Τρίτη, 16 Δεκ, 2025

Οι ΗΠΑ κλείνουν την πρεσβεία στο Ισραήλ

Ελαφρές ζημιές υπέστη το παράρτημα της πρεσβείας των ΗΠΑ στο Τελ Αβίβ, έπειτα από επίθεση του Ιράν, σύμφωνα με τον Αμερικανό πρέσβη στο Ισραήλ, Μάικ Χάκαμπι. Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα X στις 16 Ιουνίου, ο Χάκαμπι ανέφερε: «Μικρές ζημιές από τις εκρήξεις ιρανικών πυραύλων κοντά στο παράρτημα της πρεσβείας στο Τελ Αβίβ, χωρίς τραυματισμούς προσωπικού.»

Η πρεσβεία των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ θα παραμείνει επίσημα κλειστή τη Δευτέρα, λόγω της συνεχιζόμενης στρατιωτικής σύγκρουσης με το Ιράν. Η απόφαση ακολουθεί σχετική οδηγία του Ισραηλινού Στρατού, όπως αναφέρεται σε μήνυμα ασφαλείας της πρεσβείας, που εκδόθηκε στις 15 Ιουνίου: «Το κλείσιμο περιλαμβάνει τη διακοπή λειτουργίας των προξενικών τμημάτων σε Ιερουσαλήμ και Τελ Αβίβ. Δεν θα εξυπηρετούνται διαβατήρια ούτε έκδοση βεβαιώσεων γέννησης στο εξωτερικό.»

Επιπλέον, η πρεσβεία σημειώνει: «Η πρεσβεία των ΗΠΑ δεν έχει επί του παρόντος τη δυνατότητα να εκκενώσει ή να βοηθήσει άμεσα Αμερικανούς πολίτες να αναχωρήσουν από το Ισραήλ.»

Σύμφωνα με την ειδοποίηση, που αφορά περιοχές στο Ισραήλ, τη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, το αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν παραμένει κλειστό, ενώ όλες οι πτήσεις έχουν ακυρωθεί μέχρι νεωτέρας. Οι ταξιδιώτες έχουν ενημερωθεί: «Παρακαλούμε να μην μεταβείτε στο αεροδρόμιο.»

Περιορισμένα οδικά περάσματα από το Ισραήλ προς την Ιορδανία θα λειτουργήσουν, με συγκεκριμένες ώρες: «Η διέλευση Allenby-Γέφυρα Βασιλιάς Χουσεΐν θα είναι ανοιχτή για έξιμισι ώρες, το βόρειο πέρασμα για έξι ώρες και το νότιο πέρασμα για δώδεκα ώρες.»

Η ειδοποίηση επίσης προτρέπει: «Πριν την προσέλευση στα σύνορα, οι Αμερικανοί πολίτες οφείλουν να συμβουλεύονται τις οδηγίες της Ισραηλινής Διοίκησης Εσωτερικού.»

Ενδέχεται να καταστεί εφικτή η αναχώρηση από την Ιορδανία υπό περιορισμούς. Η πρεσβεία καλεί τους πολίτες να παραμένουν σε εγρήγορση και: «Να αυξήσουν τα μέτρα προσωπικής ασφάλειας, μεταξύ άλλων γνωρίζοντας τα πλησιέστερα καταφύγια.»

Με περίπου 700.000 Αμερικανούς να βρίσκονται αυτή τη στιγμή στο Ισραήλ, ο Χάκαμπι υπενθυμίζει: «Ελέγχετε τακτικά την ιστοσελίδα της πρεσβείας για νεότερες ανακοινώσεις.»

Στο πλαίσιο της κρίσης, η πρεσβεία ζήτησε από το προσωπικό της αμερικανικής κυβέρνησης και τις οικογένειές τους: «Να παραμείνουν στα καταλύματα ή κοντά στις οικίες τους.»

Υπογραμμίζεται ακόμη ότι ενδέχεται να επιβληθούν επιπρόσθετοι περιορισμοί στις μετακινήσεις του αμερικανικού προσωπικού χωρίς προειδοποίηση.

Η σύγκρουση κλιμακώθηκε μετά την ισραηλινή επιχείρηση με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Λιοντάρι που Ορθώνεται», την οποία ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, χαρακτήρισε ως: «προληπτικά πλήγματα σε πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν και επιστήμονες, στρατιωτικούς ηγέτες και κορυφαία στελέχη του καθεστώτος.»

Το Ιράν απάντησε με ομοβροντία πυραύλων κατά του Ισραήλ, επιτυγχάνοντας διαρροές στην αντιαεροπορική άμυνα του Τελ Αβίβ και χτυπώντας κατοικημένα κτίρια. Ο Νετανιάχου, σε δηλώσεις του, έκανε λόγο ακόμη και για πυρηνική απειλή: «Το Ιράν διαθέτει πλέον αρκετό εμπλουτισμένο ουράνιο για την κατασκευή εννέα ατομικών βομβών, με τη δυνατότητα να παράξει την πρώτη μέσα σε λίγους μήνες.»

Για τις πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν, τόνισε επίσης: «Η επιδίωξη πυρηνικών όπλων από το Ιράν συνιστά άμεση και υπαρκτή απειλή για την επιβίωση του Ισραήλ.»

Οι αρχικές ισραηλινές επιθέσεις είχαν ως στόχο νευραλγικές πυρηνικές κι στρατιωτικές υποδομές, ενώ το Ιράν διαψεύδει σταθερά ότι έχει σκοπό να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα.

Στις 12 Ιουνίου, το διοικητικό συμβούλιο του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας υιοθέτησε ψήφισμα με το οποίο καταδικάζει το Ιράν για παραβιάσεις των δεσμεύσεών του βάσει της Συνθήκης Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων, με τη στήριξη των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Ο Ραφαέλ Γκρόσι, γενικός διευθυντής του Οργανισμού, εξέφρασε την ανησυχία του: «Ανησυχώ ιδιαίτερα για τη ραγδαία συσσώρευση υψηλά εμπλουτισμένου ουρανίου από την Τεχεράνη.»

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, τοποθετήθηκε επίσης στην υπόθεση, δηλώνοντας: «Οι ΗΠΑ δεν είχαν καμία εμπλοκή στην επίθεση κατά του Ιράν… αν όμως δεχθούμε οποιαδήποτε επίθεση από το Ιράν, η πλήρης ισχύς των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων θα πέσει πάνω σας όπως ποτέ ξανά.»

Ωστόσο πρόσθεσε: «Μπορούμε εύκολα να επιτύχουμε μια συμφωνία μεταξύ Ιράν και Ισραήλ και να τερματίσουμε αυτή τη ματωμένη σύγκρουση.»

Το απόγευμα της Κυριακής, ο Τραμπ ανέφερε ότι βρίσκονται σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις για την επίλυση της στρατιωτικής κρίσης.

Αφγανός υπήκοος παραδέχεται την ενοχή του για σχεδιασμό τρομοκρατικής επίθεσης στις αμερικανικές εκλογές

Ένας Αφγανός υπήκοος παραδέχθηκε την ενοχή του ενώπιον ομοσπονδιακού δικαστηρίου στην Οκλαχόμα Σίτι για τον σχεδιασμό τρομοκρατικής επίθεσης στις Ηνωμένες Πολιτείες ανήμερα των εκλογών, στις 5 Νοεμβρίου 2024, όπως ανακοίνωσε το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ (DOJ) στις 13 Ιουνίου.

Ειδικότερα, ο 27χρονος Ναζίρ Αχμάντ Ταουχεντί κατηγορείται για συνωμοσία και απόπειρα παροχής υλικής υποστήριξης και πόρων στην τρομοκρατική οργάνωση ISIS, καθώς και για λήψη, απόπειρα λήψης και συνωμοσία για τη λήψη πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών με σκοπό την προώθηση τρομοκρατικών ενεργειών.

Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση του DOJ, ο Ταουχεντί παραδέχθηκε ενώπιον του δικαστηρίου ότι σχεδίαζε να πραγματοποιήσει «επίθεση με μαζικές απώλειες» για λογαριασμό του ISIS κατά την Ημέρα των Εκλογών. Οι εισαγγελικές αρχές υποστηρίζουν ότι ο κατηγορούμενος επιδίωξε να ενισχύσει τη φιλοτρομοκρατική του δραστηριότητα προμηθευόμενος και διανέμοντας παράνομα όπλα και πυρομαχικά, με στόχο τη διευκόλυνση τρομοκρατικής ενέργειας εντός των ΗΠΑ.

Σύμφωνα με πληροφορίες που παρατέθηκαν στη δικογραφία, ο Ταουχεντί είχε προσπαθήσει να συγκροτήσει δίκτυο και να εξασφαλίσει τα αναγκαία μέσα για τη διαπραγμάτευση της τρομοκρατικής επίθεσης, η οποία, κατά τις αρχές, θα είχε τη μορφή χτυπήματος με μεγάλο αριθμό θυμάτων σε εξέχοντα στόχο, την ημέρα των προεδρικών εκλογών.

Οι Αρχές των ΗΠΑ στελέχωσαν την έρευνα με τη συνδρομή διαφόρων υπηρεσιών ασφαλείας, περιλαμβανομένου του FBI, ενώ τα ευρήματα κατέστησαν δυνατό να απαγγελθούν δύο βασικές κατηγορίες: πρώτον, η συνωμοσία και η απόπειρα παροχής υλικής υποστήριξης σε τρομοκρατική οργάνωση (ISIS), και δεύτερον, η λήψη, απόπειρα λήψης και συνωμοσία για απόκτηση όπλων με σκοπό την τέλεση τρομοκρατικών ενεργειών.

Σε επίσημη ανακοίνωση του υπουργείου Δικαιοσύνης αναφέρεται: «Η παραδοχή ενοχής από τον κατηγορούμενο απηχεί την αποφασιστικότητα των αμερικανικών αρχών να αντιμετωπίσουν απειλές τρομοκρατίας πριν φτάσουν στην υλοποίησή τους, ιδιαιτέρως όταν αυτές στοχεύουν κρίσιμες δημοκρατικές διαδικασίες».

Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν αναφορές για συνεργούς ή ευρύτερο δίκτυο που να έδρασε εντός των ΗΠΑ στο πλαίσιο αυτής της υπόθεσης. Ο Ταουχεντί παραμένει υπό κράτηση, ενώ η ακριβής ποινή θα οριστεί από το ομοσπονδιακό δικαστήριο σε μεταγενέστερη συνεδρίαση, με τις προβλεπόμενες ποινές, σύμφωνα με την αμερικανική νομοθεσία για τρομοκρατικά αδικήματα, να περιλαμβάνουν πολυετή κάθειρξη.

Η υπόθεση Ταουχεντί επαναφέρει στο προσκήνιο τις ανησυχίες των αμερικανικών αρχών σχετικά με απόπειρες τρομοκρατικών χτυπημάτων σε χρονικά ορόσημα όπως οι εθνικές εκλογές, όπου συγκεντρώνεται μεγάλο μέρος του πληθυσμού και υφίστανται αυξημένα μέτρα ασφάλειας. Παράλληλα, πέραν της διάστασης της διεθνούς τρομοκρατίας και της διείσδυσης του ISIS στην αμερικανική ενδοχώρα, η υπόθεση υπογραμμίζει την πολυπλοκότητα του δικτύου ριζοσπαστικοποίησης και διακίνησης όπλων.

Από την άλλη πλευρά, εκπρόσωποι οργανώσεων πολιτικών δικαιωμάτων συχνά επισημαίνουν την ανάγκη για αυστηρή τήρηση δικαστικών διαδικασιών και προστασίας των ατομικών ελευθεριών ακόμη και όταν πρόκειται για βαριά αδικήματα όπως αυτά της τρομοκρατίας, ενώ δεν λείπουν και οι συζητήσεις για το προσφυγικό και το μεταναστευτικό υπό τη σκιά τέτοιων υποθέσεων.

Η σύλληψη και ομολογία ενοχής του Ναζίρ Αχμάντ Ταουχεντί καταγράφει επιτυχία ως προς την πρόληψη πιθανής τρομοκρατικής επίθεσης σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη χρονική στιγμή για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παράλληλα υπενθυμίζει την πρόκληση που εξακολουθεί να θέτει η διεθνής τρομοκρατία και την αναγκαιότητα διαρκούς επαγρύπνησης των αρχών για την προστασία θεμελιωδών δημοκρατικών διαδικασιών και της δημόσιας ασφάλειας.

Συμφωνίες «μαμούθ» ΗΠΑ–Ιαπωνίας για υγροποιημένο φυσικό αέριο ύψους 200 δισ. δολαρίων

Τη σύναψη τεσσάρων μακροπρόθεσμων συμφωνιών συνολικής αξίας άνω των 200 δισ. δολαρίων για την προμήθεια αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) ανακοίνωσε στις 11 Ιουνίου το υπουργείο Εσωτερικών των ΗΠΑ, σηματοδοτώντας μια νέα σελίδα στη στρατηγική συνεργασία μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ιαπωνίας στον ενεργειακό τομέα. Η σύμβαση αυτή προβλέπει εξαγωγές έως και 5,5 εκατ. τόνων LNG ετησίως στην ιαπωνική εταιρεία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας JERA Co. Inc., στα πλαίσια τεσσάρων 20ετών συμβολαίων που, σύμφωνα με την ανακοίνωση του υπουργείου, εκτιμάται ότι θα προσθέσουν περισσότερα από 200 δισ. δολάρια στο αμερικανικό ΑΕΠ και θα υποστηρίξουν πάνω από 50.000 θέσεις εργασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με ανάλυση της S&P Global.

Οι συμφωνίες αυτές έρχονται την ώρα που στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη οι εφοδιαστικές αλυσίδες ενέργειας αναβαθμίζονται λόγω νέων γεωπολιτικών δεδομένων, αλλά και μετά την προσδοκώμενη αύξηση της αμερικανικής παραγωγικής ικανότητας LNG κατά 50% χάρη στην κατασκευή τριών νέων εγκαταστάσεων εξαγωγής την προσεχή περίοδο. Η JERA, ο μεγαλύτερος εισαγωγέας LNG παγκοσμίως, παίζει στρατηγικό ρόλο στην ενεργειακή ασφάλεια της Ιαπωνίας, μιας χώρας άκρως εξαρτημένης από εισαγόμενα καύσιμα μετά το πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα το 2011.

Σύμφωνα με την επίσημη τοποθέτηση του υπουργείου Εσωτερικών, «οι συμφωνίες αυτές υπογραμμίζουν τις προσπάθειες του προέδρου Τραμπ να απελευθερώσει την αμερικανική παραγωγή LNG και το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η βιομηχανία LNG στην ενίσχυση της αμερικανικής οικονομίας και τη διασφάλιση της παγκόσμιας ενεργειακής ασφάλειας». Επικαλούμενο στοιχεία της S&P Global, το αμερικανικό υπουργείο Εσωτερικών επισημαίνει τη συμβολή των νέων συμφωνιών στην απασχόληση και το ΑΕΠ της χώρας, ενισχύοντας περαιτέρω τη θέση των ΗΠΑ ως βασικής παγκόσμιας δύναμης στις ενεργειακές εξαγωγές.

Από την πλευρά της, η Ιαπωνία προσεγγίζει τη συμφωνία ως αποφασιστικό βήμα προκειμένου να διασφαλίσει τη σταθερότητα του εφοδιασμού της με φυσικό αέριο μακροπρόθεσμα. Ο ρόλος της JERA, που λειτουργεί ως ο μεγαλύτερος εισαγωγέας LNG διεθνώς και συμμετέχει στη διαμόρφωση τιμών στην Ασία, ενδυναμώνεται περαιτέρω με την πρόσβαση σε αμερικανικές προμήθειες, εν μέσω έντονου διεθνούς ανταγωνισμού και γεωπολιτικής αβεβαιότητας όσον αφορά στις πηγές ενέργειας.

Ένα δεξαμενόπλοιο υγροποιημένου φυσικού αερίου καθοδηγείται από ρυμουλκά σκάφη στη μονάδα εξαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου Sabine Pass της Cheniere στην περιοχή Cameron Parish της Λουιζιάνα, στις 14 Απριλίου 2022. Marcy de Luna/Reuters

 

Η συμφωνία εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αμερικανικής στρατηγικής για την ανάδειξη του LNG ως κυρίαρχης εξαγωγικής δραστηριότητας και μέσου άσκησης οικονομικής και διπλωματικής ισχύος. Υπενθυμίζεται ότι τα τελευταία χρόνια οι ΗΠΑ έχουν καταστεί ένας από τους τρεις μεγαλύτερους εξαγωγείς LNG παγκοσμίως, συμβάλλοντας στη διαφοροποίηση των διεθνών ενεργειακών ροών ιδίως μετά την κρίση στην Ουκρανία και τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας.

Για τις ΗΠΑ, η επέκταση των εξαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου λειτουργεί ως μοχλός στήριξης τόσο της βιομηχανικής απασχόλησης όσο και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Παράλληλα, καθιστά την Ουάσιγκτον καθοριστική για την ενεργειακή αυτάρκεια των συμμάχων της στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, εκτοπίζοντας παραδοσιακούς προμηθευτές και ενισχύοντας τις διατλαντικές ενεργειακές συμμαχίες. Για την Ιαπωνία, η μακροπρόθεσμη εξασφάλιση αμερικανικού LNG μειώνει την εξάρτηση από λιγότερο σταθερές ή πολιτικώς φορτισμένες αγορές, όπως η Μέση Ανατολή ή η Ρωσία.

Ωστόσο, περιβαλλοντικές ανησυχίες για τη ραγδαία αύξηση εξορυκτικών δραστηριοτήτων και εξαγωγών LNG παραμένουν σημαντικές, τόσο εσωτερικά στις ΗΠΑ όσο και διεθνώς, με τα κινήματα για την κλιματική αλλαγή να απαιτούν πιο φιλόδοξες ενεργειακές μεταρρυθμίσεις.

Η ιστορική συμφωνία ΗΠΑ–Ιαπωνίας για το LNG αντανακλά τη σημασία της ενεργειακής ασφάλειας στην εποχή των γεωπολιτικών μετασχηματισμών, ενισχύοντας ταυτοχρόνως την οικονομική και διπλωματική επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών. Η μακροχρόνια σταθερότητα εφοδιασμού που εξασφαλίζεται για την Ιαπωνία —και εν γένει για την Ασία— υπογραμμίζει τον κρίσιμο ρόλο των ενεργειακών συνεργασιών στο νέο διεθνές περιβάλλον, θέτοντας ταυτόχρονα νέα ερωτήματα ως προς τη βιώσιμη ενεργειακή ανάπτυξη και την ισορροπία μεταξύ οικονομικών, περιβαλλοντικών και γεωστρατηγικών προτεραιοτήτων.

Τεχνολογία «βλέπει» μέσα από τοίχους: Το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ παρουσιάζει το DePLife

Το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών (DHS) εργάζεται πάνω σε μια πρωτοποριακή τεχνολογία με την ονομασία DePLife, η οποία υπόσχεται να αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο οι δυνάμεις ασφαλείας διαχειρίζονται επικίνδυνες καταστάσεις. Το DePLife αξιοποιεί συστήματα ραντάρ προκειμένου να «βλέπει» μέσα από τοίχους, προσφέροντας πολύτιμες πληροφορίες και επιχειρησιακή επίγνωση χωρίς να απαιτείται η φυσική προσέγγιση στον χώρο του κινδύνου. Η σχετική ανακοίνωση έγινε από τη διεύθυνση Επιστήμης και Τεχνολογίας (S&T) του υπουργείου, στις 10 Ιουνίου.

Στόχος του DePLife είναι να εξοπλίσει αστυνομικές και πυροσβεστικές υπηρεσίες με τεχνολογικά μέσα που τους επιτρέπουν να εκτιμούν καταστάσεις υψηλού ρίσκου από ασφαλή απόσταση. Η τεχνολογία αυτή έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό στις επιχειρησιακές τους δυνατότητες, καθώς σε πληθώρα περιπτώσεων οι αρχές καλούνται να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις χωρίς σαφή εικόνα του τι συμβαίνει εντός ενός χώρου.

Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας, το DePLife βασίζεται στη χρήση ραντάρ για τον εντοπισμό αντικειμένων ή ατόμων πίσω από φυσικά εμπόδια – κυρίως τοίχους. Μια τέτοια δυνατότητα μπορεί να αποβεί καθοριστική σε επιχειρήσεις διάσωσης, σε επεμβάσεις κατά ομηριών, αλλά και στην κατάσβεση πυρκαγιών, όπου συχνά οι πυροσβέστες χρειάζεται να γνωρίζουν εάν υπάρχουν επιζώντες ή επικίνδυνες υλικές συνθήκες πίσω από φραγμένους ή φλεγόμενους τοίχους.

Η συσκευή υπό ανάπτυξη έχει τη δυνατότητα να μεταδώσει σε πραγματικό χρόνο πληροφορίες για την κίνηση και την παρουσία ατόμων, επιτρέποντας στις ομάδες παρέμβασης να διαμορφώσουν σαφή εικόνα, να αποφεύγουν αχρείαστους κινδύνους και να διαχειρίζονται καλύτερα το ανθρώπινο δυναμικό τους.

Όπως σημειώνεται στη σχετική ενημέρωση του S&T, «στόχος του DePLife είναι να προσφέρει χρήσιμη επιχειρησιακή πληροφόρηση και επίγνωση κατάστασης σε συνθήκες που συχνά χαρακτηρίζονται από αυξημένη επικινδυνότητα». Οι πρώτες πρακτικές δοκιμές αναμένεται να δρομολογηθούν εντός του έτους, με έμφαση στη συνεργασία με σώματα ασφαλείας και διασώστες για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας της τεχνολογίας.

Η συστηματική χρήση τέτοιας τεχνολογίας ανοίγει νέους ορίζοντες για τις αμερικανικές και διεθνείς αρχές ασφαλείας, καθώς ενισχύει τον βαθμό προστασίας τόσο των ίδιων των επαγγελματιών όσο και του πληθυσμού. Το DePLife μπορεί να αποτελέσει εργαλείο-«κλειδί» για την πρόληψη απωλειών σε επιχειρήσεις υψηλής δυσκολίας, κάτι που αποτελεί πάγιο αίτημα των επαγγελματιών του χώρου.

Ωστόσο, η δημόσια συζήτηση γύρω από τέτοιου είδους τεχνολογίες αφορά και το ζήτημα της ιδιωτικότητας και των ατομικών ελευθεριών. Η ικανότητα «όρασης» μέσα στα σπίτια ή σε ιδιωτικούς χώρους γεννά εύλογους προβληματισμούς για ενδεχόμενες καταχρήσεις ή παραβιάσεις δεδομένων. Μέχρι στιγμής, η διεύθυνση Επιστήμης και Τεχνολογίας του υπουργείου έχει δεσμευτεί ότι το DePLife θα χρησιμοποιείται αυστηρά στο πλαίσιο νόμιμων επιχειρήσεων, ενώ αναμένεται και η θέσπιση κανονιστικού πλαισίου για τη διαφύλαξη των πολιτικών δικαιωμάτων.

Η επίσημη έναρξη του DePLife σηματοδοτεί μια σημαντική επένδυση των αρχών των ΗΠΑ σε τεχνολογίες προστασίας ζωής και αποτελεσματικότερης διαχείρισης κρίσεων. Εάν αποδειχθεί λειτουργική και ασφαλής, η νέα τεχνολογία μπορεί να ενσωματωθεί ευρέως όχι μόνο στα αμερικανικά, αλλά και στα διεθνή πρότυπα αντιμετώπισης εκτάκτων αναγκών.

Από την άλλη πλευρά, επιταχύνεται η ανάγκη για διαφανή κανονιστικά πλαίσια προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τέτοια μέσα δεν θα καταλήξουν εργαλείο παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η ισορροπία μεταξύ ασφάλειας και προστασίας της ιδιωτικότητας θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την αποδοχή ή απόρριψη τέτοιων καινοτομιών από το κοινό.

Η παρουσίαση του DePLife από το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ αποτελεί άλλη μια ένδειξη της στροφής των αρχών προς λύσεις υψηλής τεχνολογίας στην αντιμετώπιση κρίσιμων – και συχνά επικίνδυνων – επιχειρησιακών σεναρίων. Ενώ οι δυνατότητες που προσφέρει στην αστυνομία και στην πυροσβεστική είναι εμφανείς, η ευρύτερη υιοθέτησή του θα εξαρτηθεί από την τεχνολογική του ωριμότητα και το νομικό πλαίσιο που θα διασφαλίσει την ισορροπία μεταξύ ασφάλειας και ατομικών ελευθεριών.

Κομισιόν: Κατηγορίες κατά της Shein για παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές

Σε παραβίαση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών φέρεται να προχώρησε η δημοφιλής πλατφόρμα ηλεκτρονικού εμπορίου Shein, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των εθνικών αρχών καταναλωτή. Η Κομισιόν σε ανακοινώσή της κάνει λόγο για «σειρά πρακτικών που αντίκεινται στη νομοθεσία της ΕΕ» από πλευράς της εταιρείας.

Όπως διαπιστώθηκε, η Shein προσέφερε παραπλανητικές εκπτώσεις προωθώντας μειωμένες τιμές που δεν βασίζονταν στην πραγματική προ έκπτωσης τιμή των προϊόντων. Επιπλέον, χρησιμοποιούσε πιεστικές τακτικές, όπως τεχνητά χρονικά όρια για αγορές, με στόχο να ωθήσει τους καταναλωτές να ολοκληρώσουν άμεσα τις παραγγελίες τους.

Η Κομισιόν επισημαίνει ακόμη ότι η Shein παρείχε ελλιπή και ανακριβή πληροφόρηση όσον αφορά τα δικαιώματα επιστροφής προϊόντων και επιστροφής χρημάτων, ενώ σε πολλές περιπτώσεις δεν επεξεργαζόταν δεόντως τις σχετικές αιτήσεις των καταναλωτών, κατά παράβαση των ισχυουσών διατάξεων.

Παράλληλα, η εταιρεία φέρεται να διαφήμιζε ψευδώς ή παραπλανητικά τα υποτιθέμενα οφέλη βιωσιμότητας των προϊόντων της, ενώ όσον αφορά την εξυπηρέτηση πελατών, φρόντιζε να δυσχεραίνει την επαφή με τους καταναλωτές αποκρύπτοντας τα στοιχεία επικοινωνίας της.

Η έρευνα έγινε σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Συνεργασίας για την Προστασία των Καταναλωτών (CPC), με πρωτοβουλία των αρχών της Ολλανδίας, της Γαλλίας, του Βελγίου και της Ιρλανδίας.

«Η Shein έχει πλέον διορία ενός μήνα να απαντήσει στα ευρήματα του Δικτύου CPC και να προτείνει συγκεκριμένες δεσμεύσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που εντοπίστηκαν. Εφόσον κριθεί σκόπιμο, ενδέχεται να ξεκινήσει διάλογος μεταξύ των δύο πλευρών», επισημαίνει η Κομισιόν.

Αν η εταιρεία δεν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις και δεν δώσει τις αναγκαίες εγγυήσεις, οι εθνικές αρχές μπορούν να λάβουν μέτρα επιβολής, μεταξύ των οποίων και την επιβολή προστίμων που υπολογίζονται βάσει του τζίρου της Shein στα κράτη μέλη της ΕΕ.

Η Shein, με έδρα τη Σιγκαπούρη και ιδρυτή τον Κινέζο δισεκατομμυριούχο Σκάι Χου, δραστηριοποιείται παγκοσμίως διαθέτοντας φθηνά προϊόντα μόδας απευθείας από την Κίνα στους καταναλωτές. Η εταιρεία δεν απάντησε σε σχετικό αίτημα για σχόλιο.

Τον περασμένο Φεβρουάριο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε ζητήσει επιπλέον στοιχεία και εσωτερικά έγγραφα από τη Shein σχετικά με την παρουσία παράνομου περιεχομένου ή προϊόντων στην πλατφόρμα, καθώς και πληροφορίες για την προστασία των προσωπικών δεδομένων των χρηστών.

Ανάλογη περίπτωση σημειώθηκε πέρυσι με την Temu, μια ακόμη ηλεκτρονική αγορά φθηνών κινεζικών προϊόντων, η οποία βρέθηκε να παραβιάζει την ευρωπαϊκή νομοθεσία για τις εκπτώσεις, τις κριτικές προϊόντων και τις επιθετικές μεθόδους πώλησης.

Αντιδράσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις εφοδιαστικές αλυσίδες

Σε άρθρο γνώμης στις 29 Απριλίου, ο αναλυτής Άντερς Κορ της Epoch Times και της Corr Analytics Inc., πρότεινε τη μεταφορά της εφοδιαστικής αλυσίδας της Shein εκτός Κίνας ώστε να διασφαλισθούν τα συμφέροντα των δημοκρατιών. Ο Κορ τόνισε ότι η Shein έχει κατηγορηθεί για χρήση καταναγκαστικής εργασίας στην Κίνα, εκβιαστικές πρακτικές κατά προμηθευτών και για ξέπλυμα χρήματος, ενώ η προσπάθειά της να εισαχθεί στο χρηματιστήριο των ΗΠΑ απορρίφθηκε το προηγούμενο έτος.

«Οι αλυσίδες παραγωγής της Shein πρέπει να αποσυνδεθούν πλήρως από την Κίνα, πριν προχωρήσει σε διεθνή χρηματιστηριακή εισαγωγή. Η παραγωγή οφείλει να μεταφερθεί όχι μόνο εκτός Κίνας, αλλά και από οποιαδήποτε αυταρχική χώρα όπως το Βιετνάμ», τόνισε χαρακτηριστικά. «Διαφορετικά, οι διεθνείς επενδυτές θα εξακολουθούν να επενδύουν σε αυταρχικά καθεστώτα. Ήρθε η ώρα οι δημοκρατίες να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη του καταναλωτικού τους κοινού υπέρ του καλού και όχι μόνο για το πιο φθηνό fast fashion».

Στις 22 Αυγούστου 2024, η Shein δημοσίευσε την ετήσια έκθεση βιωσιμότητας για το 2023, επιβεβαιώνοντας δύο περιπτώσεις παιδικής εργασίας στην αλυσίδα προμηθευτών της. Παιδική εργασία νοείται η απασχόληση ατόμων κάτω των 15 ετών ή κάτω από το νομικό όριο εργασίας κάθε χώρας. Η εταιρεία ανέφερε ότι διέκοψε προσωρινά τη συνεργασία με τους συγκεκριμένους υπεργολάβους και την επανέλαβε μόνο αφότου ελήφθησαν μέτρα διόρθωσης.

«Οι ασυνεπείς προμηθευτές έλαβαν διορία 30 ημερών να επιλύσουν τα ζητήματα», τονίζεται στην έκθεση. «Και στις δύο περιπτώσεις η επίλυση ήταν ταχεία, με μέτρα όπως η διακοπή συμβάσεων με ανήλικους, εξόφληση οφειλόμενων μισθών, ιατρικές εξετάσεις και επιστροφή των παιδιών στους γονείς ή κηδεμόνες τους».

Η Shein έχει δεχθεί πλήγμα και από την εμπορική πολιτική των ΗΠΑ κι ειδικά από τους τελωνειακούς δασμούς κατά των κινεζικών προϊόντων. Τον Απρίλιο, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε διάταγμα κατάργησης της φοροαπαλλαγής («de minimis») για πακέτα αξίας έως 800 δολάρια που απευθύνονται σε ΗΠΑ, επιβάλλοντας από 2 Μαΐου δασμό 120% ακόμη και στα φθηνότερα δέματα.

Λίγο πριν τεθεί σε ισχύ ο νέος δασμός, η Shein ενημέρωσε τους Αμερικανούς καταναλωτές για επερχόμενες αυξήσεις τιμών από τις 25 Απριλίου.

Στις 12 Μαΐου, ΗΠΑ και Κίνα συμφώνησαν σε προσωρινή μείωση των αμοιβαίων δασμών, με την κυβέρνηση Τραμπ να μειώνει τον σχετικό συντελεστή για τα φθηνότερα πακέτα στο 54%. Δύο ημέρες μετά, η Shein προχώρησε σε νέα μείωση τιμών για τους Αμερικανούς πελάτες της, ανακοινώνοντας σχετική ειδοποίηση.

Η υπόθεση της Shein αναδεικνύει τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η διεθνής αγορά ηλεκτρονικού εμπορίου τόσο σε ζητήματα κατανάλωσης όσο και σε καίρια θέματα κοινωνικής ευθύνης

Αυστηρότεροι περιορισμοί στη δημοσιογραφική πρόσβαση του Πενταγώνου

Ο υπουργός Άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών, Πιτ Χέγκσεθ, προχώρησε στην επιβολή νέων αυστηρών περιορισμών όσον αφορά τη δημοσιογραφική πρόσβαση στο Πεντάγωνο, με στόχο την καλύτερη προστασία ευαίσθητων πληροφοριών, σύμφωνα με σχετική εγκύκλιο του υπουργείου Άμυνας που εκδόθηκε στις 23 Μαΐου.

Όπως τονίζεται στο έγγραφο, πρώτη προτεραιότητα του αμερικανικού Πενταγώνου παραμένει η εθνική ασφάλεια, η διασφάλιση διαβαθμισμένων πληροφοριών αλλά και η προστασία ευαίσθητων, μη διαβαθμισμένων στοιχείων που κρίνονται κρίσιμα για την επιχειρησιακή ασφάλεια.

«Παρότι το Υπουργείο παραμένει προσηλωμένο στη διαφάνεια, έχει ταυτόχρονα την υποχρέωση να προστατεύει διαβαθμισμένες και ευαίσθητες πληροφορίες — των οποίων η μη εξουσιοδοτημένη διαρροή θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο ζωές Αμερικανών στρατιωτικών», σημειώνεται στην εγκύκλιο.

Με βάση τα νέα μέτρα, ο υπουργός Άμυνας καθιερώνει πρόσθετα επίπεδα ελέγχου για τους εκπροσώπους των ΜΜΕ που διαθέτουν ειδική κάρτα πρόσβασης στις εγκαταστάσεις του Πενταγώνου. Οι κανονισμοί αυτοί τίθενται σε ισχύ άμεσα.

Συγκεκριμένα, στους δημοσιογράφους απαγορεύεται πλέον η είσοδος σε γραφεία του υπουργού Άμυνας και του Κοινού Επιτελείου, χωρίς προηγούμενη έγκριση και επίσημη συνοδεία αρμόδιου προσωπικού. Επιπλέον, δεν τους επιτρέπεται η πρόσβαση στο Αθλητικό Κέντρο του Πενταγώνου.

Ανεξέλεγκτη, μη συνοδευόμενη πρόσβαση θα διατηρείται μόνο σε ορισμένους προκαθορισμένους χώρους.

Σε περιπτώσεις όπου δημοσιογράφος χρειάζεται να μεταβεί σε άλλα γραφεία ή περιοχές εντός του Πενταγώνου για συνεντεύξεις ή άλλες επαγγελματικές υποχρεώσεις, απαιτείται πλέον η υποχρεωτική συνοδεία από αρμόδιο υπάλληλο του Υπουργείου Άμυνας.

Επιπλέον, όλοι οι διαπιστευμένοι δημοσιογράφοι θα υποχρεώνονται να ολοκληρώσουν επικαιροποιημένο ενημερωτικό πρόγραμμα τις επόμενες εβδομάδες, σχετικά με τις ευθύνες τους όσον αφορά την προστασία ευαίσθητων και διαβαθμισμένων πληροφοριών.

Προβλέπεται επίσης η χορήγηση ανανεωμένης κάρτας πρόσβασης τύπου PFAC με εμφανέστερη σήμανση «PRESS», ενώ παράλληλα αυστηροποιούνται οι διαδικασίες έκδοσης και ελέγχου των διαπιστεύσεων.

Σε περίπτωση παράβασης των νέων κανονισμών, η εγκύκλιος προειδοποιεί για αυστηρότερα περιοριστικά μέτρα και ενδεχόμενη ανάκληση της διαπίστευσης.

Η Ένωση Ανταποκριτών του Πενταγώνου, που εκπροσωπεί τους διαπιστευμένους δημοσιογράφους στον χώρο της αμερικανικής άμυνας, έκανε λόγο για «ευθεία επίθεση κατά της ελευθεροτυπίας».

«Επικαλούνται θέματα επιχειρησιακής ασφάλειας, όμως η παρουσία δημοσιογράφων σε μη διαβαθμισμένους χώρους του Πενταγώνου αποτελεί παράδοση δεκαετιών, ανεξαρτήτως κυβέρνησης, ακόμη και μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, χωρίς να τεθεί ποτέ θέμα κινδύνου για την ασφάλεια από το Υπουργείο», υπογραμμίζει σε σχετική ανακοίνωση η Ένωση.

Ο κύριος εκπρόσωπος του Πενταγώνου, Σον Παρνέλ, επικρότησε τα νέα μέτρα με ανάρτησή του στα κοινωνικά δίκτυα. «Έως τώρα, οι δημοσιογράφοι μπορούσαν να κινούνται ανεξέλεγκτα σε όλο το Πεντάγωνο», ανέφερε. Οι αλλαγές ήταν «αναγκαίες και πρακτικές για να διασφαλιστεί η επιχειρησιακή ασφάλεια και να υπάρξει εναρμόνιση με τα υπόλοιπα κυβερνητικά κτίρια.»

Σε αντίστοιχες κινήσεις είχε προχωρήσει και ο Λευκός Οίκος ήδη από τον Φεβρουάριο, περιορίζοντας την πρόσβαση του Associated Press στο Οβάλ Γραφείο και το Air Force One, επικαλούμενος διαφωνίες για τον τρόπο αναφοράς του ειδησεογραφικού οργανισμού στην ονομασία του Κόλπου του Μεξικού, ο οποίος έχει επισήμως μετονομαστεί σε Κόλπο της Αμερικής.

«Το Associated Press συνεχίζει να αγνοεί τη νόμιμη μετονομασία του Κόλπου της Αμερικής», δήλωσε τότε ο αναπληρωτής επιτελάρχης του Λευκού Οίκου, Τέιλορ Μπουντόβιτς, μέσω ανάρτησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Η προστασία των κυβερνητικών πληροφοριών

Τα νέα περιοριστικά μέτρα στο Πεντάγωνο αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής της κυβέρνησης Τραμπ για την ενίσχυση της ασφάλειας κρατικών μυστικών και την αποτροπή διαρροών.

Ήδη από τις 25 Απριλίου, η υπουργός Δικαιοσύνης, Πάμ Μπόντι, εξέδωσε εγκύκλιο που διευκολύνει την απόκτηση πληροφοριών από δημοσιογραφικούς οργανισμούς σε περιπτώσεις διαρροής κρατικών εγγράφων.

«Η διασφάλιση διαβαθμισμένων και ευαίσθητων πληροφοριών είναι ουσιώδης για τη λειτουργία της κυβέρνησης και την επιβολή του νόμου», τόνιζε η εγκύκλιος. «Οι συνειδητές διαρροές κυβερνητικών δεδομένων στους δημοσιογράφους υπονομεύουν την αποστολή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και θέτουν σε αμφισβήτηση το κράτος δικαίου, τα πολιτικά δικαιώματα και την ασφάλεια της χώρας. Η πρακτική αυτή είναι παράνομη και απαράδεκτη και πρέπει να λήξει.»

Στο πλαίσιο αυτό, ακυρώθηκαν σχετικές πολιτικές του πρώην υπουργού Μέρικ Γκάρλαντ που απαγόρευαν στο Υπουργείο να ζητεί ή να απαιτεί καταθέσεις και στοιχεία από δημοσιογράφους κατά τη διερεύνηση παράνομων διαρροών.

Πλέον, οι δημοσιογραφικές οργανώσεις είναι υποχρεωμένες να συμμορφώνονται με κλητεύσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο μπορεί να προσφεύγει στα δικαστήρια ζητώντας κατάθεση ή παράδοση στοιχείων και μαρτυριών.

Παράλληλα, στέλεχος του Υπουργείου Άμυνας αποκάλυψε στις 18 Απριλίου ότι τρεις αξιωματούχοι του Πενταγώνου έχουν τεθεί σε διαθεσιμότητα, στο πλαίσιο έρευνας για διαρροή πληροφοριών – μεταξύ αυτών, σύμβουλος του υπουργού Άμυνας.

Με πληροφορίες από το πρακτορείο Reuters

 

ΗΠΑ: Επιτάχυνση αδειοδότησης ορυχείου ουρανίου για κάλυψη επείγουσων ενεργειακών αναγκών

Σε μια κίνηση μείζονος σημασίας για την ενεργειακή ασφάλεια των ΗΠΑ, το υπουργείο Εσωτερικών ανακοίνωσε στις 12 Μαΐου την επίσπευση της περιβαλλοντικής αξιολόγησης για το ορυχείο Velvet-Wood στην Πολιτεία της Γιούτα, ως μέρος της διαχείρισης της τρέχουσας εθνικής ενεργειακής κρίσης.

Το έργο, εφόσον λάβει τελικώς την έγκριση, θα εξορύξει ουράνιο — καύσιμο για τους πυρηνικούς αντιδραστήρες αλλά και βασικό στοιχείο για την παραγωγή τρίτιου που χρησιμοποιείται στα πυρηνικά όπλα — καθώς και βάνδιο, το οποίο αξιοποιείται κυρίως στη χαλυβουργία και στα αεροπορικά κράματα τιτανίου.

Η επιθετική επιτάχυνση της αδειοδοτικής διαδικασίας προβλέπει, σύμφωνα με το υπουργείο, ότι ο Οργανισμός Διαχείρισης Γης (BLM) θα έχει ολοκληρώσει την περιβαλλοντική εξέταση εντός μόλις 14 ημερών —ένα χρονοδιάγραμμα που χαρακτηρίζεται από το Υπουργείο ως κομβικό για την άμεση κάλυψη των πιεστικών ενεργειακών αναγκών και την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας.

Τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι οι ΗΠΑ εξαρτώνται σε «επικίνδυνο βαθμό» από εισαγωγές για την κάλυψη της ζήτησης τόσο σε ουράνιο όσο και σε βάνδιο. Το 2023, το 99% της ποσότητας ουρανίου που καταναλώθηκε από τους αμερικανικούς πυρηνικούς σταθμούς ήταν εισαγόμενο —σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Υπηρεσίας Πληροφοριών Ενέργειας (ΕΙΑ). Μετά τη δεκαετία του ’80, ο τερματισμός κινήτρων και προνομιακών εμπορικών πολιτικών είχε ως αποτέλεσμα κατακόρυφη μείωση της εγχώριας παραγωγής: Από 43,7 εκατομμύρια λίβρες ουρανίου το 1980, μόλις 174.000 λίβρες παρήχθησαν το 2019. Παρομοίως, σχεδόν το ήμισυ της ζήτησης σε βάνδιο καλύφθηκε πέρυσι από εισαγωγές.

Η έλλειψη εγχώριας παραγωγής αποτελεί κρίσιμο πρόβλημα ασφαλείας: Οι ΗΠΑ στηρίζονται σε ανταγωνιστικές χώρες για βασικές πρώτες ύλες. Πέρυσι, πυρηνικές μονάδες στις ΗΠΑ αγόρασαν ουράνιο από εταιρείες που εδρεύουν στη Ρωσία, ενώ Ρωσία και Κίνα ελέγχουν μεγάλο μέρος των παγκόσμιων εξαγωγών βανδίου.

Το αμερικανικό υπουργείο Εσωτερικών εξηγεί ότι η επίσπευση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης βασίζεται σε εθνικό διάγγελμα έκτακτης ανάγκης που υπέγραψε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ στις 20 Ιανουαρίου. Στο διάγγελμα επισημάνθηκε πως η ανεπάρκεια αξιοποίησης εγχώριων ενεργειακών πόρων καθιστά τη χώρα «ευάλωτη απέναντι σε εχθρικές δυνάμεις» και συνιστά απειλή για την εθνική ασφάλεια.

Ο υπουργός Εσωτερικών, Νταγκ Μπέργκαμ, δήλωσε σχετικά: «Η Αμερική αντιμετωπίζει μια ανησυχητική ενεργειακή κρίση εξαιτίας των ακραίων πολιτικών της προηγούμενης κυβέρνησης για το κλίμα. Ο πρόεδρος Τραμπ μαζί με την κυβέρνησή του αντεπιτίθενται άμεσα και αποτελεσματικά για να δώσουν λύση στο πρόβλημα. Η ταχύρρυθμη αξιολόγηση του εξορυκτικού έργου είναι το είδος αποφασιστικής ενέργειας που χρειαζόμαστε για να εξασφαλίσουμε το ενεργειακό μέλλον της χώρας. Καταπολεμώντας τις αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στη γραφειοκρατία, στηρίζουμε αμερικανικές θέσεις εργασίας και θωρακίζουμε την εθνική ασφάλεια, δημιουργώντας τις βάσεις για πραγματική ενεργειακή ανεξαρτησία.»

Ταχύτερη ανάπτυξη κρίσιμων πόρων

Στις 23 Απριλίου, το υπουργείο Εσωτερικών προχώρησε σε εφαρμογή έκτακτων διαδικασιών αδειοδότησης, ώστε να επιταχυνθεί η ανάπτυξη εγχώριων ορυκτών και ενεργειακών πόρων. Οι προθεσμίες για εγκρίσεις μειώνονται δραστικά, σε μόλις 28 ημέρες, έναντι των μηνών ή ακόμη και ετών που απαιτούνταν μέχρι πρόσφατα.

Η νέα πολιτική αφορά πηγές όπως πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ουράνιο, γεωθερμική ενέργεια, βιοκαύσιμα και άνθρακα —χωρίς ωστόσο να συμπεριλαμβάνονται τα φωτοβολταϊκά και η αιολική ενέργεια.

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν την πολυτέλεια να περιμένουν», σχολιάζει ο Μπέργκαμ. «Συμπιέζοντας μια διαδικασία που κρατούσε χρόνια σε μόλις 28 ημέρες, κατευθύνουμε κάθε προσπάθεια, αποφασιστικότητα και όραμα στην ενίσχυση της εθνικής ενεργειακής αυτονομίας.»

Η περιβαλλοντική οργάνωση Sierra Club, πάντως, ασκεί κριτική στην πολιτική του υπουργείου, υποστηρίζοντας ότι τα περιοριστικά χρονοδιαγράμματα δεν επιτρέπουν ουσιαστικό έλεγχο των περιβαλλοντικών κινδύνων, αφήνοντας τις τοπικές κοινότητες εκτεθειμένες σε πιθανές ρυπάνσεις.

Στις 20 Μαρτίου, ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα για άμεση ενίσχυση της παραγωγής ορυκτών στις ΗΠΑ, επισημαίνοντας ότι Κίνα, Ιράν και Ρωσία ελέγχουν μεγάλες ποσότητες στρατηγικών πρώτων υλών, γεγονός που απειλεί την αμερικανική ασφάλεια. Το 70% των σπάνιων γαιών που εισάγουν οι ΗΠΑ προέρχεται από την Κίνα.

Όπως σημειώνει το σχετικό ενημερωτικό δελτίο του Λευκού Οίκου, «τα κρίσιμα μέταλλα είναι απαραίτητα για τη στρατιωτική ετοιμότητα — είναι βασικά συστατικά σε μαχητικά αεροσκάφη, δορυφόρους, υποβρύχια, ‘έξυπνες’ βόμβες και συστήματα καθοδήγησης πυραύλων». Το διάταγμα προβλέπει χρηματοδότηση, δάνεια και επενδυτική υποστήριξη για νέα έργα ανάπτυξης πρώτων υλών.

Η Google καταβάλλει 1,4 δισ. δολάρια στο Τέξας για παραβίαση προσωπικών δεδομένων

Η Google συμφώνησε να καταβάλει το ποσό των 1,375 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ύστερα από σειρά αγωγών που είχε καταθέσει ο Γενικός Εισαγγελέας του Τέξας, Κεν Πάξτον, με αντικείμενο παραβιάσεις προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με ανακοίνωση της εισαγγελίας στις 9 Μαΐου.

Η συγκεκριμένη αποζημίωση θεωρείται η μεγαλύτερη ανάλογου είδους που έχει καταβάλει η Google σε επίπεδο πολιτείας για παράβαση νομοθεσίας περί προστασίας προσωπικών δεδομένων. «Καμία άλλη πολιτεία μέχρι σήμερα δεν έχει επιτύχει μεγαλύτερο διακανονισμό με τη Google για παρόμοιες παραβάσεις, με το προηγούμενο ανώτατο ποσό να φθάνει τα 93 εκατομμύρια δολάρια», τονίζεται στην ανακοίνωση.

Ο συμβιβασμός αφορά στις αγωγές που κατατέθηκαν το 2022 για την παράνομη παρακολούθηση γεωεντοπισμού, τη διαχείριση βιομετρικών δεδομένων, αλλά και τις υποτιθέμενα ανώνυμες αναζητήσεις χρηστών – πρακτικές που, σύμφωνα με τον Πάξτον, παραβίαζαν κατάφωρα τα δικαιώματα ιδιωτικότητας των πολιτών του Τέξας.

Συγκεκριμένα, η πρώτη αγωγή τον Ιανουάριο του 2022 υποστήριζε πως η Google εντόπιζε παραπλανητικά τη γεωγραφική θέση των χρηστών χωρίς τη συναίνεσή τους, συνεχίζοντας να καταγράφει προσωπικά δεδομένα ακόμη και όταν οι ίδιοι θεωρούσαν ότι είχαν απενεργοποιήσει τη σχετική λειτουργία, με στόχο την εμπορική αξιοποίηση αυτής της πληροφορίας μέσω διαφημίσεων.

Τον Μάιο του ιδίου έτους, η αγωγή διευρύνθηκε, εντάσσοντας και τη λειτουργία «Incognito» του Chrome, η οποία, σύμφωνα με την πολιτεία του Τέξας, δημιουργούσε παραπλανητική αίσθηση ανωνυμίας στους χρήστες, ενώ στην πραγματικότητα καταγραφόταν τόσο η τοποθεσία όσο και το ιστορικό αναζήτησης.

Τον Οκτώβριο, ακολούθησε νέα αγωγή με επίκεντρο τον παράνομο χειρισμό βιομετρικών αναγνωριστικών εκατομμυρίων πολιτών του Τέξας – κυρίως χαρακτηριστικά προσώπου και ηχητικά αποτυπώματα μέσω υπηρεσιών όπως το Google Assistant και το Google Photos, χωρίς προηγούμενη ενημερωμένη συγκατάθεση.

Μετά από χρόνια νομικών συγκρούσεων, η Google δέχτηκε να πληρώσει το ποσό-μαμούθ για να μπει τέλος στις δικαστικές εκκρεμότητες, όπως σημειώνεται στη σχετική ανακοίνωση της 9ης Μαΐου.

Απαντώντας με δήλωση που εστάλη στην Epoch Times, εκπρόσωπος της εταιρείας τόνισε ότι «κινούμαστε σε διακανονισμό για μια σειρά παλαιών διεκδικήσεων, οι περισσότερες εκ των οποίων έχουν ήδη επιλυθεί αλλού και αφορούν πολιτικές προϊόντων που έχουμε αλλάξει εδώ και καιρό. Είμαστε ικανοποιημένοι που το αφήνουμε πίσω μας και δεσμευόμαστε να ενισχύσουμε περαιτέρω τους ελέγχους προστασίας της ιδιωτικότητας. Δεν απαιτούνται περαιτέρω αλλαγές στα προϊόντα μας – όλα όσα χρειαζόταν έχουν ήδη γίνει πράξη ή έχουν ανακοινωθεί».

Από την πλευρά του, ο Κεν Πάξτον χαρακτήρισε τη συμφωνία μεγάλη νίκη για τους πολίτες του Τέξας. «Οι κολοσσοί της τεχνολογίας δεν είναι υπεράνω του νόμου», δήλωσε. «Επί χρόνια η Google παρακολουθούσε παρασκηνιακά μετακινήσεις, αναζητήσεις, ακόμα και βιομετρικά στοιχεία όπως η φωνή και το πρόσωπο πολιτών μέσω των προϊόντων της. Αντιμετώπισα την εταιρεία και νίκησα. Ο διακανονισμός αυτός δείχνει ότι κάθε εταιρεία που θα παραβιάζει την εμπιστοσύνη μας, θα πληρώνει. Θα συνεχίσω να υπερασπίζομαι τους Τεξανούς, αποτρέποντας την Big Tech από το να μετατρέπει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες μας σε εμπόρευμα για κέρδος».

Διακανονισμοί της Google παγκοσμίως

Δεν είναι η πρώτη φορά που η Google προχωρά σε εξωδικαστικούς συμβιβασμούς. Τον Δεκέμβριο του 2023, η εταιρεία συμφώνησε να καταβάλει 700 εκατομμύρια δολάρια σε Αμερικανικές πολιτείες, μετά από κατηγορίες ότι λειτουργούσε μονοπώλιο μέσω του Play Store, επιβάλλοντας αυθαίρετους περιορισμούς στη διάθεση εφαρμογών στις Android συσκευές και υπερβολικές χρεώσεις εντός εφαρμογών, επιβαρύνοντας άμεσα τους καταναλωτές. Από το συνολικό ποσό, τα 630 εκατ. προορίστηκαν για τους καταναλωτές και τα υπόλοιπα 70 εκατ. διαχειρίζονται οι πολιτείες.

Αρχές του 2024, η Google έφτασε σε διακανονισμούς και με ξένες αρχές. Τον Φεβρουάριο, το ιταλικό κράτος απέσυρε φορολογικές αξιώσεις αξίας 326 εκατομμυρίων ευρώ έναντι της Google, μετά από σχετική πληρωμή της εταιρείας για οφειλές της περιόδου 2015-2019.

Τον Απρίλιο, η Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ινδίας ενέκρινε διακανονισμό με τη Google σχετικά με κατηγορίες για αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στην πλατφόρμα Android TV.

Βαρύ πρόστιμο $168 εκατ. στην NSO Group για κατασκοπευτικό λογισμικό στο WhatsApp

Σε μια υπόθεση-ορόσημο για την προστασία της ιδιωτικότητας, σώμα ενόρκων στην Καλιφόρνια επιδίκασε στις 6 Μαΐου στη Meta αποζημίωση σχεδόν 168 εκατ. δολαρίων εις βάρος της ισραηλινής εταιρείας κατασκοπευτικού λογισμικού NSO Group.

Η υπόθεση ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2019, όταν WhatsApp και Facebook, θυγατρικές της Meta, προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη εναντίον της NSO Group. Στη μήνυση ισχυρίστηκαν ότι, το διάστημα Απριλίου-Μαΐου 2019, η NSO εκμεταλλεύτηκε την πλατφόρμα του WhatsApp για να υποκλέψει δεδομένα από περίπου 1.400 κινητές συσκευές, παρακολουθώντας ανυποψίαστους χρήστες.

Τον Δεκέμβριο του 2024, το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Βόρειας Καλιφόρνιας καταδίκασε την NSO για παραβίαση του αμερικανικού νόμου περί ηλεκτρονικής απάτης και κακόβουλης χρήσης συστημάτων, για παράβαση σχετικής πολιτειακής νομοθεσίας της Καλιφόρνια και για παράβαση συμβολαίου.

Το σώμα των ενόρκων αποφάσισε στις 6 Μαΐου την επιβολή χρηματικής αποζημίωσης στη Meta ύψους 444.719 δολαρίων και την καταβολή προστίμου ύψους 167,3 εκατ. δολαρίων, δηλώνοντας πως η Meta απέδειξε «πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η NSO ενήργησε με δόλο, καταπίεση ή απάτη» παραβιάζοντας τη νομοθεσία της Καλιφόρνιας περί πρόσβασης σε ηλεκτρονικά δεδομένα.

Η αγωγή του WhatsApp επικεντρωνόταν στο διαβόητο Pegasus, το κατασκοπευτικό λογισμικό της NSO που μπορεί να εγκατασταθεί εξ αποστάσεως σε Android, iOS και BlackBerry, παρέχοντας πλήρη έλεγχο – από μηνύματα μέχρι τοποθεσία – σε οποιονδήποτε το χειρίζεται.

Η WhatsApp ισχυρίστηκε ότι το Pegasus φυτεύτηκε σκόπιμα σε συσκευές χρηστών, με τα συλλεγόμενα δεδομένα να διοχετεύονται όχι μόνο στην NSO, αλλά και στους πελάτες της.

Από την πλευρά της, με προσφυγή τον Απρίλιο του 2020, η NSO αρνήθηκε τις κατηγορίες, ισχυριζόμενη ότι η δίωξη συγχέει τις πράξεις της εταιρείας με εκείνες πελατών της, όπως κρατικών υπηρεσιών. Η NSO δήλωσε ότι το Pegasus πωλείται αποκλειστικά σε κυβερνήσεις, προσφέροντας μόνο τεχνική υποστήριξη. Υποστήριξε δε πως η ίδια δεν εγκαθιστά ποτέ το λογισμικό σε συσκευές και ότι απαγορεύει συμβατικά τη χρήση του λογισμικού της σε μη εμπλεκόμενα σε εγκληματικές ενέργειες άτομα.

Η Meta χαιρέτισε με ικανοποίηση την ετυμηγορία, σημειώνοντας σε ανακοίνωσή της πως «η σημερινή δικαστική απόφαση σηματοδοτεί ένα σημαντικό βήμα για την ιδιωτικότητα και την ασφάλεια, καθώς αποτελεί την πρώτη νίκη κατά της ανάπτυξης και χρήσης παράνομου λογισμικού κατασκοπείας που απειλεί την ασφάλεια και τα δικαιώματα όλων».

Απαντώντας στην απόφαση, ο Γκιλ Λάινερ, αντιπρόεδρος επικοινωνίας της NSO, δήλωσε στην Epoch Times: «Η τεχνολογία μας διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην αποτροπή σοβαρών εγκλημάτων και τρομοκρατικών επιθέσεων, προστατεύοντας και ζωές Αμερικανών. Αυτή η διάσταση δυστυχώς δεν εξετάστηκε από τους ένορκους.»

Το Access Now, διεθνής οργάνωση προάσπισης ψηφιακών δικαιωμάτων, επίσης χαιρέτισε την απόφαση, υπενθυμίζοντας ότι εδώ και έξι χρόνια πιέζει για τέτοιου είδους λογοδοσία. Όπως ανέφερε ο Μάικλ Ντε Ντόρα, υπεύθυνος πολιτικής στις ΗΠΑ για το Access Now, «η απόφαση στέλνει ηχηρό μήνυμα προς τις εταιρείες λογισμικού κατασκοπείας ότι το να στοχοποιούν ανθρώπους δια μέσου αμερικανικών πλατφορμών θα έχει πλέον βαρύ κόστος».

Υπενθυμίζεται ότι το Νοέμβριο του 2021, το αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου ενέταξε την NSO Group και τρεις ακόμη εταιρείες στη λίστα οντοτήτων που θεωρούνται απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, καταδεικνύοντας την αυξανόμενη ανησυχία γύρω από τις δραστηριότητές τους.

Πάνω από 55.000 φορητοί φορτιστές από την Κίνα ανακαλούνται λόγω κινδύνου πυρκαγιάς

Η Shenzhen Baseus Technology Co. Ltd. με έδρα την Κίνα ανακαλεί χιλιάδες μονάδες φορητών φορτιστών από τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς η μπαταρία ιόντων λιθίου στο προϊόν μπορεί να υπερθερμανθεί, δημιουργώντας κίνδυνο πυρκαγιάς, ανέφερε η Επιτροπή Ασφάλειας Καταναλωτικών Προϊόντων (CPSC) των ΗΠΑ σε ανακοίνωση ανάκλησης της 1ης Μαΐου.

Η ανάκληση ισχύει για περίπου 55.380 μονάδες φορητών φορτιστών Baseus 65W 30000mAh, με αριθμό μοντέλου BS-30KP365.

Το προϊόν που κατασκευάζεται στην Κίνα πωλήθηκε online μέσω των Baseus, AliExpress, Amazon και Walmart μεταξύ Απριλίου 2020 και Απριλίου 2025 για 39 έως 90 δολάρια.

Η εταιρεία έλαβε 76 αναφορές για περιστατικά ασφαλείας που αφορούσαν τους φορτιστές, συμπεριλαμβανομένων 72 περιπτώσεων στις οποίες τα προϊόντα διογκώθηκαν και τεσσάρων περιπτώσεων πυρκαγιάς. Τρεις από τις αναφορές ανέφεραν υλικές ζημιές.

«Οι καταναλωτές θα πρέπει να σταματήσουν αμέσως να χρησιμοποιούν τους ανακληθέντες φορητούς φορτιστές και να επικοινωνήσουν με την Baseus για να λάβουν έναν δωρεάν φορτιστή αντικατάστασης. Ο φορητός φορτιστής αντικατάστασης θα έχει τον ίδιο αριθμό μοντέλου», ανέφερε η ειδοποίηση.

«Οι καταναλωτές θα πρέπει να υποβάλουν μια φωτογραφία του ανακληθέντος φορητού φορτιστή που να δείχνει τον αριθμό μοντέλου και τον σειριακό αριθμό στη σελίδα εγγραφής ανάκλησης της εταιρείας. Οι καταναλωτές χωρίς αριθμό παραγγελίας θα πρέπει να υποβάλουν μια φωτογραφία του φορητού φορτιστή με το όνομά τους και την ημερομηνία τους γραμμένα στον φορητό φορτιστή με μόνιμο μαρκαδόρο».

Για να λάβουν αντικατάσταση, οι πελάτες πρέπει να επιβεβαιώσουν ότι έχουν απορρίψει τον φορτιστή σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες.

Η CPSC προειδοποίησε να μην τοποθετούνται μπαταρίες ιόντων λιθίου στον κάδο απορριμμάτων ή σε γενικά συστήματα ανακύκλωσης, όπως κάδους ανακύκλωσης στο πεζοδρόμιο. Οι μπαταρίες ιόντων λιθίου πρέπει να απορρίπτονται με διαφορετικό τρόπο από άλλους τύπους μπαταριών, καθώς ενέχουν υψηλότερο κίνδυνο πυρκαγιάς.

Πολλά άλλα προϊόντα έχουν ανακληθεί τους τελευταίους μήνες λόγω ελαττωματικών μπαταριών λιθίου.

Τον Απρίλιο, η Casely Inc. με έδρα τη Νέα Υόρκη απέσυρε περίπου 429.200 μονάδες φορητών power bank της, προειδοποιώντας ότι οι μπαταρίες ιόντων λιθίου θα μπορούσαν να «υπερθερμανθούν και να αναφλεγούν, δημιουργώντας κίνδυνο πυρκαγιάς και εγκαυμάτων για τους καταναλωτές».

Η εταιρεία είχε λάβει 51 αναφορές από πελάτες που παραπονιόντουσαν για υπερθέρμανση ή πυρκαγιά της μπαταρίας κατά τη φόρτιση τηλεφώνων. Αναφέρθηκαν έξι ελαφρά εγκαύματα.

Νωρίτερα στις 20 Μαρτίου, ο όμιλος VC με έδρα τη Νέα Υόρκη ανακάλεσε σχεδόν 90.000 μονάδες φορητών power bank, αναφέροντας ένα παρόμοιο πρόβλημα με τις μπαταρίες λιθίου που θέτουν κίνδυνο εγκαύματος.

Νομοθεσία για την πυρκαγιά λιθίου

Οι νομοθέτες λαμβάνουν μέτρα για την αντιμετώπιση των απειλών πυρκαγιάς που προκαλούν οι μπαταρίες ιόντων λιθίου.

Στις 28 Απριλίου, η Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ ψήφισε τον «Νόμο για τον καθορισμό προτύπων καταναλωτών για μπαταρίες ιόντων λιθίου» με ψήφους 365-42. Το διμερές νομοσχέδιο απαιτεί από την CPSC να «δημοσιεύσει ένα τελικό πρότυπο ασφάλειας καταναλωτικών προϊόντων για τις επαναφορτιζόμενες μπαταρίες ιόντων λιθίου που χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρικά ποδήλατα και άλλες συσκευές μικροκινητικότητας για την προστασία από τον κίνδυνο πυρκαγιών που προκαλούνται από τέτοιες μπαταρίες», ανέφερε σε δήλωση της 28ης Απριλίου το γραφείο του βουλευτή Ρίτσι Τόρρες (Δ-ΝΥ), ενός από τους νομοθέτες που εισήγαγαν το νομοσχέδιο.

Το νομοσχέδιο έρχεται σε μια εποχή που οι πυρκαγιές από αυτές τις μπαταρίες έχουν αυξηθεί «εκθετικά» στη Νέα Υόρκη, ανέφερε.

Μια δήλωση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας της πόλης της Νέας Υόρκης στις 8 Ιανουαρίου ανέφερε ότι 277 πυρκαγιές ξεκίνησαν από μπαταρίες ιόντων λιθίου πέρυσι, με έξι άτομα να χάνουν τη ζωή τους σε αυτά τα περιστατικά. Μια ομάδα εργασίας που συστάθηκε από την υπηρεσία επιθεώρησε 585 καταστήματα ηλεκτρικών ποδηλάτων το 2024, εκδίδοντας αρκετές κλήσεις και εντολές παραβίασης.

Το νομοσχέδιο έχει την υποστήριξη της Διεθνούς Ένωσης Αρχηγών Πυροσβεστικής, με τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της ομάδας, Τζος Γουάλντο, να λέει ότι η νομοθεσία είναι το πρώτο βήμα για την προστασία των Αμερικανών από επικίνδυνες πυρκαγιές λιθίου, σύμφωνα με δήλωση της ένωσης στις 14 Απριλίου.

«Για πάρα πολύ καιρό, τα μέλη της πυροσβεστικής υπηρεσίας έπρεπε να αντιμετωπίσουν αυτές τις επικίνδυνες και τοξικές πυρκαγιές. Είναι καιρός να σταματήσει αυτή η βλάβη και η καταστροφή», είπε.