Την αισιοδοξία της Μόσχας για την πορεία των συνομιλιών μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Βλαντίμιρ Πούτιν μετέφερε ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, σε δήλωσή του στις 17 Νοεμβρίου, εκφράζοντας την ελπίδα για την ταχεία πραγματοποίηση μίας δεύτερης συνάντησης μεταξύ των δύο ηγετών.
«Δύσκολα μπορούμε να προβλέψουμε πότε θα προκύψουν αυτές οι συνθήκες, αν και φυσικά όλοι ενδιαφερόμαστε να υπάρξουν το συντομότερο δυνατό». Τόνισε δε την ανάγκη κατάλληλης προετοιμασίας για την επόμενη συνάντηση, υπογραμμίζοντας πως «μόλις ολοκληρωθούν οι προετοιμασίες και υπάρξουν οι απαιτούμενες συνθήκες για τη διεξαγωγή της συνόδου κορυφής, ελπίζουμε ότι θα πραγματοποιηθεί».
Η πρώτη συνάντηση μεταξύ Τραμπ και Πούτιν με θέμα τη διαπραγμάτευση μίας ειρηνευτικής συμφωνίας πραγματοποιήθηκε στην Αλάσκα τον Αύγουστο, ωστόσο δεν έδωσε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Αργότερα, προγραμματίστηκε συνάντηση στη Βουδαπέστη, την οποία ανακοίνωσε ο Τραμπ στις 13 Οκτωβρίου, αλλά ματαιώθηκε τελικά στις 21 Οκτωβρίου.
Σε δήλωσή της, στις 23 Οκτωβρίου, η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Κάρολαϊν Λέβιτ, διαβεβαίωσε πως εξακολουθεί να υπάρχει ενδεχόμενο συνάντησης των δύο ηγετών: «Οι γραμμές επικοινωνίας ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Μόσχα παραμένουν ανοιχτές».
Στις 9 Νοεμβρίου, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, επιβεβαίωσε πως διατηρεί τηλεφωνική επαφή με τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, εκφράζοντας τη βούληση υπέρ ενδεχόμενης δια ζώσης συνάντησης εφόσον χρειαστεί.
Ο Ρούμπιο υπογράμμισε την ανάγκη απτών αποτελεσμάτων στις μελλοντικές συνομιλίες, δηλώνοντας: «[Θα έλεγα] ότι και οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι η επόμενη συνάντηση των προέδρων πρέπει να δώσει συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Πρέπει να γνωρίζουμε από πριν ότι υπάρχει προοπτική για κάτι θετικό […] Θα θέλαμε πολύ να τελειώσει αυτός ο πόλεμος, αλλά δεν γίνεται να κάνουμε συναντήσεις απλώς και μόνο για τη διαδικασία».
Με συγκρατημένη αισιοδοξία, ο Ρούμπιο σημείωσε ακόμη: «Οι συνομιλίες μου με τον Λαβρόφ είναι πάντα επαγγελματικές και παραγωγικές, αλλά προφανώς επιδιώκουμε αποτελέσματα».
Ο Τραμπ αιτιολόγησε την ακύρωση της συνόδου στη Βουδαπέστη υποστηρίζοντας ότι οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις είχαν βαλτώσει: «Απλώς δεν μου φάνηκε σωστό. Δεν ένιωσα ότι θα φτάναμε εκεί που έπρεπε. Γι’ αυτό και την ακύρωσα, αλλά στο μέλλον θα το κάνουμε. […] Το μόνο που μπορώ να πω με ειλικρίνεια είναι ότι ενώ κάθε φορά η συνομιλία μου με τον Βλαντίμιρ είναι καλή, μετά δεν πάει πουθενά. Απλώς δεν καταλήγει πουθενά».
Το Κρεμλίνο αναγνώρισε ότι οι επαφές ανάμεσα στις δύο πρωτεύουσες συνεχίζονται, με τον σύμβουλο Γιούρι Ουσάκοφ να δηλώνει: «Βρισκόμαστε σε ενεργό διάλογο για την επίλυση του ουκρανικού. Μου φαίνεται πως αν υπάρξει καταρχήν συμφωνία μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας για τη συνάντηση των ηγετών σε συγκεκριμένο τόπο, τότε πολλές τεχνικές και πολιτικές δυσκολίες θα περάσουν σε δεύτερη μοίρα».
Ο Τραμπ επιβεβαίωσε τη στήριξή του σε πρωτοβουλίες για την επιβολή κυρώσεων σε χώρες που συναλλάσσονται με τη Ρωσία, απαντώντας καταφατικά σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφων: «Άκουσα ότι το κάνουν κι αυτό με βρίσκει σύμφωνο. Οι Ρεπουμπλικανοί προωθούν σχετική νομοθεσία. Πολύ σκληρή. Επιβάλλει κυρώσεις».
Απαντώντας, ο Πεσκόφ δήλωσε στις 17 Νοεμβρίου ότι τέτοιες κυρώσεις θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη Μόσχα: «Θα παρακολουθήσουμε πώς θα εξελιχθεί αυτή η πρόταση και ποιες είναι οι λεπτομέρειες. Προφανώς, θα έχουμε πολύ αρνητική στάση».
Με τη συμβολή του Jacob Burg και πληροφορίες από το Reuters


