονταν για στρατιωτικούς σκοπούς. Οι κατηγορίες ανέφεραν ότι τα κεφάλαια που είχαν διατεθεί για την ενίσχυση των συνόρων υπεξαιρέθηκαν, καθιστώντας την περιοχή του Κουρσκ ευάλωτη σε ουκρανικές επιθέσεις.

Δημοσιεύματα ρωσικών μέσων τη Δευτέρα ανέφεραν ότι ο Σμιρνόφ κατέθεσε ενώπιον των αρχών πως ο Σταροβόιτ συμμετείχε επίσης στην απάτη. Το Reuters δεν κατόρθωσε να επιβεβαιώσει αυτή την πληροφορία. Ο δικηγόρος του Σμιρνόφ – ο οποίος αρνείται τις κατηγορίες – δήλωσε στο κρατικό πρακτορείο RIA ότι δεν μπορεί να σχολιάσει.

Προκλήσεις στον τομέα των μεταφορών

Η αποπομπή του Σταροβόιτ σημειώνεται σε μια περίοδο ιδιαίτερης πίεσης για τον τομέα των μεταφορών στη Ρωσία, καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία εισέρχεται στο τέταρτο έτος.

Η ρωσική αεροπορική βιομηχανία αντιμετωπίζει ελλείψεις ανταλλακτικών, ενώ οι Ρωσικοί Σιδηρόδρομοι – ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας – πλήττονται από αυξανόμενο κόστος δανεισμού, ως αποτέλεσμα των υψηλών επιτοκίων που επιβλήθηκαν για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού.

Παράλληλα, τακτικά πλήγματα από ουκρανικά μη επανδρωμένα μακράς εμβέλειας αναγκάζουν ρωσικά αεροδρόμια να αναστέλουν προσωρινά τη λειτουργία τους, προκαλώντας σημαντικές διαταραχές.

Το Κρεμλίνο ανακοίνωσε ότι καθήκοντα υπηρεσιακού υπουργού Μεταφορών αναλαμβάνει ο πρώην κυβερνήτης της περιοχής Νοβγκορόντ, Αντρέι Νικίτιν. Δημοσιεύθηκαν, μάλιστα, φωτογραφίες από τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Πούτιν στο Κρεμλίνο.

Απαντώντας σε ερωτήσεις σχετικά με την άμεση τοποθέτηση του Νικίτιν, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, ανέφερε ότι ο πρόεδρος Πούτιν θεωρεί πως διαθέτει τα κατάλληλα επαγγελματικά προσόντα και εμπειρία για τη θέση.

Το υπουργείο Μεταφορών δεν προέβη σε κάποιο σχόλιο.

Κατά τη συνάντησή του με τον Πούτιν, ο Νικίτιν τόνισε την πρόθεσή του να επικεντρωθεί στην ψηφιοποίηση του τομέα των μεταφορών, με στόχο τη μείωση της συμφόρησης στη μεταφορά φορτίων και την καλύτερη διακίνηση εμπορευμάτων στα σύνορα.

Με τη συμβολή των Gleb Stolyarov και Andrew Osborn

Ο Ερντογάν συναντάται με το φιλοκουρδικό κόμμα για να συζητήσει τον αφοπλισμό του PKK

Κλειστή συνάντηση με την ηγεσία του Κόμματος Δημοκρατικών Περιοχών (DEM), που στηρίζεται στους Κούρδους, πραγματοποίησε στις 7 Ιουλίου ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, με επίκεντρο τον αφοπλισμό της τρομοκρατικής οργάνωσης Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK).

Σε ανακοίνωση που εκδόθηκε μετά, το κόμμα DEM υπογράμμισε ότι «στη συνάντηση με τον Τούρκο ηγέτη τονίστηκε η αμοιβαία βούληση για πρόοδο της διαδικασίας».

Το κόμμα, ωστόσο, δεν έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες, ενώ ούτε το γραφείο του Ερντογάν προχώρησε σε κάποιο σχόλιο. Πρόκειται για τη δεύτερη συνάντηση της DEM με τον Ερντογάν, μετά το δημόσιο κάλεσμα του Αμπντουλάχ Οτσαλάν —του κρατούμενου ηγέτη του PKK— τον Απρίλιο, για αφοπλισμό της οργάνωσης.

Το PKK διεξάγει από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 ένοπλο αγώνα κατά του τουρκικού κράτους, προκαλώντας τον θάνατο δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, μεταξύ των οποίων πολλοί άμαχοι. Τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση χαρακτηρίζουν εδώ και χρόνια το PKK ως τρομοκρατική οργάνωση.

Την ίδια ημέρα με τη συνάντηση Ερντογάν-DEM, το πρακτορείο ειδήσεων Rudaw με έδρα το Ερμπίλ μετέδωσε ότι μία πρώτη ομάδα μαχητών του PKK, 20-30 άτομα, αναμένεται να παραδώσει τα όπλα τις επόμενες ημέρες στη Σουλεϊμανίγια του Ιράκ, αν και η εφημερίδα The Epoch Times δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει ανεξάρτητα την πληροφορία.

Λίγες ημέρες νωρίτερα, ο εκπρόσωπος του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) Ομέρ Τσελίκ, είχε εκτιμήσει ότι ο αφοπλισμός της οργάνωσης μπορεί να ξεκινήσει «εντός λίγων ημερών».

Κομβικό σημείο

Τον Φεβρουάριο, ο Οτσαλάν είχε απευθύνει ιστορικό κάλεσμα στους μαχητές του PKK να καταθέσουν τα όπλα. Η ηγεσία της οργάνωσης αντέδρασε θετικά, επιβεβαιώνοντας εκ νέου τις προθέσεις της σε έκτακτο συνέδριο τον Μάιο.

Ως αντάλλαγμα για τον αφοπλισμό, τόσο το PKK όσο και το κόμμα DEM ζητούν από την Άγκυρα να ξεκινήσει πρόγραμμα δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων. Σύμφωνα με δήλωση του DEM, «σε αυτό το ιστορικά κομβικό σημείο, όλα τα δημοκρατικά πολιτικά θεσμικά όργανα, και πρωτίστως η Τουρκική Εθνοσυνέλευση, καλούνται να αναλάβουν τις ευθύνες τους για την επίλυση του Κουρδικού και την ουσιαστική εκδημοκράτιση της Τουρκίας».

Ως τρίτο μεγαλύτερο κόμμα της χώρας, το DEM διαδραματίζει κομβικό ρόλο ως μεσολαβητής μεταξύ του Οτσαλάν, της ηγεσίας του PKK στο Ιράκ και των τουρκικών αρχών.

Υποστηρικτές του PKK κρατούν μια εικόνα του φυλακισμένου ηγέτη του, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, σε συγκέντρωση όπου ακούστηκε ζωντανά η δήλωσή του, στο Ντιγιάρμπακιρ. Τουρκία, 27 Φεβρουαρίου 2025. (Metin Yoksu/AP)

 

Στις 6 Ιουλίου, η ηγεσία του DEM επισκέφθηκε τον Οτσαλάν, ο οποίος με δήλωσή του επισήμανε ότι αποδίδει «ιδιαίτερη βαρύτητα» στη συνάντηση με τον Ερντογάν, τη χαρακτηρίζοντας «ιστορική». Την ίδια ώρα, η Άγκυρα αντιμετωπίζει τον αφοπλισμό του PKK ως εκστρατεία εξάλειψης της τρομοκρατίας και όχι ως «ειρηνευτική διαδικασία» με την τρομοκρατική οργάνωση.

Ο Οτσαλάν, που ίδρυσε το PKK το 1978 για να διεκδικήσει τη δημιουργία κουρδικού κράτους, αργότερα επεδίωξε καθεστώς αυτονομίας για τους Κούρδους στη νοτιοανατολική Τουρκία. Από τη σύλληψή του το 1999 παραμένει στη φυλακή, ωστόσο εξακολουθεί να θεωρείται de facto ηγέτης του PKK.

Η Άγκυρα, οι ΗΠΑ, η ΕΕ και χώρες της περιοχής υποδέχθηκαν το κάλεσμα του PKK για αφοπλισμό ως «ιστορική ευκαιρία». Ο εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, Τόμας Πίγκοτ, χαρακτήρισε την απόφαση «νίκη του πολιτισμού», εκφράζοντας την ελπίδα για μεγαλύτερη σταθερότητα στην περιοχή.

Ωστόσο, ο Ερντογάν παραδέχθηκε σε δηλώσεις του στις 30 Ιουνίου στο κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu ότι η διαδικασία αφοπλισμού συναντά αντιξοότητες, τονίζοντας πως «ορισμένα στοιχεία» εντός Τουρκίας και PKK «δυσχεραίνουν με σαμποτάζ» την πρόοδο.

Δεν δόθηκαν περαιτέρω πληροφορίες για τα εν λόγω στοιχεία ούτε αποκαλύφθηκαν ονόματα.

Με πληροφορίες από το Reuters

Πρόταση δυσπιστίας κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Αντιμέτωπη με ψήφο δυσπιστίας βρίσκεται αυτή την εβδομάδα η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, εν μέρει λόγω μηνυμάτων που αντάλλαξε με τον επικεφαλής της φαρμακευτικής εταιρείας Pfizer κατά τη διάρκεια της πανδημίας της Covid-19.

Τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα συζητήσουν το μέλλον της προέδρου στα έδρανα του Στρασβούργου τις επόμενες ημέρες, ενώ η ψηφοφορία επί της πρότασης μομφής θα διεξαχθεί την Πέμπτη.

Η πρόταση, την οποία κατέθεσε ομάδα κυρίως συντηρητικών ευρωβουλευτών με επικεφαλής τον Ρουμάνο Γκεόργκε Πιπερία, απαιτεί πλειοψηφία δύο τρίτων επί των ψηφισάντων, αλλά και την υποστήριξη άνω του ημίσεως του συνόλου των μελών του Κοινοβουλίου, προκειμένου να εγκριθεί.

Μεταξύ των κατηγοριών που περιλαμβάνονται στην πρόταση είναι η κατάχρηση ευρωπαϊκών κονδυλίων και η παρέμβαση σε εκλογικές διαδικασίες στη Γερμανία και τη Ρουμανία. Το κείμενο ζητά την παραίτηση της Επιτροπής για επαναλαμβανόμενες αποτυχίες στη διασφάλιση της διαφάνειας και για διαρκή περιφρόνηση της δημοκρατικής λογοδοσίας και του κράτους δικαίου εντός της Ένωσης.

Εάν η πρόταση εγκριθεί, θα αναγκάσει σε παραίτηση τη φον ντερ Λάιεν και το σύνολο των 26 επιτρόπων που απαρτίζουν το Κολλέγιο των Επιτρόπων.

«Η ζωή των Ευρωπαίων είναι χειρότερη σε σχέση με το 2019 εξαιτίας της σιδηράς πυγμής της Ούρσουλας μέσα σε βελούδινο γάντι», έγραψε την Κυριακή στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X ο Πιπερία. «Ως ευρωβουλευτής, έλαβα χιλιάδες μηνύματα που με παρότρυναν να ψηφίσω για μια καλύτερη ζωή των σκύλων και των γατών. Αλλά ούτε ένα που να ζητά καλύτερη ζωή για τους ανθρώπους, ψηφίζοντας κατά της Ούρσουλας.»

Την Παρασκευή, ο εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, της μεγαλύτερης πολιτικής ομάδας στο Κοινοβούλιο και της οποίας η φον ντερ Λάιεν είναι μέλος, Ντάνιελ Κόστερ, δήλωσε: «Αυτή είναι μια λίστα με φίλους του Πούτιν. Είναι αντί-ουκρανοί και αντί-ευρωπαίοι». Ο Κόστερ πρόσθεσε ότι το ΕΛΚ, που ανήκει στον χώρο της Κεντροδεξιάς, θα ψηφίσει ομόφωνα κατά.

Από την πλευρά της, η δεύτερη μεγαλύτερη πολιτική ομάδα, οι Σοσιαλιστές και Δημοκράτες, δήλωσε ότι η πρόταση μομφής είναι αποτέλεσμα ανευθυνότητας του ΕΛΚ και διπλού παιχνιδιού.

Ψηφοφορίες δυσπιστίας προς την Επιτροπή, το εκτελεστικό όργανο της Ένωσης, έχουν πραγματοποιηθεί περίπου εννέα φορές στην ιστορία του μπλοκ. Μια απειλή μομφής στις αρχές του 1999 είχε οδηγήσει τότε την Κομισιόν υπό τον Ζακ Σαντέρ σε συλλογική παραίτηση, στις 15 Μαρτίου του 1999, πριν προλάβει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να ψηφίσει επισήμως.

Η φον ντερ Λάιεν, η οποία διετέλεσε υπουργός Άμυνας της Γερμανίας από το 2013 έως το 2019, βρίσκεται στη θέση της προέδρου της Επιτροπής από το 2019.

Το αίτημα της Epoch Times για σχόλιο από εκπρόσωπό της έμεινε αναπάντητο μέχρι τη δημοσίευση.

Η συμφωνία του ΝΑΤΟ για τις αμυντικές δαπάνες είναι μόνο η αρχή, λένε οι ειδικοί

Ανάλυση Ειδήσεων

Παρά τους μήνες παρασκηνιακών διαβουλεύσεων και τις πιέσεις από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, οι ηγέτες των 32 χωρών-μελών του ΝΑΤΟ κατέληξαν στις 25 Ιουνίου σε συμφωνία να δαπανούν έως το 2035 το 5% του ΑΕΠ τους για την άμυνα.

Στη Διακήρυξη της Συνόδου της Χάγης αναφέρεται ότι «οι σύμμαχοι δεσμεύονται να επενδύουν ετησίως το 5% του ΑΕΠ τους για βασικές αμυντικές απαιτήσεις και σχετικές δαπάνες για την άμυνα και την ασφάλεια μέχρι το 2035, προκειμένου να εκπληρώσουν τις ατομικές και συλλογικές υποχρεώσεις τους».

Ο Άλμπερτ Σβιντζίνσκι, διευθυντής ανάλυσης στην πολωνική δεξαμενή σκέψης Strategy & Future, σχολίασε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι η συμφωνία προβλέπει γενικά την επίτευξη του στόχου του 3,5% του ΑΕΠ για καθαρά αμυντικό υλικό και επιπλέον 1,5% για υποδομές. Ωστόσο, επεσήμανε ότι το 2035 απέχει μια δεκαετία ενώ πολλοί στην Ευρώπη θεωρούν πιθανή μια άμεση σύγκρουση μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας μέσα στα επόμενα τρία χρόνια.

Η Ισπανία έχει ήδη εξασφαλίσει εξαίρεση, καθώς φέρεται να έπεισε τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούττε, να τροποποιήσει τη φράση «όλοι οι σύμμαχοι δεσμεύονται» σε «οι σύμμαχοι δεσμεύονται».

Κατά τη διάρκεια της Συνόδου, και άλλες χώρες όπως το Βέλγιο και η Ιταλία προσυπέγραψαν τη διακήρυξη με επιφύλαξη. Η Ιταλίδα πρωθυπουργός, Τζόρτζια Μελόνι, τόνισε τις τελευταίες ημέρες πως οι δαπάνες αυτές είναι μεν αναγκαίες, αλλά η κυβέρνησή της δεσμεύεται να μην αποσπάσει ούτε ένα ευρώ από άλλες βασικές προτεραιότητες.

Ο αναλυτής άμυνας Τιμ Ρίπλεϋ, συγγραφέας του βιβλίου «Little Green Men: The Inside Story of Russia’s New Military Power», εκτίμησε ότι η συμφωνία αυτή αποτελεί απλώς την αρχή μιας μακράς, γραφειοκρατικής διαδικασίας και όχι την τελική κατάληξη. Προειδοποίησε ότι τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ ενδέχεται να χρησιμοποιήσουν διαφορετικούς ορισμούς για τις «βασικές» και «δευτερεύουσες» αμυντικές δαπάνες, ώστε να «μαγειρέψουν» τον προϋπολογισμό και τη συνεισφορά τους. «Πρόκειται για μια συνταγή σύγχυσης και παραπλάνησης», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ο προϋπολογισμός δεν αρκεί – σημασία έχει η αξιοποίησή του

Ο Εμμανουέλ Ντυπουί, πρόεδρος του Ινστιτούτου για την Ευρωπαϊκή Προοπτική και τις Σπουδές Ασφαλείας στο Παρίσι, χαρακτήρισε τη Σύνοδο «απογοητευτική», καθώς –όπως είπε– υπήρξε μεν μια επίφαση τεχνητής ενότητας, αλλά παρέμειναν αναπάντητα κρίσιμα ερωτήματα για το πώς θα επιτευχθεί ο στόχος του 5%.

Ο ίδιος υποστήριξε ότι οι υποσχέσεις ήταν πολλές και σχεδόν όλοι συμφώνησαν, εκτός από την Ισπανία, αλλά στην πράξη ο στόχος δεν είναι ρεαλιστικός. Αναρωτήθηκε πού θα βρεθούν τα κονδύλια και ποια είναι η πραγματική ικανότητα των κρατών να τα διαθέσουν.

Ο Σβιντζίνσκι εντοπίζει διαφορετικό πρόβλημα, χαρακτηρίζοντας το ποσοστό επί του ΑΕΠ «πολύ συνθετικό δείκτη». Υποστήριξε ότι το να ξοδεύεις χρήματα δεν σε καθιστά απαραίτητα ισχυρή δύναμη, φέρνοντας ως παράδειγμα τη Σαουδική Αραβία, η οποία δαπανά δεκάδες δισ. δολάρια χωρίς να θεωρείται στρατιωτική υπερδύναμη, σε αντίθεση με το Ισραήλ που δαπανά κάτω από 20 δισ. δολάρια ετησίως.

Σε αυτό το πνεύμα, κατέκρινε πρόσφατη αγορά 96 ελικοπτέρων Απάτσι από την Πολωνία, χαρακτηρίζοντάς τη «σπατάλη αστρονομικού ποσού». Εκτίμησε ότι τα Απάτσι σχεδιάστηκαν για «μια εντελώς διαφορετική εποχή πολέμου» και δεν θα έχουν την ίδια επιχειρησιακή αξία σήμερα.

Ανέφερε ακόμη ότι ο Έλον Μασκ είχε δίκιο όταν επεσήμανε πως το μέλλον βρίσκεται στα αυτόνομα συστήματα, όπως τα μη επανδρωμένα σκάφη. Υπενθύμισε πως η πρόσφατη στρατηγική αναθεώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου πρότεινε μια στρατηγική «20-40-40»: 20% επανδρωμένες πλατφόρμες (όπως άρματα και πυροβολικό), 40% επαναχρησιμοποιήσιμα αυτόνομα συστήματα (π.χ. drone) και 40% μη επαναχρησιμοποιήσιμες πλατφόρμες (οι λεγόμενες «καμικάζι»).

Τι θεωρείται «αμυντική δαπάνη»;

Η διακήρυξη της Χάγης αναφέρει επίσης ότι οι σύμμαχοι θα λογοδοτούν για δαπάνες έως και 1,5% του ΑΕΠ για την προστασία κρίσιμων υποδομών, την άμυνα δικτύων, την πολιτική ετοιμότητα και ανθεκτικότητα, την καινοτομία και τη στήριξη της αμυντικής βιομηχανικής βάσης.

Ο Τιμ Ρίπλεϋ προειδοποίησε ότι κάποιες χώρες μπορεί να εντάξουν στο λογαριασμό δαπάνες από τους κανονικούς προϋπολογισμούς υγείας ή μεταφορών. «Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να προσπαθήσουν όλοι να ‘μαγειρέψουν’ τα στοιχεία, προσθέτοντας δαπάνες απλώς για να φαίνεται ότι πιάνουν τον στόχο», είπε.

Η Ιταλία, για παράδειγμα, σχεδιάζει να επενδύσει 206 δισ. ευρώ για αναβάθμιση του σιδηροδρομικού δικτύου και 162 δισ. για οδικά έργα. Κάποια από αυτά ενδέχεται να ενταχθούν στην κατηγορία έργων «ανθεκτικότητας», όπως τις περιγράφει το ΝΑΤΟ. Ο αναπληρωτής υπουργός Μεταφορών, Εντουάρντο Ρίξι, δήλωσε ότι μεγάλο μέρος των επενδύσεων αυτών εντάσσεται στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ λόγω της «διπλής χρήσης» τους.

Στρατιωτικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ μετά την άσκηση «Steadfast Dart 2025». Ρουμανία, 19 Φεβρουαρίου 2025. (Daniel Mihailescu/AFP μέσω Getty Images)

 

Ο Ρίπλεϋ σημείωσε πως ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξε το πόσο καταστροφικά μπορεί να είναι τα συνδυασμένα πλήγματα με πεζικό, πυραύλους, μη επανδρωμένα αεροσκάφη, κυβερνοεπιθέσεις και δολιοφθορές. Υπογράμμισε ότι μια κοινωνία πρέπει να μπορεί να αντέξει τέτοιους κραδασμούς και να επιτρέψει στις ένοπλες δυνάμεις της να κινητοποιηθούν γρήγορα, κάτι που απαιτεί σημαντικές επενδύσεις σε σιδηροδρόμους, οδικούς άξονες, γέφυρες και σήραγγες.

Πρόσθεσε ότι απαιτούνται επίσης δαπάνες για καταφύγια, συστήματα προειδοποίησης αεροπορικών επιδρομών, ακόμα και για εργαστήρια παρασκευής εμβολίων σε περίπτωση πανδημίας ή βιολογικού πολέμου.

Ο Ντυπουί υποστήριξε ότι αυτού του είδους οι δαπάνες είναι πιο εύκολα αποδεκτές από την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Ανέφερε ότι από τον Μάρτιο του 2025 κυκλοφορούν νέα ομόλογα ασφαλείας με τίτλο SAFE (Security Action For Europe), με στόχο να συγκεντρωθούν έως και 150 δισ. ευρώ μέχρι το 2030. Κατά τον ίδιο, ο καλύτερος τρόπος να πειστεί το κοινό είναι να του εξηγηθεί γιατί χρειάζεται να επενδύσει στην άμυνα.

Πώς θα διασφαλιστεί ότι οι στόχοι θα τηρηθούν;

Σε συνέντευξη Τύπου πριν από τη Σύνοδο, στις 23 Ιουνίου, ο Μαρκ Ρούττε είχε επισημάνει ότι η διαφορά με τη δέσμευση του 2014 είναι πως πλέον θα υπάρχουν ετήσιες εκθέσεις δαπανών και τακτικές αξιολογήσεις.

Ωστόσο, ο Ρίπλεϋ σημείωσε ότι στις στατιστικές του ΝΑΤΟ υπάρχει πάντα μια υποσημείωση που αναφέρει «όπως δηλώθηκε από τα υπουργεία Άμυνας των κρατών-μελών». Εκτίμησε ότι αυτό δύσκολα θα αλλάξει και πως δεν προβλέπεται πιο αυστηρός μηχανισμός ελέγχου. Είπε πως δεν φαντάζεται κάποια χώρα να αποδέχεται την άφιξη ελεγκτών του ΝΑΤΟ στο υπουργείο της για να καταγράψουν δαπάνες σε συνδετήρες ή συντάξεις. Μια τέτοια εξέλιξη, τόνισε, θα θεωρούνταν υπερβολική παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας.

Του Chris Summers

Η Ιαπωνία ετοιμάζεται για περισσότερους σεισμούς, οι αρχές απορρίπτουν της φήμες μαζικής καταστροφής

ΤΟΚΥΟ—Η κυβέρνηση της Ιαπωνίας το Σάββατο προειδοποίησε για περισσότερους πιθανώς ισχυρούς σεισμούς σε ύδατα νοτιοδυτικά των κυρίων νήσων της, αλλά τόνισε στο κοινό να μην πιστεύει αβάσιμες προβλέψεις για μαζική καταστροφή.

Αρχές την Παρασκευή εκκένωσαν κάποιους κατοίκους από μακρινά νησιά κοντά στο επίκεντρο του σεισμού κλίμακας 5,5 κοντά στο άκρο του νοτιότερου κύριου νησιού ονόματι Κυούσου.

Αυτός ο σεισμός την Πέμπτη, αρκετά δυνατός ώστε ήταν δύσκολο να σταθείς όρθιος, ήταν μία από τις πάνω από 1.000 δονήσεις στα νησιά της περιφέρειας Καγκοσίμα τις τελευταίες δύο εβδομάδες που τροφοδότησαν φήμες με πηγή ένα βιβλίο κόμικ που προέβλεπε μια μαζική καταστροφή στην χώρα αυτόν τον μήνα.

«Με την παρούσα επιστημονική μας γνώση, είναι δύσκολο να προβλέψουμε τον ακριβή χρόνο, τόπο ή κλίμακα ενός σεισμού», είπε ο Αγιατάκα Εμπίτα, διευθυντής της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας της Ιαπωνίας στο τμήμα σεισμών και τσουνάμι, μετά από τον κλίμακας 5,4 βαθμών σεισμό που χτύπησε την περιοχή πάλι το Σάββατο.

«Ζητούμε ο κόσμος να βασίσει την κατανόησή του σε επιστημονικά στοιχεία», είπε ο Εμπίτα σε συνέντευξη τύπου.

Το μάνγκα, που κάποιοι ερμήνευσαν ότι προέβλεψε ένα καταστροφικό γεγονός το Σάββατο, έκανε κάποιους ταξιδιώτες να αποφύγουν την Ιαπωνία. Αφίξεις από το Χονγκ Κονγκ, όπου φήμες κυκλοφόρησαν ευρέως, μειώθηκαν 11% τον Μάιο από τον ίδιο μήνα πέρυσι, σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα.

Η Ιαπωνία είχε τον μέγιστο αριθμό επισκεπτών φέτος, με τον Απρίλιο να έρχεται πρώτος με 3.9 εκατομμύρια επισκέπτες.

Η Ρύο Τατσκούκι, η συγγραφέας του μάνγκα «Το μέλλον που είδα», εξέδωσε αρχικά το κόμικ το 1999 με νέα έκδοση το 2021, και είπε ότι «δεν είναι προφήτης», σε δήλωση που δημοσιεύθηκε από τον εκδότη της.

Οι σεισμοί είναι συχνοί στην Ιαπωνία, συχνότεροι από οποιοδήποτε άλλο μέρος του πλανήτη. Αποτελούν το ένα πέμπτο των σεισμών παγκοσμίως έντασης 6 βαθμών ή παραπάνω.

Η Epoch Times συνέβαλε σε αυτό το άρθρο.

Κλιμακώνονται οι εντάσεις μεταξύ Ρωσίας και Αζερμπαϊτζάν μετά από αμοιβαίες συλλήψεις

Οι ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ Μόσχας και Μπακού επιδεινώθηκαν περαιτέρω αυτή την εβδομάδα, μετά τη σύλληψη δύο δημοσιογράφων του ρωσικού κρατικού πρακτορείου Sputnik και αρκετών ακόμη Ρώσων υπηκόων από τις αρχές του Αζερμπαϊτζάν.

Ως απάντηση, το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών κάλεσε τον πρέσβη του Αζερμπαϊτζάν στη Μόσχα, εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά του για τις, κατά την ίδια πηγή, «μη φιλικές ενέργειες» του Μπακού και την «παράνομη κράτηση Ρώσων δημοσιογράφων», σύμφωνα με όσα μετέδωσε το πρακτορείο TASS.

Οι συλληφθέντες κατηγορούνται για συνωμοσία με σκοπό την απάτη και για ξέπλυμα χρήματος – αδικήματα που επισύρουν πολυετείς ποινές κάθειρξης.

Ο Μάθιου Μπράιζα, πρώην Αμερικανός διπλωμάτης και πρεσβευτής στην πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν την περίοδο 2011–2012, φέρεται να δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι η κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν προχώρησε στο κλείσιμο των γραφείων του Sputnik, χαρακτηρίζοντάς το «ρωσικό προπαγανδιστικό μέσο».

Σύμφωνα με τον Μπράιζα, εξετάζεται ή έχει ήδη αποφασιστεί και το κλείσιμο όλων των ρωσόφωνων σχολείων στη χώρα. Όπως επισήμανε, μια τέτοια εξέλιξη θα είχε βαρύνουσα σημασία, καθώς η Μόσχα έχει ιστορικά επικαλεστεί την ανάγκη προστασίας των ρωσόφωνων πληθυσμών για να δικαιολογήσει επεμβάσεις, είτε με μέσα υβριδικού πολέμου, όπως στις Βαλτικές χώρες, είτε με ανοιχτές πολεμικές επιχειρήσεις, όπως στην Ουκρανία.

Ο ίδιος διπλωμάτης υποστήριξε ότι οι εντάσεις μεταξύ των δύο κρατών εντείνονται διαρκώς.

Η κλιμάκωση ξεκίνησε λίγες ημέρες αφότου οι ρωσικές αρχές προχώρησαν στη σύλληψη αρκετών πολιτών ρωσικής υπηκοότητας αζερικής καταγωγής στην πόλη Γεκατερίνμπουργκ, με την κατηγορία της συμμετοχής σε οργανωμένο έγκλημα και ανθρωποκτονίες. Δύο από τους συλληφθέντες φέρεται να πέθαναν υπό κράτηση. Οι ρωσικές αρχές απέδωσαν τον έναν θάνατο σε καρδιακή ανεπάρκεια, ενώ ο δεύτερος τελεί υπό διερεύνηση.

Το υπουργείο Εσωτερικών του Αζερμπαϊτζάν εξέδωσε στις 28 Ιουνίου ανακοίνωση καταδικάζοντας τις συλλήψεις και αποδίδοντας σε αυτές τους θανάτους των δύο ομοεθνών. Απαίτησε επίσης από τη ρωσική πλευρά να αποδώσει ευθύνες στους υπαιτίους «της απαράδεκτης αυτής βίας».

Τα δύο πτώματα επαναπατρίστηκαν και κρατικός ιατροδικαστής στο Αζερμπαϊτζάν ισχυρίστηκε ότι οι νεκροί έφεραν σημάδια ξυλοδαρμού. Η ρωσική κυβέρνηση δεν έχει σχολιάσει μέχρι στιγμής τις καταγγελίες αυτές.

Παράλληλα με τις συλλήψεις Ρώσων πολιτών, το Μπακού προχώρησε σε σειρά άλλων μέτρων αντίποινων, μεταξύ των οποίων η ακύρωση προγραμματισμένης επίσκεψης κοινοβουλευτικής αντιπροσωπείας στη Μόσχα και η ματαίωση όλων των ρωσικών πολιτιστικών εκδηλώσεων στη χώρα, όπως συναυλίες, φεστιβάλ και εκθέσεις, σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Άποψη από το Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, στις 10 Νοεμβρίου 2024. (Sean Gallup/Getty Images)

 

Σε ερώτηση για τις εξελίξεις, εκπρόσωπος του Κρεμλίνου φέρεται να εξέφρασε τη λύπη της ρωσικής κυβέρνησης για τις αποφάσεις αυτές, σημειώνοντας ότι οι συλλήψεις στη Γεκατερίνμπουργκ αφορούσαν καθαρά ζητήματα αστυνομικής φύσης και δεν θα έπρεπε να αποτελέσουν αφορμή για τέτοιες αντιδράσεις.

Ο ειδικός σε ευρασιατικές υποθέσεις Φερίτ Τεμούρ, μιλώντας επίσης στην Epoch Times, υποστήριξε ότι οι διμερείς σχέσεις είχαν ήδη διαταραχθεί από τον Δεκέμβριο του 2023, όταν αεροσκάφος πολιτικής αεροπορίας του Αζερμπαϊτζάν φέρεται να χτυπήθηκε από ρωσικά αντιαεροπορικά πυρά, κατά λάθος, πάνω από ρωσικό εναέριο χώρο, πριν συντριβεί στο έδαφος του Καζακστάν.

Ο Τεμούρ ανέφερε ότι από τότε Ρώσοι και Αζέροι αξιωματούχοι ασφαλείας ξεκίνησαν κύμα αμοιβαίων επιχειρήσεων κατά δημοσιογράφων και πολιτών αλλοδαπής προέλευσης. Όπως είπε, οι διπλωματικές διαμαρτυρίες συνεχίζονται σε ανώτατο επίπεδο, με το Μπακού να κατηγορεί ρωσικά μέσα ενημέρωσης για κατασκοπεία και να λαμβάνει μέτρα εναντίον τους.

Η αεροπορική τραγωδία αναταράσσει τις σχέσεις

Το Αζερμπαϊτζάν, πρώην σοβιετική δημοκρατία στον Νότιο Καύκασο, διατηρούσε έως πρόσφατα φιλικές σχέσεις με τη Ρωσία. Η Μόσχα διαδραμάτιζε συχνά ρόλο διαμεσολαβητή στην πολύχρονη εδαφική διαμάχη του Μπακού με την Αρμενία, με τις δύο χώρες να είναι μέλη της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών, μιας ρωσοκεντρικής περιφερειακής συμμαχίας.

Η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, δήλωσε στις 3 Ιουλίου ότι Ρωσία και Αζερμπαϊτζάν εξακολουθούν να διατηρούν «στρατηγική συμμαχία», σημειώνοντας πως οι σχέσεις αυτές εδράζονται σε κοινό ιστορικό παρελθόν από την εποχή της ΕΣΣΔ. Οι δύο χώρες έχουν επίσης ανεπτυγμένους εμπορικούς δεσμούς, με το Αζερμπαϊτζάν να αποτελεί σημαντικό διάδρομο μεταφοράς ρωσικών εμπορευμάτων προς Ιράν και Μέση Ανατολή.

Ωστόσο, οι σχέσεις δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν αεροσκάφος από το Μπακού με προορισμό το Γκρόζνι συνετρίβη στο Καζακστάν, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 38 άνθρωποι. Το Αζερμπαϊτζάν υποστήριξε ότι το αεροσκάφος επλήγη κατά λάθος από ρωσικά αντιαεροπορικά πυρά. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν φέρεται να εξέφρασε «συλλυπητήρια» για το περιστατικό, χωρίς ωστόσο να αναλάβει επίσημα την ευθύνη. Η πλευρά του Μπακού κατηγόρησε τη Μόσχα ότι υποβάθμισε το γεγονός.

Έκθεση των αρχών του Καζακστάν τον Φεβρουάριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το αεροσκάφος είχε υποστεί εκτεταμένες εξωτερικές ζημιές, χωρίς να αποδίδει την ευθύνη με σαφήνεια.

Ειδικοί εργάζονται στο σημείο συντριβής του επιβατηγού αεροσκάφους της Azerbaijan Airlines. Ακτάου του δυτικού Καζακστάν, στις 25 Δεκεμβρίου 2024. (Issa Tazhenbayev/AFP μέσω Getty Images)

 

Γεωπολιτικές ανακατατάξεις

Οι διμερείς σχέσεις επιδεινώθηκαν περαιτέρω την άνοιξη. Ο πρόεδρος Ιλχάμ Αλίγιεφ δεν παρέστη στη στρατιωτική παρέλαση για την Ημέρα της Νίκης στη Μόσχα, ενώ λίγες εβδομάδες αργότερα η Μόσχα φέρεται να δυσανασχέτησε για την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών της Ουκρανίας στο Μπακού.

Ο Μάθιου Μπράιζα υπενθύμισε ότι μέχρι τα τέλη του 2024 οι σχέσεις Πούτιν και Αλίγιεφ χαρακτηρίζονταν ως ιδιαίτερα στενές, ωστόσο το περιστατικό της κατάρριψης του αεροσκάφους, το οποίο ο Αλίγιεφ φέρεται να θεώρησε προσβλητικό και ανεπαρκώς διαχειρισμένο από τη ρωσική πλευρά, αποτέλεσε το σημείο καμπής.

Σύμφωνα με τον Αμερικανό διπλωμάτη, οι θάνατοι δύο Αζέρων πολιτών υπό κράτηση στη Ρωσία όξυναν περαιτέρω την οργή του Αζέρου προέδρου.

Παράλληλα, σημείωσε, η Αρμενία απομακρύνεται από τη Ρωσία και ενισχύει τις σχέσεις της με τη Δύση, την ώρα που το Αζερμπαϊτζάν βαθαίνει τη συνεργασία του με την Τουρκία.

Ο Τεμούρ αποδίδει τη ρήξη σε στρατηγική στροφή του Αζερμπαϊτζάν στην εξωτερική πολιτική του, με υποστήριξη –εν μέρει– από το Ισραήλ, στοιχείο που, όπως εκτιμά, συνιστά απειλή για τη Ρωσία και το Ιράν.

Την 1η Ιουλίου, ανώτατος αξιωματούχος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, ο Ντμίτρι Μαζιούκ, φέρεται να προειδοποίησε για «ενεργές προσπάθειες κάποιων δυνάμεων» να υπονομεύσουν τις ρωσο-αζερικές σχέσεις, χωρίς να κατονομάσει ποιους εννοούσε.

Η Χαμάς αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο εκεχειρίας με τη μεσολάβηση ΗΠΑ

Η Χαμάς ανακοίνωσε ότι παρέδωσε «θετική» απάντηση στην πρόταση για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα που προωθείται με τη μεσολάβηση των Ηνωμένων Πολιτειών, γεγονός που ενίσχυσε τις προσδοκίες για πρόοδο προς τον τερματισμό της πολύμηνης σύρραξης με το Ισραήλ.

Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση της οργάνωσης, η Χαμάς ολοκλήρωσε τις εσωτερικές της διαβουλεύσεις, καθώς και τις συζητήσεις με παλαιστινιακές οργανώσεις και κινήματα, αναφορικά με την πιο πρόσφατη πρόταση των διαμεσολαβητών για τον τερματισμό της ισραηλινής επίθεσης στη Λωρίδα της Γάζας. Όπως αναφερόταν, η απάντηση που διαβιβάστηκε στους «αδελφούς διαμεσολαβητές» δόθηκε σε θετικό κλίμα, ενώ εκφραζόταν ετοιμότητα για άμεση έναρξη νέου γύρου διαπραγματεύσεων σχετικά με τον μηχανισμό εφαρμογής της συμφωνίας.

Ωστόσο, Παλαιστίνιος αξιωματούχος, που προέρχεται από οργάνωση σύμμαχο της Χαμάς, δήλωσε στο πρακτορείο Reuters ότι εξακολουθούν να υφίστανται σοβαρά εμπόδια. Μεταξύ αυτών, περιλαμβάνονται οι εγγυήσεις για τη ροή ανθρωπιστικής βοήθειας, η πρόσβαση μέσω του συνοριακού περάσματος της Ράφα προς την Αίγυπτο και το σαφές χρονοδιάγραμμα για την αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων από τη Γάζα.

Η ανακοίνωση της Χαμάς ακολούθησε την ανακοίνωση της 1ης Ιουλίου από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ, μιας «τελικής πρότασης» για 60ήμερη κατάπαυση του πυρός, στο πλαίσιο της προσπάθειας για τον τερματισμό του πολέμου διάρκειας σχεδόν 21 μηνών. Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει ταχθεί υπέρ μιας ειρηνευτικής συμφωνίας και φέρεται να αναμένει άμεσες απαντήσεις από τα εμπλεκόμενα μέρη.

Σε ανάρτησή του στα κοινωνικά δίκτυα, ο Τραμπ ανέφερε πως εκπρόσωποί του είχαν μακρά και παραγωγική συνάντηση με το Ισραήλ για τη Γάζα και ότι η ισραηλινή πλευρά συμφώνησε στις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση της εκεχειρίας, διάρκειας 60 ημερών. Όπως επεσήμανε, κατά την περίοδο αυτή οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεργαστούν με όλους τους εμπλεκόμενους για τον τερματισμό του πολέμου.

Πρόσθεσε ότι η τελική πρόταση θα παραδοθεί από το Κατάρ και την Αίγυπτο, που, όπως είπε, έχουν καταβάλει σημαντικές προσπάθειες για την επίτευξη ειρήνης. Τόνισε επίσης πως «για το καλό της Μέσης Ανατολής» η Χαμάς θα πρέπει να αποδεχθεί τη συμφωνία, υπογραμμίζοντας ότι «δεν πρόκειται να υπάρξει καλύτερη – μόνο χειρότερη».

Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος αναμένεται να συναντήσει τον Αμερικανό πρόεδρο στην Ουάσιγκτον στις 7 Ιουλίου, δεν είχε προβεί μέχρι χθες σε δημόσιο σχόλιο σχετικά με την πρόταση Τραμπ. Ο Νετανιάχου έχει επανειλημμένως ζητήσει τον πλήρη αφοπλισμό της Χαμάς, ζήτημα που παραμένει άλυτο, καθώς η οργάνωση – η οποία φέρεται να κρατά ακόμη περί τους 20 ζωντανούς ομήρους – δεν έχει ανταποκριθεί.

Αιγύπτιος αξιωματούχος ασφαλείας, που επίσης μίλησε στο Reuters, δήλωσε ότι η Αίγυπτος, η οποία από κοινού με το Κατάρ έχει αναλάβει ρόλο μεσολαβητή, εξέτασε την απάντηση της Χαμάς και διέκρινε ενθαρρυντικά σημάδια για την επίτευξη συμφωνίας, αν και ορισμένα από τα αιτήματα της παλαιστινιακής πλευράς εξακολουθούν να χρήζουν περαιτέρω διαβούλευσης.

Ο Τραμπ έχει επισημάνει πως σκοπεύει να τηρήσει σκληρή στάση έναντι του Νετανιάχου προκειμένου να εξασφαλιστεί ταχεία εκεχειρία, αν και αναγνωρίζει ότι και ο Ισραηλινός πρωθυπουργός επιθυμεί να λήξουν οι εχθροπραξίες.

Με τη συμβολή του Reuters