Το αντιοξειδωτικό Ν-ακετυλοκυστεΐνη (NAC) ανέρχεται ως μια πολλά υποσχόμενη θεραπεία για την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (ΙΨΔ), προσφέροντας νέα ελπίδα για περίπου το 50% των ενηλίκων με ΙΨΔ οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται στις συνηθισμένες θεραπείες.
Ερευνητές συγκεντρώνουν στοιχεία τα τελευταία χρόνια πως η NAC, ένα παράγωγο του αμινοξέως κυστεΐνη, ως συμπλήρωμα χωρίς ιατρική συνταγή, θα μπορούσε να βοηθήσει άτομα με ΙΨΔ. Δείχνει επίσης πολλά υποσχόμενη στη θεραπεία ασθενών με τη διαταραχή τραβήγματος των μαλλιών (τριχοτιλλομανία) και ερευνάται ως θεραπεία για παθολογικούς τζογαδόρους και πότες.
Ωστόσο, η μελέτη της NAC είναι αργή, εν μέρει επειδή το φάρμακο, το οποίο είναι διαθέσιμο πλέον χωρίς ιατρική συνταγή, έχει περιορισμένη διαφημιστική δυνατότητα, σύμφωνα με τον Δρα Μάσσιμο Καρόλλο, φαρμακολόγο και κλινικό τοξικολόγο στο Τμήμα Διαγνωστικής και Δημόσιας Υγείας στο Πανεπιστήμιο της Βερόνα, στην Ιταλία.
Επί του παρόντος, οι θεραπείες πρώτης γραμμής για την ΙΨΔ είναι συνήθως οι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (selective serotonin reuptake inhibitors – SSRIs) και η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία (cognitive-behavioral therapy CBT). Ωστόσο, «περίπου το 40- 60% των ασθενών με ΙΨΔ δεν επιτυγχάνουν επαρκή ανακούφιση των συμπτωμάτων τους από τις θεραπείες πρώτης γραμμής ή βιώνουν δυσμενείς αντιδράσεις, οι οποίες αποκλείουν τη συνέχισης της θεραπείας», είπε στους Epoch Times ο Δρ Καρόλλο.
«Αυτός ο υψηλός ρυθμός αντίστασης στις θεραπείες υπογραμμίζει την περιπλοκότητα της ΙΨΔ και την ανάγκη για εναλλακτικές θεραπευτικές προσεγγίσεις», είπε. Αυτή η περιπλοκότητα, όπως έγραψε στο τεύχος Φεβρουαρίου του περιοδικού CNS Neuroscience & Therapeutics, «πολύ πιθανόν να εμφανίζεται λόγω μιας πολύπλευρης αλληλεπίδρασης παραγόντων, όπως οι νευροχημικές ανισορροπίες, η γενετική προδιάθεση, τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα και η ψυχολογική επιρροή.»
Ο Δρ Καρόλλο και οι συνεργάτες του δημοσίευσαν ένα γράμμα για την ευαισθητοποίηση της χρήσης της NAC για τη θεραπεία της ΙΨΔ.
Έγραψαν πως, από όσα γνωρίζουν, παρά την πιθανή αποτελεσματικότητα της NAC, «μονάχα πέντε τυχαίες ελεγχόμενες δοκιμές έχουν διεξαχθεί για τον έλεγχο της πιθανής αποτελεσματικότητας της NAC ως συμπληρωματικής θεραπείας για την ΙΨΔ.» Οι τέσσερεις από αυτές τις μελέτες ανέφεραν σημαντική βελτίωση των συμπτωμάτων, όπως μετρήθηκαν από την ιδεοψυχαναγκαστική κλίμακα Yale-Brown (Y-BOCS) σε δοσολογίες των 2.000mg με 3.000mg ημερησίως, σύμφωνα με την αναφορά τους.
Η NAC αποδείχθηκε ασφαλής ακόμη και με αυτές τις υψηλές δοσολογίες, ισχυρίζονται. Αλλά επειδή τα προϊόντα NAC που είναι διαθέσιμα στην αγορά συνήθως περιέχουν 200 με 600 mg, η πρακτικότητα της επίτευξης μια θεραπευτικής δόσης είναι περιορισμένη.
Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και σεροτονίνη
Η πιθανή αποτελεσματικότητα της NAC για τη θεραπεία της ΙΨΔ υποδηλώνει πως η αιτία της διαταραχής ενδεχομένως έγκειται στο γλουταμινεργικό σύστημα του σώματος, σύμφωνα με τον Δρα Καρόλλο.
Η ΙΨΔ ίσως να δημιουργείται λόγω προβλημάτων με τον διεγερτικό νευροδιαβιβαστή γλουταμάτη και όχι με τον ανασταλτικό νευροδιαβιβαστή σεροτονίνη, πιστεύουν κάποιοι ερευνητές, και έτσι ίσως είναι καλύτερο να δοθεί θεραπεία με NAC παρά με SSRIs. Αλλά η έρευνα σχετικά με τον ρόλο της γλουταμάτης στην ΙΨΔ είναι περιορισμένη, είπε ο Δρ Καρόλλο.
«Η πλειοψηφία των θεραπειών της ΙΨΔ παραδοσιακά εστίαζαν στη ρύθμιση των επιπέδων της σεροτονίνης, όπως αποδεικνύεται από την ευρεία χρήση των SSRIs [για τη θεραπεία της ΙΨΔ]», είπε ο Δρ Καρόλλο στους Epoch Times. «Αυτή η έμφαση στους SSRIs δεν είναι μοναδικό στην ΙΨΔ, αλλά εκτείνεται και σε άλλες ψυχιατρικές διαταραχές όπως η κατάθλιψη και το άγχος, όπου η σεροτονινεργική δυσλειτουργία είναι επίσης στόχος-κλειδί.»
Ανώμαλα επίπεδα γλουταμάτης έχουν παρατηρηθεί σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου στα άτομα με ΙΨΔ, όπως τον πρόσθιο κυκλικό φλοιό, ο οποίος είναι σημαντικός για την κατανομή της προσοχής και τη ρύθμιση των συναισθημάτων, είπε ο Δρ Καρόλλο.
Αυτά τα ευρήματα, μαζί με την καταγεγραμμένη τροποποιημένη λειτουργία των υποδοχέων και μεταφορέων της γλουταμάτης, υποδεικνύει πως η γλουταμινεργική δυσλειτουργία παίζει σημαντικό ρόλο στην ΙΨΔ, εξήγησε, ωστόσο δεν εξηγεί την ολότητα της διαταραχής. «Χρειάζεται περισσότερη έρευνα για την εξερεύνηση των στοχευμένων θεραπειών με γλουταμάτη.»
Ανάγκη για χρηματοδότηση και αποδείξεις
Ο Δρ Καρόλλο ανέφερε τρεις λόγους για την έλλειψη δοκιμών μεγάλης κλίμακας πάνω στη χρήση της NAC για τη θεραπεία της ΙΨΔ:
- Περιορισμένα οικονομικά κίνητρα για τη διεξαγωγή δαπανηρών δοκιμών μεγάλης κλίμακας. «Οι φαρμακευτικές εταιρίες συνήθως χρηματοδοτούν μεγάλες δοκιμές για νέα φάρμακα με ισχυρή διαφημιστική δυνατότητα, ένα σενάριο το οποίο δεν ισχύει τόσο για τη NAC», είπε.
- Η ανάγκη για πιο πειστικές αποδείξεις σχετικά με τη βέλτιστη δόση της NAC, τη μακροχρόνια αποτελεσματικότητά της και την ασφάλεια στη θεραπεία της ΙΨΔ. «Αυτό καθιστά αναγκαίες τις μελέτες φάσης 2 και φάσης 3, οι οποίες απαιτούν σημαντικό χρόνο και πόρους», είπε.
- Η ιστορική εστίαση στους σεροτονινεργικούς μηχανισμούς πίσω από την ΙΨΔ, η οποία μπορεί να τραβά την προσοχή και τους πόρους μακριά από την εξερεύνηση εναλλακτικών λύσεων.
Βοηθά η NAC παιδιά με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή;
Η NAC πιθανόν να είναι λιγότερο χρήσιμη για τα παιδιά με ΙΨΔ, σύμφωνα με άρθρο ανασκόπησης που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο σε τεύχος του περιοδικού Παιδιατρικά Φάρμακα (Pediatric Drugs).
Στα παιδιά, οι καθοδηγητικές γραμμές συστήνουν μονοθεραπεία CBT για νεαρά άτομα με ήπιο έως σημαντικό βαθμό ΙΨΔ, και συνδυαστική θεραπεία για αυτούς με πιο έντονα συμπτώματα, σύμφωνα με τον συν-συγγραφέα Έρικ Στορτς, καθηγητή, αντιπρόεδρο και διευθυντή ψυχολογίας στο Τμήμα Ψυχιατρικής και Επιστημών Συμπεριφοράς Menninger στο Κολέγιο Ιατρικής Baylor του Χιούστον, στο Τέξας.
«Η NAC δεν θα έπρεπε να είναι θεραπεία πρώτης γραμμής, δεδομένων των πολύ περιορισμένων υποστηρικτικών δεδομένων για τους νέους με ΙΨΔ (όπως επίσης και τους ενήλικες με ΙΨΔ)», είπε στους Epoch Times ο κος Στορτς, ο οποίος έχει διδακτορικό στην κλινική ψυχολογία.
«Σίγουρα ελπίζω πως θα υπάρξει περαιτέρω έρευνα, ταυτόχρονα όμως ό,τι έχει αναφερθεί δεν υποστηρίζει τη χρήση της NAC για την παιδιατρική θεραπεία της ΙΨΔ», είπε. «Κατανοώντας καλύτερα τους υποκείμενους μηχανισμούς θα ήταν μια ωφέλιμη δίοδος. Η έρευνα για τη διάδοση αποτελεσματικών θεραπειών θα βοηθούσε επίσης.»
Περίπου το 10% των παιδιών είναι ανθεκτικά στις θεραπείες, είπε, και μια πρόσφατη μελέτη (που δημοσιεύθηκε τον Μάϊο στο Περιοδικό της Αμερικανική Ακαδημίας Ψυχιατρικής Παιδιών και Ενηλίκων) έδειξε πως το 90% των νεαρών με ΙΨΔ ήταν είτε σε ύφεση είτε σε πολύ καλύτερη κατάσταση τρία χρόνια αργότερα.
Της Susan C. Olmstead