Δύο εξέχοντες Ρεπουμπλικανοί βουλευτές κάλεσαν την κυβέρνηση Τραμπ να ταχθεί υπέρ μιας αγωγής που κατηγορεί την εταιρεία Cisco για συνέργεια σε μια σκληρή δίωξη που λαμβάνει χώρα στην Κίνα.
Σε επιστολή με ημερομηνία 29 Οκτωβρίου, οι Κρις Σμιθ (R-N.J.) και Τζον Μούλεναρ (R-Mich.), πρόεδροι αντίστοιχα της Κοινοβουλευτικής-Εκτελεστικής Επιτροπής για την Κίνα και της Επιτροπής της Βουλής για το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, κάλεσαν την κυβέρνηση να παρέμβει στο Ανώτατο Δικαστήριο ώστε η υπόθεση να φτάσει σε δίκη.
Οι ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ είχαν καταθέσει την αγωγή ήδη από το 2011, υποστηρίζοντας ότι ο τεχνολογικός κολοσσός της Καλιφόρνιας συνέβαλε ουσιαστικά στον σχεδιασμό και την κατασκευή του τεράστιου κινεζικού δικτύου παρακολούθησης. Το δίκτυο αυτό, σύμφωνα με την αγωγή, ενίσχυσε την εκστρατεία εξάλειψης που εξαπέλυσε το καθεστώς κατά της πνευματικής ομάδας το 1999.
Το προϊόν που προέκυψε, γνωστό ως Golden Shield, είναι μια πλατφόρμα που λειτουργεί σε όλη την Κίνα και επιτρέπει στο καθεστώς να εντοπίζει και να παρακολουθεί τους ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ σε πραγματικό χρόνο, καθιστώντας δυνατή τη σύλληψη και τα βασανιστήριά τους, όπως υποστηρίζουν οι ενάγοντες.
Σύμφωνα με την αγωγή, το σύστημα διατηρεί επίσης λεπτομερή προφίλ υπόπτων και γνωστών ασκουμένων, καταγράφοντας στοιχεία όπως τη διεύθυνση, τα μέλη της οικογένειας και τις επαφές τους.
Το Φάλουν Γκονγκ είναι μια πνευματική άσκηση που βασίζεται στις αρχές της αλήθειας, καλοσύνης και ανεκτικότητας, και τη δεκαετία του 1990 είχε προσελκύσει 70 έως 100 εκατομμύρια ασκούμενους. Από την έναρξη των διώξεων, πολλοί έχουν υποστεί αυθαίρετη κράτηση, καταναγκαστική εργασία, βασανιστήρια και ακόμη και θάνατο από εξαναγκαστικές αφαιρέσεις οργάνων.
Οι βουλευτές ανέφεραν ότι η κατηγορία πως «μια αμερικανική τεχνολογική εταιρεία σχεδίασε εξατομικευμένα ένα εργαλείο για να διευκολύνει τη βίαιη δίωξη μιας θρησκευτικής μειονότητας από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ)» είναι εξαιρετικά σοβαρή και ότι οι ενάγοντες αξίζουν την ευκαιρία να αποδείξουν τις καταγγελίες τους.
Η επιστολή τους απευθυνόταν στον Ντ. Τζον Σάουερ, τον επικεφαλής νομικό εκπρόσωπο της κυβέρνησης των ΗΠΑ ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, το οποίο εξετάζει το αίτημα της Cisco να απορρίψει την υπόθεση. Το Δικαστήριο έχει ζητήσει από τον Σάουερ να υποβάλει γραπτό υπόμνημα έως τις αρχές του επόμενου έτους.
Οι Σμιθ και Μούλεναρ υποστήριξαν ότι το επιχείρημα της Cisco, σύμφωνα με το οποίο η αγωγή πλήττει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, «ανατρέπει πλήρως την πραγματικότητα». Όπως επισήμαναν, το Κογκρέσο έχει διαμηνύσει ξεκάθαρα ότι οι αμερικανικές εταιρείες δεν πρέπει να συμμετέχουν σε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράττει το ΚΚΚ.
Υπενθύμισαν μάλιστα μια ακρόαση του Κογκρέσου το 2006, όπου ο Σμιθ και άλλοι βουλευτές είχαν θέσει ερωτήματα σε στέλεχος της Cisco σχετικά με τη χρήση της τεχνολογίας της για την υποστήριξη διώξεων.
Ένα διαφημιστικό έγγραφο της Cisco, που διέρρευσε το 2008, φέρεται να έδειχνε την εταιρεία να προωθεί το έργο Golden Shield για την «παρακολούθηση της ασφάλειας δημόσιων δικτύων», με έναν από τους βασικούς στόχους να είναι «η καταπολέμηση του Φάλουν Γκονγκ».
Μαρτυρίες και διεθνείς αντιδράσεις
Περισσότεροι από δώδεκα ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ, ανάμεσά τους και Αμερικανοί πολίτες, περιέγραψαν στην αγωγή συλλήψεις και σκληρά βασανιστήρια, τα οποία, όπως υποστηρίζουν, κατέστη δυνατά μέσω της τεχνολογίας της Cisco.
Ο Σμιθ δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι η υπόθεση αποτελεί «τραγικό παράδειγμα των πραγματικών συνεπειών που έχει η παραγωγή τεχνολογίας από αμερικανική εταιρεία για το ΚΚΚ — εκτεταμένες διώξεις, παρενοχλήσεις, εκφοβισμούς και βασανιστήρια».
Στην επιστολή τους, οι βουλευτές επικαλέστηκαν και πρόσφατη έρευνα του Associated Press, η οποία αποκάλυψε ότι η Cisco και άλλες αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας παίζουν πολύ μεγαλύτερο ρόλο στην υποβοήθηση παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων απ’ ό,τι είχε γίνει μέχρι σήμερα γνωστό.
Όπως αναφέρεται, «οι αποκαλύψεις αυτές καθιστούν σαφές ότι η δικαστική οδός αποτελεί αναγκαίο μέσο για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με την αμερικανική πολιτική».
Το νομικό σκέλος της υπόθεσης
Το επίκεντρο της υπόθεσης αφορά το κατά πόσο μια αμερικανική εταιρεία, όπως η Cisco, μπορεί να θεωρηθεί νομικά υπεύθυνη όταν παρέχει τεχνολογία που αναπτύχθηκε εντός των ΗΠΑ και χρησιμοποιείται για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εξωτερικό.
Τον Ιούλιο του 2023, το Εφετείο της 9ης Περιφέρειας ανέτρεψε προηγούμενη απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που είχε απορρίψει την υπόθεση, κρίνοντας ότι οι καταγγελίες των εναγόντων ήταν επαρκείς για να προχωρήσει η διαδικασία. Η Cisco επιδιώκει τώρα από το Ανώτατο Δικαστήριο να ακυρώσει αυτή την απόφαση.
Σε δήλωσή της προς την Epoch Times, η Cisco ανέφερε ότι «διατηρεί μακροχρόνια δέσμευση στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για όλους τους ανθρώπους». Η εταιρεία προειδοποίησε πως, αν η απόφαση του 2023 παραμείνει σε ισχύ, «θα ανοίξει ο δρόμος για μαζικές αγωγές κατά αμερικανικών εταιρειών, ακόμη και για νόμιμες εξαγωγές τυποποιημένων προϊόντων και υπηρεσιών».
Η Τέρρι Μαρς (Terri Marsh), εκτελεστική διευθύντρια του Ιδρύματος Νομικών Υποθέσεων Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και επικεφαλής νομική σύμβουλος των εναγόντων, εξέφρασε την ευγνωμοσύνη της προς τους βουλευτές για τη στήριξή τους. Όπως δήλωσε στην Epoch Times, οι Σμιθ και Μούλεναρ «έδειξαν με σαφήνεια πώς η αγωγή κατά της Cisco προωθεί βασικές πολιτικές του Κογκρέσου».
Η Μαρς πρόσθεσε ότι η υπόθεση θα ενισχύσει «τη στάση της κυβέρνησης Τραμπ ενάντια στη χρήση αμερικανικής τεχνολογίας για την υποστήριξη του κινεζικού στρατού και του τεχνολογικά ενισχυμένου αυταρχισμού του Πεκίνου».
Ο Σι Τζινπίνγκ διατήρησε τον τίτλο του ως ανώτατος ηγέτης της Κίνας ύστερα από τη μυστική σύσκεψη των κορυφαίων στελεχών του Κόμματος στο Πεκίνο την περασμένη εβδομάδα. Ωστόσο, όπως υποστηρίζουν αναλυτές, υπάρχουν ενδείξεις ότι η ισχύς του έχει πλέον περιοριστεί, παρά τις προσπάθειες του καθεστώτος να παρουσιάσει το αντίθετο.
Η τετραήμερη συνεδρίαση της Τέταρτης Ολομέλειας, στην οποία συμμετείχαν περισσότερα από 300 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, διεξήχθη σε ένα κλίμα γεμάτο παρασκήνιο —με μαζικές εκκαθαρίσεις στο στρατό, παραγκωνισμό συμμάχων του Σι, ανεξήγητες απουσίες και μια αξιοσημείωτη μετατόπιση των πολιτικών προτεραιοτήτων του Κόμματος.
Παρά το ενιαίο μέτωπο που προσπαθούν να προβάλλουν τα κρατικά μέσα ενημέρωσης της Κίνας, σημάδια εσωτερικών εντάσεων που διέρρευσαν από την άψογα σκηνοθετημένη συνεδρίαση υποδηλώνουν βαθιές ρωγμές στο εσωτερικό του καθεστώτος.
Ο ερευνητής και συγγραφέας του βιβλίου Bully of Asia: Why China’s Dream Is the New Threat to World Order («Ο Εκφοβιστής της Ασίας: Γιατί το Όνειρο της Κίνας αποτελεί τη νέα απειλή για την παγκόσμια τάξη»), Στίβεν Μόσερ (Steven Mosher), εκτίμησε ότι οι ημέρες του Σι στην εξουσία «είναι μετρημένες» και πως ενδέχεται είτε να παραμεριστεί είτε να αποσυρθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Εσωκομματική αναταραχή
Η Τέταρτη Ολομέλεια ξεκίνησε στις 20 Οκτωβρίου, λίγο μετά την αποπομπή εννέα ανώτατων στρατηγών, ανάμεσά τους και του δεύτερου στην ιεραρχία του στρατού, σε μία από τις μεγαλύτερες αναδιαρθρώσεις των ενόπλων δυνάμεων των τελευταίων δεκαετιών.
Όλοι οι αποπεμφθέντες ήταν στρατιωτικοί που είχε προαγάγει προσωπικά ο Σι και αρκετοί εξ αυτών είχαν υπηρετήσει στην πρώην 31η Ομάδα Στρατού της επαρχίας Φουτζιάν, κοντά στην Ταϊβάν, όπου ο Σι είχε εργαστεί επί 17 χρόνια στα πρώτα στάδια της πολιτικής του σταδιοδρομίας.
Η συγκεκριμένη μονάδα είχε συνδεθεί τόσο στενά με τον Σι, ώστε αναλυτές την αποκαλούσαν «οικογενειακό του στρατό». Από τότε που ανέλαβε την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος το 2012, ο Σι τοποθέτησε σε καίριες θέσεις βετεράνους από αυτήν τη μονάδα, ενώ μέσω της εκτεταμένης αντικατασταλτικής του εκστρατείας απομάκρυνε όποιον θεωρούσε απειλή.
Ο Μόσερ σχολίασε ότι δεν έχει λογική ο ίδιος ο Σι, ο οποίος στηρίζεται κυρίως στη δική του φράξια, να αρχίζει να απομακρύνει μέλη αυτής της ίδιας ομάδας.
Παρόμοια άποψη εξέφρασε και ο πολιτικός σχολιαστής Τζέισον Μα (Jason Ma), ο οποίος θεώρησε αδικαιολόγητες τις κινήσεις αυτές. Επεσήμανε την πρόσφατη πτώση του ναυάρχου Μιάο Χουά, στενού προστατευόμενου του Σι, του οποίου η μακρά θητεία στην 31η Ομάδα Στρατού συνέπεσε με τα χρόνια που ο Σι υπηρέτησε στη Φουτζιάν —σχέση που θεωρείται ότι συνέβαλε στην ταχεία άνοδό του.
Ο Μα, μιλώντας στο κινεζόγλωσσο ενημερωτικό του πρόγραμμα του NTD (αδελφό μέσο της εφημερίδας The Epoch Times), σημείωσε ότι κανένας ηγέτης δεν μπορεί να ασκεί εξουσία χωρίς ανθρώπους που υπακούν άμεσα στις εντολές του, και ότι ο Μιάο ήταν ένας τέτοιος παλιός υφιστάμενος που εκτελούσε τις διαταγές του Σι.
Παράλληλα, η αντικατάσταση των μελών της Κεντρικής Επιτροπής που εκδιώχθηκαν προκάλεσε νέα ερωτήματα. Από τους 11 αναπληρωματικούς που προήχθησαν σε τακτικά μέλη, παρακάμφθηκαν επτά που βρίσκονταν υψηλότερα στη σειρά διαδοχής — κάτι που παραβίασε την κομματική παράδοση. Οι περισσότεροι από αυτούς που αγνοήθηκαν ήταν μακροχρόνιοι συνεργάτες του Σι, όπως ο Φανγκ Γιονγκσιάνγκ, καταγόμενος από τη Φουτζιάν, ο οποίος είχε περάσει δεκαετίες στην 31η Ομάδα Στρατού και μέχρι πρόσφατα ηγείτο του Γενικού Γραφείου της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής, ενός κρίσιμου θεσμού που λειτουργεί ως «μάτια και αυτιά» του Σι.
Η αναταραχή στις ανώτερες βαθμίδες του Κόμματος έγινε ακόμη πιο εμφανής όταν δημοσιοποιήθηκε ο κατάλογος των παρόντων μελών. Περίπου ένας στους έξι αξιωματούχους απουσίαζε από την Ολομέλεια —ποσοστό ρεκόρ για τα τελευταία πενήντα χρόνια. Ακόμη και αφού αφαιρέθηκαν οι περιπτώσεις ενός θανάτου και 14 διαγραφών, παρέμεναν 26 μέλη και 16 αναπληρωματικά μέλη αγνώστου τύχης, χωρίς καμία εξήγηση για την απουσία τους, γεγονός που προκάλεσε εικασίες για την πολιτική τους μοίρα.
Σύμφωνα με τον Μα, όσα συμβαίνουν αντικατοπτρίζουν τη σταδιακή αποδυνάμωση της εξουσίας του Σι. Ο ίδιος εκτίμησε ότι μέσα στην έντονη πολιτική διαμάχη, οι στενοί συνεργάτες του Σι χάνουν έδαφος και ο Κινέζος ηγέτης δεν έχει πλέον τη δύναμη να παρέμβει.
Η άνοδος ενός στρατηγού
Αν η επιρροή του Σι μειώνεται, τότε αυτός που φαίνεται να ανεβαίνει είναι ο στρατηγός Τζανγκ Γιουσιά, πρώτος αντιπρόεδρος της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής και επί μακρόν στενός του σύμμαχος.
Οι πατέρες του Σι και του Τζανγκ είχαν πολεμήσει μαζί κατά τη διάρκεια του κινεζικού εμφυλίου πολέμου, και οι δύο άνδρες γνωρίζονται από την παιδική τους ηλικία. Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες, οι σχέσεις τους έχουν επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω διαφωνιών σχετικά με την πολιτική απέναντι στην Ταϊβάν.
Η επανένωση με την Ταϊβάν αποτελεί διαχρονικό στόχο του κινεζικού καθεστώτος, και ο Σι, σε τηλεοπτικό μήνυμα την 1η Ιανουαρίου, είχε χαρακτηρίσει την επανένωση «ιστορική τάση» που «κανείς δεν μπορεί να σταματήσει». Όμως, όπως αποκάλυψαν άτομα κοντά σε ανώτερους στρατιωτικούς αξιωματούχους στην Epoch Times, ο Τζανγκ έχει εκφράσει επανειλημμένα την αντίθεσή του σε ενδεχόμενη εισβολή στην Ταϊβάν, προειδοποιώντας ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να προκαλέσει εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους, οδηγώντας την Κίνα σε έναν δαπανηρό πόλεμο και σε εσωτερικό χάος.
Ο στρατηγός Τζανγκ Γιουσιά, αντιπρόεδρος της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής, μιλά στην έναρξη του Συμποσίου Ναυτικών Δυνάμεων του Δυτικού Ειρηνικού στο Τσινγκντάο, στην επαρχία Σαντόνγκ της Κίνας, στις 22 Απριλίου 2024. (Kevin Frayer/Getty Images)
Σύμφωνα με πηγή που μίλησε στην εφημερίδα υπό τον όρο της ανωνυμίας, ο Σι θεωρεί ότι η στάση του Τζανγκ υπονομεύει το ηθικό του στρατεύματος. Το 2023, ο Σι φέρεται να διέταξε έρευνα στις Δυνάμεις Πυραύλων και στο Τμήμα Ανάπτυξης Εξοπλισμών —υπηρεσίες υπό την εποπτεία του Τζανγκ.
Ο τελευταίος απάντησε με ανακατατάξεις προσωπικού και διερεύνηση στελεχών πιστών στον Σι, όπως ο ναύαρχος Μιάο και ο στρατηγός Χε Γουεϊντόνγκ, ο οποίος τότε ήταν δεύτερος αντιπρόεδρος της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής. Ο Χε, ένας από τους εννέα που καθαιρέθηκαν, είχε διαδραματίσει, σύμφωνα με αξιολόγηση του Πενταγώνου, «καθοριστικό ρόλο» στις ασκήσεις με πραγματικά πυρά γύρω από την Ταϊβάν μετά την επίσκεψη της τότε προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Νάνσι Πελόζι (D-Calif.), τον Αύγουστο του 2022.
Οι εννέα ανώτατοι στρατηγοί που αποπέμφθηκαν στις 17 Οκτωβρίου 2025. (Getty Images, Baidu, Namuwiki, Public Domain, CCTV)
Ο αντικαταστάτης του, Τζανγκ Σενγκμίν, επελέγη ως συμβιβαστική λύση, σύμφωνα με εσωτερικές πηγές. Ως επικεφαλής του στρατιωτικού σώματος κατά της διαφθοράς, ο Τζανγκ Σενγκμίν έχει ανέλθει ταχύτατα στις βαθμίδες της ιεραρχίας υπό την καθοδήγηση του Τζανγκ Γιουσιά και θεωρείται «κεντρώος» και η ασφαλέστερη επιλογή για να ικανοποιήσει και τις δύο πλευρές της συνεχιζόμενης εσωκομματικής διαμάχης.
Περαιτέρω ενδείξεις για την αυξανόμενη επιρροή του Τζανγκ Γιουσιά προέκυψαν κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής παρέλασης του καθεστώτος τον Σεπτέμβριο. Ο στρατηγός εμφανίστηκε στην εξέδρα της πλατείας Τιενανμέν δίπλα σε αποσυρμένους κομματικούς γηραιούς —μια θέση ανώτερη της τυπικής του κατάταξης. Δεδομένων των αυστηρών πρωτοκόλλων που τηρεί το καθεστώς σε τέτοιες περιστάσεις, η εικόνα αυτή ερμηνεύθηκε από πολλούς αναλυτές ως ένδειξη ανόδου της πολιτικής του θέσης.
Ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ (δεξιά) αποδίδει στρατιωτικό χαιρετισμό πριν επιθεωρήσει τα στρατεύματα κατά τη διάρκεια στρατιωτικής παρέλασης για την 80ή επέτειο της νίκης επί της Ιαπωνίας και του τέλους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στην πλατεία Τιενανμέν στο Πεκίνο, στις 3 Σεπτεμβρίου 2025. (Greg Baker/AFP μέσω Getty Images)
Ακόμη ένα ασυνήθιστο γεγονός ήταν η επιλογή του τελετάρχη της παρέλασης. Ενώ παραδοσιακά αυτός ο ρόλος ανατίθεται στον διοικητή του Κεντρικού Θεάτρου Επιχειρήσεων —έναν στρατηγό— φέτος δόθηκε στον χαμηλότερου βαθμού Χαν Σενγκγιάν, στενό συνεργάτη του Τζανγκ Γιουσιά.
Αγώνας ισχύος
Σύμφωνα με μία από τις στρατιωτικές πηγές, η εντεινόμενη πολιτική «εκκαθάριση» έχει εξαλείψει σε μεγάλο βαθμό τη φράξια του Σι και έχει ενισχύσει τη στρατιωτική επιρροή του Τζανγκ Γιουσιά. Ωστόσο, ο Σι εξακολουθεί να διατηρεί το πλεονέκτημα σε άλλους βασικούς κρατικούς μηχανισμούς, όπως είναι το πολιτικό και το προπαγανδιστικό σύστημα.
Οι εντάσεις αυτές αναγνωρίστηκαν και από τις Ηνωμένες Πολιτείες στις 9 Οκτωβρίου, όταν οι κινεζικές αρχές επέκτειναν τους ελέγχους στις εξαγωγές, απαιτώντας πλέον ειδική άδεια για προϊόντα που περιέχουν ακόμη και 0,1 τοις εκατό σπάνιες γαίες κινεζικής προέλευσης.
Στις 12 Οκτωβρίου, ύστερα από προηγούμενη απειλή να ακυρώσει τη συνάντησή του με τον Σι, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έγραψε στην πλατφόρμα TruthSocial: «Μην ανησυχείτε για την Κίνα, όλα θα πάνε καλά», προσθέτοντας ότι ο Σι «απλώς πέρασε μια κακή στιγμή».
Αργότερα, ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσσεντ εξήγησε ότι ο Τραμπ θεωρεί πως η κίνηση της Κίνας για τις σπάνιες γαίες ίσως αποτελεί ένδειξη εσωτερικών διαφωνιών, πιθανότατα από σκληροπυρηνικά στελέχη που, όπως είπε, «προσπαθούν πάντα να υπονομεύσουν τη σχέση» μεταξύ των δύο χωρών.
Ο αναλυτής Σεν Μινγκ Σι (Shen Ming-Shih), ερευνητής του Ινστιτούτου Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας της Ταϊπέι, συμφώνησε ότι η εντολή θα μπορούσε κάλλιστα να έχει προέλθει από τον ίδιο τον Κινέζο ηγέτη. Όπως εξήγησε στην Epoch Times, πρόκειται για «αγώνα εξουσίας και πολιτικό υπολογισμό». Για να διατηρήσει την ισχύ του, είπε, ο Σι δημιουργεί ζητήματα για τους αντιπάλους του και επιχειρεί να δείξει ποιος έχει τον έλεγχο.
Ο Σεν περιέγραψε την κατάσταση ως μια πολιτική «διελκυστίνδα», στην οποία οι σκληροπυρηνικοί, με επικεφαλής τον Σι, τροφοδοτούν τις εντάσεις, ενώ οι μετριοπαθείς προσπαθούν να τις κατευνάσουν.
Παρόμοια άποψη διατύπωσε και ο Γιε Γιαο-γιουάν (Yeh Yao-yuan), πρόεδρος του Τμήματος Διεθνών Σπουδών και Πολιτικών Επιστημών στο University of St. Thomas. Ο ίδιος σημείωσε ότι το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου, το οποίο ανακοίνωσε τα νέα μέτρα για τις εξαγωγές σπάνιων γαιών, θεωρείται συνήθως πιο «μετριοπαθές» από φορείς όπως το υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας —μια πανίσχυρη υπηρεσία πληροφοριών υπό την άμεση επίβλεψη του Σι.
Η επίσημη έδρα του υπουργείου Δημόσιας Ασφάλειας κοντά στην πλατεία Τιενανμέν είναι τυπική· η πραγματική βρίσκεται στην περιφέρεια Χαϊντιέν του Πεκίνου. (維基小霸王/CC)
Υπό τη νέα ηγεσία του Τσεν Γιισίν, στενού έμπιστου του Σι που ανέλαβε τη θέση το 2022, η υπηρεσία έχει επεκτείνει δραματικά την εντολή της και σε κοινωνικά και οικονομικά πεδία, ώστε να ενισχύσει την κομματική πίστη και να ελέγξει κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής.
Ωστόσο, ανεξάρτητα από το ποια φωνή εκφράζει τα νέα μέτρα, το Κόμμα επισήμως «μιλά με μία φωνή» και ποτέ δεν παραδέχεται διαχωρισμούς στο εσωτερικό του, όπως υπογράμμισε ο Γιε στην Epoch Times.
Πορεία προς την αποσύνδεση
Ύστερα από την Τέταρτη Ολομέλεια, τα κρατικά μέσα ενημέρωσης της Κίνας παρουσίασαν με θριαμβευτικούς τόνους την οικονομική πρόοδο της χώρας, με δημοσιογράφους να επαινούν το επίσημο ανακοινωθέν της συνεδρίασης ως την απαρχή ενός «νέου κεφαλαίου του κινεζικού θαύματος».
Ωστόσο, μια προσεκτικότερη ανάγνωση του κειμένου αποκαλύπτει μια πιο ζοφερή εικόνα, σύμφωνα με τους αναλυτές. Αντί να επικεντρώνεται, όπως συνήθως, στην ιδεολογία και τη διακυβέρνηση, το ανακοινωθέν δίνει προτεραιότητα στην αυτάρκεια και την εθνική ασφάλεια.
Καθορίζοντας τους οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους για τα επόμενα πέντε χρόνια, το έγγραφο του Κόμματος αναγνώρισε «βαθιές και περίπλοκες» αλλαγές και αυξανόμενη αβεβαιότητα. Η λέξη «πάλη» —που προέρχεται από τη μαρξιστική θεωρία της ταξικής πάλης ανάμεσα στους καταπιεστές και τους καταπιεζόμενους— εμφανίστηκε τέσσερις φορές, ενώ οι επανειλημμένες αναφορές στην «ασφάλεια» ενίσχυσαν την εντύπωση ότι το μήνυμα του Κόμματος είναι μάλλον αμυντικό παρά θριαμβευτικό.
Κορυφαίος στόχος είναι η τεχνολογική αυτοδυναμία, με τις αρχές να ζητούν «πρωτότυπη καινοτομία» και «ρήξη στα βασικά τεχνολογικά πεδία». Παράλληλα, το έγγραφο τονίζει την ανάγκη για ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης και για μια πιο σταθερή «πραγματική οικονομία», βασισμένη στη βιομηχανική παραγωγή.
Εργαζόμενοι σε γραμμή παραγωγής ινών άνθρακα στο Λιανγιουνγκάνγκ, στην επαρχία Τζιανγκσού της Κίνας, στις 31 Ιουλίου 2025. (STR/AFP μέσω Getty Images)
Ο Σουν Κουο-σιάνγκ (Sun Kuo-hsiang), διευθυντής του Ινστιτούτου Μελετών Ασίας-Ειρηνικού του Πανεπιστημίου Nanhua στην Ταϊβάν, σχολίασε ότι η γλώσσα του ανακοινωθέντος δείχνει πως το καθεστώς πραγματοποιεί μια βαθιά δομική στροφή. Όπως είπε, «η οικονομική και τεχνολογική ασφάλεια αποτελεί τη βάση της εθνικής ασφάλειας». Με τη μείωση των εισαγωγών και της εξάρτησης από ξένη τεχνολογία, το καθεστώς επιδιώκει να προστατευθεί από τους ελέγχους εξαγωγών και τις κυρώσεις της Δύσης.
Ο Σουν πρόσθεσε ότι «η Κίνα προετοιμάζεται για μια μακροχρόνια αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Οι ύμνοι προς την ηγεσία του Σι συνεχίζουν να ρέουν από τα κινεζικά κρατικά μέσα, ενώ, όπως συνηθίζεται, αξιωματούχοι σε όλη τη χώρα οργανώνουν τοπικές «συνεδρίες μελέτης» για να μεταδώσουν στους κατώτερους λειτουργούς το «πνεύμα» της ολομέλειας —μια επίδειξη πίστης τόσο προς το Κόμμα όσο και προς τον ίδιο τον Σι.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον αναλυτή της Κίνας και αρθρογράφο της Epoch Times, Γουάνγκ Χε (Wang He), οι ισχυρισμοί περί ενότητας πιθανόν να κρύβουν την πραγματικότητα. Όπως είπε, «πίσω από τις κλειστές πόρτες αλληλομαχαιρώνονται, αλλά δημόσια υψώνουν τα ποτήρια τους».
Ένας Κινέζος ακτιβιστής, που μίλησε με ψευδώνυμο «Γουάνγκ Χουά» για λόγους ασφαλείας, χρησιμοποίησε μια χαρακτηριστική κινεζική παροιμία για να περιγράψει τη σημερινή κατάσταση: «Είναι σαν ακρίδες δεμένες στο ίδιο σκοινί» — δηλαδή, όπως εξήγησε, «είναι όλοι στην ίδια βάρκα».
Ο σύμβουλος εμπορίου του Λευκού Οίκου Πίτερ Ναβάρο δήλωσε ότι ο κόσμος έχει πλέον συνειδητοποιήσει τις συνέπειες της κυριαρχίας της Κίνας στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Όπως είπε σε εκδήλωση του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων στις 17 Οκτωβρίου, «αυτή είναι η κατάσταση σήμερα· ο κόσμος έχει αλλάξει θεμελιωδώς με βάση όσα έχουμε δει, και δεν θα μείνει πλέον αμέτοχος».
Τα σχόλιά του δείχνουν μια εμφανή μεταστροφή στη διεθνή στάση σε σχέση με την περίοδο που υπηρετούσε στην πρώτη κυβέρνηση Τραμπ. Το 2017, ο Ναβάρο υπήρξε καθοριστικός παράγοντας στην απόφαση της τότε κυβέρνησης να διεξαγάγει εννεάμηνη έρευνα για τη βιομηχανική βάση άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών. Η τελική έκθεση των 146 σελίδων, που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του επόμενου έτους, χαρακτήριζε την Κίνα «σημαντικό και αυξανόμενο κίνδυνο για την προμήθεια υλικών και τεχνολογιών που θεωρούνται στρατηγικής και κρίσιμης σημασίας για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ».
Η έκθεση επεσήμανε ότι, όσον αφορά κρίσιμα ενεργειακά υλικά για πυρομαχικά και πυραύλους, συχνά «δεν υπάρχει άλλη πηγή ή εναλλακτικό υποκατάστατο». Και σε περιπτώσεις όπου υπάρχει τέτοια επιλογή, το κόστος και ο χρόνος είναι αποτρεπτικοί—μερικές φορές φθάνοντας εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια ανά περίπτωση.
Ο Ναβάρο ανέφερε ότι η καθημερινή του ανησυχία ήταν αν οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν επαρκείς ποσότητες μαγνητών, φαρμάκων ή ρουλεμάν—«οτιδήποτε χρειάζεται η χώρα»—επικαλούμενος ότι μια μικρή παράλειψη μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη καταστροφή. Τόνισε ότι «δεν μπορείς να προβάλεις ισχύ αν έχεις παραδώσει την παραγωγή· δεν μπορείς να αποτρέψεις την επιθετικότητα όταν οι αλυσίδες εφοδιασμού σου περνούν μέσα από τα λιμάνια του αντιπάλου· και δεν μπορείς να ηγηθείς του ελεύθερου κόσμου αν δεν μπορείς να παράγεις ό,τι χρειάζεται ο ελεύθερος κόσμος».
Σύμφωνα με τον Ναβάρο, η οικονομική επιθετικότητα του κινεζικού καθεστώτος είναι πλέον αδύνατον να αγνοηθεί. «Η δουλειά μου είναι πολύ ευκολότερη τώρα, γιατί δεν χρειάζεται να πείσω κανέναν πια», σχολίασε, προσθέτοντας ότι «το αξιοσημείωτο είναι πως δεν αφορά μόνο το ζήτημα των μαγνητών ή μόνο εμάς—είναι ολόκληρος ο κόσμος».
Μία εβδομάδα νωρίτερα, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε ανακοινώσει πρόσθετο δασμό 100 τοις εκατό στις εισαγωγές από την Κίνα, επικαλούμενος τους «επιθετικούς» περιορισμούς του Πεκίνου στις σπάνιες γαίες, οι οποίες χρησιμοποιούνται σχεδόν σε όλες τις ηλεκτρονικές συσκευές και το κινεζικό καθεστώς κατέχει σχεδόν μονοπωλιακή θέση. Ο Τραμπ αναγνώρισε ότι οι υψηλοί δασμοί δεν είναι βιώσιμοι μακροπρόθεσμα, ωστόσο σημείωσε πως δεν έχει άλλη επιλογή. Εξήγησε ότι «τον ανάγκασαν να το κάνει», προσθέτοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να επιδιώκουν μια «δίκαιη συμφωνία». Επισήμανε επίσης ότι «η Κίνα μάς εξαπατά από την πρώτη μέρα».
Ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσσεντ επιβεβαίωσε στις 18 Οκτωβρίου ότι θα συναντηθεί με κινεζική αντιπροσωπεία στη Μαλαισία την επόμενη εβδομάδα, προκειμένου να προετοιμαστεί η επικείμενη σύνοδος κορυφής ΗΠΑ–Κίνας στη Νότια Κορέα. Δήλωσε σε δημοσιογράφους, κατά τη διάρκεια διμερούς συνάντησης μεταξύ του Τραμπ και του προέδρου της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «ελπίζουν πως η Κίνα θα δείξει τον ίδιο σεβασμό που δείξαμε εμείς» και εξέφρασε την πεποίθηση ότι ο πρόεδρος Τραμπ, λόγω της σχέσης του με τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, «θα μπορέσει να επαναφέρει τα πράγματα σε καλό δρόμο».
Ο Τραμπ υπογράμμισε ότι οι δασμοί έχουν ενισχύσει τη διαπραγματευτική θέση των Ηνωμένων Πολιτειών και ότι αναμένει από τη σύνοδο «μια συμφωνία επωφελή και για τις δύο πλευρές». Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι «πρέπει να γίνει κατανοητό πως ποτέ δεν πήραμε τίποτα από την Κίνα· για πολλά χρόνια ήταν μονόδρομος».
Ο Μπέσεντ είχε προειδοποιήσει νωρίτερα ότι αν το Πεκίνο αρνηθεί να αποτελέσει αξιόπιστο εμπορικό εταίρο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους ίσως αναγκαστούν να προχωρήσουν σε αποσύνδεση των οικονομιών τους.
Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δείξει ετοιμότητα να συντονιστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες για την αντιμετώπιση της κινεζικής κυριαρχίας στις σπάνιες γαίες. Ο υπουργός Εξωτερικών της Δανίας, Λαρς Ράσμουσεν, δήλωσε ότι «πρόκειται για έναν τομέα κοινού ενδιαφέροντος με τους φίλους μας στις Ηνωμένες Πολιτείες· αν μείνουμε ενωμένοι, μπορούμε να ασκήσουμε πολύ μεγαλύτερη πίεση στην Κίνα ώστε να ενεργήσει δίκαια».
Η εφημερίδα TheEpoch Times αποκάλυψε στις 7 Οκτωβρίου ότι έλαβε φάκελο που περιείχε λευκή σκόνη, προφανώς με σκοπό τον εκφοβισμό της εφημερίδας.
Ο κίτρινος φάκελος περιείχε φύλλο της εφημερίδας και ένα μικρό, διάφανο σακουλάκι Ziploc με λευκή σκόνη.
Η εφημερίδα ειδοποίησε το Αστυνομικό Τμήμα της Νέας Υόρκης, το οποίο παρέλαβε τα αντικείμενα για εξέταση, με τα αποτελέσματα της έρευνας να εκκρεμούν. Ενημερώθηκαν και οι τοπικές αρχές.
Ο φάκελος έφερε επίσημα ταχυδρομικά στοιχεία της Κίνας, γεγονός που υποδηλώνει πως είτε εστάλη απευθείας από την Κίνα είτε επεστράφη από εκεί, τη στιγμή που φιλοκινεζικοί παράγοντες εντείνουν την εκστρατεία στοχοποίησης και απειλών κατά της Epoch Times.
Τους τελευταίους μήνες, Κινέζοι στέλνουν μαζικά απειλητικά μηνύματα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email) σε κυβερνητικούς και κοινωνικούς φορείς εντός ΗΠΑ και παγκοσμίως, χρησιμοποιώντας πλασματικές διευθύνσεις αποστολέα και ονόματα εργαζομένων της εφημερίδας.
Την τελευταία εβδομάδα, Κινέζοι δημιούργησαν και ψεύτικους λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσποιούμενοι ανώτερα στελέχη της Epoch Times, σε μια σαφή διεύρυνση της εκστρατείας στον κυβερνοχώρο.
Ένας τέτοιος λογαριασμός βομβάρδισε κανάλι του YouTube με μηνύματα βίας. Η Τσεν Γουέιγιου, σχολιάστρια πολιτικών θεμάτων και ιδιοκτήτρια καναλιού στο YouTube, ανέφερε: «Τα σχόλια μου τράβηξαν αμέσως την προσοχή γιατί ήξερα το άτομο που υποτίθεται ότι τα έγραψε. Ήταν προφανές πως επρόκειτο για ψεύτικη ανάρτηση».
Η Τσεν απάντησε στα σχόλια, καλώντας τους συνδρομητές της να αναφέρουν τον λογαριασμό-μαϊμού. «Γίνονται ολοένα και πιο επιθετικοί», σημείωσε. «Πιστεύουν ότι είναι απρόσβλητοι, σαν να βρίσκονται υπεράνω του νόμου».
Αυτήν ακριβώς την αίσθηση φαίνεται πως επιχειρούν να μεταδώσουν οι ψηφιακοί δράστες. Τις τελευταίες εβδομάδες, έστειλαν και στιγμιότυπα οθόνης στην Epoch Times με απειλητικά μηνύματα. Μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στις 5 Οκτωβρίου, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Τι μπορείτε να μου κάνετε;», με συνημμένο στιγμιότυπο που δείχνει τη φόρμα επικοινωνίας του Λευκού Οίκου συμπληρωμένη με το email και το τηλέφωνο της Epoch Times.
Λοιποί αποδέκτες είναι η CIA, το υπουργείο Δικαιοσύνης, το FBI, η Εθνική Υπηρεσία Πάρκων, το Κέντρο Κέννεντυ, καθώς και κρατικές και δημόσιες υπηρεσίες στην Ταϊβάν, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Τσεχία και αλλού.
Μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 7ης Οκτωβρίου επισυνάπτει φωτογραφία με το σήμα της νίκης μπροστά από κινεζική σημαία. Σε επόμενο μήνυμα, γράφει: «Αν και με βάση τα τρέχοντα δεδομένα το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας έχει σχεδόν μηδενικές πιθανότητες επιτυχίας, συνεχίζουν να στοιχηματίζουν υπέρ του. Σε κάθε εποχή υπάρχουν άτομα σαν εμένα, και σε αυτήν την ιστορική φάση εγώ παίζω αυτόν τον ρόλο», τονίζοντας πως «παίζουν τα ρέστα τους». Το μήνυμα καταλήγει: «Η τύχη κερδίζεται με ρίσκο».
Η Epoch Times απέρριψε κατηγορηματικά την εκστρατεία εκφοβισμού. Ο Τζάσπερ Φάκερτ, διευθυντής της κινεζόφωνης έκδοσης της εφημερίδας, δήλωσε: «Η Epoch Times καταδικάζει απερίφραστα την εκστρατεία εκφοβισμού που έχει εξαπολύσει το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας. Δεν θα φοβηθούμε και θα συνεχίσουμε την αποστολή μας να παρέχουμε αληθινή και ελεύθερη ενημέρωση στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας».
Ο Κέισι Φλέμμινγκ της Black Ops Partners, εταιρείας κυβερνοασφάλειας με έδρα την Ουάσιγκτον, εξηγεί πως στόχος της επιχείρησης εκφοβισμού είναι η άσκηση ψυχολογικής πίεσης. «Όλα αυτά αποσκοπούν στον εκφοβισμό», ανέφερε στην Epoch Times, περιγράφοντας τις πράξεις ως μέρος ενός ‘πολέμου χωρίς κανόνες’ που διεξάγει χρόνια τώρα το κινεζικό καθεστώς για να προκαλεί εσωτερική φθορά στους εχθρούς του.
«Η ύπαρξη μιας οργάνωσης που αμφισβητεί την κυριαρχία του ΚΚΚ, αποτελεί προσβολή και αποδυναμώνει την εξουσία του τόσο μέσα στην Κίνα όσο και διεθνώς. Πρέπει άμεσα να εξαλείψουν αυτή την προσβολή», συμπλήρωσε.
Στο παρασκήνιο αυτής της επιχείρησης βρίσκεται μία εντεινόμενη προσπάθεια του κινεζικού καθεστώτος να καταπνίξει μια συγκεκριμένη πνευματική ομάδα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στα τέλη του 2022, ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ έδωσε εντολή σε κλειστή σύσκεψη για στοχευμένες ενέργειες εναντίον εταιρειών που ίδρυσαν ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ.
Η πνευματική αυτή άσκηση προσέλκυσε 70 έως 100 εκατομμύρια Κινέζους τη δεκαετία του ’90, ενώ πλέον υφίσταται βάναυση κρατική καταστολή.
Από το 1999, αναρίθμητοι ασκούμενοι έχουν υποστεί αυθαίρετες συλλήψεις, καταναγκαστική εργασία, βασανιστήρια και, σύμφωνα με πλήθος μαρτυριών, μέχρι και θανάτους μέσω εξαναγκαστικών αφαιρέσεων οργάνων. Η Epoch Times ιδρύθηκε το 2000 στην Ατλάντα από ασκούμενους που διέφυγαν των διώξεων στην Κίνα, με στόχο την αποκάλυψη των εγκλημάτων του ΚΚΚ που πλήττουν δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους και παραμένουν υπό αυστηρή λογοκρισία.
Οι κινεζικές αρχές συνέλαβαν δεκάδες από τους πρώτους συνεργάτες της εφημερίδας, καταδικάζοντας αρκετούς έως και σε δεκαετή κάθειρξη.
Σύμφωνα με πολιτικό αναλυτή, ο Σι Τζινπίνγκ εμφανίζεται απογοητευμένος από την αδυναμία των αξιωματούχων του κόμματος να αποτρέψουν τη ραγδαία ανάπτυξη της Epoch Times και του αδελφού μέσου NTD ως πλατφόρμες ενημέρωσης για τα εγκλήματα του ΚΚΚ.
Το 2025, το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ επιβεβαίωσε πολλαπλές κυβερνοεπιθέσεις υπό την καθοδήγηση του Πεκίνου εναντίον της εφημερίδας.
Κρατικά κατευθυνόμενοι κυβερνοπειρατές (χάκερ) υπέκλεψαν τους λογαριασμούς ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του διευθυντή και αντιπροέδρου της εφημερίδας τον Μάιο του 2017. Οι κυβερνοεπιτιθέμενοι έχουν αναλάβει την ευθύνη για σειρά άλλων δράσεων, ανάμεσά τους ψευδείς απειλές για βόμβες σε βιβλιοθήκες της Νέας Υόρκης τον Απρίλιο, που οδήγησαν ακόμα και σε εκκένωση βιβλιοθήκης.
Στόχος αποτελεί και το Shen Yun Performing Arts, καλλιτεχνική ομάδα με έδρα τη Νέα Υόρκη που ιδρύθηκε από ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ και πραγματοποιεί ετήσιες παγκόσμιες περιοδείες παρουσιάζοντας την πολιτιστική κληρονομιά της Κίνας πριν τον κομμουνισμό – συμπεριλαμβάνοντας χορογραφίες που αναπαριστούν τις διώξεις του ΚΚΚ.
Κορυφαία θέατρα ανά τον κόσμο έχουν δεχθεί απειλητικά μηνύματα, με αποτέλεσμα την ακύρωση παραστάσεων υπό την απειλή βίαιων ενεργειών. Έρευνα έχει εντοπίσει την προέλευση κάποιων εκ των μηνυμάτων στη επαρχία Σαανσί, στη βορειοδυτική Κίνα.
Οι αρχές της Ταϊβάν, διερευνώντας τις απειλές εναντίον του Shen Yun, έχουν κατά το παρελθόν ταυτοποιήσει τη Χσιαν, πρωτεύουσα της επαρχίας, ως πιθανή πηγή αποστολής των μηνυμάτων.
Ο Χουάνγκ, διευθυντής της κινεζόφωνης έκδοσης της Epoch Times, υποστηρίζει πως οι κινήσεις φέρουν τα χαρακτηριστικά μίας συντονισμένης εκστρατείας: «Πρόκειται για διακρατική καταστολή του ΚΚΚ. Είναι επιχείρηση συστηματικής υποκλοπής ταυτότητας, με στόχο την πρόκληση τρόμου και χάους».
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών αρνήθηκε ξανά την έκδοση διαπιστεύσεων Τύπου σε αρκετούς δημοσιογράφους από δύο αμερικανικά μέσα ενημέρωσης – την εφημερίδα The Epoch Times και το αδελφό της δίκτυο NTD – ακολουθώντας ένα μοτίβο των τελευταίων δύο δεκαετιών που έχει εγείρει ανησυχίες για κινεζική παρασκηνιακή επιρροή.
Η ανταποκρίτρια της Epoch Times στον Λευκό Οίκο, Έμελ Ακάν, ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη με την ομάδα Τύπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για να καλύψει δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχαν ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, κατά τη διάρκεια της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, στις 22 Σεπτεμβρίου.
Η Ακάν υπέβαλε αίτηση για διαπιστεύσεις μέσω του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και έλαβε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που την ενημέρωνε να παραλάβει την κάρτα Τύπου στη Νέα Υόρκη.
Όταν έφτασε εκεί, στις 22 Σεπτεμβρίου, αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ την ενημέρωσε ότι ο ΟΗΕ είχε απορρίψει την αίτηση, χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία ότι αναγνωρίζει την Epoch Times ως μη κυβερνητική οργάνωση και όχι ως ειδησεογραφικό οργανισμό.
Ο αρχισυντάκτης της Epoch Times, Τζάσπερ Φάκερτ, δήλωσε στις 23 Σεπτεμβρίου ότι η Epoch Times είναι η τέταρτη μεγαλύτερη εφημερίδα στις Ηνωμένες Πολιτείες και πως είναι απαράδεκτο ο ΟΗΕ να υποκύπτει στις λογοκριτικές προσπάθειες του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας (ΚΚΚ) σε αμερικανικό έδαφος. Τόνισε επίσης ότι η εφημερίδα ζητά από τον ΟΗΕ να της παράσχει τις διαπιστεύσεις που χρειάζεται για να επιτελέσει το έργο της, δηλαδή να παρέχει στους αναγνώστες της ακριβή και αμερόληπτη ενημέρωση.
Δύο εργαζόμενοι του NTD στην Ουάσιγκτον – η ανταποκρίτρια του Λευκού Οίκου Μαρί Ότσου και ο εικονολήπτης Τσεν Λέι – δεν έλαβαν καμία επιβεβαίωση αφού υπέβαλαν τις αιτήσεις τους. Εκπρόσωπος του ΟΗΕ είπε τηλεφωνικά στην Ότσου ότι δεν πληροί τις απαιτήσεις, χωρίς να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις.
Εντεινόμενη εκστρατεία στις ΗΠΑ
Η Epoch Times ιδρύθηκε το 2000 στις Ηνωμένες Πολιτείες από Αμερικανοκινέζους ως απάντηση στη λογοκρισία και τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα. Σήμερα αποτελεί ανεξάρτητο μέσο ενημέρωσης που εκδίδεται σε 22 γλώσσες σε 33 χώρες.
Η πρώτη ομάδα στελεχών της Epoch Times στην Κίνα συνελήφθη και βασανίστηκε, με αρκετούς να καταδικάζονται σε ποινές φυλάκισης δέκα ετών. Με την πάροδο των χρόνων, η εφημερίδα αντιμετώπισε επανειλημμένα προσπάθειες του κινεζικού καθεστώτος και των πρακτόρων του να την κλείσουν, οι οποίες περιελάμβαναν επιθέσεις σε δημοσιογράφους και τυπογραφεία στο Χονγκ Κονγκ, καθώς και συχνές κυβερνοεπιθέσεις.
Φύλλα της Epoch Times σε τυπογραφείο στο Νιου Τζέρσεϋ. ΗΠΑ, 23 Ιανουαρίου 2024. (Samira Bouaou/The Epoch Times)
Το 2022, ο ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, καθοδήγησε προσωπικά τις κινεζικές υπηρεσίες ασφαλείας να εντείνουν τη στοχοποίηση της Epoch Times και του NTD, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης εκστρατείας καταστολής στο εξωτερικό, όπως αποκάλυψαν μάρτυρες το 2024.
Τον Μάρτιο του 2024, οι αμερικανικές αρχές άσκησαν διώξεις σε δώδεκα Κινέζους συμβασιούχους κυβερνοεισβολείς και αξιωματούχους επιβολής του νόμου για τη συμμετοχή τους σε πολυετή εκστρατεία κυβερνοεπιθέσεων, στοχεύοντας μεταξύ άλλων και την Epoch Times.
Πιο πρόσφατα, Κινέζοι κυβερνοεισβολείς, παριστάνοντας τους εκπροσώπους της Epoch Times, απείλησαν αμερικανικές ομοσπονδιακές υπηρεσίες.
Ιστορικό παρεμβάσεων στον ΟΗΕ
Το 2019, ο ΟΗΕ είχε απορρίψει την αίτηση της Ακάν να καλύψει υψηλού επιπέδου συνεδριάσεις χωρίς εξήγηση. Όταν εκείνη ζήτησε περαιτέρω διευκρινίσεις με σειρά μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ο ΟΗΕ δεν απάντησε για δύο εβδομάδες· στη συνέχεια, το τμήμα επικοινωνίας του οργανισμού απάντησε από μια γενική διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου χωρίς όνομα, αναφέροντας ότι το μέσο με το οποίο υπέβαλε την αίτηση δεν πληροί τις απαιτήσεις για ειδησεογραφικούς οργανισμούς. Ο υπάλληλος αρνήθηκε να επεκταθεί ή να εξετάσει έφεση, σημειώνοντας ότι οι αιτήσεις εξετάζονται κατά περίπτωση.
Το 2003, μετά από μέρες χωρίς απάντηση, αξιωματούχος Τύπου του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη είπε στο NTD ότι «η πίεση από τους Κινέζους» είχε δημιουργήσει επιπλοκές στην αίτησή του να καλύψει τις εκδηλώσεις της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Γενεύη. Το ίδιο συνέβη και τον Ιούνιο του 2004, όταν αξιωματούχος παραδέχθηκε ότι ο ΟΗΕ είχε δεχθεί τηλεφωνήματα από Κινέζους αξιωματούχους σχετικά με την πρόσβαση του δικτύου στον Τύπο. Μετά από την αρχική απόρριψη, τελικά χορηγήθηκε η διαπίστευση.
Παρά ταύτα, ο ΟΗΕ εμπόδισε και απέρριψε πολλαπλές προσπάθειες του δικτύου να αυξήσει τον αριθμό των δημοσιογράφων του που καλύπτουν τις δραστηριότητές του. Οι δύο ανταποκριτές που είχαν εγκατασταθεί στα γραφεία του ΟΗΕ διαπίστωσαν ότι οι δραστηριότητές τους περιορίζονταν. Αξιωματούχοι Τύπου του ΟΗΕ, επικαλούμενοι παράπονα της κινεζικής αντιπροσωπείας, περιόρισαν την πρόσβασή τους σε εκδηλώσεις όπου παρίσταντο Κινέζοι εκπρόσωποι.
Ευρύτερη κινεζική επιρροή στον ΟΗΕ
Η επιρροή του κινεζικού καθεστώτος στον ΟΗΕ εκδηλώνεται και σε άλλα πεδία. Για χρόνια, ο ΟΗΕ έχει αποκλείσει την Ταϊβάν από τη συμμετοχή της σε φόρουμ, συμπεριλαμβανομένης της Γενικής Συνέλευσης και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων χωρών.
Ο ΟΗΕ έχει επίσης αρνηθεί να αναγνωρίσει δημοσιογράφους από την Ταϊβάν.
Τον Απρίλιο του 2024, ο βουλευτής Κρις Σμιθ (R-N.J.) δήλωσε στην Epoch Times ότι το κινεζικό καθεστώς «μένει ατιμώρητο για τα εγκλήματά του», ενώ παράλληλα χειραγωγεί το σύστημα του ΟΗΕ. Ο Σμιθ πρόσθεσε ότι όπου κι αν κοιτάξει κανείς η κατάσταση είναι κακή και χειροτερεύει, και ότι το Πεκίνο ασκεί ασφυκτικές πιέσεις στον ΟΗΕ για να καλύψει τις ενέργειές του.
Η αίθουσα σύνταξης της Epoch Times στα κεντρικά της γραφεία στη Νέα Υόρκη. (The Epoch Times)
Ο ΟΗΕ δεν ανταποκρίθηκε σε πολλαπλές κλήσεις της Epoch Times σχετικά με την επιρροή του ΚΚΚ στην απόφασή του να αρνηθεί τις διαπιστεύσεις της Ακάν. Εκπρόσωπος του οργανισμού παρέπεμψε την εφημερίδα στο γραφείο διαπιστεύσεων Τύπου, το οποίο δεν είχε απαντήσει μέχρι τη δημοσίευση του άρθρου.
«Η Epoch Times έχει βρεθεί αντιμέτωπη με μια αδιάκοπη εκστρατεία του ΚΚΚ, η οποία επί δεκαετίες στοχεύει τους δημοσιογράφους, τους διαφημιστές και τις εγκαταστάσεις εκτύπωσής της. Θα συνεχίσουμε τη δέσμευσή μας στην ελευθερία του Τύπου», δήλωσε ο Φάκερτ.
Κινέζοι κυβερνοεισβολείς απέστειλαν απειλητικά μηνύματα σε πολλαπλές ομοσπονδιακές υπηρεσίες και στον Λευκό Οίκο, υποστηρίζοντας ότι εκπροσωπούν την εφημερίδα The Epoch Times.
Στις 6 Σεπτεμβρίου, η Epoch Times έλαβε ηλεκτρονικό μήνυμα στα κινεζικά με τίτλο «Δείτε τα στιγμιότυπα, τελειώσατε», στο οποίο οι δράστες ειδοποιούσαν ότι είχαν στείλει τις απειλές. Στην αλληλογραφία υπήρχαν τρία συνημμένα στιγμιότυπα· ένα έδειχνε τη φόρμα «Επικοινωνία» στην ιστοσελίδα του Λευκού Οίκου, όπου είχε δηλωθεί το τηλέφωνο και το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της εφημερίδας. Σχόλιο γραμμένο με πολλά θαυμαστικά ανέφερε ότι οι αποστολείς υποτίθεται πως εκπροσωπούσαν μέλη του Φάλουν Γκονγκ, πνευματικής κοινότητας που διώκεται στην Κίνα, και απειλούσαν με βία κατά του Λευκού Οίκου.
Το μήνυμα περιείχε διατυπώσεις περί ρίψης εμπρηστικών βομβών και εκρηκτικών, με την προειδοποίηση ότι σε περίπτωση επέμβασης θα άνοιγαν πυρ. Οι δράστες ισχυρίζονταν ότι θα μετέδιδαν «ζωντανά αυτό το μεγαλειώδες κατόρθωμα» σε διάφορες πλατφόρμες, μεταξύ των οποίων το YouTube, η Epoch Times και το θυγατρικό της μέσο ενημέρωσης, το τηλεοπτικό κανάλι NTD. Ως αιτία ανέφεραν την «αποτυχία των αρχών να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της διακρατικής καταστολής του Κομμουνιστικού Κόμματος».
Παρόμοιες απειλές φέρεται να εστάλησαν στη CIA, στο υπουργείο Δικαιοσύνης και στην Αστυνομία της Ουάσιγκτον, ενώ σε όλα τα μηνύματα είχε χρησιμοποιηθεί διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Epoch Times. Σε σχόλιο στα κινεζικά, ο αποστολέας, που δήλωνε ότι βρισκόταν στην πόλη Σι’αν της επαρχίας Σαανσί στην Κίνα, ρωτούσε προκλητικά «Τι μπορείτε να μου κάνετε;».
Η έκδοση της Epoch Times του Χονγκ Κονγκ, της 17ης Σεπτεμβρίου 2024. (Kiri Choy/The Epoch Times)
Η Epoch Times ιδρύθηκε το 2000 στην Ατλάντα από ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ, με σκοπό να προσφέρει αξιόπιστη ενημέρωση για την Κίνα, όπου τα ΜΜΕ λειτουργούν υπό καθεστώς αυστηρής λογοκρισίας. Στο επίκεντρο της δημοσιογραφικής της δραστηριότητας βρίσκονται οι καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της εκστρατείας εξάλειψης του Φάλουν Γκονγκ από το κινεζικό καθεστώς, το οποίο εναντιώνεται στις αρχές της αλήθειας, της καλοσύνης και της ανεκτικότητας στις οποίες βασίζεται η πρακτική.
Ο αρχισυντάκτης της κινεζόφωνης έκδοσης της εφημερίδας, Χουάνγκ Γουαντσίνγκ, δήλωσε ότι τα μηνύματ ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των δραστών παραπέμπουν ευθέως σε μεθόδους εκφοβισμού που εφαρμόζουν πράκτορες του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας και οι εντολοδόχοι τους. Υπογράμμισε ότι η εφημερίδα καταδικάζει την προσπάθεια των δραστών να σπείρουν τον τρόμο.
Το πλαίσιο μιας ευρύτερης εκστρατείας
Οι απειλητικές ενέργειες εντάσσονται, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, σε μια γενικότερη εκστρατεία του κινεζικού καθεστώτος. Το 2024, πολιτικός πληροφοριοδότης αποκάλυψε οδηγία που είχε εκδοθεί το 2022 από τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ για την παγκόσμια καταστολή του Φάλουν Γκονγκ, με κύριους στόχους τις εταιρείες που ίδρυσαν ασκούμενοι. Ο Σι είχε εκφράσει ιδιαίτερη ενόχληση για τα διεθνή ΜΜΕ, τα οποία χαρακτήρισε βασική «εχθρική δύναμη» στον αγγλόφωνο κόσμο.
Λίγο μετά την οδηγία, δύο Κινέζοι πράκτορες προσπάθησαν να δωροδοκήσουν την αμερικανική φορολογική υπηρεσία IRS ώστε να ξεκινήσει έρευνα κατά της καλλιτεχνικής ομάδας Shen Yun Performing Arts, που επίσης ιδρύθηκε από μέλη του Φάλουν Γκονγκ. Το σχέδιο απέτυχε, οι δύο άνδρες συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση.
Το Shen Yun, το οποίο προβάλλει «την Κίνα πριν τον κομμουνισμό», έχει δεχθεί επίσης μαζικά παρενοχλητικά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από ύποπτους Κινέζους πράκτορες. Κατά τη διάρκεια περιοδειών του, θιασώτες του καθεστώτος πιέζουν θέατρα να ακυρώσουν παραστάσεις, απειλώντας με βίαιες πράξεις όπως ένοπλες και βομβιστικές επιθέσεις. Τον Φεβρουάριο, μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου οδήγησε στην εκκένωση του Kennedy Center στην Ουάσιγκτον λίγες ώρες πριν από την πρεμιέρα της παράστασης του Shen Yun, πράξη που ο Λευκός Οίκος καταδίκασε.
Καταγεγραμμένα περιστατικά και προειδοποιήσεις
Το τελευταίο έτος, το Κέντρο Πληροφόρησης Φάλουν Ντάφα έχει καταγράψει περισσότερα από 130 περιστατικά απειλών κατά του Shen Yun και του Φάλουν Γκονγκ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ψευδείς απειλές για βόμβες και ένοπλες επιθέσεις. Στο στόχαστρο βρέθηκαν τόσο οι καλλιτέχνες και οι εγκαταστάσεις εκπαίδευσης όσο και Αμερικανοί νομοθέτες που έχουν εκφράσει δημόσια την υποστήριξή τους στο Φάλουν Γκονγκ. Ωστόσο, καμία από τις απειλές δεν έχει υλοποιηθεί.
Τον Ιανουάριο, το Κέντρο είχε προειδοποιήσει για άνοδο «κακόβουλης πλαστοπροσωπίας ασκούμενων του Φάλουν Γκονγκ», τόσο σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης όσο και μέσω μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς δημόσιους φορείς και εκλεγμένους αξιωματούχους. Τόνιζε ότι δημοσιογράφοι, αρχές επιβολής του νόμου και άλλοι πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί σε «περίεργα, βίαια ή ύποπτα μηνύματα» που παρουσιάζονται ως αποσταλμένα από ασκούμενους ή πρόσωπα που συνεργάζονται με το Shen Yun.
Ο εκτελεστικός διευθυντής του Κέντρου, Λήβαϊ Μπράουντ, εξέφρασε την ανησυχία ότι το καθεστώς ή οι εντολοδόχοι του ενδέχεται να προετοιμάζουν σοβαρότερο, ακόμη και βίαιο, περιστατικό χρησιμοποιώντας ψευδείς ταυτότητες ασκούμενων. Σκοπός, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι να ενταθούν οι τακτικές δυσφήμησης και να στραφεί η κοινή γνώμη στις Ηνωμένες Πολιτείες και διεθνώς κατά του Φάλουν Γκονγκ. Ο Μπράουντ σημείωσε ότι πρόκειται για «κατάφωρες και προκλητικές προσπάθειες» του Πεκίνου να εμφανίσει τους ασκούμενους ως ακραίους ή παράλογους, κάτι που δείχνει, όπως είπε, την απελπισία στην οποία έχει περιέλθει το καθεστώς.
Σε προηγούμενη έρευνα παρόμοιων περιστατικών στην Ταϊβάν, οι αρχές διαπίστωσαν ότι οι δράστες δρούσαν από την Κίνα, χρησιμοποιώντας εικονικά ιδιωτικά δίκτυα (VPN) για να αποκρύψουν την τοποθεσία τους. Το Γραφείο Εγκληματολογικών Ερευνών της Ταϊβάν ανακοίνωσε ότι η διακλαδική έρευνά του εντόπισε ότι τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προέρχονται από τη Σι’αν.
Το σοκ και το πένθος χτύπησαν τη 19χρονη Χαν Γιου τη στιγμή που μπήκε σε ένα δωμάτιο γεμάτο αστυνομικούς. Στο κέντρο του πλήθους βρισκόταν το άψυχο σώμα του πατέρα της, ο οποίος απολάμβανε άριστη υγεία μέχρι πριν από δύο μήνες, όταν οι κινεζικές αρχές τον έκλεισαν στη φυλακή.
Παρά το μακιγιάζ, τα ίχνη της ταλαιπωρίας διακρίνονταν καθαρά. Έλειπε ιστός κάτω από το αριστερό του μάτι και υπήρχαν μώλωπες γύρω από το πιγούνι του. Μαύρες ραφές κατέβαιναν από τον λαιμό του στο σώμα του.
Όταν η νεαρή προσπάθησε να ξεκουμπώσει τα ρούχα τού πατέρα της για να δει το μέγεθος της τομής, οι αστυνομικοί την έσπρωξαν βίαια έξω, ουρλιάζοντας. Μερικοί συγγενείς πρόλαβαν να σηκώσουν το πουκάμισό του και είδαν την τομή να φτάνει ως την κοιλιά. Πίεσαν την περιοχή. Δεν υπήρχαν όργανα. Ήταν γεμάτη πάγο. «Τι έκαναν με τα όργανα;»
Είκοσι ένα χρόνια αργότερα, το ίδιο αίσθημα φρίκης αναζωπυρώθηκε όταν η Χαν άκουσε τον διάλογο μεταξύ του Κινέζου ηγέτη Σι Τζινπίνγκ και του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν που κατέγραψε «ανοιχτό μικρόφωνο», ο οποίος αφορούσε τις διαδοχικές μεταμοσχεύσεις οργάνων που προσφέρουν μακροζωία.
«Παλιά, οι άνθρωποι σπάνια έφταναν τα 70. Σήμερα, στα 70 είσαι ακόμα παιδί», σχολίασε ο Σι, κατά τη διάρκεια της μεγάλης στρατιωτικής παρέλασης για την επέτειο της λήξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 3 Σεπτεμβρίου, στο Πεκίνο.
Ο Πούτιν απάντησε μέσω του διερμηνέα του: «Με την πρόοδο της βιοτεχνολογίας, τα ανθρώπινα όργανα μπορούν να αντικαθίστανται συνεχώς, επιτρέποντάς μας να γινόμαστε όλο και νεότεροι. Ίσως και να φτάσουμε στην αθανασία. Υπολογίζεται ότι σε αυτόν τον αιώνα ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει έως τα 150», είπε λίγο πριν χαθεί το ηχητικό της ζωντανής σύνδεσης.
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν μαζί με τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ, τον Βορειοκορεάτη ηγέτη Κιμ Γιονγκ Ουν και τον Πακιστανό πρωθυπουργό Σεμπάζ Σαρίφ, πριν από την στρατιωτική παρέλαση για τον εορτασμό της 80ής επετείου της νίκης επί της Ιαπωνίας και του τέλους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στην πλατεία Τιενανμέν, στο Πεκίνο, στις 3 Σεπτεμβρίου 2025. (Alexander Kazakov/Pool/AFP μέσω Getty Images)
Έχουν περάσει χρόνια από τότε που διεθνείς ερευνητές, όπως το China Tribunal, κατηγόρησαν επισήμως το κινεζικό καθεστώς ότι εμπλέκεται σε μακάβριο εμπόριο μοσχευμάτων που προέρχονται από κρατουμένους συνείδησης, από τους οποίους τα αφαιρεί χωρίς τη συναίνεσή τους και με αποτέλεσμα τον θάνατό τους.
Πολλά από τα θύματα, όπως ο πατέρας της Χαν, επιλέγονται εξαιτίας της πνευματικής διαλογιστικής πρακτικής που ασκούν, η οποία αποκαλείται Φάλουν Γκονγκ ή Φάλουν Ντάφα και έχει ως βασικές της αρχές την αλήθεια, την καλοσύνη και την ανεκτικότητα.
«Μετά από αυτό που έκαναν οι αρχές στον πατέρα μου, το να ακούω τον ανώτατο ηγέτη της Κίνας να μιλά για αέναη αντικατάσταση οργάνων ήταν συγκλονιστικό και ανατριχιαστικό», λέει η Χαν στην εφημερίδα The Epoch Times.
«Από τα λεγόμενά του, φαίνεται να υπονοεί ότι υπάρχει άφθονη προσφορά οργάνων σε αναμονή. Αναρωτιέμαι πόσοι ακόμα άνθρωποι σαν τον πατέρα μου θα χάσουν τη ζωή τους;»
Η μαύρη αγορά αφαίρεσης οργάνων ανθούσε στην Κίνα ήδη από τη δεκαετία του 1990. Με τις ευλογίες των αρχών, οι γιατροί αφαιρούσαν τα όργανα των εκτελεσμένων για μεταμοσχεύσεις.
Όμως από την αρχή της νέας χιλιετίας και την έναρξη της πανεθνικής καταστολής του Φάλουν Γκονγκ, η βιομηχανία αυτή επεκτάθηκε.Ο Κρις Σμιθ, μέλος του Κογκρέσου και σταθερός πολέμιός της από το 1998, έχει επανειλημμένα επιστήσει την προσοχή στον υπερβολικά σύντομο χρόνο αναμονής για οποιοδήποτε μόσχευμα στην Κίνα, κάτι που προσελκύει ενδιαφερόμενους από όλον τον κόσμο.
«Μπορείς να αποκτήσεις όργανο σε μια βδομάδα, γιατί ‘απλώς’ σκοτώνουν κάποιον που ταιριάζει στα αντιγόνα και στα άλλα δεδομένα σου, ώστε να μη σημειωθεί απόρριψη», είχε αναφέρει ο Σμιθ παλαιότερα στην Epoch Times. «Δεν έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο, εκτός από τη ναζιστική Γερμανία. Αυτό ακριβώς έχουμε εδώ: ναζιστικές πρακτικές».
Η Χαν είναι μια από τις δύο γυναίκες που μίλησαν στην Epoch Times για την απώλεια του πατέρα τους και την κλοπή των οργάνων τους από τις κινεζικές αρχές.
Η Χαν Γιου, της οποίας ο πατέρας, Χαν Τζουνκίνγκ, ασκούμενος του Φάλουν Γκονγκ, δολοφονήθηκε στην Κίνα λόγω της πίστης του, μίλησε στην Epoch Times για τα περιστατικά που συνδέονται με την απώλειά του. Νέα Υόρκη, 7 Σεπτεμβρίου 2025. (Samira Bouaou/The Epoch Times)
Οι αφηγήσεις τους παρουσιάζουν κοινά στοιχεία: αιφνίδιος θάνατος, έντονη παρουσία της αστυνομίας, εμφανείς τραυματισμοί, βιαστική αποτέφρωση και αδιαπέραστο τείχος σιωπής απέναντι στα ερωτήματα της οικογένειας.
Ο πατέρας της Τζιανγκ Λι πέθανε τον Ιανουάριο του 2009, λιγότερο από 24 ώρες αφότου η οικογένειά του τον είχε δει σε σπάνια επίσκεψη στο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας του Τσονγκτσίνγκ, στη νοτιοδυτική Κίνα.
Ήταν στα μισά της μονοετούς ποινής που εξέτιε για την πίστη του και έκλαιγε μαθαίνοντας ότι στη σύζυγό του επιβλήθηκε νέα οκταετής καταδίκη – εξ ου και η απουσία της από τη συνάντηση.
Οι φύλακες άφησαν τους συγγενείς να περιμένουν επί ώρες προτού τους οδηγήσουν στο γραφείο τελετών. Εκεί, εργαζόμενος του νεκροτομείου τούς είπε τους κανόνες: απαγόρευση κινητών, φωτογραφιών και κάθε επικοινωνίας ή καταγραφής. Ο χρόνος επίσκεψης ήταν πέντε λεπτά, ούτε λεπτό περισσότερο, όπως περιγράφει η Τζιανγκ σε αναφορά της που απέστειλε στις κινεζικές αρχές, ζητώντας δικαίωση, και την οποία μοιράστηκε με την Epoch Times.
Όταν είδαν το σώμα του πατέρα της Τζιανγκ να βγαίνει από το ψυγείο του νεκροτομείου, έτρεξαν κοντά. «Το πρόσωπο, το στήθος και τα πόδια του ήταν ζεστά όταν τα ακουμπήσαμε», γράφει η Τζιανγκ στην αναφορά της.
«Ο μπαμπάς δεν είναι νεκρός. Είναι ζωντανός!», αναφώνησε η αδερφή της. Πανικόβλητοι, περίπου 24 αστυνομικοί και φύλακες έσπρωξαν την οικογένεια έξω, τραυματίζοντας το χέρι της Τζιανγκ.
«Το νοσοκομείο έχει εκδώσει πιστοποιητικό θανάτου», είπε μια υπάλληλος, όπως σημειώνει η αναφορά. Η επίσημη αιτία (οξύ καρδιακό επεισόδιο) δεν έπεισε κανέναν στην οικογένεια. Η νεκροψία, που πραγματοποιήθηκε χωρίς τη συγκατάθεση της οικογένειας, έδειξε τρία σπασμένα πλευρά – οι αρχές δήλωσαν πως ήταν αποτέλεσμα ανάνηψης.
Ένας αξιωματούχος της εισαγγελίας του Τσόνγκτσινγκ τούς είπε ότι τα όργανα του πατέρα τους έγιναν ιατρικά δείγματα.
Η Χαν Γιου κρατά μια φωτογραφία του πατέρα της, Χαν Τζουνκίνγκ, ασκούμενου του Φάλουν Γκονγκ, για τον οποίο υποψιάζεται ότι πέθανε όταν αφαιρέθηκαν τα όργανά του σε νοσοκομείο της Κίνας, όπου διωκόταν για την πίστη του. Νέα Υόρκη, 7 Σεπτεμβρίου 2025. (Samira Bouaou/The Epoch Times)
«Πήραν τα όργανα», δηλώνει στην Epoch Times η Τζιανγκ. «Μπορούν να πουν ό,τι θέλουν. Πώς θα μάθουμε τι τα έκαναν; Υπάρχουν τόσες ερωτήσεις – είμαστε υποχείριο στα χέρια τους».
Ο πατέρας της Χαν πέθανε το 2004. Για πολύ καιρό η Χαν αδυνατούσε να κατανοήσει τον θάνατό του. Ονειρευόταν συχνά τον πατέρα της και ξυπνούσε με κλάματα.
Το 2006, η Epoch Times έφερε στο φως το ζήτημα των εξαναγκαστικών αφαιρέσεων οργάνων στην Κίνα, χάρη σε μαρτυρίες ανθρώπων που είχαν βρεθεί πολύ κοντά στα γεγονότα.
Μία από αυτές προήλθε από μια γυναίκα που εργαζόταν σε νοσοκομείο της βορειανατολικής Κίνας, η οποία κατέθεσε πως ο χειρουργός σύζυγός της είχε αφαιρέσει κερατοειδείς από ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ. Η Χαν ανακάλυψε τα γεγονότα έναν χρόνο αργότερα – σερφάροντας στο διαδίκτυο, έπεσε πάνω σε σχετική ανάρτηση για τις εξαναγκαστικές αφαιρέσεις οργάνων.
Όπως αφηγήθηκε στην Epoch Times, το σώμα της άρχισε να τρέμει καθώς διάβαζε. Θυμήθηκε τον πατέρα της και τη μακριά τομή στο σώμα του, κι άρχισε να κλαίει.Έκλαιγε για ώρες εκείνο το βράδυ, ώσπου έχασε τις αισθήσεις της.
Ελάχιστα μπορούν να κάνουν οι οικογένειες εντός Κίνας. Η Τζιανγκ προσπαθούσε επί έξι χρόνια να αποδοθεί δικαιοσύνη για τον θάνατο του πατέρα της. Το μόνο που έλαβε όμως ήταν αντίποινα από το καθεστώς· έχασε τη δουλειά της, ενώ η άρνηση της οικογένειας να δεχτεί εξωδικαστικό συμβιβασμό και τα επίμονα αιτήματά τους στην ανώτατη ηγεσία στο Πεκίνο προκάλεσαν συλλήψεις, ξυλοδαρμούς και συνεχή αστυνομική παρενόχληση.
Σε συνάντηση με δύο δικηγόρους, περίπου 24 αστυνομικοί εισέβαλαν, ακινητοποίησαν και πέρασαν χειροπέδες στους νομικούς, που στη συνέχεια βασανίστηκαν και ανακρίθηκαν στο αστυνομικό τμήμα. «Ο ένας βγήκε με κοψίματα στους καρπούς και αίμα στο τύμπανο του αυτιού του από επανειλημμένα χαστούκια. Τον δεύτερο τον έκλεισαν σε μεταλλικό κλουβί με τα χέρια αλυσοδεμένα ψηλά, ώσπου πρήστηκαν και μούδιασαν», αφηγήθηκαν δικηγόροι στην Epoch Times.
«Είμαστε στο έλεός τους», λέει η Τζιανγκ. «Δεν μπορούμε να ελέγξουμε ούτε τη δική μας ζωή».
Φωτογραφία της οικογένειας Τζιανγκ στην Κίνα, το 1997. (Ευγενική παραχώρηση της Τζιανγκ Λι)
Ένα ερώτημα για τον κόσμο
Η συνομιλία μεταξύ Σι και Πούτιν προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση και έφερε ξανά στο φως το ζήτημα της αφαίρεσης οργάνων – προς μεγάλη δυσαρέσκεια του καθεστώτος.
Η επίμαχη συνομιλία, που μεταδόθηκε ζωντανά από τα κινεζικά κρατικά δίκτυα σε δισεκατομμύρια θεατές, εξαφανίστηκε από το αυστηρά λογοκριμένο κινεζικό διαδίκτυο. Κάποιος χρήστης κοινωνικών δικτύων διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να στείλει στο εσωτερικό της Κίνας ούτε καν μήνυμα με τη λέξη «μακροζωία».
Επιπλέον, μέσω δικηγόρου, το κρατικό δίκτυο CCTV της Κίνας ανακάλεσε την άδεια του Reuters για τη μετάδοση του σχετικού αποσπάσματος, υποστηρίζοντας ότι το πρακτορείο υπερέβη τα όρια της συμφωνίας και παραποίησε τα γεγονότα.
«Αυτά τα μέτρα δείχνουν φόβο», επισημαίνει η Τζιανγκ. «Ποια παραποίηση; Λόγια δικά τους είναι. Και οι εξαναγκαστικές αφαιρέσεις οργάνων είναι πραγματικότητα».
Η συζήτηση και η διεθνής απήχησή της φάνηκαν σουρεαλιστικές στις δύο γυναίκες. Όπως επισημαίνουν, οι δηλώσεις των εμπλεκόμενων ηγετών απηχούν μια απαξίωση για την ανθρώπινη ζωή – και αυτή ακριβώς είναι η επισφαλής μοίρα κάθε πολίτη που τελεί υπό την εξουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας.
Η Τζιανγκ Λι κρατά μια φωτογραφία του πατέρα της, Τζιανγκ Σιτσίνγκ, επίσης ασκούμενου του Φάλουν Γκονγκ, για τον οποίο υποψιάζεται ότι πέθανε όταν αφαιρέθηκαν τα όργανά του σε νοσοκομείο της Κίνας, όπου διωκόταν για την πίστη του. Νέα Υόρκη, 7 Σεπτεμβρίου 2025. (Samira Bouaou/The Epoch Times)
Όμως η απροσδόκητη αποκάλυψη της συνομιλίας των Σι και Πούτιν έδωσε ελπίδα στη Τζιανγκ: «Μοιάζει μοιραίο. Για χρόνια αισθανόμουν ανήμπορη μπροστά στην πανίσχυρη εξουσία. Ίσως όμως αυτή να είναι μια ευκαιρία να ενημερωθεί ο κόσμος για τις εξαναγκαστικές αφαιρέσεις οργάνων. Αν άνθρωποι με καρδιά ακούσουν τι συμβαίνει, ίσως αποφασίσουν να δράσουν. Θα παραμείνουν αδρανείς ή θα ενωθούν για να το σταματήσουν;»
Μικρόφωνο που είχε μείνει ανοιχτό κατέγραψε τους ηγέτες της Κίνας και της Ρωσίας, Σι Τζινπίνγκ και Βλαντίμιρ Πούτιν να συζητούν καθώς περπατούσαν, στις 3 Σεπτεμβρίου, για την αύξηση του προσδόκιμου ζωής μέσω μεταμοσχεύσεων οργάνων, φτάνοντας ακόμη και το ενδεχόμενο προέκτασης του βίου έως τα 150 χρόνια.
Η ιδιότυπη αυτή συνομιλία μεταδόθηκε ζωντανά από τα κινεζικά κρατικά μέσα ενημέρωσης σε δισεκατομμύρια θεατές, προκαλώντας διεθνή αίσθηση.
Όπως σημειώνει το China Watcher, το περιστατικό σημειώθηκε την ώρα που «ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ και ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν ανέβαιναν στο βάθρο της Τιεν Αν Μεν για τη μεγάλη στρατιωτική παρέλαση της επετείου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου».
Λίγο νωρίτερα, ο Πούτιν είχε σχολιάσει, χειρονομώντας χαρακτηριστικά: «Με την πρόοδο της βιοτεχνολογίας, τα ανθρώπινα όργανα μπορούν να μεταμοσχεύονται συνεχώς, επιτρέποντάς μας να γινόμαστε όλο και νεότεροι, ίσως ακόμα και να αγγίξουμε την αθανασία».
«Παλαιότερα, λίγοι ξεπερνούσαν τα 70, ενώ σήμερα, στα 70 θεωρείσαι ακόμη παιδί», μετέφρασε η διερμηνέας τα λόγια ενός εκ των ηγετών, πριν χαθεί ο ήχος, καθώς προσέθετε: «Οι προβλέψεις λένε πως αυτόν τον αιώνα είναι πιθανό να ζούμε ως τα 150».
Ο Σι Τζινπίνγκ και ο Βλαντιμίρ Πούτιν είναι αμφότεροι 72 ετών.
Ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Μάικ Τζόνσον, αντέδρασε έντονα σε αυτή τη συζήτηση, δηλώνοντας: «Έχω ακούσει φρικτές ιστορίες για αυτές τις μεταμοσχεύσεις οργάνων στην Κίνα, ότι τα αφαιρούν από άκοντες δότες, για να το θέσω όσο πιο ήπια γίνεται».
Ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Μάικ Τζόνσον (Ρεπουμπλικανός από τη Λουιζιάνα) μιλά στο Καπιτώλιο. Ουάσιγκτον, 3 Σεπτεμβρίου 2025. (Madalina Kilroy/The Epoch Times)
Τόνισε ότι το περιστατικό με το ανοιχτό μικρόφωνο «είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικό. Δείχνει τη θεμελιώδη τους αντίληψη για τον κόσμο, που διαφέρει ριζικά από τη δική μας».
Η αναφορά στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής έως τα 150 χρόνια είχε καταγραφεί ήδη από το 2019 σε βίντεο από το μεγαλύτερο στρατιωτικό νοσοκομείο της Κίνας, όπου παρουσιαζόταν ότι «οι Κινέζοι ηγέτες ζουν κατά μέσο όρο ως τα 88, πολύ περισσότερο από τους Δυτικούς ομολόγους τους». Το ίδιο βίντεο τόνιζε: «Βασικό γνώρισμα του συστήματος υγείας είναι η αποκατάσταση της λειτουργικότητας των οργάνων».
Οι ανησυχίες αναζωπυρώθηκαν το 2023, όταν στην αναγγελία θανάτου του πρώην αναπληρωτή υπουργού Πολιτισμού, Γκάο Ζανσιάνγκ, αναφερόταν ότι «είχε αντικαταστήσει πολλά όργανα στο σώμα του, παλεύοντας σθεναρά με την ασθένειά του, τόσο που ο ίδιος δήλωνε πως πολλά μέρη του σώματός του δεν του ανήκουν πλέον».
Το ζήτημα της προέλευσης των οργάνων παραμένει σκοτεινό. Το 2006, μάρτυρες κατήγγειλαν στην Epoch Times «μαζικές εκτελέσεις κρατουμένων συνείδησης και την αφαίρεση των οργάνων τους, σε μυστικές εγκαταστάσεις». Όπως περιέγραφαν, «γιατροί αφαιρούσαν όργανα, όπως κερατοειδείς, και στη συνέχεια έκαιγαν τα πτώματα για να εξαφανίσουν τα ίχνη».
Γιατροί μεταφέρουν φρέσκα όργανα για μεταμόσχευση σε νοσοκομείο στην επαρχία Χενάν. Κίνα, 16 Αυγούστου 2012. (Στιγμιότυπο οθόνης από το Sohu.com)
Παρά την καθιέρωση επίσημου συστήματος δωρεάς οργάνων το 2015, πολλοί ειδικοί θεωρούν αλλοιωμένα τα σχετικά στατιστικά στοιχεία. Μελέτη του 2019 στο περιοδικό BMC Medical Ethics ανέφερε: «Τα κινεζικά στατιστικά διαφέρουν αισθητά από τα στοιχεία πενήντα άλλων χωρών, ταιριάζοντας ύποπτα με ένα μαθηματικό πρότυπο. Η μόνη εξήγηση είναι η χειραγώγηση των δεδομένων».
Το ανεξάρτητο Δικαστήριο για την Κίνα (China Tribunal) κατέληξε το 2019 ότι η εξαναγκαστική αφαίρεση οργάνων συνεχίζεται μαζικά στη χώρα, πλήττοντας κυρίως την κοινότητα του Φάλουν Γκονγκ, Ουιγούρους, Θιβετιανούς και χριστιανούς των υπόγειων εκκλησιών.
Τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και εμπειρογνώμονες του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν εκφράσει την ανησυχία τους, ενώ στις ΗΠΑ έχουν ψηφιστεί νόμοι για την επιβολή κυρώσεων κατά παντός υπευθύνου για τις καταχρηστικές μεταμοσχεύσεις οργάνων στην Κίνα.
Ο Μάικ Τζόνσον υπογράμμισε: «Αν οι ηγέτες τους το συζητούν ανοιχτά, οφείλουμε να ανησυχούμε πολλαπλώς», επισημαίνοντας ότι η αφαίρεση οργάνων στοχεύει ιδιαίτερα θρησκευτικές μειονότητες υπό δίωξη.
Συμπλήρωσε: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υπερασπιστούν την ηθική και τις αρχές μας και θα εναντιωθούν σε αυτές τις πρακτικές».
Κατέληξε λέγοντας: «Υπάρχει ήδη νομοθετική πρωτοβουλία που αντιμετωπίζει το ζήτημα και ίσως πρέπει να αποτελέσει πρώτη προτεραιότητα, αν πράγματι αυτά συμβαίνουν».
«Ατυχείς» και «απαράδεκτες» χαρακτήρισε τις απειλές που εξαπέλυσε πρώην διοικητής του Χονγκ Κονγκ κατά ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ που βρίσκονταν σε πάρκο του Ελσίνκι, η υπουργός Εξωτερικών της Φινλανδίας Ελίνα Βάλτονεν.
«Η Φινλαδία είναι μία ανοικτή κοινωνία, στην οποία η ελευθερία τού συναθροίζεσθαι και του εκφράζεσθαι είναι θεμελιώδη δικαιώματα, τα οποία προστατεύει το σύνταγμα», δήλωσε η ΥΠΕΞ στην εφημερίδα The Epoch Times. «Εκφοβισμοί και απειλές κατά της κοινωνίας δεν είναι αποδεκτές».
Τα σχόλια της κας Βάλτονεν είχαν ως αφορμή περιστατικό σε δημόσιο πάρκο της πρωτεύουσας, κατά το οποίο ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ δέχθηκαν απειλές από Κινέζο αξιωματούχο. Ο Λέουνγκ Τσουν-γινγκ, διοικητής του Χονγκ Κονγκ την περίοδο 2012-2019 και νυν αντιπρόεδρος του ανώτατου συμβουλευτικού σώματος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, πλησίασε το σημείο όπου οι ασκούμενοι μοίραζαν ενημερωτικό υλικό και συγκέντρωναν υπογραφές για τον τερματισμό της δίωξης της πίστης τους στην Κίνα, και δημιούργησε σκηνή.
Συγκεκριμένα, ζήτησε τα ονόματα των παρευρισκομένων, για να εξετάσει το μητρώο τους στην Κίνα, όπως καταγράφηκε να δηλώνει σε βίντεο που τράβηξε ασκούμενος. Όταν μία ασκούμενη τού απάντησε αρνητικά, της είπε: «Ποια νομίζεις ότι είσαι;»
Το περιστατικό έχει προκαλέσει μεγάλη ανησυχία στους Κινέζους ασκούμενους τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και διεθνώς, αφού οι περισσότεροι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα τους ακριβώς για να γλιτώσουν από τη δίωξη που ασκεί το ΚΚΚ εναντίον τους εντός της χώρας. Η έκφραση εχθρικής και κατασταλτικής συμπεριφοράς εκτός των συνόρων προκαλεί ιδιαίτερη αγωνία στους ασκουμένους, οι οποίοι φοβούνται κυρίως για τα μέλη της οικογενείας τους που ζουν ακόμη στην Κίνα.
Η Ρεγκίνα Λέουνγκ Τονγκ Τσινγκ-γη, σύζυγος του Λέουνγκ Τσουν-γινγκ, πρώην διοικητή του Χονγκ Κονγκ, διαπληκτίζεται με ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ στο πάρκο Σιμπέλιους, στο Ελσίνκι. Φινλανδία, 13 Αυγούστου 2025. (Ευγενική παραχώρηση των ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ του Ελσίνκι)
Το Φάλουν Γκονγκ, γνωστό και ως Φάλουν Ντάφα, είναι μία πνευματική πρακτική η οποία βασίζεται στις αρχές της Αλήθειας, της Καλοσύνης και της Ανεκτικότητας. Οι ασκούμενοι συνηθίζουν συναντιούνται σε ανοικτούς χώρους όπως δημόσια πάρκα, για να εκτελέσουν μαζί τις διαλογιστικές ασκήσεις που περιλαμβάνει η πρακτικής.
Ενώ στις περισσότερες χώρες έχουν την ελευθερία να το πράξουν, στην χώρα καταγωγής της άσκησης διώκονται ανηλεώς τα τελευταία 26 χρόνια, παρά την αρχική ευμενή υποδοχή και την ευρεία δημοφιλία της πρακτικής εντός και εκτός συνόρων. Η δίωξή τους εντάσσεται στο πλαίσιο των γενικότερων διώξεων που ασκεί το κομμουνιστικό καθεστώς ανά τακτά χρονικά διαστήματα εναντίον οποιασδήποτε πνευματικής και θρησκευτικής σχολής ή παράδοσης, όπως π.χ. έγινε κατά την Πολιτιστική Επανάσταση (1966-1976), κατά την οποία καταστράφηκαν χιλιάδες μνημεία και βουδιστικά και ταοϊστικά μοναστήρια και θανατώθηκαν εκατομμύρια λόγιοι, μοναχοί, φιλόσοφοι, κ.ά.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία στροφή στην πολιτική του ΚΚΚ, με τη δίωξη να επεκτείνεται στο εξωτερικό πιο έντονα. Σημαντικά περιστατικά έχουν συμβεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου υπάρχουν εκατομμύρια ασκούμενοι, ενώ και σε ευρωπαϊκές χώρες – της Ελλάδας περιλαμβανομένης – έχουν σημειωθεί περιστατικά καταστολής και παρέμβασης των κινεζικών αρχών.
Στην Ελλάδα, συγκεκριμένα, εκτός από φραστική επίθεση από Κινέζα που έχει δεχθεί η τοπική κοινότητα ασκουμένων την ώρα που πραγματοποιούσε ειρηνική διαμαρτυρία έξω από το κινεζικό προξενείο, ασκούμενοι που βρίσκονταν συγκεντρωμένοι για ομαδική άσκηση στο πάρκο Ελευθερίας ημέρες επίσκεψης του Κινέζου προέδρου στη χώρα ή άλλων υψηλόβαθμων αξιωματούχων, έχουν οδηγηθεί στη ΓΑΔΑ από την ΕΛΑΣ, ενώ έχει παρεμποδιστεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών η εμφάνιση καλλιτεχνικού σχήματος που συνδέεται με το Φάλουν Γκονγκ.
Το Shen Yun Performing Arts, εταιρεία παραστατικών τεχνών που ιδρύθηκε στη Νέα Υόρκη από ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ που είχαν καταφύγει στις ΗΠΑ λόγω της δίωξης και έχει ως αποστολή την αποκάλυψη των γεγονότων που διαδραματίζονται στην Κίνα, δέχεται από τις απαρχές του έως σήμερα συστηματικές επιθέσεις από το ΚΚΚ, οι οποίες εκδηλώνονται με ποικίλες μεθόδους: από απειλές κατά τη ζωή των μελών του και των οικογενειών τους, λοιδορίες και επιθετικά δημοσιεύματα σε δημοφιλή αμερικανικά ενημερωτικά μέσα μέχρι απόπειρες δωροδοκίας υπαλλήλων της οικονομικής υπηρεσίας των ΗΠΑ, μηνύσεις για περιβαλλοντικούς λόγους και σαμποτάζ στα λεωφορεία που μεταφέρουν τους καλλιτέχνες. Οι αρχικές παρεμβάσεις Κινέζων διπλωματών στα θέατρα που επρόκειτο να φιλοξενήσουν τις παραστάσεις του Shen Yun έχουν εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια σε μία επιθετικότητα που κλιμακώνεται όλο και περισσότερο, στην οποία γίνεται φανερή η δολιότητα του καθεστώτος, όπως και ο αμοραλισμός του.
Περίπου 160 χιλιόμετρα από τις ακτές της Κίνας, το δημοκρατικό νησί της Ταϊβάν ζει εδώ και δεκαετίες υπό τη σκιά του κομμουνισμού.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) θεωρεί την Ταϊβάν αποσχισμένη επαρχία και επιδιώκει σταδιακά να ελέγξει το νησί, εκφοβίζοντάς το με στρατιωτικά αεροσκάφη και προσομοιώνοντας αυτό που ο ναύαρχος Σάμουελ Παπάρο, επικεφαλής του αμερικανικού Διοικητηρίου Ινδο-Ειρηνικού, χαρακτηρίζει «γενικές πρόβες» για επίθεση.
Ενώ ο κόσμος εστιάζει στο πώς και πότε θα δράσει το Πεκίνο, στην Ταϊβάν η μάχη έχει ήδη ξεκινήσει. Πρόκειται για πόλεμο χωρίς πυρά.
Τους τελευταίους μήνες, ένα λαϊκό κίνημα έχει εξαπλωθεί στο νησί, με στόχο την ανάκληση δεκάδων βουλευτών ενός πολιτικού κόμματος που θεωρείται ότι παραχωρεί τα εθνικά συμφέροντα στο Πεκίνο. Τελικά, τα δύο τρίτα των στοχοθετημένων πολιτικών επέζησαν της ψηφοφορίας ανάκλησης στις 26 Ιουλίου, αποτέλεσμα που, σύμφωνα με τους ηγέτες του κινήματος και αναλυτές, αποκαλύπτει τη βαθιά διείσδυση του ΚΚΚ.
Οι βουλευτές ανήκουν στο αντιπολιτευόμενο Κουομιντάνγκ (ΚΜΤ), γνωστό σήμερα για την προσέγγισή του υπέρ του Πεκίνου. Με οριακή πλειοψηφία στη Βουλή, το κόμμα προκάλεσε αντιδράσεις μετά από μια σειρά μη δημοφιλών κινήσεων: μείωση του αμυντικού προϋπολογισμού, απορρίψεις νομοσχεδίων που στόχευαν στην αντιμετώπιση κινδύνων από την Κίνα και αλλαγές που ενίσχυαν την εκτελεστική του δύναμη παρά τις μαζικές διαμαρτυρίες. Όταν η απόπειρα συγκέντρωσης εξουσίας ακυρώθηκε δικαστικά, ο συνασπισμός υπό το ΚΜΤ επέβαλε κανονισμό που ουσιαστικά παρεμπόδιζε τη λειτουργία του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ταϊβάν.
Η οργή του κοινού εκδηλώθηκε τον Ιανουάριο, με τις περικοπές στην άμυνα να αποτελούν την αφορμή. Οι εκκλήσεις για ανατροπή της Βουλής, γνωστές ως «Μεγάλη Ανάκληση», εξαπλώθηκαν σε όλη την Ταϊβάν. Σε μία συγκέντρωση κατά της κομμουνιστικής επιρροής, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους. Περίπου 1,3 εκατομμύρια Ταϊβανέζοι υπέγραψαν αιτήσεις για την ανάκληση ενός πέμπτου των βουλευτών του νησιού, όλοι μέλη του ΚΜΤ, ώστε να μεταβιβαστεί μεγαλύτερη εξουσία στο κυβερνών Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (DPP), που είναι πιο ευθυγραμμισμένο με τα δυτικά συμφέροντα.
Οι υποστηρικτές της ανάκλησης αντιμετώπισαν μεγάλες δυσκολίες στις περιοχές ισχύος των αντίστοιχων βουλευτών. Πρόκειται για πρωτοφανή ενέργεια στην ιστορία της Ταϊβάν. Μέχρι τότε, μόνο ένας βουλευτής είχε ανακληθεί.
Αν και η εκστρατεία ήταν μια «τακτική ήττα», σε ευρύτερη κλίμακα αποτέλεσε «στρατηγική νίκη», δήλωσε ο Μάιλς Γιου, πρώην σύμβουλος πολιτικής για την Κίνα στην πρώτη κυβέρνηση Τραμπ.
Με τη μεταφορά του ζητήματος στις κάλπες, είπε, οι ψηφοφόροι ανάγκασαν τους βουλευτές του ΚΜΤ να υπερασπιστούν τις θέσεις τους για την Κίνα, μετατοπίζοντας τη δημόσια συζήτηση.
Οι βουλευτές του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος διαμαρτύρονται κατά της αντιπολίτευσης Κουομιντάνγκ και του Λαϊκού Κόμματος της Ταϊβάν για νομοθετικές μεταρρυθμίσεις στην Ταϊπέι της Ταϊβάν, στις 21 Μαΐου 2024. (Annabelle Chih/Getty Images)
«Το βασικό ερώτημα πλέον είναι αν είσαι αντι-κομμουνιστής ή φιλικός προς το ΚΚΚ», τόνισε στη διαδικτυακή εκπομπή China Insider, το οποίο παρουσιάζει ως διευθυντής του Κέντρου Κίνας στο Hudson Institute.
Ο Γιουάν Χονγκμπίνγκ, εξόριστος Κινέζος νομικός με πρόσβαση στις ανώτατες ιεραρχίες του Πεκίνου, χαρακτήρισε την εξέλιξη ως «αφύπνιση».
Αντιμέτωπη με την τυραννία και την πίεση του κινεζικού καθεστώτος, η ταϊβανέζικη κοινωνία αντιστέκεται, είπε στην εφημερίδα The Epoch Times, χαρακτηρίζοντας την κατάσταση ως «πρωτοφανή μάχη».
Το ΚΜΤ έχει προσπαθήσει να απομακρυνθεί από την ετικέτα «υπέρ του Πεκίνου». Αναγνωρίζει τη σημασία ισχυρής άμυνας, αλλά συνεχίζει να διατηρεί επαφές με την ηπειρωτική Κίνα, υποστηρίζοντας ότι ο διάλογος είναι κρίσιμος για την εκτόνωση της έντασης και την προώθηση αμοιβαίων οφελών.
Το έδαφος που επιδιώκει περισσότερο το ΚΚΚ
Το δημοκρατικό νησί είναι μικρό αλλά διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία, παράγοντας πάνω από το 90% των πιο προηγμένων ημιαγωγών, σύμφωνα με την Αμερικανική Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου.
Σύμφωνα με τον αμερικανικό οργανισμό ανθρωπίνων δικαιωμάτων Freedom House, η Ταϊβάν συγκαταλέγεται στις πιο ελεύθερες κοινωνίες παγκοσμίως. Αντίθετα, το ΚΚΚ κυβερνά την ηπειρωτική Κίνα με σιδηρά πυγμή και τιμωρεί οποιονδήποτε θεωρείται απειλή για την εξουσία του.
Όμως, αυτή η ελευθερία δέχεται όλο και περισσότερες επιθέσεις.
Εκτός από την καθημερινή στρατιωτική παρενόχληση και τις ζωντανές ασκήσεις πυρών γύρω από την Ταϊβάν, το Πεκίνο εντείνει μια πιο αθόρυβη προσπάθεια διείσδυσης στο νησί από το εσωτερικό.
Από το 2020, η Ταϊβάν έχει διώξει 159 άτομα για κατασκοπεία υπέρ της Κίνας, μεταξύ των οποίων 95 εν ενεργεία ή πρώην στρατιώτες. Με χρήματα από τη μία και εκφοβισμό από την άλλη, το κινεζικό καθεστώς έχει μυστικά στρατολογήσει πληροφοριοδότες από το εσωτερικό της ταϊβανέζικης κυβέρνησης για να τροφοδοτούν πληροφορίες στην Κίνα και να ανοίγουν εύκολα πόρτες στον εχθρό, σύμφωνα με το Εθνικό Γραφείο Ασφαλείας της Ταϊβάν.
Τον Μάρτιο, ο πρόεδρος της Ταϊβάν Λάι Τσινγκ-τε χαρακτήρισε την ηπειρωτική Κίνα «ξένη εχθρική δύναμη», περιγράφοντας την εκτεταμένη εκστρατεία του καθεστώτος να «διχάζει, καταστρέφει και υπονομεύει [την Ταϊβάν] από μέσα». Ανακοίνωσε 17 αντίμετρα, όπως αυστηρότερο έλεγχο για κινέζους επισκέπτες, δημοσιοποιήσεις για διασταυρούμενες ανταλλαγές με ταϊβανέζους δημόσιους υπαλλήλους και σαφέστερες κατευθυντήριες γραμμές συμπεριφοράς για καλλιτέχνες που εργάζονται στην Κίνα.
Έρευνα που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο από το Mainland Affairs Council της Ταϊβάν έδειξε ότι πάνω από το 70% από περίπου 1.100 ερωτηθέντες πιστεύουν πως το κινεζικό καθεστώς ενισχύει τη διείσδυση του στην Ταϊβάν.
Παράλληλα, παρακολουθούν την αυστηρότερη επιβολή του ΚΚΚ στο άλλοτε ελεύθερο Χονγκ Κονγκ. «Από όλα τα μέρη του κόσμου, η Ταϊβάν πρέπει να είναι η πιο σθεναρή ενάντια στο ΚΚΚ», είπε ο ταϊβανέζος influencer Γουέν Τζου-γιου στην Epoch Times. «Η Ταϊβάν είναι το έδαφος που επιδιώκει περισσότερο το ΚΚΚ».
Η Ταϊβάν αποτελεί κεντρικό σημείο στην πρώτη αλυσίδα νησιών, φράγμα απέναντι στη στρατιωτική επιθετικότητα της Κίνας στον Ινδο-Ειρηνικό και πέρα από αυτόν.
Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας της Ταϊβάν Τζόζεφ Γου (2ος από αριστερά), ο Πρόεδρος Λάι Τσινγκ-τε (κέντρο), και ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας Γουέλινγκτον Κου (3ος από δεξιά) ποζάρουν με αξιωματικούς του στρατού μπροστά από ένα αμερικανικής κατασκευής τανκ Abrams στο Σίντσου της Ταϊβάν, στις 10 Ιουλίου 2025. (I-Hwa Cheng/AFP μέσω Getty Images)
Κατάληψη της Ταϊβάν θα ήταν το πρώτο βήμα σε μια εκστρατεία του ΚΚΚ κατά των ΗΠΑ, σύμφωνα με τον Γουέν, που έχει αναδειχθεί σε πρόσωπο του κινήματος ανάκλησης βουλευτών υπέρ του Πεκίνου του ΚΜΤ.
Ο Γιουάν συμμερίζεται την ίδια άποψη. «Εάν η Ταϊβάν προσαρτηθεί, το ΚΚΚ θα αποκτήσει πύλη για να επεκτείνει τον κομμουνιστικό αυταρχισμό του», είπε. «Η μοίρα της Ταϊβάν επηρεάζει όλους στον 21ο αιώνα».
Εάν η Ταϊβάν πέσει, ο υπόλοιπος κόσμος, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, θα είναι πιο ευάλωτος, δήλωσε ο βουλευτής Νάθανιελ Μόραν (R-Texas). «Η Ταϊβάν είναι απόλυτα πεδίο δοκιμών», τόνισε στην Epoch Times. «Πρέπει να είμαστε με την Ταϊβάν σε κάθε βήμα – δεν μπορούμε να υποχωρήσουμε».
Μαθήματα από το Χονγκ Κονγκ
Ο Γουέν δήλωσε ότι οι προσπάθειές του κατά της επιρροής του ΚΚΚ πηγάζουν από την παραβίαση της υπόσχεσης που αφορούσε το Χονγκ Κονγκ.
Οκτώ χρόνια πριν, σκεφτόταν καριέρα στην ηπειρωτική Κίνα. Μετά την αποφοίτησή του, συμμετείχε σε έναν διαγωνισμό ταινιών στην Κίνα με όλα τα έξοδα καλυμμένα και κέρδισε την τρίτη θέση. Κινεζικές κρατικές εταιρείες και μεγάλα μέσα του προσέφεραν δελεαστικές προτάσεις για να προσελκύσουν Ταϊβανέζους. Σχεδόν υπέκυψε, αλλά τελικά χάρηκε που δεν το έκανε.
Ο Γουέν Τζου-γιου, ταϊβανός YouTuber γνωστός ως Pa Chiung, συμμετέχει σε αντι-κινεζική κομμουνιστική συγκέντρωση στη γειτονιά Φλάσινγκ του Κουίνς στη Νέα Υόρκη στις 29 Ιουνίου 2025. (Edwin Huang/The Epoch Times)
Δύο χρόνια μετά, το 2019, ξέσπασαν διαδηλώσεις στο Χονγκ Κονγκ όταν εκατομμύρια άνθρωποι αντιστάθηκαν σε νομοσχέδιο που επέτρεπε εκδόσεις στην Κίνα. Καθώς η πρώην βρετανική αποικία προσπαθούσε να αντισταθεί στην επέκταση του Πεκίνου, ο Γουέν αντιλήφθηκε τον κίνδυνο για την πατρίδα του και πόσο κοντά είχε έρθει στο να γίνει εργαλείο της προπαγάνδας του ΚΚΚ – ένας από τους «χρήσιμους ηλίθιους», όπως είπε.
Τώρα είναι γνωστός ως Πα Τσιούνγκ (Pa Chiung) στο YouTube, με 1,2 εκατομμύρια συνδρομητές που παρακολουθούν τις αναλύσεις του για Κινέζους προπαγανδιστές και υποστηρικτές του ΚΚΚ.
«Τότε δεν υπήρχε κανείς να με προειδοποιήσει», είπε.
Κατάληψη της Ταϊβάν με το χαμηλότερο κόστος
Παρά τη στενή σχέση του ΚΜΤ με το Πεκίνο, το κόμμα υπήρξε κάποτε θανάσιμος αντίπαλος των κομμουνιστικών δυνάμεων που προσπαθούσαν να ανατρέψουν την κυριαρχία του. Οι δύο πλευρές διεξήγαγαν έναν έντονο εμφύλιο πόλεμο. Δέκα χρόνια μετά την έναρξή του, το 1937, η Ιαπωνία εισέβαλε, δίνοντας στους ασθενέστερους κομμουνιστές την ευκαιρία να αναδειχθούν, καθώς το ΚΜΤ είχε στρέψει την προσοχή του στον εξωτερικό εχθρό.
Η Ιαπωνία παραδόθηκε το 1945, αλλά έως τότε το ΚΜΤ είχε ελάχιστους στρατιώτες για να αντιμετωπίσει τους κομμουνιστές υπό την ηγεσία του Μάο Τσετούνγκ όταν ο εμφύλιος ξανάρχισε. Το 1949, ένας στρατηγός του ΚΜΤ πείστηκε να ανοίξει τις πύλες της πρωτεύουσας, τότε γνωστής ως Μπέιπινγκ, χωρίς μάχη, καθιερώντας τη νίκη του ΚΚΚ και οδηγώντας το ΚΜΤ στην υποχώρηση στην Ταϊβάν.
Η κατάληψη αυτή έγινε γνωστή ως «Μοντέλο Μπέιπινγκ», το οποίο ένας Κινέζος στρατηγός περιέγραψε ως τον πιο επιθυμητό τρόπο για την «επίλυση του ζητήματος της Ταϊβάν».
Τότε και σήμερα, το Πεκίνο βασίζεται σε ένα από τα «μαγικά όπλα» του, το Τμήμα Εργασίας Ενωμένου Μετώπου, το οποίο καλύπτει τη δράση του πίσω από ένα ευρύ δίκτυο κρατικών και μη κρατικών φορέων σε παγκόσμια κλίμακα για να κατευθύνει, να αγοράζει ή να εκβιάζει επιρροή. Εδώ και χρόνια λειτουργεί περίπου 100 μυστικά αστυνομικά τμήματα σε περισσότερες από 50 χώρες. Μέσω ατόμων ενσωματωμένων στη διασπορά και μερικές φορές σε δυτικές κυβερνήσεις, παρενοχλεί αντιφρονούντες, δυσφημεί επικριτές και χειραγωγεί πολιτικές προς όφελός του.
Ένα πρόσφατο υψηλού προφίλ ταϊβανέζικο θύμα εκφοβισμού ήταν η αντιπρόεδρος Σιάο Μπι-κιμ. Κατά την επίσκεψή της στην Πράγα το 2024, λίγες εβδομάδες πριν αναλάβει τα καθήκοντά της, ένας Κινέζος διπλωμάτης την ακολούθησε με το αυτοκίνητο και προσπάθησε να χτυπήσει τη συνοδεία της, πράξη που το Συμβούλιο Ηπειρωτικών Υποθέσεων της Ταϊβάν χαρακτήρισε «πολιτικό τρόμο».
Ως ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ταϊβάν, η Κίνα έχει επανειλημμένα χρησιμοποιήσει οικονομικά μέσα ως όπλο. Μπλοκάρει γεωργικά προϊόντα ενώ συναλλάσσεται με περιοχές που εκπροσωπούνται από το ΚΜΤ, ασκώντας πίεση στον Λάι και το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα.
Το Ενωμένο Μέτωπο του ΚΚΚ τιμωρεί επίσης ταϊβανέζικες επιχειρήσεις στην Κίνα για παρατυπίες, οργανώνει προσκυνηματικά ταξίδια Ταϊβανέζων με καταγωγή από την ηπειρωτική Κίνα για να ενισχύσει συναισθηματικούς δεσμούς, δελεάζει ταϊβανέζους διασημότητες να μιλήσουν υπέρ του Πεκίνου, εγκαθιστά «μάτια και αυτιά» σε κρίσιμους τομείς του κράτους και της κοινωνίας, και προσεγγίζει διπλωματικούς συμμάχους της Ταϊβάν για να απομονώσει το νησί διεθνώς. Λίγες εβδομάδες πριν τις εκλογές του 2024, πάνω από 100 τοπικοί αρχηγοί χωριών συμμετείχαν σε ταξίδια στην Κίνα υπό την αιγίδα του Πεκίνου, προκαλώντας ανησυχίες για εκλογική παρέμβαση.
Το κινεζικό καθεστώς καλλιεργεί επίσης πολιτικά κόμματα για να διαδίδει την προπαγάνδα του. Τον Ιανουάριο, το υπουργείο Εσωτερικών της Ταϊβάν ζήτησε από το Συνταγματικό Δικαστήριο τη διάλυση του Κόμματος Προώθησης Ενοποίησης Κίνας, που ίδρυσε ο αρχηγός εγκληματικής οργάνωσης Τσανγκ Αν-λο, με το επιχείρημα ότι δρούσε κατ’ εντολή του ΚΚΚ. Οι εισαγγελείς κατηγόρησαν ζεύγος συνδεδεμένο με το κόμμα για διάδοση κινεζικής προπαγάνδας έναντι αμοιβής, ενώ τρία ακόμη άτομα καταδικάστηκαν τον Μάρτιο για στρατολόγηση στρατιωτικών κατασκόπων.
Ο αρχηγός εγκληματικού συνδικάτου Τσανγκ Αν-λο, ηγέτης του Κόμματος Προώθησης Ενοποίησης της Κίνας, φωνάζει συνθήματα με υποστηρικτές κατά τη διάρκεια της ορκωμοσίας της Ταϊβανής Προέδρου Τσάι Ινγκ-γουέν στην Ταϊπέι. Ταϊβάν, στις 20 Μαΐου 2016. (Isaac Lawrence/AFP μέσω Getty Images)
Ο Μάικλ Στούντμαν, πρώην επικεφαλής του Γραφείου Ναυτικών Πληροφοριών των ΗΠΑ και ναύαρχος εν αποστρατεία, δήλωσε τον Ιούλιο σε ακρόαση στο Κογκρέσο: «Δεν νομίζω ότι αρκετοί άνθρωποι είναι πληροφορημένοι για αυτή την πτυχή του τρόπου λειτουργίας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας».
«Είναι παντού, συνεχώς, σε όλους τους τομείς. Είναι πιο ύπουλο απ’ ό,τι του πιστώνουμε».
Ο τελικός στόχος, είπε, είναι να αποδυναμωθεί η θέληση του ταϊβανέζικου κοινού, ώστε να αποδεχθεί ή να υποστηρίξει ένα μέλλον υπό τον έλεγχο της ηπειρωτικής Κίνας.
Σε σύγκριση με την αποστολή στρατιωτών ή την εκτόξευση πυραύλων, αυτή η λιγότερο ορατή εκστρατεία έχει σαφή πλεονεκτήματα, σύμφωνα με την Γουάνγκ Σιάου-γουέν, βοηθό ερευνών στο Ταϊβανέζικο Ινστιτούτο Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας. Χρησιμοποιώντας αυτή την τακτική, είπε στην Epoch Times, το ΚΚΚ προσπαθεί να καταλάβει την Ταϊβάν «με το χαμηλότερο κόστος».
Ο βάτραχος στο βραστό νερό
Η εκτενής προσπάθεια του κινεζικού καθεστώτος να δελεάσει τους Ταϊβανέζους περιγράφηκε σε ντοκιμαντέρ που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2024 από τον Γουέν, με τη συμμετοχή του πρώην φιλοκινέζου ράπερ Τσεν Πο-γιουάν (Chen Po-yuan).
Προσποιούμενος ενδιαφέρον για κινέζικη επιχείρηση, ο Τσεν πέταξε στην κοντινότερη κινεζική επαρχία, τη Φουτζιάν, και, μέσω επαφών στην ηπειρωτική Κίνα, συνάντησε έναν Ταϊβανέζο που είχε εισπράξει επιδότηση 70.000 δολαρίων για τη λειτουργία ενός «φυτώριου» για influencer από την Ταϊβάν.
Ο άνδρας έδειξε την κάρτα μόνιμης διαμονής στην Κίνα και προειδοποίησε τον Τσεν να μην το δημοσιοποιήσει, καθώς παραβίαζε τον νόμο της Ταϊβάν. Η κάρτα προσφέρει πολλά προνόμια και ο άνδρας είπε ότι θα μπορούσε να εξασφαλίσει μία παρόμοια για τον Τσεν μέσα σε έναν μήνα. Παρείχε επίσης γραφεία και επιδοτούμενη στέγαση για όποιον ήθελε να δημιουργήσει περιεχόμενο που προωθεί την εικόνα του καθεστώτος, προσφέροντας δεκάδες χιλιάδες δολάρια σε κεφάλαια για την επιχείρηση.
«Προχωρούν βήμα-βήμα», είπε ο Τσεν στην Epoch Times. «Ξεκινάνε απλά, δίνοντάς σου λίγα χρήματα για κάποια κανονική προώθηση ταξιδιού».
Όμως, μόλις κάποιος δοκιμάσει αυτήν την προσφορά, οι χειριστές ενδέχεται να πιέσουν περαιτέρω. Αργά ή γρήγορα, οι influencer πρέπει να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους σύμφωνα με τη γραμμή του Κόμματος, περιγράφοντας την κατάσταση σαν «βάτραχο σε βραστό νερό».
Το ντοκιμαντέρ απέσπασε γρήγορα εκατομμύρια προβολές.
Ο Τσεν Πο-γιουάν, Ταϊβανός ράπερ, καλεί τον κόσμο να παρευρεθεί σε επερχόμενη συγκέντρωση υπέρ της ανάκλησης στην Ταϊπέι. Ταϊβάν, στις 17 Απριλίου 2025. (Sung Pi-lung/The Epoch Times)
Ο Τσεν γνώριζε το εγχειρίδιο του ΚΚΚ από πρώτο χέρι. Γεννημένος το 1999, εκπαιδεύτηκε στις πολεμικές τέχνες στο Ναό Σαολίν της Κίνας από τα 13 του και αργότερα εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο Huaqiao , σχολείο για ξένους φοιτητές υπό την επίβλεψη του Ενωμένου Μετώπου. Η προπαγάνδα ήταν τόσο αποτελεσματική που ο Τσεν θεωρούσε τον εαυτό του Κινέζο πατριώτη. Το φόντο οθόνης του κινητού του ήταν φωτογραφία του ηγέτη Σι Τζινπίνγκ.
Μετά την αποφοίτησή του, έμεινε στην Κίνα, γράφοντας συχνά τραγούδια κατά παραγγελία, μερικά για την καταπολέμηση απάτης ή έκφραση πολιτικής πίστης. Μία από τις πιο ακριβοπληρωμένες παραγγελίες ήταν από Κινέζο αξιωματούχο, που ζήτησε τραγούδι κατά της τότε προέδρου της Βουλής των ΗΠΑ, Νάνσυ Πελόσι (D-Calif.), πριν την επίσκεψή της στην Ταϊβάν το 2022, με αμοιβή περίπου 4.000 δολάρια.
Ωστόσο, η ροή εισοδήματος δεν διήρκεσε. Δύο χρόνια μετά, όταν το Γραφείο Υποθέσεων Ταϊβάν της Κίνας επαίνεσε τον Τσεν για τραγούδι υπέρ των μέτρων ελέγχου της πανδημίας COVID-19, ο Τσεν είπε ότι εξαπατήθηκε από τον συνεργάτη του, γιο ηγετικού προσώπου σε κρατική ομάδα της Ταϊβάν στην Κίνα, και έχασε όλη την επένδυσή του. Κανείς δεν τον υπερασπίστηκε.
Η σκληρή πραγματικότητα
Τρεις άνδρες, οι οποίοι εμφανίστηκαν σε δημοφιλές ντοκιμαντέρ για διπλή ταυτότητα, έχουν πλέον χάσει την ταϊβανέζικη ιθαγένειά τους. Στο πλαίσιο ευρύτερης έρευνας, το υπουργείο Άμυνας της Ταϊβάν έκοψε την πρόσβαση σε στρατιωτικές πληροφορίες σε δεκάδες ενεργούς στρατιωτικούς που κατείχαν ταυτόχρονα άδεια διαμονής στην Κίνα. Παράλληλα, οι ταϊβανέζικες αρχές μετανάστευσης απελάσαν τρεις Κινέζες influencer που είχαν μεταναστεύσει μέσω γάμου, επικαλούμενες τα βίντεό τους που υποστήριζαν την στρατιωτική ενοποίηση του νησιού υπό την Κίνα.
Ενώ οι κινεζικές αρχές προβάλλουν την ηπειρωτική Κίνα ως «υπέροχη, ανεπτυγμένη και ασφαλή», έναν τόπο στον οποίο οι Ταϊβανέζοι θα ήθελαν να επιστρέφουν, το καθεστώς έχει αποδειχθεί γρήγορο στο να γυρίζει την πλάτη στους υποστηρικτές του όταν η αξία τους εξαντλείται.
Η Τζάο Τσαν, γνωστή στο διαδίκτυο ως Xiaowei (Σιάογουεϊ), είναι μία από τους τρεις Κινέζες που αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Κίνα. Τρεις μήνες μετά την επιστροφή της στην πατρίδα της στην επαρχία Γκουϊτζού, ήρθε αντιμέτωπη με τοπικούς αξιωματούχους, καθώς η πλημμύρα ενός κρατικού φράγματος είχε προκαλέσει ζημιές στο χωριό και δικαιούνταν αποζημίωσης. Μετά από άκαρπες διαπραγματεύσεις, δημοσιοποίησε τα παράπονά της στο διαδίκτυο, αλλά τα βίντεό της διαγράφηκαν. Η αστυνομία την ξύπνησε με τηλεφώνημα τα μεσάνυχτα, προειδοποιώντας την να μην ξεπεράσει τα όρια.
«Αυτό που συνέβη στη Τζάο θα μπορούσε να συμβεί σε οποιονδήποτε», είπε στην Epoch Times η Σιάοφανγκ, Κινέζα η οποία έζησε στην Ταϊβάν για τρεις δεκαετίες μετά τον γάμο της.
«Πολλοί πιστεύουν ότι αν ακολουθήσουν τη γραμμή του Κομμουνιστικού Κόμματος, το ΚΚΚ θα τους δώσει προνόμια—αυτό είναι απλώς αδύνατο», πρόσθεσε, σημειώνοντας ότι τέτοιοι άνθρωποι «δεν κατανοούν την πραγματική φύση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας».
Η παγίδα είναι εύκολο να πέσει, σύμφωνα με τον βουλευτή Κάρλος Χιμένεθ (R-Fla.), ο οποίος τόνισε ότι οι ΗΠΑ έχουν για καιρό υποτιμήσει την Κίνα και έχουν συνειδητοποιήσει με καθυστέρηση την πραγματικότητα.
Ο βουλευτής Κάρλος Χιμένεθ ((R-Fla.) μιλά κατά τη διάρκεια διαθρησκειακής στρογγυλής τραπέζης για την απειλή του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας στη θρησκευτική ελευθερία. Ουάσιγκτον, στις 12 Ιουλίου 2023. (Madalina Vasiliu/The Epoch Times)
«Οι Κινέζοι έχουν τρόπο να ζωγραφίζουν μια πολύ όμορφη εικόνα για το ποιοι είναι, αλλά είναι απλώς πρόσοψη — πρέπει να κοιτάξεις πίσω από τον τοίχο και την κουρτίνα για να δεις την πραγματικότητα», δήλωσε ο Χιμένεθ στην Epoch Times. «Σίγουρα υπάρχουν Ταϊβανέζοι που σκέφτονται ‘Όλοι πρέπει να είμαστε μία Κίνα’. Σίγουρα υπάρχουν. Αλλά αυτό γίνεται με την παραίτηση από την ελευθερία τους».
«Δεν μπορώ να το αφήσω να περάσει»
Ο Γουέν δηλώνει ότι προετοιμάζεται για το χειρότερο: την ημέρα που ίσως χρειαστεί να τραβήξει τη σκανδάλη στο πεδίο μάχης. Λόγω των αυστηρών περιορισμών στην κατοχή όπλων στην Ταϊβάν, εξασκείται σε σκοπευτήριο στις ΗΠΑ. «Είναι μια μέρα για την οποία προετοιμάζομαι κάθε στιγμή, ακόμη και αν δεν θέλω να έρθει ποτέ», είπε.
Ωστόσο, η κύρια εστίασή του είναι στο παρόν.
Από τότε που κυκλοφόρησε το ντοκιμαντέρ, το Taiwan Affairs Office στο Πεκίνο έχει αναφέρει τον Γουέν τρεις φορές σε ενημερώσεις τύπου, χαρακτηρίζοντάς τον —και άλλους επικριτές του ΚΚΚ στην Ταϊβάν— ως άτομο που είναι «εναντίον της Κίνας» και του υπόσχεται αντίποινα.
Ο Γουέν παραμένει ασυγκίνητος.
«Σκοπίμως συγχέουν την Κίνα με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας», είπε. «Δεν είμαι εναντίον της Κίνας, είμαι εναντίον του ΚΚΚ».
Ο Γουάνγκ Γι (αριστερά), επικεφαλής του Γραφείου Υποθέσεων της Ταϊβάν του Κρατικού Συμβουλίου της Κίνας, μιλά κατά τη διάρκεια της δεύτερης συνεδρίασης του συμβουλίου διακυβέρνησης διασταυρούμενων σχέσεων στη Μεγάλη Αίθουσα του Λαού. Πεκίνο στις 3 Ιουνίου 2008. (Frederic J. Brown/AFP μέσω Getty Images)
Έχει δεχθεί απειλές θανάτου μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, μια τακτική που γίνεται όλο και πιο συχνή από φορείς του καθεστώτος εναντίον της κινεζικής κοινότητας αντιφρονούντων. Διαδικτυακά τρολ σχολιάζουν τα βίντεό του, επιτίθενται προσωπικά χρησιμοποιώντας απλοποιημένους κινεζικούς χαρακτήρες και bots ενισχύουν τα σχόλια.
Σε απάντηση, ο Γουέν καρφιτσώνει τα πιο προκλητικά σχόλια στην κορυφή.
«Είναι απλώς αστείο», είπε. «Το σχόλιο μπορεί να έχει 1.000 like, αλλά από κάτω, όλες οι απαντήσεις είναι αρνητικές».
Κινεζικοί εθνικιστές έχουν αναρτήσει αποσπάσματα του ντοκιμαντέρ στο Douyin, την κινεζική έκδοση του TikTok, και τον σατιρίζουν. Ο Γουέν δηλώνει περήφανος, καθώς άνθρωποι που δεν τον γνώριζαν ίσως γίνουν περίεργοι και παρακάμψουν το κινεζικό φίλτρο λογοκρισίας για να ενημερωθούν. Αν καταφέρει να κάνει ακόμη και λίγους ανθρώπους να «ξεκαθαρίσουν», θεωρεί ότι πέτυχε τον στόχο του.
Ο Γουέν παραδέχεται ότι αισθάνεται κουρασμένος, αλλά λέει ότι «απλώς δεν μπορώ να το αφήσω να περάσει».
«Κοιτάξτε απλώς το Χονγκ Κονγκ», λέει. «Δεν θέλω η Ταϊβάν να γίνει έτσι».