Δευτέρα, 23 Ιούν, 2025

Το βρετανικό Κοινοβούλιο ψηφίζει το νομοσχέδιο για την υποβοηθούμενη αυτοκτονία 

Οι βουλευτές ψήφισαν με οριακή πλειοψηφία υπέρ της νομιμοποίησης της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας στην Αγγλία και την Ουαλία, παρά τις αντιδράσεις ότι το νομοσχέδιο προωθήθηκε βιαστικά και παραμένει επισφαλές.

Η Βουλή των Κοινοτήτων ενέκρινε το Terminally Ill Adults Bill (Νομοσχέδιο για τους Ενήλικες σε Τελικό Στάδιο Ασθένειας) την Παρασκευή, με 314 ψήφους υπέρ και 291 κατά. Με την έγκριση αυτή, το νομοσχέδιο ολοκλήρωσε τη διαδικασία στην Βουλή των Κοινοτήτων και θα προωθηθεί στη Βουλή των Λόρδων για περαιτέρω εξέταση πριν λάβει Βασιλική Έγκριση και καταστεί νόμος.

Το νομοσχέδιο, που είναι πρωτοβουλία ιδιώτη βουλευτή, θα δίνει το δικαίωμα σε ενήλικες με τελικό στάδιο ασθένειας και λιγότερο από έξι μήνες ζωής να αιτηθούν ιατρικά υποβοηθούμενο θάνατο, υπό προϋποθέσεις αξιολόγησης από δύο γιατρούς και επιτροπή αποτελούμενη από ανώτερο νομικό, κοινωνικό λειτουργό και ψυχίατρο.

Σε περίπτωση έγκρισης, ο γιατρός θα χορηγεί την ουσία που ο ασθενής θα λάβει ο ίδιος.

Η βουλεύτρια του Εργατικού Κόμματος Κιμ Λιντμπήτερ, που στήριξε το νομοσχέδιο, δήλωσε ότι η έγκρισή του στην Τρίτη Ανάγνωση ήταν «το αποτέλεσμα που χρειάζονται τόσοι πολλοί άνθρωποι». Η ίδια εξήγησε ότι η εμπειρία της με ανθρώπους που έχουν χάσει αγαπημένα τους πρόσωπα σε δύσκολες συνθήκες, καθώς και με ασθενείς τελικού σταδίου που ζητούν απλά την επιλογή στο τέλος της ζωής τους, καθιστά την κίνηση αυτή απόλυτα σωστή.

Η υποβοηθούμενη αυτοκτονία παραμένει σήμερα παράνομη στην Αγγλία και την Ουαλία, με ποινή φυλάκισης έως 14 έτη.

Οριακή μείωση της πλειοψηφίας

Η έγκριση του νομοσχεδίου έγινε με μικρότερη διαφορά από την πρώτη ψηφοφορία τον Νοέμβριο του 2024, όταν είχε συγκεντρώσει 330 ψήφους υπέρ έναντι 275 κατά, δηλαδή πλειοψηφία 55.

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης στις 20 Ιουνίου, αρκετοί βουλευτές που αντιτίθενται στο νομοσχέδιο υποστήριξαν ότι η διαδικασία ήταν βεβιασμένη και παρά τις προσπάθειες ενίσχυσης με επιπλέον ασφαλιστικά μέτρα, το νομοσχέδιο παραμένει επισφαλές.

Διαδηλωτές που αντιτίθενται στο νομοσχέδιο για την υποβοηθούμενη αυτοκτονία διαδηλώνουν στην πλατεία του Κοινοβουλίου. Γουέστμινστερ, στο κέντρο του Λονδίνου, στις 20 Ιουνίου 2025. (Lucy North/PA Wire)

 

Η βουλεύτρια του Εργατικού Κόμματος Νταϊάν Άμποτ, που υποστηρίζει την υποβοηθούμενη αυτοκτονία ως αρχή αλλά αντιτίθεται στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο, το χαρακτήρισε «κακώς διατυπωμένο». Ως η μακροβιότερη γυναίκα βουλευτής στο Κοινοβούλιο, κάλεσε τους συναδέλφους της να κατάψηφίσουν το νομοσχεδίου, υποστηρίζοντας ότι αν περάσει σε αυτή τη μορφή, «άνθρωποι θα χάσουν τη ζωή τους χωρίς λόγο, και θα είναι μεταξύ των πιο ευάλωτων και περιθωριοποιημένων στην κοινωνία μας».

Τεράστια μετατόπιση της εξουσίας του κράτους

Ο πρώην υπουργός των Συντηρητικών Τομ Τάγκεντχατ, επίσης αντίθετος στο νομοσχέδιο, επεσήμανε ότι ο νόμος αυτός θα αλλάξει ριζικά τη δυναμική μεταξύ των πολιτών και του κράτους. Υποστήριξε ότι όταν το κράτος αφαιρεί τη ζωή, ακόμα και με τη συγκατάθεση, πρόκειται για μια «μεγάλη αλλαγή στη σχέση ανάμεσα στο άτομο και το κράτος», και επεσήμανε την ανάγκη να είναι κανείς πλήρως ενήμερος για τις επιπτώσεις αυτής της αλλαγής εξουσίας.

Η βουλεύτρια Λιντμπήτερ χαρακτήρισε την ψήφιση του νομοσχεδίου ως «πλειοψηφία που δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης» και εξέφρασε την πεποίθηση ότι «η βούληση της Βουλής θα γίνει σεβαστή από τη Βουλή των Λόρδων, και το νομοσχέδιο θα περάσει στο επόμενο στάδιο».

Επόμενα βήματα

Το νομοσχέδιο θα εξεταστεί τώρα από τη Βουλή των Λόρδων, πριν επιστρέψει στη Βουλή των Κοινοτήτων πιθανώς με τροποποιήσεις.

Γενικά, και οι δύο Βουλές πρέπει να συμφωνήσουν στο ακριβές κείμενο για να καταστεί νόμος, ωστόσο η Βουλή των Λόρδων δεν μπορεί να εμποδίσει τελικά την ψήφιση, λόγω περιορισμών στις αρμοδιότητές της.

Ωστόσο, καθώς πρόκειται για νομοσχέδιο ιδιώτη βουλευτή και όχι κυβερνητικό, υπάρχουν περιορισμοί. Ένας βασικός κίνδυνος είναι ο χρόνος.

Όποιο νομοσχέδιο δεν έχει λάβει Βασιλική Έγκριση μέχρι το τέλος της κοινοβουλευτικής περιόδου «παραπέμπεται», αλλά τα κυβερνητικά νομοσχέδια μπορούν να μεταφερθούν στην επόμενη περίοδο με ειδική πρόταση. Αυτά που είναι από ιδιώτη βουλευτή δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα.

Δεν υπάρχει συγκεκριμένη διάρκεια για κάθε κοινοβουλευτική περίοδο, αλλά συνήθως διαρκούν περίπου ένα χρόνο.

Στιγμιότυπο οθόνης της βουλευτή του Εργατικού Κόμματος Κιμ Λιντμπίτερ. Λονδίνο, στις 20 Ιουνίου 2025. (Βουλή των Κοινοτήτων/Βρετανικό Κοινοβούλιο/PA Wire)

 

Η μη εκλεγμένη Βουλή των Λόρδων μπορεί να καθυστερήσει τη νομοθεσία ζητώντας αλλαγές, οδηγώντας σε αλλεπάλληλες ανταλλαγές τροποποιήσεων του νομοσχεδίου μεταξύ των δύο Βουλών μέχρι να υπάρξει συμφωνία, γεγονός που απαιτεί επιπλέον χρόνο.

Η βουλεύτρια Λιντμπήτερ δήλωσε στο πρακτορείο ειδήσεων PA ότι θα ήταν «απογοητευμένη αν κάποιος έπαιζε παιχνίδια» με το νομοσχέδιό της στη Βουλή των Λόρδων.

Ερωτηθείσα σχετικά με το αν το νομοσχέδιο θα γίνει νόμος εντός της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου, απάντησε ότι «δεν γνωρίζουμε πότε θα τελειώσει η περίοδος».

Πρόσθεσε ότι «η κυβέρνηση έχει πολλά νομοσχέδια να διεκπεραιώσει, οπότε αυτό θα πάρει χρόνο, δεν περιμένω να γίνει σύντομα, αλλά μπορεί να είναι πριν το τέλος της χρονιάς».

Της Victoria Friedman

Με πληροφορίες του PA Media

Καναδάς και Ευρώπη υπογράφουν συμφωνία για την ασφάλεια και την άμυνα τη Δευτέρα στις Βρυξέλλες

Μια συμφωνία συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας, που θα υπογράψει ο πρωθυπουργός του Καναδά, Μαρκ Κάρνεϋ, με Ευρωπαίους ηγέτες τη Δευτέρα στις Βρυξέλλες, θα αποτελέσει μία από τις πιο εκτενείς συμφωνίες που έχει συνάψει ποτέ η Ευρωπαϊκή Ένωση με τρίτη χώρα, δήλωσε υψηλόβαθμος αξιωματούχος της ΕΕ την Παρασκευή.

Ο Κάρνεϋ αναμένεται να ταξιδέψει στην Ευρώπη την Κυριακή για τη Σύνοδο Κορυφής Καναδά-ΕΕ, η οποία έχει προγραμματιστεί για τη Δευτέρα το βράδυ και θα πραγματοποιηθεί με τη συμμετοχή του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Αντόνιο Κόστα, και της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.

Στη σύνοδο των G7 που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Δευτέρα στην Αλμπέρτα, η φον ντερ Λάιεν επιβεβαίωσε ότι η συμφωνία θα υπογραφεί τη Δευτέρα στις Βρυξέλλες, χαρακτηρίζοντας τον Καναδά «βασικό εταίρο».

Στις 16 Ιουνίου, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανέφερε πως πρόκειται για «μια ευκαιρία να ενισχυθεί ο ρόλος του Καναδά στη ραγδαία εξελισσόμενη αμυντική αρχιτεκτονική της Ευρώπης».

Σε ενημέρωση που παρείχε σε Καναδούς και Ευρωπαίους δημοσιογράφους την Παρασκευή, ένας ανώτερος Ευρωπαίος αξιωματούχος επεσήμανε ότι η σύνοδος θα έχει δύο βασικά αποτελέσματα: μια κοινή δήλωση που θα εκφράζει απόψεις για παγκόσμια ζητήματα, όπως οι συγκρούσεις στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, καθώς και την υπογραφή της «Συμφωνίας Εταιρικής Σχέσης για Ασφάλεια και Άμυνα μεταξύ ΕΕ και Καναδά».

Ο ίδιος αξιωματούχος τόνισε ότι η συμφωνία είναι φιλόδοξη, προσθέτοντας ότι αν και η ΕΕ έχει παρόμοιες συμφωνίες με άλλους παγκόσμιους εταίρους, αυτή με τον Καναδά θα είναι από τις πιο εκτενείς που έχει υπογράψει ποτέ με τρίτη χώρα. Θα ανοίξει νέους δρόμους για κοινή εργασία στη διαχείριση κρίσεων, τη στρατιωτική κινητικότητα, την ασφάλεια των θαλασσών, την κυβερνοασφάλεια και την αμυντική βιομηχανική συνεργασία.

Ο Κάρνεϋ έχει δηλώσει ξεκάθαρα ότι επιδιώκει την ενίσχυση των δεσμών του Καναδά με την Ευρώπη, ειδικά καθώς οι σχέσεις με τις ΗΠΑ επιβαρύνονται από δασμούς και απειλές για προσάρτηση. Μέσα σε δύο ημέρες από την ανάληψη των καθηκόντων του τον Μάρτιο, ο Κάρνεϋ πέταξε στην Ευρώπη, όπου συναντήθηκε με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν στο Παρίσι και τον Βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ στο Λονδίνο.

Κατά τη διάρκεια αυτών των επαφών ξεκίνησε σοβαρά να συζητά για την ένταξη του Καναδά στο νέο ευρωπαϊκό σχέδιο προμηθειών άμυνας, γνωστό ως ReArm Europe.

Στον λόγο του στον θρόνο στις 27 Μαΐου, η κυβέρνηση Κάρνεϋ δεσμεύτηκε να συμμετάσχει σε αυτό το πρόγραμμα, και ο ίδιος σε συνέντευξή του στον καναδικό ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό CBC την ίδια μέρα ανέφερε ότι αναμένει ο Καναδάς να ενταχθεί έως την 1η Ιουλίου.

Στις 9 Ιουνίου, ο Κάρνεϋ ανακοίνωσε μια σημαντική αύξηση στον αμυντικό προϋπολογισμό του Καναδά, με στόχο να ξεπεράσει το όριο του 2% του ΑΕΠ που έχει θέσει το ΝΑΤΟ και το οποίο η χώρα δεν έχει καταφέρει να επιτύχει για πάνω από μια δεκαετία.

Η ένταξη στο ReArm Europe αποτελεί μέρος αυτού του σχεδίου, με τον Κάρνεϋ να επαναλαμβάνει ότι ο Καναδάς δεν μπορεί πλέον να βασίζει όλη την άμυνά του μόνο στις ΗΠΑ.

Σε δήλωσή του στις 9 Ιουνίου ανέφερε πως «βρισκόμαστε σε στενές διαπραγματεύσεις με τους ευρωπαϊκούς εταίρους μας για να ενταχθούμε στο ReArm Europe. Αυτό αποτελεί μέρος της διαφοροποίησης. Είναι απλώς έξυπνο να είσαι διαφοροποιημένος. Καλύτερα να έχεις επιλογές, διαφορετικές αλυσίδες εφοδιασμού και ευρύτερους εταίρους».

Στην ατζέντα της συνόδου, που αναρτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αναφέρεται ότι η συμφωνία για τις προμήθειες ασφάλειας και άμυνας θα επιτρέψει στον Καναδά να συμμετάσχει σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα δανειοδότησης για κοινά αμυντικά έργα.

Το πρόγραμμα αυτό, ύψους 150 δισεκατομμυρίων ευρώ, ονομάζεται «Δράση για την Ασφάλεια της Ευρώπης» (Security Action for Europe – SAFE) και αποτελεί μέρος της πρωτοβουλίας ReArm Europe.

Ο Ευρωπαίος αξιωματούχος σημείωσε ότι μόλις η συμφωνία προμηθειών τεθεί σε ισχύ, ο Καναδάς θα πρέπει να διαπραγματευτεί διμερή συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ώστε να ξεκινήσουν συζητήσεις με τα κράτη-μέλη σχετικά με ευκαιρίες προμηθειών.

Οι ηγέτες στη σύνοδο ΕΕ-Καναδά αναμένεται επίσης να συζητήσουν για το παγκόσμιο εμπόριο και τους πολέμους που μαίνονται στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή. Επιπλέον, θα δεσμευτούν για την πλήρη κύρωση της Ολοκληρωμένης Οικονομικής και Εμπορικής Συμφωνίας, γνωστής ως CETA (Comprehensive Economic and Trade Agreement), τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ Καναδά και Ευρώπης.

Ο Φεν Χάμψον, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Carleton, επισήμανε ότι ο Κάρνεϋ θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στην κύρωση της CETA. Η συμφωνία τέθηκε σε προσωρινή ισχύ το 2017, αλλά αρκετά κράτη-μέλη της ΕΕ δεν την έχουν ακόμη επικυρώσει σε εθνικό επίπεδο.

Ο Χάμψον ανέφερε πως «η πραγματική πρόκληση είναι να ενθαρρυνθούν οι επιχειρήσεις τόσο του Καναδά όσο και της Ευρώπης να αξιοποιήσουν τη συμφωνία και να αυξήσουν τις διατλαντικές συναλλαγές, κάτι που απαιτεί και πολιτική ηγεσία. Η συμφωνία δεν έχει πλήρως επικυρωθεί, αλλά αυτό είναι κάτι που ο Κάρνεϋ ίσως μπορέσει να τονίσει στους Ευρωπαίους».

Μετά τις Βρυξέλλες, ο Κάρνεϋ θα ταξιδέψει στη Χάγη για τη σύνοδο των ηγετών του ΝΑΤΟ, όπου αναμένεται να προωθηθούν συζητήσεις για την αύξηση του στόχου δαπανών για την άμυνα από το 2% του ΑΕΠ έως και το 5%.

The Canadian Press

Ιταλός υπουργός Άμυνας: «Το ΝΑΤΟ δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης, ο ρόλος της Ευρώπης έχει παρέλθει»

Κατά τη διάρκεια παρέμβασής του σε συνέδριο που πραγματοποιείται στην Πάδοβα, ο Ιταλός υπουργός Άμυνας Γκουίντο Κροζέτο δήλωσε ότι «το ΝΑΤΟ δεν έχει, πλέον, λόγο ύπαρξης». «Κάποτε, ο Ατλαντικός Ωκεανός ήταν το κέντρο του κόσμου, τώρα είναι ολόκληρος ο κόσμος», προσέθεσε.

Σύμφωνα με τον Ιταλό υπουργό, «κάποτε η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούσαν το βασικό σημείο αναφοράς, ενώ τώρα υπάρχουν και όλοι οι υπόλοιποι, με τους οποίους πρέπει να δημιουργηθεί μια σχέση».

Παράλληλα, ο Κροζέτο υπογράμμισε ότι το ΝΑΤΟ πρέπει να υποστεί μια βαθιά αλλαγή, να ξεκινήσει διάλογο με τον παγκόσμιο Νότο, και να εγγυηθεί την ειρήνη και την αμοιβαία άμυνα. «Διαφορετικά, δεν θα μπορέσουμε να έχουμε ασφάλεια, με κανόνες που να ισχύουν για όλους», συμπλήρωσε.

«Συχνά μιλάμε σαν να ζούμε τριάντα χρόνια πριν. Στην πραγματικότητα, όμως, έχουν αλλάξει όλα. Κάποιοι μιλούν για την Ευρώπη σαν να είναι σημαντική. Κάποτε, ίσως, θα μπορούσε να γίνει, αν αποκτούσε έναν πολιτικό ρόλο, τον οποίο δεν απέκτησε. Αν αποκτούσε μια εξωτερική πολιτική και άμυνα. Η εποχή της, όμως, παρήλθε, και το λέω με λύπη. Ο κόσμος άλλαξε. Ο δε ΟΗΕ, στον υπόλοιπο κόσμο μετρά όσο η Ευρώπη. Τίποτα, δηλαδή, περισσότερο από μια εθνική ομάδα, λιγότερο από την Ινδία και από το Ισραήλ» είπε, χαρακτηριστικά, ο υπουργός Άμυνας της κυβέρνησης Μελόνι.

Ο Γκουίντο Κροζέτο, τέλος, δήλωσε ότι μέχρι τώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν ζητήσει να χρησιμοποιήσουν τις βάσεις τους στο ιταλικό έδαφος για επιχειρήσεις σχετικές με τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή.

Η ΕΕ επιβάλλει κυρώσεις στην AliExpress για πώληση παράνομων προϊόντων

Η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε στις 18 Ιουνίου ότι η κινεζική ηλεκτρονική πλατφόρμα AliExpress δεν έλαβε επαρκή μέτρα για τον περιορισμό της πώλησης παράνομων προϊόντων στην ιστοσελίδα της, εκθέτοντας έτσι την εταιρεία στον κίνδυνο βαριάς χρηματικής ποινής. Η AliExpress, που ανήκει στον κινεζικό κολοσσό ηλεκτρονικού εμπορίου Alibaba, ερευνάται από τον Μάρτιο του 2024 για ενδεχόμενη μη συμμόρφωσή της με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (DSA), που αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στον έλεγχο της διαχείρισης παράνομου περιεχομένου και προϊόντων από μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες και αγορές.

Σε ανακοίνωσή της στις 18 Ιουνίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέφερε: «Τα προκαταρκτικά μας ευρήματα δείχνουν ότι η AliExpress παραβιάζει την υποχρέωσή της να αξιολογεί και να μετριάζει τους κινδύνους που σχετίζονται με τη διάδοση παράνομων προϊόντων βάσει του DSA».

Οι ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές εντόπισαν ότι η AliExpress δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τους κινδύνους που συνεπάγεται η διασπορά παράνομων προϊόντων. Η Επιτροπή κατηγορεί την πλατφόρμα ότι δεν εφαρμόζει αυστηρά την πολιτική επιβολής κυρώσεων εις βάρος πωλητών που αναρτούν επανειλημμένως παράνομο περιεχόμενο. Επιπλέον, διαπιστώθηκαν συστημικές αδυναμίες στα συστήματα εποπτείας περιεχομένου της AliExpress, γεγονός που επέτρεψε τη χειραγώγηση της πλατφόρμας από κακόβουλους εμπόρους.

Η AliExpress υπόκειται στους πιο αυστηρούς κανόνες του DSA μετά την ένταξή της, τον Απρίλιο του 2023, στον κατάλογο της Επιτροπής με τις «Πολύ Μεγάλες Διαδικτυακές Πλατφόρμες». Εφόσον επιβεβαιωθούν τα προκαταρκτικά ευρήματα παραβίασης του DSA, η ΕΕ μπορεί να επιβάλει πρόστιμο έως και 6% του παγκόσμιου κύκλου εργασιών της εταιρείας.

Η Επιτροπή επεσήμανε ότι η AliExpress πρότεινε μέτρα για την αντιμετώπιση των σχετικών ανησυχιών, τα οποία έγιναν αποδεκτά από την Κομισιόν και απέκτησαν δεσμευτική ισχύ. Οποιαδήποτε παραβίαση των δεσμεύσεων αυτών μπορεί επίσης να οδηγήσει σε επιβολή προστίμου. Μεταξύ των μέτρων που υποσχέθηκε να λάβει η AliExpress συγκαταλέγεται και η αναβάθμιση των συστημάτων της για την παρακολούθηση πρακτικών απόκρυψης συνδέσμων, μέσω των οποίων διατίθενται παράνομα προϊόντα — συχνά απομιμήσεις φαρμάκων και συμπληρωμάτων διατροφής, σύμφωνα με την Επιτροπή.

Η AliExpress δεν απάντησε σε αίτημα για σχολιασμό μέχρι στιγμής. Σε σχετική ανακοίνωση προς τα μέσα ενημέρωσης, η εταιρεία ανέφερε ότι «…έχει αναλάβει προληπτική δράση και συνεργάστηκε στενά με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή από την έναρξη της έρευνας, δεσμευόμενη να συνεχίσει αυτή τη συνεργασία». Εκπρόσωπος της εταιρείας πρόσθεσε: «Είμαστε βέβαιοι ότι, μέσω του διαλόγου μας με την Επιτροπή, θα επιτευχθεί ένα θετικό και συμμορφωμένο αποτέλεσμα που θα αντιμετωπίσει κάθε εκκρεμότητα».

Βάσει του DSA, οι πλατφόρμες με περισσότερους από 45 εκατομμύρια μηνιαίους χρήστες στην Ευρώπη οφείλουν να λαμβάνουν πρόσθετα μέτρα για την προστασία των ανηλίκων και την αντιμετώπιση πωλήσεων προϊόντων-μαϊμούδων στην πλατφόρμα τους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει χαρακτηρίσει, εκτός από την AliExpress, και άλλους μεγάλους Κινέζους διαδικτυακούς εμπόρους, όπως οι Shine και Temu, ως πολύ μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες.

Με την συμβολή του Reuters

Βρετανικό δικαστήριο: Η απόρριψη Κινέζων από θέσεις εργασίας ασφαλείας δεν αποτελεί ρατσισμό

Δικαστής του Ηνωμένου Βασιλείου έκρινε ότι ο αποκλεισμός υποψηφίων από εχθρικές χώρες για ευαίσθητες θέσεις εργασίας δεν συνιστά ρατσισμό, αλλά αναγκαίο μέτρο λόγω του κινδύνου κατασκοπείας. Η απόφαση αυτή υπογραμμίζει ότι δεν είναι διακριτικό να αποκλείονται άτομα από χώρες όπως η Κίνα, η Ρωσία, η Βόρεια Κορέα ή το Ιράν, που θεωρούνται απειλή για το Ηνωμένο Βασίλειο, από τη στελέχωση τομέων άμυνας ή ασφάλειας.

Η απόφαση ελήφθη μετά από καταγγελία Κινέζας επιστήμονα, της Τιάνλιν Σου, η οποία υποστήριξε ότι η βρετανική εταιρεία Τεχνητής Νοημοσύνης Binary AI ενήργησε με ρατσιστικά κριτήρια μη προσλαμβάνοντάς τη, επικαλούμενη λόγους ασφαλείας. Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, που δημοσιεύθηκε στις 17 Ιουνίου, η εταιρεία, η οποία είχε τότε μόνο πέντε εργαζόμενους και ιδρύθηκε από τον Τζέιμς Πάτρικ Έβανς, ήταν δικαιολογημένη στις επιλογές της.

Το δικαστήριο επεσήμανε ότι η Binary AI χρησιμοποιεί τεχνητή νοημοσύνη για τον εντοπισμό κρυφών «backdoors» σε λογισμικό, ώστε να αποτρέπει επιθέσεις κρατικά υποστηριζόμενων χάκερ από εχθρικές χώρες. Τον Σεπτέμβριο του 2023, η εταιρεία εξασφάλισε σύμβαση με το Εργαστήριο Επιστήμης και Τεχνολογίας Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως και με άλλους φορείς του υπουργείου Άμυνας, συμφωνία που προϋπέθετε αυστηρούς ελέγχους ασφαλείας για το προσωπικό, σε υποστήριξη των αμυντικών προσπαθειών ΗΠΑ και Ηνωμένου Βασιλείου.

Ο Πάτρικ Έβανς προκήρυξε θέση ερευνητή-επικεφαλής ΑΙ για τις ανάγκες αυτής της σύμβασης και τελικά επέλεξε άλλο υποψήφιο, αντί της Σου. Το δικαστήριο σημείωσε ότι ο Έβανς συμβουλεύθηκε τον αρμόδιο Επικεφαλής Εθνικής Ασφάλειας για το κατά πόσον ήταν ασφαλές να προσληφθεί Κινέζος υπήκοος στη συγκεκριμένη ευαίσθητη θέση. Σε σχετικό email επισημαινόταν: «Πλέον δεν μπορούμε να χρηματοδοτήσουμε Κινέζους υπηκόους για οποιαδήποτε εργασία σχετίζεται με εθνική ασφάλεια. Το έργο σας ενδιαφέρει πολύ την κοινότητά μας και κινείται σε ιδιαίτερα ευαίσθητο πεδίο, οπότε θα σας συμβούλευα να μην προσλάβετε Κινέζο υπήκοο. Συγγνώμη για τη σύντομη απάντηση και την ίσως αυστηρή γραμμή».

Η Σου προσέφυγε κατά της Binary AI για φυλετική διάκριση, υποστηρίζοντας πως η επίκληση του ελέγχου ασφαλείας ήταν απλώς πρόσχημα και απορρίφθηκε λόγω της κινεζικής της υπηκοότητας, διαδικασία που, κατά την ίδια, μαρτυρά στίγμα και στερεότυπα. Το σκεπτικό της ενισχυόταν από email του Πάτρικ Έβανς, στις 28 Οκτωβρίου 2023, όπου αναφερόταν:  

«Με λύπη σας ενημερώνω ότι δεν θα προχωρήσουμε με την αίτησή σας, αποκλειστικά λόγω της εθνικότητάς σας. Ως εταιρεία, συνεργαζόμαστε στενά με δυτικές κυβερνήσεις σε ευαίσθητα έργα και επιθυμούμε να διατηρήσουμε αυτή τη σχέση. Δεν διαθέτουμε τα μεγέθη και τους πόρους για να διασφαλίσουμε τον απαραίτητο διαχωρισμό και τα εσωτερικά ελεγκτικά μέτρα που απαιτούνται για την πρόσληψη ατόμου της εθνικότητάς σας στη φάση αυτή».

Το δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς της Σου, με τον δικαστή Εργατικών Διαφορών, Ρίτσαρντ Μπίτι, να επισημαίνει πως υπήρχαν τρεις πρόσθετοι λόγοι για την επιλογή άλλου υποψηφίου:

  1. Ο επιλεγείς ήταν Βρετανός υπήκοος, με συναφή εμπειρία και προγενέστερο έλεγχο ασφαλείας.
  2. Οι οικονομικές απαιτήσεις της Σου ήταν αισθητά υψηλότερες από του προτεινόμενου.
  3. Από επιπλέον έρευνα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της Σου προέκυψαν αμφιβολίες για ορισμένες ικανότητές της.

Ο Δικαστής Μπίτι παρατήρησε ότι ο Έβανς δεν συμπεριέλαβε τα επιπλέον αυτά στοιχεία στο email του προκειμένου να μην προσβάλει τα αισθήματα της Σου, επιλέγοντας μια αιτιολογία που δεν σχετιζόταν με την αξιοσύνη ή τη συμπεριφορά της, αλλά με πραγματικές απαιτήσεις των πελατών.

Συνεχίζοντας ο Μπίτι τόνισε: «Ο λόγος που απορρίφθηκε η Σου ήταν ότι η εθνικότητά της εμπόδιζε τη χορήγηση έγκρισης ασφαλείας — αυτό δεν συνιστά διάκριση. Ο ίδιος λόγος θα ίσχυε για οποιονδήποτε υπήκοο χώρας που δεν μπορεί να λάβει σχετική πιστοποίηση. Ο λόγος δεν είναι η εθνικότητα καθεαυτή».

Στην απόφασή του ο Μπίτι τόνισε τη συνεχή απειλή από κρατικά επιχορηγούμενες ομάδες χάκερ από χώρες όπως η Βόρεια Κορέα, η Ρωσία, η Κίνα και το Ιράν, που επιτίθενται διαρκώς κατά της βρετανικής κυβέρνησης και των συμμάχων της της Συμμαχίας των Πέντε Οφθαλμών, επιδιώκοντας να εκμεταλλευτούν ευπάθειες βασικών κρίσιμων υποδομών, όπως τα δίκτυα 5G και τα πληροφοριακά συστήματα του βρετανικού ΕΣΥ.

Κατέληξε δε: «Τα backdoors έχουν καταστροφικές συνέπειες για την ασφάλεια της βρετανικής κυριαρχίας και την οικονομική ευημερία. Επιτρέπουν σε ξένα κράτη να κατασκοπεύουν τα πλέον ευαίσθητα δεδομένα και να υποκλέπτουν οικονομικά και εμπορικά μυστικά. Ο εντοπισμός τέτοιων κρυφών “εισόδων” στο λογισμικό είναι εξαιρετικά δύσκολος».

Η εν λόγω απόφαση συνιστά σημαντικό νομικό προηγούμενο, που προτάσσει την ανάγκη εξισορρόπησης μεταξύ εθνικής ασφάλειας και απαγόρευσης διακρίσεων στις προσλήψεις για ευαίσθητους τομείς.

Γαλλία, Γερμανία και Βρετανία παροτρύνουν το Ιράν να διαπραγματευτεί «το ταχύτερο δυνατό, χωρίς προϋποθέσεις»

Οι υπουργοί Εξωτερικών της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Γερμανίας παρότρυναν το Ιράν να επιστρέψει το ταχύτερο δυνατό, χωρίς προϋποθέσεις, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό του πρόγραμμα, σύμφωνα με γαλλική διπλωματική πηγή.

Ο Ζαν-Νοέλ Μπαρό, ο Ντέιβιντ Λάμι και ο Γιόχαν Βάντεφουλ, οι οποίοι είχαν συνομιλίες το βράδυ της Δευτέρας με την επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Κάγια Κάλας, κάλεσαν επίσης την Τεχεράνη να αποφύγει οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως φυγή προς τα εμπρός εις βάρος των δυτικών συμφερόντων, οποιαδήποτε περιφερειακή επέκταση της σύγκρουσης ή πυρηνική κλιμάκωση – όπως η μη συνεργασία με τον Διεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ), η αποχώρηση από τη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων (Non-Proliferation Treaty – NPT) ή η υπέρβαση των επιτρεπόμενων ορίων εμπλουτισμού ουρανίου.

Κατά τη διάρκεια της νύχτας, το ιρανικό υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι ο επικεφαλής της ιρανικής διπλωματίας -ο οποίος ηγείται και της ομάδας διαπραγμάτευσης για το πυρηνικό πρόγραμμα- είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τους ομολόγους του από τη Γαλλία, τη Βρετανία και τη Γερμανία, καθώς και με την Κάγια Κάλας.

Ο Αμπάς Αραγτσί, σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, εξέφρασε την άποψη ότι η ισραηλινή επίθεση κατά του Ιράν εν μέσω διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ για το πυρηνικό πρόγραμμα «καταφέρει πλήγμα στη διπλωματία».

Η Γαλλία, η Γερμανία και η Βρετανία, καθώς και η ΕΕ συνολικά, συγκαταλέγονται -μαζί με την Κίνα και τη Ρωσία- στα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, από την οποία οι ΗΠΑ αποχώρησαν μονομερώς το 2018, κατά την πρώτη προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ.

Το Παρίσι, το Βερολίνο και το Λονδίνο, που συγκροτούν την ομάδα E3, ξεκίνησαν εκ νέου συνομιλίες με την Τεχεράνη πέρυσι, σε μια προσπάθεια επίτευξης νέας συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

Παράλληλα, οι ΗΠΑ διεξήγαγαν έμμεσες διαπραγματεύσεις με την Τεχεράνη στις αρχές του έτους, οι οποίες προσέκρουαν κυρίως στο ζήτημα του εμπλουτισμού ουρανίου.

Ένας νέος γύρος διαπραγματεύσεων επρόκειτο να ξεκινήσει την Κυριακή, πριν από τα ισραηλινά πλήγματα στο ιρανικό έδαφος.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι δυτικοί τους σύμμαχοι, όπως και το Ισραήλ -που θεωρείται από ειδικούς η μόνη πυρηνική δύναμη στη Μέση Ανατολή- κατηγορούν επί μακρόν την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν ότι επιδιώκει να αποκτήσει πυρηνικό οπλοστάσιο. Η Τεχεράνη έχει επανειλημμένως διαψεύσει αυτούς τους ισχυρισμούς.

Τέλος, σύμφωνα με τη γαλλική διπλωματική πηγή, οι υπουργοί Εξωτερικών της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Γερμανίας διαβίβασαν μηνύματα στο Ισραήλ, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να μην στοχοποιούνται πολιτικές αρχές, πολιτικές υποδομές και άμαχοι πληθυσμοί.

Νέο παραλλαγμένο στέλεχος κορωνοϊού εξαπλώνεται ταχέως στην Ευρώπη

Αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης προειδοποιούν για αύξηση των κρουσμάτων κορωνοϊού στην ήπειρο, καθώς ένα νέο παραλλαγμένο στέλεχος, το NB.1.8.1, το οποίο είχε εξαπλωθεί τους προηγούμενους μήνες στην Κίνα, εντοπίζεται πλέον και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου, σύμφωνα με επικαιροποιημένα στοιχεία των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), αντιπροσωπεύει πάνω από το ένα τρίτο των σχετικών περιστατικών (δελτίο 13ης Ιουνίου).

Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων, «δεν αναμένεται το νέο στέλεχος να αυξήσει τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία σε σύγκριση με άλλες πρόσφατες παραλλαγές του SARS-CoV-2, που προέρχονται από την Όμικρον». Το Κέντρο τόνισε επίσης ότι, αν και προς το παρόν δεν υπάρχουν κλινικές μελέτες σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εμβολίων έναντι του NB.1.8.1, «με βάση το γενετικό του προφίλ και τα πρώτα εργαστηριακά δεδομένα, δεν διαφαίνεται σημαντική μείωση στην προστασία έναντι σοβαρής νόσου».

Το ίδιο όργανο επισημαίνει ότι, παρότι η παρουσία του NB.1.8.1 στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) παραμένει χαμηλή, η διασπορά του αναμένεται να αυξηθεί το επόμενο διάστημα. «Παρατηρείται αργή αύξηση του ιού που προκαλεί τη νόσο Covid-19 σε ορισμένες περιοχές της ΕΕ και του ΕΟΧ τις τελευταίες εβδομάδες, αλλά τα συνολικά επίπεδα παραμένουν χαμηλά και δεν έχει εντοπιστεί μέχρι στιγμής σημαντικός αντίκτυπος στη δευτεροβάθμια φροντίδα ή στη θνησιμότητα», αναφέρει η ανακοίνωση.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το παραλλαγμένο στέλεχος NB.1.8.1 ήταν δεύτερο σε συχνότητα από τις 25 Μαΐου έως τις 7 Ιουνίου, με μικρή διαφορά από το πρώτο σε συχνότητα στέλεχος LP.8.1, σύμφωνα με τα CDC. Μόλις στα τέλη Μαΐου, το NB.1.8.1 δεν καταγραφόταν καν στην επίσημη ταξινόμηση. Χάρτης του Global Initiative on Sharing All Influenza Data δείχνει πως το στέλεχος έχει εντοπιστεί μεταξύ άλλων σε Χαβάη, Καλιφόρνια, Ουάσιγκτον, Αριζόνα, Κολοράντο, Ιλλινόι, Οχάιο, Βιρτζίνια, Μέρυλαντ, Νιου Τζέρσεϋ, Νέα Υόρκη, Βερμόντ, Ρόουντ Άιλαντ και Μασσαχουσέττη.

Τον προηγούμενο μήνα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας χαρακτήρισε το NB.1.8.1 παραλλαγή υπό παρακολούθηση λόγω της ταχύτατης εξάπλωσής του σε διάφορες περιοχές και κυρίως στην Ασία. Ωστόσο, δεν διαπιστώνεται αυξημένη βαρύτητα της νόσου. Σύμφωνα με κινεζικά στοιχεία, το συγκεκριμένο στέλεχος ευθύνεται πλέον για την πλειονότητα των κρουσμάτων στη χώρα, όπου οι μολύνσεις αυξήθηκαν κατά 160% τον προηγούμενο μήνα. Εκτός Κίνας, ωστόσο, εμπειρογνώμονες εκφράζουν επιφυλάξεις για την αξιοπιστία των στοιχείων που παρουσιάζει το κινεζικό καθεστώς σχετικά με τις λοιμώξεις.

Ο Τονγκ Τζινγκγιουάν, γιατρός εγκατεστημένος στις ΗΠΑ και σχολιαστής διεθνών εξελίξεων, δήλωσε στο NTD, μέσο ενημέρωσης, ότι αξιωματούχοι του κινεζικού καθεστώτος υποβαθμίζουν την πραγματική επίπτωση της νέας παραλλαγής. «Πιστεύω ότι το κάνουν για να αποφύγουν τον πανικό στον πληθυσμό μπροστά στον κίνδυνο μεγαλύτερης έξαρσης μέσα στο καλοκαίρι», ανέφερε ο Τονγκ. «Το νέο αυτό επιδημικό κύμα είναι ακόμη σε εξέλιξη και δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι έχει ήδη κορυφωθεί.»

Γιατροί στην Κίνα αναφέρουν ότι το νέο στέλεχος προκαλεί – εκτός από τα συνηθισμένα συμπτώματα του Covid-19 όπως πυρετό και βήχα – και έντονο, οξύ πονόλαιμο.

Μακρόν: Πρόταση για πανευρωπαϊκή απαγόρευση social media σε ανηλίκους κάτω των 15 ετών μετά τη δολοφονία σε σχολείο

Έντονη πολιτική και κοινωνική συζήτηση προκαλεί η πρόταση του προέδρου της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν για επιβολή απαγόρευσης της χρήσης μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε παιδιά κάτω των 15 ετών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η δήλωση του προέδρου έγινε την Τρίτη, στον απόηχο τραγικού περιστατικού με θύμα έναν εργαζόμενο σε σχολείο στο Nogent της περιφέρειας Haute-Marne στην ανατολική Γαλλία, ο οποίος δολοφονήθηκε με μαχαίρι κατά τη διάρκεια ελέγχου οπλισμού.

Ο Μακρόν, μιλώντας δημόσια μετά το περιστατικό, τόνισε ότι προτίθεται να προωθήσει τη συγκεκριμένη απαγόρευση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, επισημαίνοντας παράλληλα πως, αν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αναλάβει σχετική πρωτοβουλία άμεσα, η Γαλλία θα εφαρμόσει το μέτρο σε εθνική κλίμακα. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε: «Η προστασία των παιδιών μας από τους σοβαρούς κινδύνους της ψηφιακής εποχής πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα για όλους τους Ευρωπαίους».

Η συζήτηση επανήλθε στο προσκήνιο μετά το σοβαρό περιστατικό της περασμένης Τρίτης, όπου ένας εργαζόμενος στον τομέα ασφάλειας σχολικών υποδομών έπεσε θύμα θανατηφόρας επίθεσης με μαχαίρι εντός σχολικού συγκροτήματος στο Nogent. Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, ο θύτης – τα στοιχεία του οποίου δεν έχουν ακόμη δημοσιοποιηθεί – επιτέθηκε εν ώρα εργασίας, σε χώρο όπου πραγματοποιούνταν προληπτικός έλεγχος οπλισμού, γεγονός που ανέδειξε εκ νέου τα ζητήματα ασφάλειας στους σχολικούς χώρους, αλλά και τον ρόλο της διαδικτυακής ριζοσπαστικοποίησης ή παρακίνησης σε πράξεις βίας.

Ο πρόεδρος Μακρόν συνέδεσε ευθέως το δυστύχημα με την ευρύτερη συζήτηση για την επίδραση των κοινωνικών δικτύων στους ανηλίκους, επισημαίνοντας πως η ανεξέλεγκτη έκθεση σε βίαιο και ακατάλληλο περιεχόμενο εντείνει φαινόμενα παραβατικότητας και θυματοποίησης στις νεαρές ηλικίες.

Η πρόταση για καθολική ευρωπαϊκή απαγόρευση στηρίζεται, σύμφωνα με τον πρόεδρο, στον κίνδυνο διαδικτυακού εκφοβισμού, διάδοσης επιβλαβούς ή ριζοσπαστικού περιεχομένου, αλλά και στην ψυχική υγεία των εφήβων. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες εφαρμόζουν ήδη μεμονωμένα αυστηρά ηλικιακά όρια σε συνεργασία με πλατφόρμες, αλλά η εφαρμογή είναι συχνά ελλιπής και η εποπτεία περιορισμένη.

Η παρέμβαση του Μακρόν λαμβάνει χώρα σε ένα διεθνές περιβάλλον όλο και μεγαλύτερης ανησυχίας για τα όρια της ψηφιακής ελευθερίας στους ανήλικους, και εδράζεται στην επείγουσα ανάγκη ενιαίας ευρωπαϊκής απάντησης. Όπως υπογραμμίζει ο Μακρόν, «αν η Ευρώπη αποτύχει να δράσει συντονισμένα, η Γαλλία θα εφαρμόσει μονομερώς ένα τέτοιο μέτρο».

Η πρόταση προκάλεσε ήδη τις πρώτες πολιτικές αντιδράσεις σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, τόσο από υποστηρικτές που θεωρούν αναγκαία την προστασία των παιδιών όσο και από οργανώσεις που προασπίζονται τα ψηφιακά δικαιώματα και εκφράζουν ανησυχίες για υπέρμετρους περιορισμούς και την αποτελεσματικότητα των προτεινόμενων ρυθμίσεων.

Ειδικοί σε θέματα ψηφιακής πολιτικής επισημαίνουν ότι οι τεχνικές δυσκολίες αποτελεσματικής επιτήρησης της ηλικίας των χρηστών αλλά και η ανάγκη για συμμετοχή γονέων, σχολείων και ίδιων των τεχνολογικών εταιρειών καθιστούν το εγχείρημα ιδιαίτερα σύνθετο. Από την άλλη πλευρά, ενώ ο πρόεδρος Μακρόν επιχειρεί να φέρει το θέμα στην κορυφή της ευρωπαϊκής αντζέντας, οι εθνικές κυβερνήσεις εξετάζουν προσεκτικά τις συνέπειες μιας τόσο δραστικής οριζόντιας παρέμβασης.

Η πρωτοβουλία Μακρόν αναδεικνύει την αυξανόμενη πίεση προς την ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία να ανταποκριθεί στις ανησυχίες των πολιτών σχετικά με την ασφάλεια και την υγεία των ανηλίκων στην ψηφιακή εποχή. Τυχόν υιοθέτηση μιας τόσο φιλόδοξης απαγόρευσης θα σήμαινε αναθεώρηση πολιτικών ψηφιακής διακυβέρνησης και θα επηρέαζε ευρύτερα την επικοινωνία, την εκπαίδευση και την κοινωνική ενσωμάτωση των νέων στην Ευρώπη.

Αν η Γαλλία προχωρήσει σε μονομερή εφαρμογή του μέτρου, ενδέχεται να υπάρξουν και νομικές προκλήσεις στο εσωτερικό της ΕΕ, ιδίως σε θέματα αρμοδιοτήτων και ελευθερίας του διαδικτύου. Το ζητούμενο πλέον για τα ευρωπαϊκά όργανα είναι να εξισορροπήσουν αποτελεσματικά την ανάγκη προστασίας έναντι των κινδύνων με τις ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των παιδιών στην πληροφόρηση και στην έκφραση.

Η τραγική δολοφονία στο σχολείο του Nogent αποτέλεσε το έναυσμα για μια βαθύτερη ευρωπαϊκή συζήτηση γύρω από τη ρύθμιση της ψηφιακής πραγματικότητας των ανηλίκων. Η πρόταση του Εμανουέλ Μακρόν σηματοδοτεί μια κλιμάκωση των πολιτικών πρωτοβουλιών προστασίας των νέων, ανοίγοντας την προοπτική είτε για μια ενιαία ευρωπαϊκή στρατηγική είτε για νέες διαχωριστικές γραμμές στην ψηφιακή πολιτική της ΕΕ, με αβέβαιη ακόμη τελική έκβαση.

Ο Τραμπ καλεί την Ευρώπη να αναλάβει δράση για τη μετανάστευση

Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, κάλεσε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της μετανάστευσης, τονίζοντας ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα «προτού να είναι πολύ αργά». Η δήλωση έγινε την Τρίτη, κατά τη διάρκεια ομιλίας του σε στρατιωτική βάση, όπου επανέλαβε τις βασικές θέσεις της πολιτικής του για τη μετανάστευση.

Ο Αμερικανός πρόεδρος δήλωσε ότι «η μετανάστευση εκτός ελέγχου οδηγεί σε χάος, δυσλειτουργία και αναταραχή», αναφερόμενος τόσο στην κατάσταση σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες όσο και στα πρόσφατα επεισόδια στο Λος Άντζελες, όπου σημειώθηκαν εντάσεις μεταξύ αστυνομικών δυνάμεων και διαδηλωτών που αντιδρούν στις επιχειρήσεις σύλληψης και απέλασης παράτυπων μεταναστών.

Κατά την ομιλία του, ο Τραμπ ανέφερε ότι «όλος ο κόσμος μπορεί πλέον να διαπιστώσει» τις συνέπειες της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης και κάλεσε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε συγκεκριμένες ενέργειες, σημειώνοντας πως «καλά θα έκαναν να κάνουν κάτι προτού να είναι πολύ αργά».

Παράλληλα, ο Λευκός Οίκος έχει χαρακτηρίσει τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης στο πεδίο της μετανάστευσης ως μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής που σχετίζεται με την εθνική ασφάλεια και τον πολιτισμό. Η ρητορική αυτή έχει προκαλέσει αντιδράσεις από οργανώσεις υπεράσπισης δικαιωμάτων, οι οποίες εκφράζουν ανησυχίες για ενδεχόμενες επιπτώσεις σε ατομικές ελευθερίες και διακρίσεις.

Ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζέι Ντι Βανς, είχε τοποθετηθεί με παρόμοιο τρόπο τον Φεβρουάριο, κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης του Μονάχου για την Ασφάλεια, χαρακτηρίζοντας την παράτυπη μετανάστευση ως το πιο επείγον πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίσει η Ευρώπη.

Σύμφωνα με δημόσιες τοποθετήσεις αξιωματούχων, η Ουάσιγκτον έχει εκδηλώσει τη στήριξή της προς πολιτικά κόμματα και ηγέτες στην Ευρώπη που διατυπώνουν αντίστοιχες θέσεις για το μεταναστευτικό, χωρίς να έχει υπάρξει επίσημη τοποθέτηση σχετικά με επιμέρους συνεργασίες.

Ανεπαρκής συμμετοχή «μπλοκάρει» τις αλλαγές στην υπηκοότητα μέσω του ιταλικού δημοψηφίσματος

Η πρόταση για μείωση του χρόνου διαμονής από τα 10 στα 5 έτη για τη χορήγηση υπηκοότητας σε ενήλικες υπηκόους χωρών εκτός ΕΕ δεν συγκέντρωσε επαρκή ψήφο για να καταστεί νόμος

Με προφανή αδιαφορία του εκλογικού σώματος, ολοκληρώθηκε στις 9 Ιουνίου το διήμερο δημοψήφισμα στην Ιταλία που αφορούσε μείζονες μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων αλλαγών στο πλαίσιο πολιτογράφησης αλλοδαπών. Η πλέον συζητημένη πρόταση προέβλεπε τη μείωση των ετών νόμιμης διαμονής για τη χορήγηση της ιταλικής υπηκοότητας σε ενήλικες πολίτες χωρών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης από τα 10 στα 5. Τελικώς, λόγω εξαιρετικά χαμηλής συμμετοχής, η πρόταση απερρίφθη, αφήνοντας το ισχύον νομικό καθεστώς αμετάβλητο.

Το δημοψήφισμα διεξήχθη υπό ιδιαίτερη πολιτική και κοινωνική φόρτιση, καθώς αφορούσε όχι μόνο ζητήματα υπηκοότητας, αλλά και ευρύτερες αλλαγές στην αγορά εργασίας και την κοινωνική πολιτική. Παρά ταύτα, η συμμετοχή βρέθηκε σαφώς κάτω από το νομικά απαιτούμενο όριο που θα καθιστούσε δεσμευτικό το αποτέλεσμα, γεγονός που σημαίνει ότι καμία από τις προτάσεις των σχετικών δημοψηφισμάτων δεν υιοθετήθηκε.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το κρίσιμο ερώτημα για την υπηκοότητα, το οποίο είχε ξεχωρίσει ως επίκεντρο συζήτησης τις προηγούμενες εβδομάδες, δεν κατάφερε να κινητοποιήσει τον απαραίτητο αριθμό εκλογέων. Η προωθούμενη αλλαγή θα επέτρεπε σε περισσότερους μετανάστες που ζουν νόμιμα και εργάζονται στην Ιταλία να αποκτήσουν ταχύτερα πρόσβαση στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του πολίτη, γεγονός που είχε διχάσει το πολιτικό φάσμα.

Οι υποστηρικτές – ανάμεσά τους οργανώσεις δικαιωμάτων και κόμματα του προοδευτικού χώρου – τόνιζαν ότι το μέτρο θα προωθούσε την κοινωνική ένταξη και θα προσέφερε κίνητρο συμμετοχής και συνεισφοράς στην ιταλική κοινωνία. Σύμφωνα με ανακοινώσεις, έκαναν λόγο για «ιστορική ευκαιρία αντιμετώπισης του δημογραφικού και εργασιακού ελλείμματος». Αντιθέτως, κόμματα και φορείς του συντηρητικού τόξου εξέφρασαν έντονες αντιρρήσεις, υποστηρίζοντας ότι η χαλάρωση των κριτηρίων πολιτογράφησης συνιστά κίνδυνο για την κοινωνική συνοχή και την εθνική ταυτότητα.

«Η χαμηλή συμμετοχή δείχνει πως το ιταλικό εκλογικό σώμα δεν θεωρεί αυτές τις αλλαγές άμεση προτεραιότητα», δήλωσε χαρακτηριστικά εκπρόσωπος του συντηρητικού κέντρου. Από την άλλη πλευρά, εκπρόσωποι των υποστηρικτών έκαναν λόγο για «χαμένη ευκαιρία μεταρρύθμισης» και επέρριψαν ευθύνες στις περιορισμένες εκστρατείες ενημέρωσης.

Το ζήτημα της πολιτογράφησης πολιτών τρίτων χωρών παραμένει ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα θέματα στη σύγχρονη ιταλική πολιτική σκηνή, σε μια περίοδο όπου η Ιταλία βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρές δημογραφικές προκλήσεις και συνεχιζόμενες μεταναστευτικές πιέσεις. Η απουσία ικανοποιητικής λαϊκής συμμετοχής δεν επιτρέπει, προς ώρας, τη χαλάρωση του ήδη αυστηρού πλαισίου για την απόκτηση υπηκοότητας.

Αναλυτές υπογραμμίζουν πως η έκβαση του δημοψηφίσματος αντικατοπτρίζει μία ευρύτερη κοινωνική τάση είτε απάθειας, είτε διστακτικότητας μπροστά σε βαθιές μεταρρυθμιστικές τομές για θέματα εθνικής ταυτότητας και κοινωνικής ενσωμάτωσης. Εκτιμάται επίσης ότι το αποτέλεσμα ενδέχεται να ενισχύσει τις θέσεις της κυβέρνησης στο να διατηρήσει μία επιφυλακτική στάση απέναντι σε μελλοντικές προσπάθειες τροποποίησης των μεταναστευτικών και ιθαγενειακών νομοθεσιών.

Εν κατακλείδι, το αποτυχημένο δημοψήφισμα επιβεβαιώνει ότι τα ζητήματα υπηκοότητας και μεταναστευτικής πολιτικής παραμένουν βαθιά διχαστικά στην ιταλική κοινωνία, και πως η όποια μεταρρύθμιση προϋποθέτει ευρύτερη κοινωνική συναίνεση και κινητοποίηση. Για τους υποστηρικτές του εκσυγχρονισμού, πρόκειται για μια καθυστέρηση, ενώ για τους αντιπάλους για μια επικύρωση της ανάγκης σταθερότητας στο θέμα της εθνικής ταυτότητας. Δεδομένων των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ιταλία, η συζήτηση για την υπηκοότητα αναμένεται να παραμείνει στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας τους επόμενους μήνες.