Πέμπτη, 27 Νοέ, 2025

Χονγκ Κονγκ: Τουλάχιστον 36 νεκροί και εκατοντάδες αγνοούμενοι μετά την πυρκαγιά σε συγκρότημα κατοικιών

Τριάντα έξι άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους και η τύχη τουλάχιστον 279 άλλων αγνοείται μετά τη μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε σήμερα σε συγκρότημα κατοικιών στο Χονγκ Κονγκ, σύμφωνα με νεότερο απολογισμό που έδωσε στη δημοσιότητα ο κυβερνήτης Τζον Λι.

«Μέχρι στιγμής, αυτή η πυρκαγιά έχει στοιχίσει τη ζωή σε 36 ανθρώπους κι άλλοι 279 εξακολουθούν να αγνοούνται», είπε ο Λι σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε. Ο κυβερνήτης του Χονγκ Κονγκ συμπλήρωσε πως «29 άνθρωποι νοσηλεύονται», εκ των οποίων επτά βρίσκονται «σε κρίσιμη κατάσταση».

Ο κινέζος πρόεδρος Σι Τζίνπινγκ ζήτησε από τις αρχές του Χονγκ Κονγκ να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την κατάσβεση της πυρκαγιάς, η οποία εξαπλώθηκε σε επτά από τα οκτώ πολυώροφα κτίρια του συγκροτήματος Wang Fuk Court που αριθμεί σχεδόν 2.000 διαμερίσματα.

Περισσότεροι από 800 πυροσβέστες με 140 οχήματα συμμετέχουν στην επιχείρηση κατάσβεσης της μεγάλης πυρκαγιάς στη συνοικία Τάι Πο, στο βόρειο τμήμα του Χονγκ Κονγκ.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Τραμπ: «Δεν υπάρχει συγκεκριμένη προθεσμία για ειρηνευτική συμφωνία Ρωσίας-Ουκρανίας»

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε στις 25 Νοεμβρίου ότι δεν υπάρχει αυστηρή προθεσμία για την επίτευξη ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, προσθέτοντας ότι «η προθεσμία είναι όταν τελειώσει».

Μιλώντας σε δημοσιογράφους εν πτήσει στο Air Force One, καθώς ταξίδευε προς τη Φλόριντα για την Ημέρα των Ευχαριστιών, ο Τραμπ ανέφερε ότι οι Αμερικανοί διαπραγματευτές σημειώνουν πρόοδο με τα δύο μέρη και ότι ο ειδικός απεσταλμένος για την ειρηνευτική αποστολή, Στιβ Γουίτκοφ, θα μεταβεί σύντομα στη Μόσχα, ενδεχομένως την επόμενη εβδομάδα.

Ερωτηθείς αν υπάρχει νέα προθεσμία για μια συμφωνία, μετά την προηγούμενη ένδειξή του πως στόχευε στην Ημέρα των Ευχαριστιών, ο Τραμπ απάντησε: «Δεν έχω προθεσμία. Ξέρετε ποια είναι η προθεσμία για μένα; Όταν τελειώσει. Νομίζω ότι όλοι έχουν κουραστεί από τον πόλεμο αυτή τη στιγμή».

Νωρίτερα, ο Τραμπ είχε υποδείξει την 27η Νοεμβρίου ως πιθανή ημερομηνία για να επιτευχθεί συμφωνία με σκοπό τον τερματισμό του πολέμου, λέγοντας: «Έχω θέσει πολλές προθεσμίες, αλλά αν τα πράγματα πάνε καλά, τείνεις να τις παρατείνεις. Όμως πιστεύουμε πως η Πέμπτη είναι κατάλληλη στιγμή».

Στις 20 Νοεμβρίου, η κυβέρνηση Τραμπ είχε επιβεβαιώσει ότι επεξεργάζεται ένα ειρηνευτικό σχέδιο 28 σημείων για τη διευθέτηση της σύρραξης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.

Σύμφωνα με τα προσχέδια, που καταρτίστηκαν από τον Γουίτκοφ και τον υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, η Ουκρανία θα έπρεπε να παραχωρήσει την Κριμαία, το Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ, να παγώσει τις γραμμές του μετώπου στη Χερσώνα και στη Ζαπορίζια, να παραιτηθεί μόνιμα από το ενδεχόμενο ένταξής της στο ΝΑΤΟ και να περιορίσει τις ένοπλες δυνάμεις της σε 600.000 άνδρες.

Σε αντάλλαγμα, οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας θα αίρονταν σταδιακά και η Μόσχα θα επανεντασσόταν στην παγκόσμια οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της ενδεχόμενης επιστροφής της στην G8.

Το αρχικό αυτό οδικό χάρτη αντιμετώπισε ανάμεικτες αντιδράσεις από Ευρωπαίους ηγέτες, Αμερικανούς βουλευτές και τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Αντιπροσωπεία των ΗΠΑ συναντήθηκε με Ουκρανούς αξιωματούχους στη Γενεύη στις 23 Νοεμβρίου, με τον Λευκό Οίκο να ανακοινώνει πως οι δύο πλευρές συνέταξαν ένα επικαιροποιημένο και πιο εξειδικευμένο πλαίσιο ειρήνης.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ με τον πρόεδρο της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι στον Λευκό Οίκο. Ουάσιγκτον,17 Οκτωβρίου 2025. (Photo by TOM BRENNER / AFP μέσω Getty Images)

 

Ουκρανία και ΗΠΑ συμφώνησαν να συνεχίσουν εντατικά την επεξεργασία κοινών προτάσεων τις επόμενες ημέρες και να διατηρήσουν στενή επικοινωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους τους καθώς προχωρά η διαδικασία, σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο.

Μετά τις συνομιλίες της Γενεύης, ο Ζελένσκι ανέφερε σε ανάρτησή του στις 24 Νοεμβρίου στην πλατφόρμα Χ ότι τα σημεία του ειρηνευτικού σχεδίου έχουν περιοριστεί από τα αρχικά 28 και ότι πολλά από τα σωστά στοιχεία έχουν συμπεριληφθεί σε αυτό το πλαίσιο.

Ο Τραμπ εξέφρασε την ανησυχία του πως ο πόλεμος μπορεί να διαρκέσει χρόνια, σημειώνοντας: «Αρχικά νόμιζα ότι θα ήταν πιο εύκολο να λυθεί. Έχουμε διευθετήσει οκτώ πολέμους και θεωρούσα πως αυτός θα ήταν από τους πιο εύκολους, λόγω της σχέσης μου με τον πρόεδρο Πούτιν.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ χαιρετά τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, κατά την άφιξή τους στην Κοινή Βάση Elmendorf-Richardson στο Άνκορατζ. Αλάσκα, 15 Αυγούστου 2025. (Andrew Caballero-Reynolds/AFP)

 

Όμως φαίνεται να είναι από τους πιο δύσκολους. Υπάρχει πολύ μίσος. Αυτός ο πόλεμος μπορεί να κρατήσει χρόνια». Επίσης εκτίμησε ότι το Κίεβο θα δυσκολευτεί να αντέξει παρατεταμένο πόλεμο δεδομένης της άνισης πληθυσμιακής κατανομής σε σχέση με τη Ρωσία, δηλώνοντας: «Η Ρωσία έχει πολύ περισσότερους ανθρώπους, πολύ περισσότερους στρατιώτες. Αν η Ουκρανία μπορεί να κάνει μια συμφωνία, είναι καλό πράγμα. Νομίζω ότι είναι υπέρ και των δύο. Ειλικρινά, θεωρώ ότι είναι καλό και για τους δύο».

Ωστόσο πρόσθεσε: «Η Ουκρανία είναι πολύ μικρότερη. Έχει πολύ λιγότερο πληθυσμό. Έχουν χάσει πολύ κόσμο, η Ρωσία έχει χάσει πολύ κόσμο. Αλλά η Ρωσία διαθέτει πολύ μεγαλύτερη δεξαμενή ανθρώπινου δυναμικού».

Με τη συμμετοχή των Ράιαν Μόργκαν και Τομ Οζίμεκ

Η Ταϊβάν απαντά στις κινεζικές απειλές με επιπλέον αμυντικές δαπάνες 40 δισ. δολαρίων

Η Κίνα εντείνει τις στρατιωτικές της προετοιμασίες με στόχο την εξαναγκαστική κατάληψη της Ταϊβάν έως το 2027, προειδοποίησε στις 26 Νοεμβρίου ο πρόεδρος της Ταϊβάν, Λάι Τσινγκ-Τε, ανακοινώνοντας παράλληλα ειδικό αμυντικό προϋπολογισμό ύψους 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την αντιμετώπιση των κινεζικών απειλών.

Σε συνέντευξη Τύπου στο προεδρικό μέγαρο, ο Λάι ανέφερε ότι ο προϋπολογισμός θα διατεθεί σε ορίζοντα οκταετίας, από το 2026 έως το 2033, για έργα όπως η κατασκευή του Taiwan Dome—ενός ανεπτυγμένου αντιαεροπορικού συστήματος με δυνατότητες ανίχνευσης υψηλού επιπέδου και αποτελεσματικής αναχαίτισης.

«Για την εθνική ασφάλεια δεν υπάρχει περιθώριο συμβιβασμού», τόνισε ο Λάι, σύμφωνα με την απόδοση των δηλώσεών του στα μανδαρινικά. «Η εθνική κυριαρχία και οι θεμελιώδεις αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας είναι ο πυρήνας της ύπαρξής μας. Δεν πρόκειται για ιδεολογική αντιπαράθεση ούτε για διαμάχη ένωσης ή ανεξαρτησίας. Είναι ένας αγώνας για τη δημοκρατική Ταϊβάν και την άρνηση υποταγής στην “Ταϊβάν της Κίνας”.»

Όπως σημείωσε, πρωταρχικός στόχος του ειδικού προϋπολογισμού είναι η επίτευξη υψηλού επιπέδου ετοιμότητας συλλογικής άμυνας πριν το 2027, ώστε να αποτραπούν αποτελεσματικά οι κινεζικές απειλές. Τελικός στόχος, πρόσθεσε, είναι η οικοδόμηση μιας αμυντικής δύναμης ικανής να διασφαλίσει μακροπρόθεσμα τη δημοκρατική υπόσταση της Ταϊβάν.

Ο υπουργός Άμυνας της Ταϊβάν, Γουέλινγκτον Κου, διευκρίνισε στη συνέντευξη ότι ο προϋπολογισμός θα διατεθεί επίσης για την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού, όπως πυροβόλα ακριβείας, πυραύλους μακράς εμβέλειας και συστήματα συμπαραγωγής Ταϊβάν και Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο Λάι υπογράμμισε ακόμη ότι «η ιστορία απέδειξε πως ο συμβιβασμός απέναντι στην επιθετικότητα οδηγεί μόνο σε ατέλειωτο πόλεμο και υποδούλωση».

Η ανακοίνωση αυτή έρχεται τη στιγμή που το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας εντείνει τις προσπάθειες διείσδυσης στη νήσο. Σημειώνεται ότι το Συμβούλιο Υποθέσεων της Ενδοχώρας ανέφερε πως το 2024 ασκήθηκαν διώξεις για κινεζικές επιχειρήσεις διείσδυσης κατά 168 ατόμων, αριθμός αυξημένος σε σχέση με τα 86 άτομα το 2023 και 28 το 2022. Ταυτόχρονα, η στρατιωτική πίεση από την πλευρά της Κίνας έχει κλιμακωθεί: σύμφωνα με το ίδρυμα Jamestown Foundation, το Υπουργείο Άμυνας της Ταϊβάν κατέγραψε το 2024 3.070 διελεύσεις κινεζικών στρατιωτικών αεροσκαφών κατά μήκος της διαχωριστικής γραμμής του Στενού της Ταϊβάν, όταν το 2023 ήταν 1.703.

Το ΚΚΚ επιμένει στον ισχυρισμό ότι η Ταϊβάν αποτελεί αποσχισθείσα επαρχία που πρέπει να επανενωθεί με την ηπειρωτική χώρα, παρότι δεν έχει ασκήσει ποτέ κυριαρχία επί της αυτοδιοικούμενης νήσου.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες διαχρονικά αποτελούν τον βασικό προμηθευτή όπλων για την αυτοάμυνα της Ταϊβάν, παρά την απουσία επίσημων διπλωματικών σχέσεων. Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, το Πεντάγωνο επιβεβαίωσε την πώληση του συστήματος προηγμένης αντιαεροπορικής άμυνας National Advanced Surface-to-Air Missile System στην Ταϊβάν. Για το 2026, η κυβέρνηση Λάι σχεδιάζει αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 3,32% του ΑΕΠ ή 30,3 δισ. δολάρια, με στόχο να φτάσουν το 5% έως το 2030.

Κατά τη συνέντευξη, ο Λάι ρωτήθηκε για τη συνεχιζόμενη διπλωματική κρίση μεταξύ Πεκίνου και Τόκιο, έπειτα από τη δήλωση της πρωθυπουργού της Ιαπωνίας, Σανάε Τακαΐτσι, στη Βουλή στις 7 Νοεμβρίου, ότι ενδεχόμενη επίθεση της Κίνας εναντίον της Ταϊβάν θα συνιστούσε απειλή επιβίωσης για τη χώρα της.

«Η συνεχής εκδήλωση πολυμετώπων απειλών και επιθέσεων κατά γειτονικών χωρών κάθε τρεις και λίγο δεν συνάδει με τη συμπεριφορά μιας υπεύθυνης μεγάλης δύναμης», απάντησε ο Λάι.

Ερωτηθείς αν ανησυχεί για την πιθανή επίσκεψη του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στην Κίνα το επόμενο έτος, ο Λάι διαβεβαίωσε ότι οι σχέσεις Ουάσιγκτον–Ταϊπέι είναι ακλόνητες.

«Πρόσφατα, πριν από το ταξίδι του στην Ασία, ο πρόεδρος Τραμπ τόνισε ρητά ότι “η Ταϊβάν είναι Ταϊβάν” και ότι ο ίδιος προσωπικά σέβεται την Ταϊβάν. Αυτές οι δύο σύντομες φράσεις τα λένε όλα», σημείωσε, αναφερόμενος σε δηλώσεις του Τραμπ πριν από την περιοδεία του στην Ασία τον προηγούμενο μήνα.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιοδείας, ο Τραμπ συναντήθηκε με τον Σι Τζινπίνγκ, στο περιθώριο της Συνόδου του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού στη Νότια Κορέα. Στις 24 Νοεμβρίου, ο Τραμπ και ο Σι συνομίλησαν τηλεφωνικά, με τον Αμερικανό πρόεδρο στη συνέχεια να ανακοινώνει ότι αποδέχθηκε επίσημη πρόσκληση του Κινέζου ηγέτη για επίσκεψη στο Πεκίνο τον Απρίλιο του επόμενου έτους.

Η αντίδραση των ΗΠΑ

Ο ειδικός αμυντικός προϋπολογισμός πρέπει να εγκριθεί από το κοινοβούλιο της Ταϊβάν, όπου πλειοψηφεί η αντιπολίτευση. Η πρόεδρος του μεγαλύτερου αντιπολιτευόμενου κόμματος, Κουομιντάνγκ, Τσενγκ Λι-γουέν, απέφυγε να δηλώσει αν το κόμμα θα καταψηφίσει τον προϋπολογισμό, καλώντας ωστόσο τον Λάι να «απομακρυνθεί από το χείλος του γκρεμού».

«Εύχομαι επίσης η διεθνής κοινότητα να κατανοήσει ότι ο λαός της Ταϊβάν αγαπά και επιθυμεί ειρήνη. Θέλουμε να μείνουμε μακριά από τις φλόγες του πολέμου, να αποφύγουμε τη σύρραξη», ανέφερε σε κομματική συνεδρίαση.

Ο Ρέιμοντ Γκριν, διευθυντής του American Institute in Taiwan—ουσιαστικά της αμερικανικής πρεσβείας στο νησί—δήλωσε σε ανάρτησή του στο Facebook ότι η πρωτοβουλία του Λάι αποτελεί σημαντικό βήμα για τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στο Στενό της Ταϊβάν, μέσω της ενίσχυσης της αποτροπής.

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες στηρίζουν την ταχεία απόκτηση κρίσιμων ασύμμετρων δυνατοτήτων από την Ταϊβάν, όπως προβλέπεται από τον Νόμο περί Σχέσεων με την Ταϊβάν και σύμφωνα με τη διαχρονική δέσμευση των αμερικανικών κυβερνήσεων», πρόσθεσε ο Γκριν. «Ολόκληρη η υφήλιος έχει συμφέρον να επιλυθούν οι διαφορές στο Στενό της Ταϊβάν ειρηνικά και χωρίς καταναγκασμούς».

Η εξαγγελία Λάι δημοσιοποιήθηκε αρχικά σε άρθρο γνώμης στην εφημερίδα The Washington Post στις 25 Νοεμβρίου. Ο γερουσιαστής Ρότζερ Γουίκερ, πρόεδρος της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της αμερικανικής Γερουσίας, σχολίασε ότι ο προτεινόμενος προϋπολογισμός των 40 δισ. αποτελεί ακόμη μια απόδειξη της αποφασιστικότητας και της δέσμευσης της Ταϊβάν για αυτοάμυνα.

«Ενθαρρύνουμε τους Ταϊβανέζους βουλευτές να συνεργαστούν με τη διοίκηση Λάι σε ένα πνεύμα συναίνεσης, ώστε να εγκριθεί τάχιστα ο ειδικός προϋπολογισμός. Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται ότι οι πολιτικές διαφορές παραμερίζονται όταν πρόκειται για τις άμεσες ανάγκες άμυνας της χώρας», επισήμανε ο Γουίκερ.

Με πληροφορίες από Reuters και Associated Press

Η Μόσχα αισιόδοξη για μελλοντική συνάντηση Τραμπ-Πούτιν

Την αισιοδοξία της Μόσχας για την πορεία των συνομιλιών μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Βλαντίμιρ Πούτιν μετέφερε ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, σε δήλωσή του στις 17 Νοεμβρίου, εκφράζοντας την ελπίδα για την ταχεία πραγματοποίηση μίας δεύτερης συνάντησης μεταξύ των δύο ηγετών.

«Δύσκολα μπορούμε να προβλέψουμε πότε θα προκύψουν αυτές οι συνθήκες, αν και φυσικά όλοι ενδιαφερόμαστε να υπάρξουν το συντομότερο δυνατό». Τόνισε δε την ανάγκη κατάλληλης προετοιμασίας για την επόμενη συνάντηση, υπογραμμίζοντας πως «μόλις ολοκληρωθούν οι προετοιμασίες και υπάρξουν οι απαιτούμενες συνθήκες για τη διεξαγωγή της συνόδου κορυφής, ελπίζουμε ότι θα πραγματοποιηθεί».

Η πρώτη συνάντηση μεταξύ Τραμπ και Πούτιν με θέμα τη διαπραγμάτευση μίας ειρηνευτικής συμφωνίας πραγματοποιήθηκε στην Αλάσκα τον Αύγουστο, ωστόσο δεν έδωσε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Αργότερα, προγραμματίστηκε συνάντηση στη Βουδαπέστη, την οποία ανακοίνωσε ο Τραμπ στις 13 Οκτωβρίου, αλλά ματαιώθηκε τελικά στις 21 Οκτωβρίου.

Σε δήλωσή της, στις 23 Οκτωβρίου, η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Κάρολαϊν Λέβιτ, διαβεβαίωσε πως εξακολουθεί να υπάρχει ενδεχόμενο συνάντησης των δύο ηγετών: «Οι γραμμές επικοινωνίας ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Μόσχα παραμένουν ανοιχτές».

Στις 9 Νοεμβρίου, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, επιβεβαίωσε πως διατηρεί τηλεφωνική επαφή με τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, εκφράζοντας τη βούληση υπέρ ενδεχόμενης δια ζώσης συνάντησης εφόσον χρειαστεί.

Ο Ρούμπιο υπογράμμισε την ανάγκη απτών αποτελεσμάτων στις μελλοντικές συνομιλίες, δηλώνοντας: «[Θα έλεγα] ότι και οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι η επόμενη συνάντηση των προέδρων πρέπει να δώσει συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Πρέπει να γνωρίζουμε από πριν ότι υπάρχει προοπτική για κάτι θετικό […] Θα θέλαμε πολύ να τελειώσει αυτός ο πόλεμος, αλλά δεν γίνεται να κάνουμε συναντήσεις απλώς και μόνο για τη διαδικασία».

Με συγκρατημένη αισιοδοξία, ο Ρούμπιο σημείωσε ακόμη: «Οι συνομιλίες μου με τον Λαβρόφ είναι πάντα επαγγελματικές και παραγωγικές, αλλά προφανώς επιδιώκουμε αποτελέσματα».

Ο Τραμπ αιτιολόγησε την ακύρωση της συνόδου στη Βουδαπέστη υποστηρίζοντας ότι οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις είχαν βαλτώσει: «Απλώς δεν μου φάνηκε σωστό. Δεν ένιωσα ότι θα φτάναμε εκεί που έπρεπε. Γι’ αυτό και την ακύρωσα, αλλά στο μέλλον θα το κάνουμε. […] Το μόνο που μπορώ να πω με ειλικρίνεια είναι ότι ενώ κάθε φορά η συνομιλία μου με τον Βλαντίμιρ είναι καλή, μετά δεν πάει πουθενά. Απλώς δεν καταλήγει πουθενά».

Το Κρεμλίνο αναγνώρισε ότι οι επαφές ανάμεσα στις δύο πρωτεύουσες συνεχίζονται, με τον σύμβουλο Γιούρι Ουσάκοφ να δηλώνει: «Βρισκόμαστε σε ενεργό διάλογο για την επίλυση του ουκρανικού. Μου φαίνεται πως αν υπάρξει καταρχήν συμφωνία μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας για τη συνάντηση των ηγετών σε συγκεκριμένο τόπο, τότε πολλές τεχνικές και πολιτικές δυσκολίες θα περάσουν σε δεύτερη μοίρα».

Ο Τραμπ επιβεβαίωσε τη στήριξή του σε πρωτοβουλίες για την επιβολή κυρώσεων σε χώρες που συναλλάσσονται με τη Ρωσία, απαντώντας καταφατικά σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφων: «Άκουσα ότι το κάνουν κι αυτό με βρίσκει σύμφωνο. Οι Ρεπουμπλικανοί προωθούν σχετική νομοθεσία. Πολύ σκληρή. Επιβάλλει κυρώσεις».

Απαντώντας, ο Πεσκόφ δήλωσε στις 17 Νοεμβρίου ότι τέτοιες κυρώσεις θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη Μόσχα: «Θα παρακολουθήσουμε πώς θα εξελιχθεί αυτή η πρόταση και ποιες είναι οι λεπτομέρειες. Προφανώς, θα έχουμε πολύ αρνητική στάση».

Με τη συμβολή του Jacob Burg και πληροφορίες από το Reuters

Η πρώην πρωθυπουργός του Μπανγκλαντές καταδικάζεται σε θάνατο για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας

Δικαστήριο του Μπανγκλαντές καταδίκασε σήμερα τη Σέιχ Χασίνα σε θάνατο, κρίνοντας ότι είχε διατάξει την αιματηρή καταστολή της φοιτητικής εξέγερσης το 2024. Η 78χρονη πρώην πρωθυπουργός, η οποία απομακρύνθηκε από την εξουσία τον Αύγουστο του 2024 και στη συνέχεια κατέφυγε στην Ινδία, δικάστηκε ερήμην για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Το Δικαστήριο για Διεθνή Εγκλήματα στην Ντάκα αναμένεται να εκδώσει επίσης την ετυμηγορία για δύο στενούς συνεργάτες της Χασίνα — τον πρώην υπουργό Εσωτερικών Ασαντουζαμάν Χαν και τον πρώην αρχηγό της αστυνομίας Αμπντουλάχ αλ Μαμούν — οι οποίοι αντιμετωπίζουν τις ίδιες κατηγορίες.

Η πρωτεύουσα έχει καταγράψει σημαντική αύξηση επιθέσεων τις τελευταίες ημέρες εν όψει της ανακοίνωσης της απόφασης. Μόνο στις 12 Νοεμβρίου οι αρχές ανέφεραν δεκάδες εκρήξεις και εμπρησμούς σε λεωφορεία, σε διάφορα σημεία της Ντάκα και άλλων περιοχών.

Κατά τη διάρκεια της αγόρευσής του τον περασμένο μήνα, ο εισαγγελέας είχε ζητήσει την επιβολή της θανατικής ποινής για τη Χασίνα. Το κόμμα της, ο Σύνδεσμος Αουάμι του Μπανγκλαντές, που έχει τεθεί εκτός νόμου από τη μεταβατική κυβέρνηση, έκανε έκκληση για διήμερη απαγόρευση κυκλοφορίας σε ολόκληρη τη χώρα, καταγγέλλοντας τη διαδικασία ως πολιτικά υποκινούμενη.

Η ήδη τεταμένη κατάσταση εντάθηκε περαιτέρω ύστερα από πληροφορίες για εκρήξεις βομβών, εμπρησμούς οχημάτων και επεισόδια σε διάφορες περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσας. Η αστυνομία έχει ενισχύσει την ασφάλεια με πάνω από 400 στρατιώτες της παραστρατιωτικής Συνοριακής Φρουράς, αυστηρότερους ελέγχους και περιορισμό των δημόσιων συναθροίσεων.

Για τον έλεγχο των επεισοδίων, ο επικεφαλής της αστυνομίας της Ντάκα έδωσε χθες εντολή να πυροβολούνται άμεσα όσοι εντοπίζονται να συμμετέχουν σε εμπρησμούς ή βομβιστικές επιθέσεις.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Κατάρρευση γέφυρας σε ορυχείο στο Κονγκό – Τουλάχιστον 32 νεκροί

Μια γέφυρα σε ορυχείο χαλκού και κοβάλτιου στο νοτιοανατολικό Κονγκό κατέρρευσε λόγω υπερσυνωστισμού, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους τουλάχιστον 32 άνθρωποι, όπως δήλωσε την Κυριακή περιφερειακός κυβερνητικός αξιωματούχος.

Ο Ρόι Καούμπα Μαϊόντε, υπουργός Εσωτερικών της επαρχίας Λουαλάμπα, ανέφερε σε συνέντευξη Τύπου ότι η γέφυρα στο ορυχείο Καλάντο, στην περιοχή Μουλόντο, κατέρρευσε το Σάββατο.

Ο Μαϊόντε εξήγησε ότι, «παρά την αυστηρή απαγόρευση πρόσβασης στον χώρο λόγω των ισχυρών βροχοπτώσεων και του κινδύνου κατολισθήσεων, παράνομοι μεταλλωρύχοι εισέβαλαν στο λατομείο».

Έκθεση της κυβερνητικής υπηρεσίας Υποστήριξης και Καθοδήγησης Χειρονακτικής και Μικρής Κλίμακας Μεταλλευτικών Δραστηριοτήτων του Κονγκό (SAEMAPE), η οποία δημοσιοποιήθηκε την Κυριακή, ανέφερε ότι τα πυρά στρατιωτών στο σημείο προκάλεσαν πανικό στους εργάτες. Σύμφωνα με την έκθεση, οι μεταλλωρύχοι έτρεξαν προς τη γέφυρα, γεγονός που οδήγησε στην κατάρρευσή της και είχε ως αποτέλεσμα «να σωριαστούν ο ένας πάνω στον άλλο, προκαλώντας θανάτους και τραυματισμούς». Ενώ ο Μαϊόντε έκανε λόγο για τουλάχιστον 32 νεκρούς, η έκθεση ανέβαζε τον αριθμό των θυμάτων σε τουλάχιστον 40.

Η έκθεση πρόσθετε ότι η παρουσία στρατιωτών στο ορυχείο βρισκόταν εδώ και καιρό στο επίκεντρο μιας διαμάχης μεταξύ παράνομων μεταλλωρύχων, ενός συνεταιρισμού που υποτίθεται ότι θα οργάνωνε τη δραστηριότητα, και των νόμιμων φορέων εκμετάλλευσης του χώρου.

Το Κονγκό είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός κοβάλτιου στον κόσμο, ενός ορυκτού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή μπαταριών ιόντων λιθίου για ηλεκτρικά οχήματα και άλλα προϊόντα, με κινεζικές εταιρείες να ελέγχουν το 80% της παραγωγής στη χώρα της κεντρικής Αφρικής.

Κατηγορίες για παιδική εργασία, επικίνδυνες συνθήκες και διαφθορά ταλανίζουν εδώ και χρόνια τη μεταλλευτική βιομηχανία κοβάλτιου της χώρας.

Η ανατολική, πλούσια σε ορυκτά περιοχή του Κονγκό έχει για δεκαετίες κατακερματιστεί από τη βία κυβερνητικών δυνάμεων και διαφορετικών ένοπλων ομάδων, συμπεριλαμβανομένης της υποστηριζόμενης από τη Ρουάντα οργάνωσης M23, της οποίας η πρόσφατη αναζωπύρωση έχει κλιμακώσει τη σύγκρουση, επιδεινώνοντας μια ήδη οξεία ανθρωπιστική κρίση.

Των Janvier Barhahiga και Mark Banchereau

Πηγή: The Associated Press

Το Ιράν επιβεβαιώνει την κατάσχεση δεξαμενόπλοιου στα Στενά του Ορμούζ

Το Ιράν επιβεβαίωσε το Σάββατο ότι κατέσχεσε δεξαμενόπλοιο με σημαία των Νήσων Μάρσαλ, το οποίο διέσχιζε τα στενά του Ορμούζ, επικαλούμενο παραβιάσεις που περιλαμβάνουν τη μεταφορά «παράνομου φορτίου», όπως μετέδωσαν κρατικά μέσα ενημέρωσης.

Σύμφωνα με το επίσημο πρακτορείο Irna, η ανακοίνωση των Φρουρών της Επανάστασης ανέφερε ότι το δεξαμενόπλοιο οδηγήθηκε σε ιρανικά χωρικά ύδατα. Η ανακοίνωση δεν διευκρίνιζε σε τι συνίστατο το «παράνομο φορτίο» ούτε παρείχε πληροφορίες για το πλήρωμα ή τον τρέχοντα προορισμό του πλοίου.

Οι ιρανικές αρχές υποστήριξαν ότι η κατάσχεση πραγματοποιήθηκε κατόπιν δικαστικής εντολής και ότι η επιχείρηση στόχευε στην «προστασία των εθνικών συμφερόντων και πόρων» της χώρας. Το δεξαμενόπλοιο ταυτοποιήθηκε ως το Talara, το οποίο, σύμφωνα με την ίδια πηγή, μετέφερε 30.000 τόνους πετροχημικών προϊόντων.

Η κατάσχεση έγινε προχθές, Παρασκευή 14  Νοεμβρίου, ενώ η Τεχεράνη έχει εντείνει τις προειδοποιήσεις τελευταία για την πιθανότητα χρήσης στρατιωτικών μέσων.

Οι ιρανικές δυνάμεις ανέφεραν ότι το πλοίο κατευθυνόταν προς τη Σιγκαπούρη όταν αναχαιτίστηκε. Ιδιωτική εταιρεία ασφαλείας, η Ambrey, περιέγραψε την επίθεση ως ενέργεια που πραγματοποιήθηκε από τρία μικρά σκάφη.

Σύμφωνα με δεδομένα πτήσης που αναλύθηκαν από το Associated Press, μη επανδρωμένο αεροσκάφος τύπου MQ-4C Triton του Αμερικανικού Ναυτικού πετούσε επί ώρες πάνω από την περιοχή όπου βρισκόταν το Talara, παρακολουθώντας την κατάσχεση.

Το Ηνωμένο Βασίλειο, μέσω του κέντρου United Kingdom Maritime Trade Operations, επιβεβαίωσε επίσης το περιστατικό, αναφέροντας ότι ενδεχόμενη «κρατική ενέργεια» ανάγκασε το Talara να εισέλθει στα ιρανικά χωρικά ύδατα.

Η εταιρεία Columbia Ship Management, με έδρα την Κύπρο, ανέφερε αργότερα ότι «έχασε την επαφή» με το δεξαμενόπλοιο, το οποίο μετέφερε αέριο πετρελαίου υψηλής περιεκτικότητας σε θείο. Η εταιρεία δεν είχε άμεση νεότερη ενημέρωση το Σάββατο.

Το Ιράν είχε κατηγορηθεί και για σειρά επιθέσεων με μαγνητικές νάρκες το 2019, που προκάλεσαν ζημιές σε δεξαμενόπλοια, καθώς και για επίθεση με μη επανδρωμένο αεροσκάφος σε δεξαμενόπλοιο με σχέσεις με το Ισραήλ το 2021, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο δύο Ευρωπαίων μελών του πληρώματος. Οι επιθέσεις ξεκίνησαν μετά την απόφαση του τότε προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να αποσύρει μονομερώς τη χώρα του από την πυρηνική συμφωνία του 2015.

Το 2022, το Ιράν κατέσχεσε δύο ελληνικά δεξαμενόπλοια και τα κράτησε έως τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Τον Απρίλιο του 2024, κατέσχεσε επίσης το φορτηγό πλοίο MSC Aries, με πορτογαλική σημαία.

Οι πολυετείς εντάσεις ανάμεσα στο Ιράν και τη Δύση, επιβεβαρυμένες από τις εξελίξεις στη Λωρίδα της Γάζας, κορυφώθηκαν τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους, με τον δωδεκαήμερο πόλεμο με το Ισραήλ, ο οποίος έληξε με την παρέμβαση των ΗΠΑ, που έπληξαν ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις.

Η Τεχεράνη έχει επανειλημμένα απειλήσει ότι θα κλείσει τα Στενά του Ορμούζ — το στενό πέρασμα του Περσικού Κόλπου από όπου διέρχεται το 20% του παγκόσμιου εμπορίου πετρελαίου. Το αμερικανικό ναυτικό, μέσω του 5ου Στόλου που εδρεύει στο Μπαχρέιν, περιπολεί εδώ και χρόνια στην περιοχή για να διατηρεί ανοιχτές τις θαλάσσιες οδούς.

Οι ΗΠΑ εγκρίνουν πώληση όπλων στην Ταϊβάν: Έντονες αντιδράσεις από Κίνα

Οι Ηνωμένες Πολιτείες υπέγραψαν συμφωνία ύψους 330 εκατομμυρίων δολαρίων για την πώληση μαχητικών αεροσκαφών και ανταλλακτικών στην Ταϊβάν στις 13 Νοεμβρίου 2017, στην πρώτη τέτοια συμφωνία από τότε που ο Ντόναλντ Τραμπ επέστρεψε στον Λευκό Οίκο – γεγονός που προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Κίνας.

Η ανακοίνωση της προτεινόμενης συμφωνίας ακολούθησε τη συνάντηση του Τραμπ με τον Σι Τζινπίνγκ στη Νότια Κορέα τον προηγούμενο μήνα, στο πλαίσιο της διπλωματικής προσπάθειας να επιτευχθεί εμπορική συμφωνία εν μέσω του εμπορικού πολέμου ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου.

Οι αξιώσεις του Πεκίνου

Ο εκπρόσωπος του κινεζικού Υπουργείου Εξωτερικών, Λιν Τζιάν, δήλωσε: «Η διεκδίκηση της Ταϊβάν από το κινεζικό καθεστώς βρίσκεται στον πυρήνα των εθνικών μας συμφερόντων και αποτελεί “κόκκινη γραμμή” για την Κίνα. Η πώληση όπλων υπονομεύει την κυριαρχία και τα συμφέροντα ασφαλείας του Πεκίνου, στέλνοντας – όπως είπε – “λανθασμένο μήνυμα” στην ηγεσία της Ταϊβάν».

Παρότι η Ουάσιγκτον διατηρεί επίσημες διπλωματικές σχέσεις με το Πεκίνο, οι σχέσεις της με την Ταϊβάν παραμένουν ανεπίσημες. Το νησί διαθέτει τη δική του δημοκρατική διακυβέρνηση, στρατό και διακριτό τρόπο ζωής. Οι ΗΠΑ αποτελούν τον βασικό προμηθευτή οπλικών συστημάτων της Ταϊβάν και, βάσει νόμου, οφείλουν να παρέχουν τα απαραίτητα μέσα για την άμυνά της.

Ο πρόεδρος της Ταϊβάν Λάι Τσινγκ-τε εκφωνεί την ομιλία του κατά τη διάρκεια των εορτασμών της Εθνικής Εορτής μπροστά από το Προεδρικό Μέγαρο στην Ταϊπέι στις 10 Οκτωβρίου 2025. Σουνγκ Πι-λούνγκ/The Epoch Times

 

Ανακοίνωση του Πενταγώνου

Σε ανακοίνωσή του, το Πεντάγωνο επισήμανε ότι η προτεινόμενη πώληση θα ενισχύσει την ικανότητα της Ταϊβάν να αντιμετωπίζει τρέχουσες και μελλοντικές απειλές, διασφαλίζοντας την επιχειρησιακή ετοιμότητα του στόλου των F-16, C-130 και άλλων αεροσκαφών.

Η εκπρόσωπος της προεδρίας της Ταϊβάν, Κάρεν Κουό, δήλωσε: «Η εμβάθυνση της εταιρικής σχέσης Ταϊβάν–ΗΠΑ στον τομέα της ασφάλειας αποτελεί βασικό πυλώνα για την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή Ινδικού–Ειρηνικού».

Η Κουό υπογράμμισε ότι αυτή είναι η πρώτη πώληση οπλικών συστημάτων που ανακοινώνεται από τη νυν αμερικανική κυβέρνηση, ευχαριστώντας την Ουάσιγκτον για τη συνέχιση της πολιτικής τακτικών πωλήσεων και τη στήριξη της αποτρεπτικής ικανότητας της Ταϊβάν.

Η συμφωνία, που αναμένεται να τεθεί σε ισχύ εντός του επόμενου μήνα, έχει στόχο τη διατήρηση της επιχειρησιακής ετοιμότητας της πολεμικής αεροπορίας, την ενίσχυση της αντιαεροπορικής άμυνας, την ανθεκτικότητα και την ικανότητα της Ταϊβάν να ανταποκρίνεται στις «γκρίζες ζώνες» παρεμβάσεων της Κίνας, σύμφωνα με το υπουργείο Άμυνας της Ταϊβάν.

Ένα μαχητικό αεροσκάφος F-16V αμερικανικής κατασκευής τροχοδρομεί στον διάδρομο προσγείωσης μιας αεροπορικής βάσης κατά τη διάρκεια των ετήσιων στρατιωτικών ασκήσεων Han Kuang της Ταϊβάν στο Hualien στις 23 Ιουλίου 2024. Sam Yeh / AFP μέσω Getty Images

 

Απειλές από την Κίνα

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας δεν αποκλείει τη χρήση βίας για την επανένωση με την Ταϊβάν. Η κυβέρνηση της Ταϊβάν απορρίπτει κατηγορηματικά τις αξιώσεις κυριαρχίας του Πεκίνου. Ο Τραμπ είχε δηλώσει τον Αύγουστο: «Δεν πιστεύω ότι υπάρχει περίπτωση να συμβεί κάτι τέτοιο όσο βρίσκομαι εγώ εδώ».

Υπενθύμισε, επίσης, ότι ο Σι τού είχε πει: «Δεν πρόκειται να το κάνω ποτέ, όσο είσαι εσύ πρόεδρος».

Ωστόσο, ο Τραμπ συμπλήρωσε: «Είμαι πολύ υπομονετικός και η Κίνα το ίδιο».

Όπως είπε στον Σι: «Αυτό εξαρτάται από εσάς, αλλά καλύτερα να μην συμβεί τώρα».

Τον Μάρτιο, ο πρωθυπουργός της Κίνας, Λι Τσενγκ, δήλωσε ότι το Πεκίνο σχεδιάζει να προωθήσει την επανένωση με την Ταϊβάν και θα αντιταχθεί σε κάθε εξωτερική παρεμβολή.

Στρατιωτικές ασκήσεις

Το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα πραγματοποιεί τακτικά στρατιωτικές ασκήσεις στη θαλάσσια και εναέρια περιοχή γύρω από την Ταϊβάν, τις οποίες η κυβέρνηση της Ταϊπέι αντιλαμβάνεται ως μέσο άσκησης πίεσης – χωρίς να φτάνει σε πραγματική σύρραξη.

Ο πρόεδρος της Ταϊβάν, Λάι Τσινγκ-τι, έχει κατ’ επανάληψη προσκαλέσει το Πεκίνο σε διάλογο, αλλά έχει συναντήσει την πλήρη άρνηση των Κινέζων, που τον χαρακτηρίζουν «διασπαστή».

Το ιστορικό υπόβαθρο μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν παραμένει ιδιαίτερα σύνθετο. Η Ταϊβάν, επισήμως ως Δημοκρατία της Κίνας, αριθμεί περίπου 23,9 εκατομμύρια κατοίκους έναντι των 1,4 δισεκατομμυρίων της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

Ύστερα από τον εμφύλιο πόλεμο, η κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κίνας κατέφυγε στην Ταϊβάν το 1949, αφού ηττήθηκε από τους κομμουνιστές, οι οποίοι ίδρυσαν τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας στην ηπειρωτική χώρα.

Δημοσκοπήσεις στην Ταϊβάν δείχνουν σταθερά πως η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών επιθυμεί τη διατήρηση του σημερινού status quo, ενώ οι νεότερες γενιές γέρνουν προς την πλήρη ανεξαρτητοποίηση από την Κίνα. Σε πρόσφατη έρευνα, το 82,5% των ερωτηθέντων απέρριψε κατηγορηματικά τον ισχυρισμό του Πεκίνου ότι η Ταϊβάν αποτελεί τμήμα της κινεζικής επικράτειας.

Ιστορική συμφωνία ΗΠΑ–Ελβετίας: Μειώνονται οι δασμοί στα ελβετικά προϊόντα στο 15%

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελβετία κατέληξαν σε εμπορική συμφωνία βάσει της οποίας οι ελβετικές εισαγωγές προς την αμερικανική αγορά θα υπόκεινται πλέον σε μειωμένο δασμό 15%, όπως ανακοίνωσαν αρμόδιοι αξιωματούχοι.

Ο Αμερικανός εκπρόσωπος Εμπορίου, Τζέιμσον Γκριρ, δήλωσε στο CNBC στις 14 Νοεμβρίου ότι η κυβέρνηση κατέληξε ουσιαστικά σε συμφωνία με τη Βέρνη, έπειτα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο της επαναχάραξης των αμερικανικών εμπορικών σχέσεων που προωθεί ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ.

Σύμφωνα με την έως τώρα πολιτική του Τραμπ, τα ελβετικά προϊόντα επιβαρύνονταν με δασμό 39% — έναν από τους υψηλότερους παγκοσμίως και αισθητά μεγαλύτερο από το 15% που ίσχυε για τα κράτη–μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η νέα συμφωνία, που μειώνει το ελβετικό δασμολόγιο στο επίπεδο της ΕΕ, ενσωματώνει μέτρα που στηρίζουν την επιδίωξη του Τραμπ για ταχεία επαναβιομηχάνιση των ΗΠΑ μετά από δεκαετίες μεταφοράς της παραγωγής στο εξωτερικό.

«Θα μεταφέρουν σημαντικό μέρος της παραγωγής εδώ, στις Ηνωμένες Πολιτείες — φαρμακευτικά προϊόντα, χύτευση χρυσού, εξοπλισμό σιδηροδρόμων. Είμαστε πραγματικά ενθουσιασμένοι για αυτή τη συμφωνία και τι σημαίνει για την αμερικανική βιομηχανία», τόνισε ο Γκριρ, προσθέτοντας πως ο Λευκός Οίκος θα ανακοινώσει αναλυτικά την τελική συμφωνία εντός της ημέρας.

Η ελβετική κυβέρνηση επιβεβαίωσε τη συμφωνία με ανάρτησή της σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, ευχαριστώντας τον Τραμπ για την εποικοδομητική προσέγγιση και κάνοντας λόγο για μια παραγωγική συνάντηση με τον Γκριρ.

«Η Ελβετία και οι ΗΠΑ βρήκαν επιτυχώς λύση. Οι αμερικανικοί δασμοί περιορίζονται στο 15%», αναφέρει σχετική ανακοίνωση.

Σε λεπτομερέστερη ενημέρωση, η ελβετική γραμματεία οικονομικών υποθέσεων ανέφερε ότι το Βέρνη θα μειώσει τα δικά της δασμολόγια σε σειρά αμερικανικών προϊόντων, καλύπτοντας όλα τα βιομηχανικά αγαθά, τα ψάρια, τα θαλασσινά, καθώς και αμερικανικά γεωργικά προϊόντα που δεν θεωρούνται «ευαίσθητα».

Για ορισμένες κατηγορίες αμερικανικών αγροτικών προϊόντων — λόγω πιθανών αρνητικών επιπτώσεων στην ελβετική αγορά— η Ελβετία θα παρέχει αδασμολόγητες ποσοστώσεις, περιλαμβάνοντας 500 τόνους βοείου και 1.500 τόνους πουλερικών προέλευσης ΗΠΑ.

Σύμφωνα με τη συμφωνία, ελβετικές επιχειρήσεις θα επενδύσουν επιπλέον 200 δισ. δολάρια στις ΗΠΑ έως τα τέλη του 2028, μέρος των οποίων θα κατευθυνθεί στην ενίσχυση της επαγγελματικής κατάρτισης. Η ανακοίνωση της μείωσης των πρόσθετων αμερικανικών δασμών στις ελβετικές εισαγωγές εκτιμάται ότι θα σταθεροποιήσει τις διμερείς εμπορικές σχέσεις, τονίζει η ελβετική κυβέρνηση.

Αν και τα συνολικά δασμολόγια παραμένουν υψηλότερα σε σχέση με την περίοδο πριν τις τελευταίες αυξήσεις του περασμένου Απριλίου, η συμφωνηθείσα μείωση εκτιμάται πως θα ωφελήσει σημαντικά την ελβετική οικονομία.

Η συμφωνία ανακοινώθηκε μία ημέρα μετά τη συνάντηση του Γκριρ με τον Ελβετό υπουργό Οικονομίας, Γκι Παρμελέν, στην Ουάσιγκτον, στην οποία επιτεύχθηκε διευθέτηση των ανοιχτών θεμάτων και οριστικοποίηση της συμφωνίας.

Η συμφωνία σταθεροποιεί το διμερές εμπόριο συνολικής αξίας περίπου 188 δισ. δολαρίων μεταξύ ΗΠΑ και Ελβετίας, οικονομίας η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αμερικανική ζήτηση για φαρμακευτικά προϊόντα, ακριβείας μηχανήματα και τα περίφημα ελβετικά ρολόγια της.

Πάνω από το ένα πέμπτο των ελβετικών άμεσων ξένων επενδύσεων απορροφάται από τις ΗΠΑ, καθιστώντας την Αμερική τον σημαντικότερο επενδυτικό προορισμό της Ελβετίας.

Η συμφωνία βάζει τέλος σε μήνες αβεβαιότητας για τους Ελβετούς εξαγωγείς, οι οποίοι προειδοποιούσαν ότι ο δασμός του 39% διατάρασσε τις αποστολές και ανάγκαζε τις επιχειρήσεις να επαναξιολογήσουν τα παραγωγικά τους πλάνα.

Νέος γύρος τεχνικών διαβουλεύσεων θα ακολουθήσει τις επόμενες εβδομάδες για τον καθορισμό των ποσοστώσεων, των δασμολόγιων και των νέων επενδυτικών δεσμεύσεων.

Σχεδόν 1.200 αμερικανικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην Ελβετία, απασχολώντας περίπου 95.000 εργαζομένους, ενώ οι ελβετικές εταιρείες συγκαταλέγονται στους καλύτερους εργοδότες ξένων επενδύσεων στις ΗΠΑ, με μέσους μισθούς άνω των 130.000 δολαρίων, κατά τα στοιχεία του ελβετικού υπουργείου Εξωτερικών.

Ανησυχίες των G7 για τη ραγδαία ενίσχυση της στρατιωτικής και πυρηνικής ισχύος της Κίνας

Κοινή ανακοίνωση με την οποία εκφράζουν ανησυχία για τη ραγδαία ενίσχυση του πυρηνικού οπλοστασίου και των στρατιωτικών δυνατοτήτων του Πεκίνου εξέδωσαν στις 12 Νοεμβρίου οι επτά ισχυρότερες βιομηχανικές χώρες του κόσμου, καλώντας το κινεζικό καθεστώς να αποδείξει τη δέσμευσή του υπέρ της σταθερότητας με μεγαλύτερη διαφάνεια.

Η ανακοίνωση για την παγκόσμια ασφάλεια δόθηκε στη δημοσιότητα στο πλαίσιο της συνόδου των G7 στον Νιαγάρα του Καναδά και φέρει την υπογραφή των Ηνωμένων Πολιτειών, του Καναδά, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της Μεγάλης Βρετανίας και του Ύπατου Εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η ατζέντα της συνόδου, που διεξήχθη το διήμερο 11-12 Νοεμβρίου, περιλάμβανε ζητήματα ειρήνης και σταθερότητας στη Μέση Ανατολή, την Ουκρανία, την Ινδο-Ειρηνική, την Αϊτή, το Σουδάν και το Κονγκό, καθώς και θέματα ασφάλειας στη ναυσιπλοΐα και τις εφοδιαστικές αλυσίδες, με την Κίνα να βρίσκεται συχνά στο επίκεντρο των συζητήσεων.

«Παραμένουμε ανήσυχοι για την ενίσχυση των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων και τον ταχύτατο πολλαπλασιασμό του πυρηνικού οπλοστασίου της Κίνας και καλούμε το Πεκίνο να αποδείξει έμπρακτα τη δέσμευσή του για σταθερότητα, διασφαλίζοντας μεγαλύτερη διαφάνεια», αναφέρει χαρακτηριστικά η ανακοίνωση.

Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών της Στοκχόλμης για την Ειρήνη, η Κίνα αυξάνει τον αριθμό των πυρηνικών της κεφαλών με ρυθμό που ξεπερνά κάθε άλλη χώρα, αγγίζοντας το 20% ετησίως.

Τον Ιανουάριο, η χώρα υπολογιζόταν πως διαθέτει τουλάχιστον 600 πυρηνικές κεφαλές, διπλάσιες σε σχέση με το 2020. Αν και παραμένει μακρινή τρίτη πίσω από τη Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ινστιτούτο εκτιμά ότι αν αυτή η τάση συνεχιστεί, η Κίνα θα μπορούσε να φτάσει στο ίδιο επίπεδο με τις ΗΠΑ έως το 2030.

Τον Αύγουστο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, πρότεινε τη διεξαγωγή συνομιλιών για τον πυρηνικό αφοπλισμό με τη Μόσχα και το Πεκίνο, ωστόσο το κινεζικό καθεστώς απέρριψε το αίτημα. Τον Οκτώβριο, ο Τραμπ έδωσε εντολή στο Πεντάγωνο να ξεκινήσει δοκιμές πυρηνικών όπλων ως απάντηση στην εντατικοποίηση τέτοιων δοκιμών από Ρωσία και Κίνα.

«Λόγω των προγραμμάτων δοκιμών άλλων χωρών, ζήτησα από το Υπουργείο Πολέμου να ξεκινήσει δοκιμές των δικών μας πυρηνικών όπλων σε ισότιμη βάση», ανέφερε ο Τραμπ σε ανάρτησή του στο Truth Social, προσθέτοντας ότι η διαδικασία θα ξεκινήσει άμεσα.

Η χορήγηση κινεζικών όπλων στη Ρωσία για τον πόλεμο στην Ουκρανία αποτέλεσε άλλο ένα σημείο ανησυχίας για τους ηγέτες των G7. «Καταδικάζουμε την παροχή στρατιωτικής βοήθειας προς τη Ρωσία από τη Βόρεια Κορέα και το Ιράν, καθώς και την παροχή όπλων και διπλής χρήσης εξαρτημάτων από την Κίνα, η οποία αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τον πόλεμο της Ρωσίας», τονίζεται στην κοινή ανακοίνωση.

Οι ηγέτες επαναβεβαίωσαν τη δέσμευσή τους υπέρ της ειρήνης στην Ινδο-Ειρηνική, καταγγέλλοντας αποσταθεροποιητικές ενέργειες της Κίνας και της Βόρειας Κορέας, όπως τις επανειλημμένες συγκρούσεις μεταξύ κινεζικών και φιλιππινέζικων σκαφών στην αμφισβητούμενη περιοχή, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου.

Παράλληλα, εξέφρασαν την υποστήριξή τους για τη διατήρηση της ειρήνης στα Στενά της Ταϊβάν και την ουσιαστική συμμετοχή της Ταϊβάν σε διεθνείς οργανισμούς όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο.

Στην ανακοίνωση γίνεται επίσης μνεία στον πρόσφατα δημοσιευθέντα Οδικό Χάρτη για την Ανθεκτικότητα στην Εφοδιαστική Αλυσίδα Κρίσιμων Ορυκτών, με αναφορά στις προσπάθειες του Πεκίνου να επιβάλει εκτεταμένους περιορισμούς στην παγκόσμια πρόσβαση σε σπάνιες γαίες, σχεδόν όλες οι οποίες επεξεργάζονται στην Κίνα.

«Εκφράσαμε ιδιαίτερη ανησυχία για τη χρήση αθέμιτων μέτρων και τακτικών που διαταράσσουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες κρίσιμων ορυκτών, όπως και άλλες στρεβλώσεις της αγοράς συμπεριλαμβανομένης της υπερπαραγωγής», επισημαίνεται.

Τέλος, οι ηγέτες καλωσόρισαν τη συνάντηση των Ντόναλντ Τραμπ και Σι Τζινπίνγκ, μετά την οποία η Κίνα συμφώνησε να αναστείλει για τουλάχιστον έναν χρόνο τους περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών και μαγνητών, και τόνισαν πως αποθαρρύνουν οποιαδήποτε μελλοντική πολιτική που θα αποτελεί εμπόδιο στις προβλέψιμες εμπορικές συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένων των κρίσιμων ορυκτών.