Τετάρτη, 30 Ιούλ, 2025

Ο πρωθυπουργός της Νορβηγίας επισκέπτεται τον Λευκό Οίκο για να ενισχύσει τους δεσμούς και να συζητήσει τους δασμούς

ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ — Ο Νορβηγός πρωθυπουργός Γιόνας Γκαρ Στέρε θα συναντηθεί με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο στις 24 Απριλίου σε μια διπλωματική συνάντηση που συνδυάζει πραγματισμό και στρατηγική ευθυγράμμιση.

Συνοδευόμενος από τον υπουργό Οικονομικών Γενς Στόλτενμπεργκ, η επίσκεψη υπογραμμίζει τη λεπτή ισορροπία των διατλαντικών σχέσεων εν μέσω αυξανόμενων εμπορικών διαφορών και κοινών επιταγών ασφάλειας.

Τα θέματα της συζήτησης θα περιλαμβάνουν το εμπόριο και την περιφερειακή ασφάλεια, μεταξύ άλλων θεμάτων, είπε η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου Κάρολαϊν Λέβιτ σε δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια ενημέρωσης, στις 22 Απριλίου.

Οι ηγέτες αναμένεται να συζητήσουν τους πρόσφατους δασμούς 15% στα νορβηγικά προϊόντα που πωλούνται στις Ηνωμένες Πολιτείες, που μειώθηκαν προσωρινά στο 10% μέχρι τις αρχές Ιουλίου

Επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Νορβηγίας, μετά την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι εισφορές των ΗΠΑ επηρεάζουν τις εξαγωγές όπως το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τα θαλασσινά, στα οποία βασίζεται η οικονομία της σκανδιναβικής χώρας.

Οι Νορβηγοί αξιωματούχοι τόνισαν την οικονομική εταιρική σχέση, ενώ πρότειναν ότι οι διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν εξαιρέσεις για ορισμένα προϊόντα ή μετριασμούς για τον περιορισμό των επιπτώσεων των δασμών.

«Η Νορβηγία και οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεργάζονται σε διάφορους τομείς και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ένας σημαντικός εμπορικός εταίρος», δήλωσε ο Στέρε.

«Ανυπομονώ να μιλήσουμε για τομείς στους οποίους μπορούμε να συνεργαστούμε ακόμη πιο στενά στο μέλλον.»

Εκφράζοντας συγκρατημένη αισιοδοξία ότι μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία, ο μακροχρόνιος ηγέτης των Εργατικών θα προσπαθήσει να επιλύσει τις εμπορικές εντάσεις.

Στο τραπέζι της επίσκεψης εργασίας βρίσκεται επίσης ο ρόλος που διαδραματίζει η Νορβηγία τόσο στο ΝΑΤΟ, στην ίδρυση του οποίου συμμετείχε, όσο και στη σύγκρουση μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας.

Η Νορβηγία, που έχει προσφέρει σημαντική υποστήριξη στην Ουκρανία, ζήτησε μια ειρηνευτική συμφωνία που δεν προσφέρει παραχωρήσεις προς όφελος της Ρωσίας.

Η Νορβηγία παρέχει επίσης βοήθεια και χρηματοδοτεί επιχειρήσεις στην περιοχή, ύψους άνω των 1,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, για τη βελτίωση της ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας.

Η ασφάλεια στην περιοχή της Αρκτικής αποτελεί εδώ και καιρό προτεραιότητα του Τραμπ, ο οποίος έχει επανειλημμένα ζητήσει από τους συμμάχους του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες και να συνεργαστούν για να εξασφαλίσουν ειρήνη και σταθερότητα.

Ο πρόεδρος συναντήθηκε για τελευταία φορά επίσημα με τους ηγέτες της Νορβηγίας -και την τότε πρωθυπουργού Έρνα Σόλμπεργκ – το 2018.

«Η Νορβηγία είναι ένας μεγάλος πελάτης και ένας μεγάλος σύμμαχος», είπε τότε ο Τραμπ κατά τη διάρκεια επίσκεψης εργασίας στον Λευκό Οίκο, επαινώντας τις νορβηγικές αγορές στρατιωτικών αεροσκαφών αμερικανικής κατασκευής.

«Οι Νορβηγοί και οι Αμερικανοί έχουν τόσα κοινά. Είμαστε έθνη που αποτελούνται από δυνατούς, πρωτοπόρους και ριψοκίνδυνους ανθρώπους.»

Πέρα από τα γεωπολιτικά ζητήματα, η επίσκεψη έχει εσωτερικές επιπτώσεις και για τις δύο πλευρές, με τον Στέρε να αντιμετωπίζει βουλευτικές εκλογές τον Σεπτέμβριο.

Ο Λευκός Οίκος επιδιώκει να προβάλει δύναμη και σταθερότητα στην παγκόσμια σκηνή, ενώ παράλληλα εξισορροπεί βασικές συμμαχίες εμπορίου και ασφάλειας και προβάλλει την προεδρική ατζέντα σύμφωνα με την οποία έρχεται «Πρώτα η Αμερική».

Αξιωματούχοι που εκπροσωπούν τα δύο έθνη έχουν επισημάνει ότι η επίσκεψη του Νορβηγού πρωθυπουργού, η 13η ξένου ηγέτη στον Λευκό Οίκο κατά τη δεύτερη θητεία του Τραμπ, υπογραμμίζει την αναγκαιότητα και την πολυπλοκότητα της διατήρησης των παγκόσμιων δεσμών.

Οι δύο χώρες διατηρούν ειρηνικές διπλωματικές σχέσεις βασισμένες σε δημοκρατικές αξίες και αμοιβαίο σεβασμό από το 1905, όταν η σκανδιναβική χώρα αποσχίστηκε από τη Σουηδία, σύμφωνα με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.

Η συνάντηση έπεται ανακοίνωσης Συμβουλίου Έρευνας της Νορβηγίας, στις 23 Απριλίου, για τις ερευνητικές υποτροφίες ύψους 7,2 εκατομμυρίων δολαρίων που προσφέρει με στόχο την πρόσληψη κορυφαίων ακαδημαϊκών ταλέντων από πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών.

«Η ακαδημαϊκή ελευθερία βρίσκεται υπό πίεση στις Ηνωμένες Πολιτείες και είναι μια απρόβλεπτη θέση για πολλούς ερευνητές στο κάποτε κορυφαίο έθνος της γνώσης στον κόσμο για πολλές δεκαετίες», δήλωσε ο Ζίγκρουν Άασλαντ, υπουργός Έρευνας και Ανώτατης Εκπαίδευσης της Νορβηγίας.

«Είναι σημαντικό για τη Νορβηγία να δράσει προληπτικά σε αυτήν την απαιτητική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ακαδημαϊκή ελευθερία. Μπορούμε να κάνουμε τη διαφορά για εξαιρετικούς ερευνητές και σημαντικές γνώσεις, και θέλουμε να το κάνουμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα.»

Του Travis Gillmore

Επίθεση τζιχαντιστών στο βόρειο Μπενίν: 54 νεκροί στρατιωτικοί

Επίθεση τζιχαντιστών στο βόρειο Μπενίν την περασμένη εβδομάδα στοίχισε την ζωή σε 54 μέλη των ενόπλων δυνάμεων, σύμφωνα με νέο επίσημο απολογισμό τον οποίο δημοσιοποίησε χθες Τετάρτη η κυβέρνηση της αφρικανικής χώρας· πρόκειται για την πλέον πολύνεκρη τέτοια ενέργεια στην περιοχή, ολοένα περισσότερο στο στόχαστρο ισλαμιστικών οργανώσεων με ορμητήριο είτε την Μπουρκίνα Φάσο ή τον Νίγηρα.

Τη 17η Απριλίου, φερόμενοι ως τζιχαντιστές επιτέθηκαν σε δυο θέσεις μονάδων του στρατού που συμμετέχουν στην αντιτζιχαντιστική επιχείρηση «Μιραδόρ» στο εθνικό πάρκο W, άλλοτε τουριστικό προορισμό, κοντά στους καταρράκτες του Κουντού και στα τριεθνή σύνορα του Μπενίν, του Νίγηρα και της Μπουρκίνα Φάσο.

Την ευθύνη για την επίθεση ανέλαβε μερικές ημέρες αργότερα η Οργάνωση Υποστήριξης στο Ισλάμ και στους Μουσουλμάνους (ΟΥΙΜ), σύμμαχος της Αλ Κάιντα, δημοσιοποιώντας απολογισμό που έκανε λόγο για 70 στρατιωτικούς νεκρούς.

Ο πρώτος επίσημος απολογισμός, που δημοσιοποιήθηκε τη 18η Απριλίου, αναφερόταν σε οκτώ νεκρούς στις τάξεις των κυβερνητικών δυνάμεων.

«Οι οικογένειες του Μπενίν θρηνούν για κάθε παιδί του που πεθαίνει. Ακόμα περισσότερο όταν πρόκειται για τόσο πολλά», ανέφερε ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης Ουιλφρέντ Λεάντρ Χουνγκμπετζί κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου. Διευκρίνισε πως ο απολογισμός των θυμάτων είναι πράγματι 54 νεκροί στις τάξεις των ενόπλων δυνάμεων, ερωτηθείς σχετικά από το Γαλλικό Πρακτορείο.

«Παρότι δεν είναι 70 και πλέον» – όπως ανακοίνωσε η τζιχαντιστική οργάνωση – «είναι πάρα πολλοί (…) Οι πεσόντες στρατιωτικοί είναι παιδιά, γονείς, φίλοι μας», είπε.

Στις αρχές Ιανουαρίου, 28 μέλη των ενόπλων δυνάμεων του Μπενίν σκοτώθηκαν στην ίδια περιοχή σε επίθεση την ευθύνη για την οποία ανέλαβε επίσης η ΟΥΙΜ.

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος εξέφρασε εξάλλου λύπη για την έλλειψη συνεργασίας, χωρίς να κατονομάσει τις δυο πρωτεύουσες, τόσο από πλευράς Νιαμέ, όσο και από πλευράς Ουαγκαντουγκού. Και στις δυο χώρες δρουν τζιχαντιστικές οργανώσεις που ορκίζονται πίστη είτε στην Αλ Κάιντα, ή στο Ισλαμικό Κράτος.

Με δεδομένο ότι η επίθεση της 17ης Απριλίου έγινε «πάνω στη συνοριακή γραμμή», τόνισε, «μπορείτε να κατανοήσετε πως αν στην άλλη πλευρά των συνόρων υπήρχε δύναμη τουλάχιστον όπως η δική μας αυτές οι επιθέσεις δεν θα είχαν γίνει με αυτόν τον τρόπο ή δεν θα είχαν γίνει καν».

«Δεν θα υποχωρήσουμε. Έχουμε την πεποίθηση ότι αργά ή γρήγορα θα νικήσουμε αυτούς τους εγκληματίες», επέμεινε.

Ο πρόεδρος του Μπενίν, ο Πατρίς Ταλόν, εξέφρασε απογοήτευση στα μέσα Μαρτίου για τη ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων της χώρας του με τον Νίγηρα και την Μπουρκίνα Φάσο και την έλλειψη συνεργασίας με τα γειτονικά κράτη στο πεδίο της ασφάλειας, που κάνει πολύ πιο δύσκολο, όπως υπογράμμισε, τον αγώνα κατά της τρομοκρατίας.

Τον Νίγηρα και την Μπουρκίνα Φάσο κυβερνούν στρατιωτικές χούντες που αποφάσισαν να γυρίσουν την πλάτη στη Δύση. Κατηγορούν το Μπενίν πως φιλοξενεί ξένες στρατιωτικές βάσεις και ότι διευκολύνει σχέδια για την αποσταθεροποίησή τους. Το Κοτονού το διαψεύδει.

Τον Ιανουάριο του 2022, η κυβέρνηση του Μπενίν ανέπτυξε σχεδόν 3.000 στρατιωτικούς για να εγγυηθούν την ασφάλεια των συνόρων στο πλαίσιο επιχείρησης που βαφτίστηκε «Μιραδόρ». Κατόπιν έστειλε στην περιοχή άλλους κάπου 5.000.

Μικρή εταιρεία της Νέας Ζηλανδίας κερδίζει σύμβαση για την προμήθεια στο Ηνωμένο Βασίλειο drone με προορισμό την Ουκρανία

Μια εταιρεία τεσσάρων ετών από τη Νέα Ζηλανδία, που λειτουργεί από μια απλή αποθήκη στην Ταουράνγκα —γνωστή ως παραθαλάσσιος τόπος διακοπών και συνταξιοδότησης— έχει κερδίσει σύμβαση 66,8 εκατομμυρίων δολαρίων NZ (39,88 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ) για να προμηθεύσει την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου με drone για χρήση στην Ουκρανία.

Η Syos Aerospace ιδρύθηκε το 2021 και ειδικεύεται στην κατασκευή οχημάτων χωρίς πληρώματα για αεροπορική, χερσαία και θαλάσσια χρήση.

Κατασκευάζει μη επανδρωμένα ελικόπτερα «βαρέως φορτίου» κατάλληλα για εναέριες επιχειρήσεις σε απομακρυσμένες τοποθεσίες. Το κορυφαίο μοντέλο της είναι το SA200, με χωρητικότητα ωφέλιμου φορτίου 200 κιλά και αντοχή πτήσης 2 ώρες.

Η εταιρεία διαθέτει ήδη εργοστάσιο παραγωγής στο Ηνωμένο Βασίλειο και σχεδιάζει να επεκταθεί στην Αυστραλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η Syos έχει αναπτύξει ένα ιδιόκτητο σύστημα ελέγχου που μπορεί να λειτουργεί σε περιοχές όπου η δορυφορική πλοήγηση δεν είναι διαθέσιμη ή αναξιόπιστη λόγω διαφόρων παραγόντων όπως παρεμβολές, μπλοκάρισμα σήματος ή σκόπιμη εμπλοκή.

Τα drone χρησιμοποιούν τεχνητή νοημοσύνη για την υποστήριξη απομακρυσμένων ανθρώπων πιλότων, αλλά μπορούν επίσης να λειτουργούν αυτόνομα. Χτισμένα στο εργοστάσιό της στο Χάμσαϊρ, νοτιοανατολικά του Λονδίνου, είχαν σταλεί στο παρελθόν σε ζώνες μάχης.

Η συμφωνία ανακοινώθηκε από τον Βρετανό πρωθυπουργό Κηρ Στάρμερ καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο και η Νέα Ζηλανδία αυξάνουν τις αμυντικές τους δαπάνες στο 2,5% και 2% του ΑΕΠ, αντίστοιχα, και ο πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας Κρις Λούξον επισκέπτεται τη Βρετανία.

Η επέκταση των αμυντικών δαπανών οδήγησε τη Syos να προβλέψει ότι τα έσοδά της θα τριπλασιαστούν το επόμενο έτος.

Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Κηρ Στάρμερ (κέντρο) και ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκυ (2ος από δεξιά) παρευρίσκονται σε παρουσίαση ουκρανικών στρατιωτικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών στο Κίεβο, στις 16 Ιανουαρίου 2025. (Tatiana Dzhafarova/AFP μέσω Getty Images)

 

Ο Στάρμερ ανέφερε σε δήλωση ότι οι δύο χώρες θα συνεχίσουν να εργάζονται «για να βάλουν την Ουκρανία στην ισχυρότερη δυνατή θέση για να αποτρέψουν μια ολοένα και πιο επιθετική Ρωσία».

«Από τις παραλίες της Καλλίπολης μέχρι το ζωτικό έργο που κάνουμε μαζί για την επιχείρηση Interflex και την υποστήριξή μας προς την Ουκρανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Νέα Ζηλανδία στάθηκαν ώμο με ώμο για γενιές στην επιδίωξη της ειρήνης και της σταθερότητας», είπε.

Η Νέα Ζηλανδία, η οποία συμβάλλει επίσης σε προγράμματα υποστήριξης μετά τη διαφωνία για την Ουκρανία, μέσω του Συνασπισμού των Πρόθυμων, επιβεβαίωσε στις 23 Απριλίου ότι θα επεκτείνει την υποστήριξή της για την επιχείρηση Interflex.

Η επιχείρηση έχει εκπαιδεύσει περισσότερους από 54.000 Ουκρανούς στρατιώτες στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι σήμερα και τώρα θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος του έτους. Ο Λούξον επισκέφτηκε στις 22 Απριλίου για να δει από κοντά την εκπαίδευση.

Οι δύο χώρες σχεδιάζουν να αυξήσουν τη συνεργασία τους σε θέματα άμυνας και ασφάλειας.

Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επιβεβαίωσε ότι οι αντίστοιχοι υπουργοί Άμυνας έλαβαν εντολή να εργαστούν για μια νέα κοινή αμυντική εταιρική σχέση που θα αντικαταστήσει αυτή που υπογράφηκε το 2015.

«Θα αναγνωρίσει επίσης τη ζωτικής σημασίας εταιρική σχέση μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Νέας Ζηλανδίας για τη διατήρηση της σταθερότητας και της ασφάλειας σε όλη την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και τον Ινδο-Ειρηνικό», αναφέρεται σε ανακοίνωση της κυβέρνησης.

Η φρεγάτα του Βασιλικού Ναυτικού της Νέας Ζηλανδίας HMNZS Te Kaha εντάχθηκε στο UK Carrier Strike Group, το οποίο αναχώρησε σήμερα από το Πόρτσμουθ με προορισμό τον Ινδικό Ωκεανό.

Tου Ρεξ Βίντερστρομ

FBI: Οι απώλειες από το διαδικτυακό έγκλημα αυξήθηκαν κατά 33% το 2024, ξεπερνώντας τα 16 δισεκατομμύρια δολάρια

Το διαδικτυακό έγκλημα κόστισε στα θύματα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, περισσότερα από 16,6 δισεκατομμύρια δολάρια το 2024, σημειώνοντας αύξηση-ρεκόρ 33% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, σύμφωνα με νέα έκθεση του FBI.

Τα στοιχεία, που δημοσιεύθηκαν στην ετήσια έκθεση του Κέντρου Παραπόνων για Εγκλήματα στο Διαδίκτυο (IC3) της υπηρεσίας, δείχνουν ότι οι Αμερικανοί υπέβαλαν περισσότερες από 859.000 καταγγελίες πέρυσι, με περισσότερες από 256.000 να αναφέρουν οικονομικές απώλειες. Η μέση απώλεια ανά περιστατικό ξεπέρασε τα $19.000.

«Οι εγκληματίες που αντιμετωπίζουν οι Αμερικανοί σήμερα μπορεί να φαίνονται διαφορετικοί από ό,τι στο παρελθόν, αλλά εξακολουθούν να θέλουν το ίδιο πράγμα: να βλάψουν τους Αμερικανούς για ίδιον όφελος», δήλωσε ο Τσαντ Γιάρμπρουγκ, Διευθυντής Εγκληματολογίας και Κυβερνοεπιχειρήσεων στο FBI. «Αυτό με φέρνει πίσω στο ορόσημο του ενός τετάρτου του αιώνα του IC3. Ενώ οι κορυφαίες απειλές που αντιμετωπίζει η χώρα μας έχουν σίγουρα μετατοπιστεί με το πέρασμα των χρόνων, η προστασία των Αμερικανών πολιτών — είτε αυτό σημαίνει την ασφάλειά σας, τα χρήματά σας είτε τα δεδομένα σας — παραμένει ακρογωνιαίος λίθος της αποστολής του FBI.»

Οι απάτες phishing (ψαρέματος, εξαπάτησης) και πλαστογράφησης ήταν το συνηθέστερο είδος εγκλήματος, με περισσότερες από 193.000 καταγγελίες. Ο εκβιασμός ήταν η δεύτερη πιο συχνή κατηγορία, με περισσότερες από 86.000 υποθέσεις, και ακολουθούσαν οι παραβιάσεις προσωπικών δεδομένων, οι οποίες ξεπέρασαν τις 64.000.

Οι επενδυτικές απάτες προκάλεσαν την υψηλότερη χρηματική ζημία, με τη συνολική χρηματική απώλεια να ξεπερνά τα 6,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Η παραβίαση του επαγγελματικού email κατέλαβε τη δεύτερη θέση με απώλειες 2,77 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ακολουθούμενη από τις άπατες στην τεχνική υποστήριξη στα 1,46 δισεκατομμύρια δολάρια και τις παραβιάσεις προσωπικών δεδομένων στα 1,45 δισεκατομμύρια δολάρια.

Τα κρυπτονομίσματα ήταν ένα κοινό εργαλείο στις διαδικτυακές απάτες, με αναφορές σε 149.000 καταγγελίες και απώλειες που ξεπέρασαν τα 9,3 δισεκατομμύρια δολάρια — αύξηση 66% από το 2023.

Οι άνω των 60 ετών επλήγησαν ιδιαίτερα, όπως δείχνουν οι 150.000 καταγγελίες του 2024, αναφέροντας ζημίες 4,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων — αύξηση άνω του 40% από το προηγούμενο έτος. Τα πιο επιζήμια προγράμματα που στοχεύουν ηλικιωμένους Αμερικανούς περιελάμβαναν επενδυτικές απάτες, απάτες με τεχνική υποστήριξη και ερωτικές απάτες. Οι μεγαλύτερες ηλικίες επηρεάστηκαν περισσότερο και σε περιπτώσεις που σχετίζονται με κρυπτονομίσματα, χάνοντας περισσότερα από 2,8 δισεκατομμύρια δολάρια.

«Η αναφορά είναι ένα από τα πρώτα και πιο σημαντικά βήματα για την καταπολέμηση του εγκλήματος, επομένως οι αρχές επιβολής του νόμου μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτές τις πληροφορίες για την καταπολέμηση της διαδικτυακής εξαπάτησης», δήλωσε ο διευθυντής του FBI Κας Πατέλ. «Το IC3, το οποίο γιορτάζει την 25η επέτειό του φέτος, είναι τόσο επιτυχημένο όσο και οι αναφορές που λαμβάνει· γι’ αυτό είναι επιτακτική ανάγκη το κοινό να αναφέρει αμέσως στο FBI κάθε ύποπτη εγκληματική δραστηριότητα που εντοπίζει στον κυβερνοχώρο».

Το FBI είπε ότι συνεχίζει να επεκτείνει τις προσπάθειες πρόληψης και αποκατάστασης μέσω συνεργασιών και πρωτοβουλιών επιβολής. Σε μια περίπτωση, η Ομάδα Ανάκτησης Περιουσιακών Στοιχείων της εταιρείας πάγωσε περισσότερα από 5 εκατομμύρια δολάρια, που συνδέονταν με μια απάτη παραβιασμένης αλληλογραφίας (BEC) που στόχευε μια συναλλαγή ακινήτων στις ΗΠΑ.

Σύμφωνα με την έκθεση, σε μια απάτη παραβιασμένης αλληλογραφίας επιχειρήσεων – ή αλλιώς BEC – εγκληματίες του κυβερνοχώρου υποδύονται στελέχη ή έμπιστες επαφές για να εξαπατήσουν τους υπαλλήλους να μεταφέρουν κεφάλαια ή να αποκαλύψουν ευαίσθητες πληροφορίες. Αυτές οι απάτες συχνά περιλαμβάνουν τη χρήση χακαρισμένων ή πλαστογραφημένων λογαριασμών email για την πραγματοποίηση μη εξουσιοδοτημένων συναλλαγών.

Ο οργανισμός πιστώνει επίσης τις παγκόσμιες συνεργασίες του για τη διακοπή των διεθνών δικτύων απάτης και την εξάρθρωση μεγάλων δικτύων ransomware (λογισμικό που κλειδώνει τον υπολογιστή και ζητάει λύτρα) και malware (κακόβουλο λογισμικό).

Το FBI τόνισε ότι οι εγκληματίες του κυβερνοχώρου εξελίσσουν συνεχώς τις τακτικές τους και ενθάρρυνε το κοινό να αναφέρει κάθε ύποπτη συναλλαγή στο IC3. Από την έναρξή του, πριν από 25 χρόνια, το κέντρο έχει λάβει περισσότερα από 9 εκατομμύρια αναφορές.

Του Chase Smith

Ντομπρόβσκις: Η ΕΕ «δεν εγκαταλείπει» τη συνεργασία της με τις Ηνωμένες Πολιτείες

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα εγκαταλείψει την εμπορική της συνεργασία με τις ΗΠΑ, δήλωσε σήμερα ο Ευρωπαίος Eπίτροπος Οικονομίας Βάλντις Ντομπρόβσκις, παρόλο που το ευρωπαϊκό μπλοκ σκοπεύει να συνάψει νέες συνεργασίες στο πλαίσιο του εμπορικού πολέμου που ξεκίνησε ο Ντόναλντ Τραμπ.

«Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν εγκαταλείπει τη στενότερη, βαθύτερη και πιο σημαντική συνεργασία της, αυτή που έχει με τις ΗΠΑ», δήλωσε ο Ντομπρόβσκις κατά την εαρινή σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείο (ΔΝΤ) και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσινγκτον. Αυτή είναι μια οικονομική και εμπορική σχέση που εκτιμάται στα 9,5 τρισεκατομμύρια δολάρια, τόνισε.

Από τότε που επέστρεψε στην εξουσία, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει επιβάλει δασμούς 10% στις περισσότερες χώρες σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ, την οποία έχει επίσης απειλήσει με σκληρότερα μέτρα σε περίπτωση αντιποίνων. Ο Αμερικανός πρόεδρος εισήγαγε επίσης επιπρόσθετους δασμούς 25% σε ορισμένους τομείς όπως ο χάλυβας και το αλουμίνιο και στα αυτοκίνητα που εισάγονται στις ΗΠΑ.

Ωστόσο, ο Ντομπρόβσκις επέμεινε σήμερα ότι Ουάσινγκτον και Βρυξέλλες πρέπει να έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλο ακόμη περισσότερο «σε έναν όλο και πιο συγκρουσιακό και ανταγωνιστικό κόσμο».

Αν και η Ένωση επιδιώκει να εμβαθύνει τις υπάρχουσες εταιρικές σχέσεις, θα «δημιουργήσει επίσης νέες σε όλο τον κόσμο για να ενισχύσει την οικονομική μας ασφάλεια στο εσωτερικό», πρόσθεσε ο Ευρωπαίος επίτροπος Οικονομίας.

Όπως ανέφερε, η πρώτη προτίμηση της ΕΕ είναι η επίτευξη μιας λύσης μέσω διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ για το εμπόριο, αλλά αν οι συζητήσεις δεν οδηγήσουν σε λύση, η ΕΕ θα απαντήσει με αντίμετρα.

Οι Βρυξέλλες ελπίζουν σε μια άρση των αμερικανικών δασμών στον χάλυβα, το αλουμίνιο και στα αυτοκίνητα μέσω επίτευξης συμφωνίας.

Αξιωματούχοι της ΕΕ έχουν αποφύγει μια σκληρή ρητορική απέναντι στα βέλη Τραμπ σχετικά με τις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ και υπογραμμίζουν την ανάγκη για αξιόπιστες και προβλέψιμες εμπορικές σχέσεις. Στις 10 Απριλίου, οι Βρυξέλλες προέβησαν στα πρώτα αντίμετρα κατά των δασμών Τραμπ που πάγωσαν για 90 ημέρες, αλλά η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν τόνισε ότι όλες οι επιλογές παραμένουν στο τραπέζι όσον αφορά τα αντίμετρα.

Να υπερασπιστούμε τις «βαρετές δημοκρατίες» μας

Ο Ευρωπαίος επίτροπος Οικονομίας δήλωσε ότι η ΕΕ έχει ήδη προσφερθεί να αγοράσει περισσότερο αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) και να μειώσει τους δασμούς σε ορισμένα αγαθά και πρόσθεσε ότι οι Βρυξέλλες θα καλωσόριζαν περισσότερη σαφήνεια από την αμερικανική κυβέρνηση σχετικά με τις επιδιώξεις της.

Πρόσθεσε ότι το ευρωπαϊκό μπλοκ είναι και θα παραμείνει ένας αξιόπιστος και προβλέψιμος εμπορικός εταίρος.

Το μπλοκ των 27 έχει ήδη συνάψει εμπορικές συμφωνίες με 76 χώρες, έχει ολοκληρώσει πρόσφατα συνομιλίες για νέες ή ενισχυμένες συνεργασίες με το Μεξικό, την Ελβετία και τέσσερις χώρες της Νότιας Αμερικής στη Mercosur, συνεχίζει τις διαπραγματεύσεις με την Ινδία, την Ταϊλάνδη, τις Φιλιππίνες και την Ινδονησία και έχει ξεκινήσει εμπορικές συζητήσεις με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, είπε. «Αυτές οι εμπορικές συμφωνίες επιδιώκουν να δημιουργήσουν συνεργασίες win-win, οι οποίες είναι αξιόπιστες και βασισμένες σε κανόνες», είπε.

Στο πλαίσιο της ασφάλειας και της άμυνας, ο Τραμπ «είχε δίκιο που είπε ότι η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για την ασφάλειά της», τόνισε ο Ευρωπαίος αξιωματούχος.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η ΕΕ «πρέπει να αναλάβει το δίκαιο μερίδιο του βάρους μαζί με τους συμμάχους του ΝΑΤΟ, και ειδικότερα τις ΗΠΑ». «Είμαστε επίσης αποφασισμένοι να υποστηρίξουμε την Ουκρανία στον πόλεμό της κατά της ρωσικής επιθετικότητας μέχρι να επιτευχθεί μια δίκαιη και διαρκής ειρήνη», είπε.

Σημειώνοντας ότι η Ευρώπη έχει «μείνει πίσω» από τις ΗΠΑ και την Κίνα σε ορισμένες προηγμένες τεχνολογίες, ο Ντομπρόβσκις δήλωσε αποφασισμένος το ευρωπαϊκό μπλοκ να καλύψει αυτή τη διαφορά ως στρατηγική προτεραιότητα.

Παράλληλα σημείωσε πως σε περιόδους αναταραχής, η προβλεψιμότητα, το κράτος δικαίου και η προθυμία να τηρηθεί η βασισμένη σε κανόνες διεθνής τάξη γίνονται τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα της Ευρώπης. «Είμαστε δεσμευμένοι να κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να υπερασπιστούμε τις “βαρετές δημοκρατίες” μας, γιατί το “βαρετό” φέρνει βεβαιότητα και ένα ασφαλές καταφύγιο όταν αυτή η τάξη που βασίζεται σε κανόνες αμφισβητείται αλλού».

Αμερικανικό ενδιαφέρον για τη Γροιλανδία: Επίσημη επίσκεψη διακομματικής αποστολής στη Δανία

Με επικεφαλής τον ηγέτη της μειοψηφίας στη Βουλή των Αντιπροσώπων, Χακίμ Τζέφρις διακομματική αμερικανική αντιπροσωπεία θα μεταβεί εντός των ημερών στη Δανία, τη στιγμή που ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επαναφέρει στο προσκήνιο το αμερικανικό ενδιαφέρον για ενίσχυση της επιρροής των ΗΠΑ στη Γροιλανδία.

Σύμφωνα με ανακοίνωση του γραφείου Τζέφρις στις 22 Απριλίου, η αποστολή θα έχει ως βασικούς άξονες τη συζήτηση γύρω από τη διαρκή σημασία της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (NATO) και τη γεωπολιτική θέση της Γροιλανδίας.

Η διοίκηση Τραμπ έχει κατ’ επανάληψη τονίσει την κρίσιμη γεωστρατηγική αξία της Γροιλανδίας για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, επικαλούμενη το πλεονέκτημα της θέσης της πάνω σε σημαντικές αεροναυτικές αρτηρίες του Βορείου Ατλαντικού, τον φυσικό πλούτο σε μεταλλεύματα και τον ρόλο της στην επιτήρηση της ασφάλειας στην Αρκτική. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στη δανέζικη αυτή ημιαυτόνομη περιοχή λειτουργεί και μεγάλη αμερικανική στρατιωτική βάση.

Σε δείπνο με κυβερνήτες που παρέθεσε τον Ιανουάριο στο Μαρ-α-Λάγκο στη Φλόριντα, ο Τραμπ χαρακτήρισε πλέον «απαραίτητη» τη Γροιλανδία για τις ΗΠΑ, επισημαίνοντας τη ραγδαία άνοδο της στρατιωτικής παρουσίας Ρωσίας και Κίνας στην περιοχή. «Τα ρωσικά και κινεζικά πλοία βρίσκονται παντού, έχουν περικυκλώσει την περιοχή εδώ και καιρό,» σχολίασε χαρακτηριστικά. «Αυτός είναι ένας δίαυλος που χρειαζόμαστε για την εθνική μας ασφάλεια.»

Ο ίδιος ο Τραμπ ισχυρίστηκε ότι οι κάτοικοι της Γροιλανδίας «θα ήθελαν να γίνουν πολιτεία των ΗΠΑ», αναγνώρισε όμως ότι η Δανία δεν πρόκειται να αποδεχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Η απάντηση του Πρωθυπουργού της Γροιλανδίας, Μούτε Μπουρούπ Έγκεδε, ήταν άμεση προς τη διοίκηση Τραμπ: «Η Γροιλανδία δεν πωλείται,» διεμήνυσε σε ανάρτησή του στο Facebook, στις 5 Μαρτίου. «Δεν θέλουμε να είμαστε ούτε Αμερικανοί, ούτε Δανοί. Είμαστε Καλαάλοκ — ο λαός της Γροιλανδίας. Οι Αμερικανοί και ο ηγέτης τους πρέπει να το κατανοήσουν. Δεν είμαστε προς πώληση ούτε μπορούν να μας αρπάξουν. Το μέλλον μας το αποφασίζουμε οι ίδιοι στη Γροιλανδία.»

Οι δηλώσεις αυτές βρήκαν εξίσου αντίθετη και τη Δανία. Η Πρωθυπουργός της χώρας, Μέτε Φρεντέρικσεν, ξεκαθάρισε στις 2 Απριλίου: «Οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να πάρουν τον έλεγχο της Γροιλανδίας. Η Γροιλανδία ανήκει στους κατοίκους της,» ήταν το μήνυμα προς τους δημοσιογράφους.

Σύμφωνα με δημοσκόπηση του περασμένου Ιανουαρίου, το 56% των κατοίκων της Γροιλανδίας τάσσεται υπέρ της ανεξαρτησίας, ενώ μόλις το 28% εναντιώνεται και το 17% παραμένει αναποφάσιστο. Εντυπωσιακό είναι το ποσοστό των ερωτηθέντων, 85%, που απέρριψε το ενδεχόμενο ένωσης με τις ΗΠΑ.

Μαζί με τον Τζέφρις στην αποστολή συμμετέχουν οι Αμερικανοί βουλευτές Αν Γουάγκνερ (Ρεπουμπλικανή, Μιζούρι), Γκρέγκορι Μικς (Δημοκρατικός, Νέα Υόρκη), Μαντελίν Ντιν (Δημοκρατική, Πενσιλβάνια), Μέριλιν Στρίκλαντ (Δημοκρατική, Ουάσινγκτον), Γκρεγκ Λάντσμα (Δημοκρατικός, Οχάιο), Λόρα Φρίντμαν (Δημοκρατική, Καλιφόρνια), καθώς και η Ντελεγκέιτ Αμούα Αμάτα Κόουλμαν Ραντεβάγκεν (Ρεπουμπλικανή, Αμερικανική Σαμόα).

Η αμερικανική αντιπροσωπεία θα συνεχίσει το ταξίδι της στη Βρετανία, όπου αναμένεται να συναντηθεί τόσο με στελέχη της κυβέρνησης όσο και του ιδιωτικού τομέα. Στο επίκεντρο, η περαιτέρω ενίσχυση της στενής οικονομικής και αμυντικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, σε μία περίοδο γεωπολιτικής αβεβαιότητας.

Επόμενοι σταθμοί θα είναι το Ισραήλ και η Ιορδανία, με επίκεντρο τις περιφερειακές προκλήσεις που συνδέονται με το Ιράν και τους συμμάχους του, καθώς και την επιδίωξη εκεχειρίας στη Γάζα — με στόχους την επιστροφή των ομήρων και την άμεση ενίσχυση βοήθειας προς τους Παλαιστίνιους αμάχους. Μια τέτοια συμφωνία, επισημαίνει το γραφείο Τζέφρις, θα μπορούσε να θέσει τα θεμέλια για μια δίκαιη και μόνιμη ειρήνη στην περιοχή.

«Αποτελεί τιμή να ηγούμαι αυτής της αποστολής και προσδοκούμε ένα ταξίδι γόνιμο και πλούσιο σε εμπειρίες,» δήλωσε ο κ. Τζέφρις.

Βαρύ πρόστιμο σε Apple και Meta από την Κομισιόν για παραβίαση των ευρωπαϊκών κανονισμών

Σημαντικά πρόστιμα επέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στους τεχνολογικούς κολοσσούς Apple και Meta, συνολικού ύψους περίπου 700 εκατομμυρίων ευρώ (500 εκατ. ευρώ στην Apple και 200 εκατ. ευρώ στη Meta), μετά από διαπιστώσεις ότι περιόριζαν τις επιλογές των καταναλωτών, όπως ανακοίνωσε η Κομισιόν στις 22 Απριλίου.

Οι δύο εταιρείες κρίθηκαν ότι παραβίασαν τον Κανονισμό Ψηφιακών Αγορών (Digital Markets Act – DMA) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος θεσπίστηκε για να διασφαλίσει ότι οι μεγάλες πλατφόρμες – «πύλες» – λειτουργούν δίκαια και επιτρέπουν τον ανταγωνισμό.

Στο μικροσκόπιο το App Store – Υπόλογη η Apple

Η Apple βρέθηκε να μην τηρεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον DMA αναφορικά με το λεγόμενο «anti-steering», δηλαδή το δικαίωμα των προγραμματιστών που διανέμουν τις εφαρμογές τους μέσω του App Store να ενημερώνουν δωρεάν τους χρήστες για εναλλακτικές προσφορές εκτός App Store, να τους κατευθύνουν και να διευκολύνουν αγορές εκτός του οικοσυστήματος της Apple.

Όπως σημείωσε η Κομισιόν, η Apple επέβαλλε μια σειρά περιορισμών που εμπόδιζαν τους προγραμματιστές εφαρμογών να εκμεταλλεύονται πλήρως άλλα κανάλια διανομής, στερώντας έτσι από τους χρήστες τη δυνατότητα πρόσβασης σε φθηνότερες ή εναλλακτικές προτάσεις.

«Η εταιρεία απέτυχε να αποδείξει πως οι περιορισμοί αυτοί είναι αντικειμενικά αναγκαίοι ή αναλογικοί», ανέφερε η ανακοίνωση της Επιτροπής, ζητώντας από την Apple να άρει κάθε εμπορικό ή τεχνικό περιορισμό που αφορά το steering.

Meta: Στο στόχαστρο λόγω «consent or pay» διαφήμισης

Όσον αφορά τη Meta, το πρόστιμο συνδέεται με το μοντέλο διαφημίσεων που εισήγαγε το Νοέμβριο του 2023, σύμφωνα με το οποίο οι χρήστες Facebook και Instagram στην ΕΕ κλήθηκαν να επιλέξουν αν συναινούν στην αξιοποίηση των προσωπικών τους δεδομένων με σκοπό την προσωποποιημένη διαφήμιση ή αν θα καταβάλουν μηνιαία συνδρομή για να αποφεύγουν τις διαφημίσεις.

Η Κομισιόν έκρινε πως το μοντέλο αυτό δεν συνάδει με το DMA, διότι ο κανονισμός απαιτεί από τις «gatekeeper» πλατφόρμες να προσφέρουν μια εναλλακτική υπηρεσία, ισοδύναμη με αυτή των προσωποποιημένων διαφημίσεων, αλλά με περιορισμένη χρήση προσωπικών δεδομένων αν ο χρήστης δεν δώσει τη συναίνεση του. Σύμφωνα με την Κομισιόν, η Meta δεν έδωσε επαρκή και συγκεκριμένη επιλογή στους χρήστες για μια παρόμοια υπηρεσία με μικρότερη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.

Η απόφαση αφορά τη λειτουργία της Meta στην ΕΕ μέχρι τον Νοέμβριο του 2024. Έκτοτε, η εταιρεία υιοθέτησε νεότερη έκδοση του διαφημιστικού της μοντέλου, την οποία οι ευρωπαϊκές αρχές εξετάζουν αυτή τη στιγμή.

Τα πρώτα πρόστιμα για παράβαση του DMA 

Η Επιτροπή υπογράμμισε ότι τα πρόστιμα λαμβάνουν υπ’ όψιν τη «σοβαρότητα και τη διάρκεια της μη συμμόρφωσης». Αυτές είναι οι πρώτες καταδικαστικές αποφάσεις για παραβάσεις του DMA, ένα γεγονός που εκτιμάται ότι μπορεί να καθορίσει τη στάση ΕΕ-ΗΠΑ στον τομέα της τεχνολογίας.

Οι Apple και Meta οφείλουν να συμμορφωθούν με την απόφαση εντός 60 ημερών, διαφορετικά αναμένεται να τους επιβληθούν και πρόσθετα, περιοδικά πρόστιμα.

Αντιδράσεις από τη Meta 

Εκπρόσωπος της Meta, απαντώντας σε ερώτηση της Epoch Times, τόνισε πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιχειρεί να «θέσει σε μειονεκτική θέση τις επιτυχημένες αμερικανικές επιχειρήσεις, επιτρέποντας την ίδια στιγμή σε κινεζικές και ευρωπαϊκές εταιρείες να λειτουργούν υπό διαφορετικούς όρους».

«Το ζήτημα δεν είναι μόνο το πρόστιμο. Η παρέμβαση της Επιτροπής που μας αναγκάζει να αλλάξουμε το επιχειρηματικό μας μοντέλο, λειτουργεί πρακτικά ως δασμός πολλών δισεκατομμυρίων σε βάρος της Meta, ενώ μας υποχρεώνει να παρέχουμε μια υποβαθμισμένη υπηρεσία», σχολίασε ο ίδιος εκπρόσωπος, προσθέτοντας ότι οι περιορισμοί στην προσωποποιημένη διαφήμιση πλήττουν τελικά και τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και οικονομίες.

Η Apple αρνήθηκε να σχολιάσει, μέχρι τη στιγμή της δημοσίευσης του ρεπορτάζ.

ΗΠΑ–ΕΕ: Σε τροχιά τεχνολογικής σύγκρουσης

Οι εξελίξεις στα πρόστιμα έρχονται τη στιγμή που οι εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ–Ευρώπης είναι τεταμένες. Η διοίκηση Τραμπ έχει ήδη επιβάλει μια σειρά δασμών στην ΕΕ (25% σε αλουμίνιο, χάλυβα, αυτοκίνητα και 20% σε αντισταθμιστικούς δασμούς, αν και προσωρινά έχουν παγώσει).

Η αμερικανική κυβέρνηση έχει εκφράσει την ανησυχία ότι ξένες κυβερνήσεις στοχοποιούν τις αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες. Τον Φεβρουάριο, ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε μνημόνιο για την προστασία των αμερικανικών επιχειρήσεων από αυτό που αποκάλεσε «εκβιασμό από το εξωτερικό».

«Οι κανονισμοί που ορίζουν πώς λειτουργούν οι αμερικανικές εταιρείες στην ΕΕ, όπως ο Κανονισμός Ψηφιακών Αγορών και ο Κανονισμός Ψηφιακών Υπηρεσιών, θα τύχουν ενδελεχούς ελέγχου από την κυβέρνηση», σύμφωνα με σχετικό ενημερωτικό σημείωμα του Λευκού Οίκου.

Η επιβολή φόρων στις ψηφιακές υπηρεσίες, τα πρόστιμα ή η υποχρέωση να υιοθετήσουν οι αμερικανικές εταιρείες συγκεκριμένες πολιτικές και πρακτικές μπορεί να συναντήσουν «αντίρροπες ενέργειες, όπως δασμούς».

Πρόσφατα, ο σύμβουλος εμπορικής πολιτικής του Τραμπ, Πήτερ Ναβάρο, κατηγόρησε την ΕΕ για «πόλεμο μέσω νομοθεσίας» κατά των αμερικανικών τεχνολογικών επιχειρήσεων. Η ΕΕ, από την πλευρά της, ξεκαθαρίζει ότι δεν προτίθεται να υποχωρήσει όσον αφορά τους ψηφιακούς κανονισμούς της στο πλαίσιο των εμπορικών διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ, ενώ μεγάλες εταιρείες σαν τη Meta και τη Google ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωπες με φόρους επί των διαφημιστικών τους εσόδων στην ευρωπαϊκή αγορά.

Αναβλήθηκε επ’ αόριστον η σύνοδος υπουργών Εξωτερικών για την Ουκρανία στο Λονδίνο

Επ’ αόριστον αναβλήθηκε η προγραμματισμένη συνάντηση υπουργών Εξωτερικών στο Λονδίνο με αντικείμενο τις προτάσεις ειρήνευσης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, επιβεβαίωσε το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών, μετά την ξαφνική ακύρωση του ταξιδιού του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο.

Σύμφωνα με ανακοίνωση του Foreign Office, που επικαλείται η εφημερίδα The Guardian, «η σημερινή συνάντηση κορυφής με υπουργούς Εξωτερικών για το ουκρανικό ζήτημα αναβάλλεται». Από την ίδια πηγή διευκρινίστηκε ότι οι συνομιλίες θα συνεχιστούν σε υπηρεσιακό επίπεδο, αλλά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

Η ανακοίνωση εκδόθηκε τα ξημερώματα της 23ης Απριλίου, λίγες μόλις ώρες πριν από την προγραμματισμένη έναρξη των διαβουλεύσεων με τη συμμετοχή ηγετών της Δύσης και της Ουκρανίας.

Η απροσδόκητη εξέλιξη ήρθε σχεδόν ταυτόχρονα με την απόφαση του Μάρκο Ρούμπιο να ματαιώσει τη συμμετοχή του, καθώς θα ηγείτο της αμερικανικής αντιπροσωπείας στη συνάντηση του Λονδίνου.

Τελικά, στη συνάντηση συμμετείχαν – με μειωμένη σύνθεση – οι υπουργοί Εξωτερικών της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ουκρανίας, υπό την προεδρία του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών, Ντέηβιντ Λάμμυ.

Το βράδυ της 22ας Απριλίου, ο Ρούμπιο επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Λάμι, διαβεβαιώνοντας ότι σκοπεύει να επαναπρογραμματίσει επίσκεψη στο Λονδίνο τους προσεχείς μήνες, ώστε να συνεχίσει τη συνεργασία μετά τις τρέχουσες «τεχνικές διαβουλεύσεις».

Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Χ, ο Αμερικανός ΥΠΕΞ ανέφερε: «Είχα σήμερα μια παραγωγική συνομιλία με τον υπουργό Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, Ντέηβιντ Λάμμυ. Εξέφρασα την ευγνωμοσύνη μου για τη φιλοξενία της αμερικανικής αντιπροσωπείας, με επικεφαλής τον Ειδικό Απεσταλμένο του Προέδρου, Κέλλογκ. Η ομάδα μας ανυπομονεί για ουσιαστικές και εποικοδομητικές τεχνικές συζητήσεις με Βρετανούς και Ουκρανούς συνομιλητές. Ελπίζω να επανέλθω στο Λονδίνο μόλις ολοκληρωθούν οι τρέχουσες συζητήσεις.»

Αμεση ήταν και η απάντηση του Ντέηβιντ Λάμμυ, που υπογράμμισε πως το Ηνωμένο Βασίλειο συνεργάζεται στενά με τις ΗΠΑ, την Ουκρανία και τις ευρωπαϊκές χώρες για επίτευξη ειρήνης και τερματισμό της «παράνομης εισβολής του Πούτιν». «Βρισκόμαστε», σημείωσε χαρακτηριστικά, «σε μια κρίσιμη καμπή για την Ουκρανία, τη Βρετανία και την ευρωατλαντική ασφάλεια».

Οι «κόκκινες γραμμές» στη διαπραγμάτευση

Τη συνάντηση στο Λονδίνο ακολούθησε αντίστοιχη που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι στις 17 Απριλίου, όπου ανώτατοι αξιωματούχοι από ΗΠΑ, Ευρώπη και Ουκρανία επεδίωξαν να χαράξουν κοινή στρατηγική για τον τερματισμό του πολέμου που διαρκεί εδώ και τρία χρόνια.

Η συνάντηση του Παρισιού σηματοδότησε την πρώτη μεγάλη απόπειρα συντονισμού θέσεων μεταξύ του Κιέβου και των δυτικών συμμάχων του μετά την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ο οποίος είχε υποσχεθεί ταχεία κατάπαυση των εχθροπραξιών.

Ο Μάρκο Ρούμπιο, μαζί με τον ειδικό απεσταλμένο των ΗΠΑ Στηβ Ουίτκοφ, συμμετείχε ενεργά στη σύνοδο και μίλησε αργότερα για ένα πλαίσιο ειρήνευσης που προτάθηκε από την αμερικανική πλευρά, το οποίο, όπως ισχυρίστηκε, έτυχε «θετικής υποδοχής».

Ωστόσο, ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών, Ζαν-Νοέλ Μπαρό, ξεκαθάρισε πως οι Ευρωπαίοι εταίροι απέρριψαν ορισμένες κρίσιμες πτυχές της αμερικανικής πρότασης, χαρακτηρίζοντάς τες «απαράδεκτες». «Ο μόνος σκοπός που μας αφορά είναι η προάσπιση των γαλλικών συμφερόντων και της ευρωπαϊκής ασφάλειας», δήλωσε στις 22 Απριλίου, εξηγώντας πως «καθώς οι ΗΠΑ αναλαμβάνουν ρόλο διαμεσολαβητή, οφείλουμε να καταστήσουμε σαφείς τις ‘κόκκινες γραμμές’ μας».

Στο μεταξύ, η αναπληρώτρια πρωθυπουργός και υπουργός Οικονομίας της Ουκρανίας, Γιούλια Σβιριέντενκο, επανέλαβε δημόσια τη θέση της χώρας της: «Καθώς η ουκρανική αντιπροσωπεία συναντά σήμερα στο Λονδίνο τους εταίρους της, διατρανώνουμε την αρχή μας: Η Ουκρανία είναι έτοιμη για διαπραγματεύσεις, όχι όμως για παράδοση», τόνισε σε ανάρτησή της. «Δεν πρόκειται να υπογραφεί καμία συμφωνία που θα ενισχύει τα ερείσματα της Ρωσίας ώστε να επανέλθει με μεγαλύτερη σκληρότητα. Ο λαός μας δεν θα δεχθεί ούτε μια ‘παγωμένη σύγκρουση’ που θα παρουσιαστεί ως λύση. Δεν πρόκειται ποτέ να αναγνωρίσουμε την προσάρτηση της Κριμαίας. Και αν δεν υπάρξει ένταξη στο ΝΑΤΟ, η Ουκρανία απαιτεί δεσμευτικές εγγυήσεις ασφαλείας, δυνατές να αποτρέψουν μελλοντική επιθετικότητα.»

Ερωτώμενος για την αιφνίδια αναβολή της συνόδου στο Λονδίνο, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, απέδωσε την εξέλιξη στην αδυναμία των ΗΠΑ, των ευρωπαϊκών κρατών και της Ουκρανίας να συμφωνήσουν σε κοινό πλαίσιο ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων. «Απ’ όσο γνωρίζουμε, δεν κατέστη δυνατό να υπάρξει σύγκλιση θέσεων, οπότε η συνάντηση δεν πραγματοποιήθηκε», δήλωσε, σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TASS.

Στις 18 Απριλίου, τόσο ο Τραμπ όσο και ο Ρούμπιο είχαν προειδοποιήσει πως οι ΗΠΑ ενδέχεται να αποσυρθούν από τις προσπάθειες διαμεσολάβησης εάν δεν υπάρξουν σαφή δείγματα προόδου.

Με πληροφορίες από το Reuters

Ο Λευκός Οίκος διαψεύδει το ενδεχόμενο μονομερούς μείωσης δασμών στην Κίνα

Σε διαψεύσεις προχώρησαν το βράδυ της Τετάρτης αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης σχετικά με αναφορές ότι η Ουάσιγκτον εξετάζει μονομερείς μειώσεις των δασμών στις κινεζικές εισαγωγές, στο πλαίσιο προσπάθειας αποκλιμάκωσης των εμπορικών εντάσεων με το Πεκίνο.

Ο υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσσεντ, κλήθηκε να απαντήσει εάν η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο μονομερούς μείωσης δασμών προς την Κίνα. «Ουδεμία τέτοια σκέψη υπάρχει», ανέφερε κατηγορηματικά.

Ωστόσο, ο Μπέσσεντ σημείωσε πως κανένας από τις δύο πλευρές δεν πιστεύει ότι τα τρέχοντα επίπεδα δασμών μπορούν να διατηρηθούν επ’ αόριστον, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο μειώσεων μέσω αμοιβαίας συμφωνίας. «Δεν θα με εξέπληττε αν δούμε κάποια μείωση, αλλά σε συνεννόηση των δύο μερών», είπε κατά τη διάρκεια εκδήλωσης του Institute of International Finance στην Ουάσιγκτον.

Παράλληλα, ο Λευκός Οίκος σχολίασε αυστηρά δημοσίευμα που ήθελε τον πρόεδρο Τραμπ να εξετάζει δραστική μείωση των δασμών στις εισαγωγές από την Κίνα προκειμένου να πέσουν οι τόνοι της εμπορικής αντιπαράθεσης. «Αυτά είναι καθαρά φήμες», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Κους Ντεσάι, στην Epoch Times.

«Ο πρόεδρος Τραμπ ήταν σαφής: η Κίνα πρέπει να προχωρήσει σε συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι αποφάσεις για τους δασμούς θα ανακοινωθούν μόνο από τον ίδιο. Ό,τι άλλο κυκλοφορεί είναι απλώς φήμες», υπογράμμισε ο εκπρόσωπος.

Οι τοποθετήσεις αυτές ήρθαν ως απάντηση σε δημοσίευμα της Wall Street Journal (23 Απριλίου), σύμφωνα με το οποίο ανώνυμοι αξιωματούχοι άφηναν να εννοηθεί ότι επίκειται μείωση των αμερικανικών δασμών σε ορισμένες κινεζικές εισαγωγές ή ακόμη και μείωση άνω του 50% σε κάποιες περιπτώσεις, ως συμβιβαστική κίνηση αποκλιμάκωσης.

Σύμφωνα με το ίδιο ρεπορτάζ, υψηλόβαθμος κυβερνητικός αξιωματούχος φέρεται να εκτιμούσε ότι οι δασμοί ίσως περιοριστούν στο 50-65% από τα τρέχοντα επίπεδα.

Στο ερώτημα αν επίκειται μονομερής μείωση, αξιωματούχος της αμερικανικής κυβέρνησης ξεκαθάρισε ότι οποιαδήποτε αλλαγή στους δασμούς θα προκύψει μόνο μετά από διαπραγμάτευση και συνεννόηση με το Πεκίνο.

Από το προεδρικό γραφείο, ο Ντόναλντ Τραμπ προέβη σε σύντομες δηλώσεις την Τετάρτη, επισημαίνοντας ότι οι δασμοί που επέβαλε στις κινεζικές εισαγωγές έχουν ήδη αρχίσει να αποφέρουν οφέλη στα αμερικανικά ταμεία. Υπογράμμισε πως όλα τα κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, προσβλέπουν σε διαπραγματεύσεις εμπορικής συμφωνίας με την αμερικανική κυβέρνηση.

«Η Αμερική δεν πρόκειται πια να χάνει χρήματα από το παγκόσμιο εμπόριο», σχολίασε ο πρόεδρος, κατηγορώντας Κίνα και Ευρωπαϊκή Ένωση ότι εκμεταλλεύονταν για χρόνια τη χώρα του. «Η συμφωνία με την Κίνα θα είναι δίκαιη και ξέρουν ότι πλέον δεν μπορούν να εκμεταλλεύονται τις ΗΠΑ.»

Ο Τραμπ δεν έκανε αναφορά σε κανένα σχέδιο μονομερούς μείωσης δασμών κατά της Κίνας.

Ήδη, σύμφωνα με πρόσφατα ρεπορτάζ της Epoch Times, η επιβολή των αμερικανικών δασμών έχει αντίκτυπο στην κινεζική οικονομία: επιχειρήσεις και εργαζόμενοι δηλώνουν αιφνιδιασμένοι, παρατηρείται μείωση παραγγελιών από ΗΠΑ και ορισμένες βιομηχανίες λαμβάνουν έκτακτα μέτρα επιβίωσης. Κινεζικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατακλύζονται από βίντεο και αναρτήσεις που προειδοποιούν για μαζικές απολύσεις και αναγκαστικές «διακοπές εργασίας», μέσα σε ένα περιβάλλον υψηλής ανεργίας, συρρίκνωσης κερδοφορίας και μειωμένων επενδύσεων.

Σε τελετή ορκωμοσίας του νέου προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Πολ Άτκινς, στις 22 Απριλίου, ο Τραμπ επανέλαβε πως «θα φερθούμε καλά στην Κίνα» και δεν σκοπεύει να υιοθετήσει σκληρή στάση απέναντι στον ηγέτη της χώρας, Σι Τζινπίνγκ. Από το Οβάλ Γραφείο τόνισε ότι μια νέα συμφωνία δεν θα προβλέπει δασμούς κοντά στο 145%, επισημαίνοντας ότι το ισχύον ποσοστό θα μειωθεί αισθητά, αλλά δεν θα εκμηδενιστεί.

«Πιστεύω ότι και οι δύο πλευρές θα είναι ικανοποιημένες και θα συνυπάρξουμε ειρηνικά — ιδανικά, θα συνεργαστούμε στενά», δήλωσε ο πρόεδρος, διευκρινίζοντας ότι αν τελικά δεν επιτευχθεί συμφωνία, τότε οι ΗΠΑ θα καθορίσουν τους δασμούς.

Την Τρίτη, σε κλειστή συνάντηση με επενδυτές στην Ουάσιγκτον, ο υπουργός Οικονομικών Μπέσσεντ εξέφρασε την αισιοδοξία πως «πολύ σύντομα» θα σημειωθεί αποκλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στις δύο οικονομικές υπερδυνάμεις, σύμφωνα με παρευρισκόμενο στη συνάντηση.

Υπενθυμίζεται πως στις αρχές του μήνα, η αμερικανική κυβέρνηση προχώρησε στην επιβολή δασμών έως και 245% σε προϊόντα κινεζικής προέλευσης, με το Πεκίνο να απαντά με δασμούς έως 125% σε αμερικανικά αγαθά. Σήμερα, οι δασμοί σε πολλές κινεζικές εισαγωγές φτάνουν το 145%. Όπως διευκρίνισε ο Λευκός Οίκος, κάποια προϊόντα, όπως τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και οι σύριγγες, επιβαρύνονται με συνδυαστικούς δασμούς έως 245%, λόγω διαφόρων μέτρων που έχουν επιβληθεί κατά καιρούς τόσο από την τρέχουσα όσο και από την προγενέστερη διοίκηση, περιλαμβανομένων των δασμών του άρθρου 301 και πρόσθετων μέτρων κατά κινεζικών εταιριών για τη διακίνηση πρόδρομων ουσιών φαιντανύλης.

Με τη συμβολή των Andrew Moran και Leo Timm

ΗΠΑ: Πρωτοβουλίες για μεταρρυθμίσεις σε ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζα – Τέρμα στις «παρεκτροπές» από την αποστολή τους

Σε μια περίοδο αυξανόμενων προκλήσεων για τη διεθνή οικονομία, οι Ηνωμένες Πολιτείες δηλώνουν έτοιμες να στηρίξουν βαθιές αλλαγές στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και την Παγκόσμια Τράπεζα, με γνώμονα τη διατήρηση της παγκόσμιας οικονομικής σταθερότητας, όπως ξεκαθάρισε ο υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσσεντ, στις 23 Απριλίου.

Ο επικεφαλής του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών παρουσίασε το όραμά του για τους δύο θεσμούς καθώς και τη συμμετοχή της Αμερικής σε αυτούς, ανακοινώνοντας την πρόθεση της Ουάσιγκτον να ενισχύσει τον ηγετικό της ρόλο σε μια περίοδο που προωθούνται μεταρρυθμίσεις με στόχο την αποκατάσταση της ισορροπίας στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

«Πρώτα η Αμερική δεν σημαίνει μόνο η Αμερική», τόνισε χαρακτηριστικά ο Μπέσσεντ, σε εκδήλωση του Institute of International Finance. «Χρειάζονται αποφασιστικές μεταρρυθμίσεις ώστε τα ιδρύματα του Bretton Woods να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των εταίρων τους — κι όχι το αντίστροφο».

Ο Αμερικανός ΥΠΟΙΚ υποστήριξε πως παρά τη διαχρονική αξία του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι οργανισμοί αυτοί σταδιακά έχασαν τον προσανατολισμό τους, διευρύνοντας αλόγιστα το πεδίο δράσης τους και ξεφεύγοντας από τον βασικό τους ρόλο.

«Τόσο το ΔΝΤ όσο και η Παγκόσμια Τράπεζα έχουν κρίσιμο ρόλο στη διεθνή οικονομική τάξη, και η κυβέρνηση Τραμπ είναι έτοιμη να συνεργαστεί μαζί τους — αρκεί να επιστρέψουν στην αποστολή τους», επανέλαβε.

Τα τελευταία χρόνια, το ΔΝΤ ασχολείται ολοένα και περισσότερο με θέματα όπως η κλιματική αλλαγή, το φύλο και τα κοινωνικά ζητήματα, παραμερίζοντας τον θεμελιώδη του ρόλο για τον διεθνή νομισματικό συντονισμό και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

«Αυτά τα ζητήματα δεν ανήκουν στην αποστολή του ΔΝΤ», δήλωσε ο Μπέσσεντ. «Η διασπορά των πόρων του ταμείου σε τέτοιους τομείς αποδυναμώνει το έργο του σε καίρια μακροοικονομικά ζητήματα. Οφείλουμε να επαναφέρουμε το ΔΝΤ στον βασικό του ρόλο».

Οι τοποθετήσεις αυτές εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο εσωτερικού αμερικανικού διαλόγου, με πλήθος κυβερνητικών αξιωματούχων να εκφράζουν ανησυχίες για τον προσανατολισμό των διεθνών οργανισμών και για τον εκφυλισμό των κριτηρίων συμμετοχής και συνδρομής. Η διοίκηση Τραμπ προχωρά έτσι σε συνολική επανεξέταση της αμερικανικής παρουσίας σε διεθνείς θεσμούς και προγράμματα εξωτερικής βοήθειας.

Με την επάνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκοι, οι ανησυχίες έχουν κορυφωθεί όσον αφορά την πιθανή αποχώρηση των ΗΠΑ από το ΔΝΤ, μία κίνηση που θα άλλαζε ριζικά το σύστημα ψήφων εντός του οργανισμού.

Σήμερα, οι ΗΠΑ διαθέτουν το 16% των ψήφων στο ΔΝΤ, ενώ ακολουθούν η Ιαπωνία και η Κίνα με 6% έκαστη, και η Γερμανία με 5%. Ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, Άντριου Μπέιλι, υποστήριξε ότι μια πιθανή αποχώρηση των ΗΠΑ θα οδηγούσε σε «τεμαχισμό της παγκόσμιας οικονομίας».

Το λογότυπο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) στην έδρα του στην Ουάσιγκτον, 10 Μαΐου 2018. (Yuri Gripas/Reuters)

 

«Η στήριξη και η συμμετοχή μας σε πολυμερείς θεσμούς όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα είναι ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας», ανέφερε ο Μπέιλι, μιλώντας στο BBC τον Φεβρουάριο.

Η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ προβλέπει επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης, εκτιμώντας ότι το 2025 ο παγκόσμιος ρυθμός ανάπτυξης θα υποχωρήσει στο 2,8% από το 3,3% του 2024. Στις ΗΠΑ, η ανάπτυξη προβλέπεται να περιοριστεί φέτος στο 1,8% έναντι 2,8% το προηγούμενο έτος. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι αποδίδουν το φαινόμενο στην επιθετική ατζέντα δασμών που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση Τραμπ.

«Η έντονη κλιμάκωση στην ένταση του εμπορίου και η πρωτοφανής αβεβαιότητα για την πολιτική προβλέπεται να επηρεάσουν σημαντικά την παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα», αναφέρει η σχετική έκθεση.

Η Κίνα στο επίκεντρο

Ο Μπέσσεντ αφιέρωσε σημαντικό μέρος της ομιλίας του στο θέμα των δανείων της Παγκόσμιας Τράπεζας προς χώρες που έχουν πλέον πετύχει υψηλό ρυθμό ανάπτυξης — με έμφαση στην Κίνα.

Όπως είπε, θεωρεί «παράλογο» να αντιμετωπίζεται η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου ως αναπτυσσόμενη χώρα: «Η Παγκόσμια Τράπεζα εξακολουθεί να χορηγεί δάνεια κάθε χρόνο σε χώρες που πληρούν τα κριτήρια μεταπήδησης από το στάδιο του δανειολήπτη. Αυτή η πρακτική δεν δικαιολογείται, αποσπά χρήσιμους πόρους από πιο ουσιαστικές προτεραιότητες και εμποδίζει την ανάπτυξη των ιδιωτικών αγορών. Ταυτόχρονα, αποθαρρύνει τις χώρες από το να αυτονομηθούν και να στηριχθούν στον ιδιωτικό τομέα και στη δημιουργία θέσεων εργασίας.»

Η Παγκόσμια Τράπεζα εφαρμόζει διαφορετικά κριτήρια και όρους δανεισμού, ανάλογα με την οικονομική δυναμική και αξιοπιστία κάθε χώρας. Έτσι, στις χώρες χαμηλού εισοδήματος προσφέρονται ευνοϊκότεροι όροι δανεισμού, όπως μεγαλύτερες περίοδοι αποπληρωμής και χαμηλότερα επιτόκια.

Παρά το μέγεθός της, η Κίνα συνεχίζει να λαμβάνει δάνεια, με την Παγκόσμια Τράπεζα να επικαλείται ενδογενείς αναπτυξιακές ανισότητες και περιβαλλοντικές προκλήσεις.

Ο Μπέσσεντ, ωστόσο, επέμεινε πως η Κίνα οφείλει να αναβαθμίσει τον ρόλο της στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, σταματώντας να στηρίζεται σε ευνοϊκές πρακτικές και συνεισφέροντας στην εξισορρόπηση της παγκόσμιας οικονομίας: «Εάν η Κίνα θέλει να διαδραματίσει έναν ρόλο που να ανταποκρίνεται στη βαρύτητά της, πρέπει να περάσει στο επόμενο επίπεδο», τόνισε, επαναλαμβάνοντας ότι η χώρα πρέπει να στηριχθεί στην εσωτερική ζήτηση ενώ οι ΗΠΑ ενισχύουν την παραγωγική τους βάση.

«Επί σειρά ετών, οι σκόπιμες πολιτικές άλλων χωρών υπονόμευσαν τη βιομηχανική βάση της Αμερικής και αποδυνάμωσαν τις κρίσιμες εφοδιαστικές αλυσίδες, δημιουργώντας κινδύνους ακόμη και για την εθνική μας ασφάλεια», προσέθεσε.

Την τελευταία δεκαετία έχει ενισχυθεί αισθητά η επιρροή της Κίνας στους δύο οργανισμούς. Μάλιστα, οι οικονομολόγοι της Παγκόσμιας Τράπεζας, σε μελέτη του 2023, εντόπισαν ότι η Κίνα έχει αναδειχθεί σε δανειστή «ύστατης καταφυγής» στην παγκόσμια οικονομία.

Το Πεκίνο προσφέρει διασώσεις κυρίως σε χώρες που συμμετέχουν στην Πρωτοβουλία «Μία ζώνη, ένας δρόμος» (Belt and Road Initiative – BRI), συχνά με αυξημένα επιτόκια και με σκοπό να διατηρηθεί η αποπληρωμή των κινεζικών χρεών.

«Συνολικά, η Κίνα έχει δημιουργήσει ένα σύστημα “διασώσεων στο BRI”, βοηθώντας τις δανειολήπτριες χώρες να αποφύγουν τη χρεοκοπία και να διατηρήσουν τις πληρωμές τους τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα», τονίζεται στη μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας. «Ο ρόλος της Κίνας ως διεθνούς διαχειριστή κρίσεων μπορεί να συγκριθεί με τον ρόλο του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών σε περιόδους οικονομικής κρίσης στη Λατινική Αμερική στο παρελθόν.»

Για το 2025, το ΔΝΤ προβλέπει ανάπτυξη στην Κίνα της τάξης του 4%, χαμηλότερη κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις.