Δευτέρα, 21 Ιούλ, 2025

Κορυφαίοι Αμερικανοί αξιωματούχοι ενώπιον δικαιοσύνης για συνομιλίες στο Signal

Μήνυση κατατέθηκε στις 25 Μαρτίου από την αμερικανική ομάδα διαφάνειας «American Oversight» κατά των κορυφαίων αξιωματούχων της κυβέρνησης Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, για την πρόσφατη χρήση της εφαρμογής ανταλλαγής μηνυμάτων Signal. Σύμφωνα με το κείμενο της προσφυγής που κατατέθηκε σε ομοσπονδιακό δικαστήριο στην Ουάσινγκτον, οι εν λόγω αξιωματούχοι χρησιμοποίησαν τη συγκεκριμένη εφαρμογή για μηνύματα επιχειρησιακού περιεχομένου, τα οποία στη συνέχεια διαγράφηκαν, παραβαίνοντας έτσι την Ομοσπονδιακή Νομοθεσία περί Αρχείων (Federal Records Act).

Η «American Oversight» είχε υποβάλει νωρίτερα εφέτος στην κυβέρνηση αιτήματα βάσει του Νόμου για την Ελευθερία πρόσβασης στην Πληροφόρηση (Freedom of Information Act), ζητώντας από διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες – μεταξύ των οποίων το Πεντάγωνο – πρόσβαση στα αρχεία των συνομιλιών μέσω Signal. Ωστόσο, λόγω της φύσης της εφαρμογής, που δεν μεταφέρει μηνύματα σε επίσημα κανάλια επικοινωνίας και αρχειοθέτησης, η πρόσβαση στα συγκεκριμένα δεδομένα θεωρείται αδύνατη.

Σε ξεχωριστό αίτημα προς το δικαστήριο, η οργάνωση ζητά την άμεση διακοπή κάθε ενέργειας που αφορά καταστροφή αρχείων του Signal, καθώς και την υποχρέωση των αρμοδίων αρχών να προχωρήσουν στην ανάκτηση των ήδη διαγραμμένων μηνυμάτων και στην ενημέρωση της υπηρεσίας Εθνικών Αρχείων των ΗΠΑ (National Archives).

Η επίμαχη συνομιλία περιελάμβανε μεταξύ άλλων τον υπουργό Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, τον υπουργό Εξωτερικών και αναπληρωτή αρχειονόμο Μάρκο Ρούμπιο, τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Μάικ Γουόλτζ, καθώς και άλλους κυβερνητικούς παράγοντες, με κεντρικό θέμα τις αμερικανικές επιχειρήσεις ενάντια σε Χούτι τρομοκράτες στη Μέση Ανατολή.

Η αποκάλυψη αυτών των συνομιλιών έγινε μετά την εισαγωγή στο chat του επικεφαλής σύνταξης του περιοδικού The Atlantic, Τζέφρι Γκόλντμπεργκ, γεγονός για το οποίο ανέλαβε την ευθύνη ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Μάικ Γουόλτζ. Για την έρευνα της διαρροής αποτελεί κεντρικό πρόσωπο και ο σύμβουλος του Λευκού Οίκου Έλον Μασκ, ενώ εν μέσω των αντιδράσεων, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ήδη ότι πιθανότατα οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι θα σταματήσουν τη χρήση του Signal.

Οι κυβερνητικοί δικηγόροι από την πλευρά τους αντέτειναν, σύμφωνα με έγγραφα που κατατέθηκαν στο δικαστήριο, ότι οι ισχυρισμοί της «American Oversight» πως οι αξιωματούχοι δεν έπραξαν τα δέοντα για να αποτρέψουν τη διαγραφή των μηνυμάτων από το Signal «δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο» και ότι ήδη έχουν γίνει βήματα για ανάκτηση μέρους αυτών των μηνυμάτων.

Η υπόθεση ανατέθηκε στον ομοσπονδιακό δικαστή Τζέιμς Μπόσμπεργκ, ο οποίος πρόσφατα απασχόλησε την επικαιρότητα μέσω άλλων δικαστικών αποφάσεων εις βάρος της κυβέρνησης Τραμπ. Ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ, σχολιάζοντας την ανάθεση, ζήτησε περαιτέρω διερεύνηση για τον πιθανό μεροληπτικό τρόπο επιλογής των δικαστών στην Ουάσινγκτον και ζήτησε την απομάκρυνση του δικαστή. Ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, Τζον Ρόμπερτς, απάντησε ωστόσο πως «η απομάκρυνση δεν είναι αρμόδια απάντηση σε διαφωνίες σχετικά με δικαστικές αποφάσεις».

Η παραπάνω νομική διαμάχη έχει ήδη τη δυναμική να προκαλέσει περαιτέρω πολιτικές και νομικές επιπλοκές για την κυβέρνηση Τραμπ εν όψει των προεδρικών εκλογών, αναδεικνύοντας το σοβαρό ζήτημα διαφάνειας και διαχείρισης ευαίσθητων πληροφοριών. Ο τρόπος χειρισμού της από το δικαστήριο αναμένεται να έχει σημαντικές συνέπειες τόσο για την κυβερνητική λειτουργία, όσο και για τις πρακτικές διαχείρισης επικοινωνιών των κορυφαίων κυβερνητικών παραγόντων στο μέλλον.

Σε έναν κόσμο όπου αυτά τα ζητήματα διαφάνειας και λογοδοσίας κατέχουν κεντρικό ρόλο στη δημόσια συζήτηση, η τελική έκβαση αυτής της δίκης θα μπορούσε να σηματοδοτήσει αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο κυβερνήσεις διαχειρίζονται ευαίσθητα δεδομένα και επικοινωνιακές πρακτικές. Μέχρι τότε, η αμερικανική κοινή γνώμη θα παρακολουθεί τις εξελίξεις με έντονο ενδιαφέρον.

Ο Τραμπ αποσύρει την υποψηφιότητα της Στεφάνικ για πρέσβειρα των ΗΠΑ στον ΟΗΕ

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ απέσυρε την Τετάρτη 27 Μαρτίου την υποψηφιότητα της Ρεπουμπλικανής βουλευτού Ελίζ Στεφάνικ για το αξίωμα της πρέσβειρας των ΗΠΑ στον ΟΗΕ. Την απόφαση ανακοίνωσε ο ίδιος ο Τραμπ μέσω ανάρτησης στο κοινωνικό δίκτυο Truth Social, επικαλούμενος την οριακή πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή των Αντιπροσώπων.

«Καθώς προωθούμε την ατζέντα “Πρώτα η Αμερική”, είναι ζωτικής σημασίας να διατηρήσουμε ΚΑΘΕ ρεπουμπλικανική έδρα στο Κογκρέσο», δήλωσε ο κ. Τραμπ. Πρόσθεσε πως η Στεφάνικ αποτελεί μία από τους πιο σημαντικούς συμμάχους του, σημειώνοντας ότι της ζήτησε να παραμείνει στη Βουλή «για να βοηθήσει στην υλοποίηση ιστορικών φορολογικών περικοπών, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την ενεργειακή κυριαρχία και την πολιτική ειρήνης μέσω ισχύος, ώστε να κάνουμε την Αμερική σπουδαία ξανά».

«Με μια τόσο οριακή πλειοψηφία, δεν θέλω να διακινδυνεύσω να διεκδικήσει άλλος την έδρα της Ελίζ», τόνισε ο Τραμπ, υποστηρίζοντας ότι η κ. Στεφάνικ θα ενταχθεί στην κυβέρνησή του στο μέλλον.

Η κ. Στεφάνικ επιβεβαίωσε νωρίτερα την αποχώρησή της από τη θέση προέδρου της διάσκεψης (conference chairwoman) των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή, την οποία κατείχε πριν από την προτεινόμενη υποψηφιότητά της για τον ΟΗΕ. Η θέση αυτή καλύφθηκε ήδη από τη βουλευτή Λάιζα ΜακΚλέιν του Μίσιγκαν. Προς το παρόν, παραμένει ασαφές ποιο ρόλο θα αναλάβει η κ. Στεφάνικ μετά την επιστροφή της ηγετική ομάδα των Ρεπουμπλικανών.

Ο πρόεδρος της Βουλής, Μάικ Τζόνσον, ανακοίνωσε μέσω της πλατφόρμας X ότι η Στεφάνικ θα γίνει εκ νέου δεκτή στην ηγετική ομάδα του κόμματος: «Η συμφωνία της Ελίζ να αποσυρθεί από την υποψηφιότητα μάς επιτρέπει να διατηρήσουμε ένα από τα πιο δυναμικά και αποφασιστικά μέλη στη Βουλή, ώστε να προωθήσουμε τις πολιτικές “Πρώτα η Αμερική” του προέδρου Τραμπ».

Κατά την πολύκροτη ακρόαση στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας στις 21 Ιανουαρίου 2025, η κ. Στεφάνικ κατήγγειλε το «αντισημιτικό κλίμα» στον ΟΗΕ, εκτιμώντας ότι οι αμερικανικοί φορολογικοί πόροι «δεν θα πρέπει να ενισχύουν φορείς που αντιβαίνουν τα συμφέροντα των ΗΠΑ ή προωθούν αντισημιτισμό, απάτη, διαφθορά ή τρομοκρατία». Η επιτροπή ενέκρινε αρχικά την υποψηφιότητά της με ψηφοφορία στις 30 Ιανουαρίου, ανοίγοντας τον δρόμο για το τελικό στάδιο στη Γερουσία.

Η Στεφάνικ θεωρείται πολιτικός με ιδιαίτερη επιρροή μέσα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και ήταν η πρώτη βουλευτής του Κογκρέσου που εξέφρασε δημόσια την υποστήριξή της στον Ντόναλντ Τραμπ στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του 2024.

Η εξέλιξη αυτή καθιστά σαφή την αναγκαιότητα για τον Τραμπ να διατηρήσει σταθερή πλειοψηφία στη Βουλή, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι σημαντικές πρωτοβουλίες, νομοθετήματα και μεταρρυθμίσεις της πολιτικής του ατζέντας θα περάσουν χωρίς προσκόμματα. Από την άλλη, η εμπειρία της Στεφάνικ στο Κογκρέσο και η αναγνωρισιμότητά της ενδέχεται να συμβάλουν θετικά στη συνολική στρατηγική του κόμματος ενόψει των επερχόμενων πολιτικών προκλήσεων.

Σε μία περίοδο που η ισορροπία δυνάμεων είναι τόσο εύθραυστη, η πολιτική σταθερότητα για τους Ρεπουμπλικανούς στη Βουλή θεωρείται κρίσιμη για τη νομοθετική ατζέντα του προέδρου Τραμπ. Η επιστροφή της Στεφάνικ ενδέχεται να ενδυναμώσει την κομματική συνοχή, αλλά και να ενισχύσει τη θέση των Ρεπουμπλικανών σε επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις και πολιτικές διεργασίες.

Πολωνία: Αναστολή του δικαιώματος ασύλου για μετανάστες που εισέρχονται παράνομα στη χώρα

Ο πρόεδρος της Πολωνίας, Αντρέι Ντούντα, υπέγραψε στις 26 Μαρτίου νόμο που αναστέλλει το δικαίωμα υποβολής αίτησης για άσυλο από μετανάστες οι οποίοι περνούν παράνομα τα πολωνικά σύνορα. Το νέο νομοθετικό μέτρο, που προκαλεί έντονες αντιδράσεις εντός και εκτός της χώρας, εντάσσεται στο πλαίσιο των προσπαθειών της Βαρσοβίας να ενισχύσει την ασφάλεια των ανατολικών συνοριακών περιοχών, που βρίσκονται υπό συνεχή πίεση λόγω των μεταναστευτικών ροών από τη Λευκορωσία.

«Πιστεύω ότι είναι απαραίτητο να ενισχύσουμε την ασφάλεια των συνόρων μας και την ασφάλεια των Πολωνών πολιτών. Το σημαντικότερο είναι να προστατέψουμε τα πολωνικά σύνορα και τις πολωνικές υπηρεσίες που τα φρουρούν», δήλωσε ο πρόεδρος Ντούντα κατά τη δημόσια ανακοίνωση της υπογραφής του νόμου.

Η νέα νομοθεσία επιτρέπει προσωρινή αναστολή για διάστημα έως και 60 ημερών της δυνατότητας υποβολής αίτησης για διεθνή προστασία από όσους εισέρχονται παράνομα στην επικράτεια της Πολωνίας, αλλά και άλλων κρατών-μελών του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως αναφέρεται στον νόμο, κατηγορίες ευάλωτων ατόμων – όπως ασυνόδευτα ανήλικα, έγκυες γυναίκες και πολίτες της Λευκορωσίας που κινδυνεύουν – εξαιρούνται από την εφαρμογή του μέτρου.

Στηρίζοντας απόλυτα το νέο πλαίσιο, ο πρωθυπουργός της Πολωνίας, Ντόναλντ Τουσκ, δήλωσε στο κοινωνικό δίκτυο Χ ότι η κυβέρνησή του θα εφαρμόσει τον νόμο «χωρίς καμία καθυστέρηση», τονίζοντας την αναγκαιότητα διατήρησης της δημόσιας ασφάλειας.

Σε απάντηση στην απόφαση αυτή, η Human Rights Watch έχει ασκήσει έντονη κριτική ήδη από τον περασμένο Φεβρουάριο, επισημαίνοντας ότι ο νόμος αντίκειται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, ο οποίος υποχρεώνει όλα τα κράτη-μέλη να διασφαλίζουν το δικαίωμα στο άσυλο. Η οργάνωση έχει επίσης προειδοποιήσει για ενδεχόμενο έναρξης διαδικασίας παράβασης (infringement procedure) της ΕΕ κατά της Πολωνίας.

Η Πολωνία αντιμετωπίζει σοβαρή κρίση στα ανατολικά της σύνορα ήδη από το 2021, με δεκάδες χιλιάδες άνδρες, κυρίως από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, να προσπαθούν να περάσουν παράνομα τα σύνορα μέσω της Λευκορωσίας. Τόσο η Βαρσοβία όσο και οι Βρυξέλλες έχουν κατηγορήσει τη Λευκορωσία και τη Ρωσία ότι εργαλειοποιούν την παράνομη μετανάστευση ως μέσο άσκησης πίεσης έναντι της ΕΕ, κάτι που φυσικά Μινσκ και Μόσχα αρνούνται κατηγορηματικά.

Σύμφωνα με προκαταρκτικά δεδομένα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνοριοφυλακής (Frontex), το 2024 έγιναν 17.001 παράτυπες διελεύσεις στα ανατολικά σύνορα της ΕΕ, αριθμός που αποτελεί αύξηση 192% συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά. Το μεγαλύτερο μέρος των μεταναστών είναι νέοι άνδρες από χώρες όπως η Αιθιοπία, η Ερυθραία και η Σομαλία.

Στα σύνορα της Πολωνίας, περίπου 13.000 στρατιώτες και συνοριοφύλακες προστατεύουν μια συνοριακή γραμμή μήκους 400 χιλιομέτρων, η οποία είναι εφοδιασμένη με χαλύβδινα τείχη και συρματοπλέγματα, καθώς και κάμερες ασφαλείας, drones και τεθωρακισμένα οχήματα. Τον Μάιο του 2024, ένας Πολωνός στρατιώτης μάλιστα τραυματίστηκε θανάσιμα σε επίθεση που δέχτηκε από επίδοξο μετανάστη, γεγονός που ενίσχυσε τη σκληρότητα της στάσης της κυβέρνησης.

Παρόμοια μέτρα ασφαλείας υιοθετούνται και από άλλες χώρες, όπως η Φινλανδία, η οποία ζήτησε πρόσφατα από το κοινοβούλιό της να παρατείνει έως τα τέλη του 2026 τον νόμο που επιτρέπει την επιστροφή των παράνομων μεταναστών που περνούν τα ανατολικά σύνορα με τη Ρωσία.

Η απόφαση της Πολωνίας αναμένεται να έχει σοβαρές πολιτικές και διπλωματικές συνέπειες, δεδομένου ότι αυξάνει τις ήδη τεταμένες σχέσεις της χώρας με την ΕΕ και τα διεθνή όργανα που επιτηρούν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, χαίρει σημαντικής υποστήριξης στο εσωτερικό της Πολωνίας από μεγάλη μερίδα πολιτών που ανησυχούν για θέματα ασφάλειας και κοινωνικής συνοχής.

Οι επόμενοι μήνες θα είναι καθοριστικοί όσον αφορά όχι μόνο την εφαρμογή του νέου νόμου αλλά και τη συνοχή της πολιτικής συνοριακής προστασίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αρκετές χώρες να εξετάζουν αντίστοιχα μέτρα υπό το βάρος της μεταναστευτικής κρίσης.

Ευρωπαϊκή δύναμη στην Ουκρανία προτείνει ο Μακρόν ως απάντηση σε πιθανή επίθεση της Ρωσίας

Σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη σύνοδο κορυφής που διοργανώθηκε σήμερα 27 Μαρτίου στο Παλάτι των Ηλυσίων στο Παρίσι, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν υποστήριξε την πρόταση για δημιουργία ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναμης στην Ουκρανία, η οποία θα μπορούσε να «απαντήσει» σε ενδεχόμενη επίθεση της Ρωσίας.

Την πρωτοβουλία ανέλαβε από κοινού με τον Βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ, με σκοπό να σχηματιστεί μία «συμμαχία χωρών» που θα στηρίξει την ανάπτυξη ένοπλων μονάδων στην Ουκρανία, αφού πρώτα καταλήξουν σε ειρηνευτική συμφωνία με τη Ρωσία.

Μιλώντας κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου, ο Μακρόν εξήγησε πως οι δυνάμεις αυτές δεν θα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή μάχης, ούτε θα εμπλακούν άμεσα απέναντι στα ρωσικά στρατεύματα. Ωστόσο, αν εκδηλωθεί «γενικευμένη επίθεση κατά του ουκρανικού εδάφους», τότε αναγκαστικά οι δυνάμεις αυτές θα δεχθούν επίθεση. «Οι στρατιώτες μας, όταν αναπτύσσονται, είναι εκεί για να αντιδράσουν και να ανταποκριθούν στις αποφάσεις του αρχηγού τους και, αν βρεθούν σε κατάσταση σύγκρουσης, να την αντιμετωπίσουν» υπογράμμισε χαρακτηριστικά ο Γάλλος πρόεδρος.

Ο Μακρόν πρόσθεσε ότι οι στρατιωτικές αυτές δυνάμεις θα προέρχονται από «συγκεκριμένα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και θα αναπτυχθούν σε «επιλεγμένες στρατηγικές τοποθεσίες» στην Ουκρανία, ώστε να προσφέρουν εγγυήσεις ασφάλειας και να αποτρέψουν τυχόν νέα ρωσική επιθετικότητα. «Πρόκειται για προσέγγιση ειρηνευτική και αποτρεπτική», υπογράμμισε χαρακτηριστικά.

Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος συμμετείχε στη σύνοδο, κάλεσε τους Ευρωπαίους εταίρους του να δράσουν γρήγορα: «Χρειαζόμαστε ένα σαφές σχέδιο, στο οποίο όλοι συμφωνούμε και το οποίο μπορούμε να αρχίσουμε να εφαρμόζουμε άμεσα». Πρότεινε επίσης την άμεση μετάβαση ευρωπαϊκής αποστολής στην Ουκρανία για την από κοινού εκπόνηση του σχεδίου αυτού.

Πάντως, δεν διαφαίνεται ομοφωνία για τη γαλλο-βρετανική πρόταση. Η Ιταλία εξέφρασε ήδη την αντίθεσή της με δήλωση του υπουργού Εξωτερικών Αντόνιο Ταγιάνι, ο οποίος τόνισε ότι η Ιταλία «δεν πρόκειται να στείλει στρατεύματα σε αποστολές που δεν γίνονται υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών». Αντίστοιχες επιφυλάξεις εξέφρασαν και άλλα κράτη, όπως η Πολωνία, η οποία διατηρεί πάγια στάση απέναντι στην αποστολή στρατευμάτων, και η Τσεχία, δια στόματος του πρωθυπουργού Πετρ Φιάλα, που χαρακτήρισε την πρόταση ως «πρόωρη».

Από την πλευρά της, η Ρωσία αντέδρασε έντονα. Η εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας, Μαρία Ζαχάροβα, κατηγόρησε Γαλλία και Βρετανία ότι «σχεδιάζουν στρατιωτική παρέμβαση στην Ουκρανία υπό το πρόσχημα ειρηνευτικής επιχείρησης», προειδοποιώντας ότι κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε ευθεία στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έχει ήδη αναπροσαρμόσει τη στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών προς τον Ειρηνικό με στόχευση την αντιμετώπιση της Κίνας, ενώ έχει ζητήσει από την Ευρώπη να αναλάβει περισσότερες ευθύνες για την ασφάλειά της. Η αμερικανική πλευρά εξέφρασε ήδη επιφυλάξεις σχετικά με την ευρωπαϊκή στρατιωτική πρωτοβουλία, με τον ειδικό απεσταλμένο των ΗΠΑ για τη Μέση Ανατολή, Στηβ Γουίτκοφ, να χαρακτηρίζει την πρόταση σε πρόσφατη συνέντευξή του ως «απλοϊκή και στάση εντυπωσιασμού».

Ανεξαρτήτως των διαφορών που έγιναν φανερές, η νέα ευρωπαϊκή πρωτοβουλία ενισχύει την ανάγκη της ΕΕ για μια σαφή και μακρόπνοη στρατηγική σε σχέση με την ασφάλεια της Ουκρανίας και τα όρια της ευρωπαϊκής εμπλοκής. Παρόλα αυτά, προκαλεί ήδη έντονες αναταράξεις εντός της Ευρώπης, αλλά και στη σχέση της με τη Μόσχα, γεγονός που αναμένεται να επηρεάσει καθοριστικά τα επόμενα βήματα για την ειρήνη στην Ουκρανία.

Επιβεβαιώνει η Chevron το ενδιαφέρον για έρευνες σε θαλάσσια οικόπεδα νότια της Κρήτης

Σε ερώτηση Ελλήνων δημοσιογράφων προς τον αμερικανικό κολοσσό Chevron σχετικά με το ενδιαφέρον της εταιρείας για τα θαλάσσια οικόπεδα Νότια Κρήτη Ι και ΙΙ, η εκπρόσωπος της εταιρείας για την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, Σάλλυ Τζόουνς, επιβεβαίωσε το μη δεσμευτικό ενδιαφέρον της Chevron για 3 περιοχές.

«Είμαστε έτοιμοι να συνεργαστούμε με το ρυθμιστή και την κυβέρνηση της Ελλάδας για την επιτυχή ολοκλήρωση της διαδικασίας αδειοδότησης,» είπε η Τζόουνς. «Η Chevron διαθέτει μεγάλη και σημαντική θέση στην Ανατολική Μεσόγειο, μια περιοχή που αποτελεί σημαντικό τμήμα του μέλλοντός μας και προτεραιότητά μας».

Υπενθυμίζεται ότι η Chevron είχε ήδη εκδηλώσει αντίστοιχο ενδιαφέρον πρόσφατα —και επανεπιβεβαίωσε σήμερα— για τη θαλάσσια περιοχή Νότια της Πελοποννήσου, το οποίο και είχε γίνει αποδεκτό από τον τ. υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θόδωρο Σκυλακάκη.

Νωρίτερα, το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας είχε αποδεχθεί την εκδήλωση ενδιαφέροντος της Chevron για τις περιοχές Νότια Κρήτη Ι και Νότια Κρήτη ΙΙ,

Συγκεκριμένα, η ελληνική Κυβέρνηση αποδέχθηκε την εκδήλωση ενδιαφέροντος για τις περιοχές Νότια της Κρήτης Ι και Νότια της Κρήτης ΙΙ, εντός των περιοχών που είχαν οριοθετηθεί με την προκήρυξη του διεθνούς διαγωνισμού το 2014.

Θα ακολουθήσουν από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας οι σχετικές υπουργικές αποφάσεις, αποδοχής του αιτήματος, προσδιορισμού των γεωγραφικών περιοχών, επιλογής του τύπου της σύμβασης και έγκρισης του κειμένου της προκήρυξης του διαγωνισμού.

Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, σε σχετική δήλωση του υπογράμμισε ότι «το γεγονός αυτό είναι μια ψήφος εμπιστοσύνης στην Ελλάδα», προσθέτοντας πως «θα ακολουθήσουν οι σχετικές υπουργικές αποφάσεις, για τις ακριβείς συντεταγμένες και την προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού.»

Η αμερικανικών συμφερόντων Chevron αποτελεί την δεύτερη μεγαλύτερη ενεργειακή εταιρεία παγκοσμίως με κεφάλαιο της τάξης των 300 δισ. ευρώ. Με δραστηριότητες σε πάνω από 25 χώρες παγκοσμίως, (Αίγυπτο, Ανγκόλα, Αργεντινή, Αυστραλία, Βραζιλία, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, Καναδά, Κύπρο, κ.ά.) και με σημαντική εμπειρία σε γεωτρήσεις μεγάλου βάθους νερού, όπως στον κόλπο του Μεξικού και την Βραζιλία, η εταιρεία έχει αναδείξει την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου ως περιοχή στρατηγικής σημασίας και προτεραιότητας.

Στο πλαίσιο αυτό, από την κυβέρνηση τονίζουν ότι η εκδήλωση ενδιαφέροντος επισφραγίζει το ενδιαφέρον της εταιρείας να ανακαλύψει περισσότερες ποσότητες υδρογονανθράκων στην ανατολική Μεσόγειο, και αναδεικνύει την πολύ σημαντική δυνητική σημασία της Ελλάδος σε αυτό το εγχείρημα.

Η Epoch Times συνέβαλε σε αυτό το άρθρο 

Η κατάσταση της εκεχειρίας Ουκρανίας–Ρωσίας μετά τις συνομιλίες

Διπλωματικές διαβουλεύσεις μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών, Ρωσίας και Ουκρανίας διεξήχθησαν αυτή την εβδομάδα στη Σαουδική Αραβία, καθώς η Ουάσιγκτον επιδιώκει την επίτευξη ειρήνης μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών.

Ωστόσο, οι προσπάθειες του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να υλοποιήσει τη δέσμευσή του για τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία παραμένουν ατελέσφορες, καθώς Κίεβο και Μόσχα επιδιώκουν να ενισχύσουν τις διαπραγματευτικές τους θέσεις πριν από μία πιθανή συμφωνία εκεχειρίας.

Αναμένεται να ακολουθήσουν περαιτέρω επαφές μεταξύ Αμερικανών αξιωματούχων και των αντίστοιχων εκπροσώπων Ρωσίας και Ουκρανίας, αν και δεν έχουν ακόμη καθοριστεί συγκεκριμένα σχέδια.

Διαφωνίες για τους όρους της εκεχειρίας

Οι πιο πρόσφατες συνομιλίες, που πραγματοποιήθηκαν στις 24 Μαρτίου, δεν κατάφεραν να θεμελιώσουν μια συμφωνία για περιορισμένη εκεχειρία 30 ημερών, η οποία θα σταματούσε προσωρινά ορισμένες μάχες.

Κίεβο και Μόσχα απέρριψαν τους όρους που έθεσε η άλλη πλευρά και δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν με τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με το ποιοι στόχοι θα περιλαμβάνονταν ή θα εξαιρούνταν από την προσωρινή εκεχειρία.

Μια αρχική συμφωνία, που είχε επιτευχθεί μεταξύ της ηγεσίας των δύο χωρών την προηγούμενη εβδομάδα, προέβλεπε την παύση των επιθέσεων κατά της πολιτικής ενεργειακής υποδομής για 30 ημέρες. Ωστόσο, η συμφωνία παραβιάστηκε σχεδόν αμέσως, με κατηγορίες εκατέρωθεν για δολιοφθορά σε πετρελαϊκή εγκατάσταση σε ρωσικό έδαφος υπό ουκρανική κατοχή. Από τότε, η Ρωσία έχει εξαπολύσει μαζική κυβερνοεπίθεση στο ουκρανικό σιδηροδρομικό δίκτυο και πυραυλικές επιθέσεις σε κατοικημένες περιοχές.

Παρόλο που η αρχική συμφωνία αφορούσε μόνο την ενεργειακή υποδομή, η ουκρανική ηγεσία εξέφρασε την επιθυμία να επεκταθεί η εκεχειρία και σε λιμάνια και σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι Ουκρανία και Ρωσία έχουν συμφωνήσει καταρχήν σε μία μερική εκεχειρία για θαλάσσιους στόχους, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν την αποκατάσταση εμπορικών σχέσεων με τη Ρωσία.

Διαπραγματεύσεις για την ασφάλεια της ναυτιλίας

Ο Λευκός Οίκος διευκρίνισε ότι ο αρχικός στόχος των συνομιλιών στη Σαουδική Αραβία ήταν η επίτευξη ναυτικής εκεχειρίας στη Μαύρη Θάλασσα, προκειμένου να αποκατασταθεί η ελεύθερη ροή της ναυτιλίας στην περιοχή.

Η συμφωνία αυτή αποτελεί συνέχεια της Πρωτοβουλίας Σιτηρών της Μαύρης Θάλασσας, για την οποία είχε μεσολαβήσει η Τουρκία το 2022 και από την οποία η Ρωσία αποσύρθηκε μονομερώς το 2023. Η πρωτοβουλία είχε επιτρέψει την εξαγωγή σιτηρών, τροφίμων και λιπασμάτων από την Ουκρανία και τη Ρωσία μέσω της Μαύρης Θάλασσας, υπό τον όρο ότι τα φορτία θα επιθεωρούνταν από διεθνείς δυνάμεις.

Η εξαγωγή σιτηρών και άλλων τροφίμων αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για πολλές χώρες από την έναρξη της ρωσικής εισβολής το 2022. Μόνο το 2021, Ρωσία και Ουκρανία αντιπροσώπευαν συνολικά 12 δισ. δολάρια σε εξαγωγές σίτου, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 21,6% της παγκόσμιας αγοράς, με τον πόλεμο να έχει πλήξει σημαντικά την επισιτιστική ασφάλεια των αναπτυσσόμενων κρατών.

Αν και Κίεβο και Μόσχα έχουν συμφωνήσει καταρχήν στη νέα ναυτική συμφωνία, δεν έχουν προχωρήσει ακόμη στην επίσημη υπογραφή της.

Οι θέσεις Ουκρανίας και Ρωσίας

Κίεβο και Μόσχα συνεχίζουν να δηλώνουν υπέρ της εκεχειρίας, αλλά τονίζουν ότι οι προσπάθειες που γίνονται υπολείπονται των προϋποθέσεων για μία διαρκή ειρήνη.

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν έχει επαναλάβει ότι η Ουκρανία θα πρέπει να εγκαταλείψει την επιδίωξή της για ένταξη στο ΝΑΤΟ και να παραχωρήσει τέσσερις ανατολικές επαρχίες που τελούν υπό ρωσική κατοχή. Παρά ταύτα, αυτές οι απαιτήσεις συνιστούν υποχώρηση σε σχέση με τους αρχικούς πολεμικούς του στόχους, που προέβλεπαν τον πλήρη αφοπλισμό της Ουκρανίας και τη μετατροπή της σε ουδέτερο κράτος.

Από την πλευρά του, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι έχει εκφράσει επιφυλάξεις για τα τρέχοντα πλαίσια συμφωνίας, υποστηρίζοντας ότι μία διαρκής ειρήνη απαιτεί την παρουσία ξένων ειρηνευτικών δυνάμεων, είτε από το ΝΑΤΟ είτε από άλλους οργανισμούς, προκειμένου να αποτραπεί ενδεχόμενη μελλοντική ρωσική εισβολή.

Ο Πούτιν έχει καταστήσει σαφές ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η παρουσία ξένων στρατευμάτων σε ρωσικό έδαφος στο πλαίσιο μίας εκεχειρίας. Ο Ζελένσκι, αν και αρχικά επέμενε στις εγγυήσεις ασφαλείας από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τελικά συναίνεσε στη συμμετοχή σε διαπραγματεύσεις για εκεχειρία χωρίς αυτές, ύστερα από μια προσωρινή διακοπή της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας.

Η διοίκηση Τραμπ, από την πλευρά της, επιχειρεί να αποκομίσει οικονομικά οφέλη από το εμπόριο με τη Ρωσία, ασκώντας παράλληλα πιέσεις στην Ουκρανία να παραχωρήσει στις ΗΠΑ πρόσβαση σε κοιτάσματα σπάνιων γαιών και τον έλεγχο των πυρηνικών της εργοστασίων ως αντάλλαγμα για τη στρατιωτική βοήθεια που έχει λάβει.

Το εμπόδιο του Κουρσκ

Σημαντικό εμπόδιο για τις διαπραγματεύσεις αποτελεί η συνεχιζόμενη στρατιωτική δραστηριότητα στην περιοχή του Κουρσκ, που τελεί εν μέρει υπό ουκρανικό έλεγχο από τον Αύγουστο του περασμένου έτους.

Ο Ζελένσκι έχει δηλώσει ότι θα ήταν διατεθειμένος να ανταλλάξει την περιοχή με ουκρανικά εδάφη που βρίσκονται υπό ρωσική κατοχή, αλλά η πρότασή του δεν έχει γίνει αποδεκτή από τη Μόσχα.

Ο Πούτιν, από την πλευρά του, φαίνεται να καθυστερεί την αποδοχή μιας εκεχειρίας, επιδιώκοντας πρώτα την πλήρη απομάκρυνση των ουκρανικών δυνάμεων από το Κουρσκ, ώστε να αποδυναμώσει τη διαπραγματευτική θέση του Κιέβου.

Με πληροφορίες από το Associated Press και το Reuters

Βραζιλία: Σε δίκη ο Μπολσονάρο για απόπειρα πραξικοπήματος

Το Ανώτατο Δικαστήριο της Βραζιλίας αποφάσισε να προχωρήσει σε ποινική δίκη κατά του πρώην προέδρου Ζαΐρ Μπολσονάρο και επτά στενών συνεργατών του, με την κατηγορία της απόπειρας ανατροπής της δημοκρατικής τάξης μετά τις προεδρικές εκλογές του 2022.

Στις 26 Μαρτίου, η ολομέλεια των δικαστών ανακοίνωσε ομόφωνα τις κατηγορίες που υπέβαλε η Εισαγγελία, σύμφωνα με τις οποίες ο Μπολσονάρο και η ομάδα του, γνωστή ως «Πυρήνας 1», σχεδίασαν ένα αποτυχημένο πραξικόπημα με στόχο την παραμονή του στην εξουσία, παρά την εκλογική του ήττα από τον Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα.

Ο πρώην πρόεδρος, ο οποίος έχει επανειλημμένα αρνηθεί οποιαδήποτε παράνομη ενέργεια και κάνει λόγο για πολιτική δίωξη εις βάρος του, δήλωσε μετά την ανακοίνωση της απόφασης ότι εμμένει στην αθωότητά του. Υποστήριξε ότι «φαίνεται πως υπάρχει κάτι προσωπικό» εναντίον του και χαρακτήρισε τις κατηγορίες «αβάσιμες».

Οι δικαστές ακολούθησαν την εισήγηση του δικαστή Αλεξάντρ ντε Μοράες, ο οποίος επιβλέπει την έρευνα για την φερόμενη απόπειρα πραξικοπήματος. Ο ίδιος έκρινε ότι η Εισαγγελία προσκόμισε επαρκή στοιχεία που αποδεικνύουν την εμπλοκή των κατηγορουμένων σε εγκληματικές πράξεις.

Οι κατηγορίες περιλαμβάνουν απόπειρα πραξικοπήματος, σύσταση εγκληματικής οργάνωσης και βίαιη επιδίωξη κατάλυσης της δημοκρατικής νομιμότητας της χώρας. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η ομάδα του Μπολσονάρο επιδίωξε να τον διατηρήσει στην εξουσία «με κάθε κόστος», σχεδιάζοντας την ακύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων του 2022 και την άσκηση πίεσης στον στρατό για στήριξη αντισυνταγματικών ενεργειών.

Ο γενικός εισαγγελέας της Βραζιλίας, Πάουλο Γκονέτ, ανέφερε στις 25 Μαρτίου ότι οι ερευνητές βρήκαν εκτενή τεκμήρια, συμπεριλαμβανομένων χειρόγραφων σημειώσεων και ψηφιακών αρχείων, που αποκαλύπτουν τις προσπάθειες ανατροπής του εκλογικού αποτελέσματος. Η Εισαγγελία υποστηρίζει ότι οι ενέργειες του Μπολσονάρο οδήγησαν τελικά στην επίθεση της 8ης Ιανουαρίου 2023 στο Ανώτατο Δικαστήριο, το Κογκρέσο και το Προεδρικό Μέγαρο από υποστηρικτές του, λίγες ημέρες μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Λούλα.

Ο Γκονέτ ανέφερε επίσης ότι το σχέδιο πραξικοπήματος περιλάμβανε ακόμα και σχέδια για τη δηλητηρίαση του Λούλα και την απόπειρα δολοφονίας του δικαστή ντε Μοράες. Όπως σημειώνεται στο 272 σελίδων κατηγορητήριο, οι συνωμότες σχεδίασαν τις ενέργειές τους στο προεδρικό μέγαρο, αποκαλώντας την επιχείρησή τους «Πράσινο-Κίτρινο Στιλέτο».

«Η ευθύνη για πράξεις που έβλαψαν τη δημοκρατική τάξη βαρύνει μια εγκληματική οργάνωση υπό την ηγεσία του Ζαΐρ Μπολσονάρο, βασισμένη σε ένα αυταρχικό σχέδιο εξουσίας», αναφέρεται στο κατηγορητήριο.

Με την αποδοχή των κατηγοριών, ο Μπολσονάρο και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι καθίστανται πλέον επισήμως κατηγορούμενοι σε ποινική δίκη. Ανάμεσα στους συγκατηγορούμενούς του είναι ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Άντερσον Τόρες, ο απόστρατος στρατηγός και πρώην προσωπάρχης Βάλτερ Μπράγκα Νέτο, ο πρώην αρχηγός του ναυτικού ναύαρχος Αλμίρ Γκαρνιέρ Σάντος και ο πρώην υπουργός Άμυνας στρατηγός Πάουλο Σέρτζιο Νογκουέιρα.

Σύμφωνα με τη βραζιλιάνικη νομοθεσία, η ποινή για απόπειρα πραξικοπήματος μπορεί να φτάσει τα 12 έτη κάθειρξης, ενώ με τις υπόλοιπες κατηγορίες η συνολική ποινή μπορεί να ανέρχεται σε αρκετές δεκαετίες φυλάκισης.

Το Ισραήλ προειδοποιεί για επέκταση των επιχειρήσεών του στη Γάζα αν δεν απελευθερωθούν οι όμηροι

Εκπρόσωπος του παλαιστινιακού ισλαμιστικού κινήματος Χαμάς, ο Άμπντελ Λατίφ αλ Κάνου, σκοτώθηκε σε ισραηλινό αεροπορικό πλήγμα στην Τζαμπάλια, στο βόρειο τμήμα της Λωρίδας της Γάζας, μετέδωσε το πρακτορείο ειδήσεων Σεμπάμπ («Νεολαία»), που πρόσκειται στην παράταξη, τις πρώτες πρωινές ώρες σήμερα.

Η ισραηλινή κυβέρνηση δήλωσε την Τετάρτη ότι ενδέχεται να επεκτείνει τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις στη Λωρίδα της Γάζας εάν η Χαμάς δεν προχωρήσει στην απελευθέρωση των ομήρων που εξακολουθεί να κρατά. Οι επιχειρήσεις του ισραηλινού στρατού στη Γάζα επανεκκινήθηκαν στις 18 Μαρτίου.

Την ίδια ημέρα, πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις εναντίον της Χαμάς σε διάφορες περιοχές της Γάζας, με εκατοντάδες πολίτες να διαμαρτύρονται στην πόλη της Γάζας και στην Μπέιτ Λάχια, κρατώντας πλακάτ και φωνάζοντας συνθήματα εναντίον της παλαιστινιακής οργάνωσης. Την Τρίτη είχε σημειωθεί η μεγαλύτερη μέχρι στιγμής διαδήλωση κατά της Χαμάς από την έναρξη του πολέμου, με καλέσματα μέσω Telegram.

Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Μπενιαμίν Νετανιάχου, χαρακτήρισε αυτές τις κινητοποιήσεις ως ένδειξη ότι η στρατηγική του Ισραήλ αποδίδει. Παράλληλα, κατηγόρησε την αντιπολίτευση ότι υποδαυλίζει αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στο Ισραήλ, οι οποίες επικεντρώνονται στην επανέναρξη της στρατιωτικής επιχείρησης στη Γάζα και στην απομάκρυνση του επικεφαλής της Σιν Μπετ, Ρόνεν Μπαρ.

Χιλιάδες πολίτες διαδήλωσαν στην Ιερουσαλήμ έξω από το ισραηλινό κοινοβούλιο, ζητώντας προστασία της δημοκρατίας.

Στις 18 Μαρτίου, ο ισραηλινός στρατός ξεκίνησε νέες αεροπορικές και χερσαίες επιθέσεις στη Λωρίδα της Γάζας, έπειτα από δίμηνη κατάπαυση του πυρός. Σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας της Χαμάς, οι νεκροί Παλαιστίνιοι από την επανέναρξη των συγκρούσεων έχουν ξεπεράσει τους 830. Παράλληλα, αναφέρθηκε η εκτόξευση δύο ρουκετών από τη Γάζα προς το Ισραήλ, με την μία να αναχαιτίζεται και την άλλη να καταλήγει σε ακατοίκητη περιοχή.

Η ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα επιδεινώνεται, καθώς το Ισραήλ έχει κλείσει τις συνοριακές διελεύσεις από τις 2 Μαρτίου, περιορίζοντας την είσοδο ανθρωπιστικής βοήθειας. Ο ΟΗΕ αναφέρει ότι τουλάχιστον 142.000 άνθρωποι εκτοπίστηκαν μέσα σε μία εβδομάδα, ενώ συνολικά ο πληθυσμός των 2,4 εκατομμυρίων κατοίκων έχει εκτοπιστεί τουλάχιστον μία φορά από την έναρξη του πολέμου.

Ο Νετανιάχου δήλωσε ότι η στρατιωτική πίεση θα ενταθεί όσο η Χαμάς δεν προχωρά σε απελευθέρωση ομήρων, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο κατάληψης περισσότερων εδαφών. Ο Ισραηλινός υπουργός Άμυνας, Ισραήλ Κατς, προειδοποίησε τους κατοίκους της Γάζας ότι η Χαμάς τους εκθέτει σε κίνδυνο και ότι νέες επιχειρήσεις θα πραγματοποιηθούν σύντομα.

Η Χαμάς προειδοποίησε ότι οι εναπομείναντες όμηροι κινδυνεύουν να σκοτωθούν εάν ο ισραηλινός στρατός επιχειρήσει να τους απελευθερώσει με στρατιωτικά μέσα. Σύμφωνα με το Ισραήλ, από τους 251 ομήρους που απήχθησαν στις 7 Οκτωβρίου 2023, 58 παραμένουν στη Γάζα, εκ των οποίων τουλάχιστον 34 έχουν χάσει τη ζωή τους.

 

 

Επιστολή Ουκρανίας στον ΟΗΕ: Ανάγκη για συνεχή στήριξη στο Κίεβο

«Aπό την 1η Μαρτίου δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα χωρίς επίθεση που να πλήττει αμάχους στην Ουκρανία. Είμαστε ιδιαίτερα συγκλονισμένοι από τα χτυπήματα σε όλη τη χώρα στις 7 Μαρτίου που επέφεραν θάνατο σε 21 αμάχους και τραυμάτισαν πολλούς άλλους, καθιστώντας την ημέρα αυτή μια από τις πιο θανατηφόρες ημέρες φέτος» ανέφερε η Βοηθός Γενική Γραμματέας Ανθρωπιστικών Υποθέσεων Τζόις Μσούγια στη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας στην Ουκρανίας.

Σε ολόκληρη την Ουκρανία, ανέφερε η κ. Mσούγια, «σχεδόν 13 εκατομμύρια άνθρωποι χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια. Περισσότεροι από 10 εκατομμύρια Ουκρανοί έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, συμπεριλαμβανομένων 3,7 εκατομμυρίων εξ αυτών που είναι εσωτερικά εκτοπισμένοι. Αυτός ο εκτοπισμός πλήττει δυσανάλογα τις γυναίκες και τα κορίτσια, αυξάνοντας την έκθεσή τους στην έμφυλη βία και εμποδίζοντας την πρόσβασή τους σε υπηρεσίες υποστήριξης».

Ανέφερε επίσης ότι οι πρόσφατες περικοπές χρηματοδότησης οδήγησαν τον ΟΗΕ σε αναπροσαρμογή των προτεραιοτήτων των προσπαθειών αντιμετώπισης της κατάστασης στο χώρα, που θα ανακοινωθεί τις επόμενες εβδομάδες.

«Η συνεχής οικονομική στήριξη θα είναι απαραίτητη για τη διατήρηση των επιχειρήσεων μας εκεί» τόνισε.

Η Ελλάδα καταδίκασε με τον πιο έντονο τρόπο τις επιθέσεις κατά αμάχων και μη στρατιωτικών υποδομών και κάλεσε όλα τα μέρη να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους με βάση το Διεθνές Δίκαιο και του Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο.

Έγινε αναφορά στην πρόσφατη πρόοδο κατά τη διάρκεια των ειρηνευτικών συνομιλιών στη Σαουδική Αραβία και το γεγονός ότι η Ουκρανία επέστρεψε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Η Ελλάδα επανέλαβε το σχόλιο του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ ότι «η επίτευξη συμφωνίας για την ασφαλή και ελεύθερη ναυσιπλοΐα στη Μαύρη Θάλασσα θα είναι ζωτικής σημασίας για την παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια και τις αλυσίδες εφοδιασμού».

Τονίστηκε επίσης η ανάγκη για ειρήνη με αξιόπιστες και ισχυρές εγγυήσεις ασφαλείας, οι οποίες θα αποτρέψουν την επανάληψη πολέμου στο μέλλον.

Επιστολή Ουκρανίας στον ΟΗΕ

Η Ουκρανία με επιστολή της στα Ηνωμένα Έθνη στις 24 Μαρτίου 2025, ενημέρωσε τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ και άλλα ανώτατα στελέχη του Οργανισμού «για τις συνεχιζόμενες τρομοκρατικές επιθέσεις της Ρωσίας κατά αμάχων και πολιτικών υποδομών στην Ουκρανία».

Στην επιστολή γίνεται αναφορά σε ρωσικές επιθέσεις στις:

– 21 Μαρτίου 2025: Επίθεση με drone στη Ζαπορίζια που σκότωσε μία οικογένεια και τραυμάτισε τουλάχιστον 14 άτομα, μεταξύ αυτών και ένα βρέφος.

– 23 Μαρτίου 2025: Μαζική επίθεση με drone στο Κίεβο και την ευρύτερη περιοχή που είχε ως αποτέλεσμα τουλάχιστον τρεις νεκρούς (ανάμεσά τους ένα παιδί) και 10 τραυματίες.

– 24 Μαρτίου 2025: Πυραυλική επίθεση στο κέντρο της Σούμι που τραυμάτισε τουλάχιστον 88 άτομα, μεταξύ αυτών 17 παιδιά, προκαλώντας μεγάλες ζημιές.

Στην επιστολή τονίζεται ότι αυτές οι επιθέσεις είναι καθημερινές, με χρήση περισσότερων από 1.580 κατευθυνόμενων βομβών, 1.100 drones και 15 πυραύλων μόνο μέσα σε μία εβδομάδα.

Η Ουκρανία καλεί τον ΟΗΕ «να αναλάβει άμεση και αποφασιστική δράση, κάνοντας πλήρη χρήση των εντολών των αρμόδιων οργανισμών για να σταματήσει η τρομοκρατία και να λογοδοτήσει η Ρωσία».

Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι «οι ενέργειες της Ρωσίας παραβιάζουν τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και θέτουν υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της παρουσίας της στο Συμβούλιο Ασφαλείας».

Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ χαιρέτισε τις συζητήσεις και τις αναφερόμενες δεσμεύσεις που επιτεύχθηκαν στη Σαουδική Αραβία από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Ρωσία και την Ουκρανία.

«Η επίτευξη συμφωνίας για την ελευθερία της ναυσιπλοΐας στη Μαύρη Θάλασσα, ώστε να διασφαλιστεί η προστασία των μη στρατιωτικών σκαφών και των λιμενικών υποδομών, θα συμβάλει αποφασιστικά στην παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια και τις αλυσίδες εφοδιασμού, αντανακλώντας τη σημασία των εμπορικών οδών τόσο από την Ουκρανία όσο και από τη Ρωσική Ομοσπονδία για τις παγκόσμιες αγορές» ανέφερε.

Τα Ηνωμένα Έθνη εργάζονται με συνέπεια, ιδίως μετά τις επιστολές που απέστειλε ο Γενικός Γραμματέας στους Προέδρους Zελένσκι, Πούτιν και Ερντογάν στις 7 Φεβρουαρίου 2024, διατυπώνοντας μια πρόταση για την ασφαλή και ελεύθερη ναυσιπλοΐα στη Μαύρη Θάλασσα.

Επίσης ο ΟΗΕ παραμένει στενά συνδεδεμένος με τη συνέχιση της εφαρμογής του Μνημονίου Συνεννόησης με τη Ρωσία για τη διευκόλυνση της πρόσβασης των ρωσικών τροφίμων και λιπασμάτων στις παγκόσμιες αγορές για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας επισιτιστικής ασφάλειας.

Οι Καλές Υπηρεσίες του Γενικού Γραμματέα παραμένουν διαθέσιμες για την υποστήριξη όλων των προσπαθειών προς την κατεύθυνση της ειρήνης.

Ο Γενικός Γραμματέας επανέλαβε την ελπίδα του ότι «οι προσπάθειες αυτές θα ανοίξουν το δρόμο για μια διαρκή κατάπαυση του πυρός και θα συμβάλουν στην επίτευξη μιας δίκαιης, συνολικής και διαρκούς ειρήνης στην Ουκρανία, σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το διεθνές δίκαιο και τα σχετικά Ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και με πλήρη σεβασμό της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας».

Γ. Γαραντζιώτη

Σταθερή η αμερικανική δέσμευση στην ευρωπαϊκή άμυνα, λέει ο Νορβηγός υπουργός Άμυνας

Ο Νορβηγός υπουργός Άμυνας Τόρε Ο. Σάντβικ, με δήλωσή του στις 25 Μαρτίου, υπογράμμισε την ισχυρή δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών στην άμυνα της Ευρώπης, καθησυχάζοντας τις ανησυχίες ορισμένων Ευρωπαίων συμμάχων εν μέσω αυξανόμενων προτροπών από την αμερικανική κυβέρνηση για μεγαλύτερη ευρωπαϊκή υπευθυνότητα στον τομέα της άμυνας.

Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο πρακτορείο Reuters, ο κος Σάντβικ επεσήμανε πως η Νορβηγία «δεν διαπιστώνει κανένα σημάδι αποδυνάμωσης της αμερικανικής υποστήριξης» στην ασφάλεια της γηραιάς ηπείρου. Ο ίδιος ανέφερε χαρακτηριστικά: «Μας έχει επιβεβαιωθεί από τον Αμερικανό υπουργό Άμυνας Πητ Χέγκσεθ, καθώς και από τον ίδιο τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ προς πλήθος Ευρωπαίων ηγετών, ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται σταθερά πίσω από το Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ», αναφερόμενος στην κεντρική δέσμευση του Βορειοατλαντικού Συμφώνου για συλλογική άμυνα σε περίπτωση επίθεσης εναντίον κράτους-μέλους της συμμαχίας.

Αν και η δέσμευση των ΗΠΑ στην κοινή άμυνα δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση, η κυβέρνηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ έχει ζητήσει επανειλημμένα από τις ευρωπαϊκές χώρες να ενισχύσουν τις αμυντικές τους προσπάθειες ώστε να επωμιστούν μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να συνεισφέρουν περίπου τα δύο τρίτα των συνολικών αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ, στοιχείο που δημιουργεί επίμονες συζητήσεις εντός του μπλοκ για πιο δίκαιη κατανομή του κόστους.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αναγνωρίζοντας ότι δεν μπορεί πλέον να εξαρτάται αποκλειστικά από την αμερικανική προστασία, έχει ήδη δρομολογήσει την υλοποίηση της στρατηγικής «Ετοιμότητα 2030» (Readiness 2030). Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία στοχεύει στην ανάπτυξη μιας ισχυρής ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας μέσα από αγορές στρατιωτικού εξοπλισμού κυρίως από Ευρωπαίους προμηθευτές. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσε πρόσφατα σχετικά: «Η αρχιτεκτονική ασφαλείας στην οποία βασιζόμασταν δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δεδομένη. Οφείλουμε να αγοράζουμε περισσότερο ευρωπαϊκά, κάτι που σημαίνει ενίσχυση της ευρωπαϊκής βάσης αμυντικής και βιομηχανικής τεχνολογίας, προώθηση της καινοτομίας και δημιουργία μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς αμυντικού εξοπλισμού».

Η στρατηγική της ΕΕ αναμένεται να κινητοποιήσει περισσότερα από 800 δισεκατομμύρια ευρώ σε αμυντικές δαπάνες στα ερχόμενα χρόνια, προβλέποντας επίσης δάνεια προς τα κράτη-μέλη συνολικού ύψους 150 δισεκατομμυρίων ευρώ για επενδύσεις στον αμυντικό τομέα.

Από τη μεριά της, η Νορβηγία αποτελεί ιδιαίτερο παράδειγμα, καθώς ήδη το 2024 έφθασε τον συμμαχικό στόχο του 2% του ΑΕΠ της που προορίζεται για την άμυνα και προγραμματίζει να διπλασιάσει τις αμυντικές της δαπάνες ως το 2036. Μάλιστα ο Νορβηγός υπουργός Άμυνας ανέφερε ότι η κυβέρνηση του Όσλο ενδέχεται να αναθεωρήσει προς τα επάνω τα ήδη φιλόδοξα σχέδιά της, λόγω των μεταβαλλόμενων αναγκών ασφαλείας: «Διανύουμε μόλις δυόμιση μήνες σε ένα δωδεκαετές μακροπρόθεσμο πρόγραμμα άμυνας και ήδη βλέπουμε ότι πρέπει να το αναθεωρήσουμε».

Η Νορβηγία έχει ιδιαίτερη στρατηγική σημασία για το ΝΑΤΟ, καθώς παρακολουθεί μια εκτεταμένη θαλάσσια περιοχή στον βόρειο Ατλαντικό στην οποία δρουν μεταξύ άλλων πυρηνικά υποβρύχια του ρωσικού Βόρειου Στόλου. Ο Σάντβικ χαρακτήρισε τη συνεργασία της χώρας του με τις ΗΠΑ στη συγκεκριμένη περιοχή ως «εξαιρετικά σημαντική» και επεσήμανε ότι υπάρχει «καλή επικοινωνία» για τα κοινά σχέδια στον τομέα της άμυνας.

Σε αυτό το πλαίσιο, η παραδοχή της ανάγκης για μεγαλύτερη ευρωπαϊκή στρατιωτική αυτονομία δεν σημαίνει απαραίτητα αποχώρηση των ΗΠΑ από τον ευρωπαϊκό αμυντικό χάρτη αλλά, αντίθετα, επισημαίνει την ανάγκη μιας πιο ισορροπημένης συμμαχίας, όπου όλα τα μέρη θα αναλαμβάνουν τις ευθύνες που τους αναλογούν.

Η τρέχουσα δυναμική υπογραμμίζει ότι η ασφάλεια της Ευρώπης βρίσκεται πλέον σε μια φάση επαναπροσδιορισμού, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρούν σταθερά δεσμευμένες στο ΝΑΤΟ, αλλά σαφέστατα ζητώντας μεγαλύτερη ευρωπαϊκή δέσμευση και περισσότερες επενδύσεις στον τομέα της άμυνας. Οι εξελίξεις των ερχόμενων ετών θα κρίνουν αν και κατά πόσο η Ευρώπη μπορεί να σταθεί πιο αυτόνομα και αποτελεσματικά έναντι των σημερινών και μελλοντικών προκλήσεων στον τομέα της ασφάλειας.