Το κύμα διαμαρτυριών συνεχίζεται στην Τουρκία μετά τη φυλάκιση του δημάρχου Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, ενός από τους κύριους πολιτικούς αντιπάλους του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Παρά τις απαγορεύσεις που έχουν επιβληθεί, νέες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας πραγματοποιούνται σε διάφορες πόλεις της χώρας.
Συλλήψεις και τραυματισμοί
Σύμφωνα με τις τουρκικές αρχές, από την Τετάρτη, ημέρα σύλληψης του Ιμάμογλου, έχουν συλληφθεί 1.133 άτομα σε διαδηλώσεις που έχουν πραγματοποιηθεί σε 55 από τις 81 επαρχίες της χώρας. Το υπουργείο Εσωτερικών ανέφερε ότι 123 αστυνομικοί έχουν τραυματιστεί, ενώ δεν έχει διευκρινιστεί ο αριθμός των τραυματιών μεταξύ των διαδηλωτών.
Μεταξύ των συλληφθέντων βρίσκονται και τουλάχιστον δέκα δημοσιογράφοι, ανάμεσά τους και ένας φωτορεπόρτερ του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων (AFP), σύμφωνα με την Ένωση Υπεράσπισης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (MLSA).
Αντιδράσεις της αντιπολίτευσης
Η αντιπολίτευση, ενισχυμένη από τις διαδηλώσεις, καλεί σε μποϊκοτάζ τηλεοπτικών σταθμών και επιχειρήσεων που, σύμφωνα με τον ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), Οζγκιούρ Οζέλ, αγνοούν την κατάσταση. Ο Οζέλ επέκρινε την κάλυψη των γεγονότων από τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης και προειδοποίησε ότι θα δημοσιοποιήσει τα ονόματα επιχειρήσεων που, όπως ανέφερε, στηρίζουν έμμεσα την κυβέρνηση μέσω της διαφημιστικής τους πολιτικής.
Τα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα έχουν περιορισμένη κάλυψη των διαδηλώσεων, ενώ ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης συνεχίζουν τη ζωντανή μετάδοσή τους. Παράλληλα, η τουρκική αρχή εποπτείας των ραδιοτηλεοπτικών μέσων (RTUK) έχει απειλήσει ορισμένους σταθμούς με την αφαίρεση των αδειών τους λόγω «μεροληπτικής» κάλυψης των γεγονότων.
Θέση της κυβέρνησης
Ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε ότι οι διαδηλώσεις έχουν εξελιχθεί σε «κίνημα βίας», κατηγορώντας το CHP ότι υποκινεί επεισόδια. Παράλληλα, ο υπουργός Εσωτερικών Αλί Γερλίκαγια έκανε λόγο για απειλή κατά της εθνικής ασφάλειας, ενώ τόνισε ότι οι αρχές προχωρούν σε συλλήψεις για παράνομες ενέργειες.
Η υπόθεση Ιμάμογλου έχει προκαλέσει έντονες πολιτικές αντιδράσεις, ενώ παραμένει αβέβαιο το πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση στις επόμενες ημέρες, καθώς η αντιπολίτευση επιμένει στην κλιμάκωση των κινητοποιήσεων.
Η δεύτερη κυρία των ΗΠΑ, Ούσα Βανς, θα ταξιδέψει στη Γροιλανδία με τον γιο της και μια αντιπροσωπεία των ΗΠΑ αυτή την εβδομάδα, στο πλαίσιο του ενδιαφέροντος που έχει εκδηλώσει ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ για την προσάρτηση της χώρας στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η άφιξή τους αναμένεται την Πέμπτη. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στη Γροιλανδία, που θα διαρκέσει μέχρι το Σάββατο, θα επισκεφθούν «ιστορικές τοποθεσίες, θα μάθουν για την κληρονομιά της Γροιλανδίας και θα παρακολουθήσουν τον Avannaata Qimussersu, τον εθνικό αγώνα σκυλιών της Γροιλανδίας», ανέφερε το γραφείο της, προσθέτοντας ότι είναι ενθουσιασμένοι με την προοπτική «αυτού του μνημειώδους αγώνα, με τον οποίο γιορτάζεται ο πολιτισμός και η ενότητα της Γροιλανδίας».
Στο βίντεο με το οποίο ανακοινώνει το ταξίδι της, η Βανς δηλώνει ότι η επίσκεψή της γίνεται προς τιμήν «της μακράς ιστορίας αμοιβαίου σεβασμού και συνεργασίας» μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γροιλανδίας, και εκφράζει την ελπίδα ότι οι δεσμοί των δύο χωρών «θα ενισχυθούν τα επόμενα χρόνια».
Πρόσθεσε δε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι υπερήφανος χορηγός του εθνικού αγώνα σκυλιών της Γροιλανδίας, μία ετήσια εκδήλωση όπου 37 οδηγοί ελκήθρων, ο καθένας με μία ομάδα 12 σκύλων, διαγωνίζονται σε μία κούρσα που διασχίζει τη βόρεια Γροιλανδία.
Ο πρωθυπουργός της Γροιλανδίας, Μούτε Έγκεντε, αμφισβήτησε το κίνητρο πίσω από την επίσκεψη της Βανς.
«Είμαστε τώρα σε ένα επίπεδο που σε καμία περίπτωση [αυτή η επίσκεψη] δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία ανώδυνη επίσκεψη από τη σύζυγο ενός πολιτικού, κάτι που είναι μια προοπτική», δήλωσε ο Έγκεντε στη γροιλανδική εφημερίδα Sermitsiaq την Κυριακή.
Ο Έγκεντε εξέφρασε συγκεκριμένα ανησυχίες σχετικά με τον σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Μάικ Γουόλτς, που πιθανώς θα συμμετάσχει στην αντιπροσωπεία στη Γροιλανδία, λέγοντας ότι η παρουσία του θα μπορούσε να εδραιώσει την ιδέα εξαγοράς του Τραμπ.
«Τι κάνει ο σύμβουλος ασφαλείας στη Γροιλανδία; Ο μόνος σκοπός μπορεί να είναι μία επίδειξη δύναμης και το μήνυμα είναι σαφές», είπε ο ηγέτης της Γροιλανδίας, περιμένοντας ότι η παρουσία του θα συμβάλει στην αύξηση της πίεσης εκ μέρους των ΗΠΑ μετά την επίσκεψη.
Ο Λευκός Οίκος δεν έχει ακόμη επιβεβαιώσει την επίσκεψη του Γουόλτς στη Γροιλανδία και δεν απάντησε σε αίτημα για σχολιασμό μέχρι την ώρα της δημοσίευσης.
Η Γροιλανδία έχει τη δική της κυβέρνηση και κοινοβούλιο. Η στρατηγική της θέση κοντά στην Αρκτική καθιστά το νησί ζωτικής σημασίας όσον αφορά την παρακολούθηση της ασφάλειας στην περιοχή του Βόρειου Πόλου. Είναι επίσης η έδρα μιας μεγάλης βάσης της διαστημικής δύναμης των ΗΠΑ.
Η κυβέρνηση της Δανίας, η οποία ελέγχει τις εξωτερικές υποθέσεις και την άμυνα της Γροιλανδίας, απέρριψε την προσφορά του Τραμπ για εξαγορά του αυτοδιοικούμενου νησού.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια συνάντησης στον Λευκό Οίκο με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε, στις 15 Μαρτίου, ο Τραμπ επανέλαβε τη θέση του σχετικά με την απόκτηση της Γροιλανδίας από τις ΗΠΑ.
«Νομίζω ότι θα συμβεί», είπε ο Τραμπ στους δημοσιογράφους. «Χρειάζεται για τη διεθνή ασφάλεια».
Η Αρκτική είναι ο συντομότερος δρόμος για διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας, της Βόρειας Κορέας και της Κίνας, γεγονός που καθιστά τη Γροιλανδία ένα κρίσιμο φυλάκιο εν μέσω του κλιμακούμενου διεθνούς ανταγωνισμού ισχύος.
Η Δανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύονται από την Αμυντική Συμφωνία του 1951, η οποία παρέχει στην Ουάσιγκτον αποκλειστικό έλεγχο σε ορισμένες από τις αμυντικές ζώνες της Γροιλανδίας και τη δυνατότητα να ενισχύσουν την επιτήρηση των υδάτων της Αρκτικής, ζήτημα κεντρικής σημασίας για την αρκτική στρατηγική του ΝΑΤΟ.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Τραμπ, η κυβέρνησή του προσπάθησε να ενισχύσει τους δεσμούς με τη Γροιλανδία σε μία προσπάθεια να αντιμετωπίσει την κομμουνιστική κινεζική και ρωσική δραστηριότητα στην Αρκτική.
Το φιλοεπιχειρηματικό, κεντροδεξιό κόμμα της αντιπολίτευσης Demokraatit της Γροιλανδίας κέρδισε τις γενικές εκλογές της 11ης Μαρτίου, εξασφαλίζοντας σχεδόν το 30% των ψήφων. Το κυβερνών δημοκρατικό σοσιαλιστικό κόμμα Inuit Ataqatigiit και ο εταίρος του στο συνασπισμό, Siumut, κέρδισαν συνολικά το 36% των ψήφων, ενώ το κεντρώο-λαϊκιστικό κόμμα Naleraq έλαβε το 24,5% των ψήφων.
Όλα τα πολιτικά κόμματα στη Γροιλανδία θέλουν ανεξαρτησία από τη Δανία, αλλά έχουν διαφορετικές προτάσεις για το πώς να την επιτύχουν.
Το νησί υπολογίζεται ότι έχει περισσότερους από 41.000 ψηφοφόρους, με συνολικό πληθυσμό λίγο κάτω από 56.000.
Αντιπροσωπείες από τη Ρωσία και τις ΗΠΑ συναντώνται σήμερα στη Σαουδική Αραβία για συζητήσεις με στόχο την επίτευξη εκεχειρίας στη Μαύρη Θάλασσα, αλλά και την ευρύτερη κατάπαυση του πυρός στον πόλεμο στην Ουκρανία, μετά τις συνομιλίες που είχαν χθες Κυριακή οι Αμερικανοί με τους Ουκρανούς.
Σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο TASS, το οποίο επικαλέστηκε ανώνυμη πηγή, οι συνομιλίες επρόκειτο να ξεκινήσουν στις 09:00 ώρα Ελλάδας.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, η προσέγγιση του οποίου με τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντίμιρ Πούτιν έχει αλλάξει τις ισορροπίες στο διπλωματικό πεδίο, δηλώνει ότι επιθυμεί να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία και έχει στείλει απεσταλμένους του στο Ριάντ για συνομιλίες και με τις δύο πλευρές.
«Η συζήτηση ήταν παραγωγική και στοχευμένη. Αναφερθήκαμε σε σημεία-κλειδιά, κυρίως στην ενέργεια», δήλωσε ο Ουκρανός υπουργός Άμυνας Ρουστέμ Ουμέροφ, επικεφαλής της ουκρανικής αντιπροσωπείας, μετά τη χθεσινή συνάντηση με Αμερικανούς αξιωματούχους στο Ριάντ.
Ο Ουμέροφ πρόσθεσε ότι το Κίεβο προσπαθεί να πετύχει τον στόχο του της επίτευξης μιας «δίκαιης και διαρκούς ειρήνης».
Ουάσιγκτον και Κίεβο πιέζουν τουλάχιστον για μία προσωρινή παύση των πληγμάτων εναντίον ενεργειακών υποδομών, ενώ η Ουκρανία δηλώνει «έτοιμη» για «γενική» εκεχειρία χωρίς όρους.
Ωστόσο ο Πούτιν, ο στρατός του οποίου προελαύνει στην Ουκρανία, φαίνεται να καθυστερεί μέχρις ότου οι ρωσικές δυνάμεις να εκδιώξουν τις ουκρανικές από την περιφέρεια Κουρσκ.
Σε αυτό το στάδιο, το Κρεμλίνο δηλώνει ότι συμφώνησε με την Ουάσιγκτον σε μορατόριουμ στους βομβαρδισμούς στις ενεργειακές υποδομές.
«Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο ζήτημα και μένουν να γίνουν πολλά», προειδοποίησε ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ, εκτιμώντας ότι οι διαπραγματεύσεις θα είναι «δύσκολες».
«Δεν είμαστε παρά στην αρχή», υπογράμμισε.
Ως ένδειξη των διαφορών μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, επικεφαλής της ουκρανικής αντιπροσωπείας στο Ριάντ ήταν ο υπουργός Άμυνας, ενώ της ρωσικής ένας γερουσιαστής πρώην διπλωμάτης καριέρας, ο Γκριγκόρι Καρασίν, και ο Σεργκέι Μπεσέντα, στέλεχος της ομοσπονδιακής υπηρεσίας ασφαλείας FSB.
Επιπλέον, ο Πεσκόφ δήλωσε ότι «το βασικό» θέμα συζήτησης με τους Αμερικανούς θα είναι «η επανάληψη» της εφαρμογής της συμφωνίας για τα ουκρανικά σιτηρά που εξάγονται από τη Μαύρη Θάλασσα, αποφεύγοντας να αναφερθεί σε οποιαδήποτε δέσμευση της Μόσχας για αναστολή των μαχών, περιορισμένη ή χωρίς όρους.
Η συμφωνία αυτή ήταν σε ισχύ από τον Ιούλιο του 2022 ως τον Ιούλιο του 2023, επιτρέποντας στην Ουκρανία να εξάγει τα σιτηρά της, παρά την παρουσία του ρωσικού πολεμικού ναυτικού στην περιοχή.
Η Ρωσία αποσύρθηκε από τη συμφωνία για τα σιτηρά κατηγορώντας τους Δυτικούς ότι δεν σέβονται τις δεσμεύσεις τους, βάσει των οποίων θα έπρεπε να χαλαρώσουν τις κυρώσεις για τις ρωσικές εξαγωγές γεωργικών προϊόντων και λιπασμάτων.
Συμφωνία ως τις 20 Απριλίου
Ο ειδικός απεσταλμένος του Τραμπ, ο Στηβ Γουίτκοφ, εμφανίστηκε αισιόδοξος δηλώνοντας ότι αναμένει «πραγματική πρόοδο», «κυρίως σε ό,τι αφορά μία εκεχειρία στη Μαύρη Θάλασσα».
«Και μετά από αυτό θα οδηγηθούμε φυσικά προς μια πλήρη εκεχειρία», εκτίμησε.
Εξάλλου ο Γουίτκοφ απέρριψε τις ανησυχίες των συμμάχων της Ουάσινγκτον στο ΝΑΤΟ ότι η Μόσχα θα ενισχυθεί από μια εκεχειρία και θα εισβάλει σε άλλες γειτονικές της χώρες.
«Δεν βλέπω να θέλει να καταλάβει όλη την Ευρώπη. Είναι μια πολύ διαφορετική κατάσταση απ’ ό,τι στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», δήλωσε μιλώντας στο Fox News. «Νιώθω ότι θέλει την ειρήνη», τόνισε ο Γουίτκοφ αναφερόμενος στον Πούτιν.
Από την πλευρά του ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος δήλωσε ότι οι προσπάθειες να αποφευχθεί η περαιτέρω κλιμάκωση στον πόλεμο στην Ουκρανία είναι «κάπως υπό έλεγχο».
Οι ΗΠΑ ελπίζουν να καταλήξουν σε ευρεία εκεχειρία μέσα σε μερικές εβδομάδες, έχοντας στόχο την επίτευξη συμφωνίας ως τις 20 Απριλίου, μετέδωσε χθες το Bloomberg News, επικαλούμενο ανθρώπους που έχουν γνώση των σχεδίων.
Παρά την επιτάχυνση των προσπαθειών για την προσέγγιση των θέσεων των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, οι μάχες συνεχίζονται με φονικά πλήγματα στην Ουκρανία και τη Ρωσία.
Οι ουκρανικές αρχές έκαναν λόγο τη νύκτα της Κυριακής προς Δευτέρα για πλήγματα εναντίον των επαρχιών του Κιέβου, του Χαρκόβου και της Ζαπορίζια με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλοί τραυματίες, μια ημέρα μετά τους βομβαρδισμούς εναντίον της ουκρανικής πρωτεύουσας.
Ο ουκρανικός στρατός ανακοίνωσε χθες ότι ανακατέλαβε το μικρό χωριό Νάντια, στην ανατολική επαρχία Λουχάνσκ, μια σπάνια επιτυχία για το Κίεβο στην περιοχή αυτή που ελέγχεται εν μέρει από τη Ρωσία.
Από την πλευρά τους οι ρωσικές δυνάμεις επεσήμαναν ότι κατέλαβαν το χωριό Σριμπνέ επίσης στην ανατολική Ουκρανία.
Συνεχίζονται για 6η συνεχόμενη ημέρα οι προσπάθειες πυροσβεστών για την κατάσβεση πυρκαγιάς σε εγκατάσταση αποθήκευσης πετρελαίου στην περιφέρεια Κρασναντάρ της νότιας Ρωσίας, που δημιουργήθηκε την περασμένη εβδομάδα, σε επιδρομή drone της Ουκρανίας, σύμφωνα με τις αρχές.
«Μια από τις δεξαμενές και πετρελαϊκά προϊόντα στην εγκατάσταση» εξακολουθούν να «καίγονται», ανέφερε η περιφερειακή αυτοδιοίκηση χθες μέσω Telegram.
Στις 20:00 χθες Κυριακή, οι φλόγες στην εγκατάσταση, στο χωριό Καβκάζσκαγια, είχαν έκταση κάπου 2.000 τετραγωνικών μέτρων, σύμφωνα με την αυτοδιοίκηση της περιφέρειας. Η επιφάνεια όπου εκτείνονται οι φλόγες σχεδόν διπλασιάστηκε την προηγούμενη νύχτα εξαιτίας διαρροής πετρελαϊκών προϊόντων, εξήγησε.
Το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών σχολίασε πως η επίθεση αποτελούσε παραβίαση της συμφωνίας να σταματήσουν οι επιθέσεις εναντίον ενεργειακών υποδομών στο πλαίσιο των προσπαθειών της κυβέρνησης του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ για να τελειώσει ο πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και στην Ουκρανία, που διαρκεί πάνω από τρία χρόνια.
Ωστόσο η συμφωνία αυτή δεν έχει συναφθεί ακόμη, συνομιλίες για αυτή διεξάγονται στη Σαουδική Αραβία.
Οι τοπικές αρχές μετέφεραν στην περιοχή τρένα φορτωμένα με νερό και επιβραδυντικό αφρό για να αντιμετωπιστεί η φωτιά προχθές Σάββατο.
Στην εγκατάσταση αυτή αποθηκεύεται πετρέλαιο που εξάγεται μέσω πετρελαιαγωγού στο Καζακστάν.
Αξιωματούχοι των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ουκρανίας ξεκίνησαν συνομιλίες στη Σαουδική Αραβία στις 23 Μαρτίου, εστιάζοντας σε σχέδια προστασίας ενεργειακών εγκαταστάσεων και κρίσιμων υποδομών, σύμφωνα με τον Ουκρανό υπουργό Άμυνας. Οι συνομιλίες αυτές εντάσσονται σε ευρύτερες διαπραγματεύσεις για μια πιθανή μερική εκεχειρία, με στόχο τον τερματισμό του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.
Η συνάντηση πραγματοποιείται μία ημέρα πριν από τις προγραμματισμένες συνομιλίες μεταξύ αντιπροσωπειών των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Το αντικείμενο της συζήτησης θα είναι μια 30ήμερη εκεχειρία, που θα περιλαμβάνει τη δέσμευση και των δύο πλευρών να σταματήσουν να στοχεύουν η μία τις ενεργειακές υποδομές της άλλης. Η Ρωσία δήλωσε ότι η συνάντησή της με Αμερικανούς αξιωματούχους θα επικεντρωθεί επίσης στη διασφάλιση της ναυσιπλοΐας στη Μαύρη Θάλασσα.
Οι δύο αυτές συναντήσεις πραγματοποιούνται έπειτα από σειρά συνομιλιών στη Σαουδική Αραβία, αρχικά μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ και στη συνέχεια μεταξύ Ουκρανίας και ΗΠΑ, οι οποίες οδήγησαν το Κίεβο να αποδεχθεί την πρόταση για 30ήμερη εκεχειρία.
Ο Αμερικανός ειδικός απεσταλμένος, Στιβ Γουίτκοφ, εξέφρασε αισιοδοξία στις 23 Μαρτίου σε δηλώσεις του στο Fox News για την πιθανότητα τερματισμού της σύγκρουσης, η οποία αποτελεί τη φονικότερη στρατιωτική σύρραξη στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντίμιρ Πούτιν, φέρεται να επιθυμεί την ειρήνη και εκτίμησε ότι στη συνάντηση της 25ης Μαρτίου στη Σαουδική Αραβία θα υπάρξει ουσιαστική πρόοδος, ιδίως όσον αφορά μια εκεχειρία στη Μαύρη Θάλασσα. Υποστήριξε επίσης ότι μια τέτοια συμφωνία θα μπορούσε να οδηγήσει σταδιακά σε μια γενικότερη κατάπαυση του πυρός.
Ο Ουκρανός υπουργός Άμυνας, Ρουστέμ Ουμέροφ, ηγήθηκε της ουκρανικής αντιπροσωπείας στη συνάντηση της 23ης Μαρτίου, γεγονός που, σύμφωνα με τον Ουκρανό πρόεδρο, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, επιτρέπει στην Ουκρανία να ενεργήσει με ταχύτητα και ουσιαστικότητα. Ωστόσο, Ουκρανοί αξιωματούχοι χαρακτήρισαν τη συνάντηση στο Ριάντ ως τεχνικής φύσεως.
Στις 21 Μαρτίου, ο εκπρόσωπος του ουκρανικού υπουργείου Εξωτερικών Χεόρχι Τίχι ανέφερε ότι οι αντιπροσωπείες των ΗΠΑ και της Ουκρανίας επρόκειτο να διευκρινίσουν τις λεπτομέρειες πιθανών διαφορετικών καθεστώτων εκεχειρίας, καθώς και τις διαδικασίες επιτήρησης και ελέγχου τους.
Ο Πούτιν είχε συμφωνήσει στις 18 Μαρτίου με το σχέδιο του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ για εκεχειρία 30 ημερών όσον αφορά τις επιθέσεις στις ενεργειακές υποδομές. Ωστόσο, παρά την επίσημη δέσμευση, και οι δύο πλευρές συνεχίζουν να αναφέρουν επιθέσεις, ενώ η Ρωσία εξακολουθεί να προελαύνει αργά προς την ανατολική Ουκρανία.
Στις 22 Μαρτίου, ο Τραμπ δήλωσε ότι τα σχέδια για τον τερματισμό του πολέμου βρίσκονται «κάπως υπό έλεγχο».
Την ίδια ώρα, στις 23 Μαρτίου, τουλάχιστον τρεις άνθρωποι, μεταξύ αυτών και ένα πεντάχρονο παιδί, έχασαν τη ζωή τους στο Κίεβο έπειτα από ρωσική επίθεση με drone, η οποία προκάλεσε πυρκαγιές σε πολυκατοικίες και ζημιές στην ουκρανική πρωτεύουσα. Παράλληλα, οι ρωσικές αρχές ανακοίνωσαν ότι κατέρριψαν 59 ουκρανικά drone που στόχευαν νοτιοδυτικές περιοχές της χώρας, ενώ ένας άνθρωπος σκοτώθηκε στο Ροστόφ.
Ο πόλεμος κλιμακώθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2022, όταν η Ρωσία εξαπέλυσε γενικευμένη εισβολή στην Ουκρανία, εντείνοντας τη σύγκρουση που είχε ξεκινήσει το 2014 με την προσάρτηση της Κριμαίας. Σύμφωνα με το βρετανικό υπουργείο Άμυνας, από τις αρχές του 2022 εκτιμάται ότι έχουν σκοτωθεί μεταξύ 200.000 και 250.000 Ρώσοι στρατιώτες, ενώ ο Ζελένσκι είχε δηλώσει τον Δεκέμβριο του 2024 ότι οι ουκρανικές απώλειες ανέρχονται σε περίπου 43.000 στρατιώτες.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Ιαπωνίας Ιουάγια Τακέσι δήλωσε στις 22 Μαρτίου ότι ο αντι-κατασκοπευτικός νόμος του Πεκίνου στερείται διαφάνειας και κάλεσε την Κίνα να απελευθερώσει τους Ιάπωνες πολίτες που κρατούνται βάσει αυτού.
Κατά τη διάρκεια του 6ου Σινοϊαπωνικού Οικονομικού Διαλόγου Υψηλού Επιπέδου, που πραγματοποιήθηκε στο Τόκιο την ίδια ημέρα με τη συμμετοχή οκτώ αξιωματούχων από κάθε χώρα, συμπεριλαμβανομένου του Κινέζου υπουργού Εξωτερικών Γουάνγκ Γι, ο Τακέσι επεσήμανε ότι ο εν λόγω νόμος, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ το 2014, αποτρέπει τους Ιάπωνες πολίτες από το να επισκέπτονται και να δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά στην Κίνα.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, 17 Ιάπωνες υπήκοοι έχουν συλληφθεί και φυλακιστεί στην Κίνα με βάση τον νόμο αυτό. Ανάμεσά τους βρίσκεται ένας διακεκριμένος επιχειρηματίας και πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του Ιαπωνικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, ο οποίος εργαζόταν ως ανώτερος υπάλληλος στην Astellas Pharma Inc. στην Κίνα. Ο επιχειρηματίας συνελήφθη με την κατηγορία της κατασκοπείας λίγο πριν την προγραμματισμένη επιστροφή του στην Ιαπωνία, όπως ανέφερε η τοπική ειδησεογραφική πηγή Kyodo News στις 28 Νοεμβρίου 2023.
Το ιαπωνικό υπουργείο Εξωτερικών, σε ανακοίνωσή του για τις συνομιλίες της 22ας Μαρτίου, τόνισε ότι η Ιαπωνία επανέλαβε το αίτημά της προς την Κίνα να απελευθερώσει τους κρατούμενους πολίτες της, διασφαλίζοντας την ασφάλεια και την προστασία τους. Παράλληλα, η ιαπωνική πλευρά ζήτησε τη δημιουργία ενός δίκαιου, προβλέψιμου και διαφανούς επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Η Epoch Times επικοινώνησαν με το ιαπωνικό Υπουργείο Εξωτερικών για περαιτέρω σχόλια.
Προσπάθειες της Ιαπωνίας για την απελευθέρωση των πολιτών της
Σύμφωνα με κυβερνητική σύνοψη, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Γιοσιμάσα Χαγιάσι είχε θέσει το ζήτημα της κράτησης του εν λόγω επιχειρηματία κατά τη συνάντησή του με τον Κινέζο ομόλογό του στο Πεκίνο στις 2 Απριλίου 2023, διαμαρτυρόμενος για την κράτησή του και ζητώντας την απελευθέρωσή του. Στις 16 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, το ιαπωνικό υπουργείο Εξωτερικών ανέφερε ότι ο τότε πρωθυπουργός Φουμίο Κισίντα είχε θέσει το θέμα στον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ κατά τη διάρκεια της συνόδου του Οικονομικού Φόρουμ Ασίας-Ειρηνικού (Asia-Pacific Economic Cooperation-APEC), χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Η Κίνα όχι μόνο επιβεβαίωσε την πρόθεσή της να επιβάλει τους νόμους της περί κατασκοπείας, αλλά προχώρησε και στην αναθεώρησή τους την 1η Ιουλίου 2023, διευρύνοντας τη σχετική ορολογία. Σύμφωνα με το άρθρο της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου των ΗΠΑ στις 22 Σεπτεμβρίου 2023, η τροποποίηση αυτή εισήγαγε μια «διευρυμένη έννοια της κατασκοπείας».
Ανάλυση του Japan Forward αποδίδει την αδυναμία της Ιαπωνίας να εξασφαλίσει την επιστροφή των πολιτών της στην έλλειψη δικής της νομοθεσίας περί κατασκοπείας, ένα ζήτημα που είχε επισημανθεί ήδη από το 2006 σε άρθρο του Κοτάνι Κεν, ερευνητή στρατιωτικής ιστορίας στο Ιαπωνικό Εθνικό Ινστιτούτο Μελετών Άμυνας, καθώς και σε αξιολόγηση της CIA μια δεκαετία αργότερα.
Κρατήσεις Αμερικανών πολιτών στην Κίνα
Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ επιβεβαίωσε στην Epoch Times ότι μετά την απελευθέρωση των Μαρκ Σουίνταν, Κάι Λι και Τζον Λουνγκ τον Νοέμβριο του 2024, όλοι οι Αμερικανοί που είχαν χαρακτηριστεί ως αδίκως κρατούμενοι στην Κίνα επέστρεψαν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Σουίνταν είχε φυλακιστεί στην Κίνα με κατηγορίες που σχετίζονταν με ναρκωτικά και καταδικάστηκε σε θάνατο το 2019, ενώ ο Λι είχε κατηγορηθεί για κατασκοπεία, δικάστηκε κεκλεισμένων των θυρών και καταδικάστηκε σε δεκαετή κάθειρξη. Ο Λουνγκ, γνωστός για τη διάδοση φιλοκινεζικής ρητορικής στις ΗΠΑ, είχε τύχει αναγνώρισης στην Κίνα μέχρι τη σύλληψή του για κατασκοπεία, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη τον Μάιο του 2023. Παρότι ο Λευκός Οίκος απέφυγε να σχολιάσει, μέσα ενημέρωσης όπως οι Financial Times, οι New York Times και το Politico ανέφεραν, επικαλούμενα ανώνυμες κυβερνητικές πηγές, ότι η απελευθέρωση των τριών ατόμων ενδέχεται να αποτέλεσε μέρος ανταλλαγής κρατουμένων.
Νωρίτερα, τον Σεπτέμβριο του 2024, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ είχε διασφαλίσει την απελευθέρωση του πάστορα Ντέιβιντ Λιν, ο οποίος είχε συλληφθεί το 2006 και καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη το 2009, ενώ βρισκόταν σε ιεραποστολικό ταξίδι στην Κίνα βοηθώντας ομάδα χριστιανών που συγκεντρωνόταν σε ιδιωτικές κατοικίες. Η κινεζική νομοθεσία απαιτεί από τις χριστιανικές ομάδες να καταγράφονται και να λατρεύουν σε κρατικά ελεγχόμενες εκκλησίες, με όσους δεν ακολουθούν τα δόγματα του Κομμουνιστικού Κόμματος να υφίστανται διώξεις.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επικρίνει επίσης την κινεζική νομοθεσία περί κατασκοπείας. Σε αξιολόγηση της 25ης Αυγούστου 2023, το Εθνικό Κέντρο Αντικατασκοπείας και Ασφάλειας των ΗΠΑ προειδοποίησε ότι οι τροποποιήσεις του Ιουλίου 2023 δημιουργούν «νομικούς κινδύνους ή αβεβαιότητα για ξένες επιχειρήσεις, δημοσιογράφους, ακαδημαϊκούς και ερευνητές». Συνεχίζει λέγοντας ότι «οποιαδήποτε έγγραφα, δεδομένα, υλικά ή αντικείμενα θα μπορούσαν να θεωρηθούν σχετικά με την εθνική ασφάλεια της ΛΔΚ λόγω ασαφειών στο νόμο».
Στις 12 Μαρτίου, το Γραφείο Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων (Office of Foreign Assets Control-OFAC) του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ επέβαλε κυρώσεις στον Ράβα Ματζίντ, έναν διαβόητο Σουηδό εγκληματία γνωστό ως «Κουρδική Αλεπού». Ο 38χρονος Ματζίντ, γεννημένος στο Ιράν, ηγείται του εγκληματικού δικτύου Foxtrot, μιας από τις ισχυρότερες οργανωμένες συμμορίες στη Σουηδία. Σύμφωνα με το OFAC, το δίκτυο αυτό εμπλέκεται στη διακίνηση ναρκωτικών και σε επιθέσεις εναντίον Ισραηλινών και Εβραίων στην Ευρώπη, δρώντας προς όφελος της ιρανικής κυβέρνησης.
Μία ημέρα νωρίτερα, στις 11 Μαρτίου, η σουηδική υπηρεσία ασφαλείας Sapo δημοσίευσε έκθεση στην οποία προειδοποιούσε ότι η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα ασφαλείας, με σημαντικό κίνδυνο επιδείνωσης της κατάστασης.
Ο Μάγκνους Λίντγκρεν, πρώην αρχηγός της αστυνομίας στην κομητεία της Ουψάλα και γενικός γραμματέας του οργανισμού Safer Sweden Foundation, ανέφερε στην Epoch Times ότι στη Σουηδία υπάρχουν περίπου 15.000 «εξαιρετικά επικίνδυνοι εγκληματίες». Αυτοί κατανέμονται σε συμμορίες μοτοσικλετιστών, χούλιγκαν ποδοσφαίρου και εγκληματικές ομάδες από περίπου 60 περιοχές υψηλής εγκληματικότητας.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Ιδρύματος Safer Sweden («Ασφαλέστερη Σουηδία»), η σημερινή κατάσταση είναι αποτέλεσμα αποφάσεων που ελήφθησαν τις τελευταίες πέντε δεκαετίες. Η έκθεση επισημαίνει ότι η σουηδική νομοθεσία δεν έχει προσαρμοστεί στις κοινωνικές εξελίξεις και ότι η ποινική πολιτική της χώρας εξακολουθεί να βασίζεται σε ανθρωπιστικά ιδεώδη της δεκαετίας του 1970, σύμφωνα με τα οποία η ευθύνη για το έγκλημα αποδίδεται περισσότερο στην κοινωνία παρά στο άτομο. Ως αποτέλεσμα, προτιμάται η επανένταξη αντί της τιμωρίας και οι εναλλακτικές κυρώσεις αντί της φυλάκισης.
Ο σατιρικός συγγραφέας Άρον Φλαμ σημείωσε ότι τον Ιανουάριο του 2024 καταγράφηκαν στη Σουηδία 32 βομβιστικές επιθέσεις και 16 δολοφονίες με πυροβόλα όπλα, σχολιάζοντας πως αυτό σημαίνει ένα σοβαρό περιστατικό σχεδόν κάθε δύο ημέρες. Σε δήλωσή του στην Epoch Times, ανέφερε ότι η κυβέρνηση δεν έχει τον έλεγχο της κατάστασης.
Τον Ιανουάριο του 2025, η Aftonbladet ανέφερε ότι ο Σουηδός πρωθυπουργός Ουλφ Κρίστερσον δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου: «Η Σουηδία βρίσκεται εν μέσω ενός νέου κύματος βίας. Είναι απολύτως σαφές ότι δεν έχουμε τον έλεγχο αυτού του κύματος βίας, διαφορετικά, δεν θα βρισκόμασταν εδώ».
Ο Φλαμ χρησιμοποίησε την αναλογία του βατράχου που βράζει για να απεικονίσει την κατάσταση. «Το νερό εδώ βράζει και οι βάτραχοι λένε ότι είναι ωραία, είναι ζεστά, γίνεται όλο και πιο ζεστά. Αλλά, ξέρετε, ακόμα δεν είναι ζεματιστό. Αυτό θα συνεχιστεί μέχρι να καταλάβετε ότι το νερό βράζει», είπε. Είπε επίσης, ότι οι άνθρωποι που είχαν φύγει από τη Σουηδία πριν από 10 ή 15 χρόνια και επέστρεψαν πρόσφατα «δεν την αναγνωρίζουν».
Έφηβοι εκτελεστές και οι «υπερβολικά ελαστικοί» νόμοι
Ο ερευνητής Χούγκο Κάαμαν, ο οποίος παρακολουθεί τη βία των συμμοριών στη Σουηδία, δήλωσε στην Epoch Times ότι το οργανωμένο έγκλημα στη χώρα βρίσκεται «εκτός ελέγχου». Σύμφωνα με τον ίδιο, έφηβοι προσλαμβάνονται ανώνυμα για να διαπράξουν δολοφονίες και άλλα εγκλήματα.
Ο Κάαμαν ανέφερε ότι τα περισσότερα άτομα που παραγγέλνουν εκτελέσεις κρύβονται στο εξωτερικό και διαφημίζουν ανοιχτά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την ευκαιρία να σκοτώσει κάποιος έναν άνθρωπο για ποσά που κυμαίνονται από 5.000 έως 20.000 δολάρια. Επισήμανε επίσης ότι υπάρχουν ακόμη και νεαρά παιδιά που είναι πρόθυμα να το κάνουν δωρεάν, μόνο και μόνο για τη φήμη.
Ο ίδιος υποστήριξε ότι οι αρχηγοί της αστυνομίας συχνά διατυμπανίζουν πως «κατάφεραν να περιορίσουν τη βία» μόλις οι περίοδοι εντατικών επιθέσεων υποχωρήσουν, όμως αυτό δεν διαρκεί. Σύμφωνα με τον Κάαμαν, το δικαστικό σύστημα δεν επιβάλλει αρκετές καταδίκες, ενώ οι κατευθυντήριες γραμμές για τις ποινές είναι υπερβολικά ελαστικές. Επιπλέον, υποστήριξε ότι ο αριθμός των αστυνομικών είναι ανεπαρκής και ότι οι συμμορίες «διεισδύουν ενεργά» στις αστυνομικές δυνάμεις.
Το έγκλημα αποτέλεσε μείζον ζήτημα στις εκλογές του 2022 στη Σουηδία, γεγονός που οδήγησε στην αποχώρηση της Σοσιαλδημοκράτισσας πρωθυπουργού Μαγδαλένα Άντερσον από την εξουσία. Τον Μάιο του 2022, τρεις νεαροί άνδρες δολοφονήθηκαν μέσα σε οκτώ ημέρες σε μια μικρή συνοικία της πόλης Έρεμπρο. Η περιοχή αυτή συγκαταλεγόταν στις 60 γειτονιές της Σουηδίας με μεγάλες κοινότητες μεταναστών, οι οποίες, σύμφωνα με την αστυνομία, θεωρούνται ζώνες υψηλού κινδύνου για έξαρση της βίας από συμμορίες.
Τον Ιούνιο του 2022, το ακροδεξιό, αντιμεταναστευτικό κόμμα Δημοκράτες της Σουηδίας κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας κατά του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Μόργκαν Γιόχανσον. Σύμφωνα με τον Φλαμ, η στάση του Γιόχανσον συνοψιζόταν στην άποψη ότι οι πυροβολισμοί είναι «αποδεκτοί, αφού δεν πλήττουν κανέναν που δεν είναι γκάνγκστερ». Ο Φλαμ ανέφερε ότι αυτή ήταν ουσιαστικά η επιχειρηματολογία του υπουργού για να μην αναλάβει δράση, αλλά λίγα χρόνια αργότερα μια μητέρα και ο πεντάχρονος γιος της τραυματίστηκαν από σφαίρες σε παιδική χαρά.
Μέχρι και το 1986, η Σουηδία θεωρούνταν τόσο ασφαλής από το έγκλημα και την τρομοκρατία, ώστε ο τότε πρωθυπουργός Ούλοφ Πάλμε κυκλοφορούσε στο κέντρο της Στοκχόλμης χωρίς συνοδεία ασφαλείας. Ωστόσο, εκείνη τη χρονιά δολοφονήθηκε, σε μια υπόθεση που παραμένει ανεξιχνίαστη. Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς η Σουηδία έφτασε σε αυτή την κατάσταση.
Μεταναστευτικό
Πολλοί από τον χώρο της Αριστεράς υποστήριξαν ότι η φτώχεια και άλλα ζητήματα στις κοινότητες μεταναστών οδήγησαν σε εγκλήματα. Ο Λίντγκρεν χαρακτήρισε αυτή την ερμηνεία προσβλητική για τους κατοίκους, τονίζοντας ότι είναι μεγάλο σφάλμα να αποδίδεται το ζήτημα αποκλειστικά στη φτώχεια. Σύμφωνα με τον ίδιο, το 90% των ανθρώπων που ζουν σε αυτές τις περιοχές είναι φιλήσυχοι πολίτες που επιθυμούν τα ίδια πράγματα με τους υπόλοιπους.
Ο Φλαμ, ο οποίος είναι εβραϊκής καταγωγής, ανέφερε ότι μεγάλωσε σε ένα ήσυχο προάστιο της Στοκχόλμης, όπου διέμεναν πολλοί Σέρβοι και Βόσνιοι μετανάστες. Όπως σημείωσε, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν αυξήθηκε η άφιξη μεταναστών από τη Βόρεια Αφρική και τις αραβικές χώρες. Σύμφωνα με τον ίδιο, πολλοί από αυτούς είχαν αρνητική στάση απέναντι στους Εβραίους και ήταν εμφανές ότι αυτό το μεταναστευτικό κύμα ήταν διαφορετικό από τα προηγούμενα.
Τη δεκαετία του 1980, περίπου 600.000 μετανάστες ετησίως έφταναν στη Σουηδία. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε σημαντικά και, μέχρι το 2015, περίπου 1,6 εκατομμύρια μετανάστες ετησίως έφταναν στη χώρα, κυρίως από τη Συρία, τη Σομαλία και την Ερυθραία. Ωστόσο, τον περασμένο Ιούλιο, η σουηδική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι η χώρα είχε αρνητικό καθαρό μεταναστευτικό ισοζύγιο για πρώτη φορά εδώ και μισό αιώνα, με τις εκτιμήσεις να δείχνουν ότι ο αριθμός των αιτούντων άσυλο θα είναι ο χαμηλότερος από το 1997.
Πολλοί από τους μετανάστες που έφτασαν στη Σουηδία τη δεκαετία του 1990, του 2000 και του 2010 δυσκολεύτηκαν να ενταχθούν ή βρέθηκαν να εμπλέκονται στο οργανωμένο έγκλημα. Ο Ματζίντ, ο οποίος είναι κουρδικής ιρακινής καταγωγής, γεννήθηκε στο Ιράν και μεγάλωσε στην Ουψάλα της κεντρικής Σουηδίας. Ο ίδιος και η οικογένειά του ανήκαν σε αυτά τα μεταναστευτικά κύματα. Μετά τη δημιουργία του δικτύου Foxtrot, ο Ματζίντ εγκατέλειψε τη Σουηδία το 2018 και μετακόμισε στην Τουρκία, διατηρώντας στενές σχέσεις με την ιρανική κυβέρνηση.
Κόκκινη ειδοποίηση της Ιντερπόλ για τον Ράβα Ματζίντ, γνωστός και ως «Κουρδική Αλεπού», έναν Σουηδό γκάνγκστερ στον οποίο επιβλήθηκαν κυρώσεις από τις ΗΠΑ τον Μάρτιο του 2025. (Interpol)
Το Γραφείο Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων (OFAC) ανέφερε στις 12 Μαρτίου ότι τον Ιανουάριο του 2024 το δίκτυο Foxtrot οργάνωσε επίθεση εναντίον της πρεσβείας του Ισραήλ στη Στοκχόλμη, ενεργώντας για λογαριασμό της ιρανικής κυβέρνησης.
Ο Φλαμ δήλωσε ότι το Ιράν έχει χρησιμοποιήσει εγκληματίες για να επιχειρήσει τη δολοφονία αρκετών επιφανών Εβραίων της Σουηδίας, μεταξύ των οποίων η ακτιβίστρια Σάσκια Παντέλ, η οποία πλέον έχει μεταναστεύσει στο Ισραήλ, και ο Άρον Φερστέντιγκ, πρόεδρος του Κεντρικού Συμβουλίου των Εβραϊκών Κοινοτήτων της Σουηδίας (Judiska Centralrådet).
Στις 29 Ιανουαρίου φέτος, ο Σαλουάν Μομίκα, επικριτής του Ισλάμ που είχε δημοσίως κάψει το Κοράνι, δολοφονήθηκε στο Σέντερτελιε, προάστιο της Στοκχόλμης, ενώ μετέδιδε ζωντανά στο TikTok. Το Ιράν και το δίκτυο Foxtrot του Ματζίντ θεωρούνται ήδη ύποπτοι για τη δολοφονία. Ο Σουηδός πρωθυπουργός, Ουλφ Κρίστερσον, είχε δηλώσει τότε ότι υπήρχε προφανής κίνδυνος η υπόθεση να συνδέεται με ξένη δύναμη.
Ο Κάαμαν περιέγραψε το δίκτυο Foxtrot ως ένα χονδρεμπορικό κύκλωμα λαθρεμπορίου και διανομής, το οποίο έχει άμεσες διασυνδέσεις και συμμαχίες με μικρότερες συμμορίες στις σουηδικές πόλεις όπου δραστηριοποιείται. Σύμφωνα με τον ίδιο, η οργάνωση προσφέρει προστασία στις μικρότερες συμμορίες και τις βοηθά να κερδίσουν χρήματα, ενώ σε αντάλλαγμα αυτές υπερασπίζονται την «επικράτεια» της Foxtrot και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για επιθέσεις σε αντίπαλες ομάδες. Στην περίπτωση της ισραηλινής πρεσβείας στη Στοκχόλμη, εκτίμησε ότι το δίκτυο χρησιμοποιήθηκε ως ενδιάμεσος φορέας από το Ιράν.
Foxtrot εναντίον Rumba
Ένας από τους αντιπάλους του Ματζίντ στον σουηδικό υπόκοσμο είναι ο Ισμαήλ Άμπντο, γνωστός ως «Φράουλα» λόγω της προτίμησής του να ξεπλένει χρήματα μέσω πάγκων που πωλούν φρέσκα φρούτα στην άκρη του δρόμου. Το δίκτυο διακίνησης ναρκωτικών που διαχειρίζεται ο Άμπντο είναι γνωστό ως Rumba. Ο Ματζίντ φέρεται να προσέλαβε πληρωμένο εκτελεστή για να δολοφονήσει τη μητέρα του Άμπντο στην Ουψάλα, τον Σεπτέμβριο του 2023.
Σύμφωνα με τουρκικά μέσα ενημέρωσης, ο Άμπντο συνελήφθη πέρυσι στην πόλη Άδανα βάσει ερυθράς αγγελίας της Interpol, προτού αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση.
Αρκετές δολοφονίες γνωστών ράπερ στη Σουηδία αντικατοπτρίζουν μια ακμάζουσα μουσική σκηνή που συχνά συνδέεται με την εγκληματικότητα. Τον Οκτώβριο του 2021, ο 19χρονος Νιλς Κουρτ Έρικ Έιναρ Γκρόνμπεργκ, γνωστός ως Έιναρ, πυροβολήθηκε θανάσιμα σε προάστιο της Στοκχόλμης. Οι στίχοι των τραγουδιών του συχνά αναφέρονταν σε εγκλήματα, ναρκωτικά και όπλα. Τον Ιούνιο του 2024, ο Καράρ Αλί Σαλέμ Ραμαντάν, ράπερ με το καλλιτεχνικό όνομα Σι Γκαμπίνο, έπεσε νεκρός από πυροβολισμούς σε χώρο στάθμευσης στο Γκέτεμποργκ. Η πιο δραματική υπόθεση σημειώθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2024, όταν ο 23χρονος ράπερ Γκαμπόρο, με πραγματικό όνομα Νίνος Χούρι, δολοφονήθηκε στη Νόρσεπινγκ. Ο δράστης φέρεται να μετέδωσε ζωντανά τη δολοφονία.
Ένας άντρας αφήνει λουλούδια στον τόπο ενός εγκλήματος στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, στις 19 Μαρτίου 2015. (Adam Ihse/TT news agency/AFP μέσω Getty Images)
Η ιδιωτική υπηρεσία ασφάλειας και πληροφοριών Dragonfly, σε εκτίμηση που εξέδωσε στις 24 Φεβρουαρίου, ανέφερε ότι μια «σοβαρή κλιμάκωση της βίας των συμμοριών ή μια στρατιωτική επέμβαση είναι απίθανη για φέτος». Ωστόσο, δήλωσε πως οι αρχές πιθανώς θα δυσκολευτούν να περιορίσουν ουσιαστικά τις συμμορίες το 2025.
Στην ανάλυση επισημάνθηκε ότι η κυβέρνηση είχε θέσει ως «προτεραιότητα» το ζήτημα κατά το περασμένο έτος, προχωρώντας σε απελάσεις εγκληματιών με διπλή υπηκοότητα και προτείνοντας τη νομιμοποίηση των υποκλοπών τηλεφωνικών συνομιλιών ανηλίκων που σχετίζονται με συμμορίες. Τέτοιες ενέργειες, σε συνδυασμό με αυξημένες επιχειρήσεις ασφαλείας, αναμένονται να επιφέρουν κάποια βελτίωση φέτος. Παράλληλα, επισημάνθηκε η δυσκολία των αρχών να προχωρήσουν σε διώξεις και συλλήψεις, καθώς αρκετοί αρχηγοί συμμοριών διαμένουν στο εξωτερικό, με την Τουρκία να φέρεται να αρνείται την έκδοσή τους.
Οι Σουηδοί Δημοκράτες, το κόμμα που είχε υψώσει περισσότερο τους τόνους για το ζήτημα της εγκληματικότητας και της μετανάστευσης πριν από τις εκλογές του 2022, στηρίζει την κυβέρνηση του Ουλφ Κρίστερσον μέσω συμφωνίας εμπιστοσύνης και στήριξης. Ο Φλαμ υποστήριξε ότι αρχικά το κόμμα είχε ως στρατηγική την αλλαγή του συστήματος εκ των έσω, ωστόσο στη συνέχεια φάνηκε να έχει χάσει τον προσανατολισμό του. Σύμφωνα με τον ίδιο, όπως συμβαίνει συχνά με παρόμοιες πολιτικές δυνάμεις, το κόμμα άλλαξε τελικά από το ίδιο το σύστημα, με αποτέλεσμα να χάνει την εμπιστοσύνη των πολιτών, τη στιγμή που όλο και περισσότεροι Σουηδοί αντιλαμβάνονται τα προβλήματα.
Οι δημοσκοπήσεις, σύμφωνα με τον Φλαμ, δείχνουν πως οι Σοσιαλδημοκράτες αναμένεται να κερδίσουν τις εκλογές του επόμενου έτους, εν μέρει λόγω ενός «μεγάλου σκανδάλου» που σχετίζεται με την εταιρεία κατασκευής μπαταριών ηλεκτρικών οχημάτων Northvolt. Το σκάνδαλο φέρεται να έχει κοστίσει στους φορολογούμενους μεταξύ 100 και 200 δισεκατομμυρίων σουηδικών κορωνών (περίπου 10-20 δισεκατομμύρια δολάρια), ενώ η εταιρεία ανακοίνωσε τον Μάρτιο ότι κατέθεσε αίτηση πτώχευσης στη Σουηδία.
Ο Κάαμαν τόνισε ότι η μεταρρύθμιση του συστήματος είναι πλέον πολύ καθυστερημένη, υποστηρίζοντας ότι αν υπήρχε πραγματική πρόθεση να αντιμετωπιστούν τα σημερινά προβλήματα, θα έπρεπε να είχαν εφαρμοστεί ριζικές αλλαγές πριν από 10-20 χρόνια και όχι μικρές τροποποιήσεις τώρα. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν υπάρχει πολιτική βούληση για τις απαραίτητες αλλαγές.
Η ισραηλινή κυβέρνηση βρίσκεται σε περίοδο έντονης πολιτικής κρίσης, καθώς η εκτελεστική εξουσία προχωρά σε πρωτοφανείς αποφάσεις που αφορούν τη Γενική Εισαγγελέα και τον επικεφαλής της υπηρεσίας εσωτερικής ασφάλειας. Παράλληλα, η απόφαση επανέναρξης των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Γάζα δημιουργεί νέα ερωτήματα για τις προθέσεις της κυβέρνησης Νετανιάχου και τις επιπτώσεις που θα έχει στο πολιτικό και κοινωνικό τοπίο της χώρας.
Αποπομπή Γενικής Εισαγγελέως και εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις
Την Κυριακή, η κυβέρνηση του Ισραήλ ψήφισε πρόταση δυσπιστίας κατά της Γενικής Εισαγγελέως, Γκάλι Μπαχαράβ-Μιαρά, γεγονός που σηματοδοτεί το πρώτο βήμα για την αποπομπή της. Η απόφαση αυτή έρχεται λίγο μετά την απόλυση του επικεφαλής της Σιν Μπετ, Ρόνεν Μπαρ, γεγονός που έχει πυροδοτήσει έντονες διαμαρτυρίες. Σύμφωνα με τον υπουργό Δικαιοσύνης Γιαρίβ Λεβίν, η κίνηση αυτή δικαιολογείται από «σοβαρές και παρατεταμένες διαφωνίες» μεταξύ της κυβέρνησης και της νομικού συμβούλου, που, σύμφωνα με την εκτελεστική εξουσία, εμποδίζουν την αποτελεσματική λειτουργία του κράτους.
Ισραηλινά στρατιωτικά οχήματα κινούνται στη βόρεια Λωρίδα της Γάζας, στις 20 Μαρτίου 2025, καθώς το Ισραήλ βομβαρδίζει τη Γάζα και προωθεί τις χερσαίες επιχειρήσεις του. (Gil Cohen-Magen/AFP μέσω Getty Images)
Η απόφαση αυτή εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πολιτικό σκηνικό, όπου η κυβέρνηση Νετανιάχου αντιμετωπίζει εσωτερικές προκλήσεις. Ο πρωθυπουργός επιδιώκει να διατηρήσει τη συνοχή της κυβερνητικής του συμμαχίας και να αποφύγει πρόωρες εκλογές, ειδικά εν όψει της ανάγκης ψήφισης του προϋπολογισμού του 2025. Οι εντάσεις στο εσωτερικό της κυβερνητικής συμμαχίας είναι εμφανείς, καθώς η προσπάθεια στρατολόγησης των υπερορθόδοξων (Χαρεντί) στον στρατό προκαλεί αντιδράσεις, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη ομάδα παραδοσιακά απολάμβανε απαλλαγή από τη στρατιωτική θητεία.
Η επιστροφή στον πόλεμο και οι πολιτικές προεκτάσεις
Η επανέναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Γάζα, μετά την αποτυχία των ειρηνευτικών συνομιλιών και την άρνηση της Χαμάς να απελευθερώσει επιπλέον ομήρους, θεωρείται από πολλούς αναλυτές ως μία πολιτική κίνηση του Νετανιάχου. Ο Μάρτιν Ίντικ, πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στο Ισραήλ, επισημαίνει ότι η απόφαση αυτή υπαγορεύεται περισσότερο από εσωτερικές πολιτικές ανάγκες παρά από στρατηγικούς στόχους εξωτερικής πολιτικής.
Παλαιστίνιοι διαφεύγουν από τη βόρεια Λωρίδα της Γάζας προς τον νότο, στις 20 Μαρτίου 2025. (Eyad Baba/AFP μέσω Getty Images)
Οι πρώτες επιθέσεις σημειώθηκαν στις 18 Μαρτίου, με την ισραηλινή αεροπορία να πλήττει στόχους στη Γάζα, προκαλώντας εκατοντάδες θανάτους. Στη συνέχεια, στις 19 Μαρτίου, ξεκίνησε μια «περιορισμένη χερσαία επιχείρηση» με στόχο την ανακατάληψη του Διαδρόμου Νετσαρίμ, ο οποίος είχε δημιουργηθεί για να αποκόψει τις μετακινήσεις της Χαμάς. Την επόμενη μέρα, ισραηλινές δυνάμεις εισήλθαν στη Ράφα, αιφνιδιάζοντας τις παλαιστινιακές δυνάμεις, καθώς πολλοί υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της Χαμάς και του Παλαιστινιακού Ισλαμικού Τζιχάντ σκοτώθηκαν στα σπίτια τους.
Εκτοπισμένοι Παλαιστίνιοι μεταφέρουν τα υπάρχοντά τους καθώς στήνουν καταυλισμό σε χωματερή στην περιοχή Yarmuk στην πόλη της Γάζας στις 20 Μαρτίου 2025. (Omar al-Qattaa/AFP μέσω Getty Images)
Αναλυτές επισημαίνουν ότι, αν και η επανέναρξη των εχθροπραξιών φαίνεται να εξυπηρετεί πολιτικά τον Νετανιάχου, δεν υπάρχει ξεκάθαρη στρατηγική για το «μετά» τον πόλεμο. Ο Χάρελ Χορέβ, ειδικός στο Κέντρο Μοσέ Νταγιάν, τονίζει ότι χωρίς σαφή σχέδιο για τη διακυβέρνηση της Γάζας μετά την εξουδετέρωση της Χαμάς, το Ισραήλ ενδέχεται να βρεθεί ξανά παγιδευμένο σε έναν ατέρμονο κύκλο βίας.
Η στάση της ισραηλινής κοινωνίας
Αν και η αρχική έναρξη του πολέμου στη Γάζα είχε ευρεία στήριξη, αυτή τη φορά η κατάσταση είναι διαφορετική. Ο Μιχαήλ Μιλστάιν, ειδικός στις παλαιστινιακές υποθέσεις, επισημαίνει ότι πολλοί Ισραηλινοί δεν κατανοούν πώς η συνέχιση του πολέμου θα βοηθήσει στην απελευθέρωση των εναπομείναντων ομήρων. Μετά από εκατοντάδες ημέρες εφεδρικής υπηρεσίας, πολλοί στρατιώτες ενδέχεται να αρνηθούν νέα επιστράτευση, καθώς η κοινωνική υποστήριξη προς την κυβέρνηση μειώνεται.
Διαδηλωτές βάζουν φωτιά κατά τη διάρκεια διαδήλωσης κατά του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου και της κυβέρνησής του, στις 17 Αυγούστου 2024, στο Τελ Αβίβ του Ισραήλ. (Amir Levy/Getty Images)
Παράλληλα, η υπόθεση «Qatargate», που αφορά καταγγελίες ότι δύο στενοί συνεργάτες του Νετανιάχου δέχθηκαν πληρωμές από το Κατάρ για να βελτιώσουν την εικόνα του στο Ισραήλ, έχει προκαλέσει αντιδράσεις. Οι αντίπαλοι του πρωθυπουργού συνδέουν την αποπομπή του επικεφαλής της Σιν Μπετ, Ρόνεν Μπαρ, με την προσπάθεια παρεμπόδισης των ερευνών γύρω από την υπόθεση αυτή.
Οι προκλήσεις για την κυβέρνηση
Η πολιτική αβεβαιότητα στο Ισραήλ εντείνεται, καθώς η κυβέρνηση Νετανιάχου βρίσκεται αντιμέτωπη με πολλαπλές προκλήσεις: τη διαχείριση του πολέμου, την ψήφιση του προϋπολογισμού και τη διατήρηση της κυβερνητικής συμμαχίας. Οι διαδηλώσεις για την απελευθέρωση των ομήρων συνεχίζονται και πολλοί θεωρούν ότι λειτουργούν ως συνέχεια των αντι-κυβερνητικών κινητοποιήσεων του 2023.
Η ισραηλινή κυβέρνηση, έχοντας πλέον χάσει σημαντικό μέρος της διεθνούς στήριξης και αντιμετωπίζοντας εσωτερική κοινωνική και πολιτική ένταση, καλείται να βρει μια λύση που θα ισορροπεί μεταξύ στρατηγικών επιδιώξεων και πολιτικής επιβίωσης. Το αν θα το καταφέρει, παραμένει ανοιχτό ερώτημα.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Νότιας Κορέας απέρριψε την καθαίρεση του πρωθυπουργού Χαν Ντουκ-σου, σε μια απόφαση που επιτείνει την πολιτική κρίση στη χώρα. Ο Χαν είχε αναλάβει προσωρινά καθήκοντα προέδρου μετά την αποπομπή του προέδρου Γιουν Σοκ-γελ από το κοινοβούλιο, λόγω της απόπειράς του να επιβάλει στρατιωτικό νόμο τη νύχτα της 3ης προς 4η Δεκεμβρίου.
Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ελήφθη με ψήφους 5-1 υπέρ της απόρριψης της καθαίρεσης του Χαν, με το δικαστήριο να κρίνει ότι οι παράνομες ενέργειες του πρωθυπουργού δεν δικαιολογούσαν την απομάκρυνσή του από το αξίωμα. Ο Χαν, ο οποίος είχε αποπεμφθεί από το κοινοβούλιο στις 27 Δεκεμβρίου, ανέλαβε εκ νέου καθήκοντα προσωρινού προέδρου, αντικαθιστώντας τον υπουργό Οικονομικών Τσόι Σανγκ-μοκ, που είχε διατελέσει μεταβατικός πρόεδρος.
Η πολιτική κρίση στη Νότια Κορέα κλιμακώθηκε όταν ο Γιουν, πρώην εισαγγελέας, διέταξε την ανάπτυξη στρατού στο κοινοβούλιο, προσπαθώντας να αποτρέψει τις νομοθετικές διαδικασίες. Παρά την παρέμβασή του, οι βουλευτές κατάφεραν να συνεδριάσουν και να ακυρώσουν τις ενέργειές του, οδηγώντας στην ψήφιση της καθαίρεσής του στις 14 Δεκεμβρίου. Έκτοτε, η χώρα βρίσκεται σε αβεβαιότητα, καθώς το Συνταγματικό Δικαστήριο αναμένεται να αποφασίσει εάν η αποπομπή του προέδρου Γιουν θα επικυρωθεί ή θα ανακληθεί. Για την επικύρωση απαιτούνται έξι από τις εννέα ψήφους του δικαστηρίου, ενώ, εάν η καθαίρεση επιβεβαιωθεί, θα προκηρυχθούν εκλογές εντός 60 ημερών.
Η σύνθεση του Συνταγματικού Δικαστηρίου αποτέλεσε αντικείμενο πολιτικής διαμάχης, καθώς η κυβέρνηση Χαν είχε αρνηθεί να διορίσει νέα μέλη, αφήνοντας το δικαστήριο με έξι από τις απαραίτητες εννέα έδρες. Ο προσωρινός πρόεδρος Τσόι διόρισε δύο νέους δικαστές, ωστόσο η διαδικασία παρέμεινε αμφιλεγόμενη.
Η πολιτική ένταση κορυφώθηκε με τη σύλληψη του Γιουν στις αρχές Ιανουαρίου, έπειτα από επιχείρηση των αρχών ασφαλείας στο προεδρικό μέγαρο. Κατηγορείται για ανταρσία, αδίκημα που στη Νότια Κορέα επισύρει ποινές που κυμαίνονται από ισόβια έως τη θανατική καταδίκη. Ωστόσο, αποφυλακίστηκε στις 8 Μαρτίου λόγω διαδικαστικού σφάλματος.
Εν αναμονή της τελικής απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η Νότια Κορέα βρίσκεται σε πολιτική αβεβαιότητα, με διαδηλώσεις υποστηρικτών και αντιπάλων του προέδρου Γιουν να λαμβάνουν χώρα σε όλη τη χώρα. Η απόφαση του δικαστηρίου θα καθορίσει εάν ο Γιουν θα επιστρέψει στο αξίωμα ή αν η χώρα θα οδηγηθεί σε πρόωρες εκλογές, σε μία από τις σοβαρότερες πολιτικές κρίσεις στην ιστορία της Νότιας Κορέας.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες προσπαθούν να ενισχύσουν την αυτονομία τους στον τομέα της άμυνας, ωστόσο παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένοι από τα αμερικανικά οπλικά συστήματα. Οι απειλές της κυβέρνησης Τραμπ προκάλεσαν ανησυχία και επιτάχυναν τις ευρωπαϊκές προσπάθειες για την ανάπτυξη εναλλακτικών αλυσίδων εφοδιασμού και αμυντικών συστημάτων, με τους ηγέτες της ηπείρου να αναρωτιούνται αν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα τηρήσουν τις συμμαχικές δεσμεύσεις τους.
Η κινητικότητα αυτή ακολούθησε δηλώσεις του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος υπαινίχθηκε ότι οι ΗΠΑ δεν θα υπερασπιστούν συμμάχους που δεν ξοδεύουν αρκετά για την άμυνά τους. «Αν δεν πληρώνουν, δεν πρόκειται να τους υπερασπιστώ», δήλωσε ο Τραμπ στις 6 Μαρτίου.
Παράλληλα, διέκοψε προσωρινά κάθε βοήθεια προς την Ουκρανία, εμποδίζοντας μάλιστα το Κίεβο να έχει πρόσβαση σε εμπορικές δορυφορικές εικόνες για την παρακολούθηση των ρωσικών στρατευμάτων.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες εξετάζουν τις συνέπειες μίας σημαντικής ενδεχόμενης μείωσης της αμερικανικής στρατιωτικής υποστήριξης. Ενώ οι αμυντικές δαπάνες της Ευρώπης παρέμεναν χαμηλές για δεκαετίες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τα τελευταία χρόνια αυξάνονται σταθερά λόγω της πίεσης των ΗΠΑ και της ρωσικής επιθετικότητας.
Το 2024, η μοναδική χώρα του ΝΑΤΟ που δαπάνησε μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ της στην άμυνα από ό,τι το 2014 ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, το έτος κατά το οποίο η συμμαχία συμφώνησε να επιδιώξει έναν βασικό στόχο αμυντικών δαπανών της τάξης του 2% του ΑΕΠ.
Χάρτης των ευρωπαϊκών χωρών-μελών του ΝΑΤΟ, μετά την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας. (Εικονογράφηση: The Epoch Times)
Ωστόσο, η αύξηση των ευρωπαϊκών στρατιωτικών δαπανών έχει οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση από τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με το International Peace Research Institute (Διεθνές Ινστιτούτο Ειρηνευτικών Ερευνών) της Στοκχόλμης, οι εισαγωγές όπλων από τα κράτη του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη υπερδιπλασιάστηκαν από το 2015 έως το 2019 και ξανά από το 2020 έως το 2024. Το 64% των εισαγωγών αυτών προέρχεται από τις ΗΠΑ, ενώ η Γαλλία – ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής – καλύπτει μόλις το 6,5%.
Η εξάρτηση από τις ΗΠΑ σε βασικά οπλικά συστήματα
Πυρηνικά όπλα
Η αμυντική στρατηγική της Ευρώπης είναι στενά συνδεδεμένη με τα αμερικανικά πυρηνικά όπλα. H Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι οι μόνες ευρωπαϊκές χώρες που διαθέτουν δικά τους πυρηνικά οπλοστάσια. Τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη λαμβάνουν πυρηνικά όπλα από τις ΗΠΑ μέσω της συμφωνίας «πυρηνικού διαμοιρασμού» του ΝΑΤΟ. Το Βέλγιο, η Γερμανία, η Ιταλία, οι Κάτω Χώρες και η Τουρκία αναπτύσσουν περίπου 150 αμερικανικές πυρηνικές βόμβες B61 ως αποτρεπτικό μέτρο.
Ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμμανουέλ Μακρόν, έχει προτείνει τη διεξαγωγή στρατηγικής συζήτησης για το ενδεχόμενο διεύρυνσης του γαλλικού πυρηνικού αποτρεπτικού μηχανισμού ώστε να καλύπτει περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Όμως η επίτευξη μίας πραγματικά ευρωπαϊκής πυρηνικής αποτροπής θα απαιτούσε τεράστιους οικονομικούς και πολιτικούς πόρους, ενώ θα ερχόταν σε αντίθεση με τις αρχές μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων που υποστηρίζουν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Κιρ Στάρμερ και ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμμανουέλ Μακρόν συναντώνται κατά τη διάρκεια συνόδου κορυφής στο Lancaster House στο Λονδίνο, Αγγλία, στις 2 Μαρτίου 2025. (Justin Tallis/WPA Pool/Getty Images)
Συνολικά, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο διαθέτουν 515 πυρηνικές κεφαλές, έναντι των 5.000 που έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ως εκ τούτου, η Ευρώπη θα χρειαστεί πιθανότατα να αναπτύξει νέα όπλα για φτάσει σε επίπεδο πυρηνικής αυτοδυναμίας, διαδικασία τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά δύσκολη, δεδομένου του παγκόσμιου καθεστώτος μη διάδοσης που υποστηρίζουν οι ηγέτες της ηπείρου.
Προηγμένα αεροσκάφη
Οι ευρωπαϊκές χώρες εξαρτώνται επίσης από τις ΗΠΑ για στρατηγικά βομβαρδιστικά και προηγμένα μαχητικά αεροσκάφη. Η Ευρώπη δεν διαθέτει στρατηγικά βομβαρδιστικά συγκρίσιμα με τα αμερικανικά B-52, B-1 και B-2. Επιπλέον, μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών αεροπορικών δυνάμεων αποτελείται από αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη, όπως τα F-16 και F-35. Συνολικά, 14 χώρες της ΕΕ, η Ελβετία και η Τουρκία χρησιμοποιούν τον ένα ή και τους δύο τύπους αεροσκαφών.
Αν και υπάρχουν ευρωπαϊκές εναλλακτικές, όπως το Eurofighter Typhoon, δεν διαθέτουν το ίδιο τεχνολογικό πλεονέκτημα σε τομείς όπως η τεχνολογία stealth και τα ηλεκτρονικά συστήματα. Η ανάπτυξη ενός αντίστοιχου ευρωπαϊκού αεροσκάφους θα απαιτούσε σημαντική χρηματοδότηση και πολλά χρόνια, ίσως καθυστερώντας υπερβολικά σε περίπτωση μελλοντικής σύγκρουσης. Επιπρόσθετα, η χρήση αμερικανικών αεροσκαφών συνεπάγεται συνεχή εξάρτηση από τις ΗΠΑ για εκπαίδευση, τεχνική υποστήριξη και λογισμικό.
Δύο Eurofighter Typhoon στην RAF Coningsby στο Lincolnshire της Αγγλίας σε αυτή τη φωτογραφία αρχείου. (Christopher Furlong/Getty Images)
Κανένα αμερικανικό μαχητικό δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τις επικοινωνιακές και δορυφορικές υποδομές των Ηνωμένων Πολιτειών, γεγονός που δημιουργεί τον κίνδυνο ότι, σε περίπτωση διακοπής της αμερικανικής υποστήριξης, τα πιο προηγμένα αεροσκάφη της Ευρώπης θα καθίσταντο πρακτικά άχρηστα.
Αντιπυραυλική άμυνα
Η Ευρώπη βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα αμερικανικά συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας, όπως το επίγειο σύστημα Patriot και το ναυτικό σύστημα Aegis. Το σύστημα Patriot έχει σχεδιαστεί κυρίως για την αντιμετώπιση τακτικών βαλλιστικών πυραύλων, πυραύλων κρουζ και προηγμένων αεροσκαφών. Αντίστοιχα, το σύστημα Aegis παρακολουθεί και καταστρέφει βαλλιστικούς πυραύλους μικρού και μεσαίου βεληνεκούς, καθώς και λιγότερο εξελιγμένα αεροσκάφη. Και τα δύο συστήματα είναι πλήρως ενσωματωμένα στο ευρύτερο αμυντικό πλαίσιο του ΝΑΤΟ και χρησιμοποιούνται από σημαντικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, όπως η Γερμανία και η Πολωνία.
Υπάρχουν εναλλακτικές, όπως τα ρωσικά S-400 της Τουρκίας, όμως αυτά δεν είναι συμβατά με τα υπόλοιπα νατοϊκά συστήματα, γεγονός που αποτελεί βασικό στοιχείο σχεδιασμού της αμερικανικής αμυντικής τεχνολογίας.
Οι ευρωπαϊκές χώρες θα αντιμετώπιζαν σημαντικές δυσκολίες στην ανάπτυξη ενός αντίστοιχου συστήματος που να ενσωματώνεται πλήρως στις υπάρχουσες νατοϊκές υποδομές. Παράλληλα, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέχουν κρίσιμη επιχειρησιακή υποστήριξη και αναβαθμίσεις στα συστήματα Patriot και Aegis, καθιστώντας την αυτόνομη αντικατάστασή τους ακόμη πιο περίπλοκη. Επιπλέον, τα κράτη του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη επιδιώκουν τη μείωση της εξάρτησής τους από τη ρωσική αμυντική τεχνολογία για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Μονάδες εκτοξευτών Patriot τοποθετημένες σε M983 HEMTT μέρος του αμερικανικού συστήματος πυραύλων επιφανείας-αέρος MIM-104 Patriot στο Zamosc της Πολωνίας, στις 18 Φεβρουαρίου 2023. (Omar Marques/Getty Images)
Στο πλαίσιο αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γερμανία και η Ιταλία συνεργάζονται για την ανάπτυξη του Μεσαίου Εκτεταμένου Συστήματος Αντιαεροπορικής Άμυνας (Medium Extended Air Defense System – MEADS) ως αντικαταστάτη του Patriot. Παρόλο που το έργο έχει σημειώσει καθυστερήσεις, θα μπορούσε να αποτελεί μία λύση για τις νέες ευρωπαϊκές αμυντικές τους ανάγκες.
Ο δύσκολος δρόμος προς την αυτονομία
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις στην πορεία προς την αμυντική της αυτάρκεια. Η ήπειρος καλείται να διαχειριστεί περίπλοκες γεωπολιτικές ισορροπίες, τεχνολογικές ελλείψεις και εσωτερικές διαιρέσεις, ενώ παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τις Ηνωμένες Πολιτείες για κρίσιμες αμυντικές ικανότητες, παρά την αύξηση των αμυντικών της δαπανών.
Αυτή η εξάρτηση είναι ιδιαίτερα εμφανής στους τομείς της αεροπορικής και αντιπυραυλικής άμυνας, όπου η αμερικανική τεχνολογία και ηγεσία εξακολουθούν να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίσουν να προηγούνται στον τομέα της καινοτομίας, η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης ενδέχεται να υπονομευθεί περαιτέρω.
Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια είναι η τεχνολογική απόσταση μεταξύ των ευρωπαϊκών και αμερικανικών αμυντικών βιομηχανιών. Η ανάπτυξη και παραγωγή ανταγωνίσιμων αμυντικών συστημάτων θα είναι δύσκολη και δαπανηρή. Συμπληρωματικά, η κατακερματισμένη πολιτική προσέγγιση της Ευρώπης περιπλέκει τις προσπάθειες για τη δημιουργία μιας ενιαίας και αυτόνομης στρατιωτικής δύναμης. Η αμυντική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται ακόμα σε πρώιμο στάδιο, ενώ οι αποκλίσεις μεταξύ των αμυντικών δαπανών των κρατών-μελών καθιστούν δύσκολη την ενοποίηση μιας ισχυρής, κοινής στρατιωτικής ικανότητας.
Παρόλα αυτά, η Ευρώπη διαθέτει τη δυνατότητα να ενισχύσει την αμυντική της αυτάρκεια, εφόσον δεσμευθεί μακροπρόθεσμα και ενισχύσει τη διακρατική συνεργασία. Προς το παρόν, η ασφάλεια της ηπείρου εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα αμερικανικά οπλικά συστήματα.