Η Google δημοσίευσε στο περιοδικό Nature τον νέο αλγόριθμο κβαντικού υπολογιστή «Quantum Echoes», ο οποίος εκτελείται στο κβαντικό τσιπ Willow έως και 13.000 φορές ταχύτερα από τον καλύτερο κλασικό αλγόριθμο στον ισχυρότερο υπερυπολογιστή του κόσμου και, για πρώτη φορά, παρέχει επαληθεύσιμα αποτελέσματα. Η έρευνα αυτή θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για σημαντικές επιστημονικές ανακαλύψεις και, σύμφωνα με τον πρόσφατα βραβευμένο με Νόμπελ Φυσικής Μισέλ Ντεβορέ, «αποτελεί ένα νέο βήμα προς τον κβαντικό υπολογισμό πλήρους κλίμακας».
Οι κβαντικοί υπολογιστές έχουν τη δυνατότητα να επιλύουν προβλήματα που οι κλασικοί υπερυπολογιστές και η τεχνητή νοημοσύνη που λειτουργεί σε αυτούς αδυνατούν να αντιμετωπίσουν. Ο αλγόριθμος «Quantum Echoes» για το κβαντικό τσιπ Willow της Google θεωρείται ότι ανοίγει τον δρόμο για την πρώτη πραγματική εφαρμογή κβαντικού υπολογισμού, καθώς μπορεί να μετρήσει τη δομή ενός πραγματικού μορίου — κάτι που οι κλασικοί υπολογιστές δεν μπορούν να υπολογίσουν με ακρίβεια σε μοριακό επίπεδο.
«Με έναν κβαντικό υπολογιστή μπορούμε να μιλήσουμε τη γλώσσα της φύσης και να αντιμετωπίσουμε την πολυπλοκότητά της», παρατήρησε ο Χάρτματ Νέβιν, ιδρυτής και επικεφαλής της ομάδας Κβαντικής Τεχνητής Νοημοσύνης της Google (Google Quantum AI), κατά τη διάρκεια παρουσίασης του αλγορίθμου σε διεθνή μέσα ενημέρωσης, με τη συμμετοχή του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του νέου αλγορίθμου είναι ότι, για πρώτη φορά, οι προβλέψεις του μπορούν να επαληθευτούν είτε από άλλον κβαντικό υπολογιστή είτε μέσω πειραμάτων στη φύση.
Σε ένα ξεχωριστό πείραμα πειραματικής απόδειξης της αρχής, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ —που θα αναρτηθεί αργότερα σήμερα στο arXiv— οι ερευνητές της Google Quantum AI εκτέλεσαν τον αλγόριθμο στο τσιπ Willow για να παρατηρήσουν λεπτομέρειες της δομής δύο οργανικών μορίων. Τα αποτελέσματα από τον κβαντικό υπολογιστή της Google αντιστοιχούσαν σε εκείνα του Πυρηνικού Μαγνητικού Συντονισμού (NMR), το οποίο λειτουργεί ως ισχυρό μοριακό μικροσκόπιο, και μάλιστα αποκάλυψαν πληροφορίες που συνήθως δεν είναι διαθέσιμες μέσω του NMR. Σύμφωνα με τους επιστήμονες της Google, ένα NMR ενισχυμένο από κβαντικούς υπολογιστές θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ισχυρό εργαλείο για την ανακάλυψη νέων φαρμάκων, βοηθώντας στον προσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο πιθανά φάρμακα δεσμεύονται στους στόχους τους, καθώς και για τον χαρακτηρισμό της μοριακής δομής νέων υλικών. Ο Χάρτματ Νέβιν εκτίμησε ότι τέτοιες εφαρμογές θα μπορούσαν να υλοποιηθούν μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια.
Μ. Ντεβορέ: «Εξαιρετικά τιμητικό το βραβείο Νόμπελ»
Ο βραβευμένος με το Νόμπελ Φυσικής 2025, Μισέλ Ντεβορέ, επικεφαλής επιστήμονας της Google Quantum AI για το Κβαντικό Υλικό (Quantum Hardware), έθεσε πριν από τέσσερις δεκαετίες, μαζί με συνεργάτες του, τα θεμέλια για τα υπεραγώγιμα qubits (κβαντικά bits) που χρησιμοποιούνται σήμερα στην κβαντική πληροφορική. Ο Ντεβορέ βρίσκεται πίσω από την ολοκληρωμένη προσέγγιση της Google στον τομέα αυτό, συμπεριλαμβανομένου του κβαντικού τσιπ Willow.
«Είναι εξαιρετικά τιμητική η ανακοίνωση ότι η έρευνα που έκανα τη δεκαετία του ’80 λαμβάνει βραβείο Νόμπελ, και είναι διπλά τιμητικό ότι αυτό συμβαίνει τη χρονιά που σηματοδοτεί την εκατονταετηρίδα από τη γέννηση της Κβαντικής Μηχανικής», ανέφερε ο Μισέλ Ντεβορέ κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου. Πρόσθεσε επίσης ότι «είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός πως όλο και περισσότεροι άνθρωποι ασχολούνται με την κατασκευή κβαντικών υπολογιστών και πως προς το παρόν δεν φαίνεται να υπάρχει όριο στον αριθμό των υπεραγώγιμων qubits που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για υπολογισμούς μεγάλης κλίμακας».
Η παρουσίαση του αλγορίθμου αποτελεί συνέχεια της απόδειξης της Google το 2019 ότι ένας κβαντικός υπολογιστής μπορούσε να λύσει ένα πρόβλημα που ο ταχύτερος κλασικός υπερυπολογιστής θα χρειαζόταν χιλιάδες χρόνια για να επιλύσει, καθώς και της παρουσίασης του τσιπ Willow στα τέλη του 2024, το οποίο επέδειξε δραστική μείωση σφαλμάτων, επιλύοντας ένα μακροχρόνιο πρόβλημα της κβαντικής υπολογιστικής.
Όπως διευκρίνισε ο Ντεβορέ, «η έρευνα στη Google που οδήγησε στον αλγόριθμο Quantum Echoes ξεκίνησε αρκετά χρόνια πριν και δεν σχετίζεται με την ανακοίνωση του βραβείου Νόμπελ πριν από μία εβδομάδα. Η δημοσίευση θα γινόταν ανεξάρτητα από τη βράβευση· βρίσκομαι εδώ ως επικεφαλής επιστήμονας της Google».
Ο Τομ Ο’ Μπράιεν, ερευνητής της Google, χαρακτήρισε πρόκληση την αύξηση της ακρίβειας του αλγορίθμου. Όπως εξήγησε, «όταν εκτελέσαμε το πρώτο μας κβαντικό πείραμα το 2019, μόλις το 0,1% των δεδομένων που ελήφθησαν ήταν σωστό. Για να έχουμε όμως έναν επαληθεύσιμο αλγόριθμο και να διατηρήσουμε την κβαντική υπεροχή, μόνο το 0,1% των δεδομένων μπορεί να είναι λανθασμένο. Έπρεπε, λοιπόν, να αντιστρέψουμε αυτούς τους αριθμούς και να περάσουμε από το 0,1% σωστό σε 0,1% πιθανότητα αποτυχίας. Αυτό δείχνει την τεράστια πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία έξι χρόνια και τη σημερινή δυναμική του τσιπ Willow».
Πρόσφατη ακαδημαϊκή μελέτη του Πανεπιστημίου Στάνφορντ διαπίστωσε ότι σημειώθηκε πτώση στην απασχόληση των πρωτόπειρων εργαζομένων, ηλικίας 22 έως 25 ετών, σε επαγγέλματα με τη μεγαλύτερη έκθεση στην τεχνητή νοημοσύνη. Αντίθετα, η απασχόληση των πιο έμπειρων εργαζομένων ή όσων εργάζονται σε τομείς λιγότερο συνδεδεμένους με τεχνητή νοημοσύνη παραμένει σταθερή ή αυξάνεται.
Ο Χαμούν Εχτιαρί, διευθύνων σύμβουλος της καναδικής εταιρείας FutureFit AI —η οποία χρησιμοποιεί τεχνητή νοημοσύνη για να συνδέει ανθρώπους με θέσεις εργασίας— ανέφερε ότι οι επαγγελματικές θέσεις με τη μεγαλύτερη έκθεση στην τεχνητή νοημοσύνη περιλαμβάνουν ρόλους αρχικού επιπέδου στην ανάπτυξη λογισμικού, τις πωλήσεις, το μάρκετινγκ και την εξυπηρέτηση πελατών.
Ο Εχτιαρί τόνισε ότι ο αντίκτυπος της τεχνητής νοημοσύνης στην απασχόληση είναι «πολύπλοκος», σημειώνοντας πως η τεχνολογία αυτή θα δημιουργήσει νέες ευκαιρίες αλλά και θα επηρεάσει αρνητικά πλήθος άλλων επαγγελμάτων.
Η Τζακλίν Σίλβερ, απόφοιτος του Πανεπιστήμιο ΜακΓκίλ, επεσήμανε ότι τα εργαλεία γενετικής τεχνητής νοημοσύνης, όπως το ChatGPT, μπορούν να εκτελούν εργασίες όπως η συγγραφή κώδικα «αρκετά ικανοποιητικά». Αυτό, όπως είπε, δημιουργεί απειλή για τις θέσεις αρχικού επιπέδου στον τομέα της, αφού πλέον δεν χρειάζεται μεγάλος αριθμός νέων προγραμματιστών για βασικά καθήκοντα —τα οποία μπορεί να εκτελέσει η τεχνητή νοημοσύνη με λίγη ανθρώπινη επίβλεψη.
Ο Εχτιαρί προειδοποίησε ότι οι εταιρείες πρέπει να σκέφτονται μακροπρόθεσμα και να επενδύουν στην καλλιέργεια νέων ταλέντων. Πρόσθεσε ότι τα πανεπιστήμια οφείλουν να ενισχύσουν τη σύνδεση με την επαγγελματική κατάρτιση και ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να βοηθήσουν περισσότερο τους εργαζομένους κατά τη διάρκεια επαγγελματικής μετάβασης.
Όπως εξήγησε, το παλαιό κοινωνικό συμβόλαιο —σύμφωνα με το οποίο όποιος σπούδαζε τέσσερα χρόνια εξασφάλιζε σταθερή καριέρα για τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες— πλέον δεν ισχύει.
Η Κάθριν Κόννελυ, καθηγήτρια ανθρώπινου δυναμικού και διοίκησης στο Πανεπιστήμιο ΜακΜάστερ, ανέφερε ότι ορισμένες εταιρείες έχουν ήδη διαπιστώσει πως η τεχνητή νοημοσύνη σίγουρα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε εργασίες που απαιτούν στρατηγική και λήψη αποφάσεων.
Υπογράμμισε ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να αυτοματοποιεί βασικές εργασίες αρχικού επιπέδου, όμως αυτό εγκυμονεί τον κίνδυνο να χαθούν οι ευκαιρίες εισόδου για νέους εργαζόμενους — οι οποίοι παραδοσιακά αποκτούσαν εμπειρία μέσω αυτών των ρουτινιάρικων καθηκόντων που κανείς άλλος δεν ήθελε να κάνει.
Η ανεργία των νέων φτάνει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας του Καναδά, η ανεργία στους νέους ηλικίας 15-24 ετών ανήλθε τον Σεπτέμβριο στο 14,7%, ποσοστό που αποτελεί υψηλό 15ετίας, εξαιρουμένων των ετών της πανδημίας.
Ο συντηρητικός βουλευτής Γκαρνέτ Τζίνιους προειδοποίησε ότι η «ολοένα και βαθύτερη κρίση ανεργίας των νέων» θα επηρεάσει την επαγγελματική πορεία μιας ολόκληρης γενιάς. Κατηγόρησε τους Φιλελεύθερους ότι στερούνται στρατηγικής για την αντιμετώπιση του προβλήματος και πρότεινε ένα συντηρητικό σχέδιο που περιλαμβάνει ενίσχυση των οικονομικών κινήτρων για σπουδές σε τομείς υψηλής ζήτησης, καθώς και ενθάρρυνση των εργοδοτών να επενδύσουν στην κατασκευή κατοικιών για τους εργαζομένους.
Η εκπρόσωπος της υπουργού Εργασίας και Οικογενειακών Υποθέσεων Πάτι Χάιντου, Τζένιφερ Κοζέλ, ανέφερε σε ηλεκτρονικό μήνυμα ότι η τεχνητή νοημοσύνη έχει πλέον ενσωματωθεί παντού — από τα νοσοκομεία έως τις σχολικές αίθουσες. Επεσήμανε ότι ο κόσμος της εργασίας αλλάζει ραγδαία και ότι οι εργαζόμενοι, ιδίως οι νέοι Καναδοί, το αισθάνονται έντονα.
Κατέληξε ότι, παρά τις προκλήσεις, η κυβέρνηση ενεργεί με επείγοντα ρυθμό προκειμένου να αξιοποιήσει το εργαλείο της τεχνητής νοημοσύνης, να αυξήσει την παραγωγικότητα και να διασφαλίσει ότι κανένας εργαζόμενος δεν θα μείνει πίσω.
Οι αντίπαλοι των ΗΠΑ χρησιμοποιούν ολοένα και περισσότερο την τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ/ΑΙ) στις επιχειρήσεις κυβερνοεπιρροής τους, με τις δραστηριότητες να αυξάνονται «επιθετικά» μέσα στο 2025, όπως ανακοίνωσε η Microsoft στις 16 Οκτωβρίου.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση Digital Defense Report της εταιρείας, τον Ιούλιο η Microsoft εντόπισε περισσότερα από 200 περιστατικά περιεχομένου που δημιουργήθηκε με χρήση ΑΙ από αντιπάλους των ΗΠΑ —αριθμός υπερτετραπλάσιος σε σχέση με τον Ιούλιο του 2024 και πάνω από δεκαπλάσιος σε σχέση με τον Ιούλιο του 2023.
Η έκθεση επισημαίνει ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί πλέον να δημιουργεί εξαιρετικά πειστικά ηλεκτρονικά μηνύματα και να παράγει ψηφιακά αντίγραφα ανώτερων κυβερνητικών αξιωματούχων ή παρουσιαστών ειδήσεων. Η αυξανόμενη πολυπλοκότητα των εργαλείων ΑΙ καθιστά τις επιχειρήσεις «ευκολότερες στην κλιμάκωση, πιο αποτελεσματικές και δυσκολότερες στην ανίχνευση», ενώ ταυτόχρονα καθίσταται ολοένα δυσκολότερο να γίνει διάκριση μεταξύ κρατικών και μη κρατικών δραστών.
Για απατεώνες και κυβερνοεγκληματίες, η τεχνητή νοημοσύνη διευκολύνει τη δημιουργία πιο πειστικών ιστοσελίδων, προφίλ, ηλεκτρονικών μηνυμάτων και ταυτοτήτων, σημειώνει η έκθεση. Η Microsoft ανέφερε ότι μπλόκαρε 1,6 εκατομμύρια απόπειρες δημιουργίας ψεύτικων λογαριασμών ανά ώρα στις πλατφόρμες της.
Η αντιπρόεδρος της Microsoft για την ασφάλεια και εμπιστοσύνη πελατών, Έιμυ Χόγκαν-Μπέρνι, η οποία επέβλεψε την έκθεση, δήλωσε ότι όλοι —από τον ιδιωτικό τομέα έως την κυβέρνηση— οφείλουν να ενεργούν προληπτικά ώστε να συμβαδίζουν με τους ολοένα πιο εξελιγμένους κυβερνοεισβολείς και να διασφαλίζουν πως οι αμυνόμενοι παραμένουν ένα βήμα μπροστά από τους αντιπάλους.
Οι ΗΠΑ στο επίκεντρο των επιθέσεων
Από τις κυβερνοεπιθέσεις που εντόπισε η Microsoft το πρώτο εξάμηνο του έτους, το 24,8% είχε ως στόχο τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ το 5,6% τη Βρετανία, η οποία ήταν η δεύτερη πιο συχνά στοχοποιημένη χώρα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτέλεσαν επίσης τον κυριότερο στόχο κρατικών ομάδων απειλής από την Κίνα, τη Ρωσία, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα.
Μέσα σε διάστημα δώδεκα μηνών έως τον Ιούνιο, η Microsoft εντόπισε 623 κρατικά υποκινούμενες επιχειρήσεις εναντίον των ΗΠΑ. Άλλοι βασικοί στόχοι περιελάμβαναν το Ισραήλ, την Ουκρανία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Βρετανία και την Ταϊβάν.
Η έκθεση ανέφερε ότι «το εύρος και η κλίμακα των επιχειρήσεων στοχοποίησης από την Κίνα εξακολουθούν να ξεχωρίζουν από εκείνες κρατικά υποκινούμενων φορέων», επισημαίνοντας ότι οι κινεζικές εκστρατείες κατασκοπείας στόχευσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ασία, τη Βόρεια Αφρική και τη Λατινική Αμερική, επιδιώκοντας οικονομικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Η Ρωσία και το Ιράν, σύμφωνα με την έκθεση, έχουν επεκτείνει τους στόχους τους πέρα από τους παραδοσιακούς πολεμικούς αντιπάλους. Η Microsoft εντόπισε αυξανόμενο αριθμό ρωσικών επιθέσεων εναντίον χωρών του ΝΑΤΟ και μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε κράτη που στηρίζουν την Ουκρανία, ενώ το Ιράν επιτέθηκε σε ναυτιλιακές και εταιρείες μεταφορών και διανομής, πιθανώς επιδιώκοντας παρεμβάσεις στις εμπορικές θαλάσσιες δραστηριότητες, σύμφωνα με τη Χόγκαν-Μπέρνι.
Η ίδια πρόσθεσε ότι η Βόρεια Κορέα έχει αναπτύξει χιλιάδες κρατικά συνδεδεμένους απομακρυσμένους εργαζόμενους πληροφορικής, οι οποίοι υποβάλλουν αιτήσεις για εργασία σε ξένες εταιρείες με σκοπό την αύξηση των εσόδων του καθεστώτος· όταν όμως αποκαλύπτεται η ταυτότητα τους, στρέφονται σε εκβιασμούς.
Χρήση εσωτερικών συνεργών και υποκλοπών
Οι ξένοι αντίπαλοι στρέφονται ολοένα περισσότερο και στη χρήση μη κρατικών συνεργών για την υλοποίηση επιχειρήσεων από το εσωτερικό, είτε στρατολογώντας υπαλλήλους είτε υποκλέπτοντας τους κωδικούς πρόσβασής τους.
Η έκθεση αναφέρει ότι η Κίνα και η Ρωσία έχουν χρησιμοποιήσει ακαδημαϊκές ή επαγγελματικές διασυνδέσεις για να στοχοποιήσουν τομείς τόσο με οικονομική όσο και με στρατιωτική αξία —όπως η τεχνητή νοημοσύνη, οι κβαντικές τεχνολογίες, η βιοτεχνολογία και η άμυνα.
Η Χόγκαν-Μπέρνι σχολίασε ότι οι αντίπαλοι πλέον δεν «εισβάλλουν» αλλά «συνδέονται», υπονοώντας πως προτιμούν την απόκτηση πρόσβασης μέσω νόμιμων στοιχείων παρά μέσω παραβίασης.
Το δωδεκάμηνο έως τον Ιούνιο, οι επιθέσεις μέσω κωδικών πρόσβασης αντιστοιχούσαν σε πάνω από το 97% των επιθέσεων ταυτότητας που εντόπισε η Microsoft, ενώ ο συνολικός όγκος αυτών των επιθέσεων αυξήθηκε σχεδόν κατά ένα τρίτο μόνο στο πρώτο εξάμηνο του 2025.
Με γνώμονα τη γνωστή κατηγοριοποίηση ταινιών PG-13, οι λογαριασμοί εφήβων στο Instagram θα λειτουργούν πλέον βάσει αυτών των προτύπων, ανακοίνωσε η Meta στις 14 Οκτωβρίου.
«Αυτό σημαίνει ότι οι έφηβοι θα βλέπουν στο Instagram περιεχόμενο αντίστοιχο με ό,τι θα συναντούσαν σε μια ταινία με σήμανση PG-13», διευκρινίζει η εταιρεία σε σχετική ανακοίνωση.
Η Meta, μητρική εταιρεία των Facebook και Instagram, αναμόρφωσε το πρόγραμμα ελέγχου περιεχομένου, υιοθετώντας ένα ανεξάρτητο πρότυπο οικείο σε πολλούς γονείς.
«Ασφαλώς υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις ταινίες και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όμως προχωρήσαμε σε αυτές τις αλλαγές ώστε η εμπειρία των εφήβων, για άτομα ηλικίας 13 ετών και άνω, να προσεγγίζει όσο το δυνατόν περισσότερο το αντίστοιχο περιβάλλον μιας ταινίας PG-13 στο Instagram», αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Οι γονείς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν ακόμη αυστηρότερη ρύθμιση, αν κρίνουν ότι η πολιτική PG-13 παραμένει ελαστική. «Η συγκεκριμένη ρύθμιση θα εμποδίζει τους εφήβους να βλέπουν, να δημοσιεύουν ή να δέχονται σχόλια κάτω από αναρτήσεις», προστίθεται.
«Όπως μπορεί κανείς να συναντήσει προκλητικό περιεχόμενο ή άσχημη γλώσσα σε μια ταινία PG-13, έτσι και στο Instagram είναι πιθανό οι έφηβοι να δουν αντίστοιχα περιστασιακά περιεχόμενα. Ωστόσο, καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε αυτά τα περιστατικά να είναι όσο το δυνατόν πιο σπάνια», δηλώνει η εταιρεία. «Αναγνωρίζουμε ότι κανένα σύστημα δεν είναι τέλειο και δεσμευόμαστε να το βελτιώνουμε διαρκώς».
Οι ανήλικοι κάτω των 18 ετών δεν θα μπορούν να αλλάξουν τις ρυθμίσεις τους χωρίς τη συγκατάθεση γονέα.
Η επικαιροποιημένη πολιτική θα τεθεί σε ισχύ από τις 14 Οκτωβρίου σε Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστραλία και Καναδά, ενώ η πλήρης εφαρμογή της αναμένεται έως το τέλος του 2025.
Το Instagram αποκάλυψε επίσης ότι σχεδιάζει να δοκιμάσει μια νέα δυνατότητα, μέσω της οποίας οι γονείς θα μπορούν να επισημαίνουν περιεχόμενο που θεωρούν ακατάλληλο για ανήλικους, καλύπτοντας θέματα όπως αυτοτραυματισμός, σεξουαλική δραστηριότητα, πώληση απαγορευμένων ειδών, εκφοβισμός, βία, απάτες, ψευδείς πληροφορίες ή παραβίαση πνευματικής ιδιοκτησίας.
Οι λογαριασμοί εφήβων στο Instagram εισήχθησαν τον Σεπτέμβριο του 2024 και περιλαμβάνουν αυτόματα ιδιωτικό προφίλ, περιορισμούς στην αποστολή μηνυμάτων και ελέγχους ευαίσθητου περιεχομένου.
Σύμφωνα με την εταιρεία, εκατοντάδες εκατομμύρια έφηβοι παγκοσμίως έχουν πλέον ενταχθεί σε εφηβικούς λογαριασμούς στο Instagram, το Facebook και το Messenger.
Η Meta επισημαίνει ότι αξιοποιεί τεχνητή νοημοσύνη για να εντοπίζει περιπτώσεις εφήβων που προσποιούνται ότι είναι ενήλικοι και να προσαρμόζει ανάλογα τις ρυθμίσεις των λογαριασμών τους.
Παρά τα πολυάριθμα εργαλεία ασφαλείας, μελέτη που δημοσιεύθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου διαπιστώνει ότι τα παιδιά εξακολουθούν να εκτίθενται σε επιβλαβές περιεχόμενο στο Instagram.
Η έρευνα, υπό τον πρώην ανώτατο μηχανικό της Meta, Αρτούρο Μπεχάρ, καταλήγει ότι «τα 30 από τα 47 εργαλεία ασφαλείας του Instagram είτε λειτουργούν ανεπαρκώς είτε έχουν πλέον καταργηθεί».
Η Meta αμφισβήτησε τα ευρήματα, τονίζοντας πως «οι ερευνητές δεν κατάλαβαν με ποιον τρόπο οι γονείς αξιοποιούν τα εργαλεία ασφαλείας της πλατφόρμας».
Η βιβλιογραφία των τελευταίων ετών προσφέρει ένα συνεκτικό πρίσμα για να κατανοήσουμε πώς η λογοκρισία μετεξελίσσεται στο διαδίκτυο. Πανεπιστήμια, δεξαμενές σκέψης και οργανώσεις δικαιωμάτων χαρτογραφούν τα εργαλεία, τα κίνητρα και τα όρια της καταστολής του λόγου στο ψηφιακό περιβάλλον, φωτίζοντας τόσο τις κρατικές πρακτικές όσο και τον ρόλο των ιδιωτικών πλατφορμών.
Ψηφιακός αυταρχισμός
Στην πολιτική επιστήμη έχει κυριαρχήσει ο όρος «ψηφιακός αυταρχισμός» για να περιγράψει την αξιοποίηση των τεχνολογιών πληροφορικής από ανελεύθερα καθεστώτα με σκοπό την εδραίωση του ελέγχου τους. Ο όρος κέρδισε δημοφιλία μετά από προειδοποιήσεις, όπως την έκθεση Freedom House 2018 («The Rise of Digital Authoritarianism»), ότι ολοκληρωτικά μοντέλα από χώρες σαν την Κίνα και τη Ρωσία εξάγονται και γίνονται αντικείμενο μίμησης. Το μοντέλο αυτό συνδυάζει μαζική παρακολούθηση, αλγοριθμική λογοκρισία, χειραγώγηση μεθόδων ΑΙ και βιομετρική επιτήρηση (π.χ. αναγνώριση προσώπου) για την καταστολή της διαφωνίας.
Ερευνητικές ομάδες του Stanford και του Brookings έχουν τεκμηριώσει πώς αυταρχικά καθεστώτα προωθούν τεχνολογίες φιλτραρίσματος, πρότυπα «ψηφιακού κοινωνικού ελέγχου» και ρυθμιστικά σχήματα που νομιμοποιούν τη λογοκρισία πέρα από τα σύνορά τους. Ο «ψηφιακός αυταρχισμός» δεν είναι απλώς ένα σύνολο εργαλείων· είναι εξαγώγιμο πολιτικό προϊόν με σαφείς συνέπειες στα ανθρώπινα δικαιώματα στο διαδίκτυο.
Επιχειρηματολογία υπέρ και κατά της ιδιωτικής ρύθμισης
Μεγάλο μέρος της συζήτησης εστιάζει στο αν οι αποφάσεις των πλατφορμών να αφαιρούν ή να υποβαθμίζουν περιεχόμενο συνιστούν ουσιαστικά λογοκρισία. Νομικοί και επικοινωνιολόγοι όπως ο Πάβελ Σλούτσκι [Pavel Slutskiy, 2020] υποστηρίζουν πως η ιδιωτική λογοκρισία δεν είναι πραγματική λογοκρισία αλλά άσκηση δικαιώματος ιδιοκτησίας, υπογραμμίζοντας τη διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο και ιδιωτικό πεδίο – εταιρείες καθορίζουν τι φιλοξενούν στους διακομιστές τους, και αυτό διαφέρει ριζικά από κρατική απαγόρευση.
Στον αντίποδα, μελέτες στον χώρο της πολιτικής επικοινωνίας τονίζουν ότι ο συγκεντρωμένος έλεγχος των κοινωνικών δικτύων μπορεί να αλλοιώσει την πολιτική συμμετοχή. Εργασία του 2024 που ανέλυσε 360 περιστατικά λογοκρισίας σε μέσα κοινωνικής δικτύωσεις σε 76 χώρες συμπεραίνει ότι ακόμη και οι δημοκρατίες δεν είναι απρόσβλητες – όταν θεωρούν ότι διακυβεύονται θέματα «ασφάλειας» ή «προστασίας πολιτών», μπορεί να επιβάλουν λογοκρισία με πολιτικά κίνητρα.
Συχνά επικαλούνται την εθνική ασφάλεια ή την καταπολέμηση μίσους, αλλά πίσω από αυτά τα προσχήματα μπορεί να κρύβεται πρόθεση φίμωσης αντιπολιτευτικών φωνών. Η έρευνα αυτή ενισχύει την άποψη ότι απαιτούνται σαφέστερα πλαίσια και έλεγχοι στην ιδιωτική ρύθμιση περιεχομένου, ώστε να μην χρησιμοποιείται καταχρηστικά ακόμη και σε δημοκρατικά καθεστώτα.
Τεχνητή νοημοσύνη και λογοκρισία
Πρόσφατες αναλύσεις επισημαίνουν ότι η πρόοδος στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής της ψηφιακής καταστολής. Οι αλγόριθμοι «μηχανικής μάθησης» καθιστούν τη λογοκρισία, την παρακολούθηση και τη διασπορά προπαγάνδας πιο εύκολες, γρήγορες, φθηνές και αποτελεσματικές για αυταρχικές κυβερνήσεις. Εφαρμογές συνομιλίας (chatbot) στην Κίνα, για παράδειγμα, έχουν ενσωματωμένα φίλτρα – αρνούνται να απαντήσουν σε «ευαίσθητες» ερωτήσεις (π.χ. για την Τιενανμέν ή το Φάλουν Γκονγκ) και αναμασούν την κομματική γραμμή σε θέματα όπως η Ταϊβάν. Η Cyberspace Administration of China έχει θεσπίσει κανόνες που απαιτούν κάθε νέα γενετική AI εφαρμογή να προάγει τις σοσιαλιστικές αξίες και να αποκλείει ανεπιθύμητο περιεχόμενο πριν καν κυκλοφορήσει.
Ο νέος υπερυπολογιστής MareNostrum5, στο Κέντρο Υπερυπολογιστών της Βαρκελώνης. Ισπανία, 15 Δεκεμβρίου 2023. (The Canadian Press/AP, Emilio Morenatti)
Αντίστοιχα, και οι δημοκρατικές κοινωνίες προβληματίζονται. Η ΕΕ επεξεργάζεται την Πράξη για την Τεχνητή Νοημοσύνη που, μεταξύ άλλων, βάζει φρένο σε εξαιρετικά επεμβατικές τεχνολογίες – κοινωνική βαθμολόγηση τύπου Κίνας, προληπτική αστυνόμευση, κλπ. Οι ακαδημαϊκοί καλούν σε παγκόσμιους κανόνες που θα αποτρέψουν τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης ως εργαλείο φίμωσης, αλλά προειδοποιούν ότι χωρίς διαφάνεια και δημοκρατικό έλεγχο, οι κυβερνήσεις μπορούν να χειραγωγήσουν τους αλγόριθμους για να «εξαφανίζουν» απόψεις και αλήθειες.
Διαφάνεια και λογοδοσία
Δεξαμενές σκέψης και οργανώσεις (Access Now, Electronic Frontier Foundation) τονίζουν την ανάγκη για μεγαλύτερη διαφάνεια από πλευράς πλατφορμών. Προτείνουν μέτρα όπως τη δημοσίευση αναφορών με λεπτομέρειες για πόσα αιτήματα λογοκρισίας λαμβάνουν από κυβερνήσεις και πώς ανταποκρίνονται, τους ανεξάρτητους ελέγχους των αλγορίθμων ώστε να διαπιστώνεται αν ευνοούν ή καταπνίγουν συγκεκριμένα είδη περιεχομένου και μηχανισμούς έφεσης για χρήστες των οποίων το περιεχόμενο αφαιρέθηκε.
Η πρωτοβουλία Santa Clara Principles (2018) και οι νεώτεροι κανονισμοί της ΕΕ (DSA, 2022) πιέζουν προς αυτή την κατεύθυνση. Σκοπός είναι να περιοριστεί η αδιαφανής, αυθαίρετη λογοκρισία και να θεσπιστεί κάποιας μορφής λογοδοσία ώστε οι εταιρείες να μην δρουν ως ασυνείδητοι «ιδιώτες λογοκριτές», αλλά να εξισορροπούν υπεύθυνα την ασφάλεια με την ελευθερία του λόγου, υποκείμενες σε δημόσιο έλεγχο.
Η θεωρία του αντίθετου αποτελέσματος
Κάποιες μελέτες στην κοινωνική ψυχολογία προειδοποιούν ότι η υπερβολική λογοκρισία μπορεί να φέρει αντίθετα αποτελέσματα. Όταν οι άνθρωποι νιώθουν ότι φίμωσαν τις ιδέες τους, συχνά αντιδρούν με περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση ή μετακινούμενοι σε εναλλακτικά, ανεξέλεγκτα μέσα διάδοσης (όπως κρυπτογραφημένες πλατφόρμες και το «σκοτεινό διαδίκτυο» (dark web).
Για παράδειγμα, μια μελέτη υπέδειξε ότι όταν οι απόψεις κάποιου απορρίπτονται είτε μέσω λογοκρισίας είτε μέσω αντίθετης πληροφόρησης, υπάρχει τάση οι υποστηρικτές τους να πεισμώσουν και να συσπειρωθούν περισσότερο γύρω από αυτές. Αυτό έχει φανεί σε περιπτώσεις όπως η αντιμετώπιση θεωριών συνωμοσίας: η πλήρης απαγόρευσή τους σε δημοφιλείς πλατφόρμες οδήγησε πολλούς πιστούς να «μεταναστεύσουν» σε εξτρεμιστικά φόρουμ, καθιστώντας δυσκολότερο τον αντίλογο.
Οι ακαδημαϊκοί λοιπόν συνιστούν μια λεπτή ισορροπία· η διαγραφή πραγματικά επικίνδυνου περιεχομένου είναι αναγκαία, αλλά πρέπει να συνοδεύεται από ενίσχυση παιδείας, διαλόγου και έλεγχου των αφηγημάτων ώστε να μειώνεται η επιρροή των επικίνδυνων ιδεών, όπως και η πιθανότητα διόγκωσής τους από το αίσθημα δίωξης.
Κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες της ψηφιακής λογοκρισίας
Οι νέες μορφές λογοκρισίας στο διαδίκτυο δεν είναι αφηρημένα ζητήματα – έχουν χειροπιαστές συνέπειες σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.
Επίδραση σε εκλογικές διαδικασίες
Η πρόσβαση σε ανεμπόδιστη πληροφόρηση αποτελεί κλειδί για ελεύθερες και δίκαιες εκλογές. Ωστόσο, σε πολλά κράτη, η τεχνική λογοκρισία και η χειραγώγηση περιεχομένου χρησιμοποιούνται για να επηρεάσουν την έκβαση των εκλογών. Σύμφωνα με το Freedom House, σε 25 από τις 41 χώρες που διεξήγαγαν ή προετοίμαζαν εθνικές εκλογές προσφάτως, οι ψηφοφόροι αναγκάστηκαν να αποφασίσουν «μέσα σε ένα περιβάλλον λογοκριμένης, στρεβλωμένης και αναξιόπιστης πληροφόρησης».
Συγκεκριμένα μοτίβα περιλαμβάνουν:
Περιορισμός της αντιπολίτευσης: Σε προεκλογικές περιόδους, κυβερνήσεις μπλοκάρουν ιστοσελίδες αντιπολιτευόμενων κομμάτων ή ανεξάρτητων ΜΜΕ, περιορίζοντας έτσι την δυνατότητα των αντιπολιτευομένων να προσεγγίσουν ψηφοφόρους. Για παράδειγμα, αναφέρεται ότι σε πολλές χώρες το κυβερνών κόμμα επιβάλλει φραγή σε ειδησεογραφικές σελίδες ή πλατφόρμες επικοινωνίας της αντιπολίτευσης, ώστε να «σιγήσει» η κριτική φωνή κατά την προεκλογική εκστρατεία.
Διακοπή πρόσβασης στο διαδίκτυο την ημέρα των εκλογών: Έχει παρατηρηθεί τάση σε ανελεύθερα καθεστώτα (Ουγκάντα το 2021, Λευκορωσία το 2020) να διακόπτεται το διαδίκτυο ή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσεις τις ημέρες γύρω από την ψηφοφορία. Αυτό εμποδίζει την ανεξάρτητη ενημέρωση για παρατυπίες, καταστέλλει τον συντονισμό παρατηρητών και απομονώνει τους πολίτες.
Προπαγάνδα & παραπληροφόρηση: Παράλληλα με τη λογοκρισία, οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν στρατούς από διαδικτυακά τρολ ή φιλικά ΜΜΕ για να πλημμυρίσουν το διαδίκτυο με φιλοκυβερνητική ρητορική και θεωρίες που υπονομεύουν τους πολιτικούς αντιπάλους. Σε τουλάχιστον 21 από τις 41 χώρες με πρόσφατες εκλογές, καταγράφηκε έντονη διαδικτυακή παραπληροφόρηση από φιλοκυβερνητικούς σχολιαστές, που συχνά έσπειρε αμφιβολίες για την ακεραιότητα της ψηφοφορίας και διάβρωσε την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δημοκρατική διαδικασία.
Μείωση διαφάνειας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: Την ίδια περίοδο, οι μεγάλες πλατφόρμες (Twitter, Facebook) περιόρισαν ορισμένα εργαλεία διαφάνειας πολιτικών διαφημίσεων ή δεν δημοσίευσαν έγκαιρα εκθέσεις για την αντιμετώπιση ψευδών ειδήσεων, λόγω και εσωτερικών περικοπών. Το αποτέλεσμα ήταν να δυσχεραίνεται το έργο ανεξάρτητων ερευνητών που προσπαθούσαν να αποκαλύψουν εκστρατείες επιρροής ή ψεύδη σχετικά με τις εκλογές.
Οι πρακτικές αυτές υπονομεύουν την ισότιμη συμμετοχή. Όπως σημειώνει το Freedom House, η συνδυασμένη δράση λογοκρισίας και προπαγάνδας «υποσκάπτει τη δυνατότητα των ψηφοφόρων να λάβουν ενημερωμένες αποφάσεις, να συμμετάσχουν πλήρως στην εκλογική διαδικασία και να ακουστεί η φωνή τους». Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε η Τουρκία, όπου πριν τις εκλογές του 2023 φιμώθηκαν διαδικτυακά αντιπολιτευόμενες πηγές και παράλληλα διακινήθηκαν ψευδείς ειδήσεις περί νοθείας, διαβρώνοντας την εμπιστοσύνη στο αποτέλεσμα.
Επιδράση σε κοινωνικές διαδηλώσεις και εξεγέρσεις
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν αναδειχθεί σε βασικά εργαλεία για την οργάνωση διαδηλώσεων, κινημάτων και εξεγέρσεων – από την Αραβική Άνοιξη μέχρι τα σύγχρονα κινήματα #MeToo ή διαμαρτυρίες κατά αυταρχικών μέτρων. Συνεπώς, οι κυβερνήσεις που στοχοποιούνται από τη λαϊκή δυσαρέσκεια καταφεύγουν συχνά σε ψηφιακή καταστολή για να περιορίσουν το κύμα διαμαρτυρίας.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, μετά τον θάνατο της 22χρονης Mahsa (Jhina) Amini τον Σεπτέμβριο 2022, σφοδρές αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις ξέσπασαν σε όλο το Ιράν. Οι διαδηλωτές βασίζονταν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να συντονίσουν δράσεις και να διαδώσουν βίντεο – γυναίκες που έκαιγαν τα χιτζάμπ τους έγιναν παγκόσμια σύμβολα αντίστασης. Οι αρχές απάντησαν με βίαιη καταστολή στον δρόμο και ψηφιακή συσκότιση. Η πρόσβαση στο διαδίκτυο διακόπηκε για μέρες ολόκληρες σε περιοχές όπως η Τεχεράνη και το ιρανικό Κουρδιστάν, ενώ δημοφιλείς εφαρμογές (Instagram, WhatsApp) μπλοκαρίστηκαν πανεθνικά.
Ένας ερευνητής περιέγραψε ότι «η διακοπή πρόσβασης στο διαδίκτυο πρέπει να γίνει αντιληπτή ως προέκταση της βίας και καταστολής που συμβαίνει στον φυσικό χώρο» – ουσιαστικά η κυβέρνηση μετέφερε την καταστολή και στο ψηφιακό πεδίο, για να αποτρέψει τη διάχυση του κινήματος πέρα από τα σύνορα και να δυσκολέψει την εσωτερική οργάνωση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι διαδηλωτές αποκόπηκαν από μέσα επικοινωνίας, η ενημέρωση του έξω κόσμου για την έκταση της καταστολής περιορίστηκε, και πολλοί ακτιβιστές στοχοποιήθηκαν μέσω παρακολούθησης στις εναλλακτικές πλατφόρμες όπου κατέφυγαν.
Όταν ο στρατός ανέτρεψε τη δημοκρατική κυβέρνηση της Μιανμάρ το 2021, εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες βγήκαν στους δρόμους και ταυτόχρονα εξέφρασαν διαδικτυακά την αντίστασή τους. Οι νέες αρχές επέβαλαν αμέσως διακοπή πρόσβασης στο διαδίκτυο κάθε βράδυ, απέκλεισαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Facebook, Twitter) και έκλεισαν εντελώς το δίκτυο δεδομένων κινητής τηλεφωνίας επί μήνες. Αυτό παρέλυσε τον συντονισμό του κινήματος πολιτικής ανυπακοής και έδωσε χρόνο στη χούντα να εφαρμόσει στρατιωτικό νόμο.
Έκτοτε, η Μιανμάρ έχει επιβάλει ένα από τα πιο αυστηρά καθεστώτα λογοκρισίας, με μόνιμη φραγή δεκάδων ιστοσελίδων ειδήσεων, συλλήψεις ανθρώπων για διαδικτυακά σχόλια και πρόσφατα την απαγόρευση των VPN. Οι πολίτες αναφέρουν ότι αυτό έχει οδηγήσει σε ένα καθεστώς φόβου – πολλοί φοβούνται να αναρτήσουν οτιδήποτε, ενώ το κίνημα πέρασε σε εφαρμογές κρυπτογραφημένων μηνυμάτων και του «σκοτεινού διαδικτύου» (dark web) για να διαφύγει της παρακολούθησης.
Η Ινδία, αν και δημοκρατία, χρησιμοποιεί επιλεκτικά διακοπές internet για να καταστείλει αναταραχές. Στο Κασμίρ, όπου υπάρχει αποσχιστικό κίνημα, τα τελευταία χρόνια οι αρχές διακόπτουν την πρόσβαση στο διαδίκτυο σχεδόν κάθε φορά που ξεσπούν διαδηλώσεις ή συγκρούσεις. Το 2019-20, μάλιστα, επέβαλαν στο Κασμίρ τη μεγαλύτερη συνεχή διακοπή πρόσβασης στο διαδίκτυο που έχει καταγραφεί σε δημοκρατική χώρα: σχεδόν 7 μήνες αποκλεισμού.
Αυτό το «ψηφιακό μπλακάουτ» είχε σοβαρές κοινωνικές συνέπειες όπως οικονομική απομόνωση (ανεστάλησαν ηλεκτρονικές συναλλαγές, επιχειρήσεις κατέρρευσαν) και εκπαιδευτικό αποκλεισμό (οι μαθητές δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν διαδικτυακά μαθήματα), πέρα από το προφανές φίμωμα της πολιτικής έκφρασης. Ακτιβιστές χαρακτηρίζουν αυτή την πρακτική ως «ομαδική τιμωρία» ενός ολόκληρου πληθυσμού και παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Γενικό συμπέρασμα είναι πως η ψηφιακή λογοκρισία χρησιμοποιείται από τα κράτη για να προλάβει ή να περιορίσει κοινωνικές εκρήξεις. Αν και ενίοτε οι αρχές ισχυρίζονται ότι τα μέτρα αυτά λαμβάνονται για «λόγους δημόσιας ασφάλειας» ή για να σταματήσει η διάδοση βίας, στην πράξη φιμώνουν και απομονώνουν τις φωνές διαμαρτυρίας. Αυτό έχει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα· οι κοινωνίες συνηθίζουν σε ένα καθεστώς όπου η πληροφόρηση δεν είναι ποτέ δεδομένη, ενώ εδραιώνεται ένα κλίμα φόβου και αυτολογοκρισίας ακόμη και όταν το διαδίκτυο είναι ανοιχτό.
Περιορισμός του λόγου ακτιβιστών και δημοσιογράφων
Ίσως η πιο απτή ανθρώπινη συνέπεια της λογοκρισίας είναι ο διωγμός μεμονωμένων ανθρώπων – ακτιβιστών, δημοσιογράφων, καλλιτεχνών – για όσα λένε διαδικτυακά. Η ψηφιακή εποχή έχει δώσει βήμα σε πλήθος νέων φωνών, αλλά τα αυταρχικά καθεστώτα έχουν απαντήσει με επιθετικές διώξεις.
Το Freedom House (2024) κατέγραψε ότι σε 3 από κάθε 4 χώρες της μελέτης του, χρήστες του διαδικτύου συνελήφθησαν για μη βίαιες εκφράσεις τους στο διαδίκτυο. Σε 43 χώρες μάλιστα, άνθρωποι δέχθηκαν σωματικές επιθέσεις ή και δολοφονήθηκαν ως αντίποινα για διαδικτυακή τους δραστηριότητα – αριθμός ρεκόρ, που αναδεικνύει την αυξημένη στοχοποίηση ψηφιακών φωνών.
Στην Κίνα, πληθώρα δημοσιογράφων, νομικών και blogger έχουν φυλακιστεί με κατηγορίες όπως «υποκίνηση ανατρεπτικής προπαγάνδας». Εκτός από την περίπτωση του blogger Σου Τζιγιόνγκ [Xu Zhiyong], το 2023 συνέβη κάτι τραγικό. Ο Σουν Λιν [Sun Lin], βετεράνος δημοσιογράφος και ακτιβιστής, πέθανε μετά από ξυλοδαρμό από την κινεζική αστυνομία – φέρεται ότι τον είχαν στοχοποιήσει λόγω αναρτήσεών του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσεις που επέκριναν τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Οι κινεζικές αρχές προσπάθησαν να λογοκρίνουν κάθε διαδικτυακή αναφορά στον θάνατό του, ώστε να μην γίνει σύμβολο αντίστασης.
Στη Ταϊλάνδη, μια νεαρή ακτιβίστρια υπέρ της δημοκρατίας καταδικάστηκε το 2024 σε 25 χρόνια φυλάκιση για 18 αναρτήσεις της στο X που θεωρήθηκαν προσβλητικές για τον βασιλιά – βάσει του αυστηρού νόμου lèse-majesté. Η ποινή σοκάρει, αλλά καταδεικνύει πώς η ψηφιακή έκφραση αντιμετωπίζεται με νόμους άλλοτε φτιαγμένους για τον αναλογικό κόσμο.
Στη Σαουδική Αραβία, το 2022 έγινε διεθνώς γνωστή η υπόθεση της Σάλμα αλ Σεμπάμπ [Salma al-Shehab]· μια φοιτήτρια και μητέρα που καταδικάστηκε σε 34 χρόνια φυλάκισης επειδή αναδημοσίευσε αναρτήσεις ακτιβιστών και επέκρινε το καθεστώς στο Twitter. Η ποινή της – από τις πιο βαριές που έχουν επιβληθεί για διαδικτυακή έκφραση – έστειλε μήνυμα τρόμου σε οποιονδήποτε θα σκεφτόταν να ασκήσει διαδικτυακή κριτική στο βασίλειο.
Σε απολυταρχικά καθεστώτα όπως η Βόρεια Κορέα ή η Ερυθραία, οποιοσδήποτε πιαστεί να διαδίδει ανεξάρτητα πληροφορίες (π.χ. στέλνοντας νέα σε ξένους ιστότοπους μέσω κινητού) κινδυνεύει με εξοντωτικές ποινές, ακόμη και θάνατο. Αυτές οι χώρες κρατούν το λαό τους σε ψηφιακό σκοτάδι – ό,τι δεν ελέγχεται από το καθεστώς θεωρείται αυτομάτως εχθρικό.
Η στοχοποίηση αυτή έχει ως αποτέλεσμα ένα κλίμα αυτολογοκρισίας. Δημοσιογράφοι σε χώρες όπως η Ρωσία και η Τουρκία συχνά επιβάλλουν οι ίδιοι περιορισμούς στα κείμενά τους στο διαδίκτυο, υπό τον φόβο διώξεων με νόμους περί «ψευδών ειδήσεων» ή «προσβολής του έθνους». Ακόμη και σε δημοκρατίες, παρατηρείται ότι δημόσια πρόσωπα διστάζουν να εκφραστούν ανοιχτά στο διαδίκτυο όταν κυριαρχεί πολωμένη ατμόσφαιρα ή συστηματική «κουλτούρα ακύρωσης» (cancel culture), που είναι μια μορφή κοινωνικής λογοκρισίας δια στιγματισμού.
Εν τέλει, η νέου τύπου λογοκρισία πλήττει πρωτίστως τους ακτιβιστές και τους ανεξάρτητους δημοσιογράφους – αυτούς δηλαδή που η φωνή τους είναι κρίσιμη για την κοινωνική αλλαγή. Σε αρκετές περιπτώσεις, βέβαια, η προσπάθεια φίμωσής τους πυροδοτεί διεθνείς αντιδράσεις και κυρώσεις – μετά τις εκτελέσεις δύο νέων στο Ιράν για αναρτήσεις τους, επιβλήθηκαν κυρώσεις σε Ιρανούς αξιωματούχους από δυτικές χώρες. Μακροπρόθεσμα, όμως, η αποδυνάμωση των ακτιβιστικών φωνών μέσω λογοκρισίας στερεί από την κοινωνία έναν ζωτικό μηχανισμό λογοδοσίας της εξουσίας.
Στην ψηφιακή εποχή, η λογοκρισία λαμβάνει νέες μορφές και εξελίσσεται σε παγκόσμια κλίμακα. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται συνεχής επιδείνωση της ελευθερίας του διαδικτύου παγκοσμίως· το Freedom House κατέγραψε 13ο συνεχόμενο έτος υποχώρησης της διαδικτυακής ελευθερίας το 2023. Οι κυβερνήσεις και οι ψηφιακές πλατφόρμες αναπτύσσουν μηχανισμούς ελέγχου περιεχομένου, από το μπλοκάρισμα ιστοτόπων και την παρακολούθηση επικοινωνιών μέχρι την αφαίρεση αναρτήσεων και την αλγοριθμική καταστολή.
Κρατικές πρακτικές ψηφιακής λογοκρισίας
Σε όλο τον κόσμο, οι κυβερνήσεις αξιοποιούν ποικίλες τεχνικές για να ελέγξουν το διαδικτυακό περιεχόμενο και τη ροή της πληροφορίας. Η κρατική ψηφιακή λογοκρισία εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους, οι οποίοι κυμαίνονται από τεχνολογικά μέτρα έως νομικές απαγορεύσεις.
Μία από τις πιο συνηθισμένες μεθόδους είναι το φιλτράρισμα και ο αποκλεισμός ιστοτόπων. Μέσω εθνικών «τειχών προστασίας» ή λιστών αποκλεισμένων σελίδων, πολλά καθεστώτα περιορίζουν την πρόσβαση σε ενημερωτικούς ιστότοπους, αντιπολιτευτικά μέσα ή ξένες διαδικτυακές πλατφόρμες.
Εξίσου διαδεδομένη είναι η παρακολούθηση και το φιλτράρισμα περιεχομένου. Προηγμένα εργαλεία επιτήρησης δικτύων και τεχνολογίες βαθιάς επιθεώρησης πακέτων (Deep Packet Inspection – DPI) επιτρέπουν τον εντοπισμό λέξεων-κλειδιών που θεωρούνται «ανεπιθύμητες» και την άμεση παρεμπόδιση του αντίστοιχου περιεχομένου.
Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η νομοθεσία, καθώς πολλές χώρες έχουν θεσπίσει νόμους που ποινικοποιούν την κριτική προς την κυβέρνηση ή τη διάδοση «ψευδών ειδήσεων». Οι διατάξεις αυτές χρησιμοποιούνται για την επιβολή αυστηρών ποινών σε πολίτες εξαιτίας διαδικτυακών τους αναρτήσεων.
Σε περιόδους πολιτικής έντασης, διαδηλώσεων ή εκλογών, οι αρχές προχωρούν συχνά σε διακοπές της πρόσβασης στο διαδίκτυο ή στον αποκλεισμό επιμέρους εφαρμογών επικοινωνίας. Πρόκειται για ένα από τα πιο ακραία μέτρα ελέγχου της πληροφορίας. Μόνο το 2022, καταγράφηκαν τουλάχιστον 187 περιπτώσεις διακοπής του διαδικτύου σε 35 χώρες, αριθμός που αποτέλεσε παγκόσμιο ρεκόρ.
Οι πρακτικές αυτές αναδεικνύουν το εύρος και τη συστηματικότητα της κρατικής ψηφιακής λογοκρισίας. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται χαρακτηριστικά παραδείγματα χωρών όπου η κυβερνητική παρέμβαση στην ενημέρωση είναι ιδιαίτερα έντονη.
Κίνα
Η Κίνα διατηρεί ένα από τα πιο εκτεταμένα και προηγμένα συστήματα ψηφιακής λογοκρισίας παγκοσμίως, γνωστό ως «Μεγάλο Τείχος Προστασίας της Κίνας» (Great Firewall). Μέσω αυτού, οι κινεζικές αρχές αποκλείουν την πρόσβαση σε χιλιάδες ιστοτόπους και διεθνείς πλατφόρμες, όπως η Google, το Facebook και το Χ, ενώ φιλτράρουν παράλληλα «ευαίσθητες» λέξεις-κλειδιά και θεματικές που θεωρούνται ανεπιθύμητες από το καθεστώς.
Η Κυβερνοδιοίκηση της Κίνας (CAC) έχει αναλάβει κεντρικό ρόλο στην ψηφιακή εποπτεία, ενσωματώνοντας τους στόχους λογοκρισίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας (ΚΚΚ) σε αλγορίθμους προτάσεων περιεχομένου και σε εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ). Οι κανονισμοί απαιτούν από τις διαδικτυακές πλατφόρμες να προωθούν τις λεγόμενες «σοσιαλιστικές αξίες» και να αποφεύγουν κάθε αναφορά σε ζητήματα που το καθεστώς θεωρεί πολιτικά ή κοινωνικά «ευαίσθητα».
Η κρατική καταστολή επεκτείνεται και στο επίπεδο της ποινικής δίωξης. Οι κινεζικές αρχές συλλαμβάνουν και καταδικάζουν διαδικτυακούς ακτιβιστές και bloggers που εκφράζουν αντίθετες απόψεις. Ενδεικτικά, ο εξέχων αντιφρονών Σου Τζιγιόνγκ (Xu Zhiyong) καταδικάστηκε το 2023 σε 14 χρόνια φυλάκιση, εξαιτίας κειμένων και διαδικτυακών του αναρτήσεων που ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση.
Η Κίνα κατατάσσεται σταθερά στην τελευταία θέση παγκοσμίως ως προς την ελευθερία του διαδικτύου για 9η συνεχή χρονιά.
Ρωσία
Από το 2019, η Ρωσία εφαρμόζει τον λεγόμενο νόμο του «κυρίαρχου διαδικτύου», ο οποίος επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών διαδικτύου την εγκατάσταση κρατικών συσκευών φιλτραρίσματος (γνωστών ως σύστημα TSPU) στα δίκτυά τους. Το μέτρο αυτό δίνει στις αρχές τη δυνατότητα να ελέγχουν κεντρικά την κυκλοφορία δεδομένων και να περιορίζουν την πρόσβαση σε διαδικτυακό περιεχόμενο.
Μετά την εισβολή στην Ουκρανία το 2022, η ρωσική κυβέρνηση ενίσχυσε περαιτέρω τη λογοκρισία, μπλοκάροντας την πρόσβαση σε ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και απαγορεύοντας ξένες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook και το Instagram. Οι αρχές υποστήριξαν ότι με τον τρόπο αυτόν αντιμετωπίζουν έναν «πληροφοριακό πόλεμο» που, όπως ισχυρίζονται, διεξάγεται από τη Δύση.
Σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τον ψηφιακό έλεγχο, η ρωσική κυβέρνηση έχει ανακοινώσει επενδυτικό σχέδιο ύψους περίπου 660 εκατομμυρίων δολαρίων για την περίοδο 2025–2030, με στόχο την αναβάθμιση του συστήματος TSPU και τον σχεδόν πλήρη αποκλεισμό των υπηρεσιών VPN, τις οποίες χρησιμοποιούν οι πολίτες για να παρακάμψουν τους περιορισμούς. Παρά τα συνεχή μέτρα, εκατομμύρια Ρώσοι εξακολουθούν να προσφεύγουν σε VPN και άλλες τεχνικές λύσεις, προκειμένου να έχουν πρόσβαση σε περιεχόμενο που έχει τεθεί υπό απαγόρευση.
Ιράν
Το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν εφαρμόζει ένα από τα πιο αυστηρά συστήματα διαδικτυακού φιλτραρίσματος παγκοσμίως. Μέσω του εθνικού φίλτρου, χιλιάδες ιστότοποι και πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης -μεταξύ των οποίων το Facebook, το Twitter και το YouTube- παραμένουν μόνιμα αποκλεισμένοι, περιορίζοντας σημαντικά την ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφόρηση και την επικοινωνία.
Σε περιόδους κοινωνικών αναταραχών, οι ιρανικές αρχές περιορίζουν δραστικά την ταχύτητα του διαδικτύου ή προχωρούν σε πλήρη διακοπή της σύνδεσης σε περιοχές όπου σημειώνονται διαδηλώσεις. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι κινητοποιήσεις που ξέσπασαν μετά τον θάνατο της Mahsa Amini το 2022, όταν το διαδίκτυο κόπηκε σε τμήματα της Τεχεράνης και του Κουρδιστάν, ενώ οι πλατφόρμες Instagram και WhatsApp αποκλείστηκαν πλήρως. Στόχος των μέτρων αυτών ήταν να εμποδιστεί η οργάνωση των διαδηλωτών και να περιοριστεί η διάδοση πληροφοριών στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
Σύμφωνα με την οργάνωση Freedom House, το Ιράν κατέγραψε την μεγαλύτερη παγκόσμια επιδείνωση στην ελευθερία του διαδικτύου την περίοδο 2022–2023, ακριβώς λόγω αυτών των πρακτικών. Η διαδικτυακή δραστηριότητα των πολιτών βρίσκεται υπό στενή επιτήρηση, με πολλούς Ιρανούς χρήστες να συλλαμβάνονται και να αντιμετωπίζουν σοβαρές κατηγορίες, όπως «προσβολή του Ισλάμ» ή «προπαγάνδα κατά του κράτους». Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι διώξεις αυτές έχουν οδηγήσει ακόμη και σε εξαιρετικά βαριές ποινές, ενισχύοντας το κλίμα φόβου και αυτολογοκρισίας στο διαδίκτυο.
Τουρκία
Διατηρεί νομικό πλαίσιο που επιτρέπει προληπτικό μπλοκάρισμα περιεχομένου και ιστοτόπων ειδήσεων. Το 2022 πέρασε ευρύ «Νόμο περί παραπληροφόρησης» που επικρίνεται ως εργαλείο λογοκρισίας. Έχει ιστορικό προσωρινών φραγών σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατά κρίσεις. Τον Φεβρουάριο 2023, μετά τον καταστροφικό σεισμό, το Twitter αποκλείστηκε προσωρινά προκαλώντας αντιδράσεις ότι η κυβέρνηση φίμωσε επικριτικές φωνές. Επίσης, παραμονές εκλογών του 2023, το Twitter συμμορφώθηκε με δικαστικές εντολές περιορίζοντας περιεχόμενο επικριτών της κυβέρνησης στην Τουρκία.
Ινδία
Παρότι δημοκρατία, είναι παγκόσμιος «πρωταθλητής» στις διακοπές του διαδικτύου. Το 2022 πραγματοποιήθηκαν 84 τοπικές διακοπές πρόσβασης στο διαδίκτυο στην Ινδία (κυρίως στο Κασμίρ), αριθμός υπερδιπλάσιος από κάθε άλλη χώρα. Οι αρχές χρησιμοποιούν τις διακοπές πρόσβασης στο διαδίκτυο ως «όπλα ελέγχου και ασπίδες ατιμωρησίας» για να αντιμετωπίσουν διαδηλώσεις και συγκρούσεις, προκαλώντας σοβαρές συνέπειες και στην οικονομική και κοινωνική ζωή των πολιτών (χαρακτηριστικό παράδειγμα το «ψηφιακό απαρτχάιντ» που καταγγέλλουν οι κάτοικοι στο Κασμίρ.
Μιανμάρ
Μετά το πραξικόπημα του 2021, η στρατιωτική χούντα έχει εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς μαζικής ψηφιακής λογοκρισίας και παρακολούθησης. Το 2023, η Μυανμάρ ισοβάθμησε την Κίνα ως το χειρότερο περιβάλλον διαδικτυακής ελευθερίας. Οι αρχές φυλακίζουν χιλιάδες πολίτες ως διαδικτυακούς «αντιφρονούντες» και έχουν εισαγάγει νέες τεχνολογίες που μπλοκάρουν σχεδόν πλήρως τα VPN κόβοντας μία από τις τελευταίες «διόδους» των πολιτών για απρόσκοπτη πρόσβαση στο διαδίκτυο.
Βόρεια Κορέα
Αποτελεί ακραία περίπτωση ολικής ψηφιακής απομόνωσης. Οι πολίτες δεν έχουν πρόσβαση στο παγκόσμιο διαδίκτυο· αντ’ αυτού χρησιμοποιούν ένα κρατικά ελεγχόμενο εσωτερικό διαδίκτυο (Intranet). Οποιαδήποτε διαρροή ανεξάρτητης πληροφορίας τιμωρείται αυστηρά, καθιστώντας το καθεστώς της Πιονγκγιάνγκ ένα από τα πλέον κλειστά στον κόσμο.
Σύμφωνα με το Freedom House (Freedom on the Net 2024), συνολικά 41 χώρες από τις 72 που μελετώνται μπλόκαραν ιστοσελίδες με πολιτικό, κοινωνικό ή θρησκευτικό περιεχόμενο μέσα στο τελευταίο έτος κάλυψης. Η τάση αυτή αντικατοπτρίζει μια παγκόσμια πραγματικότητα όπου όχι μόνο οι αυταρχικές κυβερνήσεις αλλά ακόμη και δημοκρατίες εφαρμόζουν τεχνικές λογοκρισίας συχνά με το πρόσχημα της «εθνικής ασφάλειας» ή της «καταπολέμησης παραπληροφόρησης».
Ο συνδυασμός τεχνικών λογοκρισίας με χειραγώγηση περιεχομένου, π.χ. τα άτομα που προκαλούν σκόπιμα συγκρούσεις, ένταση ή αναστάτωση σε διαδικτυακές συζητήσεις του κυβερνοχώρου και η κρατική προπαγάνδα, δημιουργεί ένα ολοένα πιο ελεγχόμενο και μονομερές πληροφοριακό περιβάλλον σε πολλά μέρη του κόσμου.
Λογοκρισία από ιδιωτικές ψηφιακές πλατφόρμες
Εκτός από τα κράτη, σημαντικό ρόλο στη σύγχρονη λογοκρισία διαδραματίζουν και οι μεγάλες ιδιωτικές πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και τεχνολογίας. Παρότι αυτές θεωρητικά προωθούν την ελεύθερη έκφραση, στην πράξη εφαρμόζουν πολιτικές περιεχομένου που οδηγούν σε αφαίρεση αναρτήσεων, αποκλεισμό χρηστών ή απόκρυψη πληροφοριών. Επιπλέον, οι πλατφόρμες συχνά συνεργάζονται -ή υπόκεινται σε πιέσεις- με κυβερνήσεις για τον περιορισμό περιεχομένου. Ακολουθούν οι βασικές πρακτικές λογοκρισίας στις οποίες επιδίδονται οι ψηφιακές πλατφόρμες:
Πολιτικές περιεχομένου και αφαίρεση αναρτήσεων
Οι πλατφόρμες όπως το Facebook, το X, το YouTube και το TikTok διαθέτουν εκτενή Κανόνες Κοινότητας που απαγορεύουν περιεχόμενο θεωρούμενο επιβλαβές· ρητορική μίσους, προτροπή σε βία, τρομοκρατική προπαγάνδα, παραπληροφόρηση σχετικά με δημόσια θέματα (υγεία, εκλογές).
Η επιβολή αυτών των κανόνων γίνεται μέσω αυτοματοποιημένων συστημάτων και ανθρώπινων συντονιστών. Το αποτέλεσμα είναι η μαζική αφαίρεση περιεχομένου σε καθημερινή βάση. Για παράδειγμα, η Meta ανέφερε ότι μόνο σε ένα τρίμηνο του 2021 αφαίρεσε πάνω από 31 εκατομμύρια δημοσιεύσεις από το Facebook λόγω ρητορικής μίσους· αριθμός που δείχνει το τεράστιο εύρος του ιδιωτικού «φιλτραρίσματος» περιεχομένου. Παρόμοια, το YouTube και το Twitter κατεβάζουν εκατομμύρια βίντεο ή tweets που παραβιάζουν τις πολιτικές τους.
Εκτός από την απομάκρυνση αναρτήσεων, οι πλατφόρμες επιβάλλουν και αναστολές ή αποκλεισμούς λογαριασμών για σοβαρές ή επανειλημμένες παραβιάσεις. Μία από τις πιο προβεβλημένες περιπτώσεις ήταν ο μόνιμος αποκλεισμός του τότε προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, από το Twitter και το Facebook το 2021, με επίκληση τον κίνδυνο υποκίνησης βίας. Αυτό το γεγονός τροφοδότησε τη δημόσια συζήτηση για το κατά πόσο οι εταιρείες τεχνολογίας θα έπρεπε να έχουν τέτοια ισχύ στο δημόσιο λόγο -με ορισμένους να επαινούν την απόφαση ως υπεύθυνη στάση, και άλλους να την καταδικάζουν ως λογοκρισία πολιτικής φωνής σε ιδιωτική πλατφόρμα.
Αλγόριθμοι προώθησης/καταστολής
Μια πιο δυσδιάκριτη αλλά εξίσου σημαντική μορφή λογοκρισίας από πλατφόρμες είναι η αλγοριθμική υποβάθμιση περιεχομένου. Οι ροές ειδήσεων και οι μηχανές αναζήτησης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν προβάλλουν όλα τις αναρτήσεις ισότιμα· αντιθέτως, χρησιμοποιούν αλγόριθμους που αποφασίζουν τι θα δει κατά προτεραιότητα ο χρήστης. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στις εταιρείες να «θάβουν» περιεχόμενο χωρίς να το διαγράφουν, μια πρακτική γνωστή και ως «περιορισμός προώθησης» (shadow banning).
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το TikTok. Πηγές το 2019 αποκάλυψαν ότι το κινεζικών συμφερόντων TikTok είχε μυστικές κατευθυντήριες γραμμές λογοκρισίας για τους συντονιστές του. Σύμφωνα με αυτές, απαγορευμένα θέματα όπως η σφαγή στην Πλατεία Τιενανμέν, η ανεξαρτησία του Θιβέτ ή η πνευματική άσκηση Φάλουν Γκονγκ έπρεπε είτε να διαγράφονται πλήρως είτε να επισημαίνονται ως «ορατά μόνο στον δημιουργό».
Με τον τελευταίο αυτόν χειρισμό, το επίμαχο βίντεο μένει μεν ανεβασμένο, αλλά δεν εμφανίζεται ποτέ σε άλλους χρήστες μέσω της αλγοριθμικής ροής -ουσιαστικά θάβεται, χωρίς ο δημιουργός να γνωρίζει ξεκάθαρα ότι λογοκρίθηκε. Αυτό το είδος κρυφής λογοκρισίας σημαίνει πως οι χρήστες ενδέχεται να αγνοούν ότι κάποια αναρτήσή τους έχει κατασταλεί, νομίζοντας ίσως ότι απλώς δεν έγινε δημοφιλής.
Μια εικόνα δείχνει εφαρμογές μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην οθόνη ενός iPad, στις 26 Φεβρουαρίου 2024. (Joe Raedle/Getty Images)
Πέραν των πολιτικά ευαίσθητων θεμάτων, το TikTok φέρεται να λογόκρινε αλγοριθμικά και κοινωνικό/πολιτισμικό περιεχόμενο. Μελέτες δείχνουν ότι αναφορές στην καταπίεση των Ουιγούρων στην Κίνα, ακόμη και ορισμένα βίντεο διαδηλώσεων στις ΗΠΑ υποβαθμίζονταν ή αφαιρούνταν από την πλατφόρμα. Συνολικά, το TikTok -η πρώτη κινεζική πλατφόρμα με παγκόσμια απήχηση περίπου 1 δισ. χρηστών- ακολουθεί μια πολύ επιθετική πολιτική λογοκρισίας μέσω αλγορίθμων, σε βαθμό που αναλυτές τη χαρακτηρίζουν «βαρύ χέρι» στη ρύθμιση συγκριτικά με τα δυτικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Άλλες πλατφόρμες επίσης κατηγορούνται για περιορισμό προώθησης. Πολλοί χρήστες του Twitter και του Instagram έχουν ισχυριστεί ότι οι εταιρείες περιόριζαν σιωπηρά την ορατότητα των αναρτήσεών τους, ιδίως αν αυτές κρίνονταν «ακατάλληλες» ή παραβίαζαν ήπια τις πολιτικές. Αν και οι εταιρείες αρνούνται επισήμως τον περιορισμό προώθησης, αναγνωρίζουν ότι εφαρμόζουν πολιτική «ελευθερία του λόγου, όχι όμως ελευθερία πρόσβασης», δηλαδή ενδέχεται να αφήσουν μια ανάρτηση αλλά να μειώσουν την προώθησή της μέσω των αλγορίθμων τους. Με αυτόν τον τρόπο, οι πλατφόρμες ισχυρίζονται ότι δεν φιμώνουν εντελώς κανέναν, ταυτόχρονα όμως ασκούν έλεγχο στο πόσα άτομα θα προσεγγίσει κάθε δημοσίευση.
Συμμόρφωση των πλατφορμών σε κυβερνητικές απαιτήσεις
Ένα κρίσιμο -και συχνά αμφιλεγόμενο- ζήτημα είναι η σχέση των ιδιωτικών πλατφορμών με τις κυβερνήσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εταιρείες επιλέγουν να αφαιρούν ή να αποκλείουν περιεχόμενο ύστερα από αιτήματα κρατών, προκειμένου να συνεχίσουν να λειτουργούν στις αγορές τους. Αυτό θέτει το δίλημμα μεταξύ της τήρησης της τοπικής νομοθεσίας και του σεβασμού της ελευθερίας της έκφρασης.
Twitter/X
Υπό τη νέα διοίκηση του Έλον Μασκ (τέλη 2022 και μετά), το Twitter δήλωσε υπέρμαχο της ελευθερίας λόγου, όμως τα δεδομένα δείχνουν ότι αύξησε δραματικά τη συμμόρφωση σε αιτήματα λογοκρισίας κυβερνήσεων. Το πρώτο εξάμηνο μετά την εξαγορά από τον Μασκ, η εταιρεία δέχτηκε 971 κυβερνητικές εντολές και υπάκουσε πλήρως στο 83% αυτών (808 αιτήματα) -από περίπου 50% συμμόρφωση πριν.
Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται αιτήματα από αυταρχικές κυβερνήσεις όπως της Τουρκίας και της Ινδίας. Δύο ημέρες πριν τις εκλογές του Μαΐου 2023 στην Τουρκία, το Twitter μπλόκαρε την πρόσβαση σε ορισμένους λογαριασμούς επικριτικούς προς τον πρόεδρο Ερντογάν -οι αναρτήσεις τους ήταν ορατές εκτός Τουρκίας αλλά όχι εντός.
Στην Ινδία, το Twitter συμμορφώθηκε με κυβερνητική εντολή να διαγράψει αναρτήσεις και συνδέσμους σχετικά με ένα ντοκιμαντέρ του BBC επικριτικό για τον πρωθυπουργό Μόντι. Ο Μασκ υπερασπίστηκε αυτές τις ενέργειες λέγοντας ότι «δεν μπορούμε να υπερβούμε τους νόμους μιας χώρας» και ότι προτιμά να λογοκρίνει ορισμένο περιεχόμενο παρά να διακινδυνεύσει τη φυλάκιση του προσωπικού της εταιρείας ή την πλήρη απαγόρευση του Twitter στη συγκεκριμένη χώρα.
Αυτές οι αποφάσεις ωστόσο δημιουργούν προηγούμενο ιδιωτικής λογοκρισίας που ευθυγραμμίζεται με κυβερνητικές βουλές, ιδιαίτερα ανησυχητικό σε προεκλογικές περιόδους όταν η πληροφόρηση των ψηφοφόρων είναι κρίσιμη.
Facebook (Meta)
Το Facebook ιστορικά διακηρύσσει τη δέσμευσή του στην ελευθερία έκφρασης, ωστόσο σε ορισμένες αυταρχικές χώρες έχει κάνει υποχωρήσεις για να αποφύγει τη διακοπη. Στο Βιετνάμ, για παράδειγμα, η κυβέρνηση έχει ασκήσει τεράστια πίεση. Το 2020, το Ανόι απείλησε να μπλοκάρει πλήρως το Facebook αν δεν «φιλτράριζε» περισσότερο αντικυβερνητικό περιεχόμενο.
Η εταιρεία αρχικά υπέκυψε αυξάνοντας τη λογοκρισία «αντικρατικών» αναρτήσεων για τοπικούς χρήστες. Όταν αργότερα της ζητήθηκε να επεκτείνει ακόμη περισσότερο τις διαγραφές, στελέχη του Facebook αποκάλυψαν ότι οι αρχές απέσυνδεσαν τους τοπικούς servers της εταιρείας ως πίεση μέχρι να συμμορφωθεί.
Σύμφωνα με στοιχεία του 2023–24, το Facebook κατέβασε περίπου 9.000 αναρτήσεις ετησίως στο Βιετνάμ ύστερα από κυβερνητικά αιτήματα, συμμορφούμενο σε άνω του 90% των αιτημάτων αυτών. Παρόμοια υψηλή συμμόρφωση (90%+) εμφανίζουν και η Google (YouTube) και το TikTok στο Βιετνάμ, αφαιρώντας χιλιάδες «αντικομμουνιστικές» ή «αντικρατικές» δημοσιεύσεις κατ’ εντολή της κυβέρνησης.
Διεθνείς οργανώσεις όπως η Διεθνής Αμνηστία έχουν επικρίνει τη Meta ότι «βάζει το κέρδος πάνω από τα ανθρώπινα δικαιώματα» στη συγκεκριμένη χώρα, συναινώντας σε αυθαίρετη λογοκρισία για να μην χάσει μια αγορά περίπου$1 δισ. δολαρίων.
YouTube (Google)
Το YouTube εφαρμόζει επίσης μπλοκάρισμα βίντεο σε τοπικό επίπεδο αν λάβει νόμιμα αιτήματα (π.χ. περιεχόμενο που παραβιάζει τον τουρκικό νόμο ή τον γερμανικό νόμο περί ρητορικής μίσους). Το TikTok, πέρα από την εσωτερική του λογοκρισία, έχει φανεί πρόθυμο να ικανοποιήσει κυβερνήσεις σε διάφορες αγορές ώστε να αποφύγει αποκλεισμούς.
Η Apple και η Google αφαιρούν εφαρμογές από τα app stores όταν κυβερνήσεις το απαιτούν. Χαρακτηριστικά, εφαρμογές αντιφρονούντων αφαιρέθηκαν από τα κινεζικά App Store. Γενικά, οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας συχνά ισορροπούν μεταξύ αρχών ελευθερίας και νομικών/εμπορικών πιέσεων σε κάθε χώρα.
«Ιδιωτική» λογοκρισία και τα όρια της ελευθερίας έκφρασης
Η λογοκρισία που ασκούν οι ιδιωτικές πλατφόρμες εγείρει ολοένα και πιο σύνθετα ερωτήματα. Είναι άραγε εξίσου επιζήμια με την κρατική λογοκρισία ή αποτελεί απλώς τη νόμιμη άσκηση των δικαιωμάτων μιας εταιρείας πάνω στην ψηφιακή της «ιδιοκτησία»;
Από νομική άποψη, στις περισσότερες δημοκρατικές χώρες οι διατάξεις που προστατεύουν την ελευθερία του λόγου -όπως η Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών- ισχύουν αποκλειστικά για τις κρατικές αρχές και δεν δεσμεύουν τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Έτσι, ορισμένοι ακαδημαϊκοί, μέσα από μια οπτική δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, υποστηρίζουν ότι όταν μια πλατφόρμα αφαιρεί ή περιορίζει περιεχόμενο, δεν πρόκειται για λογοκρισία με την κλασική έννοια, αλλά για τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματός της να ελέγχει το τι προβάλλεται στους δικούς της διακομιστές. Με άλλα λόγια, υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε μια κρατική απαγόρευση που εμποδίζει κάποιον να εκφραστεί οπουδήποτε και σε μια ιδιωτική εταιρεία που απλώς αρνείται να φιλοξενήσει συγκεκριμένο λόγο στην πλατφόρμα της.
Ωστόσο, πολλοί αμφισβητούν αυτή τη διάκριση, επισημαίνοντας ότι ορισμένες ελάχιστες πλατφόρμες ελέγχουν πλέον σχεδόν ολόκληρο το παγκόσμιο δημόσιο βήμα. Έρευνες δείχνουν ότι ο τρόπος με τον οποίο οι συντονιστές αποφασίζουν να αφαιρέσουν περιεχόμενο επηρεάζει άμεσα τις πληροφορίες που λαμβάνουν εκατομμύρια χρήστες, με πιθανές επιπτώσεις στη δημοκρατική διαδικασία. Ιδίως όταν μια πλατφόρμα λειτουργεί μονοπωλιακά σε έναν τομέα επικοινωνίας, η απόφαση να αποκλείσει συγκεκριμένες απόψεις μπορεί στην πράξη να στερήσει από αυτές την πρόσβαση στο κοινό. Έτσι, διαμορφώνεται ένα παράδοξο: ιδιωτικές εταιρείες να λαμβάνουν αποφάσεις με βαθύ δημόσιο αντίκτυπο.
Στη δημόσια συζήτηση έχει αναδειχθεί και το ζήτημα της «διακριτικής μεροληψίας». Ορισμένες πολιτικές ομάδες -κυρίως συντηρητικές στις Ηνωμένες Πολιτείες- κατηγορούν τα κοινωνικά δίκτυα ότι περιορίζουν δυσανάλογα τις δικές τους φωνές. Από την άλλη, υπάρχουν και όσοι θεωρούν ότι οι ίδιες εταιρείες δεν κάνουν αρκετά για να ανακόψουν τη ρητορική μίσους ή την παραπληροφόρηση. Έρευνες, όπως αυτές του Pew Research Center, δείχνουν ότι δεν υπάρχει σαφής απόδειξη συστημικής ιδεολογικής μεροληψίας, ωστόσο η έλλειψη διαφάνειας στις διαδικασίες αφαίρεσης περιεχομένου τροφοδοτεί τη δυσπιστία των χρηστών.
Ως απάντηση, έχουν προταθεί πρωτοβουλίες διαφάνειας όπως οι Αρχές της Santa Clara και η Πράξη Ψηφιακών Υπηρεσιών (DSA) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που επιβάλλουν στις πλατφόρμες υποχρέωση ενημέρωσης για τις πρακτικές αφαίρεσης περιεχομένου, δικαιώματα ένστασης των χρηστών και τακτικές αναφορές σχετικά με την εποπτεία των αναρτήσεων.
Η λογοκρισία από ιδιωτικές πλατφόρμες συνιστά ένα νέο υβρίδιο εξουσίας. Ενώ δεν προέρχεται από κυβερνήσεις, μπορεί να έχει παρόμοιο αντίκτυπο στην ελευθερία του λόγου. Το αν οι εταιρείες αυτές θα συνεργαστούν ή θα αντισταθούν στις κρατικές πιέσεις για περιορισμό περιεχομένου, εξαρτάται συχνά από την κοινωνική πίεση και τη δημόσια εικόνα τους. Το αποτέλεσμα παραμένει ανοιχτό και συνεχίζει να διαμορφώνει το μέλλον της ελεύθερης έκφρασης στο διαδίκτυο.
Ο γερουσιαστής των Πρασίνων Ντέιβιντ Σούμπριτζ (David Shoebridge) αξιοποίησε τις φετινές ακροάσεις της Γερουσίας για να θέσει ένα κρίσιμο ερώτημα: ποιες ενέργειες αναλαμβάνει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Αυστραλίας ώστε να προστατεύσει τους ενήλικες από τους κινδύνους της τεχνητής νοημοσύνης (ΤΝ/AI).
Ενώ η δημόσια συζήτηση επικεντρώνεται στην προστασία παιδιών και εφήβων στο διαδίκτυο, πολύ λιγότερα έχουν ειπωθεί για τους ενήλικες χρήστες. Ο Σούμπριτζ προειδοποίησε ότι, πέρα από τις συνηθισμένες διαδικτυακές απάτες, αναδύεται μια νέα, πιο ύπουλη απειλή: τα λεγόμενα «ρομπότ συντροφιάς» (companion bot), δηλαδή προγράμματα συνομιλίας (chatbot) που μιμούνται συναισθηματική σύνδεση με τον χρήστη – μερικά μάλιστα έχουν συσχετιστεί με περιστατικά αυτοκτονιών.
Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της Communications, Sports and Arts Committee (Επιτροπής Επικοινωνιών, Αθλητισμού και Τεχνών) στις 8 Οκτωβρίου, ο γερουσιαστής υπογράμμισε ότι τα ρομπότ συντροφιάς χρησιμοποιούν τεχνικές συναισθηματικής χειραγώγησης, όπως την πρόκληση ενοχών και την προσποιητή στοργή, προκειμένου να κρατούν τον χρήστη ενεργό και να αποτρέπουν τη διακοπή της συνομιλίας.
Ο Σούμπριτζ ζήτησε να μάθει ποια μέτρα ρύθμισης έχουν τεθεί σε ισχύ για να αντιμετωπιστεί αυτή η νέα μορφή τεχνολογίας.
Ο Τζέιμς Τσίζομ (James Chisholm), αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Επικοινωνιών, απάντησε ότι το υπουργείο είναι «πολύ ανήσυχο» για την εξάπλωση των προγραμμάτων συνομιλίας, προσθέτοντας όμως ότι οι υφιστάμενοι νόμοι καλύπτουν ήδη τα περισσότερα ζητήματα.
Η συζήτηση στράφηκε στη χρήση προγραμμάτων συνομιλίας που παρέχουν ιατρικές συμβουλές. Ο Σούμπριτζ ανέφερε ότι ορισμένα συστήματα «έχουν δώσει με βεβαιότητα ψευδείς ιατρικές πληροφορίες, εφευρίσκοντας ακόμη και ανύπαρκτες θεραπείες ή διαγνώσεις» και ρώτησε αν υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου ή απαγόρευσης τέτοιων πρακτικών χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση.
Ο Τσίζομ αναγνώρισε ότι η κυβερνητική προτεραιότητα επικεντρώνεται κυρίως στην ασφάλεια των παιδιών, καθώς αυτό θεωρείται το πιο επείγον ζήτημα. Τόνισε, ωστόσο, ότι «η παροχή εσφαλμένων πληροφοριών σε οποιονδήποτε καλύπτεται ήδη από τη νομοθεσία περί παραπλανητικών ή ψευδών δηλώσεων» και υπογράμμισε ότι «η κυβέρνηση θα εξαντλήσει κάθε διαθέσιμο νομικό εργαλείο για να αποτρέψει τέτοια φαινόμενα».
Το ζήτημα της ευθύνης και τα ηθικά διλήμματα
Όταν ο γερουσιαστής ρώτησε ποιος είναι αρμόδιος σε περιπτώσεις όπου ένα ρομπότ συνομιλίας από το εξωτερικό παρέχει ψευδείς πληροφορίες σε Αυστραλό πολίτη, ο Τσίζομ απάντησε ότι η Australian Competition and Consumer Commission (Αυστραλιανή Επιτροπή Ανταγωνισμού και Καταναλωτών) έχει τη δυνατότητα να επέμβει, ενώ οι State Fair Trading Organisations (Πολιτειακές Υπηρεσίες Δίκαιου Εμπορίου) έχουν επίσης ευθύνη σε ανάλογες υποθέσεις.
Ο Σούμπριτζ επικαλέστηκε περιστατικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου προγράμματα συνομιλίας φέρονται να ενθάρρυναν αυτοκτονικές τάσεις ή να βοήθησαν στη συγγραφή αποχαιρετιστήριων σημειωμάτων, τονίζοντας ότι παρόμοιες εφαρμογές είναι προσβάσιμες και στην Αυστραλία. Όπως είπε, αυτό «εγείρει επείγοντα και βαθιά ηθικά και νομικά ζητήματα». Ο Σούμπριτζ ρώτησε τι μέτρα λαμβάνονται ώστε να προστατευθούν οι πολίτες από προγράμματα συνομιλίας που οδηγούν σε αυτοκτονική ιδεοληψία.
Ο Ντέιβιντ Σούμπριτζ σε εκδήλωση στο Σίδνεϋ της Αυστραλίας, στις 26 Ιανουαρίου 2019. (Cole Bennetts/Getty Images)
Ο Τσίζομ επανέλαβε ότι οι ισχύουσες διατάξεις και οι δράσεις της eSafety Commissioner (Επιτρόπου για την Ηλεκτρονική Ασφάλεια) εστιάζουν κυρίως στην προστασία των παιδιών. Ο Σούμπριτζ διευκρίνισε ότι το ερώτημά του αφορά ενήλικες χρήστες, «είτε είναι 18 είτε 52 ετών».
Ο Τσίζομ απάντησε ότι «οι παραπλανητικές ή ψευδείς δηλώσεις προς οποιονδήποτε πολίτη εμπίπτουν ήδη στο πλαίσιο του νόμου». Ο γερουσιαστής αντέτεινε ότι «η προτροπή για συγγραφή σημειώματος αυτοκτονίας δεν είναι απαραίτητα παραπλανητική· είναι απλώς απεχθώς ανήθικη».
Αν και πολλά από αυτά λειτουργούν εντός καθορισμένων και ασφαλών ορίων, υπάρχουν περιπτώσεις όπου μπορούν να ασκήσουν ανεξέλεγκτη ψυχολογική επιρροή στους χρήστες.
Περίπου ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι παγκοσμίως χρησιμοποιούν τέτοια συστήματα, ενώ η παγκόσμια αγορά των ρομπότ συνομιλίας εκτιμάται στα 7,8 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (6.7 δισ. ευρώ) για το 2024.
Η αυξανόμενη εξάρτηση των εργαζομένων από συστήματα γενετικής τεχνητής νοημοσύνης, όπως το ChatGPT, στο όνομα της αποδοτικότητας, φαίνεται να οδηγεί σε φθορά δεξιοτήτων και απώλεια ικανότητας για ανεξάρτητη σκέψη, προειδοποιούν ειδικοί.
Ορισμένοι παιδαγωγοί έχουν ήδη εκφράσει ανησυχίες για τις πιθανές αρνητικές συνέπειες της ενσωμάτωσης της τεχνητής νοημοσύνης στην εκπαιδευτική διαδικασία – ιδίως για το πώς μπορεί να απανθρωποποιήσει τη μάθηση και να συμβάλει στην υπερφόρτωση των παιδιών με ψηφιακά ερεθίσματα.
Παράλληλα, επισημαίνουν ότι η τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ), και ειδικότερα η γενετική τεχνητή νοημοσύνη (GenAI), ενδέχεται να παρεμποδίζει την ανάπτυξη κριτικής σκέψης και δεξιοτήτων επίλυσης προβλημάτων στα παιδιά.
Ωστόσο, η ζημιά που προκαλεί η τεχνητή νοημοσύνη στη μαθησιακή διαδικασία δεν περιορίζεται στους μαθητές. Σύμφωνα με ειδικούς και αυξανόμενο αριθμό ερευνών, τα ίδια φαινόμενα αρχίζουν να εμφανίζονται και στον χώρο εργασίας.
Η εξάρτηση στον χώρο εργασίας
Καθώς οι ενήλικες καταφεύγουν ολοένα και περισσότερο σε εργαλεία όπως το ChatGPT για λόγους ταχύτητας και αποδοτικότητας, διαπιστώνεται ότι η χρήση της γενετικής ΤΝ οδηγεί σταδιακά σε διάβρωση δεξιοτήτων.
Ο ειδικός στην τεχνητή νοημοσύνη και συγγραφέας Τζο Άλλεν (Joe Allen) δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι «το φαινόμενο της πνευματικής ατροφίας είναι εξίσου επίκαιρο στον χώρο εργασίας όσο και στα σχολεία». Εξήγησε ότι ο σκοπός της τεχνητής νοημοσύνης υποτίθεται πως είναι να επεκτείνει τις δυνατότητες του εργαζομένου ή του μαθητή – να κάνει τις εργασίες πιο αποτελεσματικές και να του επιτρέπει να αξιοποιεί περισσότερους πόρους για να τις ολοκληρώσει. Ωστόσο, όπως είπε, φαίνεται να επιβεβαιώνονται οι προβλέψεις για το πού θα οδηγήσει αυτή η εξάρτηση.
Το βασικό πρόβλημα, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι ότι η χρήση του GenAI μπορεί να προκαλέσει αυτό που ονομάζεται «γνωστική εκφόρτωση» – όταν κάποιος χρησιμοποιεί ένα εργαλείο για να μειώσει τη νοητική προσπάθεια σε τέτοιο βαθμό ώστε να παρακάμπτει κρίσιμες διεργασίες απαραίτητες για τη δημιουργία μακροπρόθεσμης μνήμης, η οποία αποτελεί τη βάση της μάθησης.
Η έρευνα δείχνει «πνευματική ατροφία»
Μελέτη του 2025 από τη Microsoft και το Πανεπιστήμιο Carnegie Mellon για τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης και την επίδρασή της στην κριτική σκέψη διαπίστωσε ότι, ενώ η γενετική ΤΝ μπορεί να βελτιώσει την αποδοτικότητα των εργαζομένων, ταυτόχρονα «μπορεί να εμποδίσει την ουσιαστική ενασχόληση με την εργασία και να οδηγήσει σε υπερβολική εξάρτηση από το εργαλείο, μειώνοντας την ικανότητα ανεξάρτητης επίλυσης προβλημάτων».
Ο Άλλεν, συγγραφέας του βιβλίου Dark Aeon: Transhumanism and the War Against Humanity («Σκοτεινή Εποχή: Ο υπερανθρωπισμός και ο πόλεμος ενάντια στην ανθρωπότητα»), ανέφερε ότι τέτοιες μελέτες απλώς επιβεβαιώνουν ό,τι θα υπέθετε κάθε λογικός άνθρωπος: αν κάποιος δεν σκέφτεται ενεργά πάνω σε κάτι, η νευρολογική του δραστηριότητα ατροφεί.
Παρόμοια συμπεράσματα παρουσίασε και πρόσφατη έκθεση της βρετανικής δεξαμενής σκέψης Social Market Foundation (SMF), την οποία συνέταξε ο ανώτερος ερευνητής και αναλυτής εκπαιδευτικής πολιτικής Τομ Ρίτσμοντ (Tom Richmond). Η έκθεση εξετάζει τις νέες έρευνες σχετικά με το πώς η χρήση του GenAI μπορεί να ενισχύσει τη γνωστική εκφόρτωση.
Ο Ρίτσμοντ επισημαίνει ότι η γνωστική εκφόρτωση δεν είναι εξ ορισμού αρνητική ούτε καν απαραίτητα τεχνολογική· για παράδειγμα, το να γράψει κανείς έναν αριθμό τηλεφώνου αντί να προσπαθήσει να τον απομνημονεύσει είναι μια μορφή εκφόρτωσης που μειώνει το νοητικό φορτίο. Ωστόσο, η υπερβολική χρήση ψηφιακών συσκευών έχει εντείνει αυτές τις ευκαιρίες εκφόρτωσης, προκαλώντας ανησυχία για την επίδρασή τους στην απόκτηση γνώσεων.
Ο ίδιος ανέφερε στην Epoch Times ότι οι ενήλικοι μαθητευόμενοι με περισσότερες γνώσεις και εμπειρία είναι λιγότερο πιθανό να υποστούν τις αρνητικές επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης στη μνήμη και τη μάθηση, και ότι οι ενήλικες γενικά είναι πιο προστατευμένοι από τα φαινόμενα αυτά σε σχέση με τα παιδιά. Ωστόσο, δεν είναι εντελώς άτρωτοι απέναντι στα γνωστικά ελλείμματα που προκαλούν τα εργαλεία GenAI.
Η αυτοματοποίηση και η «εξασθένηση δεξιοτήτων»
Ο συγγραφέας Νίκολας Καρ (Nicholas Carr), γνωστός για τα βιβλία «The Shallows» και «Superbloom», έγραψε ότι όταν ένα άτομο αυτοματοποιεί μια εργασία που θα εκτελούσε διαφορετικά μόνο του, μπορούν να συμβούν τρία πράγματα: η δεξιότητά του να ενισχυθεί, να ατροφήσει ή να μην αναπτυχθεί ποτέ.
Το ποιο από τα τρία θα συμβεί εξαρτάται από το αρχικό επίπεδο δεξιοτήτων του ατόμου. Ωστόσο, ο Καρ υπογράμμισε ότι όταν η διατήρηση μιας ικανότητας εξαρτάται από τη συνεχή εξάσκηση, τότε η αυτοματοποίηση μπορεί να απειλήσει ακόμη και το ταλέντο ενός έμπειρου επαγγελματία, οδηγώντας σε αυτό που ονομάζεται «εξασθένηση δεξιοτήτων».
Η γενιά της ΤΝ στον χώρο εργασίας
Καθώς η νέα γενιά, που έχει μεγαλώσει μέσα σε έναν κόσμο ενισχυμένο από την τεχνητή νοημοσύνη, εισέρχεται στην αγορά εργασίας, οι επιφανειακές μαθησιακές συνήθειες που διαμορφώθηκαν από νωρίς λόγω της χρήσης τέτοιων εργαλείων φαίνεται πως μεταφέρονται και στο επαγγελματικό περιβάλλον, με ορατές συνέπειες.
Ο Ρίτσμοντ τόνισε ότι οι νεότεροι μαθητές και όσοι έχουν χαμηλή αυτοπεποίθηση στις ικανότητές τους μπορεί να εξαρτηθούν πολύ γρήγορα από τη γενετική τεχνητή νοημοσύνη, η οποία καταλήγει να λειτουργεί ως «δεκανίκι» χωρίς το οποίο δυσκολεύονται να ολοκληρώσουν εργασίες.
Όπως επεσήμανε, αυτό μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες στην επαγγελματική τους πορεία, καθώς ίσως δυσκολευτούν να βρουν καλή εργασία ή να αποκτήσουν τη βασική πειθαρχία και αντοχή που απαιτείται για την επιτυχία σε νέους ρόλους και περιβάλλοντα.
Ορισμένες έρευνες έχουν ήδη δείξει διαφορές μεταξύ γενεών όσον αφορά την κριτική σκέψη. Ο καθηγητής Μίκαελ Γκέρλιχ (Michael Gerlich) του SBS Swiss Business School ανέφερε σε μελέτη του ότι υπήρχε «σημαντική αρνητική συσχέτιση μεταξύ της συχνής χρήσης εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης και της ικανότητας για κριτική σκέψη», λόγω της αυξημένης γνωστικής εκφόρτωσης.
Σύμφωνα με τη μελέτη του, οι νεότεροι συμμετέχοντες εμφάνισαν μεγαλύτερη εξάρτηση από τα εργαλεία ΤΝ και χαμηλότερες επιδόσεις στην κριτική σκέψη σε σχέση με τους μεγαλύτερους.
Απώλεια κινήτρου και αποσύνδεση από την εργασία
Πέρα από τη φθορά δεξιοτήτων, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η τεχνητή νοημοσύνη στον χώρο εργασίας ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά και τα κίνητρα ή το αίσθημα σύνδεσης του εργαζομένου με την εργασία του.
Ο Άλλεν σημείωσε ότι η υπερβολική χρήση εργαλείων ΤΝ στερεί από τους νέους εργαζομένους – ή γενικά από τα άτομα στα πρώτα στάδια της καριέρας τους – την ευκαιρία να εκτελούν εκείνες τις πιο απλές, «μικρές» εργασίες που λειτουργούν ως κίνητρο για βελτίωση και άνοδο στην επαγγελματική ιεραρχία.
Από την πλευρά του, ο Ρίτσμοντ υπογράμμισε ότι η πρόκληση για τους εργοδότες είναι μεγάλη. Από τη μία, η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να βοηθήσει τους υπαλλήλους να ολοκληρώνουν τα καθήκοντά τους πιο γρήγορα, γεγονός που επιφανειακά φαίνεται να αυξάνει την παραγωγικότητα. Από την άλλη, όμως, όσο περισσότερο βασίζονται οι εργαζόμενοι σε αυτά τα εργαλεία τόσο αυξάνονται οι κίνδυνοι για τη μάθηση, τη μνήμη και τη μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητά τους.
Επιστροφή σε παραδοσιακές μεθόδους
Ο Άλλεν παρατήρησε ότι πολλά σχολεία και κολέγια στις Ηνωμένες Πολιτείες επιστρέφουν σε πιο «παραδοσιακούς τρόπους διδασκαλίας» και παρακολουθούν στενά τους μαθητές, ώστε να διασφαλίζουν πως δεν αφήνουν τις μηχανές να σκέφτονται στη θέση τους.
Παρατήρησε επίσης ότι ορισμένα σχολεία απαγορεύουν πλέον τη χρήση κινητών τηλεφώνων, κάτι που θεωρεί ότι θα βοηθήσει σημαντικά τους μαθητές τους να τα καταφέρουν καλύτερα από εκείνους που φοιτούν σε σχολεία όπου επιτρέπεται ανεξέλεγκτα η χρήση κινητών, φορητών υπολογιστών και εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης.
Όπως κατέληξε, «το φαινόμενο της πνευματικής ατροφίας – ιδίως στους νέους, στη νέα ανερχόμενη γενιά – πρόκειται να είναι τεράστιο, αλλά δεν θα είναι καθολικό».
Σημαντική αύξηση στον αριθμό των επιθέσεων παραπλάνησης ή παρεμβολής στο Παγκόσμιο Σύστημα Εντοπισμού Θέσης (Global Positioning System – GPS), οι οποίες στοχεύουν στην αλλοίωση των δεδομένων του Παγκόσμιου Δορυφορικού Συστήματος Πλοήγησης (Global Navigation Satellite System – GNSS), που αποτελεί το διεθνές πρότυπο στη ναυσιπλοΐα.
Ο Γιερούν Πέιπκερ (Jeroen Pijpker), από το Πανεπιστήμιο Εφαρμοσμένων Επιστημών NHL Stenden στην Ολλανδία, ανέφερε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι είχαν καταγράψει 400 περιστατικά παραπλάνησης και παρεμβολής GPS στη βάση δεδομένων τους – εκ των οποίων το 25% αφορούσε πραγματικά πλοία – αλλά εκτίμησε ότι αυτό ήταν απλώς «η κορυφή του παγόβουνου».
Ο Νιρ Αγιαλόν (Nir Ayalon), ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Cydome, ανέφερε στην Epoch Times ότι το 95 % των περιστατικών παραπλάνησης ή παρεμβολής στο GPS δεν δημοσιοποιείται. Σημείωσε δε ότι η Cydome είχε καταγράψει φέτος αύξηση 500% στις περιπτώσεις παραπλάνησης και παρεμβολής στο GPS, καθώς και αύξηση 2.000% στον αριθμό των θαλάσσιων «μαύρων σημείων».
Η παρεμβολή στο GPS θεωρήθηκε επίσης υπεύθυνη για τη σύγκρουση που σημειώθηκε τον Ιούνιο του 2025 στον Κόλπο του Ομάν, μεταξύ του δεξαμενόπλοιου Front Eagle με σημαία Λιβερίας και του Adalynn, το οποίο η Lloyd’s List – το απόλυτο σημείο αναφοράς για τη ναυτιλιακή βιομηχανία – χαρακτήρισε ως πλοίο του «σκοτεινού στόλου».
Ο Αγιαλόν εξήγησε ότι η παραπλάνηση του GPS πραγματοποιείται μεν μερικές φορές από τους ίδιους τους χειριστές πλοίων προκειμένου να αποκρύψουν τη θέση ή την ταυτότητά τους, αλλά εφαρμόζεται και ως εχθρική ενέργεια. Είπε ότι αυτό εικάζεται πως συνέβη στην περίπτωση του MSC Antonia, το οποίο προσάραξε τον Μάιο στην Ερυθρά Θάλασσα, κοντά στο νότιο άκρο της Διώρυγας του Σουέζ, ενώ κατευθυνόταν προς τη Μάλτα από το λιμάνι της Τζέντα στη Σαουδική Αραβία.
Παραποίηση δεδομένων
Ο Αγιαλόν τόνισε ότι όταν μιλούμε για παραπλάνηση ή παρεμβολή GPS, υπάρχουν διάφορες μέθοδοι που χρησιμοποιούν οι οργανισμοί. Ανέφερε ότι μπορεί να γίνει παραποίηση στα δεδομένα ραδιοσυχνοτήτων (RF) από τον δορυφόρο προς το πλοίο ή την κεραία, αλλά μπορεί επίσης να υπάρξει παραποίηση στα ίδια τα δεδομένα.
Υπογράμμισε ότι η παραπλάνηση ή η παρεμβολή μπορεί να γίνει με δύο τρόπους – είτε με την υποκλοπή των μηνυμάτων GNSS από την κεραία προς τον δέκτη είτε με την παραποίηση των δεδομένων του Αυτόματου Συστήματος Αναγνώρισης (Automatic Identification System – AIS), που χρησιμοποιούν όλα τα πλοία.
Όπως εξήγησε, ένας επιτιθέμενος μπορεί να παραποιήσει αυτά τα δεδομένα, κάτι που είναι πιο εύκολο επειδή βρίσκονται στο διαδίκτυο, χωρίς να απαιτείται κρυπτογράφηση ή πιστοποίηση, επιτρέποντας την εισαγωγή οποιασδήποτε πληροφορίας. Συμπλήρωσε ότι είναι πολύ εύκολο να αποκτήσει κανείς πρόσβαση στα δεδομένα AIS.
Πρόσθεσε ακόμη ότι η παραπλάνηση GPS μπορεί στην πράξη να καταστήσει τα πλοία αόρατα – δηλαδή, να εμφανίζονται στον χάρτη σε ένα συγκεκριμένο σημείο, ενώ στην πραγματικότητα δεν βρίσκονται εκεί.
Αναφερόμενος στο περιστατικό του MSC Antonia, είπε ότι η θέση του πλοίου είχε παραποιηθεί και το αυτόματο σύστημα πλοήγησης προσπάθησε να διορθώσει την πορεία του με βάση τα λανθασμένα δεδομένα, με αποτέλεσμα να προσαράξει. Επεσήμανε δε ότι αν κάποιος κοιτούσε το σημείο όπου τα δεδομένα AIS έδειχναν πως βρισκόταν το πλοίο, δεν θα έβλεπε κανένα πλοίο εκεί.
Τόνισε επίσης ότι μερικές φορές η παραπλάνηση εκτελείται από κακόβουλους παράγοντες που στοχεύουν στην πρόκληση ζημιάς σε συγκεκριμένο πλοίο.
Παραδείγματα και αναφορές
Υπάρχουν αναφορές ότι Ρώσοι ολιγάρχες χρησιμοποίησαν την παραπλάνηση για να αποκρύψουν τη θέση των θαλαμηγών τους το 2022, όταν επιβλήθηκαν κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Ο Πέιπκερ υπογράμμισε μια περίπτωση στα ολλανδικά ύδατα, κοντά στο Ντεν Χέλντερ, όπου παρατηρήθηκε εκτεταμένη παραπλάνηση γύρω από μια υπερπολυτελή θαλαμηγό Ρώσου ολιγάρχη.
Ο Αγιαλόν εξήγησε ότι για να πραγματοποιήσει κανείς παραπλάνηση ή παρεμβολή στο GPS, χρειάζεται μόνο μια σχετικά μικρή κεραία υψηλής συχνότητας, η οποία τοποθετείται συνήθως σε ψηλό κτήριο, γκρεμό ή άλλη υπερυψωμένη περιοχή κοντά σε λιμάνι ή θαλάσσιο διάδρομο. Υπογράμμισε ότι δεν είναι πάντα ορατή και μπορεί να είναι μια πολύ μικρή συσκευή.
Η νορβηγική ναυτιλιακή ασφαλιστική εταιρεία Gard δημοσίευσε πρόσφατα άρθρο σχετικά με την παρεμβολή GPS, στο οποίο ανέφερε ότι η ναυσιπλοΐα στις θαλάσσιες οδούς της Μέσης Ανατολής έχει επηρεαστεί από τέτοιες παρεμβολές, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως «αμυντικά μέτρα για την προστασία από απειλές μη επανδρωμένων αεροσκαφών και πυραύλων που στοχεύουν κρίσιμες υποδομές», περιλαμβάνοντας τις ακτές του Ισραήλ, την Ερυθρά Θάλασσα κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης Ισραήλ-Χαμάς, καθώς και τον Περσικό και τον Αραβικό Κόλπο.
Ο Αγιαλόν επεσήμανε ότι υπάρχουν πολλά «μαύρα σημεία» παραπλάνησης GPS ανά τον κόσμο, όπου οι ναυτικοί γνωρίζουν ότι πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί. Ανέφερε ότι οι περιοχές αυτές περιλαμβάνουν τη Μαύρη Θάλασσα, την Ερυθρά Θάλασσα, τη Νότια Σινική Θάλασσα, τον Περσικό Κόλπο, το ανατολικό άκρο της Μεσογείου, τη Θάλασσα Μπάρεντς και τις θάλασσες γύρω από τη Βόρεια Κορέα.
Σημείωσε επίσης την ύπαρξη ενός μικρού «μαύρου σημείου» κοντά στην Πενσακόλα της Φλόριντα, που πιθανόν να συνδέεται με αμερικανική ναυτική αεροπορική βάση, καθώς και ότι πολλά δορυφορικά δεδομένα γύρω από την Κίνα δεν είναι ακριβή λόγω παραπλάνησης.
Χάρτης της ισραηλινής ναυτιλιακής εταιρείας κυβερνοασφάλειας Cydome με τα «μαύρα σημεία» παραπλάνησης και παρεμβολής GPS ανά τον κόσμο. (Ευγενική παραχώρηση της Cydome)
Ο Πέιπκερ υπενθύμισε την περίπτωση του 2019, όταν το βρετανικό πλοίο Stena Impero παρασύρθηκε στα ιρανικά ύδατα στον Περσικό Κόλπο μετά από φερόμενη παραπλάνηση GPS. Ανέφερε ότι οι Ιρανοί φέρεται να χρησιμοποίησαν την παραπλάνηση για να οδηγήσουν το πλοίο στα εθνικά τους ύδατα, όπου και το κατέσχεσαν. Το πλοίο εγκατέλειψε τα ιρανικά ύδατα αργότερα εκείνο το έτος.
Δημιουργία «παγίδας»
Ο Πέιπκερ επεσήμανε ότι η παραπλάνηση GPS παραμένει «υποερευνημένο θέμα» και ανέφερε ότι το πανεπιστήμιό του δημιούργησε μια «παγίδα» για να κατανοήσει την «κακόβουλη κίνηση», δηλαδή ένα δίκτυο με σκόπιμες αδυναμίες για να προσελκύει κυβερνοεισβολείς. Εξήγησε ότι πρόκειται για ένα «εικονικό πλοίο» συνδεδεμένο στο διαδίκτυο μέσω συσκευής Starlink και ενός παραπλανητικού διακομιστή, σχεδιασμένο ώστε να καταγράφει ποιοι επιχειρούν να επιτεθούν σε πλοία.
Ο Αγιαλόν σημείωσε ότι η αύξηση των δορυφόρων χαμηλής τροχιάς (Low Earth Orbit – LEO), όπως το Starlink, έφερε μαζί της πολλές νέες ναυτιλιακές τεχνολογίες, αλλά παρατήρησε ότι πολλά μέλη πληρωμάτων εμπιστεύονται υπερβολικά τους υπολογιστές και τα ημιαυτόνομα συστήματα. Υπογράμμισε ότι αυτό σημαίνει πως παρατηρούνται ολοένα και περισσότερα περιστατικά όπως εκείνο του MSC Antonia.
Κατέληξε ότι υπάρχουν πολλά εργαλεία που δίνουν τη δυνατότητα στα πληρώματα να ελέγχουν την ακεραιότητα του GNSS τους και τόνισε ότι θα χρειαστεί να αρχίσουν να τα χρησιμοποιούν «προκειμένου να διασφαλίσουν ότι βρίσκονται στο σωστό σημείο».
Η εύκολη πρόσβαση σε μια ατελείωτη ροή βίας, σε συνδυασμό με την ενθάρρυνση της βίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επηρεάζει τη στάση των ανθρώπων, και αυτό είναι δύσκολο να λυθεί μέσω αυτοματισμών, υποστηρίζουν ειδικοί.
Η βία υπήρξε ανέκαθεν μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας, αλλά ποτέ δεν ήταν έτσι και τόσο διαθέσιμη για ψυχαγωγία, τόνισαν οι ειδικοί.
Σε αντίθεση με τη φανταστική βία σε ταινίες και βιντεοπαιχνίδια, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δίνουν σε οποιονδήποτε τη δυνατότητα να δει πραγματική βία, ουσιαστικά χωρίς περιορισμούς ηλικίας. Επιπλέον, συχνά παρουσιάζεται ως ψυχαγωγία, με επιπόλαια, χυδαία ή κυνικά σχόλια, και αναμειγνύεται με άλλο τυχαίο περιεχόμενο που στην ορολογία του διαδικτύου περιγράφεται ως «σήψη του εγκεφάλου» («brain rot»), εξήγησε ο Τζέφρι Μπλέβινς, καθηγητής μέσων και δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι και ειδικός στο περιεχόμενο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Την ίδια στιγμή, οι πολιτικές διαιρέσεις έχουν οδηγήσει μεγάλα τμήματα της κοινωνίας να θεωρούνται υπανθρώπινα, οδηγώντας στην υπόνοια ότι αξίζουν τη βίαιη μεταχείριση, σημείωσε ο Άντριου Σελεπάκ, αναπληρωτής καθηγητής μέσων και επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα που ειδικεύεται στην έρευνα για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Παρόλο που οι περισσότερες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης περιορίζουν το γραφικό ή βίαιο περιεχόμενο, ένα μέρος του περνάει μέσα από τα φίλτρα, ενώ περιεχόμενο που κινείται στα όρια των επιτρεπόμενων συνεχίζει να διαφεύγει.
Περίπου το 70% των νέων ηλικίας 13-17 βλέπουν πραγματική βία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σύμφωνα με έρευνα του 2024 του Youth Endowment Fund σε εφήβους στην Αγγλία και την Ουαλία. Οι χρήστες του TikTok ανέφεραν τη μεγαλύτερη έκθεση, με το 44%των ερωτηθέντων να απαντούν καταφατικά, τους προηγούμενους 12 μήνες. Οι χρήστες του X ακολούθησαν με 43%, αν και λιγότερο από το ένα τέταρτο των ερωτηθέντων ανέφεραν ότι χρησιμοποιούν την πλατφόρμα. Το Facebook, το Snapchat και το Instagram δεν έμειναν πολύ πίσω, με ποσοστά έκθεσης 31-33%.
Γράφημα που παρουσιάζει την έκθεση εφήβων, ηλικίας 13–17 ετών, σε βίαιο περιεχόμενο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από δεδομένα που προέκυψαν από την έρευνα του 2024 του Youth Endowment Fund σε εφήβους στην Αγγλία και την Ουαλία. (Γράφημα: The Epoch Times)
Η πρόσφατη δολοφονία του συντηρητικού σχολιαστή Τσάρλι Κερκ ήταν «δυστυχώς, ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό παράδειγμα», είπε ο Μπλέβινς. Εκατομμύρια άνθρωποι είδαν τα βίντεο του περιστατικού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παρά τους περιορισμούς των πλατφορμών.
Υπερβολική έκθεση
Η ερευνητικήβιβλιογραφία μιλά εδώ και χρόνια για το ζήτημα της «αναισθητοποίησης» από την επαναλαμβανόμενη έκθεση στη βία στα ψηφιακά μέσα.
Στην πραγματικότητα, οι Αμερικανοί συνολικά είχαν την τύχη να βιώνουν μόνο σποραδικά βία σε προσωπικό επίπεδο, είπε ο Σελεπάκ. «Δεν βιώνουμε βία κάθε μέρα, πολλές φορές την ημέρα, στον πραγματικό κόσμο· αλλά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ειδικά επειδή οι άνθρωποι περνούν ώρες κάθε μέρα [σε αυτές τις πλατφόρμες], μπορεί να εκτίθεται κάποιος σε αυτήν για ώρες κάθε μέρα, ξανά και ξανά», επεσήμανε.
«Εκτός από ανθρώπους που συμμετέχουν σε πόλεμο, δεν υπήρξε ποτέ ισοδύναμο με αυτό στην ανθρώπινη ιστορία», παρατήρησε χαρακτηριστικά.
Άποψη δρόμου της Νέας Υόρκης. ΗΠΑ, 10 Ιουνίου 2024. (Samira Bouaou/The Epoch Times)
Ακόμα και εκείνοι με τη μεγαλύτερη πραγματική έκθεση στη βία, όπως οι ανταποκριτές, συχνά βλέπουν μόνο τα επακόλουθά της, κάτι που τους οδηγεί να εκτιμούν τις καταστροφικές της συνέπειες.
Στο διαδίκτυο, αντίθετα, ένα άτομο μπορεί εύκολα να παγιδευτεί στην παρακολούθηση μιας σχεδόν ατελείωτης ροής πραγματικής βίας, αποκομμένης από τις συνέπειές της, σημειώνει ο Σελεπάκ.
Ένα μεγάλο πρόβλημα είναι η χρήση αλγορίθμων για την εξατομίκευση του περιεχομένου για κάθε χρήστη, συμφώνησαν οι ειδικοί. Μόλις κάποιος έρθει σε επαφή με μερικά βίντεο συγκεκριμένου είδους, ο αλγόριθμος καταγράφει την προτίμηση του και παρέχει περισσότερα. Ακόμα κι αν η πλατφόρμα περιορίζει τη γραφική βία, υπάρχει άφθονο περιεχόμενο στα όρια του επιτρεπτού, το οποίο είναι και αυτό που συνήθως γίνεται ιδιαίτερα δημοφιλές.
«Περιεχόμενο που μας θυμώνει, που μας αναστατώνει […] – θα περάσουμε περισσότερο χρόνο καταναλώνοντάς το, σχολιάζοντάς το, αλληλεπιδρώντας με αυτό, και αυτό το κάνει, βάσει του αλγορίθμου, να διαδίδεται σε περισσότερους ανθρώπους, επειδή λαμβάνει τόσο πολλή αλληλεπίδραση», εξηγεί ο Σελεπάκ.
Ο περιορισμός αυτού του περιεχομένου θα έβλαπτε τα οικονομικά των πλατφορμών, επεσήμανε. «Οι πλατφόρμες βγάζουν χρήματα από το πόσο χρόνο περνάμε σε αυτές, βλέποντας διαφημίσεις».
Γράφημα που δείχνει με ποιους τρόπους έρχονται οι έφηβοι, ηλικίας 13–17 ετών, σε επαφή με βίαιο περιεχόμενο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το «προωθούμενο από την πλατφόρμα» (platform-promoted) περιλαμβάνει τις προτάσεις «Ροή ειδήσεων» ή «Για εσάς». Το περιεχόμενο που προωθείται από την πλατφόρμα ενισχύεται από αλγορίθμους για μεγαλύτερη αλληλεπίδραση. Πηγή: Έρευνα του 2024 από το Youth Endowment Fund σε εφήβους στην Αγγλία και την Ουαλία. (Γράφημα: The Epoch Times)
Το ζήτημα περιπλέκεται περαιτέρω από το γεγονός ότι το βίαιο περιεχόμενο έχει πραγματική πληροφοριακή αξία σε ορισμένες περιπτώσεις.Οι αλγόριθμοι, ωστόσο, στερούνται την ικανότητα να κάνουν τέτοιες διακρίσεις επειδή τους λείπει η ανθρώπινη ευαισθησία εξαρχής. «Οι αλγόριθμοι είναι πραγματικά καλοί με το περιεχόμενο, αλλά σίγουρα όχι με τα πλαίσια και την ηθική», λέει ο Μπλέβινς. «Δεν συνοδεύονται απαραίτητα από ‘ηθική πυξίδα’».
Ο Σελεπάκ συμφωνεί: «Ο αλγόριθμος δεν νοιάζεται για το τι καταναλώνουμε. Θέλει απλώς να καταναλώνουμε».
Μεγεθυντής συγκρούσεων
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν εκθέτουν απλώς τους ανθρώπους στη βία· τη διευκολύνουν κιόλας.
Στην έρευνα του Ηνωμένου Βασιλείου, 16% των ερωτηθέντων παραδέχθηκαν ότι συμμετείχαν σε βίαιες πράξει τους προηγούμενους 12 μήνες, με περίπου τα δύο τρίτα να λένε ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έπαιξαν ρόλο, «συμπεριλαμβανομένων διαδικτυακών καβγάδων που οδήγησαν σε φυσική αντιπαράθεση, σχολίων που επιδείνωσαν συγκρούσεις και παιδιών που είπαν πράγματα στο διαδίκτυο που δεν θα έλεγαν κατά πρόσωπο στον άλλον».
Μελέτη του 2021 βασισμένη σε δεκάδες συνεντεύξεις με κυρίως μαύρους νέους βρήκε ότι «μικροί» και «ασήμαντοι» καβγάδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε σοβαρές πραγματικές συγκρούσεις και σωματικές αντιπαραθέσεις.
«Οι έφηβοι εξέφρασαν έντονη επίγνωση ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως πλαίσιο εντείνουν τη διαπροσωπική σύγκρουση μεταξύ συνομηλίκων», ανέφερε η μελέτη. «Οι έφηβοι δεν μπαίνουν στο διαδίκτυο με την πρόθεση να τσακωθούν. Αντίθετα, όπως γνωρίζουν και οι ίδιοι, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ένα περιβάλλον που μεγεθύνει και αλλάζει την εμπειρία της σύγκρουσης», ανέφερε.
Εκκλήσεις για βία
Πέρα από την οπτική αιματοχυσία, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρέχουν επίσης τον χώρο για τη δημόσια υπεράσπιση της βίας. Οι ειδικοί απέφυγαν να στοχοποιήσουν κάποια συγκεκριμένη πολιτική ομάδα, αλλά τόνισαν τον σημαντικό όγκο τέτοιου περιεχομένου, παρά τους διάφορους περιορισμούς των πλατφορμών.
«Αν ενδιαφέρεσαι για μια συγκεκριμένη ιδεολογία ή μια συγκεκριμένη ομάδα ή ένα συγκεκριμένο φαινόμενο, ξεκίνα έναν νέο λογαριασμό […] βάλε εκείνες τις λέξεις-κλειδιά και απλώς παρακολούθησε τι σου ‘σερβίρει’ ο αλγόριθμος», είπε ο Μπλέβινς. «Είναι συγκλονιστικό».
Με τους αλγόριθμους να προτείνουν συνεχώς περισσότερο παρόμοιο περιεχόμενο, οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν αυτές τις πλατφόρμες μπορούν εύκολα να αποκτήσουν την εντύπωση ότι μια ακραία ή περιθωριακή θέση είναι φυσιολογική και κοινή, προειδοποίησαν οι ειδικοί.
Υπάρχει επίσης ένα νέο φαινόμενο «δουλοπρεπών» chatbot τεχνητής νοημοσύνης που επικροτούν τις πεποιθήσεις του χρήστη σε ανθυγιεινό βαθμό, σημείωσε ο Μπλέβινς.
Υπάρχει επίσης περιεχόμενο που δεν καλεί ευθέως σε βία, αλλά παρέχει έμμεση δικαιολόγηση γι’ αυτήν.
«Αν βρίσκεσαι στο Meta ή στο YouTube, στο X καθώς και στο TikTok, υπάρχει μια συνεχής επανάληψη ότι η μια πλευρά είναι φασίστες και Ναζί και αυτό που θα θεωρούσαμε το χείριστο για την ανθρωπότητα», είπε ο Σελεπάκ.
«Αυτό το είδος απανθρωποποίησης, και η επαναλαμβανόμενη παρουσίαση αυτής της απανθρωποποίησης, μπορεί να καταστήσει τη βία ή την αποδοχή της βίας εναντίον αυτής της ομάδας πολύ πιο πιθανή.»
Αλλαγή στάσης
Με ένα αυξανόμενο σώμα ερευνών που δείχνει τις αρνητικές επιπτώσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τουλάχιστον στη σημερινή τους μορφή, η κοινή γνώμη έχει αρχίσει να αλλάζει.
Σχεδόν το 80% των Αμερικανών μαθητών Λυκείου δήλωσαν ότι χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πολλές φορές την ημέρα, με σχεδόν το ένα τρίτο να αναφέρει ότι τα χρησιμοποιεί περισσότερες από μία φορά την ώρα, σύμφωνα με έρευνα του 2023 από τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων.
Όμως σχεδόν οι μισοί έφηβοι παραδέχθηκαν σε περσινή έρευνα του Pew Research ότι περνούν υπερβολικό χρόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ πρόπερσι ήταν περίπου το ένα τέταρτο που το έλεγε αυτό.
Περισσότεροι έφηβοι, ηλικίας 13-17 ετών, λένε ότι περνούν υπερβολικά πολύ χρόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πηγή: Έρευνα του 2024 από το Youth Endowment Fund σε εφήβους στην Αγγλία και την Ουαλία. (Γράφημα: The Epoch Times)
Αυξανόμενη στήριξη στις απαγορεύσεις κινητών στα σχολεία. Ποσοστό ενηλίκων στις ΗΠΑ που υποστηρίζουν ή αντιτίθενται στις απαγορεύσεις κινητών στα σχολεία. Πηγή: Δημοσκόπηση του 2025 από το Pew Research Center σε ενήλικες των ΗΠΑ. (Γράφημα: The Epoch Times)
Επιπλέον, οι Αμερικανοί συνολικά φαίνεται να κινούνται πιο κοντά στη θέση ότι τα παιδιά δεν θα έπρεπε να έχουν κινητά τηλέφωνα, όχι μόνο κατά τη διάρκεια του μαθήματος, αλλά κατά τη διάρκεια ολόκληρης της σχολικής ημέρας. Το 2024, το 36% ήταν υπέρ της απαγόρευσης για όλη την ημέρα, ενώ φέτος ήταν το 44%, σύμφωνα με δημοσκόπηση του Pew Research.