Σημαντική μείωση κατέγραψε το ποσοστό φτώχειας στην Αργεντινή κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2024, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας INDEC. Από το 52,9% που βρισκόταν στο πρώτο εξάμηνο του έτους, το ποσοστό υποχώρησε στο 38,1%, σημειώνοντας πτώση κατά 14,8 ποσοστιαίες μονάδες.
Η μείωση αποδίδεται στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης του Χαβιέρ Μιλέι, οι οποίες περιλάμβαναν μέτρα λιτότητας, υποτίμηση του πέσο και περιορισμό των ομοσπονδιακών δαπανών, με στόχο τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος.
«Αυτά τα στοιχεία αντικατοπτρίζουν την αποτυχία των προηγούμενων πολιτικών, που βύθισαν εκατομμύρια Αργεντινούς σε επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης», ανέφερε η ανακοίνωση του πρωθυπουργικού γραφείου. «Η πορεία προς την οικονομική ελευθερία και τη δημοσιονομική υπευθυνότητα αποτελεί τη μόνη σταθερή λύση στη φτώχεια».
Η θετική αυτή εξέλιξη ενισχύει πολιτικά τον Μιλέι ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών, την ώρα που οι φιλελεύθερες πολιτικές του έχουν ήδη αποσπάσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, χωρίς όμως να έχουν εξαλείψει τις κοινωνικές εντάσεις και τη συνεχιζόμενη κρίση κόστους ζωής.
Καθοριστικό ρόλο στη μείωση της φτώχειας φαίνεται πως έπαιξε και η πτώση του πληθωρισμού, ο οποίος από σχεδόν 300% τον Μάιο του 2023 έχει περιοριστεί πλέον σε κάτω από 70%.
Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα X, ο Μιλέι χαιρέτισε τη μείωση της φτώχειας, υποστηρίζοντας ότι πάνω από 8 εκατομμύρια άνθρωποι βγήκαν από τη φτώχεια χάρη στις πολιτικές του Υπουργείου Ανθρώπινου Κεφαλαίου, με τον συνολικό αριθμό των φτωχών να μειώνεται κατά περισσότερους από 10 εκατομμύρια σε σύγκριση με το μέγιστο της κρίσης.
Ωστόσο, σύμφωνα με την INDEC, 11,3 εκατομμύρια πολίτες – περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού – εξακολουθούν να ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, με 2,5 εκατομμύρια να θεωρούνται σε «ακραία φτώχεια», αδυνατώντας να καλύψουν ακόμα και τις βασικές διατροφικές ανάγκες.
Πολλοί Αργεντινοί επισημαίνουν ότι, παρά τη βελτίωση των αριθμών, η καθημερινότητά τους παραμένει δύσκολη. «Όλο και περισσότεροι ψάχνουν στα σκουπίδια για φαγητό», δηλώνει ο Χόρχε Σιλβέρο, κάτοικος στα περίχωρα του Μπουένος Άιρες. «Υπάρχει μια φρικτή πείνα».
«Τώρα έχουμε σταθερότητα τιμών, ή τουλάχιστον μακροοικονομική σταθερότητα και πολύ χαμηλότερο πληθωρισμό», δήλωσε ο Αγουστίν Σάλβια, διευθυντής του Παρατηρητηρίου Κοινωνικού Χρέους του Καθολικού Πανεπιστημίου της Αργεντινής.
Ωστόσο, προειδοποίησε ότι τα εισοδήματα των εργαζομένων, των συνταξιούχων και των απομάχων παραμένουν κάτω από τα επίπεδα του τέλους του 2023 και ότι πολλοί άνθρωποι καταφεύγουν σε «πιο επισφαλείς, επιβιωτικές εργασίες και άτυπη απασχόληση».
Άτομα και οντότητες που βοηθούν στη χρηματοδότηση της τρομοκρατικής ομάδας Χεζμπολάχ υπέστησαν κυρώσεις από το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ στις 28 Μαρτίου.
Το Γραφείο Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων του Υπουργείου Οικονομικών (OFAC) των ΗΠΑ «ορίζει πέντε άτομα και τρεις συνδεδεμένες εταιρείες που εμπλέκονται σε ένα δίκτυο αποφυγής κυρώσεων με έδρα τον Λίβανο που υποστηρίζει τη χρηματοοικονομική ομάδα της Χεζμπολάχ», ανέφερε η υπηρεσία σε δήλωση στις 28 Μαρτίου.
Η Χεζμπολάχ, γνωστή και ως Χιζμπολάχ, είναι μια τρομοκρατική ομάδα που υποστηρίζεται από το Ιράν, με έδρα τον Λίβανο. Μετά την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς εναντίον του Ισραήλ τον Οκτώβριο του 2023, η Χεζμπολάχ άρχισε να εκτοξεύει χιλιάδες ρουκέτες και όλμους στο Ισραήλ.
Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, «η ομάδα χρηματοδότησης της Χεζμπολάχ χρησιμοποιεί εταιρείες-μέτωπα για να δημιουργήσει έσοδα εκατομμυρίων δολαρίων για τη Χεζμπολάχ και να υποστηρίξει τις τρομοκρατικές δραστηριότητες της ομάδας».
Η ομάδα διαχειρίζεται πολλά εμπορικά έργα και δίκτυα λαθρεμπορίου πετρελαίου για να δημιουργήσει έσοδα, τα οποία τελικά μεταφέρονται στη Χεζμπολάχ, σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών. Αυτό γίνεται συνήθως σε συνδυασμό με τη Δύναμη Quds του Σώματος των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης του Ιράν (IRGC-QF).
Τα άτομα και οι εταιρείες που έχει κυρώσει η OFAC διευκολύνουν και αποκρύπτουν τις πωλήσεις πετρελαίου για το IRGC-QF και προσφέρουν στην τρομοκρατική ομάδα πρόσβαση σε επίσημα οικονομικά συστήματα.
Για παράδειγμα, μία από τις εταιρείες στην οποία έχουν επιβληθεί κυρώσεις είναι η Ravee SARL, μια λιβανέζικη επιχείρηση «που στοχεύει να δημιουργήσει κέρδη για τη Χεζμπολάχ από εμπορικές συμφωνίες που σχετίζονται με κτηνιατρικά προϊόντα», ανέφερε το υπουργείο Οικονομικών.
Ένα άτομο στο οποίο έχουν επιβληθεί κυρώσεις, ο Μαχασίν Μαχμούντ Μουρτάντα, είναι «εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης πολλών εταιρειών που σχετίζονται με εμπορικές επενδύσεις της Χεζμπολάχ», ανέφερε.
Με τις νέες κυρώσεις, όλη η περιουσία των κατονομαζόμενων ατόμων και εταιρειών που βρίσκεται στις Ηνωμένες Πολιτείες «παγώνει και πρέπει να αναφέρεται στην OFAC», ανέφερε η υπηρεσία. Απαγορεύεται στους πολίτες των ΗΠΑ να συμμετέχουν σε οποιεσδήποτε συναλλαγές που αφορούν τα άτομα που υπόκεινται σε κυρώσεις.
«Οι παραβιάσεις των κυρώσεων των ΗΠΑ μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή αστικών ή ποινικών κυρώσεων σε Αμερικανούς και ξένους. Η OFAC μπορεί να επιβάλει αστικές κυρώσεις για παραβιάσεις των κυρώσεων», ανέφερε η υπηρεσία.
Ο αναπληρωτής υφυπουργός Οικονομικών για την Τρομοκρατία και τις Χρηματοοικονομικές Πληροφορίες Μπράντλεϊ Τ. Σμιθ είπε ότι οι τελευταίες ενέργειες της OFAC στοχεύουν «να αποκαλύψουν και να διαταράξουν τα σχέδια που χρηματοδοτούν την τρομοκρατική βία της Χεζμπολάχ εναντίον του λιβανικού λαού και των γειτόνων τους».
«Αυτά τα δίκτυα φοροδιαφυγής ενισχύουν το Ιράν και την αντιπρόσωπό του τη Χεζμπολάχ και υπονομεύουν τις θαρραλέες προσπάθειες του λιβανικού λαού να οικοδομήσει έναν Λίβανο για όλους τους πολίτες του», είπε.
Διατάραξη της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε παλαιότερα επιβάλει κυρώσεις σε οντότητες για βοήθεια της Χεζμπολάχ.
Το 2021, το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε κυρώσεις σε πολλούς Κινέζους υπηκόους και οντότητες για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατικής ομάδας.
Πολλές από τις εταιρείες είχαν έδρα στο Χονγκ Κονγκ και ανήκαν άμεσα ή έμμεσα στον Μορτέζα Μινάγιε Χασέμι, έναν Ιρανό επιχειρηματία που ζούσε στην Κίνα, ο οποίος ήταν στη λίστα κυρώσεων των Ηνωμένων Πολιτειών και κατηγορήθηκε ότι χρηματοδότησε το IRGC-QF.
Ο Χασέμι ξέπλυνε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια μέσω συναλλάγματος και πωλήσεων χρυσού, μεταφέροντας τα χρήματα στο IRGC-QF και τη Χεζμπολάχ, ανέφερε τότε το υπουργείο.
Πέρυσι, ένας Λιβανέζος ομολόγησε την ενοχή του για παράκαμψη των κυρώσεων των ΗΠΑ για τη χρηματοδότηση της Χεζμπολάχ.
Το άτομο κατηγορήθηκε ότι εξανάγκασε ένα άτομο να ρευστοποιήσει ακίνητα στο Μίσιγκαν και να μεταφέρει εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια στον Λίβανο χωρίς τις απαραίτητες άδειες.
Το Ισραήλ στοχεύει επίσης τα οικονομικά κανάλια της Χεζμπολάχ για να αντιμετωπίσει την τρομοκρατική ομάδα εν μέσω της σύγκρουσής της με τη Χαμάς.
Τον Οκτώβριο του 2024, οι Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις (IDF) έπληξαν παρακλάδια της ένωσης Al-Qard Al-Hasan —που έχει υποστεί κυρώσεις των ΗΠΑ— στη Βηρυτό μέσω πολλαπλών επιδρομών.
Αυτή η ομάδα βοήθησε τη Χεζμπολάχ να αποθηκεύσει κεφάλαια δισεκατομμυρίων δολαρίων για τις τρομοκρατικές της επιχειρήσεις, σύμφωνα με τον IDF. Η Χεζμπολάχ φέρεται να χρησιμοποίησε την οργάνωση για να αγοράσει όπλα και εγκαταστάσεις αποθήκευσης όπλων, να πληρώσει μισθούς των μελών της και να διεξάγει τρομοκρατικές δραστηριότητες.
Εν τω μεταξύ, η σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολάχ εντάθηκε πρόσφατα όταν ο στρατός του εβραϊκού κράτους πραγματοποίησε αεροπορική επιδρομή στη Βηρυτό στις 28 Μαρτίου. Αυτή ήταν η πρώτη επίθεση στην πρωτεύουσα του Λιβάνου αφού το Ισραήλ και η τρομοκρατική ομάδα συμφώνησαν σε κατάπαυση του πυρός τον Νοέμβριο.
Το χτύπημα είχε στόχο μια τοποθεσία αποθήκευσης μη επανδρωμένων αεροσκαφών της Χεζμπολάχ, είπε ο στρατός, προσθέτοντας ότι η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε μετά την εκτόξευση ρουκετών στο Ισραήλ από τον Λίβανο νωρίτερα το πρωί «κατά κατάφωρη παραβίαση των συμφωνιών μεταξύ Ισραήλ και Λιβάνου».
Ο Ζορντάν Μπαρντελά, πρόεδρος του γαλλικού κόμματος Εθνικός Συναγερμός, κατήγγειλε σήμερα «την τυραννία των δικαστών», μία ημέρα μετά την απόφαση δικαστηρίου να στερήσει στη Μαρίν Λεπέν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι για κατάχρηση δημόσιου χρήματος, αν και καταδίκασε «τις απειλές, τις ύβρεις και τις προσβολές» εις βάρος τους.
«Γίνονται τα πάντα ώστε να μας εμποδίσουν να ανέλθουμε στην εξουσία», εκτίμησε ο Μπαρντελά μιλώντας στο δίκτυο Cnews/ Europe 1, συγκρίνοντας «το κλίμα» στη Γαλλία και τη Ρουμανία όπου ακυρώθηκε ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών στον οποίο νικητής είχε αναδειχθεί ο υποψήφιος Καλίν Τζεορτζέσκου. Αργότερα το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρουμανίας του απαγόρευσε να συμμετάσχει στις νέες προεδρικές εκλογές.
Ο Μπαρντελά προανήγγειλε επίσης «τη διοργάνωση αυτό το Σαββατοκύριακο διανομής φυλλαδίων και ειρηνικών κινητοποιήσεων», διότι «δεν είμαστε φασίστες (…), είμαστε λογικοί άνθρωποι».
Μία ημέρα μετά την απόφαση σοκ εις βάρος της Μαρίν Λεπέν, το κόμμα της περνά σήμερα στην αντεπίθεση σε πολιτικό και επικοινωνιακό επίπεδο, ενώ απαιτεί να εκδικαστεί άμεσα η έφεση που άσκησε η Λεπέν ελπίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να είναι υποψήφια στις προεδρικές εκλογές του 2027.
Δικαστήριο του Παρισιού καταδίκασε χθες τη Λεπέν για κατάχρηση δημόσιου χρήματος επειδή χρησιμοποιούσε από το 2004 ως το 2016 κονδύλια από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα οποία λάμβανε για συνεργάτες των ευρωβουλευτών του Εθνικού Συναγερμού, για να πληρώνει, μέσω εικονικών συμβάσεων, στελέχη του κόμματός της.
«Είμαστε εντελώς αθώοι σε αυτή την υπόθεση και παρά ταύτα στερούμε σε εκατομμύρια και εκατομμύρια Γάλλους τη φυσική και νόμιμη υποψήφιά τους στις προεδρικές εκλογές», κατήγγειλε ο Μπαρντελά.
Ο ίδιος, που ενδέχεται να είναι τελικά υποψήφιος του Εθνικού Συναγερμού στις προεδρικές εκλογές του 2027 αν το εφετείο δεν ακυρώσει την απόφαση του δικαστηρίου, δήλωσε «πλήρη πίστη» στη Λεπέν, καθώς «έχω χρέος απέναντί της».
Ήδη χθες το βράδυ από τον τηλεοπτικό σταθμό TF1 η Μαρίν Λεπέν κατήγγειλε μια «πολιτική απόφαση», και έκανε λόγο για «πένθιμη ημέρα για τη δημοκρατία μας», όπως και για «πρακτικές που θεωρούσαμε ότι χρησιμοποιούν μόνο τα αυταρχικά καθεστώτα»
Μαζί με τη Λεπέν ένοχα κρίθηκαν άλλα 23 άτομα, καθώς και ο Εθνικός Συναγερμός. Το συνολικό ποσό που υπεξαιρέθηκε ανέρχεται σε 4,4 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων το 1,1 εκατ. έχει επιστραφεί.
Η ισραηλινή αστυνομία ανακοίνωσε τη Δευτέρα τη σύλληψη δύο συμβούλων του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, σε υπόθεση στην οποία κατέθεσε και ο ίδιος,.
Οι δυο άνδρες, ο Γιόναθαν Ούριχ και ο Έλι Φέλτστεϊν, στενοί συνεργάτες του πρωθυπουργού, φέρονται να ενέχονται σε σκάνδαλο που ο ισραηλινός Τύπος βάφτισε «Qatargate». Στην υπόθεση αυτή, οι συνεργάτες του Νετανιάχου — όπως υποπτεύεται η Σιν Μπετ, η υπηρεσία εσωτερικής ασφαλείας και αντικατασκοπείας του Ισραήλ — δωροδοκήθηκαν από το Κατάρ.
«Κατόπιν εξέτασης που διεξήχθη από την εθνική μονάδα διεθνών ερευνών […] δυο ύποπτοι τέθηκαν υπό κράτηση […] για να ανακριθούν», ανέφερε η αστυνομία σε ανακοίνωσή της, θυμίζοντας πως οι διαδικασίες στην υπόθεση περιβάλλονται από μυστικότητα κατόπιν διαταγής της δικαιοσύνης.
Ο πρωθυπουργός Νετανιάχου, δηλώνοντας πως κατέθεσε στην αστυνομία, κατήγγειλε «πολιτική έρευνα» και κατηγόρησε την αστυνομία πως πήρε «ομήρους» τους δυο συνεργάτες του.
«Μόλις μου ζήτησαν να καταθέσω, είπα πως ήμουν ελεύθερος και ήθελα να καταθέσω αμέσως […] Κατάλαβα πως ήταν πολιτική έρευνα, αλλά δεν συνειδητοποίησα σε ποιο βαθμό», τόνισε ο Νετανιάχου σε βίντεο που δημοσιοποίησε μέσω Telegram. «Κρατούν τους Γιόναθαν Ούριχ και Έλι Φέλτστεϊν σαν ομήρους», υποστήριξε.
Το Κατάρ, εμιράτο του Κόλπου το οποίο δεν έχει επισήμως διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ και φιλοξενούσε επί χρόνια ηγέτες του παλαιστινιακού ισλαμιστικού κινήματος Χαμάς, διαδραματίζει ρόλο μεσολαβητή στις έμμεσες διαπραγματεύσεις για την κατάπαυση του πυρός στη Λωρίδα της Γάζας.
«Η βάρβαρη σύλληψη του Γιόναθαν Ούριχ σηματοδοτεί νέο ξεπεσμό στο πολιτικό κυνήγι μαγισσών με σκοπό την ανατροπή ενός πρωθυπουργού της δεξιάς και την αποτροπή της καθαίρεσης του επικεφαλής της Σιν Μπετ», υποστήριξε το Λικούντ, το κόμμα του πρωθυπουργού Νετανιάχου, σε δελτίο Τύπου το οποίο δημοσιοποίησε για την υπόθεση.
Πριν από δύο εβδομάδες, η ισραηλινή κυβέρνηση ενέκρινε ομόφωνα την πρόταση του κου Νετανιάχου να καθαιρεθεί ο επικεφαλής της Σιν Μπετ, Ρόνεν Μπαρ. Όμως, κατόπιν προσφυγής, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέστειλε την απαλλαγή του από τα καθήκοντά του ωσότου να εξεταστεί η υπόθεση, στις 8 Απριλίου.
Αψηφώντας την απόφαση αυτή, ο Νετανιάχου επέλεξε τη Δευτέρα τον Έλι Σαρβίτ, τον πρώην αρχηγό του γενικού επιτελείου ναυτικού, για να αναλάβει νέος επικεφαλής της Σιν Μπετ.
Η γενική εισαγγελέας Γκαλί Μπαχαράβ-Μιάρα —για την οποία η κυβέρνηση έχει κινήσει διαδικασία για να απομακρυνθεί από τη θέση της — εξέφρασε έντονες επιφυλάξεις για την καθαίρεση του Ρόνεν Μπαρ.
Τη Δευτέρα, το Λικούντ συνέδεσε άμεσα την έρευνα για το Qatargate με την προσπάθεια να εμποδιστεί η απομάκρυνση του Μπαρ και της Μπαχαράβ-Μιάρα, υποστηρίζοντας πως «εδώ και εβδομάδες, η γενική εισαγγελέας και ο επικεφαλής της Σιν Μπετ κάνουν ανυπόστατες έρευνες με την προκάλυψη διαταγής μυστικότητας για να εμποδίσουν την απομάκρυνση του επικεφαλής της Σιν Μπετ, χρησιμοποιώντας τον Ούριχ και τους άλλους σαν κρέας για τα κανόνια.»
Στις αρχές Μαρτίου, η Σιν Μπετ είχε γνωστοποιήσει την εκκίνηση έρευνας σε βάρος συνεργατών του πρωθυπουργού Νετανιάχου στο πλαίσιο της υπόθεσης αυτής, απαγορεύοντας ταυτόχρονα τη δημοσιοποίηση οποιασδήποτε λεπτομέρειας.
Η υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Αναλένα Μπέρμποκ έφτασε σήμερα στο Κίεβο, από όπου κατηγόρησε τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν ότι επιδίδεται σε «τακτικές καθυστέρησης» και ότι δεν επιθυμεί να διαπραγματευθεί εκεχειρία στην Ουκρανία.
«Η Ουκρανία είναι έτοιμη για εκεχειρία άμεσα, ο Πούτιν είναι αυτός που παίζει με τον χρόνο, που δεν επιθυμεί την ειρήνη και ο οποίος συνεχίζει τον επιθετικό του πόλεμο ενάντια στο διεθνές δίκαιο», κατήγγειλε η Μπέρμποκ κατά την άφιξή της στο Κίεβο, σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου της.
Ο Πούτιν «προσποιείται ότι είναι έτοιμος να διαπραγματευθεί, αλλά δεν αποκλίνει κατ’ ελάχιστο από τους στόχους του», πρόσθεσε.
«Στην επερχόμενη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ θα καταστήσουμε σαφές στην αμερικανική πλευρά ότι δεν θα πρέπει να εμπλακούμε στις τακτικές καθυστέρησης του Πούτιν», τόνισε η Μπέρμποκ.
Υπό αμερικανική πίεση, το Κίεβο αποδέχθηκε στις 11 Μαρτίου άνευ όρων παύση των συγκρούσεων για διάστημα 30 ημερών.
Από την πλευρά του, αφού αρχικά εξέφρασε τις επιφυλάξεις του για την πρόταση, ο Ρώσος πρόεδρος την απέρριψε εντελώς στη διάρκεια τηλεφωνικής του επικοινωνίας με τον Αμερικανό ομόλογό του Ντόναλντ Τραμπ. Συμφώνησε μόνο σε αναστολή των πληγμάτων εναντίον των ενεργειακών υποδομών της Ουκρανίας.
Αυτή είναι η ένατη επίσκεψη της Μπέρμποκ στην Ουκρανία μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής στις 24 Φεβρουαρίου 2022. Πραγματοποιείται μία ημέρα πριν τις εκδηλώσεις μνήμης για τη σφαγή εκατοντάδων αμάχων στη Μπούτσα, προάστιο του Κιέβου, πριν τρία χρόνια.
Είναι η πρώτη φορά που η Γερμανίδα υπουργός μεταβαίνει στην Ουκρανία μετά την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει διακόψει τη διπλωματική απομόνωση που είχαν επιβάλει οι Δυτικοί στον Πούτιν και έχει επικρίνει έντονα τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
«Εξαιτίας του αδιεξόδου στο οποίο βρίσκονται οι ΗΠΑ και η Ρωσία, είναι απολύτως απαραίτητο εμείς, οι Ευρωπαίοι, να δείξουμε ότι είμαστε αποφασιστικά στο πλευρό της Ουκρανίας και ότι τη στηρίζουμε τώρα περισσότερο από ποτέ», υπογράμμισε η Μπέρμποκ.
Μετά την αντιπαράθεση μεταξύ του Τραμπ και του Ζελένσκι στον Λευκό Οίκο στα τέλη Φεβρουαρίου, η Γερμανίδα υπουργός κάλεσε τους Ευρωπαίους να δεσμευθούν περισσότερο από ποτέ στη στήριξη της Ουκρανίας.
Το γερμανικό κοινοβούλιο υιοθέτησε πρόσφατα ένα τεράστιο σχέδιο επενδύσεων, το οποίο θα επιτρέψει την αποδέσμευση στρατιωτικής βοήθειας ύψους 3 δισεκ. ευρώ για την Ουκρανία.
Τα χρήματα αυτά προστίθενται στα 4 δισεκ. ευρώ που ήδη προβλέπονται στον γερμανικό προϋπολογισμό για να δοθούν φέτος στο Κίεβο.
Αναταράξεις προκαλεί στο εσωτερικό της χώρας η καταδίκη της πολιτικού Μαρίν Λε Πεν, καθώς η γαλλική πολιτική σκηνή να μπαίνει σε αχαρτογράφητα νερά, με το κόμμα της Λε Πεν να καταγγέλει την απόφαση και να καλεί σε κινητοποιήσεις και τα περισσότερα κόμματα να κρατούν αποστάσεις από τη δικαστική απόφαση.
Ο Γάλλος πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού δήλωσε «προβληματισμένος από την απόφαση» του δικαστηρίου του Παρισιού που έκρινε ένοχη σήμερα τη Λε Πεν για κατάχρηση δημοσίου χρήματος και την καταδίκασε σε στέρηση δικαιώματος του εκλέγεσθαι για πέντε χρόνια.
Αυτή η καταδίκη θέτει σε κίνδυνο την υποψηφιότητα της 56χρονης πολιτικού για τις προεδρικές εκλογές του 2027, για τις οποίες παρουσιάζεται από δημοσκοπήσεις ως φαβορί.
Επίσης, της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών, εκ των οποίων τα δύο επρόκειτο να τα εκτίσει υπό ηλεκτρονική παρακολούθηση, καθώς και χρηματικό πρόστιμο ύψους 100.000 ευρώ.
«Σήμερα δεν είναι μόνο η Μαρίν Λε Πεν που καταδικάστηκε άδικα: Ήταν η γαλλική δημοκρατία που θανατώθηκε», δήλωσε ο πρόεδρος της Εθνικής Συγκέντρωσης (κόμματος της Λε Πεν), Ζορντάν Μπαρντελά.
Ο ίδιος κάλεσε σε μια «λαϊκή και ειρηνική κινητοποίηση» κατά της καταδίκης Λε Πεν, καταδίκη που τη χαρακτήρισε «σκάνδαλο δημοκρατίας». «Μέσα από τη λαϊκή και ειρηνική μας κινητοποίηση, ας τους δείξουμε ότι η βούληση του λαού είναι ισχυρότερη», είπε, αναρτώντας στο Χ έναν σύνδεσμο για μία αναφορά στην ιστοσελίδα του κόμματος, η οποία καταγγέλλει «τη δικτατορία των δικαστών».
Αποστάσεις από την καταδικαστική απόφαση φαίνεται να πήρε και ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν του κόμματος της γαλλικής αριστεράς Ανυπότακτη Γαλλία. «Η απόφαση για την απομάκρυνση ενός πολιτικού από το αξίωμα πρέπει να εναπόκειται στους πολίτες», είπε ο Μελανσόν, τονίζοντας ότι συμμερίζεται την πεποίθηση του κόμματός του ότι η μάχη του δεξιού κόμματος της Λε Πεν δεν πρέπει να διεξαχθεί στο δικαστήριο αλλά στις εκλογές.
Ο αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδας των συντηρητικών Ρεπουμπλικανών, Λοράν Βουκί επέκρινε επίσης τη δικαστική απόφαση. «Η απόφαση να καταδικαστεί η Μαρίν Λε Πεν είναι σοβαρή και πρωτοφανής», είπε.
Είπε ότι δεν είναι υγιές για μια δημοκρατία να απαγορεύει σε έναν εκλεγμένο πολιτικό να συμμετέχει σε εκλογές. «Οι πολιτικές συζητήσεις πρέπει να αποφασίζονται στην κάλπη από τον γαλλικό λαό.»
Όσον αφορά τις διεθνές αντιδράσεις, εκείνοι που εξέφρασαν τη στήριξή τους στη Λε Πεν και καταδίκασαν την εις βάρος της δικαστική απόφαση ήταν το Κρεμλίνο, ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπάν, ο αντιπρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης Ματέο Σαλβίνι, ο Ολλανδός πολιτικός Γκέερτ Βίλντερς, και ο Έλον Μασκ.
Η ένταση σιγοβράζει μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της κομμουνιστικής Κίνας καθώς οι δύο χώρες αυξάνουν τους δασμούς στις εισαγωγές αμφοτέρωθεν. Εν τω μεταξύ, η ρητορική του Πεκίνου κλιμακώνεται σε επιθετικότητα.
Στις αρχές Μαρτίου, η κινεζική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον ανήρτησε σε κοινωνικό δίκτυο ένα μήνυμα από το υπουργείο Εξωτερικών της, που έλεγε: «Αν οι ΗΠΑ θέλουν πόλεμο – πόλεμο δασμών, εμπορικό πόλεμο ή όποιο άλλο είδος πολέμου – είμαστε έτοιμοι να πολεμήσουμε έως το τέλος».
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προειδοποίησε ότι, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αναζητούν πόλεμο με την Κίνα, είναι «πολύ καλά εξοπλισμένες για τον διαχειριστούν».
Ο Τραμπ επέβαλε επιπλέον 20% δασμούς σε όλα τα προϊόντα που φτιάχνονται στην Κίνα, λέγοντας ότι η εκτεταμένη διακίνηση φαιντανύλης — του θανατηφόρου οπιοειδούς που είναι 50 έως 100 φορές πιο ισχυρό από την μορφίνη — στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει φτάσει σε επίπεδα έκτακτης εθνικής ανάγκης.
Μέχρι σήμερα, η Κίνα παραμένει η κύρια πηγή πρόδρομων ουσιών φαιντανύλης, οι οποίες αποστέλλονται στο Μεξικό, όπου παρασκευάζεται το ναρκωτικό. Στη συνέχεια, μεταφέρεται λαθραία στις Ηνωμένες Πολιτείες κυρίως μέσω των νότιων συνόρων.
Το κομμουνιστικό καθεστώς αποκάλεσε την επιδημία της φαιντανύλης «δικό τους πρόβλημα», αναφερόμενο στις Ηνωμένες Πολιτείες, και χαρακτήρισε τους δασμούς των ΗΠΑ «εκβιασμό». Ως απάντηση, το Πεκίνο επέβαλε επιπλέον δασμούς 15% στον άνθρακα και το φυσικό αέριο των ΗΠΑ και επιπλέον 10% σε γεωργικό εξοπλισμό και φορτηγά.
Ο Γιουάν Χονγκμπίνγκ, πρώην καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου στην Κίνα, ο οποίος τώρα ζει στην Αυστραλία, είπε ότι η αμερικανική κρίση των οπιοειδών απέχει πολύ από μία κατάσταση ‘αυτοτραυματισμού’, όπως υπαινίσσεται το ΚΚΚ, του οποίου ο ρόλος στην επιδημιολογική εξάπλωση της φαιντανύλης στις ΗΠΑ ήταν κρίσιμος.
Ωστόσο, το να επιρρίπτουν την ευθύνη στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι πάγια στρατηγική επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ), Σι Τζινπίνγκ, είπε ο Γιουάν στο NTD, αδελφό μέσο ενημέρωσης της Epoch Times..
Ο Γιουάν, ο οποίος έχει επαφές με ανώτερα στελέχη του ΚΚΚ, είπε ότι ο Σι έχει δώσει με συνέπεια εσωτερικές οδηγίες κατά τη διάρκεια τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης θητείας του Τραμπ, ότι το Πεκίνο πρέπει να αποφύγει και να αρνηθεί κάθε σύνδεση με τις κρίσεις των ναρκωτικών που λυμαίνονται την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Γιουάν πρόσθεσε ότι το καθεστώς έλαβε οδηγίες από τον Σι να ισχυριστεί ότι η Κίνα κατασκευάζει τις χημικές πρόδρομες ουσίες νόμιμα και ότι η Κίνα δεν ευθύνεται εάν μετατραπούν σε θανατηφόρα ναρκωτικά και μεταφερθούν λαθραία στις Ηνωμένες Πολιτείες ή την Ευρώπη.
Ο ειδικός αναλυτής δήλωσε περαιτέρω ότι η φαιντανύλη βρίσκεται στον πυρήνα της προσπάθειας του Σι να «εκδικηθεί» τη Δύση, καθώς την κατηγορεί για τους Πολέμους του Οπίου στα μέσα του 19ου αιώνα και τη συνεπακόλουθη ταπείνωση της Κίνας. Κατά τη διάρκεια των 100 περίπου ετών εκείνης της περιόδου, η Κίνα έπρεπε να υπογράψει μια σειρά άνισων συνθηκών που παραχωρούσαν κινεζικό έδαφος και τα κινεζικά λιμάνια σε ξένο έλεγχο.
«Λόγω των οδηγιών του Σι, βλέπουμε τώρα μια δραματική αύξηση τόσο στην παραγωγή πρόδρομων ουσιών φαιντανύλης στην Κίνα όσο και στην εξαγωγή αυτών των χημικών ουσιών, που τροφοδοτούν την κρίση φαιντανύλης στις Ηνωμένες Πολιτείες», δήλωσε ο Γιουάν.
Οι θάνατοι από υπερβολική δόση φαιντανύλης έχουν γίνει μια εθνική κρίση, αφού αφαιρούν περισσότερες από 200 ζωές Αμερικανών την ημέρα, σύμφωνα με την υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών των ΗΠΑ. Μόνο το 2023, περίπου 75.000 Αμερικανοί πέθαναν από υπερβολική δόση φαιντανύλης, μια 23πλάσια αύξηση σε σχέση με μία δεκαετία πριν.
Η επικεφαλής Εγχώριας Ασφάλειας, Κρίστι Νομ, επιθεωρεί το σημείο εισόδου φαιντανύλης Σαν Ισίντρο, στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού. Σαν Ντιέγκο, 16 Μαρτίου 2025. (Alex Brandon/Getty Images)
Σήμερα, οι ακούσιες υπερβολικές δόσεις είναι η πρώτη αιτία θανάτου Αμερικανών μεταξύ 18-45 ετών. Σε ένα θετικότερο τόνο, ο αριθμός θανάτων από χρήση οπιοειδών μειώθηκε κατά 20% το 2024, σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ.
Η κρίση φαιντανύλης έχει γίνει βασικό σημείο ανησυχίας για τους Αμερικανούς ψηφοφόρους και σημαντικός παράγοντας στη δυναμική των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας, υποστηρίζει ο ειδικός της Κίνας Αλεξάντερ Λιάο, τονίζοντας ότι οι σχέσεις μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον έχουν αλλάξει ριζικά. Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Μπάιντεν, οι δύο χώρες είχαν περάσει μια διπλωματική «εποχή των παγετώνων», με την επίσημη επικοινωνία ανώτατου επιπέδου να παγώνει για περίπου 10 μήνες, το 2022 και το 2023. Τώρα, ο Λιάο πιστεύει ότι η αντιπαράθεση έχει πλέον κλιμακωθεί και έχει περάσει σε άλλο επίπεδο.
«Είτε πρόκειται για εμπόριο είτε για άλλες πτυχές, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα βασικά έχουν στραφεί η μία εναντίον της άλλης», είπε ο Λιάο στην Epoch Times.
«Λίγος θόρυβος αλλά σκληρή δράση» είναι ο τρόπος με τον οποίο κατηγοριοποιεί την τρέχουσα κατάσταση μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον, σε αντίθεση με τα «πολλά λόγια και λίγα έργα» που συμβαίνουν μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης.
«Η πολιτική παίζει διαφορετικά μεταξύ εχθρών και φίλων», είπε.
Οι ΗΠΑ είναι ο τέλειος εχθρός για το κινεζικό καθεστώς
Την τελευταία δεκαετία, η Κίνα σημείωσε σημαντική οικονομική ανάπτυξη. Το ονομαστικό ΑΕΠ της υπερβαίνει πλέον τα τρία τέταρτα του ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας. Όταν μετράται με βάση την αγοραστική δύναμη, η οικονομία της Κίνας ξεπέρασε αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών το 2016.
Ο Σι ανέβηκε στις τάξεις του ΚΚΚ λίγα χρόνια πριν από αυτό και το 2013 ανέλαβε την ηγεσία του.
Σύμφωνα με τον Γιουάν, η κομμουνιστική ιδεολογία του Σι τον ώθησε να εκμεταλλευτεί αμέσως την οικονομική ισχύ της Κίνας για να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα εξωτερικής πολιτικής, την «πρωτοβουλία Belt and Road», με στόχο την επέκταση του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού σε όλο τον κόσμο.
Υπό το πρόσχημα της ανάπτυξης υποδομών, η γεωπολιτική πλατφόρμα 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων αρπάζει φυσικούς πόρους άλλων χωρών, περιλαμβανομένων κρίσιμων ορυκτών για την παραγωγή τσιπ υπολογιστών, και επεκτείνει τη χρήση των λιμανιών τους για δικούς της πολιτικούς και στρατιωτικούς σκοπούς.
Μια γυναίκα κάθεται κοντά σε μια διαφημιστική πινακίδα που διαφημίζει το πρόγραμμα της Κίνας Belt and Road στο Σιχάνουκβιλ της Καμπότζης, την 1η Ιουλίου 2024. Μεταμφιεσμένη ως ανάπτυξη υποδομών, η πλατφόρμα του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων αρπάζει τους φυσικούς πόρους άλλων χωρών και επεκτείνει τη χρήση των λιμανιών τους για πολιτικούς και στρατιωτικούς σκοπούς. Valeria Mongelli/Getty Images
Το πολιτικό σύνθημα του Σι είναι «η μεγάλη αναζωογόνηση του κινεζικού έθνους». Σύμφωνα με αυτήν την αφήγηση, η νίκη δεν έρχεται χωρίς αναποδιές και εμπόδια.
Η φιλοδοξία του Σι έχει τις ρίζες της στην παρακμή της χώρας πριν από 200 χρόνια. Στα βιβλία του ΚΚΚ, η Δύση παρουσιάζεται ως υπαίτιος της πτώσης της Κίνας, με τους Πολέμους του Οπίου να παρουσιάζονται ως η αρχή του «Αιώνα της Ταπείνωσης».
Για την επιστροφή του Χονγκ Κονγκ και του Μακάο από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Πορτογαλία, αντίστοιχα, ο Σι δήλωσε ότι «απομάκρυνε την ταπείνωση ενός αιώνα» και ότι το επόμενο βήμα είναι η ενοποίηση της Ταϊβάν με την ηπειρωτική Κίνα.
Αν και επιφανειακά φαίνεται να προωθεί τον εθνικισμό, επισημαίνει ο Λιάο, η λογική του Σι παραμένει ριζωμένη στο κομμουνιστικό δόγμα: την παγκόσμια εξάπλωση του κομμουνισμού — ή, κατά τη γλώσσα του Κόμματος, να «υψωθεί η κόκκινη σημαία σε όλο τον κόσμο».
Αυτό φυσικά κάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες τον πρώτο εχθρό του ΚΚΚ, εξηγεί. Ως προστάτης της Ταϊβάν και ηγέτης της τρέχουσας παγκόσμιας τάξης, η Αμερική αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο στα σχέδια του Σι.
Το ΚΚΚ έχει χρησιμοποιήσει την απότομη οικονομική ανάπτυξη της Κίνας των τελευταίων δεκαετιών για να δικαιολογήσει την εξουσία του. Ωστόσο, τα τυραννικά μέτρα για τον COVID-19 του Σι επιδείνωσαν τα μακροχρόνια προβλήματα στη φορτωμένη με χρέος, οδηγούμενη από την παραγωγή οικονομία της. Μετά την άρση των περιορισμών για την πανδημία, η πτώση της αγοράς ακινήτων και οι χωρίς χρήματα τοπικές κυβερνήσεις έχουν αφήσει την οικονομία να βαλτώσει.
Η υποδαύλιση εχθρικών διαθέσεων εναντίον ενός εξωτερικού παράγοντα είναι μια ακόμα τακτική που το ΚΚΚ χρησιμοποιεί για να ενισχύσει την εξουσία του. Έτσι, οι Ηνωμένες Πολιτείες γίνονται ο ιδανικός εχθρός και το Κόμμα μπορεί να προπαγανδίζει τις προσπάθειές του να τους αντιστέκεται.
Ο απώτερος στόχος του Σι
Ο απώτερος στόχος του Σι, λέει ο Γιουάν, είναι «να αντικαταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως δημιουργός και επιβλέπων της παγκόσμιας τάξης.» Ο Γιουάν είπε ότι οι δύο άντρες έπιναν μαζί όταν ο Σι ήταν ακόμα αξιωματούχος στην επαρχία.
Ένα χρόνο αφότου ο Σι έγινε επικεφαλής της Κίνας, οι θάνατοι από υπερβολική δόση φαιντανύλης στις Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να αυξάνονται. Έως το 2017, οι ετήσιοι θάνατοι έφτασαν τους 28.000. Έως το 2023, ο αριθμός είχε αυξηθεί σε 75.000.
Φωτογραφίες θυμάτων φαιντανύλης, όπως εμφανίζονται στο μνημείο The Faces of Fentanyl, στα κεντρικά γραφεία της Διοίκησης Δίωξης Ναρκωτικών στο Άρλινγκτον. ΗΠΑ, 27 Σεπτεμβρίου 2022. (Alex Wong/Getty Images)
Το 2017, όταν η Κίνα είχε ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε ΑΕΠ εκφρασμένο σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, ο Σι και οι οπαδοί του πίστευαν ότι το «αμερικανικό πρόβλημα» — να πάρει η Κίνα τη θέση των ΗΠΑ ως υπερδύναμη του κόσμου — θα λυνόταν μέσα σε μια δεκαετία, αναφέρει ο Λιάο.
Πηγές εμπιστευτικών πληροφοριών του Λιάο στο Πεκίνο τού είπαν ότι στο ΚΚΚ υπήρχε μια αισιόδοξη διάθεση, με αποτέλεσμα οι κομματικοί επικεφαλής να κρατούν απορριπτική στάση απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες.
«Σε αυτό το κλίμα, οι σκληροπυρηνικοί μέσα στο ΚΚΚ ουσιαστικά έθεσαν τους εαυτούς τους σε μια μη αναστρέψιμη πορεία αντιπαράθεσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες», είπε ο Λιάο.
Η αδυναμία της Αμερικής να περιορίσει την εξάπλωση των ναρκωτικών ενίσχυσε την εμπιστοσύνη του Σι στη δύναμη της Κίνας, είπε ο Γιουάν, προσθέτοντας ότι η κρίση της φαιντανύλης στις ΗΠΑ ερμηνεύεται από τον Κινέζο ηγέτη ως απόδειξη ότι «η Ανατολή ανεβαίνει, η Δύση παρακμάζει».
Σύμφωνα με πηγές του Λιάο, κατά την πρώτη κρατική επίσκεψη του Τραμπ στην Κίνα τον Νοέμβριο του 2017, υψηλόβαθμος αξιωματούχος του ΚΚΚ είχε πει στον Τραμπ: «Εσείς [οι Ηνωμένες Πολιτείες] πρέπει απλώς να μας παρέχετε πρώτες ύλες και μια καταναλωτική αγορά για τα προϊόντα μας».
Ένας γνώστης του Πεκίνου είπε στον Λιάο ότι αυτή η συνάντηση ώθησε τον Τραμπ να επιβάλει δασμούς στην Κίνα αμέσως μόλις επέστρεψε στην Ουάσιγκτον. Η πηγή πρόσθεσε ότι η αλαζονεία και ο υπεροπτικός τόνος του Κινέζου αξιωματούχου πιθανότατα προκάλεσαν βαθιά ανησυχία στον Τραμπ για την υπερβολική εξάρτηση των ΗΠΑ από την κινεζική παραγωγή.
Τον Ιανουάριο του 2018, ο Τραμπ άρχισε να θέτει δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές για να μειώσει την εμπορική ανισορροπία και να αναγκάσει την Κίνα να σταματήσει την κλοπή εμπορικών μυστικών και πνευματικής ιδιοκτησίας των ΗΠΑ.
Δύο χρόνια αργότερα, το Πεκίνο και η Ουάσιγκτον υπέγραψαν μια εμπορική συμφωνία πρώτης φάσης, βάσει της οποίας η Κίνα υποσχέθηκε να αγοράζει περισσότερα προϊόντα από τις ΗΠΑ.
Δύο μήνες αργότερα, η πανδημία COVID-19 χτύπησε.
Την πρώτη ημέρα της δεύτερης θητείας του, ο Τραμπ διέταξε να διεξαχθεί έρευνα εμπορικής πολιτικής έως την 1η Απριλίου. Η μελέτη ξεχωρίζει την Κίνα για αξιολόγηση της εκπλήρωσης της εμπορικής συμφωνίας πρώτης φάσης και επανεξέταση τυχόν αθέμιτων ή μη ισορροπημένων εμπορικών πρακτικών.
Ο αντιπρόεδρος της κινεζικής κυβέρνησης Χε Λιφένγκ (d) δείχνει το δρόμο στον γερουσιαστή Στηβ Νταίηνς (Ρ-Μοντ.) πριν από συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα Σιντζιάνγκ στη Μεγάλη Αίθουσα του Λαού στο Πεκίνο, στις 22 Μαρτίου 2025. (Ng Han Guan/Getty Images)
Ο Τραμπ έχει μιλήσει για τις 2 Απριλίου ως την «ημέρα απελευθέρωσης» της Αμερικής, κατά την οποία θα επιβάλει αμοιβαίους δασμούς για να ισορροπήσει το πεδίο με όλους τους εμπορικούς της εταίρους. Ένα πιθανό αποτέλεσμα είναι ότι ο Λευκός Οίκος θα επιβάλει πρόσθετους δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές.
Η κινεζική οικονομία είναι πιο αδύναμη από ό,τι ήταν κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ και εξαρτάται περισσότερο από τις εξαγωγές.
Ο γερουσιαστής Στηβ Νταίηνς (Ρ-Μοντ.), ο πρώτος αμερικανός πολιτικός που επισκέφτηκε το Πεκίνο κατά τη δεύτερη θητεία του Τραμπ, μετέφερε το μήνυμα του Τραμπ στους ανώτερους Κινέζους ηγέτες, καλώντας για «αποφασιστική δράση εκ μέρους της Κίνας προκειμένου να σταματήσει η ροή των πρόδρομων ουσιών φαιντανύλης». Στις 23 Μαρτίου, επανέλαβε το αίτημα των ΗΠΑ σε συνέντευξή του στο Bloomberg: «Θα είναι δύσκολο να γίνει οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με τους δασμούς και τους μη δασμολογικούς φραγμούς μέχρι να επιλυθεί το ζήτημα της πρόδρομης ουσίας της φαιντανύλης».
Ανεξάρτητα από τις παραχωρήσεις που προτείνει το Πεκίνο στον Τραμπ σε μια πιθανή σύνοδο κορυφής Τραμπ-Σι τον Ιούνιο, οι δύο χώρες βρίσκονται σε μία «αναπόφευκτη» πορεία σύγκρουσης, ισχυρίζεται ο Γιουάν.
«Δεν είναι μια προσωρινή σύγκρουση που πυροδοτήθηκε από ένα μεμονωμένο γεγονός, είτε πρόκειται για δασμούς είτε για άλλα συγκεκριμένα ζητήματα», είπε. «Η αντιπαράθεση είναι θεμελιώδης και αναπόφευκτη, καθοδηγούμενη από μεγαλύτερες δυνάμεις.»
Την περασμένη εβδομάδα, Αμερικανοί και Ρώσοι αξιωματούχοι πραγματοποίησαν μαραθώνιες συνομιλίες στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας, με στόχο την επίτευξη συμφωνίας εκεχειρίας μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας στη Μαύρη Θάλασσα.
Μετά τις συνομιλίες, ο Λευκός Οίκος φάνηκε να σηματοδοτεί την προθυμία του να άρει ορισμένους περιορισμούς στις ρωσικές εξαγωγές γεωργικών προϊόντων και λιπασμάτων — πάγιο αίτημα της Ρωσίας — στο πλαίσιο μιας συμφωνίας εκεχειρίας.
Ο πρώην αξιωματούχος του Λευκού Οίκου και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, πρέσβης Μάθιου Μπράιζα, δήλωσε στην Epoch Times ότι φαίνεται σαφές πως η αμερικανική κυβέρνηση εξετάζει τρόπους να επιτύχει για τη Ρωσία άρση των κυρώσεων, στο πλαίσιο κάποιας συμφωνίας για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.
Σε ανακοίνωση της 25ης Μαρτίου, ο Λευκός Οίκος ανέφερε ότι οι δύο πλευρές συμφώνησαν να διασφαλίσουν την ασφαλή ναυσιπλοΐα, να αποκλείσουν τη χρήση βίας και να αποτρέψουν τη χρήση εμπορικών πλοίων για στρατιωτικούς σκοπούς στη Μαύρη Θάλασσα.
Στην ίδια ανακοίνωση, επισημάνθηκε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βοηθήσουν στην αποκατάσταση της πρόσβασης της Ρωσίας στις διεθνείς αγορές για εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και λιπασμάτων, θα μειώσουν το κόστος θαλάσσιας ασφάλισης και θα διευκολύνουν την πρόσβαση σε λιμάνια και συστήματα πληρωμών για τέτοιες συναλλαγές.
Αντίστοιχη ανακοίνωση εξέδωσε το Κρεμλίνο την ίδια ημέρα, επαναλαμβάνοντας τις δύο βασικές δεσμεύσεις. Ωστόσο, σε αντίθεση με τη δήλωση των ΗΠΑ, η Μόσχα τόνισε ότι οι δύο πλευρές συμφώνησαν να προχωρήσουν στην εφαρμογή της Πρωτοβουλίας της Μαύρης Θάλασσας.
Η εν λόγω συμφωνία, η οποία είχε επιτρέψει στην Ουκρανία να εξάγει σιτηρά μέσω της Μαύρης Θάλασσας, είχε αρχικά συναφθεί το καλοκαίρι του 2022 με τη μεσολάβηση του ΟΗΕ και της Τουρκίας. Έναν χρόνο αργότερα, η Ρωσία αρνήθηκε να την ανανεώσει, υποστηρίζοντας ότι δεν είχαν τηρηθεί οι όροι που της επέτρεπαν να εξάγει τα δικά της σιτηρά και λιπάσματα. Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, είχε δηλώσει κατά τη λήξη της συμφωνίας στις 17 Ιουλίου 2023 ότι το σκέλος που αφορούσε τη Ρωσία δεν είχε εφαρμοστεί, με αποτέλεσμα την ακύρωση της ανανέωσής της.
Κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας, η Ουκρανία είχε καταφέρει να εξάγει δεκάδες εκατομμύρια τόνους σιτηρών μέσω της Μαύρης Θάλασσας, παρά τις συνεχιζόμενες εχθροπραξίες με τη Ρωσία. Από την αρχή, ωστόσο, η Μόσχα διαμαρτυρόταν ότι το δεύτερο σκέλος της συμφωνίας — ένα μνημόνιο συνεννόησης μεταξύ Ρωσίας και ΟΗΕ — δεν εφαρμοζόταν επαρκώς.
Το εν λόγω μνημόνιο προέβλεπε την απομάκρυνση των εμποδίων για τις ρωσικές εξαγωγές σιτηρών και λιπασμάτων. Παρόλα αυτά, και ενώ η συμφωνία παρέμενε σε ισχύ, η Μόσχα κατηγορούσε επανειλημμένα την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες ότι εμποδίζουν τις ρωσικές αγροτικές εξαγωγές, παραβιάζοντας τους όρους της συμφωνίας.
Στη δήλωση της 25ης Μαρτίου, το Κρεμλίνο ανέφερε ότι η επιδιωκόμενη εκεχειρία στη Μαύρη Θάλασσα θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο εάν αρθούν οι περιορισμοί στη Rosselkhozbank (Ρωσική Αγροτική Τράπεζα) και σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που εμπλέκονται στο διεθνές εμπόριο τροφίμων και λιπασμάτων, επανασυνδεθούν με το σύστημα SWIFT και ανοίξουν αντίστοιχοι λογαριασμοί ανταπόκρισης.
Επιπλέον, η Ρωσία απαίτησε την άρση των περιορισμών στις χρηματοδοτικές συναλλαγές, καθώς και την κατάργηση των κυρώσεων στις ρωσικές εταιρείες παραγωγής και εξαγωγής τροφίμων και λιπασμάτων.
Το Κρεμλίνο ζήτησε επίσης την άρση των κυρώσεων στα ρωσικά πλοία που μεταφέρουν τρόφιμα και λιπάσματα, καθώς και την έγκριση της εισαγωγής γεωργικού εξοπλισμού από τη Ρωσία.
Σύμφωνα με τον Πεσκόφ, οι απαιτήσεις αυτές είναι σχεδόν ίδιες με εκείνες που περιλαμβάνονταν στην αρχική Πρωτοβουλία της Μαύρης Θάλασσας για τα Σιτηρά (Black Sea Grain Initiative-BSGI), επισημαίνοντας ότι αυτή τη φορά πρέπει να διασφαλιστεί η δικαιοσύνη. Σε δηλώσεις του, στις 26 Μαρτίου, τόνισε ότι οι διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ θα συνεχιστούν.
Εμπορικά πλοία, μέρος της συμφωνίας για τα σιτηρά της Μαύρης Θάλασσας, περιμένουν να περάσουν το στενό του Βοσπόρου, στις 31 Οκτωβρίου 2022. (Umit Bektas/Reuters/File Photo)
Την ίδια ημέρα, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο ανέφερε ότι η Ουάσιγκτον θα αξιολογήσει τα ρωσικά αιτήματα. Όπως δήλωσε στους δημοσιογράφους, μετά τη συνάντηση στο Ριάντ, οι Ρώσοι παρουσίασαν έναν κατάλογο προϋποθέσεων, τον οποίο οι ΗΠΑ θα εξετάσουν και θα υποβάλουν στον Αμερικανό πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Μπράιζα σημείωσε ότι οι ΗΠΑ φαίνεται να υποστηρίζουν πλέον τη διευκόλυνση των ρωσικών εξαγωγών από τη Μαύρη Θάλασσα, ιδίως όσον αφορά τα λιπάσματα και τα σιτηρά. Ανέφερε επίσης ότι αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την άρση των κυρώσεων στη ρωσική αγροτική τράπεζα.
Η Ευρώπη αντιστέκεται
Αντιδρώντας στους ρωσικούς όρους, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι κατηγόρησε τη Μόσχα ότι προσθέτει αιτήματα για την άρση των κυρώσεων στη συμφωνία εκεχειρίας που βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση. Μιλώντας σε δημοσιογράφους στο Παρίσι, στις 26 Μαρτίου, δήλωσε ότι η Ρωσία θέτει όρους σχετικά με τις κυρώσεις στην αμερικανική πλευρά, ενώ εξέφρασε την ελπίδα ότι οι διαπραγματευτές των ΗΠΑ θα παραμείνουν σταθεροί απέναντι στα ρωσικά αιτήματα. Υπογράμμισε, επίσης, ότι η Ουκρανία έχει επιδείξει ανθεκτικότητα και τόνισε πως είναι σημαντικό οι εταίροι της να επιδείξουν τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο ανθεκτικότητας.
Την ίδια ημέρα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τοποθετήθηκε επί του θέματος, επισημαίνοντας ότι η πλήρης αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων από την ουκρανική επικράτεια παραμένει βασική προϋπόθεση για την άρση ή τη χαλάρωση των κυρώσεων. Σε σχετική δήλωση, η εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα εξωτερικών υποθέσεων και πολιτικής ασφαλείας, Ανίττα Χίππερ, ανέφερε ότι η άνευ όρων αποχώρηση όλων των ρωσικών στρατευμάτων από το σύνολο της ουκρανικής επικράτειας θα αποτελούσε μία από τις κύριες προϋποθέσεις για την τροποποίηση ή την άρση των κυρώσεων.
Ωστόσο, ο συγκεκριμένος όρος δεν θεωρείται αποδεκτός από τη Μόσχα, η οποία το 2022 προσάρτησε τέσσερις περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας, τις οποίες θεωρεί πλέον τμήμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Μιλώντας σε δημοσιογράφους, στις 27 Μαρτίου, ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ φάνηκε να αποκλείει κάθε βραχυπρόθεσμο ενδεχόμενο άρσης των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Μετά από συνάντηση με Ευρωπαίους ηγέτες στο Παρίσι, δήλωσε ότι η χρονική στιγμή δεν είναι κατάλληλη για άρση των κυρώσεων, υποστηρίζοντας μάλιστα το αντίθετο.
Παρόλα αυτά, στις 27 Μαρτίου, εκπρόσωπος του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών ανέφερε ότι η Μόσχα και η Ουάσιγκτον εξετάζουν το πλαίσιο μιας «νέας συμφωνίας», το οποίο, όπως δήλωσε, βρίσκεται σε φάση συζητήσεων, σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων Tass.
Σύμφωνα με τον Μπράιζα, δεν υπάρχει τρόπος να ξεπεραστεί το αδιέξοδο μεταξύ του ρωσικού αιτήματος για άρση των κυρώσεων και της άρνησης της ΕΕ να το δεχτεί, εκτός εάν η Ρωσία αποσύρει πλήρως τις δυνάμεις της από την Ουκρανία. Εκτίμησε ότι ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν προσπαθεί να αποσπάσει όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί να εκμεταλλευτεί τις διαφορές μεταξύ της Ουάσιγκτον και των Ευρωπαίων συμμάχων της. Πρόσθεσε ακόμη ότι δεν πιστεύει πως ο Πούτιν επιθυμεί να σταματήσει τις εχθροπραξίες, σημειώνοντας πως ο Ρώσος πρόεδρος δεν έχει μετριάσει τις απαιτήσεις που είχε διατυπώσει ακόμη και πριν από την εισβολή στην Ουκρανία.
Ο πρώην πρέσβης της Τουρκίας στη Ρωσία, Χαλίλ Ακιντζί, ανέφερε ότι εάν η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποφασίσει να άρει τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, είναι απίθανο να λάβει υπ’ όψιν τις αντιδράσεις της Ευρώπης. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν χρειάζεται να πείσει τους Ευρωπαίους, καθώς δεν ακολουθεί τους γενικούς κανόνες. Ανέφερε, επίσης, ότι εάν έχει τη δυνατότητα να το πράξει, θα το κάνει, σημειώνοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ελέγχουν το σύστημα πληρωμών SWIFT, κάτι που τους δίνει τη δυνατότητα να καταργήσουν πολλές από τις κυρώσεις.
Τέλος, ο Ακιντζί υπενθύμισε ότι παρότι η Τουρκία είχε διαμεσολαβήσει στη σύναψη της Πρωτοβουλίας της Μαύρης Θάλασσας για τα Σιτηρά (BSGI) το 2022, αυτή τη φορά δεν διαδραματίζει αντίστοιχο ρόλο. Όπως εξήγησε, η Τουρκία είναι ιδιαίτερα απασχολημένη αυτή την περίοδο, αναφερόμενος στις διαδηλώσεις που ξέσπασαν μετά τη σύλληψη του δημάρχου της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος ανήκει στην αντιπολίτευση.
Αρκετές ρωσικές και αμερικανικές εταιρείες έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για τη δημιουργία κοινοπραξιών με επίκεντρο την εξόρυξη σπάνιων γαιών, ωστόσο σημαντικές προκλήσεις παραμένουν, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ. Ο ίδιος σημείωσε ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έχει εκφράσει συχνά την επιθυμία για νέες οικονομικές συνεργασίες με τη Ρωσία, αλλά χρειάζονται συνεχείς προσπάθειες για την αντιμετώπιση του εν εξελίξει πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας.
Σε ενημέρωση του Τύπου, στις 31 Μαρτίου, ο Πεσκόφ επεσήμανε ότι το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την εξόρυξη σπάνιων γαιών αντιπροσωπεύει μόνο το αρχικό στάδιο μετά από μια ιδιαίτερα ψυχρή φάση στις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας. Υπογράμμισε την ανάγκη για ουσιαστικές προσπάθειες βελτίωσης της σχέσης. Ο Κιρίλ Ντμίτριεφ, διευθύνων σύμβουλος του Ρωσικού Ταμείου Άμεσων Επενδύσεων, δήλωσε επίσης ότι διάφορες αμερικανικές εταιρείες ενδιαφέρονται να συνεργαστούν σε έργα σπάνιων γαιών, χωρίς ωστόσο να αποκαλύψει συγκεκριμένα ονόματα.
Οι σπάνιες γαίες, που περιλαμβάνουν μια ομάδα 17 στοιχείων, είναι κρίσιμης σημασίας για διάφορες σύγχρονες τεχνολογίες, όπως ηλεκτρονικά, μπαταρίες και μαγνήτες. Ο Ντμίτριεφ τόνισε σε συνέντευξη ότι έχουν ήδη ξεκινήσει συζητήσεις για συνεργασία σε αυτόν τον τομέα.
Ο Πεσκόφ επανέλαβε ότι οι ΗΠΑ συνεχίζουν να επιβάλλουν οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία, γεγονός που περιορίζει τη συμμετοχή αμερικανικών εταιρειών. Στις 30 Μαρτίου, ο Τραμπ απείλησε με δευτερογενείς δασμούς – από 25% έως 50% – στο ρωσικό πετρέλαιο εάν διαπιστώσει ότι η Ρωσία παρεμποδίζει την ειρηνευτική διαδικασία στην Ουκρανία.
Η τρέχουσα κατάσταση των διπλωματικών επαφών του Τραμπ τόσο με τον Πούτιν όσο και με τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι παραμένει ευαίσθητη. Ο Τραμπ εξέφρασε απογοήτευση για τα πρόσφατα σχόλια του Πούτιν που αμφισβητούν την εξουσία του Ζελένσκι, κάτι που εγείρει ανησυχίες σχετικά με τη δέσμευση της Ουκρανίας σε μια πιθανή ειρηνευτική συμφωνία. Ο Αμερικανός πρόεδρος υπαινίχθηκε προκλήσεις γύρω από μια ξεχωριστή συμφωνία εξόρυξης ορυκτών με την Ουκρανία, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο Ζελένσκι ίσως επιδιώκει επαναδιαπραγμάτευση.
Εν κατακλείδι, ενώ τόσο οι αμερικανικές όσο και οι ρωσικές εταιρείες εκδηλώνουν ενδιαφέρον για συνεργασία σε έργα σπάνιων γαιών, η πορεία προς τα εμπρός είναι γεμάτη με πολιτικές εντάσεις και οικονομικές κυρώσεις που περιπλέκουν τις πιθανές συνεργασίες.
Ο Ντόναλντ Τραμπ συνέκρινε χθες Δευτέρα την καταδίκη της Μαρίν Λεπέν με τα προβλήματα που είχε ο ίδιος με τη δικαιοσύνη των ΗΠΑ, χαρακτηρίζοντας τη στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι για πέντε χρόνια από την ηγετική μορφή του κόμματος Εθνικός Συναγερμός (RN) της Γαλλίας «πολύ μεγάλη υπόθεση».
«Αυτό θυμίζει τη χώρα μας, αυτό θυμίζει πάρα πολύ ετούτη τη χώρα», δήλωσε ο Τραμπ, ο οποίος καταδικάστηκε πέρυσι για υπόθεση απάτης με σκοπό την απόκρυψη πληρωμής σε ηθοποιό πορνογραφικών ταινιών ώστε να εξαγοραστεί η σιωπή της.
Η καταδίκη της 56χρονης πολιτικού, η ρητορική της οποίας έχει συγκριθεί επανειλημμένα με αυτήν του προέδρου των ΗΠΑ, είναι βαρύ πλήγμα για μια από τις κυριότερες μορφές του πολιτικού σκηνικού στη Γαλλία, που θεωρείτο φαβορί των προεδρικών εκλογών του 2027 στη Γαλλία.
«Ξέρω πολύ καλά πώς είναι, και πολλοί θεωρούσαν πως δεν θα καταδικαζόταν με τίποτα», δήλωσε ο Ντόναλντ Τραμπ. «Αλλά της απαγορεύτηκε να θέσει υποψηφιότητα για πέντε χρόνια, και είναι η επικρατέστερη υποψήφια. Αυτό θυμίζει τη χώρα μας, αυτό θυμίζει πάρα πολύ ετούτη τη χώρα.»
Η γαλλική δικαιοσύνη εξέφρασε την ανησυχία της για τις μανιασμένες αντιδράσεις στην απόφαση, καθώς η παράταξη της κυρίας Λεπέν και οπαδοί της, όπως και ηγέτες άλλων πολιτικών ομάδων στην Ευρώπη και διεθνώς εξεγείρονται. «Απειλές που στοχοποιούν προσωπικά τους δικαστικούς οι οποίοι χειρίστηκαν την υπόθεση, όπως και δηλώσεις πολιτικών ηγετών για την καταδίκη δεν μπορούν να γίνονται αποδεκτές σε μια δημοκρατική διαδικασία», σύμφωνα με ανακοίνωση της γαλλικής δικαιοσύνης, που παρότρυνε να επιδειχθεί «μετριοπάθεια».
Η απαγόρευση του εκλέγεσθαι δεν μπορεί να ακυρωθεί με έφεση, πάντως η κυρία Λεπέν θα διατηρήσει την έδρα της στη γαλλική Εθνοσυνέλευση έως το τέλος της θητείας της. Της επιβλήθηκαν επίσης ποινή 4ετούς φυλάκισης (δυο χρόνια με αναστολή, δυο χρόνια κατ’ οίκον κράτησης) και πρόστιμο 100.000 ευρώ, ωστόσο η κυρία Λεπέν δεν έχει εξαντλήσει τα ένδικα μέσα της.