Πέμπτη, 19 Σεπ, 2024

Πιθανή αύξηση άνοιας λόγω καταρράκτη

Νέα έρευνα έχει βρει συσχετισμούς μεταξύ της άνοιας και καταστάσεων των ματιών όπως κακή όραση, μυωπία και καταρράκτη, αλλά η φύση του συσχετισμού τους δεν είναι ξεκάθαρη. Μελέτη που δημοσιεύθηκε στο JAMA Network Open της Τρίτη βρήκε πως εκτός του συσχετισμού, υπάρχει πιθανή αιτιολογική σχέση μεταξύ των δύο παθήσεων.

Πιο συγκεκριμένα, ερευνητές βρήκαν πως ο καταρράκτης μπορεί ακόμη και να διπλασιάσει τον κίνδυνο αγγειακής άνοιας. Ανακάλυψαν επίσης πιθανές διόδους στον εγκέφαλο που συνδέουν τα δύο.

Ο καταρράκτης συμβαίνει όταν ο φακός του ματιού γίνεται ομιχλώδης, εμποδίζοντας την όραση.

Η Γουίλα Μπρένοβιτς, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και αναπληρωτής καθηγήτρια στο Τμήμα Επιδημιολογίας και Βιοστατιστικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο, είπε στους Epoch Times πως η μελέτη παρέχει κάποια από τα πιο ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία μέχρι σήμερα πως ο καταρράκτης είναι παράγοντας κινδύνου για την άνοια. Ωστόσο, χρειάζονται καλά σχεδιασμένες τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες δοκιμές για να αποδειχθεί η αιτία.

 

Πιθανοί αιτιολογικοί σύνδεσμοι

Οι ερευνητές διεξήγαγαν μια μελέτη βασιζόμενη στην παρατήρηση για αν εξετάσουν τους συσχετισμούς μεταξύ των καταστάσεων και την συμπλήρωσαν με μια γενετική ανάλυση για να καθορίσουν τους αιτιολογικούς συνδέσμους. Ανέλυσαν υγειονομικά δεδομένα από πάνω από 308.000 συμμετέχοντες της UK Biobank για να καθορίσουν τους αιτιολογικούς συνδέσμους μεταξύ των προβλημάτων των ματιών, όπως ο καταρράκτης, η μυωπία και η κακή όραση, αλλά και των νευρολογικών καταστάσεων, όπως τις αλλαγές στη δομή του εγκεφάλου, την νόσο Αλτσχάιμερ και τις σχετικές άνοιες.

Η Έριν Φέργκιουσον, αντίστοιχη συγγραφέας, υποψήφια διδάκτωρ επιδημιολογίας και μεταφραστικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο, είπε στους Epoch Times πως ενώ η εκτενής έρευνα έχει καθιερώσει έναν συσχετισμό μεταξύ των προβλημάτων όρασης και της άνοιας, παραμένει ασαφές το αν ο συσχετισμός αντικατοπτρίζει ένα πραγματικό αποτέλεσμα ή πρόκειται για πιθανή προκατάληψη.

Η κα Φέργκιουσον εξήγησε πως η αιτιότητα πρέπει να καθιερωθεί προτού λάβουμε υπόψιν κλινικής ή δημόσιας υγείας παρεμβάσεις. «Προτού κάνουμε οποιεσδήποτε κλινικές συστάσεις για ασθενείς, πρέπει να είμαστε πιο σίγουροι ότι παθήσεις των οφθαλμών, όπως ο καταρράκτης, προκαλούν άνοια», πρόσθεσε.

Οι αναλύσεις σχετικές με την παρατήρησή τους βρήκαν αρκετούς συσχετισμούς, περιλαμβανομένων των παρακάτω:

  • Ο καταρράκτης συνδέεται με αύξηση του κινδύνου κάθε είδους άνοιας, νόσου του Αλτσχάιμερ και της αγγειακής άνοιας.
  • Η κακή οπτική οξύτητα συνδέεται με αύξηση κινδύνου κάθε είδους άνοιας.
  • Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο κάθε είδους άνοιας.

Η γενετική ανάλυση βρήκε επίσης πιθανή αιτιότητα μεταξύ της γενετικής προδιάθεσης στον καταρράκτη και αύξησης κινδύνου αγγειακής άνοιας. Επιπλέον, ερευνητές βρήκαν πιθανές βιολογικές διόδους που ίσως να εξηγούν αυτούς τους συσχετισμούς.

«Βρήκαμε ότι ο καταρράκτης συνδέεται με μείωση του ολικού όγκου του εγκεφάλου και του όγκου της φαιάς ουσίας. Αυτός ο εκφυλισμός δεν είναι τυπικός του εκφυλισμού λόγω νόσου Αλτσχάιμερ», είπε η κα Φέργκιουσον.

Η κα Μπρένοβιτζ είπε πως αυτό επίσης υποδηλώνει πως ο καταρράκτης δεν συνεισφέρει στην νόσο Αλτσχάιμερ μέσα από τις συνηθισμένες διόδους που παρατηρούμε στην νόσο, αλλά θα μπορούσαν να συνδέονται με την γενική σμίκρυνση του εγκεφάλου ή με ζητήματα που επηρεάζουν τα αιμοφόρα αγγεία.

Εκτός από την σμίκρυνση του εγκεφάλου και του όγκου της φαιάς ουσίας, η μελέτη βρήκε επίσης πως κάποιες περιοχές της λευκής ουσίας εμφανίζονταν πιο φωτεινές στις εξετάσεις, κάτι το οποίο μπορεί να υποδηλώνει ζημιά στα μικρά αιμοφόρα αγγεία του εγκεφάλου. Οι συγγραφείς θεωρούν πως οι αγγειακοί μηχανισμοί μπορεί να συνδέουν τον καταρράκτη με την άνοια.

Η μελέτη δεν εξηγεί γιατί ο καταρράκτης μπορεί να συμβάλλει στην μείωση του όγκου του εγκεφάλου και της φαιάς ουσίας. Παρόλα αυτά, το μειωμένο σήμα προς τον εγκέφαλο λόγω της φθίνουσας όρασης και η επακόλουθη απώλεια λόγω του καταρράκτη μπορεί να συνεισφέρει στην φθίνουσα διανοητική ικανότητα και, εν τέλει, στην σμίκρυνση του εγκεφάλου.

 

Η βελτίωση της όρασης μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο της άνοιας

Η πιθανή αιτιολογική σχέση που υποδηλώνει η μελέτη υποστηρίζεται από την ήδη υπάρχουσα βιβλιογραφία, συγκεκριμένα από μελέτες που δείχνουν πως η εγχείρηση για καταρράκτη μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο άνοιας. «Αυτό [το εύρημα] μπορεί να σημαίνει ότι η αφαίρεση του καταρράκτη ή η πρόληψη του μπορεί να είναι εργαλεία για την μείωση του κινδύνου της άνοιας, όταν εφαρμόζεται», έκρινε η κα Φέργκιουσον.

Οι ερευνητές ελπίζουν πως τα ευρήματα της μελέτης θα χρησιμεύσουν ως σημείο έναρξης για περαιτέρω έρευνες στον τομέα και θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη συγκεκριμένων κλινικών οδηγιών για τους ασθενείς.

Ωστόσο, η κα Φέργκιουσον δήλωσε πως προτού να μπορέσουμε να κάνουμε οποιεσδήποτε συστάσεις σε ασθενή πάνω στον τομέα, θα πρέπει πρώτα οι μελλοντικές έρευνες να αναγνωρίσουν ποιές συγκεκριμένες ομάδες ασθενών θα μπορούν να ωφεληθούν περισσότερο από αυτές τις συστάσεις. Πρόσθεσε πως από την στιγμή που η μελέτη περιλάμβανε κυρίως άτομα της λευκής φυλής, χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να επιβεβαιώσουμε αυτά τα ευρήματα σε πιο ποικίλους πληθυσμούς.

Ο Δρ Τζόσουα Έρλιχ, ιατρός και αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, είπε στους Epoch Times, «Ο αυξανόμενος όγκος εργασίας σε αυτόν τον τομέα υποδηλώνει τα πιθανά οφέλη της βελτιστοποίησης της όρασης στην μετέπειτα ζωή, όχι μόνο για να βελτιώσει το πώς βλέπουμε τον κόσμο, αλλά και αν επηρεάσει άλλες σημαντικές πτυχές της γήρανσης, συμπεριλαμβανομένης και της διανοητικής υγείας.» Ο Δρ Έλριχ δεν είχε σχέση με την μελέτη αλλά έχει υπάρξει συγγραφέας παρόμοιων ερευνών πάνω στα προβλήματα όρασης ως ρυθμιζόμενων παραγόντων κινδύνου για την άνοια.

Η κα Μπρένοβιτζ συμφώνησε με το σχόλιο του Δρ Έλριχ. Συμβούλευσε τους πιο ηλικιωμένους ενήλικες και τους ιατρούς τους να λάβουν υπόψιν τον συχνό οφθαλμικό έλεγχο, δεδομένης της σημασίας της καλής υγείας της όρασης στην ποιότητα της ζωής, την ανεξαρτησία και πιθανόν σε άλλους υγειονομικούς παράγοντες.

 

Της Rachel Ann T. Melegrito

Αίσθημα λιποθυμίας κατά την εξέταση αίματος;

Έχω την τάση να λιποθυμάω όταν κάνω εξετάσεις αίματος, και όταν ακούω για ιατρικές επεμβάσεις. Τι σημαίνουν αυτά τα λιποθυμικά επεισόδια για την γενική μου υγεία; Υπάρχουν συμπληρώματα που μπορούν να βοηθήσουν;

Αυτό το είδος λιποθυμίας, το οποίο μπορεί να είναι μια κληρονομημένη τάση, αποκαλείται αγγειογενετική συγκοπή και είναι μια υπερβολική αντίδραση μέρους του ακούσιου νευρικού συστήματος σε ορισμένα ερεθίσματα – σε αυτή την περίπτωση, μια επικείμενη εξέταση αίματος ή ιατρική επέμβαση. Κάποια άτομα λιποθυμούν ως αντίδραση στην όψη του αίματος ή μια συναισθηματικής διαταραχής.

Άλλες κοινές αιτίες λιποθυμίας περιλαμβάνουν την παρατεταμένη ορθοστασία και την έκθεση στη ζέστη ή στο πλήθος ή και στα δύο. Κάποια άτομα λιποθυμούν σε συνδυασμό με κρίσεις άγχους, έντονου βήχα ή ακόμα και ούρησης. Στην περίπτωσή σας, το άγχος για την εξέταση αίματος ενεργοποιεί μια υπερβολική αντίδραση του νευρικού συστήματος – ο ρυθμός της καρδιάς και η πίεση πέφτουν, μειώνοντας την ροή του αίματος στον εγκέφαλο και οδηγώντας σε λιποθυμικό επεισόδιο, το οποίο είναι ο τρόπος του σώματος να προστατέψει τον εγκέφαλο από την έλλειψη αίματος. Αναμφίβολα επανέρχεστε γρήγορα, μέσα σε δευτερόλεπτα ή λίγα λεπτά.

Παρόλο που η λιποθυμία μπορεί επίσης να είναι σύμπτωμα κάποιας σοβαρής ιατρικής κατάστασης (καρδιακής νόσου, διαβήτη ή προβλήματος με τον εγκέφαλο), το είδος της λιποθυμίας που περιγράφετε δεν έχει επιπτώσεις στην γενική σας υγεία.

Κάποια άτομα νιώθουν προειδοποιητικά συμπτώματα πριν λιποθυμήσουν, όπως αδυναμία, ζαλάδα, ναυτία, χασμουρητό, εφίδρωση, αίσθημα ζέστης ή γρήγορη αναπνοή. Αν νιώσετε ότι πρόκειται να λιποθυμήσετε, ξαπλώστε και βάλτε τα πόδια σας ψηλά (αυτό επιτρέπει στο αίμα να συνεχίζει να ρέει προς τον εγκέφαλο), ή καθίστε και βάλτε το κεφάλι σας ανάμεσα στα γόνατά σας. Το να ξαπλώσετε για την εξέταση αίματος δεν αποτρέπει την λιποθυμία αλλά τουλάχιστον σας προστατεύει από την πτώση.

 

Δεν γνωρίζω κάποια συμπληρώματα που να μπορούν ν σας βοηθήσουν να ξεπεράσετε αυτή την τάση. Αλλά ίσως μπορέσετε να αποφύγετε τέτοια επεισόδια με νοητικές/σωματικές ασκήσεις όπως τεχνικές χαλάρωσης ή ύπνωση. Οι ασκήσεις αναπνοής συγκεκριμένα μπορούν να σας βοηθήσουν να διαχειριστείτε μια υπερβολική αντίδραση σε καταστάσεις που ενεργοποιούν αυτό το μέρος του νευρικού σας συστήματος.

 

Του Andrew Weil. Δημοσιευμένο αρχικά στο DrWeil.com

 

 

Κάταγμα ισχίου: Πιο θανατηφόρο από ορισμένα είδη καρκίνου

Στα άτομα άνω των 50, ο κίνδυνος κατάγματος λόγω οστεοπόρωσης αυξάνεται σημαντικά, οδηγώντας σε υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι τα ποσοστά επιβίωσης των ηλικιωμένων ατόμων ύστερα από κάταγμα ισχίου είναι χαμηλότερα και από αυτά του καρκίνου του παχέος εντέρου, της δεύτερης κυριότερης αιτίας θανάτου από καρκίνο στις ΗΠΑ.

Το κάταγμα ισχίου, συχνά αποκαλούμενο και «ο σιωπηρός δολοφόνος των ηλικιωμένων», συμβαίνει όταν το μηριαίο οστό σπάει κοντά στην άρθρωση του ισχίου. Πρόσφατη έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of Bone and Mineral Research Plus τον Μάιο, ανακάλυψε πως το ποσοστό επιβίωσης των ηλικιωμένων μειώνεται δραστικά ύστερα από κάταγμα, με τα κατάγματα ισχίου να έχουν τη χειρότερη πρόγνωση.

Χαμηλά ποσοστά επιβίωσης μετά από κάταγμα ισχίου

Η μελέτη εξέτασε 98.474 ασθενείς ηλικίας 65 ετών και άνω, οι οποίοι υπέστησαν κάταγμα σε διάφορα σημεία, μεταξύ του 2011 και του 2015. Σε αντιστοιχία 1:1 με αυτούς  τους ασθενείς, εξετάστηκαν άτομα που δεν είχαν υποστεί κάταγμα, με βάση το φύλο, την ηλικία, το αν διαμένουν στην πόλη ή την εξοχή και τις όποιες ασθένειες συνδέονται με κίνδυνο κατάγματος. Ύστερα από παρακολούθηση έως και έξι ετών, οι ερευνητές εκτίμησαν το γενικό ποσοστό επιβίωσης των ασθενών με κάταγμα και το συνέκριναν με το σχετικό ποσοστό επιβίωσης των ατόμων χωρίς κάταγμα.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι αυτοί που είχαν υποστεί κάταγμα ισχίου είχαν το χαμηλότερο ποσοστό επιβίωσης, ακολουθούμενο από αυτούς με κάταγμα σπονδύλου. Το γενικό ποσοστό επιβίωσης ενός έτους για ασθενείς με κάταγμα ισχίου ήταν 67,7% για τους άντρες και 78,5% για τις γυναίκες. Για τους ασθενείς με κάταγμα σπονδύλου, το γενικό ποσοστό επιβίωσης ενός έτους ήταν 75,5% για τους άντρες και 84,9% για τις γυναίκες. Αντιθέτως, το γενικό ποσοστό επιβίωσης ενός έτους για τους συμμετέχοντες χωρίς κάταγμα παρέμεινε πάνω από 90% και για τα δύο φύλα.

Ανάμεσα στους ασθενείς με κάταγμα ισχίου, λιγότερο από το ένα τρίτο (32,3%) των αντρών και λιγότερο από το μισό (44,7%) των γυναικών επιβίωσαν για πάνω από πέντε χρόνια. Για τους ασθενείς με κάταγμα σπονδύλου, το γενικό ποσοστό επιβίωσης πέντε ετών ήταν 37,6% για τους άντρες και 54,1% για τις γυναίκες.

Να σημειωθεί ότι οι ασθενείς ηλικίας 85 ετών και άνω είχαν τη χειρότερη πρόγνωση. Συγκεκριμένα, οι άντρες με κάταγμα ισχίου είχαν το χαμηλότερο γενικό ποσοστό επιβίωσης πέντε ετών, με μόλις 17,9%, ενώ οι άντρες με κάταγμα σπονδύλου είχαν ποσοστό επιβίωσης 19,7%. Οι γυναίκες είχαν ελάχιστα μεγαλύτερο γενικό ποσοστό επιβίωσης πέντε ετών, με 30% για κάταγμα ισχίου και 35,7% για κάταγμα σπονδύλου.

Επιπροσθέτως, η μελέτη βρήκε πως σε σχέση με τα άτομα χωρίς κάταγμα, το γενικό ποσοστό επιβίωσης πέντε ετών ύστερα από κάταγμα ισχίου ήταν το χαμηλότερο, στο 49,9% για τους άντρες και 65% για τις γυναίκες. Για τα κατάγματα σπονδύλου, το γενικό ποσοστό επιβίωσης πέντε ετών ήταν ελαφρώς μεγαλύτερο, στο 53,9% για τους άντρες και 72,7% για τις γυναίκες.

Η μελέτη επίσης έδειξε πως, ενώ το ποσοστό επιβίωσης ύστερα από κάταγμα ήταν γενικά υψηλότερο στις γυναίκες από ό,τι στους άντρες, οι γυναίκες διατρέχουν σημαντικά μεγαλύτερο κίνδυνο κατάγματος και είναι πιο πιθανό να πάθουν μεταγενέστερα κατάγματα. Αυτά τα μεταγενέστερα κατάγματα ευθύνονται για έως και τα δύο τρίτα των συνολικών θανάτων των γυναικών με κάταγμα.

Ο Ζακ Μπράουν, επικεφαλής συγγραφέας της έρευνας και καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Λαβάλ στον Καναδά, είπε σε δήλωση Τύπου ότι «τα ποσοστά επιβίωσης μειώθηκαν δραματικά εντός ενός μηνός ύστερα από οποιοδήποτε είδος κατάγματος, με το ποσοστό επιβίωσης πέντε ετών να είναι ίδιο ή χειρότερο από αυτό κάποιων κοινών καρκίνων».

Στη μελέτη, οι ερευνητές σημείωσαν ότι, στις περιοχές όπου διέμεναν οι συμμετέχοντες, το γενικό ποσοστό επιβίωσης πέντε ετών για τους ασθενείς με καρκίνο που διεγνώσθησαν μεταξύ του 2012 και του 2016 ήταν 94% για τους άντρες με καρκίνο του προστάτη και 89% για γυναίκες με καρκίνο του μαστού.

Όσον αφορά τα πιο συνηθισμένα είδη καρκίνου στις ΗΠΑ, το γενικό ποσοστό επιβίωσης πέντε ετών για το μελάνωμα (καρκίνο του δέρματος) είναι περίπου στο 94%, ενώ το γενικό ποσοστό επιβίωσης πέντε ετών για τον καρκίνο του παχέος εντέρου, του δεύτερου κυριότερου καρκίνου που ευθύνεται για τους θανάτους στις ΗΠΑ, είναι γύρω στο 65%.

Συγκριτικά, το γενικό ποσοστό επιβίωσης πέντε ετών για κάταγμα ισχίου σε άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω είναι χαμηλότερο από αυτό των καρκίνων που προαναφέρθηκαν.

Παράγοντες που συμβάλουν σε χαμηλά ποσοστά επιβίωσης σε ασθενείς με κάταγμα

Η έρευνα αποκάλυψε ότι, το έτος πριν το κάταγμά τους, το 32% με 45% των γυναικών ασθενών και το 7% με 14% των αντρών ασθενών είχαν λάβει θεραπεία για οστεοπόρωση, με υψηλότερα ποσοστά θεραπείας για αυτούς με κάταγμα σπονδύλου. Επιπλέον, οι ασθενείς με κάταγμα σπονδύλου ήταν πιο πιθανό να έχουν ιστορικό θεραπείας με οπιοειδή, τα οποία συνταγογραφούνται για τον πόνο που σχετίζεται με την οστεοπόρωση, σε σχέση με αυτούς που είχαν κάταγμα σε άλλα σημεία.

Εκτός από παλαιότερη θεραπεία για την οστεοπόρωση, οι ερευνητές μίλησαν επίσης και για άλλους λόγους που ευθύνονται για τα χαμηλά ποσοστά επιβίωσης των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω. Για παράδειγμα, τα μεταγενέστερα κατάγματα είναι ένας από τους πιθανούς βραχυπρόθεσμους παράγοντες για το μειωμένο ποσοστό επιβίωσης ενός έτους, καθώς το αρχικό κάταγμα αυξάνει τον κίνδυνο περαιτέρω καταγμάτων. Περιεγχειρητικές επιπλοκές σε ασθενείς που υποβάλλονται σε χειρουργική επέμβαση επίσης φαίνεται να αυξάνουν την θνησιμότητα τους πρώτους μήνες έπειτα από κάταγμα. Επιπλέον, η συνολική αδυναμία των ηλικιωμένων συνδέεται με μεγαλύτερα ποσοστά θνησιμότητας – αυτή η αδυναμία είναι πιθανό να αυξηθεί ύστερα από ένα κάταγμα, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο.

Οι ερευνητές δήλωσαν ότι η μελέτη εστίασε σε προγνώσεις για τους ασθενείς με κάταγμα και στις αντίστοιχες επεμβάσεις για τη βελτίωση του αποτελέσματος, αυξάνοντας έτσι τα ποσοστά επιβίωσης στους ηλικιωμένους με κάταγμα. Ο Δρ Μπράουν τόνισε σε δήλωση Τύπου πως «αυτές οι παρατηρήσεις υπογραμμίζουν την επείγουσα ανάγκη για αλλαγή της στάσης μας προς αυτούς τους ασθενείς και για παροχή δευτερεύουσας προληπτικής παρέμβασης πριν το εξιτήριο από το νοσοκομείο, όπως συνιστάται από την Αμερικανική Εταιρεία Έρευνας Οστών και Μετάλλων (American Society for Bone and Mineral Research)».

Αυξημένα ποσοστά κατάγματος ισχίου ανάλογα με την ηλικία

Σύμφωνα με το Johns Hopkins Medicine, τα κατάγματα ισχίου είναι συνηθισμένα στις ΗΠΑ, με 350.000 αναφερόμενες περιπτώσεις ετησίως.

Σε πιο νεαρά άτομα, τα κατάγματα ισχίου συνήθως προκαλούνται από σοβαρό τραυματισμό, όπως ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα. Καθώς το άτομο μεγαλώνει, τα οστά του γίνονται πιο εύθραυστα. Μετά την ηλικία των 50 ετών, η περίπτωση κατάγματος ισχίου διπλασιάζεται κάθε δέκα χρόνια. Επομένως, τα περισσότερα κατάγματα ισχίου συμβαίνουν σε αυτούς πάνω από 60 ετών, με την πτώση να είναι η πιο συνηθισμένη αιτία μεταξύ των ηλικιωμένων.

Πέντε προληπτικά βήματα για την μείωση του κινδύνου κατάγματος ισχίου

Το κάταγμα ισχίου στους ηλικιωμένους μπορεί να προκαλέσει διάφορες επιπλοκές, αυξάνοντας την πιθανότητα θανάτου και κάνοντας την ανάρρωση πιο δύσκολη, έχοντας προκαλέσει πιθανώς απώλεια της ανεξαρτησίας, υποβάθμιση της ποιότητας ζωής και κατάθλιψη.

Η Δρ Ντέμπορα Σέλμεϊερ, διευθύνουσα ιατρός στο Κέντρο Μεταβολισμού Οστών Johns Hopkins (Johns Hopkins Metabolic Bone Center), δήλωσε στην επίσημη ιστοσελίδα του Κέντρου ότι «οι πιο ηλικιωμένοι μπορεί να έχουν απειλητικές για τη ζωή επιπλοκές κατά τη διάρκεια ή μετά την εγχείρηση για την αντιμετώπιση ενός κατάγματος ισχίου, όπως θρόμβους στο αίμα, μόλυνση και καρδιακή αρρυθμία». Έδωσε έμφαση στη σημασία λήψης όλων των πιθανών μέτρων πρόληψης ενός κατάγματος, και δη του κατάγματος του ισχίου. Τα παρακάτω βήματα αποτελούν σημαντικούς τρόπους μείωσης της πιθανότητας κατάγματος ισχίου:

  1. Ελέγξτε την οστική μάζα και διατηρείστε την δύναμη των οστών: Συνιστάται σε όλες τις γυναίκες 65 ετών και άνω, όπως επίσης και στις νεαρές γυναίκες με υψηλό κίνδυνο κατάγματος, να υποβληθούν σε μέτρηση οστικής μάζας. Η Δρ Σέλμεϊερ σημείωσε πως ο έλεγχος για οστεοπόρωση επιτρέπει στον ιατρό σας να αναπτύξει ένα σχέδιο αντιμετώπισης για να διατηρήσει τα οστά σας δυνατά και να αποτρέψει τα κατάγματα. Οι άντρες ηλικίας άνω των 70 ετών ή αυτοί που χρησιμοποιούν κορτικοστεροειδή φάρμακα, όπως πρεδνιζόνη, για εκτεταμένη χρονική περίοδο, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να πάσχουν από λέπτυνση των οστών και θα πρέπει να μιλήσουν με τον ιατρό τους σχετικά με τον έλεγχο οστεοπόρωσης.
  2. Διατηρήστε τους μυς σας δυνατούς: Οι ασκήσεις που χτίζουν τη δύναμη, την αντοχή και την ισορροπία των μυών συμβάλλουν στη μείωση του κινδύνου των καταγμάτων που προκαλούνται από το γλίστρημα, το παραπάτημα ή την πτώση. Μια μελέτη βρήκε πως η συχνή άσκηση μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο πτώσης στους ηλικιωμένους κατά 14,3%.
  3. Εξασφαλίστε επαρκή διατροφή για την υγεία των οστών: Οι γυναίκες κάτω των 50 ετών και οι άντρες κάτω των 70 ετών θα πρέπει να στοχεύουν στα 1.000 mg ασβεστίου ημερησίως, ενώ οι γυναίκες άνω των 50 ετών και οι άντρες άνω των 70 ετών θα πρέπει να στοχεύουν στα 1.200 mg ημερησίως. Η Δρ Σέλμεϊερ υπέδειξε πως η βιταμίνη D είναι απαραίτητη για την απορρόφηση του ασβεστίου. Συνιστάται η λήψη 600 IU βιταμίνης D ημερησίως πριν την ηλικία των 70 ετών και 800 IU ημερησίως μετά την ηλικία των 70 ετών. Αυτός ο συνδυασμός μπορεί να μειώσει σημαντικά την πιθανότητα κατάγματος. Επιπροσθέτως, είναι σημαντική η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών πλούσιων σε κάλιο, όπως οι μπανάνες και το σπανάκι. Προηγούμενη μελέτη της Δρος Σέλμεϊερ και των συνεργατών της βρήκε ότι το κάλιο έχει θετική επίδραση στον μεταβολισμό του ασβεστίου. Οι πρωτεΐνες επίσης βοηθούν στη διατήρηση της μυϊκής μάζας και υποστηρίζεουν την ανάπτυξη των οστών.
  4. Ελέγξτε τα φάρμακα και την όρασή σας: Αν έχετε ζαλάδες, ίλιγγο, αδυναμία ή απώλεια ισορροπίας ενώ περπατάτε, συμβουλευτείτε τον ιατρό σας για να αναθεωρήσει τα φάρμακά σας, καθώς κάποια από αυτά μπορεί να έχουν παρενέργειες που αυξάνουν τον κίνδυνο πτώσης. Επιπλέον, σιγουρευτείτε πως ελέγχετε τακτικά τα μάτια σας και αναβαθμίστε τη συνταγή των γυαλιών σας εάν κριθεί απαραίτητο, καθώς η καθαρή όραση μπορεί να αποτρέψει τις πτώσεις.
  5. Βελτιώστε την ασφάλεια του σπιτιού: Καθώς οι περισσότερες πτώσεις συμβαίνουν στο σπίτι, κάποιες απλές αλλαγές μπορούν να μειώσουν σημαντικά τον κίνδυνο. Για παράδειγμα, διατηρείτε το πάτωμα και τα σκαλιά τακτικά και σκεφτείτε μήπως τοποθετήσετε κιγκλιδώματα στις σκάλες. Χρησιμοποιείτε αντιολισθητικά πατάκια στην μπανιέρα και το δάπεδο του μπάνιου, και τοποθετήστε μπάρες στο μπάνιο και το ντους. Αφαιρέστε τα χαλιά και βελτιώστε τον φωτισμό. Επιπλέον, το να περπατάτε ξυπόλυτοι ή με κάλτσες αυξάνει τον κίνδυνο πτώσης, οπότε και για το σπίτι συνιστάται η χρήση παπουτσιών που εφαρμόζουν καλά.

Της Ellen Wan

Μετάφραση: Βλαδίμηρος Αλεξάντρωφ

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

Η επιβίωση μετά από μεταμόσχευση μπορεί να βασίζεται στο εντερικό μικροβίωμα

Ένας τρόπος για να επιμηκύνουμε την ζωή των ανθρώπων που έλαβαν μεταμόσχευση οργάνου θα μπορούσε να είναι η διευθέτηση των κακών εντερικών μικροβιακών εντυπώσεων που η νέα έρευνα δείχνει ότι συνδέεται με την μακροπρόθεσμη επιβίωσή τους.

Μελέτη που δημοσιεύθηκε στις 9 Ιουλίου στο περιοδικό BMJ, σημείωσε συγκεκριμένα μοτίβα στο εντερικό μικροβίωμα ανάμεσα σε αυτούς που πέθαναν ύστερα από μεταμόσχευση νεφρού, ήπατος, καρδιάς και πνευμόνων. Τα μικροβιακά αποτυπώματα συμπεριλάμβαναν την ποικιλία των μικροβίων, τον πλούτο των γονιδίων ανθεκτικών στα αντιβιοτικά, πώς τα αποτυπώματα συγκρίθηκαν με τους ελέγχους, καθώς και τους παράγοντες λοιμογόνου δράσης, οι οποίοι είναι μόρια σχετιζόμενα με τα βακτήρια τα οποία μπορούν να μολύνουν κύτταρα και να προκαλέσουν ασθένειες.

Αυτοί με «ανθυγιεινό»  μοτίβο εντερικού μικροβιακού αποτυπώματος βίωσαν μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου από κάθε αιτία, παρόλο που τα περισσότερα μοτίβα συνδέθηκαν με καρκίνο και λοίμωξη.

«Τα αποτελέσματά μας υποστηρίζουν τα αναδυόμενα αποδεικτικά στοιχεία πως η εντερική δυσβίωση συνδέεται με μακροπρόθεσμη επιβίωση, υποδεικνύοντας πως οι θεραπείες που στοχεύουν το εντερικό μικροβίωμα ίσως βελτιώσουν την έκβαση του ασθενή, ωστόσο η αιτιολογική σύνδεση θα πρέπει να αναγνωριστεί πρώτα», συμπέρανε η μελέτη.

Οι συγγραφείς σημείωσαν πως τα ευρήματα έχουν επίσης επιπτώσεις πέρα από την κοινότητα των μεταμοσχεύσεων οργάνων. Μελέτες έχουν δείξει πως οι μικροβιακές ανισορροπίες, που ονομάζονται δυσβιώσεις, σχετίζονται με ασθένειες όπως η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου, ο διαβήτης, ο αυτισμός και πολλές άλλες. Αυτή είναι μια μελέτη ανάμεσα σε λίγες που σύγκριναν τα δεδομένα του εντερικού μικροβιώματος με την μακροπρόθεσμη επιβίωση.

Μελέτη του 2022 στο περιοδικό Science Translational Medicine σημείωσε πως αυτοί με τελικό στάδιο ηπατική ή νεφρικής νόσου πριν και μετά την μεταμόσχευση είχαν παρόμοια ευρήματα σχετικά με το μικροβίωμα. Σημείωσε επίσης πως τα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα μετά την μεταμόσχευση συνδέθηκαν με δυσβίωση.

Επειδή η δυσβίωση είναι υψηλότερη σε αυτούς που δέχτηκαν μόσχευμα, είναι πιο εύκολο να εντοπίσουμε με ακρίβεια τα μοτίβα που σχετίζονται με το μικροβίωμα και τον θάνατο, σύμφωνα με δελτίο τύπου του BMJ σχετικά με την μελέτη.

Ερευνητές εξέτασαν τα προφίλ μικροβιώματος από 1.337 δέκτες μοσχευμάτων (766 νεφρούς 334 ήπατος, 170 πνεύμονα και 67 καρδιάς) και τα σύγκριναν με 8.208 προφίλ εντερικού μικροβιώματος από άτομα στην ίδια γεωγραφική περιοχή της βόρειας Ολλανδίας.

Σχεδόν το 60% των δεκτών μεταμόσχευσης ήταν άντρες, με μέσο όρο ηλικίας τα 57 έτη και μέσο όρο χρόνου μετά την μεταμόσχευση τα 7,5 χρόνια.

Η μελέτη ακολούθησε τους ασθενείς για 6,5 χρόνια, κατά την διάρκεια των οποίων 162 παραλήπτες πέθαναν. Οι κύριες αιτίες θανάτου ήταν η μόλυνση, η καρδιαγγειακή νόσος και ο καρκίνος. Βασικό εύρημα έδειξε όσο πιο πολύ το μοτίβο των εντερικών τους μικροβιωμάτων παρέκλινε από αυτό της ομάδας ελέγχου, τόσο πιο επιρρεπείς ήταν στο θάνατο άσχετα από το ποιο όργανο ήταν που μεταμοσχεύθηκε.

Οι ερευνητές αναγνώρισαν 23 είδη βακτηρίων που είχαν κάποια συσχέτιση με τον κίνδυνο θανάτου.

Σύμφωνα με το δελτίο τύπου:

  • «Αφθονία των τεσσάρων ειδών κλωστριδίου είχαν σχέση με θάνατο από κάθε αιτία και συγκεκριμένα της λοίμωξης», όπως επίσης και του βακτηρίου Hungatella [sic] hathewayi και του Veillonella parvula.
  • Υψηλοί αριθμοί του βακτηρίου Ruminococcus gnavus, όπως επίσης και μικροί αριθμοί του βακτηρίου Germigger [sic] formicilis, του Firmicutes bacterium CAG 83, του Eubacterium hallii και του Faecalibacterium prausnitzi [sic] συνδέθηκαν με θάνατο από οποιαδήποτε αιτία και με καρκίνο.

Τα τελευταία τέσσερα είδη παράγουν βουτυρικό οξύ, ένα λιπαρό οξύ βραχείας αλυσίδας που παίζει ρόλο στην καταπολέμηση της φλεγμονής και στην διατήρηση της ακεραιότητας του τοιχώματος του εντέρου.

 

Από την Amy Denney

Εσφαλμένη η πεποίθηση ότι η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ βοηθά στην μακροζωία

Ενδεχομένως να έχουμε ακούσει όλοι πως ένα ποτήρι κρασί μπορεί οδηγήσει σε μεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Παρόλο που μπορεί να έχουμε αγκαλιάσει με ενθουσιασμό αυτή την συμβατική σοφία, νέα συστηματική αναθεώρηση και μέτα-ανάλυση υποδηλώνει ότι ίσως να βασίζεται σε εσφαλμένη επιστήμη.

Τα ευρήματα εμφανίστηκαν στο Περιοδικό Μελετών για το Αλκοόλ και τα Ναρκωτικά (Journal of Studies on Alcohol and Drugs).

Για χρόνια, αναρίθμητες μελέτες έχουν υποδείξει ότι όσοι πίνουν με μέτρο τείνουν να ζουν περισσότερο και έχουν χαμηλότερο κίνδυνο καρδιακής νόσου και άλλων χρόνιων παθήσεων σε σχέση με αυτούς που δεν πίνουν, όπως δηλώνει το δελτίο τύπου. Αυτό οδήγησε σε μια κοινή πεποίθηση πως η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ είναι ωφέλιμη για την υγεία. Ωστόσο, δεν υποστηρίζουν όλες οι έρευνες αυτή την αισιόδοξη άποψη, και η νέα ανάλυση εξηγεί το γιατί.

Ο επικεφαλής ερευνητής της μελέτης, Τιμ Στόκγουελ, είναι επιστήμονας που συνεργάζεται με το Καναδικό Ινστιτούτο για την Έρευνα της Χρήσης των Ουσιών (Canadian Institute for Substance Use Research) στο Πανεπιστήμιο της Βικτόρια. Έλαβε το διδακτορικό του στο Ινστιτούτο Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.

Ο κ. Στόκγουελ μίλησε στους Epoch Times, εξηγώντας πως οι προηγούμενες μελέτες οι οποίες βρήκαν πως η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ θα μπορούσε να ωφελήσει την υγεία είχαν λάθη στον θεμελιώδη σχεδιασμό τους.

«Υπάρχει ένα πολύ βασικό πράγμα με αυτές τις μελέτες που περιλαμβάνει την σύγκριση αυτών που πίνουν με αυτούς που δεν πίνουν», είπε.

Το πρόβλημα

Ο κ. Στόκγουελ εξήγησε πως ένα πρόβλημα που είχαν οι προηγούμενες μελέτες είναι ότι τυπικά εστιάζουν στους ηλικιωμένους ενήλικες χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν τις συνήθειες κατανάλωσης αλκοόλ καθ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Ως αποτέλεσμα, οι μέτριοι χρήστες αλκοόλ συγκρίνονται με ομάδες που χαρακτηρίζονται ως «μη χρήστες» και «περιστασιακοί χρήστες».

Ωστόσο, αυτές οι ομάδες σύγκρισης περιλαμβάνουν ηλικιωμένους ενήλικες οι οποίοι σταμάτησαν ή μείωσαν την κατανάλωση του αλκοόλ λόγω διαφόρων θεμάτων υγείας. Αυτό σημαίνει πως οι «μη χρήστες» και οι «περιστασιακοί χρήστες» δεν ήταν κατά ανάγκη άτομα που δεν ήπιαν ποτέ ή έπιναν σπάνια αλλά άτομα που πιθανόν να χρειάστηκε να σταματήσουν να πίνουν επειδή ήδη είχαν προβλήματα υγείας. Αυτή η εσφαλμένη σύγκριση έκανε τους μέτριους χρήστες να φαίνονται πιο υγιείς.

«Η πιο εύλογη εξήγηση είναι ότι τα άτομα που συνεχίζουν να πίνουν – πίνουν επειδή είναι υγιείς. Δεν είναι υγιείς επειδή πίνουν», είπε ο κ. Στόκγουελ.

Το πάει ένα βήμα παραπέρα, εξηγώντας γιατί η μελέτη της κατανάλωσης αλκοόλ είναι τόσο περίπλοκη.

«Για την πλειοψηφία της εργασιακής μου ζωής, διεξάγω έρευνα σχετικά με το αλκοόλ. Είναι το πεδίο ενδιαφέροντος μου, και η ψυχολογία είναι το υπόβαθρο μου. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ το πως μετράμε το ποτό, και γνωρίζω πόσο περίπλοκο είναι να κάνεις αλλαγές κατά την διάρκεια της ζωής. Αυτές οι μεγάλες μελέτες κοιτάζουν για εκατό παράγοντες κινδύνου για την κακή υγεία, και έχουν μονάχα μία ή δύο ερωτήσεις για το αλκοόλ. Επομένως είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουμε αυτές τις μικροδιαφορές», είπε.

«Κάνουμε μεγάλη προσπάθεια να λύσουμε μερικά από αυτά τα προβλήματα κατά την διαδικασία του σχεδιασμού και της μέτρησης.»

 

Η ανάλυση

Ο κ. Στόκγουελ και η ομάδα του εξέτασαν 107 διαχρονικές μελέτες που παρακολουθούσαν άτομα κατά καιρούς για να εξερευνήσουν τον συσχετισμό μεταξύ των συνηθειών κατανάλωσης αλκοόλ και την διάρκειας της ζωής τους. Οι ερευνητές ανέλυσαν 4.838.825 άτομα, και βρήκαν 724 εκτιμήσεις σχετικά με τον συσχετισμό μεταξύ κατανάλωσης αλκοόλ και γενικής θνησιμότητας και 425.564 καταγεγραμμένους θανάτους.

Όταν συγκέντρωσαν τα δεδομένα, αρχικά φάνηκε πως οι ελαφριοί έως μέτριοι χρήστες (αυτοί που έπιναν από ένα ποτό την εβδομάδα έως δύο ποτά την ημέρα) είναι 14% χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου κατά την διάρκεια της περιόδου μελέτης σε σχέση με τους μη χρήστες.

Ωστόσο, όταν οι ερευνητές έσκαψαν λίγο πιο βαθειά, βρήκαν μερικές μελέτες «υψηλής ποιότητας» με διαφορετικά κριτήρια ένταξης που φαίνονταν να κάνουν όλη την διαφορά. Αυτές οι μελέτες περιελάμβαναν άτομα που ήταν νεαρά (κατά μέσο όρο μικρότερα των 55 ετών) και σιγουρεύτηκαν πως αυτοί που έπιναν παλαιότερα ή ήταν περιστασιακοί χρήστες δεν συμπεριλήφθηκαν με τον χαρακτηρισμό του «μη χρήστη». Αυτές οι μελέτες συμπέραναν πως η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ δεν οδηγούσε σε μακροζωία.

Οι πιο «αδύναμες μελέτες» – αυτές που περιελάμβαναν ηλικιωμένους συμμετέχοντες και δεν έκαναν τον διαχωρισμό μεταξύ αυτών που έπιναν παλαιότερα και αυτών που δεν είχαν πιει ποτέ – είναι αυτές που έκαναν τον συσχετισμό μεταξύ μέτρια κατανάλωσης και οφελών για την υγεία.

 

Το «Γαλλικό παράδοξο»

Η ιδέα πως η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ είναι καλή για εμάς υπάρχει εδώ και δεκαετίες. Ένα παράδειγμα είναι το «Γαλλικό παράδοξο», το οποίο έγινε διάσημο την δεκαετία του 90, ισχυριζόμενο πως οι Γάλλοι είναι πιο υγιείς και έχουν χαμηλότερες περιπτώσεις καρδιακής νόσου παρά την δίαιτα υψηλών λιπαρών λόγω την συχνής κατανάλωσης κρασιού.

Ο κ. Στόκγουελ λέει πως αυτό έχει να κάνει με ένα επεισόδιο της σειράς «60 Minutes» που μεταδόθηκε στις αρχές του 1990 που εξερευνούσε την αιτία που οι Γάλλοι είχαν τόσο χαμηλές περιπτώσεις καρδιακής νόσου και σχεδόν καθόλου παχυσαρκία παρά την δίαιτα τους που αποτελούνταν από πλούσια, λιπαρά γεύματα και καθημερινή κατανάλωση κρασιού. Από τότε, η ιδέα διαμορφώθηκε και έγινε κομμάτι της κυρίαρχης συνείδησης.

«Έχω ταξιδέψει αρκετά στην ζωή μου, και συχνά, το ζήτημα αναδύεται. Σχεδόν παντού στον πλανήτη, αυτή η ιδέα έχει κυριαρχήσει πως η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ είναι υγιής, ειδικά η κατανάλωση κόκκινου κρασιού […] Δεν υπήρχε το διαδίκτυο εκείνη την εποχή, αλλά η ιδέα διαδόθηκε ευρέως», είπε.

 

Οι συνέπειες της κατανάλωσης αλκοόλ στην υγεία

Όταν ερωτήθηκε για μερικές από τις πιο σημαντικές ζημιές της κατανάλωσης αλκοόλ, ο κ. Στόκγουελ είπε στους Epoch Times πως υπάρχει έλλειψη επίγνωσης των κινδύνων. Λέει πως ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους είναι ο καρκίνος και ο κίνδυνος μπορεί να μεγαλώσει ακόμα και με χαμηλά επίπεδα κατανάλωσης – όπως για παράδειγμα ένα ποτό την ημέρα.

«Αν η θεωρία μας είναι σωστή – πως τα οφέλη στην υγεία είναι υπερβολικά επειδή οι χρήστες συγκρίνονται με μη υγιείς μη χρήστες– τότε αυτή η κριτική εφαρμόζεται επίσης και στην υπόλοιπη επιδημιολογία του αλκοόλ. Αν κοιτάξει κανείς την κίρρωση του ήπατος, τον καρκίνο και οποιαδήποτε από αυτά τα άλλα πράγματα που υποτίθεται ότι δεν έχουν ωφέλιμη επίδραση, και πάλι σημαίνει πως συγκρίνεις τους κινδύνους για τους χρήστες με μια πολύ ανθυγιεινή ομάδα ατόμων. Επομένως, είναι πολύ πιθανό να έχουν υποτιμήσει σε μεγάλο βαθμό την επίδραση του αλκοόλ στην υγεία.»

 

Της Emma Suttie, D.Ac, AP

Ζάχαρη και καρκίνος του παγκρέατος

Ο παγκρεατικός καρκίνος, μερικές φορές επονομαζόμενος και «βασιλιάς των καρκίνων» λόγω της κακοήθειάς του, θέτει προκλήσεις τόσο στην πρόωρη ανίχνευση του όσο και στην αντιμετώπιση του τελικού σταδίου του. Η κατανόηση των αιτίων και των προειδοποιητικών συμπτωμάτων του μάς βοηθά να λάβουμε κατάλληλα προληπτικά μέτρα. Ο Ρονγκ Σου, διευθυντής της κλινικής Ρονγκ TCM στο Ηνωμένο Βασίλειο και έμπειρος θεράπων της παραδοσιακής κινέζικης ιατρικής (ΠΚΙ) με πάνω από 30 χρόνια εμπειρίας, επισημαίνει τις αιτίες, τα πρώιμα συμπτώματα και τις πιο αποτελεσματικές στρατηγικές πρόληψης για τον καρκίνο του παγκρέατος στο πρόγραμμα των Epoch Times «Health 1+1».

Ο διπλός ρόλος του παγκρέατος

Στη δυτική ιατρική, το πάγκρεας αναγνωρίζεται ως πεπτικό και ενδοκρινικό όργανο. Ως πεπτικό όργανο, εκκρίνει διάφορα ένζυμα για τη διάσπαση των πρωτεϊνών, των λιπών και των υδατανθράκων των τροφών. Ως ενδοκρινές όργανο, παράγει την ινσουλίνη και τη γλυκαγόνη για τη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα, διατηρώντας τα στα επίπεδα που πρέπει για την εύρυθμη λειτουργία των σημαντικότερων οργάνων του σώματος.

Ο κος Ρονγκ τονίζει πως, από την οπτική της ΠΚΙ, το πάγκρεας θεωρείται μέρος του συστήματος του σπλήνα, το οποίο περιλαμβάνει το πάγκρεας, το ήπαρ, τη χοληδόχο κύστη, τον σπλήνα, το στομάχι και τα έντερα. Το σύστημα αυτό είναι υπεύθυνο για την πέψη, την απορρόφηση, τη μεταμόρφωση και τη μεταφορά των θρεπτικών συστατικών από την τροφή, παρέχοντας ενέργεια στους διάφορους ιστούς και συστήματα στο σώμα.

Ζάχαρη και καρκίνος του παγκρέατος

Στο αρχαίο κινέζικο ιατρικό έγγραφο «Κλασική Εσωτερική Ιατρική του Κίτρινου Αυτοκράτορα» ή «Huangdi Neijing», αναφέρεται πως ο σπλήνας αντιστοιχεί στη γλυκύτητα. Ο κος Ρονγκ εξηγεί πως, ενώ μια μικρή ποσότητα γλυκύτητας τρέφει τον σπλήνα, η υπερβολική γλυκύτητα αποβαίνει ζημιογόνος. Η ζάχαρη βρίσκεται στις επεξεργασμένες γλυκές τροφές. Η υπερβολική κατανάλωση υψηλά επεξεργασμένων γλυκών τροφών για μεγάλο χρονικό διάστημα μπορεί να οδηγήσει σε χρόνια βλάβη του σπλήνα, με πιθανό αποτέλεσμα τις καρκινικές αλλοιώσεις.

Αναρίθμητες μελέτες έχουν επιβεβαιώσει τη στενή σχέση μεταξύ ζάχαρης και καρκίνου του παγκρέατος. Μελέτη του 2019, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Cell Metabolism, βρήκε πως τα αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα πυροδότησαν μεταβολικές ανισορροπίες στα ποντίκια, οδηγώντας σε καρκίνο του παγκρέατος.

Μια άλλη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Cell Reports το 2020, ύστερα από παρακολούθηση σχεδόν 500.000 Ευρωπαίων για περισσότερα από 20 χρόνια, έδειξε πως μία υψηλή σε σάκχαρα δίαιτα αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου του παγκρέατος σε κάποια άτομα και προωθεί την ανάπτυξη και τη διάδοση όγκων.

Προκλήσεις στον εντοπισμό και την αντιμετώπιση

Ο κος Ρονγκ εξηγεί πως η δυσκολία στον εντοπισμό του καρκίνου του παγκρέατος στα πρώιμα στάδιά του έγκειται στη θέση του παγκρέατος. Συχνά αναφερόμενο ως «κρυφό όργανο», το πάγκρεας βρίσκεται πίσω από αρκετά άλλα όργανα. Αυτή η θέση καθιστά σχεδόν αδύνατο για τους ιατρούς να το ψηλαφίσουν κατά την εξέταση, και ακόμα και με υπερήχους, η καθαρή απεικόνιση του παγκρέατος αποτελεί πρόκληση.

Επιπλέον, όταν αρχίζουν να σχηματίζονται και να μεγαλώνουν όγκοι στο πάγκρεας, τυπικά δεν προκαλούν εμφανή συμπτώματα. Ακόμα και αν εμφανιστούν συμπτώματα, σπάνια αναγνωρίζονται ως σχετικά με παγκρεατικά ζητήματα, καθιστώντας την πρώιμη ανίχνευση απίθανη. Συνήθως, μόνο όταν τα καρκινικά κύτταρα έχουν κάνει μετάσταση σε άλλα όργανα τα συμπτώματα γίνονται εμφανή.

Σύμφωνα με τον Λίμορ Άππελμπαουμ, εκπαιδευτή της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ και ακτινοθεραπευτή ογκολόγο, «περίπου το 80% με 85% των ασθενών με καρκίνο του παγκρέατος διαγιγνώσκονται σε προχωρημένο, μη ιάσιμο στάδιο.»

Στα τέλη του 2023, ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ και του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (Massachusetts Institute of Technology – MIT) ανέπτυξαν μαζί ένα νέο μοντέλο ανίχνευσης του καρκίνου του παγκρέατος με την ονομασία PRISM, το οποίο μπορεί να ανιχνεύσει το 35% των αδενοκαρκινωμάτων του παγκρεατικού πόρου, του πιο κοινού τύπου καρκίνου του παγκρέατος, συγκριτικά με το 10% των συμβατικών εξετάσεων.

Περιορισμένες επιλογές αντιμετώπισης

Τα κύτταρα του καρκίνου του παγκρέατος είναι επιθετικά και ανθεκτικά σε πολλά επίπεδα θεραπειών, καθιστώντας την πλήρη θεραπεία πολύ δύσκολη. Σύμφωνα με την Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρία, το πενταετές σχετικό ποσοστό επιβίωσης για τον καρκίνο του παγκρέατος είναι μόλις 13%.

Οι επιλογές αντιμετώπισης του καρκίνου του παγκρέατος παραμένουν περιορισμένες. Η κύρια χειρουργική αντιμετώπιση είναι η παγκρεατοδωδεκαδακτυλεκτομή, αλλά λιγότερο από το 20% των ασθενών με καρκίνο του παγκρέατος πληρούν τις προϋποθέσεις για αυτή την επέμβαση.

Εκτός της επέμβασης, οι επιλογές αντιμετώπισης του καρκίνου του παγκρέατος περιλαμβάνουν τη χημειοθεραπεία, την ακτινοθεραπεία, τη στοχευμένη θεραπεία με φάρμακα και την ανοσοθεραπεία. Ωστόσο, αυτές οι μέθοδοι είναι γενικά αναποτελεσματικές στη θεραπεία του καρκίνου του παγκρέατος και, επιπλέον, μπορεί να προκαλέσουν σημαντικές βλάβες στον οργανισμό του ασθενούς.

Η ΠΚΙ ως επιπρόσθετος τρόπος αντιμετώπισης

Ο κος Ρονγκ διηγήθηκε μια πρόσφατη περίπτωση αντιμετώπισης καρκίνου του παγκρέατος ενός ασθενή. Ένας ασθενής τελικού σταδίου υποβλήθηκε σε πέντε μήνες χημειοθεραπείας χωρίς βελτίωση. Όταν ήρθε στην κλινική για έλεγχο, είχε χάσει όλα τα μαλλιά του, το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο από τον πόνο και το στομάχι πρησμένο σαν μπαλόνι. Ύστερα από θεραπεία με βελονισμό, τα συμπτώματα του ασθενή βελτιώθηκαν σημαντικά, όπως επίσης και η συναισθηματική του κατάσταση.

Ο κος Ρονγκ δήλωσε πως η παρέμβαση με ΠΚΙ μπορεί να ανακουφίσει τα συμπτώματα του καρκίνου του παγκρέατος, να μειώσει σημαντικά τον πόνο και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής σε ασθενείς στα τελευταία στάδια. Επιδεικνύει, επίσης, κάποιες δυνατότητες καταστολής της διάδοσης των καρκινικών κυττάρων ή ακόμη και επούλωσης. Οι ασθενείς μπορούν να λάβουν υπ’ όψιν την ΠΚΙ ως μια εναλλακτική θεραπεία ή να επιλέξουν έναν συνδυασμό Δυτικής ιατρικής και ΠΚΙ για την αντιμετώπιση του καρκίνου του παγκρέατος.

Πρώιμα συμπτώματα

Ο κος Ρονγκ επισημαίνει πως ορισμένοι ασθενείς με καρκίνο του παγκρέατος δεν έχουν καθόλου συμπτώματα, ενώ άλλοι μόνο λίγα, τα οποία συχνά παραβλέπονται, όπως:

  • Πρήξιμο και ενόχληση στην άνω κοιλιακή χώρα
  • Φαγούρα στο δέρμα
  • Ανεξήγητα απότομη αύξηση των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα ή ξαφνική αναποτελεσματικότητα των φαρμάκων του διαβήτη
  • Πόνο χαμηλά στην πλάτη, ειδικά στο επίπεδο του ομφαλού, άσχετο με νεφρική νόσο ή τραυματισμό
  • Κιτρίνισμα στα μάτια και στο δέρμα (ίκτερος)

Παράγοντες κινδύνου

Παρόλο που η ακριβής αιτία οποιουδήποτε καρκίνου είναι άγνωστη, οι ακόλουθοι αποτελούν παράγοντες κινδύνου που ενδεχομένως επηρεάζουν την ανάπτυξη του καρκίνου του παγκρέατος:

  • Υψηλό στρες, κατάθλιψη και άγχος: Μελέτη έδειξε ότι η κατάθλιψη μπορεί να είναι πρόδρομος του καρκίνου του παγκρέατος, με τους μισούς από τους ασθενείς με καρκίνο του παγκρέατος να εκδηλώνουν ψυχιατρικά συμπτώματα 43 μήνες προτού εμφανιστούν τα σωματικά συμπτώματα.
  • Ανθυγιεινός τρόπος ζωής: Ανεξέλεγκτη διατροφή και ακανόνιστες ώρες ύπνου.
  • Μη ισορροπημένη δίαιτα: Ανθυγιεινή διατροφή χωρίς ποικιλία, όπως υπερβολική κατανάλωση κρέατος και ελάχιστα φρούτα και λαχανικά.
  • Κακές συνήθειες: Κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλ, κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας καφέ και συχνή κατανάλωση καψαλισμένων τροφών.
  • Υποκείμενοι υγειονομικοί παράγοντες: Ο διαβήτης είναι γνωστός παράγοντας κινδύνου για τον καρκίνο του παγκρέατος.
  • Παγκρεατίτιδα: Χρόνια φλεγμονή του παγκρέατος μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη καρκίνου, και οι καλοήθεις όγκοι μπορεί να γίνουν κακοήθεις.
  • Γονίδια: Ο καρκίνος του παγκρέατος έχει ένα συγκεκριμένο ποσοστό οικογενειακής κληρονομικότητας.

Προληπτικά μέτρα

Ο κος Ρονγκ τονίζει πως, προκειμένου να αποτραπεί η ανάπτυξη καρκίνου του παγκρέατος, είναι απαραίτητο να ρυθμίσουμε τον τρόπο ζωής μας, εισάγοντας υγιεινές συνήθειες στην καθημερινότητά μας, όπως:

  • Μειώστε την πρόσληψη τροφών με σάκχαρα: Αντιθέτως, προτιμήστε τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες, καθώς και οργανικές τροφές, ξηρούς καρπούς και όσπρια. Για παράδειγμα, ενσωματώστε βραστά ή ελαφρώς ψημένα ψάρια, κοτόπουλο, αυγά, βρώμη, καλαμπόκι, κεχρί και σίκαλη στη διατροφή σας.
  • Καταναλώστε ποικιλία λαχανικών και φρούτων: Τα λαχανικά και τα φρούτα είναι πλούσια σε αντιοξειδωτικά, τα οποία καταπολεμούν το οξειδωτικό στρες και τη χρόνια φλεγμονή, μειώνοντας τις πιθανότητες ανάπτυξης καρκίνου.
  • Αυξήστε την πρόσληψη υγιεινών λιπαρών: Έρευνες έχουν δείξει πως η κατανάλωση ελαιόλαδου μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου.
  • Συχνή άσκηση: Η σωματική δραστηριότητα μπορεί να ενδυναμώσει το ανοσοποιητικό σύστημα και να μειώσει την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου.
  • Διαχειριστείτε το στρες και διατηρήστε μια θετική νοοτροπία: Η κατάθλιψη ενδεχομένως συνδέεται με τον καρκίνο του παγκρέατος. Είναι απαραίτητο να διαχειρίζεστε ενεργά το στρες και να ενσωματώσετε ασκήσεις χαλάρωσης στην καθημερινή σας ρουτίνα.

Των Sham Lam και JoJo Novaes

Μετάφραση: Βλαδίμηρος Αλεξάντρωφ

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

 

Σύνδρομο χρόνιας κόπωσης: εξίσου πιθανό ύστερα από COVID ή οποιαδήποτε άλλη λοίμωξη

Οι πιθανότητες να αναπτύξουν οι άνθρωποι σύνδρομο χρόνιας κόπωσης ύστερα από COVID-19 ή οποιαδήποτε άλλη λοίμωξη, είναι περίπου οι ίδιες σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη.

«Ο COVID-19 μπορεί να προκαλέσει ΜΕ/ΣΧΚ (μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα ή αλλιώς σύνδρομο χρόνιας κόπωσης), αλλά υπάρχουν και άλλες λοιμώδεις ασθένειες που επίσης οδηγούν σε ΜΕ/ΣΧΚ», είπε στους Epoch Times η Δρ Μπεθ Ούνγκερ, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης στα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ.

Η νέα μελέτη βρήκε πως 2% – 3% πρώην ασθενών COVID ανέπτυξαν συμπτώματα ΜΕ/ΣΧΚ, που συχνά συνδέονται με το σύνδρομο χρόνιου COVID, έναν χρόνο αφού κόλλησαν COVID-19. Το ποσοστό αυτό βρίσκεται πολύ κοντά στο 3% – 4% των ατόμων που ανέφεραν συμπτώματα ΜΕ/ΣΧΚ μετά από ασθένειες άσχετες με τον COVID.

Η ΜΕ/ΣΧΚ είναι μια κατάσταση χρόνιας κόπωσης η οποία χαρακτηρίζεται από μια σειρά συμπτωμάτων, που περιλαμβάνουν χρόνια κόπωση, προβλήματα ύπνου, ομίχλη εγκεφάλου, αδιαθεσία μετά την άσκηση και πολλά άλλα.

«Αν και τα ποσοστά συχνότητας εμφάνισης ασθενειών σαν τη ΜΕ/ΣΧΚ ύστερα από νόσηση με COVID μπορεί να θεωρούνται χαμηλά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν πόσα εκατομμύρια άτομα πέρασαν COVID-19, αυτό υποδηλώνει πως ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός ατόμων μπορεί να πάσχει από ΜΕ/ΣΧΚ», είπε στους Epoch Times η Δρ Τζόαν Έλμορ, επικεφαλής συν-συγγραφέας και καθηγήτρια ιατρικής στο τμήμα της γενικής εσωτερικής ιατρικής και έρευνας υπηρεσιών υγείας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (UCLA).

Η μελέτη διεξήχθη από ερευνητές από το CDC και το UCLA.

Παρόμοια ποσοστά 

Η μελέτη, που δημοσιοποιήθηκε στο JAMA Network Open, είναι μία από τις πολλές που υποδηλώνουν πως η συχνότητα εμφάνισης της ΜΕ/ΣΧΚ ύστερα από COVID-19 ίσως να είναι μικρότερη από ό,τι νόμιζαν προηγουμένως.

Η μελέτη παρακολούθησε περισσότερα από 4.700 άτομα για 12 μήνες, με συνολική διάρκεια από τον Δεκέμβριο του 2020 έως τον Αύγουστο του 2022.

Oι συμμετέχοντες εξετάζονταν κάθε τρεις μήνες σχετικά με τα συμπτώματα τους. Οι ερευνητές ακολούθησαν τα κριτήρια του Ινστιτούτου Ιατρικής του 2015 σχετικά με τη ΜΕ/ΣΧΚ για να καθορίσουν εάν οι συμμετέχοντες έχουν όντως σύνδρομο χρόνιας κόπωσης βασισμένοι στα συμπτώματα που ανέφεραν.

Κάποια από τα κριτήρια περιελάμβαναν μειωμένα επίπεδα δραστηριότητας για πάνω από έξι μήνες, κόπωση, ύπνο που δεν έφερνε ξεκούραση και αδιαθεσία μετά την άσκηση.

Από το σύνολο των συμμετεχόντων που μελετήθηκαν και οι οποίοι ανέπτυξαν συμπτώματα σαν αυτά του COVID, περίπου οι μισοί βγήκαν θετικοί στον COVID-19 και θεωρήθηκαν μολυσμένοι.

Τρεις μήνες μετά τη λοίμωξη, πάνω από το 3% και των δύο ομάδων, τόσο αυτών που ήταν θετικοί στον COVID-19  όσο και αυτών που ήταν αρνητικοί, ανέφεραν πως βίωσαν ασθένεια παρόμοια με τη ΜΕ/ΣΧΚ.

Μετά από επανεξέταση, μέσα σε 12 μήνες μετά από την αρχική λοίμωξη, το 2,8% με 3,7% της ομάδας που ήταν θετικοί στον COVID-19 ανέφεραν συμπτώματα παρόμοια με τη ΜΕ/ΣΧΚ, ενώ το 3,1% με 4,5% της ομάδας που ήταν αρνητικοί στον COVID-19 ανέφεραν παρόμοια συμπτώματα.

Αντικρουόμενα ευρήματα;

Προηγούμενες έρευνες υποδηλώνουν πως περίπου το 10% των ατόμων που νοσούν με COVID-19 θα αναπτύξουν σύνδρομο χρόνιου COVID, μια κατάσταση που έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τη ΜΕ/ΣΧΚ.

Η Λώρεν Γουίσκ, μια από τις επικεφαλής συν-συγγραφέας, τόνισε πως τα ευρήματα της  συγκεκριμένης μελέτης δεν αντικρούουν παλαιότερα συμπεράσματα.

«Δεν σχολιάζουμε συγκεκριμένα την επικράτηση του συνδρόμου χρόνιου COVID εδώ, αλλά μια ξεχωριστή κατάσταση η οποία έχει ξεκάθαρα κλινικά κριτήρια για τη διάγνωσή της», είπε στους Epoch Times. «Νομίζω πως υπάρχουν πολλά χαρακτηριστικά που επικαλύπτονται μεταξύ των δύο ομάδων, αλλά δεν νομίζω πως μπορούμε να πούμε κάτι ουσιαστικό από αυτές τις εκτιμήσεις σχετικά με την επικράτηση του συνδρόμου χρόνιου COVID.»

Πρόσθεσε πως ο υπάρχων ασαφής ορισμός του συνδρόμου χρόνιου COVID είναι βασικός παράγοντας στη δυσκολία της εκτίμησης της επικράτησης του συνδρόμου αυτού.

Παλαιότερη μελέτη του CDC, η οποία δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2024 και η οποία εκτίμησε τα ηλεκτρονικά δεδομένα υγείας περισσότερων από 4.500 ασθενών με COVID-19, βρήκε μια σημαντική αύξηση στη χρόνια κόπωση μετά τη λοίμωξη.

Η μελέτη έδειξε πως τα άτομα που κόλλησαν COVID-19 είχαν 68% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν κόπωση και 330% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν χρόνια κόπωση, σε σχέση με αυτούς που δεν κόλλησαν.

Η Δρ Έλμορ είπε πως η προηγούμενη μελέτη διαφέρει από τη νέα στο ότι βασίστηκε στα ηλεκτρονικά αρχεία υγείας.

Η Δρ Ούνγκερ εξήγησε με παρόμοιο τρόπο τις διαφορές, προσθέτοντας πως οι δύο μελέτες δεν είναι συγκρίσιμες επειδή η προηγούμενη εξέτασε μονάχα τον ρυθμό κόπωσης και τα συμπτώματα της χρόνιας κόπωσης. Αντιθέτως, η παρούσα μελέτη ερεύνησε την επικράτηση της διάγνωσης ΜΕ/ΣΧΚ ύστερα από COVID-19.

«Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η ‘κόπωση’ και η ‘χρόνια κόπωση’ είναι διαφορετικές από τη ΜΕ/ΣΧΚ. Για να διαγνωστεί κάποιος με ΜΕ/ΣΧΚ, το άτομο πρέπει να έχει μια ασθένεια που επηρεάζει πολλά συστήματα του σώματος… Τα συμπτώματα της ΜΕ/ΣΧΚ είναι κάτι παραπάνω από το να ‘νιώθει κάποιος κουρασμένος’, το οποίο είναι αυτό στο οποίο αναφέρεται η κόπωση και η χρόνια κόπωση», τόνισε η Δρ Ούνγκερ.

Οι συγγραφείς έγραψαν στη μελέτη τους πως η ΜΕ/ΣΧΚ μπορεί να παραληφθεί στην κλινική διάγνωση, καθιστώντας τα ηλεκτρονικά αρχεία υγείας πιθανώς αναξιόπιστα. Ωστόσο, σημείωσαν επίσης πως η έρευνά τους ίσως να υποτιμά τη συχνότητα εμφάνισης της κατάστασης σε ασθενείς που κόλλησαν COVID-19, καθώς ορισμένοι δεν αναφέρουν τα σωστά συμπτώματα, ενώ άλλοι μπορεί να βγουν αρνητικοί στη νόσο.

Η Δρ Έλμορ είπε πως δεν αποκλείεται τα μελλοντικά δεδομένα να αντικρούσουν τα τωρινά.

«Πιθανόν να υπάρξει μεταβλητότητα στους μελλοντικούς ρυθμούς συχνότητας εμφάνισης λόγω διαφορών στον πληθυσμό της μελέτης και τα είδη των δεδομένων που χρησιμοποιούνται για να καθορίσουν τη ΜΕ/ΣΧΚ [μετά από COVID-19]», είπε στους Epoch Times.

Της Marina Zhang

Μετάφραση: Βλαδίμηρος Αλεξάντρωφ

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

 

Φυτοφάρμακα και κάπνισμα οι βασικοί υπαίτιοι για την αύξηση εμφάνισης ορισμένων μορφών καρκίνου

Μια πληθώρα βιβλιογραφίας δείχνει συνδέσεις μεταξύ της χρήσης φυτοφαρμάκων και του αυξημένου κινδύνου εμφάνισης διαφόρων τύπων καρκίνου. Ωστόσο, σε αντίθεση με το κάπνισμα, η έκθεση των περισσότερων ανθρώπων σε αυτές τις επιβλαβείς τοξίνες είναι πολύ μικρή για να αποτελέσει απειλή, γεγονός που μπορεί να εξηγεί γιατί πολλοί φαίνονται να ανησυχούν λιγότερο.

Ωστόσο, μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο διαπίστωσε ότι τα φυτοφάρμακα ευθύνονται όσο και το κάπνισμα για την εμφάνιση καρκίνου, ιδίως σε κοινότητες με μεγάλη γεωργική παραγωγή.

«Εάν ζείτε σε μια κοινότητα με υψηλή έκθεση, υφίστασθε τις ίδιες βλαβερές συνέπειες με το κάπνισμα», δήλωσε ο Αϊσέιν Ζαπάτα, αντίστοιχος συγγραφέας της μελέτης και αναπληρωτής καθηγητής στο Κολέγιο Οστεοπαθητικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Rocky Vista στο Κολοράντο.

Χρήση φυτοφαρμάκων και υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου

Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Frontiers in Cancer Control and Society, ανέλυσε εθνικά δεδομένα σε όλες τις πολιτείες των ΗΠΑ και 3.143 κομητείες για να προσδιορίσει την επίδραση των διαφορετικών προτύπων χρήσης φυτοφαρμάκων στα ποσοστά καρκίνου και τη συνέκρινε με το κάπνισμα, έναν γνωστό παράγοντα κινδύνου για καρκίνο.

Δεδομένου ότι οι άνθρωποι συχνά δεν εκτίθενται σε ένα μόνο φυτοφάρμακο αλλά σε ένα «κοκτέιλ» διαφόρων χημικών ουσιών, οι ερευνητές δημιούργησαν διαφορετικά προφίλ του τρόπου χρήσης των φυτοφαρμάκων στη γεωργία σε διάφορες κομητείες αντί να εξετάσουν κάθε φυτοφάρμακο ξεχωριστά. Στη συνέχεια εξέτασαν αυτά τα προφίλ σε σχέση με τα ποσοστά καρκίνου.

Η μελέτη εντόπισε τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα φυτοφάρμακα σε νομούς με μοτίβα χρήσης που συνδέονται με τα υψηλότερα ποσοστά καρκίνου. Για παράδειγμα, η ατραζίνη, που χρησιμοποιείται ευρέως για την εξόντωση ζιζανίων σε καλλιέργειες όπως το καλαμπόκι, το ζαχαροκάλαμο και το σόργο, συνδέθηκε με υψηλότερα ποσοστά καρκίνου του παχέος εντέρου. Η γλυφοσάτη, από την άλλη πλευρά, συνδέθηκε με υψηλότερα ποσοστά καρκίνου του παχέος εντέρου, του παγκρέατος και όλων των καρκίνων γενικά.

Παρόλο που φυτοφάρμακα όπως η κυπροδινίλη, τα οποία χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο μιας σειράς μυκητολογικών ασθενειών, δεν έχουν ερευνηθεί τόσο ευρέως για τον κίνδυνο καρκίνου σε σύγκριση με την ατραζίνη και άλλα εκτενώς μελετημένα φυτοφάρμακα, βρέθηκε ότι και αυτά συνδέονται με υψηλά ποσοστά καρκίνου. Για παράδειγμα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η κυπροδινίλη σχετίζεται με τη λευχαιμία.

Ωστόσο, ο κ. Ζαπάτα, ο οποίος έχει διδακτορικό στην εφαρμοσμένη στατιστική, προειδοποίησε κατά της ερμηνείας του όρου «κορυφαίο» ως «χειρότερο». Είπε ότι το τι θεωρείται το χειρότερο εξαρτάται από το πόσο φυτοφάρμακο χρησιμοποιείται και γιατί. Ενώ η μελέτη δείχνει τα βασικά φυτοφάρμακα, ο αντίκτυπός τους ποικίλλει ανάλογα με τις γεωργικές πρακτικές της περιοχής. «Μια περιοχή που καλλιεργεί καλαμπόκι θα χρησιμοποιήσει διαφορετικές χημικές ουσίες από μια που καλλιεργεί πορτοκάλια. Η ‘χειρότερη’ ένωση σε μια περιοχή μπορεί να μην είναι σχετική σε μια άλλη», δήλωσε ο κ. Ζαπάτα στους Epoch Times.

Υψηλότερος κίνδυνος από τα φυτοφάρμακα από ό,τι το κάπνισμα

Σε περιοχές με έντονη γεωργική παραγωγή, οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι η έκθεση σε φυτοφάρμακα παρουσίαζε μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης ορισμένων καρκίνων -ιδίως του λεμφώματος non-Hodgkin, του καρκίνου της ουροδόχου κύστης και της λευχαιμίας- από ό,τι το κάπνισμα.

Οι περιοχές που επηρεάστηκαν περισσότερο από τους κινδύνους καρκίνου που σχετίζονται με τα φυτοφάρμακα βρίσκονταν κυρίως στις μεσοδυτικές πολιτείες, γνωστές για την έντονη γεωργική δραστηριότητα, ιδίως την παραγωγή καλαμποκιού. Πολιτείες όπως η Αϊόβα, το Ιλινόις, η Νεμπράσκα, το Μιζούρι, η Ιντιάνα και το Οχάιο εμφανίζονται συνήθως σε περιοχές που συνδέονται με υψηλότερο πρόσθετο κίνδυνο. Η Φλόριντα, κομβικής σημασίας στην παραγωγή λαχανικών και φρούτων, παρουσίασε επίσης αυξημένο κίνδυνο καρκίνου.

Επιπτώσεις στην υγεία

Ενώ οι νόμοι σχετικά με τη χρήση φυτοφαρμάκων έχουν βελτιωθεί χάρη στην έρευνα σχετικά με πανταχού παρούσες, επιβλαβείς χημικές ουσίες όπως η ατραζίνη, η μελέτη αναδεικνύει τους κινδύνους που εγκυμονούν οι χημικοί συνδυασμοί που αφορούν ειδικά τη χρήση γης και τις περιφερειακές καλλιέργειες, δήλωσαν οι συγγραφείς.

«Οι γεωργικές χημικές ουσίες που περιλαμβάνουν φυτοφάρμακα και αποφυλλωτικά, όπως το Roundup (γλυφοσάτη) και άλλες τέτοιες χημικές ουσίες, φαίνεται ότι, σε γενικές γραμμές, έχουν προκαρκινική επίδραση. Αυτές οι χημικές ουσίες μπορούν να το κάνουν αυτό παρεμβαίνοντας στο ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπινου σώματος, το οποίο είναι η πρώτη γραμμή άμυνας για την καταπολέμηση του καρκίνου», δήλωσε ο γιατρός ολιστικής και ολοκληρωμένης ιατρικής Δρ Γιουσούφ Σαλίμπι στην εφημερίδα The Epoch Times.

Ανεξάρτητα από τους πιθανούς κινδύνους αυτών των φυτοφαρμάκων, η γεωργική παραγωγή βασίζεται σε αυτά για τη διατήρηση της παραγωγικότητας, δήλωσε ο κ. Ζαπάτα. «Ακόμα και όταν εντοπίζουμε αυτές τις ενώσεις που είναι πολύ επιβλαβείς, τις χρειαζόμαστε γιατί δεν μπορείτε να έχετε το μέγεθος της παραγωγικότητας σε αυτές τις περιοχές χωρίς τη χρήση αυτών των χημικών ουσιών. Είναι απλά μη ρεαλιστικό να πιστεύουμε ότι μπορούμε απλά να τις αφαιρέσουμε».

Οι ερευνητές ελπίζουν ότι τα ευρήματά τους θα ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να προσέχουν από πού προέρχονται τα προϊόντα τους και σε ποιες χημικές ουσίες μπορεί να εκτίθενται τα τρόφιμά τους.

Η αποφυγή είναι το κλειδί

Παρά τις προσπάθειες για τη μείωση των ασθενειών που σχετίζονται με τα φυτοφάρμακα μέσω της επιτήρησης και της παρακολούθησης, οι εργαζόμενοι στη γεωργία και οι αγρότες δεν λαμβάνουν τακτική βιολογική παρακολούθηση. Ο Δρ Σαλίμπι, ο οποίος έχει πάνω από 25 χρόνια εμπειρίας στη λειτουργική ιατρική, μερικές φορές εξετάζει για αυτές τις χημικές ουσίες σε δείγματα ούρων για να ξεκινήσει θεραπείες. Ωστόσο, οι εξετάσεις ρουτίνας μπορεί να μην περιλαμβάνουν τέτοιες εξετάσεις, οι οποίες θα ωφελούσαν αυτούς τους πληθυσμούς.

Ο Δρ Σαλίμπι πρότεινε ορισμένες απλές λύσεις για τους ανθρώπους.

«Το νούμερο 1 πράγμα που μπορείτε να κάνετε είναι η αποφυγή. Αποφύγετε την έκθεση, όπως η μετακίνηση σε μια φάρμα που χρησιμοποιεί χημικά μέσα, η αποφυγή ψεκασμένων καλλιεργειών ή τροφίμων, και να καταναλώνετε όσο το δυνατόν πιο βιολογικά προϊόντα.»

Πρότεινε επίσης τη χορήγηση φαρμακευτικών και διατροφικών προϊόντων που βοηθούν στο να «τραβήξουν» τις τοξίνες από το σύστημα. Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν συνδετικά και χλωρέλλα, μια άλγη του γλυκού νερού.

Προτείνει επίσης να συμμετέχετε σε δραστηριότητες που ενθαρρύνουν την αποβολή υγρών, όπως η κατανάλωση περισσότερου νερού για την προώθηση της ούρησης και η επίσκεψη σε σάουνες για να αποβάλλετε τις πιθανές τοξίνες με ιδρώτα.

Ο Δρ Σαλίμπι δήλωσε ότι δεν υπάρχει «συνταγή» για τη διαχείριση της έκθεσης σε φυτοφάρμακα. Αντίθετα, χρειάζεται μια εξατομικευμένη προσέγγιση.

Της Rachel Ann T. Melegrito

Είναι πράγματι η LDL «κακή χοληστερίνη»;

Για δεκαετίες, η λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας χοληστερόλη (low-density lipoprotein – LDL) αναφερόταν συνήθως ως η «κακή χοληστερίνη» λόγω του συσχετισμού της με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων, όπως το έμφραγμα και το εγκεφαλικό.

Ωστόσο, νέα μελέτη που περιλαμβάνει πάνω από 4 εκατομμύρια άτομα από όλη την Κίνα αμφισβητεί αυτή την πεποίθηση, υποδηλώνοντας πως η LDL μπορεί να μην είναι τόσο επιβλαβής όσο νομίζαμε μέχρι τώρα – τουλάχιστον, όχι για όλους.

Έρευνα με επικεφαλής τον Δρα Λιανγκ Τσεν αποκαλύπτει μια πιο περίπλοκη εικόνα. Ενώ τα υψηλά επίπεδα LDL συνδέονται με την αύξηση της θνησιμότητας σε κάποιες ομάδες , δεν ενέχουν τους ίδιους κινδύνους για άλλους, όπως ανακάλυψαν. Η σχέση μεταξύ της LDL και της θνησιμότητας ποικίλει σημαντικά με βάση τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής πάθησης του ατόμου και τη γενική κατάσταση της υγείας του.

Αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν την ανάγκη αναθεώρησης της μονόπλευρης προσέγγισης σχετικά με τη διαχείριση της χοληστερίνης. Ενδεχομένως οι εξατομικευμένες θεραπευτικές στρατηγικές να είναι πιο κατάλληλες για την αποτελεσματική διαχείριση της χοληστερίνης και τη βελτίωση της υγείας.

Σχετικά με τη μελέτη

Οι συμμετέχοντες στη μελέτη ήταν μέλη του προγράμματος China Health Evaluation and Risk Reduction through Nationwide Teamwork (ChinaHEART), το οποίο περιελάμβανε άτομα ηλικίας 35 έως 75 ετών από διάφορες περιοχές της Κίνας.

Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, με βάση τον κίνδυνο εμφάνισης αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου (ΑΚΝ), μιας καρδιακής ασθένειας που προκαλείται από την συσσώρευση πλάκας στα τοιχώματα των αρτηριών:

  • Ομάδα χαμηλού κινδύνου: Άτομα χωρίς ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου και με χαμηλό κίνδυνο εμφάνισης αυτής.
  • Ομάδα πρωτογενούς πρόληψης: Άτομα με παράγοντες υψηλού κινδύνου για εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου, χωρίς όμως κάποια ασθένεια.
  • Ομάδα δευτερογενούς πρόληψης: Άτομα με ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου.

Οι ερευνητές παρακολούθησαν τα δεδομένα των συμμετεχόντων, περιλαμβανομένων των επιπέδων χοληστερίνης και διάφορες παραμέτρους του τρόπου ζωής τους, όπως το κάπνισμα και το ποτό. Έλαβαν, επίσης, υπ’ όψιν το ιατρικό ιστορικό, συμπεριλαμβάνοντας περιστατικά όπως ο διαβήτης και η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ). Ο στόχος ήταν να καθορίσουν πώς τα διαφορετικά επίπεδα χοληστερίνης LDL επηρεάζουν τον κίνδυνο θνησιμότητάς τους από καρδιακή νόσο.

Ύστερα από επανεξέταση με μέσο όρο μια περίοδο 4,6 ετών, η μελέτη κατέγραψε σχεδόν 93.000 θανάτους, από τους οποίους περισσότεροι από 38.000 οφείλονταν σε καρδιαγγειακές επιπλοκές. Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν σχέση μορφής U μεταξύ των επιπέδων χοληστερίνης LDL και θνησιμότητας στις ομάδες χαμηλού κινδύνου και πρωτογενούς πρόληψης, υποδεικνύοντας ότι τόσο τα πολύ υψηλά όπως και τα πολύ χαμηλά επίπεδα LDL σχετίζονται με την αυξημένη θνησιμότητα.

Στην ομάδα δευτερογενούς πρόληψης, ο συσχετισμός ήταν μορφής J, που σημαίνει ότι τα εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα LDL συνδέονται με υψηλότερο κίνδυνο θανάτου, ενώ τα μέτρια επίπεδα συνδέονται με χαμηλότερο κίνδυνο.

Σύμφωνα με την Αμερικανική Ένωση Καρδιολογίας, «κανονικά» επίπεδα LDL θεωρούνται λιγότερο από 100 mg/dL. Επίπεδα πάνω από 160 mg/dL κατηγοριοποιούνται ως υψηλά, και αυτά κάτω από 70mg/dL θεωρούνται πολύ χαμηλά. Ωστόσο, η μελέτη βρήκε πως τα βέλτιστα επίπεδα LDL για τη μείωση του κινδύνου θνησιμότητας από καρδιαγγειακό νόσημα διαφέρει από ομάδα σε ομάδα:

  • Ομάδα χαμηλού κινδύνου: 8 mg/dL
  • Ομάδα πρωτογενούς πρόληψης: 0 mg/dL
  • Ομάδα δευτερογενούς πρόληψης: 8 mg/dL

Η Αμερικανική Ένωση Καρδιολογίας δηλώνει πως «διάφορες ερευνητικές μελέτες πάνω στην LDL έχουν δείξει πως ‘το λιγότερο είναι και καλύτερο’.» Ωστόσο, αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν πως αυτό δεν είναι πάντα αληθές. Η μελέτη υποδεικνύει πως «άτομα με χαμηλότερη LDL-C με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν στη θνησιμότητα λόγω καρδιαγγειακής νόσου.»

Η μελέτη επίσης ανακάλυψε πως άτομα με διαβήτη ίσως να χρειάζονται πιο αυστηρό έλεγχο της χοληστερίνης από αυτούς που δεν έχουν. Βρήκε πως τα βέλτιστα επίπεδα LDL χοληστερίνης για τη μείωση θανάτου λόγω καρδιακής νόσου σε άτομα με διαβήτη είναι 87 mg/dL, ενώ για τους μη διαβητικούς είναι 114,6 mg/dL.

Οι συγγραφείς της μελέτης ομολόγησαν πως χαμηλά επίπεδα χοληστερίνης LDL μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα σοβαρές επιπλοκές στην υγεία και όχι τόσο υψηλότερα ποσοστά θανάτου. Απέκλεισαν άτομα με χρόνιες παθήσεις από την ανάλυση τους, αλλά και πάλι βρήκαν μία σχέση μεταξύ χαμηλών επιπέδων LDL και υψηλών ρυθμών θανάτου. Αυτό υποδηλώνει πως άλλοι παράγοντες, όπως η αδυναμία, μπορεί να εμπλέκονται. Χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για την πλήρη κατανόηση αυτών των σχέσεων.

Ο Δρ Τζακ Γούλφσον, καρδιολόγος και ιδιοκτήτης του Natural Heart Doctor, εξήγησε τα ευρήματα της μελέτης στους Epoch Times. Δήλωσε πως τα πολύ χαμηλά επίπεδα χοληστερίνης LDL μπορεί να υποδεικνύουν ηπατική δυσλειτουργία, λόγω της οποίας το ήπαρ δεν μπορεί να παράγει αρκετή LDL. Αντιθέτως, πολύ υψηλά επίπεδα LDL υποδεικνύουν πως το σώμα δεν την καθαρίζει σωστά. Τελικά, και οι δύο περιπτώσεις είναι επικίνδυνες για την υγεία.

Εξελισσόμενες απόψεις πάνω στη χοληστερίνη

Η Αμερικανική Ένωση Καρδιολογίας περιγράφει τη χοληστερίνη ως μια κηρώδη ουσία απαραίτητη για την κατασκευή του κυτταρικού τοιχώματος και την παραγωγή ορμονών. Η χοληστερίνη ταξιδεύει μέσω του αίματος σε σωματίδια που ονομάζονται λιποπρωτεΐνες – κυρίως λιποπρωτεΐνες χαμηλής πυκνότητας (LDL) και λιποπρωτεΐνες υψηλής πυκνότητας (HDL).

Η LDL, συχνά αποκαλούμενη και «κακή χοληστερίνη», μεταφέρει τη χοληστερίνη στα κύτταρα και τις αρτηρίες, όπου μπορεί να σχηματίσει πλάκες, στενεύοντας τις αρτηρίες και αυξάνοντας τον κίνδυνο εμφράγματος και εγκεφαλικού. Αντιθέτως, η HDL, γνωστή και ως «καλή χοληστερίνη», μεταφέρει τη χοληστερίνη από τις αρτηρίες στο συκώτι για εξάλειψη, σύμφωνα με άρθρο της Δρ Έιμι Μπ. Μπατ, καρδιολόγου και Επικεφαλής Καινοτομίας στο Αμερικανικό Κολλέγιο Καρδιολογίας (Chief Innovation Officer at the American College of Cardiology).

Ο Δρ Γούλφσον αμφισβητεί την αντίληψη πως η LDL είναι καθαρά επιβλαβής. «Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως ‘κακή χοληστερίνη’», είπε. «Όλα τα θηλαστικά έχουν LDL – εκτελεί διάφορες λειτουργίες. Όταν οξειδώνεται, μπορεί να θεωρηθεί «κακή», αλλά αυτό αντικατοπτρίζει μονάχα τη γενική οξειδωτική καταπόνηση», εξήγησε προσθέτοντας πως η παρουσία οξειδωμένης LDL (ox-LDL) μπορεί να υποδεικνύει υποκείμενα ζητήματα και να μην είναι από μόνη της το πρόβλημα.

Πρόσφατη έρευνα έχει μετατοπίσει το ενδιαφέρον της από την ποσότητα της LDL στο μέγεθος των σωματιδίων. Μεγαλύτερα σωματίδια LDL είναι λιγότερο βλαβερά από τα μικρότερα, πιο συμπαγή σωματίδια, τα οποία είναι πιο πιθανό να διαπεράσουν το αρτηριακό τοίχωμα και να σχηματίσουν πλάκα. Ειδικοί όπως ο Δρ Ρόναλντ Κράους, επικεφαλής επιστήμονας και διευθυντής της Έρευνας Αθηροσκλήρωσης στο Ερευνητικό Ινστιτούτο του Νοσοκομείου Παίδων του Όκλαντ (Atherosclerosis Research at Children’s Hospital Oakland Research Institute), έχει τονίσει πως τα μικρά, συμπαγή σωματίδια LDL είναι πιο πιθανό να σχηματίσουν αρτηριακή πλάκα από τα μεγαλύτερα, πιο ελαφριά σωματίδια. Ο Δρ Κράους, ο οποίος έχει δημοσιεύσει πάνω από 400 μελέτες πάνω σε αυτό το θέμα, υπογραμμίζει τη σημασία του μεγέθους των σωματιδίων κατά την εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου.

Η αναλογία HDL και LDL φαίνεται, επίσης, ως καλύτερο μέτρο πρόγνωσης κινδύνου καρδιακής νόσου, παρά τα επίπεδα LDL από μόνα τους. Μια υψηλή αναλογία υποδεικνύει μεγαλύτερο ποσοστό προστατευτικής HDL, μειώνοντας τον κίνδυνο καρδιαγγειακών περιστατικών, όπως σημειώνεται σε μελέτη του BMC του 2022 των Καρδιαγγειακών Διαταραχών (Cardiovascular Disorders).

Ο Δρ Γούλφσον προειδοποιεί κατά της μονόπλευρης προσέγγισης σχετικά με την καρδιαγγειακή υγεία και τη χοληστερίνη. «Το κάθε άτομο έχει τα δικά του ιδανικά επίπεδα», είπε. «Αυτό που είναι καλό για εσένα μπορεί να είναι υψηλό ή χαμηλό για μένα.»

Πρεσβεύει την εκτίμηση της φλεγμονής στο σώμα, την υποκείμενη αιτία της καρδιακής νόσου. Προτείνει τους δείκτες φλεγμονής και οξειδωτικού στρες, όπως τη C-αντιδρώσα πρωτεΐνη, τη φωσφολιπάση Α2 και την οξειδωμένη LDL, ως καλύτερους παράγοντες πρόγνωσης κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων, παρά την LDL μονάχα.

Καθώς η έρευνα προχωρά, μια πιο ειδικά σχεδιασμένη προσέγγιση σχετικά με τη διαχείριση της χοληστερίνης θα μπορούσε να βελτιώσει την αντιμετώπιση της καρδιαγγειακής υγείας.

Της Sheramy Tsai

Μετάφραση: Βλαδίμηρος Αλεξάντρωφ

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

Τα μικροπλαστικά στο αίμα αυξάνουν τον κίνδυνο εγκεφαλικού κατά 4,5 φορές.

Το ζήτημα της μόλυνσης από μικροπλαστικά στο περιβάλλον λαμβάνει ολοένα αυξανόμενη προσοχή από την κοινωνία. Έρευνα δείχνει πως μόλις τα μικροπλαστικά εισέλθουν στο σώμα αυξάνεται ο κίνδυνος εμφράγματος, εγκεφαλικού, ακόμη και θανάτου. Ποιες είναι οι καθημερινές μας συνήθειες που αυξάνουν τον κίνδυνο κατάποσης μικροπλαστικών;

Ο Λιν Σιαοσού (Lin Xiaoxu), Αμερικανός ειδικός στην ιολογία με διδακτορικό στην μικροβιολογία, εξήγησε στην εκπομπή «Health 1+1» του New Tang Dynasty TV πώς είναι τα μικροπλαστικά και τα νανοπλαστικά και πώς μπορούμε να μειώσουμε την έκθεση σε αυτά.

Το πλαστικό είναι ένα βασικό προϊόν της βιομηχανικής παραγωγής και είναι βαθειά συνδεδεμένο με την καθημερινότητά μας. Όταν τα πλαστικά διασπώνται, γίνονται μικροπλαστικά και ακόμη και μικρότερα νανοπλαστικά. Τα μικροπλαστικά είναι κομμάτια πλαστικού μικρότερα από 5 χιλιοστά, ενώ τα νανοπλαστικά είναι μικρότερα από 1 μικρόμετρο (1.000 νανόμετρα).

Πηγές μικροπλαστικών

Ο κος Λιν εξήγησε πως τα πλαστικά προϊόντα απελευθερώνουν μικροπλαστικά. Τα συνθετικά υφάσματα αποβάλουν θραύσματα ινών και τα φθαρμένα λάστιχα παράγουν σκόνη που περιέχει πλαστικά. Ακόμη και τα φαινομενικά λεία πλαστικά μπουκάλια νερού μπορούν να αποβάλουν μικροπλαστικά κατά την πλύση.

Στη φύση, το φως του ήλιου και η υπεριώδης ακτινοβολία συνεχώς διασπούν τα πλαστικά σε μικρότερα σωματίδια. Τα υφάσματα, τα προϊόντα υγιεινής, τα μπουκάλια, οι σακούλες, τα σωματίδια που εκπέμπονται από τα εργοστάσια, η σκόνη από τα λάστιχα, τα δίχτυα ψαρέματος και πολλά άλλα συμβάλουν στη μόλυνση από μικροπλαστικά. Οι άνθρωποι και τα ζώα καταπίνουν κάποια από αυτά τα σωματίδια, ενώ άλλα συσσωρεύονται και διασπώνται στους ωκεανούς και το χώμα. Θαλάσσιοι οργανισμοί όπως τα μαλάκια, τα μικρά ψάρια και οι γαρίδες, ειδικά αυτοί κοντά στις ακτογραμμές, είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στην κατάποση μικροπλαστικών.

Ο κος Λιν τόνισε πως οι κύριες πηγές μικροπλαστικών είναι τα βιομηχανικά απόβλητα και η απόρριψη λυμάτων, τα οποία είναι δυνατό να προκαλέσουν σοβαρή περιβαλλοντική βλάβη αν δεν επεξεργαστούν επαρκώς.

Επομένως, προτού τα λύματα αποβληθούν από τα εργοστάσια, πρέπει να περάσουν από διαδικασίες όπως επεξεργασία, αφαίρεση άμμου, ιζημάτων, βιολογικών αντιδρώντων, χλωρίωση, επεξεργασία με υπεριώδες φως, τεχνολογία μεμβράνης, κλπ, για να αφαιρεθούν πάνω από το 90% των μικροπλαστικών. Ωστόσο, η ολοκληρωτική αφαίρεση δεν είναι επιτεύξιμη. Το φυσικό περιβάλλον μπορεί να χρειαστεί χιλιάδες ή και δεκάδες χιλιάδες χρόνια για να διασπάσει πλήρως τα μικροπλαστικά.

Κίνδυνοι υγείας από τα μικροπλαστικά

Τα μικροπλαστικά συνήθως εισέρχονται στο σώμα μέσω της τροφής και των ποτών, ενώ τα νανοπλαστικά τα εισπνέουμε. Εκτός του ότι ερεθίζουν άμεσα τις βλεννώδεις μεμβράνες, τα μικροπλαστικά μπορεί να μεταφέρουν βακτήρια και ιούς μέσα στο σώμα.

«Εάν καταπιούν κάτι τοξικό, οι άνθρωποι συνήθως λένε να κάνετε γρήγορα πλύση στομάχου. Ωστόσο, τα μικροπλαστικά είναι πολύ μικροσκοπικά σωματίδια και προσκολλώνται στην επιφάνεια του στομάχου. Δεν είναι εγγυημένο πως η πλύση θα τα αφαιρέσει – το σώμα πρέπει να τα εξολοθρεύσει αργά, επιβαρύνοντας περαιτέρω τον οργανισμό», σημείωσε ο κος Λιν.

Μελέτες έχουν βρει πως μετά από έκθεση σε υπεριώδες φως και ύστερα από τη μικροβιακή αποδόμηση στο φυσικό περιβάλλον, τα μικροπλαστικά γίνονται πιο απορροφήσιμα, σχηματίζοντας συμπλέγματα με διάφορους περιβαλλοντικούς ρύπους στις επιφάνειές τους, καθιστώντας τα πιο τοξικά για τους οργανισμούς.

Τα μικροπλαστικά, τα οποία λειτουργούν και ως μεταφορείς για βαρέα μέταλλα και παθογόνα, επιδεικνύουν διάφορες τοξικότητες καθώς εισέρχονται στο σώμα. Τα περισσότερα μικροπλαστικά που καταπίνονται μέσω της τροφής αποβάλλονται μέσω των κοπράνων, αλλά ένα μικρό μέρος μπορεί να παραμείνει στα έντερα για μέρες, προκαλώντας εντερική βλάβη, φλεγμονή και διατάραξη της μικροχλωρίδας του εντέρου. Με τον καιρό, τα μικροπλαστικά μπορεί να απορροφηθούν από τα εντερικά κύτταρα και να εισέλθουν στη ροή του αίματος, προκαλώντας ζημιά στα όργανα και τα συστήματα σε όλο το σώμα. Όργανα όπως το συκώτι, οι νεφροί και σωματικά συστήματα όπως το ανοσοποιητικό, το αναπαραγωγικό και το νευρικό επηρεάζονται ιδιαιτέρως. Επιπροσθέτως, υπερβολική εισπνοή νανοπλαστικών μπορεί να προκαλέσει ζημιά στους ιστούς του αναπνευστικού, καθώς και ασθένειες.

Τον Μάρτιο, μελέτη που δημοσιεύθηκε στο New England Journal of Medicine (Περιοδικό Ιατρικής της Νέας Αγγλίας) βρήκε πως οι περισσότερες πλάκες στις καρωτίδες περιείχαν μικροπλαστικά. Η μελέτη περιελάμβανε 257 ασθενείς ηλικίας 18 έως 75 ετών με ασυμπτωματική στένωση καρωτίδων. Ύστερα από την αφαίρεση της πλάκας από τις αρτηρίες, οι ερευνητές εντόπισαν πολυαιθυλένιο σε 150 ασθενείς (58,4%) και πολυβινυλοχλωρίδιο σε 31 ασθενείς (12,1%) στις πλάκες των καρωτίδων που είχαν αφαιρεθεί.

Μακροφάγα μέσα στις πλάκες περιείχαν ορατά ξένα σωματίδια, κάποια με τραχιές γωνίες και περιεκτικότητα σε χλώριο. Η μελέτη πρότεινε πως οι ασθενείς με εντοπισμένα μικροπλαστικά διέτρεχαν πάνω από 4,5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο εμφράγματος, εγκεφαλικού ή θανάτου σε σχέση με αυτούς χωρίς μικροπλαστικά.

Τα μικροπλαστικά βρίσκονται παντού στον κόσμο. (iStock/Getty Images Plus)

 

Ανησυχίες του Κογκρέσου των ΗΠΑ για τα μικροπλαστικά

Στις 27 Φεβρουαρίου, η Επιτροπή της Γερουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών για το Περιβάλλον και τα Δημόσια Έργα πραγματοποίησε ακρόαση για τα μικροπλαστικά στο νερό.

Η Σουζάν Μπράντερ (Susanne Brander), αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Κολλέγιο Γεωπονικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Πολιτείας του Όρεγκον, η οποία ερευνά τα μικροπλαστικά και την πλαστική μόλυνση για σχεδόν μια δεκαετία, σημείωσε στην ακρόαση πως τα μικροπλαστικά σωματίδια υπάρχουν στην ανθρώπινη καρδιά, στον πλακούντα και στους ιστούς των πνευμόνων και κυκλοφορούν στο αίμα. Τα μικροπλαστικά προκαλούν ζημιά στους θαλάσσιους και χερσαίους οργανισμούς, μειώνοντας την ανάπτυξη, αλλάζοντας τα μοντέλα συμπεριφοράς και προκαλώντας αναπαραγωγικές διαταραχές, επηρεάζοντας δυσμενώς ειδικά τα θηλαστικά.

Περιέγραψε την πλαστική μόλυνση ως την πιο σημαντική περιβαλλοντική δοκιμασία της ανθρωπότητας και ένα από τα «πιο ακριβά» προβλήματα του κόσμου. Προκαλεί ετήσιες οικονομικές απώλειες της τάξεως των 13 δισεκ. δολαρίων στα είδη αλιείας, στον τουρισμό και στη βιομηχανία ναυτιλίας. Το 2018, το κόστος υγειονομικής περίθαλψης όσον αφορά τα χημικά που σχετίζονται με τα πλαστικά στις ΗΠΑ εκτιμάται πως έφτασε τα 249 δισεκ. δολάρια.

Πώς να αποφύγετε την κατάποση μικροπλαστικών

Πώς μπορούμε να μειώσουμε την κατάποση μικροπλαστικών στην καθημερινή μας ζωή; Ο κος Λιν προτείνει τα εξής προληπτικά μέτρα:

  • Φιλτραρισμένο νερό: Επενδύστε σε ένα υψηλής ποιότητας φίλτρο νερού ικανό να αφαιρεί τα μικροπλαστικά. Κοιτάξτε για φίλτρα με λεπτό μέγεθος πόρων ή αυτά που είναι ειδικά σχεδιασμένα να φιλτράρουν τα μικροπλαστικά.
  • Αποφύγετε τα πλαστικά σκεύη: Επιλέξτε δοχεία νερού από γυαλί ή ανοξείδωτο ατσάλι αντί για πλαστικά. Τα πλαστικά μπουκάλια μπορεί να αποβάλουν μικροπλαστικά, ειδικά όταν εκτίθενται σε ζέστη ή το φως του ήλιου. Αλλάξτε τα πλαστικά σκεύη με γυάλινα για την αποθήκευση του φαγητού. Το γυαλί δεν αποσυντίθενται σε μικροπλαστικά και είναι πιο ασφαλές για την αποθήκευση της τροφής.
  • Να προσέχετε τη συσκευασία του φαγητού: Επιλέξτε φρέσκα, μη συσκευασμένα τρόφιμα έναντι των προσυσκευασμένων. Όταν αγοράζετε συσκευασμένα τρόφιμα, επιλέξτε αυτά που είναι σε γυάλινες ή χάρτινες συσκευασίες παρά σε πλαστικές.
  • Ελαττώστε την κατανάλωση επεξεργασμένης τροφής: Τα επεξεργασμένη τρόφιμα συχνά βρίσκονται σε πλαστικές συσκευασίες και μπορεί να περιέχουν υψηλά επίπεδα μικροπλαστικών. Το μαγείρεμα στο σπίτι χρησιμοποιώντας φρέσκα υλικά μειώνει την έκθεση.
  • Αποφύγετε τα πλαστικά μιας χρήσης: Μειώστε τη χρήση των πλαστικών μιας χρήσης, όπως τα πλαστικά μαχαιροπήρουνα, τα καλαμάκια και οι σακούλες. Αυτά τα είδη συμβάλουν στη μόλυνση και εκφυλίζονται σε μικροπλαστικά με τον καιρό.
  • Χρησιμοποιήστε φυσικά υφάσματα: οι συνθετικές ίνες από τα ρούχα μπορεί να αποβάλουν μικροπλαστικά κατά τη διάρκεια της πλύσης. Επιλέξτε φυσικά υφάσματα όπως το βαμβάκι, το μαλλί και το μετάξι, και χρησιμοποιήστε σακούλα πλύσης σχεδιασμένη ειδικά για να αιχμαλωτίζει τις μικροΐνες.
  • Να πλένετε τα χέρια σας συχνά: Να πλένετε τα χέρια σας συχνά, ειδικά αφού χρησιμοποιήσετε γάντια, καθώς τα πλαστικά υπολείμματα στο εσωτερικό των γαντιών μπορεί να μεταφερθούν στα χέρια.
  • Εξετάστε λεπτομερώς τα καλλυντικά: Αποφύγετε τα καλλυντικά που περιέχουν μικροπλαστικά, όπως μικροσφαιρίδια σε κρέμες απολέπισης και το γκλίττερ στα προϊόντα makeup. Ψάξτε για φυσικές εναλλακτικές λύσεις.

Των Jojo Novaes και Ben Lam