Τρίτη, 13 Μαΐ, 2025

Ο ρόλος της Κίνας στην κρίση φαιντανύλης καθοδηγείται από τους επικεφαλής του καθεστώτος

Η ένταση σιγοβράζει μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της κομμουνιστικής Κίνας καθώς οι δύο χώρες αυξάνουν τους δασμούς στις εισαγωγές αμφοτέρωθεν. Εν τω μεταξύ, η ρητορική του Πεκίνου κλιμακώνεται σε επιθετικότητα.

Στις αρχές Μαρτίου, η κινεζική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον ανήρτησε σε κοινωνικό δίκτυο ένα μήνυμα από το υπουργείο Εξωτερικών της, που έλεγε: «Αν οι ΗΠΑ θέλουν πόλεμο – πόλεμο δασμών, εμπορικό πόλεμο ή όποιο άλλο είδος πολέμου – είμαστε έτοιμοι να πολεμήσουμε έως το τέλος».

Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προειδοποίησε ότι, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αναζητούν πόλεμο με την Κίνα, είναι «πολύ καλά εξοπλισμένες για τον διαχειριστούν».

Ο Τραμπ επέβαλε επιπλέον 20% δασμούς σε όλα τα προϊόντα που φτιάχνονται στην Κίνα, λέγοντας ότι η εκτεταμένη διακίνηση φαιντανύλης — του θανατηφόρου οπιοειδούς που είναι 50 έως 100 φορές πιο ισχυρό από την μορφίνη — στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει φτάσει σε επίπεδα έκτακτης εθνικής ανάγκης.

Μέχρι σήμερα, η Κίνα παραμένει η κύρια πηγή πρόδρομων ουσιών φαιντανύλης, οι οποίες αποστέλλονται στο Μεξικό, όπου παρασκευάζεται το ναρκωτικό. Στη συνέχεια, μεταφέρεται λαθραία στις Ηνωμένες Πολιτείες κυρίως μέσω των νότιων συνόρων.

Το κομμουνιστικό καθεστώς αποκάλεσε την επιδημία της φαιντανύλης «δικό τους πρόβλημα», αναφερόμενο στις Ηνωμένες Πολιτείες, και χαρακτήρισε τους δασμούς των ΗΠΑ «εκβιασμό». Ως απάντηση, το Πεκίνο επέβαλε επιπλέον δασμούς 15% στον άνθρακα και το φυσικό αέριο των ΗΠΑ και επιπλέον 10% σε γεωργικό εξοπλισμό και φορτηγά.

Ο Γιουάν Χονγκμπίνγκ, πρώην καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου στην Κίνα, ο οποίος τώρα ζει στην Αυστραλία, είπε ότι η αμερικανική κρίση των οπιοειδών απέχει πολύ από μία κατάσταση ‘αυτοτραυματισμού’, όπως υπαινίσσεται το ΚΚΚ, του οποίου ο ρόλος στην επιδημιολογική εξάπλωση της φαιντανύλης στις ΗΠΑ ήταν κρίσιμος.

Ωστόσο, το να επιρρίπτουν την ευθύνη στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι πάγια στρατηγική επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ), Σι Τζινπίνγκ, είπε ο Γιουάν στο NTD, αδελφό μέσο ενημέρωσης της Epoch Times..

Ο Γιουάν, ο οποίος έχει επαφές με ανώτερα στελέχη του ΚΚΚ, είπε ότι ο Σι έχει δώσει με συνέπεια εσωτερικές οδηγίες κατά τη διάρκεια τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης θητείας του Τραμπ, ότι το Πεκίνο πρέπει να αποφύγει και να αρνηθεί κάθε σύνδεση με τις κρίσεις των ναρκωτικών που λυμαίνονται την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Γιουάν πρόσθεσε ότι το καθεστώς έλαβε οδηγίες από τον Σι να ισχυριστεί ότι η Κίνα κατασκευάζει τις χημικές πρόδρομες ουσίες νόμιμα και ότι η Κίνα δεν ευθύνεται εάν μετατραπούν σε θανατηφόρα ναρκωτικά και μεταφερθούν λαθραία στις Ηνωμένες Πολιτείες ή την Ευρώπη.

Ο ειδικός αναλυτής δήλωσε περαιτέρω ότι η φαιντανύλη βρίσκεται στον πυρήνα της προσπάθειας του Σι να «εκδικηθεί» τη Δύση, καθώς την κατηγορεί για τους Πολέμους του Οπίου στα μέσα του 19ου αιώνα και τη συνεπακόλουθη ταπείνωση της Κίνας. Κατά τη διάρκεια των 100 περίπου ετών εκείνης της περιόδου, η Κίνα έπρεπε να υπογράψει μια σειρά άνισων συνθηκών που παραχωρούσαν κινεζικό έδαφος και τα κινεζικά λιμάνια σε ξένο έλεγχο.

«Λόγω των οδηγιών του Σι, βλέπουμε τώρα μια δραματική αύξηση τόσο στην παραγωγή πρόδρομων ουσιών φαιντανύλης στην Κίνα όσο και στην εξαγωγή αυτών των χημικών ουσιών, που τροφοδοτούν την κρίση φαιντανύλης στις Ηνωμένες Πολιτείες», δήλωσε ο Γιουάν.

Οι θάνατοι από υπερβολική δόση φαιντανύλης έχουν γίνει μια εθνική κρίση, αφού αφαιρούν περισσότερες από 200 ζωές Αμερικανών την ημέρα, σύμφωνα με την υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών των ΗΠΑ. Μόνο το 2023, περίπου 75.000 Αμερικανοί πέθαναν από υπερβολική δόση φαιντανύλης, μια 23πλάσια αύξηση σε σχέση με μία δεκαετία πριν.

Η επικεφαλής Εγχώριας Ασφάλειας, Κρίστι Νομ, επιθεωρεί το σημείο εισόδου φαιντανύλης Σαν Ισίντρο, στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού. Σαν Ντιέγκο, 16 Μαρτίου 2025. (Alex Brandon/Getty Images)

 

Σήμερα, οι ακούσιες υπερβολικές δόσεις είναι η πρώτη αιτία θανάτου Αμερικανών μεταξύ 18-45 ετών. Σε ένα θετικότερο τόνο, ο αριθμός θανάτων από χρήση οπιοειδών μειώθηκε κατά 20% το 2024, σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ.

Η κρίση φαιντανύλης έχει γίνει βασικό σημείο ανησυχίας για τους Αμερικανούς ψηφοφόρους και σημαντικός παράγοντας στη δυναμική των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας, υποστηρίζει ο ειδικός της Κίνας Αλεξάντερ Λιάο, τονίζοντας ότι οι σχέσεις μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον έχουν αλλάξει ριζικά. Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Μπάιντεν, οι δύο χώρες είχαν περάσει μια διπλωματική «εποχή των παγετώνων», με την επίσημη επικοινωνία ανώτατου επιπέδου να παγώνει για περίπου 10 μήνες, το 2022 και το 2023. Τώρα, ο Λιάο πιστεύει ότι η αντιπαράθεση έχει πλέον κλιμακωθεί και έχει περάσει σε άλλο επίπεδο.

«Είτε πρόκειται για εμπόριο είτε για άλλες πτυχές, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα βασικά έχουν στραφεί η μία εναντίον της άλλης», είπε ο Λιάο στην Epoch Times.

«Λίγος θόρυβος αλλά σκληρή δράση» είναι ο τρόπος με τον οποίο κατηγοριοποιεί την τρέχουσα κατάσταση μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον, σε αντίθεση με τα «πολλά λόγια και λίγα έργα» που συμβαίνουν μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης.

«Η πολιτική παίζει διαφορετικά μεταξύ εχθρών και φίλων», είπε.

Οι ΗΠΑ είναι ο τέλειος εχθρός για το κινεζικό καθεστώς

Την τελευταία δεκαετία, η Κίνα σημείωσε σημαντική οικονομική ανάπτυξη. Το ονομαστικό ΑΕΠ της υπερβαίνει πλέον τα τρία τέταρτα του ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας. Όταν μετράται με βάση την αγοραστική δύναμη, η οικονομία της Κίνας ξεπέρασε αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών το 2016.
Ο Σι ανέβηκε στις τάξεις του ΚΚΚ λίγα χρόνια πριν από αυτό και το 2013 ανέλαβε την ηγεσία του.

Σύμφωνα με τον Γιουάν, η κομμουνιστική ιδεολογία του Σι τον ώθησε να εκμεταλλευτεί αμέσως την οικονομική ισχύ της Κίνας για να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα εξωτερικής πολιτικής, την «πρωτοβουλία Belt and Road», με στόχο την επέκταση του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού σε όλο τον κόσμο.

Υπό το πρόσχημα της ανάπτυξης υποδομών, η γεωπολιτική πλατφόρμα 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων αρπάζει φυσικούς πόρους άλλων χωρών, περιλαμβανομένων κρίσιμων ορυκτών για την παραγωγή τσιπ υπολογιστών, και επεκτείνει τη χρήση των λιμανιών τους για δικούς της πολιτικούς και στρατιωτικούς σκοπούς.

Μια γυναίκα κάθεται κοντά σε μια διαφημιστική πινακίδα που διαφημίζει το πρόγραμμα της Κίνας Belt and Road στο Σιχάνουκβιλ της Καμπότζης, την 1η Ιουλίου 2024. Μεταμφιεσμένη ως ανάπτυξη υποδομών, η πλατφόρμα του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων αρπάζει τους φυσικούς πόρους άλλων χωρών και επεκτείνει τη χρήση των λιμανιών τους για πολιτικούς και στρατιωτικούς σκοπούς. Valeria Mongelli/Getty Images

 

Το πολιτικό σύνθημα του Σι είναι «η μεγάλη αναζωογόνηση του κινεζικού έθνους». Σύμφωνα με αυτήν την αφήγηση, η νίκη δεν έρχεται χωρίς αναποδιές και εμπόδια.

Η φιλοδοξία του Σι έχει τις ρίζες της στην παρακμή της χώρας πριν από 200 χρόνια. Στα βιβλία του ΚΚΚ, η Δύση παρουσιάζεται ως υπαίτιος της πτώσης της Κίνας, με τους Πολέμους του Οπίου να παρουσιάζονται ως η αρχή του «Αιώνα της Ταπείνωσης».

Για την επιστροφή του Χονγκ Κονγκ και του Μακάο από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Πορτογαλία, αντίστοιχα, ο Σι δήλωσε ότι «απομάκρυνε την ταπείνωση ενός αιώνα» και ότι το επόμενο βήμα είναι η ενοποίηση της Ταϊβάν με την ηπειρωτική Κίνα.

Αν και επιφανειακά φαίνεται να προωθεί τον εθνικισμό, επισημαίνει ο Λιάο, η λογική του Σι παραμένει ριζωμένη στο κομμουνιστικό δόγμα: την παγκόσμια εξάπλωση του κομμουνισμού — ή, κατά τη γλώσσα του Κόμματος, να «υψωθεί η κόκκινη σημαία σε όλο τον κόσμο».

Αυτό φυσικά κάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες τον πρώτο εχθρό του ΚΚΚ, εξηγεί. Ως προστάτης της Ταϊβάν και ηγέτης της τρέχουσας παγκόσμιας τάξης, η Αμερική αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο στα σχέδια του Σι.

Το ΚΚΚ έχει χρησιμοποιήσει την απότομη οικονομική ανάπτυξη της Κίνας των τελευταίων δεκαετιών για να δικαιολογήσει την εξουσία του. Ωστόσο, τα τυραννικά μέτρα για τον COVID-19 του Σι επιδείνωσαν τα μακροχρόνια προβλήματα στη φορτωμένη με χρέος, οδηγούμενη από την παραγωγή οικονομία της. Μετά την άρση των περιορισμών για την πανδημία, η πτώση της αγοράς ακινήτων και οι χωρίς χρήματα τοπικές κυβερνήσεις έχουν αφήσει την οικονομία να βαλτώσει.

Η υποδαύλιση εχθρικών διαθέσεων εναντίον ενός εξωτερικού παράγοντα είναι μια ακόμα τακτική που το ΚΚΚ χρησιμοποιεί για να ενισχύσει την εξουσία του. Έτσι, οι Ηνωμένες Πολιτείες γίνονται ο ιδανικός εχθρός και το Κόμμα μπορεί να προπαγανδίζει τις προσπάθειές του να τους αντιστέκεται.

Ο απώτερος στόχος του Σι

Ο απώτερος στόχος του Σι, λέει ο Γιουάν, είναι «να αντικαταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως δημιουργός και επιβλέπων της παγκόσμιας τάξης.» Ο Γιουάν είπε ότι οι δύο άντρες έπιναν μαζί όταν ο Σι ήταν ακόμα αξιωματούχος στην επαρχία.

Ένα χρόνο αφότου ο Σι έγινε επικεφαλής της Κίνας, οι θάνατοι από υπερβολική δόση φαιντανύλης στις Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να αυξάνονται. Έως το 2017, οι ετήσιοι θάνατοι έφτασαν τους 28.000. Έως το 2023, ο αριθμός είχε αυξηθεί σε 75.000.

Φωτογραφίες θυμάτων φαιντανύλης, όπως εμφανίζονται στο μνημείο The Faces of Fentanyl, στα κεντρικά γραφεία της Διοίκησης Δίωξης Ναρκωτικών στο Άρλινγκτον. ΗΠΑ,  27 Σεπτεμβρίου 2022. (Alex Wong/Getty Images)

 

Το 2017, όταν η Κίνα είχε ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε ΑΕΠ εκφρασμένο σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, ο Σι και οι οπαδοί του πίστευαν ότι το «αμερικανικό πρόβλημα» — να πάρει η Κίνα τη θέση των ΗΠΑ ως υπερδύναμη του κόσμου — θα λυνόταν μέσα σε μια δεκαετία, αναφέρει ο Λιάο.

Πηγές εμπιστευτικών πληροφοριών του Λιάο στο Πεκίνο τού είπαν ότι στο ΚΚΚ υπήρχε μια αισιόδοξη διάθεση, με αποτέλεσμα οι κομματικοί επικεφαλής να κρατούν απορριπτική στάση απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες.

«Σε αυτό το κλίμα, οι σκληροπυρηνικοί μέσα στο ΚΚΚ ουσιαστικά έθεσαν τους εαυτούς τους σε μια μη αναστρέψιμη πορεία αντιπαράθεσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες», είπε ο Λιάο.

Η αδυναμία της Αμερικής να περιορίσει την εξάπλωση των ναρκωτικών ενίσχυσε την εμπιστοσύνη του Σι στη δύναμη της Κίνας, είπε ο Γιουάν, προσθέτοντας ότι η κρίση της φαιντανύλης στις ΗΠΑ ερμηνεύεται από τον Κινέζο ηγέτη ως απόδειξη ότι «η Ανατολή ανεβαίνει, η Δύση παρακμάζει».

Σύμφωνα με πηγές του Λιάο, κατά την πρώτη κρατική επίσκεψη του Τραμπ στην Κίνα τον Νοέμβριο του 2017, υψηλόβαθμος αξιωματούχος του ΚΚΚ είχε πει στον Τραμπ: «Εσείς [οι Ηνωμένες Πολιτείες] πρέπει απλώς να μας παρέχετε πρώτες ύλες και μια καταναλωτική αγορά για τα προϊόντα μας».

Ένας γνώστης του Πεκίνου είπε στον Λιάο ότι αυτή η συνάντηση ώθησε τον Τραμπ να επιβάλει δασμούς στην Κίνα αμέσως μόλις επέστρεψε στην Ουάσιγκτον. Η πηγή πρόσθεσε ότι η αλαζονεία και ο υπεροπτικός τόνος του Κινέζου αξιωματούχου πιθανότατα προκάλεσαν βαθιά ανησυχία στον Τραμπ για την υπερβολική εξάρτηση των ΗΠΑ από την κινεζική παραγωγή.

Τον Ιανουάριο του 2018, ο Τραμπ άρχισε να θέτει δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές για να μειώσει την εμπορική ανισορροπία και να αναγκάσει την Κίνα να σταματήσει την κλοπή εμπορικών μυστικών και πνευματικής ιδιοκτησίας των ΗΠΑ.

Δύο χρόνια αργότερα, το Πεκίνο και η Ουάσιγκτον υπέγραψαν μια εμπορική συμφωνία πρώτης φάσης, βάσει της οποίας η Κίνα υποσχέθηκε να αγοράζει περισσότερα προϊόντα από τις ΗΠΑ.

Δύο μήνες αργότερα, η πανδημία COVID-19 χτύπησε.

Την πρώτη ημέρα της δεύτερης θητείας του, ο Τραμπ διέταξε να διεξαχθεί έρευνα εμπορικής πολιτικής έως την 1η Απριλίου. Η μελέτη ξεχωρίζει την Κίνα για αξιολόγηση της εκπλήρωσης της εμπορικής συμφωνίας πρώτης φάσης και επανεξέταση τυχόν αθέμιτων ή μη ισορροπημένων εμπορικών πρακτικών.

Ο αντιπρόεδρος της κινεζικής κυβέρνησης Χε Λιφένγκ (d) δείχνει το δρόμο στον γερουσιαστή Στηβ Νταίηνς (Ρ-Μοντ.) πριν από συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα Σιντζιάνγκ στη Μεγάλη Αίθουσα του Λαού στο Πεκίνο, στις 22 Μαρτίου 2025. (Ng Han Guan/Getty Images)

 

Ο Τραμπ έχει μιλήσει για τις 2 Απριλίου ως την «ημέρα απελευθέρωσης» της Αμερικής, κατά την οποία θα επιβάλει αμοιβαίους δασμούς για να ισορροπήσει το πεδίο με όλους τους εμπορικούς της εταίρους. Ένα πιθανό αποτέλεσμα είναι ότι ο Λευκός Οίκος θα επιβάλει πρόσθετους δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές.

Η κινεζική οικονομία είναι πιο αδύναμη από ό,τι ήταν κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ και εξαρτάται περισσότερο από τις εξαγωγές.

Ο γερουσιαστής Στηβ Νταίηνς (Ρ-Μοντ.), ο πρώτος αμερικανός πολιτικός που επισκέφτηκε το Πεκίνο κατά τη δεύτερη θητεία του Τραμπ, μετέφερε το μήνυμα του Τραμπ στους ανώτερους Κινέζους ηγέτες, καλώντας για «αποφασιστική δράση εκ μέρους της Κίνας προκειμένου να σταματήσει η ροή των πρόδρομων ουσιών φαιντανύλης». Στις 23 Μαρτίου, επανέλαβε το αίτημα των ΗΠΑ σε συνέντευξή του στο Bloomberg: «Θα είναι δύσκολο να γίνει οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με τους δασμούς και τους μη δασμολογικούς φραγμούς μέχρι να επιλυθεί το ζήτημα της πρόδρομης ουσίας της φαιντανύλης».

Ανεξάρτητα από τις παραχωρήσεις που προτείνει το Πεκίνο στον Τραμπ σε μια πιθανή σύνοδο κορυφής Τραμπ-Σι τον Ιούνιο, οι δύο χώρες βρίσκονται σε μία «αναπόφευκτη» πορεία σύγκρουσης, ισχυρίζεται ο Γιουάν.

«Δεν είναι μια προσωρινή σύγκρουση που πυροδοτήθηκε από ένα μεμονωμένο γεγονός, είτε πρόκειται για δασμούς είτε για άλλα συγκεκριμένα ζητήματα», είπε. «Η αντιπαράθεση είναι θεμελιώδης και αναπόφευκτη, καθοδηγούμενη από μεγαλύτερες δυνάμεις.»

Ο Σι Τζινπίνγκ επιχειρεί να καθησυχάσει τους επενδυτές εν μέσω νέων αμερικανικών δασμών

Ο πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ πραγματοποίησε συνάντηση με δεκάδες υψηλόβαθμα στελέχη μεγάλων ξένων επιχειρήσεων στις 28 Μαρτίου στο Πεκίνο, με στόχο να αμβλύνει την ανησυχία των ξένων επενδυτών ενόψει των επερχόμενων εμπορικών δασμών από τις ΗΠΑ. Σε μια περίοδο κατά την οποία η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο αντιμετωπίζει σημαντική μείωση ξένων επενδύσεων και αυξανόμενη ένταση στις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η κινεζική ηγεσία καταβάλλει προσπάθεια να βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα.

Στη συνάντηση, που έλαβε χώρα στη Μεγάλη Αίθουσα του Λαού, συμμετείχαν περισσότεροι από 40 κορυφαίοι μάνατζερ από τους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας, των φαρμάκων, της αεροδιαστημικής και των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, μεταξύ αυτών και στελέχη των Mercedes-Benz, HSBC και Blackstone Group.

Ο Σι επισήμανε τη σημασία των ξένων επιχειρήσεων για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, υπογραμμίζοντας ότι «οι ξένες εταιρείες συμβάλλουν στο ένα τρίτο των εισαγωγών και των εξαγωγών της Κίνας, στο ένα τέταρτο της βιομηχανικής παραγωγής, και στο ένα έβδομο των φορολογικών εσόδων της χώρας, δημιουργώντας πάνω από 30 εκατομμύρια θέσεις εργασίας».

Ο πρόεδρος Σι δεσμεύθηκε ότι οι κινεζικές αρχές θα βελτιώσουν το επιχειρηματικό περιβάλλον, προβάλλοντας την Κίνα ως έναν «ιδανικό, ασφαλή και πολλά υποσχόμενο προορισμό» για τους ξένους επενδυτές, σύμφωνα με το επίσημο κινεζικό πρακτορείο Xinhua.

Η προσπάθεια αυτή έρχεται τη στιγμή που η κινεζική οικονομία βιώνει μια έντονη κάμψη στις ξένες επενδύσεις. Το 2024, οι ξένες άμεσες επενδύσεις στην Κίνα μειώθηκαν κατά 82%, φτάνοντας σε επίπεδα ρεκόρ χαμηλά τριακονταετίας, στα 33 δισεκατομμύρια δολάρια. Τον Ιανουάριο του 2025, αντίστοιχα, οι ξένες επενδύσεις περιορίστηκαν στα 13 δισ. δολάρια, καταγράφοντας το χειρότερο ξεκίνημα των τελευταίων τριών ετών.

Λίγες ημέρες πριν τη συγκεκριμένη συνάντηση, οι κινεζικές αρχές απελευθέρωσαν το προσωπικό της αμερικανικής εταιρείας Mintz Group, το οποίο κρατείτο από το 2023 με την κατηγορία «παράνομων δραστηριοτήτων». Η κράτηση των εργαζομένων της Mintz είχε συμβάλει στην επιδείνωση του επιχειρηματικού κλίματος, προκαλώντας έντονη κριτική, με Αμερικανούς επιχειρηματίες να χαρακτηρίζουν την Κίνα ως «χώρα μη επενδύσιμη».

Η κίνηση αυτή των κινεζικών αρχών θεωρείται, από αναλυτές, ως μέρος μιας συνολικότερης προσπάθειας να αποκατασταθεί η εικόνα της χώρας έναντι της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας.

Στο πλαίσιο αυτής της εκστρατείας προσέγγισης ξένων επενδυτών, Κινέζοι αξιωματούχοι πραγματοποιούν συχνότερες και πιο εντατικές συναντήσεις με ξένους εκπροσώπους εταιρειών, όπως τον διευθύνοντα σύμβουλο της Blackstone, Στίβεν Σβάρτσμαν, και τον πρόεδρο της Boeing Global, Μπρένταν Νέλσον.

Η συνάντηση του προέδρου Σι πραγματοποιείται λίγες μέρες πριν την έναρξη ισχύος των νέων δασμών 20% στις κινεζικές εισαγωγές που ανακοίνωσε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, επικαλούμενος τον έλεγχο της εισροής φαιντανύλης στις ΗΠΑ και την ανάγκη για ίσους όρους εμπορίου. Η Κίνα έχει ήδη προχωρήσει σε αντίμετρα, επιβάλλοντας δασμούς μέχρι 15% σε ορισμένα αμερικανικά αγροτικά προϊόντα.

Οι εξελίξεις αυτές αναμένεται να θέσουν περαιτέρω προκλήσεις για την κινεζική οικονομία, κάνοντας πιο επιτακτική την ανάγκη για επαναπροσέλκυση των ξένων επιχειρήσεων. Η προσπάθεια του Σι Τζινπίνγκ αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται η φυγή του ξένου κεφαλαίου, εν μέσω μιας διεθνούς ατμόσφαιρας εμπορικής αντιπαλότητας και δυσπιστίας.

Με την Κίνα να βρίσκεται σε κρίσιμη φάση οικονομικά και εμπορικά, ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ αποπειράται να ανατρέψει το κλίμα αρνητισμού που επικρατεί στους κύκλους των διεθνών επενδυτών. Αν και οι κινεζικές αρχές στέλνουν ξεκάθαρο μήνυμα ανοίγματος και εμπιστοσύνης προς τις ξένες επιχειρήσεις, είναι βέβαιο πως η επόμενη περίοδος θα αποτελέσει σημαντική δοκιμασία για τις προοπτικές συνεργασίας και ανάπτυξης τόσο για την Κίνα όσο και για τις ξένες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εκεί.

Βαθαίνει το μυστήριο γύρω από την εξαφάνιση ισχυρού στρατηγού στην Κίνα

Μυστήριο καλύπτει την τύχη του στρατηγού Χε Γουεϊντόνγκ, τρίτου στην ιεραρχία των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων, καθώς οι κινεζικές αρχές απέφυγαν να δώσουν σαφή απάντηση στις φήμες που τον θέλουν υπό ανάκριση με κατηγορίες διαφθοράς. Κατά τη διάρκεια της μηνιαίας συνέντευξης Τύπου της Τετάρτης στο Πεκίνο, το κινεζικό υπουργείο Άμυνας δήλωσε μόνο πως δεν έχει γνώση του θέματος, δήλωση που πάντως δεν συμπεριλήφθηκε στο επίσημο απομαγνητοφωνημένο κείμενο της συνέντευξης.

Η τελευταία δημόσια εμφάνιση του στρατηγού ήταν στις 11 Μαρτίου στην τελετή λήξης της ετήσιας συνόδου του κινεζικού Κοινοβουλίου. Οι φήμες για απομάκρυνσή του εμφανίστηκαν λίγες ημέρες αργότερα και ενισχύθηκαν τις τελευταίες μέρες από σχετικά δημοσιεύματα και πληροφορίες από διεθνή μέσα ενημέρωσης και αναλυτές.

Ο Χε Γουεϊντόνγκ κατείχε το αξίωμα του αντιπροέδρου της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής, του κορυφαίου οργάνου των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων, από τον Οκτώβριο του 2022. Η τοποθέτησή του έγινε στο πλαίσιο της ενίσχυσης της επιρροής του Κινέζου ηγέτη Σι Τζινπίνγκ στον στρατό, ιδιαίτερα μετά το συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος όπου ο Σι πέτυχε την επανεκλογή του για τρίτη θητεία.

Διεθνή μέσα, όπως οι Epoch Times και η Washington Times, επικαλούμενα πηγές κοντά στους κύκλους της κινεζικής ηγεσίας αλλά και αμερικανικές πηγές πληροφοριών, μεταδίδουν ότι ο στρατηγός βρίσκεται ήδη υπό κρατικό έλεγχο. Ο ειδικός αναλυτής από το Ινστιτούτο Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας της Ταϊβάν, Σεν Μινγκ-Σι, εκτιμά πως η αποφυγή σαφών απαντήσεων από τις αρχές επιβεβαιώνει εμμέσως το ενδεχόμενο απομάκρυνσης του στρατηγού. «Λόγω του βαρυσήμαντου ρόλου του ως αντιπροέδρου της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής, αν δεν υπήρχε ζήτημα, οι αρχές θα είχαν ήδη δώσει σαφή απάντηση σχετικά με την τύχη του», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Σεν.

Η πιθανή πτώση του Χε έρχεται να προστεθεί στα πολλά κρούσματα διαφθοράς που έχουν πλήξει υψηλόβαθμα στελέχη του κινεζικού στρατού από το καλοκαίρι του 2023. Ανάμεσά τους βρίσκονται δύο υπουργοί Άμυνας και πάνω από μια ντουζίνα ανώτερων αξιωματικών, οι οποίοι απομακρύνθηκαν κατηγορούμενοι για «σοβαρές παραβιάσεις πειθαρχίας», μια τυπική φράση της κινεζικής ηγεσίας για να περιγράψει υποθέσεις διαφθοράς.

Η περίπτωση του στρατηγού Χε Γουεϊντόνγκ φαίνεται να συνδέεται με την πτώση του στρατηγού Μιάο Χουά, υπευθύνου πολιτικής αφοσίωσης των ενόπλων δυνάμεων μέχρι τον Νοέμβριο του 2024. Όταν ζητήθηκαν την Πέμπτη περαιτέρω πληροφορίες για την υπόθεση Μιάο, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Άμυνας δήλωσε πως «προς το παρόν δεν υπάρχει κάτι νέο προς ανακοίνωση», χωρίς και πάλι να καταγραφεί αυτή η απάντηση στα επίσημα πρακτικά.

Οι συνεχείς αναταράξεις στο κορυφαίο επίπεδο των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων προκαλούν έντονο ενδιαφέρον από διεθνείς παρατηρητές, οι οποίοι προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν τα εσωτερικά τεκταινόμενα στο Πεκίνο. Ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται η σιγή των κινεζικών αρχών, που ενισχύει τις ενδείξεις για βαθύτερες πολιτικές διεργασίες και εσωκομματικές συγκρούσεις εντός του ΚΚΚ.

Η αναταραχή που έχει προκληθεί στο εσωτερικό της Κίνας έχει επίσης επιπτώσεις στην εξωτερική εικόνα της χώρας, καθώς οι πολλές και απότομες αλλαγές στην κορυφή του στρατεύματος ενδέχεται να δείχνουν ευρύτερη αστάθεια στο καθεστώς του Σι Τζινπίνγκ ή μια προσπάθεια εδραίωσης της εξουσίας του μέσω της εκκαθάρισης «ανεπιθύμητων» στοιχείων.

Η επίσκεψη του γιου του Λι Κα-σινγκ στο Πεκίνο πυροδοτεί εικασίες εν μέσω πώλησης λιμανιών στον Παναμά

Η συμμετοχή του Ρίτσαρντ Λι, γιου του δισεκατομμυριούχου Λι Κα-σινγκ, σε οικονομικό φόρουμ στο Πεκίνο στις 23-24 Μαρτίου έχει πυροδοτήσει έντονες εικασίες και συζητήσεις σχετικά με τις προσπάθειες να εξομαλυνθούν οι σχέσεις μεταξύ της εταιρείας του πατέρα του, CK Hutchison, και της κινεζικής κυβέρνησης, μετά την απόφαση του ομίλου να πωλήσει λιμενικές εγκαταστάσεις στρατηγικής σημασίας δίπλα στη Διώρυγα του Παναμά.

Ο Λι συμμετείχε στο Ετήσιο Συνέδριο του Φόρουμ Ανάπτυξης της Κίνας 2025, που διοργανώθηκε από το κέντρο έρευνας ανάπτυξης του Κρατικού Συμβουλίου της Κίνας υπό τον τίτλο «Απελευθερώνοντας την αναπτυξιακή δυναμική για σταθερή ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας». Στο φόρουμ, όπου κεντρική ομιλία απηύθυνε ο κινέζος πρωθυπουργός Λι Τσιανγκ, συμμετείχαν πάνω από 100 ηγέτες και στελέχη πολυεθνικών επιχειρήσεων, όπως ο Τιμ Κουκ της Apple και ο Κριστιάνο Αμόν της Qualcomm.

Το ταξίδι του Ρίτσαρντ Λι έρχεται στον απόηχο της ανακοίνωσης της CK Hutchison, της εταιρείας συμφερόντων του 96χρονου μεγιστάνα Λι Κα-σινγκ, ότι θα πωλήσει το μεγαλύτερο μέρος των λιμενικών επιχειρήσεών της σε 43 χώρες –συμπεριλαμβανομένων των λιμανιών εκατέρωθεν της Διώρυγας του Παναμά– σε κοινοπραξία υπό την αμερικανική επενδυτική εταιρεία BlackRock έναντι 22,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η απόφαση αυτή προκάλεσε την έντονη οργή της κινεζικής κυβέρνησης και πυροδότησε σφοδρές αντιδράσεις στον φιλοκυβερνητικό Τύπο του Χονγκ Κονγκ. Η φιλοκινεζική εφημερίδα Ta Kung Pao δημοσίευσε περισσότερα από 10 άρθρα που χαρακτήρισαν τον Λι Κα-σινγκ «προδότη που ξεπούλησε τη χώρα και τον κινεζικό λαό», ενώ η υπηρεσία Υποθέσεων Χονγκ Κονγκ και Μακάο της κινεζικής κυβέρνησης αναδημοσίευσε ορισμένα εξ αυτών στην ιστοσελίδα της.

Αναλυτές εκτιμούν ότι η εμφάνιση του Ρίτσαρντ Λι στο Πεκίνο, μέσω του επενδυτικού του ομίλου Pacific Century Group, πιθανότατα επιχειρεί να κατευνάσει τις εντάσεις που προκάλεσε η πώληση των λιμενικών εγκαταστάσεων. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Νότιας Καρολίνας και ειδικός σε θέματα Κίνας, Φρανκ Τιάν Σιε, δήλωσε: «Η απόφαση του Λι Κα-σινγκ ήταν καθαρά επιχειρηματική και δεν είχε πιθανώς προηγηθεί επικοινωνία με την κινεζική κυβέρνηση. Το Πεκίνο αντέδρασε έντονα γιατί θεωρεί τέτοιες επενδύσεις στρατηγικής σημασίας και τις προσεγγίζει υπό το παραδοσιακό δόγμα ‘όλος ο κόσμος ανήκει στον αυτοκράτορα’».

Η διαμάχη αυτή αναδεικνύει και βαθύτερα ζητήματα σχετικά με την πολιτική «μία χώρα, δύο συστήματα» που υποσχέθηκε το καθεστώς του Πεκίνου μετά την επιστροφή του Χονγκ Κονγκ στην κινεζική κυριαρχία το 1997, αλλά έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια σε αυξανόμενες ανησυχίες σχετικά με τον αυξανόμενο έλεγχο του Πεκίνου και την αποδυνάμωση της αυτονομίας της πόλης.

Ο καθηγητής Σιε θεωρεί πάντως ότι το Πεκίνο δεν θα μπορέσει να ανατρέψει την απόφαση για την πώληση, καθώς αυτή φαίνεται άμεσα συνδεδεμένη με τις βλέψεις των ΗΠΑ, και ειδικότερα της κυβέρνησης του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, που επιθυμούν να επανακτήσουν τον έλεγχο της Διώρυγας του Παναμά.

«Η απόφαση του Λι Κα-σινγκ σημαίνει, ουσιαστικά, ότι είτε θα πουλήσει τα λιμάνια και θα ανακτήσει χρήματα είτε, αν αρνηθεί να πουλήσει, μπορεί εν τέλει να χάσει τα πάντα», συμπλήρωσε ο Σιε.

Η πώληση των λιμανιών και οι εξελίξεις που ακολούθησαν αναμένεται να έχουν ευρύτερες συνέπειες σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Η οικονομική στρατηγική του Πεκίνου, καθώς και οι σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ, βρίσκονται και πάλι στο επίκεντρο έντονης παγκόσμιας προσοχής, ενώ η έκβαση της υπόθεσης θα έχει καθοριστική σημασία για το μέλλον των κινεζικών επενδύσεων στον δυτικό ημισφαίριο.

Η κινεζική επένδυση στον ΑΔΜΗΕ: Πώς η State Grid απέκτησε το 24% των μετοχών

Το 2016, η ΔΕΗ αποφάσισε να πουλήσει το 24% των μετοχών του ΑΔΜΗΕ (Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας), με στόχο την είσοδο στρατηγικού επενδυτή και την ενίσχυση της ρευστότητά της. Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος, Μάνος Μανουσάκης, ο οποίος ανέλαβε τα ηνία του ΑΔΜΗΕ το 2017, έχει στραφεί σε μία πολύ δυναμική επενδυτική στρατηγική.

Η κινεζική εταιρεία State Grid International Development (SGID) αναδείχθηκε πλειοδότης, προσφέροντας 320 εκατομμύρια ευρώ για το μερίδιο αυτό. Η συμμετοχή της κινεζικής SGID στον ΑΔΜΗΕ ενισχύει τη συνεργασία των δύο χωρών στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, με επενδύσεις σε διασυνδέσεις και δίκτυα μεταφοράς.

Η SGID είναι θυγατρική της State Grid Corporation of China, μίας από τις μεγαλύτερες εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας παγκοσμίως, με παρουσία σε πολλές χώρες.

Ο τέως πρόεδρος της State Corporation of China, Σου Γινμπάο, έχει χαρακτηρίσει το ελληνικό δίκτυο ως κομβικό δίκτυο διασύνδεσης Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής.

Η είσοδος της SGID ως στρατηγικού επενδυτή στον ΑΔΜΗΕ είχε ως στόχο την ενίσχυση της τεχνογνωσίας και της χρηματοοικονομικής θέσης του διαχειριστή, με σκοπό να συμβάλει στην αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

Η συμφωνία αυτή αποτέλεσε μέρος της ευρύτερης στρατηγικής της Ελλάδας για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και την ενίσχυση των υποδομών της χώρας στον τομέα της ενέργειας.

Τον Νοέμβριο του 2024, υπεγράφη και άλλη συμφωνία για την πώληση του 20% των μετοχών της θυγατρικής εταιρείας του ΑΔΜΗΕ, Ariadne Interconnection, στη SGID.

Με αυτή την κίνηση ενισχύθηκε περαιτέρω η συνεργασία μεταξύ των δύο εταιρειών, με στόχο την υλοποίηση μεγάλων έργων, όπως η ηλεκτρική διασύνδεση Κρήτης-Αττικής.

Τη συμφωνία υπέγραψαν ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του διαχειριστή κος Μανούσος Μανουσάκης και ο νυν πρόεδρος της SGID κος Γιου Τζουν.

Η παρουσία κινεζικών συμφερόντων σε έναν τόσο κρίσιμο τομέα γεννά ερωτήματα για τη μακροπρόθεσμη επιρροή του Πεκίνου στην ελληνική ενεργειακή στρατηγική.

Η διείσδυση της Κίνας στην Ελλάδα: Από την ενέργεια στις υποδομές και το εμπόριο

Τα τελευταία χρόνια, η Κίνα έχει καταφέρει να εδραιώσει μία ισχυρή παρουσία στην Ελλάδα, επενδύοντας σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας, όπως η ενέργεια, οι υποδομές, η ναυτιλία και το εμπόριο. Η εξαγορά του 24% του ΑΔΜΗΕ από τη State Grid International Development Ltd αποτελεί μόνο ένα μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου επέκτασης της κινεζικής επιρροής στη χώρα.

Η κυριαρχία της Κίνας στο λιμάνι του Πειραιά

Ο εξέχων τομέας διείσδυσης της Κίνας στην Ελλάδα είναι η ναυτιλία. Το 2016, η κινεζική εταιρεία Cosco Shipping απέκτησε το 67% του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ), μετατρέποντας το λιμάνι σε έναν από τους βασικούς κόμβους του κινεζικού εμπορίου στην Ευρώπη. Η Cosco έχει επενδύσει για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών, ενώ η διακίνηση των εμπορευματοκιβωτίων έχει αυξηθεί κατά πολύ.

Ωστόσο, η εξαγορά του Πειραιά έχει προκαλέσει ανησυχίες στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, καθώς ενισχύει την εξάρτηση της Ελλάδας από την Κίνα και εγείρει ζητήματα εθνικής κυριαρχίας. Επιπλέον, έχουν υπάρξει αντιδράσεις από συνδικάτα και τοπικούς φορείς, που καταγγέλλουν επιδείνωση των συνθηκών εργασίας και περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Κινεζικές επενδύσεις σε υποδομές και τηλεπικοινωνίες

Η Κίνα έχει επενδύσει και σε άλλους τομείς υποδομών.

Η China State Construction Engineering Corporation (CSCEC), μία από τις μεγαλύτερες κατασκευαστικές εταιρίες παγκοσμίως, με παρουσία σε περισσότερες από 100 χώρες, έχει δείξει ενδιαφέρον για μεγάλα κατασκευαστικά έργα.

Επίσης, οι κινεζικές Huawei και ZTE έχουν διευρύνει την παρουσία τους στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, παρέχοντας εξοπλισμό 5G. Να αναφέρουμε ότι η Γερμανία έχει απαγορεύσει τη χρήση ορισμένων εξαρτημάτων που κατασκευάζονται από τους κινέζους προμηθευτές Huawei και ZTE στα δίκτυα 5G της Γερμανίας. Οι ΗΠΑ απαγόρευσαν επίσης τη Ηuawei και έθεσαν έκτακτους περιορισμούς στην πώληση ημιαγωγών στον κολοσσό των τηλεπικοινωνιών. Αναλυτές και ειδικοί λένε ότι αυτή είναι μία τάση που αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια, καθώς οι σχέσεις της Κίνας με τις ΗΠΑ ειδικά αλλά και με τη Δύση γενικότερα επιδεινώνονται σε όλα τα επίπεδα, από το εμπόριο και τα ανθρώπινα δικαιώματα μέχρι τη σύγκρουση της Ρωσίας με την Ουκρανία και το ζήτημα της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν.

Οι επενδύσεις αυτές ακολουθούν τη στρατηγική επέκτασης της κινεζικής επιρροής στην Ευρώπη μέσω της πρωτοβουλίας «Μία ζώνη, ένας δρόμος» (Belt and Road Initiative – BRI), στοχεύοντας σε βασικούς τομείς υποδομών που εξασφαλίζουν πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά.

Διατλαντική έρευνα από το German Marshal Fund έδειξε ότι πολλοί από τους Ευρωπαίους ερωτηθέντες υποστηρίζουν μία «σκληρότερη» προσέγγιση έναντι της Κίνας, με σχεδόν τους μισούς να τοποθετούν την Κίνα είτε στην κατηγορία του «ανταγωνιστή» ή του «αντιπάλου».

Αυτή η θεώρηση ήταν επικρατέστερη στη Σουηδία, τη Λιθουανία, την Πολωνία, την Ολλανδία και τη Γερμανία. «Νομίζω ότι το ρεύμα στην Ευρώπη έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια», υποστηρίζει ο Μάρτιν Χάλα, διευθυντής του Sinopsis, δεξαμενής σκέψης με έδρα την Πράγα που ακολουθεί την Κίνα.

Το μεγάλο ερώτημα: οφέλη ή εξάρτηση;

Η κινεζική παρουσία στην Ελλάδα έχει ενισχύσει τη στρατηγική θέση της χώρας στο παγκόσμιο εμπόριο. Παρόλα αυτά, η αυξανόμενη επιρροή του Πεκίνου εγείρει ανησυχίες για τη διαφάνεια, την πολιτική εξάρτηση και την εθνική ασφάλεια.

Η Ελλάδα, ως πύλη προς την Ευρώπη, έχει εξελιχθεί σε σημαντικό κρίκο του κινεζικού οικονομικού σχεδιασμού, με το Πεκίνο να διαμορφώνει πλέον ενεργά τους όρους του εμπορίου, των επενδύσεων και των στρατηγικών συνεργασιών στη χώρα.

Αν και οι κινεζικές επενδύσεις έχουν τονώσει κάποιους τομείς, τίθενται ερωτήματα για τη μακροπρόθεσμη επιρροή τους, και το κατά πόσο μπορεί να είναι η Ελλάδα ανεξάρτητη όταν ζωτικοί τομείς της οικονομίας της εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από κινεζικά κεφάλαια και συμφέροντα. Με την Κίνα να εδραιώνει συνεχώς τη θέση της σε βασικές ελληνικές υποδομές, η επιρροή της στην οικονομική και πολιτική σκηνή της χώρας γίνεται ολοένα και πιο αισθητή, θέτοντας το δίλημμα: πρόκειται για μία ευκαιρία ανάπτυξης ή για μία νέα μορφή εξάρτησης;

Το ICE συλλαμβάνει Κινέζο υπήκοο που καταδικάστηκε για παράνομη δράση ως ξένος πράκτορας

Ένας Κινέζος υπήκοος που καταδικάστηκε για παράνομη δράση ως πράκτορας ξένης κυβέρνησης συνελήφθη από την Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνείων (ICE) των ΗΠΑ στις 24 Μαρτίου.

Η ICE Newark συνέλαβε τον Μινγκ Σι Τζανγκ στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ την Δευτέρα, ανέφερε το πρακτορείο σε ανακοίνωσή του. Παραμένει υπό κράτηση.
Αφού εισήλθε νόμιμα στην χώρα τον Ιούνιο του 2000 στο διεθνές αεροδρόμιο του Λος Άντζελες, ο Τζανγκ παραβίασε τους όρους διαμονής του. Καταδικάστηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο των ΗΠΑ για την Περιφέρεια του Νιου Τζέρσεϊ για παράνομη δράση ως πράκτορας ξένης κυβέρνησης χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση στον γενικό εισαγγελέα.

Στις 30 Απριλίου 2024 καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση με αναστολή.

«Οποιοσδήποτε παράνομος αλλοδαπός που διεξάγει δραστηριότητες που σχετίζονται με κατασκοπεία, δολιοφθορά ή έλεγχο των εξαγωγών κατά των Ηνωμένων Πολιτειών υπόκειται σε απέλαση», δήλωσε ο διευθυντής τμήματος του ICE στο Νιούαρκ, Τζον Τσούκαρης.

Η ανακοίνωση δεν ανέφερε εάν ο Τζανγκ είχε παραβιάσει τους όρους αναστολής του. Το ICE δεν απάντησε σε αίτημα για σχολιασμό μέχρι την ώρα της δημοσίευσης.

Υπό την κυβέρνηση Τραμπ, οι αξιωματικοί του ICE ήταν απασχολημένοι με τη διεξαγωγή επιχειρήσεων για την επιβολή του νόμου περί μετανάστευσης των ΗΠΑ σε ολόκληρη τη χώρα και την απέλαση παράνομων μεταναστών που θεωρούνται υψηλή προτεραιότητα για απέλαση λόγω των δεσμών τους με εγκληματικές δραστηριότητες.

Στις 24 Μαρτίου, η ICE είπε ότι είχε συλλάβει 370 «αλλοδαπούς παραβάτες» κατά τη διάρκεια καταστολής εγκληματικών δραστηριοτήτων στη Μασαχουσέτη μεταξύ 18 και 23 Μαρτίου.

Αυτές οι συλλήψεις ήταν μέρος μιας «ενισχυμένης στοχευμένης επιχείρησης επιβολής που επικεντρώνεται στο διεθνικό οργανωμένο έγκλημα, τις συμμορίες και τους παράνομους αλλοδαπούς παραβάτες σοβαρών εγκλημάτων», ανέφερε η υπηρεσία σε μια δήλωση.

Μεταξύ των οργανώσεων που στοχοποιούνται είναι οι συμμορίες Tren de Aragua, MS-13, Trinitarios και 18th Street. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ χαρακτήρισε την Tren de Aragua της Βενεζουέλας και την MS-13 με έδρα το Ελ Σαλβαδόρ ως τρομοκρατικές οργανώσεις τον περασμένο μήνα.

Οι ομοσπονδιακές αρχές συνέλαβαν 68 μέλη της Tren de Aragua την περασμένη εβδομάδα, σύμφωνα με έκθεση στις 21 ​​Μαρτίου του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ.

«Σε λιγότερο από 100 ημέρες, η κυβέρνηση Τραμπ συνέλαβε 394 μέλη της Tren De Aragua—μιας κακόβουλης συμμορίας που είναι γνωστή για την εμπορία ανθρώπων, τις απαγωγές, τη διακίνηση ναρκωτικών και άλλες αποτρόπαιες πράξεις που τρομοκρατούν τις αμερικανικές κοινότητες», έγραψε η υπηρεσία σε ανακοίνωσή της.

Η κυβέρνηση Τραμπ απήγγειλε κατηγορίες σε περισσότερους από 840 παράνομους μετανάστες για εγκλήματα που σχετίζονται με τη μετανάστευση μέσα σε μια εβδομάδα στο πλαίσιο της Επιχείρησης Take Back America, σύμφωνα με δήλωση του Υπουργείου Δικαιοσύνης στις 24 Μαρτίου.

«Είμαστε ευγνώμονες για τη σκληρή δουλειά των εισαγγελέων των συνόρων μας για την προσαγωγή αυτών των υποθέσεων και για να βοηθήσουμε να γίνουν ξανά ασφαλή τα σύνορά μας», ανέφερε σε ανακοίνωσή του το Υπουργείο Δικαιοσύνης.

Στις 17 Μαρτίου, το ICE συνέλαβε την Ζανέτ Βιζγκέρα, μια παράνομη μετανάστρια που είχε βρει καταφύγιο σε εκκλησίες κατά την πρώτη διοίκηση Τραμπ.

του Τζέικομπ Μπεργκ

Οι Naveen Anthrappully, Tom Ozimek και Zachary Stieber συνέβαλαν σε αυτό το άρθρο.

Το κινεζικό καθεστώς παραμένει ένας από τους χειρότερους καταπατητές της θρησκευτικής ελευθερίας

Η Επιτροπή των Ηνωμένων Πολιτειών για τη Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία (U.S. Commission on International Religious Freedom-USCIRF) ανέφερε στην ετήσια έκθεσή της για το 2025, που δημοσιεύθηκε στις 25 Μαρτίου, ότι το κομμουνιστικό καθεστώς της Κίνας συνεχίζει να εφαρμόζει την «διαβρωτική πολιτική της σινοποίησης» εις βάρος θρησκευτικών ομάδων. Σύμφωνα με την ανεξάρτητη ομοσπονδιακή επιτροπή, οι συνθήκες θρησκευτικής ελευθερίας στην Κίνα το 2024 παρέμειναν «μεταξύ των χειρότερων παγκοσμίως», καθώς το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) εξακολουθεί να επιβάλλει την ιδεολογική του ατζέντα σε κάθε πτυχή της θρησκευτικής ζωής.

Κατά την παρουσίαση της έκθεσης, αρκετοί νομοθέτες εξέφρασαν τις ανησυχίες τους, μεταξύ αυτών και ο Τζον Μούλεναρ (R-Mich.), πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής για το ΚΚΚ. Ο ίδιος δήλωσε ότι η πολιτική σινοποίησης της θρησκείας από το Πεκίνο συνιστά μια ολομέτωπη επίθεση στην πίστη και στους πολίτες που επιλέγουν να πιστεύουν σε κάτι ανώτερο από τον κομμουνισμό.

Η έκθεση αναφέρει ότι το ΚΚΚ επιδίδεται επί δεκαετίες σε διώξεις κατά των θρησκευτικών κοινοτήτων, ενώ καταγράφει εγκλήματα όπως η γενοκτονία των Ουιγούρων, οι στρατόπεδα εγκλεισμού, η καταστροφή τζαμιών και η υποχρεωτική στείρωση γυναικών. Γίνεται επίσης αναφορά στην αλλοίωση ιερών κειμένων, συμπεριλαμβανομένης της Βίβλου, με στόχο – σύμφωνα με την έκθεση – τη διαστρέβλωση των θρησκευτικών διδαχών σε κομμουνιστική προπαγάνδα.

Το κινεζικό καθεστώς διεξάγει πόλεμο κατά της πίστης για περισσότερα από 100 χρόνια, με τους διαδοχικούς ηγέτες του Κόμματος να έχουν ξεκινήσει τη μία εκστρατεία μετά την άλλη για την καταστολή και τον έλεγχο των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Κίνα.

Η USCIRF επισημαίνει ότι οι κινεζικές αρχές στοχεύουν συγκεκριμένες θρησκευτικές ομάδες, όπως τους μουσουλμάνους Ουιγούρους, τους Χούι, τους Θιβετιανούς βουδιστές, τους Χριστιανούς και τους ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ. Αναφέρει επίσης ότι το καθεστώς χρησιμοποιεί τεχνολογίες μαζικής παρακολούθησης, όπως τεχνητή νοημοσύνη, αναγνώριση προσώπου και φωνής, για να επιτηρεί αυτές τις ομάδες.

Υποθέσεις διώξεων

Στην έκθεση κατονομάζονται άτομα που υπέστησαν διώξεις, μεταξύ αυτών ο προτεστάντης πάστορας Καν Σιαογιόνγκ, ο οποίος καταδικάστηκε σε 14 χρόνια φυλάκισης τον Ιανουάριο του 2024 με κατηγορίες που, σύμφωνα με την USCIRF, στερούνται βάσης.

Ένα ακόμη παράδειγμα είναι η υπόθεση της Σου Να, ασκούμενης του Φάλουν Γκονγκ, η οποία καταδικάστηκε το 2022 σε οκταετή κάθειρξη. Η Σου ήταν μία από τους 11 ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ που φυλακίστηκαν επειδή παρείχαν πληροφορίες στην Epoch Times σχετικά με την αρχική διαχείριση της πανδημίας COVID-19 από την Κίνα.

Το Φάλουν Γκονγκ, γνωστό και ως Φάλουν Ντάφα, αποτελεί παραδοσιακή πνευματική πρακτική που περιλαμβάνει διαλογιστικές ασκήσεις και ηθικές διδασκαλίες βασισμένες στις αρχές της αλήθειας, της καλοσύνης και της ανεκτικότητας. Το 1999, το ΚΚΚ αποφάσισε να εξαλείψει την πρακτική, καθώς ο αριθμός των ασκούμενων είχε ξεπεράσει τα μέλη του Κόμματος, φτάνοντας τα 70 εκατομμύρια, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις.

Η καταστολή συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με εκατομμύρια άτομα να κρατούνται σε φυλακές, στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και άλλες εγκαταστάσεις, ενώ πολλές χιλιάδες έχουν βασανιστεί ή εκτελεστεί, σύμφωνα με το Κέντρο Πληροφόρησης για το Φάλουν Ντάφα.

Συλλήψεις κατασκόπων

Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης περιπτώσεις ατόμων που συνελήφθησαν στις Ηνωμένες Πολιτείες για συνεργασία με το κινεζικό καθεστώς. Ο μηχανικός Λι Πινγκ, πολιτογραφημένος Αμερικανός πολίτης, καταδικάστηκε τον Νοέμβριο σε τέσσερα χρόνια φυλάκισης για κατασκοπεία υπέρ της Κίνας, μεταφέροντας πληροφορίες για αντιφρονούντες στις κινεζικές αρχές.

Σε ξεχωριστή υπόθεση, ο Τζον Τσεν καταδικάστηκε σε 20 μήνες φυλάκισης επειδή επιχείρησε να επηρεάσει την Εφορία των ΗΠΑ (IRS) ώστε να αφαιρέσει το μη κερδοσκοπικό καθεστώς του καλλιτεχνικού οργανισμού Shen Yun Performing Arts, που προβάλλει την παραδοσιακή κινεζική κουλτούρα πριν την άνοδο του ΚΚΚ στην εξουσία. Ο συνεργός του Λιν Φενγκ καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 16 μηνών αρκετούς μήνες νωρίτερα.

Η έκθεση επεσήμανε επίσης την υπόθεση κατά της Λίντα Σουν, πρώην αναπληρώτριας προσωπάρχη της κυβερνήτη της Νέας Υόρκης Κάθι Χόχουλ, για φερόμενη κατασκοπεία υπέρ της Κίνας. Η Σουν φέρεται να «εμπόδισε τον κυβερνήτη της Νέας Υόρκης να ασχοληθεί δημοσίως με τη μαζική φυλάκιση των Ουιγούρων στην Κίνα με βάση τα στοιχεία ενός Κινέζου κυβερνητικού αξιωματούχου», ανέφερε η έκθεση.

Σχόλια

Ο Γερουσιαστής Τζέιμς Λάνκφορντ (R-Okla.), μέλος της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας, δήλωσε στην Epoch Times κατά τη διάρκεια εκδήλωσης ότι θα συνεχίσει να εκφράζεται ανοιχτά υπέρ της σημασίας της θρησκευτικής ελευθερίας. Τόνισε ότι έχει τοποθετηθεί επανειλημμένα επί του ζητήματος και θα συνεχίσει να το κάνει, καθώς η Κίνα εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, πως οι Ουιγούροι είναι ικανοποιημένοι και ότι κανείς δεν διώκεται. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι ψευδείς.

Υπογράμμισε επίσης ότι η δυνατότητα των ατόμων να έχουν, να αλλάζουν ή να επιλέγουν την πίστη τους θα πρέπει να θεωρείται θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για άτομα στο Θιβέτ, Ουιγούρους ή άλλες κοινότητες.

Ο Βουλευτής Μπραντ Σέρμαν (D-Calif.), μέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων, επεσήμανε ότι η αντιμετώπιση της καταπίεσης από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας είναι ζήτημα μεγάλης σημασίας. Ανέφερε ότι θα ήθελε να είχε επισημάνει το γεγονός ότι οι Ουιγούροι, όπως και πολλές άλλες θρησκευτικές ομάδες στην Κίνα, υφίστανται καταπίεση.

Προτάσεις

Η έκθεση περιλαμβάνει αρκετές συστάσεις προς την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, μεταξύ των οποίων η εκ νέου κατάταξη της Κίνας ως «χώρας ιδιαίτερης ανησυχίας» βάσει του Νόμου για τη Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία (International Religious Freedom Act-IRFA) του 1998. Μια άλλη πρόταση αφορά τη συνεργασία με διεθνείς εταίρους για την επιβολή κυρώσεων σε Κινέζους αξιωματούχους και οντότητες που παραβιάζουν τη θρησκευτική ελευθερία.

Επιπλέον, η έκθεση προτείνει στο Κογκρέσο να εξετάσει τη θέσπιση νομοθεσίας που θα αυστηροποιεί τους περιορισμούς στη χρήση τεχνολογιών από την Κίνα, εφόσον αυτές συμβάλλουν σε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παράλληλα, εισηγείται την απαγόρευση πληρωμένων λόμπι από εκπροσώπους κινεζικών οντοτήτων που υπονομεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς και την ανάδειξη των ανησυχιών για τη θρησκευτική ελευθερία στην Κίνα μέσω επισκέψεων αντιπροσωπειών, συναντήσεων και ακροάσεων.

Ο αντιπρόεδρος της USCIRF, Μέιρ Σολοβέιτσικ, δήλωσε ότι, παρά τις αυξανόμενες απειλές κατά της ελευθερίας της θρησκείας ή των πεποιθήσεων, υπάρχει πραγματική ευκαιρία να αποτραπεί οποιαδήποτε οπισθοχώρηση αυτού του θεμελιώδους δικαιώματος και, εφόσον υπάρξει η απαραίτητη ενέργεια και αποφασιστικότητα, να προωθηθεί περαιτέρω. Υπογράμμισε ότι η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί σαφή προτεραιότητα των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο πρόεδρος της USCIRF, Στίβεν Σνέκ, τόνισε ότι η αμερικανική κυβέρνηση οφείλει να συνεχίσει να αντιστέκεται σθεναρά απέναντι στις απειλές κατά του παγκόσμιου δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας.

Των Frank Fang και Eva Fu

Το κινεζικό καθεστώς εντείνει τον έλεγχο στις ραδιοεπικοινωνίες

Το κομμουνιστικό καθεστώς της Κίνας επιχειρεί να ενισχύσει τον έλεγχο στον εξοπλισμό ραδιοεπικοινωνιών, μετά από χρόνια καταστολής της ελευθερίας του διαδικτύου.

Στις 23 Μαρτίου, το υπουργείο Κρατικής Ασφαλείας της Κίνας δημοσίευσε ανακοίνωση στον επίσημο λογαριασμό του στο WeChat, προειδοποιώντας για την υποτιθέμενη απειλή που θέτουν τα ραδιοκύματα, τα οποία μπορούν να μεταδώσουν μεγάλες ποσότητες πληροφοριών.

Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι ορισμένοι ραδιοερασιτέχνες αντιμετωπίζουν τον ξένο ραδιοεξοπλισμό ως «καινούργια παιχνίδια» και τον προμηθεύονται παράνομα, γεγονός που φέρεται να αποτελεί κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια. Δίνεται έμφαση στην ανάγκη «προστασίας από διασυνοριακά ραδιοκύματα» και αποτροπής της παράνομης χρήσης τους.

Το υπουργείο παρουσίασε δύο περιπτώσεις χρήσης ραδιοεξοπλισμού για «υποκλοπή πληροφοριών». Στην πρώτη περίπτωση, ένας ραδιοερασιτέχνης με το επώνυμο Τσενγκ τιμωρήθηκε επειδή εγκατέστησε ύποπτο εξοπλισμό κοντά σε στρατιωτικό λιμάνι και «συλλέγει συνεχώς ευαίσθητα σήματα». Στη δεύτερη, ένας άνδρας με το επώνυμο Τζανγκ συνελήφθη επειδή είχε δημιουργήσει παράνομα ραδιοφωνικό σταθμό και κατηγορήθηκε για «εκτέλεση εντολών από ξένες δυνάμεις για τη διάδοση ψευδών πληροφοριών».

Αναλυτές εκτιμούν ότι η νέα αυτή κίνηση δείχνει την ανησυχία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ) για την επίδραση των ραδιοεπικοινωνιών, καθώς και ότι η προσπάθειά του να ελέγξει τα ραδιοκύματα δεν θα είναι αποτελεσματική.

Ο Σεν Μινγκ Σι, διευθυντής του Τμήματος Έρευνας Εθνικής Ασφάλειας στο Ινστιτούτο Έρευνας Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας της Ταϊβάν, δήλωσε στην Epoch Times ότι το ραδιόφωνο αποτελεί τον τελευταίο τομέα που είναι δύσκολο για το ΚΚΚ να ελέγξει, δεδομένου ότι έχει ήδη επιβάλει εκτεταμένα μέτρα λογοκρισίας στο διαδίκτυο.

Ο ίδιος εξήγησε ότι υπάρχουν δύο είδη ραδιοσταθμών: οι μικρής εμβέλειας, των οποίων τα σήματα μπορούν να παρακολουθηθούν μόνο μέσω βραχέων κυμάτων, και οι μακρινής εμβέλειας, που μεταδίδονται μέσω μεγαλύτερων μηκών κύματος. Τόνισε ότι ειδικά οι εκπομπές μεγάλης εμβέλειας μπορούν να μεταδοθούν διεθνώς, γεγονός που θεωρείται απειλή από το ΚΚΚ, καθώς δυσκολεύεται να ελέγξει τη ροή πληροφοριών μεταξύ των πολιτών.

Ο Σεν πρόσθεσε ότι η προειδοποίηση του υπουργείου δείχνει πως το ΚΚΚ βρίσκεται πλέον σε κατάσταση πανικού. Σύμφωνα με τον ίδιο, το καθεστώς φοβάται ότι οι πολίτες θα χρησιμοποιήσουν τα ραδιοκύματα για να επικοινωνούν μεταξύ τους και να συντονίζουν κοινές ενέργειες εναντίον του. Παράλληλα, υπάρχει ο φόβος ότι σημαντικές πληροφορίες του κόμματος θα διαρρεύσουν στο εξωτερικό, επιτρέποντας σε άλλες χώρες να αξιολογήσουν την πραγματική ισχύ και τις στρατιωτικές κινήσεις του.

Ο Σου Τζι-γιουν, ερευνητής και διευθυντής του Τμήματος Στρατηγικής Άμυνας και Πόρων στο ίδιο ινστιτούτο, επισήμανε ότι το βασικό ζήτημα στην ανακοίνωση του υπουργείου είναι η ελευθερία του λόγου. Όπως εξήγησε, αν οι πολίτες μεταδίδουν σήματα μέσω ραδιοεξοπλισμού, οι αρχές μπορούν να τα παρακολουθήσουν, αλλά εάν εγκαταστήσουν κεραίες λήψης μόνο για να λαμβάνουν σήματα, τότε δεν μπορούν να εντοπιστούν.

Ο Σου σημείωσε ότι οι Κινέζοι που τοποθετούν κεραίες λήψης μπορούν να ακούσουν σήματα από το εξωτερικό, όπως το «Voice of Hope», ραδιοφωνικούς σταθμούς της Ταϊβάν ή άλλες διεθνείς εκπομπές, και έτσι να έχουν πρόσβαση σε κοινωνικές πληροφορίες που καταστέλλονται από το ΚΚΚ. Με αυτόν τον τρόπο, περισσότεροι άνθρωποι στην Κίνα μπορούν να ενημερωθούν για την πραγματική κατάσταση.

Επιπλέον, ο Σεν ανέφερε ότι ο ραδιοεξοπλισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη λήψη σημάτων από στρατιωτικές ή αστυνομικές επικοινωνίες του ΚΚΚ, οι οποίες στη συνέχεια μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν.

Ο Λι Γιουανχούα, ιστορικός της Κίνας που ζει στην Αυστραλία και πρώην αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Capital Normal στο Πεκίνο, επεσήμανε ότι το ΚΚΚ ανησυχεί μήπως οι πολίτες μάθουν την αλήθεια μέσω των ραδιοεπικοινωνιών. Όπως ανέφερε, το κόμμα έχει ήδη σχεδιάσει να διακόψει την πρόσβαση στο διαδίκτυο εάν το κρίνει απαραίτητο, ωστόσο τα ραδιοκύματα μπορούν να αξιοποιηθούν από όλους.

«Δεν χρειάζεται να παρακάμψεις το μπλοκάρισμα του διαδικτύου, αρκεί να έχεις μια απλή συσκευή λήψης», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Με τη συμβολή των Luo Ya και Ning Haizhong

Τριγμοί στο Πεκίνο: Φήμες για συλλήψεις ανώτατων στρατιωτικών στελεχών προκαλούν διεθνή ανησυχία

Διεθνή ανησυχία αλλά και έντονη φημολογία για σοβαρή πολιτική κρίση στο ανώτατο επίπεδο της ηγεσίας του κινεζικού καθεστώτος έχει προκαλέσει τις τελευταίες ημέρες η είδηση περί συλλήψεων κορυφαίων αξιωματικών του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΛΑΣ), μεταξύ των οποίων φέρεται και ο στρατηγός Χε Γουεϊντόνγκ, τρίτος στην ιεραρχία της στρατιωτικής διοίκησης.

Σύμφωνα με αξιόπιστες μαρτυρίες και αναλύσεις ειδικών, η εκκαθάριση εστιάζεται σε υψηλόβαθμα στελέχη από την αποκαλούμενη «κλίκα της Φουτζιάν», μια ισχυρή πολιτικοστρατιωτική ομάδα με στενούς ιστορικούς δεσμούς με τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ. Το γεγονός αυτό δημιουργεί σύγχυση σχετικά με την πηγή αυτών των συλλήψεων, με αναλυτές να διχάζονται για το αν ο ίδιος ο Σι προχωρά στην εξουδετέρωση πιθανών αντιπάλων ή αν πολιτικοί του αντίπαλοι έχουν το πάνω χέρι.

Ο Χε, δεύτερος αντιπρόεδρος της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής της Κίνας (ΚΣΕ) και ανώτερο μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚ Κίνας, δεν έχει εμφανιστεί δημοσίως από τις 11 Μαρτίου. Η εξαφάνισή του έχει συνδεθεί με τη φερόμενη σύλληψή του, η οποία επιβεβαιώθηκε από τουλάχιστον τρεις διαφορετικές πηγές, σύμφωνα με τον πρώην Κινέζο ερευνητικό δημοσιογράφο Τζάο Λαντζιάν, ο οποίος ζει πλέον στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Τζάο πρόσθεσε ότι ο στρατηγός μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό νοσοκομείο «301» στο Πεκίνο μετά από καρδιακή προσβολή που υπέστη κατά τη σύλληψή του. Μάλιστα, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η Κεντρική Στρατιωτική Επιτροπή ήδη εξετάζει ομιλίες, έγγραφα καθώς και φωτογραφικό υλικό του Χε, σε μια προσπάθεια εξάλειψης της επιρροής του.

Επιπλέον, πληροφορίες αναφέρουν ότι, εκτός από τον στρατηγό Χε, ανάμεσα στους συλληφθέντες βρίσκεται και ο Λιν Σιανγκγιάνγκ, διοικητής της Ανατολικής Διοίκησης του ΛΑΣ, για διαρροή απόρρητων πληροφοριών σχετικά με πολεμικά σενάρια στο Στενό της Ταϊβάν. Άλλοι στρατιωτικοί αξιωματούχοι από τη Φουτζιάν επίσης φέρονται να έχουν τεθεί υπό έρευνα, δημιουργώντας εικόνα γενικευμένης αναταραχής στο υψηλότερο επίπεδο της στρατιωτικής διοίκησης της Κίνας.

«Το γεγονός ότι τέτοιες φήμες κυκλοφορούν ευρέως δείχνει πως υπάρχουν κέντρα που προσπαθούν να αποσταθεροποιήσουν τον Κινέζο ηγέτη», προειδοποίησε ο γνωστός αναλυτής Γκόρντον Τσανγκ, τονίζοντας ότι η πολιτική αστάθεια στο εσωτερικό του ΚΚ Κίνας αποτελεί «μία από τις πλέον επικίνδυνες εξελίξεις της εποχής μας».

Η εσωκομματική και στρατιωτική εκκαθάριση έχει ενταθεί την τελευταία δεκαετία, υπό την ηγεσία του Σι Τζινπίνγκ με την εκστρατεία κατά της διαφθοράς. Πρόσφατη αμερικανική έκθεση αναφέρει πως περίπου 5 εκατομμύρια κρατικοί και κομματικοί αξιωματούχοι βρέθηκαν κατηγορούμενοι για διαφθορά μέσα σε μία δεκαετία. Ωστόσο, ειδικοί επισημαίνουν ότι περισσότερο κρύβεται μια προσπάθεια του Σι να επιβάλει απόλυτο έλεγχο στην ηγεσία του κόμματος και των ενόπλων δυνάμεων, με στόχο τη διασφάλιση της εξουσίας του.

Οι επιπτώσεις τέτοιων αναταραχών ξεπερνούν τα στενά κομματικά όρια. Αν ένας ηγέτης όπως ο Σι Τζινπίνγκ νιώσει την εξουσία του να απειλείται σοβαρά, πιθανώς θα μπορούσε να προβεί σε απρόβλεπτες ενέργειες, όπως μια επίθεση εναντίον της Ταϊβάν προκειμένου να «αλλάξει την ατζέντα», προειδοποιεί ο αναλυτής Κάι Σενκούν.

Πάντως, ο Σεν Μινγκ-σι, συνεργάτης ερευνητής στο Ινστιτούτο Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας της Ταϊβάν, εκτιμά πως η εσωτερική αναταραχή στον ΛΑΣ μπορεί τελικά να καταστήσει αδύνατη μια στρατιωτική επιχείρηση κατά της Ταϊβάν στο εγγύς μέλλον.

Προς το παρόν, η κινεζική κυβέρνηση διατηρεί σιγή ιχθύος απέναντι στις φήμες αυτές, μην έχοντας προχωρήσει σε καμία επίσημη δήλωση ή διάψευση.

Οι εξελίξεις στην Κίνα θα παραμείνουν το επόμενο διάστημα στο επίκεντρο της προσοχής τόσο για τις περιφερειακές όσο και για τις παγκόσμιες ισορροπίες ισχύος, με τη διεθνή κοινότητα σε αυξημένη επιφυλακή μπροστά στην προοπτική ευρύτερης αποσταθεροποίησης ή στρατιωτικής έντασης στη Νοτιοανατολική Ασία.

Συναγερμός στις ΗΠΑ για την εκμετάλλευση ορυκτών από την Κίνα στην Αφρική

Σε συναγερμό βρίσκονται οι Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς ειδικοί καταθέτοντας στο Κογκρέσο επεσήμαναν ότι η εντεινόμενη εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων της Αφρικής από την Κίνα απειλεί άμεσα την αμερικανική οικονομία, θέτει σε κίνδυνο τις εφοδιαστικές αλυσίδες και πλήττει την εθνική ασφάλεια της χώρας.

Σε συνεδρίαση της Υποεπιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων με θέμα «Μέταλλα, ορυκτά και εξορύξεις: Πώς το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας τροφοδοτεί συγκρούσεις και εκμετάλλευση στην Αφρική», κορυφαίοι αναλυτές υπέδειξαν συγκεκριμένους κινδύνους για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους.

Όπως χαρακτηριστικά τόνισε ο ειδικός σε θέματα ασφάλειας και ορυκτών του Ατλαντικού Συμβουλίου, Τζόζεφ Νγκουράμο, «το κινεζικό μοντέλο βασίζεται στην εκμετάλλευση των πόρων της Αφρικής προκαλώντας πολιτική και κοινωνική αποσταθεροποίηση προς όφελος του Πεκίνου». Σύμφωνα με τον ίδιο, το Πεκίνο υποστηρίζει διεφθαρμένα καθεστώτα και ελίτ που πλουτίζουν εις βάρος του τοπικού πληθυσμού. Τέτοια μοντέλα διακυβέρνησης, σύμφωνα με τον Νγκουράμο, έχουν ήδη οδηγήσει σε πολεμικές συγκρούσεις σε χώρες όπως το Σουδάν και η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.

Η επιρροή της Κίνας στον μεταλλευτικό τομέα της Αφρικής είναι σχεδόν απόλυτη. Η περιοχή διαθέτει πάνω από το 40% των παγκοσμίων αποθεμάτων ορυκτών, απαραίτητων για σύγχρονες τεχνολογίες, συμπεριλαμβανομένων του κοβαλτίου, του τανταλίου και του λιθίου. Ο Νγκουράμο υπογράμμισε ότι η εξάρτηση των δυτικών χωρών από την Κίνα στον τομέα αυτό εγκυμονεί πολλαπλούς κινδύνους, από οικονομικούς έως και στρατιωτικούς, καθώς τα ορυκτά αυτά είναι αναγκαία και για προηγμένα οπλικά συστήματα.

Έγκλημα και διαφθορά στα ορυχεία της Αφρικής

Το μέγεθος των προβλημάτων κατέδειξε η κατάθεση του αναλυτή Σάσα Λέζνεφ από τον οργανισμό The Sentry, ο οποίος ανέφερε ότι σχεδόν οι μισές από τις μεγαλύτερες κινεζικές επενδύσεις στον τομέα εξορύξεων έχουν γίνει στην υποσαχάρια Αφρική, όπου παρατηρούνται «σοβαρά προβλήματα διαφθοράς». Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι στο Κονγκό η Κίνα έκλεισε συμφωνία ύψους 6,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, τη στιγμή που διαπιστώθηκε ότι η εταιρεία-κέλυφος CCC έδωσε μεγάλα χρηματικά ποσά ως δωροδοκίες σε κυβερνητικά στελέχη.

Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι και η καταγγελία περί συστηματικής παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Νγκουράμο ανέφερε ότι δεκάδες χιλιάδες παιδιά εργάζονται στην εξόρυξη ορυκτών στην Αφρική υπό απάνθρωπες συνθήκες, εκτεθειμένα σε τοξικές ουσίες, συχνά χωρίς καν στοιχειώδη εξοπλισμό προστασίας. Ανέφερε ακόμη, επικαλούμενος τη Διεθνή Αμνηστία, ότι πολλές κινεζικές εταιρείες στην περιοχή εμπλέκονται στο εμπόριο «χρυσού συγκρούσεων», χρηματοδοτώντας ένοπλες ομάδες.

Η στρατηγική σημασία του χρυσού για την Κίνα

Ο ειδικός αναλυτής Τιερί Ντονγκάλα ανέφερε στην κατάθεσή του ότι η Κίνα αγοράζει ποσότητες-ρεκόρ χρυσού από την Αφρική και άλλες περιοχές, πιθανόν για να δημιουργήσει ένα νέο ανταγωνιστικό νόμισμα στο δολάριο, ενισχύοντας τη θέση της στην παγκόσμια αγορά. Πρότεινε μάλιστα οι ΗΠΑ να προχωρήσουν σε έκδοση ειδικών αδειών εμπορίας ορυκτών ώστε να περιοριστεί η παράνομη αγορά που ελέγχεται σήμερα από κινεζικά συμφέροντα.

Αντίδραση των ΗΠΑ: Προτάσεις και προβληματισμός

Κατά την κατάθεση, ο Λέζνεφ κάλεσε την κυβέρνηση Τραμπ και τον υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο σε εντονότερη δράση, προτείνοντας τη δημιουργία μιας ειδικής διεθνούς πρωτοβουλίας που θα στοχεύει στον περιορισμό του παράνομου εμπορίου χρυσού και τη θέσπιση αυστηρότερων κυρώσεων εναντίον εταιρειών και ατόμων που συμμετέχουν σε διαφθορά και εμπορία «ορυκτών συγκρούσεων».

Οι ειδικοί επεσήμαναν τέλος ότι, παρά την κινεζική υπεροχή στον κλάδο, η Αμερική εξακολουθεί να διαθέτει μεγάλη ισχύ, καθώς οι κινεζικές εταιρείες χρειάζονται πρόσβαση στις αμερικανικές αγορές. Όπως κατέληξε ο Νγκουράμο, «εάν οι ΗΠΑ δεν δράσουν εγκαίρως, το κενό ηγεσίας στην Αφρική και διεθνώς θα το καλύψουν αυταρχικά καθεστώτα, επηρεάζοντας δυσμενώς τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα».

Οι επόμενες κινήσεις που θα αναλάβουν οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούνται καθοριστικές για τη διαμόρφωση νέων ισορροπιών στην παγκόσμια αγορά ασφαλούς εφοδιασμού και στρατηγικών πρώτων υλών.