Δευτέρα, 20 Οκτ, 2025

Υφαίνοντας μία αλληγορία: Οι ταπισερί «Η δέσποινα και ο μονόκερως»

Ο μονόκερως είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μυθικά ζώα του μεσαιωνικού κόσμου. Αποτελούσε δημοφιλές θέμα πολλών έργων τέχνης, αλλά όσον αφορά τις ταπισερί, μόνο δύο γνωστές σειρές με μονόκερους έχουν επιβιώσει. Οι «ταπισερί με μονόκερους» στο Met Cloisters στη Νέα Υόρκη είναι από τα εξέχοντα κομμάτια των συλλογών του μουσείου. Η δεύτερη σειρά, της ίδιας περίπου εποχής, είναι επίσης αριστουργηματική. Έχει τον τίτλο «Η δέσποινα και ο μονόκερως» και βρίσκεται στην Ευρώπη, στο Μουσείο Κλυνύ, το Εθνικό Μεσαιωνικό Μουσείο του Παρισιού – το μοναδικό εθνικό μουσείο της Γαλλίας αφιερωμένο στη μεσαιωνική τέχνη, με περισσότερα από 24.000 έργα τέχνης.

Οι έξι ταπισερί της σειράς «Η δέσποινα και ο μονόκερως» εκτίθενται σε ειδική αίθουσα. Την ομορφιά τους τη συναγωνίζεται μόνο το μυστήριο τους, αφού η προέλευση και η ιστορία που αφηγούνται διχάζουν ακόμα τους μελετητές.

Ο ασύλληπτος μονόκερως

Ντομενιτσίνο, «Παρθένος με μονόκερω», περ. 1602. Τοιχογραφία, Παλάτι Φαρνέζε, Ρώμη. (Public Domain)

 

Στη δυτική κουλτούρα, η πρώτη αναφορά σε ένα ζώο με ένα μόνο κέρατο μπορεί να εντοπιστεί στην αφήγηση ενός Έλληνα ταξιδιώτη στην Ινδία το 400 π.Χ. Οι μεσαιωνικοί λαοί πίστευαν ότι οι μονόκεροι ήταν πραγματικά, αν και ασύλληπτα, πλάσματα και ότι τα κέρατα τους είχαν μαγικές, προστατευτικές ιδιότητες. Στον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, οι μονόκεροι εμφανίζονταν εν αφθονία στις τέχνες: σε πίνακες ζωγραφικής, τοιχογραφίες, εκτυπώσεις, ταπισερί, κοσμήματα και εικονογραφημένα χειρόγραφα.

Η ύπαρξη αυτών των ζώων αποδεικνυόταν από κέρατα που βρίσκονταν, τα οποία αποτελούσαν αντικείμενο έντονης εμπορίας. Τα «κέρατα μονόκερω» ήταν πολύτιμα και φυλάσσονταν σε εκκλησίες, καθώς και σε πριγκιπικές και αριστοκρατικές συλλογές. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για χαυλιόδοντες από φάλαινα μονόκερω (μονόδων μονόκερως ή ναρβάλ) και όχι κέρατα μονόκερω. Τα ναρβάλ είναι θαλάσσια θηλαστικά που ζουν στα παράκτια ύδατα της Αρκτικής. Το ένα από τα δύο δόντια τους αναπτύσσεται μέσα από το άνω χείλος τους ως ένας τεράστιος σπειροειδής χαυλιόδοντας. Είναι ενδιαφέρον ότι κατά την αρχαιότητα και τον πρώιμο Μεσαίωνα, οι μονόκεροι απεικονίζονταν στις τέχνες με ένα ίσιο, λείο κέρατο. Η στυλιζαρισμένη εικόνα ενός σπειροειδούς κέρατου, όπως φαίνεται στη σειρά «Η δέσποινα και ο μονόκερως», προέκυψε όταν οι Σκανδιναβοί ναυτικοί άρχισαν να εμπορεύονται χαυλιόδοντες από ναρβάλ.

Για αιώνες, ο χαυλιόδοντας του αρσενικού ναρβάλ θεωρούνταν κέρατο μονόκερω. (Wellcome Images/CC BY 4.0)

 

Η Μόνα Λίζα του Μεσαίωνα

Οι ταπισερί της σειράς «Η δέσποινα και ο μονόκερος» υφάνθηκαν γύρω στο 1500. Μπορεί να κατασκευάστηκαν στη Φλάνδρα, μια περιοχή που παρήγαγε μερικές από τις καλύτερες ταπισερί της εποχής, αλλά αυτό είναι μόνο ένα από τα πολλά στοιχεία που συνεχίζουν να συζητώνται και να ερευνώνται. Η πρώτη τεκμηρίωση των ταπισερί μπορεί να εντοπιστεί σε μια περιγραφή του 1814 του Σατώ ντε Μπουσάκ (Château de Boussac) στην Κεντρική Γαλλία. Είκοσι επτά χρόνια αργότερα, ο Γάλλος συγγραφέας, ιστορικός, αρχαιολόγος και συγγραφέας της νουβέλας «Κάρμεν», Προσπέρ Μεριμέ, ανακάλυψε αυτά τα έργα τέχνης εκεί. Ήταν ενθουσιασμένος από το μεγαλείο τους, αλλά ανησυχούσε πολύ για την τοποθεσία όπου βρίσκονταν, εκτεθειμένα στην υγρασία και τους αρουραίους. Αυτή η παραμέληση έβλαπτε τα έργα και, επιπλέον, οι άνθρωποι από ό,τι φαίνεται τα βανδάλιζαν για να φτιάξουν χαλιά και καλύμματα καροτσιών. Ο Μεριμέ έγραψε σε έναν Γάλλο πολιτικό, ζητώντας την απομάκρυνση τους. Το 1882, το Μουσείο Κλυνύ απέκτησε τα έργα τέχνης για 25.500 φράγκα (περίπου 3.000 ευρώ).

Αυτές οι ταπισερί έχουν χαρακτηριστεί ως η «Μόνα Λίζα του Μεσαίωνα» και ο «εθνικός θησαυρός της Γαλλίας». Η φήμη τους οφείλεται εν μέρει σε λογοτεχνικές αναφορές σημαντικών ιστορικών συγγραφέων, όπως στην «Ιωάννα» της Γεωργίας Σάνδης και στις «Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε» του Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Ακόμη και σήμερα, οι ταπισερί αυτές αναφέρονται ή εμφανίζονται σε μυθιστορήματα και ταινίες.

Μια γενική συμφωνία σχετικά με το αφηγηματικό τους νόημα επετεύχθη μόλις το 1921. Οι ιστορικοί τέχνης πιστεύουν ότι τα έξι έργα της σειράς αποτελούν μεμονωμένες αναπαραστάσεις των αισθήσεων, εικονογραφημένες αλληγορίες για την αφή, τη γεύση, την όσφρηση, την ακοή και την όραση (τα μεσαιωνικά κείμενα κωδικοποιούσαν τις αισθήσεις με αυτή τη σειρά). Η τελευταία ταπισερί αντιπροσωπεύει μια «έκτη αίσθηση», όρος που χρονολογείται από τον Μεσαίωνα.

Το εραλδικό έμβλημα της οικογένειας Λε Βιστ, από τη Λυών, φοριέται από το λιοντάρι στην ταπισερί «Αφή» και από τον μονόκερω στη ταπισερί «Γεύση». (Public Domain)

 

Σε κάθε ταπισερί απεικονίζεται μια ξανθιά κοπέλα με ένα λιοντάρι στα δεξιά της και έναν μονόκερω στα αριστερά της. Τέσσερεις από τις έξι ταπισερί περιλαμβάνουν επίσης μια κυρία επί των τιμών. Τα ζώα φορούν ή φέρουν ένα κόκκινο οικόσημο με τρία ασημένια μισοφέγγαρα σε μια μπλε ταινία, εραλδικό έμβλημα που έχει συνδεθεί από ιστορικούς με την αριστοκρατική οικογένεια Λε Βίστ [Le Viste] της Λυών. Οι επιμελητές πιστεύουν ότι ένα μέλος της οικογένειας παρήγγειλε τις ταπισερί, αλλά η ταυτότητά του παραμένει άγνωστη.

Οι κύριες μορφές τοποθετούνται κεντρικά στη σύνθεση, σε μια νησίδα μπλε χρώματος σε κόκκινο φόντο. Και στις δύο αυτές περιοχές, χρησιμοποιείται το διακοσμητικό στυλ «millefleurs» («χιλιάδες λουλούδια»), με εκθαμβωτικά αποτελέσματα. Δεκάδες λουλούδια και δέντρα διακρίνονται: μπλε καμπανούλες, γαρίφαλα, νάρκισσοι, μαργαρίτες, κρίνοι, κατιφέδες, πανσέδες, βιολέτες, πουρνάρια, βελανιδιές, πορτοκαλιές και πεύκα. Επιπλέον, υπάρχει μία πληθώρα μικρότερων ζώων: πουλιά, όπως γεράκια, ερωδιοί, κίσσες, παπαγάλοι και πέρδικες, συνυπάρχουν με τσιτάχ, σκύλους, αρνιά, λεοπαρδάλεις, πίθηκους, αλεπούδες και κουνέλια.

Λεπτομέρειες από τη σειρά των ταπισερί «Η δέσποινα και ο μονόκερως» («Γεύση»), όπου απεικονίζονται ένα γεράκι, μία καρακάξα, μία μαϊμού και κουνέλια. (Public Domain)

 

Μένει να διευκρινιστεί πού υφάνθηκαν οι ταπισερί – είναι αρκετά πιθανό τα σχέδια να δημιουργήθηκαν στο Παρίσι. Με βάση τις εικόνες τους, οι επιμελητές τα έχουν συνδέσει με το έργο ενός καλλιτέχνη γνωστού ως Δασκάλου της Άννας της Βρετάνης, μιας Γαλλίδας βασίλισσας, ο οποίος ίσως ήταν ο Ζαν ντ’ Υπρ [Jean d’ Ypres], γνωστό για το εκπληκτικό του βιβλίο «Πολύ μικρές ώρες» [Très Petites Heures], που γράφτηκε για την Άννα της Βρετάνης.

Μια εικονογραφημένη σελίδα από το «Très Petites Heures» (περίπου στα τέλη του 15ου αιώνα), από τον Δάσκαλο της Άννας της Βρετάνης. (Public Domain)

 

Αντιπροσωπεύοντας τις αισθήσεις

Στην ταπισερί «Αφή», η νεαρή γυναίκα φορά στέμμα και έχει μακριά κυματιστά μαλλιά. Το σκούρο μπλε βελούδινο φόρεμά της είναι επενδεδυμένο με ερμίνα, μια γούνα που συνδέεται με τη βασιλική οικογένεια, και διακοσμητικά κεντήματα στολισμένα με χρυσό και πολύτιμους λίθους. Το θέμα της αφής γίνεται φανερό από τα δύο πράγματα που αγγίζει: με το δεξί της χέρι κρατά ένα ψηλό λάβαρο, ενώ με το αριστερό της πιάνει απαλά το κέρατο του μονόκερου. Οι μονόκεροι ήταν συχνά αλληγορικές φιγούρες σε ιστορίες αυλικών ερώτων, οπότε αυτή η σκηνή στην οποία η κοπέλα ακουμπά το ζώο θα μπορούσε να σημαίνει πόθο για έναν εραστή. Τα αιχμάλωτα ζωάκια με το περιλαίμιο που διακρίνονται γύρω από το λάβαρο ενισχύουν αυτή την ιδέα.

«Αφή», μεταξύ 1484 και 1500. Μαλλί και μετάξι, 3 x 3,5 μ. Μουσείο Κλυνύ, Παρίσι. (Public Domain)

 

Στη ταπισερί «Γεύση», η κοπέλα παίρνει ένα γλυκό από ένα πιάτο που κρατά η συνοδός της, για να ταΐσει όπως φαίνεται τον παπαγάλο που κάθεται στο χέρι της. Αντικατοπτρίζοντας αυτήν την κίνηση, η μαϊμού στη βάση της μπλε νησίδας τρώει ένα κομμάτι φρούτο. Πίσω από την κοπέλα, οριοθετώντας τη νησίδα, υπάρχει μια πέργκολα με τριαντάφυλλα. Αυτό αναφέρεται στην έννοια του «hortus conclusus», που μεταφράζεται ως κλειστός κήπος, ένα δημοφιλές μοτίβο στις απεικονίσεις αυλικής αγάπης. Ένα άλλο σύμβολο που συνδέεται με αυτήν την ιδέα και το κυνήγι του μονόκερω είναι το ρόδι, το οποίο κρέμεται από τη ζώνη της γυναίκας.

«Γεύση», μεταξύ 1484 και 1500. Μαλλί και μετάξι, 3,7 x 4,5 μ. Μουσείο Κλυνύ, Παρίσι. (Public Domain)

 

Λεπτομέρεια στην οποία διακρίνονται τα ρόδια που κρέμονται από τη ζώνη της γυναίκας – ένα σύμβολο δημοφιλές στις αυλικές απεικονίσεις αγάπης. (Public Domain)

 

Τα λουλούδια, και το άρωμά τους που συνυποδηλώνεται, κυριαρχούν στην ταπισερί «Όσφρηση». Σε αυτήν την εικόνα, η κοπέλα φτιάχνει ένα στεφάνι από γαρίφαλα, παίρνοντας λουλούδια από ένα δίσκο που κρατά η κυρία επί των τιμών. Αυτό το λουλούδι θεωρούνταν σύμβολο αγάπης και γιρλάντες λουλουδιών απεικονίζονταν συχνά σε σκηνές αυλικού έρωτα. Και πάλι, η δράση του πιθήκου υπογραμμίζει την αλληγορική σημασία της ταπισερί: μυρίζει ένα τριαντάφυλλο. Τα μαλλιά της κοπέλας είναι καλυμμένα με κοσμήματα, ενώ φορά τα βραχιόλια της με μοντέρνο τρόπο: στους καρπούς της, όχι ψηλά στο μπράτσο.

«Όσφρηση», μεταξύ 1484 και 1500. Μαλλί και μετάξι. 3,6 x 3 μ. Μουσείο Κλυνύ, Παρίσι. (Public Domain)

 

Η μουσική είναι το θέμα της ταπισερί για την «Ακοή». Η κοπέλα παίζει ένα πολύτιμο μεσαιωνικό φορητό όργανο (δεν έχουν διασωθεί φυσικά δείγματα από την εποχή), στολισμένο με κοσμήματα. Ο σύντροφός της χειρίζεται τους φυσητήρες του οργάνου. Τα υφάσματα είναι ιδιαιτέρως πλούσια και βαρύτιμα σε αυτήν τη σκηνή: το όργανο βρίσκεται πάνω σε ένα ανατολίτικο χαλί – η γυναίκα φορά ένα φόρεμα με μοτίβα ροδιού, που ήταν το απόγειο της ιταλικής μόδας στις αρχές του 16ου αιώνα. Όλα της τα ρούχα και τα κοσμήματα δείχνουν την αριστοκρατική πολυτέλεια της εποχής. Στην «Ακοή», η κοπέλα φορά πάλι ένα κάλυμμα κεφαλής, γνωστό ως «αιγκρέτ» (aigrette).

«Ακοή», μεταξύ 1484 και 1500. Μαλλί και μετάξι 3,6 x 2,7 μ. Μουσείο Κλυνύ, Παρίσι. (Public Domain)

 

Στην ταπισερί «Όραση», η κυρία κάθεται έχοντας έναν μονόκερω στην αγκαλιά της, συμβολίζοντας έτσι τις πτυχές της αυλικής αγάπης. Ενώ χαϊδεύει τον μονόκερω με το αριστερό της χέρι, με το άλλο χέρι κρατά μπροστά του έναν καθρέφτη από χρυσό και πολύτιμες πέτρες – ένα αντικείμενο πολυτελείας εκείνη την εποχή. Τα ζώα στο βάθος – ένας σκύλος, ένα λιοντάρι και ένα κουνέλι – παίζουν το δικό τους παιχνίδι με τα βλέμματά τους, ενώ η γυναίκα και ο μονόκερως φαίνονται απορροφημένοι ο ένας από τον άλλον και από την αντανάκλαση του καθρέπτη, σχηματίζοντας ένα κλειστό κύκλωμα.

«Όραση», μεταξύ 1484 και 1500. Μαλλί και μετάξι. 3 x 3 μ. Μουσείο Κλυνύ, Παρίσι. (Public Domain)

 

Η αινιγματική έκτη ταπισερί είναι γνωστή ως «A mon seul désir» («Στη μόνη μου επιθυμία»). Ο τίτλος της προέρχεται από αυτήν τη φράση, η οποία είναι γραμμένη στην κορυφή της πολυτελούς μπλε σκηνής στο κέντρο της εικόνας. Η κυρία επί των τιμών δείχνει στη δέσποινα ένα κουτί κοσμημάτων με μεταλλικά εξαρτήματα. Εκείνη παίρνει – ή αφήνει; – ένα κολιέ παρόμοιο με αυτό που φοράει στη ταπισερί «Γεύση». Οι μελετητές δεν έχουν καταλήξει εάν παίρνει το κόσμημα για να το φορέσει ή αν το επιστρέφει στο κουτί. Αν το συμβαίνει το δεύτερο, σημαίνει ότι αποκηρύσσει τις εγκόσμιες απολαύσεις και τα αισθησιακά αντικείμενα των προηγούμενων ταπισερί; Υπάρχουν πολλές θεωρίες ως προς την έννοια της έκτης αίσθησης, συμπεριλαμβανομένης της ελεύθερης βούλησης. Η επικρατούσα εκτίμηση είναι ότι αναφέρεται σε μια εσωτερική αισθητηριακή εμπειρία, ένα ζήτημα της ψυχής και της καρδιάς.

«A mon seul désir» (Στη μόνη μου επιθυμία), μεταξύ 1484 και 1500. Μαλλί και μετάξι. 3,6 x 4,6 μ. Μουσείο Κλυνύ, Παρίσι. (Public Domain)

 

Η σειρά «Η δέσποινα και ο μονόκερως» είναι ένα από τα σπουδαιότερα έργα τέχνης που παράχθηκαν στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Οι προικισμένοι υφαντές που τα κατασκεύασαν πιθανότατα ξόδεψαν αρκετά χρόνια στο έργο και το κόστος θα ήταν τεράστιο. Αυτά τα έργα τέχνης συνεχίζουν να εκτιμώνται για το μυστήριο και το αισθητικό τους επίτευγμα. Εκπέμπουν μια αύρα γαλήνης με τη συνθετική τους ισορροπία και τα αρμονικά τους χρώματα,  προκαλώντας τον θαυμασμό του θεατή.

 

Οι πέντε «Αισθήσεις» του Ρέμπραντ

Στις 22 Σεπτεμβρίου 2015, ένας δημοπράτης στο Νιου Τζέρσεϊ άνοιξε την προσφορά για έναν πίνακα του 19ου αιώνα. Προβλεπόταν ότι θα πουληθεί μεταξύ $500 και $800, αλλά το έργο΄χτύπησε’ τα $870.000 τελικά. Οι δύο επίδοξοι  αγοραστές του είχαν αναγνωρίσει ότι ήταν ο «Αναίσθητος ασθενής» του Ρέμπραντ — ένας πίνακας από μια σειρά πέντε έργων, το παλαιότερο γνωστό έργο του Ολλανδού καλλιτέχνη.

Ζωγραφισμένο περίπου το 1624 έως το 1625, «Οι αισθήσεις» χρονολογούνται από την εποχή που ο Ρέμπραντ (1606-1669) άνοιξε ένα εργαστήριο ζωγραφικής σε συνεργασία με τον Ζαν Λιβένς (1607-1674). Το εργαστήριο ήταν μια νεοφυής επιχείρηση, καθώς ο Ρέμπραντ και ο Λιβένς ήταν ακόμα έφηβοι, που μόλις είχαν ολοκληρώσει τη μαθητεία τους, καταλάμβανε μέρος του σπιτιού των γονιών του Ρέμπραντ στο Λέιντεν. Εργαζόμενοι σε αυτή τη μικρή ολλανδική πόλη, οι καλλιτέχνες μπορούσαν να αποφύγουν τα υψηλότερα τέλη συντεχνίας που θα έπρεπε να πληρώσουν στο Άμστερνταμ.

Ρέμπραντ, «Αναίσθητος ασθενής» (Αλληγορία της όσφρησης), μεταξύ 1624 και 1625. Λάδι σε πάνελ, 22 x 18 εκ. The Leiden Collection, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

Πέντε «Αισθήσεις»

Εκείνη την περίοδο, η παλέτα του Ρέμπραντ ήταν σκούρα, χλωμή και βαθιλα με συγκρατημένες αποχρώσεις. Μέχρι το 1630, το κιαροσκούρο (chiaroscuro) — έντονες αντιθέσεις μεταξύ φωτός και σκότους — έγινε βασικό συστατικό του μεγαλύτερου μέρους του έργου του.

Η σειρά «Αισθήσεις» ανήκει στην πρώιμη καλλιτεχνική περίοδο του Ρέμπραντ. Οι τέσσερεις σωζόμενοι πίνακες υποδηλώνουν σχετικά λίγα για το ώριμο, χαρακτηριστικό του ύφος – γεγονός που εξηγεί γιατί οι δημοπράτες δεν υποψιάστηκαν ότι ο «Αναίσθητος ασθενής» προερχόταν από το πινέλο του.

Οι πέντε πίνακες είναι: «Ένας μικροπωλητής που πωλεί γυαλιά» (όραση), «Τρεις τραγουδιστές» (ακοή), «Αναίσθητος ασθενής» (όσφρηση), «Επιχείρηση με πέτρα» (αφή). Το πού βρίσκεται ο πίνακας με θέμα τη γεύση είναι προς το παρόν άγνωστο.

Ρέμπραντ, «Αισθήσεις», μεταξύ 1624 και 1625 περίπου. Λάδι σε πάνελ, 22 x 18 εκ. (α-δ) «Πωλητής γυαλιών (όραση)», «Τρεις τραγουδιστές (ακοή)», «Αναίσθητος ασθενής (όσφρηση)», «Επιχείρηση πέτρας». (Public Domain)

 

Με συγκρατημένες αποχρώσεις του ροζ, της λιλά, του πορτοκαλί και του γαλάζιου, οι «Αισθήσεις» είναι πιο φωτεινές και κολορίστικες από τα μεταγενέστερα έργα του. Η πορεία του προς μια χαρακτηριστικά σκοτεινή παλέτα πιθανολογείται ότι οφείλεται στη διάχυτη επιρροή του Καραβάτζιο (1571–1610) εκείνη την εποχή, τον οποίο θαύμαζε πολύ ο Ρέμπραντ.

Η έμπνευση του Ρέμπραντ

Παρά τις εξαιρέσεις στο σύνολο των έργων του Ρέμπραντ και του Καραβάτζιο, υπάρχουν τρεις βασικές αντιθέσεις μεταξύ τους: ο τενεβρισμός, το κιαροσκούρο και το χρώμα.

Οι όροι κιαροσκούρο και τενεβρισμός χρησιμοποιούνται συχνά εναλλακτικά. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί η διαφορά μεταξύ των δύο τεχνικών. Το κιαροσκούρο δημιουργεί την εντύπωση του όγκου χρησιμοποιώντας ακραίες αντιθέσεις φωτός και σκότους. Οι καλλιτέχνες αποδίδουν το βάθος μέσα από τις διαβαθμίσεις του φωτός και της σκιάς από την Αναγέννηση, αλλά ήταν ο δάσκαλος του μπαρόκ Καραβάτζιο που ανέβασε αυτή την τεχνική σε νέα ύψη με τη δημιουργία του τενεβρισμού, που σημαίνει σκοτεινό.

(α) Κραβάτζιο, «Το κάλεσμα του Αγίου Ματθαίου», περίπου το 1599 – (δ) Καραβάτζιο, «Η έμπνευση του αγίου Ματθαίου», 1602. Λάδι σε καμβά. Παρεκκλήσι Κονταρέλλι, Εκκλησία του San Luigi dei Francesi, Ρώμη. Αυτοί οι πίνακες είναι ένα κλασικό παράδειγμα του εφέ του προβολέα που παράγει ο τενεβρισμός του Καραβάτζιο. (Public Domain)

 

Παρόμοια με το κιαροσκούρο, ο τενεβρισμός χρησιμοποιεί την εντυπωσιακή αντίθεση μεταξύ φωτός και σκιάς, αλλά το σκοτάδι επικρατεί στον πίνακα. Ο τενεβρισμός χρησιμοποιείται για τη δημιουργία εντυπωσιακού φωτισμού μέσω του φωτισμού πολύ συγκεκριμένων σημείων. Ο ζωγράφος μπορεί να αναδείξει ένα θέμα ή μια ομάδα ανθρώπων, αφήνοντας τις υπόλοιπες περιοχές μαύρες, για να δημιουργήσει αντίθεση και δράμα. Το κιαροσκούρο χρησιμοποιεί πιο λεπτές διαβαθμίσεις φωτός και σκιάς και δημιουργεί ένα πιο φυσικό αποτέλεσμα.

Ο τενεβρισμός του Καραβάτζιο ενέπνευσε τον Ρέμπραντ και άλλους Ολλανδούς καλλιτέχνες που ακολούθησαν την παράδοση του «φωτός του κεριού» — όπου όλο το τεχνητό φως πηγάζει από ένα μόνο κερί.

Ρέμπραντ, «Η νυχτερινός περίπολος» ή «Ομάδα Πολιτοφυλακής της Περιφέρειας ΙΙ υπό τη διοίκηση του λοχαγού Φρανς Μπάνινκ Κοκ», 1642. Λάδι σε καμβά. Rijksmuseum, Άμστερνταμ. Σε αυτόν τον πίνακα, φαίνεται η απαλή χρήση του κιαροσκούρο και του τενεβρισμού που χαρακτηρίζει τα έργα του. (Public Domain)

 

Στις πέντε «Αισθήσεις», ο Ρέμπραντ έδειξε ήδη ένα ταλέντο στην αντίθεση φωτός και σκότους — με ένα πολύ μέτριο κιαροσκούρο — που έθεσε τα θεμέλια για την μετέπειτα εξέλιξή του. Κάθε ένας από τους τέσσερεις γνωστούς πίνακές του έχει ένα ουδέτερο σκιερό φόντο σε αντίθεση με πιο σκούρες ή πιο πολύχρωμες κύριες φιγούρες. Σε σύγκριση με το ώριμο στυλ του, η επιρροή του Καραβάτζιο στη μετάβασή του στο δυνατό κιαροσκούρο είναι προφανής. Αλλά ένας βαθμός της προηγούμενης λεπτότητας του Ρέμπραντ παρέμεινε. Σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποίησε τον δραματικό τενεβρισμό του Καραβάτζιο.

Χρώμα και συνέχεια

Δεν υπάρχουν συγκρίσιμα στοιχεία συνέχειας μεταξύ της θεματολογίας του Ρέμπραντ και του χειρισμού των «Αισθήσεων» και σχεδόν όλων των πρώιμων πινάκων του. Ο καθένας έχει μια εμφανή ελαφρότητα και χιούμορ που εμφανίζεται κατά καιρούς στη δουλειά του. Η εξοικείωση με την καθημερινή ζωή στον κόσμο του Ρέμπραντ αποκαλύπτει ότι οι «Αισθήσεις» την υπερβαίνουν. Είναι μια μορφή σατιρικής αλληγορίας στην οποία σπάνια (αν όχι ποτέ) επέστρεφε.

(α) Ρέμπραντ, «Πωλητής Γυαλιών», μεταξύ 1624 και 1625 περίπου. Λάδι σε πάνελ, 22 x 18 εκ. Μουσείο De Lakenhal, Λέιντεν, Ολλανδία. (δ) Ρέμπραντ, «Εγχείρηση πέτρας», μεταξύ 1624 και 1625 περίπου. Λάδι σε πάνελ, 22 x 18 εκ. The Leiden Collection, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

Οι λεπτομέρειες της σάτιρας είναι ξεκάθαρες σε δύο από τους τέσσερεις γνωστούς πίνακες. Τα «Πωλητής Γυαλιών» και «Εγχείρηση πέτρας» βασίζονται σε ολλανδικά ιδιώματα του 16ου αιώνα. «Το να πουλήσεις σε κάποιον γυαλιά χωρίς [διορθωτικούς] φακούς» αναφέρεται στην εξαπάτηση εκείνων των οποίων η όραση είναι πολύ αδύναμη και δεν μπορούν να δουν το προϊόν που τους πωλείται. Η «Εγχείρηση πέτρας» αναφερόταν σε κουρείς που ισχυρίζονταν ότι μπορούσαν να θεραπεύσουν τους πονοκεφάλους αφαιρώντας μια πέτρα από το κεφάλι ενός ατόμου — μια άλλη απάτη. Είναι πιθανό ότι οι αλληγορίες του για την όσφρηση, την ακοή και τη γεύση παρέπεμπαν σε παρόμοια ιδιώματα των οποίων η σημασία έχει πλέον χαθεί στα χρόνια μας.

Στις διαφορές του Ρέμπραντ με τον Καραβάτζιο βλέπουμε στοιχεία συνέχειας ανάμεσα στους πρώιμους πίνακες του Ολλανδού καλλιτέχνη και το ώριμο στυλ του. Οι λεπτοί τόνοι και οι μεταπτώσεις του καταδεικνύουν τη διαρκή προτίμησή του για σταδιακή μείωση της έντασης έναντι της ζωντάνιας και της επιδεικτικότητας. Ενώ η αξιοπρέπεια και η βαρύτητα ήταν κοινά, η κωμικότητα ήταν σπάνια.

Του Τζέημς Μπάρεσελ

Η τέχνη του ψηφιδωτού – Μια προσέγγιση σε μια πανάρχαια μνημειακή τέχνη

 

Τι είναι το ψηφιδωτό; Από πού πηγάζει η ονομασία του;* Ποια είναι η τεχνική αλλά και η ιστορική του διαδρομή στη διαρκή πορεία του; Ερωτήματα των οποίων την απάντηση ελπίζουμε ότι θα βρει ο αναγνώστης ακολουθώντας τη σειρά άρθρων του ψηφιδογράφου και συγγραφέα Γιάννη Λουκιανού.

Στο πρώτο μέρος, παρουσιάζονται ψηφιδωτά της ελληνιστικής περιόδου, στο δεύτερο της ρωμαϊκής, στο τρίτο της βυζαντινής και στο τέταρτο  σύγχρονα ψηφιδωτά στην Ευρώπη και την Ελλάδα. Σε ξεχωριστά άρθρα, θα παρουσιαστούν τεχνικές της ψηφιδογραφίας.

Η τάση που χαρακτηρίζει τους φίλους αυτής της τέχνης για μια ευρύτερη γνώση των ψηφιδωτών του κόσμου είναι το ίδιο αδιάπτωτη με τη δική μας ανάγκη. Επιθυμία μας, που πιστεύουμε πως είναι και του κάθε αναγνώστη, η δυνατότητα για δημοσίευση όσο το δυνατόν περισσότερων έργων.

Έτσι, εκτός από μερικά μνημειακά έργα, όπως, για παράδειγμα, το κυνήγι του ελαφιού από την Πέλλα, ή κάποιο εξαίρετο έργο της βυζαντινής τέχνης από τη Μονή Δαφνίου, παρουσιάζονται και ψηφιδωτά που δεν έχουν τύχει μεγάλης δημοσιότητας, αλλά και έργα που έχουμε τη χαρά να βλέπουμε να δημοσιεύονται για πρώτη φορά, όπως αυτά του «Κεραμεικού».

Ελληνιστική περίοδος

Καθοριστική περίοδος και απαρχή για το αντικείμενο αυτού του άρθρου/πονήματος υπήρξε η κλασική αρχαιότητα, και περισσότερο η ελληνιστική. Αυτή η τέχνη της διακόσμησης ξεκινάει δειλά σε προηγούμενες περιόδους, που μπορεί να φτάσουν μέχρι το 3000 π.Χ., σε τόπους και λαούς όπως της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας. Χαρακτηρίζεται όμως από έναν πρωτογονισμό σε σχέση με ό,τι θαυμαστό επακολούθησε στην πορεία του ψηφιδωτού.

Ψηφιδωτός διάκοσμος με κωνικά ψηφία στο ναό Εάνα στην πόλη Ουρούκ (περ 3500 π.Χ.).

 

Διακόσμηση δαπέδου με μικρά βότσαλα. Μάλια Κρήτης ΚρητοΜυκηναϊκή περίοδος 1400 -1200 π.Χ.

 

Ένα δάπεδο στο Γόρδιο της Φρυγίας, του 8ου π.Χ. αιώνα είναι από τα αρχαιότερα σωζόμενα έργα, ενώ δύο αιώνες αργότερα προπομπός σε ότι ενθουσιώδες θα ακολουθήσει είναι ένα ψηφιδωτό του 6ου π.Χ αιώνα φτιαγμένο από μικρά βότσαλα με θέμα από την ελληνική μυθολογία.

 

Έτσι, τα πρώτα ουσιαστικά βήματα λαμβάνουν χώρα σχεδόν δυόμιση χιλιάδες χρόνια πριν από σήμερα. Στα τέλη του 5ου προς τον 4ο π.Χ. αιώνα, διακοσμούνται τα δάπεδα κατοικιών της αρχαίας Κορίνθου και της Σικυώνας, ενώ ο Ιππόδαμος, αρχιτέκτονας από τη Μίλητο, διαπραγματεύεται μια καινούργια οικιστική άποψη στην Όλυνθο της Χαλκιδικής. Δημιουργεί μια μεσημβρινή πόλη, λουσμένη στο φως, και στολίζει τα δάπεδα των κατοικιών, κυρίως των ανδρώνων, με ψηφιδωτά.

Λίγο αργότερα, σε μια άλλη πόλη της Μακεδονίας, την Πέλλα, τη γενέτειρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τα δάπεδα πολυτελών κατοικιών στολίζονται με συνθέσεις από βότσαλα, με αποτέλεσμα ο θαυμασμός γι’ αυτά να μην τελειώνει!

Κεντρικό διάχωρο αίθουσας της «Οικίας με τα μωσαϊκά». Το κεντρικό φυτικό θέμα περιστοιχίζεται από παραστάσεις θηρίων, Αριμασπών και Γρυπών. (370 π.Χ περίπου, αρχαιολογικός χώρος Ερέτριας). Στο κάτω μέρος του έργου, η Νηρηίδα Θέτις μεταφέρει τα όπλα του Αχιλλέα.

 

Ένα από τα παλαιότερα σωζόμενα έγγραφα για το ψηφιδωτό είναι ένα θραύσμα παπύρου από το 256-246 π.Χ., που δίνει οδηγίες για την τοποθέτηση ψηφιδωτού στο δάπεδο ενός λουτρού. Μωσαϊκά* είναι ακόμη γνωστό ότι χρησιμοποιήθηκαν σε πλοία. Επίσης στα μέσα του τρίτου αιώνα π.Χ. (246-238), γνωρίζουμε ότι ο Ιέρων Β’ των Συρακουσών έστειλε το δικό του πλοίο, τη «Συρακουσία», στην Αλεξάνδρεια για σιτηρά, αφού η ξηρασία είχε οδηγήσει σε κακή σοδειά. Το σκάφος προκάλεσε μεγάλο θαυμασμό, γιατί ορισμένες από τις καμπίνες του ήταν στολισμένες με ψηφιδωτά με θέματα  από την Ιλιάδα. Ο Σουητώνιος μας λέει ότι ο Καίσαρας έπαιρνε ακόμη και πλάκες από μωσαϊκό στις εκστρατείες του, πιθανώς για να εξασφαλίσει ότι το πάτωμα της σκηνής του δεν ήταν μόνο κομψό και εντυπωσιακό, αλλά και πιο υγιεινό από τα συνηθισμένα χαλιά ή δέρματα ζώων.

Είναι βέβαιο πως όταν ο Γνώσις, ο αρχαίος Έλληνας καλλιτέχνης, τελείωνε το έργο του με θέμα το κυνήγι του ελαφιού, θα αισθανόταν ιδιαίτερα υπερήφανος. Πριν από το τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα (325-300 π.Χ.) είχε τελειώσει ένα ψηφιδωτό από μικρά βότσαλα ποταμών, το οποίο μαζί με τα υπόλοιπα έργα θα στόλιζαν τα δάπεδα πολυτελών κατοικιών στην Πέλλα. Στο δάπεδο ενός δωματίου κοντινού με αυτό της αρπαγής της Ελένης σώζεται ένα περίτεχνο ψηφιδωτό.  Οι ζωγράφοι της εποχής προτιμούσαν τα θέματα κυνηγιού. Φαίνεται ότι αποτελούσαν την κύρια διασκέδαση των Μακεδόνων βασιλέων και των ευγενών. Το θέμα περιβάλλεται από μαιάνδρους και πλούσιο φυτικό διάκοσμο. Δύο κυνηγοί νέοι στην ηλικία, σηκώνουν με μεγάλη ορμή τα όπλα τους για να πλήξουν ένα ελάφι, ενώ το σκυλί που τους συνοδεύει έχει βυθίσει τα δόντια του στο θήραμα. Πάνω δεξιά της σύνθεσης υπογράφει ο ψηφοθέτης του έργου: «ΓΝΩΣΙΣ ΕΠΟΗΣΕΝ». Ο προικισμένος αυτός καλλιτέχνης, μέσα από μια σύνθεση κίνησης, ιδιαίτερης πλαστικότητας και μιας νόησης, θα λέγαμε, ιδιότυπης, έκανε τομή στα μέχρι τότε δεδομένα και άνοιξε νέους δρόμους έκφρασης στην τέχνη της ζωγραφικής, χρήσιμους αιώνες μετά στη μετέπειτα πορεία της στον κόσμο της Δύσης.

«Το κυνήγι του ελαφιού». Δάπεδο από το «σπίτι της αρπαγής της Ελένης», στην αρχαία Πέλλα. 325 – 300 π.Χ. Αρχαιολογικό μουσείο Πέλλας. Ρεαλισμός και έντονες φωτοσκιάσεις σ’ αυτό το μοναδικό έργο, δείγμα της υψηλής αισθητικής της Ελληνιστικής περιόδου του τέλους του 4ου π.Χ. αιώνα. Θεωρείται ότι απετέλεσε την απαρχή της ευρωπαϊκής ζωγραφικής.

 

Έναν άλλο ομότεχνό του, τον Σώσο από την Πέργαμο, τον γνωρίζουμε από περιγραφές των έργων του από τον Πλίνιο τον πρεσβύτερο, που είναι και θαυμαστής του.  Με φυσικές χρωματιστές πέτρες πλέον, κομμένες σε μικρούς κύβους, ο Σώσος  γοητεύει τον κόσμο του 2ου π.Χ. αιώνα. Τα έργα του έχουν χαθεί, αλλά χάρις στον Πλίνιο τα αναγνωρίζουμε μέσα από τα αντίγραφα που φρόντισαν να αναπαράγουν με μεγάλη επιμέλεια Ρωμαίοι καλλιτέχνες.

Πριν από τα ψηφιδωτά του Γνώσιδος και των άλλων ψηφοθετών είναι αυτά που κοσμούσαν τους ανδρώνες των σπιτιών της αρχαίας Ολύνθου. Μερικές δεκάδες χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Πέλλας, στη χερσόνησο της Χαλκιδικής, μια άλλη πόλη ήκμασε στα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα. Ο μυθικός ήρωας Βελλεροφόντης, έφιππος στο φτερωτό άλογό του, σκοτώνει τη Χίμαιρα. Ένα μυθολογικό θέμα που επίσης κοσμούσε δάπεδα της ελληνιστικής Ρόδου. Αυτό το θέμα, παράλληλα με Νηρηίδες, γρύπες και μαιάνδρους, στόλιζε τις πολυτελείς κατοικίες της αρχαίας αυτής πόλης.

Κατασκευασμένα με λευκά και μαύρα βότσαλα, είναι από τα αρχαιότερα έργα στον ελλαδικό χώρο. Προηγούνται, βέβαια, τα δάπεδα των ανακτόρων της μυκηναϊκής Τίρυνθας (1600-1200 π.Χ.). Της ίδιας δε περιόδου με αυτά της Ολύνθου είναι και της αρχαίας Κορίνθου, της Σικυώνας και των Μεγάρων. Κανείς δεν φανταζόταν – και οπωσδήποτε ούτε ο Ιππόδαμος, που σχεδίασε την αρχαία Όλυνθο – πως η τέχνη των βοτσαλωτών θα επιζούσε όμοια δύο χιλιάδες και πλέον χρόνια μετά, αφού θα στόλιζε τα σπίτια των νησιών του Αιγαίου, αλλά και αυτά στις ακτές της Λιγουρίας, γύρω από την Τζένοβα, στην Ιταλία. Είναι γνωστές οι σχέσεις των Γενουατών με τα νησιά του Αιγαίου και οι κτήσεις τους στην περιοχή. Και είναι πολύ πιθανόν αυτή η τέχνη να επανήλθε μέσω αυτών στον τόπο που γεννήθηκε, αφού στην υπόδουλη από τους Οθωμανούς Ελλάδα ήταν αδύνατον να επιζήσει μια περίπλοκη και αρκετά ακριβή τέχνη όπως αυτή.

Η επιλογή γι’ αυτά τα πολύ μικρά βότσαλα ήταν πολύ αυστηρή και επιτυγχανόταν όσον αφορά το μέγεθος με τη μέθοδο του κοσκινίσματος. Η συλλογή τους γινόταν στα ποτάμια, δίχως να αποκλείεται και αρκετά από αυτά να είναι από τις ακτές, ακόμη και αρκετά μακριά από την περιοχή. Ο Παυσανίας μάς πληροφορεί ότι υπήρχαν ωραιότατα βότσαλα σε μια ακτή στην Πελοπόννησο, κοντά στην Επίδαυρο.

Η συνήθεια του αρχαίου κόσμου να ψηφοθετεί με βότσαλα διατηρείται για μερικούς αιώνες και εξαπλώνεται σχεδόν σε όλη την επικράτεια των απογόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κυρίως σε πόλεις που είναι κοντά στη θάλασσα.

Εκτός από τις προαναφερθείσες πόλεις, η Αθήνα, η Δήλος, η Ερέτρια, η Ρόδος, η Πέργαμος είναι τόποι με έντονη παρουσία σε αυτό το παιχνίδι της διακοσμητικής τέχνης. Από τα θαυμάσια έργα της Πέλλας, κάποια έχουν υποστεί φθορές και άλλα έχουν συντηρηθεί και αποκολληθεί από το έδαφος, εκτίθενται δε στο αρχαιολογικό μουσείο της ομώνυμης πόλης. Στα πρώτα ανήκει μια εξαίρετη σύνθεση με θέμα την αρπαγή της Ελένης από τον Θησέα. Είναι μια αρκετά μεγάλη παράσταση (περίπου 8,50 × 2,80 μ.), στην οποία φαντάζουν περίτεχνα τα τμήματα που σώζονται.

Η Αλεξάνδρεια, η μεγάλη αυτή πόλη της ελληνιστικής εποχής, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ιστορία του ψηφιδωτού του αρχαίου κόσμου. Εκεί, κατά πάσα πιθανότητα, γεννιέται η κυβική ψηφίδα, ανοίγοντας καινούριους ορίζοντες και δημιουργώντας νέες προοπτικές, αφού η χρωματική γκάμα μεγαλώνει και η ψηφίδα κόβεται πλέον στο εργαστήριο, ικανή να ανταποκριθεί στις οποιεσδήποτε ανάγκες του σχεδίου. Οι πέτρες, αλλά κυρίως τα μάρμαρα, προσφέρουν το εξαιρετικό υλικό τους και την ποικιλία των χρωμάτων τους.

Στο μουσείο της Πέλλας εκτίθενται εκτός από το περίφημο κυνήγι του λιονταριού και άλλα έργα, όπως ο Διόνυσος που φέρεται καθήμενος πάνω σε έναν πάνθηρα, λιτά και αρμονικά σχεδιασμένος, καθώς επίσης και ένα ζεύγος Κενταύρων.

Ο Διόνυσος καθισμένος σε πάνθηρα.

 

Ένα άλλο έργο παρουσιάζει ένα γρύπα που επιτίθεται σε ελάφι. Σε μια κατοικία του 370 π.Χ. μιας άλλης ελληνιστικής πόλης, της Ερέτριας, ήρθαν στο φως, μετά από ανασκαφές Ελβετών αρχαιολόγων, περίτεχνα μωσαϊκά. Τα θέματα τους είναι εμπνευσμένα από την ελληνική μυθολογία και διανθίζονται με φυτικά σχέδια, ενώ στις μπορντούρες φέρουν το μαίανδρο, τον πλοχμό και βλαστούς με κισσόφυλλα.

Ξεχωρίζει το μωσαϊκό με τη Νηρηίδα Θέτιδα καθισμένη πάνω σε έναν Ιππόκαμπο, να μεταφέρει την πανοπλία για τον Αχιλλέα. Πρόκειται για μια σκηνή εμπνευσμένη από την Ιλιάδα.

Η Θέτις μεταφέρει τα όπλα του Αχιλλέα – σκηνή από την Ιλιάδα. 370 π.Χ περίπου, αρχαιολογικός χώρος Ερέτριας.

 

Εκτός από αυτό το ιδιαίτερο θέμα, υπάρχουν συνθέσεις που έχουν αποδοθεί με περίσσεια χάρη, όπως η σύγκρουση μεταξύ Σφιγγών και Πανθήρων, οι μυθικές μάχες μεταξύ Γρυπών και Αριμασπών, με τους τελευταίους να αναπαρίστανται ως γυναίκες πολεμίστριες. Εξαιρετική χάρη έχει επίσης η σκηνή όπου ένα λιοντάρι επιτίθεται σε ένα άλογο.

Σταθήκαμε στην περιγραφή έργων που αναφέρονται στη γενέτειρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την Πέλλα, καθώς επίσης και σε άλλες δύο αρχαίες πόλεις, την Όλυνθο και την Ερέτρια. Στην πρώτη γιατί πιστεύουμε πως η ποιότητα των έργων που την κοσμούσαν αποτελεί σταθμό για την ιστορία του ψηφιδωτού, ενώ η Όλυνθος, αρχαιότερη της Πέλλας, προσφέρει αρκετά στοιχεία για τη μελέτη αυτού του είδους της τέχνης. Η Ερέτρια, μια μικρή πόλη του 4ου π.Χ. αιώνα, μας προσφέρει περίτεχνα μωσαϊκά, από τα αρχαιότερα αυτού του τύπου.

Γιάννης Λουκιανός, «Το κυνήγι του λιονταριού». Απόδοση με κυβικές ψηφίδες του γνωστού βοτσαλωτού της αρχαίας Πέλλας του 4ου π.Χ αιώνα.

 

Είναι γεγονός ότι, καθώς οι καλλιτέχνες αυτής της περιόδου ανακαλύπτουν την κυβική ψηφίδα, γίνονται ασυγκράτητοι. Ό,τι δημιουργούν είναι αποτέλεσμα μιας υψηλής γνώσης, αισθητικής, και αγάπης για το αντικείμενο. Τα ψηφιδωτά της Πομπηίας, της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας, της Περγάμου – είτε έγιναν στο τελευταίο τρίτο της πρώτης προ Χριστού χιλιετίας  είτε ανήκουν στην ύστερη αρχαιότητα είτε όχι – φέρουν ανεξίτηλη τη σφραγίδα μιας ιδιαίτερης ποιότητας που οι ψηφοθέτες αυτής της περιόδου κατάφεραν να της προσδώσουν.

Του Γιάννη Λουκιανού

Το ποίημα και τα κείμενα είναι από το βιβλίο του Γιάννη Λουκιανού «Η τέχνη του ψηφιδωτού και η τεχνική του», Αθήνα 2011, εκδόσεις βότσαλο, β΄ έκδοση.  Από το ίδιο βιβλίο προέρχονται και οι εικόνες, εκτός από εκείνες των οποίων αναφέρεται η πηγή τους.

© Γιάννης Λουκιανός

Ο Γιάννης Λουκιανός γεννήθηκε στην Ίο των Κυκλάδων, πήρε μαθήματα σχεδίου και χρώματος και επιδόθηκε στην τέχνη του ψηφιδωτού και του βοτσαλωτού, κοσμώντας κτίρια και αυλές, μεταξύ των οποίων κατοικία στη Βέρνη της Ελβετίας και η αποκατάσταση του βοτσαλωτού διάκοσμου της ιστορικής αυλής της Μητρόπολης της Σύρου και άλλων εκκλησιών.

Για την τέχνη του ψηφιδωτού και του βοτσαλωτού έχει μιλήσει σε πολλά σχολεία, σε Διεθνή Συνέδρια (Αθήνα 2010-Κύπρος 2012) καθώς και στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, και έχει γράψει σε περιοδικά και σε τοπικές εφημερίδες. Έχει γράψει ακόμη αρκετά δικά του βιβλία, με σημαντικότερα τα:

  • «Οι βοτσαλωτές αυλές των Κυκλάδων», Αθήνα 1998, αυτοέκδοση (3 εκδόσεις)
  • «Οι βοτσαλωτές Αυλές του Αιγαίου», Αθήνα 1999, αυτοέκδοση (εξαντλημένο)
  • «Η τέχνη του ψηφιδωτού και η τεχνική του», Αθήνα 2002 και 20011

Έχει διδάξει την τέχνη του ψηφιδωτού σε επιδοτούμενα σεμινάρια (Σύρος, Ίος κ.ά.), καθώς και στα παιδιά του ΚΔΑΠ στην Ίο.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Ο όρος ‘ψηφιδωτό’ προέρχεται από το ψηφίο, τη μικρή πέτρα. Ο όρος ‘μωσαϊκό’ προέρχεται από τις Μούσες.

 

                                   

                                   

                                   

 

                             

Βρίσκοντας τη σοφία στο παρελθόν: Η οροφή της Καπέλα Σιξτίνα

Οι καλλιτεχνικές μας παραδόσεις είναι γεμάτες σοφία. Μπορούμε να κοιτάξουμε στο παρελθόν και, με ανοιχτά μυαλά και καρδιές, να απορροφήσουμε τα μαθήματα της πολιτιστικής μας ιστορίας. Η ιταλική Αναγέννηση είναι γεμάτη από σπουδαίες ιστορίες που οδήγησαν σε εξαιρετικά έργα τέχνης, και η ιστορία του Μιχαήλ Άγγελου αποτελεί ένα διαχρονικό παράδειγμα.

Η ιστορία ξεκινά στη Ρώμη του 16ου αιώνα, η οποία εξελίσσεται γρήγορα σε πολιτιστικό κέντρο του δυτικού κόσμου. Σε ηλικία 33 ετών, ο Μιχαήλ Άγγελος κλήθηκε από τον Πάπα Ιούλιο Β’ να ζωγραφίσει την οροφή της Καπέλα Σιξτίνα. Ο Μιχαήλ Άγγελος δεν ήταν ζωγράφος – ήταν γλύπτης – και όταν του ζητήθηκε να ζωγραφίσει την οροφή, απάντησε: «Η ζωγραφική δεν είναι η τέχνη μου».

Η οροφή της Σιξτίνα ζωγραφίστηκε μεταξύ 1508-1512, από τον Μιχαήλ Άγγελο. Οροφογραφία, Καπέλα Σιξτίνα, Βατικανό. (Public Domain)

 

Γιατί τότε ο Πάπας Ιούλιος Β’ ζήτησε από τον Μιχαήλ Άγγελο να ζωγραφίσει αντί να σμιλεύσει; Σύμφωνα με τον Τζόρτζιο Βαζάρι «Οι ζωές των πιο εξαιρετικών ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων» («Le Vite de più eccellenti architetti, pittori, et scultori italiani, da Cimabue insino a’ tempi nostri», Giorgio Vasari, 1550), ο Μιχαήλ Άγγελος υποπτευόταν ότι ο Μπραμάντε (Bramante), ένας ιδιαίτερα σεβαστός αρχιτέκτονας που εργαζόταν για τον Πάπα Ιούλιο Β’, ήθελε να καταστρέψει τη φήμη του, βάζοντάς τον να ζωγραφίσει την οροφή της Καπέλα Σιξτίνα:

«Με αυτόν τον τρόπο φάνηκε δυνατό στον Μπραμάντε και σε άλλους ανταγωνιστές του [Μιχαήλ Άγγελου] να τον απομακρύνουν από τη γλυπτική, στην οποία τον έβλεπαν τέλειο, και να τον βυθίσουν στην απόγνωση, πιστεύοντας ότι αν τον ανάγκαζαν να ζωγραφίσει, θα έκανε έργο λιγότερο άξιο επαίνου, αφού δεν είχε εμπειρία από τα χρώματα της τοιχογραφίας…»

Είναι αλήθεια ότι ο Μιχαήλ Άγγελος δεν είχε εμπειρία στην τοιχογραφία, αλλά αυτό δεν τον απέτρεψε. Ο Γουίλιαμ Γουάλας (William Wallace), κορυφαίος εμπειρογνώμονας στον Μιχαήλ Άγγελο, παρατηρεί ότι «την εποχή της Σιξτίνα, ο Μιχαήλ Άγγελος προσπαθεί ακόμη να γίνει ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης όλων των εποχών. Συμπεριφέρεται περισσότερο σαν τον καλλιτέχνη που σμίλευσε τον ‘Δαβίδ’: ‘Είμαι ο καλύτερος γλύπτης. Τώρα, θα γίνω ο καλύτερος ζωγράφος. Θα γίνω ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης όλων των εποχών’. Υποφέρει ακόμα από την ύβρη της νιότης».

Για τέσσερα εξαντλητικά χρόνια, ο Μιχαήλ Άγγελος πήρε όσα έμαθε για την τοιχογραφία και ζωγράφισε ακούραστα την οροφή της Καπέλα Σιξτίνα. Παρόλο που δεν είχε την εκπαίδευση ενός ζωγράφου, κατέληξε να ολοκληρώσει μία από τις μεγαλύτερες και πιο εκπληκτικές τοιχογραφίες στην ιστορία. Το έργο του δεν ήταν εύκολο – σύμφωνα με το βιβλίο του Ρος Κινγκ «Ο Μιχαήλ Άγγελος και η οροφή του Πάπα» («Michelangelo and the Pope’s Ceiling», Ross King, 2002), ο Μιχαήλ Άγγελος έπρεπε να αντιμετωπίσει οικογενειακά ζητήματα, αντιπαλότητες, τεχνικές ατυχίες και πολιτικές ίντριγκες. Στα προσωπικά του σημειωματάρια, ο ίδιος περιγράφει επανειλημμένα τα προβλήματά του ενώ ζωγράφιζε την οροφή: «Ζω εδώ περιτριγυρισμένος από τις μεγαλύτερες ανησυχίες, υποφέροντας από τη μεγαλύτερη σωματική κόπωση: Δεν έχω κανέναν φίλο και δεν θέλω κανέναν – δεν έχω χρόνο για να φάω την απαραίτητη τροφή».

Ο Μιχαήλ Άγγελος δεν άφησε τις κακουχίες να τον αποθαρρύνουν. Αντιθέτως, μετέτρεψε τις δοκιμασίες του σε οπτική δοξολογία του θείου. Ο Κινγκ αναφέρει ότι ο Μιχαήλ Άγγελος δεν ήταν ικανοποιημένος από το αρχικό σχέδιο με τους 12 αποστόλους και ζήτησε την άδεια του Πάπα να είναι ακόμη πιο φιλόδοξος και να χρησιμοποιήσει το ανθρώπινο σώμα για να εξερευνήσει το εύρος της ανθρώπινης σχέσης με τον Θεό. Ο Πάπας συμφώνησε και το αρχικό σχέδιο των 12 αποστόλων μετατράπηκε σε ένα πολύπλοκο σχέδιο που περιελάμβανε περισσότερες από 300 μορφές.

Ο Μιχαήλ Άγγελος συμπεριέλαβε όχι μόνο θέματα από τον Χριστιανισμό, αλλά και μορφές από τον Ιουδαϊσμό και τον παγανισμό. «Η Σιξτίνα δεν είναι μόνο εννέα ιστορίες της Γένεσης. Είναι ολόκληρη η σφαιρική εικόνα της δημιουργίας», εξηγεί ο Γουάλας. «Είναι τα πάντα. Δεν είναι ένας διαχωρισμός μεταξύ χριστιανισμού και παγανισμού. Είναι η Δημιουργία του Θεού, ο οποίος δημιούργησε την παγανιστική αρχαιότητα πριν δημιουργήσει τον χριστιανισμό. Αυτός δημιούργησε τον κόσμο. Οι Σίβυλλες είναι το αντίστοιχο των προφητών, είναι ο παγανιστικός κόσμος πριν έρθει ο Χριστιανισμός. Έτσι, έχουμε παγανιστικές Σίβυλλες [στη Σιξτίνα], έχουμε και εβραϊκές ιστορίες στη Σιξτίνα. Η Σιξτίνα δεν είναι χριστιανική, εβραϊκή ή παγανιστική – είναι όλη η δημιουργία.»

Μελέτη για τη Σίβυλλα της Λιβύης, μεταξύ 1510-1511 από τον Μιχαήλ Άγγελο. Κόκκινη κιμωλία, λευκή κιμωλία και κάρβουνο σε χαρτί, 287 εκ επί 220 εκ. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

Η Σίβυλλα της Λιβύης, μεταξύ 1508-1512, από τον Μιχαήλ Άγγελο. Τοιχογραφία, Καπέλα Σιξτίνα, Βατικανό. (Public Domain)

 

Ο Μιχαήλ Άγγελος όχι μόνο συμπεριέλαβε χριστιανικές, ιουδαϊκές και ειδωλολατρικές μορφές σε μια σύνθεση, αλλά ζωγράφισε και μια οπτική απεικόνιση του Θεού – κάτι σπάνιο για τους καλλιτέχνες. «Πρόκειται για τον Θεό και την αρχή της δημιουργίας του Θεού, και Του αξίζει να ζωγραφιστεί», λέει ο Γουάλας. «Είναι αλήθεια ότι στην παλαιότερη χριστιανική τέχνη, μερικές φορές ο Θεός δεν απεικονίζεται ή είναι μόνο το χέρι του ή κάτι τέτοιο, οπότε είναι πολύ τολμηρό να φανταστεί κανείς πώς είναι ο Θεός. Ο Μιχαήλ Άγγελος μας έδωσε μια εικόνα του Θεού που έχει γίνει ο κανόνας για το πώς μοιάζει ο Θεός για πολλούς ανθρώπους στον κόσμο».

Αυτή η απεικόνιση του Θεού, η «Δημιουργία του Αδάμ» είναι μια από τις πιο εμβληματικές εικόνες στον κόσμο. Ο Μιχαήλ Άγγελος ζωγράφισε τον Αδάμ τη στιγμή της αφύπνισής του, όπου και συναντά τον δημιουργό του. Ένας ξαπλωμένος Αδάμ κοιτάζει με λαχτάρα τα μάτια του Θεού και απλώνει το χέρι του για να αγγίξει τον δημιουργό του. Ο Θεός -μαζί με τις βιβλικές μορφές που τον περιβάλλουν- κινείται με μεγάλη ορμή προς τον Αδάμ. Ικανοποιημένος από το δημιούργημά του, ο Θεός απλώνει το χέρι του για να αγγίξει τον Αδάμ.

Λεπτομέρεια από τη «Δημιουργία του Αδάμ», μεταξύ 1508-1512, από τον Μιχαήλ Άγγελο. Τοιχογραφία, Καπέλα Σιξτίνα, Βατικανό. (Public Domain)

 

Ο χώρος μεταξύ των δακτύλων του Αδάμ και του Θεού είναι τόσο κοντά, αλλά και τόσο μακριά: «Τα λίγα εκατοστά που χωρίζουν τις άκρες των δακτύλων τους είναι η μεγαλύτερη αναστολή του χρόνου και της αφήγησης στην ιστορία της τέχνης», λέει ο Γουάλας στο βιβλίο του «Μιχαήλ Άγγελος: Ο καλλιτέχνης, ο άνθρωπος και η εποχή του» («Michelangelo: The Artist, the Man, and His Times», 2011). Αν ο Αδάμ κατέβαλε λίγη περισσότερη προσπάθεια, αν μπορούσε να ανταποκριθεί στην προσπάθεια του Θεού, φαίνεται ότι θα άγγιζε τον Θεό και ο διαχωρισμός μεταξύ τους θα έπαυε να υπάρχει.

Αφότου ζωγράφισε πάνω από 300 μορφές σε περισσότερες από 150 ξεχωριστές εικαστικές ενότητες, ο Μιχαήλ Άγγελος ολοκλήρωσε την οροφή προς ικανοποίηση του Πάπα Ιουλίου Β’. Η οροφή της Σιξτίνα αποκαλύφθηκε την Ημέρα των Αγίων Πάντων, την 1η Νοεμβρίου 1512.

Η οροφή της Σιξτίνα ζωγραφίστηκε μεταξύ 1508-1512 από τον Μιχαήλ Άγγελο. Τοιχογραφία, Καπέλα Σιξτίνα, Βατικανό. (Public Domain)

 

«Είναι αρκετά αξιοθαύμαστο και αξιοσημείωτο το γεγονός ότι επέμεινε δεδομένου τού τι αντιμετώπιζε», σχολιάζει ο Γουάλας. «Το ίδιο το γεγονός της ζωγραφικής μιας οροφής είναι από μόνο του εκπληκτικό. Υπήρχαν όλων των ειδών τα προβλήματα. Πρέπει να θαυμάσουμε ότι επέμεινε υπό απίστευτη πίεση, αντιμετωπίζοντας προκλήσεις που είναι αδιανόητες – πολλοί άλλοι άνθρωποι θα τα είχαν παρατήσει, αλλά εκείνος όχι.»

Εδώ βρίσκεται ένα ψήγμα σοφίας: Ο Μιχαήλ Άγγελος επέμεινε στις δυσκολίες του με πίστη και ισχυρή επιθυμία να εκφράσει οπτικά το θείο. Αν και κλήθηκε να ολοκληρώσει ένα έργο που του ήταν ξένο, όχι μόνο στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, αλλά και ξεπέρασε τις προσδοκίες. Η εμπνευσμένη προσπάθειά του να εκφράσει το θείο μέσω της ανθρώπινης μορφής, παρά τις πολλές δυσκολίες, τον βοήθησε να δημιουργήσει ένα θαύμα που συνεχίζουμε να εκτιμούμε 500 χρόνια μετά.

Του Eric Bess

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Radiant Life.

Οι «ιερές συνομιλίες» του Πιέρο ντελλα Φραντσέσκα

Ο Πιέρο ντελλα Φραντσέσκα, μια από τις ιδρυτικές μορφές της πρώιμης Ιταλικής Αναγέννησης, κατέχει ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της τέχνης. Το έργο του εξυμνείται από γνώστες, συναδέλφους καλλιτέχνες και το ευρύ κοινό. Οι θιασώτες του ακολουθούν το «Μονοπάτι Πιέρο ντελλα Φραντσέσκα», κάνοντας στάσεις στις ιταλικές περιοχές της Τοσκάνης και του Λε Μαρτς για να δουν αξιόλογα έργα στην αρχική τους θέση.

Οι συναρπαστικές τοιχογραφίες και οι πίνακες του ντελλα Φραντσέσκα αιχμαλωτίζουν την προσοχή του θεατή μέσω της αριστοτεχνικής δημιουργίας ενός ψευδαισθησιακού χώρου, των γλυπτικών μορφών, του έντονου φωτός, των ζωηρών χρωμάτων, και της θείας ατμόσφαιρας. Πολλά από τα υπέροχα έργα του απεικονίζουν την Παναγία και το Βρέφος σε ένα θέμα που είναι γνωστό ως «ιερές συνομιλίες».

Ο «μονάρχης» της ζωγραφικής

Εικονογράφηση του Πιέρο ντελλα Φραντσέσκα από το βιβλίο του Τζόρτζο Βαζάρι «Οι βίοι των πλέον εξαίρετων ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων» (Le vite de più eccellenti architetti, pittori, et scultori ή απλώς Vite), 1648. Αρχείο Διαδικτύου. (Public Domain)

 

Ο Πιέρο ντελλα Φραντσέσκα (περ. 1415/20–1492) θεωρούνταν «μονάρχης» της ζωγραφικής όσο ζούσε. Γεννήθηκε στη μικρή πόλη Σανσεπόλκρο της Τοσκάνης, τότε γνωστή ως Μπόργκο Σαν Σεπόλκρο, κοντά στα σύνορα της Ούμπρια. Τον 15ο αιώνα η πόλη γνώρισε σημαντική ακμή, όντας πάνω σε εμπορικές και προσκυνηματικές οδούς.

Λίγα είναι γνωστά για την πρώιμη ζωή και την καλλιτεχνική κατάρτιση του ντελλα Φραντσέσκα. Η προηγμένη χρήση της γραμμικής προοπτικής (ήταν επίσης μαθηματικός) δείχνει ότι πρέπει να είχε εκτεθεί στην τέχνη της ευρύτερης Τοσκάνης, ιδιαίτερα της Φλωρεντίας. Μέχρι το 1439, εργαζόταν στη Φλωρεντία μαζί με τον Ντομένικο Βενετσάνο. Το έργο του ντελλα Φραντσέσκα αντανακλά τόσο την επιρροή του Βενετσάνο όσο και αυτή των Πάολο Ουτσέλο και Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι.

Πιστεύεται ότι ο ντελλα Φραντσέσκα δεν εργάστηκε ποτέ στη Φλωρεντία μετά τη δεκαετία του 1430, αν και η αυξανόμενη φήμη του οδήγησε σε έργα κύρους στις αυλές της Ρώμης, του Ρίμινι, της Φεράρα και του Ουρμπίνο. Χορηγοί του ήταν προσωπικότητες όπως ο πάπας και ο δούκας του Ουρμπίνο. Ωστόσο, ο ντελλα Φραντσέσκα επέστρεφε πάντα στο Σανσεπόλκρο, όπου έζησε, δημιούργησε και πέθανε, το 1492. Το Σανσεπόλκρο εμφανίζεται στο τοπίο του πρώιμου αριστουργήματός του «Η Βάπτιση του Χριστού», του 1437–1445 περίπου.

Πιέρο ντελλα Φραντσέσκα, «Η Βάπτιση του Χριστού», 1437–1445. Αυγοτέμπερα σε ξύλο λεύκας. Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο. (Public Domain)

 

Για ένα μεγάλο μέρος του έργου του δεν γνωρίζουμε ούτε την ημερομηνία ούτε το νόημα. Τα έργα του των «ιερών συνομιλιών» δεν αποτελούν εξαίρεση. Ο όρος αφορά ένα έργο για τέμπλο, που παρουσιάζει την Παναγία και το Βρέφος εν μέσω αγίων. Παρά το όνομα του είδους, ήταν σπάνιο τον 15ο αιώνα οι φιγούρες ενός πίνακα να συνομιλούν – συνήθως εμφανίζονταν στοχαστικές, να κοιτάζουν προς τον θεατή. Επιπλέον, ένας από τους αγίους έκανε και μια χειρονομία η οποία προσέλκυε το βλέμμα του θεατή στο κεντρικό τμήμα του πίνακα.

«Η Παρθένος και το Βρέφος» του Κλαρκ

Πιέρο ντελλα Φραντσέσκα, «Παρθένος και Βρέφος ένθρονοι, με τέσσερεις αγγέλους», περ. 1460–70. Λάδι, ενδεχομένως με λίγη τέμπερα, σε πάνελ και ύφασμα. 108 x 78 εκ. Ινστιτούτο Τέχνης Κλαρκ, Γουίλιαμσταουν, Μασαχουσέτη. (Public Domain)

 

Το έργο «Παρθένος και Βρέφος ένθρονοι, με τέσσερεις αγγέλους» είναι ένα από τα πιο φημισμένα του ντελλα Φραντσέσκα. Αυτό το μεγάλο, εντελώς άθικτο έργο τέμπλου, που αποτελεί πλέον μέρος της συλλογής του Ινστιτούτου Τέχνης Κλαρκ της Μασαχουσέτης στο Μπέρκσαϊρς, είχε δημιουργηθεί αρχικά για μία εκκλησία ή ιδιωτική κατοικία. Είναι ένα από τα επτά ενυπόγραφα έργα τέχνης του ντελλα Φραντέσκα που ανήκουν σε συλλογή αμερικανικού μουσείο – το ωραιότερο.

Στο κέντρο του βρίσκεται η ένθρονη Παναγία κρατώντας στην αγκαλιά της τον Χριστό, ο οποίος απλώνει τα χέρια Του προς ένα τριαντάφυλλο. Το τριαντάφυλλο συμβολίζει πολλά πράγματα: τη θεϊκή αγάπη, την ανθρώπινη φύση του Χριστού και τα επικείμενα Πάθη Του. Ο Χριστός δεν πτοείται από τη μοίρα του. Τείνει ούτως ή άλλως προς το λουλούδι και η Παναγία δεν το απομακρύνει. Αντίθετα, το κοιτάζει, ίσως έχοντας μια ιδέα του τι προμηνύει. Η σημασία του τριαντάφυλλου τονίζεται από τις σκαλισμένες ροζέτες στο κάτω μέρος του μαρμάρινου θρόνου της Παναγίας.

Το σκηνικό του έργου τέχνης είναι ένας ρηχός χώρος με κλασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως κίονες και κρεμαστή διακόσμηση στην κορυφή των τοίχων – ο ντελλα Φραντσέσκα συνήθιζε να αντλεί από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα. Η ηρεμία των μορφών είναι σε αρμονία με τον αέρα θείας γαλήνης και αρμονίας που αποπνέει ο πίνακας.

Τέσσερεις άγγελοι περιβάλλουν την Παναγία και το Βρέφος ως κομψά μαρμάρινα αγάλματα με ενδύματα και χρωματιστά φτερά. Στα δεξιά, ο άγγελος με τα κόκκινα κοιτάζει προς τους θεατές δείχνοντας τον Χριστό. Ο άγγελος στα αριστερά, ντυμένος στα λευκά, ρίχνει τη σκιά του στη βάση του θρόνου. Αυτή η λεπτομέρεια έχει οδηγήσει τους επιμελητές να σκεφτούν ότι ο πίνακας ήταν αρχικά κρεμασμένος στα δεξιά ενός παραθύρου και ότι ο καλλιτέχνης ενσωμάτωσε στο έργο την πραγματική πηγή φωτός.

Η δεκαετία του 1450 ήταν μια παραγωγική δεκαετία για τον καλλιτέχνη. Άρχισε να εργάζεται για την Αυλή του Ουρμπίνο, για την οποία πιστεύεται ότι ζωγράφισε το περίφημο «Μαστίγωμα του Χριστού». Ξεκίνησε επίσης την παραγωγή ενός περίφημου κύκλου τοιχογραφιών στην εκκλησία του Σαν Φραντσέσκο στο Αρέτσο, γνωστή ως «Ο Θρύλος του Αληθινού Σταυρού» και ολοκλήρωσε τοιχογραφίες για το παλάτι του Βατικανού. Τις επόμενες δεκαετίες, η σχέση του με τον ηγεμόνα του Ουρμπίνο, δούκα Φεντερίκο ντα Μοντεφέλτρο, βελτιώθηκε και ο ζωγράφος έλαβε σημαντικές παραγγελίες, συμπεριλαμβανομένου ενός διπλού πορτραίτου, του ηγεμόνα και της συζύγου του, το οποίο αποτελεί από τα πλέον θαυμαστά πορτραίτα της περιόδου.

Τέμπλο του Σαν Μπερναρντίνο

Πιέρο ντελλα Φραντσέσκα, «Παναγία και Βρέφος με αγγέλους, αγίους και τον Φεντερίκο ντα Μοντεφέλτρο (Τέμπλο του Σαν Μπερναρντίνο)», περ.1472. Τέμπερα σε πάνελ. Πινακοθήκη Μπρέρα, Μιλάνο, Ιταλία. (Public Domain)

 

Η «sacra conversazione» (ιερή συνομιλία) του ντελλα Φραντσέσκα με τίτλο «Παναγία και Βρέφος με αγγέλους, αγίους και τον Φεντερίκο ντα Μοντεφέλτρο (Τέμπλο του Σαν Μπερναρντίνο)» παρουσιάζει τον δούκα ανάμεσα σε αγίους και αγγέλους. Ανήκει πλέον στην Pinacoteca di Brera στο Μιλάνο. Οι ειδικοί πιστεύουν ότι ο Φεντερίκο το παρήγγειλε μετά τη γέννηση του αρσενικού κληρονόμου του και τον θάνατο της συζύγου του, και ότι στον πίνακα υπάρχουν σύμβολα και των δύο γεγονότων. Η Pinacoteca γράφει ότι «το κοιμισμένο παιδί παραπέμπει στη μητρότητα και ταυτόχρονα στον θάνατο».

Για τη δημιουργία του πίνακα χρησιμοποιήθηκε τέμπερα σε πάνελ και χρονολογείται από το 1472 έως το 1474. Είναι πιθανό ότι το τέμπλο προοριζόταν να στεγαστεί στην εκκλησία του Σαν Μπερναρντίνο στο Ουρμπίνο, που χτίστηκε από τον δούκα για να στεγάσει τον δικό του τάφο. Το κλασικό σκηνικό με το καθαρό φως του είναι παρόμοιο με το «Παναγία και Βρέφος ένθρονοι, με τέσσερεις αγγέλους», αν και σε αυτό το έργο υπάρχει θόλος και αψίδα. Στο πίσω μέρος του υπάρχει ένα αναποδογυρισμένο κέλυφος κοχυλιού, από το οποίο κρέμεται ένα αυγό στρουθοκαμήλου – αυτό έχει πολλαπλές έννοιες, όπως πολλά από τα στοιχεία στο έργο του ντελλα Φραντσέσκα. Σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να ερμηνευθεί ως σύμβολο του κόσμου, της μητρότητας, της Παναγίας, του οικοσήμου της οικογένειας Μοντεφέλτρο, καθώς και ως το Πάθος και η Ανάσταση. Τα δύο τελευταία συμβολίζονται επίσης από το περιδέραιο κόκκινου κοραλλιού που φορά ο Χριστός. Τα περιδέραια κοραλλιών τα φορούσαν πράγματι τότε τα παιδιά, για λόγους προστασίας και οδοντοφυΐας.

Σε ημικύκλιο γύρω από την Παναγία και το Βρέφος είναι, από αριστερά, ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο Άγιος Βερναρδίνος, ο Άγιος Ιερώνυμος που χτυπά το στήθος του με μια πέτρα, ο Άγιος Φραγκίσκος που δείχνει το στίγμα, ο Άγιος Πέτρος ο Μάρτυς με πληγή στο κεφάλι και ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής. Πίσω τους βρίσκονται στολισμένοι, ουράνιοι αρχάγγελοι. Ο δούκας φορώντας την πανοπλία του (καθώς ήταν διάσημος για τη στρατιωτική του δύναμη και την προστασία των τεχνών), γονατίζει μπροστά στην ένθρονη Μαντόνα και τον μικρό Ιησού.

Σενιγκαλλία Μαντόνα

«Μαντόνα και Βρέφος με δύο αγγέλους (Σενιγκαλλία Μαντόνα)», μεταξύ 1474 και 1478, από τον Πιέρο ντελλα Φραντσέσκα. Λάδι σε πάνελ. 61 x 53 εκ. Εθνική Πινακοθήκη του Μάρκε, Ουρμπίνο, Ιταλία. (Public Domain)

 

Στο Ουρμπίνο, στην Εθνική Πινακοθήκη του Μάρκε, βρίσκεται άλλη μία «sacra conversazione» του ντελλα Φραντσέσκα από την εποχή της εργασίας του στον δούκα ντα Μοντεφέλτρο. Αυτός ο πίνακας είναι μικρότερος και περισσότερο ‘οικείος’. Το έργο «Μαντόνα και Βρέφος με δύο αγγέλους (Σενιγκαλλία Μαντόνα)» είναι ζωγραφισμένο με λάδι και τέμπερα σε πάνελ και χρονολογείται το 1474 ή το 1478. Οι μελετητές πιστεύουν ότι ο δούκας το χάρισε στην κόρη του με την ευκαιρία του γάμου της με τον Τζοβάννι ντελ λα Ρόβερε, τον άρχοντα της Σενιγκαλλία.

Ο πίνακας έχει πολύ στενή σύνθεση. Σε αυτή την εκδοχή, η Παναγία στέκεται κρατώντας το Βρέφος σε μια στάση που θυμίζει αρχαίες εικόνες, με δύο αγγέλους να στέκονται πίσω της ήρεμοι. Οι δύο άγγελοι φορούν μαργαριτάρια στο λαιμό, σύμβολα αγνότητας, ενώ ο Ιησούς φορά ένα μενταγιόν με κοράλλι και κρατά ένα λευκό τριαντάφυλλο. Αντί για σκηνικό παρεκκλησίου, οι φιγούρες βρίσκονται σε ένα εσωτερικό που μοιάζει με το Δουκικό Παλάτι του Ουρμπίνο. Ένα άνοιγμα στα αριστερά δείχνει ένα άλλο δωμάτιο, όμορφα φωτισμένο.

Το «Μαντόνα και Βρέφος με Δύο Αγγέλους» ήρθε στην Πινακοθήκη, που στεγάζεται στο παλάτι του Δούκα του Ουρμπίνο, από την εκκλησία της Σάντα Μαρία ντελλε Γκράτσιε στη Σενιγκαλλία, το 1917. Το 1975, ήταν ένας από τους τρεις πίνακες που κλάπηκαν από το Παλάτι, μαζί με άλλο ένα έργο του ντελλα Φραντσέσκα («Το μαστίγωμα του Χριστού») και ένα του Ραφαήλ. Οι κλέφτες εισέβαλαν και έκοψαν τις ζωγραφιές από τα κάδρα τους – η πράξη τους προκάλεσε μεγάλη αίσθηση και έμεινε γνωστή ως η «ληστεία του αιώνα». Χάρις σε πληροφορίες που έδωσε ένας Ρωμαίος έμπορος παλαιών αντικειμένων, τα έργα ανακτήθηκαν τον επόμενο χρόνο από την ιταλική αστυνομία στο Λοκάρνο της Ελβετίας.

Ο Πιέρο ντελλα Φραντσέσκα δημιούργησε μερικά από τα πλέον σημαντικά και πρωτότυπα έργα τέχνης της Αναγέννησης. Οι πίνακές του είναι θρυλικοί για την ισορροπία και τη μεγαλοπρεπή λιτότητα της γεωμετρίας και του χρώματος, του δέους και της οδύνης, και αντανακλούν τις νέες τεχνικές της εποχής: τη σχολαστική προοπτική όπως την εξέλιξε η σχολή της Φλωρεντίας, και τον χειρισμό του φωτός, τον ρεαλισμό και τη χρήση των ελαιοχρωμάτων της ολλανδικής τέχνης. Το απαύγασμα των εκλεπτυσμένων έργων του περιλαμβάνει αυτές τις τρεις στοχαστικές «sacra conversazioni».

Νίκη της Σαμοθράκης: Η συνοπτική ιστορία ενός φτερωτού αγάλματος

Το Λούβρο προσελκύει εκατομμύρια επισκέπτες ετησίως. Ανάμεσα στα πέντε κορυφαία έργα τέχνης του είναι η «Φτερωτή Νίκη της Σαμοθράκης». Υπόδειγμα κλασικής ομορφιάς, κίνησης και χάρης, το άγαλμα είναι τοποθετημένο στην πλώρη ενός πλοίου που βρίσκεται στην κορυφή της σκάλας Νταρύ του μουσείου. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Λούβρο το 1884. Από τότε, μετά από εκτεταμένη αποκατάσταση, αιχμαλωτίζει τη φαντασία του κοινού, παραμένοντας άπιαστη για τους μελετητές.

Το διάσημο άγαλμα απεικονίζει τη θεά Νίκης, προσωποποίηση της νίκης σε στρατιωτικές μάχες και αγώνες, περιλαμβανομένων των αθλητικών και καλλιτεχνικών αγώνων. Πρόκειται για θεά ευρέως σεβαστή στην αρχαιότητα, γνωστή ως Βικτώρια στους Ρωμαίους. Η θεϊκή ενσάρκωση της νίκης υπάρχει σε όλο τον κλασικό κόσμο σε διάφορα μέσα, όπως γλυπτική, ζωγραφική, κοσμήματα και νομίσματα.

(α) Ασημένιο νόμισμα με τη Νίκη να στέκεται στην πλώρη του σκάφους, κρατώντας ένα ραβδί και μια τρομπέτα. (δ) Αρχαία ρωμαϊκή τοιχογραφία με τη φτερωτής Νίκη, στην Πομπηία. (cgb.fr/CC BY-SA 3.0) Stefano Bolognini)

 

Το συνολικό ύψος του γλυπτού υπερβαίνει τα 5,5 μέτρα, ενώ η ίδια η θεά έχει ύψος 2,7 μέτρα. Η Νίκη είναι φτιαγμένη από παριανό μάρμαρο, ένα από τα υψηλότερης ποιότητας ελληνικά μάρμαρα, καθαρό λευκό, λεπτόκοκκο, ημιδιαφανές και άψογο.

Μια κατακερματισμένη Νίκη

Η «Φτερωτή Νίκη» βρέθηκε στη Σαμοθράκη, στην πλαγιά ενός λόφου που έβλεπε το Ιερό των Μεγάλων Θεών, ένα αρχαίο συγκρότημα δώδεκα ναών που προσέλκυε προσκυνητές από όλη την περιοχή. Το άγαλμα ήταν αρχικά τοποθετημένο σε σημαντικό ύψος, έτσι ώστε να είναι εύκολα ορατό από τους επισκέπτες από μακριά, πιθανότατα και από τη θάλασσα. Το Λούβρο εγκατέστησε το έργο στην κορυφή της σκάλας Νταρύ για να αναπαράγει – όσο είναι εφικτό –  τις αρχικές συνθήκες θέασης.

Το άγαλμα της θεάς, με ύψος 2,7 μέτρα, είναι φτιαγμένο από παριανό μάρμαρο, ενώ το πλοίο από γκρίζο της Ρόδου. Συνολικά, το γλυπτό υπερβαίνει τα 5,5 μέτρα. Λούβρο, Γαλλία. (Public Domain)

 

Ενώ ο γλύπτης παραμένει άγνωστος, το γεγονός ότι η ακριβής αρχική τοποθεσία του έργου είναι γνωστή είναι κάτι ασυνήθιστο για τα αρχαιοελληνικά αγάλματα. Οι μελετητές πιστεύουν ότι η «Νίκη της Σαμοθράκης» δημιουργήθηκε μεταξύ 200 και 175 π.Χ., για να τιμήσει μια ναυτική νίκη, άγνωστη ποια. Αιώνες μετά τη δημιουργία του, έπεσε από το βάθρο της και έσπασε σε αρκετά σημεία. Παρέμεινε χαμένη, μέχρι που το 1863, από έναν Γάλλο ερασιτέχνη αρχαιολόγο και διπλωμάτη, τον Σαρλ Σαμπουαζώ (Charles Champoiseau, 1830–1909).

Ο Σαμπουαζώ ανακάλυψε τη «Φτερωτή Νίκη» σε 110 θραύσματα. Το άγαλμα μεταφέρθηκε στο Παρίσι, όπου επανασυναρμολογήθηκε σύμφωνα με κριτήρια αποκατάστασης του 19ου αιώνα. Πράγματι, ολόκληρη η δεξιά πλευρά, της οποίας η αρχική κατάσταση μπορεί να σταχυολογηθεί μόνο από κομμάτια που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα, είναι κατασκευασμένη από γύψο και δημιουργήθηκε συμμετρικά προς την ακάλυπτη αριστερή πτέρυγα. Οι συντηρητές και οι επιμελητές δεν θα επέλεγαν αυτήν τη μέθοδο σήμερα, αλλά το Μουσείο αποφάσισε να διατηρήσει την αρχική λύση.

Επακόλουθη ανασκαφή, τη δεκαετία του 1870, έδωσε τη βάση του αγάλματος, που αποτελείται από μια πλίνθο και την απόδοση μιας πλώρης ενός πολεμικού πλοίου σε γκρίζο μάρμαρο της Ρόδου. Ωστόσο, το κεφάλι και τα χέρια της Νίκης δεν βρέθηκαν ποτέ.

17ο Σαλόν ARC: Ο νικητής και τα ιδεώδη του διαγωνισμού για την ανάδειξη της παραστατικής ζωγραφικής

«Οι καλές τέχνες έχουν τη δύναμη να συγκινήσουν μέχρι δακρύων ή να αρπάξουν την ευαισθησία σου και να σε καθηλώσουν με μια συντριπτική αίσθηση ομορφιάς και ενθουσιασμού», έγραψε ο Φρέντερικ Ρος, συλλέκτης έργων τέχνης και ιδρυτής του Κέντρου Ανανέωσης της Τέχνης (Art Renewal Center – ARC), σε ένα δοκίμιο με τίτλο: «Η φιλοσοφία του ARC: Γιατί ο Ρεαλισμός;».

Το ARC, μη κερδοσκοπικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1999 κα εδρεύει στη Νέα Υόρκη, υποστηρίζει και προωθεί Ρεαλιστές καλλιτέχνες και τη ρεαλιστική καλλιτεχνική εκπαίδευση διεθνώς. Αγοράζει, επίσης, αξιόλογα έργα παραστατικής ζωγραφικής.

Το 2004, ο εναρκτήριος Διεθνής Διαγωνισμός του Σαλόν του ARC είχε περισσότερες από 1.100 συμμετοχές, από περισσότερες από δώδεκα χώρες. Τώρα, στη 17η επανάληψη του, οι συμμετοχές ξεπερνούν τις 5.000, από 87 χώρες.

Περίπου 100 από τα καλύτερα έργα του 17ου και του 18ου Διεθνούς Διαγωνισμού του Σαλόν του ARC θα εκτεθούν στον οίκο Sotheby’s στη Νέα Υόρκη το καλοκαίρι του 2026.

Η σύνδεση του διαγωνισμού ARC με τον Sotheby’s αποτελεί απόδειξη του κύρους του και επικυρώνει τις συνεχείς προσπάθειες και τη δέσμευση της ομάδας του ARC και των υποστηρικτών του να προωθήσουν τα καλύτερα παραστατικά έργα. Δείχνει επίσης ότι ο Ρεαλισμός έχει μια θέση στη σύγχρονη αγορά τέχνης, η οποία, εδώ και δεκαετίες, κατακλύζεται από την αφηρημένη και μοντέρνα τέχνη.

Ο μελετητής τέχνης και διαχειριστής του ARC Βερν Γκ. Σουάνσον έκρινε αρκετές κατηγορίες στον πρόσφατο διαγωνισμό. Επαίνεσε το υψηλό διαμέτρημα και την ποικιλία των συμμετοχών των ρεαλιστών καλλιτεχνών. «Λίγες εκθέσεις – καμία τόσο μεγάλη ή περιεκτική – αναδεικνύουν το εύρος της ρεαλιστικής τέχνης όσο το Σαλόν του ARC», έγραψε σε email.

«Αυτή η έκθεση αποτελεί μια μικρογραφία της μεγάλης ποικιλίας πολιτιστικής και εθνοτικής αισθητικής που υπάρχει […] Στον πυρήνα του, το Διεθνές Σαλόν του ARC συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο τη δύναμη του αιώνιου κόσμου της τέχνης.»

Πάβελ Σόκοφ: ο Καλύτερος της Έκθεσης

Στις 7 Ιανουαρίου, το ARC ανακοίνωσε τους νικητές του 17ου Διεθνούς Διαγωνισμού του Σαλόν του ARC. Το βραβείο του καλύτερου έργου της έκθεσης κέρδισε ο πίνακας του Καναδού καλλιτέχνη Πάβελ Σόκοφ «Παρακολουθώντας τον Χορό». Το βραβείο προσέφερε το The MacAvoy Foundation, το οποίο, σύμφωνα με την ιστοσελίδα του, «υποστηρίζει καλλιτέχνες που παράγουν διαχρονική, ουσιαστική τέχνη με αριστοτεχνικό τρόπο».

ZoomInImage
Πάβελ Σόκοφ, «Παρακολουθώντας τον Χορό», 2024. Λάδι σε λινό, 91 χ 61 εκ. Στις 7 Ιανουαρίου 2025, το Κέντρο Ανανέωσης Τέχνης (ARC) ανακοίνωσε ότι το «Παρακολουθώντας τον Χορό» κέρδισε το βραβείο του καλύτερου έργου της έκθεσης στον 17ο Διεθνή Διαγωνισμό του Σαλόν του ARC. (Ευγενική παραχώρηση του ARC)

 

Το επιδέξιο πινέλο του Σόκοφ απέδωσε το φως, τη σκόνη και τη θερμότητα με σχεδόν απτό τρόπο, απεικονίζοντας ένα κορίτσι της φυλής Ντασσάνεχ να παρακολουθεί έναν τελετουργικό χορό στην απομακρυσμένη κοιλάδα Όμο της νοτιοανατολικής Αιθιοπίας. Το φως του ήλιου παιχνιδίζει στην κορυφή του κεφαλιού της, αναδεικνύοντας ίσως την ιερότητα του χορού. Φοράει ένα ριγέ ύφασμα δεμένο στη μέση της για φούστα, ενώ κορδόνια με κόκκινες και μπλε χάντρες κοσμούν το λαιμό και τα μπράτσα της. Κοιτάζει προς τα εμάς, σαν να μας καλεί να παρακολουθήσουμε μαζί της τον χορό. Ο Σόκοφ αξιοποίησε την άνυδρη ατμόσφαιρα της κοιλάδας Όμο καλύπτοντας τους χορευτές με έναν αέρα γεμάτο σκόνη και μυστήριο. Μπορούμε σχεδόν να ακούσουμε τους χορευτές, καθώς με θόρυβο πηγαίνουν στη θέση τους. Μερικοί έχουν βάψει το σώμα τους, ενώ άλλοι κρατούν δόρατα..

Το «Παρακολουθώντας τον Χορό» είναι μέρος της σειράς «Ιστορίες των φυλών της Αιθιοπίας» του Σόκοφ , την οποία ζωγράφισε το 2022 αφού πέρασε δύο μήνες ζώντας με οκτώ διαφορετικές φυλές στην κοιλάδα Όμο. Σύμφωνα με δήλωση του καλλιτέχνη, η σειρά αποτελεί μέρος της αποστολής του Σόκοφ «να ανακαλύψει, να κατανοήσει και να μοιραστεί τις ιστορίες των παραδοσιακών πολιτισμών σε όλο τον κόσμο».

Κάθε φυλή της κοιλάδας του Όμο έχει διαφορετικά έθιμα και παραδόσεις, αλλά όλα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ελάχιστη έως καθόλου επαφή με ξένους.

Ο Σόκοφ βυθίστηκε σε κάθε φυλή όσο περισσότερο μπορούσε, κοιμώμενος σε μια σκηνή και προσλαμβάνοντας έναν τοπικό οδηγό. Δημιούργησε πολυάριθμα πορτραίτα με ζωντανά μοντέλα και αποτύπωσε με την τέχνη του κάθε χωριό και τα περίχωρά του. Έβγαλε, επίσης, φωτογραφίες αναφοράς και αγόρασε τοπικά είδη.

«Ελπίζω να πω τις ποικίλες ιστορίες τους και να δείξω ότι υπάρχουν πολύ διαφορετικοί τρόποι ζωής από τους δικούς μας», δήλωσε ο καλλιτέχνης.

Ο Σόκοφ γεννήθηκε στη Μόσχα το 1990, στο τέλος της σοβιετικής εποχής, αλλά μετανάστευσε στο Μοντρεάλ με την οικογένεια του όταν ήταν 10 ετών. Άρχισε να δέχεται παραγγελίες για πίνακες σε ηλικία 17 ετών.

Το 2014, ο Σόκοφ σπούδασε στο «Ατελιέ των Τεχνών Watts» στο Ενκινίτας της Καλιφόρνια. Το περιοδικό Time ανέθεσε στον τότε 24χρονο Σόκοφ να ζωγραφίσει έναν από τους επιλαχόντες του για το πρόσωπο της χρονιάς για το 2014, τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Ο Ρώσος πρόεδρος δεν είναι το μόνο διάσημο πορτραίτο που έχει αναλάβει ο Σόκοφ. Έχει ζωγραφίσει ακόμα τον Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ, καθώς και μέλη της βασιλικής οικογένειας της Σαουδικής Αραβίας.

Οι σειρές του «Συλλογή από ιστορίες του κόσμου» και «Ιστορίες των φυλών της Αιθιοπίας» δείχνουν το πάθος του να καταγράφει παραδοσιακούς πολιτισμούς από όλον τον κόσμο. Τώρα, με το πινέλο του, στρέφεται σε ένα άλλο πάθος του: την επιστήμη. Με τον τίτλο «Gravitas Project», ο Σόκοφ ζωγραφίζει τις προσωπογραφίες 20 επιστημόνων, μερικοί από τους οποίους έχουν κάνει πρωτοποριακές ανακαλύψεις αλλά δεν είναι ακόμη ευρέως γνωστοί.

Από το 2018, οι πίνακες του Σόκοφ κερδίζουν τακτικά διακρίσεις και βραβεία σε αξιόλογους διαγωνισμούς τέχνης. Πιο πρόσφατα, ο διάδοχος του Μπαχρέιν χορήγησε στον Σόκοφ μια Χρυσή Βίζα για το εξαιρετικό του ταλέντο. Κέρδισε το Βραβείο Καλύτερης Αφήγησης στον διαγωνισμό Best of America 2024 National Oil & Acrylic Painters’ Society (NOAPS) και το Βραβείο Καλύτερης Φιγούρας/Πορτραίτου στον διαγωνισμό NOAPS Best of America Small Works 2024.

Για τον Σόκοφ, η κατάκτηση του βραβείου του 17ου Διεθνούς Διαγωνισμού του Σαλόν του ARC είναι καθοριστική για την καριέρα του και η «αναγνώριση [ότι] βρίσκεται στο σωστό δρόμο», όπως έγραψε στο Instagram, προσθέτοντας: «Είναι ιδιαίτερα σημαντικό για εμένα ότι ένας από τους πίνακές μου των φυλών της Αιθιοπίας πήρε αυτό το βραβείο, καθώς αυτή η σειρά αντιπροσωπεύει όλα όσα πρεσβεύω».

Τον δημιούργησε για τον εαυτό του, κάτι που συχνά είναι ριψοκίνδυνο. «Είναι τρομακτικό, μερικές φορές, να ξέρεις ότι αυτό για το οποίο είσαι παθιασμένος και τρελός, μπορεί να μην ενδιαφέρει κανέναν άλλο. Αλλά αν θέλετενα φτιάξετε κάτι αυθεντικό και μοναδικό, πρέπει απλώς να ακολουθήσετε την περιέργειά σας».

Η σειρά «Ιστορίες των φυλών της Αιθιοπίας» δεν μπαίνει «εύκολα στο σαλόνι ενός συλλέκτη», λέει ο καλλιτέχνης, «αλλά αντιπροσωπεύει όλα όσα είμαι. Είμαι περήφανος για αυτό.»

Οι παραδεισένιοι κήποι της Αγνής Νόρθροπ

Τη θέα ενός νέου κήπο, με λουλούδια πάντα ανθισμένα,  προσφέρει τώρα τo Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης στους επισκέπτες του.

Τα λουλούδια είναι φτιαγμένα από γυαλί και συγκεκριμένα από γυαλί favrile. Αποτελούν μέρος του μνημειακού βιτρώ που κατασκεύασε η αμερικανική εταιρεία Tiffany Studios, την οποία ίδρυσε ο σπουδαίος Λούις Κόμφορτ Τίφανυ.  Ωστόσο, πίσω από το συγκεκριμένο παράθυρο κρύβεται και μία αξιόλογη γυναίκα.

Το υπέροχο τρίπτυχο παράθυρο με την ονομασία «Τοπίο Κήπου» για το Linden Hall αποκτήθηκε από το The Met τον Δεκέμβριο του 2023 και παρουσιάστηκε στο κοινό τον Νοέμβριο του 2024. Η 100ή επέτειος της εν λόγω πτέρυγας το 2024 και η προσθήκη ενός από τα πιο σημαντικά παράθυρα του Tiffany Studios είναι δύο αξιοσημείωτα γεγονότα που άξιζε να αναδειχθούν.

Το «Τοπίο κήπου» του Linden Hall

Αυτό το εξαιρετικό βιτρώ δημιουργήθηκε το 1912 κατά παραγγελία της Σάρα Μπ. Κοκρέιν (1857–1936),  επιχειρηματία. Παιδί φτωχής αγροτικής οικογένεια στην Πενσυλβάνια, δεν μπορούσε να πηγαίνει στο σχολείο κάθε μέρα γιατί δεν είχε αρκετά ρούχα. Εργάστηκε ως υπηρέτρια στο σπίτι ενός πλούσιου βιομήχανου άνθρακα και παντρεύτηκε τον γιο του. Όταν χήρεψε σε νεαρή ηλικία, η Κοκρέιν έμεινε επικεφαλής της αυτοκρατορίας του συζύγου της. Παρέμεινε ενεργά αναμεμειγμένη στις επιχειρήσεις μέχρι τα 70 της, τριπλασιάζοντας επιτυχώς την επιχείρηση και κερδίζοντας τον τίτλο της «μόνης βασίλισσας άνθρακα του έθνους».
Επηρεασμένη από τη βρετανική αρχιτεκτονική, η Κοκρέιν έχτισε, το 1911-1913, μία έπαυλη σε στυλ Τυδώρ στο Πάρκο Σαιν Τζέημς, στο Ντώσον της Πενσυλβάνια, την οποία ονόμασε Linden Hall (Λίντεν Χωλ). Αριθμούσε περισσότερες από 30 αίθουσες, μία στάση τρένου και ένα μεγάλο βιτρώ του Tiffany που κοσμούσε την είσοδο. Ως θέμα του βιτρώ, η Κοκρέιν ζήτησε συγκεκριμένα να είναι ένας κήπος, που θα παρέπεμπε στους πραγματικούς κήπους της έπαυλης.

 

The three-part Garden Landscape window is installed in the south end of Charles Engelhard Court (Gallery 701) at the Metropolitan Museum of Art. (Courtesy of The Met)
Το «Τοπίο Κήπου» είναι πλέον εγκατεστημένο στο νότιο άκρο του Charles Engelhard Court (Gallery 701) στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης. (Ευγενική παραχώρηση: The Met)

 

Σχεδιαστής του βιτρώ δεν ήταν ο ίδιος ο Τίφανυ αλλά η Αγνή Νόρθροπ (Agnes Northrop, 1857–1953), μια από τις πιο λαμπρές καλλιτέχνιδες της εταιρείας. Ήταν μέλος των αυτοαποκαλούμενων «Tiffany Girls», μιας ομάδας εξαιρετικά ταλαντούχων γυναικών που είχαν δημιουργήσει μερικά από τα πιο φημισμένα φωτιστικά και αντικείμενα τέχνης Tiffany. Αν και τα επιτεύγματά τους ξεχάστηκαν για σχεδόν έναν αιώνα, τα τελευταία χρόνια οι ακαδημαϊκοί τα επανέφεραν στο προσκήνιο.

Cabinet card of Agnes Northrop, one of the six original workers from Tiffany Studios' Women's Glass Cutting Department, circa 1885. The Metropolitan Museum of Art, New York City. (Public Domain)
Αγνή Νόρθροπ, περίπου το 1885. (Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη)

 

Ο τύπος του γυαλιού που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του «Τοπίου Κήπου» έχει μια ιριδίζουσα επιφάνεια και χαρακτηρίζεται από βαθύ πλούτο, λάμψη και ποικίλες υφές. Ονομάζεται favrile από την παλιά αγγλική λέξη fabrile, που σημαίνει «κατεργασμένο με το χέρι». Η εταιρεία Tiffany κατοχύρωσε το γυαλί favrile ως σήμα κατατεθέν της το 1894. Η άλλη μεγάλη καινοτομία της ήταν η χρήση τοπίων ως θέμα.

Η Tiffany έδινε στο Γυναικείο Τμήμα Κοπής Γυαλιού μεγάλη καλλιτεχνική ελευθερία. Οι γυναίκες δημιουργούσαν τα δικά τους σχέδια – τα οποία έπρεπε να εγκριθούν πριν από την παραγωγή – επέλεγαν τα κομμάτια γυαλιού για τις συνθέσεις τους και συμμετείχαν στη διαδικασία συναρμολόγησης. Τα έργα προβάλλονταν και διακινούνταν με το όνομα της εταιρείας και σπάνια γινόταν ονομαστική αναφορά στους υπαλλήλους.

Μια δυνατή σχεδιάστρια

Η Νόρθροπ δούλεψε πέντε δεκαετίες για την εταιρεία Tiffany. Γεννήθηκε στη γειτονιά Φλάσινγκ του Κουίνς και πέθανε στο Gramercy Park Hotel σε ηλικία 96 ετών. Η συνεργασία της με την Tiffany ξεκίνησε το 1884 – προσλήφθηκε αμέσως παρά το γεγονός ότι δεν είχε καμία γνωστή επίσημη καλλιτεχνική κατάρτιση. Μέχρι τη δεκαετία του 1890, είχε αποκτήσει όνομα στην εταιρεία και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης. Επίσης, είχε και ένα ιδιωτικό στούντιο. Για ορισμένα αντικείμενα που δημιούργησε τιμήθηκε η ίδια,. Ένα από τα βραβεία που κέρδισε ήταν το αργυρό μετάλλιο στην Έκθεση Universelle του 1900 στο Παρίσι, καθώς και μία πρόσκληση για ένα ταξίδι σχεδίου στη Γαλλία με την Tiffany και την επικεφαλής του Γυναικείου Τμήματος.

 

Γνωστή για τις απεικονίσεις περίπλοκων ανθισμένων κήπων με πλούσια βλάστηση που δημιουργούσε για τη διακόσμηση των παραθύρων, η Νόρθροπ είχε σχεδιάσει μερικά από τα πιο εντυπωσιακά βιτρώ της εταιρείας. Η διαδικασία ξεκινούσε με ένα προσχέδιο, για το οποίο αντλούσε έμπνευση από ένα προσωπικό αρχείο βοτανικών και ιστορικών θεμάτων και τις δικές της παρατηρήσεις της φύσης.

Όταν η εταιρεία ενέκρινε το προσχέδιο, η Νόρθροπ ζωγράφιζε μια πιο λεπτομερή εικόνα, η οποία παρουσιαζόταν στον πελάτη. Η αποδοχή της μακέτας από τον πελάτη οδηγούσε στο επόμενο βήμα ενός σχεδίου σε πλήρη κλίμακα όπου αποδίδονταν και τα σχήματα των γυάλινων κομματιών. Στη συνέχεια, επιλέγονταν και κόβονταν τα επιμέρους γυάλινακομμάτια. Τέλος, το παράθυρο, που αποτελούνταν από χιλιάδες κομμάτια, πήγαινε στα τμήματα μολύβδωσης και σμάλτου. Το «Τοπίου Κήπου» του Linden Hall αποδίδεται στη Νόρθροπ επειδή το σχέδιο της για το κεντρικό μέρος, που βρίσκεται στη συλλογή του The Met, φέρει την υπογραφή της.

Αυτό το τμήμα του παραθύρου τραβάει το βλέμμα του θεατή στα μαρμάρινα σκαλοπάτια που οδηγούν σε ένα κεντρικό σιντριβάνι, το οποίο περιβάλλεται από νεροκάρδαμα, παπαρούνες και ροζ και μπλε ορτανσίες. Πέρα από αυτό, απλώνεται ένα πανόραμα πλαισιωμένο από πεύκα. Η ώρα της ημέρας είναι ένα ποιητικό λυκόφως.

 

Τα δύο πλαϊνά τμήματα διαθέτουν αντίστοιχα στοιχεία και λουλούδια στο πρώτο πλάνο. Αριστερά εμφανίζονται δακτυλίδες και παιώνιες, ενώ δεξιά δενδρομολόχες. Ο Τίφανι θεώρησε το παράθυρο τόσο εξαιρετικό που το έβαλε στον εκθεσιακό του χώρο στη Νέα Υόρκη, πριν το εγκαταστήσει στο Linden Hall.

ZoomInImage
Το αριστερό και δεξί τμήμα του βιτρώ «Τοπίο Κήπου» του Linden Hall. Δημιουργός: Agnes F. Northrop, 1912. (Ευγενική παραχώρηση: The Met)

 

Τώρα, στο The Met, το «Τοπίο Κήπου» βρίσκεται δίπλα σε έναν άλλο θησαυρό της Tiffany, το «Φθινοπωρινό Τοπίο». Αυτό το μαγευτικό βιτρώ, που κατασκευάστηκε μεταξύ 1923-1924, δείχνει φθινοπωρινά φυλλώματα να ανακλούν τον απογευματινό ήλιο. Η παραγγελία είχε γίνει επίσης για τον χώρο της κεντρικής σκάλας ενός αρχοντικού, αλλά δεν εγκαταστάθηκε ποτέ. Αντ’ αυτού, το βιτρώ δωρήθηκε στο The Met, λίγο μετά την ολοκλήρωσή του. Περιλαμβάνει γυαλί που έχει ‘τσαλακωθεί’ όταν είναι ακόμα λιωμένο και ενσωματωμένες νιφάδες γυαλιού που μοιάζουν με κομφετί. Ο σχεδιασμός αυτού του παραθύρου αποδίδεται επίσης στη Νόρθροπ.

ZoomInImage
Αγνή Φ. Νόρθροπ, «Φθινοπωρινό Τοπίο», 1923–1924. Μόλυβδος και γυαλί favrile, 335 x 259 εκ. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. (Ευγενική παραχώρηση: The Met)
Η Νόρθροπ και τα βιτρώ της έχουν αναφερθεί πρόσφατα σε διεθνείς ειδήσεις. Στις 18 Νοεμβρίου 2024, ο οίκος Sotheby’s δημοπράτησε «Το παράθυρο του μνημείου του Ντάνερ», ένα έργο τέχνης της Tiffany που σχεδίασε η Νόρθροπ. Το παράθυρο ξεπέρασε κατά πολύ την αρχική εκτίμηση των 5 – 7 εκατομμυρίων δολαρίων, φθάνοντας την τιμή των 12,4 εκατομμυρίων δολαρίων – ένα νέο ρεκόρ δημοπρασίας για ένα έργο που κατασκευάστηκε από το εργαστήριο Tiffany. Το παράθυρο του 1913 τοποθετήθηκε αρχικά σε μια εκκλησία στο Κάντον του Οχάιο. Χαρακτηρίζεται από μια πλόύσια συμφωνία χρωμάτων – καστανό, κρεμ, βυσσινί, σμαραγδί, βαθύ μπλε, ροδακινί, φιστικί, ροζ, κόκκινο, γαλανό και βιολετί – σε ένα ζωγραφικό στυλ που αποτελεί την επιτομή των σχεδίων Tiffany της Νόρθροπ.

 

ZoomInImage
«Το παράθυρο του μνημείου του Ντάνερ», 1913, σχεδιασμένο από την Αγνή Νόρθροπ για το εργαστήριο Tiffany. Γυαλί, μόλυβδο και φύλλα χαλκού. 488 x 325 εκ. (Ευγενική παραχώρηση του Οίκου Sotheby’s)

 

Τα βιτρώ Tiffany άρχισαν να δημιουργούνται το 1880 και γρήγορα καθιερώθηκαν στον αμερικανικό καλλιτεχνικό χώρο. Ο ρόλος της Νόρθροπ με τα ιδιοφυή σχέδιά της ήταν καθοριστικός για την επιτυχία τους. Το τρίπτυχο βιτρώ «Τοπίο Κήπου» είναι ένα καθηλωτικό, παραδεισένιο τοπίο που μπορούν πλέον να το απολαύσουν όλοι.

 

Εμπνευσμένος από τη βρετανική αρχιτεκτονική, ο Κόχραν έχτισε μια έπαυλη σε στυλ Tudor στο πάρκο Saint James στο Dawson της Πενσυλβάνια. Ονομάζεται Linden Hall, το μεγάλο σπίτι χτίστηκε μεταξύ 1911 και 1913 και περιείχε περισσότερα από 30 δωμάτια, μια στάση σιδηροδρόμου και ένα προσαρμοσμένο παράθυρο Τίφανι για την προσγείωση της σκάλας. Ο Κόχραν ζήτησε συγκεκριμένα το θέμα του παραθύρου: μια σκηνή κήπου που θα αναφερόταν στο πραγματικό τοπίο του κτήματος.

Εμπνευσμένος από τη βρετανική αρχιτεκτονική, ο Κόχραν έχτισε μια έπαυλη σε στυλ Tudor στο πάρκο Saint James στο Dawson της Πενσυλβάνια. Ονομάζεται Linden Hall, το μεγάλο σπίτι χτίστηκε μεταξύ 1911 και 1913 και περιείχε περισσότερα από 30 δωμάτια, μια στάση σιδηροδρόμου και ένα προσαρμοσμένο παράθυρο Τίφανι για την προσγείωση της σκάλας. Ο Κόχραν ζήτησε συγκεκριμένα το θέμα του παραθύρου: μια σκηνή κήπου που θα αναφερόταν στο πραγματικό τοπίο του κτήματος.

Ιησούς Παντοκράτωρ: Η κληρονομιά της βυζαντινής αγιογραφίας

Αν και ο κόσμος της βυζαντινής τέχνης παραμένει μακρινός για τους Δυτικούς, η παράδοση της έχει βαθιές και πνευματικές αξίες.

Όλα άρχισαν το 330, όταν ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στο Βυζάντιο, πόλη μεταξύ της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, στο σημείο όπου συναντώνται η Ευρώπη με την Ασία, μετονομάζοντάς τη σε Κωνσταντινούπολη.

Για περισσότερο από μία χιλιετία – από τον 4ο αιώνα περίπου μέχρι το 1453 – η θρησκευτική τέχνη άκμασε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αφήνοντας πίσω θαυμαστές αγιογραφίες, ψηφιδωτά και σπουδαία αρχιτεκτονικά έργα.

Γνωστή είναι και η περίοδος της εικονομαχίας, που δίχασε τους πιστούς σε υπέρμαχους και πολέμιους των άγιων εικόνων, με αποτέλεσμα την απώλεια όχι μόνο πλήθους αριστουργημάτων αλλά και πολλών ανθρώπινων ζωών.

Την εικονομαχία ξεκίνησε ο Αυτοκράτορας Λέων Γ’ ο Ίσαυρος, το 726, όταν απομάκρυνε την εικόνα του Χριστού από την Χαλκή Πύλη του παλατιού στην Κωνσταντινούπολη. Η πράξη αυτή ήταν η πρώτη από μία μακρά σειρά βίαιων καταστροφών που επέφεραν οι εικονοκλάστες από το 726 έως το 787, και μετά πάλι από το 814 έως το 842, εξαφανίζοντας σχεδόν τον κόσμο της βυζαντινής τέχνης.

Το κύριο επιχείρημα των εικονομάχων ήταν ότι η λατρεία των εικόνων αντιστρατευόταν τη Δεύτερη Εντολή (»Δεν θα κατασκευάσεις για σένα είδωλα και κανενός είδους ομοίωμα που να αντιπροσωπεύει οτιδήποτε βρίσκεται ψηλά στον ουρανό ή εδώ κάτω στη γη ή μέσα στα νερά, κάτω απ’ τη γη – Έξοδος 20:4) – καταστρέφοντας τις εικόνες, λοιπόν, έσωζαν τους χριστιανούς από την ειδωλολατρία.

Από το μέρος τους, οι εικονολάτρες αρνούνταν αυτήν την κατηγορία. Στην περί εικόνων απολογία του, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός (περ. 675-749) δήλωνε ότι αν και παλαιότερα ο αόρατος, άυλος και απερίγραπτος Θεός δεν απεικονιζόταν, ωστόσο με την ενσάρκωσή Του μεταξύ των ανθρώπων η σχέση μεταξύ ορατού και αόρατου άλλαξε, και ο Θεός έδωσε στους ανθρώπους τη δυνατότητα να Τον συλλάβουν με τις αισθήσεις τους και να περιγράψουν αυτό που οι αισθήσεις τους συνέλαβαν. Μεταξύ άλλων, επεσήμανε τη διαφορά μεταξύ λατρείας της ύλης καθεαυτής και της λατρείας του Θεού μέσω της ύλης και χαρακτήρισε τις εικόνες βιβλία των αγραμμάτων.

Ο θεολόγος Κωνσταντίνος Σκουτέρης (1939-2009) γράφει στο «Ποτέ σαν θεοί» («Never as Gods: Icons and their Veneration», 1984): «Οι εικόνες ήταν πάντα αντιληπτές ως ένα ορατό Ευαγγέλιο, ως μία μαρτυρία των σπουδαίων πραγμάτων που έδωσε στον άνθρωπο ο Θεός, ενσαρκωμένος Λόγος.

Ουσία και στυλ

Οι βυζαντινοί αγιογράφοι ζούσαν με προσευχή, νηστεία και αυτοσυγκέντρωση. Υπέτασσαν το προσωπικό τους ύφος στα σχηματοποιημένα πρότυπα της βυζαντινής τέχνης όπως αυτά είχαν εξελιχθεί μέσα από αιώνες παραδόσεων. Επίσης, απέφευγαν να υπογράφουν τα έργα τους. Για να αναγνωρίσουν τις εικόνες, οι ερευνητές εξετάζουν τα υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί.

Αν και στους αμύητους η συγκεκριμένη τεχνοτροπία ίσως μοιάζει απλοϊκή, ιδίως σε σχέση με τις εξεζητημένες αναγεννησιακές φιγούρες και συνθέσεις, ας έχουμε υπ’ όψιν ότι ακολουθούν επί τούτου ένα ιδιάζον στυλιζάρισμα, το οποίο εξυπηρετεί τους σκοπούς του:

«Η [βυζαντινή] τέχνη δεν έχει αφηγηματική ούτε διδακτική λειτουργία, αλλά είναι απρόσωπη, τελετουργική και συμβολική: είναι ένα από τα στοιχεία του θρησκευτικού τελετουργικού. Η τοποθέτηση των εικόνων στις εκκλησίες ακολουθούσε συγκεκριμένους κανόνες και κώδικες, όπως και η λειτουργία», γράφει ο δεύτερος τόμος τού The Mitchell Beazley Library of Art (The History of Painting and Sculpture Great Traditions).

Οι μορφές μεταφέρουν την αίσθηση της θεϊκής φύσης, όχι της ανθρώπινης. Σύμφωνα με το The Oxford Companion to Art, «το Βυζάντιο περιφρονούσε τον γήινο άνθρωπο, το άτομο, δίνοντας έμφαση στο υπεράνθρωπο, το θεϊκό, το ιδανικό. Το στυλιζάρισμα των εικόνων καταστρέφει το ανθρώπινο στοιχείο και προσδίδει στις μορφές την υπερκόσμια ποιότητα των συμβόλων».

Όταν απαγορεύτηκε η απεικόνιση των προσώπων, κατά τη διάρκεια της εικονομαχίας, οι καλλιτέχνες στράφηκαν στον φυσικό κόσμο και άρχισαν να εμπνέονται από διακοσμητικά στοιχεία όπως κλήματα και φυλλώματα. Τα ψηφιδωτά και οι νωπογραφίες κυριάρχησαν στον διάκοσμο των εκκλησιών, όπου συμπληρώνονταν από πέτρινα κιονόκρανα, γείσα, ξυλόγλυπτα και ανάγλυφα στοιχεία, και σμαλτωμένες εσοχές (σμάλτα champlevé).

Εκείνη την εποχή, οι μοναχοί έθεταν τα πρότυπα διακοσμητικά θέματα κάθε μέρους της εκκλησίας, όπως παραδείγματος χάριν την Πλατυτέρα στο εσωτερικό άνω μέρος της κεντρικής κόγχης του Ιερού του ναού, και τον Χριστό Παντοκράτορα τριγυρισμένο από αρχαγγέλους, αγγέλους, προφήτες και αποστόλους στον τρούλο.

Χριστός Παντοκράτωρ

Κάθε ορθόδοξη εκκλησία έχει έναν Χριστό Παντοκράτορα ή μία παραλλαγή του – είναι η πιο διαδεδομένη εικόνα της μορφής Του. Αν και θεωρείται ότι η προσωνυμία ‘Παντοκράτωρ’ προέρχεται από τον εβραϊκό όρο El Shaddai, που επί λέξει σημαίνει ‘Παντοδύναμος’ ή ‘Κύριος των πάντων’, ο μεταφραστής της Βίβλου Τζεφ Α. Μπέννερ επισημαίνει ότι «οι τεράστιες διαφορές μεταξύ της εβραϊκής γλώσσας και των υπολοίπων καθιστούν αδύνατη την ακριβή μετάφραση του [El Shaddai]» (από το βιβλίο His Name Is One: An Ancient Hebrew Perspective on the Names of God, του Jeff A. Benner).

Ο παλαιότερος σωζόμενος Παντοκράτωρ βρίσκεται στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης, στο Σινά, στην Αίγυπτο, και χρονολογείται από τον 6ο αιώνα. Η απομακρυσμένη θέση της Μονής έσωσε την εικόνα από τις καταστροφικές συνέπειες της εικονομαχίας.

ZoomInImage
Ο Χριστός Παντοκράτορας, στο μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά της Αιγύπτου, 6ος αιώνας. Εγκαυστική (χρώμα θερμού κεριού) σε πάνελ, 84 x 45 εκ. (Public Domain)

 

Η ιερή εικόνα είναι ζωγραφισμένη με εγκαυστική, δηλαδή με ζεστό κερί. Αυτή η τεχνική απαιτεί γρήγορο χειρισμό των χρωμάτων (πριν κρυώσει το κερί), επιτρέπει όμως στους καλλιτέχνες να μεταφέρουν μεγάλη ζωντάνια και ρεαλιστική πιστότητα στα έργα τους (βλ. πορτραίτα Φαγιούμ). Ωστόσο, στο συγκεκριμένο έργο, το πρόσωπο του Ιησού παρουσιάζει έντονη, αφύσικη ασυμμετρία. Πρόκειται για επιλογή του καλλιτέχνη, που έχει στόχο να αποδώσει τη διττή φύση του Χριστού: τη θεϊκή και την ανθρώπινη. Το αριστερό Του μάτι κοιτάζει τον θεατή, το δεξί στρέφεται προς τον ουρανό. Ένα χρυσό φωτοστέφανο, πάνω στο οποίο αχνοφαίνονται ένας κόκκινος σταυρός και αστέρια, περιβάλλει το κεφάλι Του.

Το δεξί Του χέρι είναι υψωμένο στη χειρονομία της ευλογίας, με τα δάκτυλα να σχηματίζουν τα γράμματα Ι, Χ και C από το ΙΗϹΟΥϹ ΧΡΙϹΤΟϹ. Το IC σημαίνει τον Ιησού και τα ΙΧ τον Χριστό:  “IC XC”. Με το αριστερό χέρι κρατά ένα Ευαγγέλιο, στολισμένο με λίθους.

Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, στην εσοχή πίσω από τον Χριστό υπάρχουν τα γράμματα Α και Ω (το πρώτο και το τελευταίο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου), που σημαίνουν ότι ο Χριστός είναι η αρχή και το τέλος των πάντων.

Το στυλιζάρισμα, η σύνθεση και τα μοτίβα είναι κοινά σε όλους τους Παντοκράτορες, είτε αυτοί βρίσκονται σε κάποιο σπίτι είτε σε εκκλησία. Ένα παράταιρο στοιχείο θα διατάρρασσε το συνολικό νόημα και τη λειτουργία της εικόνας.

Αγιογραφίες

Η περίοδος 867 -1204 ήταν εποχή αναγέννησης για τις λατρευτικές εικόνες στην αυτοκρατορία. Οι Βυζαντινοί καλλιτέχνες επισκεύασαν και ανακαίνισαν τις εκκλησίες και τα κτήρια που είχαν υποστεί φθορές κατά τη διάρκεια της εικονομαχίας, δημιουργώντας σπουδαία νέα ιερά έργα τέχνης, λατρευτικά αντικείμενα και ναούς.
Η Δυτική Ευρώπη θαύμαζε την τέχνη των Βυζαντινών και τη χρυσή Βασιλεύουσα. Ακόμα και οι εχθροί της αυτοκρατορίας υιοθετούσαν στοιχεία της, όπως ο  Ρογήρος Β’ της Σικελίας (1095 – 1154), ο οποίος κάλεσε Βυζαντινούς τεχνίτες για να δημιουργήσουν τα ψηφιδωτά του Καθεδρικού της Κεφαλού.
ZoomInImage
Ψηφιδωτό του 12ου αιώνα με τον Χριστό Παντοκράτορα στην αψίδα του καθεδρικού ναού της Κεφαλού, στη Σικελία. Αυτή η εκδοχή του Χριστού Παντοκράτορα, φέροντα ανοιχτό βιβλίο, είναι συχνά γνωστή ως Χριστός ο Δάσκαλος. Η διδασκαλία της Βίβλου σε αυτή την περίπτωση είναι το Ιωάννης 8:2. (BerfoldWerner/CC BY-SA 4.0)

 

Από τις πιο φημισμένες εικόνες του Παντοκράτορα είναι η «Δέησις», στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, με τον Χριστό πλαισιωμένο από τη Θεοτόκο και τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή, οι οποίοι Τον παρακαλούν να σώσει τους ανθρώπους.
ZoomInImage
Το ψηφιδωτό «Δέησις» του 13ου αιώνα, στην Αγία Σοφία, στην Κωνσταντινούπολη, με τον Χριστό Παντοκράτορα πλαισιωμένο από την Παναγία και τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, οι οποίοι Τον ικετεύουν να σώσει την ανθρωπότητα. (Myrabella/CC BY-SA 3.0)

 

Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, το Βυζαντινό Ινστιτούτο της Αμερικής αποκατέστησε τα ψηφιδωτά που αποκαλύφθηκαν κάτω από στρώσεις γύψου ύστερα από έναν αιώνα περίπου. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του Αμερικανού αγιογράφου Μπομπ Άτκινσον, ο γύψος είχε καταστρέψει ανεπανόρθωτα ορισμένα τμήματα των ψηφιδωτών.
Το ψηφιδωτό «Δέησις» δημιουργήθηκε μεταξύ 1261 και 1300, για να αντικαταστήσει ένα πολύ παλαιότερο έργο που καταστράφηκε. Οι μορφές απεικονίστηκαν με φυσικότητα, ενώ ως πηγή φωτός χρησιμοποιήθηκε το παράθυρο του ναού που βρισκόταν στα αριστερά του έργου. «Χαρακτηριστικό αυτής της “Δεήσεως” είναι ο τρόπος με τον οποίο το φως διατρέχει την επιφάνεια του έργου και βυθίζεται σε διαφανείς γυάλινους κύβους, φωτίζοντάς το χρωματικά και φορτίζοντάς το με μία απόκοσμη ενέργεια», έγραφε το 1939 ο συντηρητής έργων τέχνης Τζορτζ Χολτ, του Κολλεγίου Μπέννιγκτον του Βερμόντ.
ZoomInImage
Ο Χριστός Παντοκράτορας, από το ψηφιδωτό «Δέησις» της Αγίας Σοφίας, στην Κωνσταντινούπολη (λεπτομέρεια). (Edal/CC BY-SA 3.0)

 

Το Βυζαντινό Ινστιτούτο της Αμερικής αναπαρήγαγε ζωγραφικά ένα πιστό αντίγραφο του ψηφιδωτού, σε φυσικό μέγεθος, το οποίο βρίσκεται τώρα στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Η εικόνα της Δέησης παρουσιάστηκε αργότερα στο διάζωμα της Δέησης του τέμπλου, του κλιμακωτού τοίχου με εικόνες μεταξύ του κυρίως ναού και του ιερού στις ορθόδοξες εκκλησίες.

Με την πάροδο των ετών, τα ψηφιδωτά και η εγκαυστική ζωγραφική αντικαταστάθηκαν από φθηνότερες τοιχογραφίες στις εκκλησίες.

Η τοιχογραφία του Χριστού Παντοκράτορα στον τρούλο της Μονής Οσίου Λουκά στο Δίστομο, στην κεντρική Ελλάδα, αντικατέστησε ένα παλαιότερο ψηφιδωτό. Σύμφωνα με το «Sir Banister Fletcher’s A History of Architecture», η Μονή Οσίου Λουκά «μεταφέρει την καλύτερη εντύπωση που υπάρχει σήμερα οπουδήποτε για τον χαρακτήρα του εσωτερικού μιας εκκλησίας κατά τους πρώτους αιώνες μετά το τέλος της εικονομαχίας».

ZoomInImage
Ο Όσιος Λουκάς στο Δίστομο είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα πρώιμης βυζαντινής τέχνης, μετά την Εικονομαχία, με τον Χριστό Παντοκράτορα να κοιτάζει τους πιστούς από τον κεντρικό τρούλο. Bayazed/Shutterstock

 

Περίπου 13 αιώνες μετά τον Παντοκράτορα του Σινά, η νωπογραφία του 19ου αιώνα στον τρούλο της εκκλησίας του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ απηχεί εκείνη την εικόνα. Ο Χριστός, με κόκκινο χιτώνα και μπλε μανδύα, κρατά τα Ευαγγέλια στο ένα χέρι και με το άλλο ευλογεί. Ένα χρωματιστό φωτοστέφανο περιβάλλει το χρυσό φωτοστέφανό Του και τρία ελληνικά γράμματα στο σταυρό σημαίνουν «Αυτός που είναι». Στο Orthodox Arts Journal, ο πατήρ Στήβεν Μπίγκαμ εξηγεί ότι αυτά τα λόγια ειπώθηκαν στον Μωυσή στο όρος Σινά, όταν εκείνος ρώτησε σε ποιον μιλούσε. Οι αρχικές εβραϊκές λέξεις έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά ως «Γιαχβέ».

 

ZoomInImage
Ο Χριστός Παντοκράτωρ. Νωπογραφία του 19ου αιώνα, στον τρούλο της εκκλησίας του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ. (Diego Delso, delso.photo/CC BY-SA 4.0)

Φορητές εικόνες

Εκτός από τις μεγάλες εκκλησιαστικές εικόνες, οι τεχνίτες έφτιαχναν και μικρότερα έργα για προσωπική λατρεία, από απλά πέτρινα γλυπτά μέχρι περίτεχνα κοσμήματα και περίπλοκα τρίπτυχα.

Σπουδαίο δείγμα γλυπτού από στεατίτη αποτελεί ένας μικρός πέτρινος Παντοκράτορας του 14ου αιώνα, που βρίσκεται τώρα στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης. Επιγραφές σκαλισμένες σε δύο ορθογώνια δεξιά και αριστερά σημειώνουν ότι αυτός ο Παντοκράτορας είναι ο Χριστός Αντιφωνητής που σφραγίστηκε στα νομίσματα της αυτοκράτειρας Ζωής της Πορφυρογέννητης (περ. 978-1050).

ZoomInImage
Εικόνα με τον Χριστό Παντοκράτορα, πιθανώς κατασκευασμένη στην Ελλάδα γύρω στα 1350. Πράσινος στεατίτης, 6,35 x 6,35 x 2 εκ. Rogers Fund, 1979, Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

ZoomInImage
Ο Χριστός Παντοκράτορας στο νόμισμα του Ιουστινιανού Β’ (περ. 668-711 μ.Χ.). (Ichthyovenator/CC BY-SA 3.0)
Ένα μενταγιόν από χρυσό σμάλτο cloisonné, διπλής όψεως, των αρχών του 12ου αιώνα, με την Παναγία στη μία πλευρά και τον Χριστό Παντοκράτορα στην άλλη, αποδεικνύει τις δεξιότητες των τεχνιτών της Κωνσταντινούπολης. Το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης το αποκαλεί «ένα από τα πιο όμορφα και τεχνικά άρτια προσωπικά λατρευτικά αντικείμενα που έχουν διασωθεί από το Βυζάντιο».
ZoomInImage
Κρεμαστή εικόνα διπλής όψεως με την Παναγία και τον Χριστό Παντοκράτορα, Κωνσταντινούπολη, περ. 1100. Χρυσός, σμάλτο cloisonné, 3,5 x 2,2 x 0,1 εκ. Δωρεά της Lila Acheson Wallace, 1994, Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. (Public Domain)

 

Τα στοιχεία του Χριστού Παντοκράτορα που είδαμε στις προηγούμενες εικόνες είναι όλα παρόντα και εδώ, επιδέξια τοποθετημένα σε χρυσό σμάλτο cloisonné. Τα γράμματα «OB» και «TΔ», πάνω και κάτω από τον Χριστό αντίστοιχα, υποδηλώνουν την επωνυμία «OBTΔ» (Βασιλιάς της Δόξας).

Το «Τρίπτυχο Αρμπαβίλ» παρουσιάζει τη Δέηση με αγίους. Πρόκειται για υψηλό ανάγλυφο σε ελεφαντόδοντο, που συνδυάζει την εικόνα της Δεήσεως με μορφές αγίων και Αποστόλων. Χρονικά τοποθετείται μεταξύ 940 και 960. Η Δέηση δείχνει τον Χριστό ενθρονισμένο (μια εκδοχή του Χριστού Παντοκράτορα) στο κέντρο, πλαισιωμένο από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και την Παναγία, οι οποίοι προσεύχονται για την ανθρωπότητα, όπως ακριβώς και στο ψηφιδωτό της Δεήσεως της Αγίας Σοφίας. Δεξιά και αριστερά από το κεφάλι του Χριστού διακρίνονται δύο άγγελοι. Δίπλα σε κάθε μορφή, σε αυτές των πέντε αποστόλων που στέκονται κάτω από τη Δέηση καθώς και σε αυτές των αγίων που κοσμούν τα δύο φύλλα, είναι χαραγμένη η ονομασία της. Το έργο βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι.

ZoomInImage
«Τρίπτυχο Αρμπαβίλ», μεταξύ 940 και 960. Υψηλό ανάγλυφο σε ελεφαντόδοντο, 24 x 28 x 1,3 εκ. Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι. (Public Domain)

 

Ελάχιστα βυζαντινά έργα παραστατικής τέχνης επέζησαν από την περίοδο της Εικονομαχίας, αλλά η θεϊκή και αιώνια γλώσσα των εικόνων διατηρεί τη δύναμή της σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο.

Σύμφωνα με το «The Mitchell Beazley Library of Art: Vol. II. The History of Painting and Sculpture Great Traditions»:

«Αν και η κεντρική πηγή του βυζαντινού ύφους έσβησε με την τουρκική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1453, η τέχνη συνεχίστηκε στη Ρωσία και τα Βαλκάνια [νοτιοανατολική Ευρώπη], ενώ στην Ιταλία το βυζαντινό στοιχείο (αναμεμειγμένο με το γοτθικό) επέζησε στη νέα τέχνη που ίδρυσαν ο Ντούτσιο και ο Τζόττο».

Οι βυζαντινοί θησαυροί θαυμάζονται και εκτιμώνται σε όλον τον κόσμο, ανάβοντας ακόμα θεϊκές φλόγες σε ευσεβείς και πιστές καρδιές.

Ο πέμπτος τοίχος: Τρεις ιταλικές οροφογραφίες του 15ου, 16ου και 18ου αιώνα

Η οροφή χαρακτηρίζεται συχνά ως “πέμπτος τοίχος” στον σημερινό κόσμο της εσωτερικής διακόσμησης, αλλά η εικονογραφία της οροφής δεν είναι κάτι καινούργιο. Αν και το ψευδαισθητικό στυλ των εικόνων οροφής, γνωστό στα ιταλικά ως “di sotto in sù”, που σημαίνει “από κάτω προς τα πάνω”, εμφανίζεται στη Βενετία του 16ου αιώνα, η οροφογραφία έχει τις ρίζες της στις τοιχογραφίες της αρχαίας Ρώμης. Οι ιστορικές οροφογραφίες  παρουσιάζουν συχνά έναν ουρανό trompe l’oeil που μοιάζει να επεκτείνεται σε δυσθεώρητα ύψη, καθώς και μυθολογικές ή βιβλικές μορφές. Σωζόμενα δείγματα βρίσκονται σε εκκλησίες και παλάτια της Ιταλίας, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Τρεις από τους σημαντικότερους ιστορικούς καλλιτέχνες της Ιταλίας είναι φημισμένοι όχι μόνο για το ζωγραφικό τους έργο, αλλά και για τα εντυπωσιακά φρέσκο τους. Φρέσκο ή νωπογραφία ονομάζεται μια ιδιαίτερη τεχνική ζωγραφικής σε τοίχο, στην οποία το χρώμα απλώνεται σε υγρό σοβά. Οι νωπογραφίες οροφής των αναγεννησιακών καλλιτεχνών Αντρέα Μαντένια και Κορρέτζο βρίσκονται ακόμη  στη βόρεια Ιταλία, σε ένα παλάτι και έναν καθεδρικό ναό αντίστοιχα. Ο Τζοβάννι Μπαττίστα Τιέπολο, ένας καλλιτέχνης του ροκοκό που δούλεψε στο πνεύμα των μεγάλων δασκάλων της Αναγέννησης και του Μπαρόκ, δημιούργησε τοιχογραφίες τόσο στην Ιταλία όσο και στην Ισπανία. Ζωγράφισε, επίσης, τη μεγαλύτερη οροφογραφία του κόσμου σε ένα γερμανικό παλάτι.

Mantegna: Η Ζωγραφισμένη Αίθουσα

ZoomInImage
Η βορειοανατολική αίθουσα (Ζωγραφισμένη Αίθουσα) του παλατιού του Δούκα της Μάντοβα. (Mor65_Mauro Piccardi/Shutterstock)

 

Ο Αντρέα Μαντένια [Andrea Mantegna, 1431-1506] γεννήθηκε κοντά στην Πάδοβα, μια πόλη πλούσια σε αρχαιότητες που του ενέπνευσε ένα δια βίου ενδιαφέρον για την κλασική τέχνη, καθορίζοντας το έργο του. Η σύζυγός του ανήκε στην οικογένεια των Μπελλίνι, μια εξέχουσα καλλιτεχνική οικογένεια της Βενετίας. Το έργο του Μαντένια χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερες συνθέσεις, που διακρίνονται για το γλυπτικό στυλ ζωγραφικής και τη μεγάλη προσοχή στις αναλογίες και την προοπτική.

Κατά τη διάρκεια της ζωής του, είχε μεγάλη εκτίμηση σε και επηρέασε άλλους διακεκριμένους καλλιτέχνες, όπως τον κουνιάδο του Τζοβάννι Μπελλίνι και τον Γερμανό Άλμπρεχτ Ντύρερ. Το 1460, ο Μαντένια διορίστηκε καλλιτέχνης της αυλής των ηγεμόνων της Μάντοβα, των Γκονζάγκα, όπου παρέμεινε για τρεις γενιές.

ZoomInImage
Η οροφογραφία του Μαντένια στη Ζωγραφισμένη Αίθουσα του παλατιού του Δούκα της Μάντοβα. (D-VISIONS/Shutterstock)

 

Η καλύτερη νωπογραφία του δημιουργήθηκε σε μια αίθουσα του παλατιού του Δούκα της Μάντοβα, μεταξύ 1465 και 1474. Η αίθουσα που βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του κτιρίου ονομάζεται “Camera Picta” (“Ζωγραφισμένη Αίθουσα”), ενώ ήταν γνωστή και ως “Camera degli Sposi” (“Νυφικός Θάλαμος”). Ο Μαρκήσιος το χρησιμοποιούσε ως αίθουσα για να δέχεται κυβερνητικά στελέχη και ως επίσημο μέρος για συναντήσεις με μέλη της οικογένειας. Εικονογραφίες που εξυμνούν τους Γκονζάγκα και την αυλή τους καλύπτουν τους τοίχους με πληθωρικά τοπία που διαψεύδουν τα αρχιτεκτονικά όρια του δωματίου.

ZoomInImage
Λεπτομέρεια της οροφογραφίας του Μαντένια στη Ζωγραφισμένη Αίθουσα του παλατιού του Δούκα της Μάντοβα. (FrDr/CC BY-SA 4.0)

 

Το πιο γνωστό στοιχείο της αίθουσας είναι η καινοτόμος εικονογραφία της οροφής. Στον υποβλητικό ‘οφθαλμό’ απεικονίζεται ένας γαλανός ουρανός με λίγα σύννεφα. Γύρω από ένα κιγκλίδωμα είναι συγκεντρωμένα παιχνιδιάρικα putti (ερωτιδείς ή αγγελάκια), που ο ζωγράφος απέδωσε με έντονη προοπτική για να δημιουργήσει την αίσθηση μεγάλου ύψους.  Γυναικείες μορφές, ένα παγώνι και ένα φυτό σε γλάστρα περιλαμβάνονται επίσης στη γοητευτική εικόνα, η οποία πλαισιώνεται από γιρλάντες από φρούτα και φυλλώματα. Οι τεχνικοί και υφολογικοί πειραματισμοί του Μαντένια με την ψευδαισθητική κατασκευή του χώρου “έσπασαν τη γυάλινη οροφή” και ενέπνευσαν τους επόμενους καλλιτέχνες, ιδίως τον Κορρέτζο.

Correggio: Η Κοίμηση της Θεοτόκου 

ZoomInImage
Ένας από τους κορυφαίους ζωγράφους της εποχής του στην περιοχή της Εμίλια-Ρομάνια, ο Correggio ζωγράφισε την “Κοίμηση της Θεοτόκου” στην οροφή του ρωμανικού καθεδρικού ναού της Πάρμας. (Peter Heidelberg/Shutterstock)

 

Γεννημένος ως Αντόνιο Αλλέγκρι [Antonio Allegri, 1489-1534], αλλά περισσότερο γνωστός με το όνομα της γενέτειράς του Κορρέτζο, ο καλλιτέχνης έγινε γνωστός κυρίως για τη φωτεινότητα και το θεϊκό φως που λούζει τις εικόνες του. Ο Κορρέτζο ζωγράφισε τέμπλα, αριστοτεχνικές ψευδαισθητικές τοιχογραφίες, μυθολογικές σκηνές και μικρότερης κλίμακας λατρευτικά έργα. Θεωρείται ο μεγαλύτερος ζωγράφος της περιοχής της Εμίλια-Ρομάνια και ότι δημιούργησε τα σπουδαιότερα έργα του δουλεύοντας στην πόλη της Πάρμας.

ZoomInImage
Λεπτομέρεια από τη νωπογραφία του Κορρέτζο “Κοίμηση της Θεοτόκου” στον τρούλο του ρωμανικού καθεδρικού ναού της Πάρμας. (Renata Sedmakova/Shutterstock)

 

Στην Πάρμα δημιούργησε τρεις οροφογραφίες, από τις οποίες ξεχωρίζει η ‘Κοίμηση της Θεοτόκου’ στον οκταγωνικό τρούλο του ρωμανικού καθεδρικού ναού της πόλης, που ολοκληρώθηκε το 1530. Οι τέσσερεις προστάτες άγιοι της Πάρμας – ο Άγιος Βερνάρδος ντελ Ουμπέρτι, ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο Άγιος Ιωσήφ και ο Άγιος Ιλαρίων – είναι ζωγραφισμένοι σε ψεύτικα κελύφη στα τόξα στήριξης του τρούλου. Πάνω από αυτά, υπάρχει ένα ψεύτικο παραπέτο, παρόμοιο με αυτό του Μαντένια, μπροστά από το οποίο στέκονται οι δώδεκα Απόστολοι.

ZoomInImage
Ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής – λεπτομέρεια από την τοιχογραφία του Κορρέτζο στους παραστάτες του τρούλου, στο εσωτερικό του καθεδρικού ναού της Πάρμας. (Public Domain)

 

Μεταξύ των μορφών που βρίσκονται πάνω από το παραπέτο διακρίνεται η Παναγία να ανέρχεται στον ουρανό. Προκειμένου να είναι ορατή στον κόσμο που έρχεται από τη σκάλα που οδηγεί από τον κυρίως ναό προς την Αγία Τράπεζα, η μορφή της Θεοτόκου τοποθετήθηκε στη δυτική πλευρά του τρούλου και όχι στο κέντρο του. Η Μαρία, με ροζ χιτώνα και μπλε μανδύα, βρίσκεται στη βάση μιας λαμπρής, φαινομενικά άπειρης σπείρας από αγγέλους, χερουβείμ και σύννεφα.

ZoomInImage
Λεπτομέρεια με την Παναγία και την Εύα, από τη νωπογραφία “Κοίμηση της Θεοτόκου” του Correggio, στον τρούλο του ρωμανικού καθεδρικού ναού της Πάρμας. (Renata Sedmakova/Shutterstock)

 

Αριστερά της Μαρίας βρίσκονται οι πατριάρχες με επικεφαλής τον Αδάμ. Διακρίνονται ο Δαυίδ με το κεφάλι του Γολιάθ, ο Αβραάμ μαζί με τον γιο του Ισαάκ και τον αμνό της θυσίας, καθώς και ο Ιακώβ. Δεξιά της βρίσκεται η Εύα, περιστοιχισμένη από διάφορες άλλες γυναικείες μορφές, η οποία κρατά ένα μήλο με πράσινο βλαστό, σύμβολο σωτηρίας σε αυτό το πλαίσιο.

Η ταυτότητα της κεντρικής φιγούρας του θόλου που φωτίζεται από ουράνιο φως αποτελεί ακόμα αντικείμενο ατέρμονων διχογνωμιών. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι είναι ο Χριστός, που κατεβαίνει για να συναντήσει την Παρθένο. Άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για άγγελο που συνοδεύει την άνοδο της Θεοτόκου, επειδή η μορφή δεν έχει χαρακτηριστικά που συνδέονται με τον Χριστό, όπως γένια ή στίγματα. Επιπλέον, η μορφή με την ασυνήθιστη στάση  φοράει πράσινο και λευκό, χρώματα που δεν συνδέονται με αναπαραστάσεις του Χριστού.

Tiepolo: Η μεγαλύτερη τοιχογραφία του κόσμου

ZoomInImage
Με διαστάσεις που ξεπερνούν τα 190 x 30,5 μ., ο “Απόλλων και οι τέσσερεις ήπειροι” του Tiepolo, 1750-1753, στην Οικία Würzburg, στη Βαυαρία, είναι η μεγαλύτερη τοιχογραφία στον κόσμο. (Myriam Thyes/CC BY-SA 4.0)

 

Οι τοιχογραφίες του Κορρέτζο αποτέλεσαν σπουδαία πηγή έμπνευσης για τους συναδέλφους του στην Ιταλία και στο εξωτερικό, κατά τη διάρκεια της εποχής του μπαρόκ και του ροκοκό. Ο Τζοβάννι Μπαττίστα Τιέπολο [Giovanni Battista Tiepolo, 1696-1770] ανήκε σε επιφανή βενετσιάνικη οικογένεια. Θεωρείται ο μεγαλύτερος νωπογράφος της εποχής του, διευρύνοντας τα όρια του μέσου με τα τεχνικά του χαρίσματα και τις θεατρικές του συνθέσεις. Οι σύνθετες αφηγήσεις του περιλαμβάνουν μορφές με εξαιρετικά ενδύματα και είναι δοσμένες με θαυμαστή φαντασία. Ο Τιέπολο ήταν επίσης καινοτόμος σχεδιαστής, του οποίου τα χαρακτικά κυκλοφόρησαν ευρέως. Πολλοί από τους πίνακές του ήταν προπαρασκευαστικά έργα για τις τοιχογραφίες του ή αντίγραφα των τελειωμένων έργων.

Το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό επίτευγμα του Τιέπολο βρίσκεται στη Γερμανία, συγκεκριμένα στη βαυαρική πόλη Βούρτσμπουργκ (Würzburg), όπου και η Οικία Βούρτσμπουργκ, ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα που κατασκευάστηκε για τον κυβερνώντα πρίγκιπα-επίσκοπο. Τη μεγαλοπρεπή σκάλα των τριών ορόφων της σκεπάζει ο “Απόλλωνας και οι τέσσερις ήπειροι”, έργο που φιλοτεχνήθηκε από τον Τιέπολο μεταξύ 1750 και 1753. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη οροφογραφία στον κόσμο.

ZoomInImage
Λεπτομέρεια από το έργο του Tiepolo “Ο Απόλλωνας και οι τέσσερις ήπειροι” στην Οικία Würzburg, στη Βαυαρία, όπου απεικονίζεται η προσωποποιημένη Ευρώπη να κάθεται σε έναν θρόνο, περιτριγυρισμένη από τις αλληγορικές μορφές των τεχνών – μεταξύ τους διακρίνονται ο Τιέπολο και ο αρχιτέκτονας του κτιρίου. (Igor Plotnikov/Shutterstock)

 

Το έργο συνδυάζει τον μύθο με τη σύγχρονη πολιτική. Με σχολαστικότητα ανάλογη με αυτήν που έδειχνε ο Κορρέτζο στη δική του σύνθεση, ο Τιέπολο σχεδίασε πλήθος οπτικές γωνίες, σύμφωνα με την πιθανή πορεία ενός επισκέπτη στη σκάλα. Στη σύνθεση δεσπόζει ένας τεράστιος ουρανός, όπου διακρίνονται οι Ολύμπιοι θεοί. Ο Απόλλων, ο θεός του ήλιου και των τεχνών, ετοιμάζεται για την καθημερινή του διαδρομή με το άρμα του, για να φέρει φως στον κόσμο – στο έργο, ο καλλιτέχνης παρομοιάζει τον Απόλλωνα με τον πρίγκιπα-επίσκοπο. Οι Ώρες, γυναικείες μορφές που απεικονίζονται με φτερά πεταλούδας, πηγαίνουν τα άλογα στον Απόλλωνα, ενώ ερωτιδείς σπρώχνουν το χρυσό άρμα μέσα από τα σύννεφα. Άλλοι θεοί παρόντες είναι ο Δίας, ο Άρης, ο Ερμής και η Αφροδίτη.

ZoomInImage
Λεπτομέρεια από το έργο του Tiepolo “Ο Απόλλωνας και οι τέσσερις ήπειροι” στην Οικία Würzburg, στη Βαυαρία, όπου απεικονίζεται η προσωποποιημένη Ασία να κάθεται πάνω σε έναν ελέφαντα, περιβαλλόμενη από στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ήπειρο ως λίκνο του γραπτού λόγου, της επιστήμης και της μοναρχίας. (Myriam Thyes/CC BY-SA 4.0)

 

ZoomInImage
Λεπτομέρεια από το έργο του Tiepolo “Ο Απόλλωνας και οι τέσσερις ήπειροι” στην Οικία Würzburg, στη Βαυαρία, όπου απεικονίζεται η Αφρική προσωποποιημένη ως μια μαύρη γυναίκα με τουρμπάνι, καθισμένη πάνω σε μια καμήλα στο κέντρο μιας πολυσύχναστης αγοράς, μεταφέροντας έτσι την ιδέα της ηπείρου ως κέντρο του εμπορίου. (Myriam Thyes/CC BY-SA 4.0)

 

Το κεντρικό τμήμα της σύνθεσης πλαισιώνεται από βινιέτες γύρω από τα γείσα, που συμβολίζουν τις τέσσερεις ηπείρους του γνωστού κόσμου την εποχή του Τιέπολο: Αφρική, Αμερική, Ασία και Ευρώπη. Οι αντίστοιχες μορφές των τριών πρώτων είναι ντυμένες με ευφάνταστα φορέματα συνοδευόμενες από εξωτικά ζώα. Η ευρωπαϊκή σύνθεση είναι τοποθετημένη έτσι ώστε να αποτελεί την κορύφωση της εμπειρίας θέασης και παρουσιάζει την αυλή του Βούρτσμπουργκ. Υπάρχει ακόμη και ένα πορτρέτο του πρίγκιπα-επισκόπου, που το κρατούν οι προσωποποιήσεις της Φήμης και της Δόξας.

ZoomInImage
Λεπτομέρεια από το έργο του Tiepolo “Ο Απόλλωνας και οι τέσσερις ήπειροι” στην Οικία Würzburg, στη Βαυαρία, όπου απεικονίζεται η Αμερική προσωποποιημένη ως μια ιθαγενής Αμερικανίδα καθισμένη πάνω σε έναν αλιγάτορα, μεταφέροντας την ιδέα ενός αδάμαστου Νέου Κόσμου. (Public Domain)

 

Αυτές οι τρεις μνημειώδεις εικονογραφίες οροφής αντιπροσωπεύουν το αποκορύφωμα της λαμπρής τέχνης των τριών Ιταλών καλλιτεχνών. Ο Μαντένια, ο Κορρέτζο και ο Τιέπολο δημιούργησαν αριστουργήματα που μάγεψαν, κατέπληξαν και ενέπνευσαν τόσο τον απλό κόσμο όσο και τους συναδέλφους τους καλλιτέχνες. Οι οροφογραφίες είναι μια υπενθύμιση για να συνεχίσουμε να κοιτάμε ψηλά.

Της Michelle Plastrik