Το πετρελαιοεξαρτώμενο ρωσικό οικονομικό μοντέλο δοκιμάζεται, καθώς οι κυρώσεις αρχίζουν να αφήνουν το αποτύπωμά τους, σύμφωνα με ειδικούς.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ανακοίνωσε στις 22 Οκτωβρίου νέες κυρώσεις κατά της Ρωσίας, στοχεύοντας τους δύο μεγαλύτερους πετρελαϊκούς κολοσσούς της χώρας, τη Rosneft και τη Lukoil.
Μια ημέρα αργότερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε και αυτή νέες κυρώσεις κατά του ρωσικού «σκιώδους στόλου», τραπεζικών ιδρυμάτων, οντοτήτων τρίτων χωρών και παρόχων κρυπτονομισμάτων.
Τα μέτρα αυτά εντάσσονται σε μια συντονισμένη προσπάθεια της κυβέρνησης Τραμπ και των Ευρωπαίων συμμάχων της να εντείνουν την πίεση στο Κρεμλίνο και να περιορίσουν τη χρηματοδότηση του πολέμου που διεξάγει στην Ουκρανία, που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Ο Τραμπ ανακοίνωσε στις 15 Οκτωβρίου ότι η Ινδία δεσμεύτηκε να σταματήσει να αγοράζει πετρέλαιο από τη Ρωσία. Στις 21 Οκτωβρίου, ο πρόεδρος δήλωσε ότι μόλις είχε συνομιλήσει με τον Ινδό πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι και «δεν πρόκειται να αγοράσει μεγάλες ποσότητες πετρελαίου από τη Ρωσία».
Η Μαρία Μπερζελότου, ανώτερη αναλύτρια αγορών στη Signal Group, δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι «το ρωσικό πετρέλαιο είναι ελκυστικό για χώρες όπως η Ινδία, κυρίως επειδή πωλείται σε τιμές χαμηλότερες από τα διεθνή επίπεδα — αποτέλεσμα των κυρώσεων της Δύσης και του ανώτατου ορίου τιμής της G7, το οποίο περιορίζει τη χρήση δυτικών ναυτιλιακών και ασφαλιστικών υπηρεσιών για ρωσικό αργό που πωλείται πάνω από το προκαθορισμένο όριο».
Πώς θα επηρεάσει, λοιπόν, η πρόσθετη πίεση τη ρωσική οικονομία; Θα μπορούσε να κάμψει τη δυνατότητα της χώρας να συνεχίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία;
Ένας οικονομικός γόρδιος δεσμός
Η Ρωσία απορροφά το οικονομικό σοκ του πολέμου και των κυρώσεων καλύτερα απ’ όσο προέβλεπαν τα περισσότερα δυτικά μοντέλα, ωστόσο δεν ευημερεί, ανέφερε εκπρόσωπος της εταιρείας αναλύσεων και πληροφοριών Dallas, η οποία έχει φέρει στο φως εταιρείες που βοηθούν τη Ρωσία να παρακάμπτει τις κυρώσεις. Εμπιστευτικές προβλέψεις που έχει εξασφαλίσει η Dallas από το ρωσικό υπουργείο Ανάπτυξης σκιαγραφούν μια δυσοίωνη οικονομική προοπτική έως το 2027.
Όπως δήλωσε στην Epoch Times μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, το Κρεμλίνο στηρίζεται υπέρμετρα στα κρατικά ταμεία, αυξάνει τη φορολογία και ανακατευθύνει επενδύσεις σε στρατιωτική παραγωγή για να διατηρήσει όρθια την οικονομία.
Η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, χαρακτήρισε τις κυρώσεις κατά της Rosneft και της Lukoil «αποκλειστικά αντιπαραγωγικές», σε ενημέρωση που μεταδόθηκε από το κρατικό πρακτορείο TASS στις 23 Οκτωβρίου. «Οι κυρώσεις που επιβάλλει η ΕΕ στη Ρωσία γυρνούν μπούμερανγκ και τα περιθώρια για περαιτέρω κυρώσεις έχουν ουσιαστικά εξαντληθεί», δήλωσε.
Ο εκπρόσωπος της Dallas παρατήρησε: «Το Κρεμλίνο λειτουργεί με ένα εύθραυστο οικονομικό μοντέλο σε πολεμική βάση που συνεχίζει να αποφέρει σημαντικά ενεργειακά έσοδα, αλλά αντλεί από τα μελλοντικά δημοσιονομικά περιθώρια για να χρηματοδοτεί τον πόλεμο».
Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσσεντ, δήλωσε στις 22 Οκτωβρίου ότι ήρθε η ώρα για άμεση κατάπαυση του πυρός, σημειώνοντας ότι το υπουργείο είναι έτοιμο να προχωρήσει σε πρόσθετα μέτρα εάν χρειαστεί, ώστε να στηρίξει τις προσπάθειες του Ντόναλντ Τραμπ για τον τερματισμό του πολέμου.
Ανακοινώνοντας το τελευταίο πακέτο κυρώσεων στις 23 Οκτωβρίου, η επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Κάγια Κάλλας, τόνισε: «Γίνεται όλο και πιο δύσκολο για τον Πούτιν να χρηματοδοτεί τον πόλεμό του. Κάθε ευρώ που στερούμε από τη Ρωσία είναι ευρώ που δεν κατευθύνεται σε πολεμικές δαπάνες».
Η υγεία των ρωσικών δημόσιων οικονομικών και η σταθερότητα του ρουβλίου εξαρτώνται άμεσα από τις διακυμάνσεις της τιμής του πετρελαίου, εξηγεί η Μπερζελότου. Η ρωσική οικονομία είναι απόλυτα δεμένη με τις διεθνείς τιμές: τα έσοδα από πετρέλαιο και φυσικό αέριο αποτελούν το 30-40% του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού και το 45-50% των συνολικών εξαγωγικών εσόδων.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ είχε επίσης αναφερθεί στη δεινή οικονομική κατάσταση της Ρωσίας σε ανάρτησή του στο Truth Social, επαναλαμβάνοντας θέση που είχε εκφράσει σε συνέντευξη Τύπου, στις 25 Σεπτεμβρίου.
Με εισαγωγές αργού πετρελαίου άνω των 52 δισ. δολαρίων το περασμένο έτος, η Ινδία αντιστοιχεί, κατ’ εκτίμηση, στο ένα τρίτο των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου, χάρη στην έκπτωση που προκύπτει από τις κυρώσεις.
Η Μπερζελότου σημειώνει: «Από τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία μετά την εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, το Κρεμλίνο άρχισε να προσφέρει το πετρέλαιό του με έκπτωση σε μη δυτικούς αγοραστές για να διατηρήσει τον όγκο των εξαγωγών, περνώντας ουσιαστικά μέρος του κόστους των κυρώσεων σε χαμηλότερες τιμές. Η Ινδία επωφελείται από αυτές τις πιο προσιτές τιμές, ενισχύοντας τη δική της ενεργειακή ασφάλεια, ενώ η Ρωσία συνεχίζει να έχει σταθερή ζήτηση εκτός Δύσης».
Το ρωσικό πετρέλαιο ως γεωπολιτικό πλεονέκτημα
Επιπλέον παράγοντες, όπως ευέλικτοι τρόποι εξόφλησης σε νόμισμα πέραν του δολαρίου καθώς και εναλλακτικές ναυτιλιακές και ασφαλιστικές λύσεις, αυξάνουν ακόμα περισσότερο την ελκυστικότητα του ρωσικού πετρελαίου για χώρες όπως η Ινδία. Όμως, η πίεση που ασκεί η διοίκηση Τραμπ στο Νέο Δελχί καθιστά πλέον το ρωσικό πετρέλαιο λιγότερο συμφέρουσα επιλογή για τον Μόντι, με αποτέλεσμα ο Ινδός πρωθυπουργός να αναγκαστεί να την εγκαταλείψει, όπως προσβλέπει ο Τραμπ.
Η τιμή του αργού Brent έπεσε από τα 101 δολάρια τον Φεβρουάριο του 2022 στα 61 δολάρια στις 20 Οκτωβρίου, παρότι σημείωσε μικρή άνοδο μετά την ανακοίνωση των κυρώσεων κατά της Rosneft και της Lukoil.
Η Μπερζελότου αποδίδει την πτώση των τιμών στην αυξημένη παγκόσμια παραγωγή από χώρες του OPEC+ όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, στην άνοδο της αμερικανικής παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου και στην ενίσχυση της παραγωγής από μη μέλη του OPEC, όπως η Βραζιλία, η Νορβηγία και η Γουιάνα.
Παράλληλα, η κάμψη της ζήτησης λόγω υποτονικών ρυθμών ανάπτυξης στην Κίνα, την Ινδία και την ΕΕ, μαζί με την ταχύτερη υιοθέτηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, συνέβαλαν στη μείωση.
Το αποτέλεσμα ήταν η Ρωσική Ομοσπονδία να βρεθεί με δημοσιονομικό έλλειμμα 60 δισ. δολαρίων στο πρώτο επτάμηνο του 2025.
Ωστόσο, η Μόσχα έχει καταφέρει να διαμορφώσει άξονες εμπορικής συνεργασίας με χώρες όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα, οι οποίες επίσης βρίσκονται υπό κυρώσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Παράλληλα, η Κίνα έχει ενισχύσει τους δεσμούς της με τη Ρωσία τα τελευταία χρόνια, με κοινό παρονομαστή την αντιπαλότητα προς τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Μόντι συμμετείχε, μαζί με τη Ρωσία και την Κίνα, στη Σύνοδο του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης από τις 31 Αυγούστου έως την 1η Σεπτεμβρίου στο Τιαντζίν. Ωστόσο, η επίδειξη αλληλεγγύης της Ινδίας προς τον Πούτιν και τον Σι Τζινπίνγκ φαίνεται να κάμπτεται υπό το βάρος των αμερικανικών κυρώσεων.
Στις 27 Αυγούστου, ο Τραμπ όρισε πρόσθετο δασμό 25% στις εισαγωγές αγαθών από την Ινδία, ανεβάζοντας το συνολικό ποσοστό στο 50%, ως αντίποινα για τις αγορές ρωσικού πετρελαίου εκ μέρους του Νέου Δελχί.

Ο εκπρόσωπος της Dallas δήλωσε: «Η Ρωσία είχε στήσει ένα πολύπλοκο δίκτυο παράκαμψης των κυρώσεων, χρησιμοποιώντας μεσάζοντες οι οποίοι βρίσκονται σε διάφορα σημεία του κόσμου». Ταυτόχρονα, όμως, παρά τα δισεκατομμύρια που αποφέρουν οι εξαγωγές πετρελαίου, το Κρεμλίνο συνεχίζει να βάζει χέρι στα αποθεματικά του, δείχνοντας ότι οι κυρώσεις όντως πλήττουν τη ρωσική οικονομία, συμπληρώνει.
Το Ταμείο Εθνικού Πλούτου της Ρωσίας, που λειτουργεί ως ταμείο στήριξης του κρατικού συνταξιοδοτικού συστήματος, διέθετε ρευστά αποθεματικά 113,5 δισ. δολαρίων στις αρχές του 2022, ποσό που αντιστοιχούσε στο 7,3% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, τα αποθεματικά αυτά μειώνονταν κατά 1,7 δισ. δολάρια τον μήνα. Το ανεξάρτητο ρωσικό πρακτορείο Interfax μετέδωσε τον Αύγουστο ότι το ύψος του ταμείου είχε πέσει στα 48,3 δισ. δολάρια — κάτι που αντιστοιχεί μόλις στο 1,8% του ΑΕΠ.
Ο εκπρόσωπος της Dallas προειδοποίησε ότι, με τους τρέχοντες ρυθμούς δαπανών, τα ρευστά αποθέματα μπορεί να εξαντληθούν μέχρι τα τέλη του 2026, γεγονός που ίσως εξηγεί γιατί το Κρεμλίνο ανακοίνωσε πρόσφατα αύξηση του ΦΠΑ από 20% σε 22% για το επόμενο έτος.
Ωστόσο, δεν υπάρχουν μέχρι τώρα ενδείξεις ότι η οικονομική πίεση έχει αναγκάσει τον Πούτιν να αναθεωρήσει τη στρατηγική του.
					
					
					
					
					
					
					
					
					
