Τρίτη, 01 Ιούλ, 2025

Αμερικανική «ανάσα» στη Συρία: Η Ουάσιγκτον αίρει κυρώσεις για να στηρίξει την ανοικοδόμηση

Η αμερικανική κυβέρνηση ανακοίνωσε την Παρασκευή τη μερική άρση των κυρώσεων σε βάρος της Συρίας, με στόχο να δοθεί ώθηση στην οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας, μετά την ανατροπή του καθεστώτος του Μπασάρ αλ-Άσαντ πέρυσι. Στο ίδιο πνεύμα, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ χαρακτήρισε την κίνηση αυτή ως το πρώτο βήμα υλοποίησης του οράματος του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για μια «νέα σχέση» μεταξύ Ουάσιγκτον και Δαμασκού.

Η σχετική απόφαση ακολουθεί τις πρόσφατες δηλώσεις-έκπληξη του Αμερικανού προέδρου κατά την περιοδεία του στη Μέση Ανατολή, όπου έκανε σαφή την πρόθεσή του να προχωρήσει στην άρση των αμερικανικών κυρώσεων κατά της Συρίας.

Σύμφωνα με ανακοίνωση του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών, εκδόθηκε γενική άδεια (GL25), η οποία, στην πράξη, επιτρέπει τις περισσότερες οικονομικές συναλλαγές με τη νέα συριακή κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένου του τραπεζικού τομέα και των υπηρεσιών πετρελαίου. Επιπλέον, η άδεια καλύπτει και ορισμένα πρόσωπα που βρίσκονταν μέχρι πρότινος υπό καθεστώς κυρώσεων, όπως ο προσωρινός πρόεδρος της Συρίας, Άχμεντ αλ-Σαράα, γνωστός έως πρόσφατα ως Αμπού Μουχάμαντ αλ-Τζολάνι.

Η Ουάσιγκτον εκτιμά πως η απόφαση αυτή θα διευκολύνει την επιστροφή επενδύσεων και επιχειρηματικής δραστηριότητας στον συριακό ιδιωτικό τομέα, επισημαίνοντας ότι συμβαδίζει με τη στρατηγική «Πρώτα η Αμερική» που προωθεί ο Λευκός Οίκος.

«Αυτή είναι μόνο μία πτυχή μιας ευρύτερης κυβερνητικής προσπάθειας για την πλήρη άρση των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στη Συρία λόγω των βιαιοτήτων του καθεστώτος Άσαντ», ανέφερε το Υπουργείο Οικονομικών.

Παράλληλα, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ χορήγησε εξάμηνη εξαίρεση από τον Νόμο «Καισάρ» (Caesar Act), ώστε οι αμερικανικοί εταίροι της Ουάσιγκτον να μπορούν να επενδύουν και να συμμετέχουν στην ανοικοδόμηση της Συρίας, χωρίς να παρεμποδίζονται από τις κυρώσεις. Ο υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, δήλωσε πως το μέτρο αυτό θα ενισχύσει την αποκατάσταση βασικών υποδομών στη Συρία, όπως το ρεύμα, η ενέργεια, το νερό και η υγιεινή, και θα διευκολύνει την είσοδο ανθρωπιστικής βοήθειας σε μια χώρα που ταλανίζεται ακόμα από τις πληγές του πολέμου.

«Οι σημερινές ενέργειες αποτελούν το πρώτο βήμα για να πάρει σάρκα και οστά το όραμα του προέδρου για μια νέα εποχή στις σχέσεις Συρίας-ΗΠΑ», ανέφερε ο Ρούμπιο.

Άμεσα αντέδρασε με ανακοίνωσή του και το Υπουργείο Εξωτερικών της Συρίας, χαιρετίζοντας την απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να άρει τις κυρώσεις. Η εξέλιξη αυτή έρχεται αμέσως μετά τη συνάντηση του προέδρου Τραμπ με τον αλ-Σαράα στη Σαουδική Αραβία, στις 14 Μαΐου. Σύμφωνα με τον Ρούμπιο, η Ουάσιγκτον έχει καταστήσει σαφές στη Δαμασκό ότι η άρση των κυρώσεων θα πρέπει να ακολουθηθεί άμεσα από «συγκεκριμένα μέτρα σε κρίσιμους τομείς πολιτικής».

«Ο πρόεδρος Τραμπ δίνει έτσι στη συριακή ηγεσία την ευκαιρία να διασφαλίσει την ειρήνη και τη σταθερότητα, όχι μόνο εντός της χώρας, αλλά και στις σχέσεις της με όλη την περιοχή», δήλωσε ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας.

Υπενθυμίζεται πως, πριν από αυτή τη συνάντηση, ο Τραμπ είχε ανακοινώσει ότι η κυβέρνησή του κινείται προς την επανασύσταση διπλωματικών σχέσεων με τη Συρία. «Δίνω εντολή για τον τερματισμό των κυρώσεων ώστε να δοθεί στη Συρία μια πραγματική ευκαιρία να κάνει ένα νέο ξεκίνημα», είχε πει χαρακτηριστικά στο Επενδυτικό Φόρουμ ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας στο Ριάντ, στις 13 Μαΐου.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χαρακτηρίσει τη Συρία «κρατικό χορηγό της τρομοκρατίας» ήδη από το 1979, ενώ το 2011 επέβαλαν αυστηρότερες κυρώσεις με αφορμή την αιματηρή καταστολή διαδηλωτών από το καθεστώς Άσαντ. Αυτή η σκληρή πολιτική αποτέλεσε το έναυσμα για έναν εμφύλιο που κράτησε 13 χρόνια μέχρι την τελική ανατροπή του καθεστώτος από αντικαθεστωτικές δυνάμεις υπό την ηγεσία του Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ – οργάνωση που, πάντως, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν ως τρομοκρατική.

Την άρση των οικονομικών κυρώσεων ανακοίνωσε και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 20 Μαΐου, υπό το σκεπτικό να υποστηριχθεί η «αναδόμηση μιας νέας, δημοκρατικής και πολυφωνικής Συρίας, απαλλαγμένης από καταστροφικές ξένες παρεμβάσεις».

Με την συμβολή των Ράιαν Μόργκαν και Reuters

Σφοδρές διεθνείς αντιδράσεις από τα πυρά του ισραηλινού στρατού κατά αντιπροσωπείας ξένων διπλωματών στην Τζενίν

Σφοδρές και άμεσες είναι οι διεθνείς αντιδράσεις από τους πυροβολισμούς του ισραηλινού στρατού σήμερα κατά αντιπροσωπείας ξένων διπλωματών στην Τζενίν, στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, ένα συμβάν που έρχεται εν μέσω της αυξημένης διεθνούς πίεσης κατά του Ισραήλ για τη διεξαγωγή του πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας.

Οποιαδήποτε απειλή κατά της ζωής διπλωματών είναι «απαράδεκτη», αντέδρασε η επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ Κάγια Κάλλας. «Καλούμε το Ισραήλ να διερευνήσει αυτό το περιστατικό και να καταστήσει υπόλογους τους υπεύθυνους», τόνισε η Κάλλας σε δημοσιογράφους στις Βρυξέλλες.

«Απαιτούμε άμεση διευκρίνιση από την ισραηλινή κυβέρνηση για το τι συνέβη. Οι απειλές κατά διπλωματών είναι απαράδεκτες», δήλωσε ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Αντόνιο Ταγιάνι με ανάρτηση στο Χ.

Το ισπανικό υπουργείο Εξωτερικών καταδίκασε «έντονα» τα πυρά από τον ισραηλινό στρατό κατά ξένων διπλωματών. «Το υπουργείο διερευνά όλα όσα συνέβησαν. Στην ομάδα των διπλωματών συμμετείχε ένας Ισπανός, ο οποίος είναι καλά στην υγεία του. Είμαστε σε επαφή με άλλες εμπλεκόμενες χώρες για να δώσουμε μια κοινή απάντηση σε ό,τι συνέβη, το οποίο καταδικάζουμε έντονα», ανέφερε το ισπανικό ΥΠΕΞ σε σύντομη ανακοίνωση που έστειλε στο Γαλλικό Πρακτορείο.

Ο υπουργός Εξωτερικών του Βελγίου Μαξίμ Πρεβό απαίτησε «πειστικές εξηγήσεις» από το Ισραήλ για το συμβάν, λέγοντας ότι τα προειδοποιητικά πυρά στόχευσαν «περίπου 20 διπλωμάτες», συμπεριλαμβανομένου ενός Βέλγου.

«Είναι καλά, ευτυχώς», είπε ο Πρεβό με ανάρτηση στο X, αναφορικά με τον Βέλγο διπλωμάτη. «Αυτοί οι διπλωμάτες πραγματοποιούσαν επίσημη επίσκεψη στην Τζενίν, έπειτα από συντονισμό με τον ισραηλινό στρατό, σε μια πομπή περίπου είκοσι σαφώς αναγνωρίσιμων οχημάτων», καταδίκασε ο επικεφαλής της βελγικής διπλωματίας.

Ένας Δυτικός διπλωματικός αξιωματούχος, του οποίου η χώρα εκπροσωπείτο στην αντιπροσωπεία, μίλησε για «σοβαρό περιστατικό στο οποίο θα αντιδράσουμε», σύμφωνα με τους Times of Israel.

«Δεν πρόκειται για “ταλαιπωρία”», είπε ο αξιωματούχος, απαντώντας στην ανακοίνωση του ισραηλινού στρατού και στην εκδοχή του για το συμβάν, όπου εξέφρασε τη «λύπη του για την ταλαιπωρία που προκλήθηκε» στους ξένους διπλωμάτες. «Η αντιπροσωπεία παρέκκλινε από την εγκεκριμένη διαδρομή και εισήλθε σε μια περιοχή όπου δεν είχε εξουσιοδότηση να βρίσκεται», υποστήριξε ο ισραηλινός στρατός στην ανακοίνωσή του. «Ισραηλινοί στρατιώτες που επιχειρούσαν στην περιοχή έριξαν προειδοποιητικά πυρά για να τους κρατήσουν μακριά».

«Αυτό είναι ένα σοβαρό περιστατικό στο οποίο θα αντιδράσουμε κατάλληλα, μετά από διαβουλεύσεις με τους εταίρους μας», ανέφερε ο Δυτικός αξιωματούχος.

Η Παλαιστινιακή Αρχή (ΠΑ), που διοργάνωσε την επίσκεψη των διπλωματών, κατηγόρησε Ισραηλινούς στρατιώτες ότι άνοιξαν πυρ με «πραγματικά πυρά» εναντίον της αντιπροσωπείας.

Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές και το παλαιστινιακό πρακτορείο ειδήσεων Wafa, στην επίσκεψη συμμετείχαν διπλωμάτες από την Κίνα, την Τουρκία, τον Καναδά την Ιαπωνία και το Μεξικό, καθώς και από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Γαλλίας, της Βρετανίας, της Ισπανίας.

Το υπουργείο Εξωτερικών της ΠΑ έδωσε στη δημοσιότητα ένα σύντομης διάρκειας βίντεο που δείχνει δεκάδες άτομα, συμπεριλαμβανομένων φωτογράφων, κοντά σε ένα σημείο ελέγχου του στρατού στην Τζενίν. Δύο άτομα που φορούν στολές του ισραηλινού στρατού φαίνονται να σημαδεύουν με όπλα την ομάδα των διπλωματών. Έπειτα ακούγονται πυροβολισμοί και η ομάδα των διπλωματών τρέχει πίσω στα αυτοκίνητά της.

Το παλαιστινιακό ΥΠΕΞ στην ανακοίνωσή του καταδίκασε την «κατάφωρη και σοβαρή παραβίαση του διεθνούς δικαίου» από τις «ισραηλινές κατοχικές δυνάμεις».

Η εφημερίδα Times of Israel ανέφερε πως οι στρατιώτες πυροβόλησαν στον αέρα από το εσωτερικό του καταυλισμού προσφύγων της Τζενίν, λέγοντας πως δεν έχουν αναφερθεί τραυματισμοί.

«Ήταν το τελευταίο τμήμα της επίσκεψης και ξαφνικά ακούσαμε πυροβολισμούς από τον καταυλισμό προσφύγων της Τζενίν», δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο ένας διπλωμάτης που μίλησε υπό τον όρο να μην κατονομαστεί. «Δεν πυροβόλησαν μία ή δύο φορές. Ήταν σαν επαναλαμβανόμενοι πυροβολισμοί. Αυτό είναι τρέλα. Δεν είναι φυσιολογικό», είπε.

Η ΕΕ επανεξετάζει τη συμφωνία εμπορίου με το Ισραήλ λόγω της επιχείρησης στη Γάζα

Σε φάση επανεξέτασης εισέρχεται η πολιτική και οικονομική συμφωνία ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ισραήλ, καθώς εντείνονται οι ανησυχίες για την ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα. Η εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα εξωτερικής πολιτικής, Κάγια Κάλλας, ανακοίνωσε την Τρίτη ότι οι Βρυξέλλες λαμβάνουν υπόψη τους τη «καταστροφική» κατάσταση στον παλαιστινιακό θύλακα και πως εξετάζουν άμεσα τη σχέση τους με το Ισραήλ.

«Η ανθρωπιστική βοήθεια που επιτρέπει το Ισραήλ να εισέλθει στη Γάζα είναι, βεβαίως, ένα θετικό βήμα, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί σταγόνα στον ωκεανό», δήλωσε η κ. Κάλλας στους δημοσιογράφους. «Η βοήθεια πρέπει να ρέει άμεσα, απρόσκοπτα και σε μεγάλη κλίμακα – αυτό είναι το ελάχιστο αναγκαίο. Η άσκηση πιέσεων είναι απαραίτητη ώστε να αλλάξει η παρούσα κατάσταση», συμπλήρωσε.

Το Υπουργείο Εξωτερικών του Ισραήλ, πάντως, απέρριψε τις ευρωπαϊκές επικρίσεις, σημειώνοντας ότι αντικατοπτρίζουν ελλιπή κατανόηση της σύνθετης πραγματικότητας που αντιμετωπίζει η χώρα. «Οι θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραγνωρίζουν τις πολλαπλές προκλήσεις και τα πραγματικά διλήμματα ασφαλείας του Ισραήλ», τόνισε στη δική του ανακοίνωση το Ισραηλινό ΥΠΕΞ, έπειτα από την τοποθέτηση της κ. Κάλλας.

Η συζήτηση για τη δυνατότητα αναθεώρησης των εμπορικών σχέσεων της ΕΕ με το Ισραήλ έρχεται σε μία περίοδο γενικής όξυνσης των ευρωπαϊκών επικρίσεων, με αφορμή τον πολύ μεγάλο αριθμό θυμάτων και την ανθρωπιστική κατάσταση στη Γάζα. Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ζητούν από το Ισραήλ να διασφαλίσει σημαντικά μεγαλύτερη πρόσβαση στη βοήθεια και να σταματήσει τις επιχειρήσεις που πλήττουν τους αμάχους.

Το μέλλον της συμφωνίας μεταξύ ΕΕ και Ισραήλ παραμένει αβέβαιο, ενώ η πίεση προς το Τελ Αβίβ διαρκώς αυξάνεται στον απόηχο των εξελίξεων στη Γάζα.

Με την συμβολή των Associated Press και Reuters

Δεκάδες πτώματα σε νοσοκομείο της Λιβύης μετά από συγκρούσεις αντίπαλων πολιτοφυλακών

Τουλάχιστον 58 αγνώστου ταυτότητας πτώματα εντοπίστηκαν σε νοσοκομείο της Τρίπολης μετά από πρόσφατες συγκρούσεις μεταξύ αντίπαλων ένοπλων ομάδων στη δυτική Λιβύη, σύμφωνα με τις τοπικές αρχές.

Όπως ανέφερε το υπουργείο Εσωτερικών της χώρας, έχουν ξεκινήσει έρευνες για την ταυτοποίηση των πτωμάτων, με 23 από αυτά να έχουν ήδη εξεταστεί. Στην ίδια ανακοίνωση, τονιζόταν ότι ελήφθησαν όλα τα απαραίτητα νομικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της τεκμηρίωσης στοιχείων και της συλλογής δειγμάτων.

Τα πτώματα εντοπίστηκαν στις 19 Μαΐου σε νοσοκομείο που ελεγχόταν από τοπική πολιτοφυλακή, της οποίας ο ηγέτης σκοτώθηκε την προηγούμενη εβδομάδα σε επίθεση από αντίπαλη ένοπλη οργάνωση. Μέχρι πρόσφατα, η περιοχή Αμπού Σαλίμ βρισκόταν υπό τον έλεγχο του λεγόμενου «Μηχανισμού Στήριξης της Σταθερότητας» (Stabilization Support Apparatus – SSA).

Στις 12 Μαΐου, ο επικεφαλής του SSA, Αμπντελγκανί Κικλί —γνωστός και ως Γκανίουα— σκοτώθηκε στην Τρίπολη από μέλη της αντίπαλης ένοπλης οργάνωσης «Ταξιαρχία 444».

Παράλληλα, μονάδες του SSA σε άλλες περιοχές της δυτικής Λιβύης δέχθηκαν επίθεση και υπέστησαν ήττα από ένοπλες ομάδες που φέρονται να είναι ευθυγραμμισμένες με τον πρωθυπουργό Αμπντελχαμίντ Αλ Ντμπεϊμπά, επικεφαλής της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας (Government of National Unity- GNU) με έδρα την Τρίπολη.

Την επόμενη ημέρα, σφοδρές συγκρούσεις ξέσπασαν στην Τρίπολη μεταξύ πολιτοφυλακών που υποστηρίζουν τον Ντμπεϊμπά και της ένοπλης ομάδας «Δύναμη Ειδικής Αποτροπής» (γνωστής και ως Rada), η οποία αντιτίθεται στον πρωθυπουργό.

Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, τουλάχιστον οκτώ άμαχοι σκοτώθηκαν κατά τις συγκρούσεις.

Μετά από δύο ημέρες έντασης, το υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε ότι τακτικές δυνάμεις, σε συντονισμό με τις αρμόδιες υπηρεσίες ασφαλείας, έλαβαν μέτρα για την αποκατάσταση της τάξης, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης ουδέτερων μονάδων.

Σύμφωνα με το υπουργείο Εσωτερικών, τα πτώματα εντοπίστηκαν στο Νοσοκομείο Αμπού Σαλίμ, το οποίο βρίσκεται στη πυκνοκατοικημένη ομώνυμη συνοικία της Τρίπολης. Δύο ημέρες νωρίτερα, εννέα ακόμη αγνώστου ταυτότητας πτώματα είχαν βρεθεί στο Νοσοκομείο Αλ Χάντρα της ίδιας περιοχής, όπως ανέφεραν οι αρχές.

Η εξουδετέρωση του SSA φαίνεται να ενίσχυσε τη θέση του Ντμπεϊμπά, ο οποίος παραμένει επικεφαλής της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης και θεωρείται σύμμαχος της Τουρκίας.

Όπως και το GNU, ο SSA λειτουργούσε στο πλαίσιο του Προεδρικού Συμβουλίου που σχηματίστηκε το 2021 μέσα από μια πολιτική διαδικασία υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Την ίδια χρονιά, οι προγραμματισμένες εκλογές δεν πραγματοποιήθηκαν λόγω συνεχιζόμενων διαφωνιών μεταξύ αντίπαλων παρατάξεων, γεγονός που επέτρεψε στον Ντμπεϊμπά να παραμείνει στην εξουσία.

Αιτήματα για παραίτηση του πρωθυπουργού

Στις 16 Μαΐου, τρεις υπουργοί της GNU υπέβαλαν αιφνιδίως την παραίτησή τους, την ώρα που εκατοντάδες διαδηλωτές είχαν συγκεντρωθεί στην Πλατεία των Μαρτύρων της Τρίπολης, ζητώντας την αποχώρηση του Ντμπεϊμπά και τη διεξαγωγή εκλογών. Οι διαδηλωτές τον κατηγόρησαν ότι αδυνατεί να αποκαταστήσει την ηρεμία στην πρωτεύουσα και να περιορίσει την επιρροή των ένοπλων ομάδων.

Την ίδια ημέρα, η Αποστολή του ΟΗΕ στη Λιβύη εξέφρασε ανησυχία για τη συνεχιζόμενη βία, καλώντας όλες τις πλευρές να διασφαλίσουν την προστασία του άμαχου πληθυσμού της Τρίπολης.

Λίβυοι διαδηλωτές συγκεντρώνονται στην πλατεία Μαρτύρων για να ζητήσουν την παραίτηση της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, στην Τρίπολη της Λιβύης, στις 16 Μαΐου 2025. (AFP μέσω Getty Images)

 

Σε τηλεοπτικό του διάγγελμα στις 17 Μαΐου, ο Ντμπεϊμπά ανέφερε ότι η εξάλειψη των ένοπλων ομάδων που λειτουργούν εκτός κρατικού ελέγχου αποτελεί «ένα συνεχιζόμενο έργο». Υπογράμμισε, επίσης, ότι δεν πρόκειται να υπάρξει επιείκεια απέναντι σε όποιον συνεχίζει να εμπλέκεται σε φαινόμενα διαφθοράς ή εκβιασμού. Στόχος της κυβέρνησης, όπως είπε, είναι η δημιουργία μιας Λιβύης απαλλαγμένης από πολιτοφυλακές και διαφθορά.

Σε ανακοίνωση που εξέδωσε το γραφείο του στις 18 Μαΐου, υπογραμμίστηκε ότι η GNU επιδιώκει την «εξάλειψη των ένοπλων σχηματισμών που δεν υπάγονται σε αστυνομικές ή στρατιωτικές δομές».

Η Λιβύη παραμένει σε κατάσταση σχετικής αστάθειας από το 2011, όταν μια εξέγερση με τη στήριξη του ΝΑΤΟ οδήγησε στην ανατροπή και τον θάνατο του Μουάμαρ Καντάφι. Από το 2014, η χώρα έχει διαιρεθεί μεταξύ δύο αντίπαλων πολιτικών δυνάμεων: της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας στη δυτική Λιβύη και του στρατηγού Χαλίφα Χάφταρ, που διατηρεί τον έλεγχο της ανατολικής Λιβύης.

Με πληροφορίες από το Reuters

Ουγγρικό «διαζύγιο» με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο: Εγκρίθηκε ο νόμος αποχώρησης

Η Ουγγρική Βουλή ενέκρινε, τη Δευτέρα 20 Μαΐου, το νομοσχέδιο που θέτει σε κίνηση τη διαδικασία αποχώρησης της χώρας από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ), μια απόφαση που αναμένεται να ολοκληρωθεί σε διάστημα ενός έτους.

Η κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν ανακοίνωσε την πρόθεσή της για αποχώρηση τον Απρίλιο, αμέσως μετά την παρουσία του πρωθυπουργού του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, στη Βουδαπέστη — μια επίσκεψη που πραγματοποιήθηκε παρά το ένταλμα σύλληψης που είχε εκδώσει το ΔΠΔ σε βάρος του Ισραηλινού ηγέτη.

Ο Όρμπαν δεν έκρυψε την δυσφορία του για την απόφαση του ΔΠΔ, χαρακτηρίζοντάς το ως «όχι πια ένα αμερόληπτο δικαστήριο του κράτους δικαίου, αλλά ένα πολιτικό δικαστήριο». Ούτως ή άλλως, αρνήθηκε τη σύλληψη Νετανιάχου, καταγγέλλοντας την απόφαση του ΔΠΔ ως «προκλητική, κυνική και παντελώς απαράδεκτη».

Στην ψηφοφορία της Τρίτης, 134 βουλευτές ψήφισαν υπέρ της αποχώρησης από το ΔΠΔ και 37 κατά. Το σχετικό νομοσχέδιο τονίζει: «Η Ουγγαρία απορρίπτει κατηγορηματικά τη χρήση διεθνών οργανισμών — και ειδικά ποινικών δικαστηρίων — ως εργαλεία πολιτικής πίεσης».

Από την πλευρά του, ο Νετανιάχου χαιρέτισε την ουγγρική απόφαση, κάνοντάς λόγο για «μία γενναία και αρχών επιλογή».

Το σημείο τριβής δημιουργήθηκε μετά το ένταλμα σύλληψης που εξέδωσε το ΔΠΔ τον Νοέμβριο του 2024 σε βάρος του Νετανιάχου και του πρώην υπουργού Άμυνας του Ισραήλ, Γιοάβ Γκαλάντ, κατηγορώντας τους για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας σχετικά με τον πόλεμο στη Γάζα κατά της Χαμάς. Η Χάγη κατηγορεί το Ισραήλ, μεταξύ άλλων, για «χρήση λιμού ως όπλο πολέμου» μέσω του περιορισμού ανθρωπιστικής βοήθειας και για εσκεμμένες επιθέσεις κατά αμάχων. Το Τελ Αβίβ απορρίπτει τις κατηγορίες ως αβάσιμες.

Οι ισραηλινές αρχές υποστηρίζουν ότι το ΔΠΔ έχασε την αξιοπιστία του προχωρώντας σε διώξεις εναντίον δημοκρατικά εκλεγμένων ηγετών που ασκούν το δικαίωμα άμυνας, επιμένοντας ότι οι διώξεις έχουν πολιτικά κίνητρα και εδράζονται σε αντισημιτισμό.

Σημειώνεται ότι τυπικά η αποχώρηση μιας χώρας από το ΔΠΔ ολοκληρώνεται ένα χρόνο μετά τη γραπτή γνωστοποίηση στον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ.

Το ΔΠΔ ιδρύθηκε το 1998 με το Καταστατικό της Ρώμης, ως δικαστήριο που θα παρείχε λύση όταν δεν υπήρχαν άλλες δυνατότητες απονομής δικαιοσύνης για εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και γενοκτονίες. Ξεκίνησε να λειτουργεί το 2002 και η Ουγγαρία υπήρξε ιδρυτικό μέλος του.

Όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ — συμπεριλαμβανομένης της Ουγγαρίας — είναι μέλη του ΔΠΔ, κάτι που σημαίνει πως έχουν υποχρέωση εκτέλεσης των ενταλμάτων καθώς δεσμεύονται από το Καταστατικό της Ρώμης. Ανάμεσα στα μέλη συγκαταλέγεται και η – αμφιλεγόμενη διεθνώς – «Παλαιστινιακή Αρχή».

Αντίθετα, μεγάλες χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ρωσία, το Ισραήλ, η Ινδία, το Πακιστάν, η Τουρκία και το Ιράν δεν έχουν προσχωρήσει στο Δικαστήριο.

Η ουγγρική αποχώρηση δεν είναι το μόνο μέτωπο κατά του ΔΠΔ το τελευταίο διάστημα. Τον Φεβρουάριο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε προεδρικό διάταγμα για επιβολή περιορισμών εισόδου και οικονομικών κυρώσεων σε όσους βοηθούν το ΔΠΔ να ερευνήσει τον ρόλο των ΗΠΑ ή συμμάχων τους.

Όπως αναφέρεται στη σχετική διάταξη: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιβάλουν απτές και σημαντικές κυρώσεις σε όσους ευθύνονται για τις παραβιάσεις του ΔΠΔ, που μπορεί να περιλαμβάνουν και δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, αλλά και απαγόρευση εισόδου στη χώρα τόσο για τα στελέχη και συνεργάτες του ΔΠΔ όσο και για τις οικογένειές τους, καθώς η παραμονή τους στις ΗΠΑ θα μπορούσε να θίξει τα συμφέροντά μας».

Σύμφωνα με την αμερικανική Προεδρία, οι ΗΠΑ «παραμένουν προσηλωμένες στη λογοδοσία και στην ειρηνική διευθέτηση των διεθνών υποθέσεων, αλλά το ΔΠΔ και τα μέρη της Ρώμης οφείλουν να σεβαστούν την απόφαση των ΗΠΑ και άλλων κρατών να μην υπαχθούν στη δικαιοδοσία του ΔΠΔ, όπως αρμόζει στα κυριαρχικά τους δικαιώματα».

Μεταξύ όσων στοχοποιήθηκαν από τις αμερικανικές κυρώσεις ήταν και ο τότε επικεφαλής εισαγγελέας του ΔΠΔ, Καρίμ Καν.

Τον Μάιο του 2024, ο Καρίμ Καν εξέδωσε εντάλματα σύλληψης κατά των ηγετών της Χαμάς Γιαχία Σινουάρ, Μοχάμεντ Ντέιφ και Ισμαήλ Χανίγια, για εγκλήματα πολέμου όπως η ομηρεία, αλλά και για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, συμπεριλαμβανομένων των δολοφονιών. Και οι τρεις επικεφαλής της Χαμάς είναι πλέον νεκροί.

Διορία 10 ημερών από τη Δαμασκό για την ένταξη ενόπλων ομάδων στις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας

Η νέα ισλαμιστική κυβέρνηση της Συρίας, που ανέλαβε την εξουσία μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ τον περασμένο Δεκέμβριο, κάλεσε όλες τις ανεξάρτητες ένοπλες ομάδες να ενταχθούν στις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας εντός δέκα ημερών, διαφορετικά θα αντιμετωπίσουν κυρώσεις, σύμφωνα με ανακοίνωση του Σύρου υπουργού Άμυνας, Μούρχαφ Αμπού Κάσρα.

Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση που εκδόθηκε το βράδυ της 17ης Μαΐου, ο Αμπού Κάσρα δήλωσε ότι «στρατιωτικές μονάδες» έχουν ήδη ενταχθεί σε ένα ενιαίο θεσμικό πλαίσιο υπό κυβερνητικό έλεγχο.

Ο ίδιος τόνισε την ανάγκη να προχωρήσουν και οι υπόλοιπες μικρότερες στρατιωτικές ομάδες στην ένταξή τους στο υπουργείο Άμυνας «εντός μέγιστου χρονικού διαστήματος δέκα ημερών», ώστε να ολοκληρωθεί η διαδικασία ενοποίησης και οργάνωσης.

Η ανακοίνωση δεν διευκρίνιζε ποιες ομάδες αφορά τελικά το τελεσίγραφο, ενώ εκτιμάται ότι δεν στρέφεται κατά των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), κουρδο-αραβικής ένοπλης συμμαχίας που υποστηρίζεται από την Ουάσιγκτον και ελέγχει μεγάλο μέρος της βορειοανατολικής Συρίας.

Ήδη από τον Μάρτιο, ο SDF είχε υπογράψει συμφωνία με τη Δαμασκό για την ένταξη των μαχητών της στις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας, καθώς και για την παράδοση του ελέγχου των περιοχών και θεσμών που διαχειρίζεται στο συριακό κράτος.

Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, είχε τότε χαιρετίσει τη συμφωνία, δηλώνοντας ότι η Ουάσιγκτον παραμένει προσηλωμένη σε μια πολιτική μετάβαση στη Συρία «με πειστική και μη σεχταριστική διακυβέρνηση, ως τη βέλτιστη οδό για την αποφυγή νέας σύγκρουσης».

Ωστόσο, στις 15 Μαΐου, η Τουρκία—η οποία θεωρεί τον SDF τρομοκρατική οργάνωση—δήλωσε πως οι όροι της συμφωνίας δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί στην πράξη.

Όπως ανέφερε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, έπειτα από συναντήσεις με τον Ρούμπιο και τον Σύρο ομόλογό του στην Αττάλεια, «αναμένουμε την υλοποίηση αυτών των βημάτων». Ο Φιντάν υπογράμμισε ότι «για να επιτευχθεί σταθερότητα στη Συρία, απαιτείται μια συνολική κυβέρνηση και μία ενιαία, νόμιμη ένοπλη δύναμη».

Συνεχιζόμενη βία

Το καθεστώς του Σύρου προέδρου Μπασάρ Αλ Άσαντ ανατράπηκε τον Δεκέμβριο από επίθεση ανταρτών με επικεφαλής την οργάνωση Χεζμπ Ταχρίρ Αλ Σαμ (HTS), σουνιτική ένοπλη ομάδα με παρελθόν συνδεδεμένο με την Αλ Κάιντα.

Έκτοτε, η νέα κυβέρνηση υπό την HTS έχει επιχειρήσει να εδραιώσει τον έλεγχό της και να ενοποιήσει τις πολυδιασπασμένες ένοπλες ομάδες υπό κρατική διοίκηση.

Λίγο μετά την ανατροπή του προηγούμενου καθεστώτος, σουνιτικές ένοπλες οργανώσεις που είχαν πολεμήσει κατά του Άσαντ—συμπεριλαμβανομένης της HTS—συμφώνησαν να ενταχθούν στο κρατικό σύστημα ασφάλειας.

Απόφοιτοι των δυνάμεων γενικής ασφάλειας της Συρίας υπό τη νέα διοίκηση της χώρας παρευρίσκονται σε τελετή στην , στις 12 Φεβρουαρίου 2025. (Aaref Watad/AFP μέσω Getty Images)

 

Ωστόσο, στη Συρία εξακολουθούν να δρουν ανεξάρτητες ένοπλες ομάδες, κάποιες εκ των οποίων στηρίζουν τη νέα κυβέρνηση, ενώ άλλες της εναντιώνονται.

Τον Μάρτιο, σουνίτες μαχητές στην επαρχία Λαττάκειας σκότωσαν εκατοντάδες μέλη της κοινότητας των Αλαουιτών, θρησκευτικής μειονότητας από την οποία κατάγεται η οικογένεια Άσαντ.

Τον Απρίλιο, δεκάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν στη νότια Συρία, ύστερα από συγκρούσεις ανάμεσα σε σουνίτες ενόπλους και μέλη της μειονότητας των Δρούζων.

Στις 17 Μαΐου, συριακές δυνάμεις ασφαλείας πραγματοποίησαν επιχειρήσεις κατά στόχων που συνδέονται με την τρομοκρατική οργάνωση ISIS στο Χαλέπι, κατά τις οποίες, σύμφωνα με τις αρχές, σκοτώθηκαν τρία μέλη της οργάνωσης.

Το υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε επίσης τον θάνατο ενός μέλους των δυνάμεων ασφαλείας και τη σύλληψη άλλων τεσσάρων υπόπτων.

Την επόμενη ημέρα, τρεις αστυνομικοί σκοτώθηκαν όταν παγιδευμένο αυτοκίνητο εξερράγη κοντά σε αστυνομικό τμήμα στην επαρχία Ντέιρ Εζ Ζορ, σύμφωνα με το συριακό κρατικό πρακτορείο SANA.

Μέχρι την ώρα δημοσίευσης δεν είχε υπάρξει ανάληψη ευθύνης για την επίθεση.

Στο μεταξύ, κατά την επίσκεψή του στη Σαουδική Αραβία στις 13–14 Μαΐου, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ συναντήθηκε με τον Άχμεντ Αλ Σαρά, μεταβατικό ηγέτη της Συρίας και επικεφαλής της HTS.

Μετά τη συνάντηση, ο Τραμπ ανακοίνωσε την άρση των μακροχρόνιων αμερικανικών κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στο καθεστώς Άσαντ.

Ο Σύρος υπουργός Εσωτερικών, Άνας Χατάμπ, δήλωσε ότι η απόφαση αυτή θα συμβάλει στην «εδραίωση της ασφάλειας και της σταθερότητας και στην προώθηση της κοινωνικής ειρήνης στη Συρία και στην ευρύτερη περιοχή».

Με πληροφορίες του Reuters

Σάντσεθ: Να ασκηθεί «πίεση στο Ισραήλ για να σταματήσει τη σφαγή στη Γάζα»

Ο πρωθυπουργός της Ισπανίας Πέδρο Σάντσεθ ζήτησε σήμερα να ασκηθεί «πίεση στο Ισραήλ για να σταματήσει τη σφαγή στη Γάζα», αναφέροντας πως η Ισπανία θα προτείνει το Διεθνές Δικαστήριο «να αποφανθεί» για την πρόσβαση της ανθρωπιστικής βοήθειας στον παλαιστινιακό θύλακα.

«Η πολύ σοβαρή ανθρωπιστική κρίση που εκτυλίσσεται στη Γάζα από τον Οκτώβριο του 2023 προκάλεσε περισσότερους από 50.000 θανάτους, 100.000 τραυματίες και δύο εκατομμύρια εκτοπισμένους», υπενθύμισε ο επικεφαλής της ισπανικής κυβέρνησης, κατά τη διάρκεια ομιλίας που εκφώνησε του σε μια Σύνοδο του Αραβικού Συνδέσμου στη Βαγδάτη.

Μπροστά σε αυτά τα «απαράδεκτα» στοιχεία που αψηφούν την «αρχή της ανθρωπιάς», πρέπει να «εντείνουμε την πίεσή μας στο Ισραήλ για να σταματήσει τη σφαγή στη Γάζα, ιδίως μέσω των οδών που μας προσφέρει το διεθνές δίκαιο», συνέχισε ο Σοσιαλιστής ηγέτης.

Για αυτό, η Ισπανία θα «καταθέσει ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών μια πρόταση που θα στοχεύει να ζητήσει από το Διεθνές Δικαστήριο να αποφανθεί για τον σεβασμό, από το Ισραήλ, των διεθνών υποχρεώσεών του στην πρόσβαση της ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα», συνέχισε ο ίδιος.

Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, ο Σάντσεθ διευκρίνισε επίσης ότι η Ισπανία θα καταθέσει ένα άλλο σχέδιο ψηφίσματος που θα ζητάει το Ισραήλ να «τερματίσει τον ανθρωπιστικό αποκλεισμό που έχει επιβάλει στη Γάζα» και να εγγυηθεί «μια πλήρη και απρόσκοπτη πρόσβαση της ανθρωπιστικής βοήθειας» στον παλαιστινιακό θύλακα.

Κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας ενώπιον του ισπανικού κοινοβουλίου την 7η Μαΐου, ο Ισπανός πρωθυπουργός είχε ήδη ανακοινώσει πως η Ισπανία θα παρουσίαζε ένα σχέδιο ψηφίσματος με «έκτακτα μέτρα για να σταματήσει η σφαγή αμάχων» και εγγυήσεις για την είσοδο «ανθρωπιστικής βοήθειας» στη Γάζα.

Εκτός από αυτές τις διαφορετικές πρωτοβουλίες, προτεραιότητα είναι «να υπάρξει πρόοδος σε μια πολιτική λύση» στην περιοχή, επέμεινε σήμερα ο Σάντσεθ, εκτιμώντας πως «η μοναδική οδός προς την ειρήνη στην περιοχή» είναι «η εφαρμογή της λύσης των δύο Κρατών».

Για αυτό, «θα ήθελα εκ νέου να παροτρύνω άλλα κράτη να αναγνωρίσουν το Κράτος της Παλαιστίνης», υπογράμμισε, επισημαίνοντας πως υπολογίζει πολύ στη διεθνή σύνοδο του Ιουνίου στη Σαουδική Αραβία προκειμένου να υπάρξει μια ειρηνική επίλυση της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύρραξης.

Αυτή η σύνοδος αντιπροσωπεύει μια «ιστορική ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί, όμως θα στεφθεί με επιτυχία μονάχα εάν υπάρξει μια ευρεία αραβική και ευρωπαϊκή συναίνεση που θα οδηγήσει σε μια αποφασιστική δράση εκ μέρους του συνόλου της διεθνούς κοινότητας», τόνισε ο ίδιος.

Η Ισπανία, η οποία αναγνώρισε το Κράτος της Παλαιστίνης την 28η Μαΐου του 2024 ταυτόχρονα με την Ιρλανδία και τη Νορβηγία, έχει αναδειχθεί τους τελευταίους μήνες σε μία από τις πλέον επικριτικές φωνές στους κόλπους της ΕΕ προς την κυβέρνηση του Μπενιαμίν Νετανιάχου.

Α.Σ

Κατάρ: Ιστορική συμφωνία για την αγορά 160 αεροσκαφών Boeing

Η Qatar Airways υπέγραψε στις 14 Μαΐου μια μεγαλεπήβολη συμφωνία με την αμερικανική Boeing για την απόκτηση 160 επιβατικών αεροσκαφών, σε μια κίνηση που καταγράφεται ως η μεγαλύτερη παραγγελία στα χρονικά της αμερικανικής εταιρείας αεροναυπηγικής.

Η τελετή υπογραφής πραγματοποιήθηκε στην πολυτελή βασιλική κατοικία στη Ντόχα, παρουσία του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, του διευθύνοντος συμβούλου της Boeing, Κέλι Όρτμπεργκ, και του Εμίρη του Κατάρ, Ταμίμ μπιν Χαμάντ αλ-Θάνι.

«Βγάλτε τα αεροπλάνα στους αιθέρες. Βγάλτε τα τώρα», σημείωσε χαρακτηριστικά ο Τραμπ, αμέσως μετά την υπογραφή της συμφωνίας από τον CEO της Boeing, δίνοντας το δικό του στίγμα στη νέα αυτή στρατηγική συνεργασία.

Κατά τη διάρκεια της επίσημης εκδήλωσης ο Αμερικανός πρόεδρος υπέγραψε επίσης συμφωνία αμυντικής συνεργασίας καθώς και μία ευρύτερη κοινή διακήρυξη με τον Εμίρη του Κατάρ, με τον Ταμίμ να κάνει λόγο για μια νέα εποχή στις διμερείς σχέσεις.

«Πιστεύω ότι μετά τη σημερινή υπογραφή περνάμε σε ένα νέο επίπεδο στη σχέση Κατάρ-ΗΠΑ», ανέφερε ο ηγέτης του Κατάρ, απευθυνόμενος προς τον Τραμπ. «Θέλω να σας ευχαριστήσω, κύριε πρόεδρε, για αυτή την ιστορική επίσκεψη».

Η είδηση βρίσκεται σε εξέλιξη και θα υπάρξουν νεότερες ενημερώσεις.

Απών ο Σύρος προσωρινός πρόεδρος από τη Σύνοδο Κορυφής της Βαγδάτης

Σύμφωνα με επίσημες ανακοινώσεις της συριακής κρατικής τηλεόρασης Ekhbariya, ο προσωρινός πρόεδρος της Συρίας, Άχμεντ αλ Σαράα, δεν θα συμμετάσχει στη Σύνοδο Κορυφής του Αραβικού Συνδέσμου στη Βαγδάτη στις 17 Μαΐου. Αντ’ αυτού, την ηγεσία της συριακής αντιπροσωπείας αναλαμβάνει ο υπουργός Εξωτερικών Ασάντ αλ Σιμπανί, όπως έγινε γνωστό τη Δευτέρα 12 Μαΐου.

Η εξέλιξη αυτή έρχεται ως απάντηση σε κύμα έντονων αντιδράσεων από σιιτικούς πολιτικούς κύκλους και διαδηλωτές στο Ιράκ, οι οποίοι εναντιώνονται στη συμμετοχή του αλ Σαράα επικαλούμενοι το παρελθόν του σε σουνιτικές εξτρεμιστικές οργανώσεις που αναδύθηκαν μετά την αμερικανική εισβολή το 2003. Ο αλ Σαράα, παράλληλα με τον ρόλο του ως προσωρινού προέδρου, ηγείται της οργάνωσης Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS), η οποία θεωρείται τρομοκρατική και έχει ιστορικούς δεσμούς με την αλ Κάιντα.

Το φθινόπωρο του περασμένου έτους, η HTS καθοδήγησε αντικαθεστωτική επίθεση με την υποστήριξη της Τουρκίας, οδηγώντας στην ανατροπή του Μπασάρ αλ Άσαντ έπειτα από πολυετή διακυβέρνηση. Ένα μήνα μετά την αποπομπή Άσαντ, οι ηγέτες των ανταρτών όρισαν τον αλ Σαράα ως μεταβατικό πρόεδρο για «αόριστο» χρονικό διάστημα.

Από τη στιγμή της ανάληψης των καθηκόντων του, ο αλ Σαράα έχει πραγματοποιήσει επισκέψεις και έχει λάβει τη στήριξη ορισμένων περιφερειακών δυνάμεων, όπως της Τουρκίας, της Σαουδικής Αραβίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Μπαχρέιν. Στα μέσα Απριλίου επισκέφθηκε το Κατάρ, όπου συνάντησε τον εμίρη Ταμίμ μπιν Χαμάντ αλ Θανί — υποστηρικτή της HTS — καθώς και τον Ιρακινό πρωθυπουργό Μοχάμεντ αλ Σουντανί. Κατά τη συνάντηση αυτή, ο αλ Σουντανί ζήτησε από τον αλ Σαράα να προστατεύσει τις συριακές μειονότητες που βρίσκονται στο στόχαστρο της σεχταριστικής βίας μετά την πτώση Άσαντ και κάλεσε τη Δαμασκό να αναλάβει δράση κατά του ISIS, ο οποίος διατηρεί ακόμη παρουσία σε Ιράκ και Συρία.

Ο Σαουδάραβας πρίγκιπας διάδοχος Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν χαιρετά τον προσωρινό πρόεδρο της Συρίας Άχμεντ αλ Σαράα κατά την άφιξή του στο βασιλικό παλάτι στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας, στις 2 Φεβρουαρίου 2025. (Υπουργείο Τύπου της Σαουδικής Αραβίας μέσω AP)

 

Στο ίδιο ταξίδι, ο αλ Σουντανί προσκάλεσε τον αλ Σαράα να παραστεί στην επικείμενη σύνοδο στη Βαγδάτη. Η κίνηση προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων από σιιτικές φατρίες του Ιράκ, οι οποίες κατηγορούν τον αλ Σαράα για προσχεδιασμένες επιθέσεις κατά σιιτικών στόχων κατά το διάστημα που δρούσε με την αλ Κάιντα. Μάλιστα, 57 σιίτες βουλευτές του ιρακινού κοινοβουλίου υπέγραψαν αίτημα προς τον πρωθυπουργό να αποσύρει την πρόσκληση και να απαγορεύσει την έλευση του αλ Σαράα στη Βαγδάτη.

Σε ανακοίνωσή του στο δικτυακό πρακτορείο Rudaw με έδρα το Ερμπίλ, το σιιτικό κόμμα Ισλαμικό Νταουά τόνισε πως «το αίμα των Ιρακινών δεν μπορεί να είναι τόσο φθηνό ώστε να προσκαλούνται ή να καλωσορίζονται στη Βαγδάτη αυτοί που το έχυσαν».

Διαδηλώσεις στη Βασόρα

Στις 13 Μαΐου, το Rudaw μετέδωσε ότι η ανακοίνωση περί συμμετοχής του αλ Σαράα στη σύνοδο προκάλεσε οργισμένες διαδηλώσεις στη σιιτική πόλη της Βασόρα. «Όχι στον Τζολανί! Όχι στην τρομοκρατία!», φώναζαν οι διαδηλωτές, καθώς ο αλ Σαράα ήταν γνωστός παλαιότερα ως Μοχάμεντ αλ Τζολανί και είχε πολεμήσει στο πλευρό της αλ Κάιντα στο Ιράκ μετά την αμερικανική εισβολή.

Παρά τη σθεναρή στήριξή του από σουνιτικούς περιφερειακούς «παίκτες» όπως Τουρκία, Κατάρ και Σαουδική Αραβία —χώρες που είχαν διαχρονικά στηρίξει τους Σύριους αντικαθεστωτικούς — ο αλ Σαράα και η HTS παραμένουν βαθιά αντιδημοφιλείς στους σιιτοκρατούμενους κύκλους του Ιράκ, εκεί όπου η επιρροή του Ιράν είναι έντονη. Ούτε η Βαγδάτη ούτε η Ουάσιγκτον έχουν αναγνωρίσει επίσημα την προσωρινή συριακή κυβέρνηση υπό τον αλ Σαράα.

Σε αντίθεση με αυτό το κλίμα, αρκετοί σουνίτες πολιτικοί του Ιράκ έχουν εκφράσει στήριξη στην HTS και τον αλ Σαράα, χαιρετίζοντας την αρχικά προγραμματισμένη συμμετοχή του στη σύνοδο. Με έμμεση αναφορά προς φιλοϊρανικά στοιχεία, ο επικεφαλής της σουνιτικής κοινοβουλευτικής παράταξης, Ράαντ αλ Νταχλακί, μίλησε για «κύκλους» που επιχειρούν να παρεμποδίσουν την προσπάθεια της Βαγδάτης για τη θέση που δικαιούται στον αραβικό κόσμο.

Με πληροφορίες από το Reuters

Κίνδυνος κλιμάκωσης στη νότια Ασία: Έκκληση Τραμπ για ηρεμία σε Ινδία και Πακιστάν

Σε συγκρατημένο τόνο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, σχολίασε στις 6 Μαΐου την όξυνση της έντασης μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, έπειτα από τα αεροπορικά πλήγματα που εξαπέλυσε η Ινδία. Την ίδια ώρα, ο υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, διαβεβαίωσε πως η Ουάσιγκτον βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με τις δύο πλευρές.

Η κυβέρνηση του Πακιστάν απάντησε στρατιωτικά στα πλήγματα της Ινδίας, τα οποία ακολούθησαν μετά από τρομοκρατική επίθεση με 26 θύματα στις 22 Απριλίου, στην ινδικές περιοχή του Κασμίρ – ένα αμφισβητούμενο ορεινό τμήμα μεταξύ Πακιστάν, Ινδίας και Κίνας. Και τα τρία κράτη ελέγχουν τμήματα της στρατηγικής αυτής περιοχής, με Ινδία και Πακιστάν να διεκδικούν την πλήρη κυριαρχία.

Μιλώντας με δημοσιογράφους το βράδυ της Τρίτης στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ χαρακτήρισε «ντροπή» το τελευταίο επεισόδιο μεταξύ των δύο πυρηνικών δυνάμεων: «Μόλις το πληροφορηθήκαμε», ανέφερε. «Φαντάζομαι ότι πολλοί υποψιάζονταν ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε, με βάση το παρελθόν – αυτοί οι λαοί πολεμούν εδώ και πολύ καιρό. Ελπίζω μόνο να τελειώσει πολύ γρήγορα».

Ο Ρούμπιο από την πλευρά του, έγραψε στην πλατφόρμα X ότι παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και ότι η Ουάσιγκτον παραμένει σε διάλογο με Νέο Δελχί και Ισλαμαμπάντ, επιδιώκοντας διπλωματική αποκλιμάκωση.

Σύμβουλοι εθνικής ασφάλειας της αμερικανικής κυβέρνησης έχουν ήδη έρθει σε επαφή με ανώτατους αξιωματούχους και των δύο χωρών. Ο Ρούμπιο μίλησε στο ίδιο πνεύμα με τον Τραμπ, εκφράζοντας την ελπίδα για άμεση ειρήνευση και καλώντας Ινδία και Πακιστάν να διατηρήσουν ανοιχτά δίαυλους επικοινωνίας για αποτροπή περαιτέρω κλιμάκωσης.

Η ινδική κυβέρνηση, με επίσημη ανακοίνωσή της μέσω διαδικτύου, υποστήριξε πως οι αεροπορικές επιχειρήσεις της στόχευσαν αποκλειστικά υποδομές εντός Πακιστάν που συνδέονται με τις ένοπλες οργανώσεις που οργάνωσαν την πρόσφατη τρομοκρατική επίθεση. Τόνισε μάλιστα πως επέδειξε αυτοσυγκράτηση τόσο στην επιλογή των στόχων όσο και στην εκτέλεση της επιχείρησης, προσθέτοντας ότι δεν επλήγησαν πακιστανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις.

Από την πλευρά του Πακιστάν, ο υπουργός Άμυνας Χουαγιάτζα Μουχάμαντ Άσιφ δήλωσε στο πρακτορείο Bloomberg ότι η πολεμική αεροπορία της χώρας κατέρριψε πέντε ινδικά αεροσκάφη. Παράλληλα, αστυνομικές και ιατρικές πηγές της Ινδίας ανέφεραν ότι τουλάχιστον επτά άμαχοι σκοτώθηκαν στην περιοχή από πακιστανικά πυρά.

Σε παρέμβασή του στο κοινοβούλιο, ο πρωθυπουργός του Πακιστάν, Σαμπάζ Σαρίφ, επεσήμανε πως η αεροπορία της χώρας βρίσκεται σε κατάσταση πλήρους επιφυλακής, κατηγορώντας την Ινδία ότι επιχειρεί ψευδώς να εμπλέξει το Πακιστάν στην επίθεση της 22ης Απριλίου κατά τουριστών. Επίσης ανέφερε ότι πρότεινε τη διενέργεια διεθνούς έρευνας, χωρίς ωστόσο ο Νέο Δελχί να ανταποκριθεί.

Το υπουργείο Εξωτερικών του Πακιστάν χαρακτήρισε τα ινδικά πλήγματα «πράξη πολέμου» και «κατάφωρη επιθετικότητα». Με ανακοίνωσή του τόνισε πως «η κατάσταση παραμένει ρευστή» και ότι «το Πακιστάν επιφυλάσσεται του δικαιώματός του να απαντήσει κατάλληλα, σε χρόνο και τόπο της επιλογής του», επικαλούμενο το διεθνές δίκαιο και τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ.

Η ένταση μεταξύ των δύο γειτονικών κρατών – με ιστορικό πυρηνικών εξοπλισμών – κορυφώθηκε με τη νέα τρομοκρατική επίθεση του Απριλίου, την ευθύνη για την οποία η Ινδία επέρριψε στο Πακιστάν, κάτι που η Ισλαμαμπάντ απορρίπτει κατηγορηματικά. Η Ινδία παραμένει στρατηγικός εταίρος της Ουάσιγκτον, ενώ το Πακιστάν, αν και λιγότερο κρίσιμο μετά την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν το 2021, εξακολουθεί να καταγράφεται ως σύμμαχος των ΗΠΑ.

Με πληροφορίες από το Associated Press