Ουάσιγκτον, 12 Φεβρουαρίου 2025 – H σημασία της ελληνοαμερικανικής κοινότητας και οι τρόποι με τους οποίους Ελλάδα και Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να ενισχύσουν τη συνεργασία τους μέσω της διασποράς βρέθηκαν στο επίκεντρο, κατά τη διάρκεια του 6ου Φόρουμ των Δελφών στην Ουάσιγκτον.
Η πρέσβης της Ελλάδας στις Ηνωμένες Πολιτείες Κατερίνα Νασίκα υπογράμμισε τη μακροχρόνια εξέλιξη της ελληνοαμερικανικής κοινότητας, λέγοντας ότι «είναι ένας ζωντανός οργανισμός», καθώς έχει περάσει από πολλές γενιές, ενώ οι μεικτοί γάμοι δεν πρέπει να θεωρούνται απώλεια, αλλά εμπλουτισμός της κοινότητας.
Από αριστερά: Αφροδίτη Ξύδη, Εκτελεστική Διευθύντρια, Deon Policy Institute – Κατερίνα Νασίκα, Πρέσβης της Ελληνικής Δημοκρατίας στις ΗΠΑ – Μάικ Μανάτος, Πρόεδρος Manatos & Manatos, ΗΠΑ – Μάιρα Μυρογιάννη, Γενική Γραμματέας Απόδημου Ελληνισμού και Δημόσιας Διπλωματίας, ΥΠΕΞ, Ελληνική Δημοκρατία (Φωτογραφία: Αφροδίτη Χουλάκη)
Αναφέρθηκε στον ρόλο της Εκκλησίας στη διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας των Ελληνοαμερικανών και τόνισε ότι «η ελληνοαμερικανική κοινότητα έχει αποκτήσει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση» σε σχέση με το παρελθόν. «Οι Ελληνοαμερικανοί δίνουν μεγάλη σημασία στην αξία της κληρονομιάς τους», είπε, εξηγώντας ότι είναι «αφοσιωμένοι στις οικογένειές τους, δραστήριοι στην πολιτική και διεκδικούν την αριστεία».
Παράλληλα, επεσήμανε τη σημασία της ελληνικής γλώσσας, σημειώνοντας ότι αποτελεί «σύνδεσμο με τους προγόνους μας, τη φιλοσοφία και τη δημοκρατία». Πρότεινε, επίσης, τη δημιουργία προγραμμάτων προσχολικής εκμάθησης ελληνικών και θερινών κατασκηνώσεων, καθώς και την προσπάθεια πειθούς των αμερικανικών πανεπιστημίων για την προστιθέμενη αξία της ελληνικής γλώσσας.
Η Γενική Γραμματέας Απόδημου Ελληνισμού και Δημόσιας Διπλωματίας Μάιρα Μυρογιάννη τόνισε ότι η ελληνική διασπορά είναι ταυτόχρονα «ενιαία, αλλά και ποικιλόμορφη». «Οι Ελληνοαμερικανοί είναι μια πολύ μεγάλη κοινότητα, με επιρροή και ισχύ», είπε, επισημαίνοντας ότι στόχος της ελληνικής κυβέρνησης είναι να εμφυσήσει στη νέα γενιά «την αίσθηση της ελληνικότητας».
Αναφέρθηκε στη στρατηγική της Ελλάδας για τη διασπορά, που παρουσιάστηκε τον περασμένο Νοέμβριο, καθώς και στη σημασία της επιστολικής ψήφου. «Η ουσία είναι να ενώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τη διασπορά με την Ελλάδα», είπε, προσθέτοντας ότι ο εκσυγχρονισμός των προξενείων και των διαδικασιών έκδοσης διαβατηρίων είναι ζωτικής σημασίας για την ενίσχυση των δεσμών.
Πρότεινε, επίσης, την αδελφοποίηση μεταξύ κοινοτήτων, όπου οι πιο ενεργές ελληνοαμερικανικές κοινότητες μπορούν να υποστηρίξουν όσες είναι λιγότερο δραστήριες.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Manatos & Manatos Μάικ Μανάτος περιέγραψε τη μακρά παράδοση της οικογένειάς του στην προώθηση των ελληνικών συμφερόντων στην Ουάσιγκτον: «Εδώ και 85 χρόνια η οικογένειά μου εργάζεται για την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων. Έχω δει πώς ήταν η ελληνική διασπορά και πώς μπορεί να εξελιχθεί», ανέφερε.
Μάικ Μανάτος, Πρόεδρος Manatos & Manatos, ΗΠΑ (Φωτογραφία: Αφροδίτη Χουλάκη)
Τόνισε δε ότι τα παιδιά του είναι τέταρτης γενιάς Ελληνοαμερικανοί και ότι η μεγαλύτερη πρόκληση για την ελληνική διασπορά είναι «να βρούμε τρόπο να μεταδώσουμε την ελληνικότητα στη νέα γενιά». «Κάθε Ελληνοαμερικανός γεννιέται με το αίσθημα του ελληνισμού», είπε, προσθέτοντας ότι η συμβολή των Ελληνοαμερικανών είναι κρίσιμη για την προώθηση των ελληνικών και κυπριακών συμφερόντων στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το πάνελ συντόνισε η Αφροδίτη Ξύδη, εκτελεστική διευθύντρια του Deon Policy Institute, η οποία παρουσίασε στοιχεία για την ελληνική διασπορά, υπογραμμίζοντας ότι «υπολογίζεται σε 3 εκατομμύρια παγκοσμίως».
Αφροδίτη Ξύδη, Εκτελεστική Διευθύντρια, Deon Policy Institute (Φωτογραφία: Αφροδίτη Χουλάκη)
Το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, σε συνεργασία με την αγγλόφωνη έκδοση της εφημερίδας «Η Καθημερινή» και το Ελληνοαμερικανικό Συμβούλιο Ηγεσίας (HALC), οργάνωσε για έκτη συνεχόμενη χρονιά το Φόρουμ στην Ουάσιγκτον.
Στη σκιά της αναζωπύρωσης του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και ο Ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι θα συναντηθούν στην Ουάσιγκτον, σε μια συνάντηση η οποία, αναλυτές εκτιμούν, αναμένεται να καθορίσει τις νέες ισορροπίες στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού.
Εμπορικός πόλεμος και νέες ευκαιρίες
Η πρόσφατη επιβολή δασμών 10% στις κινεζικές εισαγωγές, και τα αντίποινα του Πεκίνου με δασμούς 15% στο αμερικανικό φυσικό αέριο και 10% στο πετρέλαιο, δημιουργούν νέες προοπτικές για την Ινδία.
Οι εξελίξεις αυτές προκάλεσαν έντονο ενδιαφέρον στα ινδικά μέσα ενημέρωσης, με αναλυτές να εκτιμούν ότι η εμπορική διαμάχη μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας μπορεί να ωφελήσει τους Ινδούς εξαγωγείς, αυξάνοντας σημαντικά τις παραγγελίες τους.
Ήδη κατά την πρώτη θητεία Τραμπ, οι ινδικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ αυξήθηκαν από 57 σε 73 δισεκατομμύρια δολάρια, γεγονός που καταδεικνύει τις δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης των εμπορικών σχέσεων.
Το παζλ των δασμών
Η εμπορική πολιτική ακολουθεί τις γεωπολιτικές εξελίξεις, τονίζουν αναλυτές, και γι’ αυτό η συνάντηση Μόντι-Τραμπ θεωρείται κρίσιμη.
Ο Τραμπ έχει ήδη τονίσει τη σημασία του δίκαιου εμπορίου με την Ινδία και έχει ζητήσει να αυξήσει η Ινδία τις αγορές αμερικανικού αμυντικού εξοπλισμού, σύμφωνα με ενημέρωση του Λευκού Οίκου μετά από τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των δύο ηγετών τον Ιανουάριο.
Καθώς πλησιάζει η επίσκεψη του Μόντι στην Ουάσιγκτον, αναλυτές εξετάζουν το ενδεχόμενο η Ινδία να παραχωρήσει πρόσθετες δασμολογικές ελαφρύνσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου να αποφύγει μια πιθανή εμπορική αντιπαράθεση.
Ο Σεκχάρ Σινχά, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του ιδρύματος India Foundation με έδρα το Νέο Δελχί, δήλωσε στην Epoch Times ότι καθώς οι δύο ηγέτες εστιάζουν στα συμφέροντα των χωρών τους, οι δασμολογικές ελαφρύνσεις που θα παράσχει η Ινδία στις ΗΠΑ αποτελούν το κλειδί των διαπραγματεύσεων.
Η ινδική κυβέρνηση έχει προχωρήσει ήδη σε μείωση των μέσων δασμών εισαγωγής από 13% σε 11% για διάφορα προϊόντα, περιλαμβανομένων πολυτελών αυτοκινήτων και μοτοσικλετών. Παράλληλα, εξετάζει την αναθεώρηση των πρόσθετων επιβαρύνσεων σε περισσότερα από 30 είδη.
Γεωπολιτικές προεκτάσεις και ο ρόλος της Κίνας
Εκτός από τις εμπορικές επιπτώσεις, η Κίνα θα διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στις συνομιλίες μεταξύ ΗΠΑ και Ινδίας.
«Σίγουρα θα υπάρξουν συζητήσεις για την Κίνα και τις γεωπολιτικές της επιδιώξεις, καθώς και για κοινές ανησυχίες,» δήλωσε ο πρώην Ινδός διπλωμάτης Ανίλ Τριγκουναγιάτ.
Ο Μαδχάβ Ναλαπάτ, αντιπρόεδρος του Manipal Advanced Research Group, εκτιμά ότι η συζήτηση θα επικεντρωθεί στην αποσύνδεση κρίσιμων τεχνολογιών από την κινεζική παραγωγή. «Αυτός είναι ένας βασικός λόγος που οι δύο ηγέτες αναμένεται να έχουν μια εποικοδομητική συνάντηση», σημείωσε.
Ο Σινχά εκτιμά ότι ο Μόντι θα θίξει τις ανησυχίες της Ινδίας για την αυξανόμενη κινεζική επιρροή στη Νότια Ασία, συμπεριλαμβανομένων του Μπαγκλαντές, των Μαλδίβων και του Νεπάλ. Παράλληλα, ο Τραμπ αναμένεται να επιβεβαιώσει τη δέσμευση των ΗΠΑ στη συμμαχία QUAD, που περιλαμβάνει την Ινδία, την Ιαπωνία, την Αυστραλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στρατηγικές συμμαχίες και ημιαγωγοί
Από την πλευρά του, ο πρώην αναπληρωτής σύμβουλος εθνικής ασφάλειας της Ινδίας Σ. Ντ. Πραντάν επεσήμανε ότι η αναζωπύρωση της εμπορικής διένεξης ΗΠΑ-Κίνας έχει αναμφίβολα προσθέσει νέα δυναμική στις εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. «Η εμπορική διαμάχη προσφέρει στην Ινδία την ευκαιρία να εξάγει προϊόντα στα οποία οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει αυξημένους δασμούς για τους Κινέζους εξαγωγείς», επεσήμανε.
Ένα άλλο πιθανό θέμα συζήτησης είναι η παραγωγή ημιαγωγών, καθώς η Κίνα ελέγχει κρίσιμα τμήματα της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας, ιδιαίτερα στα σπάνια ορυκτά. Μια «τριμερής συμφωνία» μεταξύ Ινδίας, ΗΠΑ και Ταϊβάν θα μπορούσε να αποτελέσει στρατηγικό αντίβαρο, σημειώνει ο Πραντάν.
Με δεδομένες τις παγκόσμιες οικονομικές και γεωπολιτικές προκλήσεις, η συνάντηση Μόντι-Τραμπ αναμένεται να καθορίσει την πορεία των διμερών σχέσεων για τα επόμενα χρόνια.
Ουάσιγκτον, 11 Φεβρουαρίου 2025 – Η προοπτική αναζωογόνησης των Συμφωνιών του Αβραάμ, οι γεωπολιτικές ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο και ο ρόλος των ΗΠΑ στη νέα περιφερειακή τάξη τέθηκαν στο επίκεντρο του αρχικού πάνελ στο 6ο Φόρουμ των Δελφών στην Ουάσιγκτον. Οι ομιλητές συνέκλιναν στη διαπίστωση ότι οι ΗΠΑ παίζουν κεντρικό ρόλο στη σταθερότητα της Μέσης Ανατολής και ότι η στρατηγική συνεργασία Ελλάδας, Κύπρου και ΗΠΑ μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την ενεργειακή και γεωπολιτική ασφάλεια της περιοχής.
Η Αναπληρώτρια Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, υπογράμμισε τη σημασία της αμερικανικής παρουσίας, σημειώνοντας πως «δεν μπορείς να κάνεις συμφωνίες χωρίς σημαντική αμερικανική παρουσία και ηγεσία». Τόνισε ότι η Ελλάδα επιθυμεί να συνεργαστεί στενά με τις ΗΠΑ όσον αφορά την περιοχή, καθώς «οι απόψεις μας είναι συγκλίνουσες και οι στόχοι κοινοί».
Αναφερόμενη στο γεωπολιτικό τοπίο της Ανατολικής Μεσογείου, σημείωσε ότι «υπάρχει η στρατηγική σχέση της Ελλάδας με το Ισραήλ, με την Ινδία, με την Αίγυπτο» και πως «η Ελλάδα και η Κύπρος μπορούν να λειτουργήσουν ως η κόλλα που θα συνδέσει την περιοχή με την Ευρωπαϊκή Ένωση». Υπογράμμισε, επίσης, ότι η σύνδεση της πολιτικής με την οικονομία δημιουργεί ευκαιρίες που «είναι εκεί και πρέπει να εργαστούμε για να τις κάνουμε πράξη».
Αναφερόμενη στη Συρία, έκανε λόγο για έναν απρόβλεπτο παράγοντα στην περιοχή: «Είναι ο μεγάλος άγνωστος στη Μέση Ανατολή. Δεν ξέρουμε τι είδους Συρία θα έχουμε και κατά πόσο θα είναι ενωμένη ως χώρα». Επεσήμανε ότι «η παρουσία ξένων δυνάμεων στη Συρία και σε άλλες χώρες της περιοχής δεν είναι αποδεκτή, είναι παράγοντας αστάθειας».
Σχετικά με τις αμυντικές δαπάνες των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ, δήλωσε πως «η Ευρώπη πρέπει να είναι πιο υπεύθυνη για την άμυνά της», επισημαίνοντας πως «η Ελλάδα είναι στην πρώτη γραμμή αυτής της προσπάθειας». Πρόσθεσε δε ότι στις Βρυξέλλες «οι εταίροι μας σταδιακά αποδέχονται αυτή τη νέα πραγματικότητα», για να συμπληρώσει: «Η πλειονότητα των ευρωπαϊκών μελών του ΝΑΤΟ κάνουν το καλύτερο δυνατό».
Ο Αναπληρωτής Υπουργός Μετανάστευσης της Κύπρου, Νικόλας Ιωαννίδης, τόνισε πως «οι προσπάθειες για αναζωογόνηση των Συμφωνιών του Αβραάμ είναι σημαντικές», υπογραμμίζοντας ότι η Κύπρος είναι έτοιμη να συμμετάσχει ενεργά: «Έχουμε ήδη λάβει κάποιες πρωτοβουλίες και μπορούμε να αξιοποιήσουμε τις άριστες σχέσεις μας με τις χώρες της περιοχής».
Στάθηκε ιδιαίτερα στη σημασία του μηχανισμού «3+1», επισημαίνοντας ότι «θέλουμε να τον αναζωογονήσουμε, διότι θα είναι ωφέλιμος για όλη την περιοχή». Εξέφρασε την πεποίθηση ότι «η στρατηγική συνεργασία Ελλάδας, Κύπρου και ΗΠΑ μπορεί να αποτελέσει καταλύτη για το μέλλον της περιοχής».
Τόνισε ότι «δεν μπορούμε να χάσουμε περισσότερο χρόνο με αβεβαιότητα και αστάθεια», προσθέτοντας ότι «η συνεργασία και η ηγεσία των ΗΠΑ μπορούν να φέρουν συμφωνίες προς όφελος όλων».
Μιλώντας για την ευρωπαϊκή προεδρία της Κύπρου, σημείωσε πως ένας από τους βασικούς στόχους θα είναι «να διασφαλίσουμε τη σταθερότητα στη Μέση Ανατολή». Επεσήμανε ακόμα τη σημασία της ενεργειακής συνεργασίας, λέγοντας ότι «η ενέργεια είναι ένας ακόμα σημαντικός στόχος και θέλουμε να ενισχύσουμε τις σχέσεις μας με τις ΗΠΑ».
Η Τζούλη Ρέιμαν, Επικεφαλής Πολιτικής και Πολιτικών Υποθέσεων του American Jewish Committee, επεσήμανε τη σημασία της αμερικανικής ισχύος στην περιοχή: «Είναι κάτι παραπάνω από σημαντική για τη διασφάλιση της ασφάλειας και της ευημερίας».
Τόνισε ότι «υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες τώρα από ποτέ», παρά τις επιπτώσεις των επιθέσεων της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, που «οδήγησαν – εκτός των άλλων – σε πλήγμα για την ισραηλινή οικονομία». Παρ’ όλα αυτά, εξέφρασε την αισιοδοξία της ότι «η οικονομία μπορεί να επανέλθει» και πως «είναι πρόκληση να επιτευχθεί μία συμφωνία με τους Άραβες εταίρους».
Αναφερόμενη στη νέα αμερικανική διοίκηση, σημείωσε ότι «ο μηχανισμός 3+1 θα μπει σε προτεραιότητα» και πως «η ισχύς που έφερε ο πρόεδρος Τραμπ στην περιοχή είχε ήδη αποτέλεσμα», κάνοντας ειδική μνεία στην απελευθέρωση των ομήρων.
Ο συντονιστής του πάνελ, Μάθιου Μποϊλέ, Επικεφαλής του Γραφείου της Breitbart στην Ουάσιγκτον, προλογίζοντας τη συζήτηση είπε πως «είμαστε πίσω στην εποχή Τραμπ, μία εποχή συμφωνιών». Σημείωσε ότι η νέα αμερικανική διοίκηση έχει αναθερμάνει τη στρατηγική σχέση με το Ισραήλ και έχει αναδείξει τη σημασία των Συμφωνιών του Αβραάμ.
Το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, σε συνεργασία με την αγγλόφωνη έκδοση της εφημερίδας «Η Καθημερινή» και το Ελληνοαμερικάνικο Συμβούλιο Ηγεσίας (HALC), οργανώνει για έκτη συνεχόμενη χρονιά το Φόρουμ στην Ουάσιγκτον.
Ουάσιγκτον, 11 Φεβρουαρίου 2025 – Στο 6ο Φόρουμ των Δελφών στην Ουάσιγκτον, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας Νίκος Δένδιας πραγματοποίησε την κεντρική ομιλία με θέμα «Ο ρόλος της Ελλάδας στη διαμόρφωση της αμυντικής πολιτικής σε ένα μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό τοπίο».
Ο Έλληνας υπουργός ξεκίνησε την ομιλία του σημειώνοντας ότι «μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ο κόσμος πέρασε από μια διπολική σε μια πολυπολική τάξη πραγμάτων», ωστόσο «η αισιόδοξη προοπτική δεν υλοποιήθηκε». Αναγνώρισε ότι υπήρξε «λανθασμένη εκτίμηση πως η Ρωσία θα μπορούσε να ενσωματωθεί στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας», με αποτέλεσμα «να συνειδητοποιούμε τώρα ότι ο κόσμος που νομίζαμε πως υπάρχει έχει εξαφανιστεί».
Αναλύοντας τη νέα πραγματικότητα, ο κος Δένδιας ανέδειξε τις αυξανόμενες προκλήσεις που «δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από μεμονωμένα κράτη», επισημαίνοντας την ανάγκη για «κοινή δράση στον δυτικό κόσμο». Έθεσε το ερώτημα: «Τι εννοούμε με το ‘εμείς’; Ποιοι είναι οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στην προσπάθεια σταθεροποίησης του κόσμου;», παρουσιάζοντας δύο συγκριτικά παραδείγματα.
Νίκος Δένδιας, Yπουργός Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας. (Aphroditi Houlaki)
«Από τη μία πλευρά, μια αυταρχική χώρα που δε νιώθει την ανάγκη να υπακούσει στους διεθνείς νόμους, δεν έχει επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία, διατηρεί στενές σχέσεις με τη Μόσχα, απειλεί με ‘casus belli’, αναπτύσσει drone και πυραύλους και προσεγγίζει τους BRICS.»
»Από την άλλη, [μια χώρα που] στηρίζει τους διεθνείς νόμους, είναι μια σύγχρονη δημοκρατία, μέλος της ΕΕ, υπερασπίζεται τις δημοκρατικές αξίες, πολέμησε στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους στη σωστή πλευρά, υποστηρίζει την Ουκρανία, αλλά και τις βαλκανικές χώρες στην ένταξή τους στην ΕΕ. Είναι μια χώρα με πλούσια δημοκρατική κληρονομιά, που ενέπνευσε τους ιδρυτές των ΗΠΑ», τόνισε.
Ο κος Δένδιας παρουσίασε μια σειρά πρωτοβουλιών της Ελλάδας στον τομέα της άμυνας και της περιφερειακής σταθερότητας, υπογραμμίζοντας πως «η Ελλάδα έχει καθαρή στάση: σεβασμός των διεθνών κανόνων και του απαραβίαστου της εδαφικής ακεραιότητας». Παράλληλα, έκανε αναφορά στις πολυμερείς συνεργασίες της χώρας με κράτη της περιοχής αλλά και πέρα από αυτήν, δίνοντας έμφαση στις αμυντικές συμφωνίες με ΗΠΑ, Γαλλία, Σαουδική Αραβία, Ιταλία και Αίγυπτο, καθώς και στην εμβάθυνση των σχέσεων με την Ινδία.
Υπογράμμισε τη συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και τη συμβολή της στην ασφάλεια των γειτονικών της κρατών, αναφέροντας – μεταξύ άλλων – ότι «η Ελλάδα είναι παρούσα στα Δυτικά Βαλκάνια, ενώ το Πολεμικό Ναυτικό μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα». Μνημόνευσε ακόμα τις δύο ναυτικές αποστολές, στη Λιβύη και την Ερυθρά Θάλασσα.
Υπενθύμισε την εκλογή της Ελλάδας ως μη μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ενώ εξέφρασε την ανάγκη για «ενίσχυση του ευρωπαϊκού αμυντικού πλαισίου», ασκώντας κριτική στη στάση της ΕΕ, την οποία χαρακτήρισε «σχιζοφρενική», καθώς «ζητά από τα κράτη να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες, αλλά ταυτόχρονα περιορίζει δημοσιονομικά τη δυνατότητα υλοποίησής τους».
Ο Έλληνας υπουργός Άμυνας παρουσίασε το νέο αμυντικό οικοσύστημα της χώρας, περιγράφοντας τις μεταρρυθμίσεις που «εκσυγχρονίζουν τις Ένοπλες Δυνάμεις» και περιλαμβάνουν:
Αναβάθμιση του ελληνικού στόλου
Ανάπτυξη συστημάτων αντι-drone και αντιπυραυλικής άμυνας
Αναδιοργάνωση της στρατιωτικής εκπαίδευσης, τόσο για τους μόνιμους στρατιωτικούς όσο και για τους κληρωτούς
Ειδική αναφορά έκανε στη συμμαχία της Ελλάδας με τις ΗΠΑ, επισημαίνοντας ότι η συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών ήταν «εξαιρετική τόσο κατά την πρώτη προεδρία Τραμπ όσο και κατά τη θητεία του Μπάιντεν».
Ανέπτυξε μια εναλλακτική προσέγγιση της ελληνικής στρατηγικής, υπογραμμίζοντας τη σημασία της ήπιας ισχύος (soft power) της χώρας. Εξήγησε πως η Ελλάδα μπορεί «να προσφέρει βαθύτερη κατανόηση των χωρών και των κοινωνιών της περιοχής», αναφέροντας ως παράδειγμα:
Τις ορθόδοξες κοινότητες των Βαλκανίων και τον ρόλο της Ρωσίας στην περιοχή
Τη γεωπολιτική της Αιγύπτου
Το ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων.
Συμπερασματικά, τόνισε ότι «οι Έλληνες, με τις σωστές πολιτικές, διαμορφώνουν ισχυρές αμυντικές δυνατότητες και αξιοποιούν την ήπια ισχύ τους για να λειτουργούν ως γέφυρα σταθερότητας και αντίληψης των πραγμάτων».
Κλείνοντας την ομιλία του, επεσήμανε πως «οι ΗΠΑ, έχοντας αυτή την εικόνα, είναι πλέον σε θέση να επιλέξουν με ποιους συμμάχους θα πορευτούν για τη σταθερότητα του κόσμου».
Τον κο Δένδια προλόγισε ο Συμεών Τσομώκος, Ιδρυτής και Πρόεδρος του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών.
Το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, σε συνεργασία με την αγγλόφωνη έκδοση της εφημερίδας «Η Καθημερινή» και το Ελληνοαμερικανικό Συμβούλιο Ηγεσίας (HALC), οργανώνει για έκτη συνεχόμενη χρονιά το Φόρουμ στην Ουάσιγκτον.
Αίγυπτος και Τουρκία εντείνουν τη διπλωματική τους συνεργασία, με φόντο τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή. Ο Αιγύπτιος υπουργός Εξωτερικών Μπαντρ Αμπντελατί,επισκέφθηκε την Άγκυρα, όπου συναντήθηκε με τον Τούρκο ομόλογό του, Χακάν Φιντάν, και τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Οι συνομιλίες επικεντρώθηκαν στις εξελίξεις στη Γάζα και τη Συρία, σηματοδοτώντας μια πρόοδο στις διμερείς σχέσεις ύστερα από χρόνια έντασης. «Οι σχέσεις προχωρούν θετικά και σταθερά», δήλωσε ο Οϊτούν Ορχάν, ειδικός σε θέματα Μέσης Ανατολής, προσθέτοντας ότι «η κρίση στη Γάζα και το ζήτημα της Συρίας μπορούν να ανοίξουν τον δρόμο για περαιτέρω συνεργασία, καθώς και οι δύο χώρες έχουν κοινά συμφέροντα».
Κατά τη συνάντηση της 4ης Φεβρουαρίου με τον Ερντογάν, ο Αμπντελατί μετέφερε μήνυμα του Αιγύπτιου προέδρου Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι, το οποίο, σύμφωνα με το αιγυπτιακό ΥΠΕΞ, «επαινούσε τις κοινές προσπάθειες για την ενίσχυση της διμερούς συνεργασίας».
Ο Φιντάν, στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, ευχαρίστησε το Κάιρο για τις πρωτοβουλίες του προς την επίτευξη εκεχειρίας στη Γάζα, υπογραμμίζοντας πως η συνεργασία μεταξύ Τουρκίας και Αιγύπτου είναι «απαραίτητη» στη σημερινή ασταθή κατάσταση της περιοχής. Οι δύο χώρες στηρίζουν την εφαρμογή μόνιμης εκεχειρίας και τη λύση των δύο κρατών στο παλαιστινιακό ζήτημα, ενώ έχουν συντονίσει τις ενέργειές τους για την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα.
Αναθέρμανση των σχέσεων ύστερα από μια δεκαετία
Οι διπλωματικές σχέσεις Τουρκίας – Αιγύπτου επλήγησαν σοβαρά μετά την «Αραβική Άνοιξη» του 2011, όταν η Άγκυρα υποστήριξε τις λαϊκές εξεγέρσεις στη Μέση Ανατολή, περιλαμβανομένης της επανάστασης στην Αίγυπτο. Οι δεσμοί τους έφτασαν στο ναδίρ το 2013, όταν ο αιγυπτιακός στρατός, υπό την ηγεσία του αλ Σίσι, ανέτρεψε και φυλάκισε τον ισλαμιστή πρόεδρο Μοχάμεντ Μόρσι, προκαλώντας την έντονη αντίδραση της Τουρκίας, η οποία αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον αλ Σίσι ως νόμιμο ηγέτη της Αιγύπτου.
Η επαναπροσέγγιση ξεκίνησε το 2022, όταν ο Ερντογάν και ο αλ Σίσι αντάλλαξαν χειραψία στα πλαίσια του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Κατάρ. Η εξομάλυνση των σχέσεων επιταχύνθηκε και επισφραγίστηκε με την ανταλλαγή πρεσβευτών αργότερα την ίδια χρονιά.
Το 2023, ο Ερντογάν πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στο Κάιρο, την πρώτη μετά την ανατροπή του Μόρσι, όπου συζήτησε με τον αλ Σίσι την ισραηλινή επιθετικότητα στη Γάζα. Τον Σεπτέμβριο του 2024, ο αλ Σίσι επισκέφθηκε την Τουρκία, επιβεβαιώνοντας τη νέα δυναμική στη σχέση των δύο χωρών.
Η Συρία στο επίκεντρο των διαφορών
Παρότι Τουρκία και Αίγυπτος έχουν βρει κοινό έδαφος στη Γάζα, εξακολουθούν να έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις όσον αφορά τη Συρία. Η Τουρκία υποστήριξε τη στρατιωτική προέλαση της αντικαθεστωτικής οργάνωσης Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS) εναντίον του καθεστώτος Άσαντ, με αποτέλεσμα την κατάρρευση του τελευταίου στα τέλη του 2024. Αντίθετα, το Κάιρο είχε διατηρήσει πιο ουδέτερη στάση, αποφεύγοντας να υποστηρίξει την απομάκρυνση του Σύρου ηγέτη.
Ο νέος Σύρος πρόεδρος, Αχμέντ αλ Σάρα, επισκέφθηκε την Άγκυρα στις 4 Φεβρουαρίου, επιδιώκοντας να διαμορφώσει μια «στρατηγική συνεργασία» με την Τουρκία. Από την πλευρά του, το Κάιρο ανησυχεί για τις επιπτώσεις της αλλαγής ηγεσίας στη Συρία, αν και ο αλ-Σίσι απέστειλε συγχαρητήρια επιστολή στον αλ-Σαράα, σε μια ένδειξη προσεκτικής αποδοχής.
Η Άγκυρα επιδιώκει να λειτουργήσει ως «γέφυρα» μεταξύ Δαμασκού και Καΐρου, ώστε να διευκολύνει τον διάλογο και την ομαλοποίηση των σχέσεων. Σύμφωνα με αναλυτές, η τουρκο-αιγυπτιακή συνεργασία στη Συρία ενδέχεται να αποτελέσει έναν ακόμη παράγοντα ενίσχυσης των δεσμών μεταξύ των δύο χωρών.
Κοινός αντίπαλος τα αμερικανικά σχέδια για τη Γάζα
Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες προσέθεσε έναν ακόμα κοινό προβληματισμό για την Τουρκία και την Αίγυπτο. Ο Τραμπ πρότεινε την αμερικανική ανάληψη της ανοικοδόμησης της Γάζας, ενώ έθεσε εκ νέου το ενδεχόμενο μετεγκατάστασης Παλαιστινίων σε γειτονικές αραβικές χώρες.
Ο Τούρκος ΥΠΕΞ, Χακάν Φιντάν, κατέστησε σαφές ότι η Άγκυρα απορρίπτει πλήρως οποιαδήποτε πρόταση αναγκαστικής μετακίνησης Παλαιστινίων, δηλώνοντας ότι «είμαστε σε απόλυτη σύμπνοια με την Αίγυπτο στο ζήτημα αυτό». Στο ίδιο μήκος κύματος, Αίγυπτος και Τουρκία εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση, καταδικάζοντας οποιαδήποτε απόπειρα εκδίωξης των Παλαιστινίων από τα εδάφη τους.
Η περιφερειακή πραγματικότητα αλλάζει και οι ισορροπίες διαμορφώνονται εκ νέου, με την Άγκυρα και το Κάιρο να βρίσκουν περισσότερα σημεία σύγκλισης παρά διαφωνίας.
Ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης συναντήθηκε στη Δαμασκό με τον μεταβατικό πρόεδρο της Συρίας Αχμέντ αλ Σάρα και τον υπουργό Εξωτερικών Ασάντ αλ Σαϊμπανί, για να συζητήσουν τους νέους θεσμούς της Συρίας «μετά την πτώση του ολοκληρωτικού καθεστώτος Άσαντ».
O κος Γεραπετρίτης, σύμφωνα με διπλωματικές, πηγές, στη συνάντηση αυτή αναφέρθηκε στη στήριξη της Ελλάδας στην κυριαρχία, την ενότητα και την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας, καθώς είναι προς το συμφέρον της, ως μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, να αναλάβει πρωτοβουλίες προκειμένου να προωθηθεί η σταθερότητα και η ευημερία στην περιοχή.
Η βοήθεια που μπορεί να παράσχει η Ελλάδα στη Συρία, όπως τόνισε ο κύριος Γεραπετρίτης, αφορά τομείς όπως η τεχνογνωσία και η οικοδόμηση θεσμών στη χώρα, καθώς και γενικότερα ανθρωπιστική και αναπτυξιακή βοήθεια.
Ο υπουργός Εξωτερικών τόνισε το ενδιαφέρον της Ελλάδας για τη χριστιανική κοινότητα της Συρίας και υπογράμμισε τη σημασία του σεβασμού και τήρησης του Διεθνούς Δικαίου, και του Δικαίου της θάλασσας. Επεσήμανε ακόμα την ανάγκη για μια συμπεριληπτική κυβέρνηση, στην οποία θα αντιπροσωπεύεται κάθε εθνική και θρησκευτική κοινότητα.
Τέλος, αναφέρθηκε στους ισχυρούς δεσμούς της Ελλάδας με τον αραβικό κόσμο και στον κομβικό ρόλο της Μέσης Ανατολής.
Ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ αποσκοπεί σε συμφωνία με την κυβέρνηση Τραμπ, με τον Σι να φαίνεται διατεθειμένος να πληρώσει ακόμα και βαρύ τίμημα προκειμένου να κερδίσει την υποστήριξη των ΗΠΑ για την ενοποίηση της Κίνας με την Ταϊβάν, σύμφωνα με πηγές εκ των έσω που μίλησαν με τον παρατηρητή της Κίνας και εξέχοντα φιλοδημοκράτη Γιουάν Χονγκμπίνγκ.
Ο γνωστός Κινέζος αντιφρονών Γιουάν Χονγκμπίνγκ, ο οποίος έχει επικοινωνία με τους κορυφαίους πολιτικούς κύκλους της Κίνας, δήλωσε στην Epoch Times, στις 20 Ιανουαρίου, ότι ο Σι δεν έχει εγκαταλείψει τα σχέδιά του για την «ειρηνική επανένωση» με την Ταϊβάν.
Οι πηγές του Γιουάν χωρίζονται σε δύο κύριες ομάδες: σε αυτούς που, αν και είναι μέρος του συστήματος του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ), υποστηρίζουν τη δημοκρατία και επιδιώκουν την ανατροπή του κομμουνιστικού καθεστώτος, και στη λεγόμενη «Δεύτερη Κόκκινη Γενιά», απογόνους υψηλόβαθμων αξιωματούχων του ΚΚΚ και ηγέτες που αντιτίθενται στη δικτατορία του Σι, περιλαμβανομένων μελών οικογενειών της ελίτ του ΚΚΚ που έχουν υποστεί διώξεις από το καθεστώς και τρέφουν βαθύ μίσος για τον νυν πρόεδρο.
Ο πρώην καθηγητής νομικής του Πανεπιστημίου του Πεκίνου, κάτοικος Αυστραλίας, δήλωσε ότι οι πληροφορίες του για το θέμα αυτό έχουν επιβεβαιωθεί ανεξάρτητα από τις δύο αυτές ομάδες, γεγονός που του δίνει κάποια εμπιστοσύνη στη διορατικότητά τους να κατανοήσουν τα συγκεκριμένα πλάνα που σχεδιάζει να προσφέρει ο Σι στον Τραμπ.
Η πηγή του Γιουάν αποκάλυψε ότι κατά τη διάρκεια μιας εσωτερικής συνάντησης του ΚΚΚ, ο Σι εξήγησε το σχέδιό του να χρησιμοποιήσει το ζήτημα της Ταϊβάν ως μοχλό πίεσης στις διαπραγματεύσεις με τον Τραμπ. Ο Σι είπε στους αξιωματούχους ότι η επίλυση του ζητήματος της Ταϊβάν σύμφωνα με τα συμφέροντα του ΚΚΚ θα σημάνει την «άνοδο της Ανατολής και την παρακμή της Δύσης».
Ο Γιουάν είπε ότι μία από τις πηγές του στην Κόκκινη Δεύτερη Γενιά του είπε ότι ο Σι έχει μια γενική αρχή για τη διαπραγμάτευση με τον Τραμπ: «Χρησιμοποιήστε μεγάλες συγκρούσεις για να συσσωρεύσετε δύναμη και στη συνέχεια διαπραγματευτείτε από αυτή τη θέση ισχύος».
Η Κίνα αντιμετωπίζει σήμερα αμέτρητα σημεία έντασης και σκληρές διαπραγματεύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, μεταξύ άλλων για τον Παναμά, το TikTok, την απειλή του Τραμπ για δασμούς και πολλά ακόμα ζητήματα.
Ωστόσο, η πηγή δήλωσε ότι πιστεύει ότι το σχέδιο του Σι θα αποτύχει: μετά από 12 χρόνια αποτυχιών υπό τη διακυβέρνηση του Σι, με πολλά ημιτελή έργα που διέταξε προσωπικά ο Σι, το σχέδιο του Σι να διαπραγματευτεί μια συμφωνία με τον Τραμπ για την επανένωση της Ταϊβάν θα είναι πιθανότατα άλλη μια μάταιη προσπάθεια.
Ο Γιουάν συμφώνησε ότι το σχέδιο του Σι είναι απίθανο να πετύχει, ό,τι κι αν προσφερθεί στον Τραμπ.
Η ώθηση του Σι για παγκόσμια κομμουνιστική επέκταση υπό την ηγεσία του ΚΚΚ, με την προσάρτηση μιας ελεύθερης Ταϊβάν ως βασικό πυλώνα αυτού του σχεδίου, είναι θεμελιωδώς αντίθετη με τον όρκο του Τραμπ να «κάνει την Αμερική μεγάλη ξανά» και να οδηγήσει τον κόσμο στην ειρήνη μέσω της δύναμης, εξήγησε ο Γιουάν.
Ο Τραμπ δήλωσε πρόσφατα στην ομιλία του στον χορό της Ορκωμοσίας του Αρχιστράτηγου: «Μέσω της δύναμης και της ισχύος μας, θα οδηγήσουμε τον κόσμο στην ειρήνη. Οι φίλοι μας θα μας σέβονται, οι εχθροί μας θα μας φοβούνται και όλος ο κόσμος θα θαυμάζει το απαράμιλλο μεγαλείο του στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών».
Ο Γιουάν δήλωσε ότι, αντίθετα, το σχέδιο του Σι πιθανότατα θα γίνει άλλο ένα «ημιτελές έργο» που θα οδηγήσει στην πτώση της ίδιας της τυραννίας του ΚΚΚ.
Από την πλευρά του, ο Τραμπ έχει διαψεύσει ότι έχει συζητήσει με τον Σι το ενδεχόμενο να αντιταχθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην ανεξαρτησία της Ταϊβάν με αντάλλαγμα τη μεσολάβηση της Κίνας για την κατάπαυση του πυρός μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.
«Λέγεται ότι ο Σι μπορεί να σας ζητήσει, προκειμένου να δώσει αυτή τη βοήθεια, [να ασκήσετε] πίεση κατά της πιθανής ανεξαρτησίας της Ταϊβάν», τον ρώτησε ένας δημοσιογράφος, όταν υπέγραφε εκτελεστικά διατάγματα στις 30 Ιανουαρίου.
«Όχι, δεν το συζητήσαμε ποτέ», δήλωσε ο Τραμπ.
Η Ταϊβάν στο επίκεντρο της προσφοράς του Σι
Οι πηγές του Γιουάν ανέφεραν ότι ο Σι είπε στο Πολιτικό Γραφείο τον Δεκέμβριο του 2024, καθώς και σε μια εσωτερική συνεδρίαση της Επιτροπής Εθνικής Ασφαλείας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΚ, ότι κατά τη διάρκεια προηγούμενων συνομιλιών του με τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν ζήτησε ρητά από τις Ηνωμένες Πολιτείες όχι μόνο να αντιταχθούν στην ανεξαρτησία της Ταϊβάν αλλά και να υποστηρίξουν την επανένωση των δύο χωρών. Το ίδιο αίτημα φέρεται να έθεσε και στις επαφές του με τον Τραμπ.
Οι πηγές ανέφεραν επίσης ότι ο Σι έχει αναθέσει στους διπλωμάτες του να χρησιμοποιήσουν ιδιωτικούς διαύλους για να διασφαλίσουν ότι η ομάδα του Τραμπ θα καταλάβει ότι εφόσον οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστηρίζουν την «επανένωση των στενών», το Πεκίνο είναι πρόθυμο να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις σε άλλες διαπραγματεύσεις.
Ο Γιουάν, ο οποίος είχε άμεση επαφή με τον Σι Τζινπίνγκ τη δεκαετία του 1980, πιστεύει ότι αυτή είναι πιθανότατα η στρατηγική που θα προτιμήσει ο Σι για να διασφαλίσει την προσάρτηση της Ταϊβάν.
Ο Κινέζος νομικός Γιουάν Χονγκμπίνγκ, σε φωτογραφία αρχείου. (Chen Ming/The Epoch Times)
Σύμφωνα με τον Γιουάν, ο Κινέζος πρόεδρος θεωρεί ότι μία συμφωνία με την κυβέρνηση Τραμπ θα επηρεάσει σημαντικά την Ταϊβάν, επιφέροντας αποσύνθεση στον στρατό και την κοινωνία. Αυτό θα βοηθούσε το ΚΚΚ να επιτύχει αυτό που αποκαλεί «η πρώτη μάχη είναι η τελευταία μάχη» για το Στενό της Ταϊβάν.
Ο Γιουάν επεσήμανε ότι το ΚΚΚ ισχυρίζεται εδώ και καιρό ότι το ζήτημα της Ταϊβάν αποτελεί βασικό του στόχο – το απώτατο όριο και το πιο ουσιαστικό ζήτημα. Στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχε ο Τραμπ με τον Σι πριν από την ορκωμοσία του, ο Σι επικεντρώθηκε στην επίλυση του ζητήματος της Ταϊβάν με τρόπο αποδεκτό από το ΚΚΚ, κάτι που αποτελεί προτεραιότητα του Κινέζου ηγέτη. Η εστίαση αυτή φάνηκε και στις αναφορές των κινεζικών κρατικών μέσων ενημέρωσης, τα οποία προέβαλαν κυρίως τα σχόλια του Σι για την Ταϊβάν.
Από την άλλη, ο Τραμπ, ο οποίος έχει αμερικανοκεντρική άποψη, έγραψε στην ιστοσελίδα Truth Social για τη συνομιλία του με τον Σι, αναφέροντας ως θέματα της συζήτησης τις εμπορικές ανισορροπίες των εθνών τους, τη θανατηφόρο κρίση της φαιντανύλης στις Ηνωμένες Πολιτείες, το TikTok κ.ά.
Φαίνεται, επίσης, ότι ο Σι κατέβαλε προσπάθειες να μειώσει τη εχθρότητα μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας εν όψει της ορκωμοσίας του νέου προέδρου. Τα κρατικά μέσα ενημέρωσης της Κίνας αφαίρεσαν πρόσφατα «αντι-αμερικανικά» δημοσιεύματα, αντικαθιστώντας τα με άρθρα που προωθούσαν την «φιλία Κίνας-ΗΠΑ».
Αν και ο Τραμπ προσκάλεσε τον Σι να παραστεί στην τελετή ορκωμοσίας του στις 20 Ιανουαρίου, ο Σι έστειλε τον αντιπρόεδρο Χαν Τζενγκ. Την πρώτη ημέρα της δεύτερης θητείας του, ο πρόεδρος δεν εφάρμοσε δασμούς 60% στην Κίνα και ανέστειλε την απαγόρευση του TikTok στις ΗΠΑ. Ωστόσο, δεν παρέλειψε να εκφράσει την απαρέσκειά του για την επιρροή του Πεκίνου στη διώρυγα του Παναμά κατά τη διάρκεια της ομιλίας του κατά την ορκωμοσία.
Οι πηγές του Γιουάν τον πληροφόρησαν ότι κινεζικές εθνικές υπηρεσίες έχουν αρχίσει να εφαρμόζουν το βασικό στρατηγικό σχέδιο του Σι για την αντιμετώπιση της κυβέρνησης Τραμπ από τον Δεκέμβριο του 2024.
Ο Γιουάν έφερε το παράδειγμα της Καμπότζης, η οποία έχει εξελιχθεί σε πολιτική, οικονομική και στρατιωτική αποικία της Κίνας, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του Πεκίνου στις διπλωματικές της σχέσεις. Τον Δεκέμβριο του 2024, η Καμπότζη επέτρεψε για πρώτη φορά, από το 2016, σε αμερικανικά και ιαπωνικά στρατιωτικά σκάφη να μπουν στα λιμάνια της στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας.
Αυτό, σύμφωνα πάντα με τον Γιουάν, ήταν ένα μήνυμα του ΚΚΚ προς τη διοίκηση Τραμπ, υποδεικνύοντας ότι αν οι ΗΠΑ διαπραγματευτούν με ειλικρίνεια το ζήτημα της Ταϊβάν, το ΚΚΚ είναι πρόθυμο να κάνει παραχωρήσεις, ακόμα και σε συμμάχους των ΗΠΑ όπως η Ιαπωνία, με την οποία η Κίνα είναι σε αντιπαράθεση για το ζήτημα της Θάλασσας της Νότιας Κίνας.
Κινεζικό μαχητικό αεροσκάφος PLA J-16, φωτ. αρχείου. (Υπουργείο Αμύνης της Ταϊβάν μέσω Associated Press)
Προώθηση αντι-αμερικανικών συναισθημάτων στην Ταϊβάν
Γύρω από τη βασική στρατηγική του Σι για διαπραγματεύσεις με τον Τραμπ, το άτομο εμπιστοσύνης του Σι και επικεφαλής του Γραφείου Υποθέσεων Ταϊβάν του ΚΚΚ, ο Σονγκ Τάο, έχει επίσης κάνει κινήσεις, σημείωσε ο Γιουάν.
Στα τέλη Δεκεμβρίου του 2024, ο Σονγκ τόνισε τρία σημεία κατά την ανάπτυξη των εργασιών του Γραφείου Υποθέσεων της Ταϊβάν για το 2025: α) τη συνεχή υποστήριξη και ενθάρρυνση του αντι-αμερικανικού αισθήματος εντός της Ταϊβάν, ώστε ο σκεπτικισμός απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες να γίνει ο κυρίαρχος κοινωνικός λόγος, β) τη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων για να αποτραπεί το ενδεχόμενο το Λαϊκό Κόμμα της Ταϊβάν να καταστεί άνευ σημασίας μετά την παραπομπή του ηγέτη του κόμματος Κο Γουέν-τζε, ο οποίος παραιτήθηκε πρόσφατα λόγω κατηγοριών για δωροδοκία, και γ) την αδιάλειπτη ενίσχυση του «Γαλανόλευκου Συνασπισμού» – ενός συνασπισμού των δύο μεγάλων κομμάτων της αντιπολίτευσης στην Ταϊβάν, του Κουομιντάνγκ και του Λαϊκού Κόμματος της Ταϊβάν – για να επεκτείνει περαιτέρω τη στρατηγική επιρροή του στο νομοθετικό σώμα της Ταϊβάν, ώστε να αντιταχθεί στα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνίας όσον αφορά την πολιτική κατεύθυνση της Ταϊβάν, ώστε να δημιουργηθούν οι ευνοϊκές συνθήκες που απαιτούνται για την υλοποίηση της στρατηγικής του Σι τόσο στο πεδίο της αντιπαράθεσης όσο και σε αυτό της διαπραγμάτευσης με την κυβέρνηση Τραμπ.
Οι πηγές αποκάλυψαν ότι στα τέλη Δεκεμβρίου 2024 ο αντιπρόεδρος της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής του ΚΚΚ Τζανγκ Γιούξια πραγματοποίησε στρατιωτική εκπαιδευτική συνάντηση για ανώτερους αξιωματικούς στις Διοικήσεις Ανατολικού και Νοτίου Θεάτρου, δίνοντάς τους οδηγίες ότι σε περίπτωση μεγάλης κοινωνικής αναταραχής στην Ταϊβάν, ο στρατός πρέπει να είναι έτοιμος να εισέλθει σε κατάσταση μάχης σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Το ABC News και ο παρουσιαστής του Τζορτζ Στεφανόπουλος κατέληξαν σε διακανονισμό με τον εκλεγμένο Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ σε μια αγωγή δυσφήμισης, συμφωνώντας να καταβάλουν 15 εκατομμύρια δολάρια, 1 εκατομμύριο δολάρια για την κάλυψη των δικηγορικών εξόδων του Τραμπ, και να ζητήσουν συγγνώμη.
Σε κοινή ανακοίνωση, που κατατέθηκε στις 14 Δεκεμβρίου, αναφέρεται ότι και οι δύο πλευρές υπέγραψαν γραπτή συμφωνία διακανονισμού, επιλύοντας τη νομική διαμάχη που ξεκίνησε όταν ο Τραμπ μήνυσε το ABC News και τον Στεφανόπουλο στη Νότια Περιφέρεια της Φλόριντα, ισχυριζόμενος δυσφήμιση, αφού ο Στεφανόπουλος ισχυρίστηκε στον αέρα ότι ο Τραμπ «κρίθηκε υπεύθυνος για βιασμό» από ομοσπονδιακό δικαστήριο.
Η συμφωνία διακανονισμού, η οποία κατατέθηκε στις 14 Δεκεμβρίου μαζί με την κοινή ανακοίνωση, αναφέρει ότι ο διακανονισμός υποκινήθηκε από την επιθυμία να «αποφευχθούν τα περαιτέρω έξοδα, η ταλαιπωρία, και η απόσπαση προσοχής των δικαστικών διαδικασιών».
Στο πλαίσιο της συμφωνίας, ο Στεφανόπουλος και το ABC News θα δημοσιεύσουν μια δήλωση λύπης ως σημείωση του συντάκτη στο τέλος ενός διαδικτυακού άρθρου στις 10 Μαρτίου 2024, που θα αφορά σχόλια που έγιναν νωρίτερα φέτος και οδήγησαν τον Τραμπ να καταθέσει τη μήνυση.
«Το ABC News και ο Τζορτζ Στεφανόπουλος μετανιώνουν για τις δηλώσεις σχετικά με τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τζ. Τραμπ που έγιναν κατά τη διάρκεια συνέντευξης του Τζορτζ Στεφανόπουλου με τη βουλευτή Νάνσι Μέις στην εκπομπή This Week του ABC στις 10 Μαρτίου 2024», αναφέρει η δήλωση.
Οι κατηγορούμενοι θα καταβάλουν επίσης 15 εκατομμύρια δολάρια σε ένα προεδρικό ίδρυμα και μουσείο που θα ιδρύσει ο Τραμπ, καθώς και 1 εκατομμύριο δολάρια στον σύμβουλο του εκλεγμένου προέδρου.
Μετά την καταβολή των πληρωμών, οι δικηγόροι του Τραμπ θα καταθέσουν συμφωνία απόρριψης της αγωγής με επιφύλαξη, πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα μπορούν να καταθέσουν εκ νέου την αγωγή σε μεταγενέστερη ημερομηνία.
Η υπόθεση απορρέει από τους ισχυρισμούς του Τραμπ ότι ο Στεφανόπουλος τον δυσφήμισε όταν δήλωσε κατά τη διάρκεια συνέντευξης στην Μέις ότι ένα δικαστήριο έκρινε τον Τραμπ υπεύθυνο για βιασμό. Η συνέντευξη στο ABC ακολούθησε δύο αστικές αγωγές στη Νέα Υόρκη που κατέθεσε η συγγραφέας Ε. Τζιν Κάρολ, η οποία το 2019 κατηγόρησε τον Τραμπ ότι της επιτέθηκε σεξουαλικά την δεκαετία του 1990. Ενώ οι ένορκοι απέρριψαν τον ισχυρισμό της για βιασμό, έκριναν τον Τραμπ υπεύθυνο για σεξουαλική κακοποίηση. Ο Τραμπ έχει αρνηθεί σταθερά τους ισχυρισμούς.
Περίπου μια εβδομάδα μετά τη συνέντευξη της 10ης Μαρτίου, ο Τραμπ κατέθεσε μήνυση για δυσφήμιση εναντίον του Στεφανόπουλου στη Νότια Περιφέρεια της Φλόριντα. Στην καταγγελία του στις 18 Μαρτίου τονίζεται ότι στο έντυπο ετυμηγορίας των ενόρκων αναφέρεται ότι η Κάρολ δεν είχε αποδείξει με υπεροχή των αποδεικτικών στοιχείων ότι ο Τραμπ την βίασε.
Σε απάντηση, το ABC έκρινε την αγωγή μη έγκυρη, υποστηρίζοντας ότι οι δηλώσεις που έγιναν κατά την διάρκεια της συνέντευξης ήταν ουσιαστικά αληθινές και προστατεύονταν από το προνόμιο της δίκαιης αναφοράς – ένα νομικό δόγμα που προστατεύει τους δημοσιογράφους από αξιώσεις για συκοφαντική δυσφήμιση όταν μεταδίδουν δίκαιες και ακριβείς αναφορές επίσημων διαδικασιών ή εγγράφων.
Η κατάθεση του ABC επικαλέστηκε μια γνωμοδότηση του Ιουλίου 2023 από τον δικαστή της Νότιας Περιφέρειας της Νέας Υόρκης Λιούις Κάπλαν, ο οποίος σημείωσε ότι η νομοθεσία της Νέας Υόρκης ορίζει τον βιασμό πιο στενά από ό,τι ο όρος γίνεται συνήθως αντιληπτός στην καθημερινή συζήτηση.
Μία δικαστής απέρριψε την αίτηση του ABC για εξουδετέρωση της αγωγής τον Ιούλιο. Η δικαστής Σεσίλια Αλτονάγκα δήλωσε ότι «ένας λογικός τηλεθεατής -ειδικά εκείνος που γνώριζε ότι η Ενάγουσα είχε κατηγορηθεί για βιασμό σύμφωνα με τον ποινικό νόμο της Νέας Υόρκης- θα μπορούσε να παραπλανηθεί από τις δηλώσεις του Στεφανόπουλου, οι οποίες δεν περιελάμβαναν το αρχικό πόρισμα των ενόρκων και μόνο φευγαλέα αναφέρονταν στην ερμηνεία που προσέφερε αργότερα ο Δικαστής Κάπλαν».
Αργότερα, δικαστής της Φλόριντα διέταξε τον Τραμπ και τον Στεφανόπουλο να εμφανιστούν για καταθέσεις τον Δεκέμβριο στο πλαίσιο της αγωγής, η οποία με τον διακανονισμό κατέστη άνευ αντικειμένου.
Το Ιράν και οι εντολοδόχοι του πιθανότατα θα εξαπολύσουν σημαντικές επιθέσεις κατά του Ισραήλ και ενδεχομένως κατά των αμερικανικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή τις επόμενες ημέρες, δήλωσε ο Λευκός Οίκος.
Οι εκτιμήσεις των αμερικανικών και ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών συμφωνούν ότι μια επίθεση ή επιθέσεις είναι «όλο και πιο πιθανές» και επιπλέον δυνάμεις τοποθετούνται στην περιοχή για να αντιμετωπίσουν την απειλή, δήλωσε ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας Τζον Κίρμπι στους δημοσιογράφους στις 12 Αυγούστου.
«Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για ένα σημαντικό σύνολο επιθέσεων, και γι’ αυτό το λόγο, και πάλι, έχουμε αυξήσει τη στάση των δυνάμεών μας και τις δυνατότητές μας στην περιοχή, έστω και τις τελευταίες ημέρες», δήλωσε ο Κίρμπι.
«Απλά για να είμαστε απολύτως σαφείς […] αυτή είναι μια εκτίμηση των ΗΠΑ καθώς και μια ισραηλινή εκτίμηση».
Για το σκοπό αυτό, το Πεντάγωνο δήλωσε στις 12 Αυγούστου ότι αναπτύσσει επιπλέον μαχητικά αεροσκάφη και πολεμικά πλοία στη Μέση Ανατολή, καθώς η Ουάσινγκτον επιδιώκει να ενισχύσει την ισραηλινή άμυνα.
Μεταξύ των μονάδων που σπεύδουν στην περιοχή είναι το αεροπλανοφόρο USS Abraham Lincoln και το υποβρύχιο κατευθυνόμενων πυραύλων USS Georgia.
Ο κ. Κίρμπι δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν «σημαντικές δυνατότητες ισχύος στην περιοχή» και είναι προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν τις αναδυόμενες απειλές που «θα μπορούσαν να συμβούν ήδη από αυτή την εβδομάδα».
«Ο πρόεδρος είναι βέβαιος ότι έχουμε τη δυνατότητα να βοηθήσουμε στην υπεράσπιση του Ισραήλ, αν χρειαστεί», είπε. «Κανείς δεν θέλει να φτάσουμε σε αυτό το σημείο.»
Ομοίως, ο εκπρόσωπος Τύπου του Πενταγώνου, υποστράτηγος Πατ Ράιντερ, εξέδωσε νωρίτερα δήλωση στην οποία ανέφερε ότι ο υπουργός Άμυνας Λόιντ Όστιν είχε μιλήσει με τον Ισραηλινό υπουργό Άμυνας Ιωάβ Γκάλαντ και ότι ο κ. Όστιν διέταξε την ομάδα κρούσης Abraham Lincoln να επιταχύνει την ανάπτυξή της στην περιοχή.
Παραμένει ασαφές το πότε θα φτάσει.
«Ο υπουργός Όστιν επανέλαβε τη δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών να κάνουν κάθε δυνατό βήμα για την υπεράσπιση του Ισραήλ και σημείωσε την ενίσχυση της στάσης και των δυνατοτήτων των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων σε όλη τη Μέση Ανατολή υπό το φως της κλιμάκωσης των περιφερειακών εντάσεων», αναφέρει η ανακοίνωση.
Οι φόβοι για μια μεγάλης κλίμακας επίθεση από το Ιράν ή τους εντολοδόχους του έχουν αυξηθεί τις τελευταίες εβδομάδες, μετά τις δολοφονίες του πολιτικού ηγέτη της Χαμάς Ισμαήλ Χανίγια στην Τεχεράνη και του στρατιωτικού διοικητή της Χεζμπολάχ Φουάντ Σουκρ στη Βηρυτό τον περασμένο μήνα.
Ο Σουκρ σκοτώθηκε από ισραηλινή αεροπορική επιδρομή και ο Χανίγια από εκρηκτικό μηχανισμό, αν και το Ισραήλ δεν έχει αναλάβει επίσημα την ευθύνη για τον τελευταίο.
Η αναμονή των αντιποίνων του Ιράν έχει οδηγήσει σε κάποιες ανησυχίες ότι η σύγκρουση στη Γάζα διευρύνεται σε έναν ευρύτερο, περιφερειακό πόλεμο.
Ο κ. Κίρμπι δήλωσε ότι ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν πραγματοποίησε νωρίτερα σειρά τηλεφωνικών συνομιλιών με ηγέτες της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, προτρέποντας τους συμμάχους να επαναβεβαιώσουν τη δέσμευσή τους για την άμυνα του Ισραήλ και την ανάγκη για μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός.
Στη συνέχεια, οι σύμμαχοι εξέδωσαν κοινή δήλωση με την οποία επικροτούν τις τελευταίες προσπάθειες των διαμεσολαβητών των Ηνωμένων Πολιτειών, του Κατάρ και της Αιγύπτου να εξασφαλίσουν κατάπαυση του πυρός.
Οι ηγέτες ζήτησαν επίσης την επιστροφή των ομήρων που κρατούνται από τη Χαμάς και την «ανεμπόδιστη» παράδοση ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνώρισαν τον υποψήφιο της αντιπολίτευσης της Βενεζουέλας Εντμούντο Γκονζάλες ως νικητή των προεδρικών εκλογών της χώρας και κάλεσαν σε ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας από τον πρόεδρο Νικολάς Μαδούρο.
Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν δήλωσε την Πέμπτη ότι «συντριπτικά στοιχεία» από τα εκλογικά κέντρα που δημοσίευσε το κόμμα της αντιπολίτευσης κατέστησαν σαφές στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον λαό της Βενεζουέλας ότι ο αυταρχικός ηγέτης της χώρας κέρδισε λιγότερες ψήφους από τον δημοκρατικό αντίπαλό του.
«Δεδομένων των συντριπτικών στοιχείων, είναι σαφές για τις Ηνωμένες Πολιτείες και, κυρίως, για τον λαό της Βενεζουέλας ότι ο Εντμούντο Γκονζάλες Ουρούτια κέρδισε τις περισσότερες ψήφους στις προεδρικές εκλογές της Βενεζουέλας στις 28 Ιουλίου», ανέφερε ο Μπλίνκεν σε δήλωσή του.
«Συγχαίρουμε τον Εντμούντο Γκονζάλες Ουρούτια για την επιτυχημένη εκστρατεία του», πρόσθεσε. «Τώρα είναι η ώρα για τα κόμματα της Βενεζουέλας να ξεκινήσουν συζητήσεις για μια σεβαστή, ειρηνική μετάβαση σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο της Βενεζουέλας και τις επιθυμίες του λαού της Βενεζουέλας.»
Τη Δευτέρα, το Εθνικό Εκλογικό Συμβούλιο της Βενεζουέλας ανακήρυξε τον Μαδούρο νικητή μιας τρίτης εξαετούς θητείας, με ποσοστό 51% των ψήφων, «χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο», δήλωσε ο Μπλίνκεν, προσθέτοντας ότι το Εκλογικό Συμβούλιο ελέγχεται από τον Μαδούρο.
Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αμφισβήτησε το αποτέλεσμα, δημοσιεύοντας καταμετρητικά δελτία από τα εκλογικά τμήματα σε όλη τη χώρα που έδειχναν ότι ο Γκονζάλες έλαβε τις περισσότερες ψήφους, με «ανυπέρβλητη διαφορά», όπως την χαρακτήρισε ο Μπλίνκεν.
Η Μαρία Κορίνα Ματσάδο, η επικεφαλής του αντιπολιτευόμενου κόμματος Vente Venezuela, παραχώρησε συνέντευξη Τύπου νωρίτερα αυτή την εβδομάδα για να παρουσιάσει τις αποδείξεις ότι το κόμμα της νίκησε το κυβερνών Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Βενεζουέλας του Μαδούρο.
Είπε ότι το 73% των καταμετρημένων ψήφων που είναι προσβάσιμο στην αντιπολίτευση έδειξε ότι ο Γκονζάλες είχε κερδίσει μια ξεκάθαρη νίκη, εξασφαλίζοντας υπερδιπλάσιες ψήφους από τον Μαδούρο.
Ο Μπλίνκεν δήλωσε ότι τα γεγονότα αυτά επιβεβαιώθηκαν από ανεξάρτητους παρατηρητές και υποστηρίχθηκαν από τις μεταδημοσκοπήσεις της ημέρας των εκλογών και τις γρήγορες καταμετρήσεις, ενώ οι εταίροι των ΗΠΑ κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Μαδούρο δεν έλαβε τις περισσότερες ψήφους στις προεδρικές εκλογές.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες ζήτησαν διαφάνεια και οι υποστηρικτές της αντιπολίτευσης βγήκαν στους δρόμους μετά την ανακοίνωση των αρχικών αποτελεσμάτων.
Ο Μπλίνκεν δήλωσε ότι η αποτυχία της κυβέρνησης της Βενεζουέλας να δημοσιεύσει αναλυτικά στοιχεία, φύλλα καταμέτρησης και επίσημα αποτελέσματα σε επίπεδο περιφέρειας, μαζί με άλλες αναφερθείσες παρατυπίες κατά τη διάρκεια των εκλογών, σήμαινε ότι το ανακηρυγμένο αποτέλεσμα στερείται αξιοπιστίας και ήταν «εξαιρετικά ελαττωματικό».
Διαμαρτυρίες στους δρόμους
Χιλιάδες υποστηρικτές της αντιπολίτευσης βγήκαν στους δρόμους νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, απαιτώντας τη δημοσιοποίηση των στοιχείων της ψηφοφορίας. Αναφέρθηκαν συγκρούσεις με την αστυνομία και περίπου 11 άνθρωποι σκοτώθηκαν, σύμφωνα με την τοπική ομάδα δικαιωμάτων Foro Penal.
Ένας διαδηλωτής πετάει πίσω ένα δακρυγόνου καθώς υποστηρικτές της αντιπολίτευσης της Βενεζουέλας διαδηλώνουν μετά την ανακοίνωση του Εθνικού Εκλογικού Συμβουλίου ότι ο πρόεδρος της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο κέρδισε τις προεδρικές εκλογές, στο Καράκας της Βενεζουέλας, στις 29 Ιουλίου 2024. (Alexandre Meneghini/Reuters)
Ένα άγαλμα του Ούγκο Τσάβες, ο οποίος εγκαινίασε τη σοσιαλιστική διακυβέρνηση όταν εξελέγη πρόεδρος το 1999, κατεδαφίστηκε τη Δευτέρα. Ο Μαδούρο ανέλαβε τα καθήκοντά του όταν ο Τσάβες πέθανε το 2013. Ο Μαδούρο έχει χαρακτηριστεί δικτάτορας από παγκόσμιους ηγέτες.
Ο Χόρχε Ροντρίγκεζ, υψηλόβαθμος νομοθέτης της Βενεζουέλας που πρόσκειται στον Μαδούρο και αδελφός του αντιπροέδρου του Μαδούρο κατηγόρησε τον Γκονζάλες και τον Ματσάδο για τη βία στους δρόμους και ζήτησε τη σύλληψή τους.
Ο Μπλίνκεν δήλωσε ότι οι ισχυρισμοί κατά των ηγετών της αντιπολίτευσης ήταν αβάσιμοι και χαρακτήρισε τις απειλές για τη σύλληψη του Γκονζάλες και του Ματσάδο «αντιδημοκρατική προσπάθεια καταστολής της πολιτικής συμμετοχής και διατήρησης της εξουσίας».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ζήτησαν να αφεθούν αμέσως ελεύθεροι όλοι οι Βενεζουελάνοι που συνελήφθησαν «ενώ ασκούσαν ειρηνικά το δικαίωμά τους να συμμετέχουν στην ηλεκτρική διαδικασία». Ο Μπλίνκεν δήλωσε ότι η επιβολή του νόμου δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως «όργανο πολιτικής βίας» εναντίον πολιτών που ασκούν τα δημοκρατικά τους δικαιώματα.