Τρίτη, 22 Ιούλ, 2025

Βανς: Κάλεσμα για ευρωπαϊκή αυτάρκεια και επανεκκίνηση της βιομηχανίας

Με σαφές μήνυμα υπέρ μιας ανανεωμένης προσέγγισης στις σχέσεις ΗΠΑ–Ευρώπης, ο αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς απευθύνθηκε στους παγκόσμιους ηγέτες κατά τη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου που πραγματοποιήθηκε φέτος στην Ουάσιγκτον, στις 7 Μαΐου.

«Θεμελιωδώς, βρισκόμαστε και πρέπει να βρισκόμαστε στην ίδια πολιτισμική πλευρά», δήλωσε ο Βανς, αφήνοντας να εννοηθεί πως το ερώτημα παραμένει ανοιχτό σχετικά με το τι σημαίνει αυτή η σύμπλευση στην εποχή μας.

Η συνάντηση συγκέντρωσε διπλωμάτες, διεθνείς ηγέτες και ειδικούς στην ασφάλεια, με στόχο τη συζήτηση γύρω από τις αμυντικές ανάγκες και τη βιομηχανική δυναμική της Ευρώπης.

Ο Βανς υπογράμμισε ότι πλέον είναι ζωτικής σημασίας η Ευρώπη να αποκτήσει μεγαλύτερο βαθμό αυτάρκειας, στοιχείο που συνάδει με τη γενικότερη εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ, η οποία δίνει προτεραιότητα στα αμερικανικά συμφέροντα και καλεί τους συμμάχους να αναλάβουν πιο ενεργό ρόλο στη συλλογική ασφάλεια.

Συγκεκριμένα, πρότεινε στις ευρωπαϊκές χώρες να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες, προτείνοντας ως στόχο το 5% του ΑΕΠ, επικρίνοντας τη σιγουριά ορισμένων εταίρων όσον αφορά το υφιστάμενο πλαίσιο ασφάλειας.

Οι τοποθετήσεις του ευθυγραμμίζονται με την πρόσφατη πίεση των ΗΠΑ προς τα μέλη του ΝΑΤΟ για υπέρβαση του ορίου 2% του ΑΕΠ στις αμυντικές δαπάνες, ενώ και ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, πρότεινε στόχους άνω του 3% για τα ευρωπαϊκά μέλη της συμμαχίας.

Ο αντιπρόεδρος επανέλαβε πως μια ειλικρινής εταιρική σχέση είναι προς όφελος και των δύο πλευρών.

«Εξακολουθώ να πιστεύω έντονα ότι ΗΠΑ και Ευρώπη βρίσκονται στην ίδια ομάδα», ανέφερε. «Αμερικανική και ευρωπαϊκή κουλτούρα είναι άρρηκτα συνδεδεμένες και αυτό θα συνεχίσει να ισχύει».

Ο Βανς εστίασε ιδιαίτερα στην ανάγκη η Ευρώπη να ανακτήσει τη βιομηχανική της ισχύ, τονίζοντας ότι πολλές χώρες του ευρωπαϊκού χώρου «αποβιομηχανοποιούνται ακριβώς τη στιγμή που η ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας γίνεται πιο αναγκαία από ποτέ».

Εξέφρασε ανησυχία για τη δυσκολία εξασφάλισης επαρκών πυρομαχικών και εξοπλισμού εν μέσω παγκόσμιων κρίσεων, επισημαίνοντας ότι η εξάρτηση της Ευρώπης από τις βιομηχανικές δυνατότητες των ΗΠΑ είναι μια πρακτική που δεν μπορεί να συνεχιστεί στο διηνεκές.

Οι δηλώσεις του Βανς ήρθαν σε μια περίοδο αυξημένης γεωπολιτικής έντασης, καθώς οι ειρηνευτικές συνομιλίες Ρωσίας–Ουκρανίας βρίσκονται σε εξέλιξη.

Ο ίδιος τόνισε τη δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών για τον τερματισμό της σύγκρουσης. «Πιστεύω ότι ήταν μια ορθή επιλογή η έναρξη των διαπραγματεύσεων», είπε, σχολιάζοντας τη μακρόχρονη διάρκεια του πολέμου και την απουσία ουσιαστικού διαλόγου για την παύση των εχθροπραξιών.

Ο αντιπρόεδρος υπενθύμισε πως η επιτυχής διαπραγμάτευση απαιτεί να ληφθούν υπόψη όλες οι οπτικές. «Δεν χρειάζεται να συμφωνούμε με τη ρωσική δικαιολόγηση του πολέμου, αλλά είναι απαραίτητο να κατανοούμε τις θέσεις και των δύο πλευρών ώστε να βρεθεί λύση», εξήγησε.

«Ένα σημείο τριβής που μας προβληματίζει, ειλικρινά, και από τις δύο πλευρές, είναι ότι η μεταξύ τους αντιπαλότητα είναι τέτοια που στη διάρκεια μιας ώρας συνομιλίας, τα πρώτα τριάντα λεπτά τα περνούν εξαντλώντας παράπονα περί ιστορικών συμφωνιών», συμπλήρωσε.

Ο Βανς χαρακτήρισε συνεχιζόμενη τη διένεξη εις βάρος ολόκληρου του κόσμου, ενώ τόνισε πως ο πρόεδρος Τραμπ επικεντρώνεται στη διάσωση ανθρώπινων ζωών.

«Εάν επικρατήσει η λογική, μπορούμε να οδηγηθούμε σε μια διαρκή ειρήνη που θα ωφελήσει οικονομικά τόσο την Ουκρανία όσο και τη Ρωσία, και, κυρίως, θα θέσει τέλος στην απώλεια ανθρώπινων ζωών», υπογράμμισε.

Σε αντίθεση με την ομιλία του τον περασμένο Φεβρουάριο στο Μόναχο, όπου ο Βανς επέκρινε τις ευρωπαϊκές δημοκρατίες για περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου και τη στάση τους στο μεταναστευτικό, στη χθεσινή του παρέμβαση επικράτησε ο ρεαλισμός γύρω από την οικονομική και αμυντική αυτάρκεια, με πρακτικό πνεύμα για τη διευθέτηση εμπορικών και τελωνειακών διαφορών.

Οι αντιδράσεις στα όσα είπε ο Βανς ήταν μικτές: κάποιοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, όπως ο ΥΠΕΞ της Λιθουανίας Γκαμπριέλιους Λανσμπέργκις, χαιρέτισαν τη στροφή προς μεγαλύτερη ευρωπαϊκή αυτονομία, ενώ άλλοι εξέφρασαν ανησυχίες για πιθανή αποστασιοποίηση των ΗΠΑ από τον ρόλο τους ως ηγετικής δύναμης και οικονομικού στυλοβάτη του ΝΑΤΟ.

Ο Βανς παρέπεμψε σε μια κομβική καμπή στη διατλαντική σχέση. «Πιστεύω ότι διανύουμε μια περίοδο κατά την οποία καλούμαστε να επαναδιατυπώσουμε καίρια ερωτήματα», σχολίασε.

Με φόντο τις επερχόμενες διαπραγματεύσεις με την Κίνα, ο Βανς τόνισε ότι το Πεκίνο οφείλει να ενισχύσει την κατανάλωσή του, ώστε να περισταλεί το τεράστιο έλλειμμα στο εμπόριο με τις ΗΠΑ.

«Δεν είναι δυνατό οι Ηνωμένες Πολιτείες να απορροφούν το πλεόνασμα παραγωγής ολόκληρου του κόσμου», δήλωσε χαρακτηριστικά, υπογραμμίζοντας πως η αμερικανική οικονομία βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι.

Παράλληλα εξέφρασε αισιοδοξία για την έκβαση των συνομιλιών με την Κίνα, παρόλο που αναγνώρισε πως η διαδικασία θα απαιτήσει χρόνο.

«Στόχος μας είναι να επαναφέρουμε τις εμπορικές σχέσεις σε ισορροπία, προς όφελος των Αμερικανών εργαζομένων και της βιομηχανίας», τόνισε, προσθέτοντας πως «βρισκόμαστε στην αρχή μιας ιδιαίτερα σημαντικής αλλαγής».

Πακιστάν: Έντονη απάντηση μετά τους ινδικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς με 26 νεκρούς

Έντονη η απάντηση του Πακιστάν στην τελευταία σειρά ινδικών αεροπορικών επιδρομών σε περιοχές του Κασμίρ που βρίσκονται υπό πακιστανικό έλεγχο, οι οποίες στοίχισαν τη ζωή σε 26 ανθρώπους. Η Ινδία υποστηρίζει ότι οι βομβαρδισμοί στόχευαν τρομοκρατικές εγκαταστάσεις, ως αντίποινα για την επίθεση της 22ας Απριλίου, όταν ένοπλοι σκότωσαν 26 Ινδούς τουρίστες ,κοντά στο Παχαλγκάμ του ινδικού Κασμίρ.

Το ινδικό υπουργείο Άμυνας γνωστοποίησε πως η επιχείρηση με την ονομασία «Sindoor» είχε στόχο την εξάρθρωση δικτύων που σχεδίαζαν τρομοκρατικά χτυπήματα κατά της Ινδίας.

Σε έκτακτη συνεδρίαση της Εθνικής Επιτροπής Ασφαλείας υπό τον πρωθυπουργό Σαχμπάζ Σαρίφ, το Ισλαμαμπάντ χαρακτήρισε τις ινδικές επιθέσεις «αβάσιμες» και κατήγγειλε ότι προγραμμάτισαν πλήγματα σε πολιτικούς στόχους, μερικοί εκ των οποίων ήταν τζαμιά. Η πακιστανική κυβέρνηση καταδίκασε τις επιδρομές ως «απρόκλητες και αδικαιολόγητες», υποστηρίζοντας πως είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο αθώων πολιτών.

Η πακιστανική στρατιωτική ηγεσία τόνισε ότι διαθέτει την εξουσιοδότηση να λάβει «όλα τα απαραίτητα μέτρα για την υπεράσπιση της κυριαρχίας της χώρας», σε χρόνο και τρόπο που η ίδια θα επιλέξει.

Αντίποινα με καταρρίψεις αεροσκαφών

Το κλίμα οξύνεται ακόμη περισσότερο μετά τους ισχυρισμούς του πακιστανικού στρατού ότι κατέρριψε πέντε ινδικά αεροσκάφη ως απάντηση στις επιδρομές. Εκπρόσωποι της πακιστανικής πολεμικής αεροπορίας ανέφεραν πως τρία ινδικά μαχητικά αεροπλάνα και ένα drone καταρρίφθηκαν, ενώ από την πλευρά της Ινδίας δεν έχει υπάρξει επιβεβαίωση των απωλειών, αν και τοπικά μέσα κάνουν λόγο για συντρίμμια σε ελεγχόμενες από την Ινδία ζώνες.

Διεθνείς αντιδράσεις και ανησυχία

Η κρίση αποκτά ιδιαίτερη διάσταση, καθώς Ινδία και Πακιστάν διαθέτουν πυρηνικά οπλοστάσια, προκαλώντας ανησυχία τόσο στην Ουάσιγκτον όσο και στη διεθνή κοινότητα. Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κάλεσε για άμεση αποκλιμάκωση των εντάσεων, ενώ ο ΟΗΕ απηύθυνε έκκληση για μέγιστη αυτοσυγκράτηση και αποφυγή ενεργειών που δυναμιτίζουν το κλίμα.

Παρέμβαση υπήρξε και από το Πεκίνο, με το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας να ζητά από τις δύο πλευρές να επικεντρωθούν στην ειρήνη και να αποφύγουν ενέργειες που θα απειλούσαν τη σταθερότητα της περιοχής.

Επιδείνωση της κρίσης – Επηρεάζεται η αεροπορική κυκλοφορία

Την ίδια ώρα, η συνεχιζόμενη ένταση έχει σοβαρές επιπτώσεις στα δρομολόγια αεροπορικών εταιρειών, καθώς πολλές πτήσεις προς και από την περιοχή είτε ακυρώνονται είτε παρακάμπτουν τον εναέριο χώρο του Κασμίρ για λόγους ασφαλείας.

Η ινδική στρατιωτική επιχείρηση έχει έντονα συμβολικό χαρακτήρα, αφού το όνομα «Sindoor» αναφέρεται στους αδικοχαμένους τουρίστες του Απριλίου, με το Νέο Δελχί να επιμένει πως δεν θα αφήσει ατιμώρητη την επίθεση σε βάρος πολιτών του.

Καθώς η διεθνής κοινότητα εντείνει τις εκκλήσεις για διάλογο, το μέλλον των σχέσεων Ινδίας και Πακιστάν παραμένει περισσότερο αβέβαιο από ποτέ, μέσα σε ένα εκρηκτικό περιβάλλον με αυξανόμενη στρατιωτική αντιπαράθεση.

Εκρηκτικό μείγμα κρίσεων πλήττει το Καμερούν, στρατηγικό σύμμαχο των ΗΠΑ κατά της τρομοκρατίας

Ανάλυση ειδήσεων

Το Καμερούν, στρατηγικός σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών στην προσπάθεια καταπολέμησης παγκόσμιων τρομοκρατικών οργανώσεων που έχουν κηρύξει τζιχάντ εναντίον τους, ενδέχεται σύντομα να βυθιστεί στο χάος σε πολλά μέτωπα, θέτοντας σε κίνδυνο τα αμερικανικά συμφέροντα στην Αφρική, σύμφωνα με αναλυτές.

Στις βόρειες περιοχές της πρώην γαλλικής αποικίας, εξτρεμιστές που είναι πιστοί στον ISIS επιτίθενται σε στρατιωτικές δυνάμεις και χωριά, σκοτώνοντας δεκάδες ανθρώπους κάθε φορά και απαγάγοντας γυναίκες και παιδιά.

Οι συνεχείς αποτυχίες των δυνάμεων από την πρωτεύουσα, Γιαουντέ, να σταματήσουν τη βία έχουν οδηγήσει στην άνοδο μονάδων αυτοάμυνας, ενώ οι εθνοτικές συγκρούσεις για το νερό και τη γη προκαλούν θύματα και αναγκάζουν τους ανθρώπους να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους κοντά στα σύνορα του Καμερούν με το Τσαντ, σύμφωνα με τη Διεθνή Ομάδα Κρίσης (International Crisis Group – ICG).

Ο πόλεμος των αγγλόφωνων και η άγνωστη σύγκρουση

Υπάρχει, επίσης, ο συνεχιζόμενος πόλεμος ανεξαρτησίας των Αμπαζονιανών, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την οργάνωση παρακολούθησης συγκρούσεων ως ένας από τους πιο αδόκιμα αναφερόμενους πολέμους στην ιστορία. Από το 2017, σύμφωνα με την ICG, περισσότεροι από 6.500 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί και τουλάχιστον 610.000 έχουν εκτοπιστεί καθώς οι αυτονομιστές αγωνίζονται για αυτοδιάθεση σε μια σύγκρουση που αποκτά όλο και πιο σφοδρό χαρακτήρα.

Το 2016, δικηγόροι, φοιτητές και δάσκαλοι που μιλούν αγγλικά στο Καμερούν ξεκίνησαν διαμαρτυρίες για την πολιτιστική τους περιθωριοποίηση από την κυβέρνηση που κυριαρχείται από γαλλόφωνους, σύμφωνα με το Global Center for the Responsibility to Protect, με έδρα τη Νέα Υόρκη και τη Γενεύη. Όταν οι αγγλόφωνοι αυτονομιστές κήρυξαν την ανεξαρτησία τους και δημιούργησαν το νέο κράτος «Αμπαζονία» στις βόρειες και νότιες περιοχές του Καμερούν, οι κρατικές δυνάμεις ασφάλειας εξαπέλυσαν σφοδρή καταστολή. «Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, οι δυνάμεις ασφαλείας διαπράττουν εξωδικαστικές εκτελέσεις και εκτεταμένη σεξουαλική και σεξιστική βία, καίνε αγγλόφωνα χωριά και υποβάλλουν άτομα με φερόμενους αυτονομιστικούς δεσμούς σε αυθαίρετες συλλήψεις, βασανιστήρια και κακομεταχείριση», ανέφερε το κέντρο σε αναφορά του.

Μέλη του Τάγματος Ταχείας Επέμβασης, μιας επίλεκτης στρατιωτικής δύναμης και μιας μονάδας μάχης των ενόπλων δυνάμεων του Καμερούν, παρατάσσονται πριν από μια παρέλαση στη Γιαουντέ στις 20 Μαΐου 2024. (AFP μέσω Getty Images)

 

«Οπλισμένοι αυτονομιστές έχουν επίσης σκοτώσει, απαγάγει και τρομοκρατήσει πληθυσμούς, ενώ σταθερά εδραιώνουν τον έλεγχο σε μεγάλα τμήματα των αγγλόφωνων περιοχών. Οι αυτονομιστές και οι κυβερνητικές δυνάμεις έχουν διαπράξει επιλεκτικές επιθέσεις σε υγειονομικές εγκαταστάσεις και ανθρωπιστικούς εργάτες, περιορίζοντας τη διάθεση και την πρόσβαση σε ζωτική βοήθεια και αναγκάζοντας διάφορες διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις να αναστείλουν τις επιχειρήσεις τους. Οι αυτονομιστές έχουν επίσης απαγορεύσει την εκπαίδευση από την κυβέρνηση και συχνά επιτίθενται, απειλούν και απαγάγουν μαθητές και δασκάλους, ενώ καίνε, καταστρέφουν και λεηλατούν σχολεία.»

Η ηγεσία Μπιγιά και η απειλή πραξικοπήματος

Ο πρόεδρος Πωλ Μπιγιά, 92 ετών και στην εξουσία από το 1982, αρνείται να ακολουθήσει τις συμβουλές και να παραδώσει την εξουσία, και είναι αποφασισμένος να διαγωνιστεί στις εκλογές που είναι προγραμματισμένες για τον Οκτώβριο.

Η Τζασμίν Όπερμαν, ειδικός σε παγκόσμιες συγκρούσεις και τρομοκρατία στον οργανισμό Armed Conflict Location and Event Data (ACLED), που συλλέγει πληροφορίες για τις αντάρτικες κινήσεις παγκοσμίως, αναφέρει ότι η «εκρηκτικό μείγμα κρίσεων», περιλαμβανομένων της ραγδαίας επιδείνωσης της ασφάλειας και της «πείσματος» του Μπιγιά, σημαίνει ότι το Καμερούν είναι «τώρα σε κίνδυνο πλήρους κατάρρευσης». «Υπάρχουν ισχυρές προσωπικότητες στον στρατό του Καμερούν που είναι πολύ απογοητευμένοι και θυμωμένοι», δήλωσε η πρώην αξιωματικός στρατιωτικής πληροφοριών από τη Νότια Αφρική στην Epoch Times. «Η κυβέρνηση του Μπιγιά δεν τους παρέχει τους πόρους που χρειάζονται για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τους αυτονομιστές και τους τρομοκράτες, και δεν φαίνεται να έχει στρατηγικές για να αντιμετωπίσει τα πολλαπλά μέτωπα βίας στο Καμερούν. Η απογοήτευση εντείνει τις συζητήσεις για απόπειρα πραξικοπήματος.»

Ο Μπεντζαμίν Μόσμπεργκ, αναπληρωτής διευθυντής του Κέντρου Αφρικής του Atlantic Council, προειδοποίησε ότι το Καμερούν «μπορεί σύντομα να βυθιστεί σε κρίση» και είναι πεπεισμένος ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να βοηθήσουν να το αποτρέψουν.

Η Όπερμαν συμφώνησε ότι δεν θα ήταν «καλό» για τις Ηνωμένες Πολιτείες αν το Καμερούν βυθιζόταν σε «πλήρες χάος». Είπε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επενδύσει στη χώρα εδώ και δεκαετίες, με το ενδιαφέρον τους να είναι κυρίως «στρατιωτικού-στρατηγικού χαρακτήρα» λόγω της παρουσίας ενός ευρέος φάσματος τρομοκρατικών ομάδων στο Σαχέλ, του οποίου το Καμερούν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος.

«Διαθέτει αρκετές βάσεις μη επανδρωμένων αεροσκαφών στο Καμερούν και οι εργασίες που πραγματοποιούνται σε αυτές τις εγκαταστάσεις έχουν ως αποτέλεσμα πολύ επιτυχημένες επιθέσεις των αμερικανικών και αφρικανικών δυνάμεων σε τρομοκρατικούς στόχους», δήλωσε η Όπερμαν. «Είναι ζωτικής σημασίας να διατηρήσει η Ουάσινγκτον αυτές τις δυνατότητες των μη επανδρωμένων αεροσκαφών, επειδή είναι απαραίτητες για την παγκόσμια αντιτρομοκρατική προσπάθεια και επειδή πρόσφατα έχασε τη μεγαλύτερη βάση μη επανδρωμένων αεροσκαφών στην Αφρική, στον κοντινό Νίγηρα. Η βάση αυτή παρείχε πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες και τις κινήσεις πολλών ισλαμιστών τρομοκρατών- το κενό αυτό καλύπτεται επί του παρόντος από τις δυνατότητες των αμερικανικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών που σταθμεύουν στο Καμερούν».

Η στρατιωτική χούντα του Νίγηρα διέταξε τα αμερικανικά στρατεύματα να εγκαταλείψουν τη χώρα μετά από πραξικόπημα το 2023. Η Ουάσιγκτον ολοκλήρωσε την απόσυρση 1.000 στρατιωτών και τόνων στρατιωτικού εξοπλισμού, συμπεριλαμβανομένων μη επανδρωμένων αεροσκαφών και εργαλείων παρακολούθησης, στις αρχές Αυγούστου 2024.

Ρωσία, Κίνα και η στρατηγική επιρροή τους στο Σαχέλ

Η Νίγηρας, όπως και οι γειτονικές χώρες Μπουρκίνα Φάσο και Μάλι, οι οποίες διοικούνται επίσης από στρατιωτικές κυβερνήσεις, έχει απομακρυνθεί από τη Δύση και έχει υπογράψει συμφωνίες πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής συνεργασίας με τη Ρωσία και την Κίνα.

Σε αυτό το πλαίσιο, όπως δήλωσε ο Τζιμπί Σο, ανώτερος ερευνητής για τη Δυτική Αφρική και το Σαχέλ στο Ινστιτούτο Ασφαλείας του Πραιτόρια, είναι «πολύ σημαντικό» οι Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρήσουν μια «ισχυρή παρουσία και ενδιαφέρον» στο Καμερούν. «Ο [πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ] Τραμπ μπορεί να νομίζει ότι έχει πιο σημαντικά θέματα να ασχοληθεί, αλλά αν η κυβέρνηση του δεν προσέξει τι συμβαίνει στο Καμερούν, η Αμερική θα χάσει έδαφος από τη Ρωσία και την Κίνα σε μια περιοχή του κόσμου που είναι πλούσια σε κρίσιμα ορυκτά», δήλωσε στην Epoch Times.

Η περιοχή του Σαχέλ είναι πλούσια σε φυσικούς πόρους όπως χρυσό, πετρέλαιο, ουράνιο, φυσικό αέριο και λίθιο. Κινεζικές κρατικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στη Νίγηρα, το Τσαντ, το Μάλι και τη Μπουρκίνα Φάσο.

Λίγο μετά την επανείσοδο του Τραμπ στον Λευκό Οίκο στις 20 Ιανουαρίου, το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ περιέγραψε το Καμερούν ως «τον ισχυρότερο περιφερειακό σύμμαχο των ΗΠΑ στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας στη Λεκάνη της Λίμνης Τσαντ». Πολλές διεθνείς τρομοκρατικές οργανώσεις που έχουν κηρύξει «Ιερό Πόλεμο» εναντίον της Αμερικής και των συμμάχων της, όπως ο ISIS και η Αλ Κάιντα, έχουν σημαντική παρουσία σε αυτό το τμήμα της Αφρικής, το οποίο αποτελεί επίσης μέρος της περιοχής του Σαχέλ.

Η περιοχή του Σαχέλ εκτείνεται σχεδόν 2.500 μίλια σε μια ζώνη χορτολιβαδικών περιοχών νοτίως της Σαχάρας, από τη Σενεγάλη στα δυτικά της Αφρικής μέχρι το Σουδάν στα ανατολικά. «Η σημασία του Καμερούν ως ουδέτερη ζώνη κατά της τρομοκρατίας και της επέκτασής της δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Ειδικά επειδή βρίσκεται στην διασταύρωση της Δυτικής και Κεντρικής Αφρικής, έχει εξαιρετική στρατηγική αξία», δήλωσε η Όπερμαν.

Γάλλοι στρατιώτες της δύναμης Barkhane, οι οποίοι ολοκλήρωσαν μια τετράμηνη θητεία στο Σαχέλ, επιβιβάζονται σε μεταφορικό αεροσκάφος C-130 της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ, κατά την αναχώρησή τους από τη βάση τους στο Γκάο του Μάλι, στις 9 Ιουνίου 2021. (Jerome Delay/AP Photo)

 

Ο Ολαγίνκα Αγιάλα, ειδικός στις διεθνείς σχέσεις και το Σαχέλ στο Πανεπιστήμιο Leeds Beckett του Ηνωμένου Βασιλείου, δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να ενδιαφέρονται για το Καμερούν απλά επειδή οι κύριοι ανταγωνιστές τους το κάνουν. «Η κυβέρνηση Τραμπ έχει δηλώσει συχνά ότι αυτή είναι η εποχή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. Αν η Ευρώπη και η Αμερική, ως τα ισχυρότερα παραδείγματα δημοκρατίας, είναι αδύναμες στο Σαχέλ, η Κίνα και η Ρωσία θα καλύψουν το κενό», δήλωσε στην Epoch Times.

Οικονομικά, αυτό θα βλάψει την Αμερική, γιατί η Κίνα και η Ρωσία θα αποκτήσουν πρόσβαση στα ορυκτά που χρειάζεται η Αμερική για να προχωρήσει οικονομικά. Και αν η Κίνα και η Ρωσία ελέγχουν το παιχνίδι στο Σαχέλ, όπως συμβαίνει όλο και περισσότερο, αυτό απειλεί την ασφάλεια των Αμερικανών παντού, γιατί, ας το παραδεχτούμε, δεν θα τους νοιάξει αν οι τρομοκράτες χρησιμοποιούν το Σαχέλ για να σχεδιάζουν επιχειρήσεις για να σκοτώσουν Αμερικανούς».

Οι εκλογές του Καμερούν και ο ρόλος των ΗΠΑ

Ο Μόσμπεργκ δήλωσε ότι το αποτέλεσμα των εκλογών του Οκτωβρίου θα καθορίσει τη μελλοντική σχέση των ΗΠΑ με το Καμερούν. «Η διαχείριση της μετά την προεδρία Μπιγιά θα απαιτήσει συντονισμένη και ανυψωμένη στρατηγική προσέγγιση από υψηλόβαθμους αξιωματούχους των ΗΠΑ. Αν προκύψει κρίση στο Καμερούν, τα λάθη της Αμερικής μπορεί να συμβάλλουν στην ανατροπή της χώρας και στην περιοχή σε σημαντική αναταραχή και αστάθεια», δήλωσε. Αυτό, σύμφωνα με τον Μόσμπεργκ, θα «παρείχε οξυγόνο» σε εξτρεμιστές σε όλη τη Δυτική και Κεντρική Αφρική.

Ο αναλυτής πρότεινε ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα πρέπει να προστατεύσει τα συμφέροντά της εξετάζοντας τα εργαλεία εξωτερικής πολιτικής που διατίθενται για να βοηθήσει το Καμερούν με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει στον τομέα της ανάπτυξης, της ασφάλειας και της διακυβέρνησης. Ο Μόσμπεργκ δήλωσε ότι το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ θα πρέπει να εντείνει τη συνεργασία και τις συναντήσεις με όλα τα μέρη που εμπλέκονται στις προεδρικές εκλογές και να επικεντρωθεί στη δημιουργία ισχυρότερων οικονομικών δεσμών με το Καμερούν, ενώ παράλληλα να υποστηρίξει τα ανθρώπινα δικαιώματα και την καλή διακυβέρνηση.

Πρόσθεσε ότι οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών θα πρέπει να προχωρήσουν σε συνολική αξιολόγηση της πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής και της κατάστασης ασφαλείας στο Καμερούν. «Αυτή η αξιολόγηση θα πρέπει να καθορίσει τα κρίσιμα θέματα δημόσιας επικοινωνίας που μπορούν να βοηθήσουν στην ενοποίηση του Καμερούν σε μια ενδεχόμενη κρίση, τους βασικούς παίκτες στο μέλλον της χώρας και τους πιθανότερους διαδόχους μεταξύ των πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών ελίτ», έγραψε ο Μόσμπεργκ. «Η αξιολόγηση θα πρέπει να περιλαμβάνει καταγραφές χρηματοοικονομικών στοιχείων, ακινήτων και εμπορικών συμφερόντων, καθώς και λογαριασμών σε δολάρια ΗΠΑ. Η αξιολόγηση θα πρέπει επίσης να ρίξει φως σε αδυναμίες που σχετίζονται με τη νομιμοποίηση χρημάτων και τη χρηματοδότηση τρομοκρατίας για αυτό το περιφερειακό τραπεζικό κέντρο, και θα πρέπει να χαρτογραφήσει και να αναλύσει τις σχέσεις του Καμερούν με τη Ρωσία, την Κίνα και το Ισραήλ για πιθανά σημεία επιρροής σε περίπτωση κρίσης.»

Είπε επίσης ότι η Ουάσιγκτον δεν θα πρέπει να περιμένει από παραδοσιακούς συμμάχους όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία ή άλλους να αναλάβουν δράση για τα γεγονότα στο Καμερούν. «Τα συμφέροντα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στο Καμερούν συχνά δεν ευθυγραμμίζονται», δήλωσε ο Μόσμπεργκ. «Η Γαλλία, τώρα σε μειονεκτική θέση σε αρκετές αφρικανικές χώρες, ίσως να μην μπορεί να βοηθήσει. Η Ρωσία και η Κίνα βρίσκονται στο Καμερούν για δικούς τους λόγους. Οι παγκόσμιοι ανταγωνιστές ήδη προχωρούν επιθετικά προς την επίτευξη των πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών τους στόχων στο Καμερούν.»

Αν το μέλλον του Καμερούν φέρει εκτεταμένη βία, είπε, «η πιθανότητα η χώρα να διασπαστεί κατά εθνοτικές, γλωσσικές, θρησκευτικές ή άλλες γραμμές θα μπορούσε να μοιάζει με, ή ενδεχομένως να είναι χειρότερη από, τη διάσπαση της πρώην Γιουγκοσλαβίας στη νότια Ευρώπη τη δεκαετία του 1990». Ο Μόσμπεργκ δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία να βοηθήσουν στη σταθεροποίηση της «καρδιάς της Κεντρικής Αφρικής», κάτι που θα κρατούσε τους παγκόσμιους αντιπάλους της Ουάσιγκτον μακριά από μια ολοένα και πιο σημαντική περιοχή του κόσμου.

Οι πρόσφατες επικοινωνίες ανώτερων αξιωματούχων των ΗΠΑ για την Αφρική έχουν αναφέρει ότι η προσέγγιση της κυβέρνησης Τραμπ για την ήπειρο, συμπεριλαμβανομένου του Καμερούν, θα αντικατοπτρίζει την ατζέντα «Πρώτα η Αμερική» του προέδρου.

Ο ανώτερος σύμβουλος του Τραμπ για την Αφρική, Μασάντ Μπούλος, δήλωσε στο BBC ότι η αποστολή της αμερικανικής κυβέρνησης είναι να «προωθεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ και να ενισχύει τις στρατηγικές συνεργασίες μας».

Δικαστήριο της Νότιας Κορέας επιτρέπει στο Shen Yun να δώσει παράσταση, παρά την υποχώρηση του θεάτρου στις πιέσεις του ΚΚΚ

Δικαστήριο της Νότιας Κορέας αποφάνθηκε υπέρ του Shen Yun Performing Arts, αποφασίζοντας να επιτρέψει στον θίασο να δώσει τις προγραμματισμένες παραστάσεις του, παρά τις προσπάθειες του Πεκίνου να τις εμποδίσει, όπως κάνει εδώ και χρόνια έχοντας στοχοποιήσει τον θίασο τον οποίο βάλλει με πλήθος τρόπους.

Η δίκη έγινε κατόπιν αλλαγής της αρχικής απόφασης του Εθνικού Πανεπιστημίου Kangwon να εγκρίνει, την 1η Απριλίου, το αίτημα της ομάδας κλασικού κινεζικού χορού της Νέας Υόρκης να εμφανιστεί στο Κέντρο Τέχνης Baekryeong, μετά την υποβολή καταγγελίας από την κινεζική πρεσβεία.

Το πανεπιστήμιο δήλωσε ότι η απόφασή του να ακυρώσει την παράσταση είχε να κάνει με το δημόσιο συμφέρον του εκπαιδευτηρίου. Καθώς το πανεπιστήμιο είναι εθνικό ίδρυμα που υπάγεται στο υπουργείο Παιδείας της χώρας, είναι σε θέση να «εκπροσωπεί άμεσα και έμμεσα την επίσημη θέση της Δημοκρατίας της Κορέας», κλιμακώνοντας έτσι το ζήτημα σε «διπλωματικό ζήτημα», ανέφερε επιστολή του πανεπιστημίου, την οποία έλαβε η Epoch Times.

Το κέντρο ανέφερε επίσης ότι έλαβε την απόφαση για λόγους δημοσίου συμφέροντος, επικαλούμενο τους περίπου 500 Κινέζους φοιτητές που σπουδάζουν στο κέντρο, οι οποίοι, όπως ισχυρίστηκε, θα μπορούσαν να διοργανώσουν διαμαρτυρίες, οι οποίες ίσως οδηγούσαν σε συγκρούσεις, αν οι παραστάσεις συνεχίζονταν κανονικά.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Chuncheon, στις 30 Απριλίου, τάχθηκε υπέρ του διοργανωτή της παράστασης, χαρακτηρίζοντας την ακύρωση της σύμβασης του πανεπιστημίου ως «κατάχρηση διακριτικής ευχέρειας».

Το Shen Yun, σημείωσε το δικαστήριο, διοργανώνει παραστάσεις στη Νότια Κορέα από το 2007, και πραγματοποίησε δύο επιτυχημένες παραστάσεις στο Κέντρο Τέχνης Baekryeong το 2017 χωρίς κανένα πρόβλημα.

Χωρίς αδιάσειστα στοιχεία που να υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς του, οι ανησυχίες του εκπαιδευτηρίου σχετικά με πιθανές συγκρούσεις είναι ασαφείς και δύσκολο να δικαιολογηθούν, ανέφερε το δικαστήριο στην απόφασή του, χαρακτηρίζοντας την απόφαση «παράνομη».

Σημείωσε επίσης ότι η ακύρωση έγινε μόλις 20 ημέρες πριν από τις προγραμματισμένες παραστάσεις (στις 6 και 7 Μαΐου), με σχεδόν τα δύο τρίτα των εισιτηρίων να έχουν πωληθεί. Η ακύρωση της παράστασης σε αυτό το στάδιο θα δυσκόλευε τους διοργανωτές της παράστασης να ανακτήσουν την οικονομική ζημία και τη φήμη τους, δήλωσε ο δικαστής.

Η απόφαση σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή για το Shen Yun στη Νότια Κορέα, η οποία αντιμετωπίζει συνεχή πίεση από τον κορυφαίο εμπορικό εταίρο της, την Κίνα, για να εμποδίσει τον θίασο να εμφανιστεί.

Το Shen Yun περιοδεύει σε όλο τον κόσμο — αλλά δεν μπορεί να εμφανιστεί στην Κίνα.

Η εταιρεία συστήθηκε στη Νέα Υόρκη το 2006, εν μέρει από καλλιτέχνες που διέφυγαν από την καταστολή του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ). Από τότε, το Shen Yun έχει εξελιχθεί σε οκτώ ομάδες ίσου μεγέθους που περιοδεύουν παγκοσμίως, με τη δική της ζωντανή ορχήστρα η κάθε μία, κάθε χρόνο. Με σύνθημα «Η Κίνα πριν από τον κομμουνισμό», το Shen Yun παρουσιάζει τόσο ιστορίες και μύθους από τον μακραίωνο κινεζικό πολιτισμό όσο και ιστορίες από τη σύγχρονη Κίνα, περιλαμβάνοντας και χορογραφίες που εκθέτουν τη δίωξη του Φάλουν Γκονγκ, της πνευματικής άσκησης που βρίσκεται στο στόχαστρο του ΚΚΚ τα τελευταία 26 χρόνια.

Κινέζοι διπλωμάτες και άτομα που πιστεύεται ότι συνδέονται μαζί τους έχουν χρησιμοποιήσει πολιτικό και οικονομικό εκβιασμό για να υπονομεύσουν τις παγκόσμιες παραστάσεις του Shen Yun. Το Κέντρο Πληροφόρησης για το Φάλουν Ντάφα έχει καταγράψει πάνω από 130 τέτοιες περιπτώσεις όλα αυτά τα χρόνια.

Πρόσφατα, η εκστρατεία φαίνεται να έχει ενταθεί, λαμβάνοντας μια πιο ανησυχητική μορφή. Σε λίγο περισσότερο από έναν χρόνο, η εταιρεία παραστατικών τεχνών έχει αναφέρει δεκάδες απειλητικά email που περιγράφουν λεπτομερώς πράξεις βίας, όπως απειλές για βομβιστική επίθεση σε καλλιτέχνες και κοινό, σε μια προσπάθεια να ακυρωθούν οι παραστάσεις. Καμία από τις απειλές δεν έχει υλοποιηθεί. Οι αρχές της Ταϊβάν που διερεύνησαν το θέμα δήλωσαν ότι υποψιάζονται ότι πίσω από ορισμένα από αυτά τα ηλεκτρονικά μηνύματα κρύβεται μια ερευνητική οντότητα υπό τον κινεζικό τηλεπικοινωνιακό γίγαντα Huawei, η οποία έχει δεσμούς με τον κινεζικό στρατό.

Πριν από τη δεύτερη ημέρα της παρουσίασης του Shen Yun στο Κέντρο Τέχνης Baekryeong, ο παρουσιαστής του Shen Yun, Λισάι Λεμίς, ο οποίος παρακολουθεί αυτά τα περιστατικά εδώ και χρόνια, δήλωσε ότι ήταν ενθαρρυντικό που «ένα δικαστήριο της Νότιας Κορέας υποστήριξε τον νόμο της χώρας και αντέδρασε στις πιέσεις του ΚΚΚ».

«Η διεθνική καταστολή του ΚΚΚ είναι αχαλίνωτη παγκοσμίως, αλλά στη Νότια Κορέα η στοχοποίηση του Shen Yun έχει μια μακρά και καλά τεκμηριωμένη ιστορία. Για χρόνια, η εκεί πρεσβεία και τα προξενεία της ΛΔΚ προσπαθούσαν να ακυρώσουν παραστάσεις του Shen Yun, και πάρα πολλές φορές τα είχαν καταφέρει», δήλωσε στην Epoch Times.

Ωστόσο, η δικαστική απόφαση δείχνει ότι «το ΚΚΚ μπορεί να πετύχει μόνο αν μπορεί να χρησιμοποιήσει τις τοπικές κυβερνήσεις, τα δικαστήρια και τα θέατρα», πρόσθεσε.

«Όταν τα άτομα στέκονται σταθερά και κάνουν αυτό που πιστεύουν ότι είναι σωστό, όπως βλέπουμε τώρα στη Νότια Κορέα, το ΚΚΚ είναι ανίσχυρο να κάνει οτιδήποτε.»

Το βλέπει ως ένα «υπέροχο σημάδι ότι ο κορεατικός λαός έχει βαρεθεί να τους λέει το Πεκίνο ποια τέχνη μπορούν και ποια δεν μπορούν να παρακολουθήσουν».

Η αυλαία του Shen Yun Performing Arts World Company στο Κέντρο Τεχνών Gumi–Grand Hall στο Γκούμι της Νότιας Κορέας, στις 8 Φεβρουαρίου 2023. (Kim Guk-hwan/The Epoch Times)

 

Ο Λεμίς θυμήθηκε ένα παρόμοιο περιστατικό το 2016, στην αίθουσα KBS. Ο ιδιοκτήτης, η εθνική ραδιοτηλεοπτική εταιρεία της Νότιας Κορέας, ήταν ένα από τα λίγα ξένα κανάλια που το Πεκίνο επέτρεψε να εισέλθουν στην κινεζική αγορά εκείνη την εποχή. Το θέατρο ακύρωσε ξαφνικά τέσσερις προγραμματισμένες παραστάσεις του Shen Yun, αφότου έλαβε μια επιστολή από την κινεζική πρεσβεία που προειδοποιούσε το θέατρο να μην τις επιτρέψει. Όπως και στο Κέντρο Τεχνών Baekryeong, είχαν πωληθεί χιλιάδες εισιτήρια και τότε.

Το Κέντρο Τεχνών Baekryeong, αφού ακύρωσε την παράσταση, ζήτησε συγγνώμη και είπε ότι δεν ενεργούσε με δική του πρωτοβουλία.

«Προσπαθήσαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε, αλλά το εκπαιδευτήριο και το υπουργείο Παιδείας επέμεναν στην ακύρωση, οπότε δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να ακυρώσουμε», είχε πει ένας υπάλληλος στους διοργανωτές του Shen Yun, σύμφωνα με ένα αντίγραφο ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που εξέτασε η Epoch Times.

Ο Λεμίς σημείωσε πως επανειλημμένα οι νοτιοκορεατικές οντότητες και τα θέατρα που συνδέονται με την κυβέρνηση έχουν αναγνωρίσει την παρέμβαση του Πεκίνου, αλλά επικαλέστηκαν το δημόσιο συμφέρον για να δικαιολογήσουν την υποχωρητικότητά τους απέναντι στο κινεζικό κομμουνιστικό καθεστώς.

«Νομίζω ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι στη Νότια Κορέα και σε όλον τον κόσμο συνειδητοποιούν ότι τα συμφέροντα του ΚΚΚ δεν ευθυγραμμίζονται καθόλου με τα δικά τους και ότι πρέπει να προστατεύσουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες τους απέναντι στην πίεση του ΚΚΚ», είπε. «Νομίζω ότι διαπιστώνουν επίσης ότι αισθάνονται καλά κάνοντάς το.»

Σφοδρή στρατιωτική κλιμάκωση ανάμεσα σε Ινδία και Πακιστάν, μετά την επίθεση στο Κασμίρ

Σοβαρή κλιμάκωση σημειώνεται τις τελευταίες ώρες ανάμεσα σε Ινδία και Πακιστάν, με επίκεντρο την επίμαχη περιοχή του Κασμίρ, καθώς οι ένοπλες δυνάμεις των δύο πυρηνικών δυνάμεων ανταλλάσσουν σφοδρά πυρά πυροβολικού και ρουκετών κατά μήκος της γραμμής ελέγχου. Οι εχθροπραξίες ακολούθησαν ινδικά αεροπορικά πλήγματα σε πακιστανικό έδαφος, σε αντίποινα για την πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση στην Παχαλγκάμ, που στοίχισε τη ζωή σε 26 τουρίστες, στις 22 Απριλίου.

Το Νέο Δελχί ανακοίνωσε ότι εξαπέλυσε την επιχείρηση με την ονομασία «Operation Sindoor», πλήττοντας στόχους που χαρακτηρίζονται ως «τρομοκρατικές υποδομές» σε περιοχές του Πακιστάν και στο τμήμα του Τζαμού και του Κασμίρ που βρίσκεται υπό πακιστανικό έλεγχο. Το ινδικό υπουργείο Άμυνας ανέφερε πως οι επιχειρήσεις είχαν «στοχευμένο, μετρημένο και μη κλιμακωτικό χαρακτήρα», τονίζοντας πως δεν επλήγησαν πακιστανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις ούτε στόχοι αμιγώς πολιτικού χαρακτήρα.

Ωστόσο, σύμφωνα με τις πακιστανικές αρχές, από τα ινδικά πυραυλικά πλήγματα σκοτώθηκαν τουλάχιστον 26 άτομα, ανάμεσά τους ένα τρίχρονο κοριτσάκι, ενώ τραυματίστηκαν τουλάχιστον 46. Μία από τις τοποθεσίες που επλήγησαν ήταν τέμενος στην πόλη Μπαχαβαλπούρ στο Παντζάμπ, το οποίο, σύμφωνα με ινδικές πηγές πληροφοριών, συνδέεται με την οργάνωση Τζάις-ι-Μοχάμεντ (JeM), συγγενική της Λασκάρ-ι-Τάιμπα (LeT), την οποία η Ινδία θεωρεί υπεύθυνη για την επίθεση στην Παχαλγκάμ.

Ο Πακιστανός πρωθυπουργός Σαμπάζ Σαρίφ χαρακτήρισε τις ινδικές αεροπορικές επιδρομές «πράξη πολέμου», υποστηρίζοντας ότι το Πακιστάν έχει κάθε δικαίωμα να απαντήσει «αποφασιστικά» και προσθέτοντας ότι η απάντηση αυτή «είναι ήδη σε εξέλιξη».

Τις πρώτες πρωινές ώρες της Τετάρτης, τα πυρά μεταξύ των δύο πλευρών γενικεύτηκαν, με δημοσιογράφους του AFP να μεταδίδουν ότι ισχυρές εκρήξεις ακούγονταν γύρω από τη Σριναγκάρ, την κύρια πόλη του ινδικού Κασμίρ. Στο χωριό Πουντς, το οποίο επλήγη από πακιστανικά πυρά πυροβολικού, η Ινδία έκανε λόγο για οκτώ νεκρούς και 29 τραυματίες. Το Πακιστάν, από την πλευρά του, ανέφερε πως η ανταλλαγή πυρών προκάλεσε τουλάχιστον τρεις θανάτους, ανάμεσά τους και ενός παιδιού, καθώς και 12 τραυματισμούς.

Το Γαλλικό Πρακτορείο μετέδωσε ότι εντοπίστηκαν συντρίμμια μαχητικού Mirage 2000 κοντά στη Σριναγκάρ, με πληροφορίες από στρατιωτικές πηγές να κάνουν λόγο για πιθανή κατάρριψη του αεροσκάφους. Ο Πακιστανός υπουργός Άμυνας, Χαουάτζα Ασίφ, δήλωσε ότι καταρρίφθηκαν πέντε ινδικά μαχητικά και ότι Ινδοί στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν, ισχυρισμοί που δεν επιβεβαιώθηκαν από την ινδική πλευρά.

Η κατάσταση προκάλεσε διεθνή ανησυχία. Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, μέσω του εκπροσώπου του, απηύθυνε έκκληση για αυτοσυγκράτηση, υπογραμμίζοντας πως ο κόσμος «δεν αντέχει μια στρατιωτική αντιπαράθεση» μεταξύ των δύο κρατών. Ανάλογη θέση εξέφρασε και ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος δήλωσε ότι είναι «λυπηρό» και εξέφρασε την ευχή η κρίση να τερματιστεί σύντομα.

Ο υπηρεσιακός υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, είχε επαφές με τους ομολόγους του από Ινδία και Πακιστάν, ενθαρρύνοντάς τους να επιλέξουν τον δρόμο της αποκλιμάκωσης. Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Τάμι Μπρους, ο Ρούμπιο υπογράμμισε την ανάγκη για συνεργασία κατά της τρομοκρατίας, αλλά και την αποτροπή νέας κλιμάκωσης στην περιοχή.

Από την πλευρά της, η Ινδία ανακοίνωσε ότι είχε ενημερώσει πλήρως τις Ηνωμένες Πολιτείες για την επιχείρηση, διαβεβαιώνοντας ότι στόχος ήταν αποκλειστικά «γνωστά στρατόπεδα τρομοκρατών» και όχι πολιτικές ή στρατιωτικές υποδομές. Λίγο μετά τα πλήγματα, ο Ινδός υπουργός Εξωτερικών Τζαϊσανκάρ έγραψε στην πλατφόρμα X ότι «οι υπεύθυνοι, υποστηρικτές και σχεδιαστές της επίθεσης, πρέπει να λογοδοτήσουν», ενώ ο ινδικός στρατός ανήρτησε μήνυμα στο ίδιο μέσο αναφέροντας: «Αποδόθηκε δικαιοσύνη».

Οι σχέσεις των δύο κρατών παραμένουν τεταμένες ήδη από την ανεξαρτησία τους το 1947, με πολλαπλές συγκρούσεις να έχουν σημειωθεί έκτοτε, κυρίως γύρω από τη διαφιλονικούμενη περιοχή του Κασμίρ. Το Νέο Δελχί ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από τη συμφωνία του 1960 για την κοινή χρήση των υδάτινων πόρων του ποταμού Ινδού, ενώ το Πακιστάν προχώρησε σε δοκιμές πυραύλων μικρού και μέσου βεληνεκούς, επιδεικνύοντας τις στρατηγικές του δυνατότητες.

Σε αυτό το κλίμα έντασης, η ινδική κυβέρνηση ανακοίνωσε και άσκηση πολιτικής προστασίας για την προετοιμασία των πολιτών σε περίπτωση ευρύτερης σύγκρουσης.

Με πληροφορίες από τα ΑΠΕ-ΜΠΕ, Reuters και Associated Press

Ο Μερτς νέος καγκελάριος της Γερμανίας, μετά από ανατροπή στη δεύτερη ψηφοφορία

Σε εξέλιξη-θρίλερ εξελίχθηκε η διαδικασία ανάδειξης του νέου καγκελαρίου στη Γερμανία, καθώς ο Φρήντριχ Μερτς, επικεφαλής του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU), απέτυχε αρχικά να συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία στην πρώτη ψηφοφορία της Μπούντεσταγκ, κάτι που είχε να συμβεί από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, λίγες ώρες αργότερα, στη δεύτερη ψηφοφορία, η παράταξή του απέσπασε 325 ψήφους και ο Μερτς ανέλαβε επίσημα την καγκελαρία.

Η διαδικασία, που αναμενόταν τυπική και χωρίς ανατροπές, μετατράπηκε σε δοκιμασία για τον Μερτς, καθώς έγινε ο πρώτος υποψήφιος στην πρόσφατη γερμανική ιστορία που δεν εξασφάλισε την απόλυτη πλειοψηφία από τον πρώτο γύρο.

Στις εθνικές εκλογές του Φεβρουαρίου, το CDU αναδείχθηκε πρώτο με 22,5%, απέχοντας όμως από την αυτοδυναμία. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις, συμφώνησε σε σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού με τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD). Η εκλογή του Μερτς στη θέση του καγκελαρίου θεωρείτο δεδομένη, ωστόσο στον πρώτο γύρο συγκέντρωσε μόλις 310 ψήφους έναντι των 316 που απαιτούνταν, σύμφωνα με την πρόεδρο της Μπούντεσταγκ Γιούλια Κλόκνερ. Η δεύτερη ψηφοφορία τού άνοιξε τον δρόμο για τη νίκη.

Ενδεικτική της ρευστότητας που επικρατεί είναι η άρνηση του Μερτς να συνομιλήσει με το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), αν και η σύμπραξη με αυτό θα του εξασφάλιζε άνετη πλειοψηφία. Η αρχηγός του AfD, Άλις Βάιντελ, έκανε λόγο για ένδειξη αστάθειας εντός του συνασπισμού CDU-SPD: «Ο Φρήντριχ Μερτς δεν μπορεί να συσπειρώσει ούτε καν τους δικούς του. Αυτό είναι το ακριβώς αντίθετο απ’ ό,τι χρειάζεται η Γερμανία: σταθερότητα», δήλωσε στην Epoch Times, ζητώντας την προκήρυξη νέων εκλογών ώστε η χώρα, όπως είπε, να αποκτήσει στιβαρή διακυβέρνηση.

Ενδιαφέρον προκάλεσε η παρουσία της πρώην καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ στη Βουλή για να παρακολουθήσει τη διαδικασία. Ο Μερτς, παρουσιάζοντας το υπουργικό του συμβούλιο, δεσμεύτηκε: «Από αύριο οδεύουμε μπροστά με μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, για να πάμε τη Γερμανία μπροστά».

Ο συγγραφέας της πρόσφατης βιογραφίας του Φρήντριχ Μερτς, Φόλκερ Ρέζινγκ, χαρακτήρισε πρωτοφανές το αποτέλεσμα της πρώτης ψηφοφορίας, επισημαίνοντας πόσο εύθραυστη είναι η νέα πλειοψηφία και τα σημάδια αβεβαιότητας ακόμη και από μέλη του συνασπισμού.

Στις προεκλογικές του δεσμεύσεις, ο Μερτς είχε ως σημαία την τήρηση του αυστηρού συνταγματικού «φρένου χρέους» (Schuldenbremse), επισημαίνοντας μέσω του προγράμματος του CDU ότι «τα σημερινά χρέη είναι οι αυριανοί φόροι». Τον Ιανουάριο, είχε εξαγγείλει αυστηρότερους ελέγχους στα σύνορα μετά από αιματηρό περιστατικό στη Βαυαρία, ωστόσο αμέσως μετά τη νίκη του, φρόντισε να καθησυχάσει: «Κανείς μας δεν μιλά για κλειστά σύνορα».

Παράλληλα, τον Μάρτιο, ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός CDU-SPD προώθησε ένα μεγαλόπνοο επενδυτικό πρόγραμμα: Τα δύο κόμματα ψήφισαν τη δημιουργία ταμείου ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ, με δανεισμό, για τη στήριξη των υποδομών και της οικονομίας στα επόμενα δώδεκα χρόνια.

Υπό το βάρος των αντιδράσεων, το AfD βρέθηκε στο στόχαστρο των αρχών: την περασμένη εβδομάδα, η γερμανική υπηρεσία εσωτερικής ασφαλείας χαρακτήρισε το κόμμα ως «εξτρεμιστικό», ενώ βάσει πρόσφατων δημοσκοπήσεων (Ipsos) το AfD εμφανίζεται να ενισχύει τα ποσοστά του. Ως απάντηση, οι επικεφαλής του, Τίνο Κρουπάλα και Άλις Βάιντελ, ανακοίνωσαν προσφυγή κατά του χαρακτηρισμού ζητώντας προστασία από «κατάχρηση εξουσίας» και αναφέροντας ότι πρόκειται για προσπάθεια περιθωριοποίησης της αντιπολίτευσης. Η αγωγή κατατέθηκε στο διοικητικό δικαστήριο της Κολωνίας.

Με τη συμβολή του Guy Birchall και πληροφορίες από το Reuters και το Associated Press

Επίθεση ουκρανικών drone σε Μόσχα και Κουρσκ – Εντείνεται η ασφάλεια στην πρωτεύουσα

Λίγες ώρες πριν την έναρξη των εορτασμών για την 80ή επέτειο της αντιφασιστικής νίκης, η Μόσχα βρέθηκε για ακόμη μια φορά στο στόχαστρο ουκρανικών drone, προκαλώντας αναστάτωση στις ρωσικές αρχές και προσωρινές διακοπές πτήσεων σε βασικά αεροδρόμια της πρωτεύουσας. Όπως ανακοίνωσε ο δήμαρχος της Μόσχας, Σεργκέι Σομπιάνιν, τουλάχιστον 19 μη επανδρωμένα αεροσκάφη καταρρίφθηκαν από τα ρωσικά συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας, ενώ, σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία, δεν προκλήθηκαν θύματα ούτε σοβαρές υλικές ζημιές.

Μετά την επίθεση, επιβλήθηκαν «προσωρινά περιοριστικά μέτρα» στα διεθνή αεροδρόμια Βνούκοβο, Ντομοντέντοβο, Σερεμέτιεβο και Ζουκόφσκι, μετέδωσε το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TASS τη Δευτέρα. Στη συνέχεια, η ίδια πηγή μετέδωσε πληροφορίες για τέσσερις νεκρούς και φωτιά σε πολυκατοικία στα νοτιοδυτικά της Μόσχας, χωρίς σαφή επιβεβαίωση για το αν το περιστατικό σχετίζεται με ουκρανικό drone.

Το ρωσικό υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε, επίσης, ότι επιπλέον drones εξουδετερώθηκαν σε διάφορα σημεία της χώρας, μεταξύ άλλων στις περιοχές Μπριάνσκ, Βορόνεζ, Πένζα, Καλούγκα και Μπέλγκοροντ. Η ουκρανική πλευρά μέχρι στιγμής δεν έχει σχολιάσει για τα περιστατικά αυτά, τα οποία η Epoch Times δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει ανεξάρτητα.

Η ασφάλεια στη Μόσχα έχει ενισχυθεί σημαντικά εν όψει των εορτασμών για τα 80 χρόνια από τη νίκη επί της ναζιστικής Γερμανίας, που θα κορυφωθούν στις 9 Μαΐου. Την περασμένη εβδομάδα, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ανακοίνωσε μονομερή κατάπαυση του πυρός διάρκειας τριών ημερών, ζητώντας σεβασμό με την ευκαιρία της επετείου. Η εκεχειρία, σύμφωνα με τον ίδιο, ξεκινά στις 8 Μαΐου και λήγει στις 10 του μηνός. Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι επέκρινε τη ρωσική πρόταση, ζητώντας τουλάχιστον μηνιαία και άνευ όρων παύση των εχθροπραξιών, όπως είχε προτείνει και η Ουάσιγκτον. Η Μόσχα, πάντως, επιμένει ότι στόχος της είναι μια συνολική διευθέτηση της σύγκρουσης και όχι απλώς μια προσωρινή διακοπή.

Στις 6 Μαΐου, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, προειδοποίησε ότι η Ρωσία θα απαντήσει αν το Κίεβο παραβιάσει την εκεχειρία. «Δεν θα υπάρξουν εχθροπραξίες», επανέλαβε στους δημοσιογράφους, όπως μεταδίδει το TASS. «Εάν όμως το καθεστώς του Κιέβου δεν ανταποκριθεί και συνεχίσει τις επιθέσεις κατά των θέσεών μας ή εγκαταστάσεων, θα υπάρξει απάντηση.»

Από το 2022, οπότε και ξεκίνησε η ρωσική εισβολή στην ανατολική και νοτιοανατολική Ουκρανία, το Κίεβο έχει εξαπολύσει αρκετές επιθέσεις με drone στο έδαφος της Μόσχας. Η πιο σοβαρή σημειώθηκε τον Μάρτιο, με τρεις νεκρούς και 17 τραυματίες.

Χτύπημα σε υποσταθμό ηλεκτρισμού στο Κουρσκ – Δύο τραυματίες

Λίγες ώρες πριν από τη νέα επίθεση σε βάρος της Μόσχας, ουκρανική εκτόξευση προκάλεσε ζημιές σε υποσταθμό ηλεκτρικής ενέργειας στη δυτική ρωσική περιφέρεια της Κουρσκ, όπως επιβεβαίωσε ο περιφερειάρχης Αλεξάντερ Χινστέιν. Σύμφωνα με ανάρτησή του στο Telegram, δύο πολίτες τραυματίστηκαν και μέρος των μετασχηματιστών υπέστη σημαντικές φθορές, ενώ σημειώθηκαν διακοπές ρεύματος στο Ριλσκ, κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία.

Ο κος Χινστέιν, απευθυνόμενος στους κατοίκους, τόνισε: «Ο εχθρός συνεχίζει, μέσα στην απελπισία του, να πλήττει την περιοχή μας. Σας παρακαλούμε να λαμβάνετε τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας». Υπενθυμίζεται ότι τον Αύγουστο του 2023 οι Ουκρανοί είχαν εξαπολύσει επιχείρηση πέραν των συνόρων, καταλαμβάνοντας προσωρινά έκταση στην περιφέρεια του Κουρσκ. Τον περασμένο μήνα, η ρωσική στρατιωτική ηγεσία διαβεβαίωσε ότι όλες οι ουκρανικές δυνάμεις απομακρύνθηκαν πλήρως από το Κουρσκ, ενώ έχει ξεκινήσει η διαμόρφωση «ζώνης ασφαλείας» εντός της ουκρανικής περιφέρειας Σούμι.

Το Κίεβο, ωστόσο, δεν έχει αποδεχθεί επισήμως την απώλεια του ελέγχου αυτών των εδαφών, με τον πρόεδρο Ζελένσκι να επιμένει σε δηλώσεις του πως ουκρανικές μονάδες παραμένουν ενεργές τόσο στο Κουρσκ όσο και στην όμορη περιοχή του Μπέλγκοροντ. Ακόμη, στη χθεσινή ενημέρωσή του, το ουκρανικό γενικό επιτελείο έκανε λόγο για συνεχιζόμενες μάχες στο Κουρσκ, με ουκρανικές δυνάμεις να αποκρούουν επανειλημμένες ρωσικές επιθέσεις.

Την ίδια ημέρα, η περιφερειακή διοίκηση του Κουρσκ ενημέρωνε μέσω Telegram για την απομάκρυνση αμάχων από μεθοριακές περιοχές, εξαιτίας της αύξησης των επιθέσεων με drone. Οι πληροφορίες και των δύο πλευρών παραμένουν αδύνατο να επαληθευτούν ανεξάρτητα.

Σοκ στο Παρίσι: Απαγωγή με λύτρα σε κρυπτονομίσματα και βίαια βασανιστήρια

Σε εξέλιξη βρίσκονται οι έρευνες των γαλλικών αρχών σχετικά με την κινηματογραφική απαγωγή του πατέρα ενός γνωστού επενδυτή σε κρυπτονομίσματα στην Πόλη του Φωτός, την 1η Μαΐου. Η αστυνομία απελευθέρωσε τον όμηρο δύο ημέρες αργότερα, οδηγώντας σε επτά συλλήψεις υπόπτων.

Η υπόθεση ήρθε στη δημοσιότητα όταν το βράδυ του Σαββάτου ο υπουργός Εσωτερικών της Γαλλίας, Μπρουνό Ρεταγιάου, έσπευσε να συγχαρεί δημόσια, μέσω ανάρτησής του στην πλατφόρμα Χ, την αστυνομία για την «άψογη δουλειά τους στην απελευθέρωση του θύματος και τη σύλληψη των δραστών».

Σύμφωνα με ανακοίνωση της Εισαγγελίας Παρισιού, το θύμα είναι πατέρας άνδρα που απέκτησε μεγάλη περιουσία από κρυπτονομίσματα. Η απαγωγή συνοδεύτηκε από απαίτηση για καταβολή λύτρων, χωρίς να αποκαλύπτεται το όνομα του απαχθέντος για λόγους ασφαλείας.

Το πρωινό της Πρωτομαγιάς, οι δράστες άρπαξαν τον άνδρα έξω από το σπίτι του στο Παρίσι και τον μετέφεραν σε οικία στην περιοχή Εσόν, νότια της γαλλικής πρωτεύουσας. Εκεί τον κρατούσαν επί δύο ημέρες, έως ότου η αστυνομία εντόπισε και εισέβαλε στο κρησφύγετο, συλλαμβάνοντας τέσσερα άτομα επί τόπου, ένα σε όχημα κοντά στο σπίτι και άλλα δύο το επόμενο 24ωρο.

Το περιστατικό επιβεβαιώνει μία ανησυχητική τάση: όλο και περισσότεροι κάτοχοι ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων πέφτουν θύματα κλοπών και εκβιασμών. Τον περασμένο Ιανουάριο, οι διωκτικές αρχές είχαν αναφέρει παρόμοια υπόθεση, όταν απαγωγείς ακρωτηρίασαν το χέρι του Νταβίντ Μπαλάν, συνιδρυτή της Ledger, προκειμένου να εκβιάσουν την καταβολή λύτρων.

Όπως επιβεβαίωσε η Εισαγγελία, το πρόσφατο θύμα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο για την αντιμετώπιση των τραυμάτων του, χωρίς να δίνονται περαιτέρω λεπτομέρειες. Ωστόσο, σύμφωνα με δημοσιεύματα του γαλλικού Τύπου, ένα από τα δάχτυλά του ακρωτηριάστηκε. Τα αδικήματα που βαρύνουν τους συλληφθέντες είναι βαριά, μεταξύ των οποίων απαγωγή με βασανιστήρια και πράξεις βαρβαρότητας.

Την Κυριακή, ο επικεφαλής της δικαστικής αστυνομίας, Φαμπρίς Γκαρντόν, επιβεβαίωσε στο ραδιόφωνο RTL πως οι απαγωγείς – φορώντας κουκούλες – άρπαξαν το θύμα την ώρα που έβγαζε βόλτα τον σκύλο του, ρίχνοντάς τον σε βαν. Περαστικοί ειδοποίησαν άμεσα την αστυνομία, που ξεκίνησε ανθρωποκυνηγητό.

Σύμφωνα με τις αρχές, οι απαγωγείς έστειλαν βίντεο στον γιο του θύματος, δείχνοντας τον πατέρα του τραυματισμένο και δεμένο, απαιτώντας λύτρα αρκετών εκατομμυρίων ευρώ. Η κρίσιμη επιχείρηση διάσωσης έγινε αργά το Σάββατο στο Εσόν: «Βρεθήκαμε στο σπίτι λίγα μόλις λεπτά πριν το τελεσίγραφο. Εάν αργούσαμε, πιθανόν να υπήρχαν νέα βασανιστήρια», δήλωσε ο Γκαρντόν στο RTL. Η επιχείρηση της ειδικής μονάδας BRI στέφθηκε από επιτυχία, με το κωδικό σύνθημα «jackpot» να σημαίνει τον ασφαλή εντοπισμό του ομήρου. «Ήταν τεράστια ανακούφιση», σημείωσε ο επικεφαλής της αστυνομίας.

Στο παρελθόν, έχουν σημειωθεί ανάλογα περιστατικά στη Γαλλία. Τον Ιανουάριο, ο Μπαλάν και η σύζυγός του είχαν απαχθεί από το σπίτι τους στο Σερ. Οι απαγωγείς απαιτούσαν λύτρα σε κρυπτονομίσματα από συνάδελφο του Μπαλάν. Η απελευθέρωση του ζευγαριού πραγματοποιήθηκε χάρη στις επίλεκτες δυνάμεις GIGN.

Αλλά και σε άλλες χώρες η αξία των κρυπτονομισμάτων οδηγεί σε ακραίες εγκληματικές ενέργειες. Το Νοέμβριο του 2024, ο γενικός διευθυντής της WonderFi στον Καναδά, Ντην Σκούρκα, απήχθη και αποφυλακίστηκε μόνο αφού κατέβαλε λύτρα ενός εκατομμυρίου δολαρίων. Το 2022, ο αυτοαποκαλούμενος «βασιλιάς των Crypto» Άιντεν Πλετέρσκι απήχθη στο Τορόντο, ξυλοκοπήθηκε και κρατήθηκε τρεις ημέρες, ενώ παράλληλα ήταν αντιμέτωπος με κατηγορίες για απάτη ύψους 40 εκατομμυρίων δολαρίων.

Την ίδια ώρα, η αύξηση της διαδικτυακής απάτης με κρυπτονομίσματα ανησυχεί διεθνώς: οργανωμένα κυκλώματα από την Κίνα διαχειρίζονται «φάμπρικες» απάτης στη Νοτιοανατολική Ασία, αποσπώντας εκατομμύρια από πολίτες των ΗΠΑ και άλλων χωρών — συχνά οδηγώντας ανυποψίαστους επενδυτές σε πλήρη οικονομική καταστροφή.

Με πληροφορίες από το Associated Press

Ιστορική συμφωνία εμπορίου Ινδίας–Βρετανίας: Άνοιγμα αγορών, μείωση δασμών και ευκαιρίες και για τις δύο χώρες

Μετά από τρία χρόνια δύσκολων διαπραγματεύσεων, η Ινδία και το Ηνωμένο Βασίλειο κατέληξαν επιτέλους σε μια σημαντική διμερή συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, η οποία σηματοδοτεί τη στενότερη συνεργασία των δύο πλευρών στη μετά-Brexit εποχή για το Λονδίνο.

Πρόκειται για τη σημαντικότερη εμπορική συμφωνία της Βρετανίας μετά το Brexit, καθώς ενώνει  δύο από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου – την πέμπτη και την έκτη – με στόχο την αύξηση των διμερών εμπορικών συναλλαγών κατά 30 δισεκατομμύρια λίρες, έως το 2040.

«Σε ένα ιστορικό ορόσημο, η Ινδία και το Ηνωμένο Βασίλειο ολοκλήρωσαν επιτυχημένα μια φιλόδοξη και αμοιβαία επωφελή συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, παράλληλα με μια συμφωνία για τη διπλή εισφορά», δήλωσε ο πρωθυπουργός της Ινδίας, Ναρέντρα Μόντι, σε ανάρτησή του. «Οι συμφωνίες αυτές θα βαθύνουν περαιτέρω τη στρατηγική συνεργασία μας και θα ενισχύσουν το εμπόριο, τις επενδύσεις, την ανάπτυξη, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την καινοτομία και για τις δύο οικονομίες».

Στο πλαίσιο της νέας συμφωνίας προβλέπεται σημαντική μείωση δασμών σε μια σειρά προϊόντων, όπως το σκοτσέζικο ουίσκι, ανταλλακτικά προηγμένης τεχνολογίας, αρνί, σολομός, σοκολάτες και μπισκότα. Παράλληλα, η Ινδία συμφώνησε σε χαμηλότερους δασμούς — οι οποίοι συγκαταλέγονται στους υψηλότερους παγκοσμίως — για πολλά βρετανικά προϊόντα, διευκολύνοντας την πρόσβαση στη δυναμική αγορά της χώρας.

Ενδεικτικά, οι δασμοί στο ουίσκι και το τζιν θα μειωθούν άμεσα από το 150% στο 75%, και στη συνέχεια θα πέσουν στο 40% μέσα σε μια δεκαετία, μία εξέλιξη που ενισχύει σημαντικά τη βρετανική βιομηχανία και καθιστά τα προϊόντα πιο προσιτά στη μεγαλύτερη καταναλώτρια αγορά ουίσκι παγκοσμίως. Επιπλέον, τα τέλη στα εισαγόμενα αυτοκίνητα περιορίζονται στο 10% σε συγκεκριμένη ποσόστωση, από περισσότερες από 100 επιβαρύνσεις που εφαρμόζονταν μέχρι σήμερα.

Η συμφωνία ανοίγει επίσης την ινδική αγορά σε άλλα βρετανικά προϊόντα, όπως καλλυντικά, ιατρικά μηχανήματα, ηλεκτρικές συσκευές, αναψυκτικά και σοκολατοειδή. Αντίστοιχα, το Ηνωμένο Βασίλειο περικόπτει δασμούς για την ινδική ένδυση, τα υποδήματα και τα τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένων και των κατεψυγμένων γαρίδων.

Ιδιαίτερη σημασία αποκτούν οι ρυθμίσεις για τους κανόνες προέλευσης, παρέχοντας στους κατασκευαστές δυνατότητα εκμετάλλευσης χαμηλότερων δασμών ακόμη και όταν χρησιμοποιούν υλικά από τρίτες χώρες. Η συμφωνία περιλαμβάνει διατάξεις για τον τομέα των υπηρεσιών και των δημόσιων συμβάσεων, δίνοντας στις βρετανικές επιχειρήσεις πρόσβαση σε σημαντικά έργα στην Ινδία.

Επιπλέον, τα δύο κράτη καταλήγουν και σε συμφωνία διπλής εισφοράς, όπως τόνισε ο Ινδός υπουργός Εμπορίου Πιγιούς Γκόγιαλ, σύμφωνα με την οποία οι Ινδοί εργαζόμενοι που βρίσκονται προσωρινά στο Ηνωμένο Βασίλειο απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής εθνικών εισφορών για τρία χρόνια – και το ίδιο ισχύει αντίστροφα για τους Βρετανούς εργαζόμενους στην Ινδία.

Η Ινδία, με πληθυσμό που ξεπερνά το 1,4 δισεκατομμύρια, αποτελεί και σημαντική κοινότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία απογραφής, περίπου το 3% των πολιτών σε Αγγλία και Ουαλία έχουν ινδική καταγωγή.

«Βρισκόμαστε πλέον σε μια νέα εποχή για το εμπόριο και την οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κινηθούμε ταχύτερα και να ενδυναμώσουμε τη βρετανική οικονομία», υπογράμμισε ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, Κηρ Στάρμερ. «Η ενίσχυση των συμμαχιών μας και η μείωση των εμπορικών φραγμών με οικονομίες σε όλο τον κόσμο αποτελεί μέρος του σχεδίου μας για μια ισχυρότερη και πιο ασφαλή εθνική οικονομία».

Μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας, έγινε γνωστό ότι ο Βρετανός πρωθυπουργός αποδέχθηκε πρόσκληση του Ινδού ομολόγου του για επίσημη επίσκεψη στη χώρα. «Ο πρωθυπουργός Μόντι απηύθυνε πρόσκληση να επισκεφθεί την Ινδία, την οποία ο κύριος Στάρμερ αποδέχθηκε με χαρά και δήλωσε ότι ανυπομονεί να βρεθεί στη χώρα το συντομότερο δυνατό», ανέφερε εκπρόσωπος της Ντάουνινγκ Στρητ.

Η συγκεκριμένη συμφωνία σηματοδοτεί το άνοιγμα των διαχρονικά προστατευμένων ινδικών αγορών, ιδιαίτερα στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας, και αποτελεί σχηματικό πρότυπο για το πώς αναμένεται στο μέλλον να διαπραγματευθεί η Ινδία με άλλες δυτικές δυνάμεις, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Οι συνομιλίες μεταξύ Νέου Δελχί και Λονδίνου ξεκίνησαν τον Ιανουάριο του 2022 και ταυτίστηκαν με τη φιλοδοξία της Βρετανίας να χαράξει αυτόνομη εμπορική πολιτική, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι διαπραγματεύσεις διακόπτονταν συχνά, με τη Βρετανία να αλλάζει τέσσερις πρωθυπουργούς και εκλογές να διεξάγονται και στις δύο χώρες το 2024. Ο τελευταίος κύκλος διαπραγματεύσεων ξεκίνησε εκ νέου τον Φεβρουάριο, υπό τη νέα κυβέρνηση των Εργατικών στη Βρετανία.

Ο Τραμπ αναγγέλλει: Τέλος στα αμερικανικά πλήγματα στην Υεμένη μετά την υποχώρηση των Χούθι

Τη διακοπή των αμερικανικών αεροπορικών πληγμάτων κατά των Χούθι στην Υεμένη ανακοίνωσε την Τρίτη ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, σημειώνοντας πως η ηγεσία των Χούθι έστειλε μήνυμα στην Ουάσιγκτον πως σταματά τις εχθροπραξίες και επιθυμεί πλέον την ειρήνη.

Μιλώντας σε δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο, κατά τη διάρκεια συνάντησής του με τον νέο πρωθυπουργό του Καναδά, Μαρκ Κάρνεϊ, ο Τραμπ υπογράμμισε με νόημα: «Οι Χούθι μάς δήλωσαν, τουλάχιστον σε εμάς, ότι δεν θέλουν να πολεμούν άλλο».

«Απλώς δεν θέλουν να συνεχίσουν τον πόλεμο, κι εμείς θα σεβαστούμε αυτή την επιθυμία. Θα σταματήσουμε τους βομβαρδισμούς, καθώς παραδόθηκαν», ξεκαθάρισε ο Αμερικανός πρόεδρος.

Οι Χούθι, γνωστοί και ως Ανσάρ Αλλάχ, αποτελούν σιιτική ζαϊδική οργάνωση που ανέτρεψε την αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Υεμένης το 2014 και έκτοτε ελέγχει περίπου το 80% του πληθυσμού των 32 εκατομμυρίων της χώρας.

Εδώ και χρόνια, οι Χούθι αντιστέκονταν σε στρατιωτική επιχείρηση υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ και με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία, η οποία είχε στόχο την αποκατάσταση της αναγνωρισμένης κυβέρνησης στην εξουσία.

Παρά τις πιέσεις, ο εμφύλιος στην Υεμένη τα τελευταία χρόνια έχει υποχωρήσει σε ένταση, με τους Χούθι να διατηρούν τον έλεγχο των περισσότερων περιοχών.

Μετά τις φονικές επιθέσεις της Χαμάς στο νότιο Ισραήλ, στις 7 Οκτωβρίου 2023, και την ισραηλινή στρατιωτική απάντηση στη Γάζα, οι Χούθι γύρισαν το βλέμμα τους προς το εξωτερικό, εξαπολύοντας πυραύλους και drone τόσο προς το Ισραήλ όσο και σε πλοία που διέσχιζαν τους θαλάσσιους διαδρόμους της Μέσης Ανατολής.

Δηλώνοντας αλληλεγγύη προς τους Παλαιστίνιους, οι Χούθι είχαν ξεκαθαρίσει πως οι επιθέσεις θα συνεχιστούν έως ότου το Ισραήλ σταματήσει τη στρατιωτική του εκστρατεία στη Γάζα.

Αμερικανικές ναυτικές δυνάμεις έσπευσαν τότε στην περιοχή με στόχο τη διασφάλιση της ελεύθερης ναυσιπλοΐας.

Στις αρχές του περασμένου έτους, η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε δώσει εντολή για έναρξη αεροπορικών επιθέσεων σε περιοχές που ήλεγχαν οι Χούθι στην Υεμένη.

Μετά τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός ανάμεσα σε Ισραήλ και Χαμάς τον Ιανουάριο, οι Χούθι σταμάτησαν τις επιθέσεις τους.

Σε απάντηση, οι αμερικανικές αεροπορικές επιχειρήσεις μειώθηκαν σημαντικά.

Ωστόσο, τον Μάρτιο, με τη νέα κατάρρευση της εκεχειρίας στη Γάζα, οι Χούθι απείλησαν και πάλι με επιθέσεις.

Την ίδια περίοδο, οι ΗΠΑ συμπεριέλαβαν εκ νέου επίσημα τους Χούθι στον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων και, προκειμένου να αποτρέψουν νέες επιθέσεις, εξαπέλυσαν ευρείας κλίμακας βομβαρδισμούς σε στόχους της Υεμένης, στις 15 Μαρτίου.

Γεγονότα σε εξέλιξη – αναμένεται να ακολουθήσουν νεότερα.