Τρίτη, 14 Οκτ, 2025

Η Κίνα απαντά στις αμερικανικές χρεώσεις λιμένων με νέα τέλη για τα αμερικανικά πλοία

Το κομμουνιστικό καθεστώς της Κίνας ανακοίνωσε σχέδιο επιβολής τελών στα αμερικανικά πλοία που προσεγγίζουν κινεζικά λιμάνια, ως απάντηση στις επικείμενες χρεώσεις των ΗΠΑ για πλοία που έχουν κατασκευαστεί στην Κίνα.

Σύμφωνα με ανακοίνωση που εξέδωσε το Υπουργείο Μεταφορών της Κίνας στις 10 Οκτωβρίου, τα νέα τέλη θα αφορούν πλοία που ανήκουν ή διαχειρίζονται από αμερικανικούς φορείς και ιδιώτες, καθώς και πλοία που έχουν κατασκευαστεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και φέρουν την αμερικανική σημαία.

Σε κάθε αμερικανικό πλοίο θα επιβάλλεται τέλος 400 γιουάν ανά μικτό τόνο φορτίου, το οποίο θα αυξάνεται κάθε έτος, φθάνοντας τα 880 γιουάν ανά μικτό τόνο από τις 17 Απριλίου 2027.

Τα πρόσθετα τέλη θα τεθούν σε ισχύ στις 14 Οκτωβρίου, διευκρίνισε το Υπουργείο, χαρακτηρίζοντάς τα ως άμεση απάντηση στα αμερικανικά σχέδια για νέα τέλη λιμένων σε κινεζικά πλοία.

Η απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να επιβάλει τέλη σε πλοία κινεζικής κατασκευής αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης προσπάθειας για εξισορρόπηση των συνθηκών ανταγωνισμού στη διεθνή ναυπηγοκατασκευαστική βιομηχανία και ενίσχυση των αμερικανικών δυνατοτήτων ναυπήγησης.

Η αμερικανική πρωτοβουλία βασίστηκε σε πολύμηνη έρευνα του Γραφείου του Εμπορικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ (USTR), η οποία κατέληξε –σύμφωνα με σχετική έκθεση που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο– ότι οι εμπορικές πολιτικές και τακτικές του κινεζικού καθεστώτος είναι παράλογες και επιζήμιες για τις αμερικανικές επιχειρήσεις, τους εργαζομένους και συνολικά την οικονομία των ΗΠΑ.

Το USTR ανέδειξε στην έκθεση διακρίσεις και μηχανισμούς εκτός της ελεύθερης αγοράς εκ μέρους του Πεκίνου, όπως τον κρατικό έλεγχο τόσο σε δημόσιες όσο και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, μεγάλης κλίμακας επιδοτήσεις και αθέμιτες εργασιακές πρακτικές.

Επιπλέον, τόνισε τη στήριξη της κυβέρνησης στην υπερπαραγωγή χάλυβα και την κρατικά κατευθυνόμενη συγκέντρωση της βιομηχανίας, με στόχο τη δημιουργία εμποδίων πρόσβασης για ξένες εταιρείες στην κινεζική αγορά.

Σύμφωνα με την έκθεση, αυτές οι πολιτικές έχουν προκαλέσει δραστική μείωση του ανταγωνισμού και ανακατανομή του μεριδίου της αγοράς υπέρ των κινεζικών ναυπηγείων, τα οποία αύξησαν το μερίδιό τους στη διεθνή παραγωγή πλοίων από λιγότερο από 5% το 1999 σε πάνω από 50% το 2023.

Το επίπεδο αυτό κυριαρχίας προσφέρει στην Κίνα σημαντική επιρροή στον καθορισμό των τιμών και της διαθεσιμότητας πλοίων που χρησιμοποιούνται στο διεθνές εμπόριο.

Με βάση την πρόταση που ανακοίνωσε το USTR τον Απρίλιο, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιβάλλουν τέλος 50 δολαρίων ανά μικτό τόνο φορτίου για πλοία που έχουν κατασκευαστεί, ανήκουν ή λειτουργούν από κινεζικούς φορείς.

Το τέλος αυτό, που θα εφαρμοστεί από τις 14 Οκτωβρίου, θα αυξάνεται κάθε χρόνο έως το 2028, οπότε και θα αγγίξει τα 140 δολάρια ανά μικτό τόνο.

Σε ξεχωριστή ανακοίνωση, επίσης στις 10 Οκτωβρίου, το κινεζικό Υπουργείο Εμπορίου επανέλαβε την αντίθεσή του στα αμερικανικά σχέδια για τα τέλη λιμένων, υποστηρίζοντας πως τα εν λόγω μέτρα βλάπτουν τα συμφέροντα των κινεζικών επιχειρήσεων.

Κλιμάκωση της έντασης ΗΠΑ–Κίνας

Οι εντάσεις μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών στον κόσμο κλιμακώθηκαν περαιτέρω αυτήν την εβδομάδα, καθώς το κινεζικό καθεστώς ανακοίνωσε σειρά εμπορικών μέτρων με στόχο τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στις 9 Οκτωβρίου, το Υπουργείο Εμπορίου της Κίνας εξέδωσε έξι ανακοινώσεις που διευρύνουν τους περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών και άλλων κρίσιμων υλικών για την κατασκευή ημιαγωγών και στρατιωτικού εξοπλισμού.

Την ίδια μέρα, σχεδόν δέκα εταιρείες αμυντικών συστημάτων που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ προστέθηκαν στην κινεζική μαύρη λίστα εμπορίου.

Στις 10 Οκτωβρίου, η κινεζική ρυθμιστική αρχή αγοράς ξεκίνησε έρευνα σε βάρος της αμερικανικής εταιρείας μικροκυκλωμάτων Qualcomm, με αφορμή την εξαγορά της ισραηλινής Autotox, συμφωνία που ανακοινώθηκε πριν τέσσερις μήνες.

Επιπροσθέτως, η Κίνα –ο μεγαλύτερος αγοραστής σόγιας παγκοσμίως– δεν έχει πραγματοποιήσει καμία αγορά αμερικανικής σόγιας από τον Μάιο, σύμφωνα με το Υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ.

Ο Ντόναλντ Τραμπ υποστήριξε ότι η άρνηση του κινεζικού καθεστώτος να αγοράσει αμερικανική σόγια αποτελεί διαπραγματευτικό χαρτί.

Σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στις 10 Οκτωβρίου, ο Τραμπ έγραψε: «Η Κίνα γίνεται εξαιρετικά επιθετική στα εμπορικά ζητήματα». Ο πρόεδρος δήλωσε επίσης ότι επιθυμεί να ακυρώσει προγραμματισμένη συνάντηση με τον Σι Τζινπίνγκ στο επικείμενο Οικονομικό Φόρουμ Ασίας–Ειρηνικού, στη Νότια Κορέα.

«Ήταν να δω τον πρόεδρο Σι σε δύο εβδομάδες, στο APEC, στη Νότια Κορέα, αλλά πλέον δεν φαίνεται να υπάρχει λόγος να το πράξω», δήλωσε ο Τραμπ με ανάρτηση στο Truth Social. Σε άλλη ανάρτηση επεσήμανε: «Από 1η Νοεμβρίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιβάλουν επιπλέον δασμό 100% στην Κίνα και άλλους περιορισμούς στις εξαγωγές κάθε κρίσιμου λογισμικού».

Με την συμβολή των Μπιλ Παν και Reuters

Σε κλίμα απαισιοδοξίας ο «Διάλογος για το αυτοκίνητο» στην καγκελαρία

Με κεντρικά θέματα στην ημερήσια διάταξη την επικείμενη απαγόρευση των κινητήρων εσωτερικής καύσης και την συρρίκνωση των αγορών, πραγματοποιείται σήμερα στην καγκελαρία ο «Διάλογος για το αυτοκίνητο», σε μια από τις δυσμενέστερες περιόδους για τον κομβικού ρόλου κλάδο.

Στη σύνοδο θα λάβουν μέρος οι βιομηχανίες αυτοκινήτου με εγκαταστάσεις παραγωγής εντός Γερμανίας, οι προμηθευτές τους, πρωθυπουργοί των επηρεαζόμενων κρατιδίων και εκπρόσωποι των εργαζομένων.

Την απαισιοδοξία με την οποία προσέρχονται στην συνάντηση τουλάχιστον οι επιχειρηματίες καταγράφει σήμερα το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών Ifo του Μονάχου: Ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος στον κλάδο αυτοκινήτου μειώθηκε αισθητά τον Σεπτέμβριο στις –21,5 μονάδες από –15,8 μονάδες τον προηγούμενο μήνα.

Η μείωση, σύμφωνα με την Ανίτα Βελφλ, ειδική για την αυτοκινητοβιομηχανία στο Ifo, οφείλεται κυρίως στις σημαντικά πιο απαισιόδοξες προσδοκίες των βιομηχάνων.

«Αυτό δείχνει τα πρώτα σημάδια απογοήτευσης από τη νέα κυβέρνηση. Οι εταιρείες ήλπιζαν ότι η κυβέρνηση θα έκανε την Γερμανία πιο ανταγωνιστική ως τοποθεσία επιχειρηματικής δραστηριότητας μέσω σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και μέχρι τώρα δεν έχουν δει αυτές τις ελπίδες να επιβεβαιώνονται», τόνισε η κα Βελφλ , προσθέτοντας ότι η μείωση στον δείκτη επιχειρηματικού κλίματος «δεν αποδίδεται τόσο στην αβέβαιη κατάσταση στο εξωτερικό εμπόριο, αλλά κυρίως στη συνολική οικονομική αδυναμία στην Γερμανία».

«Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία χάνει τη σημασία της», γράφει σήμερα η οικονομική Handelsblatt, η οποία εστιάζει στο γεγονός ότι ενώ οι πωλήσεις αυτοκινήτων αυξάνονται παγκοσμίως, οι γερμανικές εταιρίες δεν μπορούν να επωφεληθούν. Σύμφωνα με τα στοιχεία των MarkLines & Dataforce, η Volkswagen, η BMW και η Mercedes πούλησαν τους πρώτους οκτώ μήνες του τρέχοντος έτους περίπου 6,9 εκατομμύρια αυτοκίνητα στις αγορές Ευρώπης, ΗΠΑ και Κίνας, 5% λιγότερα από ό,τι πριν από δύο χρόνια.

Στις ίδιες περιοχές ωστόσο οι ταξινομήσεις αυξήθηκαν συνολικά κατά περισσότερο από 6% και το μερίδιο των κορυφαίων γερμανικών εταιριών περιορίστηκε από 21,7% σε 19,3%. Ο κύριος λόγος είναι οι ασθενείς επιδόσεις των ηλεκτρικών αυτοκινήτων στην Κίνα.

Οι ταξινομήσεις εκεί μειώθηκαν κατά 21% για την VW, κατά 37% για την BMW και κατά 58% για την Mercedes, τη στιγμή που η κινεζική αγορά αυξήθηκε κατά 60%. Πριν από έναν μήνα, με αφορμή την έκθεση αυτοκινήτου στο Μόναχο, η Handelsblatt είχε σχολιάσει τα νέα μοντέλα που παρουσίασαν οι εταιρίες, ως «τελευταία ευκαιρία» του κλάδου.

Υπό το βάρος των προβλημάτων στην ηλεκτροκίνηση, ο καγκελάριος Μερτς δεν κρύβει ότι προσπαθεί να ασκήσει πίεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να καθυστερήσει η προγραμματισμένη για το 2035 απαγόρευση των κινητήρων εσωτερικής καύσης, όπως του ζητά ο κλάδος, παρά τις αντιρρήσεις του κυβερνητικού του εταίρου, SPD.

Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση αναζητά τρόπους να στηρίξει τη μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση, χωρίς όμως να δοθούν εκ νέου επιδοτήσεις δισεκατομμυρίων. Σε αυτό το πνεύμα, πριν από λίγη ώρα οι κυβερνητικοί εταίροι εξήγγειλαν μεταρρύθμιση της σχετικής νομοθεσίας, με κίνητρα στοχευμένα προς τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Η ΕΕ ενισχύει την βιομηχανία της διπλασιάζοντας τους δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα

Η Κομισιόν ανακοίνωσε στις 7 Οκτωβρίου νέα μέτρα για τον χάλυβα, διπλασιάζοντας τους δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα και περιορίζοντας στο μισό τα ανώτατα επιτρεπτά όρια χωρίς επιβάρυνση, σε μια προσπάθεια προστασίας των δοκιμαζόμενων ευρωπαίων παραγωγών από την παγκόσμια υπερπροσφορά.

Ο Επίτροπος Βιομηχανίας, Στεφάν Σαζουρν, τόνισε πως οι αλλαγές αποσκοπούν στην άμυνα των ευρωπαϊκών χαλυβουργείων και εργαζομένων. «Για να σώσουμε τα ευρωπαϊκά μας εργοστάσια χάλυβα και τις θέσεις εργασίας, περιορίζουμε στο μισό τις εισαγόμενες ποσότητες. Διπλασιάζουμε τους τελωνειακούς δασμούς», δήλωσε. «Αυτή είναι η νέα ρήτρα διασφάλισης στον χάλυβα. Αυτή είναι η επαναβιομηχάνιση της Ευρώπης.»

Βάσει της πρότασης, οι αδασμολόγητες εισαγωγές περιορίζονται σε 18,3 εκατ. τόνους ετησίως — κατά 47% λιγότερες από το 2024 — ενώ το πρόστιμο στις ποσότητες που υπερβαίνουν το όριο αυξάνεται στο 50%. Θεσπίζονται επίσης αυστηρότεροι κανόνες ιχνηλασιμότητας, με απαίτηση αποδείξεων προέλευσης ώστε να αποτρέπονται παρακάμψεις.

Το ευρωπαϊκό σχέδιο ανακοινώθηκε λίγους μήνες μετά τη σχετική αύξηση δασμών στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανέβασε από 4 Ιουνίου τους δασμούς σε χάλυβα και αλουμίνιο στο 50%, με τον Λευκό Οίκο να εξηγεί πως το μέτρο στοχεύει σε πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση της υπερπροσφοράς φθηνών μετάλλων στην αμερικανική αγορά.

Σύμφωνα με την Παγκόσμια Ένωση Χάλυβα, η Κίνα παρήγαγε πέρυσι πάνω από 1 δισ. μετρικούς τόνους χάλυβα, αφήνοντας μακράν πίσω τη δεύτερη Ινδία με 149 εκατ. τόνους. Οι ΗΠΑ κατέλαβαν την τέταρτη θέση, ενώ η μοναδική χώρα της ΕΕ στη δεκάδα ήταν η Γερμανία, που βρέθηκε στην έβδομη θέση.

Έκκληση φον ντερ Λάιεν για άμεση έγκριση

Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, υπογράμμισε την ανάγκη ταχείας αντίδρασης από το μπλοκ για την προστασία ενός κλάδου-κλειδί για την οικονομία και την ασφάλεια της Ευρώπης.

«Ένας ισχυρός, απανθρακοποιημένος τομέας χάλυβα είναι ζωτικής σημασίας για την ανταγωνιστικότητα, την οικονομική ασφάλεια και τη στρατηγική αυτονομία της Ένωσης», δήλωσε. «Η παγκόσμια υπερπροσφορά πλήττει τη βιομηχανία μας. Πρέπει να δράσουμε τώρα· καλώ το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να κινηθούν άμεσα.»

Το μέτρο, που απαιτεί ακόμη έγκριση από τα κράτη-μέλη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θα αντικαταστήσει το ισχύον καθεστώς διασφάλισης το οποίο λήγει τον Ιούνιο του 2026.

Η Επιτροπή κατέθεσε ότι το καλοκαίρι διαβουλεύτηκε με τον κλάδο και τους εμπλεκόμενους φορείς, καταγράφοντας γενική στήριξη υπέρ αυστηρότερων περιορισμών.

Νορβηγία, Ισλανδία και Λιχτενστάιν εξαιρούνται βάσει υφιστάμενων εμπορικών συμφωνιών, ενώ η Επιτροπή εξετάζει ειδική μεταχείριση υπέρ της Ουκρανίας λόγω των συνθηκών ασφαλείας.

Η βιομηχανία υπό πίεση

Ο χάλυβας αποτελεί πυλώνα της ευρωπαϊκής οικονομίας, με παρουσία στη βιομηχανία κατασκευών, αυτοκινήτου και άμυνας.

Η Ένωση είναι ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός παγκοσμίως, με περίπου 300.000 εργαζόμενους άμεσα και 2,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας να εξαρτώνται έμμεσα από τον κλάδο.

Ωστόσο, η παραγωγή υφίσταται έντονες πιέσεις από τον διεθνή ανταγωνισμό, το υψηλό ενεργειακό κόστος και τη χαμηλή ζήτηση.

Από το 2007, οι ευρωπαϊκές χαλυβουργίες έχασαν περίπου 65 εκατ. τόνους σε δυναμικότητα και μειώθηκαν κατά 90.000 έως 100.000 οι θέσεις εργασίας, σύμφωνα με στοιχεία της Επιτροπής.

Η αξιοποίηση της πλεονάζουσας δυναμικότητας υποχώρησε πέρυσι στο 67%, έναντι του 80% που θεωρείται υγιές όριο, ενώ ο κλάδος κατέγραψε ιστορικές απώλειες.

Ο Άξελ Έγκερτ, γενικός διευθυντής της Ευρωπαϊκής Ένωσης Χάλυβα, καλωσόρισε τις προτάσεις και προειδοποίησε ότι οι ευρωπαϊκές εγκαταστάσεις λειτουργούν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, της τάξης του 65%, οδηγώντας σε κλείσιμο εργοστασίων και απολύσεις. «Το ένα τρίτο της ζήτησης καλύπτεται από εισαγωγές χαμηλού κόστους και υψηλής έντασης άνθρακα», επισήμανε.

H ΕΕ εκφράζει την προσδοκία ότι τα νέα μέτρα θα προσφέρουν σταθερότητα στον κλάδο, δίνοντας ανάσες για επενδύσεις σε πράσινες τεχνολογίες που είναι αναγκαίες για την οικολογική μετάβαση του μπλοκ.

Η Επιτροπή δεσμεύθηκε επίσης να συνεχίσει διαβουλεύσεις στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και το Παγκόσμιο Φόρουμ Υπερπροσφοράς Χάλυβα, με στόχο, όπως αναφέρει, την αντιμετώπιση των βασικών αιτιών της υπερπαραγωγής.

«Το ζήτημα της υπερπροσφοράς είναι παγκόσμιο πρόβλημα που απαιτεί ισχυρή, συντονισμένη και ειλικρινή συνεργασία από όλους τους εταίρους», σημείωσε η Επιτροπή σε ανακοίνωσή της.

Απολύσεις και ύφεση στη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία

Ο όμιλος Volkswagen διακόπτει την παραγωγή σε δύο εργοστάσια και η Bosch ως προμηθευτής ανταλλακτικών αυτοκινήτων, απολύει 13.000 υπαλλήλους.

Κύριος λόγος των απολύσεων για τις δύο εταιρείες αποτελεί η χαμηλή ζήτηση για ηλεκτρικά οχήματα. Το ίδιο έκανε και η Ford, η οποία ανακοίνωσε πριν λίγες ημέρες ότι θα απολύσει επιπλέον 1.000 υπαλλήλους στο εργοστάσιο ηλεκτρικών αυτοκινήτων της στην Κολωνία, ενώ το ίδιο θα πράξει και η Stellantis, η οποία έχει ανακοινώσει παύση σε πολλά από τα ευρωπαϊκά εργοστάσιά της.

Σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία έχει απολύσει περίπου 51.500 εργαζόμενους μόνο τον τελευταίο χρόνο ή περίπου το 7% του συνολικού εργατικού δυναμικού της. Μαζικές απώλειες θέσεων εργασίας ανακοινώθηκαν και από άλλους προμηθευτές όπως η Schaeffler και η Continental.

Μεγάλοι κατασκευαστές όπως η Mercedes-Benz, η BMW και η Audi έχουν εκδώσει προειδοποιήσεις για μείωση κερδών, έχουν ξεκινήσει πλάνα εξοικονόμησης χρημάτων και έχουν ανακοινώσει περικοπές θέσεων εργασίας. Όλα αυτά όταν έχουν επενδύσει δισεκατομμύρια ευρώ στην τεχνολογία των μπαταριών και τώρα βλέπουν ότι η μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση είναι πιο αργή από το αναμενόμενο.

«Η Volkswagen προσαρμόζει το πρόγραμμα παραγωγής στα εργοστάσιά της, ώστε να ανταποκρίνεται στην τρέχουσα ζήτηση των πελατών για τα μοντέλα που κατασκευάζονται εκεί», ανέφερε μεταξύ άλλων η ανακοίνωση του ομίλου και συνέχισε: «Σε ορισμένα εργοστάσια, αυτό θα οδηγήσει σε ακυρώσεις βαρδιών τις επόμενες εβδομάδες, ενώ σε άλλα θα οδηγήσει σε επιπλέον βάρδιες».

Η αύξηση της παραγωγικότητας του ομίλου Volkswagen θα έρθει σε εργοστάσια που παράγουν κινητήρες εσωτερικής καύσης, ενώ αντίθετα θα μειωθεί η παραγωγή στην γραμμή παραγωγής ηλεκτρικών αυτοκινήτων.

Οι επικεφαλής βλέποντας την αλλαγή του κλίματος και των αναλογιών στην αγορά, φεύγουν από την ηλεκτροκίνηση και στρέφουν την προσοχή τους στην υβριδική τεχνολογία. Είναι η τεχνολογία που σήμερα συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των περισσοτέρων καταναλωτών.

Οι πωλήσεις των ηλεκτρικών αυτοκινήτων στην Ευρώπη έχουν μειωθεί αισθητά. Σύμφωνα με στοιχεία της Ένωσης Κατασκευαστών Αυτοκινήτων στην Ευρώπη, ACEA, μόνο το 16% των νέων αυτοκινήτων είναι ηλεκτρικά, ενώ το 37% είναι υβριδικά (δηλαδή συνδυασμός κινητήρα καύσης με ηλεκτροκινητήρα).

Η υιοθέτηση των ηλεκτρικών αυτοκινήτων ποικίλλει σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στη Νορβηγία είναι πολύ υψηλή, στις αναπτυγμένες χώρες κοντά σε αυτό το ποσοστό, ενώ στη Νότια Ευρώπη όπου δεν υπάρχουν υποδομές φόρτισης τα ποσοστά είναι χαμηλά.

Το γεγονός ότι η ζήτηση για πλήρως ηλεκτρικά αυτοκίνητα είναι χαμηλή, ενώ τα υβριδικά αυτοκίνητα αποτελούν μια πολύ πιο δημοφιλή πρόταση, δείχνει ότι οι καταναλωτές δεν έχουν ακόμη ξεπεράσει πλήρως το άγχος τους σχετικά με την αυτονομία των ηλεκτρικών οχημάτων και την διαθεσιμότητα δημόσιων δικτύων φόρτισης.

Οι γερμανικές εξαγωγές, που παραδοσιακά αντιπροσώπευαν το 80% της παραγωγής, απειλούνται σε διάφορα μέτωπα. Η Κίνα μπήκε στο παιχνίδι και άλλαξε τις ισορροπίες, ενώ οι αμερικανικοί δασμοί μειώνουν τις πωλήσεις στην πάντα ενδιαφέρουσα για την Γερμανία αμερικανική αγορά.

Οι υψηλές τιμές της ενέργειας παίζουν και αυτές τον ρόλο τους, ωθώντας το τελικό γερμανικό προϊόν προς τα πάνω, ενώ πλέον οι Κινέζοι βγάζουν στην αγορά υψηλής ποιότητας αυτοκίνητα με χαμηλότερη τιμή από τα ευρωπαϊκά μοντέλα. Όλα αυτά όταν η δημοτικότητα των κινεζικών μοντέλων ανεβαίνει συνεχώς. Μένει τώρα η Γερμανία να δείξει ότι μπορεί να αντιδράσει…

Του Κυριάκος Παρασίδη

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Η αντοχή και οι προοπτικές της ρωσικής οικονομίας

Μέχρι τώρα, η ρωσική οικονομία δείχνει να έχει αντέξει τις αρχικές κυρώσεις που επέβαλε η Δύση, ωστόσο τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι η οικονομία της ίσως έχει αρχίσει να δοκιμάζεται, με τις εξαγωγές πετρελαίου που τη στηρίζουν να εμφανίζουν σημάδια κλονισμού.

Σε κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον Λευκό Οίκο, στις 25 Σεπτεμβρίου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ είπε σε δημοσιογράφους ότι ήρθε η ώρα να αρχίσουν να εφαρμόζονται σκληρότερες οικονομικές πιέσεις στη Ρωσία.

«Η οικονομία [της Ρωσίας] είναι σε κακή κατάσταση αυτή τη στιγμή», είπε ο Τραμπ. «Και πιστεύω ότι είναι ντροπή αυτό που κάνουν, σκοτώνοντας πολλούς ανθρώπους χωρίς λόγο· 7.818 άνθρωποι σκοτώθηκαν την περασμένη εβδομάδα, κυρίως στρατιώτες».

Στις αρχές του μήνα, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Σκοτ Μπέσσεντ δήλωσε ότι είναι ένας αγώνα δρόμου ανάμεσα στο πόσο θα αντέξει ο ουκρανικός στρατός και στο πόσο θα αντέξει η ρωσική οικονομία.

Η απώλεια του «μαύρου χρυσού»

Ένα από τα προϊόντα που στηρίζουν θεμελιωδώς τη ρωσική οικονομία τα τελευταία χρόνια είναι η ενέργεια. Οι εξαγωγές ενέργειας αποτελούν τη βάση των δημοσιονομικών της εσόδων, αποφέροντας περισσότερα από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, σύμφωνα με στοιχεία της Statista.

Για φέτος, η Μόσχα προβλέπει ότι οι εξαγωγές ενέργειας θα αντιστοιχούν περίπου στο ένα τρίτο των εσόδων, συνολικά πάνω από 200 δισεκατομμύρια δολάρια.

Ο συνδυασμός των δυτικών κυρώσεων και της πτώσης των παγκόσμιων τιμών ενέργειας – η τιμή του πετρελαίου Brent έχει μειωθεί κατά περίπου 7% φέτος, στα 69 δολάρια το βαρέλι – έχει ανοίξει σημαντικές «τρύπες» στον προϋπολογισμό του Κρεμλίνου. Το ομοσπονδιακό έλλειμμα έφτασε τα 60 δισεκατομμύρια δολάρια τους πρώτους επτά μήνες του 2025.

Οι αξιωματούχοι έχουν συζητήσει διάφορα μέτρα για την ενίσχυση των κρατικών οικονομικών, μεταξύ των οποίων περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων. Στις 24 Σεπτεμβρίου, το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών πρότεινε να αυξηθεί ο ΦΠΑ κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες, στο 22%, από την επόμενη χρονιά. Υπολογίζει ότι η αύξηση θα αποφέρει 15,5 δισεκατομμύρια δολάρια επιπλέον έσοδα, τα οποία θα διατεθούν στην εκστρατεία στην Ουκρανία.

Αν και ο Τραμπ δεν έχει μπλοκάρει τις πωλήσεις αργού πετρελαίου, κάλεσε τις χώρες του ΝΑΤΟ να σταματήσουν να αγοράζουν ρωσικά πετρελαϊκά προϊόντα.

Σε ανάρτηση της 13ης Σεπτεμβρίου, τόνισε ότι η αγορά ρωσικού πετρελαίου «αποδυναμώνει τη διαπραγματευτική θέση έναντι της Ρωσίας», πρότεινε δε την επιβολή δασμών 50-100% στην Κίνα, που θα αποσυρθούν μετά τη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία.

Παρά τις διεθνείς προσπάθειες μείωσης της εξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια, η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει από τους μεγαλύτερους πελάτες της Ρωσίας, ακόμη και χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου, για υγροποιημένο φυσικό αέριο και αέριο μέσω αγωγών. Σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Έρευνας για την Ενέργεια και τον Καθαρό Αέρα (Center for Research on Energy and Clean Air), η ΕΕ παρέχει περίπου το μισό των εσόδων της Ρωσίας από LNG, ενώ προμηθεύεται το 35% του αερίου αγωγών, περισσότερο από την Κίνα (30%) και την Τουρκία (28%).

Τον Αύγουστο, η Ουγγαρία ήταν ο μεγαλύτερος εισαγωγέας ρωσικών ορυκτών καυσίμων στην ΕΕ, με αγορές 416 εκατομμυρίων ευρώ σε αργό πετρέλαιο και αέριο αγωγών. Ακολουθούσαν η Σλοβακία (276 εκατ. ευρώ), η Γαλλία (157 εκατ. ευρώ), η Ολλανδία (65 εκατ. ευρώ) και το Βέλγιο (64 εκατ. ευρώ).

Το καλοκαίρι, ο Τραμπ πρότεινε δευτερεύοντες δασμούς για να μειωθεί η ροή μετρητών της Ρωσίας που χρηματοδοτεί τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία. Επέβαλε επιπλέον 25% δασμούς στην Ινδία για τις αγορές ρωσικής ενέργειας, ανεβάζοντας το σύνολο των αμερικανικών δασμών στα ινδικά εισαγώμενα προϊόντα στο 50%.

Σύμφωνα με τον αναλυτή Μαρκ Τέμνιτσκι σε δήλωσή του στην εφημερίδα The Epoch Times, τέτοιες στρατηγικές «θα εμβάθυναν τις απώλειες εσόδων της Ρωσίας», θα μείωναν την ικανότητά της να χρηματοδοτεί την εισβολή στην Ουκρανία και θα την οδηγούσαν βαθύτερα σε ύφεση.

Η κατάσταση της ρωσικής οικονομίας

Η ρωσική οικονομία έχει επιβραδυνθεί απότομα φέτος, οδηγώντας την Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας να προχωρήσει νωρίτερα αυτόν τον μήνα σε μείωση επιτοκίων κατά 1 ποσοστιαία μονάδα, στο 17%.

Οι υπεύθυνοι χάραξης νομισματικής πολιτικής δηλώνουν ότι θα διατηρήσουν αυστηρή στάση το 2026 για να αντιμετωπίσουν τις πληθωριστικές πιέσεις. Η τράπεζα προβλέπει ότι ο ετήσιος πληθωρισμός θα μειωθεί στο 6-7% και θα επιστρέψει στο 4% την επόμενη χρονιά.

Τον Αύγουστο, ο ετήσιος πληθωρισμός υποχώρησε στο 8,1% από 8,8% τον προηγούμενο μήνα.

Η μείωση επιτοκίων ήταν μέρος μιας «προσεκτικά βαθμονομημένης» στρατηγικής, όπως την περιέγραψε η διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας Ελβίρα Ναμπιουλίνα, για την υποστήριξη ισορροπημένης ανάπτυξης και τη μείωση του πληθωρισμού.

Η κατάσταση της ρωσικής οικονομίας έχει επιδεινωθεί τους τελευταίους μήνες, λόγω συνδυασμού δημοσιονομικών, γεωπολιτικών και δομικών προκλήσεων. Η στατιστική υπηρεσία Rosstat ανέφερε ότι το δεύτερο τρίμηνο του 2025 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,1%, έναντι 4% την ίδια περίοδο πέρυσι.

Ως αποτέλεσμα, το υπουργείο Οικονομικής Ανάπτυξης της Ρωσίας υποβάθμισε την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη του ΑΕΠ το 2025 στο 1,5%, από 2,5% προηγουμένως. Για το 2026, η πρόβλεψη μειώθηκε στο 1,3% από 2,4%. Αυτό ήταν σε γενικές γραμμές σύμφωνο με την εκτίμηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Στην επικαιροποίηση του Ιουλίου, το ΔΝΤ μείωσε την πρόβλεψη για το 2025 στο 0,9% από 1,5%, ενώ διατήρησε την εκτίμηση του 2026 στο 1%.

Η απαισιόδοξη εικόνα δεν είναι έκπληξη, δεδομένων των πρόσφατων οικονομικών στοιχείων. Ο δείκτης PMI της S&P Global για τη μεταποίηση στη Ρωσία έδειξε ότι η βιομηχανική δραστηριότητα συρρικνώθηκε για τρίτο συνεχόμενο μήνα τον Αύγουστο, λόγω πτώσης παραγωγής, λιγότερων νέων παραγγελιών και αυξανόμενων πιέσεων στο κόστος.

Αντλία εξόρυξης που ανήκει στην εταιρεία Bashneft, κοντά στο χωριό Νικολό-Μπερεζόβκα, βορειοδυτικά της Ούφα, στο Μπασκορτοστάν. Ρωσία, 28 Ιανουαρίου 2015. (Sergei Karpukhin/Reuters)

 

Τα τελευταία δύο χρόνια, η ρωσική οικονομία «βρίσκεται υπό συνεχή πίεση», δήλωσε ο Τέμνιτσκι.

Η βιομηχανική παραγωγή έχει πληγεί από τη στρατιωτική επιστράτευση και τις διαταραχές που συνδέονται με τον πόλεμο. Οι δαπάνες του Κρεμλίνου για τον πόλεμο έχουν αυξήσει τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Η υποτίμηση του ρουβλίου και τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες έχουν μειώσει το βιοτικό επίπεδο και την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.

Αν και η Μόσχα διατηρεί την οικονομία «εν ζωή» δίνοντας έμφαση στη στρατιωτική παραγωγή, οι συνθήκες παραμένουν αναιμικές, σύμφωνα με τον Τέμνιτσκι. «Η ανάπτυξη παραμένει στάσιμη και οι δείκτες δείχνουν επικείμενη ύφεση. Οι κυρώσεις συνεχίζουν να εμποδίζουν την πρόσβαση της Ρωσίας σε προηγμένη τεχνολογία και αγορές εκτός φιλικών χωρών», είπε.

Ο Ρώσος υπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης Μαξίμ Ρεσέτνικοφ προειδοποίησε τον Ιούνιο, στο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης, ότι η χώρα βρίσκεται «στο χείλος ύφεσης».

Με πληροφορίες από το Reuters

Η VW περιορίζει την παραγωγή ηλεκτρικών οχημάτων στη Γερμανία

Η παραγωγή των αμιγώς ηλεκτρικών μοντέλων Audi Q4 e-tron, VW ID4 και ID7 μειώνεται εν μέσω χαμηλής ζήτησης και των επιπτώσεων των αμερικανικών δασμών.

Η κορυφαία αυτοκινητοβιομηχανία της Ευρώπης, Volkswagen, λόγω μείωσης του όγκου των πωλήσεων αποφάσισε να περιορίσει την παραγωγή σε δύο από τα εργοστάσια ηλεκτρικών οχημάτων της στη Γερμανία, σύμφωνα με το Bloomberg News.

Το ένα, το εργοστάσιο της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας στο Τσβίκαου, θα διακόψει την παραγωγή για μία εβδομάδα από τις 6 Οκτωβρίου λόγω της χαμηλής ζήτησης για το Audi Q4 e-tron, όπως ανέφερε το δημοσίευμα, επικαλούμενο εκπρόσωπο της εταιρείας. Το πολυτελές μοντέλο πλήττεται από τους δασμούς των ΗΠΑ και την πίεση της Γερμανίας να χαλαρώσει την απαγόρευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις πωλήσεις νέων αυτοκινήτων με κινητήρα εσωτερικής καύσης.

Το δεύτερο, το εργοστάσιο της αυτοκινητοβιομηχανίας στο Έμντεν και το οποίο κατασκευάζει τα μοντέλα VW ID4 και ID7, έχει μειώσει τις ώρες εργασίας των εργαζομένων και αναμένεται να σταματήσει τις γραμμές παραγωγής για αρκετές ημέρες, σύμφωνα με το Bloomberg.

Το Reuters δεν μπόρεσε να επαληθεύσει άμεσα την πληροφορία. Η Volkswagen δεν απάντησε αμέσως σε αίτημα για σχολιασμό.

Οι δύο εγκαταστάσεις παράγουν αποκλειστικά ηλεκτρικά οχήματα, γεγονός που τις καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτες στις διακυμάνσεις της ζήτησης για μοντέλα που τροφοδοτούνται από μπαταρίες.

Ενώ η VW επωφελείται από την αύξηση των πωλήσεων ηλεκτρικών οχημάτων στην Ευρώπη, ο συνολικός ρυθμός ανάπτυξης στην περιοχή αποδεικνύεται πιο αργός και πιο ανομοιόμορφος από ό,τι αναμενόταν αρχικά, σύμφωνα με το Automotive News Europe.

Η VW αντιμετωπίζει, επίσης, προβλήματα με την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα. Τα δύο εργοστάσια ήταν μέρος της τεράστιας συμφωνίας αναδιάρθρωσης της VW πέρυσι, στην οποία οι ηγέτες των εργατικών συνδικάτων συμφώνησαν να μειώσουν το κόστος των εργοστασίων και να περικόψουν 35.000 θέσεις εργασίας μέχρι το τέλος της δεκαετίας, προκειμένου να αποφευχθεί το κλείσιμο εργοστασίων.

Σύμφωνα με αυτή τη συμφωνία, οι θέσεις εργασίας στο Έμντεν, κατά μήκος των βόρειων ακτών της Γερμανίας, και στο Τσβίκαου, στην ανατολική Γερμανία, κοντά στα τσεχικά σύνορα, είναι ασφαλείς.

Την περασμένη εβδομάδα, η Volkswagen δήλωσε ότι θα υποστεί πλήγμα 5,1 δισεκατομμυρίων ευρώ, λόγω της καθυστερημένης κυκλοφορίας ηλεκτρικών οχημάτων της μονάδας της, Porsche AG, λόγω της μειωμένης ζήτησης και του αυξανόμενου ανταγωνισμού από την Κίνα σε συνδυασμό με τους υψηλότερους δασμούς των ΗΠΑ.

Του Σπύρου Ρέκκα

Νέο πακέτο κυρώσεων της ΕΕ κατά της Ρωσίας: Στο επίκεντρο το LNG και κινεζικές εταιρείες

Ένα νέο, εκτεταμένο πακέτο κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας, με στόχο να περιορίσει τα έσοδα του Κρεμλίνου από τα ορυκτά καύσιμα και να ενισχύσει τους περιορισμούς σε τράπεζες, εξαγωγές τεχνολογίας και ξένες εταιρείες που κατηγορούνται ότι βοηθούν τη Μόσχα να παρακάμψει προηγούμενα μέτρα, ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, παρουσίασε στις 19 Σεπτεμβρίου στις Βρυξέλλες το 19ο κατά σειρά πακέτο κυρώσεων σχετιζόμενο με τη Ρωσία, χαρακτηρίζοντάς το ως αναγκαία απάντηση στην κλιμάκωση της πολεμικής δράσης της Μόσχας στην Ουκρανία.

«Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα επισπεύσει την απαγόρευση εισαγωγής ρωσικού υγροποιημένου φυσικού αερίου, θα απαγορεύσει συναλλαγές με πρόσθετες ρωσικές τράπεζες και, για πρώτη φορά, θα στοχεύσει σε πλατφόρμες κρυπτονομισμάτων που χρησιμοποιούνται για την παράκαμψη των οικονομικών περιορισμών», δήλωσε η φον ντερ Λάιεν.

«Δυστυχώς, τον τελευταίο μήνα, η Ρωσία έδειξε το πλήρες μέγεθος της περιφρόνησής της προς τη διπλωματία και το διεθνές δίκαιο», σημείωσε, επικαλούμενη μαζικές επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυραύλους σε ουκρανικές πόλεις, που έπληξαν μάλιστα και τη διπλωματική αποστολή της ΕΕ στο Κίεβο. «Δεν πρόκειται για τις ενέργειες κάποιου που επιδιώκει την ειρήνη. Ο Πούτιν κλιμακώνει ξανά και ξανά. Ως απάντηση, η Ευρώπη αυξάνει την πίεση».

Επισπεύδεται η απαγόρευση LNG

Ο πυρήνας της πρότασης είναι η απαγόρευση εισαγωγής ρωσικού LNG από την 1η Ιανουαρίου 2027, ένα χρόνο νωρίτερα από τον προηγούμενο σχεδιασμό. «Το μέτρο αυτό αποτελεί το αποκορύφωμα της ευρωπαϊκής προσπάθειας να διακόψει τους ενεργειακούς δεσμούς με τη Μόσχα, μέσω προγράμματος της ΕΕ που ξεκίνησε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, με στόχο τη διαφοροποίηση προμηθευτών και την επιτάχυνση της στροφής στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

»Ήρθε η ώρα να κλείσουμε τη στρόφιγγα. Είμαστε έτοιμοι για αυτό. Κάναμε εξοικονόμηση ενέργειας, διαφοροποιήσαμε τις πηγές και επενδύσαμε σε χαμηλού άνθρακα ενέργεια όσο ποτέ άλλοτε. Σήμερα, αυτές οι προσπάθειες φέρνουν αποτελέσματα», τόνισε η πρόεδρος. Από την έναρξη της εισβολής, το ποσοστό του ρωσικού αερίου στις εισαγωγές της ΕΕ μειώθηκε από περίπου 45% το 2021 στο 19% το 2024.

Το νέο πακέτο κυρώσεων μειώνει επίσης το ανώτατο όριο τιμής του ρωσικού αργού στα 47,60 δολάρια το βαρέλι από την G7 και προσθέτει άλλα 118 πλοία από τον λεγόμενο «σκιώδη στόλο» της Ρωσίας στη μαύρη λίστα της ΕΕ, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό σε περισσότερα από 560 σκάφη.

Οι κρατικοί κολοσσοί Rosneft και Gazpromneft έρχονται αντιμέτωποι με καθολική απαγόρευση συναλλαγών, ενώ και άλλες ενεργειακές εταιρείες θα δουν τα περιουσιακά τους στοιχεία να «παγώνουν».

Τράπεζες, κρυπτονομίσματα και κινεζικές εταιρείες

Η φον ντερ Λάιεν δήλωσε ότι η ΕΕ εντείνει την εκστρατεία κατά των χρηματοοικονομικών ‘κενών’. «Η Ένωση θα απαγορεύσει συναλλαγές με επιπλέον ρωσικές τράπεζες, θα περιορίσει τις δοσοληψίες με ξένες τράπεζες που συνδέονται με εναλλακτικά ρωσικά συστήματα πληρωμών και θα απαγορεύσει συναλλαγές σε πλατφόρμες κρυπτονομισμάτων.

»Καθώς οι τακτικές παρακάμψεων γίνονται πιο εξελιγμένες, οι κυρώσεις μας προσαρμόζονται για να παραμένουν μπροστά», σημείωσε. «Για πρώτη φορά, λοιπόν, τα περιοριστικά μέτρα θα επεκταθούν στις πλατφόρμες κρυπτονομισμάτων και θα απαγορεύσουν σχετικές συναλλαγές».

Η υπουργός Εξωτερικών, Κάγια Κάλλας, συμπλήρωσε ότι τα νέα μέτρα επεκτείνονται και σε μεγάλους οικονομικούς παράγοντες που εμπλέκονται στην παράκαμψη κυρώσεων, τη δημιουργία εσόδων και την ενίσχυση της ρωσικής στρατιωτικής βιομηχανίας, καθώς και στο ρωσικό σύστημα πιστωτικών καρτών και άμεσων πληρωμών.

Ανέφερε ακόμη πως προτείνεται η απαγόρευση επενδύσεων σε ρωσικές ειδικές οικονομικές ζώνες και επιπρόσθετα μέτρα για κινεζικές εταιρείες που στηρίζουν τη ρωσική αμυντική βιομηχανία.

«Βασικός στόχος του νέου πακέτου είναι οι εξαγωγές ρωσικών ορυκτών καυσίμων, η κύρια πηγή χρηματοδότησης των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία. Στοχεύουμε διυλιστήρια, διαμεσολαβητές πετρελαίου και πετροχημικές εταιρείες σε τρίτες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας», είπε η φον ντερ Λάιεν. «Σε τρία χρόνια, τα ρωσικά έσοδα από το πετρέλαιο στην Ευρώπη μειώθηκαν κατά 90%. Κλείνουμε οριστικά αυτό το κεφάλαιο».

Οικονομική πίεση

Η φον ντερ Λάιεν επεσήμανε ενδείξεις ότι οι κυρώσεις πιέζουν τα ρωσικά δημοσιονομικά, με τα επιτόκια στη Ρωσία να κινούνται στο 17% και τον πληθωρισμό να παραμένει σε υψηλά επίπεδα. «Η υπερθερμασμένη πολεμική οικονομία της Ρωσίας φτάνει στα όριά της», ανέφερε, προσθέτοντας πως τα πρώτα αιτήματα που προβάλλει η Ρωσία σε διαπραγματεύσεις με εταίρους αφορούν την άρση των κυρώσεων, γεγονός που, κατά την ίδια, αποδεικνύει την αποτελεσματικότητα των ευρωπαϊκών μέτρων οικονομικής πίεσης.

Το πακέτο ανοίγει και τον δρόμο για τη χορήγηση «επανoρθωτικού δανείου» στην Ουκρανία, που θα χρηματοδοτηθεί από τα έσοδα από τόκους δεσμευμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων.

Η φον ντερ Λάιεν διαβεβαίωσε ότι το Κίεβο θα αποπληρώσει το δάνειο μόνο όταν η Ρωσία καταβάλει αποζημιώσεις για τον πόλεμο.

Απαιτείται πάντως ομοφωνία και των 27 κρατών-μελών της ΕΕ για την υιοθέτηση του πακέτου, μια διαδικασία που αναμένεται δύσκολη. Η Σλοβακία είχε παλαιότερα μπλοκάρει το 18ο πακέτο κυρώσεων, με τον πρωθυπουργό Ρόμπερτ Φίτσο να χαρακτηρίζει την έξοδο από τα ορυκτά καύσιμα «παράλογη». Αντιρρήσεις σε περαιτέρω ενεργειακούς περιορισμούς συνεχίζει να εκφράζει και η Ουγγαρία.

Η φον ντερ Λάιεν δήλωσε επίσης ότι τα νέα μέτρα εναρμονίζονται με τα συμφωνηθέντα της G7, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών.

Οι διαβουλεύσεις συνεχίζονται με την Ουάσιγκτον, όπου ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει συνδέσει τη στήριξή του σε νέες κυρώσεις με την προϋπόθεση να διακόψουν οι χώρες του ΝΑΤΟ τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου.

Κατά τη διάρκεια της επίσημης επίσκεψής του στο Ηνωμένο Βασίλειο αυτή την εβδομάδα, ο Τραμπ δήλωσε: «Ο Πούτιν με απογοήτευσε συνεχίζοντας τον πόλεμο», προσθέτοντας πως «αν πέσει η τιμή του πετρελαίου, ο Πούτιν θα αποσυρθεί – δεν θα έχει άλλη επιλογή».

Βαθαίνει η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία

Σε ύφεση παραμένει η κινεζική οικονομική δραστηριότητα τον Αύγουστο, με δέσμη κρίσιμων δεικτών να υπολείπεται των προσδοκιών και το Πεκίνο να δέχεται ασφυκτικές πιέσεις για ανάληψη νέων μέτρων στήριξης, εν μέσω διαρκούς κρίσης στην αγορά ακινήτων και εμπορικών εντάσεων με τη Δύση.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Κίνας στις 15 Σεπτεμβρίου, η αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής επιβραδύνθηκε σημαντικά τον Αύγουστο, καταγράφοντας ετήσια μεταβολή 5,2% έναντι 6,8% τον Ιούλιο.

Ο ρυθμός αυτός υπολείπεται της αύξησης 5,7% που ανέμεναν οι οικονομολόγοι που συμμετείχαν σε έρευνα του πρακτορείου Reuters και συνιστά τη χαμηλότερη επίδοση των τελευταίων δώδεκα μηνών.

Οι λιανικές πωλήσεις, βασικό μέτρο καταναλωτικής δαπάνης, αυξήθηκαν κατά 3,4% τον Αύγουστο σε ετήσια βάση, από 3,7% που ήταν τον Ιούλιο, φθάνοντας στο χαμηλότερο σημείο από τον Νοέμβριο του 2024.

«Είχαμε εκτιμήσει ότι η αύξηση των λιανικών πωλήσεων θα διατηρούνταν άνω του 4% πριν από τον Σεπτέμβριο λόγω των επιδοτήσεων στους καταναλωτές, οπότε η εξέλιξη των τελευταίων μηνών ήταν απογοητευτική», δήλωσε ο Σου Τιάντσεν, επικεφαλής οικονομολόγος στο Economist Intelligence Unit.

Ο ίδιος προειδοποίησε ότι οι βασικοί οικονομικοί δείκτες της Κίνας ενδέχεται να επιδεινωθούν το τέταρτο τρίμηνο, λόγω της βάσης σύγκρισης. Συνηθίζεται άλλωστε οι αρχές να λαμβάνουν επιπρόσθετα μέτρα στήριξης προς το τέλος του έτους, προκειμένου να διασφαλίσουν την επίτευξη του στόχου ανάπτυξης.

Οι επενδύσεις σε εξοπλισμό, κτίρια και λοιπά πάγια εκτός των αγροτικών νοικοκυριών παρουσίασαν αύξηση μόλις 0,5% μεταξύ Ιανουαρίου και Αυγούστου, συγκριτικά με το ίδιο διάστημα του περασμένου έτους, έναντι ανόδου 1,6% που είχε καταγραφεί το επτάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2025.

Οι επενδύσεις στην αγορά ακινήτων βυθίστηκαν κατά 11,9% το εν λόγω οκτάμηνο σε ετήσια βάση, επίδοση που αποτελεί τη χειρότερη από το 2020.

«Τα στοιχεία δραστηριότητας δείχνουν περαιτέρω απώλεια δυναμικής τον περασμένο μήνα», ανέφερε η Σιτσούν Χουάνγκ, οικονομολόγος της Κίνας στην Capital Economics, σε σημείωμά της στις 15 Σεπτεμβρίου.

«Παρότι σε ένα βαθμό αυτό οφείλεται σε προσωρινές διαταραχές λόγω καιρού, η υποκείμενη ανάπτυξη παρουσιάζει σαφή κάμψη, εντείνοντας την ανάγκη για νέα μέτρα στήριξης εκ μέρους των αρχών».

Κτίρια υπό κατασκευή στο Χανγκτσόου, επαρχία Ζετζιάνγκ, Κίνα, στις 15 Σεπτεμβρίου 2025. AFP μέσω Getty Images

 

Κατάρρευση της αγοράς ακινήτων

Ξεχωριστά στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Τελωνειακή Υπηρεσία της Κίνας νωρίτερα αυτόν τον μήνα δείχνουν ότι οι βιομηχανίες κατάφεραν σε κάποιο βαθμό να ανακατευθύνουν εξαγωγές που προορίζονταν για τις ΗΠΑ προς τη Νοτιοανατολική Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική.

Ωστόσο, η παρατεταμένη κρίση στην αγορά ακινήτων παραμένει αγκάθι. Σύμφωνα με νέα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, οι τιμές των νεόδμητων κατοικιών σε 70 μεγάλες πόλεις μειώθηκαν κατά 2,5% τον Αύγουστο σε σύγκριση με πέρυσι. Σε μηνιαία βάση, η πτώση ανήλθε στο 0,3%.

Η Φου Λινγκχούι, εκπρόσωπος της Στατιστικής Υπηρεσίας, δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου στις 15 Σεπτεμβρίου πως «ο τομέας ακινήτων εξακολουθεί να σταθεροποιείται, παρά τις διακυμάνσεις, και χρειάζονται επιπλέον προσπάθειες για την τόνωση της ζήτησης».

Αξίζει να σημειωθεί ότι η αγορά ακινήτων κάλυπτε το ένα τέταρτο της οικονομικής δραστηριότητας της Κίνας πριν από τη δραματική κατάρρευση του κλάδου, πριν από τέσσερα χρόνια, συνεχίζοντας έκτοτε να σκιάζει τις προοπτικές της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο.

«Η υποχώρηση της αγοράς ακινήτων αποτελεί βασικό παράγοντα της χαμηλής καταναλωτικής εμπιστοσύνης, που εξακολουθεί να περιορίζει τις λιανικές πωλήσεις», σημειώνει σε ανάλυσή του ο Λιν Σονγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της ING Economics, στις 15 Σεπτεμβρίου.

«Όπως είχαμε προειδοποιήσει τους προηγούμενους μήνες, βρισκόμασταν κοντά στην κορύφωση του αποτελέσματος των μέτρων τόνωσης μέσω προγραμμάτων επιδοτούμενης αντικατάστασης. Καθώς αυτά εξαντλήθηκαν, ο κίνδυνος ήταν να εμφανιστεί περαιτέρω υποχώρηση της κατανάλωσης».

Επιπλέον, εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολίες για την αξιοπιστία των κινεζικών οικονομικών στοιχείων, κυρίως λόγω της προϊστορίας του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας να αποσιωπά ή να παρακρατεί πληροφορίες που θεωρεί επιζήμιες για την εικόνα του.

Με πληροφορίες από το Reuters

Πώς το Ηνωμένο Βασίλειο γίνεται «οικονομία τρίτου κόσμου»

Αν και το Λονδίνο παραμένει μια ευημερούσα μητρόπολη, η λάμψη του δεν απλώνεται στην υπόλοιπη χώρα. Η μητροπολιτική περιοχή της πρωτεύουσας παράγει σχεδόν το μισό του ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου, παρότι φιλοξενεί μόνο περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού. Αν αποκοπτόταν η οικονομική ισχύς του Λονδίνου, το βιοτικό επίπεδο στο Ηνωμένο Βασίλειο θα έπεφτε κατά περίπου 14% – αρκετά ώστε η χώρα να συγκρίνεται με τις φτωχότερες πολιτείες των ΗΠΑ.

Με άλλα λόγια, εκτός του Λονδίνου, η Βρετανία αντιμετωπίζει σοβαρή οικονομική υστέρηση. Τα τελευταία δέκα χρόνια ήταν ιδιαίτερα δύσκολα: το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών έμεινε στάσιμο, ενώ το κόστος ζωής αυξήθηκε αισθητά, διαβρώνοντας την αγοραστική δύναμη των πολιτών. Παράλληλα, η παραγωγικότητα βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα – από τις χαμηλότερες μεταξύ των μεγάλων οικονομιών – και η στέγαση έχει γίνει δυσβάσταχτη, με το Ηνωμένο Βασίλειο να καταγράφει τον υψηλότερο αριθμό αστέγων στον ανεπτυγμένο κόσμο.

«Χαμένη δεκαετία» εισοδημάτων και παραγωγικότητας

Η ρίζα πολλών προβλημάτων εντοπίζεται στην οικονομική κρίση του 2008 και στις πολιτικές που ακολούθησαν. Μετά τη διάσωση των βρετανικών τραπεζών το 2008 (με κρατικό δανεισμό ~£141 δισ.), επιβλήθηκε αυστηρή λιτότητα αντί για επενδυτικές κοινωνικές πολιτικές. Για τα νοικοκυριά, οι συνέπειες υπήρξαν οδυνηρές: τα πραγματικά εισοδήματα μειώθηκαν και παρέμειναν στάσιμα για τα επόμενα 15 χρόνια – μια περίοδος που χαρακτηρίζεται ως «χαμένη δεκαετία» για την ευημερία των πολιτών.

Ενδεικτικά, ήδη από το 2007 το μέσο βρετανικό νοικοκυριό ήταν ελαφρώς φτωχότερο (κατά 8%) από το νορβηγικό και λίγο πίσω (6%) από το αμερικανικό. Σήμερα, μετά την κρίση και τη δεκαετή στασιμότητα, ένα βρετανικό νοικοκυριό υστερεί περίπου 20% σε εισόδημα από ένα νορβηγικό και 16% από ένα αμερικανικό αντίστοιχο. Η πτώση του βιοτικού επιπέδου γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στη μεσαία τάξη.

Την ίδια περίοδο, η παραγωγικότητα της εργασίας σημείωσε ανησυχητική καθίζηση. Πριν το 2008, η παραγωγικότητα στο ΗΒ αυξανόταν περίπου 2% τον χρόνο, όμως μετά την κρίση η τάση αυτή ανατράπηκε. Η έλλειψη επενδύσεων σε τεχνολογία, υποδομές και δεξιότητες άφησε την παραγωγικότητα στάσιμη.

Σήμερα, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει τον δεύτερο χαμηλότερο ρυθμό παραγωγικότητας μεταξύ των χωρών της G7 – ενώ πριν το 2008 βρισκόταν στη 2η θέση, πίσω μόνο από τις ΗΠΑ. Ο συνδυασμός σταθερών ή μειωμένων πραγματικών εισοδημάτων και χαμηλής παραγωγικότητας εξηγεί πολλά από τα δομικά προβλήματα της βρετανικής οικονομίας, που μοιάζει να παλεύει για την επιβίωσή της.

Τρεις κρίσεις εκτινάσσουν χρέος και κόστος ζωής

Πέρα από τις εγχώριες αδυναμίες, τρεις διαδοχικές κρίσεις τη δεκαετία του 2020 επιβάρυναν δραματικά τη χώρα. Το Brexit υπήρξε το πρώτο σοκ: η αβεβαιότητα και οι νέοι περιορισμοί έπληξαν τις επενδύσεις, με την Τράπεζα της Αγγλίας να εκτιμά ότι οι ξένες άμεσες επενδύσεις μειώθηκαν κατά 25% την περίοδο 2016-2021 λόγω του Brexit.

Στη συνέχεια, η πανδημία COVID-19 ανάγκασε την κυβέρνηση να δανειστεί περίπου £280 δισ. επιπλέον για να στηρίξει την οικονομία σε συνθήκες ιστορικά χαμηλών επιτοκίων. Το δημόσιο χρέος διογκώθηκε, αν και προσωρινά το χαμηλό κόστος δανεισμού περιόρισε την πίεση. Όμως ακολούθησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, που προκάλεσε ενεργειακή κρίση. Με τις ροές ρωσικού αερίου και πετρελαίου να διακόπτονται, οι τιμές της ενέργειας εκτοξεύθηκαν και το κόστος ζωής πήρε απότομα την ανιούσα σε όλη την Ευρώπη.

Το σοκ ήταν ιδιαίτερα αισθητό στη Βρετανία: οι λογαριασμοί θέρμανσης προβλέφθηκε ότι θα τριπλασιαστούν τον χειμώνα για τα νοικοκυριά. Η κυβέρνηση επενέβη ξανά, διαθέτοντας ένα από τα μεγαλύτερα πακέτα επιδότησης στην Ευρώπη για να ανακουφίσει τους πολίτες. Υπολογίζεται ότι £60-100 δισ. προστέθηκαν στο δημόσιο χρέος ως έκτακτη στήριξη για την ενέργεια. Παρότι έτσι αποφεύχθηκαν τα χειρότερα για τα νοικοκυριά, η Βρετανία κατέγραψε τη μεγαλύτερη ετήσια άνοδο χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ιστορία της.

Ο πληθωρισμός έφτασε σε υψηλά δεκαετιών, αναγκάζοντας την Τράπεζα της Αγγλίας να αυξήσει απότομα τα επιτόκια. Για τους πολίτες, αυτό σήμαινε απότομες αυξήσεις στις δόσεις στεγαστικών δανείων. Για το κράτος, σήμαινε ότι οι τόκοι εξυπηρέτησης του χρέους εκτοξεύθηκαν: από £40 δισ. ετησίως πριν την ενεργειακή κρίση σε περίπου £100 δισ. σήμερα.

Το επιπλέον αυτό κόστος (£60 δισ.) ισοδυναμεί σχεδόν με ολόκληρο τον ετήσιο προϋπολογισμό άμυνας της χώρας. Πλέον, η πληρωμή τόκων είναι το δεύτερο μεγαλύτερο κονδύλι δαπανών του βρετανικού δημοσίου, στερώντας πολύτιμους πόρους από άλλες δημόσιες υπηρεσίες. Με λίγα λόγια, η οικονομική στήριξη στην κρίση της Ουκρανίας – όσο αναγκαία κι αν ήταν – κλόνισε την οικονομία του ΗΒ, επιβαρύνοντάς τη με ένα δυσθεώρητο κόστος.

Μειωμένο εργατικό δυναμικό και «κρυφή» ανεργία

Ενώ οι περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες είδαν το εργατικό τους δυναμικό να ανακάμπτει μετά τις καραντίνες, η Βρετανία ξεχωρίζει αρνητικά: η απασχόληση δεν επανήλθε στα προ πανδημίας επίπεδα και παραμένει χαμηλή. Επίσημα, η ανεργία κινείται σε μόλις ~4,4%, ποσοστό ιστορικά χαμηλό (περίπου 1,5 εκατομμύριο άτομα).

Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πιο ανησυχητική. Υπάρχει ένα τεράστιο τμήμα πληθυσμού – περίπου 11 εκατομμύρια άνθρωποι – που δεν εργάζονται αλλά ούτε καταγράφονται ως άνεργοι. Η κυβέρνηση τούς χαρακτηρίζει «οικονομικά ανενεργούς» παρά ανέργους, διότι δεν αναζητούν εργασία ενεργά.

Σύμφωνα με την Υπηρεσία Εθνικών Στατιστικών (ONS), οι λόγοι διαφέρουν: περίπου 2,1 εκατ. είναι νέοι 16-24 ετών που σπουδάζουν, 3,5 εκατ. είναι άτομα άνω των 50 που έχουν φύγει από την εργασία λόγω ασθένειας ή πρόωρης συνταξιοδότησης, και τουλάχιστον 1 εκατ. είναι ενήλικες 25-49 ετών που απέχουν από την αγορά εργασίας για οικογενειακούς λόγους (π.χ. φροντίδα παιδιών ή συγγενών).

Αυτή η «εξαφανισμένη» δεξαμενή εργατικού δυναμικού ασκεί σοβαρή πίεση στην οικονομία: λιγότεροι εργαζόμενοι σημαίνει λιγότερα φορολογικά έσοδα για το κράτος και μεγαλύτερη επιβάρυνση στα κοινωνικά επιδόματα, ενώ παράλληλα μειώνεται η καταναλωτική δύναμη στην αγορά.

Μετανάστευση για κάλυψη κενών και κοινωνικές εντάσεις

Για να αντιμετωπίσει την έλλειψη εργατικών χεριών, το Λονδίνο έλαβε μια αμφιλεγόμενη απόφαση: άνοιξε περισσότερο την πόρτα στη μετανάστευση εργαζομένων. Βρετανοί νομοθέτες χαλάρωσαν τους περιορισμούς, προσελκύοντας εργατικό δυναμικό από το εξωτερικό – με ιδιαίτερη παρουσία από τη Νότια Ασία και την υποσαχάρια Αφρική – ώστε να καλυφθούν τα κενά σε διάφορους τομείς.

Οι νέοι μετανάστες πράγματι βοήθησαν να συνεχίσει η λειτουργία πολλών επιχειρήσεων, όμως η μαζική εισροή εργατικού δυναμικού είχε παράπλευρες επιπτώσεις. Πυροδότησε κοινωνικές εντάσεις και φόβους σε μερίδα του πληθυσμού. Ορισμένοι πολίτες αισθάνονται ανασφάλεια μπροστά στην ταχεία αλλαγή του δημογραφικού τοπίου, ενώ πολιτικοί με αντιμεταναστευτική ρητορική εκμεταλλεύονται το κλίμα αυτό προς ίδιον όφελος.

Τον Αύγουστο του 2024 σημειώθηκαν μάλιστα εκτεταμένες διαδηλώσεις και ταραχές κατά των μεταναστών σε πάνω από 20 πόλεις της χώρας. Αν και αυτές οι εκρήξεις οργής φαίνεται να κορυφώθηκαν και να υποχώρησαν, τα βαθύτερα αίτιά τους – η οικονομική ανασφάλεια και η αίσθηση αδικίας – παραμένουν και θα χρειαστεί χρόνος για να αντιμετωπιστούν.

Μια οικονομία που υποχωρεί, με εξαίρεση το Λονδίνο

Συνολικά, η πρόσφατη οικονομική πορεία του Ηνωμένου Βασιλείου μοιάζει με αλυσίδα κρίσεων σε συνεχή εξέλιξη. Κάθε νέα κρίση χτίζει πάνω στην προηγούμενη, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο από τον οποίο δεν διαφαίνεται άμεση ανακούφιση. Οι αποφάσεις του παρελθόντος – από τη λιτότητα μετά το 2008 μέχρι το Brexit – διαμόρφωσαν μια εύθραυστη βάση. Πάνω σε αυτήν, τα διαδοχικά σοκ της πανδημίας και του πολέμου έφεραν τη βρετανική οικονομία σε οριακό σημείο.

Πρόκειται για μια κατάσταση όπου η χώρα «θερίζει ό,τι έσπειρε». Παρά ταύτα, αξίζει να σημειωθεί ότι η ιστορία κάθε έθνους έχει κύκλους ακμής και παρακμής – και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αποτελεί εξαίρεση.

Το Λονδίνο εξακολουθεί να συγκαταλέγεται στις πλουσιότερες και πιο καινοτόμες πόλεις του πλανήτη, λειτουργώντας ως η ατμομηχανή που κρατά τη χώρα σε κίνηση. Οι αναλυτές εκτιμούν πως αργά ή γρήγορα η βρετανική οικονομία θα βρει κάποια ισορροπία και θα βελτιωθεί η κατάσταση. Μέχρι τότε, όμως, η εικόνα θυμίζει μια οικονομία σε υποχώρηση – σχεδόν «τρίτου κόσμου» – που επιβιώνει στη σκιά της αίγλης του Λονδίνου.

Το ψηφιακό γουάν: Νέο εργαλείο ελέγχου από την Κίνα

Σχολιασμός

Η προσπάθεια της Κίνας να δημιουργήσει ένα σταθερό κρυπτονόμισμα (stablecoin) υποστηριζόμενο από το γουάν δεν έχει τόσο να κάνει με την καινοτομία ή τη διεθνή χρηματοοικονομική σκηνή όσο με την επέκταση της ψηφιακής επιτήρησης και του ελέγχου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας (ΚΚΚ), καθιστώντας απίθανη την αντικατάσταση του δολαρίου ή την προσφορά πραγματικής χρηματοοικονομικής ελευθερίας.

Η Κίνα προετοιμάζεται να εγκρίνει ένα σημαντικό σχέδιο που στοχεύει στην ενίσχυση της διεθνούς χρήσης του γουάν, επιτρέποντας τη δημιουργία σταθερού κρυπτονομίσματος υποστηριζόμενου από το γουάν, ανατρέποντας προηγούμενη αρνητική στάση απέναντι στα ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία. Αναμενόταν ότι το Κρατικό Συμβούλιο θα εξέταζε το στρατηγικό πλάνο τον προηγούμενο μήνα, καθορίζοντας στόχους για τη διεθνή χρήση του γουάν, εκχωρώντας ρυθμιστικούς ρόλους και θεσπίζοντας μέτρα ελέγχου κινδύνων.

Η κινεζική ηγεσία θεωρεί τα σταθερά κρυπτονομίσματα εργαλείο διεθνοποίησης του γουάν, που μειώνει την εξάρτηση από το δολάριο και διευκολύνει τις διασυνοριακές πληρωμές. Εάν εγκριθεί, το σχέδιο θα σηματοδοτήσει μια δραματική στροφή πολιτικής. Παρά την απαγόρευση συναλλαγών και εξόρυξης κρυπτονομισμάτων το 2021, η κίνηση αντανακλά την αναγνώριση εκ μέρους του Πεκίνου ότι τα ψηφιακά νομίσματα που βασίζονται σε τεχνολογία blockchain (αποκεντρωμένο και αμετάβλητο ψηφιακό αρχείο) και έχουν ως εγγύηση νόμισμα fiat (το επίσημο νόμισμα μιας χώρας που έχει αξία επειδή το αναγνωρίζει η κυβέρνηση και οι πολίτες, χωρίς να υποστηρίζεται από φυσικό αγαθό όπως χρυσό ή ασήμι) θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη διεθνή επέκταση του γουάν.

Τα σταθερά κρυπτονομίσματα είναι τύπος κρυπτονομίσματος σχεδιασμένου να διατηρεί σταθερή αξία, συνήθως $1,00, μέσω αποθεμάτων πραγματικών περιουσιακών στοιχείων. Υπάρχουν διάφοροι τύποι: crypto-backed, που χρησιμοποιούν άλλα κρυπτονομίσματα ως ενέχυρο· algorithmic, που βασίζονται σε κώδικα ή αλγορίθμους για σταθερότητα· και fiat-backed, που υποστηρίζονται από νόμισμα fiat κατατεθειμένο σε τράπεζες. Το προτεινόμενο σταθερό κρυπτονόμισμα σε γουάν ανήκει στην τελευταία κατηγορία.

Η λογική πίσω από ένα σταθερό κρυπτονόμισμα σε γουάν είναι ότι η στήριξη σε fiat θα σταθεροποιήσει την αξία του. Ωστόσο, τα ίδια τα fiat νομίσματα δεν είναι πραγματικά σταθερά, καθώς η αξία τους μεταβάλλεται συνεχώς. Εάν το δολάριο ΗΠΑ ενισχυθεί ή εξασθενήσει, ένα σταθερό κρυπτονόμισμα υποστηριζόμενο από δολάριο κινείται ανάλογα· το ίδιο ισχύει για το γουάν. Επομένως, ο όρος «σταθερό» μπορεί να θεωρηθεί παραπλανητικός: τα fiat-backed stablecoin παραμένουν συνδεδεμένα με τη μεταβλητότητα των νομισμάτων fiat και δεν συνιστούν ουσιαστική διαφοροποίηση από το παραδοσιακό σύστημα.

Η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας φαίνεται να εξετάζει την αγορά των σταθερών κρυπτονομισμάτων με στόχο την υποκατάσταση του δολαρίου, που στηρίζει το 98% όλων των σταθερών κρυπτονομισμάτων σε fiat κατά όγκο. Η αμερικανική κυβέρνηση δεν εκδίδει απευθείας σταθερό κρυπτονόμισμα, αλλά πρόσφατη νομοθεσία, όπως ο Νόμος GENIUS, δημιούργησε ρυθμιστικά πλαίσια για αυτά.

Στις περισσότερες χώρες, τα σταθερά κρυπτονομίσματα εκδίδονται από ιδιωτικές εταιρείες υπό κρατική εποπτεία. Αντίθετα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι το προτεινόμενο σταθερό νόμισμα σε γουάν θα ελέγχεται από το κράτος και όχι από ιδιώτες.

Οι υποστηρικτές των σταθερών κρυπτονομισμάτων επισημαίνουν διάφορες λειτουργίες τους, όπως η δυνατότητα προγραμματισμού έξυπνων συμβολαίων για αυτόματες πληρωμές, δανεισμό και άλλες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Ωστόσο, παρόμοιες δυνατότητες υπάρχουν ήδη μέσω PayPal, Wise, παραδοσιακών τραπεζικών λογαριασμών, πλατφορμών χρηματιστηρίου, και στην Κίνα μέσω Alipay ή WeChat Pay.

Μια ακόμη προβαλλόμενη ωφέλεια είναι οι μεταφορές χωρίς σύνορα, καθώς τα σταθερά κρυπτονομίσματα μπορούν να μετακινούνται διεθνώς, 24ώρες την ημέρα, 7 ημέρες την εβδομάδα, χωρίς παραδοσιακή τραπεζική υποδομή. Όμως κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται ήδη μέσω διάφορων εφαρμογών και διαδικτυακών τραπεζικών συστημάτων.

Στην Κίνα, τέτοιες δυνατότητες συγκρούονται με την κρατική πολιτική, καθώς το ΚΚΚ εφαρμόζει αυστηρούς περιορισμούς κεφαλαίων για να περιορίσει τη ροή χρήματος εκτός χώρας. Η δυνατότητα απρόσκοπτης μεταφοράς χρημάτων μέσω σταθερού νομίσματος θα υπονόμευε αυτούς τους ελέγχους και την ικανότητα του καθεστώτος να χειρίζεται την αξία του γουάν.

Οι λάτρεις των κρυπτονομισμάτων συχνά αναφέρουν την υποτιθέμενη ανωνυμία του blockchain ως πλεονέκτημα, αν και στην πραγματικότητα οι συναλλαγές είναι «ανώνυμες». Οι χρήστες δεν χρειάζεται να αποκαλύπτουν την ταυτότητά τους σε κάθε συναλλαγή, αλλά οι μεταφορές στο blockchain είναι πιο ιχνηλατίσιμες από τα μετρητά, αφήνοντας μόνιμα δημόσια αρχεία.

Κάθε μεταφορά μπορεί να ανιχνευτεί πλήρως και οι μονάδες σε ένα πορτοφόλι μπορούν να συνδεθούν με όλους τους προηγούμενους κατόχους. Τα περισσότερα κρυπτονομίσματα παρέχουν ψηφιακά ψευδώνυμα και όχι πραγματική ανωνυμία· μελέτη του 2024 έδειξε ότι το 60% των συναλλαγών με bitcoin μπορούν να ανιχνευτούν έως σε συγκεκριμένα άτομα.

Κυβερνητικές υπηρεσίες, όπως η IRS, χρησιμοποιούν εταιρείες ανάλυσης blockchain για να συνδέουν διευθύνσεις κρυπτονομισμάτων με πραγματικές ταυτότητες μέσω δεδομένων ανταλλαγής και διαδικασιών Know Your Customer (KYC). Σε αντίθεση με τα μετρητά, που δεν αφήνουν μόνιμο αρχείο, τα κρυπτονομίσματα δημιουργούν αμετάβλητη δημόσια βάση δεδομένων για κάθε συναλλαγή.

Κανένα κράτος δεν θα επιτρέψει πλήρως ανώνυμες συναλλαγές, για λόγους φορολογίας, επιβολής κυρώσεων ή πρόληψης τρομοκρατίας και εγκληματικότητας. Από το 2026, όλες οι αμερικανικές ανταλλακτικές πλατφόρμες, εκτός των αποκεντρωμένων, θα υποχρεούνται να αναφέρουν τα δεδομένα συναλλαγών στην IRS, επιβεβαιώνοντας τη συνεχή επέκταση της κρατικής εποπτείας, ιδιαίτερα στην Κίνα.

Το ΚΚΚ δεν επιθυμεί ανώνυμες συναλλαγές. Το Πεκίνο ασκεί έλεγχο σε κάθε πτυχή της οικονομίας και της κοινωνίας μέσω του πλέον προηγμένου συστήματος ψηφιακής παρακολούθησης, συμπεριλαμβανομένων άνω των 200 εκατομμυρίων καμερών CCTV με τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου στο σύστημα «Skynet». Τον Ιούλιο, η Κίνα εισήγαγε ενιαίο σύστημα Ψηφιακής Ταυτότητας που κεντροποιεί το ψηφιακό αποτύπωμα των πολιτών και συνδέεται με το σύστημα κοινωνικής αξιολόγησης για παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο.

Το ψηφιακό γουάν σχεδιάστηκε για να παρέχει στο καθεστώς ξεκάθαρη εικόνα στα προσωπικά οικονομικά και ισχυρά εργαλεία επιβολής ποινών. Η δυνατότητα ανώνυμων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων θα υπονόμευε αυτόν τον έλεγχο.

Το κινεζικό καθεστώς προωθεί τα σταθερά κρυπτονομίσματα σε γουάν, παρά τις ανησυχίες για παρακολούθηση, επειδή μπορούν να ενισχύσουν την εποπτεία, ενώ παράλληλα προάγουν γεωπολιτικούς στόχους. Η στρατηγική συνδυάζει την αποδοτικότητα του blockchain και τις διασυνοριακές πληρωμές με πλήρη κρατικό έλεγχο, δημιουργώντας αυτό που ειδικοί χαρακτηρίζουν «γεωπολιτικό όπλο» αντί για εργαλείο οικονομικής ελευθερίας.

Με τη δημιουργία ενός εναλλακτικού οικοσυστήματος που παρακάμπτει τους παραδοσιακούς διαμεσολαβητές, το ΚΚΚ στοχεύει στη μείωση της κυριαρχίας του δολαρίου στις διεθνείς συναλλαγές και, ακόμη και με ένα μικρό μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς σταθερών κρυπτονομισμάτων, να διευρύνει τη διεθνή χρήση του γουάν ενώ διατηρεί αυστηρό πολιτικό έλεγχο.

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις απόψεις της εφημερίδας The Epoch Times.