Αμερικανός που εργαζόταν στην υπηρεσία πληροφοριών του στρατού καταδικάστηκε χθες Τετάρτη να εκτίσει επτά χρόνια κάθειρξης διότι παρείχε στην Κίνα διαβαθμισμένες πληροφορίες για τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ, τον οπλισμό τους και τη στρατηγική της, ανακοίνωσε το υπουργείο Δικαιοσύνης της κυβέρνησης του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Κόρμπαϊν Σουλτς, ο οποίος συνελήφθη τον Μάρτιο του 2024 σε στρατιωτική βάση στο ανατολικό τμήμα της χώρας, ομολόγησε την ενοχή του τον Αύγουστο.
Ανάμεσα στα έγγραφα που παρέδωσε σε πρόσωπο το οποίο «συνδεόταν» με την Κίνα ήταν έκθεση για τα διδάγματα που άντλησαν οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία και θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την υπεράσπιση της Ταϊβάν, νήσου που το Πεκίνο θεωρεί κινεζική επαρχία και ουδέποτε έχει αποκλείσει τη χρήση βίας για την επανένωσή της με την ηπειρωτική χώρα.
Άλλα έγγραφα περιείχαν πληροφορίες για το πώς βλέπει το Πεντάγωνο τις κινεζικές στρατιωτικές τακτικές, για ασκήσεις των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στη Νότια Κορέα και στις Φιλιππίνες, ακόμη και λεπτομέρειες για οπλικά συστήματα όπως το ελικόπτερο HH-60 ή το μαχητικό αεροσκάφος χαμηλής παρατηρησιμότητας F-22.
Ο 25χρονος υπαξιωματικός έλαβε, σύμφωνα με το δελτίο Τύπου του υπουργείου Δικαιοσύνης, 42.000 δολάρια για τις πληροφορίες αυτές – τουλάχιστον 92 έγγραφα – από τον Μάιο του 2022 ως τον Μάρτιο του 2024.
«Το υπουργείο Δικαιοσύνης συνεχίζει να επαγρυπνεί για τη στοχοποίηση από την Κίνα των ενόπλων δυνάμεών μας και θα εγγυηθεί πως όσοι αποκαλύπτουν στρατιωτικά μυστικά θα περάσουν χρόνια πίσω από τα σίδερα», διεμήνυσε η Παμ Μπόντι, η υπουργός Δικαιοσύνης, στο δελτίο Τύπου.
«Η καταδίκη αυτή είναι προειδοποίηση προς όσους προδίδουν τη χώρα μας: θα πληρώσετε ακριβά», πλειοδότησε ο διευθυντής του FBI Κας Πατέλ.
ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ – Καθώς η πανδημία COVID-19 εξαπλωνόταν παγκοσμίως το 2020, τα νοσοκομεία των Ηνωμένων Πολιτειών βρέθηκαν να πασχίζουν να εξασφαλίσουν μάσκες, γάντια και άλλες βασικές ιατρικές προμήθειες.
Η κρίση αυτή λειτούργησε ως ηχηρό καμπανάκι κινδύνου για τις ΗΠΑ, παρά την ηγετική τους θέση στη φαρμακευτική βιομηχανία. Πολιτικοί και παράγοντες στον τομέα της Υγείας δεσμεύτηκαν να αντιμετωπίσουν τη σοβαρή εξάρτηση της χώρας από εισαγόμενα ιατρικά εφόδια — ένα πρόβλημα που μέχρι τότε είχε περάσει σχεδόν απαρατήρητο.
Ωστόσο, λίγα έχουν αλλάξει από τότε, όπως επεσήμανε ο Μάικλ Άινχορν, ιδρυτής της εταιρείας ιατρικών προμηθειών Dealmed με έδρα τη Νέα Υόρκη, σε δηλώσεις του στην Epoch Times. Ο Άινχορν θυμήθηκε τον Μάρτιο του 2020, όταν έγινε μάρτυρας αυτού που περιέγραψε ως «εφιάλτη της εφοδιαστικής αλυσίδας», καθώς οι αποστολές από την Κίνα σταμάτησαν απότομα.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η αμερικανική εφοδιαστική αλυσίδα για γενόσημα φάρμακα εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την παγκόσμια παραγωγή, με σημαντικό ποσοστό των πρώτων υλών να προέρχεται από την Κίνα.
Στην προσπάθεια περιορισμού αυτής της εξάρτησης, η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε την 1η Απριλίου την έναρξη έρευνας, στο πλαίσιο του άρθρου 232, για να εξεταστούν οι επιπτώσεις των εισαγωγών φαρμάκων και των συστατικών τους στην εθνική ασφάλεια. Παράλληλα, δρομολογήθηκε και μια αντίστοιχη έρευνα για τους ημιαγωγούς.
Ο Άινχορν σχολίασε πως αυτές οι έρευνες ήταν «πολυαναμενόμενες», επισημαίνοντας ότι η εξάρτηση των ΗΠΑ από την Κίνα στον τομέα των φαρμάκων είναι το αποτέλεσμα της μακρόχρονης στρατηγικής του Πεκίνου για κυριαρχία σε καίριους τομείς, σε συνδυασμό με δομικά προβλήματα του αμερικανικού συστήματος υγείας και την απουσία αποφασιστικής πολιτικής βούλησης από την πλευρά της Ουάσιγκτον.
Σύμφωνα με ειδικούς του κλάδου, η φαρμακοβιομηχανία διαφέρει από τη βιομηχανία αυτοκινήτων, όπου η κυβέρνηση των ΗΠΑ αναγνωρίζει ότι δεν μπορεί να επιβάλει δασμούς χωρίς ένα συνολικό στρατηγικό σχέδιο, καθώς κάτι τέτοιο θα προκαλούσε σοβαρές ελλείψεις και αυξήσεις τιμών.
Ο Άινχορν επεσήμανε ότι η κατάσταση αυτή προσφέρει σημαντικό πλεονέκτημα στην Κίνα, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «έχουν όλα τα ατού» — κάτι που, όπως σημείωσε, πολλοί δεν θέλουν να παραδεχτούν.
Απειλή για την εθνική ασφάλεια
Η απώλεια της δυνατότητας των Ηνωμένων Πολιτειών να παράγουν σωτήρια φάρμακα λόγω της μεταφοράς της παραγωγής στο εξωτερικό, κυρίως στην Κίνα, συνιστά απειλή για την εθνική ασφάλεια, σύμφωνα με ειδικούς.
Όπως υποστηρίζει η Ρόζμαρυ Γκίμπσον, συγγραφέας του βιβλίου «China RX: Exposing the Risks of America’s Dependence on China for Medicine» («Η κινεζική συνταγή: Αποκαλύπτοντας τους κινδύνους της εξάρτησης της Αμερικής από την Κίνα για φάρμακα»), πρόκειται για πρόβλημα που έχει δημιουργήσει ο άνθρωπος, αλλά που είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί.
Σε συνέντευξή της στον παρουσιαστή της εκπομπής «American Thought Leaders» του Epoch TV, Γιαν Γεκιέλεκ, δήλωσε ότι το υπάρχον σύστημα είναι «σχεδιασμένο με ακρίβεια για καταστροφική αποτυχία και σημαντική απώλεια ανθρώπινων ζωών» — και αυτό, όπως είπε, πρέπει να αλλάξει.
Η Γκίμπσον ανέφερε ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν πλέον να παράγουν οι ίδιες εξ ολοκλήρου αντιβιοτικά, περιλαμβανομένης της πενικιλίνης και άλλων ουσιών κρίσιμων για τη θεραπεία σηψαιμίας, πνευμονίας και σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων.
(Joe Raedle/Getty Images)
Η νέα έρευνα βάσει του άρθρου 232 καλύπτει τόσο τα τελικά γενόσημα και μη γενόσημα φάρμακα όσο και τις κρίσιμες πρώτες ύλες, όπως τα δραστικά συστατικά και τα βασικά αρχικά υλικά, καθώς και τα παράγωγα προϊόντα τους. Πολλοί αναλυτές εθνικής ασφάλειας εκφράζουν την ελπίδα ότι η έρευνα αυτή θα βοηθήσει την αμερικανική κυβέρνηση να καταρτίσει ένα στοχευμένο και αποτελεσματικό στρατηγικό σχέδιο.
Ο Βίκτορ Σουάρες, απόστρατος συνταγματάρχης του αμερικανικού στρατού και επισκέπτης ερευνητής στο Συµβούλιο Στρατηγικών Κινδύνων (Council on Strategic Risks), δήλωσε στην Epoch Times ότι όταν μια χώρα χάνει τη βιομηχανική της βάση — δηλαδή, την ικανότητα να παράγει — γίνεται ιδιαίτερα ευάλωτη.
Υπενθύμισε ότι κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η συμβολή του ιδιωτικού τομέα ήταν καθοριστική για τη νίκη των ΗΠΑ, καθώς εργοστάσια που παρήγαν αυτοκίνητα και οικιακές συσκευές στράφηκαν άμεσα στην κατασκευή πολεμικού υλικού. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «ήταν η βιομηχανία που έσωσε τη χώρα μας».
Στο βιβλίο της, η Γκίμπσον περιγράφει πώς το Πεκίνο χρησιμοποίησε τη γνωστή του στρατηγική για να κυριαρχήσει σε βασικούς τομείς όπως τα φάρμακα, εξηγώντας πώς αυτές οι εμπορικές πρακτικές συνέβαλαν στο κλείσιμο της τελευταίας μονάδας ζύμωσης πενικιλίνης στις ΗΠΑ, στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Μετά την ένταξή της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001, η Κίνα άρχισε να πλημμυρίζει την παγκόσμια αγορά με φθηνές πρώτες ύλες πενικιλίνης. Σύμφωνα με τη Γκίμπσον, ο στόχος ήταν να εκτοπιστούν οι παραγωγοί των ΗΠΑ, της Ευρώπης, ακόμη και της Ινδίας. Όταν η Κίνα πέτυχε την κυριαρχία της στην αγορά, προχώρησε σε αύξηση των τιμών.
Το μυστικό όπλο της Κίνας
Η Κίνα αποτελεί κυρίαρχο προμηθευτή φαρμακευτικών πρώτων υλών παγκοσμίως. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ρόζμαρυ Γκίμπσον, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαρτώνται από την Κίνα για το 95% περίπου των βασικών συστατικών που απαιτούνται για την παραγωγή γενοσήμων φαρμάκων.
Ακόμη κι αν οι ΗΠΑ μειώσουν την άμεση εξάρτησή τους από τα φάρμακα που προέρχονται από την Κίνα, θα εξακολουθούν να αγοράζουν φαρμακευτικά προϊόντα από χώρες που βασίζονται σε κινεζικά συστατικά, όπως τα δραστικά φαρμακευτικά συστατικά (Active Pharmaceutical Ingredients – APIs) και τα βασικά αρχικά υλικά (Key Starting Materials – KSMs).
Η εφοδιαστική αλυσίδα των φαρμάκων περιλαμβάνει συχνά πολυεπίπεδα στάδια παραγωγής, στα οποία τα KSMs παράγονται στην Κίνα και μεταφέρονται σε χώρες όπως η Ινδία για την παρασκευή των APIs. Η Κίνα κυριαρχεί και στην παραγωγή APIs. Ποιοτικά φάρμακα και APIs παράγονται επίσης στην Ιρλανδία. Το τελικό προϊόν εισάγεται και πάλι στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Εργάτες παρακολουθούν μια γραμμή παραγωγής καψουλών στο εργοστάσιο Tongrentang στο Πεκίνο. Κίνα, Αυγούστου 2007. (Teh Eng Koon/AFP μέσω Getty Images)
Ο Μάικλ Άινχορν εξήγησε ότι «χωρίς τα KSMs δεν μπορείς να φτιάξεις APIs, και χωρίς APIs δεν μπορείς να παρασκευάσεις τα τελικά φάρμακα», τονίζοντας ότι η Κίνα βρίσκεται στη βάση της παγκόσμιας φαρμακευτικής εφοδιαστικής αλυσίδας.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει εκφράσει την πεποίθηση ότι η επιβολή δασμών στα φάρμακα θα ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή και θα μειώσει την εξάρτηση από το εξωτερικό. Σε δηλώσεις του, στις 15 Απριλίου, ανέφερε ότι οι ΗΠΑ πλέον δεν παράγουν τα δικά τους φάρμακα, σημειώνοντας ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες δραστηριοποιούνται στην Ιρλανδία και σε άλλες χώρες, περιλαμβανομένης της Κίνας. Υποστήριξε ότι αρκεί να επιβάλει έναν δασμό για να επιταχυνθεί η επιστροφή της παραγωγής στις ΗΠΑ.
Έπεται συνέχεια
Στο πλαίσιο της εν εξελίξει έρευνας, η κυβέρνηση συλλέγει πληροφορίες από ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόμενων μερών, όπως ηγετικά στελέχη της αγοράς, επαγγελματικές ενώσεις, ακαδημαϊκούς και ειδικούς.
Ο υπουργός Εμπορίου Χάουαρντ Λούτνικ δήλωσε στο ABC News, στις 13 Απριλίου, ότι οι αποφάσεις για τους δασμούς στους τομείς των φαρμάκων και των ημιαγωγών θα ληφθούν «μέσα στους επόμενους δύο μήνες».
Τόνισε ότι οι τομεακοί δασμοί στους συγκεκριμένους κλάδους δεν θα αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με άλλες χώρες, διευκρινίζοντας πως αποτελούν μέρος της προσπάθειας επαναπατρισμού κρίσιμων παραγωγικών τομέων για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Ο υπουργός Εμπορίου Χάουαρντ Λούτνικ μιλά σε δημοσιογράφους, μετά από τηλεοπτική συνέντευξη στον Λευκό Οίκο, στις 14 Μαρτίου 2025. (Andrew Harnik/Getty Images)
Ο Βίκτορ Σουάρες εκτίμησε ότι οι δασμοί από μόνοι τους δεν επαρκούν για την επίτευξη ενός αποτελεσματικού στρατηγικού σχεδίου. Υποστήριξε ότι θα πρέπει να υπάρξει και ένα σύστημα κινήτρων για την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, που θα μπορούσε να περιλαμβάνει φορολογικές ελαφρύνσεις για τις εταιρείες που επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους, εκσυγχρονίζουν τις εγκαταστάσεις τους ή επενδύουν σε νέο εξοπλισμό.
Όπως σημείωσε, το 90 έως 92% των φαρμάκων που καταναλώνουν οι Αμερικανοί ανήκουν στην κατηγορία των γενοσήμων, η οποία, σε αντίθεση με τα επώνυμα φάρμακα, δεν προσελκύει επενδύσεις από κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου ή ιδιωτικά κεφάλαια. Κατά συνέπεια, επαφίεται στο κράτος να καλύψει αυτό το κενό.
Ο Σουάρες πρότεινε επίσης τη δημιουργία μιας στρατηγικής αποθήκης φαρμακευτικών πρώτων υλών, παρόμοιας με το στρατηγικό απόθεμα πετρελαίου που διατηρούν οι Ηνωμένες Πολιτείες από τη δεκαετία του 1970.
Εκτίμησε ότι οι αποθήκες KSMs και APIs θα μπορούσαν να διατηρούνται για χρόνια στις ΗΠΑ, προσφέροντας στρατηγική ευελιξία και προσαρμοστικότητα.
Το στρατηγικό απόθεμα πετρελαίου, το μεγαλύτερο στον κόσμο, δημιουργήθηκε μετά το αραβικό εμπάργκο πετρελαίου του 1973–1974, το οποίο προκάλεσε σοβαρές ελλείψεις και παγκόσμια ενεργειακή κρίση.
Ο Σουάρες τόνισε ότι κάθε υπεύθυνος οργανισμός, είτε πρόκειται για έθνος είτε για επιχείρηση, διαθέτει κάποιο σχέδιο αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών. Αναρωτήθηκε γιατί να μην υπάρχει αντίστοιχο σχέδιο και για τη φαρμακευτική βιομηχανία.
Ο Δρ Τζέι Μπατατσάρια δήλωσε ότι το έργο θα διαρκέσει περισσότερο απ’ ό,τι είχε αρχικά αναφέρει ο υπουργός Υγείας Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζούνιορ. Ο επικεφαλής των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας (NIH) ανακοίνωσε στις 22 Απριλίου ότι το φιλόδοξο εγχείρημα εντοπισμού των αιτίων του αυτισμού αναμένεται να βασιστεί σε ιατρικά αρχεία και στη συμβολή εξωτερικών ερευνητών.
«Θα θέλαμε να έχουμε πρόσβαση στα ιατρικά αρχεία ενός μεγάλου ποσοστού του αμερικανικού πληθυσμού», δήλωσε ο Δρ Μπατατσάρια στους δημοσιογράφους στην Ουάσιγκτον. «Για να απαντήσουμε σε ερωτήματα όπως το γιατί αυξάνεται ο αυτισμός, απαιτούνται πολύ μεγάλα δείγματα πληθυσμού.»
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα ιατρικά αρχεία «πρέπει να αποτελέσουν βασικό εργαλείο της έρευνας», καθώς προσφέρουν τη δυνατότητα να εντοπιστούν συσχετισμοί μεταξύ περιβαλλοντικών παραγόντων και μεταγενέστερων εξελίξεων στην υγεία. Η άντληση δεδομένων ενδέχεται να γίνει από φορείς όπως τα Κέντρα Medicare και Medicaid, καθώς και από άλλες κρατικές δομές, συμπεριλαμβανομένου του στρατού. Όπως διευκρίνισε, οι ασθενείς θα παραμείνουν ανώνυμοι, για την προστασία της ιδιωτικότητας.
Στη διάρκεια συνεδρίασης του NIH την ίδια ημέρα, ο Μπατατσάρια ανέφερε ότι η νέα πλατφόρμα δεδομένων θα συλλέγει πληροφορίες από φαρμακευτικές αλυσίδες, ιατρικά δεδομένα, δεδομένα από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και από φορείς υγείας.
Νωρίτερα μέσα στον Απρίλιο, ο υπουργός Υγείας ενημέρωσε τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ ότι έχει ξεκινήσει μια «τεράστια προσπάθεια εξετάσεων και έρευνας» για να εντοπιστούν οι αιτίες της ανόδου των περιστατικών αυτισμού. Σύμφωνα με έκθεση των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) που δημοσιεύθηκε στις 15 Απριλίου, το ποσοστό αυτισμού έχει αυξηθεί σε 1 στα 31 παιδιά στις ΗΠΑ.
Ο Κέννεντυ υποστήριξε σε πρόσφατη ενημέρωση ότι η αύξηση αποδίδεται κυρίως σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, και όχι σε γενετικά αιτία ή βελτιωμένες μεθόδους διάγνωσης. Όπως δήλωσε, θα διερευνηθούν πιθανές αιτίες όπως η μούχλα και η ατμοσφαιρική ρύπανση. Ο Μπατατσάρια τόνισε ότι ο προϋπολογισμός για το έργο, το οποίο θα διεξαχθεί υπό τη διεύθυνσή του, δεν έχει οριστικοποιηθεί, αλλά θα ανέρχεται σε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια.
Η επιλογή των ερευνητών που θα συμμετάσχουν θα γίνει μέσω της καθιερωμένης διαδικασίας του NIH: υποβολή προτάσεων, αξιολόγηση από τα κέντρα του οργανισμού και τελική κρίση από επιτροπές ομότιμης αξιολόγησης.
«Δεν γνωρίζω ακόμα όλες τις λεπτομέρειες, αλλά στόχος μας είναι να αξιοποιήσουμε την επιστημονική διαδικασία, όπως πάντα στο NIH, για να απαντήσουμε σε ένα ερώτημα που μέχρι σήμερα δεν είχε τεθεί επίσημα από τον οργανισμό», δήλωσε ο Μπατατσάρια.
Σε ξεχωριστή ενημέρωση νωρίτερα την Τρίτη, ανέφερε ότι το ερώτημα γιατί αυξάνεται ο αυτισμός «βρίσκεται στο μυαλό πολλών γονιών σε ολόκληρη τη χώρα, όμως η επιστημονική πρόοδος υπήρξε αργή επειδή οι επιστήμονες φοβούνται να το θέσουν». Ο ίδιος διαβεβαίωσε πως το NIH «θα διασφαλίσει ότι αυτά τα ερωτήματα δεν θα θεωρούνται πια ταμπού στον επιστημονικό χώρο».
Ο Κέννεντυ έχει υποστηρίξει ότι τα εμβόλια ίσως σχετίζονται με τον αυτισμό, ωστόσο ο Μπατατσάρια, κατά την ακρόασή του για την ανάληψη της θέσης, δήλωσε ότι δεν βλέπει καμία επιστημονική τεκμηρίωση για μια τέτοια σύνδεση, παρότι στηρίζει τη διερεύνηση των αιτίων της ανόδου των περιστατικών.
Οργανώσεις υπέρ των ατόμων με αυτισμό, με κοινή τους δήλωση στις 17 Απριλίου, τόνισαν ότι «τα εμβόλια δεν προκαλούν αυτισμό». Το Δίκτυο Αυτοεκπροσώπησης Αυτιστικών Ατόμων επεσήμανε ότι «είναι απλώς αδύνατο μια σοβαρή επιστημονική έρευνα για τις περιβαλλοντικές αιτίες του αυτισμού να ολοκληρωθεί έως τον Σεπτέμβριο — η επιστήμη δεν προχωρά με τέτοιους ρυθμούς».
Ο Κέννεντυ είχε δηλώσει στον πρόεδρο ότι «έως τον Σεπτέμβριο θα γνωρίζουμε τι προκάλεσε την επιδημία αυτισμού», όμως ο Μπατατσάρια ξεκαθάρισε πως το χρονοδιάγραμμα είναι μεγαλύτερο.
Όπως εξήγησε, στόχος είναι να προκηρυχθεί η πρόσκληση υποβολής ερευνητικών προτάσεων έως τον Σεπτέμβριο. Στη συνέχεια, θα ακολουθήσει η αξιολόγηση και η έγκριση των επιχορηγήσεων.
«Θα ήθελα, μέσα στον επόμενο χρόνο, να έχουμε τα πρώτα προκαταρκτικά αποτελέσματα», δήλωσε, προσθέτοντας: «Ο υπουργός Κέννεντυ επιθυμεί να κινηθεί άμεσα η επιστημονική διαδικασία — κι εγώ το ίδιο. Οπότε… εκφράζει με ακρίβεια την πρόθεσή μας να ξεκινήσουμε το ταχύτερο δυνατό.»
Καθώς οι εντάσεις κλιμακώνονται μεταξύ της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών, το Πεκίνο έχει κατηγορήσει μια αμερικανική υπηρεσία ασφαλείας και άλλους για διεξαγωγή κυβερνοεπιθέσεων σε υποδομές ζωτικής σημασίας. Οι αναλυτές πιστεύουν ότι αυτή η κατάσταση δείχνει μια ευρύτερη τάση οικονομικής αποσύνδεσης μεταξύ των δύο εθνών.
Το κρατικό μέσο Xinhua [Σινχουά] ανέφερε στις 15 Απριλίου ότι οι κινεζικές αρχές κατηγόρησαν την Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ (NSA) ότι εξαπέλυσε κυβερνοεπιθέσεις κατά τη διάρκεια των Ασιατικών Χειμερινών Αγώνων στο Χαρμπίν, την πρωτεύουσα της επαρχίας Χεϊλονγκτσιάνγκ, τον Φεβρουάριο.
Κινέζοι ειδικοί κυβερνοασφάλειας ισχυρίζονται ότι βρήκαν «οδηγίες» σε κρίσιμη υποδομή της Χεϊλονγκτσιάνγκ, που τους ενοχοποιούν την αμερικανική υπηρεσία ως δράστη, σύμφωνα με το άρθρο ειδήσεων, το οποίο αναδημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του υπουργείου Δημόσιας Ασφάλειας της Κίνας, της κορυφαίας υπηρεσίας κατασκοπείας της χώρας.
Η ανακοίνωση του Πεκίνου έπεται έκθεσης που κυκλοφόρησε από το Εθνικό Κέντρο Αντιμετώπισης Έκτακτης Ανάγκης για Ιούς Υπολογιστών της Κίνας στις 3 Απριλίου, η οποία υπογραμμίζει ισχυρισμούς για κυβερνοεπιθέσεις στο εξωτερικό που στοχεύουν τα συστήματα πληροφοριών των Ασιατικών Χειμερινών Αγώνων. Η έκθεση υποστηρίζει ότι οι εν λόγω επιθέσεις, οι οποίες σύμφωνα με την ίδια σημειώθηκαν μεταξύ 7 Φεβρουαρίου και 14 Φεβρουαρίου, προήλθαν κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους.
Σε απάντηση σε αίτημα για σχολιασμό σχετικά με την κατηγορία του Πεκίνου για κυβερνοεπίθεση, το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ δήλωσε ότι γνωρίζει την κατάσταση.
«Η πραγματικότητα είναι ότι Κινέζοι διαδικτυακοί πράκτορες συνεχίζουν να στοχεύουν τις Ηνωμένες Πολιτείες», δήλωσε εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ σε δήλωση που εστάλη μέσω email στην Epoch Times στις 20 Απριλίου.
«Είμαστε ξεκάθαροι ότι η διάχυτη και ανεύθυνη διαδικτυακή δραστηριότητα της Κίνας είναι απαράδεκτη.»
«Η στόχευση δικτύων υποδομής ζωτικής σημασίας των ΗΠΑ πρέπει να σταματήσει.»
Η κινεζική αστυνομία καταδιώκει επίσης τρία άτομα που ισχυρίζεται ότι είναι πράκτορες της NSA που εμπλέκονται στις εικαζόμενες κυβερνοεπιθέσεις, σύμφωνα με το Xinhua. Ισχυρίζονται ότι η Κάθρυν Α. Ουίλσον, ο Ρόμπερτ Τζ. Σνέλλινγκ και ο Στήβεν Ο. Τζόνσον στόχευσαν υποδομή και εταιρείες της Κίνας, συμπεριλαμβανομένου του γίγαντα τηλεπικοινωνιών Huawei.
Οι κινεζικές αρχές ενθάρρυναν το κοινό να δώσει πληροφορίες, υποσχόμενοι απροσδιόριστες ανταμοιβές για τυχόν συμβουλές, σύμφωνα με το άρθρο. Δεν έχουν δοθεί στη δημοσιότητα προσωπικά στοιχεία, φωτογραφίες ή πληροφορίες για το πού βρίσκονται οι κατηγορούμενοι.
Σε σχετικό ερώτημα της Epoch Times, η NSA στις 20 Απριλίου αρνήθηκε να σχολιάσει το θέμα.
Κινέζοι αξιωματούχοι ισχυρίζονται ότι έχουν στοιχεία που υποδηλώνουν ότι το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια και το Virginia Tech συμμετείχαν επίσης στα αναφερθέντα περιστατικά στον κυβερνοχώρο, σύμφωνα με το Xinhua, αλλά δεν παρείχαν λεπτομέρειες για να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό.
Το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια είπε στην Epoch Times στις 21 Απριλίου ότι εξετάζει το θέμα, ενώ το Virginia Tech δεν απάντησε σε αίτημα για σχολιασμό μέχρι την ώρα της δημοσίευσης.
Εμπορικός πόλεμος
Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που το Πεκίνο κατηγορεί δημοσίως αμερικανικές οντότητες για υποτιθέμενη κυβερνοκατασκοπεία, αναλυτές προτείνουν ότι η χρονική στιγμή αυτής της κατηγορίας είναι σημαντική, δεδομένου του δασμολογικού πολέμου μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου, που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Η Κίνα έχει δεσμευτεί να μην υποχωρήσει στον αγώνα για τους δασμούς με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον μεγαλύτερο αγοραστή των προϊόντων της. Σε αντίθεση με τις δεκάδες χώρες που προσεγγίζουν την Ουάσιγκτον επιδιώκοντας διαπραγματεύσεις για τους αμοιβαίους δασμούς που προτίθενται να επιβάλουν οι ΗΠΑ, το Πεκίνο απάντησε αυξάνοντας τους δικούς του δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα, βάζοντας στη μαύρη λίστα δεκάδες αμερικανικές εταιρείες και ενισχύοντας τους ελέγχους στις εξαγωγές κρίσιμων ορυκτών.
Επιπλέον, το υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού της Κίνας εξέδωσε ανακοίνωση στις 9 Απριλίου με την οποία συμβουλεύει τους πολίτες του να λαμβάνουν πλήρως υπ’ όψιν τους κινδύνους όταν σκέφτονται να ταξιδέψουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, αναφερόμενο «στην επιδείνωση των οικονομικών και εμπορικών σχέσεων Κίνας-ΗΠΑ».
Τρεις ημέρες αργότερα, η Εθνική Διοίκηση Κινηματογράφου της Κίνας ανακοίνωσε περιορισμούς στις εισαγωγές ταινιών του Χόλλυγουντ, εντείνοντας τις διμερείς εντάσεις.
Ο Γιε Γιάο-γιουάν, μόνιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του St. Thomas στο Χιούστον, είπε στην Epoch Times ότι η τελευταία κατηγορία του Πεκίνου για κυβερνοεπίθεση είναι μια αντίδραση στις αυξήσεις των δασμών των ΗΠΑ και μια κλιμάκωση της συνεχιζόμενης κυβερνοσύγκρουσης.
Πρότεινε ότι αυτή η ανταλλαγή αντικατοπτρίζει επίσης μια ευρύτερη τάση αποσύνδεσης μεταξύ των δύο εθνών.
«Η σχέση ΗΠΑ-Κίνας οδεύει προς την τροχιά του πρώτου Ψυχρού Πολέμου και οι δύο πλευρές είναι πιθανό να απομακρυνθούν περαιτέρω», δήλωσε ο Γιε στις 18 Απριλίου. «Τελικά, όλες οι χώρες θα πρέπει να επιλέξουν πλευρά.»
Η Σενγκ Σιουέ, Κινέζα συγγραφέας και ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα, πιστεύει ότι ο τελευταίος ισχυρισμός του Πεκίνου για κυβερνοεπιθέσεις αποτελεί μέρος της προπαγάνδας του καθεστώτος.
Με τους δασμούς των ΗΠΑ να ξεπερνούν το 100%, η προβληματική οικονομία της Κίνας βρίσκεται υπό κλιμακούμενη πίεση, αλλά η ηγεσία στο Πεκίνο θέλει να προβάλει τον εαυτό της ως μια «δύναμη ικανή να αντεπιτεθεί», δήλωσε η Σενγκ στην Epoch Times στις 18 Απριλίου.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Πεκίνο επιδιώκει να δημιουργήσει «έναν εξωτερικό εχθρό» για να αποσπάσει την προσοχή του κοινού από τα εσωτερικά ζητήματα και να υποκινήσει το αντιαμερικανικό αίσθημα στους κατοίκους, προσέθεσε.
Ειδήσεις σχετικά με τους αμερικανικούς δασμούς προβάλλονται σε μεγάλη οθόνη έξω από ένα εμπορικό κέντρο του Πεκίνο, στις 11 Απριλίου 2025. (Greg Baker/AFP μέσω Getty Images)
Κυβερνοεπιθέσεις από το ΚΚΚ
Η τελευταία εξέλιξη συμπίπτει με τις αυξανόμενες ανησυχίες της Ουάσιγκτον σχετικά με κινεζικές δραστηριότητες κυβερνοκατασκοπείας από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ).
Τον Μάρτιο, η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε αλλαγές και κυρώσεις σε δώδεκα Κινέζους πολίτες, περιλαμβανομένων δύο αξιωματούχων που συνδέονται με το υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας του Πεκίνου, με την κατηγορία της συμμετοχής σε μια πολυετή εκστρατεία κυβερνοεπιθέσεων με στόχο κυβερνητικές υπηρεσίες και ομάδες των ΗΠΑ που επικρίνουν το καθεστώς. Τα υπουργεία Εξωτερικών πολλών ασιατικών εθνών, συμπεριλαμβανομένης της Ταϊβάν, της Ινδίας και της Νότιας Κορέας, ήταν επίσης μεταξύ των υποτιθέμενων στόχων αυτών των προσπαθειών κυβερνοκατασκοπείας.
Τον Ιανουάριο, οι αρχές των ΗΠΑ επέβαλαν κυρώσεις σε μια κινεζική οντότητα και ένα άτομο λόγω των δεσμών τους με την ομάδα hacking Salt Typhoon, η οποία είχε θύματα το υπουργείο Οικονομικών και μεγάλες αμερικανικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών.
Η Επίλεκτη Επιτροπή της Βουλής για το ΚΚΚ συγκάλεσε ακρόαση στις 5 Μαρτίου για να διερευνήσει στρατηγικές για την ενίσχυση της άμυνας στον κυβερνοχώρο των ΗΠΑ έναντι των συνεχιζόμενων απειλών από το Πεκίνο.
«Το ΚΚΚ έχει βάλει στο στόχαστρο τα δίκτυα που τροφοδοτούν τα σπίτια μας, τις εγκαταστάσεις που επεξεργάζονται το νερό μας και τα νοσοκομεία που μας φροντίζουν ως μέρος του κυβερνοπολέμου τους εναντίον του αμερικανικού λαού», είπε ο εκπρόσωπος Τζον Μούλενααρ (Ρ-Mισ.), πρόεδρος της επιτροπής της Βουλής, στην εναρκτήρια ομιλία του.
«Πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτή δεν είναι απλώς μια απειλή στον κυβερνοχώρο», είπε ο Μούλενααρ. «Αυτό είναι μέρος της ευρύτερης στρατηγικής του ΚΚΚ να καταστρέψει τον αμερικανικό τρόπο ζωής.»
Ο Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) ανακοίνωσε στις 22 Απριλίου μια φιλόδοξη πρωτοβουλία για την απομάκρυνση των τεχνητών χρωστικών από την αλυσίδα διατροφής των ΗΠΑ. Οι υπεύθυνοι δήλωσαν ότι προχωρούν άμεσα σε απαγόρευση δύο συνθετικών χρωμάτων — του Citrus Red No. 2 και του Orange B — που χρησιμοποιούνταν μέχρι σήμερα στον χρωματισμό λουκάνικων και λουκάνικων τύπου hot dog. Παράλληλα, ο FDA σχεδιάζει να συνεργαστεί με τις εταιρείες του κλάδου ώστε η πλήρης κατάργηση όλων των συνθετικών χρωστικών να υλοποιηθεί μέχρι το τέλος του 2026.
«Τα τελευταία 50 χρόνια, τα αμερικανόπουλα ζουν όλο και περισσότερο μέσα σε ένα επικίνδυνο ‘κοκτέιλ’ χημικών ουσιών», επεσήμανε ο επικεφαλής του FDA, Δρ Μάρτυ Μακάρυ, σε συνέντευξη Τύπου στο κτίριο Hubert H. Humphrey στην Ουάσιγκτον. Ο ίδιος επικαλέστηκε τυχαιοποιημένη μελέτη που έδειξε πως οι τεχνητές χρωστικές στη διατροφή συνδέονται με αύξηση της υπερκινητικότητας σε παιδιά 3, 8 και 9 ετών.
Στην ίδια εκδήλωση τοποθετήθηκαν ο υπουργός Υγείας και Ανθρώπινων Υπηρεσιών Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζούνιορ, καθώς και ο διευθυντής των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας, Τζέι Μπατατσάρια. Ο Κέννεντυ ενημέρωσε το κοινό — μεταξύ αυτών και τις «Make America Healthy Again» μαμάδες — πως ο Μπατατσάρια εξετάζει διεξοδικά και άλλες πρόσθετες ουσίες στα τρόφιμα.
Υπέρ των προσθέτων τοποθετήθηκε η πρόεδρος του Συνδέσμου Καταναλωτικών Προϊόντων, Μελίσσα Χόκσταντ, που εκπροσωπεί τους μεγάλους παραγωγούς τροφίμων και ποτών, υποστηρίζοντας πως «οι σχετικές ουσίες έχουν μελετηθεί και αποδειχθεί ασφαλείς».
Σήμερα, ο FDA επιτρέπει τη χρήση εννέα τεχνητών χρωστικών σε τρόφιμα και ποτά, πολλές από τις οποίες προέρχονται από παράγωγα πετρελαίου. Τον Ιανουάριο, ο οργανισμός απαγόρευσε μια εξ αυτών λόγω υπόπτων καρκινογόνων επιδράσεων, δίνοντας χρόνο στις εταιρείες να ολοκληρώσουν τον αποχαρακτηρισμό της μέχρι τον Ιανουάριο του 2027, ενώ ο Μακάρυ καλεί σε ταχύτερη εφαρμογή.
Στις επίσημες ιστοσελίδες του FDA, με τελευταία επικαιροποίηση το 2023, σημειώνεται πως τα τεχνητά πρόσθετα θεωρούνται γενικά ασφαλή όταν χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις προδιαγραφές. «Η συνολική επιστημονική τεκμηρίωση δείχνει ότι τα περισσότερα παιδιά δεν εμφανίζουν σοβαρές παρενέργειες από τα χρωστικά, ωστόσο έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις ευαισθησίας», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Πέρα από τον συσχετισμό των ουσιών με τη συμπεριφορά, ορισμένα πρόσθετα προκαλούν και αλλεργικές αντιδράσεις, όπως κνησμό ή εξανθήματα.
Στις αρχές του έτους, ο Κέννεντυ κάλεσε τους CEO μεγάλων ομίλων όπως η PepsiCo και η Tyson Foods να αφαιρέσουν τις τεχνητές χρωστικές από τα προϊόντα τους εντός διετίας. Εκπρόσωπος της PepsiCo δήλωσε ότι η εταιρεία δίνει προτεραιότητα στη δημιουργία προϊόντων με φυσικά συστατικά και λιγότερα συνθετικά χρώματα, καθώς και στη μείωση της ζάχαρης, του λίπους και του νατρίου.
Ο Κέννεντυ ευχαρίστησε τις εταιρείες για τη συνεργασία, ενώ δεν δίστασε να κατηγορήσει τμήματα της βιομηχανίας τροφίμων για παρεμπόδιση της έρευνας πάνω στις επιπτώσεις των πρόσθετων. Τόνισε πάντως ότι τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας αξιολογούν πλέον με ιδιαίτερη αυστηρότητα συγκεκριμένες ουσίες.
Αν και μέχρι στιγμής δεν έχει συναφθεί κάποια επίσημη συμφωνία με τις εταιρείες για την απομάκρυνση των χρωστικών, ο Μακάρυ εμφανίστηκε αισιόδοξος: «Έχουμε πολλά εργαλεία στα χέρια μας. Ας ξεκινήσουμε φιλικά.»
Δεν είναι λίγες πάντως οι εταιρείες που έχουν ήδη κινηθεί προς την κατεύθυνση της απομάκρυνσης των συνθετικών χρωστικών τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικά, η Kraft αντικατέστησε το 2014 τα τεχνητά χρώματα στα μακαρόνια με τυρί με φυσικές βαφές όπως πάπρικα και κουρκουμά.
«Κανένα μοναδικό συστατικό δεν ευθύνεται αποκλειστικά για τα χρόνια νοσήματα που πλήττουν τα παιδιά. Και ας είμαστε ειλικρινείς — η αφαίρεση των χρωστικών που παράγονται από παράγωγα πετρελαίου από την τροφική αλυσίδα δεν αποτελεί πανάκεια που θα εκμηδενίσει τα προβλήματα υγείας», κατέληξε ο Μακάρι. «Πρόκειται όμως για ένα σημαντικό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση.»
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα εγκαταλείψει την εμπορική της συνεργασία με τις ΗΠΑ, δήλωσε σήμερα ο Ευρωπαίος Eπίτροπος Οικονομίας Βάλντις Ντομπρόβσκις, παρόλο που το ευρωπαϊκό μπλοκ σκοπεύει να συνάψει νέες συνεργασίες στο πλαίσιο του εμπορικού πολέμου που ξεκίνησε ο Ντόναλντ Τραμπ.
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν εγκαταλείπει τη στενότερη, βαθύτερη και πιο σημαντική συνεργασία της, αυτή που έχει με τις ΗΠΑ», δήλωσε ο Ντομπρόβσκις κατά την εαρινή σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείο (ΔΝΤ) και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσινγκτον. Αυτή είναι μια οικονομική και εμπορική σχέση που εκτιμάται στα 9,5 τρισεκατομμύρια δολάρια, τόνισε.
Από τότε που επέστρεψε στην εξουσία, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει επιβάλει δασμούς 10% στις περισσότερες χώρες σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ, την οποία έχει επίσης απειλήσει με σκληρότερα μέτρα σε περίπτωση αντιποίνων. Ο Αμερικανός πρόεδρος εισήγαγε επίσης επιπρόσθετους δασμούς 25% σε ορισμένους τομείς όπως ο χάλυβας και το αλουμίνιο και στα αυτοκίνητα που εισάγονται στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, ο Ντομπρόβσκις επέμεινε σήμερα ότι Ουάσινγκτον και Βρυξέλλες πρέπει να έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλο ακόμη περισσότερο «σε έναν όλο και πιο συγκρουσιακό και ανταγωνιστικό κόσμο».
Αν και η Ένωση επιδιώκει να εμβαθύνει τις υπάρχουσες εταιρικές σχέσεις, θα «δημιουργήσει επίσης νέες σε όλο τον κόσμο για να ενισχύσει την οικονομική μας ασφάλεια στο εσωτερικό», πρόσθεσε ο Ευρωπαίος επίτροπος Οικονομίας.
Όπως ανέφερε, η πρώτη προτίμηση της ΕΕ είναι η επίτευξη μιας λύσης μέσω διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ για το εμπόριο, αλλά αν οι συζητήσεις δεν οδηγήσουν σε λύση, η ΕΕ θα απαντήσει με αντίμετρα.
Οι Βρυξέλλες ελπίζουν σε μια άρση των αμερικανικών δασμών στον χάλυβα, το αλουμίνιο και στα αυτοκίνητα μέσω επίτευξης συμφωνίας.
Αξιωματούχοι της ΕΕ έχουν αποφύγει μια σκληρή ρητορική απέναντι στα βέλη Τραμπ σχετικά με τις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ και υπογραμμίζουν την ανάγκη για αξιόπιστες και προβλέψιμες εμπορικές σχέσεις. Στις 10 Απριλίου, οι Βρυξέλλες προέβησαν στα πρώτα αντίμετρα κατά των δασμών Τραμπ που πάγωσαν για 90 ημέρες, αλλά η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν τόνισε ότι όλες οι επιλογές παραμένουν στο τραπέζι όσον αφορά τα αντίμετρα.
Να υπερασπιστούμε τις «βαρετές δημοκρατίες» μας
Ο Ευρωπαίος επίτροπος Οικονομίας δήλωσε ότι η ΕΕ έχει ήδη προσφερθεί να αγοράσει περισσότερο αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) και να μειώσει τους δασμούς σε ορισμένα αγαθά και πρόσθεσε ότι οι Βρυξέλλες θα καλωσόριζαν περισσότερη σαφήνεια από την αμερικανική κυβέρνηση σχετικά με τις επιδιώξεις της.
Πρόσθεσε ότι το ευρωπαϊκό μπλοκ είναι και θα παραμείνει ένας αξιόπιστος και προβλέψιμος εμπορικός εταίρος.
Το μπλοκ των 27 έχει ήδη συνάψει εμπορικές συμφωνίες με 76 χώρες, έχει ολοκληρώσει πρόσφατα συνομιλίες για νέες ή ενισχυμένες συνεργασίες με το Μεξικό, την Ελβετία και τέσσερις χώρες της Νότιας Αμερικής στη Mercosur, συνεχίζει τις διαπραγματεύσεις με την Ινδία, την Ταϊλάνδη, τις Φιλιππίνες και την Ινδονησία και έχει ξεκινήσει εμπορικές συζητήσεις με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, είπε. «Αυτές οι εμπορικές συμφωνίες επιδιώκουν να δημιουργήσουν συνεργασίες win-win, οι οποίες είναι αξιόπιστες και βασισμένες σε κανόνες», είπε.
Στο πλαίσιο της ασφάλειας και της άμυνας, ο Τραμπ «είχε δίκιο που είπε ότι η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για την ασφάλειά της», τόνισε ο Ευρωπαίος αξιωματούχος.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η ΕΕ «πρέπει να αναλάβει το δίκαιο μερίδιο του βάρους μαζί με τους συμμάχους του ΝΑΤΟ, και ειδικότερα τις ΗΠΑ». «Είμαστε επίσης αποφασισμένοι να υποστηρίξουμε την Ουκρανία στον πόλεμό της κατά της ρωσικής επιθετικότητας μέχρι να επιτευχθεί μια δίκαιη και διαρκής ειρήνη», είπε.
Σημειώνοντας ότι η Ευρώπη έχει «μείνει πίσω» από τις ΗΠΑ και την Κίνα σε ορισμένες προηγμένες τεχνολογίες, ο Ντομπρόβσκις δήλωσε αποφασισμένος το ευρωπαϊκό μπλοκ να καλύψει αυτή τη διαφορά ως στρατηγική προτεραιότητα.
Παράλληλα σημείωσε πως σε περιόδους αναταραχής, η προβλεψιμότητα, το κράτος δικαίου και η προθυμία να τηρηθεί η βασισμένη σε κανόνες διεθνής τάξη γίνονται τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα της Ευρώπης. «Είμαστε δεσμευμένοι να κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να υπερασπιστούμε τις “βαρετές δημοκρατίες” μας, γιατί το “βαρετό” φέρνει βεβαιότητα και ένα ασφαλές καταφύγιο όταν αυτή η τάξη που βασίζεται σε κανόνες αμφισβητείται αλλού».
Με επικεφαλής τον ηγέτη της μειοψηφίας στη Βουλή των Αντιπροσώπων, Χακίμ Τζέφρις διακομματική αμερικανική αντιπροσωπεία θα μεταβεί εντός των ημερών στη Δανία, τη στιγμή που ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επαναφέρει στο προσκήνιο το αμερικανικό ενδιαφέρον για ενίσχυση της επιρροής των ΗΠΑ στη Γροιλανδία.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του γραφείου Τζέφρις στις 22 Απριλίου, η αποστολή θα έχει ως βασικούς άξονες τη συζήτηση γύρω από τη διαρκή σημασία της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (NATO) και τη γεωπολιτική θέση της Γροιλανδίας.
Η διοίκηση Τραμπ έχει κατ’ επανάληψη τονίσει την κρίσιμη γεωστρατηγική αξία της Γροιλανδίας για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, επικαλούμενη το πλεονέκτημα της θέσης της πάνω σε σημαντικές αεροναυτικές αρτηρίες του Βορείου Ατλαντικού, τον φυσικό πλούτο σε μεταλλεύματα και τον ρόλο της στην επιτήρηση της ασφάλειας στην Αρκτική. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στη δανέζικη αυτή ημιαυτόνομη περιοχή λειτουργεί και μεγάλη αμερικανική στρατιωτική βάση.
Σε δείπνο με κυβερνήτες που παρέθεσε τον Ιανουάριο στο Μαρ-α-Λάγκο στη Φλόριντα, ο Τραμπ χαρακτήρισε πλέον «απαραίτητη» τη Γροιλανδία για τις ΗΠΑ, επισημαίνοντας τη ραγδαία άνοδο της στρατιωτικής παρουσίας Ρωσίας και Κίνας στην περιοχή. «Τα ρωσικά και κινεζικά πλοία βρίσκονται παντού, έχουν περικυκλώσει την περιοχή εδώ και καιρό,» σχολίασε χαρακτηριστικά. «Αυτός είναι ένας δίαυλος που χρειαζόμαστε για την εθνική μας ασφάλεια.»
Ο ίδιος ο Τραμπ ισχυρίστηκε ότι οι κάτοικοι της Γροιλανδίας «θα ήθελαν να γίνουν πολιτεία των ΗΠΑ», αναγνώρισε όμως ότι η Δανία δεν πρόκειται να αποδεχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Η απάντηση του Πρωθυπουργού της Γροιλανδίας, Μούτε Μπουρούπ Έγκεδε, ήταν άμεση προς τη διοίκηση Τραμπ: «Η Γροιλανδία δεν πωλείται,» διεμήνυσε σε ανάρτησή του στο Facebook, στις 5 Μαρτίου. «Δεν θέλουμε να είμαστε ούτε Αμερικανοί, ούτε Δανοί. Είμαστε Καλαάλοκ — ο λαός της Γροιλανδίας. Οι Αμερικανοί και ο ηγέτης τους πρέπει να το κατανοήσουν. Δεν είμαστε προς πώληση ούτε μπορούν να μας αρπάξουν. Το μέλλον μας το αποφασίζουμε οι ίδιοι στη Γροιλανδία.»
Οι δηλώσεις αυτές βρήκαν εξίσου αντίθετη και τη Δανία. Η Πρωθυπουργός της χώρας, Μέτε Φρεντέρικσεν, ξεκαθάρισε στις 2 Απριλίου: «Οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να πάρουν τον έλεγχο της Γροιλανδίας. Η Γροιλανδία ανήκει στους κατοίκους της,» ήταν το μήνυμα προς τους δημοσιογράφους.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση του περασμένου Ιανουαρίου, το 56% των κατοίκων της Γροιλανδίας τάσσεται υπέρ της ανεξαρτησίας, ενώ μόλις το 28% εναντιώνεται και το 17% παραμένει αναποφάσιστο. Εντυπωσιακό είναι το ποσοστό των ερωτηθέντων, 85%, που απέρριψε το ενδεχόμενο ένωσης με τις ΗΠΑ.
Μαζί με τον Τζέφρις στην αποστολή συμμετέχουν οι Αμερικανοί βουλευτές Αν Γουάγκνερ (Ρεπουμπλικανή, Μιζούρι), Γκρέγκορι Μικς (Δημοκρατικός, Νέα Υόρκη), Μαντελίν Ντιν (Δημοκρατική, Πενσιλβάνια), Μέριλιν Στρίκλαντ (Δημοκρατική, Ουάσινγκτον), Γκρεγκ Λάντσμα (Δημοκρατικός, Οχάιο), Λόρα Φρίντμαν (Δημοκρατική, Καλιφόρνια), καθώς και η Ντελεγκέιτ Αμούα Αμάτα Κόουλμαν Ραντεβάγκεν (Ρεπουμπλικανή, Αμερικανική Σαμόα).
Η αμερικανική αντιπροσωπεία θα συνεχίσει το ταξίδι της στη Βρετανία, όπου αναμένεται να συναντηθεί τόσο με στελέχη της κυβέρνησης όσο και του ιδιωτικού τομέα. Στο επίκεντρο, η περαιτέρω ενίσχυση της στενής οικονομικής και αμυντικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, σε μία περίοδο γεωπολιτικής αβεβαιότητας.
Επόμενοι σταθμοί θα είναι το Ισραήλ και η Ιορδανία, με επίκεντρο τις περιφερειακές προκλήσεις που συνδέονται με το Ιράν και τους συμμάχους του, καθώς και την επιδίωξη εκεχειρίας στη Γάζα — με στόχους την επιστροφή των ομήρων και την άμεση ενίσχυση βοήθειας προς τους Παλαιστίνιους αμάχους. Μια τέτοια συμφωνία, επισημαίνει το γραφείο Τζέφρις, θα μπορούσε να θέσει τα θεμέλια για μια δίκαιη και μόνιμη ειρήνη στην περιοχή.
«Αποτελεί τιμή να ηγούμαι αυτής της αποστολής και προσδοκούμε ένα ταξίδι γόνιμο και πλούσιο σε εμπειρίες,» δήλωσε ο κ. Τζέφρις.
Σημαντικά πρόστιμα επέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στους τεχνολογικούς κολοσσούς Apple και Meta, συνολικού ύψους περίπου 700 εκατομμυρίων ευρώ (500 εκατ. ευρώ στην Apple και 200 εκατ. ευρώ στη Meta), μετά από διαπιστώσεις ότι περιόριζαν τις επιλογές των καταναλωτών, όπως ανακοίνωσε η Κομισιόν στις 22 Απριλίου.
Οι δύο εταιρείες κρίθηκαν ότι παραβίασαν τον Κανονισμό Ψηφιακών Αγορών (Digital Markets Act – DMA) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος θεσπίστηκε για να διασφαλίσει ότι οι μεγάλες πλατφόρμες – «πύλες» – λειτουργούν δίκαια και επιτρέπουν τον ανταγωνισμό.
Στο μικροσκόπιο το App Store – Υπόλογη η Apple
Η Apple βρέθηκε να μην τηρεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον DMA αναφορικά με το λεγόμενο «anti-steering», δηλαδή το δικαίωμα των προγραμματιστών που διανέμουν τις εφαρμογές τους μέσω του App Store να ενημερώνουν δωρεάν τους χρήστες για εναλλακτικές προσφορές εκτός App Store, να τους κατευθύνουν και να διευκολύνουν αγορές εκτός του οικοσυστήματος της Apple.
Όπως σημείωσε η Κομισιόν, η Apple επέβαλλε μια σειρά περιορισμών που εμπόδιζαν τους προγραμματιστές εφαρμογών να εκμεταλλεύονται πλήρως άλλα κανάλια διανομής, στερώντας έτσι από τους χρήστες τη δυνατότητα πρόσβασης σε φθηνότερες ή εναλλακτικές προτάσεις.
«Η εταιρεία απέτυχε να αποδείξει πως οι περιορισμοί αυτοί είναι αντικειμενικά αναγκαίοι ή αναλογικοί», ανέφερε η ανακοίνωση της Επιτροπής, ζητώντας από την Apple να άρει κάθε εμπορικό ή τεχνικό περιορισμό που αφορά το steering.
Meta: Στο στόχαστρο λόγω «consent or pay» διαφήμισης
Όσον αφορά τη Meta, το πρόστιμο συνδέεται με το μοντέλο διαφημίσεων που εισήγαγε το Νοέμβριο του 2023, σύμφωνα με το οποίο οι χρήστες Facebook και Instagram στην ΕΕ κλήθηκαν να επιλέξουν αν συναινούν στην αξιοποίηση των προσωπικών τους δεδομένων με σκοπό την προσωποποιημένη διαφήμιση ή αν θα καταβάλουν μηνιαία συνδρομή για να αποφεύγουν τις διαφημίσεις.
Η Κομισιόν έκρινε πως το μοντέλο αυτό δεν συνάδει με το DMA, διότι ο κανονισμός απαιτεί από τις «gatekeeper» πλατφόρμες να προσφέρουν μια εναλλακτική υπηρεσία, ισοδύναμη με αυτή των προσωποποιημένων διαφημίσεων, αλλά με περιορισμένη χρήση προσωπικών δεδομένων αν ο χρήστης δεν δώσει τη συναίνεση του. Σύμφωνα με την Κομισιόν, η Meta δεν έδωσε επαρκή και συγκεκριμένη επιλογή στους χρήστες για μια παρόμοια υπηρεσία με μικρότερη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.
Η απόφαση αφορά τη λειτουργία της Meta στην ΕΕ μέχρι τον Νοέμβριο του 2024. Έκτοτε, η εταιρεία υιοθέτησε νεότερη έκδοση του διαφημιστικού της μοντέλου, την οποία οι ευρωπαϊκές αρχές εξετάζουν αυτή τη στιγμή.
Τα πρώτα πρόστιμα για παράβαση του DMA
Η Επιτροπή υπογράμμισε ότι τα πρόστιμα λαμβάνουν υπ’ όψιν τη «σοβαρότητα και τη διάρκεια της μη συμμόρφωσης». Αυτές είναι οι πρώτες καταδικαστικές αποφάσεις για παραβάσεις του DMA, ένα γεγονός που εκτιμάται ότι μπορεί να καθορίσει τη στάση ΕΕ-ΗΠΑ στον τομέα της τεχνολογίας.
Οι Apple και Meta οφείλουν να συμμορφωθούν με την απόφαση εντός 60 ημερών, διαφορετικά αναμένεται να τους επιβληθούν και πρόσθετα, περιοδικά πρόστιμα.
Αντιδράσεις από τη Meta
Εκπρόσωπος της Meta, απαντώντας σε ερώτηση της Epoch Times, τόνισε πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιχειρεί να «θέσει σε μειονεκτική θέση τις επιτυχημένες αμερικανικές επιχειρήσεις, επιτρέποντας την ίδια στιγμή σε κινεζικές και ευρωπαϊκές εταιρείες να λειτουργούν υπό διαφορετικούς όρους».
«Το ζήτημα δεν είναι μόνο το πρόστιμο. Η παρέμβαση της Επιτροπής που μας αναγκάζει να αλλάξουμε το επιχειρηματικό μας μοντέλο, λειτουργεί πρακτικά ως δασμός πολλών δισεκατομμυρίων σε βάρος της Meta, ενώ μας υποχρεώνει να παρέχουμε μια υποβαθμισμένη υπηρεσία», σχολίασε ο ίδιος εκπρόσωπος, προσθέτοντας ότι οι περιορισμοί στην προσωποποιημένη διαφήμιση πλήττουν τελικά και τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και οικονομίες.
Η Apple αρνήθηκε να σχολιάσει, μέχρι τη στιγμή της δημοσίευσης του ρεπορτάζ.
ΗΠΑ–ΕΕ: Σε τροχιά τεχνολογικής σύγκρουσης
Οι εξελίξεις στα πρόστιμα έρχονται τη στιγμή που οι εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ–Ευρώπης είναι τεταμένες. Η διοίκηση Τραμπ έχει ήδη επιβάλει μια σειρά δασμών στην ΕΕ (25% σε αλουμίνιο, χάλυβα, αυτοκίνητα και 20% σε αντισταθμιστικούς δασμούς, αν και προσωρινά έχουν παγώσει).
Η αμερικανική κυβέρνηση έχει εκφράσει την ανησυχία ότι ξένες κυβερνήσεις στοχοποιούν τις αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες. Τον Φεβρουάριο, ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε μνημόνιο για την προστασία των αμερικανικών επιχειρήσεων από αυτό που αποκάλεσε «εκβιασμό από το εξωτερικό».
«Οι κανονισμοί που ορίζουν πώς λειτουργούν οι αμερικανικές εταιρείες στην ΕΕ, όπως ο Κανονισμός Ψηφιακών Αγορών και ο Κανονισμός Ψηφιακών Υπηρεσιών, θα τύχουν ενδελεχούς ελέγχου από την κυβέρνηση», σύμφωνα με σχετικό ενημερωτικό σημείωμα του Λευκού Οίκου.
Η επιβολή φόρων στις ψηφιακές υπηρεσίες, τα πρόστιμα ή η υποχρέωση να υιοθετήσουν οι αμερικανικές εταιρείες συγκεκριμένες πολιτικές και πρακτικές μπορεί να συναντήσουν «αντίρροπες ενέργειες, όπως δασμούς».
Πρόσφατα, ο σύμβουλος εμπορικής πολιτικής του Τραμπ, Πήτερ Ναβάρο, κατηγόρησε την ΕΕ για «πόλεμο μέσω νομοθεσίας» κατά των αμερικανικών τεχνολογικών επιχειρήσεων. Η ΕΕ, από την πλευρά της, ξεκαθαρίζει ότι δεν προτίθεται να υποχωρήσει όσον αφορά τους ψηφιακούς κανονισμούς της στο πλαίσιο των εμπορικών διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ, ενώ μεγάλες εταιρείες σαν τη Meta και τη Google ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωπες με φόρους επί των διαφημιστικών τους εσόδων στην ευρωπαϊκή αγορά.
Επ’ αόριστον αναβλήθηκε η προγραμματισμένη συνάντηση υπουργών Εξωτερικών στο Λονδίνο με αντικείμενο τις προτάσεις ειρήνευσης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, επιβεβαίωσε το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών, μετά την ξαφνική ακύρωση του ταξιδιού του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του Foreign Office, που επικαλείται η εφημερίδα The Guardian, «η σημερινή συνάντηση κορυφής με υπουργούς Εξωτερικών για το ουκρανικό ζήτημα αναβάλλεται». Από την ίδια πηγή διευκρινίστηκε ότι οι συνομιλίες θα συνεχιστούν σε υπηρεσιακό επίπεδο, αλλά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Η ανακοίνωση εκδόθηκε τα ξημερώματα της 23ης Απριλίου, λίγες μόλις ώρες πριν από την προγραμματισμένη έναρξη των διαβουλεύσεων με τη συμμετοχή ηγετών της Δύσης και της Ουκρανίας.
Η απροσδόκητη εξέλιξη ήρθε σχεδόν ταυτόχρονα με την απόφαση του Μάρκο Ρούμπιο να ματαιώσει τη συμμετοχή του, καθώς θα ηγείτο της αμερικανικής αντιπροσωπείας στη συνάντηση του Λονδίνου.
Τελικά, στη συνάντηση συμμετείχαν – με μειωμένη σύνθεση – οι υπουργοί Εξωτερικών της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ουκρανίας, υπό την προεδρία του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών, Ντέηβιντ Λάμμυ.
Το βράδυ της 22ας Απριλίου, ο Ρούμπιο επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Λάμι, διαβεβαιώνοντας ότι σκοπεύει να επαναπρογραμματίσει επίσκεψη στο Λονδίνο τους προσεχείς μήνες, ώστε να συνεχίσει τη συνεργασία μετά τις τρέχουσες «τεχνικές διαβουλεύσεις».
Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Χ, ο Αμερικανός ΥΠΕΞ ανέφερε: «Είχα σήμερα μια παραγωγική συνομιλία με τον υπουργό Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, Ντέηβιντ Λάμμυ. Εξέφρασα την ευγνωμοσύνη μου για τη φιλοξενία της αμερικανικής αντιπροσωπείας, με επικεφαλής τον Ειδικό Απεσταλμένο του Προέδρου, Κέλλογκ. Η ομάδα μας ανυπομονεί για ουσιαστικές και εποικοδομητικές τεχνικές συζητήσεις με Βρετανούς και Ουκρανούς συνομιλητές. Ελπίζω να επανέλθω στο Λονδίνο μόλις ολοκληρωθούν οι τρέχουσες συζητήσεις.»
Αμεση ήταν και η απάντηση του Ντέηβιντ Λάμμυ, που υπογράμμισε πως το Ηνωμένο Βασίλειο συνεργάζεται στενά με τις ΗΠΑ, την Ουκρανία και τις ευρωπαϊκές χώρες για επίτευξη ειρήνης και τερματισμό της «παράνομης εισβολής του Πούτιν». «Βρισκόμαστε», σημείωσε χαρακτηριστικά, «σε μια κρίσιμη καμπή για την Ουκρανία, τη Βρετανία και την ευρωατλαντική ασφάλεια».
Οι «κόκκινες γραμμές» στη διαπραγμάτευση
Τη συνάντηση στο Λονδίνο ακολούθησε αντίστοιχη που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι στις 17 Απριλίου, όπου ανώτατοι αξιωματούχοι από ΗΠΑ, Ευρώπη και Ουκρανία επεδίωξαν να χαράξουν κοινή στρατηγική για τον τερματισμό του πολέμου που διαρκεί εδώ και τρία χρόνια.
Η συνάντηση του Παρισιού σηματοδότησε την πρώτη μεγάλη απόπειρα συντονισμού θέσεων μεταξύ του Κιέβου και των δυτικών συμμάχων του μετά την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ο οποίος είχε υποσχεθεί ταχεία κατάπαυση των εχθροπραξιών.
Ο Μάρκο Ρούμπιο, μαζί με τον ειδικό απεσταλμένο των ΗΠΑ Στηβ Ουίτκοφ, συμμετείχε ενεργά στη σύνοδο και μίλησε αργότερα για ένα πλαίσιο ειρήνευσης που προτάθηκε από την αμερικανική πλευρά, το οποίο, όπως ισχυρίστηκε, έτυχε «θετικής υποδοχής».
Ωστόσο, ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών, Ζαν-Νοέλ Μπαρό, ξεκαθάρισε πως οι Ευρωπαίοι εταίροι απέρριψαν ορισμένες κρίσιμες πτυχές της αμερικανικής πρότασης, χαρακτηρίζοντάς τες «απαράδεκτες». «Ο μόνος σκοπός που μας αφορά είναι η προάσπιση των γαλλικών συμφερόντων και της ευρωπαϊκής ασφάλειας», δήλωσε στις 22 Απριλίου, εξηγώντας πως «καθώς οι ΗΠΑ αναλαμβάνουν ρόλο διαμεσολαβητή, οφείλουμε να καταστήσουμε σαφείς τις ‘κόκκινες γραμμές’ μας».
Στο μεταξύ, η αναπληρώτρια πρωθυπουργός και υπουργός Οικονομίας της Ουκρανίας, Γιούλια Σβιριέντενκο, επανέλαβε δημόσια τη θέση της χώρας της: «Καθώς η ουκρανική αντιπροσωπεία συναντά σήμερα στο Λονδίνο τους εταίρους της, διατρανώνουμε την αρχή μας: Η Ουκρανία είναι έτοιμη για διαπραγματεύσεις, όχι όμως για παράδοση», τόνισε σε ανάρτησή της. «Δεν πρόκειται να υπογραφεί καμία συμφωνία που θα ενισχύει τα ερείσματα της Ρωσίας ώστε να επανέλθει με μεγαλύτερη σκληρότητα. Ο λαός μας δεν θα δεχθεί ούτε μια ‘παγωμένη σύγκρουση’ που θα παρουσιαστεί ως λύση. Δεν πρόκειται ποτέ να αναγνωρίσουμε την προσάρτηση της Κριμαίας. Και αν δεν υπάρξει ένταξη στο ΝΑΤΟ, η Ουκρανία απαιτεί δεσμευτικές εγγυήσεις ασφαλείας, δυνατές να αποτρέψουν μελλοντική επιθετικότητα.»
Ερωτώμενος για την αιφνίδια αναβολή της συνόδου στο Λονδίνο, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, απέδωσε την εξέλιξη στην αδυναμία των ΗΠΑ, των ευρωπαϊκών κρατών και της Ουκρανίας να συμφωνήσουν σε κοινό πλαίσιο ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων. «Απ’ όσο γνωρίζουμε, δεν κατέστη δυνατό να υπάρξει σύγκλιση θέσεων, οπότε η συνάντηση δεν πραγματοποιήθηκε», δήλωσε, σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TASS.
Στις 18 Απριλίου, τόσο ο Τραμπ όσο και ο Ρούμπιο είχαν προειδοποιήσει πως οι ΗΠΑ ενδέχεται να αποσυρθούν από τις προσπάθειες διαμεσολάβησης εάν δεν υπάρξουν σαφή δείγματα προόδου.
Σε διαψεύσεις προχώρησαν το βράδυ της Τετάρτης αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης σχετικά με αναφορές ότι η Ουάσιγκτον εξετάζει μονομερείς μειώσεις των δασμών στις κινεζικές εισαγωγές, στο πλαίσιο προσπάθειας αποκλιμάκωσης των εμπορικών εντάσεων με το Πεκίνο.
Ο υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσσεντ, κλήθηκε να απαντήσει εάν η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο μονομερούς μείωσης δασμών προς την Κίνα. «Ουδεμία τέτοια σκέψη υπάρχει», ανέφερε κατηγορηματικά.
Ωστόσο, ο Μπέσσεντ σημείωσε πως κανένας από τις δύο πλευρές δεν πιστεύει ότι τα τρέχοντα επίπεδα δασμών μπορούν να διατηρηθούν επ’ αόριστον, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο μειώσεων μέσω αμοιβαίας συμφωνίας. «Δεν θα με εξέπληττε αν δούμε κάποια μείωση, αλλά σε συνεννόηση των δύο μερών», είπε κατά τη διάρκεια εκδήλωσης του Institute of International Finance στην Ουάσιγκτον.
Παράλληλα, ο Λευκός Οίκος σχολίασε αυστηρά δημοσίευμα που ήθελε τον πρόεδρο Τραμπ να εξετάζει δραστική μείωση των δασμών στις εισαγωγές από την Κίνα προκειμένου να πέσουν οι τόνοι της εμπορικής αντιπαράθεσης. «Αυτά είναι καθαρά φήμες», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Κους Ντεσάι, στην Epoch Times.
«Ο πρόεδρος Τραμπ ήταν σαφής: η Κίνα πρέπει να προχωρήσει σε συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι αποφάσεις για τους δασμούς θα ανακοινωθούν μόνο από τον ίδιο. Ό,τι άλλο κυκλοφορεί είναι απλώς φήμες», υπογράμμισε ο εκπρόσωπος.
Οι τοποθετήσεις αυτές ήρθαν ως απάντηση σε δημοσίευμα της Wall Street Journal (23 Απριλίου), σύμφωνα με το οποίο ανώνυμοι αξιωματούχοι άφηναν να εννοηθεί ότι επίκειται μείωση των αμερικανικών δασμών σε ορισμένες κινεζικές εισαγωγές ή ακόμη και μείωση άνω του 50% σε κάποιες περιπτώσεις, ως συμβιβαστική κίνηση αποκλιμάκωσης.
Σύμφωνα με το ίδιο ρεπορτάζ, υψηλόβαθμος κυβερνητικός αξιωματούχος φέρεται να εκτιμούσε ότι οι δασμοί ίσως περιοριστούν στο 50-65% από τα τρέχοντα επίπεδα.
Στο ερώτημα αν επίκειται μονομερής μείωση, αξιωματούχος της αμερικανικής κυβέρνησης ξεκαθάρισε ότι οποιαδήποτε αλλαγή στους δασμούς θα προκύψει μόνο μετά από διαπραγμάτευση και συνεννόηση με το Πεκίνο.
Από το προεδρικό γραφείο, ο Ντόναλντ Τραμπ προέβη σε σύντομες δηλώσεις την Τετάρτη, επισημαίνοντας ότι οι δασμοί που επέβαλε στις κινεζικές εισαγωγές έχουν ήδη αρχίσει να αποφέρουν οφέλη στα αμερικανικά ταμεία. Υπογράμμισε πως όλα τα κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, προσβλέπουν σε διαπραγματεύσεις εμπορικής συμφωνίας με την αμερικανική κυβέρνηση.
«Η Αμερική δεν πρόκειται πια να χάνει χρήματα από το παγκόσμιο εμπόριο», σχολίασε ο πρόεδρος, κατηγορώντας Κίνα και Ευρωπαϊκή Ένωση ότι εκμεταλλεύονταν για χρόνια τη χώρα του. «Η συμφωνία με την Κίνα θα είναι δίκαιη και ξέρουν ότι πλέον δεν μπορούν να εκμεταλλεύονται τις ΗΠΑ.»
Ο Τραμπ δεν έκανε αναφορά σε κανένα σχέδιο μονομερούς μείωσης δασμών κατά της Κίνας.
Ήδη, σύμφωνα με πρόσφατα ρεπορτάζ της Epoch Times, η επιβολή των αμερικανικών δασμών έχει αντίκτυπο στην κινεζική οικονομία: επιχειρήσεις και εργαζόμενοι δηλώνουν αιφνιδιασμένοι, παρατηρείται μείωση παραγγελιών από ΗΠΑ και ορισμένες βιομηχανίες λαμβάνουν έκτακτα μέτρα επιβίωσης. Κινεζικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατακλύζονται από βίντεο και αναρτήσεις που προειδοποιούν για μαζικές απολύσεις και αναγκαστικές «διακοπές εργασίας», μέσα σε ένα περιβάλλον υψηλής ανεργίας, συρρίκνωσης κερδοφορίας και μειωμένων επενδύσεων.
Σε τελετή ορκωμοσίας του νέου προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Πολ Άτκινς, στις 22 Απριλίου, ο Τραμπ επανέλαβε πως «θα φερθούμε καλά στην Κίνα» και δεν σκοπεύει να υιοθετήσει σκληρή στάση απέναντι στον ηγέτη της χώρας, Σι Τζινπίνγκ. Από το Οβάλ Γραφείο τόνισε ότι μια νέα συμφωνία δεν θα προβλέπει δασμούς κοντά στο 145%, επισημαίνοντας ότι το ισχύον ποσοστό θα μειωθεί αισθητά, αλλά δεν θα εκμηδενιστεί.
«Πιστεύω ότι και οι δύο πλευρές θα είναι ικανοποιημένες και θα συνυπάρξουμε ειρηνικά — ιδανικά, θα συνεργαστούμε στενά», δήλωσε ο πρόεδρος, διευκρινίζοντας ότι αν τελικά δεν επιτευχθεί συμφωνία, τότε οι ΗΠΑ θα καθορίσουν τους δασμούς.
Την Τρίτη, σε κλειστή συνάντηση με επενδυτές στην Ουάσιγκτον, ο υπουργός Οικονομικών Μπέσσεντ εξέφρασε την αισιοδοξία πως «πολύ σύντομα» θα σημειωθεί αποκλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στις δύο οικονομικές υπερδυνάμεις, σύμφωνα με παρευρισκόμενο στη συνάντηση.
Υπενθυμίζεται πως στις αρχές του μήνα, η αμερικανική κυβέρνηση προχώρησε στην επιβολή δασμών έως και 245% σε προϊόντα κινεζικής προέλευσης, με το Πεκίνο να απαντά με δασμούς έως 125% σε αμερικανικά αγαθά. Σήμερα, οι δασμοί σε πολλές κινεζικές εισαγωγές φτάνουν το 145%. Όπως διευκρίνισε ο Λευκός Οίκος, κάποια προϊόντα, όπως τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και οι σύριγγες, επιβαρύνονται με συνδυαστικούς δασμούς έως 245%, λόγω διαφόρων μέτρων που έχουν επιβληθεί κατά καιρούς τόσο από την τρέχουσα όσο και από την προγενέστερη διοίκηση, περιλαμβανομένων των δασμών του άρθρου 301 και πρόσθετων μέτρων κατά κινεζικών εταιριών για τη διακίνηση πρόδρομων ουσιών φαιντανύλης.