Η Κίνα εντείνει τις στρατιωτικές της προετοιμασίες με στόχο την εξαναγκαστική κατάληψη της Ταϊβάν έως το 2027, προειδοποίησε στις 26 Νοεμβρίου ο πρόεδρος της Ταϊβάν, Λάι Τσινγκ-Τε, ανακοινώνοντας παράλληλα ειδικό αμυντικό προϋπολογισμό ύψους 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την αντιμετώπιση των κινεζικών απειλών.
Σε συνέντευξη Τύπου στο προεδρικό μέγαρο, ο Λάι ανέφερε ότι ο προϋπολογισμός θα διατεθεί σε ορίζοντα οκταετίας, από το 2026 έως το 2033, για έργα όπως η κατασκευή του Taiwan Dome—ενός ανεπτυγμένου αντιαεροπορικού συστήματος με δυνατότητες ανίχνευσης υψηλού επιπέδου και αποτελεσματικής αναχαίτισης.
«Για την εθνική ασφάλεια δεν υπάρχει περιθώριο συμβιβασμού», τόνισε ο Λάι, σύμφωνα με την απόδοση των δηλώσεών του στα μανδαρινικά. «Η εθνική κυριαρχία και οι θεμελιώδεις αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας είναι ο πυρήνας της ύπαρξής μας. Δεν πρόκειται για ιδεολογική αντιπαράθεση ούτε για διαμάχη ένωσης ή ανεξαρτησίας. Είναι ένας αγώνας για τη δημοκρατική Ταϊβάν και την άρνηση υποταγής στην “Ταϊβάν της Κίνας”.»
Όπως σημείωσε, πρωταρχικός στόχος του ειδικού προϋπολογισμού είναι η επίτευξη υψηλού επιπέδου ετοιμότητας συλλογικής άμυνας πριν το 2027, ώστε να αποτραπούν αποτελεσματικά οι κινεζικές απειλές. Τελικός στόχος, πρόσθεσε, είναι η οικοδόμηση μιας αμυντικής δύναμης ικανής να διασφαλίσει μακροπρόθεσμα τη δημοκρατική υπόσταση της Ταϊβάν.
Ο υπουργός Άμυνας της Ταϊβάν, Γουέλινγκτον Κου, διευκρίνισε στη συνέντευξη ότι ο προϋπολογισμός θα διατεθεί επίσης για την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού, όπως πυροβόλα ακριβείας, πυραύλους μακράς εμβέλειας και συστήματα συμπαραγωγής Ταϊβάν και Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Λάι υπογράμμισε ακόμη ότι «η ιστορία απέδειξε πως ο συμβιβασμός απέναντι στην επιθετικότητα οδηγεί μόνο σε ατέλειωτο πόλεμο και υποδούλωση».
Η ανακοίνωση αυτή έρχεται τη στιγμή που το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας εντείνει τις προσπάθειες διείσδυσης στη νήσο. Σημειώνεται ότι το Συμβούλιο Υποθέσεων της Ενδοχώρας ανέφερε πως το 2024 ασκήθηκαν διώξεις για κινεζικές επιχειρήσεις διείσδυσης κατά 168 ατόμων, αριθμός αυξημένος σε σχέση με τα 86 άτομα το 2023 και 28 το 2022. Ταυτόχρονα, η στρατιωτική πίεση από την πλευρά της Κίνας έχει κλιμακωθεί: σύμφωνα με το ίδρυμα Jamestown Foundation, το Υπουργείο Άμυνας της Ταϊβάν κατέγραψε το 2024 3.070 διελεύσεις κινεζικών στρατιωτικών αεροσκαφών κατά μήκος της διαχωριστικής γραμμής του Στενού της Ταϊβάν, όταν το 2023 ήταν 1.703.
Το ΚΚΚ επιμένει στον ισχυρισμό ότι η Ταϊβάν αποτελεί αποσχισθείσα επαρχία που πρέπει να επανενωθεί με την ηπειρωτική χώρα, παρότι δεν έχει ασκήσει ποτέ κυριαρχία επί της αυτοδιοικούμενης νήσου.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες διαχρονικά αποτελούν τον βασικό προμηθευτή όπλων για την αυτοάμυνα της Ταϊβάν, παρά την απουσία επίσημων διπλωματικών σχέσεων. Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, το Πεντάγωνο επιβεβαίωσε την πώληση του συστήματος προηγμένης αντιαεροπορικής άμυνας National Advanced Surface-to-Air Missile System στην Ταϊβάν. Για το 2026, η κυβέρνηση Λάι σχεδιάζει αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 3,32% του ΑΕΠ ή 30,3 δισ. δολάρια, με στόχο να φτάσουν το 5% έως το 2030.
Κατά τη συνέντευξη, ο Λάι ρωτήθηκε για τη συνεχιζόμενη διπλωματική κρίση μεταξύ Πεκίνου και Τόκιο, έπειτα από τη δήλωση της πρωθυπουργού της Ιαπωνίας, Σανάε Τακαΐτσι, στη Βουλή στις 7 Νοεμβρίου, ότι ενδεχόμενη επίθεση της Κίνας εναντίον της Ταϊβάν θα συνιστούσε απειλή επιβίωσης για τη χώρα της.
«Η συνεχής εκδήλωση πολυμετώπων απειλών και επιθέσεων κατά γειτονικών χωρών κάθε τρεις και λίγο δεν συνάδει με τη συμπεριφορά μιας υπεύθυνης μεγάλης δύναμης», απάντησε ο Λάι.
Ερωτηθείς αν ανησυχεί για την πιθανή επίσκεψη του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στην Κίνα το επόμενο έτος, ο Λάι διαβεβαίωσε ότι οι σχέσεις Ουάσιγκτον–Ταϊπέι είναι ακλόνητες.
«Πρόσφατα, πριν από το ταξίδι του στην Ασία, ο πρόεδρος Τραμπ τόνισε ρητά ότι “η Ταϊβάν είναι Ταϊβάν” και ότι ο ίδιος προσωπικά σέβεται την Ταϊβάν. Αυτές οι δύο σύντομες φράσεις τα λένε όλα», σημείωσε, αναφερόμενος σε δηλώσεις του Τραμπ πριν από την περιοδεία του στην Ασία τον προηγούμενο μήνα.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιοδείας, ο Τραμπ συναντήθηκε με τον Σι Τζινπίνγκ, στο περιθώριο της Συνόδου του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού στη Νότια Κορέα. Στις 24 Νοεμβρίου, ο Τραμπ και ο Σι συνομίλησαν τηλεφωνικά, με τον Αμερικανό πρόεδρο στη συνέχεια να ανακοινώνει ότι αποδέχθηκε επίσημη πρόσκληση του Κινέζου ηγέτη για επίσκεψη στο Πεκίνο τον Απρίλιο του επόμενου έτους.
Η αντίδραση των ΗΠΑ
Ο ειδικός αμυντικός προϋπολογισμός πρέπει να εγκριθεί από το κοινοβούλιο της Ταϊβάν, όπου πλειοψηφεί η αντιπολίτευση. Η πρόεδρος του μεγαλύτερου αντιπολιτευόμενου κόμματος, Κουομιντάνγκ, Τσενγκ Λι-γουέν, απέφυγε να δηλώσει αν το κόμμα θα καταψηφίσει τον προϋπολογισμό, καλώντας ωστόσο τον Λάι να «απομακρυνθεί από το χείλος του γκρεμού».
«Εύχομαι επίσης η διεθνής κοινότητα να κατανοήσει ότι ο λαός της Ταϊβάν αγαπά και επιθυμεί ειρήνη. Θέλουμε να μείνουμε μακριά από τις φλόγες του πολέμου, να αποφύγουμε τη σύρραξη», ανέφερε σε κομματική συνεδρίαση.
Ο Ρέιμοντ Γκριν, διευθυντής του American Institute in Taiwan—ουσιαστικά της αμερικανικής πρεσβείας στο νησί—δήλωσε σε ανάρτησή του στο Facebook ότι η πρωτοβουλία του Λάι αποτελεί σημαντικό βήμα για τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στο Στενό της Ταϊβάν, μέσω της ενίσχυσης της αποτροπής.
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες στηρίζουν την ταχεία απόκτηση κρίσιμων ασύμμετρων δυνατοτήτων από την Ταϊβάν, όπως προβλέπεται από τον Νόμο περί Σχέσεων με την Ταϊβάν και σύμφωνα με τη διαχρονική δέσμευση των αμερικανικών κυβερνήσεων», πρόσθεσε ο Γκριν. «Ολόκληρη η υφήλιος έχει συμφέρον να επιλυθούν οι διαφορές στο Στενό της Ταϊβάν ειρηνικά και χωρίς καταναγκασμούς».
Η εξαγγελία Λάι δημοσιοποιήθηκε αρχικά σε άρθρο γνώμης στην εφημερίδα The Washington Post στις 25 Νοεμβρίου. Ο γερουσιαστής Ρότζερ Γουίκερ, πρόεδρος της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της αμερικανικής Γερουσίας, σχολίασε ότι ο προτεινόμενος προϋπολογισμός των 40 δισ. αποτελεί ακόμη μια απόδειξη της αποφασιστικότητας και της δέσμευσης της Ταϊβάν για αυτοάμυνα.
«Ενθαρρύνουμε τους Ταϊβανέζους βουλευτές να συνεργαστούν με τη διοίκηση Λάι σε ένα πνεύμα συναίνεσης, ώστε να εγκριθεί τάχιστα ο ειδικός προϋπολογισμός. Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται ότι οι πολιτικές διαφορές παραμερίζονται όταν πρόκειται για τις άμεσες ανάγκες άμυνας της χώρας», επισήμανε ο Γουίκερ.
Με πληροφορίες από Reuters και Associated Press