Τη θέα ενός νέου κήπο, με λουλούδια πάντα ανθισμένα, προσφέρει τώρα τo Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης στους επισκέπτες του.
Τα λουλούδια είναι φτιαγμένα από γυαλί και συγκεκριμένα από γυαλί favrile. Αποτελούν μέρος του μνημειακού βιτρώ που κατασκεύασε η αμερικανική εταιρεία Tiffany Studios, την οποία ίδρυσε ο σπουδαίος Λούις Κόμφορτ Τίφανυ. Ωστόσο, πίσω από το συγκεκριμένο παράθυρο κρύβεται και μία αξιόλογη γυναίκα.
Το υπέροχο τρίπτυχο παράθυρο με την ονομασία «Τοπίο Κήπου» για το Linden Hall αποκτήθηκε από το The Met τον Δεκέμβριο του 2023 και παρουσιάστηκε στο κοινό τον Νοέμβριο του 2024. Η 100ή επέτειος της εν λόγω πτέρυγας το 2024 και η προσθήκη ενός από τα πιο σημαντικά παράθυρα του Tiffany Studios είναι δύο αξιοσημείωτα γεγονότα που άξιζε να αναδειχθούν.
Το «Τοπίο κήπου» του Linden Hall
Αυτό το εξαιρετικό βιτρώ δημιουργήθηκε το 1912 κατά παραγγελία της Σάρα Μπ. Κοκρέιν (1857–1936), επιχειρηματία. Παιδί φτωχής αγροτικής οικογένεια στην Πενσυλβάνια, δεν μπορούσε να πηγαίνει στο σχολείο κάθε μέρα γιατί δεν είχε αρκετά ρούχα. Εργάστηκε ως υπηρέτρια στο σπίτι ενός πλούσιου βιομήχανου άνθρακα και παντρεύτηκε τον γιο του. Όταν χήρεψε σε νεαρή ηλικία, η Κοκρέιν έμεινε επικεφαλής της αυτοκρατορίας του συζύγου της. Παρέμεινε ενεργά αναμεμειγμένη στις επιχειρήσεις μέχρι τα 70 της, τριπλασιάζοντας επιτυχώς την επιχείρηση και κερδίζοντας τον τίτλο της «μόνης βασίλισσας άνθρακα του έθνους».
Επηρεασμένη από τη βρετανική αρχιτεκτονική, η Κοκρέιν έχτισε, το 1911-1913, μία έπαυλη σε στυλ Τυδώρ στο Πάρκο Σαιν Τζέημς, στο Ντώσον της Πενσυλβάνια, την οποία ονόμασε Linden Hall (Λίντεν Χωλ). Αριθμούσε περισσότερες από 30 αίθουσες, μία στάση τρένου και ένα μεγάλο βιτρώ του Tiffany που κοσμούσε την είσοδο. Ως θέμα του βιτρώ, η Κοκρέιν ζήτησε συγκεκριμένα να είναι ένας κήπος, που θα παρέπεμπε στους πραγματικούς κήπους της έπαυλης.
Το «Τοπίο Κήπου» είναι πλέον εγκατεστημένο στο νότιο άκρο του Charles Engelhard Court (Gallery 701) στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης. (Ευγενική παραχώρηση: The Met)
Σχεδιαστής του βιτρώ δεν ήταν ο ίδιος ο Τίφανυ αλλά η Αγνή Νόρθροπ (Agnes Northrop, 1857–1953), μια από τις πιο λαμπρές καλλιτέχνιδες της εταιρείας. Ήταν μέλος των αυτοαποκαλούμενων «Tiffany Girls», μιας ομάδας εξαιρετικά ταλαντούχων γυναικών που είχαν δημιουργήσει μερικά από τα πιο φημισμένα φωτιστικά και αντικείμενα τέχνης Tiffany. Αν και τα επιτεύγματά τους ξεχάστηκαν για σχεδόν έναν αιώνα, τα τελευταία χρόνια οι ακαδημαϊκοί τα επανέφεραν στο προσκήνιο.
Αγνή Νόρθροπ, περίπου το 1885. (Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη)
Ο τύπος του γυαλιού που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του «Τοπίου Κήπου» έχει μια ιριδίζουσα επιφάνεια και χαρακτηρίζεται από βαθύ πλούτο, λάμψη και ποικίλες υφές. Ονομάζεται favrile από την παλιά αγγλική λέξη fabrile, που σημαίνει «κατεργασμένο με το χέρι». Η εταιρεία Tiffany κατοχύρωσε το γυαλί favrile ως σήμα κατατεθέν της το 1894. Η άλλη μεγάλη καινοτομία της ήταν η χρήση τοπίων ως θέμα.
Η Tiffany έδινε στο Γυναικείο Τμήμα Κοπής Γυαλιού μεγάλη καλλιτεχνική ελευθερία. Οι γυναίκες δημιουργούσαν τα δικά τους σχέδια – τα οποία έπρεπε να εγκριθούν πριν από την παραγωγή – επέλεγαν τα κομμάτια γυαλιού για τις συνθέσεις τους και συμμετείχαν στη διαδικασία συναρμολόγησης. Τα έργα προβάλλονταν και διακινούνταν με το όνομα της εταιρείας και σπάνια γινόταν ονομαστική αναφορά στους υπαλλήλους.
Μια δυνατή σχεδιάστρια
Η Νόρθροπ δούλεψε πέντε δεκαετίες για την εταιρεία Tiffany. Γεννήθηκε στη γειτονιά Φλάσινγκ του Κουίνς και πέθανε στο Gramercy Park Hotel σε ηλικία 96 ετών. Η συνεργασία της με την Tiffany ξεκίνησε το 1884 – προσλήφθηκε αμέσως παρά το γεγονός ότι δεν είχε καμία γνωστή επίσημη καλλιτεχνική κατάρτιση. Μέχρι τη δεκαετία του 1890, είχε αποκτήσει όνομα στην εταιρεία και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης. Επίσης, είχε και ένα ιδιωτικό στούντιο. Για ορισμένα αντικείμενα που δημιούργησε τιμήθηκε η ίδια,. Ένα από τα βραβεία που κέρδισε ήταν το αργυρό μετάλλιο στην Έκθεση Universelle του 1900 στο Παρίσι, καθώς και μία πρόσκληση για ένα ταξίδι σχεδίου στη Γαλλία με την Tiffany και την επικεφαλής του Γυναικείου Τμήματος.
Agnes F. Northrop, προσχέδιο για ένα βιτρώ παραθύρου για τη Σάρα Κόκρειν και το Linden Hall, περίπου το 1912. Ακουαρέλα, γκουάς και γραφίτης σε υφαντό χαρτί τοποθετημένο σε αυθεντικό γκρίζο χαλάκι. 33 x 20 εκ. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. (Ευγενική παραχώρηση: The Met)
Γνωστή για τις απεικονίσεις περίπλοκων ανθισμένων κήπων με πλούσια βλάστηση που δημιουργούσε για τη διακόσμηση των παραθύρων, η Νόρθροπ είχε σχεδιάσει μερικά από τα πιο εντυπωσιακά βιτρώ της εταιρείας. Η διαδικασία ξεκινούσε με ένα προσχέδιο, για το οποίο αντλούσε έμπνευση από ένα προσωπικό αρχείο βοτανικών και ιστορικών θεμάτων και τις δικές της παρατηρήσεις της φύσης.
Όταν η εταιρεία ενέκρινε το προσχέδιο, η Νόρθροπ ζωγράφιζε μια πιο λεπτομερή εικόνα, η οποία παρουσιαζόταν στον πελάτη. Η αποδοχή της μακέτας από τον πελάτη οδηγούσε στο επόμενο βήμα ενός σχεδίου σε πλήρη κλίμακα όπου αποδίδονταν και τα σχήματα των γυάλινων κομματιών. Στη συνέχεια, επιλέγονταν και κόβονταν τα επιμέρους γυάλινακομμάτια. Τέλος, το παράθυρο, που αποτελούνταν από χιλιάδες κομμάτια, πήγαινε στα τμήματα μολύβδωσης και σμάλτου. Το «Τοπίου Κήπου» του Linden Hall αποδίδεται στη Νόρθροπ επειδή το σχέδιο της για το κεντρικό μέρος, που βρίσκεται στη συλλογή του The Met, φέρει την υπογραφή της.
Αυτό το τμήμα του παραθύρου τραβάει το βλέμμα του θεατή στα μαρμάρινα σκαλοπάτια που οδηγούν σε ένα κεντρικό σιντριβάνι, το οποίο περιβάλλεται από νεροκάρδαμα, παπαρούνες και ροζ και μπλε ορτανσίες. Πέρα από αυτό, απλώνεται ένα πανόραμα πλαισιωμένο από πεύκα. Η ώρα της ημέρας είναι ένα ποιητικό λυκόφως.
Το κεντρικό πάνελ του τρίπτυχου βιτρώ «Τοπίο Κήπου», της Agnes F. Northrop, 1912. (Ευγενική παραχώρηση: The Met)
Τα δύο πλαϊνά τμήματα διαθέτουν αντίστοιχα στοιχεία και λουλούδια στο πρώτο πλάνο. Αριστερά εμφανίζονται δακτυλίδες και παιώνιες, ενώ δεξιά δενδρομολόχες. Ο Τίφανι θεώρησε το παράθυρο τόσο εξαιρετικό που το έβαλε στον εκθεσιακό του χώρο στη Νέα Υόρκη, πριν το εγκαταστήσει στο Linden Hall.
Το αριστερό και δεξί τμήμα του βιτρώ «Τοπίο Κήπου» του Linden Hall. Δημιουργός: Agnes F. Northrop, 1912. (Ευγενική παραχώρηση: The Met)
Τώρα, στο The Met, το «Τοπίο Κήπου» βρίσκεται δίπλα σε έναν άλλο θησαυρό της Tiffany, το «Φθινοπωρινό Τοπίο». Αυτό το μαγευτικό βιτρώ, που κατασκευάστηκε μεταξύ 1923-1924, δείχνει φθινοπωρινά φυλλώματα να ανακλούν τον απογευματινό ήλιο. Η παραγγελία είχε γίνει επίσης για τον χώρο της κεντρικής σκάλας ενός αρχοντικού, αλλά δεν εγκαταστάθηκε ποτέ. Αντ’ αυτού, το βιτρώ δωρήθηκε στο The Met, λίγο μετά την ολοκλήρωσή του. Περιλαμβάνει γυαλί που έχει ‘τσαλακωθεί’ όταν είναι ακόμα λιωμένο και ενσωματωμένες νιφάδες γυαλιού που μοιάζουν με κομφετί. Ο σχεδιασμός αυτού του παραθύρου αποδίδεται επίσης στη Νόρθροπ.
Αγνή Φ. Νόρθροπ, «Φθινοπωρινό Τοπίο», 1923–1924. Μόλυβδος και γυαλί favrile, 335 x 259 εκ. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. (Ευγενική παραχώρηση: The Met)
Η Νόρθροπ και τα βιτρώ της έχουν αναφερθεί πρόσφατα σε διεθνείς ειδήσεις. Στις 18 Νοεμβρίου 2024, ο οίκος Sotheby’s δημοπράτησε «Το παράθυρο του μνημείου του Ντάνερ», ένα έργο τέχνης της Tiffany που σχεδίασε η Νόρθροπ. Το παράθυρο ξεπέρασε κατά πολύ την αρχική εκτίμηση των 5 – 7 εκατομμυρίων δολαρίων, φθάνοντας την τιμή των 12,4 εκατομμυρίων δολαρίων – ένα νέο ρεκόρ δημοπρασίας για ένα έργο που κατασκευάστηκε από το εργαστήριο Tiffany. Το παράθυρο του 1913 τοποθετήθηκε αρχικά σε μια εκκλησία στο Κάντον του Οχάιο. Χαρακτηρίζεται από μια πλόύσια συμφωνία χρωμάτων – καστανό, κρεμ, βυσσινί, σμαραγδί, βαθύ μπλε, ροδακινί, φιστικί, ροζ, κόκκινο, γαλανό και βιολετί – σε ένα ζωγραφικό στυλ που αποτελεί την επιτομή των σχεδίων Tiffany της Νόρθροπ.
«Το παράθυρο του μνημείου του Ντάνερ», 1913, σχεδιασμένο από την Αγνή Νόρθροπ για το εργαστήριο Tiffany. Γυαλί, μόλυβδο και φύλλα χαλκού. 488 x 325 εκ. (Ευγενική παραχώρηση του Οίκου Sotheby’s)
Τα βιτρώ Tiffany άρχισαν να δημιουργούνται το 1880 και γρήγορα καθιερώθηκαν στον αμερικανικό καλλιτεχνικό χώρο. Ο ρόλος της Νόρθροπ με τα ιδιοφυή σχέδιά της ήταν καθοριστικός για την επιτυχία τους. Το τρίπτυχο βιτρώ «Τοπίο Κήπου» είναι ένα καθηλωτικό, παραδεισένιο τοπίο που μπορούν πλέον να το απολαύσουν όλοι.
Εμπνευσμένος από τη βρετανική αρχιτεκτονική, ο Κόχραν έχτισε μια έπαυλη σε στυλ Tudor στο πάρκο Saint James στο Dawson της Πενσυλβάνια. Ονομάζεται Linden Hall, το μεγάλο σπίτι χτίστηκε μεταξύ 1911 και 1913 και περιείχε περισσότερα από 30 δωμάτια, μια στάση σιδηροδρόμου και ένα προσαρμοσμένο παράθυρο Τίφανι για την προσγείωση της σκάλας. Ο Κόχραν ζήτησε συγκεκριμένα το θέμα του παραθύρου: μια σκηνή κήπου που θα αναφερόταν στο πραγματικό τοπίο του κτήματος.
Εμπνευσμένος από τη βρετανική αρχιτεκτονική, ο Κόχραν έχτισε μια έπαυλη σε στυλ Tudor στο πάρκο Saint James στο Dawson της Πενσυλβάνια. Ονομάζεται Linden Hall, το μεγάλο σπίτι χτίστηκε μεταξύ 1911 και 1913 και περιείχε περισσότερα από 30 δωμάτια, μια στάση σιδηροδρόμου και ένα προσαρμοσμένο παράθυρο Τίφανι για την προσγείωση της σκάλας. Ο Κόχραν ζήτησε συγκεκριμένα το θέμα του παραθύρου: μια σκηνή κήπου που θα αναφερόταν στο πραγματικό τοπίο του κτήματος.
Τι είναι το ψηφιδωτό; Από πού πηγάζει η ονομασία του;* Ποια είναι η τεχνική αλλά και η ιστορική του διαδρομή στη διαρκή πορεία του; Ερωτήματα των οποίων την απάντηση ελπίζουμε ότι θα βρει ο αναγνώστης ακολουθώντας τη σειρά άρθρων του ψηφιδογράφου και συγγραφέα Γιάννη Λουκιανού.
Στο πρώτο μέρος, παρουσιάζονται ψηφιδωτά της ελληνιστικής περιόδου, στο δεύτερο της ρωμαϊκής, στο τρίτο της βυζαντινής και στο τέταρτο σύγχρονα ψηφιδωτά στην Ευρώπη και την Ελλάδα. Σε ξεχωριστά άρθρα, θα παρουσιαστούν τεχνικές της ψηφιδογραφίας.
Η τάση που χαρακτηρίζει τους φίλους αυτής της τέχνης για μια ευρύτερη γνώση των ψηφιδωτών του κόσμου είναι το ίδιο αδιάπτωτη με τη δική μας ανάγκη. Επιθυμία μας, που πιστεύουμε πως είναι και του κάθε αναγνώστη, η δυνατότητα για δημοσίευση όσο το δυνατόν περισσότερων έργων.
Έτσι, εκτός από μερικά μνημειακά έργα, όπως, για παράδειγμα, το κυνήγι του ελαφιού από την Πέλλα, ή κάποιο εξαίρετο έργο της βυζαντινής τέχνης από τη Μονή Δαφνίου, παρουσιάζονται και ψηφιδωτά που δεν έχουν τύχει μεγάλης δημοσιότητας, αλλά και έργα που έχουμε τη χαρά να βλέπουμε να δημοσιεύονται για πρώτη φορά, όπως αυτά του «Κεραμεικού».
Ελληνιστική περίοδος
Καθοριστική περίοδος και απαρχή για το αντικείμενο αυτού του άρθρου/πονήματος υπήρξε η κλασική αρχαιότητα, και περισσότερο η ελληνιστική. Αυτή η τέχνη της διακόσμησης ξεκινάει δειλά σε προηγούμενες περιόδους, που μπορεί να φτάσουν μέχρι το 3000 π.Χ., σε τόπους και λαούς όπως της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας. Χαρακτηρίζεται όμως από έναν πρωτογονισμό σε σχέση με ό,τι θαυμαστό επακολούθησε στην πορεία του ψηφιδωτού.
Ψηφιδωτός διάκοσμος με κωνικά ψηφία στο ναό Εάνα στην πόλη Ουρούκ (περ 3500 π.Χ.).
Διακόσμηση δαπέδου με μικρά βότσαλα. Μάλια Κρήτης ΚρητοΜυκηναϊκή περίοδος 1400 -1200 π.Χ.
Ένα δάπεδο στο Γόρδιο της Φρυγίας, του 8ου π.Χ. αιώνα είναι από τα αρχαιότερα σωζόμενα έργα, ενώ δύο αιώνες αργότερα προπομπός σε ότι ενθουσιώδες θα ακολουθήσει είναι ένα ψηφιδωτό του 6ου π.Χ αιώνα φτιαγμένο από μικρά βότσαλα με θέμα από την ελληνική μυθολογία.
Έτσι, τα πρώτα ουσιαστικά βήματα λαμβάνουν χώρα σχεδόν δυόμιση χιλιάδες χρόνια πριν από σήμερα. Στα τέλη του 5ου προς τον 4ο π.Χ. αιώνα, διακοσμούνται τα δάπεδα κατοικιών της αρχαίας Κορίνθου και της Σικυώνας, ενώ ο Ιππόδαμος, αρχιτέκτονας από τη Μίλητο, διαπραγματεύεται μια καινούργια οικιστική άποψη στην Όλυνθο της Χαλκιδικής. Δημιουργεί μια μεσημβρινή πόλη, λουσμένη στο φως, και στολίζει τα δάπεδα των κατοικιών, κυρίως των ανδρώνων, με ψηφιδωτά.
Λίγο αργότερα, σε μια άλλη πόλη της Μακεδονίας, την Πέλλα, τη γενέτειρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τα δάπεδα πολυτελών κατοικιών στολίζονται με συνθέσεις από βότσαλα, με αποτέλεσμα ο θαυμασμός γι’ αυτά να μην τελειώνει!
Κεντρικό διάχωρο αίθουσας της «Οικίας με τα μωσαϊκά». Το κεντρικό φυτικό θέμα περιστοιχίζεται από παραστάσεις θηρίων, Αριμασπών και Γρυπών. (370 π.Χ περίπου, αρχαιολογικός χώρος Ερέτριας). Στο κάτω μέρος του έργου, η Νηρηίδα Θέτις μεταφέρει τα όπλα του Αχιλλέα.
Ένα από τα παλαιότερα σωζόμενα έγγραφα για το ψηφιδωτό είναι ένα θραύσμα παπύρου από το 256-246 π.Χ., που δίνει οδηγίες για την τοποθέτηση ψηφιδωτού στο δάπεδο ενός λουτρού. Μωσαϊκά* είναι ακόμη γνωστό ότι χρησιμοποιήθηκαν σε πλοία. Επίσης στα μέσα του τρίτου αιώνα π.Χ. (246-238), γνωρίζουμε ότι ο Ιέρων Β’ των Συρακουσών έστειλε το δικό του πλοίο, τη «Συρακουσία», στην Αλεξάνδρεια για σιτηρά, αφού η ξηρασία είχε οδηγήσει σε κακή σοδειά. Το σκάφος προκάλεσε μεγάλο θαυμασμό, γιατί ορισμένες από τις καμπίνες του ήταν στολισμένες με ψηφιδωτά με θέματα από την Ιλιάδα. Ο Σουητώνιος μας λέει ότι ο Καίσαρας έπαιρνε ακόμη και πλάκες από μωσαϊκό στις εκστρατείες του, πιθανώς για να εξασφαλίσει ότι το πάτωμα της σκηνής του δεν ήταν μόνο κομψό και εντυπωσιακό, αλλά και πιο υγιεινό από τα συνηθισμένα χαλιά ή δέρματα ζώων.
Είναι βέβαιο πως όταν ο Γνώσις, ο αρχαίος Έλληνας καλλιτέχνης, τελείωνε το έργο του με θέμα το κυνήγι του ελαφιού, θα αισθανόταν ιδιαίτερα υπερήφανος. Πριν από το τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα (325-300 π.Χ.) είχε τελειώσει ένα ψηφιδωτό από μικρά βότσαλα ποταμών, το οποίο μαζί με τα υπόλοιπα έργα θα στόλιζαν τα δάπεδα πολυτελών κατοικιών στην Πέλλα. Στο δάπεδο ενός δωματίου κοντινού με αυτό της αρπαγής της Ελένης σώζεται ένα περίτεχνο ψηφιδωτό. Οι ζωγράφοι της εποχής προτιμούσαν τα θέματα κυνηγιού. Φαίνεται ότι αποτελούσαν την κύρια διασκέδαση των Μακεδόνων βασιλέων και των ευγενών. Το θέμα περιβάλλεται από μαιάνδρους και πλούσιο φυτικό διάκοσμο. Δύο κυνηγοί νέοι στην ηλικία, σηκώνουν με μεγάλη ορμή τα όπλα τους για να πλήξουν ένα ελάφι, ενώ το σκυλί που τους συνοδεύει έχει βυθίσει τα δόντια του στο θήραμα. Πάνω δεξιά της σύνθεσης υπογράφει ο ψηφοθέτης του έργου: «ΓΝΩΣΙΣ ΕΠΟΗΣΕΝ». Ο προικισμένος αυτός καλλιτέχνης, μέσα από μια σύνθεση κίνησης, ιδιαίτερης πλαστικότητας και μιας νόησης, θα λέγαμε, ιδιότυπης, έκανε τομή στα μέχρι τότε δεδομένα και άνοιξε νέους δρόμους έκφρασης στην τέχνη της ζωγραφικής, χρήσιμους αιώνες μετά στη μετέπειτα πορεία της στον κόσμο της Δύσης.
«Το κυνήγι του ελαφιού». Δάπεδο από το «σπίτι της αρπαγής της Ελένης», στην αρχαία Πέλλα. 325 – 300 π.Χ. Αρχαιολογικό μουσείο Πέλλας. Ρεαλισμός και έντονες φωτοσκιάσεις σ’ αυτό το μοναδικό έργο, δείγμα της υψηλής αισθητικής της Ελληνιστικής περιόδου του τέλους του 4ου π.Χ. αιώνα. Θεωρείται ότι απετέλεσε την απαρχή της ευρωπαϊκής ζωγραφικής.
Έναν άλλο ομότεχνό του, τον Σώσο από την Πέργαμο, τον γνωρίζουμε από περιγραφές των έργων του από τον Πλίνιο τον πρεσβύτερο, που είναι και θαυμαστής του. Με φυσικές χρωματιστές πέτρες πλέον, κομμένες σε μικρούς κύβους, ο Σώσος γοητεύει τον κόσμο του 2ου π.Χ. αιώνα. Τα έργα του έχουν χαθεί, αλλά χάρις στον Πλίνιο τα αναγνωρίζουμε μέσα από τα αντίγραφα που φρόντισαν να αναπαράγουν με μεγάλη επιμέλεια Ρωμαίοι καλλιτέχνες.
Πριν από τα ψηφιδωτά του Γνώσιδος και των άλλων ψηφοθετών είναι αυτά που κοσμούσαν τους ανδρώνες των σπιτιών της αρχαίας Ολύνθου. Μερικές δεκάδες χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Πέλλας, στη χερσόνησο της Χαλκιδικής, μια άλλη πόλη ήκμασε στα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα. Ο μυθικός ήρωας Βελλεροφόντης, έφιππος στο φτερωτό άλογό του, σκοτώνει τη Χίμαιρα. Ένα μυθολογικό θέμα που επίσης κοσμούσε δάπεδα της ελληνιστικής Ρόδου. Αυτό το θέμα, παράλληλα με Νηρηίδες, γρύπες και μαιάνδρους, στόλιζε τις πολυτελείς κατοικίες της αρχαίας αυτής πόλης.
Κατασκευασμένα με λευκά και μαύρα βότσαλα, είναι από τα αρχαιότερα έργα στον ελλαδικό χώρο. Προηγούνται, βέβαια, τα δάπεδα των ανακτόρων της μυκηναϊκής Τίρυνθας (1600-1200 π.Χ.). Της ίδιας δε περιόδου με αυτά της Ολύνθου είναι και της αρχαίας Κορίνθου, της Σικυώνας και των Μεγάρων. Κανείς δεν φανταζόταν – και οπωσδήποτε ούτε ο Ιππόδαμος, που σχεδίασε την αρχαία Όλυνθο – πως η τέχνη των βοτσαλωτών θα επιζούσε όμοια δύο χιλιάδες και πλέον χρόνια μετά, αφού θα στόλιζε τα σπίτια των νησιών του Αιγαίου, αλλά και αυτά στις ακτές της Λιγουρίας, γύρω από την Τζένοβα, στην Ιταλία. Είναι γνωστές οι σχέσεις των Γενουατών με τα νησιά του Αιγαίου και οι κτήσεις τους στην περιοχή. Και είναι πολύ πιθανόν αυτή η τέχνη να επανήλθε μέσω αυτών στον τόπο που γεννήθηκε, αφού στην υπόδουλη από τους Οθωμανούς Ελλάδα ήταν αδύνατον να επιζήσει μια περίπλοκη και αρκετά ακριβή τέχνη όπως αυτή.
Η επιλογή γι’ αυτά τα πολύ μικρά βότσαλα ήταν πολύ αυστηρή και επιτυγχανόταν όσον αφορά το μέγεθος με τη μέθοδο του κοσκινίσματος. Η συλλογή τους γινόταν στα ποτάμια, δίχως να αποκλείεται και αρκετά από αυτά να είναι από τις ακτές, ακόμη και αρκετά μακριά από την περιοχή. Ο Παυσανίας μάς πληροφορεί ότι υπήρχαν ωραιότατα βότσαλα σε μια ακτή στην Πελοπόννησο, κοντά στην Επίδαυρο.
Η συνήθεια του αρχαίου κόσμου να ψηφοθετεί με βότσαλα διατηρείται για μερικούς αιώνες και εξαπλώνεται σχεδόν σε όλη την επικράτεια των απογόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κυρίως σε πόλεις που είναι κοντά στη θάλασσα.
Εκτός από τις προαναφερθείσες πόλεις, η Αθήνα, η Δήλος, η Ερέτρια, η Ρόδος, η Πέργαμος είναι τόποι με έντονη παρουσία σε αυτό το παιχνίδι της διακοσμητικής τέχνης. Από τα θαυμάσια έργα της Πέλλας, κάποια έχουν υποστεί φθορές και άλλα έχουν συντηρηθεί και αποκολληθεί από το έδαφος, εκτίθενται δε στο αρχαιολογικό μουσείο της ομώνυμης πόλης. Στα πρώτα ανήκει μια εξαίρετη σύνθεση με θέμα την αρπαγή της Ελένης από τον Θησέα. Είναι μια αρκετά μεγάλη παράσταση (περίπου 8,50 × 2,80 μ.), στην οποία φαντάζουν περίτεχνα τα τμήματα που σώζονται.
Η Αλεξάνδρεια, η μεγάλη αυτή πόλη της ελληνιστικής εποχής, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ιστορία του ψηφιδωτού του αρχαίου κόσμου. Εκεί, κατά πάσα πιθανότητα, γεννιέται η κυβική ψηφίδα, ανοίγοντας καινούριους ορίζοντες και δημιουργώντας νέες προοπτικές, αφού η χρωματική γκάμα μεγαλώνει και η ψηφίδα κόβεται πλέον στο εργαστήριο, ικανή να ανταποκριθεί στις οποιεσδήποτε ανάγκες του σχεδίου. Οι πέτρες, αλλά κυρίως τα μάρμαρα, προσφέρουν το εξαιρετικό υλικό τους και την ποικιλία των χρωμάτων τους.
Στο μουσείο της Πέλλας εκτίθενται εκτός από το περίφημο κυνήγι του λιονταριού και άλλα έργα, όπως ο Διόνυσος που φέρεται καθήμενος πάνω σε έναν πάνθηρα, λιτά και αρμονικά σχεδιασμένος, καθώς επίσης και ένα ζεύγος Κενταύρων.
Ο Διόνυσος καθισμένος σε πάνθηρα.
Ένα άλλο έργο παρουσιάζει ένα γρύπα που επιτίθεται σε ελάφι. Σε μια κατοικία του 370 π.Χ. μιας άλλης ελληνιστικής πόλης, της Ερέτριας, ήρθαν στο φως, μετά από ανασκαφές Ελβετών αρχαιολόγων, περίτεχνα μωσαϊκά. Τα θέματα τους είναι εμπνευσμένα από την ελληνική μυθολογία και διανθίζονται με φυτικά σχέδια, ενώ στις μπορντούρες φέρουν το μαίανδρο, τον πλοχμό και βλαστούς με κισσόφυλλα.
Ξεχωρίζει το μωσαϊκό με τη Νηρηίδα Θέτιδα καθισμένη πάνω σε έναν Ιππόκαμπο, να μεταφέρει την πανοπλία για τον Αχιλλέα. Πρόκειται για μια σκηνή εμπνευσμένη από την Ιλιάδα.
Η Θέτις μεταφέρει τα όπλα του Αχιλλέα – σκηνή από την Ιλιάδα. 370 π.Χ περίπου, αρχαιολογικός χώρος Ερέτριας.
Εκτός από αυτό το ιδιαίτερο θέμα, υπάρχουν συνθέσεις που έχουν αποδοθεί με περίσσεια χάρη, όπως η σύγκρουση μεταξύ Σφιγγών και Πανθήρων, οι μυθικές μάχες μεταξύ Γρυπών και Αριμασπών, με τους τελευταίους να αναπαρίστανται ως γυναίκες πολεμίστριες. Εξαιρετική χάρη έχει επίσης η σκηνή όπου ένα λιοντάρι επιτίθεται σε ένα άλογο.
Σταθήκαμε στην περιγραφή έργων που αναφέρονται στη γενέτειρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την Πέλλα, καθώς επίσης και σε άλλες δύο αρχαίες πόλεις, την Όλυνθο και την Ερέτρια. Στην πρώτη γιατί πιστεύουμε πως η ποιότητα των έργων που την κοσμούσαν αποτελεί σταθμό για την ιστορία του ψηφιδωτού, ενώ η Όλυνθος, αρχαιότερη της Πέλλας, προσφέρει αρκετά στοιχεία για τη μελέτη αυτού του είδους της τέχνης. Η Ερέτρια, μια μικρή πόλη του 4ου π.Χ. αιώνα, μας προσφέρει περίτεχνα μωσαϊκά, από τα αρχαιότερα αυτού του τύπου.
Γιάννης Λουκιανός, «Το κυνήγι του λιονταριού». Απόδοση με κυβικές ψηφίδες του γνωστού βοτσαλωτού της αρχαίας Πέλλας του 4ου π.Χ αιώνα.
Είναι γεγονός ότι, καθώς οι καλλιτέχνες αυτής της περιόδου ανακαλύπτουν την κυβική ψηφίδα, γίνονται ασυγκράτητοι. Ό,τι δημιουργούν είναι αποτέλεσμα μιας υψηλής γνώσης, αισθητικής, και αγάπης για το αντικείμενο. Τα ψηφιδωτά της Πομπηίας, της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας, της Περγάμου – είτε έγιναν στο τελευταίο τρίτο της πρώτης προ Χριστού χιλιετίας είτε ανήκουν στην ύστερη αρχαιότητα είτε όχι – φέρουν ανεξίτηλη τη σφραγίδα μιας ιδιαίτερης ποιότητας που οι ψηφοθέτες αυτής της περιόδου κατάφεραν να της προσδώσουν.
Του Γιάννη Λουκιανού
Το ποίημα και τα κείμενα είναι από το βιβλίο του Γιάννη Λουκιανού«Η τέχνη του ψηφιδωτού και η τεχνική του», Αθήνα 2011, εκδόσεις βότσαλο, β΄ έκδοση. Από το ίδιο βιβλίο προέρχονται και οι εικόνες, εκτός από εκείνες των οποίων αναφέρεται η πηγή τους.
Ο Γιάννης Λουκιανός γεννήθηκε στην Ίο των Κυκλάδων, πήρε μαθήματα σχεδίου και χρώματος και επιδόθηκε στην τέχνη του ψηφιδωτού και του βοτσαλωτού, κοσμώντας κτίρια και αυλές, μεταξύ των οποίων κατοικία στη Βέρνη της Ελβετίας και η αποκατάσταση του βοτσαλωτού διάκοσμου της ιστορικής αυλής της Μητρόπολης της Σύρου και άλλων εκκλησιών.
Για την τέχνη του ψηφιδωτού και του βοτσαλωτού έχει μιλήσει σε πολλά σχολεία, σε Διεθνή Συνέδρια (Αθήνα 2010-Κύπρος 2012) καθώς και στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, και έχει γράψει σε περιοδικά και σε τοπικές εφημερίδες. Έχει γράψει ακόμη αρκετά δικά του βιβλία, με σημαντικότερα τα:
«Οι βοτσαλωτές αυλές των Κυκλάδων», Αθήνα 1998, αυτοέκδοση (3 εκδόσεις)
«Οι βοτσαλωτές Αυλές του Αιγαίου», Αθήνα 1999, αυτοέκδοση (εξαντλημένο)
«Η τέχνη του ψηφιδωτού και η τεχνική του», Αθήνα 2002 και 20011
Έχει διδάξει την τέχνη του ψηφιδωτού σε επιδοτούμενα σεμινάρια (Σύρος, Ίος κ.ά.), καθώς και στα παιδιά του ΚΔΑΠ στην Ίο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Ο όρος ‘ψηφιδωτό’ προέρχεται από το ψηφίο, τη μικρή πέτρα. Ο όρος ‘μωσαϊκό’ προέρχεται από τις Μούσες.
Οι καλλιτεχνικές μας παραδόσεις είναι γεμάτες σοφία. Μπορούμε να κοιτάξουμε στο παρελθόν και, με ανοιχτά μυαλά και καρδιές, να απορροφήσουμε τα μαθήματα της πολιτιστικής μας ιστορίας. Η ιταλική Αναγέννηση είναι γεμάτη από σπουδαίες ιστορίες που οδήγησαν σε εξαιρετικά έργα τέχνης, και η ιστορία του Μιχαήλ Άγγελου αποτελεί ένα διαχρονικό παράδειγμα.
Η ιστορία ξεκινά στη Ρώμη του 16ου αιώνα, η οποία εξελίσσεται γρήγορα σε πολιτιστικό κέντρο του δυτικού κόσμου. Σε ηλικία 33 ετών, ο Μιχαήλ Άγγελος κλήθηκε από τον Πάπα Ιούλιο Β’ να ζωγραφίσει την οροφή της Καπέλα Σιξτίνα. Ο Μιχαήλ Άγγελος δεν ήταν ζωγράφος – ήταν γλύπτης – και όταν του ζητήθηκε να ζωγραφίσει την οροφή, απάντησε: «Η ζωγραφική δεν είναι η τέχνη μου».
Η οροφή της Σιξτίνα ζωγραφίστηκε μεταξύ 1508-1512, από τον Μιχαήλ Άγγελο. Οροφογραφία, Καπέλα Σιξτίνα, Βατικανό. (Public Domain)
Γιατί τότε ο Πάπας Ιούλιος Β’ ζήτησε από τον Μιχαήλ Άγγελο να ζωγραφίσει αντί να σμιλεύσει; Σύμφωνα με τον Τζόρτζιο Βαζάρι «Οι ζωές των πιο εξαιρετικών ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων» («Le Vite de più eccellenti architetti, pittori, et scultori italiani, da Cimabue insino a’ tempi nostri», Giorgio Vasari, 1550), ο Μιχαήλ Άγγελος υποπτευόταν ότι ο Μπραμάντε (Bramante), ένας ιδιαίτερα σεβαστός αρχιτέκτονας που εργαζόταν για τον Πάπα Ιούλιο Β’, ήθελε να καταστρέψει τη φήμη του, βάζοντάς τον να ζωγραφίσει την οροφή της Καπέλα Σιξτίνα:
«Με αυτόν τον τρόπο φάνηκε δυνατό στον Μπραμάντε και σε άλλους ανταγωνιστές του [Μιχαήλ Άγγελου] να τον απομακρύνουν από τη γλυπτική, στην οποία τον έβλεπαν τέλειο, και να τον βυθίσουν στην απόγνωση, πιστεύοντας ότι αν τον ανάγκαζαν να ζωγραφίσει, θα έκανε έργο λιγότερο άξιο επαίνου, αφού δεν είχε εμπειρία από τα χρώματα της τοιχογραφίας…»
Είναι αλήθεια ότι ο Μιχαήλ Άγγελος δεν είχε εμπειρία στην τοιχογραφία, αλλά αυτό δεν τον απέτρεψε. Ο Γουίλιαμ Γουάλας (William Wallace), κορυφαίος εμπειρογνώμονας στον Μιχαήλ Άγγελο, παρατηρεί ότι «την εποχή της Σιξτίνα, ο Μιχαήλ Άγγελος προσπαθεί ακόμη να γίνει ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης όλων των εποχών. Συμπεριφέρεται περισσότερο σαν τον καλλιτέχνη που σμίλευσε τον ‘Δαβίδ’: ‘Είμαι ο καλύτερος γλύπτης. Τώρα, θα γίνω ο καλύτερος ζωγράφος. Θα γίνω ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης όλων των εποχών’. Υποφέρει ακόμα από την ύβρη της νιότης».
Για τέσσερα εξαντλητικά χρόνια, ο Μιχαήλ Άγγελος πήρε όσα έμαθε για την τοιχογραφία και ζωγράφισε ακούραστα την οροφή της Καπέλα Σιξτίνα. Παρόλο που δεν είχε την εκπαίδευση ενός ζωγράφου, κατέληξε να ολοκληρώσει μία από τις μεγαλύτερες και πιο εκπληκτικές τοιχογραφίες στην ιστορία. Το έργο του δεν ήταν εύκολο – σύμφωνα με το βιβλίο του Ρος Κινγκ «Ο Μιχαήλ Άγγελος και η οροφή του Πάπα» («Michelangelo and the Pope’s Ceiling», Ross King, 2002), ο Μιχαήλ Άγγελος έπρεπε να αντιμετωπίσει οικογενειακά ζητήματα, αντιπαλότητες, τεχνικές ατυχίες και πολιτικές ίντριγκες. Στα προσωπικά του σημειωματάρια, ο ίδιος περιγράφει επανειλημμένα τα προβλήματά του ενώ ζωγράφιζε την οροφή: «Ζω εδώ περιτριγυρισμένος από τις μεγαλύτερες ανησυχίες, υποφέροντας από τη μεγαλύτερη σωματική κόπωση: Δεν έχω κανέναν φίλο και δεν θέλω κανέναν – δεν έχω χρόνο για να φάω την απαραίτητη τροφή».
Ο Μιχαήλ Άγγελος δεν άφησε τις κακουχίες να τον αποθαρρύνουν. Αντιθέτως, μετέτρεψε τις δοκιμασίες του σε οπτική δοξολογία του θείου. Ο Κινγκ αναφέρει ότι ο Μιχαήλ Άγγελος δεν ήταν ικανοποιημένος από το αρχικό σχέδιο με τους 12 αποστόλους και ζήτησε την άδεια του Πάπα να είναι ακόμη πιο φιλόδοξος και να χρησιμοποιήσει το ανθρώπινο σώμα για να εξερευνήσει το εύρος της ανθρώπινης σχέσης με τον Θεό. Ο Πάπας συμφώνησε και το αρχικό σχέδιο των 12 αποστόλων μετατράπηκε σε ένα πολύπλοκο σχέδιο που περιελάμβανε περισσότερες από 300 μορφές.
Ο Μιχαήλ Άγγελος συμπεριέλαβε όχι μόνο θέματα από τον Χριστιανισμό, αλλά και μορφές από τον Ιουδαϊσμό και τον παγανισμό. «Η Σιξτίνα δεν είναι μόνο εννέα ιστορίες της Γένεσης. Είναι ολόκληρη η σφαιρική εικόνα της δημιουργίας», εξηγεί ο Γουάλας. «Είναι τα πάντα. Δεν είναι ένας διαχωρισμός μεταξύ χριστιανισμού και παγανισμού. Είναι η Δημιουργία του Θεού, ο οποίος δημιούργησε την παγανιστική αρχαιότητα πριν δημιουργήσει τον χριστιανισμό. Αυτός δημιούργησε τον κόσμο. Οι Σίβυλλες είναι το αντίστοιχο των προφητών, είναι ο παγανιστικός κόσμος πριν έρθει ο Χριστιανισμός. Έτσι, έχουμε παγανιστικές Σίβυλλες [στη Σιξτίνα], έχουμε και εβραϊκές ιστορίες στη Σιξτίνα. Η Σιξτίνα δεν είναι χριστιανική, εβραϊκή ή παγανιστική – είναι όλη η δημιουργία.»
Μελέτη για τη Σίβυλλα της Λιβύης, μεταξύ 1510-1511 από τον Μιχαήλ Άγγελο. Κόκκινη κιμωλία, λευκή κιμωλία και κάρβουνο σε χαρτί, 287 εκ επί 220 εκ. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. (Public Domain)
Η Σίβυλλα της Λιβύης, μεταξύ 1508-1512, από τον Μιχαήλ Άγγελο. Τοιχογραφία, Καπέλα Σιξτίνα, Βατικανό. (Public Domain)
Ο Μιχαήλ Άγγελος όχι μόνο συμπεριέλαβε χριστιανικές, ιουδαϊκές και ειδωλολατρικές μορφές σε μια σύνθεση, αλλά ζωγράφισε και μια οπτική απεικόνιση του Θεού – κάτι σπάνιο για τους καλλιτέχνες. «Πρόκειται για τον Θεό και την αρχή της δημιουργίας του Θεού, και Του αξίζει να ζωγραφιστεί», λέει ο Γουάλας. «Είναι αλήθεια ότι στην παλαιότερη χριστιανική τέχνη, μερικές φορές ο Θεός δεν απεικονίζεται ή είναι μόνο το χέρι του ή κάτι τέτοιο, οπότε είναι πολύ τολμηρό να φανταστεί κανείς πώς είναι ο Θεός. Ο Μιχαήλ Άγγελος μας έδωσε μια εικόνα του Θεού που έχει γίνει ο κανόνας για το πώς μοιάζει ο Θεός για πολλούς ανθρώπους στον κόσμο».
Αυτή η απεικόνιση του Θεού, η «Δημιουργία του Αδάμ» είναι μια από τις πιο εμβληματικές εικόνες στον κόσμο. Ο Μιχαήλ Άγγελος ζωγράφισε τον Αδάμ τη στιγμή της αφύπνισής του, όπου και συναντά τον δημιουργό του. Ένας ξαπλωμένος Αδάμ κοιτάζει με λαχτάρα τα μάτια του Θεού και απλώνει το χέρι του για να αγγίξει τον δημιουργό του. Ο Θεός -μαζί με τις βιβλικές μορφές που τον περιβάλλουν- κινείται με μεγάλη ορμή προς τον Αδάμ. Ικανοποιημένος από το δημιούργημά του, ο Θεός απλώνει το χέρι του για να αγγίξει τον Αδάμ.
Λεπτομέρεια από τη «Δημιουργία του Αδάμ», μεταξύ 1508-1512, από τον Μιχαήλ Άγγελο. Τοιχογραφία, Καπέλα Σιξτίνα, Βατικανό. (Public Domain)
Ο χώρος μεταξύ των δακτύλων του Αδάμ και του Θεού είναι τόσο κοντά, αλλά και τόσο μακριά: «Τα λίγα εκατοστά που χωρίζουν τις άκρες των δακτύλων τους είναι η μεγαλύτερη αναστολή του χρόνου και της αφήγησης στην ιστορία της τέχνης», λέει ο Γουάλας στο βιβλίο του «Μιχαήλ Άγγελος: Ο καλλιτέχνης, ο άνθρωπος και η εποχή του» («Michelangelo: The Artist, the Man, and His Times», 2011). Αν ο Αδάμ κατέβαλε λίγη περισσότερη προσπάθεια, αν μπορούσε να ανταποκριθεί στην προσπάθεια του Θεού, φαίνεται ότι θα άγγιζε τον Θεό και ο διαχωρισμός μεταξύ τους θα έπαυε να υπάρχει.
Αφότου ζωγράφισε πάνω από 300 μορφές σε περισσότερες από 150 ξεχωριστές εικαστικές ενότητες, ο Μιχαήλ Άγγελος ολοκλήρωσε την οροφή προς ικανοποίηση του Πάπα Ιουλίου Β’. Η οροφή της Σιξτίνα αποκαλύφθηκε την Ημέρα των Αγίων Πάντων, την 1η Νοεμβρίου 1512.
Η οροφή της Σιξτίνα ζωγραφίστηκε μεταξύ 1508-1512 από τον Μιχαήλ Άγγελο. Τοιχογραφία, Καπέλα Σιξτίνα, Βατικανό. (Public Domain)
«Είναι αρκετά αξιοθαύμαστο και αξιοσημείωτο το γεγονός ότι επέμεινε δεδομένου τού τι αντιμετώπιζε», σχολιάζει ο Γουάλας. «Το ίδιο το γεγονός της ζωγραφικής μιας οροφής είναι από μόνο του εκπληκτικό. Υπήρχαν όλων των ειδών τα προβλήματα. Πρέπει να θαυμάσουμε ότι επέμεινε υπό απίστευτη πίεση, αντιμετωπίζοντας προκλήσεις που είναι αδιανόητες – πολλοί άλλοι άνθρωποι θα τα είχαν παρατήσει, αλλά εκείνος όχι.»
Εδώ βρίσκεται ένα ψήγμα σοφίας: Ο Μιχαήλ Άγγελος επέμεινε στις δυσκολίες του με πίστη και ισχυρή επιθυμία να εκφράσει οπτικά το θείο. Αν και κλήθηκε να ολοκληρώσει ένα έργο που του ήταν ξένο, όχι μόνο στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, αλλά και ξεπέρασε τις προσδοκίες. Η εμπνευσμένη προσπάθειά του να εκφράσει το θείο μέσω της ανθρώπινης μορφής, παρά τις πολλές δυσκολίες, τον βοήθησε να δημιουργήσει ένα θαύμα που συνεχίζουμε να εκτιμούμε 500 χρόνια μετά.
Με τις συγκινητικές, μαγευτικές και εντυπωσιακές φωτογραφίες τους, οι νικητές του BigPicture 2023 παρουσιάζουν πολλές διαφορετικές πτυχές της άγριας ζωής της Γης, που μπορεί να περιλαμβάνουν ή όχι την ανθρώπινη παρουσία, αναδεικνύοντας την ομορφιά και τον πλούτο του πλανήτη μας.
Ξεχωρίζοντας ανάμεσα σε περισσότερες από 7.300 συμμετοχές από περισσότερες από 58 χώρες από όλο τον κόσμο, οι βραβευμένες εικόνες του διαγωνισμού περιλαμβάνουν σκηνές όπως ένα μοναχικό κογιότ που απαθανατίστηκε την ώρα που διασχίζει μια γέφυρα μια ήσυχη νύχτα στο Σικάγο, μια μαύρη αρκούδα που ακουμπάει στα κάγκελα της βεράντας ενός ζευγαριού, μόλις ένα μέτρο μακριά από τον φωτογράφο, και μια απλά εξαίσια λήψη ενός πουλιού που ξαφνιάστηκε από ένα μικρό ψάρι, το οποίο είχε βάλει στο μάτι και το οποίο κυνήγησε έξω από το νερό ένα μεγαλύτερο ψάρι.
Ο διαγωνισμός, τον οποίο διοργανώνει η Ακαδημία Επιστημών της Καλιφόρνια, διεξάγεται για 10η χρονιά.
«Το BigPicture καθιερώθηκε με την πεποίθηση ότι η φωτογραφία είναι ένα από τα πιο ιδιαίτερα και ισχυρά μέσα που μπορούν να συνδέσουν τους ανθρώπους με τον φυσικό κόσμο», ανέφερε σε δήλωσή της η Ρόντα Ρούμπινσταϊν, καλλιτεχνική διευθύντρια της Ακαδημίας και συνιδρύτρια του BigPicture.
Κατά την τελευταία δεκαετία, είπε η κα Ρούμπινσταϊν, έχει αποδειχθεί επανειλημμένα ότι άνθρωποι από όλο τον κόσμο αντλούν «έμπνευση, ελπίδα, ομορφιά και δύναμη» από τις εικόνες που μοιράζονται.
Μια από τις πιο συγκινητικές εικόνες του διαγωνισμού ήταν το πορτρέτο που τράβηξε ο Ντάγκλας Γκάιμσι, φωτορεπόρτερ για τη διατήρηση της άγριας ζωής, που δείχνει ένα ορφανό μωρό γουόμπατ (φασκωλόμυ) στην αγκαλιά μιας νεαρής φοιτήτριας της κτηνιατρικής. Το κοντινό αυτό πλάνο, με τίτλο «Nose-to-Nose» (Μύτη με μύτη) τραβήχτηκε σε ένα καταφύγιο νυχτερίδων στη Βικτώρια της Αυστραλίας και απεικονίζει την τρυφερή στιγμή που η φοιτήτρια ακουμπά τη μύτη της πάνω σε εκείνη ενός γυμνού ακόμα μωρού φασκωλόμυ, του οποίου η μητέρα είχε σκοτωθεί από αυτοκίνητο.
Ο κος Γκάιμσι, ο οποίος παρακολουθούσε τη φοιτήτρια να ταΐζει με μπιμπερό τον 4 μηνών Τζόι, είπε ότι το ζωάκι απολάμβανε ιδιαιτέρως αυτή την πολύτιμη στιγμή της επαφής που είχε με τη φοιτήτρια.
Ένα άλλο συγκινητικό πορτρέτο στην κατηγορία Άνθρωπος/Φύση ήταν και η συμμετοχή του Πορτογάλου Μάρκους Βέστμπεργκ, ο οποίος ταξίδεψε σε ένα καταφύγιο πρωτευόντων θηλαστικών στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, όπου γυναίκες φροντίζουν ορφανούς χιμπατζήδες με απίστευτη τρυφερότητα.
Πολλές από αυτές τις γυναίκες, οι οποίες ταΐζουν, αγκαλιάζουν και βοηθούν στην αποκατάσταση των χιμπατζήδων, ήταν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και η εργασία με τα ορφανά ζώα τούς προσφέρει τόσο απασχόληση όσο και παρηγοριά. Σε αυτόν τον ασφαλή, θεραπευτικό χώρο, παρατήρησε ο κος Βέστμπεργκ, οι νεαροί χιμπατζήδες συμπεριφέρονται όπως τα ανθρώπινα παιδιά: γίνονται παιχνιδιάρηδες, σκανταλιάρηδες και ευάλωτοι.
Μια θεαματική συμμετοχή με τίτλο «Life on the Edge» (Ζωή στα όρια) ήταν αυτή του Αμίτ Εσέλ, που απεικονίζει δύο αγριοκάτσικα Νουβίας την ώρα που παλεύουν στην άκρη ενός απότομου γκρεμού στην έρημο Ζιν του Ισραήλ.
Νικήτρια στην κατηγορία Χερσαία Άγρια Ζωή αναδείχθηκε η Ντονγκλίν Τζόου με τη φωτογραφία «Spotted» («Με βούλες», αλλά και «Εντοπισμένος»), την οποία τράβηξε ψηλά στο οροπέδιο του Θιβέτ και στην οποία έχει συλλάβει μια λεοπάρδαλη του χιονιού την ώρα που ετοιμάζεται να ορμήσει σε μια γάτα του Πάλλας (ή μανούλ).
Η κα Τζόου είχε περάσει μέρες παρακολουθώντας τη μητέρα γάτα να ταΐζει τα 2 μηνών γατάκια της και έβαλε τα κλάματα στο θέαμα της λεοπάρδαλης του χιονιού που της πήρε τη ζωή. Δείχνοντας συμπόνια, η φωτογράφος, ο οδηγός της και οι δασοφύλακες πέρασαν τις επόμενες τρεις εβδομάδες φυλάσσοντας και ταΐζοντας τα τρία ορφανά γατάκια μέχρι να είναι έτοιμα να ζήσουν μόνα τους.
Πολλές από τις βραβευμένες εικόνες του διαγωνισμού αφηγούνται μια ιστορία, τόσο για το ταξίδι του φωτογράφου που τις αποτύπωσε όσο και για την ίδια τη φύση. Ενώ ορισμένες μοιράζονται τον αγώνα για επιβίωση σε σκληρά περιβάλλοντα με θηρευτές, άλλες αφηγούνται την ιστορία ενός οικοσυστήματος που απειλείται.
Στην κριτική επιτροπή συμμετείχαν η πρόεδρος της κριτικής επιτροπής και διάσημη φωτογράφος άγριας ζωής Σούζι Έστερχας (Suzi Eszterhas), η διεθνής photo editor Σόφι Στάφορντ (Sophie Stafford) και οι βραβευμένοι φωτογράφοι και κινηματογραφιστές της φύσης και της προστασίας του περιβάλλοντος Diana Caballero Alvarado, Gunjan Menon, Susan Middleton, Cristina Mittermeier και Ami Vitale.
Το Μεγάλο Βραβείο απονεμήθηκε στον Κόρεϋ Άρνολντ (Corey Arnold), επαγγελματία ψαρά και φωτογράφο από την Ουάσιγκτον των Ηνωμένων Πολιτειών, για την εκπληκτική σειρά φωτογραφιών του με τίτλο «Cities Gone Wild». Η σειρά απεικονίζει τους τρόπους με τους οποίους τρία είδη άγριων ζώων (κογιότ, ρακούν και μαύρες αρκούδες) μαθαίνουν εξαιτίας της αυξανόμενης αστικοποίησης όχι μόνο να επιβιώνουν, αλλά και να ευημερούν δίπλα στον άνθρωπο.
Τα βραβεία του φετινού διαγωνισμού περιελάμβαναν χρηματικά έπαθλα ύψους 11.000 δολλαρίων, ενώ και οι 49 εικόνες που αναδείχθηκαν θα παρουσιαστούν στην ετήσια έκθεση φωτογραφίας BigPicture, η οποία αναμένεται να εγκαινιαστεί στις 6 Οκτωβρίου στην Ακαδημία Επιστημών της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο.
Το «Regeneration» (Αναγέννηση) του Miquel Angel Artús Illana ήταν ο νικητής στην κατηγορία Τοπίο, Υδατογραφίες και Χλωρίδα. (ευγενική παραχώρηση του Διαγωνισμού Φωτογραφίας Φυσικού Κόσμου BigPicture και της bioGraphic)
Οι ζωντανοί χαρακτήρες, η στοιχειώδης πλοκή, οι αυτοσχέδιοι διάλογοι και οι υπαίθριες παραστάσεις ήταν βασικά χαρακτηριστικά της commedia dell’arte. Η θεματολογία της περιστρεφόταν κυρίως γύρω από τις δοκιμασίες και τα βάσανα νεαρών εραστών, τα οποία απέδιδε με περισσό χιούμορ.
Οι ηθοποιοί, χωρίς να περιορίζονται από σαφείς κατευθυντήριες γραμμές, μπορούσαν να διαμορφώσουν τις παραστάσεις τους σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κοινού. Συχνά έκαναν πολιτικά σχόλια και λαϊκό χιούμορ, έξω από τα όρια της λογοκρισίας. Η ιταλική θεατρική φόρμα αποτέλεσε, επίσης, ιδανικό θέμα για το κίνημα του ροκοκό του 18ου αιώνα.
Η commedia dell’arte ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στην Ευρώπη από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα ως μουσικό θέατρο. Ξεκίνησε στη βόρεια Ιταλία τον 15ο αιώνα ως αντίδραση ενάντια στην commedia erudite, ένα λόγιο και ελιτίστικο είδος θεάτρου, και στη συνέχεια εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη την ήπειρο και τα βρετανικά νησιά.
Οι καλλιτέχνες του ροκοκό, από τη μεριά τους, δημιουργούσαν ανάλαφρες, παιχνιδιάρικες σκηνές αγάπης και φλερτ, συχνά τοποθετημένες σε ειδυλλιακά υπαίθρια περιβάλλοντα. Μερικοί από τους πιο γνωστούς πίνακες των Γάλλων καλλιτεχνών Αντουάν Βατώ και Νικολά Λανκρέ, καθώς και του Ιταλού Τζοβάνι Ντομένικο Τιέπολο, αναπαριστούν σκηνές και γνωστούς χαρακτήρες της commedia dell’arte.
Ο πατέρας του ροκοκό
Οι περιοδεύοντες θίασοι είχαν μεγάλη απήχηση στις ευρωπαϊκές Αυλές, ειδικά στη Γαλλία, και οι καλλιτέχνες αποτύπωσαν τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές στον καμβά. Ο πιο γνωστός ζωγράφος που χρησιμοποίησε θέματα της commedia dell’arte στους πίνακές του ήταν ο Βατώ [Antoine Watteau, 1684–1721], ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους καλλιτέχνες του 18ου αιώνα, ο οποίος θεωρείται και ο πατέρας της ζωγραφικής ροκοκό.
Ροζάλμπα Καρριέρα, προσωπογραφία του Αντουάν Βατώ, 1721. Παστέλ σε χαρτί. Μουσείο Luigi Bailo, Τρεβίζο, Ιταλία. (Nicola Quirico/CC BY-SA 4.0 DEED)
Το στυλ ροκοκό ξεκίνησε στο Παρίσι. Το όνομά του προέρχεται από τη γαλλική λέξη rocaille, που μεταφράζεται ως πέτρα ή σπασμένο κοχύλι. Χαρακτηρίζεται από απαλά χρώματα, καμπύλες, ασύμμετρες γραμμές, γοητευτικές φλοράλ συνθέσεις, κομψά θέματα και μικρούς καμβάδες. Οι συνθέσεις διατηρούν μια ισορροπία μεταξύ του διακοσμητικού χαρακτήρα και του νατουραλισμού, με προτίμηση στις ψυχαγωγικές και ερωτικές δραστηριότητες.
Μια νέα κατηγορία ζωγραφικής, που επινοήθηκε από τη Γαλλική Ακαδημία το 1717 για να περιγράψει τις παραλλαγές του Βατώ, ήταν η fête galante. Οι πίνακες του είδους απεικονίζουν εκλεπτυσμένους αριστοκράτες με γιορτινά ρούχα ή μασκαράτες, μέσα σε πράσινα, φανταστικά τοπία. Αν και οι καλλιτέχνες που ακολούθησαν αυτό το στυλ έτειναν να δημιουργούν μια μάλλον εορταστική ατμόσφαιρα, τα έργα του Βατώ χαρακτηρίζονται από μια μυστηριώδη μελαγχολία.
Ένα εξαιρετικό παράδειγμα του στυλ και της ατμόσφαιρας του Βατώ είναι το πρωτοποριακό αριστούργημα Mezzetin, που βρίσκεται τώρα στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης, και παλαιότερα στη συλλογή της Μεγάλης Αικατερίνης. Η ομώνυμη φιγούρα είναι ένα κωμικό αρχέτυπο από την commedia dell’arte [ο Mezzetino, όνομα που σημαίνει μισό ποτηράκι (αλκοόλ)], ο οποίος απεικονίζεται πάντα ως πονηρός και εμμονικός, αλλά και ερωτικός και συναισθηματικός. Η ιδιότητα της ανεκπλήρωτης αγάπης τονίζεται από ένα γυναικείο άγαλμα ορατό όχι πολύ μακριά, με την πλάτη του γυρισμένη στον Μετσετίν. Ο ήρωας φορά το κοστούμι που παραδοσιακά συνδέεται με τον χαρακτήρα: μαλακό καπέλο, κοντή κάπα, ριγέ σακάκι, κολάρο με φρίζες και βράκα μέχρι το γόνατο, όλα πολύ όμορφα δοσμένα. Η στολή είναι φτιαγμένη από μπλε-γκρι, ροζ και λευκό μετάξι.
Αντουάν Βατώ, «Mezzetin», περ. 1718-1720. Λάδι σε καμβά, 55 x 43 εκ. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. (Public Domain)
Ο Μετσετίν κάθεται σε ένα πέτρινο παγκάκι κοντά σε ένα κτίριο, ενώ στο βάθος βλέπουμε έναν καταπράσινο κήπο σκιασμένο από μεγάλα δέντρα. Με το κεφάλι γερτό, κοιτάζει λυπημένος μακριά, και παίζει την κιθάρα του λαχταρώντας την αγάπη(;). Ο Βατώ σχεδίασε προσεκτικά το αξύριστο πρόσωπο και τα μεγάλα χέρια του Μετσετίν. Οι ζωντανές, λεπτομερείς ποιότητες που αποτύπωσε ο ζωγράφος διατηρούνται εκπληκτικά καλά στον συγκινητικό αυτό πίνακα. Η πρακτική του Βατώ ήταν να δουλεύει με μοντέλα που παρατηρούσε προσεκτικά. Ένα προπαρασκευαστικό σχέδιο του κεφαλιού του χαρακτήρα βρίσκεται, επίσης, στη συλλογή του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης.
Αντουάν Βατώ, σπουδή ανθρώπινου κεφαλιού, περ. 1718.. Κόκκινη και μαύρη κιμωλία, 15 x 13 εκ. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. (Public Domain)
Μεγάλο μέρος της ζωής του Βατώ παραμένει τυλιγμένο στο μυστήριο. Παρά την επαρχιακή του καταγωγή, το έμφυτο ταλέντο και η πρωτοτυπία του τον βοήθησαν στην καριέρα του. Έγινε δεκτός στην Ακαδημία σε ηλικία 20 ετών και είχε διακεκριμένους ιδιώτες πελάτες.
Η Πέριν Στάιν, επιμεληήτρια στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, εξηγεί: «Η γλυκύτητα της παλέτας του, ένας φόρος τιμής στον Ρούμπενς, και οι αποχρώσεις της βενετσιάνικης ζωγραφικής του 16ου αιώνα, ξαναδουλεμένες σε απαλά παστέλ για να ταιριάζουν με την κλίμακα και την αισθητική του ροκοκό, διαδόθηκε ευρέως». Αν και ο Βατώ πέθανε στα 36 του, είχε τεράστια επιρροή στην επόμενη γενιά καλλιτεχνών στη Γαλλία, ειδικά στον Νικολά Λανκρέ [Nicolas Lancret, 1690–1743].
Σκηνές από την commedia dell’arte
Ο Λανκρέ, γιος ενός αμαξά, γεννήθηκε στο Παρίσι και έζησε όλη του τη ζωή στην πρωτεύουσα. Αρχικά, σκόπευε να γίνει ιστορικός ζωγράφος, κατηγορία υψηλού κύρους εκείνη την εποχή. Στη Γαλλία του 18ου αιώνα, τα έργα που είχαν οποιοδήποτε μη ιστορικό θέμα ονομάζονταν ρωπογραφίες (με σκηνές από την καθημερινή ζωή) και κατατάσσονταν χαμηλότερα από τα άλλα στην κλίμακα της Γαλλικής Ακαδημίας. Ο Λανκρέ ξεχώρισε ως ένας από τους πιο αξιόλογους καλλιτέχνες του είδους. Είχε επίσης εξέχουσα πελατεία, περιλαμβανομένων του Λουδοβίκου ΙΕ’ της Γαλλίας και του Φρειδερίκου Β΄ της Πρωσίας.
Αν και ποτέ δεν ήταν μαθητής του Βατώ, ο Λανκρέ εμπνεύστηκε έντονα από τις fêtes gallants του τελευταίου. Ωστόσο, άφησε το δικό του στίγμα στο είδος και τού αναγνωρίζεται ότι εισήγαγε μοντέρνα στοιχεία, εξυπνάδα και επιδέξια χρήση του χρώματος. Στις δεκαετίες του 1720 και του 1730 δημιούργησε μια σειρά έργων με χαρακτήρες της commedia dell’arte. Η τελευταία δεκαετία μάλιστα σημαδεύτηκε από ιδιαίτερα καλούς πίνακες, όπως η «Σκηνή από την commedia dell’arte με τον Αρλεκίνο και τον Πουνκινέλλο», έργο που βρίσκεται στην κατοχή του National Trust του Ηνωμένου Βασιλείου, στο κτήμα Waddesdon.
Σε αυτήν τη δουλειά, μοντέρνες κυρίες και κορίτσια διασκεδάζουν μαζί με μια ομάδα ηθοποιών της commedia dell’arte, σε ένα γραφικό πάρκο. Εμφανίζονται ή υπονοούνται πολλές αναγνωρίσιμες προσωπικότητες. Για παράδειγμα, ο Πουνκινέλλο, πανούργος και σαρκαστικός, είναι αναγνωρίσιμος από την περίμετρο της κοιλιάς και το ψηλό κωνικό καπέλο του. Αυτός ο χαρακτήρας αποτελεί την προσωποποίηση του ανθρώπου και των αδυναμιών του. Ντυμένος με ένα μουσταρδί κίτρινο κοστούμι με μπλε και κόκκινα διακοσμητικά στοιχεία, ο Πουνκινέλλο χορεύει μπροστά στον εύπιστο αντίπαλό του Αρλεκίνο, ο οποίος φοράει τη χαρακτηριστική στολή του με ρόμβους σε έντονο κόκκινο, πράσινο και μπλε χρώμα. Ο Αρλεκίνος, όπως και οι περισσότεροι χαρακτήρες της commedia dell’arte, φοράει μάσκα, αν και ο Μετσετίνο δεν φορούσε ποτέ. Η χρήση της μάσκας ανάγεται στις αρχαίες ρωμαϊκές θεατρικές κωμωδίες.
Νικολά Λανκρέ, «Σκηνή της commedia dell’arte, με τον Αρλεκίνο και τον Πουντσινέλο», 1734. Λάδι σε πάνελ, 44 x 58 εκ. Waddesdon Manor, Μπακιγχαμσάιρ, Αγγλία. (Public Domain)
Στα αριστερά, μια γυναίκα με καπέλο, η οποία σηκώνει θεατρικά το χέρι της, μπορεί να αναγνωριστεί ως Κολομπίνα. Είναι η έξυπνη και τσαχπίνα αγαπημένη του Αρλεκίνου. Ο Πιερότος κάθεται στην άλλη πλευρά του καμβά, ντυμένος με τα κλασικά λευκά ρούχα του. Χαρακτηριστικά του είναι η αγαθότητα, η αφέλεια, η αγάπη και η μελαγχολία. Η ερευνήτρια του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης Τζένιφερ Μήγκερ γράφει:
«Τον 19ο αιώνα, αυτός ο χαρακτήρας αναδείχθηκε από τους Γάλλους λογοτέχνες, οι οποίοι έβλεπαν τον δημιουργικό και μοναχικό Πιερότο ως μεταφορά για τους σύγχρονους καλλιτέχνες».
Το κλειστό σκηνικό του πίνακα διαθέτει ρεαλιστικά στοιχεία, περιλαμβανομένης μιας σαρωτικής σκάλας ροκοκό και ενός τοίχου διακοσμημένου με πυκνές ακανόνιστες γραμμές. Το συγκεκριμένο σκηνικό είναι εντελώς πλασματικό, όπως στο Mezzetin του Βατώ, αν και αυτό δεν συνέβαινε σε όλα τα έργα τα εμπνευσμένα από την commedia dell’arte. Παραδείγματος χάριν, το Μινουέτο του Τιέπολο, ενός καλλιτέχνη της επόμενης γενιάς, λαμβάνει χώρα στη γενέτειρά του τη Βενετία κατά τη διάρκεια του Καρναβαλιού.
Το «Μινουέτο» του Τζ. Ντ. Τιέπολο
Ο Τζοβάνι Ντομένικο Τιέπολο [Giovanni Domenico Tiepolo, 1727–1804] ήταν γιος του Τζοβάνι Μπατίστα Τιέπολο, του μεγαλύτερου Ιταλού καλλιτέχνη της εποχής του ροκοκό. Ο υιός Τιέπολο ξεκίνησε την καριέρα του ως βοηθός του πατέρα του. Αν και η δημιουργική του κληρονομιά επισκιάστηκε από τον πατέρα του, ο οποίος φημιζόταν για τις περίπλοκες και πληθωρικές αλληγορικές τοιχογραφίες του, ο γιος ήταν με τον δικό του τρόπο και αυτός ένας ικανός καλλιτέχνης. Τα θέματα του νεαρού Τιέπολο είναι μοντέρνα, αν και εξιδανικευμένα.
Τζοβάνι Ντομένικο Τιέπολο, «Το μινουέτο», 1756. Λάδι σε καμβά, 81 x 109 εκ. Εθνικό Μουσείο Τέχνης της Καταλωνίας, Βαρκελώνη. (Public Domain)
Ο πίνακας «Το μινουέτο», μέρος της συλλογής του Εθνικού Μουσείου Τέχνης της Καταλωνίας, απεικονίζει την Κολομπίνα (μια παραλλαγή της Κολομπίνας) και τον Πανταλόνε να χορεύουν ανάμεσα σε μοντέρνους και μασκοφόρους καρναβαλιστές. Ο χώρος είναι ο κήπος μιας βίλας, διακοσμημένης με κλασικά γλυπτά. Η Κολομπίνα φοράει ένα φόρεμα με ρόμβους, που θυμίζει τη στολή του Αρλεκίνου. Ο Πανταλόνε, κύριος χαρακτήρας της commedia dell’arte, είναι Βενετός. Είναι τσιγκούνης και τα ενδύματά του αποτελούνται από μια μαύρη ρόμπα με κόκκινη βράκα και μανίκια. Τον 18ο αιώνα, το καρναβάλι προσέλκυε πολλούς Ευρωπαίους τουρίστες στη Βενετία.
Οι μάσκες των καρναβαλιστών τούς χάριζαν ανωνυμία, η οποία καθιστούσε δυνατή την ανάμειξη των κοινωνικών στρωμάτων. Στην ιστοσελίδα του μουσείου, ο Γιοζέπ Πουχόλ ι Κολ τονίζει ότι ο καλλιτέχνης «χρησιμοποιεί το καρναβάλι ως αφορμή για να περιγράψει τα έθιμα και την ατμόσφαιρα των ανθρώπων γύρω του: μια κοινωνία που έκρυβε την παρακμή της, καταφεύγοντας πίσω από εφήμερες εμφανίσεις, διασκεδάσεις και ασχολίες».
Την εποχή που φτιάχτηκε ο πίνακας, ένας χορός γνωστός ως μινουέτο ή μενουέτο ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής. Επρόκειτο για έναν αργό και κομψό χορό για δύο, σε τριπλό χρόνο. Οι παραστάσεις της commedia dell’arte συχνά τελείωναν με ένα μινουέτο. Ο Τιέπολο χρησιμοποίησε αυτόν τον χορό ως θέμα σε τρεις ακόμη πίνακες. Ο καλλιτέχνης αφιέρωσε το τελευταίο μέρος της καριέρας του απεικονίζοντας τον Πουνκινέλλο σε μια εκτενή σειρά σχεδίων και τοιχογραφιών. Το έργο του Τιέπολο στο είδος της commedia dell’arte είναι διαποτισμένο από καλλιτεχνικό ταλέντο, ασέβεια και ειρωνεία.
Αυτά τα έργα των Βατώ, Λανκρέ και Τιέπολο όχι μόνο αποτίουν φόρο τιμής στη μεταμορφωτική επιρροή της commedia dell’arte , αλλά ταυτόχρονα καταδεικνύουν τη δεξιοτεχνία τους στη δημιουργία διαχρονικής ομορφιάς.
Ένας Γάλλος φωτογράφος με πάθος για τον ωκεανό απαθανάτισε μια εκπληκτική στιγμή, κατά την οποία τα κύματα της καταιγίδας σχηματίζουν το πρόσωπο του Ποσειδώνα, που φορώντας το αφρισμένο στέμμα του, αναδύεται από τα βάθη της θάλασσας.
Ο πρώην μηχανικός Ματιέ Ριβράν (Mathieu Rivrin), 34 ετών, είναι φωτογράφος πλήρους απασχόλησης και ζει στην κοινότητα Λαντερνώ, στο διαμέρισμα Φινιστέρ της Βρετάνης, στη βορειοδυτική Γαλλία. Τον Ιανουάριο, το Φινιστέρ τέθηκε σε κατάσταση συναγερμού λόγω πολυήμερης καταιγίδας. Ο φωτογράφος περίμενε τη σωστή στιγμή και στη συνέχεια βγήκε έξω για να φωτογραφίσει τον ωκεανό.
Κατέληξε να απαθανατίσει τον θεό της θάλασσας σε μια εκπληκτική σύγκρουση των κυμάτων που σκάνε.
(Ευγενική παραχώρηση του Ματιέ Ριβράν μέσω του Mathieu Rivrin Photographies)
«Έφτασα εκεί γύρω στις 12 το μεσημέρι. Η παλίρροια ήταν χαμηλή και τα κύματα πράγματι μεγάλα, αλλά αναμέναμε να γίνουν ακόμα μεγαλύτερα το απόγευμα», δήλωσε ο κος Ριβράν στην Epoch Times. «Γύρω στις 6 μ.μ., λίγο πριν σκοτεινιάσει, τα κύματα ήταν πολύ εντυπωσιακά. Υπήρχε μια ολόκληρη σειρά κυμάτων για 10 έως 15 λεπτά, που έπαιρναν ιδιαίτερα σχήματα. Ήταν τεράστια.»
(Ευγενική παραχώρηση του Ματιέ Ριβράν μέσω του Mathieu Rivrin Photographies)
(Ευγενική παραχώρηση του Ματιέ Ριβράν μέσω του Mathieu Rivrin Photographies)
Καθώς τα κύματα έσκαγαν στον κυματοθραύστη Λεσκονίλ, τον λιμενοβραχίονα που προστατεύει το λιμάνι και τις βάρκες του, ένα κύμα, μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα, ξεχώρισε.
«Μόνο όταν γύρισα σπίτι ανακάλυψα αυτή την εικόνα και αυτό το πρόσωπο μέσα στο κύμα», δήλωσε ο κος Ριβράν, ο οποίος συνήθως δεν δίνει τίτλους στις φωτογραφίες του. «Ο στόχος μου είναι οι άνθρωποι να έχουν την εικόνα όλη δική τους τους, να βλέπουν αυτό που θέλουν να δουν.»
Ωστόσο, πολλοί άνθρωποι, όταν είδαν αυτή την εικόνα, επέμεναν να αποκαλούν το πρόσωπο που σχηματίστηκε «Ποσειδώνα».
«Δεν ξέρω αν θα τον αποκαλούσα εγώ ο ίδιος “Ποσειδώνα”, αλλά από τη στιγμή που το κοινό τον οικειοποιήθηκε, ένιωσα ότι ήταν φυσικό να του δώσω αυτό το όνομα», δήλωσε ο φωτογράφος.
(Ευγενική παραχώρηση του Ματιέ Ριβράν μέσω του Mathieu Rivrin Photographies)
Η μετάβαση του κου Ριβράν από τη μηχανική στη φωτογραφία ξεκίνησε πριν από 10 χρόνια, αφού τράβηξε τη φωτογραφία ενός εντόμου με μια compact φωτογραφική μηχανή στον κήπο των παππούδων του στη Βρετάνη. Τον εντυπωσίασε η «πτυχή της αποτύπωσης μιας εφήμερης στιγμής» και, ζώντας τότε στη Γκρενόμπλ, ένιωθε την ανάγκη να φωτογραφίζει τη φυσική γενναιοδωρία της Βρετάνης κάθε φορά που επέστρεφε στην περιοχή.
Σήμερα, χωρίζει τη φωτογραφία τοπίου του σε τρία μεγάλα θέματα: χειμώνας, κύματα και καταιγίδες. Ο κος Ριβράν κάνει συχνά διάκριση μεταξύ καταιγίδων και κυμάτων, διότι υπάρχουν καταιγίδες χωρίς κύματα και το αντίστροφο.
«Ακούγεται αρκετά παράδοξο», είπε, αλλά, λόγω του κυματισμού του Ατλαντικού, μια θυελλώδης καταιγίδα δεν σημαίνει πάντα μεγάλα κύματα, γι’ αυτό του αρέσει να διαχωρίζει τα δύο.
«Μια καταιγίδα έχει πραγματικά ιδιαίτερες πτυχές», είπε. «Υπάρχει η τραχιά όψη, με βροχές χαλαζιού- η όψη του ανέμου- η όψη του κρύου, αφού είναι χειμώνας- και όλες οι ακουστικές αισθήσεις με τον θόρυβο του ανέμου και τα κύματα που προσκρούουν σε βράχους ή αναχώματα.»
«Όλα αυτά πραγματικά μού αρέσουν πολύ, η πλευρά της περιπέτειας που ενυπάρχει σε μια καταιγίδα, πέρα από τη φωτογραφική πτυχή και το θέμα των κυμάτων.»
Αναλογιζόμενος την επιθυμία του να απαθανατίζει τα κύματα στη Βρετάνη, ο κος Ριβράν είπε ότι η θάλασσα πάντα τον έλκυε.
«Μεγάλωσα με τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν ναυτικός … με μια φωτογραφία ενός φάρου εν μέσω καταιγίδας πάνω από το κρεβάτι μου», είπε. «Μια μέρα, θέλησα να τον δω με τα ίδια μου τα μάτια πηγαίνοντας εκεί για να βγάλω φωτογραφίες με άλλους φωτογράφους.»
«Στα ανοιχτά του Φινιστέρ υπάρχει η μεγαλύτερη συγκέντρωση φάρων στην Ευρώπη. … Κάθε φάρος έχει μια ιστορία, συνδεδεμένη με έναν ή περισσότερους φαροφύλακες. Πρόκειται για ιστορίες που διάβαζα όταν ήμουν μικρός.»
(Ευγενική παραχώρηση του Ματιέ Ριβράν μέσω του Mathieu Rivrin Photographies)
Το 2016, ο κος Ριβράν τράβηξε φωτογραφίες κατά τη διάρκεια της καταιγίδας Ρούζικα στους φάρους Ζυμάν και Τεβενέκ από ένα ελικόπτερο.
«Προσαρμόζομαι στις καιρικές συνθήκες», είπε. «Δεν σχεδιάζω ένα συγκεκριμένο μέρος – είναι το χαρακτηριστικό της καταιγίδας που καθορίζει πού θα πάω.»
(Ευγενική παραχώρηση του Ματιέ Ριβράν μέσω του Mathieu Rivrin Photographies)
(Ευγενική παραχώρηση του Ματιέ Ριβράν μέσω του Mathieu Rivrin Photographies)
(Ευγενική παραχώρηση του Ματιέ Ριβράν μέσω του Mathieu Rivrin Photographies)
Κατά τη διάρκεια αυτών των λήψεων, ο κος Ριβράν προσπαθεί μεν να παραμείνει ασφαλής, αλλά εξακολουθεί να απολαμβάνει τη λήψη εικόνων από την άκρη της ξηράς, καθώς αυτό του επιτρέπει να δείξει όλο το ύψος του κύματος.
«Με καλή γνώση του εδάφους, καταφέρνω να πηγαίνω σε μέρη όπου θα ήταν αδύνατο να πάω αλλιώς», δήλωσε. «Μου έχει τύχει να βραχώ από τα κύματα, αλλά ποτέ δεν παρασύρθηκα.»
Όσον αφορά τον φωτογραφικό του εξοπλισμό, ο κος Ριβράν χρησιμοποιεί full-frame mirrorless φωτογραφικές μηχανές Sony, με εστιακές αποστάσεις που κυμαίνονται από 16 έως 100mm για να καλύψει κάθε τύπο εικόνας, συμπεριλαμβανομένων των ευρυγώνιων και των κοντινών λήψεων. Μερικές φορές τα θέματά του βρίσκονται σε απόσταση μεγαλύτερη των 2 χιλιομέτρων από την ακτή. Αν επιλέξει τη σωστή στιγμή για μια λήψη και κάνει μια καλή σύνθεση, ισχυρίζεται ότι σπάνια υπάρχει ανάγκη για ρετουσάρισμα.
«Δεν χρησιμοποιώ ποτέ φλας – από τη στιγμή που είναι γκρι, δεν με ενδιαφέρει», είπε. «Αλλά η εικόνα του Ποσειδώνα με έκανε να αλλάξω λίγο γνώμη, επειδή μπορείς να τραβήξεις όμορφες εικόνες και χωρίς φως.»
Γοητευμένος από τα χρώματα της Βρετάνης, ιδίως από τις αποχρώσεις της ανατολής και του ηλιοβασιλέματος και τα τιρκουάζ νερά της, ο κος Ριβράν είχε την τύχη να απαθανατίσει το Βόρειο Σέλας στο Μον Σεν Μισέλ. Έχει ταξιδέψει και έχει παραδώσει μαθήματα φωτογραφίας με το γαλλικό πρακτορείο Photographes du Monde (Φωτογράφοι του Κόσμου), ενώ οι φωτογραφίες του από την παλίρροια στο Σεν Μαλό τον Μάρτιο του 2022, τραβηγμένες με drone εκεί όπου η θάλασσα συναντά την πόλη, μπήκαν στο περιοδικό Paris Match.
(Ευγενική παραχώρηση του Ματιέ Ριβράν μέσω του Mathieu Rivrin Photographies)
(Ευγενική παραχώρηση του Ματιέ Ριβράν μέσω του Mathieu Rivrin Photographies)
Η αναγνώριση και προώθηση της ωκεάνιας φωτογραφίας από τα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης άλλαξε το παιχνίδι για τον κο Ριβράν και τους συναδέλφους του.
«Πριν από μερικά χρόνια, στην ακτή, ήμασταν δύο με τρεις φωτογράφοι, το πολύ, που τραβούσαν φωτογραφίες καταιγίδων και κυμάτων», δήλωσε στην Epoch Times. «Τώρα, έχει εκδημοκρατιστεί σε τεράστιο βαθμό. Το βρίσκω υπέροχο να βλέπω ανθρώπους που, αντί να μένουν στο σπίτι όταν υπάρχει καταιγίδα και άνεμοι, βγαίνουν έξω για να δουν το θέαμα στην ακτή.»
«Το να μοιράζομαι τις εικόνες μου και να κάνω τους ανθρώπους να θέλουν να έρθουν να δουν με τα μάτια τους αυτά τα τοπία, είτε πρόκειται για την καταιγίδα είτε για τα γαλαζοπράσινα νερά, είναι κάτι που με κάνει υπερήφανο.»
(Ευγενική παραχώρηση του Ματιέ Ριβράν μέσω του Mathieu Rivrin Photographies)
Η Αντζέλικα Κάουφμαν (Angelica Kauffmann, 1741-1807), ζωγράφος του 18ου αιώνα, είχε μια εξαιρετική ζωή και καριέρα. Όντας το μοναχοπαίδι ενός φτωχού Ελβετού ζωγράφου, η Αντζέλικα έλαβε ευρεία μόρφωση και έδειξε θαυμαστό ταλέντο ως προσωπογράφος και τραγουδίστρια της όπερας ενώ ήταν ακόμη στην εφηβεία της. Η πρώιμη γνώση της γερμανικής, γαλλικής, ιταλικής και αγγλικής γλώσσας έθεσε τα θεμέλια για τη διεθνή της επιτυχία ως κορυφαία νεοκλασική καλλιτέχνιδα και εξέχουσα γυναίκα στην υψηλή ευρωπαϊκή κοινωνία.
Στα νεανικά της χρόνια, ο πατέρας της ταξίδευε πολύ για δουλειές, παίρνοντας την κόρη του μαζί του από την Ελβετία στην Αυστρία και την Ιταλία. Στην ηλικία των 12 ετών ήταν ήδη γνωστή ως προσωπογράφος, με επισκόπους και ευγενείς να ποζάρουν για αυτήν, ενώ στα 15 της βοήθησε τον πατέρα της στην τοιχογράφηση μιας εκκλησίας στο Φοραλμπέργκ της Αυστρίας.
Τέλος, η οικογένεια μετακόμισε στην Ιταλία, όπου η Αντζέλικα αφιερώθηκε στην καλλιτεχνική εκπαίδευση, μελετώντας έργα παλαιών δασκάλων από διάσημες συλλογές σε όλα τα μεγάλα κέντρα, από το Μιλάνο, τη Φλωρεντία και τη Ρώμη μέχρι τη Νάπολη, την Μπολόνια και τη Βενετία.
Αντζέλικα Κάουφμαν, αυτοπροσωπογραφία, μεταξύ 1770-1775. Λάδι σε καμβά. Εθνική Πινακοθήκη Πορτραίτων, Λονδίνο. (PD-US)
Προσωπογραφίες στην Αιώνια Πόλη
Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην Ιταλία, τα χρόνια που πέρασε στη Ρώμη μεταξύ 1763-1765 αποδείχτηκαν καθοριστικά για την Κάουφμαν. Καλλιτεχνικά, είχε πρόσβαση σε μερικές από τις καλύτερες συλλογές αρχαίων γλυπτών και αναγεννησιακών έργων ζωγραφικής. Επίσης, δημιούργησε σημαντικές κοινωνικές σχέσεις με Γερμανούς διανοούμενους και Βρετανούς αριστοκράτες, οι οποίοι επισκέπτονταν την Αιώνια Πόλη στο πλαίσιο του Grand Tour. Εκτιμώντας την τέχνη της, της παρήγγειλαν πολλά αντίγραφα, αλλά και προσωπογραφίες.
Ένας από τους αυτούς ήταν ο Αμερικανός γιατρός Τζον Μόργκαν, απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, ο οποίος αργότερα ίδρυσε την πρώτη ιατρική σχολή στην αποικιακή Αμερική. Ο Μόργκαν σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, αφού υπηρέτησε στον πόλεμο Γαλλίας και Ινδιών, και ταξίδεψε στην Ιταλία το 1764 με τον Δούκα της Υόρκης.
Αντζέλικα Κάουφμαν, «Προσωπογραφία του Δρος Τζον Μόργκαν», 1764. Λάδι σε καμβά, 145 x 109 εκ. Εθνική Πινακοθήκη Πορτραίτων, Ίδρυμα Σμιθσόνιαν, Ουάσιγκτον. (Public Domain)
Στο πορτραίτο, η Κάουφμαν τον απεικονίζει ως έναν επίδοξο νεαρό γιατρό. Κάτω από το χέρι του, υπάρχει μια επιστολή που απευθύνεται σε έναν ευγενή. Το σημειωματάριό του βρίσκεται ανοιχτό στην σελίδα τίτλου με το όνομά του και μια κλασικίζουσα σφραγίδα, η οποία περιγράφεται με τις λέξεις «Primus ego in patriam», που αποτελούν την αρχή ενός λατινικού στίχου από τα «Γεωργικά» του Βιργιλίου που λέει: «Θα είμαι ο πρώτος, αν ζήσω, που θα φέρει τη Μούσα στην πατρίδα μου».
Την ίδια χρονιά η Αντζέλικα συνάντησε και ζωγράφισε τον Γιόχαν Γιόακιμ Βίνκελμαν, έναν πολυμαθή Γερμανό μελετητή της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας και τον σημαντικότερο υποστηρικτή του νεοκλασικισμού στις τέχνες. Βρισκόταν στην Ιταλία από το 1755, αμέσως μετά τη δημοσίευση ενός σημαντικού βιβλίου που περιέγραφε εύγλωττα το κλασικό αισθητικό ιδεώδες ως «ευγενική απλότητα και σιωπηλό μεγαλείο».
Το βιβλίο έκανε διάσημο τον Βίνκελμαν και αργότερα μεταφράστηκε στα γαλλικά και στα αγγλικά. Στη Ρώμη, οι γνώσεις του για την αρχαία τέχνη τού χάρισαν, το 1763, το διορισμό του από τον Πάπα Κλήμη ΙΓ’ ως «Έπαρχου Αρχαιοτήτων» για τη Βιβλιοθήκη του Βατικανού. Ένα χρόνο αργότερα, δημοσίευσε τον μνημειώδη τόμο «Η ιστορία της τέχνης στην αρχαιότητα» – μια πρωτοποριακή περιγραφή της καλλιτεχνικής και πολιτιστικής ανάπτυξης στην αρχαία Ελλάδα.
Ήταν κατά τη διάρκεια της περιόδου της έντονης επιστημονικής του δραστηριότητας που έγινε και η προσωπογραφία του από την Κάουφμαν. Με μια πένα στο χέρι, τον βλέπουμε να μοχθεί στο γραφείο του σε μια στιγμή περισυλλογής, με το χειρόγραφο να καλύπτει κατά το ήμισυ ένα γύψινο ανάγλυφο των τριών Χαρίτων. Εκτός από μια ελαιογραφία, δημιούργησε το ίδιο πορτραίτο και σε χαρακτικό, διαδίδοντας έντυπη την εικόνα του μεγάλου λογίου.
Αντζέλικα Κάουφμαν, «Προσωπογραφία του Γιόχαν Γιόακιμ Βίνκελμαν», 1764. Λάδι σε καμβά, 97 x 71 εκ. Πινακοθήκη της Ζυρίχης, Ελβετία. (Public Domain)
Αντζέλικα Κάουφμαν, «Προσωπογραφία του Γιόχαν Γιόακιμ Βίνκελμαν», 1764. Χαρακτικό, 19 x 15 εκ. Μουσείο τέχνης της Φιλαδέλφειας, ΗΠΑ. (Public Domain)
Σε επιστολή του προς έναν φίλο του, ο Βίνκελμαν σχολιάζει τις εντυπωσιακές γλωσσικές ικανότητες της Κάουφμαν και αναφέρεται στην εξαιρετική δημοτικότητά της στη Ρώμη, ιδίως μεταξύ των Άγγλων επισκεπτών. «Μπορεί να χαρακτηριστεί όμορφη», γράφει, «και στο τραγούδι μπορεί να συναγωνιστεί τους καλύτερους βιρτουόζους μας». Πέρα από την καλλιτεχνική αιγίδα, η Αντζέλικα είχε πιθανότατα συναντήσει τον λόγιο σε κοινωνικές συγκεντρώσεις, όπου μπορεί να διασκέδαζε τους καλεσμένους με τη γοητευτική φωνή της.
Η γνωριμία με τον Βίνκελμαν και τους κύκλους του ώθησε την τέχνη της Κάουφμαν προς την κλασική αισθητική και προς την ιστορική ζωγραφική. Όντας το υψηλότερο και πιο περίπλοκο είδος, η ιστορική ζωγραφική απαιτούσε όχι μόνο μεγαλύτερες συνθετικές δεξιότητες, αλλά και μόρφωση. Η αναπαράσταση της ανθρώπινης δράσης σε έναν ιστορικό, αφηγηματικό πίνακα καταξίωνε έναν καλλιτέχνη και σφράγιζε τη μεγαλοφυΐα του.
Μεταξύ 1766 και 1781, η Κάουφμαν μετακόμισε στο Λονδίνο και καθιερώθηκε ως κορυφαία καλλιτέχνις, αναλαμβάνοντας παραγγελίες υψηλού κύρους. Συνίδρυσε επίσης τη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών, όπου εξέθετε τακτικά.
Ωστόσο, η αισθητική των Άγγλων πατρόνων στράφηκε κυρίως προς τις προσωπογραφίες και τα τοπία, αφήνοντας στην Κάουφμαν λίγες ευκαιρίες να ασχοληθεί με τα ιστορικά και μυθολογικά θέματα που ήθελε. Τελικά, η ζωγράφος επέστρεψε στη Ρώμη και άνοιξε το δικό της εργαστήριο. Έχοντας διεθνή πελατεία, το εργαστήριό της εξελίχθηκε σε τόπο συνάντησης της ευρωπαϊκής πνευματικής ελίτ για το υπόλοιπο της ζωής της.
Ένα δίκτυο της διεθνούς ελίτ
Το 1782, ενώ κατασκεύαζε μια μεγαλοπρεπή βιβλιοθήκη στο παλάτι της οικογένειάς του, ο Μονσινιόρ Ονοράτο Καετάνι ζήτησε δύο τελάρα από την Κάουφμαν, καθένα από τα οποία θα απεικόνιζε μια σκηνή από το γαλλικό διδακτικό μυθιστόρημα «Οι περιπέτειες του Τηλεμάχου, γιου του Οδυσσέα».
Γραμμένο επί βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ΄ από έναν δάσκαλο του εγγονού του, το κλασικίζον μυθιστόρημα τοποθετείται στο πλαίσιο της «Οδύσσειας» του Ομήρου και αφηγείται τα εκπαιδευτικά ταξίδια του γιου του ήρωα. Ωστόσο, όντας παράλληλα μια καταγγελία του πολέμου και της πολυτέλειας, μια διακήρυξη υπέρ της αδελφοσύνης των ανθρώπων και μια πολιτική κριτική στην αυταρχική διακυβέρνηση του βασιλιά Ήλιου, το μυθιστόρημα είχε απήχηση και μεταξύ των διαφωτιστών, από τον Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, τον Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ και τον Τόμας Τζέφερσον μέχρι τις μορφωμένες κοινότητες της Ρώμης, στις οποίες ο Καετάνι ήταν ηγετικό μέλος.
Αντζέλικα Κάουφμαν, «Ο Τηλέμαχος και οι Νύμφες της Καλυψούς», 1782. Λάδι σε καμβά, 82 x 112 εκ. (επάνω) και «Η θλίψη του Τηλεμάχου», 1783. Λάδι σε καμβά, 82 x 112 εκ. (κάτω). Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. (Public Domain)
Η Κάουφμαν επέλεξε να ζωγραφίσει δύο σκηνές από την επίσκεψη του Τηλεμάχου και της Αθηνάς, η οποία τον συνοδεύει μεταμφιεσμένη σε Μέντορα, στο νησί της νύμφης Καλυψούς, στην οποία ο Τηλέμαχος αφηγείται το ταξίδι που κάνει αναζητώντας τον πατέρα του Οδυσσέα. Στην πρώτη εικόνα, ο πρωταγωνιστής διασκεδάζει με τις νύμφες, ενώ η Καλυψώ απομακρύνει τον Μέντορα. Στη δεύτερη, η Καλυψώ λέει στις νύμφες της να σταματήσουν να τραγουδούν για τον Οδυσσέα λόγω της θλίψης που προκαλεί το τραγούδι τους στον γιο του. Αυτά τα δύο επεισόδια αποτελούν την εκκίνηση της αφήγησης του Τηλεμάχου για διάσημους βασιλιάδες και μακρινές χώρες. Για τους θεατές που είναι εξοικειωμένοι με την ιστορία, οι σκηνές φέρνουν στο μυαλό τους τις συζητήσεις του Διαφωτισμού για την εκπαίδευση και τα πολιτικά συστήματα που επικρατούσαν στους πνευματικούς κύκλους του 18ου αιώνα.
Για τις επόμενες δύο δεκαετίες, η φήμη και το κύρος της Κάουφμαν ως κορυφαίας καλλιτέχνιδος διατηρήθηκαν, όπως και η θέση της στο κέντρο ενός ζωντανού δικτύου διεθνών ελίτ. Όταν ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε ταξίδεψε εκεί μεταξύ του 1786 και του 1788, οι δυο τους έγιναν στενοί φίλοι που έτρεφαν αμοιβαία εκτίμηση ο ένας για την τέχνη του άλλου. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Κάουφμαν φιλοτέχνησε μια προσωπογραφία, και μερικά σχέδια και εικονογραφήσεις για τα θεατρικά έργα και τα γραπτά του μεγάλου Γερμανού λογίου.
Στο «Ιταλικό ταξίδι» του, ο Γκαίτε έγραφε συχνά γι’ αυτήν ως ταλαντούχα και εργατική καλλιτέχνιδα και συμπαθητική γυναίκα. «Η Αντζέλικα είναι πάντα ευγενική και εξυπηρετική», αναφέρει σε μια επιστολή του, «και της είμαι υπόχρεος με περισσότερους από έναν τρόπους. Περνάμε κάθε Κυριακή μαζί και την επισκέπτομαι πάντα ένα βράδυ μέσα στην εβδομάδα. Απλώς δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί να εργάζεται τόσο σκληρά, πιστεύοντας ταυτόχρονα ότι δεν κάνει τίποτα».
Η Αντζέλικα Κάουφμαν πέθανε στις 5 Νοεμβρίου 1807 σε ηλικία 66 ετών, αφήνοντας πίσω της ένα πλούσιο έργο με περισσότερα από 800 έργα, μια πλούσια συλλογή έργων τέχνης και βιβλίων και μια μεγάλη περιουσία. Η κηδεία της, την οποία διηύθυνε ο μεγάλος νεοκλασικός γλύπτης Αντόνιο Κανόβα, ήταν η πιο λαμπρή μετά από εκείνη του Ραφαήλ, η οποία χρησίμευσε ως πρότυπο. Δύο από τους πίνακές της μεταφέρθηκαν στην πομπή και μια προτομή της τοποθετήθηκε στο Πάνθεον δίπλα σε εκείνη του Ραφαήλ. Αυτή η σύνδεση με αυτόν που θεωρήθηκε ο τελειότερος ζωγράφος της Αναγέννησης μιλάει για την υψηλή εκτίμηση που έτρεφαν οι σύγχρονοί της για εκείνην και για την ακατάλυτη κληρονομιά μιας μεγάλης καλλιτέχνιδος σε έναν κόσμο μεγάλων ανδρών.
Αν και ο κόσμος της βυζαντινής τέχνης παραμένει μακρινός για τους Δυτικούς, η παράδοση της έχει βαθιές και πνευματικές αξίες.
Όλα άρχισαν το 330, όταν ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στο Βυζάντιο, πόλη μεταξύ της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, στο σημείο όπου συναντώνται η Ευρώπη με την Ασία, μετονομάζοντάς τη σε Κωνσταντινούπολη.
Για περισσότερο από μία χιλιετία – από τον 4ο αιώνα περίπου μέχρι το 1453 – η θρησκευτική τέχνη άκμασε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αφήνοντας πίσω θαυμαστές αγιογραφίες, ψηφιδωτά και σπουδαία αρχιτεκτονικά έργα.
Γνωστή είναι και η περίοδος της εικονομαχίας, που δίχασε τους πιστούς σε υπέρμαχους και πολέμιους των άγιων εικόνων, με αποτέλεσμα την απώλεια όχι μόνο πλήθους αριστουργημάτων αλλά και πολλών ανθρώπινων ζωών.
Την εικονομαχία ξεκίνησε ο Αυτοκράτορας Λέων Γ’ ο Ίσαυρος, το 726, όταν απομάκρυνε την εικόνα του Χριστού από την Χαλκή Πύλη του παλατιού στην Κωνσταντινούπολη. Η πράξη αυτή ήταν η πρώτη από μία μακρά σειρά βίαιων καταστροφών που επέφεραν οι εικονοκλάστες από το 726 έως το 787, και μετά πάλι από το 814 έως το 842, εξαφανίζοντας σχεδόν τον κόσμο της βυζαντινής τέχνης.
Το κύριο επιχείρημα των εικονομάχων ήταν ότι η λατρεία των εικόνων αντιστρατευόταν τη Δεύτερη Εντολή (»Δεν θα κατασκευάσεις για σένα είδωλα και κανενός είδους ομοίωμα που να αντιπροσωπεύει οτιδήποτε βρίσκεται ψηλά στον ουρανό ή εδώ κάτω στη γη ή μέσα στα νερά, κάτω απ’ τη γη – Έξοδος 20:4) – καταστρέφοντας τις εικόνες, λοιπόν, έσωζαν τους χριστιανούς από την ειδωλολατρία.
Από το μέρος τους, οι εικονολάτρες αρνούνταν αυτήν την κατηγορία. Στην περί εικόνων απολογία του, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός (περ. 675-749) δήλωνε ότι αν και παλαιότερα ο αόρατος, άυλος και απερίγραπτος Θεός δεν απεικονιζόταν, ωστόσο με την ενσάρκωσή Του μεταξύ των ανθρώπων η σχέση μεταξύ ορατού και αόρατου άλλαξε, και ο Θεός έδωσε στους ανθρώπους τη δυνατότητα να Τον συλλάβουν με τις αισθήσεις τους και να περιγράψουν αυτό που οι αισθήσεις τους συνέλαβαν. Μεταξύ άλλων, επεσήμανε τη διαφορά μεταξύ λατρείας της ύλης καθεαυτής και της λατρείας του Θεού μέσω της ύλης και χαρακτήρισε τις εικόνες βιβλία των αγραμμάτων.
Ο θεολόγος Κωνσταντίνος Σκουτέρης (1939-2009) γράφει στο «Ποτέ σαν θεοί» («Never as Gods: Icons and their Veneration», 1984): «Οι εικόνες ήταν πάντα αντιληπτές ως ένα ορατό Ευαγγέλιο, ως μία μαρτυρία των σπουδαίων πραγμάτων που έδωσε στον άνθρωπο ο Θεός, ενσαρκωμένος Λόγος.
Ουσία και στυλ
Οι βυζαντινοί αγιογράφοι ζούσαν με προσευχή, νηστεία και αυτοσυγκέντρωση. Υπέτασσαν το προσωπικό τους ύφος στα σχηματοποιημένα πρότυπα της βυζαντινής τέχνης όπως αυτά είχαν εξελιχθεί μέσα από αιώνες παραδόσεων. Επίσης, απέφευγαν να υπογράφουν τα έργα τους. Για να αναγνωρίσουν τις εικόνες, οι ερευνητές εξετάζουν τα υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί.
Αν και στους αμύητους η συγκεκριμένη τεχνοτροπία ίσως μοιάζει απλοϊκή, ιδίως σε σχέση με τις εξεζητημένες αναγεννησιακές φιγούρες και συνθέσεις, ας έχουμε υπ’ όψιν ότι ακολουθούν επί τούτου ένα ιδιάζον στυλιζάρισμα, το οποίο εξυπηρετεί τους σκοπούς του:
«Η [βυζαντινή] τέχνη δεν έχει αφηγηματική ούτε διδακτική λειτουργία, αλλά είναι απρόσωπη, τελετουργική και συμβολική: είναι ένα από τα στοιχεία του θρησκευτικού τελετουργικού. Η τοποθέτηση των εικόνων στις εκκλησίες ακολουθούσε συγκεκριμένους κανόνες και κώδικες, όπως και η λειτουργία», γράφει ο δεύτερος τόμος τού The Mitchell Beazley Library of Art (The History of Painting and Sculpture Great Traditions).
Οι μορφές μεταφέρουν την αίσθηση της θεϊκής φύσης, όχι της ανθρώπινης. Σύμφωνα με το The Oxford Companion to Art, «το Βυζάντιο περιφρονούσε τον γήινο άνθρωπο, το άτομο, δίνοντας έμφαση στο υπεράνθρωπο, το θεϊκό, το ιδανικό. Το στυλιζάρισμα των εικόνων καταστρέφει το ανθρώπινο στοιχείο και προσδίδει στις μορφές την υπερκόσμια ποιότητα των συμβόλων».
Όταν απαγορεύτηκε η απεικόνιση των προσώπων, κατά τη διάρκεια της εικονομαχίας, οι καλλιτέχνες στράφηκαν στον φυσικό κόσμο και άρχισαν να εμπνέονται από διακοσμητικά στοιχεία όπως κλήματα και φυλλώματα. Τα ψηφιδωτά και οι νωπογραφίες κυριάρχησαν στον διάκοσμο των εκκλησιών, όπου συμπληρώνονταν από πέτρινα κιονόκρανα, γείσα, ξυλόγλυπτα και ανάγλυφα στοιχεία, και σμαλτωμένες εσοχές (σμάλτα champlevé).
Εκείνη την εποχή, οι μοναχοί έθεταν τα πρότυπα διακοσμητικά θέματα κάθε μέρους της εκκλησίας, όπως παραδείγματος χάριν την Πλατυτέρα στο εσωτερικό άνω μέρος της κεντρικής κόγχης του Ιερού του ναού, και τον Χριστό Παντοκράτορα τριγυρισμένο από αρχαγγέλους, αγγέλους, προφήτες και αποστόλους στον τρούλο.
Χριστός Παντοκράτωρ
Κάθε ορθόδοξη εκκλησία έχει έναν Χριστό Παντοκράτορα ή μία παραλλαγή του – είναι η πιο διαδεδομένη εικόνα της μορφής Του. Αν και θεωρείται ότι η προσωνυμία ‘Παντοκράτωρ’ προέρχεται από τον εβραϊκό όρο El Shaddai, που επί λέξει σημαίνει ‘Παντοδύναμος’ ή ‘Κύριος των πάντων’, ο μεταφραστής της Βίβλου Τζεφ Α. Μπέννερ επισημαίνει ότι «οι τεράστιες διαφορές μεταξύ της εβραϊκής γλώσσας και των υπολοίπων καθιστούν αδύνατη την ακριβή μετάφραση του [El Shaddai]» (από το βιβλίο His Name Is One: An Ancient Hebrew Perspective on the Names of God, του Jeff A. Benner).
Ο παλαιότερος σωζόμενος Παντοκράτωρ βρίσκεται στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης, στο Σινά, στην Αίγυπτο, και χρονολογείται από τον 6ο αιώνα. Η απομακρυσμένη θέση της Μονής έσωσε την εικόνα από τις καταστροφικές συνέπειες της εικονομαχίας.
Ο Χριστός Παντοκράτορας, στο μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά της Αιγύπτου, 6ος αιώνας. Εγκαυστική (χρώμα θερμού κεριού) σε πάνελ, 84 x 45 εκ. (Public Domain)
Η ιερή εικόνα είναι ζωγραφισμένη με εγκαυστική, δηλαδή με ζεστό κερί. Αυτή η τεχνική απαιτεί γρήγορο χειρισμό των χρωμάτων (πριν κρυώσει το κερί), επιτρέπει όμως στους καλλιτέχνες να μεταφέρουν μεγάλη ζωντάνια και ρεαλιστική πιστότητα στα έργα τους (βλ. πορτραίτα Φαγιούμ). Ωστόσο, στο συγκεκριμένο έργο, το πρόσωπο του Ιησού παρουσιάζει έντονη, αφύσικη ασυμμετρία. Πρόκειται για επιλογή του καλλιτέχνη, που έχει στόχο να αποδώσει τη διττή φύση του Χριστού: τη θεϊκή και την ανθρώπινη. Το αριστερό Του μάτι κοιτάζει τον θεατή, το δεξί στρέφεται προς τον ουρανό. Ένα χρυσό φωτοστέφανο, πάνω στο οποίο αχνοφαίνονται ένας κόκκινος σταυρός και αστέρια, περιβάλλει το κεφάλι Του.
Το δεξί Του χέρι είναι υψωμένο στη χειρονομία της ευλογίας, με τα δάκτυλα να σχηματίζουν τα γράμματα Ι, Χ και C από το ΙΗϹΟΥϹ ΧΡΙϹΤΟϹ. Το IC σημαίνει τον Ιησού και τα ΙΧ τον Χριστό: “IC XC”. Με το αριστερό χέρι κρατά ένα Ευαγγέλιο, στολισμένο με λίθους.
Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, στην εσοχή πίσω από τον Χριστό υπάρχουν τα γράμματα Α και Ω (το πρώτο και το τελευταίο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου), που σημαίνουν ότι ο Χριστός είναι η αρχή και το τέλος των πάντων.
Το στυλιζάρισμα, η σύνθεση και τα μοτίβα είναι κοινά σε όλους τους Παντοκράτορες, είτε αυτοί βρίσκονται σε κάποιο σπίτι είτε σε εκκλησία. Ένα παράταιρο στοιχείο θα διατάρρασσε το συνολικό νόημα και τη λειτουργία της εικόνας.
Αγιογραφίες
Η περίοδος 867 -1204 ήταν εποχή αναγέννησης για τις λατρευτικές εικόνες στην αυτοκρατορία. Οι Βυζαντινοί καλλιτέχνες επισκεύασαν και ανακαίνισαν τις εκκλησίες και τα κτήρια που είχαν υποστεί φθορές κατά τη διάρκεια της εικονομαχίας, δημιουργώντας σπουδαία νέα ιερά έργα τέχνης, λατρευτικά αντικείμενα και ναούς.
Η Δυτική Ευρώπη θαύμαζε την τέχνη των Βυζαντινών και τη χρυσή Βασιλεύουσα. Ακόμα και οι εχθροί της αυτοκρατορίας υιοθετούσαν στοιχεία της, όπως ο Ρογήρος Β’ της Σικελίας (1095 – 1154), ο οποίος κάλεσε Βυζαντινούς τεχνίτες για να δημιουργήσουν τα ψηφιδωτά του Καθεδρικού της Κεφαλού.
Ψηφιδωτό του 12ου αιώνα με τον Χριστό Παντοκράτορα στην αψίδα του καθεδρικού ναού της Κεφαλού, στη Σικελία. Αυτή η εκδοχή του Χριστού Παντοκράτορα, φέροντα ανοιχτό βιβλίο, είναι συχνά γνωστή ως Χριστός ο Δάσκαλος. Η διδασκαλία της Βίβλου σε αυτή την περίπτωση είναι το Ιωάννης 8:2. (BerfoldWerner/CC BY-SA 4.0)
Από τις πιο φημισμένες εικόνες του Παντοκράτορα είναι η «Δέησις», στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, με τον Χριστό πλαισιωμένο από τη Θεοτόκο και τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή, οι οποίοι Τον παρακαλούν να σώσει τους ανθρώπους.
Το ψηφιδωτό «Δέησις» του 13ου αιώνα, στην Αγία Σοφία, στην Κωνσταντινούπολη, με τον Χριστό Παντοκράτορα πλαισιωμένο από την Παναγία και τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, οι οποίοι Τον ικετεύουν να σώσει την ανθρωπότητα. (Myrabella/CC BY-SA 3.0)
Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, το Βυζαντινό Ινστιτούτο της Αμερικής αποκατέστησε τα ψηφιδωτά που αποκαλύφθηκαν κάτω από στρώσεις γύψου ύστερα από έναν αιώνα περίπου. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του Αμερικανού αγιογράφου Μπομπ Άτκινσον, ο γύψος είχε καταστρέψει ανεπανόρθωτα ορισμένα τμήματα των ψηφιδωτών.
Το ψηφιδωτό «Δέησις» δημιουργήθηκε μεταξύ 1261 και 1300, για να αντικαταστήσει ένα πολύ παλαιότερο έργο που καταστράφηκε. Οι μορφές απεικονίστηκαν με φυσικότητα, ενώ ως πηγή φωτός χρησιμοποιήθηκε το παράθυρο του ναού που βρισκόταν στα αριστερά του έργου. «Χαρακτηριστικό αυτής της “Δεήσεως” είναι ο τρόπος με τον οποίο το φως διατρέχει την επιφάνεια του έργου και βυθίζεται σε διαφανείς γυάλινους κύβους, φωτίζοντάς το χρωματικά και φορτίζοντάς το με μία απόκοσμη ενέργεια», έγραφε το 1939 ο συντηρητής έργων τέχνης Τζορτζ Χολτ, του Κολλεγίου Μπέννιγκτον του Βερμόντ.
Ο Χριστός Παντοκράτορας, από το ψηφιδωτό «Δέησις» της Αγίας Σοφίας, στην Κωνσταντινούπολη (λεπτομέρεια). (Edal/CC BY-SA 3.0)
Το Βυζαντινό Ινστιτούτο της Αμερικής αναπαρήγαγε ζωγραφικά ένα πιστό αντίγραφο του ψηφιδωτού, σε φυσικό μέγεθος, το οποίο βρίσκεται τώρα στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Η εικόνα της Δέησης παρουσιάστηκε αργότερα στο διάζωμα της Δέησης του τέμπλου, του κλιμακωτού τοίχου με εικόνες μεταξύ του κυρίως ναού και του ιερού στις ορθόδοξες εκκλησίες.
Με την πάροδο των ετών, τα ψηφιδωτά και η εγκαυστική ζωγραφική αντικαταστάθηκαν από φθηνότερες τοιχογραφίες στις εκκλησίες.
Η τοιχογραφία του Χριστού Παντοκράτορα στον τρούλο της Μονής Οσίου Λουκά στο Δίστομο, στην κεντρική Ελλάδα, αντικατέστησε ένα παλαιότερο ψηφιδωτό. Σύμφωνα με το «Sir Banister Fletcher’s A History of Architecture», η Μονή Οσίου Λουκά «μεταφέρει την καλύτερη εντύπωση που υπάρχει σήμερα οπουδήποτε για τον χαρακτήρα του εσωτερικού μιας εκκλησίας κατά τους πρώτους αιώνες μετά το τέλος της εικονομαχίας».
Ο Όσιος Λουκάς στο Δίστομο είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα πρώιμης βυζαντινής τέχνης, μετά την Εικονομαχία, με τον Χριστό Παντοκράτορα να κοιτάζει τους πιστούς από τον κεντρικό τρούλο. Bayazed/Shutterstock
Περίπου 13 αιώνες μετά τον Παντοκράτορα του Σινά, η νωπογραφία του 19ου αιώνα στον τρούλο της εκκλησίας του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ απηχεί εκείνη την εικόνα. Ο Χριστός, με κόκκινο χιτώνα και μπλε μανδύα, κρατά τα Ευαγγέλια στο ένα χέρι και με το άλλο ευλογεί. Ένα χρωματιστό φωτοστέφανο περιβάλλει το χρυσό φωτοστέφανό Του και τρία ελληνικά γράμματα στο σταυρό σημαίνουν «Αυτός που είναι». Στο Orthodox Arts Journal, ο πατήρ Στήβεν Μπίγκαμ εξηγεί ότι αυτά τα λόγια ειπώθηκαν στον Μωυσή στο όρος Σινά, όταν εκείνος ρώτησε σε ποιον μιλούσε. Οι αρχικές εβραϊκές λέξεις έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά ως «Γιαχβέ».
Εκτός από τις μεγάλες εκκλησιαστικές εικόνες, οι τεχνίτες έφτιαχναν και μικρότερα έργα για προσωπική λατρεία, από απλά πέτρινα γλυπτά μέχρι περίτεχνα κοσμήματα και περίπλοκα τρίπτυχα.
Σπουδαίο δείγμα γλυπτού από στεατίτη αποτελεί ένας μικρός πέτρινος Παντοκράτορας του 14ου αιώνα, που βρίσκεται τώρα στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης. Επιγραφές σκαλισμένες σε δύο ορθογώνια δεξιά και αριστερά σημειώνουν ότι αυτός ο Παντοκράτορας είναι ο Χριστός Αντιφωνητής που σφραγίστηκε στα νομίσματα της αυτοκράτειρας Ζωής της Πορφυρογέννητης (περ. 978-1050).
Εικόνα με τον Χριστό Παντοκράτορα, πιθανώς κατασκευασμένη στην Ελλάδα γύρω στα 1350. Πράσινος στεατίτης, 6,35 x 6,35 x 2 εκ. Rogers Fund, 1979, Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. (Public Domain)
Ένα μενταγιόν από χρυσό σμάλτο cloisonné, διπλής όψεως, των αρχών του 12ου αιώνα, με την Παναγία στη μία πλευρά και τον Χριστό Παντοκράτορα στην άλλη, αποδεικνύει τις δεξιότητες των τεχνιτών της Κωνσταντινούπολης. Το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης το αποκαλεί «ένα από τα πιο όμορφα και τεχνικά άρτια προσωπικά λατρευτικά αντικείμενα που έχουν διασωθεί από το Βυζάντιο».
Κρεμαστή εικόνα διπλής όψεως με την Παναγία και τον Χριστό Παντοκράτορα, Κωνσταντινούπολη, περ. 1100. Χρυσός, σμάλτο cloisonné, 3,5 x 2,2 x 0,1 εκ. Δωρεά της Lila Acheson Wallace, 1994, Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. (Public Domain)
Τα στοιχεία του Χριστού Παντοκράτορα που είδαμε στις προηγούμενες εικόνες είναι όλα παρόντα και εδώ, επιδέξια τοποθετημένα σε χρυσό σμάλτο cloisonné. Τα γράμματα «OB» και «TΔ», πάνω και κάτω από τον Χριστό αντίστοιχα, υποδηλώνουν την επωνυμία «OBTΔ» (Βασιλιάς της Δόξας).
Το «Τρίπτυχο Αρμπαβίλ» παρουσιάζει τη Δέηση με αγίους. Πρόκειται για υψηλό ανάγλυφο σε ελεφαντόδοντο, που συνδυάζει την εικόνα της Δεήσεως με μορφές αγίων και Αποστόλων. Χρονικά τοποθετείται μεταξύ 940 και 960. Η Δέηση δείχνει τον Χριστό ενθρονισμένο (μια εκδοχή του Χριστού Παντοκράτορα) στο κέντρο, πλαισιωμένο από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και την Παναγία, οι οποίοι προσεύχονται για την ανθρωπότητα, όπως ακριβώς και στο ψηφιδωτό της Δεήσεως της Αγίας Σοφίας. Δεξιά και αριστερά από το κεφάλι του Χριστού διακρίνονται δύο άγγελοι. Δίπλα σε κάθε μορφή, σε αυτές των πέντε αποστόλων που στέκονται κάτω από τη Δέηση καθώς και σε αυτές των αγίων που κοσμούν τα δύο φύλλα, είναι χαραγμένη η ονομασία της. Το έργο βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι.
«Τρίπτυχο Αρμπαβίλ», μεταξύ 940 και 960. Υψηλό ανάγλυφο σε ελεφαντόδοντο, 24 x 28 x 1,3 εκ. Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι. (Public Domain)
Ελάχιστα βυζαντινά έργα παραστατικής τέχνης επέζησαν από την περίοδο της Εικονομαχίας, αλλά η θεϊκή και αιώνια γλώσσα των εικόνων διατηρεί τη δύναμή της σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο.
Σύμφωνα με το «The Mitchell Beazley Library of Art: Vol. II. The History of Painting and Sculpture Great Traditions»:
«Αν και η κεντρική πηγή του βυζαντινού ύφους έσβησε με την τουρκική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1453, η τέχνη συνεχίστηκε στη Ρωσία και τα Βαλκάνια [νοτιοανατολική Ευρώπη], ενώ στην Ιταλία το βυζαντινό στοιχείο (αναμεμειγμένο με το γοτθικό) επέζησε στη νέα τέχνη που ίδρυσαν ο Ντούτσιο και ο Τζόττο».
Οι βυζαντινοί θησαυροί θαυμάζονται και εκτιμώνται σε όλον τον κόσμο, ανάβοντας ακόμα θεϊκές φλόγες σε ευσεβείς και πιστές καρδιές.
Σε όλους μας αρέσει να βλέπουμε όμορφα πράγματα. Τι θα ήταν η ζωή μας χωρίς ομορφιά; Ωστόσο, υπάρχει πάντα η πιθανότητα η ομορφιά να κοσμεί ή να καλύπτει επιβλαβή πράγματα. Πώς μπορούμε να διακρίνουμε πότε κάτι είναι αληθινά όμορφο ή πότε η ομορφιά κρύβει κάτι το επιζήμιο;
Σε αυτό το προτελευταίο μέρος της σειράς για την εικονογράφηση του Γκυστάβ Ντορέ στο ποίημα του Τζον Μίλτον «Απολεσθείς Παράδεισος», συνεχίζουμε να αντλούμε σοφία από την ερμηνεία του συγγραφέα για τη βιβλική ιστορία του Αδάμ και της Εύας. Στο προηγούμενο άρθρο (μέρος ιγ΄), είδαμε τη μεταμόρφωση του Σατανά σε φίδι, προκειμένου να βρει έναν τρόπο να βλάψει τον Θεό μέσω του Αδάμ και της Εύας. Οι δύο άνθρωποι απολαμβάνουν ακόμα ευτυχισμένοι τον Κήπο της Εδέμ, αν και ο Αρχάγγελος Ραφαήλ τους έχει προειδοποιήσει για την απειλητική παρουσία του Σατανά μέσα σε αυτόν.
Η ένωση της Σοφίας και της Ομορφιάς
Όταν ξυπνούν, ο Αδάμ και η Εύα επιθυμούν να περιποιηθούν τον κήπο του Θεού, να τον διαμορφώσουν και να πλάσουν μια ευλαβική προς τον Θεό ομορφιά, αλλά υπάρχουν πολλά που πρέπει να φροντίσουν. Η Εύα προτείνει να χωριστούν, ωστόσο ο Αδάμ ανησυχεί ότι μόνοι θα κινδυνεύουν περισσότερο από τον Σατανά, παρά αν μείνουν μαζί:
«Άλλη αμφιβολία με τρώει εντός μου, μην τύχει
Κι έρθει το κακό σαν χωριστούμε – γιατί γνωρίζεις
Πως μας προειδοποίησαν – για τον κακόβουλο εχθρό,
Που ο φθόνος για την ευτυχισμένη μας ζωή τον απελπίζει
Κι η σκέψη του όλο γυρνά στο πώς τον όλεθρο και την ντροπή
Σ’ εμάς θα φέρει, ύπουλα, και ίσως κάπου εδώ κοντά
Ήδη να ελλοχεύει και να μας παρακολουθεί
Με άπληστη ελπίδα πως θά’ βρει τη στιγμή που ξεμοναχιασμένοι
Λεία κατάλληλη στ’ άτιμα σχέδιά του εύκολη θά’ μαστε,
Ενώ τους δυο μαζί δύσκολο να νικήσει, καθώς
Γοργά ο ένας τ’ αλλουνού βοήθεια θα προσφέρουμε.»
(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Ένατο)
Εδώ ο Αδάμ αποκαλύπτει μια σημαντική πτυχή της σχέσης του αρσενικού με το θηλυκό: ότι είναι απαραίτητο να συνεργάζονται και να αλληλοβοηθούνται ενάντια στις επιθέσεις του κακού. Ο Μίλτον αναφέρεται επίσης επανειλημμένα στη σοφία του Αδάμ και στην ομορφιά της Εύας σε όλα τα γραπτά του, υποδηλώνοντας ότι αυτά τα δύο – η σοφία και η ομορφιά – πρέπει να εργάζονται ως ένα για να υπάρχει η αντίσταση στον πειρασμό και η υπακοή στον Θεό.
Στην παρακάτω εικόνα, ο Ντορέ δείχνει τον Αδάμ και την Εύα να κάθονται στο βάθος, κάτω από έναν από τους φουντωτούς θάμνους του κατάφυτου κήπου, που σφύζει από ζωή. Ένα φως λάμπει πάνωθέ τους σαν να προβάλλει την ένωσή τους στο φως και την αγάπη του Θεού. Ο Σατανάς, στο πρώτο πλάνο, μεταμορφωμένος σε φίδι, τους παρακολουθεί, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία.
«Πλησίασε εγγύτερα / και στράτες διαπερνάει, ‘κείνος, με λόχμες στιβαρές / κέδρων, πεύκων, φοινίκων» * (Βιβλίο Θ΄, σελ. 364). Xαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ, από την εικονογράφησή του για το βιβλίο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος», 1866. (Public Domain)
Ο κίνδυνος στον δρόμο της Ομορφιάς
Παρά τις αντιρρήσεις και τις προειδοποιήσεις του Αδάμ, η Εύα τον πείθει ότι όλα θα πάνε καλά και ότι μπορεί να φροντίσει τον εαυτό της. Η Εύα φεύγει μόνη της και συμβαίνει να είναι αυτή που συναντά ο Σατανάς πρώτη, ενώ περιποιείται τα λουλούδια σε μια μεριά του κήπου. Όμως, η ουράνια ομορφιά της τον αιφνιδιάζει και σχεδόν ξεχνά το μίσος που έχει στην καρδιά του:
«Πόση ευχαρίστηση το Φίδι δοκιμάζει αντικρύζοντας
Στο λουλουδάτο πλάτωμα, της Εύας το γλυκό το καταφύγιο,
Την ίδια, έτσι μόνη, έτσι νωρίς – η ουράνια μορφή της
Αγγελική, αλλά πιο απαλή και θηλυκή,
Τόσο γεμάτη χάρη κι αθωότητα
Σε κάθε κίνησή της, που ανώτερη
Απ’ την κακία του στερούσε την από τη δύναμή της
και τη φλόγα. Κι έτσι ο Άρχοντας του Σκότους στάθηκε,
Για λίγο χάνοντας το μένος και την κακία του κι έμεινε
έτσι για λίγο σαν χαζός από την καλοσύνη, αφοπλισμένος
από εχθρότητα, δολιότητα, μίσος και εκδικητικότητα.»
(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Ένατο)
Εδώ, ο Μίλτον υποδηλώνει ότι η ουράνια ομορφιά της Εύας έχει τη δύναμη να μετατρέπει αυτό που είναι γεμάτο μίσος και αμαρτίες σε καλό. Η ομορφιά έχει εγγενώς μεταμορφωτική δυνατότητα. Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν μπορούσε να κατέχει αυτή την ομορφιά, αναζωπύρωσε την οργή του Σατανά, ο οποίος πλησίασε τελικά την Εύα για να θέσει το σχέδιό του σε εφαρμογή.
Η Εύα αιφνιδιάζεται από το φίδι που μιλάει. Πώς μπορεί αυτό να μιλάει όταν κανένα από τα άλλα ζώα δεν μπορεί; Ο Σατανάς απαντά ότι το Δέντρο της Γνώσης του Καλού και του Κακού τού έδωσε αυτήν τη δύναμη και ότι θα έπρεπε και εκείνη να φάει από το Δέντρο. Εκείνη του αντιτείνει ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει. Είναι το μόνο πράγμα που ο Θεός έχει ζητήσει από εκείνη και τον Αδάμ να μην κάνουν.
Ο Σατανάς, ωστόσο, με την πονηριά του, στοχεύει κατευθείαν αυτό που μπορεί να γίνει πηγή υπερηφάνειας για εκείνην: την ομορφιά της. Της λέει ότι είναι τόσο όμορφη που πρέπει να τη λατρεύουν όλοι σαν να είναι θεά. Τώρα, μόνο ο Αδάμ μπορεί να απολαύσει την ομορφιά της, αλλά η ομορφιά της είναι υπερβολική για έναν μόνο άνθρωπο και τα ανάξια ζώα του κήπου:
«Πανώριο ομοίωμα ‘συ του Δημιουργού σου,
Εσέ όλα τα ζωντανά κοιτάζουνε κι όλα δικά σου είναι,
Δώρα σου, λάτρεις και θαυμαστές της ουρανίας
Ομορφιάς σου – και πού αλλού καλύτερα
Να την κοιτούν παρά εκεί όπου θαυμάζεται από τον κόσμο όλον.
Μα εδώ, μέσα στην άγρια μοναξιά, ανάμεσα στα κτήνη,
Χυδαίους θαυμαστές, ρηχούς, που να διακρίνουν δεν μπορούν
τις πλιότερες τις χάρες σου, εξόν από ‘ναν άντρα
Που σε τηρά (μα τί ‘ναι ο ένας;), που να σε βλέπουν θά ‘πρεπε,
Μία θεά μέσ’ τους θεούς, να σε λατρεύουν και να σε υπηρετούν
αμέτρητοι αγγέλοι, ακόλουθοί σου καθημερινοί;»
(Τζον Μίλτον, «Ο απολεσθείς Παράδεισος», Βιβλίο Ένατο)
Τη διαβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει τίποτα κακό στον καρπό από το Δέντρο της Γνώσης του Καλού και του Κακού. Αν υπήρχε, πώς θα μπορούσε να φάει ο ίδιος από αυτό και να αποκτήσει τη δύναμη να μιλάει σαν άνθρωπος; Σίγουρα, αν και η Εύα φάει από αυτό, θα γίνει ακόμα πιο όμορφη και θεϊκή, όπως είναι τα όντα στον ουρανό.
Εκείνη αναλογίζεται τα λόγια του και σκέφτεται ότι το φίδι μπορεί να έχει δίκιο, ότι ίσως παρεξήγησαν την εντολή του Θεού – γιατί, αν ο Θεός τους αγαπούσε αληθινά, γιατί να μην ήθελε να φάνε τον καρπό αυτού του δέντρου; Παίρνει λοιπόν καρπούς από το δέντρο και τρώει. Αμέσως μεθάει και αισθάνεται σαν να είναι θεϊκή. Κατά τη διάρκεια της μέθης της, ο Σατανάς γλιστρά μακριά, μέσα στους θάμνους του κήπου.
«To ένοχο φίδι σούρθηκε στα θάμνα και λουφάζει» * (Βιβλίο Θ΄, σελ. 378). Xαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ, από την εικονογράφησή του για το βιβλίο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος», 1866. (Public Domain)
Σε αυτή την εικόνα, ο Ντορέ δείχνει τη στιγμή που ο Σατανάς εγκαταλείπει την παρασυρμένη Εύα με τον καρπό στο χέρι της. Σε αντίθεση με την πρώτη εικόνα, εδώ ο Αδάμ και η Εύα είναι μακριά ο ένας από τον άλλον.
Τώρα η εστίαση είναι στην Εύα μόνο, με το φως να τονίζει την ομορφιά της, αλλά και την ανυπακοή που συνοδεύει τώρα την ομορφιά της – όπως δείχνει ο καρπός που κρατά στο χέρι της. Ο Αδάμ κάθεται στις σκιές, στο βάθος της εικόνας, με το κεφάλι του ακουμπισμένο στο χέρι του, στοχαστικός και ανήσυχος. Θα μπορούσε αυτή η σκηνή να αναπαριστά και την εσωτερική διχόνοια που επέρχεται όταν η ομορφιά και η σοφία διαχωρίζονται – όταν η ομορφιά στολίζει επιπόλαια πράγματα που δεν είναι θεϊκά;
Η ευεργετική, μεταμορφωτική ομορφιά
Σε όλη την ιστορία του δυτικού πολιτισμού, η ομορφιά συνοδευόταν από επιφυλάξεις. Ο Πλάτωνας είχε προειδοποιήσει για τους κινδύνους της, προτείνοντας να εξορίζονται οι ποιητές από τη Δημοκρατία, καθώς είχαν τη δύναμη να κάνουν οτιδήποτε να φαίνεται θελκτικό. Υπάρχει αλήθεια στην ανησυχία του Πλάτωνα: Οτιδήποτε μπορεί να κεκοσμηθεί ώστε να μοιάζει ωραίο, ακόμη και πράγματα που μπορεί να αποδειχθούν καταστροφικά.
Πώς μπορεί η ομορφιά να μας ωφελήσει; Η ομορφιά μπορεί εγγενώς να μεταμορφώσει όσους την βιώνουν, αλλά για ποιο σκοπό; Πώς μπορεί η μεταμόρφωση να είναι ωφέλιμη; Μήπως όπως προτείνει ο Μίλτον, λέγοντας ότι η ομορφιά πρέπει να ενοποιηθεί με τη διάνοια και να υποταχθεί στις εντολές του Θεού; Είναι ευεργετική η ομορφιά εκείνη που πληροί αυτές τις προϋποθέσεις;
Ο Γκυστάβ Ντορέ [GustavDoré, 1832-1883] ήταν ένας ιδιαίτερα παραγωγικός καλλιτέχνης του 19ου αιώνα. Εικονογράφησε με τα χαρακτικά του μερικά από τα σπουδαιότερα έργα της κλασικής Δυτικής λογοτεχνίας, περιλαμβανομένων της Βίβλου, του «Απολεσθέντα Παραδείσου» και της «Θείας Κωμωδίας». H σειρά «Ο ‘Απολεσθείς Παράδεισος’ μέσα από τα μάτια και τις εικόνες του Γκυστάβ Ντορέ» του Έρικ Μπες εμβαθύνει στις ιδέες του ποιήματος του Τζον Μίλτον που ενέπνευσαν τον Ντορέ και στις εικόνες που φιλοτέχνησε.
Μέχρι τώρα στην Epoch Times έχουν δημοσιευθεί τα πρώτα 13 άρθρα του Έρικ Μπες για την εικονογράφηση του Γκυστάβ Ντορέ στο έργο του Τζον Μίλτον «Ο απολεσθείς Παράδεισος»:
* Η απόδοση των στίχων του Μίλτον στις λεζάντες των εικόνων είναι από τη μετάφραση του Αθανασίου Δ. Οικονόμου, εκδ. Οδός Πανός, τρίτη έκδοση, Αθήνα 2015.
Animation ή «τέχνη της εμψύχωσης»: μια τέχνη με πλούσια ιστορία, που συνδυάζει τις εικαστικές τέχνες με τον κινηματογράφο και τη μουσική, αλλά και την τεχνολογία, παρέχοντας μοναδική ποικιλία εκφραστικών μέσων στους δημιουργούς, που μπορούν να συνδυάζουν το παιχνίδι και τη διασκέδαση με την τέχνη, την ποίηση και τα βαθιά μηνύματα.
Το Φεστιβάλ Animation Animasyros επιστρέφει στη Σύρο και φέτος, από τις 26 Σεπτεμβρίου έως την 1η Οκτωβρίου, για 16η συνεχή χρονιά, με ένα πλούσιο πρόγραμμα προβολών, συζητήσεων και παράλληλων εκδηλώσεων. Έναν από τους βασικούς πυλώνες του Φεστιβάλ αποτελούν, ακόμη μία χρονιά, τα εκπαιδευτικά εργαστήρια που φέτος αντλούν έμπνευση από την κεντρική θεματική του Φεστιβάλ «Animation και Αρχαία Ελλάδα».
Προβολές με έμφαση στο λατινικό και το πολωνικό animation
Αναγνωρίζοντας τη σημαντική θέση της δημιουργικής βιομηχανίας animation στην Ιβηρική χερσόνησο και της άνθησης που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια και στη Λατινική Αμερική, το ANIMASYROS παρουσιάζει ένα ευρύ αφιέρωμα στις χώρες αυτές, με τίτλο La Animaciόn Iberoamericana, με 5 ταινίες μεγάλου μήκους και προγράμματα ταινιών μικρού μήκους που επιμελούνται τα συνεργαζόμενα φεστιβάλ Animac Lleida από την Ισπανία και Cinanima από την Πορτογαλία. Τα προγράμματα αυτά θα παρουσιαστούν πριν από το ANIMASYROS στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας. Το αφιέρωμα La Animaciόn Iberoamericana, ολοκληρώνεται με ένα σύγχρονο και αντιπροσωπευτικό πρόγραμμα ταινιών μικρού μήκους επιμέλειας του ANIMASYROS καλλιτεχνών από τη Λατινική Αμερική.
Έτσι, στο πλαίσιο του αφιερώματος, θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε την βραβευμένη με Goya γαλλο-ισπανική ταινία Unicorn Wars του Alberto Vázquez σε πανελλαδική πρεμιέρα, το Mironins, μία ταινία που ζωντανεύει έργα του διάσημου Ισπανού ζωγράφου Joan Miró και που θα αγαπήσουν σίγουρα οι μικροί – αλλά και όχι μόνο! – φίλοι του Φεστιβάλ παρουσία του σκηνοθέτη Mikel Mas Bilbao, τη σουρεαλιστική La Otra Forma του Diego Felipe Guzman από την Κολομβία και τη νέα ταινία του προτεινόμενου για Όσκαρ Alê Abreu, Perlimps, σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Αρχαίας Ολυμπίας για παιδιά και νέους.
Το ANIMASYROS 2023 παρουσιάζει, ακόμη, ένα αφιέρωμα στην πολωνική σκηνή animation, στο οποίο θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε τις 17 καλύτερες σπουδαστικές ταινίες των τελευταίων ετών, σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Etiuda & Anima της Κρακοβίας.
Εκπαιδευτικά προγράμματα για όλους
Με την καθοδήγηση έμπειρων εκπαιδευτών από την Ελλάδα και το εξωτερικό, παιδιά, έφηβοι, ενήλικες, ΑμεΑ, αλλά και οι αγαπημένοι μας «βετεράνοι» ζωντανεύουν κυκλαδικά ειδώλια, γίνονται αρχαιολόγοι, αποδομούν και φέρνουν στο σήμερα αρχαίους μύθους.
Πιο αναλυτικά, ο ταλαντούχος animator Ρέμκο Πόλμαν και η αναγνωρισμένη παραγωγός Γιαντιένε ντε Κρόον (Ολλανδία) παρουσιάζουν το εργαστήριο «Cutting up the Myths» για ενήλικες. Για τρία πρωινά, οι συμμετέχοντες – άτομα με ή και χωρίς εμπειρία στα κινούμενα σχέδια – παίζουν, κόβουν, συνθέτουν και χρησιμοποιώντας την τεχνική του cut-out animation εκσυγχρονίζουν και ζωντανεύουν με τον δικό τους τρόπο τους αρχαίους μύθους.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον προβλέπεται το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Animasyros 2023, όμως, και για τους μικρούς φίλους του Φεστιβάλ. Στο διήμερο εργαστήριο «Ξεθάβοντας την αρχαιότητα» με εισηγητή τον animator Αγησίλαο Ρόμπολα, τα παιδιά εξοικειώνονται με τις τεχνικές του stop-motion και του sand animation, γίνονται για λίγο αρχαιολόγοι και δίνοντας ζωή στην άμμο αποκαλύπτουν σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα της αρχαίας Ελλάδας.
Στο εργαστήριο «Sands of Time» για εφήβους, μαζί με τον ανερχόμενο και πολλά υποσχόμενο animator Νικολά Φατούχ (Λίβανος), οι συμμετέχοντες περιπλανώνται στον κόσμο των κινουμένων σχεδίων για μια αξέχαστη περιπέτεια. Αντλώντας έμπνευση από την Οδύσσεια και με βασικό υλικό τους την άμμο, εξερευνούν την ελληνική μυθολογία, απελευθερώνουν τη δημιουργικότητά τους και αφηγούνται με τη δική τους ματιά το ταξίδι του θρυλικού ήρωα Οδυσσέα.
Ακόμη, στην αυλή του εμβληματικού θεάτρου Απόλλων της Ερμούπολης θα πραγματοποιηθεί το ξεχωριστό εργαστήριο κεραμικής «Εξερευνώντας τα μυστήρια των κυκλαδίτικων τηγανόσχημων» για οικογένειες με παιδιά, σε συνεργασία με το Εργαστήρι Κεραμικής ΑΜΚΕ Χίμαιρα, υπό την καθοδήγηση του Μάνου Μαστοράκη. Οι συμμετέχοντες θα έχουν την ευκαιρία να φτιάξουν το δικό τους σκεύος και να το διακοσμήσουν είτε με αυθεντικά μοτίβα από ευρήματα είτε με παραστάσεις δικής τους έμπνευσης.
Η συμμετοχή σε όλα τα εργαστήρια είναι δωρεάν, ενώ οι αιτήσεις συμμετοχής είναι ανοιχτές έως και τις 20 Σεπτεμβρίου στην ιστοσελίδα του Φεστιβάλ: animasyros.gr. Περισσότερες πληροφορίες στο education2@animasyros.gr.
Πέραν αυτών, διοργανώνεται σε συνεργασία με το ΚΔΑΠ-ΜεΑ Δήμου Σύρου-Ερμούπολης και με την υποστήριξη του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση το εκπαιδευτικό εργαστήριο «Ζωντανές Αγγειογραφίες» για ΑμεΑ με εκπαιδεύτρια την Έλενα Παυλάκη, ενώ οι βετεράνοι του δραστήριου ΚΑΠΗ Δήμου Σύρου-Ερμούπολης με σκανταλιές και κόλπα θα περιπλανηθούν πάνω σε κυκλαδίτικα ίχνη για να μας διηγηθούν ιστορίες, μεγάλες και μικρές, αστείες και λυπητερές στο εργαστήριο «Κυκλαδίτικα Ίχνη» υπό την καθοδήγηση της animator, γραφίστριας και εκπαιδεύτριας Μαργαρίτας Σιμοπούλου.
Επιπλέον, στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών δράσεων του ΕΚΟΜΕ και σε συνεργασία με το ΚΕΠΕΑ Σύρου – Ερμούπολης, στην εμβληματική έπαυλη Τσιροπινά στην Ποσειδωνία θα πραγματοποιηθεί εκπαιδευτικό εργαστήριο για παιδιά βασισμένο σε ταινία από το διεθνές φεστιβάλ Takorama για παιδιά και εφήβους, με εκπαιδευτές τους Δημήτρη Παπαχαραλάμπους και Ματούλα Παπαδημητρίου. Το εργαστήριο θα εξερευνήσει τα βασικά θεματικά, αισθητικά και αφηγηματικά χαρακτηριστικά της ταινίας και συνδυάζει τις δραστηριότητες οπτικοακουστικού γραμματισμού με την εκπαιδευτική επεξεργασία ζητημάτων που αφορούν τις σχέσεις με τους ανθρώπους και το περιβάλλον σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Σχολικές προβολές στο Θέατρο Απόλλων
Το Animasyros καλεί μαθητές, δασκάλους και καθηγητές να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες που προσφέρει η τέχνη της εμψύχωσης στην εκπαίδευση μέσα από ένα ειδικά διαμορφωμένο πρόγραμμα προβολών για σχολικές ομάδες. Παράλληλα, θέλοντας να αναδείξει τη δουλειά που πραγματοποιείται στα σχολεία πανελλαδικά, αλλά και σε όλο τον κόσμο, πάνω στο animation, επέλεξε να εντάξει στο πρόγραμμα των σχολικών προβολών και μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα σειρά μαθητικών ταινιών μικρού μήκους.
Οι σχολικές προβολές πραγματοποιούνται στο Θέατρο Απόλλων στην Ερμούπολη της Σύρου, είναι δωρεάν και απαιτείται κράτηση θέσεων στο education2@animasyros.gr. Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας. Για τα σχολεία εκτός Ερμούπολης προβλέπεται μεταφορά. Περισσότερες πληροφορίες: www.animasyros.gr