Πέμπτη, 15 Μαΐ, 2025

Η πώληση των λιμανιών του Παναμά σε αμερικανικά συμφέροντα οξύνει την κινεζική αντίδραση

Η πρόσφατη απόφαση της CK Hutchison Holdings να πουλήσει τα λιμάνια της στον Παναμά σε κοινοπραξία υπό την ηγεσία της αμερικανικής Black Rock έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση της κινεζικής κυβέρνησης και των κρατικών μέσων ενημέρωσης, στέλνοντας τις μετοχές της εταιρείας που έχει έδρα στο Χονγκ Κονγκ σε απότομη πτώση. Η συμφωνία, αξίας 22,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων, περιλαμβάνει την πώληση 43 λιμανιών σε 23 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των δύο στρατηγικών λιμανιών στη Διώρυγα του Παναμά.

Η κινεζική κρατική εφημερίδα Ta Kung Pao και ο κρατικός ραδιοτηλεοπτικός σταθμός CCTV επέκριναν τη συμφωνία, χαρακτηρίζοντάς την ως «παράδοση μαχαιριού σε αντίπαλο» και κατηγορώντας τη CK Hutchison για «κερδοσκοπία» και «προδοσία» των εθνικών συμφερόντων της Κίνας και του κινεζικού λαού. Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύθηκε από επίσημες κινεζικές κυβερνητικές ιστοσελίδες, υπογραμμίζοντας τη σοβαρότητα με την οποία το Πεκίνο αντιμετωπίζει την υπόθεση. Ως εταιρεία του Χονγκ Κονγκ, η CK Hutchison θα έπρεπε να είναι προσεκτική σχετικά με το πώς χειρίζεται συμφωνίες που θα μπορούσαν να βλάψουν το εθνικό συμφέρον της Κίνας, ανέφερε η ανάρτηση από τον λογαριασμό Yuyuantantian στην πλατφόρμα κοινωνικών μέσων Weibo.

Ωστόσο, λίγα λεπτά μετά τη ζωντανή μετάδοση, η ανάρτηση είχε εξαφανιστεί. Όποιος κι αν είναι ο λόγος για τη διαγραφή της ανάρτησης, υπογραμμίζει την κάθετη αντίθεση της Κίνας στη συμφωνία, και τελικά κατάφερε να γίνει επανεξέταση της συναλλαγής.

Επίσης, το Reuters ανέφερε την Παρασκευή ότι η CK Hutchinson έχει καθυστερήσει μέρος της διαδικασίας πώλησης, αν και πηγές ανέφεραν ότι η συμφωνία δεν έχει ακυρωθεί. Στην πρόσφατη δήλωση κερδών της, η CK Hutchison δεν έκανε καμία αναφορά στη συμφωνία για τα λιμάνια, αν και είπε ότι «οι γεωπολιτικές και εμπορικές εντάσεις έχουν αυξηθεί […] σημαντικά».

Η οριστική τεκμηρίωση της συμφωνίας αναμένεται να ανακοινωθεί στις 2 Απριλίου, ωστόσο, η παρεμβολή του Πεκίνου για να αποτρέψει την πώληση έχει δημιουργήσει μία νέα συνθήκη.

Στις 28 Μαρτίου, η Κρατική Διοίκηση για τη Ρύθμιση της Αγοράς της Κίνας ανακοίνωσε την έναρξη έρευνας για πιθανές παραβιάσεις των κινεζικών αντιμονοπωλιακών νόμων.

Η κρατική Cosco Shipping Ports ενδέχεται να αναλάβει την εξαγορά κάποιων από τα λιμάνια που προορίζονταν για την BlackRock. H Hutchison σχεδιάζει να πουλήσει λιμάνια σε περιοχές όπου η Cosco εξετάζει επενδύσεις όπως η Νοτιοανατολική Ασία, η Λατινική Αμερική και η Αφρική.

Η κινεζική κυβέρνηση είναι σαφής στην απαίτησή της να ευθυγραμμιστούν οι επιχειρήσεις του Χονγκ Κόνγκ με το Πεκίνο « το οποίο δεν φαίνεται πια να διατηρεί τον ημιαυτόνομο χαρακτήρα του» όπως επεσήμανε και ο Steve Vickers, CEO της εταιρίας διαχείρισης ρίσκου Steve Vickers Associates. Μια τέτοια στοχοποίηση ενδέχεται να δημιουργήσει ανησυχίες για το μέλλον και άλλων μεγάλων εταιρειών του Χονγκ Κονγκ δεδομένης της στρατηγικής τους σημασίας, που λειτουργούν ως ενδιάμεσοι μεταξύ Κίνας και Δύσης όπως οι HSBC,Swire, China Light & Power (CLP) και Jardine Matheson.

Η αντίδραση της Κίνας δεν περιορίζεται μόνο στη συγκεκριμένη συμφωνία. Αναλυτές εκτιμούν ότι η κινεζική δυσαρέσκεια για την πώληση των λιμανιών του Παναμά μπορεί να επηρεάσει και άλλες επιχειρηματικές συμφωνίες μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών, όπως η πιθανή πώληση των αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων της Tik Tok, που ανήκει στην κινεζική εταιρεία ByteDance. Η κινεζική κυβέρνηση φαίνεται να υιοθετεί μια πιο επιθετική στάση απέναντι σε πιέσεις για εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων σε αμερικανικά συμφέροντα, γεγονός που μπορεί να περιπλέξει περαιτέρω τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών.

Το Πεκίνο θεωρεί ότι η Ουάσιγκτον επιχειρεί να εξαναγκάσει κινεζικές επιχειρήσεις να αποχωρήσουν από στρατηγικές θέσεις, είτε πρόκειται για λιμάνια είτε για τεχνολογικές πλατφόρμες.

Η σκληρή στάση της Κίνας δείχνει ότι πιθανότατα θα επιχειρήσει να δυσκολέψει αντίστοιχες συμφωνίες στο μέλλον, ασκώντας οικονομικές και πολιτικές πιέσεις για να διατηρήσει τον έλεγχό της σε κρίσιμες υποδομές και αγορές.

Νέα Ζηλανδία: Σοβαρές ανησυχίες για τα ρωσικά πλοία και το νηολόγιο των Νήσων Κουκ

Έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών και Εμπορίου της Νέας Ζηλανδίας (Ministry of Foreign Affairs and Trade-MFAT) αποκαλύπτουν ανησυχίες ότι η Ρωσία καταχωρεί πλοία στο νηολόγιο των Νήσων Κουκ στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός «σκοτεινού στόλου» προκειμένου να παρακάμψει τις διεθνείς κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στις εξαγωγές του ρωσικού πετρελαίου.

Ο «σκοτεινός στόλος» αποτελείται κυρίως από τάνκερ, τα οποία αποφεύγουν την ανίχνευση απενεργοποιώντας τα συστήματα εντοπισμού τους. Σύμφωνα με τη ναυτιλιακή νομοθεσία, κάθε πλοίο που πλέει σε διεθνή ύδατα πρέπει να φέρει σημαία κάποιας χώρας, διαφορετικά θεωρείται πειρατικό. Η χώρα της σημαίας είναι υπεύθυνη για την ασφάλεια και την τήρηση των κανονισμών επί του πλοίου.

Η πολύπλοκη ιδιοκτησιακή δομή αυτών των πλοίων, που έχει ως στόχο να αποκρύψει τους πραγματικούς ιδιοκτήτες, καθιστά απαραίτητη την ύπαρξη αυστηρών διαδικασιών ελέγχου στα νηολόγια. Ωστόσο, τα περισσότερα από αυτά τα πλοία είναι παλιά, κακοσυντηρημένα, ανεπαρκώς ασφαλισμένα και δεν πληρούν τα διεθνή πρότυπα.

Η ηλεκτρονική αλληλογραφία, που δημοσιοποιήθηκε μέσω του Νόμου περί Επίσημων Πληροφοριών, δείχνουν επίσης ότι η Νέα Ζηλανδία έχει προσφέρει βοήθεια στην υπηρεσία Maritime Cook Islands (MCI) για τη βελτίωση των διαδικασιών της, καθώς το πρόβλημα φαίνεται να επιδεινώνεται παρά το γεγονός ότι η υπηρεσία διαθέτει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να αναλάβει δράση κατά των μη συμμορφούμενων πλοίων.

Διπλωματικές Εντάσεις

Οι σχέσεις μεταξύ της Νέας Ζηλανδίας και των Νήσων Κουκ παραμένουν τεταμένες, ιδιαίτερα μετά την επίσκεψη του πρωθυπουργού των Νήσων Κουκ, Μαρκ Μπράουν, στο Πεκίνο τον Φεβρουάριο. Ο Μπράουν υπέγραψε αρκετές διμερείς συμφωνίες χωρίς να ενημερώσει τη Νέα Ζηλανδία, παρά το γεγονός ότι οι Νήσοι Κουκ ανήκουν στο Βασίλειο της Νέας Ζηλανδίας και οι πολίτες τους διαθέτουν νεοζηλανδικά διαβατήρια. Η απόφαση αυτή προκάλεσε εκτεταμένες διαμαρτυρίες στη χώρα.

Σε φωτογραφία που τραβήχτηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2024, στα ανοικτά του Porkkalanniemi, Kirkkonummi, στον Κόλπο της Φινλανδίας, φαίνεται το πετρελαιοφόρο Eagle S (Κ), το οποίο φέρει τη σημαία των Νήσων Κουκ, δίπλα στο φινλανδικό πλοίο συνοριοφυλακής Uisko (Α) και το ρυμουλκό Ukko (μπροστά Δ). (JUSSI NUKARI/Lehtikuva/AFP μέσω Getty Images)

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη Νέα Ζηλανδία παρουσιάζει το τάνκερ Eagle S, που φέρει τη σημαία των Νήσων Κουκ και κατασχέθηκε από τις φινλανδικές αρχές τα Χριστούγεννα του 2024 στη Βαλτική Θάλασσα, καθώς θεωρείται υπεύθυνο για την κοπή του υποθαλάσσιου καλωδίου Estlink 2, το οποίο μεταφέρει ηλεκτρική ενέργεια από τη Φινλανδία στην Εσθονία. Έναν μήνα πριν από το περιστατικό, η Νέα Ζηλανδία είχε χαρακτηρίσει το Eagle S ως «σοβαρά μη συμμορφούμενο» και είχε μεταφέρει τη σχετική πληροφορία στην κυβέρνηση των Νήσων Κουκ.

Αποκαλύψεις από την ηλεκτρονική αλληλογραφία

Η αλληλογραφία που διέρρευσε, αν και σε μεγάλο βαθμό λογοκριμένη, περιλαμβάνει αρκετά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του MFAT που εκφράζουν ανησυχίες για το νηολόγιο των Νήσων Κουκ και προειδοποιούν ότι ενδέχεται να χρησιμοποιείται από τη Ρωσία για να παρακάμψει τις κυρώσεις.

Σε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 10ης Ιανουαρίου από την Ύπατη Αρμοστεία της Νέας Ζηλανδίας στις Νήσους Κουκ αναφέρεται ότι η κυβέρνηση του Ουέλιγκτον έχει δώσει εντολή να γίνει επίσημη διαμαρτυρία προς τις Νήσους Κουκ για το ζήτημα του «σκοτεινού στόλου», να επαναδιατυπωθούν οι ανησυχίες της Νέας Ζηλανδίας, να ζητηθούν διαβεβαιώσεις και να προσφερθεί βοήθεια.

Σε άλλο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της ίδιας ημέρας αναφέρεται ότι οι ανησυχίες της Νέας Ζηλανδίας για το νηολόγιο των Νήσων Κουκ αυξήθηκαν μετά το περιστατικό με το Estlink 2.

«Καθώς το πλοίο θεωρείται μέρος του ρωσικού ‘σκοτεινού στόλου’, ζητούμε διευκρινίσεις από την κυβέρνηση των Νήσων Κουκ σχετικά με την αντίδρασή της στο συμβάν, δεδομένης της σοβαρότητας του ζητήματος και των πιθανών συνεπειών. Τα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν αύξηση των κυρωμένων πλοίων στο νηολόγιό της», σημειώνεται στην αλληλογραφία.

Η Νέα Ζηλανδία ζητά «διαβεβαιώσεις ότι όλα τα κυρωμένα πλοία έχουν διαγραφεί επισήμως ή ότι βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία για την απομάκρυνσή τους».

Έκθεση της Κοινής Υπουργικής Ομάδας Εργασίας Νέας Ζηλανδίας-Νήσων Κουκ και του Κοινού Διαλόγου Άμυνας και Ασφάλειας αναφέρει ότι οι νεοζηλανδικές αρχές ενημέρωσαν για το νέο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας, τονίζοντας την ανησυχία τους για τη χρήση του «σκοτεινού στόλου» από τη Ρωσία και τη Βόρεια Κορέα για τη μεταφορά πετρελαίου, παραβιάζοντας το ανώτατο όριο τιμών του G7+ και το καθεστώς κυρώσεων των συμμάχων.

Η έκρηξη του Pablo με σημαία Γκαμπόν τον Μάιο του 2023, 40 ναυτικά μίλια ανοικτά των ακτών της Μαλαισίας, ανέδειξε τους κινδύνους που εγκυμονούν τα γηρασμένα πλοία που μεταφέρουν ρωσικό, ιρανικό ή βενεζουελάνικο αργό πετρέλαιο. (Ευγενική προσφορά του MMEA/CC BY 4.0)

Η έκθεση υπογραμμίζει ότι οι νεοζηλανδικές αρχές εξέφρασαν έντονες ανησυχίες για την εγγραφή πλοίων συνδεδεμένων με τον «σκοτεινού στόλου» στο νηολόγιο των Νήσων Κουκ και δεσμεύτηκαν να παρέχουν πληροφορίες για τα ύποπτα πλοία, κάτι που έκαναν στις 6 Δεκεμβρίου.

Οι νεοζηλανδικές κυρώσεις στοχεύουν άτομα που συνδέονται με χημικά όπλα και βαλλιστικούς πυραύλους, ενώ μέχρι στιγμής έχουν επιβληθεί κυρώσεις σε περισσότερα από 700 άτομα και οντότητες.

Η νεοζηλανδική αποστολή στη Ραροτόνγκα ενημερώθηκε να μεταφέρει τη σοβαρότητα της κατάστασης από τη σκοπιά των διεθνών σχέσεων, της διεθνούς ασφάλειας, της νομικής ευθύνης και της φήμης των Νήσων Κουκ.

«Οι ενέργειες των πλοίων που φέρουν τη σημαία των Νήσων Κουκ και οποιαδήποτε αντίληψη περί αδιαφορίας ή έλλειψης δράσης από την κυβέρνηση των Νήσων Κουκ θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη διεθνή της θέση και την αποτελεσματικότητα των διεθνών κυρώσεων», αναφέρει η αλληλογραφία.

Οι Νήσοι Κουκ και η ιδιωτική εταιρεία MCI, που διαχειρίζεται το νηολόγιο, δηλώνουν ότι τηρούν τις διεθνείς κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Ωστόσο, από τα 59 κυρωμένα πλοία, τα εννέα εξακολουθούν να φέρουν τη σημαία των Νήσων Κουκ.

Νέες αεροπορικές επιδρομές του Ισραήλ στη Συρία εναντίον στρατιωτικών στόχων

Οι ένοπλες δυνάμεις του Ισραήλ εξαπέλυσαν χθες Πέμπτη νέα αεροπορικά πλήγματα εναντίον στρατιωτικών στόχων κοντά στη Δαμασκό, ανακοίνωσε ΜΚΟ, παρά την προειδοποίηση ειδικού επιτετραμμένου του ΟΗΕ, που κατηγόρησε την ισραηλινή ηγεσία πως επιδιώκει να «αποσταθεροποιηθεί» η Συρία.

Εντατικοί ισραηλινοί αεροπορικοί βομβαρδισμοί προχθές Τετάρτη το βράδυ στην κεντρική Συρία και στην περιοχή της Δαμασκού ακολουθήθηκαν από χερσαία επιδρομή στο νότιο τμήμα της συριακής επικράτειας.

Συνολικά σκοτώθηκαν δεκατρείς άνθρωποι, σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ Γκάιρ Πέντερσεν κάλεσε χθες το Ισραήλ «να σταματήσει τις επιθέσεις αυτές (…) οι οποίες υπονομεύουν τις προσπάθειες να οικοδομηθεί νέα Συρία, σε ειρήνη με τον εαυτό της και την περιφέρεια, κι αποσταθεροποιούν τη Συρία σε ευαίσθητη στιγμή».

Χθες βράδυ, ισραηλινά αεροσκάφη διεξήγαγαν νέα πλήγματα εναντίον στρατιωτικών στόχων στην περιφέρεια της Δαμασκού, σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Μετά την πτώση του Μπασάρ αλ Άσαντ και την κατάληψη της εξουσίας από συμμαχία ισλαμιστικών ένοπλων οργανώσεων την 8η Δεκεμβρίου, οι ένοπλες δυνάμεις του Ισραήλ έχουν προχωρήσει σε εκατοντάδες πλήγματα εναντίον στρατιωτικών στόχων στη συριακή επικράτεια, σχεδόν όλα από αέρος.

Ο ισραηλινός υπουργός Άμυνας, ο Ισραέλ Κατς, διεμήνυσε χθες στον νέο de facto ηγέτη της Συρίας, τον Άχμαντ αλ Σάρα, πως θα πληρώσει «βαρύ τίμημα» αν απειληθεί η ασφάλεια του Ισραήλ.

Προχθές το βράδυ, η ισραηλινή αεροπορία προχώρησε σε σειρά βομβαρδισμών, εναντίον κέντρου στρατιωτικής έρευνας στη Δαμασκό, στρατιωτικού αεροδρομίου στη Χάμα και της αεροπορικής βάσης T4 στην επαρχία Χομς – οι δυο τελευταίες εγκαταστάσεις βρίσκονται στο κεντρικό τμήμα της Συρίας.

Το συριακό υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι το αεροδρόμιο «καταστράφηκε σχεδόν εντελώς» και κατήγγειλε «προσπάθεια εκ προμελέτης για την αποσταθεροποίηση της Συρίας».

Σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τέσσερις στρατιωτικοί σκοτώθηκαν και άλλοι 12 τραυματίστηκαν στα πλήγματα στο αεροδρόμιο στη Χάμα.

Ανταποκριτής του Γαλλικού Πρακτορείου είδε τουλάχιστον ένα στρατιωτικό αεροσκάφος απανθρακωμένο και στρατιωτικά οχήματα, ανάμεσά τους ένα με εγκατεστημένο σύστημα αντιαεροπορικής άμυνας, να έχουν υποστεί εκτεταμένες ζημιές.

Κτίριο του κέντρου επιστημονικής έρευνας στο Μπαρζέ, προάστιο της Δαμασκού, επίσης καταστράφηκε, μετέδωσε ανταποκριτής του AFP.

Οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις επιβεβαίωσαν ότι έπληξαν «στρατιωτικές δυνατότητες στις συριακές βάσεις στη Χάμα και T4», καθώς και «άλλες στρατιωτικές υποδομές στην περιοχή της Δαμασκού».

Πηγή του Γαλλικού Πρακτορείου στον στρατό των νέων de facto αρχών ανέφερε πως η Τουρκία προσπαθεί να εγκαταστήσει «στρατιωτικές θέσεις» στη Συρία, ανάμεσά τους μια «στο εσωτερικό της βάσης T4».

Ο υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ, ο Γεδεών Σάαρ, κατηγόρησε την Τουρκία ότι διαδραματίζει «αρνητικό ρόλο στη Συρία», όπως και «στον Λίβανο». «Δεν νομίζουμε πως η Συρία πρέπει να γίνει τουρκικό προτεκτοράτο», είπε.

Στη Ντεράα, εξοργισμένο πλήθος πήγε χθες στις κηδείες εννιά ανθρώπων οι οποίοι σκοτώθηκαν στην ισραηλινή χερσαία εισβολή.

«Πρόκειται για αγροτική περιοχή (…) όπου κανένας δεν απειλεί τις ισραηλινές δυνάμεις. Θέλουμε να ζήσουμε ειρηνικά, αλλά δεν αποδεχόμαστε να μας επιτίθενται», είπε ο 48χρονος Χάλεντ αλ Άουντατ.

Οι επαρχιακές αρχές ανακοίνωσαν τον θάνατο εννιά ανθρώπων κοντά στην πόλη Νάουα, έπειτα από βομβαρδισμό που ακολουθήθηκε από χερσαία επιδρομή. Η επιχείρηση αυτή διεξήχθη πιο βαθιά στο συριακό έδαφος από οποιαδήποτε προηγουμένη.

Σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τα θύματα ήταν κάτοικοι που πήραν τα όπλα έπειτα από εκκλήσεις σε τζαμιά να αποκρουστεί η ισραηλινή προέλαση.

Ο ισραηλινός στρατός ανέφερε πως ανταπέδωσε πυρά στη νότια Συρία και «εξάλειψε ένοπλους τρομοκράτες» με πλήγματα που εξαπέλυσε από εδάφους και από αέρος.

«Η παρουσία όπλων στη νότια Συρία αποτελεί απειλή για το κράτος του Ισραήλ», ανέφερε εκπρόσωπος του στρατού.

Μετά την πτώση του Μπασάρ αλ Άσαντ, το Ισραήλ έστειλε μονάδες πέρα από την λεγόμενη αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη στο υψίπεδο του Γκολάν, στη νοτιοδυτική Συρία. Και προχώρησε σε εκατοντάδες αεροπορικές επιδρομές εναντίον εγκαταστάσεων του πρότερου καθεστώτος, επιχειρηματολογώντας πως σκοπός του είναι να αποτραπεί το ενδεχόμενο το οπλοστάσιο του Άσαντ να πέσει στα χέρια των νέων αρχών, που η κυβέρνηση του Μπενιαμίν Νετανιάχου χαρακτηρίζει «τζιχαντιστές».

Στα τέλη του Φεβρουαρίου ο πρωθυπουργός Νετανιάχου απαίτησε την «πλήρη αποστρατιωτικοποίηση της νότιας Συρίας».

Το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών κατηγόρησε χθες βράδυ την Κυριακή το Ισραήλ πως «έχει μετατραπεί στη μεγαλύτερη απειλή για την περιφερειακή ασφάλεια» και «αποσταθεροποιεί» τη Συρία «προκαλώντας χάος και τροφοδοτώντας την τρομοκρατία».

Η τουρκική διπλωματία έκρινε πως το Ισραήλ πρέπει «να εγκαταλείψει» τις «επεκτατικές πολιτικές του, να αποσυρθεί από τα εδάφη που κατέχει και να σταματήσει να υπονομεύει τις προσπάθειες για την αποκατάσταση της σταθερότητας στη Συρία».

Το Ισραήλ καταργεί δασμούς σε αμερικανικές εισαγωγές πριν από την «μέρα απελευθέρωσης» του Τραμπ

Το Ισραήλ ανακοίνωσε ότι καταργεί όλους τους εναπομένοντες δασμούς σε αμερικανικές εισαγωγές, ώρες πριν η διοίκηση Τραμπ εφαρμόσει μεγάλης κλίμακας αμοιβαίους δασμούς προς τους διεθνείς εμπορικούς εταίρους της.

Η απόφαση, που αποκαλύφθηκε την Τρίτη από Ισραηλινούς αξιωματούχους, ακόμα απαιτεί τελική έγκριση από τον υπουργό Οικονομικών Νιρ Μπαρκάτ και την οικονομική επιτροπή του Κοινοβουλίου, αν και αμφότεροι αναμένονται να υποστηρίξουν το μέτρο.

«Οι δασμοί σε όλες τις εισαγωγές από τις Ηνωμένες Πολιτείες θα ακυρωθούν», ανέφερε σε ανακοίνωσή του το γραφείο του πρωθυπουργού.

Το χρονοδιάγραμμα φαίνεται σκόπιμα υπολογισμένο για να αποφευχθούν πιθανές οικονομικές συνέπειες, καθώς ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προετοιμάζεται για αυτό που η κυβέρνησή του έχει ονομάσει «Ημέρα Απελευθέρωσης» στις 2 Απριλίου, όταν θα ανακοινωθούν νέοι δασμοί σε πολλές χώρες.

Ο Ισραηλινός υπουργός Οικονομικών Μπεζαλέλ Σμότρικ, ο οποίος έχει υπογράψει το διάταγμα για τον τερματισμό των δασμών, είπε ότι η απόφαση έχει στόχο να προστατεύσει την οικονομία του Ισραήλ και να ενισχύσει τις διεθνείς σχέσεις.

«Η πλήρης κατάργηση των δασμών στις εισαγωγές από τις ΗΠΑ είναι ένα σημαντικό βήμα για τη διαφύλαξη της ισραηλινής οικονομίας σε μια ευαίσθητη περίοδο και την ενίσχυση των οικονομικών δεσμών με τον σημαντικότερο σύμμαχό μας – τις Ηνωμένες Πολιτείες», δήλωσε ο Σμότρικ σε κοινή δήλωση με τον Μπακράτ και τον πρωθυπουργό Βενιαμίν Νετανιάχου.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος του Ισραήλ, με διμερές εμπόριο αξίας 34 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2024. Τα δύο έθνη διατηρούν μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου για 40 χρόνια, με περίπου το 98% των αμερικανικών αγαθών να εισέρχονται ήδη στο Ισραήλ αφορολόγητα.

Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών του Ισραήλ, οι υπόλοιποι δασμοί επηρέασαν κυρίως τις εισαγωγές γεωργικών προϊόντων και απέφεραν έσοδα περίπου 11,3 εκατομμυρίων δολαρίων ετησίως.

«Η κατάργηση των δασμών στα αμερικανικά προϊόντα είναι ένα ακόμη βήμα για να ανοίξει η αγορά στον ανταγωνισμό, να διαφοροποιηθεί η οικονομία και να μειωθεί το κόστος ζωής», δήλωσε ο πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου. «Εκτός από τα οικονομικά οφέλη για την οικονομία και τους πολίτες του Ισραήλ, η τρέχουσα κίνηση θα μας επιτρέψει να ενισχύσουμε περαιτέρω τη συμμαχία και τους δεσμούς μεταξύ του Ισραήλ και των Ηνωμένων Πολιτειών».

Ο υπουργός Οικονομίας Μπακράτ περιέγραψε την κατάργηση των δασμών ως «ένα συμπληρωματικό βήμα στις διμερείς εμπορικές σχέσεις που θα προωθήσει περαιτέρω οικονομική συνεργασία στο μέλλον».

Η απόφαση έρχεται καθώς οι παγκόσμιες αγορές προετοιμάζονται για την ανακοίνωση του Τραμπ στις 2 Απριλίου. Σύμφωνα με την εκπρόσωπο Τύπου του Λευκού Οίκου ο Τραμπ θα αποκαλύψει τα σχέδια για την επιβολή αμοιβαίων δασμών σε όλους σχεδόν τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, «χωρίς εξαιρέσεις αυτή τη στιγμή».

Ενώ τα συγκεκριμένα ποσοστά παραμένουν άγνωστα, οικονομολόγοι και ειδικοί στο εμπόριο προβλέπουν ότι ο Λευκός Οίκος θα αυξήσει τους δασμούς των ΗΠΑ παγκοσμίως μεταξύ 9% και 18%. Οι αναλυτές της Goldman Sachs υπέθεσαν ότι τα πραγματικά ποσοστά θα μπορούσαν να είναι ακόμη υψηλότερα, καθώς «οι αξιωματούχοι της διοίκησης είπαν ρητά ότι οι συντελεστές δασμών που θα ανακοινωθούν σύντομα προορίζονται ως βάση για διαπραγμάτευση, κάτι που δίνει κίνητρο στη διοίκηση να προτείνει υψηλότερα ποσοστά».

Ο ισραηλινός αγροτικός τομέας θα μπορούσε να αντιμετωπίσει προκλήσεις από την κατάργηση των δασμών, σύμφωνα με το υπουργείο Γεωργίας, το οποίο ανέφερε ότι μπορεί να παράσχει αποζημίωση στους Ισραηλινούς αγρότες εάν οι δασμολογικές πολιτικές του Τραμπ επηρεάσουν αρνητικά τον τομέα.

Ο Τραμπ έχει ήδη ανακοινώσει δασμούς 25% στα εισαγόμενα αυτοκίνητα και ανταλλακτικά αυτοκινήτων που ισχύουν από τις 2 Απριλίου και η είσπραξη θα ξεκινά στις 3 Απριλίου. Συζήτησε επίσης σχέδια για επιβολή δασμών σε εισαγόμενα φαρμακευτικά προϊόντα. Ο Αμερικανός πρόεδρος σημείωσε ότι είναι ανοιχτός στη διαπραγμάτευση τέτοιων δασμών με αντάλλαγμα ευνοϊκές συμφωνίες, αν και τέτοιες συμφωνίες δεν θα επιτευχθούν πριν από τις 2 Απριλίου.

Ο Νηλ Σήρινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος στην Capital Economics, προβλέπει ότι η συνδυασμένη επίδραση όλων αυτών των δασμολογικών μέτρων θα ωθήσει τον δασμολογικό συντελεστή των ΗΠΑ στο «υψηλότερο από τη δεκαετία του 1940».

του Rudy Blalock

Το Reuters συνέβαλε σε αυτό το άρθρο.

Τέλος εποχής για τα Ινστιτούτα Κομφούκιου στην Αυστραλία – Έξι πανεπιστήμια κόβουν τους δεσμούς με το Πεκίνο

Τα τελευταία τρία χρόνια, έξι μεγάλα πανεπιστήμια της Αυστραλίας αποφάσισαν να τερματίσουν τις συνεργασίες τους με τα Ινστιτούτα Κομφούκιος, εκπαιδευτικούς και πολιτιστικούς οργανισμούς που χρηματοδοτούνται από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ). Πρόκειται για σαφή ένδειξη της αυξανόμενης δυσπιστίας των δυτικών δημοκρατιών, ανάμεσά τους και της Αυστραλίας, έναντι των κινεζικών προσπαθειών άσκησης επιρροής στον ακαδημαϊκό και πολιτιστικό τομέα.

Τα Ινστιτούτα Κομφούκιος αναπτύχθηκαν στην Αυστραλία πριν περίπου 20 χρόνια, με επίσημο στόχο τη διάδοση της κινεζικής γλώσσας και κουλτούρας. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, δέχτηκαν έντονες επικρίσεις για προώθηση της κινεζικής προπαγάνδας και λογοκρισίας περιεχομένου με στόχο την ενίσχυση της κινεζικής «ήπιας ισχύος».

Πανεπιστήμια κλείνουν τα Ινστιτούτα Κομφούκιου

Το πρώτο πανεπιστήμιο που τερμάτισε τη λειτουργία του ήταν το Royal Melbourne Institute of Technology (RMIT) το 2021, επικαλούμενο «μειωμένο ενδιαφέρον» των φοιτητών. Ακολούθησε το University of New South Wales (UNSW) και το University of Western Australia (UWA), ενώ την ίδια περίοδο αναφέρθηκαν πληροφορίες για αποχώρηση του University of Adelaide, χωρίς ωστόσο να υπάρχει επίσημη επιβεβαίωση.

Φοιτητές περπατούν στην πανεπιστημιούπολη St. Lucia του University of Queensland (UQ), στο Μπρισμπέιν της Αυστραλίας στις 6 Μαρτίου 2023. (Daniel Y. Teng/The Epoch Times)

Ακολούθησε η ολοκλήρωση των συμβολαίων το 2024 στο University of Melbourne και στο University of Queensland, που αποφάσισαν να μη συνεχίσουν τη συνεργασία με το Πεκίνο.

Παραμένουν πλέον επτά Ινστιτούτα Κομφούκιος σε πανεπιστήμια, όπως University of Sydney, University of Newcastle, Queensland University of Technology (QUT), Griffith University, La Trobe University, La Trobe University και Charles Darwin University.

Γιατί προχώρησαν στο κλείσιμο

Τα πανεπιστήμια πρόβαλαν διάφορους λόγους για τον τερματισμό των συνεργασιών.

Το 2021, το RMIT δήλωσε ότι αυτό οφειλόταν στη μείωση της ζήτησης των φοιτητών για το πρόγραμμα κινεζικής ιατρικής. Τότε, το πανεπιστήμιο δήλωσε ότι η απόφασή του δεν επηρεάστηκε από τρίτους.

Ο Σι Τζινπίνγκ εκφωνεί ομιλία πριν από τα εγκαίνια του πρώτου Ινστιτούτου Κομφούκιου για την Κινεζική Ιατρική της Αυστραλίας, στο Πανεπιστήμιο RMIT στη Μελβούρνη, στις 20 Ιουνίου 2010. (William West/AFP μέσω Getty Images)

 

Εν τω μεταξύ, το UWA δήλωσε ότι η λειτουργία του Ινστιτούτου Κομφούκιου σταμάτησε λόγω των συνεχιζόμενων διαταραχών που προκλήθηκαν από το κλείσιμο των συνόρων κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19.

Το πανεπιστήμιο δήλωσε επίσης ότι βρήκε αντικαταστάτη για τα προγράμματα κινεζικής γλώσσας που προσέφερε το Ινστιτούτο. «Το πανεπιστήμιο αναγνωρίζει τη σημασία των ασιατικών γλωσσικών δεξιοτήτων, όπως τονίζεται σε διαδοχικές κυβερνητικές εκθέσεις, και παραμένει προσηλωμένο στη βελτίωση του ασιατικού αλφαβητισμού της Αυστραλίας», δήλωσε εκπρόσωπος του UWA στην Epoch Times.

«Το UWA έχει επεκτείνει το πρόγραμμα κινεζικών σπουδών του για να καλύψει τη ζήτηση για γλωσσική εκπαίδευση, αναιρώντας την ανάγκη να επιδιώξουμε μια νέα συμφωνία για ένα Ινστιτούτο Κομφούκιου».

Το University of Adelaide δεν σχολίασε την κατάσταση του Ινστιτούτου Κομφούκιος, αλλά δήλωσε ότι θα συνεχίσει να διατηρεί τη δέσμευσή του στις γλωσσικές και πολιτιστικές σπουδές. «Το University of Adelaide συνεχίζει να εμβαθύνει την κατανόηση της παγκόσμιας κοινότητας μέσω της δέσμευσής του στις γλωσσικές και πολιτιστικές σπουδές, καθώς και στην προώθηση των δεσμών με άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, μέσω συνεργασιών, έρευνας και εκπαιδευτικής συνεργασίας», δήλωσε εκπρόσωπος του University of Adelaide στην Epoch Times.

Γενική άποψη του University of Adelaide, 3 Μαΐου 2017. (AAP Image/David Mariuz)

 

Εκπρόσωπος του University of Queensland δήλωσε ότι το Ινστιτούτο Κομφούκιος έκλεισε μετά τη λήξη της σύμβασής του με το Πανεπιστήμιο Tianjin στις 31 Δεκεμβρίου 2024. «Όλοι οι εταίροι του Ινστιτούτου Κομφούκιου και άλλοι ενδιαφερόμενοι ενημερώθηκαν πριν από το κλείσιμό του», δήλωσε ο εκπρόσωπος στην Epoch Times.

Το πανεπιστήμιο σημείωσε επίσης ότι δεν είχε λάβει καμία κατεύθυνση από την κυβέρνηση σχετικά με το Ινστιτούτο.

«Το University of Queensland παραμένει προσηλωμένο στην προώθηση των παγκόσμιων συνεργασιών του με κορυφαία ιδρύματα σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, στους τομείς της διδασκαλίας ξένων γλωσσών, της κινητικότητας και των εγγραφών φοιτητών και της έρευνας», δήλωσε ο εκπρόσωπος.

Όσον αφορά το ενδεχόμενο επικείμενο κλείσιμο, το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ (QUT) εξακολουθεί να φιλοξενεί το πρόγραμμά του. Ωστόσο, το πανεπιστήμιο δήλωσε ότι η σύμβασή του θα λήξει το 2025 και θα αποτελέσει αντικείμενο επανεξέτασης σύμφωνα με τις κυβερνητικές απαιτήσεις. «Το QUT θα επανεξετάσει όλες τις συμφωνίες σύμφωνα με την πολιτική της αυστραλιανής κυβέρνησης και τους διαθέσιμους πόρους πριν από τη λήξη της τρέχουσας σύμβασης κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους», δήλωσε εκπρόσωπος του QUT στην Epoch Times.

Ένα μεγάλο λογότυπο του Queensland University of Technology στην πανεπιστημιούπολη Gardens Point, στο Queensland της Αυστραλίας, στις 16 Φεβρουαρίου 2025. (Daniel Y. Teng/The Epoch Times)

 

«Πάντα συμμορφωνόμασταν και θα συνεχίσουμε να συμμορφωνόμαστε με όλες τις απαιτήσεις του Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων και Εμπορίου (Department of Foreign Affairs and Trade-DFAT)».

Η Epoch Times επικοινώνησε με το University of Melbourne και το UNSW για σχόλια.

Το Πεκίνο δεν μπορεί να αντιδράσει

Ο Φενγκ Τσονγκγί, αναπληρωτής καθηγητής Κινέζικων Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Τεχνολογίας του Σίδνεϊ, δήλωσε ότι η αρχική πρόθεση πίσω από τη δημιουργία των Ινστιτούτων Κομφούκιου ήταν να ενισχυθούν οι σχέσεις μεταξύ Αυστραλίας και του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ).

«Ο λόγος για τον οποίο ίδρυσαν τα Ινστιτούτα Κομφούκιου ήταν για να δείξουν καλή θέληση προς την κινεζική κυβέρνηση, να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση από την κινεζική κυβέρνηση, να φέρουν Κινέζους φοιτητές και να δημιουργήσουν συνεργατικά έργα στην Κίνα», δήλωσε στην Epoch Times.

Ωστόσο, ο αναπληρωτής καθηγητής σημείωσε ότι υπήρξε μια σημαντική αλλαγή στη στάση της Δύσης απέναντι στα Ινστιτούτα Κομφούκιου μετά το 2017-2018, με την Αυστραλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες δημοκρατίες να εισάγουν σειρά νομοθεσιών για να προστατευθούν από τις κρυφές δραστηριότητές τους, όπως οι νόμοι περί ξένης παρέμβασης στην Αυστραλία.

«Τώρα που οι νόμοι έχουν εφαρμοστεί, το Ινστιτούτο Κομφούκιου έχει γίνει βάρος. Ωστόσο, πολλά πανεπιστήμια δεν τα έχουν κλείσει άμεσα για να μην προσβάλουν ανοιχτά την Κίνα», είπε.

«Αντίθετα, η συνήθης πρακτική είναι να περιμένουν μέχρι να λήξουν τα συμβόλαια και να μην τα ανανεώσουν, βρίσκοντας διάφορους λόγους για να μην τα επεκτείνουν».

Το Διεθνές Κτίριο του Griffith University, όπου λειτουργεί το Ινστιτούτο Τουρισμού Κομφούκιου στην πανεπιστημιούπολη Gold Coast, Σάουθπορτ, Κουίνσλαντ, 27 Δεκεμβρίου 2018. (Richard Szabo/The Epoch Times)

Το κλείσιμο των Ινστιτούτων Κομφούκιου σε πανεπιστήμια της Αυστραλίας έχει πλήξει τη φιλοδοξία του ΚΚΚ να ασκήσει επιρροή στη χώρα.

«Είναι ανίσχυροι. Ο ΚΚΚ δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Ακόμα κι αν θέλουν να θυμώσουν, δεν έχουν που να εκτονώσουν τον θυμό τους», δήλωσε ο Φενγκ.

Η Αυστραλία θα μπορούσε να προχωρήσει πιο γρήγορα

Ενώ τα πανεπιστήμια λαμβάνουν μέτρα, κάποιοι ειδικοί πιστεύουν ότι η αυστραλιανή κυβέρνηση θα μπορούσε να κάνει περισσότερα.

Το Φεβρουάριο του 2023, η κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος ανακοίνωσε ότι δεν θα εγκρίνει νέα Ινστιτούτα Κομφούκιου και ότι θα εξετάσει τα υπάρχοντα μετά από έκθεση του Κοινοβουλίου για την ξένη επιρροή και παρέμβαση στα πανεπιστήμια.

Παρόλα αυτά, ο Λιν Μπιν, υπέρμαχος της δημοκρατίας του Χονγκ Κονγκ και σχολιαστής των ΜΜΕ με διδακτορικό στην πολιτική επιστήμη, δήλωσε ότι η Αυστραλία μπορεί να κινηθεί πιο γρήγορα. «Έπρεπε να είχαν δράσει νωρίτερα. Η διείσδυση του ΚΚΚ είναι ακόμα αρκετά έντονη, και η αυστραλιανή κυβέρνηση ανταποκρίνεται πολύ αργά», δήλωσε στην Epoch Times.

«Πιστεύω ότι η αυστραλιανή κυβέρνηση πρέπει να κάνει περισσότερα, ειδικά όσον αφορά τις υπηρεσίες αντικατασκοπείας. Οι υπηρεσίες αντικατασκοπείας θα πρέπει να δαπανούν περισσότερους πόρους—ανθρώπινο δυναμικό, υλικά και χρηματοδότηση—για να καταπολεμήσουν την επιρροή του ΚΚΚ στην Αυστραλία».

Επιπλέον, ο Λιν κάλεσε τα αυστραλιανά πανεπιστήμια να αναζητήσουν άλλες αγορές για ανάπτυξη, ώστε να αποφύγουν τη χρηματοοικονομική υπερβολική εξάρτηση από Κινέζους φοιτητές. «Δεν πρέπει να επικεντρώνονται αποκλειστικά στην Κίνα. Αντίθετα, τα αυστραλιανά πανεπιστήμια θα πρέπει να κοιτάξουν προς πιο δημοκρατικές χώρες με κοινές αξίες ελευθερίας και δημοκρατίας—χώρες που ευθυγραμμίζονται με τις αρχές της Αυστραλίας», είπε.

Τι είναι τα Ινστιτούτα Κομφούκιου

Τα Ινστιτούτα Κομφούκιου είναι «μη κερδοσκοπικά εκπαιδευτικά ιδρύματα» που χρηματοδοτούνται από το κομμουνιστικό καθεστώς και λειτουργούν εκτός Κίνας μέσω συνεργασιών με διεθνή πανεπιστήμια και σχολεία.

Προσφέρουν μια σειρά από δωρεάν εργαστήρια και προγράμματα, καθώς και πληρωμένα μαθήματα γλώσσας για εγχώριους φοιτητές.

Ενώ το Πεκίνο ισχυρίζεται ότι σκοπός του προγράμματος είναι η προώθηση της κινεζικής γλώσσας και του πολιτισμού, το μοντέλο λειτουργίας του αποκαλύπτει κάτι διαφορετικό.

«Τα Ινστιτούτα Κομφούκιου χρησιμοποιούν εγχειρίδια από την Κίνα, στέλνουν [τους δικούς τους] Κινέζους καθηγητές και λειτουργούν από την αρχή με ένα σύστημα διπλής διαχείρισης», δήλωσε ο Φενγκ.

«Οι καθηγητές αποστέλλονται και επιλέγονται από το κινεζικό Υπουργείο Παιδείας. Ως εκ τούτου, αυτό [το ΚΚΚ] ουσιαστικά τοποθετούσε το ενιαίο μέτωπο και τον μηχανισμό προπαγάνδας της Κίνας μέσα σε αυτά τα πανεπιστήμια».

Διαδηλωτές έξω από το σχολικό συμβούλιο της περιφέρειας του Τορόντο, προτρέποντας το συμβούλιο να μην εφαρμόσει το πρόγραμμα του Ινστιτούτου Κομφούκιου στα σχολεία του Τορόντο, στο Τορόντο του Καναδά, στις 11 Ιανουαρίου 2014. (Allen Zhou/The Epoch Times)

 

Το 2017, η κινηματογραφίστρια Ντόρις Λιου (Doris Liu), με έδρα τον Καναδά, δημιούργησε το ντοκιμαντέρ «In the Name of Confucius» («Στο όνομα του Κομφούκιου») για να αποκαλύψει τις διαμάχες γύρω από το χρηματοδοτούμενο από το ΚΚΚ πρόγραμμα.

Εν τω μεταξύ, ο Λιν δήλωσε ότι τα Ινστιτούτα Κομφούκιου χρησιμεύουν ως μέσο ιδεολογικής διείσδυσης για το ΚΚΚ. «Ο στόχος είναι να προωθηθούν οι πολιτικές απόψεις του ΚΚΚ, η εκδοχή του για την κινεζική ιστορία και οι αξίες του στους Αυστραλούς φοιτητές – ουσιαστικά φέρνοντας την αφήγηση του ΚΚΚ στην Αυστραλία», είπε.

«To αφήγημα του ΚΚΚ είναι πολιτικά προκατειλημμένο, υποκειμενικό και άδικο. [Τα Ινστιτούτα Κομφούκιου] υπονομεύουν την κανονική λειτουργία των αυστραλιανών πανεπιστημίων και, μακροπρόθεσμα, απειλούν την ακαδημαϊκή ελευθερία.

Του Alfred Bui

Με τη συμβολή της Cindy Li

Κτίριο κινεζικής κατασκευής καταρρέει στην Ταϊλάνδη εν μέσω σκανδάλου διαφθοράς

Ένα εντυπωσιακό οικοδομικό έργο της Κίνας που προοριζόταν να στεγάσει το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ταϊλάνδης μετατράπηκε εν μία νυκτί από σύμβολο τεχνολογικής υπεροχής σε τραγωδία. Στις 28 Μαρτίου, ένας ισχυρός σεισμός 7,7 βαθμών στην κλίμακα Ρίχτερ έπληξε τη Μιανμάρ, προκαλώντας χιλιάδες θύματα. Ακόμη και 1.200 χιλιόμετρα από το επίκεντρο, η Μπανγκόκ συγκλονίστηκε, με τους ουρανοξύστες της πόλης να αμφιταλαντεύονται επικίνδυνα.

Ωστόσο, το 33όροφο κτίριο υπό κατασκευή, έργο της κινεζικής κρατικής China Railway Engineering Corporation μέσω της θυγατρικής της, China Railway No. 10 Engineering Group, δεν άντεξε. Ο πύργος των 137 μέτρων κατέρρευσε στιγμιαία, οδηγώντας σε απώλειες ανθρώπινων ζωών και εγκλωβισμό δεκάδων εργατών.

Το κτίριο είχε παρουσιαστεί αρχικά ως υπόδειγμα αντισεισμικής τεχνολογίας και μηχανικών προδιαγραφών υψηλής ποιότητας από κινεζικές επιχειρήσεις. Δεκάδες άρθρα στο διαδίκτυο προέβαλαν τις δήθεν καινοτόμες τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν για την ενίσχυση της αντοχής, διαφήμιση η οποία γρήγορα διαγράφηκε μετά το δυστύχημα.

Η κατάρρευση έφερε στο φως μία ακόμη πιο σκοτεινή πτυχή. Λίγες ώρες μετά το γεγονός, δημοσιογράφοι τοπικών μέσων ενημέρωσης εντόπισαν υπόπτους, μεταξύ των οποίων Κινέζοι υπήκοοι, να αφαιρούν και να διαφεύγουν κρυφά με δεκάδες έγγραφα από το εργοτάξιο. Οι αστυνομικές αρχές, που ειδοποιήθηκαν από τους δημοσιογράφους, προχώρησαν σε συλλήψεις, κατάσχεσαν 37 αρχεία και ξεκίνησαν εκτεταμένες έρευνες, καθώς υπάρχουν πλέον σαφή ερωτήματα για το ενδεχόμενο διαφθοράς, χρήση ακατάλληλων υλικών και επικίνδυνες ελλείψεις ασφαλείας κατά την κατασκευή.

Επιθεωρητές της ταϊλανδικής κυβέρνησης είχαν ήδη διαπιστώσει προβλήματα κατά τη διάρκεια της ανέγερσης του συγκεκριμένου κτιρίου, όπως καθυστερήσεις, έλλειψη εξειδικευμένων εργαζομένων και ενδείξεις για προσπάθεια μείωσης του κόστους με κάθε δυνατό τρόπο. Πλέον, οι αρχικές εξετάσεις στα υλικά καταδεικνύουν τη χρήση υποβαθμισμένου χάλυβα, εξαιρετικά ακατάλληλου για τόσο ψηλά κτίρια. Σύμφωνα με τις αρχές, αρκετές εταιρείες στην Ταϊλάνδη εμπλέκονται σε εισαγωγή παλαιού και ακατάλληλου κατασκευαστικού εξοπλισμού από την Κίνα.

Μια αεροφωτογραφία δείχνει το σημείο ενός υπό κατασκευή κτιρίου που κατέρρευσε στην Μπανγκόκ, στις 29 Μαρτίου 2025. (AFP μέσω Getty Images)

Όσο τρομακτική και αν είναι η κατάρρευση στη Μπανγκόκ, δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό. Είναι μία ακόμα προσθήκη σε έναν ήδη μακρύ κατάλογο καταστροφών που σχετίζονται με έργα κινεζικών εταιρειών. Ανάμεσά τους είναι η κατάρρευση νοσοκομείου στην Αγκόλα, ενός νεόκτιστου γεφυριού στην Κένυα και δεκάδες παρόμοιες περιπτώσεις εντός της Κίνας τα τελευταία χρόνια. Κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις καταδεικνύει σημαντικές παραλείψεις ασφάλειας, έλλειψη διαφάνειας και ανησυχητικά διαδεδομένη διαφθορά.

Οι έρευνες συνεχίζονται στην Ταϊλάνδη, καθώς το κτιριακό αυτό δυστύχημα θέτει καίριες ανησυχίες για την πρακτική ανάθεσης μεγάλων έργων υποδομής σε εταιρείες αμφίβολης αξιοπιστίας και ποιότητας. Παράλληλα, η τραγωδία αναδεικνύει ότι η στρατηγική της Κίνας να προωθεί κατασκευαστικά πρότζεκτ διεθνώς απαιτεί εμφανώς μεγαλύτερη προσοχή σε ζητήματα ασφάλειας και υπευθυνότητας από τις χώρες που τα επιλέγουν.

Η Ταϊβάν εξετάζει μηδενικούς δασμούς, περισσότερες επενδύσεις με τις ΗΠΑ

Ο πρόεδρος της Ταϊβάν, Λάι Τσινγκ-τε, είπε στις 6 Απριλίου ότι το έθνος του θα προσφέρει μηδενικούς δασμούς και κανένα αντίποινο ως έναρξη των διαπραγματεύσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ δεσμεύτηκε να άρει τα εμπορικά εμπόδια.

Ο Λάι είπε ότι οι εταιρείες της Ταϊβάν θα αυξήσουν επίσης τις επενδύσεις τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα σχόλια έγιναν ως απάντηση στους σαρωτικούς δασμούς εισαγωγής που ανακοίνωσε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ στις 2 Απριλίου. Η Ταϊβάν έχει εμπορικό πλεόνασμα με τις Ηνωμένες Πολιτείες και θα δει δασμούς 32% στις εξαγωγές της προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ωστόσο, οι νέοι δασμοί δεν επηρεάζουν τους ημιαγωγούς (τσιπ υπολιογιστών), μια από τις μεγαλύτερες εξαγωγές της Ταϊβάν.

Κατά τη συνάντηση με στελέχη μικρομεσαίων εταιρειών στην κατοικία του, ο Λάι σημείωσε ότι επειδή η Ταϊβάν εξαρτάται από το εμπόριο, η οικονομία της μπορεί να αντιμετωπίσει δυσκολίες όσον αφορά τους δασμούς των ΗΠΑ, αλλά ότι οι επιπτώσεις τους θα μπορούσαν να ελαχιστοποιηθούν.

«Οι δασμολογικές διαπραγματεύσεις μπορούν να ξεκινήσουν με ‘μηδενικούς δασμούς’ μεταξύ της Ταϊβάν και των Ηνωμένων Πολιτειών, με αναφορά στη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ΗΠΑ-Καναδά-Μεξικού», είπε. Ο Τραμπ είπε ότι οτιδήποτε συμμορφώνεται με τη συμφωνία ΗΠΑ-Καναδά-Μεξικού δεν θα υπόκειται σε πρόσθετους δασμούς.

Σε σχόλια που δόθηκαν από το γραφείο του, ο Λάι πρόσθεσε ότι δεν έχει σχέδια για αντίποινα σε δασμούς και ότι δεν θα υπάρξει καμία αλλαγή στις επιχειρηματικές επενδυτικές δεσμεύσεις της Ταϊβάν στις Ηνωμένες Πολιτείες, εφόσον είναι προς το συμφέρον του έθνους του.

Η Taiwan Semiconductor Manufacturing Company (TSMC), ο μεγαλύτερος κατασκευαστής τσιπ με σύμβαση στον κόσμο, ανακοίνωσε πρόσθετη επένδυση 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις Ηνωμένες Πολιτείες τον περασμένο μήνα.

«Στο μέλλον, εκτός από τις αυξημένες επενδύσεις της TSMC, άλλες βιομηχανίες, όπως η ηλεκτρονική, οι πληροφορίες και οι επικοινωνίες, τα πετροχημικά και το φυσικό αέριο, θα είναι σε θέση να αυξήσουν τις επενδύσεις στις ΗΠΑ και να εμβαθύνουν τη βιομηχανική συνεργασία Ταϊβάν-ΗΠΑ», είπε ο Λάι.

Ο Λάι πρόσθεσε ότι το υπουργικό του συμβούλιο εξετάζει ποιες εκτεταμένες αγροτικές, βιομηχανικές και ενεργειακές αγορές να κάνει από τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς το υπουργείο Άμυνάς του έχει προσφέρει μέχρι στιγμής τα σχέδιά του για αγορά όπλων.

«Όλες οι αγορές θα συνεχιστούν ενεργά», είπε.

Επιπλέον, οι μη δασμολογικοί φραγμοί είναι ένα μήνυμα για τις Ηνωμένες Πολιτείες να αξιολογήσουν τη δικαιοσύνη του εμπορίου και η Ταϊβάν θα διευθετήσει προληπτικά τους μη δασμολογικούς φραγμούς που έχουν διαρκέσει για πολλά χρόνια για να ομαλοποιήσει τις εμπορικές διαπραγματεύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, πρόσθεσε ο Λάι.

Παρά την έλλειψη επίσημων διπλωματικών δεσμών, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο πιο κρίσιμος διεθνής υποστηρικτής της Ταϊβάν και η κύρια πηγή όπλων της.

Εν τω μεταξύ, η Κίνα συνεχίζει να πιέζει την Ταϊβάν τόσο στρατιωτικά όσο και πολιτικά, θεωρώντας το δημοκρατικά διοικούμενο νησί ως κινεζικό έδαφος, εν μέσω αντιρρήσεων από την κυβέρνηση στην Ταϊπέι.

Λίγο πριν από την εισαγωγή των δασμών του Τραμπ, η Κίνα ανακοίνωσε το τέλος της τελευταίας σειράς πολεμικών παιχνιδιών της γύρω από την Ταϊβάν.

Η Ταϊβάν έχει υποστεί σημαντικές παγκόσμιες αλλαγές στο παρελθόν και επιβίωσε, είπε ο Λάι.

«Όχι μόνο μπορέσαμε να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες, αλλά μπορέσαμε επίσης να μετατρέψουμε τις κρίσεις σε ευκαιρίες, μετατρέποντας την οικονομία της Ταϊβάν σε μια νέα και πιο ανθεκτική», πρόσθεσε.

Προσωρινοί περιορισμοί στο shrot-selling

Στις 6 Απριλίου, η Επιτροπή Χρηματοοικονομικής Εποπτείας της Ταϊβάν δήλωσε ότι θα επιβάλει προσωρινούς περιορισμούς στο shrot-selling μετοχών για να αντιμετωπίσει την πιθανή αναταραχή στην αγορά μετά τους δασμούς εισαγωγής του Τραμπ, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε άλλων μέτρων όπως απαιτείται, ανέφερε η χρηματοπιστωτική ρυθμιστική αρχή σε δήλωση.

Η επιτροπή είπε ότι θα περιορίσει τον αριθμό των μετοχών που γίνονται short-selling ενώ θα αυξήσει τον ελάχιστο δείκτη shrot-selling στο 130 τοις εκατό από 90 τοις εκατό, αρχής γενομένης από τις 7 Απριλίου με λήξη στις 11 Απριλίου.

Στο shrot-selling οι επενδυτές δανείζονται μετοχές που αναμένουν να πουλήσουν, τις πουλάνε, μετά τις αγοράζουν, και τις επιστρέφουν αργότερα, βγάζοντας κέρδος από τη διαφορά.

Το χρηματιστήριο της Ταϊβάν έκλεισε λόγω αργίας στις 3 και 4 Απριλίου και θα ανοίξει ξανά στις 7 Απριλίου, πράγμα που σημαίνει ότι οι επενδυτές δεν είχαν την ευκαιρία να ανταποκριθούν στους νέους δασμούς. Οι παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές σημείωσαν πτώση μετά την ανακοίνωση του Τραμπ, με 5 τρισεκατομμύρια δολάρια να χάνονται από τον S&P 500 σε δύο ημέρες.

Η Επιτροπή Χρηματοοικονομικής Εποπτείας της Ταϊβάν δήλωσε ότι οι δασμοί των ΗΠΑ «είναι αναπόφευκτο να δημιουργήσουν μια σειρά από σημαντικές αβεβαιότητες για τη σταθερότητα της κεφαλαιαγοράς της Ταϊβάν».

Καθώς παρακολουθεί τις διεθνείς χρηματοοικονομικές εξελίξεις και την εγχώρια κεφαλαιαγορά, η Επιτροπή θα προσαρμόσει τα μέτρα «έγκαιρα», πρόσθεσε, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις.

«Οι νέοι κανονισμοί εισήχθησαν για να καταστεί σαφές ότι το κερδοσκοπικό short-selling δεν είναι ευπρόσδεκτο», δήλωσε στο Reuters ο Κάο Τσινγκ-πινγκ, αναπληρωτής επικεφαλής του Γραφείου Κεφαλαιαγοράς και Μελλοντικής Εκπλήρωσης της Επιτροπής.

Οι έμποροι είπαν ότι το δολάριο της Ταϊβάν ενδέχεται να αντιμετωπίσει σημαντική πίεση έναντι του δολαρίου ΗΠΑ στις 7 Απριλίου, καθώς η εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά αναμένεται να πέσει εν μέσω εκροής ξένων κεφαλαίων.

Το δολάριο της Ταϊβάν έχει υποχωρήσει περίπου 0,9 τοις εκατό έναντι του δολαρίου μέχρι στιγμής το 2025, με τον χρηματιστηριακό δείκτη αναφοράς να υποχωρεί 7,5 τοις εκατό την ίδια περίοδο.

του Τζέικομπ Μπεργκ

Το Reuters συνέβαλε σε αυτό το άρθρο.

Επικρίσεις της Τουρκίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τη Μάρτα Κος για την υπόθεση Ιμάμογλου

Κλιμακώνεται η ένταση στις σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον απόηχο της σύλληψης του δημάρχου Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, μιας από τις πιο προβεβλημένες πολιτικές φυσιογνωμίες της τουρκικής αντιπολίτευσης. Οι αντιδράσεις από πλευράς ΕΕ, τόσο σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσο και από την Ευρωπαία Επίτροπο για τη Διεύρυνση, Μάρτα Κος, προκάλεσαν την οξεία αντίδραση της Άγκυρας.

Ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέσβης Φαρούκ Καϊμακτσί, προχώρησε σε έντονη δήλωση, κατηγορώντας τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα για παρεμβατισμό και πολιτικά κίνητρα.

«Σε αυτή τη δύσκολη περίοδο που διανύει η ΕΕ, βρίσκουμε περίεργο το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προσπαθεί να στρέψει την προσοχή αλλού, αντί να αντιμετωπίσει τα δικά του προβλήματα», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Τούρκος πρέσβης.

Και πρόσθεσε: «Η μετατροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του οποίου η αντιπροσωπευτικότητα και η νομιμότητα σταδιακά μειώνεται, σε μια πλατφόρμα όπου εκφράζονται παράλογες και ανορθολογικές απόψεις, είναι επίσης ανησυχητική για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Ο Ιμάμογλου, ο οποίος εξελέγη δήμαρχος Κωνσταντινούπολης το 2019 με τη στήριξη της αντιπολίτευσης, είχε καταδικαστεί πρωτοδίκως για προσβολή δημόσιων λειτουργών, έπειτα από δηλώσεις του προς δημοσιογράφους. Πολλοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι θεωρούν ότι πρόκειται για πολιτικά υποκινούμενη δίωξη, με στόχο να αποδυναμωθεί ένας ισχυρός πολιτικός αντίπαλος ενόψει των μελλοντικών εκλογών.

Στο πλαίσιο αυτό, η Επίτροπος Μάρτα Κος ανακοίνωσε ότι ακυρώνει τη συμμετοχή της στο Φόρουμ Διπλωματίας της Αττάλειας (11–13 Απριλίου), καθώς και τη συνάντησή της με τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις εξελίξεις.

Ο πρέσβης Καϊμακτσί χαρακτήρισε την απόφαση της Επιτρόπου «πολιτικά υποκινούμενη, λαϊκιστική κίνηση που αποσκοπεί στην ικανοποίηση ορισμένων τμημάτων εντός του ΕΚ».

Στη συνέχεια, επέκρινε τη στάση των ευρωπαϊκών θεσμών απέναντι στην τουρκική Δικαιοσύνη, δηλώνοντας:
«Σε κάθε περίπτωση, είναι απαράδεκτο για την ΕΕ να υιοθετεί μια προσέγγιση που υπονομεύει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και το Κράτος Δικαίου στην Τουρκία».
Υποστήριξε, επίσης, πως «είναι αντιφατικό και μη πειστικό το γεγονός ότι ορισμένοι κύκλοι, οι οποίοι αποφεύγουν να σχολιάζουν τις δικαστικές διαδικασίες σε ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ, εκφράζουν απόψεις για ορισμένες νομικές διαδικασίες στην Τουρκία που δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί».

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο της Ολομέλειάς του στο Στρασβούργο (31 Μαρτίου – 3 Απριλίου), διοργάνωσε σειρά συζητήσεων με αντικείμενο τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου στην Τουρκία, με αφορμή τη σύλληψη Ιμάμογλου. Εκπρόσωποι από όλες τις πολιτικές ομάδες εξέφρασαν ανησυχίες για την ελευθερία του λόγου και τη λειτουργία της Δικαιοσύνης στη χώρα.

Η υπόθεση Ιμάμογλου αναδεικνύεται σε εστία νέας έντασης στις ευρωτουρκικές σχέσεις, οι οποίες τα τελευταία χρόνια χαρακτηρίζονται από δυσπιστία και στασιμότητα. Οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ παραμένουν ουσιαστικά «παγωμένες», ενώ ζητήματα όπως η ελευθερία του Τύπου, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και τα ανθρώπινα δικαιώματα παραμένουν αντικείμενο κριτικής από ευρωπαϊκούς και διεθνείς φορείς.

Σύμφωνα με παρατηρητές, η απόφαση της Επιτροπής να απέχει από επίσημες επαφές σε τουρκικό έδαφος στέλνει μήνυμα πολιτικής αποδοκιμασίας, ωστόσο ενδέχεται να περιπλέξει ακόμη περισσότερο την ήδη δύσκολη επικοινωνία μεταξύ των δύο πλευρών.

Ν. Κορέα: Ομόφωνη η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου για την καθαίρεση του προέδρου Γιουν

Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Νότιας Κορέας επικύρωσε ομόφωνα την καθαίρεση του προέδρου Γιουν Σουκ Γιολ  από το αξίωμά του και την ποινική δίωξη του για απόπειρα επιβολής στρατιωτικού νόμου.

Ο αναπληρωτής αρχηγός του δικαστηρίου Μουν Χιουνγκ Μπάε διάβασε την ετυμηγορία, λέγοντας ότι η κήρυξη στρατιωτικού νόμου από τον Γιουν δεν πληρούσε τη νομική απαίτηση για εθνική κρίση και ότι ο Γιουν παραβίασε τον νόμο στέλνοντας στρατεύματα στο κοινοβούλιο της Νότιας Κορέας, στις 3 Δεκεμβρίου. Η κίνηση αυτή έγινε αντιληπτή ως προσπάθεια να σταματήσει την ψηφοφορία για την άρση του διατάγματός του.

Αυτήν τη στιγμή υπάρχουν οκτώ εν ενεργεία δικαστές με μία κενή έδρα, και για να μπορέσει να ισχύσει η απόφαση της Εθνοσυνέλευσης χρειάζονταν έξι ψήφοι. Στην περίπτωση του Γιουν, υπερψήφισαν και οι οκτώ δικαστές. Για να υπάρχει απαρτία για την πραγματοποίηση της δίκης απαιτούνται τουλάχιστον επτά δικαστές.

Η απαρτία του δικαστηρίου μετά από αυτόν τον μήνα θα είναι αμφίβολη, καθώς οι θητείες του Μουν και του δικαστή Λι Μισόν λήγουν τον Απρίλιο. Το κυβερνών κόμμα του Γιουν αρνιόταν να διορίσει δικαστές στο δικαστήριο, επικαλούμενο πολιτική μεροληψία στους υποψηφίους που ορίστηκαν από την Εθνοσυνέλευση υπό την ηγεσία της αντιπολίτευσης, χωρίς την υποστήριξη της κυβέρνησης.

Η απόφαση της 4ης Απριλίου επιβεβαίωσε τις κατηγορίες κατά του Γιουν, στις 14 Δεκεμβρίου 2024, από την Εθνοσυνέλευση υπό την ηγεσία της αντιπολίτευσης για κατάχρηση εξουσίας και παραβίαση του Συντάγματος. Η απόφαση αναγνώρισε ότι η κατηγορία της εξέγερσης είχε αφαιρεθεί από το κόμμα της αντιπολίτευσης από την αρχική πρόταση μομφής.

Η επικύρωση της δίωξης του Γιουν σημαίνει και πρόωρη λήξη της θητείας του, που κανονικά θα έληγε τον Μάιο του 2027.

Επόμενο βήμα οι πρόωρες εκλογές, που θα προκηρυχθούν εντός 60 ημερών.

Ο Γιουν δεν ήταν παρών στο δικαστήριο για την ετυμηγορία, η οποία μεταδόθηκε τηλεοπτικά σε ολόκληρο το έθνος, με τη νομική ομάδα του να επικαλείται τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας.

Παρά τις εκκλήσεις για ταχύτητα, οι διαβουλεύσεις του δικαστηρίου ήταν οι πιο μακρόχρονες που έχουν καταγραφεί, με διάρκεια που ξεπέρασε τις πέντε εβδομάδες. Στις περιπτώσεις των πρώην προέδρων Ρο Μου-χιουν και Παρκ Γκουν-χε, το δικαστήριο χρειάστηκε μόνο 14 ημέρες και 11 ημέρες, αντίστοιχα, για να αποφασίσει για την ποινική δίωξή τους.

Από τότε που κηρύχθηκε ο στρατιωτικός νόμος, έχουν παρατηρηθεί μαζικές διαδηλώσεις στη Σεούλ τόσο προς υποστήριξη του μηνύματος του προέδρου όσο και εναντίον του με το αίτημα για την οριστική απομάκρυνσή του, σε μια περίοδο πολιτικής αβεβαιότητας για την 12η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.

Ποινικές κατηγορίες 

Ο Γιουν παραπέμφθηκε από την Εθνοσυνέλευση για παραβίαση του Συντάγματος και παράνομες πράξεις εξέγερσης, ανέφερε το ψήφισμα υπό την ηγεσία της αντιπολίτευσης.

Η Εθνοσυνέλευση, με 300 έδρες, απομάκρυνε τον Γιουν στις 14 Δεκεμβρίου με ψηφοφορία 204-85-11, καθώς 12 μέλη του Κόμματος Εξουσίας των Ανθρώπων (PPP) του Γιουν ψήφισαν υπέρ μιας δεύτερης πρότασης μομφής εν μέσω κομματικών συρράξεων και της άρνησης του Γιουν να παραιτηθεί.

Χρειαζόταν ψήφος δύο τρίτων για την παραπομπή. Έντεκα απείχαν ή υπέβαλαν άκυρες ψήφους.

Σύμφωνα με την αντιπολίτευση, ο Γιουν προσπάθησε να συλλάβει μέλη της Εθνοσυνέλευσης αναπτύσσοντας ένοπλες δυνάμεις για να υπονομεύσει την εξουσία του νομοθετικού σώματος και να διαταράξει τη δημοκρατική διαδικασία όπως περιγράφεται στο Σύνταγμα.

Το ψήφισμα χαρακτήρισε τις ενέργειες του Γιουν ως κατάχρηση εξουσίας και απειλή για το δημοκρατικό σύστημα της Νότιας Κορέας, σε βαθμό που να δικαιολογείται η καθαίρεσή του από το προεδρικό αξίωμα.

Στις 3 Δεκεμβρίου, μετά από προτροπή του αρχηγού της αντιπολίτευσης, πολίτες αψήφησαν τον στρατιωτικό νόμο για να διαμαρτυρηθούν έξω από τη Συνέλευση,. Μέλη του κόμματος του Γιουν προσπάθησαν να εμποδίσουν τη συνεδρίαση εμποδίζοντας φυσικά την είσοδο, ενώ οι βουλευτές της αντιπολίτευσης πήδηξαν την περίφραξη του χώρου για να εισέλθουν, αφού τα στρατεύματα ασφάλισαν την περίμετρο.

Παρά το χάος στο Νομοθετικό Σώμα, και οι 190 βουλευτές που ήταν παρόντες στην Εθνοσυνέλευση ψήφισαν για την ακύρωση του διατάγματος μόλις 2,5 ώρες μετά την ανακοίνωση του Γιουν.

Οι 108 βουλευτές από το κόμμα του Γιουν απήχαν από την ψηφοφορία.

Τέσσερις ώρες μετά την ψηφοφορία, στις 5:18 π.μ., το υπουργικό συμβούλιο του Γιουν συγκεντρώθηκε για να άρει επίσημα την εντολή.

Ο Γιουν υποστήριξε στο Συνταγματικό Δικαστήριο ότι ενήργησε σύμφωνα με το Σύνταγμα στις 3 Δεκεμβρίου, καθώς η κήρυξη στρατιωτικού νόμου εμπίπτει στην εκτελεστική εξουσία του προέδρου και δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.

Είπε ότι πρόθεσή του ήταν να χρησιμοποιήσει την επείγουσα δράση όχι για να αρπάξει την εξουσία αλλά για να «κάνει έκκληση έκτακτης ανάγκης» στους Νοτιοκορεάτες σχετικά με το πολιτικό αδιέξοδο μεταξύ της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας που έχει δημιουργήσει κρίση διακυβέρνησης για τη χώρα.

Δήλωσε επίσης ότι η τοποθέτηση 280 στρατιωτών στην Εθνοσυνέλευση δεν ήταν για να εμποδίσει τους βουλευτές να ψηφίσουν, όπως ισχυρίζεται το κόμμα της αντιπολίτευσης, αλλά για να διατηρήσει την τάξη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Εθνοσυνέλευση μπόρεσε να συγκεντρωθεί για να ψηφίσει για την άρση του διατάγματος στρατιωτικού νόμου, είπε, σημειώνοντας τη διαφορά με τα προηγούμενα διατάγματα στρατιωτικού νόμου στη χώρα.

Ορισμένοι στρατιωτικοί και αξιωματούχοι κατέθεσαν ότι ο Γιουν τους διέταξε να απομακρύνουν βουλευτές για να βοηθηθεί η ψηφοφορία επί του διατάγματός του και να θέσουν υπό κράτηση πολιτικούς του αντιπάλους.

Από το 1948, έχει κηρυχθεί τουλάχιστον 16 φορές στρατιωτικός νόμος στη Νότια Κορέα, με τις 12 για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης μη στρατιωτικής φύσεως. Η πιο πρόσφατη ήταν το 1980 όταν δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες στάλθηκαν για να καταπνίξουν μία εξέγερση υπέρ της δημοκρατίας ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία του Τσουν Ντου-χουάν, στη πόλη Γκουανγκτζού.

Παράλυση κυβέρνησης, ισχυρισμοί εκλογικής νοθείας

Στην ανακοίνωσή του για τον στρατιωτικό νόμο της 3ης Δεκεμβρίου, ο Γιουν κατηγόρησε το αντιπολιτευόμενο Δημοκρατικό Κόμμα της Κορέας (DPK) ότι προσπαθούσε με έναν «άνευ προηγουμένου αριθμό» πολιτικών διώξεων (22 συγκεκριμένα)  υπουργών και αξιωματούχων να παραλύσει την κυβέρνηση.

Ο Γιουν κατηγόρησε τους βουλευτές για «αντικρατικές ενέργειες που στοχεύουν στην υποκίνηση εξέγερσης», επικαλούμενος περικοπές στον προϋπολογισμό που επηρέασαν έργα φυσικού αερίου, αξιωματικούς του στρατού και κρατικές πληρωμές, όπως η υποστήριξη των παιδιών. Τόνισε επίσης τις απειλές για την εθνική ασφάλεια που δεν αντιμετωπίζονταν, δίνοντας το παράδειγμα Κινέζων υπηκόων που πιάστηκαν πρόσφατα με φωτογραφίες πολλών ετών από κορεατικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στις συσκευές τους.

Σε επόμενα σχόλια που εξηγούσαν τη διαταγή του στρατιωτικού νόμου, ο Γιουν αναφέρθηκε δημόσια για πρώτη φορά σε «σοβαρά θέματα που δεν έχουν αποκαλυφθεί στο κοινό», δείχνοντας τα εμπόδια που συναντά η κυβέρνησή του στην προσπάθειά της να διερευνήσει πιθανούς κινδύνους για την ασφάλεια στην Εθνική Εκλογική Επιτροπή της Νότιας Κορέας (NEC).

Σε μία «Επιστολή προς τον λαό» με ημερομηνία 15 Ιανουαρίου, ο Γιουν παραδέχτηκε ότι είχε επίσης διατάξει 290 στρατιώτες να τοποθετηθούν στους χώρους της NEC, όπου «μερικές δεκάδες αστυνομικοί ειδικοί στην ψηφιακή τεχνολογία» πήγαν μέσα στο κτίριο για να ελέγξουν τα εκλογικά συστήματα και να αξιολογήσουν την αναγκαιότητα έρευνας για υποτιθέμενη εκλογική νοθεία.

Ο Γιουν δήλωσε ότι η NEC αρνήθηκε να συνεργαστεί όταν ζητήθηκε να παραχωρήσει πρόσβαση αφότου ένα δικαστήριο διαπίστωσε ευπάθειες στους διακομιστές της. Η NEC απέρριψε τους ισχυρισμούς ως αβάσιμους και είπε ότι η τοποθέτηση στρατευμάτων ήταν «παράνομη και αντισυνταγματική».

Σύμφωνα με τον Γιουν, τα στρατεύματα αποσύρθηκαν αμέσως μετά την έγκριση της απόφασης από την Εθνοσυνέλευση για την άρση του στρατιωτικού νόμου, χωρίς να προκληθούν τραυματισμοί ή ζημιές.

«Εάν ανακαλυφθεί ένας τεράστιος αριθμός πλαστών ψηφοδελτίων κατά την καταμέτρηση των ψηφοδελτίων και οι υπολογιστές της NEC είναι ευάλωτοι στην πειρατεία και υπολείπονται σημαντικά των προτύπων του συστήματος υπολογιστών μιας κανονικής κυβερνητικής υπηρεσίας — και εάν όχι μόνο δεν κάνουν καμία προσπάθεια να το διορθώσουν, αλλά αρνούνται να επαληθεύσουν και να επιβεβαιώσουν εάν ο αριθμός ψήφων που ανακοινώθηκε αντιτοιχεί στον αριθμό των ψηφοφόρων — τότε υπάρχει ένα μεγάλο σύστημα εκλογικής νοθείας», έγραψε ο Γιουν.

Από τη μεριά της, η αντιπολίτευση υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί του PPP για εκλογική νοθεία τροφοδοτούνται από τη δυσαρέσκειά του για τις απώλειες του κόμματος στις βουλευτικές εκλογές του Απριλίου 2024.

Κατηγορίες για εξέγερση σε ξεχωριστή δίκη

Ο Γιουν αρχικά αντιμετώπισε επίσης κατηγορίες εγκληματικής εξέγερσης στο συνταγματικό δικαστήριο, οι οποίες επισύρουν είτε θανατική ποινή ή ισόβια κάθειρξη. Οι κατηγορίες αφαιρέθηκαν στις 3 Ιανουαρίου για να επικεντρωθούν στην παραβίαση του Συντάγματος κατά την εφαρμογή του διατάγματος για τον στρατιωτικό νόμο και όχι σε ποινικές κατηγορίες.

Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης είπαν ότι η κίνηση θα επισπεύσει την υπόθεση, ενώ το PPP είπε ότι «εξέθεσε νομικά ελαττώματα στην πρόταση μομφής».

Οι ποινικές κατηγορίες για την ηγεσία μιας υποτιθέμενης εξέγερσης ασκούνται τώρα από τους εισαγγελείς σε ξεχωριστή δίκη, μετά από σύσταση προς τη Συνέλευση από το Γραφείο Διερεύνησης Διαφθοράς για Υψηλούς Αξιωματούχους (CIO), υπηρεσία που ιδρύθηκε κατά την πρώην κυβέρνηση του Μουν Τζε-ιν.

Μετά από εβδομάδες άρνησης να εμφανιστεί στο δικαστήριο σε αυτό που ο Γιουν αποκαλούσε «παράνομη έρευνα», το Δυτικό Περιφερειακό Δικαστήριο της Σεούλ εξέδωσε ένταλμα κράτησης και ο πρόεδρος άφησε να τον συλλάβουν στις 15 Ιανουαρίου, επικαλούμενος την ασφάλεια των διαδηλωτών.

Ο Γιουν κατηγορήθηκε επίσημα στις 26 Ιανουαρίου και τέθηκε υπό κράτηση για 52 ημέρες προτού αποφυλακιστεί στις 8 Μαρτίου, όταν το Κεντρικό Επαρχιακό Δικαστήριο της Σεούλ ακύρωσε το ένταλμα σύλληψής του για διαδικαστικά ζητήματα και ανησυχίες σχετικά με τη νομιμότητα της έρευνας.

Το δικαστήριο έχει εκφράσει τον προβληματισμό του σχετικά με τη δικαιοδοσία του CIO σε υποθέσεις εξέγερσης. Η πρώτη επίσημη δίκη για την υπόθεση αναμένεται στις 24 Απριλίου.

Tης Melanie Sun

Οι ΗΠΑ απειλούν το Ιράν με βομβαρδισμό και επιπλέον δασμούς αν δεν επιτευχθεί συμφωνία για τα πυρηνικά

Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανέφερε στις 30 Μαρτίου την πιθανότητα επιπλέον δασμών και στρατιωτικών χτυπημάτων στο Ιράν αν η Τεχεράνη δεν συμφωνήσει με την Ουάσινγκτον σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμά της.

Ο Τραμπ αναφέρθηκε ότι είπε στο NBC News μέσω τηλεφωνικής συνέντευξης στις 30 Μαρτίου ότι Αμερικανοί και Ιρανοί αξιωματούχοι βρίσκονται σε συζητήσεις αλλά δεν έδωσε περισσότερες πληροφορίες.

«Εάν δεν κάνουν συμφωνία, θα υπάρξουν βομβαρδισμοί», είπε ο Τραμπ. «Αλλά υπάρχει πιθανότητα αν δεν κάνουν συμφωνία, να τους επιβάλω δευτερεύοντες δασμούς όπως έκανα πριν από τέσσερα χρόνια».

Ο Λευκός Οίκος αναδημοσίευσε το ρεπορτάζ του NBC σχετικά με την κλήση. Η Epoch Times υπέβαλε αίτημα για μεταγραφή της συνέντευξης.

Οι δηλώσεις έγιναν αφότου ο Ιρανός πρόεδρος Μασούντ Πεζεσκιάν είπε στις 30 Μαρτίου ότι το ισλαμικό καθεστώς απορρίπτει τις άμεσες διαπραγματεύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με το ταχείας ανάπτυξης πυρηνικό του πρόγραμμα. Το σχόλιο ήταν η απάντηση της χώρας του σε μια επιστολή που έστειλε ο Τραμπ στον Ανώτατο Ηγέτη του Ιράν Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ νωρίτερα τον Μάρτιο.

Ο Πεζεσκιάν έδωσε την απάντηση μέσω του σουλτανάτου του Ομάν και άφησε ανοιχτή την ευκαιρία έμμεσων διαπραγματεύσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτές οι συνομιλίες παρέμειναν στάσιμες από τότε που ο Τραμπ απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες από την πυρηνική συμφωνία του Ιράν με τις παγκόσμιες δυνάμεις το 2018 κατά την πρώτη του θητεία.

Η πιθανότητα στρατιωτικών ενεργειών των ΗΠΑ κατά του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν παραμένει πιθανή καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν τις αεροπορικές επιδρομές εναντίον τρομοκρατών Χούθι, που υποστηρίζονται από το Ιράν, στην Υεμένη.

«Δεν αποφεύγουμε τις συνομιλίες· είναι η αθέτηση των υποσχέσεων που μας έχει προκαλέσει προβλήματα μέχρι στιγμής», είπε ο Πεζεσκιάν κατά τη διάρκεια συνεδρίασης του υπουργικού συμβουλίου που μεταδόθηκε τηλεοπτικά. «Πρέπει να αποδείξουν ότι μπορούν να οικοδομήσουν εμπιστοσύνη».

Το νόμισμα ριάλ του Ιράν έχει πέσει κατακόρυφα μετά την επανεκλογή του Τραμπ και την επανέναρξη της εκστρατείας του για τη «μέγιστη πίεση» στην Τεχεράνη. Ο Πεζεσκιάν είχε αφήσει πιθανές τις συζητήσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι που ο Χαμενεΐ, 85 ετών, επέκρινε τον Τραμπ τον Φεβρουάριο, προειδοποιώντας ότι οι συνομιλίες με την Ουάσιγκτον «δεν είναι ευφυείς, σοφές, ή έντιμες».

Στη συνέχεια, ο Ιρανός πρόεδρος έκανε σκληρά δικά του σχόλια σχετικά με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Τα μηνύματα από το Ιράν εδώ και εβδομάδες δεν είναι σαφή, με βίντεο από διαδηλώσεις για την Ημέρα Κουντς στις 28 Μαρτίου να δείχνουν ανθρώπους να δίνουν οδηγίες στα πλήθη να φωνάζουν μόνο «Θάνατος στο Ισραήλ!» αντί για το συνηθισμένο «Θάνατος στην Αμερική!»

Σε ένα άλλο βίντεο, που αποκαλύφθηκε από τους σκληροπυρηνικούς Φρουρούς της Ισλαμικής Επανάστασης του Ιράν, φαίνονται στρατιώτες να πατούν πάνω σε μια ισραηλινή σημαία ζωγραφισμένη στο έδαφος μιας υπόγειας βάσης πυραύλων. Ωστόσο, δεν εμφάνιζε σημαία των ΗΠΑ, που συνήθως εμφανίζεται σε παρόμοια προπαγανδιστικά βίντεο.

Το αγγλόφωνο παράρτημα της κρατικής τηλεόρασης του Ιράν, Press TV, δημοσίευσε ένα άρθρο στις 22 Μαρτίου που απαριθμούσε τις στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή ως πιθανούς στόχους για επίθεση. Μεταξύ αυτών ήταν το Camp Thunder Cove στο Ντιέγκο Γκαρσία στον Ινδικό Ωκεανό, όπου οι στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ έχουν τα βομβαρδιστικά stealth B-2 που πιθανότατα χρησιμοποιούσαν σε αεροπορικές επιδρομές στην Υεμένη.

«Οι ίδιοι οι Αμερικανοί ξέρουν πόσο ευάλωτοι είναι», δήλωσε ο πρόεδρος του ιρανικού κοινοβουλίου Μοχάμαντ Μπάγκερ Καλίμπαφ στις 28 Μαρτίου. «Εάν παραβιάσουν την κυριαρχία του Ιράν, θα είναι σαν μια σπίθα σε μια μπαρουταποθήκη, που θα πυρπολήσει ολόκληρη την περιοχή. Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι βάσεις τους και οι σύμμαχοί τους δεν θα είναι ασφαλείς».

Οι δύο πιο πρόσφατες άμεσες επιθέσεις του Ιράν στο Ισραήλ με βαλλιστικούς πυραύλους και drone είχαν ως αποτέλεσμα ελάχιστες ζημιές, αλλά το Ισραήλ απάντησε αποδεκατίζοντας τα ιρανικά συστήματα αεράμυνας.

Ο Τραμπ περιέγραψε την επιστολή του στην Τεχεράνη, η οποία έφτασε στις 12 Μαρτίου, σε τηλεοπτική συνέντευξη, αλλά πρόσφερε λίγες λεπτομέρειες για όσα είπε στον Χαμενεΐ.

«Τους έγραψα ένα γράμμα λέγοντας: ‘Ελπίζω ότι θα διαπραγματευτείτε γιατί αν χρειαστεί να κινηθούμε στρατιωτικά, θα είναι τρομερό’», είπε ο Τραμπ στη συνέντευξη.

Ο Αμερικανός πρόεδρος προσπάθησε προηγουμένως να στείλει μια επιστολή στον Χαμενεΐ το 2019 μέσω του Ιάπωνα πρωθυπουργού Σίντζο Άμπε. Εκείνη την περίοδο, ο ισλαμιστής ηγέτης χλεύασε την απόπειρα.

του Jacob Burg

Το Associated Press και το Reuters συνέβαλαν σε αυτό το άρθρο.