Σάββατο, 19 Ιούλ, 2025

Το Κρεμλίνο αμφιβάλλει για την προσωρινή εκεχειρία καθώς οι διπλωμάτες των ΗΠΑ φτάνουν στην Μόσχα

Οι διπλωμάτες των Ηνωμένων Πολιτειών έφθασαν στη Μόσχα την Πέμπτη, καθώς ένας από τους κορυφαίους βοηθούς του Ρώσου προέδρου Βλαντόμιρ Πούτιν επέκρινε την προτεινόμενη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός.

Ο Γιούρι Ουσάκοφ, πρώην Ρώσος πρέσβης, επιβεβαίωσε σε τηλεοπτική συνέντευξη ότι μίλησε με τον σύμβουλο εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ Μάικ Γουόλτς και εξέθεσε την άποψη της Ρωσίας για την πρόταση κατάπαυσης του πυρός για 30 ημέρες.

«Έχω δηλώσει τη θέση μας ότι αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από μια προσωρινή ανάπαυλα για τον ουκρανικό στρατό, τίποτα άλλο», είπε ο Ουσάκοφ στα ρωσικά μέσα ενημέρωσης, προσθέτοντας ότι η Ρωσία επιδιώκει μια μακροπρόθεσμη διευθέτηση που λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα και τις ανησυχίες της.

«Προσωρινή κατάπαυση του πυρός 30 ημερών. Λοιπόν, τι μας δίνει; Δεν μας δίνει τίποτα. Δίνει μόνο την ευκαιρία στους Ουκρανούς να ανασυνταχθούν, να αποκτήσουν δύναμη και να συνεχίσουν το ίδιο πράγμα.»

Ερωτηθείς εάν αυτό σημαίνει ότι η Μόσχα απέρριψε την πρόταση, ο Ουσάκοφ είπε ότι ο πρόεδρος πιθανότατα θα μιλήσει στα μέσα ενημέρωσης αργότερα την Πέμπτη και θα περιγράψει τη θέση της Ρωσίας με περισσότερες λεπτομέρειες.

Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, ο οποίος επιβεβαίωσε ότι οι διπλωμάτες της Ουάσιγκτον ήταν καθ’ οδόν, δεν έδωσε λεπτομέρειες σχετικά με το ποιος ερχόταν από την πλευρά των ΗΠΑ. Το ρωσικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων TASS μετέδωσε ότι ένα αεροπλάνο που χρησιμοποιούσε ο Στιβ Γουίτκοφ, ο ειδικός απεσταλμένος του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, αναχώρησε από το Κατάρ και προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο Βνούκοβο της Μόσχας το πρωί της Πέμπτης, επικαλούμενο στοιχεία από την υπηρεσία παρακολούθησης πτήσεων Flightradar.

«Νωρίτερα την Πέμπτη, το αεροσκάφος Gulfstream G650 απογειώθηκε από το διεθνές αεροδρόμιο Χαμάντ της Ντόχα. Γύρω στις 11:40 ώρα Μόσχας, το αεροπλάνο εισήλθε στον ρωσικό εναέριο χώρο από την κατεύθυνση της Λετονίας», μετέδωσε το TASS.

Ο Γουίτκοφ βρισκόταν στο Κατάρ για διαπραγματεύσεις για την παράταση της εκεχειρίας στη Γάζα.

Ο Πεσκόφ είπε επίσης ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες παρείχαν ορισμένες πληροφορίες στη Ρωσία σχετικά με μία πρόταση για κατάπαυση του πυρός για την Ουκρανία, κάτι που θα συνεχιστεί στις συναντήσεις των επόμενων ημερών.

Ξεχωριστά, η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, δήλωσε ότι η Μόσχα είναι έτοιμη να συνομιλήσει με την Ουάσιγκτον για μια ειρηνευτική πρωτοβουλία που θα συζητηθεί μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ουκρανίας, και ότι οι επαφές θα ξεκινήσουν άμεσα.

«Είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε τις πρωτοβουλίες που αναφέρονται εκεί σε μελλοντικές επαφές με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τέτοιες επαφές είναι δυνατές ήδη από σήμερα», είπε η Ζαχάροβα.

Μετά από συνομιλίες με κορυφαίους Αμερικανούς διπλωμάτες στη Σαουδική Αραβία την Τρίτη, το Κίεβο δήλωσε ότι είναι έτοιμο να δεχτεί μια εκεχειρία 30 ημερών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είπαν ότι υποβάλλουν την πρόταση στη Μόσχα.

Η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Κάρολαϊν Λέβιτ, επιβεβαίωσε σε δημοσιογράφους την Τετάρτη ότι ο Γουίτκοφ είχε σχέδια να επισκεφθεί τη Ρωσία τις επόμενες ημέρες για να συζητήσει μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός με την Ουκρανία.

«Προτρέπουμε τους Ρώσους να υπογράψουν αυτό το σχέδιο», είπε η Λέβιτ. «Αυτό είναι το πιο κοντινό σημείο στην ειρήνη σε αυτόν τον πόλεμο.»

Την Τετάρτη, κατά τη διάρκεια συνάντησης με τον Taoiseach (Ιρλανδό πρωθυπουργό) Μάικλ Μάρτιν, ο Τραμπ δήλωσε ότι μέλη της κυβέρνησής του ήταν καθ’ οδόν προς τη Ρωσία.

Επίσης, ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Τζέιμς Βανς είπε κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης στο Οβάλ Γραφείο ότι προγραμματίζεται μια σειρά τηλεφωνικών κλήσεων και κατ’ ιδίαν συναντήσεων μεταξύ Αμερικανών και Ρώσων αξιωματούχων.

Ο Γουίτκοφ είναι παλιός φίλος του Τραμπ, από τα χρόνια του στον κλάδο των ακινήτων. Διαχειρίζεται ακόμη μια εταιρεία εμπορικών ακινήτων στη Νέα Υόρκη και δεν έχει υπόβαθρο εξωτερικής πολιτικής, αλλά έχει ήδη συμβάλει καθοριστικά στη διαμεσολάβηση κατάπαυσης του πυρός στη Μέση Ανατολή μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς.

Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο αρνήθηκε να δώσει λεπτομέρειες σχετικά με το χρονοδιάγραμμα του ταξιδιού του Γουίτκοφ μιλώντας σε δημοσιογράφους στις 12 Μαρτίου.

«Αρκεί να πούμε ότι θα υπάρξουν πολλά σημεία επαφής με τους Ρώσους ώστε να καταλάβουμε αν είναι πρόθυμοι να το κάνουν αυτό ή όχι», είπε ο Ρούμπιο.

Πρότεινε ότι ορισμένες λεπτομέρειες των διαπραγματεύσεων παραμένουν ιδιωτικές για να διευκολυνθεί η σύναψη συμφωνιών.

Οι Ουκρανοί απαιτούν την επιστροφή όλων των αιχμαλώτων πολέμου, μεταξύ άλλων αιτημάτων ανθρωπιστικής βοήθειας, σύμφωνα με τον Ρούμπιο.

«Υπάρχουν περιοχές της Ουκρανίας που έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές που απαιτούν άμεση βοήθεια», είπε. «Αυτά είναι τα πράγματα τα οποία αποκαλέσαμε ‘περιεχόμενα’ στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων».

Η Μόσχα έχει προχωρήσει στο πεδίο της μάχης και δήλωσε την Πέμπτη ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα στρατεύματά της σύντομα θα εκκαθαρίσουν πλήρως τις ουκρανικές δυνάμεις από τη ρωσική περιοχή Κουρσκ, της οποίας οι Ουκρανοί κατείχαν εδάφη για περισσότερους από επτά μήνες.

Το υπουργείο Άμυνας της Ρωσίας δήλωσε ότι οι ρωσικές δυνάμεις σφυροκοπούν τις υπόλοιπες ουκρανικές θέσεις αφού κατέλαβαν τρεις ακόμη οικισμούς, συμπεριλαμβανομένης της πόλης Σούτζα, που βρίσκεται κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία και βρίσκεται σε δρόμο που είχε χρησιμοποιήσει το Κίεβο για τον ανεφοδιασμό των δυνάμεών του, ανέφερε το TASS.

Του Guy Birchall

Με τη συμβολή του Travis Gilmore και πληροφορίες από το Reuters

Ο πρόεδρος της Πολωνίας προτρέπει τις ΗΠΑ να τοποθετήσουν πυρηνικά όπλα σε Πολωνικό έδαφος

Ο Πολωνός πρόεδρος Αντρέι Ντούντα προέτρεψε τις Ηνωμένες Πολιτείες να μεταφέρουν πυρηνικά όπλα που βρίσκονται τώρα στην δυτική Ευρώπη σε Πολωνικό έδαφος για να αποτρέψουν πιθανή επιθετικότητα από την Ρωσία.

Ο Ντούντα είπε ότι είχε συζητήσει την ιδέα πρόσφατα με τον αντιστράτηγο Κηθ Κέλλογκ, τον ειδικό απεσταλμένο των ΗΠΑ για την Ουκρανία και Ρωσία.

«Τα σύνορα του ΝΑΤΟ μετακινήθηκαν ανατολικά το 1999, έτσι 26 χρόνια αργότερα θα πρέπει επίσης να υπάρχει μεταφορά στην δομή του ΝΑΤΟ ανατολικά,» είπε ο Ντούντα σε συνέντευξη στην Financial Times, που δημοσιεύτηκε στις 13 Μαρτίου. «Για εμένα αυτό είναι προφανές. Πιστεύω δεν είναι μόνο ότι έχει έρθει ο χρόνος, αλλά ότι θα ήταν ασφαλέστερο αν αυτά τα όπλα ήταν ήδη εδώ.»

Ο Ντούντα είπε ότι ήταν «προφανές» πως ο Τραμπ θα μπορούσε να επανατοποθετήσει πυρηνικές κεφαλές στην Πολωνία.

Τα σχόλιά του έρχονται καθώς ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, Στηβ Γουίτκοφ, πηγαίνει στην Ρωσία για να συζητήσει μια προσωρινή εκεχειρία που πρότεινε η Ουκρανία στο Κρεμλίνο. «Προτρέπουμε τους Ρώσους να υπογράψουν σε αυτό το σχέδιο,» είπε η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Κάρολαϊν Λέβιτ, στις 12 Μαρτίου. «Αυτό είναι το κοντινότερο στην ειρήνη από την αρχή του πολέμου. Είμαστε στην γραμμή τερματισμού, και ο πρόεδρος αναμένει ότι οι Ρώσοι θα μας βοηθήσουν να τρέξουμε ως την ζώνη τερματισμού.»

Η Ρωσία ‘δεν ζήτησε άδεια’

Η Πολωνία συνορεύει με την Ουκρανία και την Λευκορωσία, στενό σύμμαχο της Μόσχας. Τον Ιούνιο του 2023, 16 μήνες μετά την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν τοποθέτησε πυρηνικά όπλα στην Λευκορωσία. Είπε ότι θα δράσουν ως «στοιχείο αποτροπής» προς όλες τις δυνάμεις που «σκέφτοναι για την πραγματοποίηση μιας στρατηγικής ήττας.»

Ο Ντούντα είπε στην Financial Times: «Η Ρωσία δεν δίστασε καν όταν μετέφεραν τα πυρηνικά τους όπλα στην Λευκορωσία. Δεν ζήτησαν την άδεια κανενός».

Η Πολωνία εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ το 1999 και τα κράτη της Βαλτικής—Λιθουανία, Λετονία και Εσθονία— εντάχθηκαν το 2004. Τα τελευταία χρόνια, αυτές οι τέσσερις χώρες είχαν από τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες στην συμμαχία.

Η ρήτρα συλλογικής άμυνας του ΝΑΤΟ, η οποία απαιτεί από όλα τα μέλη να υπερασπίζονται οποιονδήποτε σύμμαχο που δέχεται επίθεση, έχει επικαλεστεί μόνο μία φορά: μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.

Το μη κερδοσκοπικό Κέντρο Ελέγχου Όπλων και Μη Διάδοσης Όπλων αναφέρει στον ιστότοπό του ότι τα πυρηνικά όπλα των ΗΠΑ εδρεύουν στο Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Τουρκία και την Ολλανδία.

Ο Ντούντα είναι πρόεδρος της Πολωνίας —ένας σε μεγάλο βαθμό εθιμοτυπικός ρόλος σε αυτή τη χώρα— από το 2015. Η θέση είναι περιορισμένης θητείας και πρόκειται να παραιτηθεί τον Αύγουστο, μετά τις νέες εκλογές του Μαΐου.

Το 2022, συζήτησε την ιδέα της φιλοξενίας πυρηνικών κεφαλών με την προηγούμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ.

Ο Ντούντα, υποψήφιος του συντηρητικού κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη, βρίσκεται σε διαμάχη με τον κεντροαριστερό συνασπισμό του Πολωνού πρωθυπουργού Ντόναλντ Τουσκ από τότε που αυτός ο συνασπισμός σχημάτισε κυβέρνηση μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές το 2023.

Ο Τουσκ χαιρέτισε την περασμένη εβδομάδα τα σχόλια του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν που φαινόταν να προσφέρει την πυρηνική ομπρέλα της Γαλλίας στους συμμάχους στην Ανατολική Ευρώπη.

Ο Τουσκ είπε ότι η Πολωνία «μιλούσε σοβαρά με τους Γάλλους για την ιδέα τους για μια πυρηνική ομπρέλα πάνω από την Ευρώπη».

Ο Ντούντα αποκλείει τα πολωνικά πυρηνικά όπλα

Στη συνέντευξη, ο Ντούντα απέρριψε οποιαδήποτε πρόταση ότι η Πολωνία θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα πυρηνικό οπλοστάσιο.

«Για να έχουμε τη δική μας πυρηνική ικανότητα, νομίζω ότι θα χρειαστούν δεκαετίες», είπε. «Οι ανησυχίες σχετικά με την αποχώρηση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας από την Πολωνία δεν είναι δικαιολογημένες. Είμαστε ένας αξιόπιστος σύμμαχος για τις ΗΠΑ και έχουν επίσης τα δικά τους στρατηγικά συμφέροντα εδώ».

Υποστήριξε επίσης τη θέση του Τραμπ για τη σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας.

«Αυτό δεν είναι λεπτή διπλωματία, αυτό είναι ένα σκληρό παιχνίδι, αλλά κατά τη γνώμη μου δεν είναι ότι ο πρόεδρος Τραμπ είναι μόνο καλός και ευγενικός με τη Ρωσία», είπε ο Ντούντα. «Νομίζω ότι εφαρμόζει εργαλεία εναντίον της Ρωσίας, παρόλο που ίσως δεν είναι τόσο δυνατά και ορατά όσο αυτά που χρησιμοποιεί εναντίον της Ουκρανίας. Κανείς δεν έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να σταματήσει αυτόν τον πόλεμο, οπότε ας δώσουμε στον πρόεδρο Τραμπ μια ευκαιρία».

Του Chris Summers

Με πληροφορίες από το Associated Press

Τηλεφωνική επικοινωνία Πούτιν-Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν για την Ουκρανία

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον πρίγκιπα διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν τη νύκτα της Πέμπτης προς Παρασκευή, στη διάρκεια της οποίας συζήτησαν για τον πόλεμο στην Ουκρανία, ανέφερε σε ανακοίνωσή του το Κρεμλίνο.

Διαβάστε επίσης:

Κάγια Κάλας: Πιθανότερο σενάριο η Ρωσία να πει «ναι» υπό όρους

Η επικοινωνία αυτή πραγματοποιήθηκε αφού ο Πούτιν δήλωσε ότι τάσσεται «υπέρ» της κατάπαυσης του πυρός στην Ουκρανία, με βάση την πρόταση των ΗΠΑ, η οποία παρουσιάστηκε στις συνομιλίες που διεξήχθησαν στη Σαουδική Αραβία μεταξύ Κιέβου και Ουάσιγκτον, αλλά πρόσθεσε ότι πριν από οποιαδήποτε εκεχειρία πρέπει να διευθετηθούν «σημαντικά ζητήματα».

Σύμφωνα με το Κρεμλίνο, στη συνομιλία του με τον μπιν Σαλμάν, ο Ρώσος πρόεδρος «εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του για τις μεσολαβητικές προσπάθειες της Σαουδικής Αραβίας», όπου μεταξύ άλλων πραγματοποιήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου συνάντηση αξιωματούχων από τη Ρωσία και τις ΗΠΑ.

«O Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν υπογράμμισε τη σημασία να διευθετηθεί η ουκρανική κρίση και δήλωσε έτοιμος να συνεχίσει να συμβάλλει στην εξομάλυνση των ρωσοαμερικανικών σχέσεων», πρόσθεσε το Κρεμλίνο στην ανακοίνωσή του.

Οι δύο άνδρες συζήτησαν επίσης ζητήματα διμερούς συνεργασίας και «τη σημασία τους» για τη «σταθερότητα της παγκόσμιας πετρελαϊκής αγοράς», κατέληξε το Κρεμλίνο.

Από την πλευρά του, το υπουργείο Εξωτερικών της Σαουδικής Αραβίας ανέφερε σε ανακοίνωσή του ότι ο μπιν Σαλμάν δήλωσε στον Πούτιν πως η χώρα του στηρίζει «όλες τις πρωτοβουλίες» που έχουν στόχο τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.

Ο ντε φάκτο ηγέτης του βασιλείου επανέλαβε «τη δέσμευση της Σαουδικής Αραβίας στη διευκόλυνση του διαλόγου και στη στήριξη όλων των πρωτοβουλιών που έχουν στόχο την επίτευξη πολιτικής λύσης» στον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.

Συνάντηση Τραμπ-Ρούτε: Συζητήσεις για τη Γροιλανδία, την Ουκρανία και το μέλλον του ΝΑΤΟ

Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, εξέφρασε την Πέμπτη την αισιοδοξία του για την πιθανότητα απόκτησης της Γροιλανδίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τονίζοντας τη σημασία αυτής της κίνησης για τη γεωπολιτική στρατηγική της χώρας.

Ο Τραμπ έκανε τις δηλώσεις αυτές κατά τη διάρκεια συνάντησής του στον Λευκό Οίκο με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, με αντικείμενο διαπραγματεύσεις για ζητήματα εμπορίου και ασφάλειας.

«Πιστεύω ότι θα συμβεί. Κάθομαι δίπλα σε έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο», δήλωσε ο Τραμπ από το Οβάλ Γραφείο, αναφερόμενος στον Ρούτε. «Χρειαζόμαστε [τη Γροιλανδία] για τη διεθνή ασφάλεια.»

Ο Ρούτε αναγνώρισε την ανάγκη διατήρησης της σταθερότητας στην περιοχή, κάνοντας αναφορά στην παρουσία κινεζικών πλοίων, και εξέφρασε τη στήριξή του στην ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, απέφυγε να εμπλέξει το ΝΑΤΟ στις συζητήσεις περί ενδεχόμενης προσάρτησης της Γροιλανδίας.

«Δεν επιθυμώ να κατευθύνω το ΝΑΤΟ σε αυτό το ζήτημα, αλλά … είναι πολύ σημαντικό να διασφαλίσουμε ότι η περιοχή θα παραμείνει ασφαλής», δήλωσε ο Ρούτε. «Γνωρίζουμε ότι τα πράγματα αλλάζουν εκεί, και πρέπει να είμαστε παρόντες».

Οι γενικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 11 Μαρτίου στη Γροιλανδία έφεραν θετικά αποτελέσματα, σύμφωνα με την οπτική του Τραμπ, καθώς το κεντροδεξιό κόμμα «Δημοκρατία», υπό την ηγεσία του Γενς Φρέντερικ Νίλσεν, εξασφάλισε ισχνή πλειοψηφία στις κοινοβουλευτικές έδρες.

«Το άτομο που τα πήγε καλύτερα είναι πολύ καλός άνθρωπος από τη δική μας σκοπιά», δήλωσε ο Τραμπ. «Οπότε, θα συζητήσουμε για το θέμα, καθώς είναι πολύ σημαντικό».

Οι δύο ηγέτες συζήτησαν επίσης για τον πόλεμο στην Ουκρανία και άλλα ζητήματα παγκόσμιας ασφάλειας.

«Αυτή τη στιγμή, έχουμε ανθρώπους που συνομιλούν στη Ρωσία, έχουμε εκπροσώπους εκεί», ανέφερε ο Τραμπ.

«Λαμβάνουμε πληροφορίες ότι τα πράγματα προχωρούν καλά στη Ρωσία, αλλά τίποτα δεν έχει σημασία μέχρι να ακούσουμε το τελικό αποτέλεσμα. Υπάρχουν πολύ σοβαρές διαπραγματεύσεις σε εξέλιξη με τον πρόεδρο Πούτιν και άλλους, και ελπίζω όλοι να θέλουν να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης».

Κατά τη διάρκεια της τριήμερης επίσκεψής του στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Ρούτε αναμένεται να συναντηθεί επίσης με υψηλόβαθμα στελέχη της αμερικανικής κυβέρνησης και μέλη του Κογκρέσου.

Ο Τραμπ επικρίνει το ΝΑΤΟ και ζητά αύξηση των αμυντικών δαπανών

Ο Τραμπ έχει ασκήσει επανειλημμένα κριτική στους συμμάχους του ΝΑΤΟ, υποστηρίζοντας ότι δεν συμβάλλουν επαρκώς στη συμμαχία. Από την πρώτη του θητεία είχε προειδοποιήσει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδέχεται να σταματήσουν την υποστήριξή τους, εάν άλλα μέλη δεν τηρήσουν τις οικονομικές τους δεσμεύσεις.

«Αν δεν πληρώνετε, δεν θα σας υπερασπιστούμε», δήλωσε ο Τραμπ την περασμένη εβδομάδα, ερωτηθείς για πιθανή αλλαγή στην πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι του ΝΑΤΟ. «Το είχα πει αυτό πριν από επτά χρόνια. Και εξαιτίας αυτής της δήλωσης, πλήρωσαν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια».

Ο Τραμπ χαρακτήρισε την προσέγγισή του ως «κοινή λογική», αν και παραδέχτηκε ότι είχε δεχθεί σφοδρή κριτική για τη στάση του.

Επιπλέον, εξέφρασε αμφιβολίες για τη δυνατότητα του ΝΑΤΟ να υπερασπιστεί τις Ηνωμένες Πολιτείες σε περίπτωση κρίσης.

«Το μεγαλύτερο πρόβλημά μου με το ΝΑΤΟ», δήλωσε ο Τραμπ, «είναι ότι πρόκειται για φίλους μου, αλλά αν οι Ηνωμένες Πολιτείες βρεθούν σε κίνδυνο και τους καλέσουμε … πιστεύετε ότι θα έρθουν να μας προστατεύσουν; Είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν. Δεν είμαι τόσο σίγουρος».

Σε απάντηση, ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, επανέλαβε τη δέσμευση της Γαλλίας στη συμμαχία.

«Είμαστε πιστοί και αφοσιωμένοι σύμμαχοι», δήλωσε ο Μακρόν, εκφράζοντας «σεβασμό και φιλία» προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.

«Πιστεύω ότι δικαιούμαστε να περιμένουμε το ίδιο», πρόσθεσε.

Το 2014, το ΝΑΤΟ είχε θέσει ως στόχο όλα τα μέλη να δαπανούν τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ τους για την άμυνα έως το 2024.

Κατά την εικονική του ομιλία στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στις 23 Ιανουαρίου, ο Τραμπ κάλεσε τα μέλη του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ.

Ο Ρούτε δήλωσε την ίδια ημέρα ότι ο Τραμπ έχει δίκιο να ζητά από τα μέλη της συμμαχίας να κατανείμουν τουλάχιστον το 5% του ΑΕΠ τους στην άμυνα.

«Εάν η Ουκρανία χάσει, τότε η αποκατάσταση της αποτρεπτικής ικανότητας του υπόλοιπου ΝΑΤΟ θα έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος από αυτό που εξετάζουμε αυτή τη στιγμή, όσον αφορά την αύξηση των αμυντικών δαπανών και της παραγωγής στρατιωτικού εξοπλισμού», δήλωσε ο Ρούτε στο Νταβός.

«Δεν θα μιλάμε για επιπλέον δισεκατομμύρια, αλλά για επιπλέον τρισεκατομμύρια».

Ο Ρούτε διαδέχθηκε τον Γενς Στόλτενμπεργκ ως επικεφαλής της συμμαχίας τον Οκτώβριο του 2024.

Υπηρέτησε ως πρωθυπουργός της Ολλανδίας για 14 χρόνια και είχε συναντηθεί πολλές φορές με τον Τραμπ κατά την πρώτη του προεδρική θητεία.

Οι δύο ηγέτες είχαν την τελευταία τους συνάντηση στις 22 Νοεμβρίου 2024, στο θέρετρο Μαρ-α-Λάγκο του Τραμπ στη Φλόριντα, όπου συζήτησαν ζητήματα παγκόσμιας ασφάλειας.

Ο Τραμπ επανέλαβε την Πέμπτη ότι οι απειλές του να διακόψει τη βοήθεια προς το ΝΑΤΟ, εάν τα κράτη-μέλη δεν πλήρωναν το μερίδιό τους, ώθησαν τους συμμάχους να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες.

«Το ΝΑΤΟ έγινε πολύ πιο ισχυρό χάρη στις ενέργειές μου», είπε. «Τα χρήματα άρχισαν να ρέουν.»

Η Βενεζουέλα επαναφέρει τις πτήσεις για επαναπατρισμό παράτυπων μεταναστών από τις ΗΠΑ

Η Βενεζουέλα συμφώνησε να επαναφέρει τις πτήσεις για τον επαναπατρισμό των πολιτών της από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αρχής γενομένης από τις 14 Μαρτίου, σύμφωνα με τον ανώτερο διπλωμάτη των ΗΠΑ και ειδικό απεσταλμένο του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, Ρίτσαρντ Γκρενέλ.

«Είμαι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσω ότι η Βενεζουέλα συμφώνησε να επαναφέρει τις πτήσεις για την επιστροφή των πολιτών της που παραβίασαν τους μεταναστευτικούς νόμους των ΗΠΑ και εισήλθαν παράνομα στη χώρα», ανακοίνωσε ο Γκρενέλ στις 13 Μαρτίου μέσω της πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης Χ. «Οι πτήσεις θα ξαναρχίσουν την Παρασκευή».

Η ανακοίνωση έρχεται μετά από διακοπή των πτήσεων που πραγματοποιούνταν υπό το καθεστώς του Νικολάς Μαδούρο, ο οποίος είχε δηλώσει ότι οι προγραμματισμένες αναχωρήσεις «επηρεάστηκαν» από την απόφαση του Τραμπ να ακυρώσει την άδεια της αμερικανικής πετρελαϊκής εταιρείας Chevron για δραστηριοποίηση στη Βενεζουέλα.

Η Chevron είχε λάβει άδεια στις 26 Νοεμβρίου 2022 από το Γραφείο Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, ως μέρος της ευρύτερης χαλάρωσης των κυρώσεων από τη διοίκηση Μπάιντεν, έπειτα από συνομιλίες του Μαδούρο με την πολιτική αντιπολίτευση για τη διεξαγωγή ελεύθερων και δίκαιων εκλογών.

Ωστόσο, οι κυρώσεις επανήλθαν τον Απρίλιο του 2024, καθώς ο Μαδούρο αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον αντίπαλό του, Εδμούντο Γκονζάλες, ως νόμιμο νικητή των εκλογών.

Ο Τραμπ ανακοίνωσε στις 26 Φεβρουαρίου ότι η άδεια της Chevron θα τερματιστεί από την 1η Μαρτίου, αντιστρέφοντας τις παραχωρήσεις που είχε κάνει η διοίκηση Μπάιντεν.

Η απόφαση αυτή είχε «άμεση σχέση με τις εκλογικές συνθήκες στη Βενεζουέλα, οι οποίες δεν τηρήθηκαν από το καθεστώς Μαδούρο», έγραψε ο Τραμπ στο Truth Social.

«Επιπλέον, το καθεστώς δεν προχωρούσε με την ταχύτητα που είχε συμφωνηθεί στον επαναπατρισμό των βίαιων εγκληματιών που είχε στείλει στη χώρα μας [τις καλές παλιές ΗΠΑ]».

Μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου, η Βενεζουέλα είχε στείλει δύο πτήσεις για να επιστρέψουν 190 παράτυποι μετανάστες.

Αργότερα τον ίδιο μήνα, η Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνείων των ΗΠΑ (ICE) επέβλεψε τη μεταφορά 177 Βενεζουελάνων παράτυπων μεταναστών από τον Κόλπο του Γκουαντάναμο στην Κούβα προς την Ονδούρα, όπου θα παραλαμβάνονταν για επαναπατρισμό.

Ο Τραμπ άνοιξε το κέντρο κράτησης 30.000 ατόμων της ναυτικής βάσης των ΗΠΑ στον Κόλπο του Γκουαντάναμο για να χρησιμοποιηθεί στις απελάσεις, με σκοπό «την κράτηση των χειρότερων εγκληματικών παράτυπων μεταναστών που απειλούν τον αμερικανικό λαό».

Μεταξύ των Βενεζουελάνων που εισήλθαν παράνομα στις Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται και μέλη της συμμορίας «Tren de Aragua», η οποία κατηγορείται για βίαια εγκλήματα και καταλήψεις διαμερισμάτων στο Κολοράντο.

Εν τω μεταξύ, η ICE ανακοίνωσε στις 12 Μαρτίου ότι οι εγκαταστάσεις κράτησης μεταναστών στις ΗΠΑ έχουν φτάσει τη χωρητικότητά τους, με περίπου 47.600 κρατούμενους. Το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας συνεχίζει τις προσπάθειές του να ενθαρρύνει τους παράτυπους μετανάστες να αυτοαπελαθούν μέσω της νέας εφαρμογής CBP Home για κινητά τηλέφωνα.

«Η εφαρμογή CBP Home δίνει στους παράτυπους μετανάστες την επιλογή να φύγουν τώρα και να αυτοαπελαθούν, ώστε να έχουν ακόμα τη δυνατότητα να επιστρέψουν νόμιμα στο μέλλον και να ζήσουν το αμερικανικό όνειρο», δήλωσε η υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας, Κρίστι Νοέμ, στις 10 Μαρτίου.

«Αν δεν το κάνουν, θα τους βρούμε, θα τους απελάσουμε και δεν θα επιστρέψουν ποτέ».

Με τη συμβολή των Ράιαν Μόργκαν, ο Τζέικομπ Μπεργκ και Τζακ Φίλιπς, και πληροφορίες από το Reuters

Κίνα, Ρωσία και Ιράν σε συνομιλίες για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων

Η κομμουνιστική ηγεσία της Κίνας θα φιλοξενήσει αυτή την εβδομάδα αξιωματούχους από τη Ρωσία και το Ιράν για συνομιλίες σχετικά με ζητήματα που αφορούν την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων.

Η συνάντηση, που θα πραγματοποιηθεί στο Πεκίνο στις 14 Μαρτίου, θα επικεντρωθεί ιδιαίτερα στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας.

Τη συνάντηση θα προεδρεύσει ο Κινέζος υφυπουργός Εξωτερικών Μα Ζαοσού, ο οποίος θα συζητήσει το ζήτημα με τους υφυπουργούς Εξωτερικών της Μόσχας και της Τεχεράνης, όπως ανέφερε εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών σε συνέντευξη Τύπου την Τετάρτη.

Η συνάντηση συμπίπτει χρονικά με μια κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, που θα πραγματοποιηθεί την ίδια ημέρα και θα αφορά τα αυξανόμενα αποθέματα ουρανίου του Ιράν, τα οποία πλησιάζουν την ποιότητα που απαιτείται για την κατασκευή όπλων.

Επιπλέον, η συνάντηση ακολουθεί στενά τη δήλωση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ την περασμένη εβδομάδα, σύμφωνα με την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιδιώξουν να διαπραγματευτούν μια νέα πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, αντικαθιστώντας εκείνη από την οποία αποχώρησαν κατά την πρώτη θητεία του.

Ο Τραμπ επανέλαβε τη θέση των ΗΠΑ ότι το Ιράν δεν πρέπει ποτέ να αποκτήσει πυρηνικά όπλα και δήλωσε ότι είναι ανοιχτός σε μια νέα συμφωνία, διαφορετικά ενδέχεται να καταφύγει σε στρατιωτική δράση.

«Έρχονται ενδιαφέρουσες μέρες. Αυτό μόνο μπορώ να σας πω. Είμαστε στα τελικά στάδια με το Ιράν… Δεν μπορούμε να τους επιτρέψουμε να αποκτήσουν πυρηνικό όπλο», δήλωσε ο Τραμπ.

«Τους έχω στείλει επιστολή λέγοντας: “Ελπίζω να διαπραγματευτείτε, γιατί αν χρειαστεί να δράσουμε στρατιωτικά, θα είναι κάτι τρομερό”», πρόσθεσε.

Η Τεχεράνη δεν διαθέτει αυτή τη στιγμή όπλα μαζικής καταστροφής, ωστόσο συνεχίζει να εμπλουτίζει ουράνιο κοντά στα επίπεδα που απαιτούνται για πυρηνικά όπλα, μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη διμερή πυρηνική συμφωνία το 2018, η οποία είχε θέσει περιορισμούς σε αυτές τις δραστηριότητες.

Έκθεση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας, με έδρα τη Βιέννη, ανέφερε τον περασμένο μήνα ότι το Ιράν διαθέτει περίπου 275 κιλά ουρανίου εμπλουτισμένου έως και 60%.

Αυτό το επίπεδο καθαρότητας απέχει ελάχιστα από το 90% που απαιτείται για την κατασκευή πυρηνικού όπλου και αντιπροσωπεύει αύξηση περίπου 40% στην ποσότητα εμπλουτισμένου ουρανίου του Ιράν από τον περασμένο Αύγουστο.

Σύμφωνα με την έκθεση, η ποσότητα αυτή θα επέτρεπε στην Τεχεράνη να κατασκευάσει περίπου 6 πυρηνικά όπλα, εάν το επέλεγε.

Από την πλευρά της, η Μόσχα έχει εκφράσει προθυμία να λειτουργήσει ως μεσολαβητής μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης, καθώς η κυβέρνηση Τραμπ επιδιώκει την εξομάλυνση των σχέσεων με τη Ρωσία.

Οι σχέσεις μεταξύ Ιράν και Ρωσίας έχουν εμβαθυνθεί από την έναρξη της ευρείας κλίμακας εισβολής στην Ουκρανία το 2022, με τις δύο χώρες να υπογράφουν στρατηγική συμφωνία συνεργασίας που περιλαμβάνει ανταλλαγές όπλων και στρατιωτικής τεχνογνωσίας.

Αμφότερες διατηρούν επίσης στενές διπλωματικές και οικονομικές σχέσεις με την κομμουνιστική Κίνα.

Η Κίνα, από την πλευρά της, βρίσκεται στη διαδικασία ταχείας ανάπτυξης του πυρηνικού της οπλοστασίου, γεγονός που έχει προκαλέσει αντιδράσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους.

Το Πεντάγωνο εκτιμά ότι η Κίνα θα διαθέτει πάνω από 1.000 πυρηνικές κεφαλές έως το 2030 και ότι ήδη διαθέτει περισσότερους εκτοξευτές διηπειρωτικών πυραύλων από τις ΗΠΑ.

Ο ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, έχει δηλώσει ότι στηρίζει τις προσπάθειες του Ιράν να διασφαλίσει την ασφάλειά του, ενώ η Κίνα αποτελεί βασικό παράγοντα στις προσπάθειες της Τεχεράνης να παρακάμψει τις διεθνείς κυρώσεις στις πωλήσεις πετρελαίου της.

Η Κίνα άρχισε να εισάγει ρεκόρ ποσοτήτων ιρανικού πετρελαίου μετά την επιβολή διεθνών κυρώσεων το 2022. Την επόμενη χρονιά, κρατικές κινεζικές εταιρείες έκλεισαν συμφωνίες ανταλλαγής με το Ιράν, παρακάμπτοντας έτσι την ανάγκη για συναλλαγές με νόμισμα που θα μπορούσε να υπόκειται σε κυρώσεις. Σε αυτές περιλαμβανόταν και μια επένδυση ύψους 2,64 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο μεγαλύτερο αεροδρόμιο του Ιράν.

Ο Πούτιν υποστηρίζει την αμερικανική πρόταση εκεχειρίας υπό όρους

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν εξέφρασε την Πέμπτη την εκτίμησή του για την εκεχειρία στην Ουκρανία που υποστηρίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά δεν προχώρησε στην αποδοχή του πλαισίου της συμφωνίας.

Ο Πούτιν τόνισε ότι οποιαδήποτε εκεχειρία θα πρέπει να αντιμετωπίζει τις ρίζες της σύγκρουσης και ότι υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες που πρέπει να επιλυθούν πριν η Μόσχα συμφωνήσει να σταματήσει την εισβολή της.

«Συμφωνούμε με τις προτάσεις για παύση των εχθροπραξιών» δήλωσε ο Πούτιν στους δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο Κρεμλίνο. «Αλλά θεωρούμε ότι αυτή η παύση θα πρέπει να οδηγήσει σε μια μακροχρόνια ειρήνη και να εξαλείψει τα αρχικά αίτια αυτής της κρίσης».

Ο Ρώσος πρόεδρος δεν διευκρίνισε ποια θεωρεί ως «αρχικά αίτια», αλλά στο παρελθόν έχει απαιτήσει τη μόνιμη απαγόρευση ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και την αποτροπή παρουσίας ξένων στρατευμάτων στο έδαφός της.

Οι θέσεις αυτές αποτελούν υποχώρηση από τους αρχικούς στόχους του Πούτιν, οι οποίοι περιλάμβαναν την πλήρη αποστρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας.

ΗΠΑ και Ουκρανία στηρίζουν την εκεχειρία

Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, εξέφρασε την Τετάρτη την ελπίδα ότι το Κρεμλίνο θα αποδεχθεί την πρόταση για εκεχειρία 30 ημερών, την οποία χαρακτήρισε ως «τέλος στο λουτρό αίματος» στην Ουκρανία.

Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι έχει ήδη αποδεχθεί το πλαίσιο της εκεχειρίας, μετά από μια σύντομη διακοπή της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας προς το Κίεβο.

Η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε την Τρίτη ότι θα συνεχίσει την παροχή όπλων και ανταλλαγή πληροφοριών με την Ουκρανία, αφού το Κίεβο δήλωσε κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων στη Σαουδική Αραβία ότι είναι έτοιμο να στηρίξει την πρόταση για εκεχειρία.

Η αντίδραση της Μόσχας και οι συνεχιζόμενες επιθέσεις

Την ώρα που ο Ζελένσκι αποδέχθηκε την πρόταση του Τραμπ, η Ρωσία ενέτεινε τις επιθέσεις της εναντίον ουκρανικών δυνάμεων στην περιοχή Κουρσκ της Ρωσίας.

Η Μόσχα ισχυρίζεται ότι τα στρατεύματά της εκδίωξαν τον ουκρανικό στρατό από μια σημαντική πόλη στο Κουρσκ, όπου επί επτά μήνες προσπαθεί να απωθήσει τις ουκρανικές δυνάμεις.

Αν και οι Ουκρανοί είχαν υπό τον έλεγχό τους ένα μικρό μόνο τμήμα της περιοχής, το Κουρσκ θεωρείται στρατηγικής σημασίας, καθώς μπορεί να αποτελέσει διαπραγματευτικό χαρτί για το Κίεβο στις συνομιλίες με τη Μόσχα για την επιστροφή κατεχόμενων ουκρανικών εδαφών.

Ο Πούτιν υπογράμμισε ότι υποστηρίζει «την ιδέα της ειρηνικής επίλυσης της σύγκρουσης» και ότι θα συνεχίσει τις συνομιλίες με τους Αμερικανούς διαπραγματευτές.

«Η ίδια η ιδέα είναι σωστή και ασφαλώς τη στηρίζουμε» ανέφερε. «Όμως υπάρχουν ζητήματα που πρέπει να συζητήσουμε. Και νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε και με τους Αμερικανούς συναδέλφους μας».

Ο ρόλος του Τραμπ και οι απειλές για κυρώσεις

Οι δηλώσεις Πούτιν έγιναν λίγες ώρες μετά την άφιξη του Στιβ Γουίτκοφ, ειδικού απεσταλμένου του Τραμπ για τη Μέση Ανατολή, στη Μόσχα, όπου θα συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις για μια πιθανή εκεχειρία στην Ουκρανία.

Ωστόσο, κορυφαίος σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής του Πούτιν δήλωσε στα ρωσικά κρατικά μέσα ενημέρωσης ότι η προτεινόμενη εκεχειρία των 30 ημερών από την Ουάσιγκτον απλώς θα δώσει στην Ουκρανία χρόνο να ανασυνταχθεί και να ενισχύσει τις δυνάμεις της.

«Δεν μας προσφέρει τίποτα» ανέφερε ο Γιούρι Ουσάκοφ, πρώην πρεσβευτής της Ρωσίας στην Ουάσιγκτον, που συχνά εκφράζει τις απόψεις του Πούτιν σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. «Απλώς δίνει στους Ουκρανούς την ευκαιρία να ανασυνταχθούν, να ενισχυθούν και να συνεχίσουν τα ίδια».

Ο Τραμπ έχει θέσει ως προτεραιότητα την επίτευξη ειρήνης στην Ουκρανία και στο παρελθόν έχει δηλώσει ότι θα τερματίσει τον πόλεμο από την «πρώτη ημέρα» της προεδρίας του.

Αργότερα την Πέμπτη, ο Τραμπ χαρακτήρισε τις δηλώσεις Πούτιν ως μια «καλή αρχή», αλλά ξεκαθάρισε ότι δεν αρκούν, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο συνάντησης με τον Ρώσο πρόεδρο.

«Θα ήθελα να τον συναντήσω και να μιλήσω μαζί του, αλλά πρέπει να τελειώσει γρήγορα» δήλωσε στους δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο. «Ελπίζω να κάνουν το σωστό».

Νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα, ο Τραμπ άφησε να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να επιβάλει αυστηρότερες οικονομικές κυρώσεις στη Μόσχα, αν η Ρωσία δεν συνεργαστεί σε μια συμφωνία εκεχειρίας.

«Μπορώ να κάνω οικονομικά πράγματα που θα ήταν πολύ άσχημα για τη Ρωσία» προειδοποίησε. «Δεν θέλω να το κάνω, γιατί θέλω να πετύχω ειρήνη. Αλλά οικονομικά, ναι, θα μπορούσαμε να κάνουμε πράγματα που θα ήταν καταστροφικά για τη Ρωσία».

Ο γερμανικός στρατός συρρικνώνεται και γερνά, σύμφωνα με αναφορά

Ο στρατός της Γερμανίας γερνά και συρρικνώνεται, προειδοποίησε η Γερμανίδα κοινοβουλευτική επίτροπος για τις Ένοπλες Δυνάμεις Έβα Χεγκλ, καθώς η χώρα συζητά μια προσπάθεια μαζικής αύξησης των αμυντικών δαπανών στον απόηχο των πρόσφατων εκλογών.

Σε μια ετήσια έκθεση που κυκλοφόρησε στις 11 Μαρτίου, η Χεγκλ έγραψε ότι παρά την κίνηση στρατολόγησης που πυροδότησε η εμφάνιση του πολέμου στην Ουκρανία, το προσωπικό του γερμανικού στρατού (Bundeswehr) αριθμούσε 181.200 άτομα το 2024 — από 181.540 το 2023.

«Ταυτόχρονα, ο Bundeswehr ‘γερνάει’», έγραψε η Χεγκλ. «Ενώ ο μέσος όρος ηλικίας ήταν 32,4 έτη στο τέλος του 2019, αυξήθηκε στα 34 έτη στο τέλος του 2024.

«Πρέπει να σταματήσουμε επειγόντως και να αντιστρέψουμε αυτή την τάση».

Σύμφωνα με τη Χεγκλ, η οποία ενεργεί ως συνήγορος του υπηρεσιακού προσωπικού και ασκεί κοινοβουλευτική εποπτεία, ο εξοπλισμός, τα όπλα και η υποδομή του γερμανικού στρατού είναι επίσης σε κακή κατάσταση.

«Ορισμένοι από τους στρατώνες και τα κτίσματα παραμένουν σε κακή κατάσταση», αναφέρει η έκθεση της Χεγκλ.

Παρά το ειδικό ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ που διοχετεύθηκε στο Κοινοβούλιο από τον απερχόμενο Καγκελάριο Όλαφ Σολτς, μετά την εισβολή των ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία το 2022, ο γερμανικός στρατός εξακολουθεί να μην έχει ό,τι χρειάζεται για να πολεμήσει σε μια σύγχρονη σύγκρουση, σύμφωνα με την έκθεση.

Χρειάζεται να ανανεώσει τα μαχητικά οχήματα πεζικού, τα ναυτικά μαχητικά πλοία και την πυραυλική άμυνα, καθώς και να προσθέσει περισσότερα μαχητικά μη επανδρωμένα οχήματα, οπλικά συστήματα και πυρομαχικά, αναφέρει η έκθεση.

«Ο γερμανικός στρατός έχει ακόμη πολύ λίγα από όλα», είπε η Χεγκλ σε συνέντευξη Τύπου.

Σύμφωνα με την έκθεση, αν και το ειδικό ταμείο που δημιουργήθηκε είχε βοηθήσει στη βελτίωση της στρατολόγησης, στην ανάπτυξη υποδομών και στην επιτάχυνση της προμήθειας νέων όπλων, τα αποτελέσματα σε πολλές περιπτώσεις «δεν είναι ακόμη ορατά, αισθητά ή μετρήσιμα» και περίπου το 82 τοις εκατό των χρημάτων έχει πλέον εξαντληθεί.

«Για να ολοκληρωθούν ή να συνεχιστούν τα σημαντικά έργα που ξεκίνησαν μέσω του ειδικού ταμείου, είναι απαραίτητη η αύξηση του τακτικού αμυντικού προϋπολογισμού», αναφέρει η έκθεση.

Οι αποκαλύψεις της έκθεσης μπορεί να έκαναν ακόμη πιο δύσκολο τον στόχο της Γερμανίας να αυξήσει το στρατιωτικό προσωπικό σε περισσότερους από 200.000, στόχος που είχε μετατεθεί από το 2025 στο 2031 πριν από δύο χρόνια.

Η αυξημένη χρηματοδότηση επέτρεψε στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, να επιτύχει τον στόχο των  αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ στο 2% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) το 2024 για πρώτη φορά από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, αλλά η διατήρηση και η αύξηση αυτών των δαπανών θα απαιτήσει άλλη νομοθεσία.

Η συντηρητική Χριστιανοδημοκρατική Ένωση του προσδοκώμενου Καγκελαρίου Φρίντριχ Μερτς και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις για να σχηματίσουν συνασπισμό μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου. Τα κόμματα επιδιώκουν να αναθεωρήσουν τους κανόνες δανεισμού της χώρας, για να χρηματοδοτήσουν μια αύξηση 500 δισεκατομμυρίων ευρώ στον κρατικό δανεισμό για την άμυνα και τις υποδομές.

Συμφώνησαν να εξαιρέσουν τις αμυντικές δαπάνες άνω του 1% του ΑΕΠ από το αυστηρό συνταγματικό όριο δανεισμού της Γερμανίας, γνωστό ως ‘φρένο χρέους’.

Το φρένο χρέους περιορίζει το διαρθρωτικό καθαρό δανεισμό της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στο 0,35% του ΑΕΠ, προσαρμοσμένο για τον οικονομικό κύκλο.

Αντιμετωπίζουν όμως αντίσταση στο Κοινοβούλιο, όπου η αλλαγή στο σύνταγμα απαιτεί πλειοψηφία δύο τρίτων.

Στις 10 Μαρτίου, οι Πράσινοι, οι οποίοι κατέχουν 85 από τις 630 έδρες του γερμανικού Κοινοβουλίου (Bundestag), ορκίστηκαν να σταματήσουν τα σχέδια.

«Δεν θα επιτρέψουμε να εκβιαζόμαστε ούτε θα επιτρέψουμε στον Φρίντριχ Μερτς και τον [συναρχηγό του SPD] Λαρς Κλίνγκμπαϊλ να καταχραστούν μια δύσκολη κατάσταση της ευρωπαϊκής ασφάλειας», δήλωσε η συναρχηγός των Πρασίνων Φραντσέσκα Μπράντνερ.

«Αυτό είναι κάτι που δεν εξυπηρετεί ούτε τη χώρα ούτε τα συμφέροντά μας στην Ευρώπη.»

Τα σχέδια της Γερμανίας έρχονται εν μέσω μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής προσπάθειας για ενίσχυση των δαπανών μετά από δηλώσεις των Ηνωμένων Πολιτειών ότι σκοπεύουν να περιορίσουν την εμπλοκή τους στην προστασία της Ευρώπης από τη Ρωσία.

Σε μια σύνοδο κορυφής στις Βρυξέλλες στις 6 Μαρτίου, οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης τάχθηκαν υπέρ της αύξησης των αμυντικών δαπανών και της περαιτέρω υποστήριξης της Ουκρανίας, εγκρίνοντας την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ένα νέο σχέδιο δανείου ύψους 150 δισεκατομμυρίων ευρώ που θα χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση της κυβερνοασφάλειας και για την αγορά συστημάτων αεράμυνας, μη επανδρωμένων αεροσκαφών και «στρατηγικών μέσων» όπως οι αεροπορικές μεταφορές.

Στις 11 Μαρτίου ήρθε περαιτέρω σαφήνεια σχετικά με αυτά τα σχέδια. Η Επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είπε ότι τα χρήματα από αυτά τα δάνεια πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την αγορά όπλων ευρωπαϊκής κατασκευής.

«Αυτά τα δάνεια πρέπει να δοθούν σε αγορές από Ευρωπαίους παραγωγούς, για να βοηθήσουν στην ενίσχυση της δικής μας αμυντικής βιομηχανίας», είπε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σημειώνοντας πως «τα συμβόλαια πρέπει να είναι πολυετή, για να δώσουν στην βιομηχανία την προβλεψιμότητα» που χρειάζεται, και πως οι χώρες θα πρέπει να αγοράσουν εξοπλισμό μαζί σε ομάδες επειδή είδαν «πόσο ισχυρό μπορεί να είναι αυτό».

Του Γκι Μπιρτσάλ

Με πληροφορίες από το Reuters και το Associated Press

Εμπορική ένταση μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ: Η Γερμανία προειδοποιεί για ‘κατάλληλη’ απάντηση στους νέους δασμούς

Σε τροχιά κλιμάκωσης κινείται η εμπορική διαμάχη μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών, μετά την πρόσφατη απόφαση της Ουάσιγκτον να επιβάλει νέους δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου από την Ευρώπη. Η κίνηση αυτή προκάλεσε την άμεση και έντονη αντίδραση του Γερμανού καγκελαρίου Όλαφ Σολτς, ο οποίος χαρακτήρισε «λανθασμένες» τις αμερικανικές αποφάσεις και προειδοποίησε για «γρήγορη και κατάλληλη» απάντηση από ευρωπαϊκής πλευράς.

«Στο εμπόριο χρειαζόμαστε λιγότερα και όχι περισσότερα εμπόδια και για αυτό θεωρώ λανθασμένες τις αποφάσεις των ΗΠΑ σχετικά με την τελωνειακή πολιτική», δήλωσε χαρακτηριστικά ο καγκελάριος κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αντόνιο Κόστα στο Βερολίνο. Ο Σολτς παραδέχθηκε επίσης ότι οι νέοι δασμοί θα πλήξουν ιδιαίτερα τη Γερμανία, η οποία αποτελεί μία από τις ισχυρότερες εξαγωγικές οικονομίες της Ευρώπης.

Η ευρωπαϊκή θέση: Διάλογος αλλά και αντίμετρα

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αντόνιο Κόστα υπογράμμισε την ανάγκη αποφυγής περαιτέρω κλιμάκωσης και τη διάθεση της ΕΕ για διάλογο. Ωστόσο, διευκρίνισε ότι η Ευρώπη είναι έτοιμη να απαντήσει με «ανάλογα και επαρκή» μέτρα.

«Πρέπει να αποφευχθεί η κλιμάκωση», ανέφερε ο Κόστα, προσθέτοντας ότι «η ΕΕ προτείνει μια ανάλογη και επαρκή απάντηση στην τρέχουσα κατάσταση, η οποία απαιτεί διάλογο και διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ». Υπογράμμισε επίσης ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση «είναι ανοιχτή σε συνομιλίες με την Ουάσιγκτον για τυχόν εμπορικές ανισορροπίες».

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη ανακοινώσει την πρόθεσή της να απαντήσει στους αμερικανικούς δασμούς, με τον εκπρόσωπο του γερμανικού υπουργείου Οικονομίας, Στέφαν Γκάμπριελ Χάουφε, να σημειώνει ότι η χώρα του υποστηρίζει την απόφαση των Βρυξελλών για περαιτέρω διαπραγματεύσεις και διάλογο με τις ΗΠΑ, καθώς «δεν ενδιαφερόμαστε για μια σύγκρουση δασμών».

Η αμερικανική οπτική: Η προστασία της εγχώριας βιομηχανίας

Η αμερικανική πλευρά φαίνεται αποφασισμένη να προστατεύσει τις εγχώριες βιομηχανίες χάλυβα και αλουμινίου, θεωρώντας την επιβολή δασμών αναγκαίο μέτρο για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους έναντι των εισαγωγών.

Οι ΗΠΑ υποστηρίζουν ότι τα μέτρα αυτά είναι απαραίτητα για την προστασία των αμερικανικών επιχειρήσεων από αθέμιτες πρακτικές ανταγωνισμού, με ιδιαίτερη έμφαση στην υπερπαραγωγή που προέρχεται κυρίως από την Κίνα. Παράλληλα, η Ουάσιγκτον θεωρεί πρωταρχικής σημασίας τη διασφάλιση της εθνικής οικονομικής ασφάλειας.

Παρά την αποφασιστικότητα της αμερικανικής κυβέρνησης, παρατηρητές επισημαίνουν ότι υπάρχει επιφυλακτικότητα σχετικά με μια ενδεχόμενη κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου με την Ευρώπη, δεδομένων των στενών πολιτικών και οικονομικών δεσμών μεταξύ των δύο πλευρών.

Το ευρύτερο πλαίσιο: Ανταγωνιστικότητα και άμυνα

Η συζήτηση για τους δασμούς και τις εμπορικές σχέσεις ΕΕ-ΗΠΑ εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ευρώπη. Ο Αντόνιο Κόστα επεσήμανε ότι η επικείμενη σύνοδος κορυφής της ΕΕ θα επικεντρωθεί στην ανταγωνιστικότητα, η οποία συνδέεται άμεσα με την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής ικανότητας.

«Η επένδυση στην ευρωπαϊκή άμυνα σημαίνει επίσης επένδυση στις βιομηχανίες μας, στην τεχνολογία μας, σε θέσεις εργασίας για τους πολίτες μας», τόνισε ο Κόστα, προσθέτοντας ότι «η Ευρώπη χρειάζεται μια ισχυρή, ανταγωνιστική οικονομία για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο προκλήσεων. Η ευημερία και η ασφάλεια είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος».

Ο Σολτς, από την πλευρά του, υπογράμμισε την ανάγκη όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ «να κάνουν περισσότερα για την άμυνα», χαρακτηρίζοντάς το «ένα από τα βασικά καθήκοντα σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες».

Προοπτικές και συμπεράσματα

Η τρέχουσα εμπορική διαμάχη μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ αναδεικνύει τις προκλήσεις ενός παγκόσμιου εμπορικού συστήματος όπου οι μεγάλες οικονομικές δυνάμεις επιδιώκουν να ισχυροποιήσουν τη θέση τους, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζουν την ανάγκη για συνεργασία.

Αν και οι θέσεις των δύο πλευρών συγκλίνουν στον στόχο αποφυγής μιας ευρείας εμπορικής σύγκρουσης, παραμένουν σημαντικές διαφωνίες ως προς την εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών. Η ΕΕ τάσσεται υπέρ του διαλόγου και των διαπραγματεύσεων, διατηρώντας ωστόσο το δικαίωμα να λάβει αντίμετρα, ενώ οι ΗΠΑ εμφανίζονται αποφασισμένες να υπερασπιστούν τις πολιτικές τους για λόγους εθνικής οικονομικής ασφάλειας.

Η Ρωσία εντείνει την αντεπίθεσή της στο Κουρσκ – Προτάσεις για εκεχειρία

Οι μάχες στην περιφέρεια Κουρσκ, στα σύνορα Ρωσίας-Ουκρανίας, συνεχίζονται με αμείωτη ένταση, καθώς η Μόσχα εντείνει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της. Ρωσικές δυνάμεις έχουν ανακαταλάβει σημαντικά εδάφη που είχαν περιέλθει στον έλεγχο της Ουκρανίας από τον Αύγουστο του 2023, ενώ οι ουκρανικές δυνάμεις δέχονται αυξανόμενη πίεση. Παράλληλα, βρίσκεται στο τραπέζι πρόταση για προσωρινή εκεχειρία 30 ημερών, η οποία έχει γίνει αποδεκτή από την Ουκρανία, με την αντίδραση της Ρωσίας να εκκρεμεί.

Προέλαση των ρωσικών δυνάμεων

Από τις 8 Μαρτίου, οι ρωσικές δυνάμεις ξεκίνησαν μια νέα φάση επιθέσεων στην περιοχή του Κουρσκ, με την ανακατάληψη τουλάχιστον 12 οικισμών και συνολικής έκτασης περίπου 40 τετραγωνικών μιλίων, όπως αναφέρουν. Η ρωσική κρατική υπηρεσία ειδήσεων TASS μετέδωσε ότι η επιχείρηση διεξήχθη από την ειδική μονάδα Akhmat και το 30ό μηχανοκίνητο σύνταγμα τυφεκιοφόρων. Οι ρωσικές δυνάμεις φαίνεται πως χρησιμοποίησαν εναλλακτικές τακτικές διείσδυσης, συμπεριλαμβανομένης της μετακίνησης στρατευμάτων μέσω εγκαταλελειμμένων αγωγών φυσικού αερίου.

Ο Ρώσος στρατηγός Άπτι Αλαουντίνοφ δήλωσε πως η επιχείρηση προκάλεσε αποδιοργάνωση στις ουκρανικές γραμμές, ενώ η Ουκρανία υποστήριξε ότι αντελήφθη άμεσα τη ρωσική διείσδυση και αντέδρασε με βολές πυροβολικού, ρουκετών και μη επανδρωμένων αεροσκαφών.

Στις 12 Μαρτίου, η Μόσχα ανακοίνωσε πως έχει πλέον υπό τον έλεγχό της σχεδόν το σύνολο της περιοχής γύρω από την πόλη Σούτζα, με τον Πούτιν να επισκέπτεται την περιοχή και να δηλώνει ότι στόχος είναι η πλήρης εκκαθάριση των ουκρανικών δυνάμεων.

Η αντίδραση της Ουκρανίας

Το Κίεβο επιβεβαίωσε τις σφοδρές μάχες, επισημαίνοντας πως οι ρωσικές δυνάμεις έχουν υποστεί βαριές απώλειες, με περισσότερους από 54.000 στρατιώτες να έχουν σκοτωθεί ή τραυματιστεί στις συγκρούσεις από τον Αύγουστο. Ωστόσο, οι αριθμοί δεν έχουν επιβεβαιωθεί από ανεξάρτητες πηγές.

Παρά τις ρωσικές προελάσεις, η ουκρανική ηγεσία δήλωσε πως συνεχίζει να διατηρεί έλεγχο σε κάποιες θέσεις στην περιοχή, αν και στρατιωτικοί αναλυτές εκτιμούν πως η παρουσία των ουκρανικών δυνάμεων στο Κουρσκ πλησιάζει στο τέλος της.

Ορισμένοι Ουκρανοί αξιωματούχοι είχαν υπονοήσει πως η διατήρηση ελέγχου στο Κουρσκ θα μπορούσε να λειτουργήσει ως διαπραγματευτικό όπλο έναντι των ρωσικών εδαφικών διεκδικήσεων στην ανατολική Ουκρανία. Με τις πρόσφατες εξελίξεις, ωστόσο, αυτή η στρατηγική τίθεται εν αμφιβόλω.

Πρόταση για εκεχειρία

Σε διπλωματικό επίπεδο, οι Ουκρανοί εκπρόσωποι έχουν εκφράσει τη στήριξή τους σε πρόταση εκεχειρίας 30 ημερών, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για περαιτέρω ειρηνευτικές συνομιλίες. Η Μόσχα, μέχρι στιγμής, δεν έχει ανταποκριθεί επίσημα στην πρόταση, ενώ συνεχίζει τις επιχειρήσεις της.

Η κατάσταση στο Κουρσκ ενδέχεται να διαμορφώσει τις ευρύτερες διαπραγματεύσεις για την εξέλιξη του πολέμου, με τις επόμενες ημέρες να κρίνονται καθοριστικές για το μέλλον των συγκρούσεων στην περιοχή.