Τετάρτη, 02 Ιούλ, 2025

Πούτιν: «Δημιουργία ζώνης ασφαλείας» στα σύνορα με την Ουκρανία

Ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, ανακοίνωσε στις 22 Μαΐου τη δημιουργία «ζώνης ασφαλείας» κατά μήκος των ρωσο-ουκρανικών συνόρων, επιβεβαιώνοντας ότι βρίσκονται σε εξέλιξη στρατιωτικές επιχειρήσεις για την εξασφάλιση της περιοχής. Η δήλωση έγινε κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής συνεδρίασης με μέλη της ρωσικής κυβέρνησης, με τον Πούτιν να τονίζει πως «η απόφαση έχει ήδη ληφθεί» και «οι ένοπλες δυνάμεις εργάζονται για την καταστολή των εχθρικών σημείων πυρός» κατά μήκος των συνόρων.

«Η Ρωσία δημιουργεί ζώνη ασφαλείας για την εξασφάλιση των συνόρων της με την Ουκρανία. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στοχεύουν στην καταστολή των εχθρικών εστιών πυρός, προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια των πολιτών μας στις παραμεθόριες περιοχές», ανέφερε ο πρόεδρος της Ρωσίας. Η πρωτοβουλία αυτή εντάσσεται σε μία ευρύτερη προσπάθεια ενίσχυσης των ρωσικών συνόρων, καθώς συνεχίζεται για τρίτο έτος η σύρραξη στην Ουκρανία.

Η ανακοίνωση του Πούτιν επικυρώνει πρόσφατες κινήσεις των ρωσικών δυνάμεων, οι οποίες το τελευταίο χρονικό διάστημα έχουν εντείνει τις επιχειρήσεις στα ουκρανικά εδάφη κοντά στα ρωσικά σύνορα. Σύμφωνα με τον Ρώσο πρόεδρο, η δημιουργία της «ζώνης ασφαλείας» αποτελεί απάντηση στον κίνδυνο ουκρανικών επιθέσεων σε ρωσικές συνοριακές κοινότητες και υποδομές.

«Η στρατιωτική μας παρουσία στην περιοχή είναι απαραίτητη ώστε να εξασφαλίσουμε ότι δεν θα υπάρχουν πλέον σημεία που να απειλούν άμεσα την ασφάλεια των Ρώσων πολιτών», προσέθεσε ο Πούτιν. Δεν διευκρίνισε, ωστόσο, το εύρος της σχεδιαζόμενης ζώνης ούτε επεκτάθηκε σε επιχειρησιακές λεπτομέρειες.

Διεθνείς και ουκρανικές αντιδράσεις

Η ουκρανική κυβέρνηση δεν εξέδωσε άμεσα επίσημη απάντηση στη νέα ανακοίνωση του Κρεμλίνου. Προηγουμένως, ουκρανοί αξιωματούχοι έχουν χαρακτηρίσει ανάλογες ρωσικές πρωτοβουλίες ως μέρος ευρύτερης προσπάθειας παράνομης κατάληψης ουκρανικού εδάφους και εργαλειοποίησης της έννοιας της «ασφάλειας» για την περαιτέρω επέκταση της ρωσικής στρατιωτικής παρουσίας.

Από την πλευρά των δυτικών πρωτευουσών, οι εξελίξεις στην παραμεθόριο θεωρούνται ανησυχητικές, με εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ να εκφράζουν σταθερά την υποστήριξή τους στην εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας και να καλούν τη Μόσχα να τερματίσει τις επιθετικές ενέργειες.

Η δημιουργία ζώνης ασφαλείας στα ρωσο-ουκρανικά σύνορα εγγράφεται στον ευρύτερο σχεδιασμό της Ρωσίας να περιορίσει τη διείσδυση ουκρανικών, αλλά και δυτικών, επιρροών στις παραμεθόριες περιοχές. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία ακολουθεί πρόσφατες επιθέσεις σε ρωσικές συνοριακές πόλεις, τις οποίες η ρωσική ηγεσία αποδίδει σε ουκρανικές δυνάμεις.

Υπενθυμίζεται ότι οι ρωσικές δυνάμεις διατηρούν υπό τον έλεγχό τους σημαντικές περιοχές στην ανατολική και νότια Ουκρανία, ενώ τα ρωσο-ουκρανικά σύνορα αποτελούν διαρκές σημείο έντασης και ανταλλαγής πυρών.

Σαφής στόχευση στη «σταθερότητα»

Με τη νέα αυτή εξαγγελία, ο Βλαντίμιρ Πούτιν εμφανίζεται να εδραιώνει τη γραμμή σκληρής ασφάλειας απέναντι στην Ουκρανία, δίνοντας έμφαση στη διασφάλιση της «σταθερότητας στις ρωσικές παραμεθόριες περιοχές». Ωστόσο, η έλλειψη λεπτομερειών και η κλιμακούμενη στρατιωτική παρουσία εντείνουν τις ανησυχίες για επέκταση της σύγκρουσης, αλλά και για την ασφάλεια των αμάχων τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Ρωσία.

Το προσεχές διάστημα αναμένεται να καθορίσει σε ποιο βαθμό η ρωσική πρακτική της δημιουργίας «ζώνης ασφαλείας» θα επηρεάσει τον συσχετισμό δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και την πορεία των διπλωματικών και στρατιωτικών εξελίξεων.

Με την συμβολή του Reuters

Ανησυχίες στην Αυστραλία για προσαρμοστικότητα των ενόπλων δυνάμεων: Το παράδειγμα της Ουκρανίας

Το ζήτημα της ταχείας προσαρμογής των στρατιωτικών τακτικών στη σύγχρονη εποχή έρχεται στο προσκήνιο, με αφορμή τις εξελίξεις στον πόλεμο Ουκρανίας-Ρωσίας. Ο απόστρατος υποστράτηγος Μικ Ράιαν προειδοποιεί ότι η αμυντική ηγεσία της Αυστραλίας «δεν διαθέτει μια ισχυρή κουλτούρα μάθησης και προσαρμογής αρκετά κατάλληλη για τον ρυθμό αλλαγών του 21ου αιώνα», όπως αναφέρει σε άρθρο του για το Ινστιτούτο Λόουι.

«Ο ταχέως επιταχυνόμενος κύκλος μάθησης και προσαρμογής»

Η ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα στην Ουκρανία και τη Ρωσία, που βρίσκεται σε εξέλιξη από το 2022, επιφέρει ριζικές αλλαγές στην πολεμική τακτική. Σύμφωνα με τον Μικ Ράιαν, ο οποίος υπηρέτησε στην αυστραλιανή στρατιωτική ηγεσία και διατηρεί ενεργό ρόλο στη δημόσια συζήτηση περί αμυντικής στρατηγικής, «ο επιταχυνόμενος κύκλος μάθησης και προσαρμογής ίσως αποτελεί τη σημαντικότερη μεταρρυθμιστική εξέλιξη που έχει προκύψει από τον πόλεμο».

Ο ίδιος επισημαίνει ότι, σε εβδομαδιαία σχεδόν βάση, οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις αναπροσαρμόζουν τον τρόπο δράσης τους στο πεδίο, αξιοποιώντας μεταξύ άλλων τη χρήση εξελιγμένων drones και αμφίδρομου πληροφοριακού πολέμου. Αυτό το δυναμικό περιβάλλον, κατά τον υποστράτηγο, θέτει νέα στάνταρ για την αντίδραση σύγχρονων στρατών, ενώ διαπιστώνει πως «η αυστραλιανή αμυντική ηγεσία υστερεί σημαντικά στο συγκεκριμένο πεδίο».

Η ταχύτητα της προσαρμογής τους θεωρείται, κατά τον Ράιαν, κεντρικής σημασίας: όσο πιο γρήγορα ένας στρατός αφομοιώνει τα νέα δεδομένα του πολέμου, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες επιβίωσης και αποτελεσματικότητας στο πεδίο.

Ωστόσο, ο Αυστραλός απόστρατος υποστράτηγος υποστηρίζει πως «οι αυστραλιανές ένοπλες δυνάμεις παραμένουν εγκλωβισμένες σε δομές και πρακτικές παλαιότερων δεκαετιών», και χαρακτηρίζει ανεπαρκή την «κουλτούρα διαρκούς μάθησης» που είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της επιχειρησιακής ετοιμότητας.

Στο άρθρο του, απευθύνει έκκληση για μεταρρυθμιστική προσέγγιση στην εκπαίδευση και προσαρμοστικότητα της άμυνας, λαμβάνοντας υπόψη «την πρωτοφανή ταχύτητα των τεχνολογικών αλλαγών και καινοτομιών που διαπιστώνονται στον ουκρανικό πόλεμο».

Το ουκρανικό παράδειγμα και οι διεθνείς διαστάσεις

Η στρατιωτική εμπειρία της Ουκρανίας, όπως υπογραμμίζει ο Ράιαν, διαθέτει παγκόσμια σημασία. Η χρήση προηγμένων μη επανδρωμένων αεροσκαφών —όπως τα ουκρανικά «Πέκλο» (Κόλαση)—, η αξιοποίηση πληροφοριακών συστημάτων, αλλά και η συνεργασία μεταξύ διαφορετικών στρατιωτικών κλάδων, έχουν οδηγήσει σε καινοτόμες μορφές μάχης, στις οποίες η ταχεία προσαρμογή αποτελεί προαπαιτούμενο επιβίωσης.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, μαζί με τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων Ολεξάντρ Σύρσκι, παρουσίασαν στις 6 Δεκεμβρίου 2024 την πρώτη παρτίδα ουκρανικών μη επανδρωμένων πυραύλων, τονίζοντας τη σημασία της τεχνολογικής καινοτομίας για την άμυνα της χώρας.

Ένας αξιωματικός της Καμπότζης επιθεωρεί μη επανδρωμένα αεροσκάφη και ένα ρομποτικό «σκύλο» μάχης εξοπλισμένο με πολυβόλο, τα οποία επιδεικνύονται για τους στρατιώτες του CCP PLA κατά τη διάρκεια κοινής άσκησης σε βάση της στρατιωτικής αστυνομίας στην επαρχία Kampong Chhnang της Καμπότζης, στις 16 Μαΐου 2024. Tang Chhin Sothytang Chhin Sothy/AFP via Getty Images

 

Στο πλαίσιο αυτό, η δημόσια συζήτηση στην Αυστραλία σχετικά με τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων αποκτά ιδιαίτερη ένταση, καθώς ζητείται πολιτική βούληση για την ενίσχυση και την ευελιξία του στρατού αλλά και για τη βελτίωση των μηχανισμών λήψης αποφάσεων.

Η αυστραλιανή κυβέρνηση δεν έχει μέχρι στιγμής απαντήσει δημοσίως στις προειδοποιήσεις του Μικ Ράιαν, ωστόσο αναλυτές των αμυντικών θεμάτων συμφωνούν πως οι διεθνείς εξελίξεις, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, απαιτούν «διαρκή αναθεώρηση στρατιωτικού δόγματος και προσανατολισμού».

Συμπεράσματα

Η ικανότητα προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες συνθήκες του πολέμου αποτελεί ζήτημα ζωτικής σημασίας για κάθε σύγχρονο στρατό. Το παράδειγμα της Ουκρανίας λειτουργεί ως ηχηρό μήνυμα για όλες τις χώρες που επιδιώκουν επιχειρησιακή υπεροχή στη νέα εποχή. Η Αυστραλία καλείται, σύμφωνα με τις επισημάνσεις ειδικών, να επανεξετάσει τις αμυντικές της πρακτικές και να ενισχύσει την κουλτούρα καινοτομίας, με γνώμονα τις ταχείες εξελίξεις στην παγκόσμια αμυντική σκηνή.

Αισιοδοξία του Γερμανού υπουργού Οικονομικών για τις σχέσεις με τις ΗΠΑ μετά τη συνάντηση με τον Αμερικανό ομόλογό του

Θετικά μηνύματα για τη συνεργασία μεταξύ Βερολίνου και Ουάσιγκτον μετέφερε ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Λαρς Κλίνγκμπαϊλ, έπειτα από συνάντησή του με τον Αμερικανό υπουργό Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, κατά τη διάρκεια του υπουργικού συνεδρίου της G7 που πραγματοποιήθηκε στο Μπάνφ του Καναδά.

Σε δηλώσεις του προς τους δημοσιογράφους στις 21 Μαΐου, ο κ. Κλίνγκμπαϊλ τόνισε: «Διέκρινα θετικά σήματα και θεωρώ ότι μπορούμε να χτίσουμε πάνω σε αυτά», αναφερόμενος στις συνομιλίες που είχε με τον κ. Μπέσεντ.

Κεντρικό θέμα των διαβουλεύσεων αποτέλεσαν οι αμερικανικοί δασμοί στο πλαίσιο της εμπορικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Οι υπουργοί των κρατών-μελών της G7 επιδίωξαν να διαπραγματευθούν σχετικά με τους δασμούς, δεδομένου ότι αυτοί έχουν προκαλέσει ένταση στις διατλαντικές σχέσεις αλλά και ανησυχίες για το παγκόσμιο εμπόριο.

Η συνάντηση των υπουργών Οικονομικών της G7 στο Μπάνφ πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο που το διεθνές οικονομικό κλίμα χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα, καθώς παρατηρείται αύξηση προστατευτικών μέτρων από μεγάλες οικονομίες και εντεινόμενη συζήτηση για τα όρια του ελεύθερου εμπορίου.

Ο κ. Κλίνγκμπαϊλ, παρά τις διεθνείς ανησυχίες, επεσήμανε ότι οι συνομιλίες με την αμερικανική πλευρά κατέδειξαν προθυμία για συνεννόηση και περαιτέρω συνεργασία. Παράλληλα, τόνισε τη σημασία που αποδίδει η Γερμανία στη σταθερότητα και προβλεψιμότητα του διατλαντικού εμπορίου.

Στη φετινή συνάντηση της G7, βασικό σημείο αναφοράς υπήρξε η ανάγκη αναζήτησης ισορροπημένης λύσης μεταξύ των συμφερόντων της κάθε πλευράς και του συλλογικού σκοπού για οικονομική σταθερότητα σε παγκόσμιο επίπεδο.

Το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας δεν έδωσε στη δημοσιότητα περαιτέρω λεπτομέρειες για τις επιμέρους θεματικές των συνομιλιών. Ωστόσο, αναλυτές επισημαίνουν ότι η διατήρηση ανοιχτών διαύλων με τις Ηνωμένες Πολιτείες θεωρείται στρατηγικής σημασίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ειδικά υπό το φως των ανακατατάξεων που παρατηρούνται στην παγκόσμια οικονομία.

Η G7 αποτελείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο, και λειτουργεί ως βασικό φόρουμ συντονισμού των ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη σε ζητήματα δημοσιονομικής, εμπορικής και πολιτικής πολιτικής.

Η προσεχής περίοδος αναμένεται να κρίνει την πορεία των συνομιλιών, καθώς τα μέλη της G7 καλούνται να διαχειριστούν πολύπλοκα ζητήματα οικονομικής πολιτικής, με ευρύτερες συνέπειες για τις διεθνείς αγορές και τις οικονομικές σχέσεις ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ευρώπη.

Με την συμβολή του Reuters

Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρουμανίας απέρριψε το αίτημα ακύρωσης των προεδρικών εκλογών

Απορρίφθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρουμανίας το αίτημα ακύρωσης του αποτελέσματος των πρόσφατων προεδρικών εκλογών που είχε καταθέσει ο ηττημένος υποψήφιος Γκεόργκε Σιμιόν. Ο συντηρητικός πολιτικός και επικεφαλής της συμμαχίας για την Ενότητα των Ρουμάνων (AUR) προσέφυγε στη Δικαιοσύνη την Τετάρτη, ισχυριζόμενος ότι η εκλογική διαδικασία της 18ης Μαΐου είχε επηρεαστεί από παρεμβάσεις της Γαλλίας και της Μολδαβίας – κατηγορίες που απορρίφθηκαν από τους εν λόγω κρατικούς παράγοντες.

Ο Γκεόργκε Σιμιόν, ο οποίος ηγήθηκε του ακροδεξιού σχηματισμού AUR, υπέβαλε το αίτημα στην έδρα του συνταγματικού δικαστηρίου στο Βουκουρέστι επικαλούμενος «σοβαρή πολιτική παρέμβαση εξωτερικών δυνάμεων, με στόχο τη χειραγώγηση του εκλογικού αποτελέσματος». Ωστόσο, τόσο η Γαλλία όσο και η Μολδαβία διέψευσαν επίσημα οποιαδήποτε ανάμειξη στις πολιτικές εξελίξεις της Ρουμανίας.

Η απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας ελήφθη εντός εικοσιτετραώρου από την υποβολή της αίτησης και ήταν απορριπτική ως προς το περιεχόμενο της προσφυγής. Σύμφωνα με την ανακοίνωση του δικαστηρίου, «δεν προέκυψαν αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν τις καταγγελίες περί εξωτερικής παρέμβασης ή άλλης μορφής παρανομίας κατά τη διάρκεια της εκλογικής διαδικασίας».

Ανάλογα επιχειρήματα είχε επικαλεστεί ο επικεφαλής της συμμαχίας ήδη στη δημόσια συζήτηση, χωρίς όμως να παρουσιάσει τεκμηριωμένα στοιχεία για τις καταγγελίες του. Οι αρχές της Ρουμανίας, όπως και οι εκλογικές επιτροπές, διαβεβαίωσαν επανειλημμένως πως η διαδικασία διεξήχθη «με διαφάνεια, αμεροληψία και σεβασμό στις δημοκρατικές αρχές».

Αντιδράσεις και διεθνής διάσταση

Η υπόθεση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις τόσο στο εσωτερικό της Ρουμανίας όσο και στις διπλωματικές σχέσεις με τις χώρες που κατονομάστηκαν. Η κυβέρνηση της Γαλλίας δήλωσε πως «απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε υπόνοια ανάμειξης» και χαρακτήρισε «αβάσιμες» τις αιτιάσεις του κυρίου Σιμιόν. Αντιστοίχως και η Μολδαβία, διαμέσου επίσημης ανακοίνωσης, αρνήθηκε κάθε εμπλοκή.

Ο Γκεόργκε Σιμιόν εμφανίστηκε μαζί με τον πρώην πρωθυπουργό της Πολωνίας, Ματέους Μοραβιέτσκι, κατά την υποβολή της υποψηφιότητάς του ενόψει των εκλογών επαναλαμβάνοντας θέσεις περί «απειλής ξένων συμφερόντων εντός της Ρουμανίας». Παρά το τελικό αποτέλεσμα, ο ίδιος διατήρησε την καμπάνια του σε υψηλούς τόνους, ζητώντας διερεύνηση της διαδικασίας.

Πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν πως η απορριπτική απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου ενισχύει τη θεσμική σταθερότητα στη χώρα, ενώ ταυτόχρονα αποδυναμώνει τη ρητορική αμφισβήτησης των εκλογών εκ μέρους της αντιπολίτευσης. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα συνεχίζει να προκαλεί συζητήσεις σχετικά με τη νομιμοφροσύνη και τη διαφάνεια στους πολιτικούς θεσμούς της Ρουμανίας.

Οι προεδρικές εκλογές της 18ης Μαΐου χαρακτηρίστηκαν από όξυνση του προεκλογικού κλίματος, με αυξημένη συμμετοχή πολιτικών σχηματισμών με εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Το αποτέλεσμα σηματοδότησε την ήττα του AUR και του επικεφαλής του, ο οποίος μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων επέλεξε να προσφύγει ενώπιον της δικαιοσύνης. Η εξέλιξη αυτή έρχεται σε μια περίοδο που οι σχέσεις Ρουμανίας-Μολδαβίας αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, στο πλαίσιο των γενικότερων πολιτικών αναταράξεων στην Ανατολική Ευρώπη.

Η κυβέρνηση της Ρουμανίας και οι ανεξάρτητοι παρατηρητές παραμένουν σε εγρήγορση για την αποτροπή κάθε ενδεχόμενης παραβίασης της εκλογικής διαδικασίας, με δεδομένη τη σημασία διατήρησης της πολιτικής σταθερότητας και της δημοκρατικής ομαλότητας στη χώρα.

Πολωνικό πολεμικό ναυτικό αποτρέπει ρωσικό πλοίο της «σκιώδους αρμάδας» κοντά σε καλώδιο ηλεκτρικής ενέργειας στη Βαλτική

Αυξημένη ανησυχία για την ασφάλεια κρίσιμων ευρωπαϊκών υποδομών προκαλεί το πρόσφατο περιστατικό στη Βαλτική Θάλασσα, κατά το οποίο πλοίο, που φέρεται να ανήκει στη ρωσική αποκαλούμενη «σκιώδη αρμάδα», εντοπίστηκε σε ύποπτη εγγύτητα προς το υποθαλάσσιο καλώδιο ηλεκτρικής διασύνδεσης μεταξύ Πολωνίας και Σουηδίας.

Ο υπουργός Άμυνας της Πολωνίας ανακοίνωσε ότι περιπολικό αεροσκάφος του πολωνικού πολεμικού ναυτικού εκτέλεσε επιχείρηση αποτροπής κατά του ρωσικού σκάφους, το οποίο εντοπίστηκε να πραγματοποιεί ύποπτους ελιγμούς πλησίον του στρατηγικής σημασίας καλωδίου ηλεκτρικής ενέργειας. Το εν λόγω καλώδιο εξασφαλίζει την απρόσκοπτη διασύνδεση των ενεργειακών συστημάτων Πολωνίας και Σουηδίας, διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο στην ενεργειακή ασφάλεια της ευρύτερης περιοχής.

Ο πρωθυπουργός της Πολωνίας Ντόναλντ Τουσκ, αναφερόμενος στη σοβαρότητα του επεισοδίου, δήλωσε: «Ρωσικό πλοίο από τη ‘σκιώδη αρμάδα’, υποκείμενο σε κυρώσεις, πραγματοποίησε ύποπτους ελιγμούς κοντά στο καλώδιο που συνδέει την Πολωνία με τη Σουηδία». Παράλληλα, κυβερνητικές πηγές της Πολωνίας υπογράμμισαν ότι η έγκαιρη κινητοποίηση των πολωνικών δυνάμεων απέτρεψε την περαιτέρω δραστηριοποίηση του συγκεκριμένου σκάφους στην περιοχή.

Το περιστατικό καταγράφεται σε μία συγκυρία αυξημένων εντάσεων στη Βαλτική Θάλασσα, όπου τα τελευταία έτη έχει διαπιστωθεί σημαντική δραστηριοποίηση ρωσικών πλοίων στα χωρικά ύδατα και την ΑΟΖ κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ.

Η «σκιώδης αρμάδα» και η σημασία της για τη Ρωσία

Η λεγόμενη «σκιώδης αρμάδα» αναφέρεται σε πλοία, πολλά εκ των οποίων καταγράφονται σε διεθνείς ναυτιλιακές λίστες ως αλλαγής σημαίας («flag of convenience»), τα οποία, σύμφωνα με ευρωπαϊκές και αμερικανικές υπηρεσίες ασφαλείας, χρησιμοποιούνται από τη Ρωσία για τη μεταφορά υπό καθεστώς κυρώσεων εμπορευμάτων, αλλά και για την παρακολούθηση ή/και πιθανή δολιοφθορά κρίσιμων ναυτικών και ενεργειακών υποδομών.

Η λειτουργία αυτών των πλοίων έχει προκαλέσει ανησυχία στα κράτη της Βόρειας Ευρώπης, ειδικά μετά σειρά περιστατικών σαμποτάζ ή καταγραφής εικονικού ενδιαφέροντος κοντά σε καλώδια, αγωγούς και άλλο εξοπλισμό υποδομής που διασχίζει τη Βαλτική.

Πολωνική αντίδραση και ευρωπαϊκό πλαίσιο ασφαλείας

Η Βαρσοβία, σε συνεργασία με συμμάχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, έχει ενισχύσει τα τελευταία χρόνια τα μέτρα επιτήρησης και έγκαιρης προειδοποίησης στο Μεγάλο Σχέδιο Προστασίας Κρίσιμων Υποδομών. Το συγκεκριμένο επεισόδιο αναδεικνύει, σύμφωνα με Πολωνούς αξιωματούχους, τη διαρκή απειλή που αντιμετωπίζουν αναγκαίες ενεργειακές διασυνδέσεις από εξωτερικές παρεμβολές.

Πηγές του πολωνικού υπουργείου Άμυνας ανέφεραν ότι «οι δυνάμεις ασφαλείας της χώρας παραμένουν σε διαρκή επιφυλακή και θα συνεχίσουν να προστατεύουν αποφασιστικά όλες τις στρατηγικές υποδομές που υπάγονται στην ευθύνη της Πολωνίας».

Το θέμα της ασφάλειας των υποθαλάσσιων καλωδίων και των ενεργειακών αγωγών βρίσκεται ήδη στο προσκήνιο της ευρωπαϊκής πολιτικής ατζέντας, ιδίως μετά τα περιστατικά βανδαλισμού στο φυσικό αέριο North Stream το 2022. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ενισχύσει τη συνεργασία των κρατών-μελών για την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συντονισμένη θαλάσσια επιτήρηση, προκειμένου να αποτραπούν ενδεχόμενες επιθέσεις ή επιχειρήσεις δολιοφθοράς σε κρίσιμες υποδομές.

Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσφατη επιτυχής αποτροπή του πολωνικού ναυτικού αναδεικνύει τόσο τα αυξημένα μέτρα αστυνόμευσης που εφαρμόζονται, όσο και την ευαισθησία της περιοχής της Βαλτικής σε θέματα ασφαλείας, υπό το πρίσμα της ρωσο-ευρωπαϊκής αντιπαράθεσης.

Ανοιχτός ο κίνδυνος για το μέλλον

Παρά την άμεση και επιτυχή αντίδραση των πολωνικών αρχών, ειδικοί προειδοποιούν ότι η απειλή κατά των ευρωπαϊκών ενεργειακών διασυνδέσεων στη Βαλτική και αλλού παραμένει. Η συνεχιζόμενη δραστηριότητα της ρωσικής «σκιώδους αρμάδας», είτε για παρακολούθηση είτε για άλλες επιθετικές ενέργειες, καθιστά επιτακτική την ενίσχυση της επιτήρησης και της διακρατικής συνεργασίας στην περιοχή.

Η Πολωνία, καθώς και οι βαλτικές και βόρειες χώρες, επαναλαμβάνουν την ανάγκη για διαρκή επαγρύπνηση, ξεκαθαρίζοντας ότι κάθε προσπάθεια παρενόχλησης υποδομών θα αντιμετωπίζεται με αποφασιστικότητα, στο πλαίσιο τόσο της εθνικής όσο και της ευρωπαϊκής ασφάλειας.

Μακρόν και Μερτς ζητούν από την ΕΕ να αποσύρει τον νόμο για τη βιωσιμότητα στην εφοδιαστική αλυσίδα

Οι ηγέτες της Γαλλίας και της Γερμανίας απηύθυναν κοινό κάλεσμα προς την Ευρωπαϊκή Ένωση να αποσύρει τη νομοθεσία που επιβάλλει αυστηρούς ελέγχους στις εφοδιαστικές αλυσίδες μεγάλων εταιρειών.

Ο λόγος για την Οδηγία Εταιρικής Δέουσας Επιμέλειας για τη Βιωσιμότητα (CSDDD), που εγκρίθηκε τον Μάιο του 2024 και εισάγει υποχρεωτικές ρήτρες σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προστασίας του περιβάλλοντος για όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις – εντός και εκτός ΕΕ – που ξεπερνούν συγκεκριμένα οικονομικά μεγέθη. Η εφαρμογή της έχει προγραμματιστεί για το 2027.

Την έντονη αντίδρασή τους έχουν εκφράσει μεγάλες γαλλικές επιχειρήσεις, οι οποίες ζητούν την επ’ αόριστον «πάγωμα» της οδηγίας. Θεωρούν πως οι απαιτήσεις για παρακολούθηση και λογοδοσία σε ολόκληρη την παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα θα επιφέρουν επιπλέον κόστος και γραφειοκρατία, σε μια περίοδο που ήδη αντιμετωπίζουν διεθνείς ανταγωνιστικές πιέσεις.

Στο πλευρό τους στέκονται ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν και, από γερμανικής πλευράς, ο Φρήντριχ Μερτς, πρόεδρος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), παροτρύνοντας την Κομισιόν να επανεξετάσει το μέτρο.

Η CSDDD προβλέπει ότι, από το 2027, όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως εθνικότητας, που δραστηριοποιούνται στην ευρωπαϊκή αγορά και έχουν τζίρο άνω ενός συγκεκριμένου ορίου, θα είναι υποχρεωμένες να παρακολουθούν συστηματικά και να αναφέρουν οποιεσδήποτε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή περιβαλλοντικών συμφωνιών σε ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού τους. Η εξέλιξη αυτή έχει εγείρει αντιδράσεις, ιδίως από τον επιχειρηματικό κόσμο που χαρακτηρίζει το πλαίσιο υπερβολικά αυστηρό και δύσκολο στην εφαρμογή.

Η συζήτηση αυτή έρχεται σε μια κρίσιμη συγκυρία για την ευρωπαϊκή βιομηχανία, όπου ζητούμενο είναι η εξισορρόπηση μεταξύ ηθικής εταιρικής λειτουργίας και οικονομικής βιωσιμότητας. Στο επίκεντρο βρίσκεται το ερώτημα αν τέτοιες ρυθμίσεις περιορίζουν τον ανταγωνισμό ή αν, αντίθετα, λειτουργούν ως καταλύτης για μια πιο υπεύθυνη επιχειρηματική δραστηριότητα παγκοσμίως.

Μετά την κυβερνοεπίθεση των 350 εκατ. ευρώ στη Marks & Spencer, σήμα κινδύνου για τις βρετανικές επιχειρήσεις

Έντονη ανησυχία προκαλεί στους κόλπους των επιχειρήσεων της Βρετανίας το τελευταίο πλήγμα που δέχθηκε η Marks & Spencer από κυβερνοεπίθεση, καθώς ο επικεφαλής του Εθνικού Κέντρου Κυβερνοασφάλειας (NCSC), Ρίτσαρντ Χορν, προειδοποιεί ότι «οι επιχειρήσεις δεν κάνουν σχεδόν τίποτα επαρκές» για να θωρακιστούν απέναντι στις σύγχρονες απειλές του κυβερνοχώρου.

Σύμφωνα με τον κ. Χορν, το χάσμα μεταξύ της διαρκώς αυξανόμενης απειλής και της ετοιμότητας των οργανισμών να ανταποκριθούν σε αυτά τα περιστατικά διευρύνεται επικίνδυνα. Ο ίδιος καλεί τις επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν άμεσα τις δημόσιες οδηγίες του NCSC για την ασφάλεια, δίνοντας έμφαση στη σωστή διαχείριση των κινδύνων.

Η Marks & Spencer επιβεβαίωσε ότι το κόστος της πρόσφατης κυβερνοεπίθεσης, που σημειώθηκε τη Μεγάλη Εβδομάδα, αναμένεται να αγγίξει τα 350 εκατομμύρια ευρώ. Η παραβίαση οδήγησε στη διακοπή των ηλεκτρονικών παραγγελιών και σε διαρροή προσωπικών δεδομένων πελατών.

Σε δηλώσεις του, ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Στιούαρτ Μακίν, ανέφερε πως οι χάκερ εκμεταλλεύθηκαν αστοχία τρίτου συνεργάτη λόγω «ανθρώπινου λάθους». «Δεν αφήσαμε την πόρτα ανοιχτή, δεν ήταν θέμα υποεπένδυσης. Όλοι είναι εκτεθειμένοι. Στη δική μας περίπτωση, ήμασταν απλώς άτυχοι εκείνη τη μέρα», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Οι διαδικτυακές αγορές ενδέχεται να συνεχίσουν να επηρεάζονται και μέσα στον Ιούλιο, καθώς η Marks & Spencer λαμβάνει πρόσθετα μέτρα για να περιορίσει την αναστάτωση στους πελάτες της. Το περιστατικό έρχεται ως συνέχεια μιας σειράς επιθέσεων που έχουν δεχθεί μεγάλοι βρετανικοί όμιλοι λιανικής, όπως η The Co-op και η Harrods, τις προηγούμενες εβδομάδες.

Αλματώδης αύξηση των περιστατικών – Στόχος τα τηλεφωνικά κέντρα

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 50% των βρετανικών επιχειρήσεων και το 66% των φιλανθρωπικών οργανισμών με υψηλά έσοδα δήλωσαν ότι υπέστησαν κυβερνοπαραβίαση ή επίθεση το τελευταίο έτος. Για επιχειρήσεις μεσαίου μεγέθους το ποσοστό φτάνει το 70%, ενώ για μεγάλες αγγίζει το 74%.

Ο Ντάνιελ Τίτσερ, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ψηφιακής ασφάλειας T-Tech που εξειδικεύεται στον λογιστικό και χρηματοοικονομικό κλάδο, επισήμανε πως οι οργανισμοί με ανεπτυγμένα τμήματα εξυπηρέτησης πελατών είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι σε απατηλές κλήσεις. Όπως τόνισε, οι τηλεφωνητές συχνά χειραγωγούνται από κυβερνοεγκληματίες ώστε να επαναφέρουν διαδικασίες αυθεντικοποίησης για λογαριασμό τρίτων.

Το Εθνικό Κέντρο Κυβερνοασφάλειας υπογραμμίζει ότι οι πρόσφατες κυβερνοεπιθέσεις στους μεγάλους λιανεμπόρους πρέπει να λειτουργήσουν ως καμπανάκι για το σύνολο των βρετανικών επιχειρήσεων. Το NCSC συμβουλεύει την υιοθέτηση του προγράμματος Cyber Essentials, μιας κρατικής πιστοποίησης που θωρακίζει βασικά έναντι κινδύνων, όπως κακόβουλο λογισμικό και phishing.

Για μεσαίους και μεγάλους οργανισμούς, η κυβέρνηση παρουσίασε τον Απρίλιο τον Κώδικα Πρακτικής για τη Διακυβέρνηση της Κυβερνοασφάλειας, ο οποίος στοχεύει να βοηθήσει τα διοικητικά συμβούλια στη διαχείριση των ψηφιακών απειλών. Αν και προς το παρόν η εφαρμογή του παραμένει προαιρετική, εξετάζεται το ενδεχόμενο να καταστεί υποχρεωτικός αν δεν υπάρξει επαρκής συμμόρφωση.

Περαιτέρω ενίσχυση του πλαισίου για την κυβερνοασφάλεια στη Βρετανία αναμένεται με το επικείμενο νομοσχέδιο για την Κυβερνοασφάλεια και την Ανθεκτικότητα, που θα επιφέρει βελτιώσεις στη ρυθμιστική εποπτεία και θα επιβάλλει πληρέστερη αναφορά περιστατικών – ανάμεσα τους και οι επιθέσεις ransomware.

Παρά την επίθεση, ενισχυμένα τα οικονομικά της Marks & Spencer

Παρά τον κυβερνοπόλεμο που δέχθηκε, η Marks & Spencer ανακοίνωσε καλύτερες από τις αναμενόμενες επιδόσεις για τη χρήση που έληξε τον Μάρτιο. Τα προσαρμοσμένα προ φόρων κέρδη της ανήλθαν σε 875,5 εκατομμύρια λίρες, καταγράφοντας άνοδο 22,2% σε ετήσια βάση. Τα συνολικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 6% και ανήλθαν στα 13,8 δισ. λίρες, με τη διατροφή να σημειώνει άνοδο 8,7% και το τμήμα ένδυσης, κατοικίας και καλλυντικών να ενισχύεται κατά 3,5%.

Η Ευγενία Φιλιμιανόβα είναι δημοσιογράφος με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο και ειδικεύεται σε εθνικά ρεπορτάζ, με έμφαση στην πολιτική και τα κοινωνικοοικονομικά ζητήματα της χώρας.

Με την συμβολή του PA Media

Αμφισβήτηση των ρουμανικών προεδρικών εκλογών: Ο Γκεόργκε Σιμιόν προσφεύγει στη δικαιοσύνη

Ο υποψήφιος των συντηρητικών και ηγέτης της Συμμαχίας για την Ενότητα των Ρουμάνων (AUR), Γκεόργκε Σιμίον, ανακοίνωσε την Τρίτη πως προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, ζητώντας την ακύρωση του αποτελέσματος των πρόσφατων προεδρικών εκλογών. Ο Σιμίον υποστηρίζει πως υπήρξε οργανωμένη χειραγώγηση και ξένη ανάμειξη στη διαδικασία, γεγονός που –όπως τόνισε– αλλοίωσε τη βούληση των ψηφοφόρων.

Ο Σιμίον είχε κερδίσει την πρώτη θέση στον πρώτο γύρο των εκλογών, αλλά στον τελικό της 18ης Μαΐου ηττήθηκε από τον νυν δήμαρχο του Βουκουρεστίου, Νίκουσορ Νταν. Αν και αρχικά αναγνώρισε την ήττα του στη δεύτερη αυτή αναμέτρηση, επέλεξε τελικά να προσβάλει το αποτέλεσμα διά της δικαστικής οδού.

«Απευθυνθήκαμε στη Δικαιοσύνη για να διασφαλίσουμε τη διαφάνεια και την ακεραιότητα της εκλογικής διαδικασίας στη Ρουμανία», φέρεται να δήλωσε ο Σιμίον, επιμένοντας στους ισχυρισμούς περί ξένης επιρροής και συντονισμένης παρέμβασης εναντίον του.

Ποιος είναι ο Γκεόργκε Σιμίον

Ο Γκεόργκε Σιμίον, επικεφαλής της εθνικιστικής παράταξης AUR, έχει ταχθεί πολλές φορές κατά της «ξένης χειραγώγησης» και υπέρ της εθνικής κυριαρχίας, κερδίζοντας αρκετό έδαφος στο εκλογικό σώμα, ιδίως στους νεαρούς ψηφοφόρους. Στις πρόσφατες εκλογές βρέθηκε για πρώτη φορά τόσο κοντά στη διεκδίκηση της προεδρίας, θέτοντας το συντηρητικό του στίγμα στον δημόσιο διάλογο.

Ο «αντίπαλός» του, Νίκουσορ Νταν –γνωστός για το έργο του στο Βουκουρέστι– επικράτησε τελικά στο δεύτερο γύρο, εξασφαλίζοντας την πλειοψηφία. Ωστόσο, η προσφυγή του Σιμίον προσθέτει νέα δεδομένα στο εκλογικό σκηνικό, με τη χώρα να αναμένει την απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου για το εάν θα επικυρώσει ή θα ακυρώσει το εκλογικό αποτέλεσμα.

Λονδίνο και Βρυξέλλες σφίγγουν τον κλοιό στη Μόσχα

Η Βρετανία και η Ευρωπαϊκή Ένωση προχώρησαν την Τρίτη στην ανακοίνωση ενός νέου πακέτου κυρώσεων κατά της Ρωσίας, με στόχο την ενίσχυση της πίεσης στη Μόσχα χωρίς την άμεση συνδρομή των Ηνωμένων Πολιτειών. Η απόφαση έρχεται μόλις μία ημέρα μετά την τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των προέδρων Τραμπ και Πούτιν.

Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του Λονδίνου, ο νέος γύρος κυρώσεων επεκτείνεται σε ακόμη 100 στόχους, ως απάντηση στις πρόσφατες επιθέσεις της Ρωσίας με drone σε ουκρανικές πόλεις, το σαββατοκύριακο. Στο επίκεντρο των μέτρων βρίσκονται τα δίκτυα ανεφοδιασμού για τα ρωσικά οπλικά συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των πυραύλων Iskander, οι κρατικά χρηματοδοτούμενες ενημερωτικές εκστρατείες του Κρεμλίνου και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που συνδράμουν τη Μόσχα να παρακάμπτει τις διεθνείς κυρώσεις.

Η Βρετανία ανακοίνωσε, επίσης, κυρώσεις εις βάρος της ομάδας παραπληροφόρησης Social Design Agency, 46 τραπεζών και οικονομικών φορέων που διευκολύνουν τη ρωσική παραβίαση των κυρώσεων, καθώς και 18 πλοίων που ανήκουν στον λεγόμενο «σκιώδη στόλο» της Ρωσίας, με στόχο την παράκαμψη των περιορισμών στις εξαγωγές πετρελαίου.

Μεταξύ των στόχων περιλαμβάνονται και φυσικά πρόσωπα με δεσμούς στον στόλο, όπως ένας Βρετανός υπήκοος και δύο Ρώσοι πλοίαρχοι. Το Λονδίνο υπογράμμισε πως βρίσκεται σε συντονισμό με εταίρους προκειμένου να μειωθεί το ανώτατο όριο στην τιμή των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου, που σήμερα ανέρχεται στα 60 δολάρια το βαρέλι για αγορές με δυτικές ασφαλιστικές και ναυτιλιακές υπηρεσίες.

Λίγο αργότερα, η επικεφαλής εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, Κάγια Κάλλας, ανακοίνωσε ότι εγκρίθηκε νέο πακέτο κυρώσεων της ΕΕ κατά του «σκιώδους στόλου» της Ρωσίας, καθώς και κατά 17 φυσικών και 58 νομικών προσώπων, τα οποία – σύμφωνα με τις Βρυξέλλες – σχετίζονται με πράξεις που υπονομεύουν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας.

Η κυρία Κάλλας χαρακτήρισε το συγκεκριμένο πακέτο ως το πλέον εκτεταμένο από την έναρξη του πολέμου, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο επιβολής και νέων μέτρων στο μέλλον.

«Μαζί με κυρώσεις για υβριδικές απειλές, παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θέματα που σχετίζονται με χημικά όπλα, εντάσσουμε σε αυτό το 17ο πακέτο τη ρωσική πετρελαϊκή εταιρεία Surgutneftegas και σχεδόν 200 πλοία του ρωσικού σκιώδους στόλου», ανέφερε χαρακτηριστικά.

«Ο Πούτιν προσποιείται ότι επιζητά την ειρήνη, όμως περισσότερες κυρώσεις βρίσκονται στα σκαριά. Όσο η Ρωσία συνεχίζει τον παράνομο και βίαιο πόλεμό της τόσο σκληρότερη θα είναι η απάντησή μας», πρόσθεσε.

Οι πρωτοβουλίες του Λονδίνου και των Βρυξελλών ελήφθησαν χωρίς αντίστοιχη κίνηση από την Ουάσιγκτον, παρά τη διαρκή πίεση των Ευρωπαίων ηγετών προς την κυβέρνηση Τραμπ για ενιαίο μέτωπο.

Οι επικεφαλής της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Πολωνίας μετέβησαν από κοινού στο Κίεβο στις αρχές του μήνα, δηλώνοντας πως είναι έτοιμοι να λάβουν νέα μέτρα κατά του καθεστώτος της Μόσχας.

Παράλληλα, το ευρωπαϊκό μπλοκ είχε επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον Τραμπ πριν από την τηλεφωνική του συνομιλία με τον Πούτιν, πιέζοντας για αμερικανική συνδρομή στην επιβολή αυστηρότερων κυρώσεων.

Στο διπλωματικό πεδίο, η πρώτη άμεση συνάντηση μεταξύ Μόσχας και Κιέβου τα τελευταία τρία χρόνια έλαβε χώρα στο τέλος της περασμένης εβδομάδας, χωρίς ωστόσο να επιτευχθεί συμφωνία κατάπαυσης του πυρός.

Η Ουκρανία έχει δηλώσει την προθυμία της να αποδεχθεί αμέσως την κατάπαυση του πυρός, όπως πρότεινε ο Τραμπ, ενώ η Ρωσία ζητάει συνομιλίες πριν τη διακοπή των εχθροπραξιών.

Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Ντέηβιντ Λάμμυ τόνισε ότι τα πρόσφατα πλήγματα του Πούτιν σε ουκρανικές πόλεις αποκαλύπτουν το «αληθινό πρόσωπο ενός πολεμοκάπηλου».

«Καλούμε τον Πούτιν να συμφωνήσει σε πλήρη, άνευ όρων κατάπαυση του πυρός, ώστε να μπορέσουν να ξεκινήσουν ουσιαστικές συνομιλίες για μια δίκαιη και βιώσιμη ειρήνη», ανέφερε ο Λάμμυ. «Έχουμε καταστήσει σαφές πως κάθε καθυστέρηση στις προσπάθειες ειρήνευσης θα ενισχύσει τη δέσμευσή μας να βοηθήσουμε την Ουκρανία στην άμυνά της και να αξιοποιήσουμε τα εργαλεία των κυρώσεων για τον περιορισμό της πολεμικής μηχανής του Πούτιν.»

Ο Γερμανός υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους δήλωσε πως ο Πούτιν «παίζει για [να κερδίζει] χρόνο».

«Δυστυχώς πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο Πούτιν δεν έχει πραγματική διάθεση για ειρήνη», σημείωσε ο Πιστόριους.

Ο Γάλλος ΥΠΕΞ Ζαν-Νοέλ Μπαρρό υπογράμμισε την ανάγκη για κυρώσεις που θα είναι «πραγματικά αποτρεπτικές», προσθέτοντας: «Πρέπει να πιέσουμε τον Βλαντίμιρ Πούτιν να εγκαταλείψει τη νεοαυτοκρατορική του φαντασίωση».

Η κυρία Κάλλας τόνισε, τέλος, πως η Ουάσιγκτον πρέπει να αναλάβει δράση: «Όλοι συμφωνήσαμε ότι αν δεν δοθεί άνευ όρων κατάπαυση του πυρός – όπως έχει αποδεχθεί η Ουκρανία εδώ και 60 και πλέον ημέρες – οι κυρώσεις θα ενταθούν. Αυτό αναμένουμε από όσους έχουν υποσχεθεί να κινηθούν αναλόγως.»

Σε ερώτηση για τα νέα μέτρα, η εκπρόσωπος του ρωσικού ΥΠΕΞ Μαρία Ζαχάροβα ξεκαθάρισε ενώπιον δημοσιογράφων: «Θα πρέπει να θυμούνται όλοι πως η Ρωσία δεν αποδέχεται τελεσίγραφα».

Από την πλευρά του, ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε τη Δευτέρα ότι Ρωσία και Ουκρανία είναι έτοιμες να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις, ενώ ο Βλαντίμιρ Πούτιν επεσήμανε πως η διαδικασία θα χρειαστεί χρόνο.

Σε ανάρτησή του στα κοινωνικά δίκτυα, ο Τραμπ μετέφερε ότι η τηλεφωνική επικοινωνία με τον Πούτιν έγινε σε «άριστο κλίμα», ενώ υπογράμμισε πως αμέσως μετά ήρθε σε επαφή με τον πρόεδρο της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι καθώς και με άλλους Ευρωπαίους ηγέτες, ενημερώνοντάς τους ότι οι διαπραγματεύσεις θα ξεκινήσουν άμεσα.

Σε ανακοίνωση που μεταδόθηκε από το ρωσικό πρακτορείο TASS, ο Πούτιν δήλωσε πως η Ρωσία είναι έτοιμη να συνεχίσει τη συνεργασία με την ουκρανική πλευρά για τη διαμόρφωση ενός μνημονίου που θα καθορίζει τόσο τις θεμελιώδεις αρχές όσο και το χρονοδιάγραμμα ενδεχόμενης ειρηνευτικής συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένης μιας προσωρινής κατάπαυσης πυρός εφόσον υπάρξει σχετική συμφωνία.

Σε σχετική ανάρτηση στον λογαριασμό του στο X, στις 19 Μαΐου, ο Ζελένσκι υπογράμμισε ότι η Ουκρανία ήταν και παραμένει έτοιμη να συζητήσει κατάπαυση του πυρός και τερματισμό των εχθροπραξιών. «Η Ουκρανία ήταν πάντα έτοιμη για την ειρήνη», επανέλαβε.

Με πληροφορίες από το Reuters

Ουγγρικό «διαζύγιο» με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο: Εγκρίθηκε ο νόμος αποχώρησης

Η Ουγγρική Βουλή ενέκρινε, τη Δευτέρα 20 Μαΐου, το νομοσχέδιο που θέτει σε κίνηση τη διαδικασία αποχώρησης της χώρας από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ), μια απόφαση που αναμένεται να ολοκληρωθεί σε διάστημα ενός έτους.

Η κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν ανακοίνωσε την πρόθεσή της για αποχώρηση τον Απρίλιο, αμέσως μετά την παρουσία του πρωθυπουργού του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, στη Βουδαπέστη — μια επίσκεψη που πραγματοποιήθηκε παρά το ένταλμα σύλληψης που είχε εκδώσει το ΔΠΔ σε βάρος του Ισραηλινού ηγέτη.

Ο Όρμπαν δεν έκρυψε την δυσφορία του για την απόφαση του ΔΠΔ, χαρακτηρίζοντάς το ως «όχι πια ένα αμερόληπτο δικαστήριο του κράτους δικαίου, αλλά ένα πολιτικό δικαστήριο». Ούτως ή άλλως, αρνήθηκε τη σύλληψη Νετανιάχου, καταγγέλλοντας την απόφαση του ΔΠΔ ως «προκλητική, κυνική και παντελώς απαράδεκτη».

Στην ψηφοφορία της Τρίτης, 134 βουλευτές ψήφισαν υπέρ της αποχώρησης από το ΔΠΔ και 37 κατά. Το σχετικό νομοσχέδιο τονίζει: «Η Ουγγαρία απορρίπτει κατηγορηματικά τη χρήση διεθνών οργανισμών — και ειδικά ποινικών δικαστηρίων — ως εργαλεία πολιτικής πίεσης».

Από την πλευρά του, ο Νετανιάχου χαιρέτισε την ουγγρική απόφαση, κάνοντάς λόγο για «μία γενναία και αρχών επιλογή».

Το σημείο τριβής δημιουργήθηκε μετά το ένταλμα σύλληψης που εξέδωσε το ΔΠΔ τον Νοέμβριο του 2024 σε βάρος του Νετανιάχου και του πρώην υπουργού Άμυνας του Ισραήλ, Γιοάβ Γκαλάντ, κατηγορώντας τους για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας σχετικά με τον πόλεμο στη Γάζα κατά της Χαμάς. Η Χάγη κατηγορεί το Ισραήλ, μεταξύ άλλων, για «χρήση λιμού ως όπλο πολέμου» μέσω του περιορισμού ανθρωπιστικής βοήθειας και για εσκεμμένες επιθέσεις κατά αμάχων. Το Τελ Αβίβ απορρίπτει τις κατηγορίες ως αβάσιμες.

Οι ισραηλινές αρχές υποστηρίζουν ότι το ΔΠΔ έχασε την αξιοπιστία του προχωρώντας σε διώξεις εναντίον δημοκρατικά εκλεγμένων ηγετών που ασκούν το δικαίωμα άμυνας, επιμένοντας ότι οι διώξεις έχουν πολιτικά κίνητρα και εδράζονται σε αντισημιτισμό.

Σημειώνεται ότι τυπικά η αποχώρηση μιας χώρας από το ΔΠΔ ολοκληρώνεται ένα χρόνο μετά τη γραπτή γνωστοποίηση στον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ.

Το ΔΠΔ ιδρύθηκε το 1998 με το Καταστατικό της Ρώμης, ως δικαστήριο που θα παρείχε λύση όταν δεν υπήρχαν άλλες δυνατότητες απονομής δικαιοσύνης για εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και γενοκτονίες. Ξεκίνησε να λειτουργεί το 2002 και η Ουγγαρία υπήρξε ιδρυτικό μέλος του.

Όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ — συμπεριλαμβανομένης της Ουγγαρίας — είναι μέλη του ΔΠΔ, κάτι που σημαίνει πως έχουν υποχρέωση εκτέλεσης των ενταλμάτων καθώς δεσμεύονται από το Καταστατικό της Ρώμης. Ανάμεσα στα μέλη συγκαταλέγεται και η – αμφιλεγόμενη διεθνώς – «Παλαιστινιακή Αρχή».

Αντίθετα, μεγάλες χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ρωσία, το Ισραήλ, η Ινδία, το Πακιστάν, η Τουρκία και το Ιράν δεν έχουν προσχωρήσει στο Δικαστήριο.

Η ουγγρική αποχώρηση δεν είναι το μόνο μέτωπο κατά του ΔΠΔ το τελευταίο διάστημα. Τον Φεβρουάριο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε προεδρικό διάταγμα για επιβολή περιορισμών εισόδου και οικονομικών κυρώσεων σε όσους βοηθούν το ΔΠΔ να ερευνήσει τον ρόλο των ΗΠΑ ή συμμάχων τους.

Όπως αναφέρεται στη σχετική διάταξη: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιβάλουν απτές και σημαντικές κυρώσεις σε όσους ευθύνονται για τις παραβιάσεις του ΔΠΔ, που μπορεί να περιλαμβάνουν και δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, αλλά και απαγόρευση εισόδου στη χώρα τόσο για τα στελέχη και συνεργάτες του ΔΠΔ όσο και για τις οικογένειές τους, καθώς η παραμονή τους στις ΗΠΑ θα μπορούσε να θίξει τα συμφέροντά μας».

Σύμφωνα με την αμερικανική Προεδρία, οι ΗΠΑ «παραμένουν προσηλωμένες στη λογοδοσία και στην ειρηνική διευθέτηση των διεθνών υποθέσεων, αλλά το ΔΠΔ και τα μέρη της Ρώμης οφείλουν να σεβαστούν την απόφαση των ΗΠΑ και άλλων κρατών να μην υπαχθούν στη δικαιοδοσία του ΔΠΔ, όπως αρμόζει στα κυριαρχικά τους δικαιώματα».

Μεταξύ όσων στοχοποιήθηκαν από τις αμερικανικές κυρώσεις ήταν και ο τότε επικεφαλής εισαγγελέας του ΔΠΔ, Καρίμ Καν.

Τον Μάιο του 2024, ο Καρίμ Καν εξέδωσε εντάλματα σύλληψης κατά των ηγετών της Χαμάς Γιαχία Σινουάρ, Μοχάμεντ Ντέιφ και Ισμαήλ Χανίγια, για εγκλήματα πολέμου όπως η ομηρεία, αλλά και για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, συμπεριλαμβανομένων των δολοφονιών. Και οι τρεις επικεφαλής της Χαμάς είναι πλέον νεκροί.