Κυριακή, 01 Ιούν, 2025

Μπλίνκεν: «Η Κίνα συνεχίζει να διαπράττει γενοκτονία και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας»

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν κατηγόρησε στις 12 Απριλίου το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) ότι πραγματοποιεί γενοκτονία και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας σε όλη τη διάρκεια του 2021.

«Η κινεζική κυβέρνηση συνεχίζει να διαπράττει γενοκτονία και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στη Σιντζιάνγκ, κυρίως εναντίον μουσουλμάνων Ουιγούρων μεταξύ άλλων μειονοτικών ομάδων», δήλωσε ο Μπλίνκεν.

Ο Μπλίνκεν έκανε αυτά τα σχόλια σε ενημέρωση με αφορμή την δημοσίευση της νεότερης έκδοσης των εκθέσεων ανά χώρα για τις πρακτικές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μια ετήσια έκθεση που δημοσιεύεται από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και καλύπτει θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε 198 χώρες παγκοσμίως.

Ο Μπλίνκεν δήλωσε ότι ο κόσμος αντιμετωπίζει μια «ύφεση της δημοκρατίας» και χαρακτήρισε τη μαζική εκστρατεία καταστολής και γενοκτονίας του ΚΚΚ ως βασικό παράδειγμα αυξανόμενου απολυταρχισμού.

Ομοίως, η έκθεση περιγράφει το καθεστώς του ΚΚΚ ως «απολυταρχικό κράτος» και αναφέρει ότι τόσο οι εθνικές όσο και οι θρησκευτικές μειονότητες κάθε είδους συνεχίζουν να διώκονται στην ηπειρωτική Κίνα καθώς και στα κατεχόμενα από το καθεστώς εδάφη.

«Γενοκτονία και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας συνέβησαν κατά τη διάρκεια του έτους εναντίον κυρίως μουσουλμάνων Ουιγούρων και μελών άλλων εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων στη Σιντζιάνγκ», αναφέρει η έκθεση.

«Τα εγκλήματα αυτά ήταν συνεχή και περιλαμβάνουν: Την αυθαίρετη φυλάκιση ή άλλη σοβαρή στέρηση της σωματικής ελευθερίας περισσότερων από ένα εκατομμύριο πολιτών, την αναγκαστική στείρωση, τις εξαναγκαστικές αμβλώσεις και την όλο πιο περιοριστική εφαρμογή της πολιτικής του ελέγχου των γεννήσεων της χώρας, τους βιασμούς, τα βασανιστήρια μεγάλου αριθμού αυθαίρετα κρατουμένων, την καταναγκαστική εργασία και τους δρακόντειους περιορισμούς στην ελευθερία της θρησκευτικής πίστης ή άλλων πεποιθήσεων, την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία της μετακίνησης».

Αξίζει να σημειωθεί ότι η έκθεση διαπίστωσε ότι η στοχοποίηση των πολιτικών αντιπάλων και των θρησκευτικών μειονοτήτων από το ΚΚΚ επεκτάθηκε πολύ πέρα από τα σύνορα της Κίνας και περιελάμβανε μια διακρατική προσπάθεια να ασκηθεί πίεση σε ξένες κυβερνήσεις ώστε να στείλουν άτομα που διέφυγαν πίσω στην Κίνα.

Συγκεκριμένα, η έκθεση αναφέρει ότι το καθεστώς έκανε κατάχρηση του συστήματος κόκκινων ειδοποιήσεων της Ιντερπόλ, το οποίο χρησιμοποιείται για την έκδοση διεθνών ενταλμάτων σύλληψης, στέλνοντας ψεύτικες κατηγορίες στη διεθνή αστυνομία με την ελπίδα να αναγκάσουν τα κράτη να επαναπατρίσουν με τη βία πολιτικούς αντιπάλους πίσω στην Κίνα, όπου θα μπορούσαν να φυλακιστούν.

Η έκθεση επικαλείται επίσης μια ξεχωριστή μελέτη της Διεθνούς Αμνηστίας από το 2021, σύμφωνα με την οποία, μόνο για το 2020, το ΚΚΚ πιθανότατα εκτέλεσε χιλιάδες άτομα. Επιπλέον, αναφέρει ότι το καθεστώς επιδίδεται συστηματικά σε αυθαίρετες κρατήσεις, απαγωγές και δολοφονίες.

«Πολυάριθμοι πρώην κρατούμενοι και κρατούμενες ανέφεραν ότι ξυλοκοπήθηκαν, βιάστηκαν, υποβλήθηκαν σε ηλεκτροσόκ, αναγκάστηκαν να κάθονται σε σκαμνιά για ώρες, κρεμάστηκαν από τους καρπούς, στερήθηκαν τον ύπνο, υποβλήθηκαν σε εξαναγκαστική σίτιση, αναγκάστηκαν να παίρνουν φάρμακα παρά τη θέλησή τους ή υποβλήθηκαν με άλλο τρόπο σε σωματική και ψυχολογική κακοποίηση», αναφέρει η έκθεση.

«Αν και οι αρχές των φυλακών κακοποιούσαν τους απλούς κρατούμενους, φέρεται να ξεχώριζαν τους πολιτικούς και θρησκευτικούς αντιφρονούντες για ιδιαίτερα σκληρή μεταχείριση».

Μεταξύ των πιο στοχοποιημένων ομάδων, όπως διαπιστώθηκε στην έκθεση, είναι οι ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ, γνωστού επίσης και ως Φάλουν Ντάφα, μια πνευματική πρακτική που έχει τις ρίζες της στις ασκήσεις διαλογισμού και στις ηθικές αρχές της αλήθειας, της καλοσύνης και της ανεκτικότητας.

Η δημοτικότητα της άσκησης αυξήθηκε στη δεκαετία του 1990 με αποτέλεσμα να υπάρχουν εκτιμήσεις ότι μέχρι και 100 εκατομμύρια άνθρωποι ασκούνταν. Όμως το κομμουνιστικό καθεστώς, θεωρώντας ότι αυτό αποτελούσε απειλή, ξεκίνησε μια εκτεταμένη εκστρατεία διώξεων κατά των οπαδών του Φάλουν Γκονγκ το 1999, η οποία συνεχίζεται ακόμη και σήμερα.

Η έκθεση αναφέρει ότι οι θρησκευτικές ομάδες, και «ιδιαίτερα οι ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ», κυνηγήθηκαν από το ΚΚΚ και συχνά κρατούνταν χωρίς αιτιολογία και βασανίζονταν.

Η έκθεση απαριθμεί αρκετές συγκεκριμένες περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης αυτής του Ρεν Χαϊφέι, ενός ασκούμενου του Φάλουν Γκονγκ, ο οποίος κρατείται χωρίς δίκη και χωρίς κατηγορίες από το 2020.

«Ο Ρεν συνελήφθη χωρίς ένταλμα, νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο λόγο σοβαρών τραυμάτων που υπέστη μετά την αρχική του σύλληψη και μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο μεταφέρθηκε στο κέντρο κράτησης Ντάλιαν Γιαοτζιά, όπου και παρέμεινε», αναφέρει η έκθεση.

Η σύζυγος του Ρεν, Γουάνγκ Τζινγκ, η οποία ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες, είχε δηλώσει προηγουμένως στην Epoch Times ότι έμαθε για την αβάσιμη σύλληψη του συζύγου της μόνο μέσω ενός ιστότοπου που παρακολουθεί τέτοια θέματα. Επικοινώνησε με τον δικαστή που είναι υπεύθυνος για την υπόθεση του συζύγου της, τον Τζιν Χούα, για να ζητήσει την απελευθέρωση του συζύγου της. Μόλις άκουσε την έκκλησή της, ο Τζιν απείλησε να συλλάβει και εκείνη.

«Κάνε ό,τι θέλεις», είπε ο Τζιν στην Γουάνγκ. «Γύρνα πίσω στην Κίνα και θα σε βάλω κι εσένα στη φυλακή».

Στην έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναφέρεται ότι ο Ρεν είχε φυλακιστεί στο παρελθόν από το ΚΚΚ από το 2001 έως το 2008, επειδή συμμετείχε σε ειρηνικές διαμαρτυρίες και ασκούσε το Φάλουν Γκονγκ.

Σχετικά, η έκθεση διαπίστωσε επίσης ότι το ΚΚΚ ανακάλεσε άδειες άσκησης επαγγέλματος από άτομα που άσκησαν κριτική στο ΚΚΚ από το διαδίκτυο ή υπερασπίστηκαν ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ και αντιφρονούντες.

Συνολικά, η έκθεση διαπίστωσε ότι ο «απολυταρχισμός» δημιουργούσε έναν κόσμο όπου «τα ανθρώπινα δικαιώματα και η δημοκρατία απειλούνται» και «όπου κυβερνήσεις έχουν φυλακίσει άδικα, βασανίσει ή ακόμη και σκοτώσει πολιτικούς αντιπάλους, ακτιβιστές, υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή δημοσιογράφους».

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν όσους σε όλο τον κόσμο αγωνίζονται για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ελευθερία», αναφέρει η σχετική ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.

Η Κίνα χρησιμοποίησε τον εναέριο χώρο του ΝΑΤΟ για να παραδώσει πυραύλους στη Σερβία

Έξι κινεζικά στρατιωτικά αεροσκάφη διέσχισαν τον εναέριο χώρο της Τουρκίας και της Βουλγαρίας, οι οποίες είναι μέλη του ΝΑΤΟ, στις 11 Απριλίου για να παραδώσουν πυραύλους στη Σερβία, βασικό σύμμαχο του καθεστώτος του Βλαντιμίρ Πούτιν στη Ρωσία.

Η κίνηση αυτή είναι πιθανό να θεωρηθεί ως επίδειξη δύναμης, καθώς ο πρόεδρος της Σερβίας Αλεξάνταρ Βούτσιτς είχε δηλώσει προηγουμένως ότι το ΝΑΤΟ αρνήθηκε να αφήσει τις αποστολές κινεζικών όπλων να περάσουν από τον εναέριο χώρο των κρατών μελών του.

Τα φορτηγά αεροσκάφη Y-20 παρέδωσαν τα αντιαεροπορικά οπλικά συστήματα στη Σερβία μέσω του πολιτικού αεροδρομίου Νίκολα Τέσλα στο Βελιγράδι.

Το FK-3, το οποίο είναι η εξαγωγική έκδοση του εγχώριου κινεζικού HQ-22, είναι ένα πυραυλικό σύστημα εδάφους-αέρος που συχνά συγκρίνεται με το πυραυλικό σύστημα Patriot των Ηνωμένων Πολιτειών. Μπορεί να φτάσει σε ταχύτητες περίπου έξι φορές μεγαλύτερες από αυτές του ήχου (Mach 6) και έχει εμβέλεια περίπου 93 μίλια. Ένα σύστημα περιλαμβάνει 12 πυραύλους διασκορπισμένους σε τρία οχήματα εκτόξευσης και ένα ξεχωριστό όχημα ραντάρ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα κινεζικά αεροσκάφη πέταξαν μαζί σε μαζικό σχηματισμό αντί για ένα κάθε φορά και χρησιμοποίησαν συστήματα εντοπισμού MLat (multilateration) τελευταίας τεχνολογίας αντί για τα πιο παραδοσιακά ραντάρ. Αναλυτές πληροφοριών ανοικτής πηγής σημείωσαν επίσης ότι τουλάχιστον ορισμένα από τα αεροσκάφη είχαν αφαιρέσει τα καλύμματα για τα αντίμετρα φωτοβολίδων και chaff – αμυντικά συστήματα που βοηθούν στην αποφυγή πυραυλικών επιθέσεων – υποδηλώνοντας πιθανώς ότι τα κινεζικά αεροσκάφη είτε ανέμεναν να συναντήσουν κάποια αντίσταση είτε ήθελαν να φανεί ότι ανέμεναν αντίσταση.

Η αποστολή θα επιτρέψει στη Σερβία να γίνει ο πρώτος χρήστης κινεζικών πυραύλων στην Ευρώπη και θα ενισχύσει το ήδη διευρυνόμενο οπλοστάσιο κινεζικών και ρωσικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών, αρμάτων μάχης και πολεμικών αεροσκαφών που έχει αγοράσει η χώρα τα τελευταία χρόνια.

Το περιστατικό υπογράμμισε τους δυτικούς φόβους ότι η περαιτέρω αύξηση των εξοπλισμών στην περιοχή θα μπορούσε να ξεσπάσει σε σύγκρουση, καθώς η Ρωσία συνεχίζει να διεξάγει τον πόλεμό της στην Ουκρανία και τόσο οι Κινέζοι όσο και οι Ρώσοι ηγέτες προωθούν τις δικές τους μορφές αυταρχικού επεκτατισμού.

Η Σερβία επιδιώκει επί του παρόντος την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εν μέσω της ανησυχίας ορισμένων ότι προετοιμάζεται για πόλεμο με τους γείτονές της στα Βαλκάνια, ιδίως με το Κοσσυφοπέδιο.

Η Σερβία και οι γείτονές της είχαν εμπλακεί σε μια σειρά από σκληρούς πολέμους κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1990, κατά τη διάρκεια των οποίων οι αναφορές για εθνοκάθαρση ήταν ανεξέλεγκτες. Οι πόλεμοι έφτασαν σε αιματηρό κρεσέντο με τον βομβαρδισμό της Σερβίας (τότε Γιουγκοσλαβίας) από το ΝΑΤΟ το 1999, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο περίπου 500 αμάχων και την καταστροφή ζωτικής σημασίας υποδομών και πολιτιστικών μνημείων.

Το 2008, το Κοσσυφοπέδιο κήρυξε την ανεξαρτησία του από τη Σερβία και στη συνέχεια εξέφρασε την επιθυμία να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Ωστόσο, η Κίνα, η Ρωσία και η Σερβία αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το Κοσσυφοπέδιο ως νόμιμο έθνος.

Με αυτή την ιστορία κατά νου, ο πρώην πρόεδρος του Κοσσυφοπεδίου Χασίμ Θάτσι κατηγόρησε τη Σερβία ότι σχεδίαζε μια προσάρτηση τμημάτων της επικράτειας που μοιάζει με την Κριμαία το 2017, πριν παραιτηθεί για να αντιμετωπίσει δικαστήριο για εγκλήματα πολέμου για πράξεις που φέρεται να διέπραξε κατά τη διάρκεια των γιουγκοσλαβικών πολέμων.

Ωστόσο, η σχέση της Σερβίας με την Κίνα και τη Ρωσία παραμένει κάπως άνιση. Από τη μία πλευρά, το έθνος ψήφισε στον ΟΗΕ για να καταδικάσει την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ενώ αρνήθηκε να ενταχθεί στις διεθνείς κυρώσεις κατά της Μόσχας ή να ασκήσει περαιτέρω κριτική στα ρωσικά στρατεύματα εκεί.

Έκθεση: Η Κίνα εξαπέλυσε μαζική κυβερνοεπίθεση στην Ουκρανία πριν από τη ρωσική εισβολή

Η Κίνα εξαπέλυσε μαζική κυβερνοεπίθεση σε ζωτικής σημασίας υποδομές της Ουκρανίας κατά την προετοιμασία της εισβολής της Ρωσίας, σύμφωνα με δημοσίευμα του βρετανικού μέσου ενημέρωσης The Times. Η επίθεση περιελάμβανε προσπάθειες υποβάθμισης των ουκρανικών στρατιωτικών και πυρηνικών εγκαταστάσεων.

Περισσότεροι από 600 ιστότοποι που ανήκουν στο ουκρανικό Υπουργείο Άμυνας στο Κίεβο άντεξαν χιλιάδες απόπειρες χάκινγκ που συντονίστηκαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ), σύμφωνα με την έκθεση.

Η έκθεση βασίστηκε σε σημειώματα των μυστικών υπηρεσιών που περιήλθαν στην κατοχή των Times και σε επακόλουθες συνεντεύξεις με βρετανικές και ουκρανικές μυστικές υπηρεσίες και οργανισμούς ασφαλείας.

Οι επιθέσεις ξεκίνησαν στις 23 Φεβρουαρίου, δύο ημέρες μετά το τέλος των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου και μία ημέρα πριν ο Ρώσος ηγέτης Βλαντιμίρ Πούτιν ξεκινήσει μια πλήρους κλίμακας εισβολή στην Ουκρανία.

Η Υπηρεσία Ασφαλείας της Ουκρανίας (SBU) δήλωσε ότι οι επιθέσεις προσπάθησαν να διεισδύσουν σε ένα ευρύ φάσμα στόχων, συμπεριλαμβανομένης της εθνικής τράπεζας και της αρχής σιδηροδρόμων, σύμφωνα με τους Times. Έγιναν προσπάθειες τόσο για την κλοπή δεδομένων όσο και για τη διακοπή των λειτουργιών, σύμφωνα με τα υπομνήματα της SBU που συντάχθηκαν από άλλο έθνος.

Η Ρωσία προσπάθησε επίσης να παρεμποδίσει τα ουκρανικά δίκτυα πριν από την εισβολή, αναφέρει το δημοσίευμα.

Ουκρανικές πηγές ανέφεραν ότι οι κινεζικές επιθέσεις διακρίνονταν από τα μοναδικά εργαλεία και τις μεθόδους που χρησιμοποιεί η μονάδα κυβερνοπολέμου της στρατιωτικής πτέρυγας του ΚΚΚ, του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού.

Εκπρόσωπος της βρετανικής κυβέρνησης δήλωσε στους Times ότι οι ισχυρισμοί διερευνώνται με τη βοήθεια διεθνών εταίρων.

Πηγές από την κοινότητα πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών φέρονται να έχουν επιβεβαιώσει τις αναφορές για κινεζική κυβερνοεπίθεση στην κυβέρνηση της Ουκρανίας.

Ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΚ Σι Τζινπίνγκ ανακοίνωσε μια συνεργασία «χωρίς όρια» με τον Πούτιν στις 4 Φεβρουαρίου, λέγοντας ότι δεν μπορεί να υπάρξουν «απαγορευμένοι τομείς συνεργασίας» μεταξύ των δύο εθνών.

Έκτοτε, διεθνείς πηγές πληροφοριών έχουν εκδώσει ισχυρισμούς ότι το ΚΚΚ εξέταζε μια έκκληση για στρατιωτική βοήθεια από τη Ρωσία για τον πόλεμο στην Ουκρανία και μια ευρέως αναφερόμενη έκθεση ανέφερε ότι αξιωματούχοι του ΚΚΚ γνώριζαν εκ των προτέρων για τα σχέδια εισβολής και ζήτησαν από τη ρωσική ηγεσία να την αναβάλει μέχρι το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου.

Το Πεκίνο αρνείται να καταδικάσει τον Πούτιν για τον πόλεμο, λογοκρίνει ενεργά τις αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που επικρίνουν την επιθετικότητα της Μόσχας και έχει αρνηθεί να ενταχθεί στις πολυμερείς κυρώσεις που έχει επιβάλει η διεθνής κοινότητα στη Ρωσία.

Νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, ο υπουργός Εξωτερικών του καθεστώτος συναντήθηκε με τον Ρώσο ομόλογό του στην Κίνα, κατά τη διάρκεια της οποίας το Πεκίνο δήλωσε ότι είναι «πιο αποφασισμένο» να ενισχύσει τους δεσμούς με τη Μόσχα.

Η διευθύντρια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ Άβριλ Χέινς προειδοποίησε τον Μάρτιο ότι η σινορωσική συνεργασία θα ενισχυθεί τα επόμενα χρόνια, και ο διοικητής του Ινδο-Ειρηνικού Ναύαρχος Τζον Ακιλίνο κατέθεσε στο Κογκρέσο ότι το ΚΚΚ δεν επιδιώκει τίποτα λιγότερο από μια νέα διεθνή τάξη πραγμάτων σε «βάρος όλων των άλλων».

Πομπέο: Οι ΗΠΑ πρέπει να αντιμετωπίσουν την Κίνα ως «αντίπαλο» και όχι ως «ανταγωνιστή»

Η επόμενη στρατηγική εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ θα πρέπει να επικεντρωθεί στις προκλήσεις του περιορισμού του απολυταρχισμού και της επίσημης αναγνώρισης της κυριαρχίας της Ταϊβάν για την αποτροπή της κινεζικής κομμουνιστικής επιθετικότητας, σύμφωνα με τον πρώην υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο.

«Το να βρίσκεσαι σε μια διφορούμενη θέση είναι πραγματικά πολύ επικίνδυνο», δήλωσε ο Πομπέο κατά τη διάρκεια συνέντευξης που παραχώρησε στις 28 Μαρτίου στο Ινστιτούτο Hudson, μια δεξαμενή σκέψης με έδρα την Ουάσινγκτον.

«Οι απολυταρχικοί θα χρησιμοποιήσουν αυτή την ασάφεια εναντίον σου κάθε φορά. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η Ταϊβάν είναι ένα ανεξάρτητο έθνος. Δεν είναι μέρος του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος [ΚΚΚ]».

Το ΚΚΚ ισχυρίζεται ότι η Ταϊβάν είναι αποσχισθέν έδαφος, αν και η Ταϊβάν κυβερνάται ανεξάρτητα από το 1949 και δεν έχει ποτέ ελεγχθεί από το ΚΚΚ.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν επί του παρόντος ένα δόγμα «στρατηγικής ασάφειας» όσον αφορά την Ταϊβάν, δηλαδή δεν επιβεβαιώνουν ούτε αρνούνται αν θα παράσχουν στρατιωτική βοήθεια στην Ταϊβάν σε περίπτωση που η de facto ανεξαρτησία της απειληθεί από το ΚΚΚ.

Ο Πομπέο έκανε αυτά τα σχόλια κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης για την επικείμενη στρατηγική εθνικής ασφάλειας της κυβέρνησης Μπάιντεν, η οποία αναμένεται να ανακοινωθεί σύντομα αλλά δεν έχει οριστεί ημερομηνία.

Τον τελευταίο χρόνο, η κυβέρνηση χρησιμοποίησε μια προσωρινή στρατηγική που αναγνωρίζει την Κίνα ως «στρατηγικό ανταγωνιστή», ένας χαρακτηρισμός που αναπτύχθηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο της στρατηγικής εθνικής ασφάλειας της κυβέρνησης Τραμπ, στην οποία συνέβαλε ο Πομπέο.

Ο Πομπέο δήλωσε ότι ο όρος ήταν πιθανότατα πολύ ήπιος, δεδομένων των αυξανόμενων κατασταλτικών προσπαθειών του ΚΚΚ υπό τη διακυβέρνηση του ηγέτη του κόμματος Σι Τζινπίνγκ.

«Χρησιμοποιήσαμε τη λέξη “ανταγωνιστής”», δήλωσε ο Πομπέο. «Θα χρησιμοποιούσα τη λέξη “αντίπαλος” σήμερα, αν το έγραφα εγώ ο ίδιος».

Ο Πομπέο δήλωσε ότι δεν πιστεύει ότι η σημερινή κυβέρνηση κατανοεί την απειλή που συνιστά το ΚΚΚ και ότι η απόφαση της Ουάσινγκτον να θέσει ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή πάνω από την ολοένα και πιο εχθρική σχέση με την Κίνα στέλνει λάθος μήνυμα διεθνώς.

«Η ίδια η Κινεζική Κομμουνιστική Εξουσία κατανοεί βαθιά την εξουσία και σέβεται μόνο την εξουσία», δήλωσε ο Πομπέο.

«Όχι πολύ καιρό πριν, ο πρόεδρος Μπάιντεν ήταν με μια ομάδα στρατιωτών. Είπε σε αυτούς τους στρατιώτες, ένστολους στρατιωτικούς, ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ήταν η κλιματική αλλαγή. Νομίζω ότι αυτό λέει πολλά για το τι πιστεύει προσωπικά».

Ο Πομπέο δήλωσε ότι αυτές οι πεποιθήσεις επηρεάζουν άμεσα την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να αποτρέπουν τους αντιπάλους τους. Χαρακτήρισε την απόφαση της σημερινής κυβέρνησης να στείλει τον απεσταλμένο της για το κλίμα, τον Τζον Κέρι, ως την πρώτη πρόσωπο με πρόσωπο διπλωματική επαφή με το κινεζικό καθεστώς ως «τεράστιο λάθος».

Ο Πομπέο αμφισβήτησε επίσης τη σοφία της συνεχιζόμενης προθυμίας της κυβέρνησης Μπάιντεν να συνεργαστεί με απολυταρχικά καθεστώτα όπως η Ρωσία, παρά τον συνεχιζόμενο πόλεμο της τελευταίας στην Ουκρανία.

«Σήμερα κάθονται στο τραπέζι με τους Ρώσους», δήλωσε ο Πομπέο, αναφερόμενος στη συνεχιζόμενη διπλωματική εργασία της κυβέρνησης Μπάιντεν με τη Ρωσία για τις προσπάθειες επαναφοράς της πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν της εποχής Ομπάμα. «Είναι δύσκολο ακόμη και να πω αυτή τη φράση με σοβαρή έκφραση».

«Αυτό δεν είναι στρατηγική. Αυτό είναι άγνοια. Είναι αφελές και επικίνδυνο, κυρίως για τις Ηνωμένες Πολιτείες».

Ο Πομπέο προειδοποίησε ότι οι αλυσιδωτές προκλήσεις για την ασφάλεια που προκαλούνται από μια τέτοια συνεχή διπλωματική αποδοχή απολυταρχικών ηγετών θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν περαιτέρω επιθετικότητα ή κατασταλτικές προσπάθειες από το ΚΚΚ.

«[Το ΚΚΚ] δεν μαθαίνει ότι το όραμά του για παγκόσμια ηγεμονία βρίσκεται σε κίνδυνο», δήλωσε ο Πομπέο. «Δεν μπορώ να δω τίποτα που θα κάνει τον Σι Τζινπίνγκ να αλλάξει το όραμά του να δημιουργηθεί το Μεσαίο Βασίλειο και να είναι αυτό η ηγεμονική δύναμη».

«Νομίζω ότι η χρήση της σκληρής ισχύος και η ικανότητα [του ΚΚΚ] μόνο θα ενθαρρυνθούν  από αυτό».

Ο Πομπέο προειδοποίησε ότι η επιδίωξη μιας ουσιαστικής στρατηγικής είναι θέμα δεκαετιών, όχι μηνών, και ότι ο Σι και το ΚΚΚ θα μπορούσαν να αλλάξουν πορεία σχετικά με το πώς σκοπεύουν να εξαναγκάσουν την Ταϊβάν σε ενοποίηση με την ηπειρωτική Κίνα.

«Η τακτική του Σι μπορεί κάλλιστα να αλλάξει, αλλά ο στόχος του δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα αλλάξει», δήλωσε ο Πομπέο.

Για το σκοπό αυτό, ο Πομπέο δήλωσε ότι η καλύτερη πορεία δράσης που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ήταν να αναγνωρίσουν επίσημα την Ταϊβάν ως ανεξάρτητο έθνος, να αυξήσουν την εκπαίδευση και την ανταλλαγή πληροφοριών με το νησί και να βοηθήσουν την Ταϊβάν να δημιουργήσει μια στρατιωτική ικανότητα τέτοια ώστε να εξασφαλίσει τεράστιο πλήγμα στην ηπειρωτική χώρα σε περίπτωση πολεμικής ενέργειας.

«[Η Ταϊβάν] μπορεί να δει ότι θα πρέπει να ενισχύσει τις δυνατότητές της για να διασφαλίσει ότι δεν θα είναι το επόμενο θύμα ενός απολυταρχικού ηγέτη που αποφασίζει ότι η επιθετικότητα είναι η λύση για όλα τα προβλήματα», δήλωσε ο Πομπέο.

Προμηθευτές της Amazon συνδέονται με στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στην Σιντζιάνγκ της Κίνας

Τουλάχιστον πέντε εταιρείες στην αλυσίδα εφοδιασμού του τεχνολογικού γίγαντα Amazon συνδέονται με καταναγκαστική εργασία στην Κίνα, σύμφωνα με νέα έκθεση ενός φορέα παρακολούθησης της εταιρικής ανάληψης ευθυνών.

Τρεις από τους προμηθευτές της Amazon, η Luxshare Precision Industry, η Acbel Polytech και η Lens Technology, φέρονται να έχουν εμπλακεί άμεσα στη χρήση καταναγκαστικής εργασίας στην Κίνα, σύμφωνα με έκθεση του Tech Transparency Project, μιας ερευνητικής πρωτοβουλίας της εκστρατείας για τη ανάληψη ευθυνών (CfA) με έδρα την Ουάσινγκτον.

Δύο άλλες εταιρείες, η GoerTek και η Hefei BOE Optoelectronics, προμηθεύτηκαν από εργοστάσια που εμπλέκονται στη χρήση καταναγκαστικής εργασίας, αναφέρει η έκθεση.

«Η Amazon δεν έχει λάβει τόση προσοχή όσο η Apple στο θέμα των προμηθευτών που χρησιμοποιούν καταναγκαστική εργασία, αλλά η Amazon αξίζει εξίσου μεγάλης προσοχής», δήλωσε η διευθύντρια της CfA Μισέλ Κούπερσμιθ.

«Αν η Amazon θέλει να διατηρήσει το προνόμιο να πουλάει τα προϊόντα της στους Αμερικανούς καταναλωτές, έχει τόσο ηθική όσο και νομική υποχρέωση να παρέχει κάτι περισσότερο από κενές διαβεβαιώσεις ότι λειτουργεί μια καθαρή αλυσίδα εφοδιασμού».

Εκπρόσωπος της Acbel Polytech δήλωσε ότι η εταιρεία ελέγχθηκε το 2019 και το 2021 μέσω του επικυρωμένου προγράμματος αξιολόγησης της Συμμαχίας Υπεύθυνων Επιχειρήσεων (Responsible Business Alliance) και ότι σε καμία από τις δύο επιθεωρήσεις δεν διαπιστώθηκαν παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

«Ως μια εταιρεία με ιστορία, η Acbel είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται με τους διεθνείς κανόνες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και να σέβεται και να προωθεί τα ανθρώπινα δικαιώματα και όλες οι θυγατρικές μας απαγορεύουν ρητά κάθε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της καταναγκαστικής εργασίας, της αυθαίρετης κράτησης, της εμπορίας ανθρώπων και της παιδικής εργασίας», δήλωσε ο εκπρόσωπος.

«Η Acbel θα συνεχίσει να εφαρμόζει και να προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των εργαζομένων μας και είναι περισσότερο από ευπρόσδεκτη να ανοίξει για οποιαδήποτε δημόσια και επίσημη εξέταση».

Οι αμερικανικές επιχειρήσεις έχουν αποδειχθεί πρόθυμες να παραμείνουν σε επιχειρηματικές δραστηριότητες στην δυτική περιοχή της Σιντζιάνγκ της Κίνας, όπου το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) έχει εμπλακεί σε μια εκτεταμένη εκστρατεία καταστολής κατά των Ουιγούρων και άλλων μουσουλμανικών μειονοτήτων, η οποία περιγράφεται από την κυβέρνηση των ΗΠΑ και άλλους φορείς ως γενοκτονία. Υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 1 εκατομμύριο άνθρωποι μουσουλμανικών μειονοτήτων κρατούνται σε ένα δίκτυο στρατοπέδων εγκλεισμού, όπου υποβάλλονται σε καταναγκαστική εργασία, βασανιστήρια και πολιτική κατήχηση.

Τον περασμένο Ιούνιο, μια ομάδα νομοθετών κάλεσε την Apple να σταματήσει τους προμηθευτές που χρησιμοποιούσαν καταναγκαστική εργασία στην Κίνα, αφού διαπιστώθηκε ότι ο τεχνολογικός γίγαντας χρησιμοποιούσε επτά προμηθευτές που συμμετείχαν σε προγράμματα που πιστεύεται ότι συνδέονται με τη γενοκτονία του ΚΚΚ.

Η Apple αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι οι προμηθευτές της χρησιμοποιούσαν τις λεγόμενες «μεταφορές εργασίας», κατά τις οποίες άνθρωποι από τη Σιντζιάνγκ που έχουν αναγκαστεί να μπουν σε στρατόπεδα αναμόρφωσης μεταφέρονται στη συνέχεια σε εργοστάσια σε άλλα μέρη και αναγκάζονται να εργαστούν, παρά τα αποδεικτικά βίντεο που υποδηλώνουν ότι οι μεταφορές αυτές έλαβαν χώρα.

Μια προηγούμενη ανάλυση του Αυστραλιανού Ινστιτούτου Στρατηγικής Πολιτικής διαπίστωσε ότι περίπου 80.000 Ουιγούροι είχαν μετακινηθεί από τη Σιντζιάνγκ χρησιμοποιώντας τέτοια προγράμματα.

Η έκθεση του CfA υποδηλώνει ότι οι προμηθευτές της Amazon εμπλέκονται στην ίδια πρακτική. Ο προμηθευτής της, Luxshare Precision, ήταν μία από τις εταιρείες που αρχικά εμπλέκονταν στην καταγγελία κατά της Apple πέρυσι.

Οι οδηγίες της ίδιας της Amazon για τους προμηθευτές αναφέρουν ότι «οι προμηθευτές της Amazon δεν πρέπει να χρησιμοποιούν καταναγκαστική εργασία» και ότι «η Amazon δεν ανέχεται προμηθευτές που διακινούν εργαζόμενους ή εκμεταλλεύονται με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τους εργαζόμενους με απειλή, βία, εξαναγκασμό, απαγωγή ή απάτη».

Ωστόσο, τον Ιούνιο του 2021, η εταιρεία διατήρησε και τις πέντε εταιρείες που αναφέρονται στην έκθεση ως προμηθευτές, ακόμη και όταν οι διασυνδέσεις τους με την καταναγκαστική εργασία δημοσιοποιήθηκαν, σύμφωνα με την έκθεση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ένας έκτος προμηθευτής, ο όμιλος Esquel, παρέμεινε στη λίστα προμηθευτών της Amazon για περισσότερο από ένα χρόνο, αφότου η κυβέρνηση των ΗΠΑ επέβαλε κυρώσεις σε μία από τις θυγατρικές της για χρήση καταναγκαστικής εργασίας στην Κίνα.

Οι προμηθευτές που εμπλέκονται στην καταναγκαστική εργασία είναι υπεύθυνοι για τη δημιουργία προϊόντων για τα ιδιωτικά εμπορικά σήματα της Amazon, όπως τα Amazon Basics και Amazon Essentials.

Το ζήτημα της καταναγκαστικής εργασίας είναι πιθανό να γίνει πιο πιεστικό για την Amazon και παρόμοιες εταιρείες, δεδομένου ότι ο νόμος περί πρόληψης της αναγκαστικής εργασίας των Ουιγούρων, ο οποίος υπεγράφη στα τέλη του 2021, απαγορεύει όλες τις εισαγωγές από τη Σιντζιάνγκ, εκτός εάν ο εισαγωγέας των ΗΠΑ μπορεί να αποδείξει ότι το προϊόν δεν έχει κατασκευαστεί με τη χρήση καταναγκαστικής εργασίας.

Από τον Μάρτιο, η Amazon εξακολουθεί να απαριθμεί στον ιστότοπό της καταστήματα που διαφημίζουν τα προϊόντα τους ως 100% «βαμβάκι Σιντζιάνγκ».

«Ο νόμος για την πρόληψη της αναγκαστικής εργασίας των Ουιγούρων όχι μόνο εξουσιοδοτεί αλλά και κατευθύνει τους τελωνειακούς υπαλλήλους των ΗΠΑ να μην λειτουργούν πλέον με το τεκμήριο της αθωότητας με τις εταιρείες που εισάγουν προϊόντα που συνδέονται με τη Σιντζιάνγκ», δήλωσε η Κούπερσμιθ.

«Σημαντικά στοιχεία δείχνουν ότι η Amazon δεν έχει κάνει ούτε τις πιο βασικές δέουσες κινήσεις. Εάν η Amazon συνεχίσει να αγνοεί αυτό το πρόβλημα, οι τελωνειακοί υπάλληλοι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να παρέμβουν».

Μέχρι στιγμής, η Amazon έχει απορρίψει κάθε ισχυρισμό ότι παραβιάζει νόμους ή ότι χρησιμοποιεί καταναγκαστική εργασία.

«Η Amazon συμμορφώνεται με τους νόμους και τους κανονισμούς σε όλες τις δικαιοδοσίες στις οποίες δραστηριοποιείται και αναμένει από τους προμηθευτές της να τηρούν τα Πρότυπα της Εφοδιαστικής μας Αλυσίδας», δήλωσε εκπρόσωπος της Amazon.

«Λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη τις καταγγελίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με τη χρήση ή την εξαγωγή καταναγκαστικής εργασίας. Κάθε φορά που διαπιστώνουμε ή λαμβάνουμε αποδείξεις για καταναγκαστική εργασία, αναλαμβάνουμε δράση».

Ο εκπρόσωπος δεν απάντησε σε ερώτηση σχετικά με το γιατί ο όμιλος Esquel παρέμεινε στην αλυσίδα εφοδιασμού της Amazon για περισσότερο από ένα χρόνο μετά την επιβολή αμερικανικών κυρώσεων.

Η Luxshare και η Lens Technology δεν απάντησαν μέχρι στιγμής σε αίτημα της Epoch Times για σχολιασμό.