Παρασκευή, 09 Μαΐ, 2025

Ευρωκοινοβούλιο: Η διαδικασία προσχώρησης της Τουρκίας στην ΕΕ δεν μπορεί να επανεκκινήσει

Αυξάνεται «το χάσμα» της Τουρκίας από τις αξίες και τα συμφέροντα της ΕΕ, τονίζει η ετήσια έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΕΚ), που εγκρίθηκε σήμερα με 367 ψήφους υπέρ, 74 κατά και 188 αποχές.

Η έκθεση που συντάχθηκε από τον Ισπανό ευρωβουλευτή των σοσιαλιστών, Νάτσο Σάντσες Αμόρ, και εγκρίθηκε από το ΕΚ, επισημαίνει ότι οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ έχουν «βαλτώσει από το 2018» , λόγω της επιδείνωσης του κράτους δικαίου και υπό τις παρούσες συνθήκες, η διαδικασία προσχώρησης της Τουρκίας στην ΕΕ δεν μπορεί να επανεκκινήσει. Το ΕΚ καλεί την τουρκική κυβέρνηση, τα θεσμικά όργανα και τα κράτη-μέλη της ΕΕ να συνεχίσουν να εργάζονται προς μια στενότερη, πιο δυναμική και στρατηγική εταιρική σχέση, με ιδιαίτερη έμφαση στη δράση για το κλίμα, την ενεργειακή ασφάλεια, τη συνεργασία για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την περιφερειακή σταθερότητα.

Ειδικότερα, όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάνει λόγο για «δεινή κατάσταση» και για «δημοκρατική οπισθοδρόμηση» στην Τουρκία τον τελευταίο χρόνο. Εκφράζει, επίσης, τη βαθιά του λύπη για το γεγονός ότι, παρά τη στρατηγική της δικαστικής μεταρρύθμισης, «η κατάσταση ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας στην Τουρκία παραμένει άθλια», μετά από συστηματική κυβερνητική παρέμβαση και «πολιτική εργαλειοποίηση του δικαστικού συστήματος».

Το ΕΚ προτρέπει τις τουρκικές αρχές να βάλουν τέλος στους τρέχοντες σοβαρούς περιορισμούς στις θεμελιώδεις ελευθερίες, ιδίως της έκφρασης, του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, και στις συνεχείς επιθέσεις κατά των θεμελιωδών δικαιωμάτων των μελών της αντιπολίτευσης, των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των δικηγόρων, των συνδικαλιστών, των μελών των μειονοτήτων, των δημοσιογράφων, των ακαδημαϊκών, των καλλιτεχνών και των ακτιβιστών της κοινωνίας των πολιτών, μεταξύ άλλων.

Το ΕΚ αποδοκιμάζει τη συνεχιζόμενη δίωξη, λογοκρισία και παρενόχληση δημοσιογράφων και ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης και εκφράζει «βαθιά ανησυχία» για την ισχύουσα νομοθεσία που εμποδίζει ένα ανοιχτό και δωρεάν διαδίκτυο, με μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης που επιβάλλονται για αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεκάδες αποκλεισμούς πρόσβασης και εντολές αφαίρεσης περιεχομένου, καθώς και για τη συνεχιζόμενη χρήση του Ανώτατου Συμβουλίου Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (RTÜK) για την καταστολή της κριτικής των μέσων ενημέρωσης.

Το ΕΚ εκφράζει την έντονη ανησυχία του για την πρόσφατη σύλληψη και απομάκρυνση από το αξίωμα του δημάρχου του CHP της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, για κατηγορίες που φέρονται να σχετίζονται με διαφθορά και τρομοκρατία, στις οποίες εμπλέκονται συνολικά 106 υπόπτοι. Το ΕΚ εκφράζει την αποτροπιασμό του για την απόφαση προσωρινής απαγόρευσης όλων των διαδηλώσεων στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες επαρχίες σε όλη τη χώρα και την καταστολή ειρηνικών διαδηλωτών. Το ΕΚ θεωρεί ότι πρόκειται για μια «πολιτικά υποκινούμενη κίνηση που αποσκοπεί στην αποτροπή ενός νόμιμου αντιπάλου από το να θέσει υποψηφιότητα στις επερχόμενες εκλογές και ότι με αυτές τις ενέργειες οι σημερινές τουρκικές αρχές ωθούν περαιτέρω τη χώρα προς ένα πλήρως αυταρχικό μοντέλο».

Στα ελληνικού ενδιαφέροντος θέματα, η έκθεση του ΕΚ χαιρετίζει τον «αυξημένο διάλογο» με τις χριστιανικές μειονότητες, αλλά τονίζει ότι «δεν έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων των εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, ιδίως όσον αφορά τη νομική τους προσωπικότητα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της Ίμβρου και της Τενέδου». Καλεί την Τουρκία να εφαρμόσει τις συστάσεις της Επιτροπής της Βενετίας και όλες τις σχετικές αποφάσεις του ΕΔΑΔ σχετικά με αυτό. Το ΕΚ επαναλαμβάνει την έκκλησή του προς την Τουρκία να σεβαστεί τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και να αναγνωρίσει τη νομική του προσωπικότητα και τη δημόσια χρήση του εκκλησιαστικού τίτλου του Οικουμενικού Πατριάρχη. Καλεί, επίσης, την Τουρκία «να σεβαστεί και να προστατεύσει πλήρως την εξαιρετική παγκόσμια αξία της Αγίας Σοφίας και του μουσείου της Χώρας», τα οποία είναι εγγεγραμμένα στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.

Περιφερειακή συνεργασία και σχέσεις καλής γειτονίας

Το ΕΚ επαναλαμβάνει «το έντονο ενδιαφέρον του για τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο», χαιρετίζει τη συνεχιζόμενη αποκλιμάκωση και τη θετική δυναμική στην περιοχή και το πρόσφατο κλίμα επανασύνδεσης μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, σημειώνοντας ωστόσο ότι «τα ανεπίλυτα ζητήματα εξακολουθούν να επηρεάζουν τις διμερείς σχέσεις». Το ΕΚ αποδοκιμάζει το ότι η Τουρκία συνεχίζει να παραβιάζει την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα κρατών μελών της ΕΕ, όπως η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία, μεταξύ άλλων μέσω της προώθησης του δόγματος της Γαλάζιας Πατρίδας και υπογραμμίζει ότι αν και οι τουρκικές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου έχουν μειωθεί δραστικά, οι παραβιάσεις των ελληνικών χωρικών υδάτων έχουν αυξηθεί σε σύγκριση με το 2023 και έχουν διεξαχθεί συστηματικές παράνομες αλιευτικές δραστηριότητες από τουρκικά σκάφη εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων. Το ΕΚ εκφράζει τη βαθιά του λύπη για το γεγονός ότι η Τουρκία συνεχίζει να υποστηρίζει επίσημη απειλή πολέμου κατά της Ελλάδας (casus belli) στα 12 ναυτικά μίλια και καλεί την Τουρκία να σεβαστεί πλήρως την κυριαρχία όλων των κρατών μελών της ΕΕ επί των χωρικών υδάτων και του εναέριου χώρου τους, καθώς και τα άλλα κυριαρχικά τους δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος εξερεύνησης και εκμετάλλευσης φυσικών πόρων, σύμφωνα με το ενωσιακό και το διεθνές δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), η οποία αποτελεί μέρος του κεκτημένου της ΕΕ. Το ΕΚ επαναλαμβάνει ότι το μνημόνιο συνεννόησης μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης για την οριοθέτηση των περιοχών θαλάσσιας δικαιοδοσίας στη Μεσόγειο παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων κρατών, δεν συνάδει με το Δίκαιο της Θάλασσας και δεν μπορεί να έχει καμία νομική συνέπεια για τρίτα κράτη.

Για το Κυπριακό, το ΕΚ επαναλαμβάνει τη βαθιά του ανησυχία σχετικά με όλες τις μονομερείς ενέργειες που στοχεύουν στην εδραίωση επί τόπου της μόνιμης διαίρεσης της Κύπρου αντί της επανένωσής της και καταδικάζει, σε αυτό το πλαίσιο, την πρόσφατη παράνομη επίσκεψη του Προέδρου Ερντογάν στα κατεχόμενα της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και τις προκλητικές του δηλώσεις, οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο τις προσπάθειες του ΟΗΕ, της ΕΕ, της διεθνούς κοινότητας γενικότερα και άλλων εμπλεκόμενων μερών για την επανέναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων στο συμφωνημένο πλαίσιο.

Το ΕΚ χαιρετίζει την επανέναρξη των άτυπων συνομιλιών υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ στις 18 και 19 Μαρτίου 2025, «σε εποικοδομητική ατμόσφαιρα», όπου και οι δύο πλευρές έδειξαν σαφή δέσμευση για την επίτευξη προόδου και τη συνέχιση του διαλόγου. Χαιρετίζει τη συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών για το άνοιγμα τεσσάρων σημείων διέλευσης, την αποναρκοθέτηση, τη σύσταση επιτροπής για θέματα νεολαίας και την έναρξη περιβαλλοντικών και ηλιακών έργων ενέργειας, στο πλαίσιο μιας νέας δέσμης μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης και ενθαρρύνει όλες τις πλευρές να αξιοποιήσουν αυτή τη δυναμική για να προχωρήσουν προς την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων.

Το ΕΚ επισημαίνει ότι «η μόνη λύση στο κυπριακό πρόβλημα είναι μια δίκαιη, συνολική, βιώσιμη και δημοκρατική διευθέτηση», συμπεριλαμβανομένων των εξωτερικών του πτυχών, εντός του συμφωνημένου πλαισίου του ΟΗΕ, βάσει μιας δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας με ενιαία διεθνή νομική προσωπικότητα, ενιαία κυριαρχία, ενιαία ιθαγένεια και πολιτική ισότητα, όπως ορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ζητεί επειγόντως, την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για την επανένωση της Κύπρου υπό την αιγίδα του Γ.Γ. του ΟΗΕ το συντομότερο δυνατό, από το σημείο στο οποίο διακόπηκαν στο Κραν-Μοντάνα το 2017 και καλεί την Τουρκία να εγκαταλείψει την «απαράδεκτη πρόταση» για λύση δύο κρατών στην Κύπρο και να επιστρέψει στη συμφωνημένη βάση για μια λύση και στο πλαίσιο του ΟΗΕ.

Στο θέμα της Συρίας, το ΕΚ εκφράζει τη δέσμευσή του για εποικοδομητική συνεργασία μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας, όσον αφορά την ανθρωπιστική βοήθεια, την προώθηση μιας βιώσιμης πολιτικής λύσης και την καταπολέμηση του DAESH, δεδομένου ότι «η Τουρκία διαδραματίζει βασικό ρόλο στην προώθηση της σταθερότητας στην περιοχή». Το ΕΚ καλεί την Τουρκία να σεβαστεί την εδαφική ακεραιότητα και κυριαρχία της Συρίας και να σταματήσει αμέσως όλες τις επιθέσεις και εισβολές και την κατοχή του συριακού εδάφους, σε πλήρη συμμόρφωση με το διεθνές δίκαιο. Καταδικάζει, επίσης, τις επιθέσεις που πραγματοποιήθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες, εκμεταλλευόμενες την κατάρρευση του καθεστώτος ‘Ασαντ, από πολιτοφυλακές που υποστηρίζονται από την Τουρκία εναντίον συριακών κουρδικών δυνάμεων στο βόρειο τμήμα της Συρίας. Το ΕΚ καλεί την Τουρκία να υποστηρίξει τη διαδικασία εφαρμογής της συμφωνίας μεταξύ της συριακής μεταβατικής κυβέρνησης και των κουρδικών SDF και να απόσχει από οποιαδήποτε παρέμβαση στις εσωτερικές διαδικασίες της Συρίας.

Σε ό,τι αφορά τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, το ΕΚ εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι το εμπόριο μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας έχει αυξηθεί απότομα από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, καθιστώντας την τον δεύτερο μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Ρωσίας. Το ΕΚ επισημαίνει ότι η Τουρκία δεν έχει ευθυγραμμιστεί με τις κυρώσεις της ΕΕ κατά της Ρωσίας και ότι η Τουρκία δεν έχει αποτρέψει τη χρήση του εδάφους της για την παράκαμψη των κυρώσεων.

Το ΕΚ εκφράζει τη λύπη του για το πολύ χαμηλό ποσοστό ευθυγράμμισης της Τουρκίας (5%) με την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των κυρώσεων και της καταπολέμησης της καταστρατήγησης των κυρώσεων.

Μεταναστευτικό

Το ΕΚ επαινεί την Τουρκία για τη φιλοξενία περίπου 3,1 εκατομμυρίων προσφύγων, συμπεριλαμβανομένων 2,9 εκατομμυρίων Σύρων και επαναλαμβάνει τη σημασία της συνεργασίας της Τουρκίας για την αποτελεσματική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, επισημαίνοντας ότι από το 2011 η ΕΕ έχει συνεισφέρει σχεδόν 10 δισεκ. ευρώ για να βοηθήσει την Τουρκία στη φιλοξενία προσφύγων και αποφασίστηκε να διατεθεί επιπλέον 1 δισεκατομμύριο ευρώ τον Δεκέμβριο του 2024 για την περαιτέρω υποστήριξη των προσφύγων στην Τουρκία μετά την πτώση του καθεστώτος ‘Ασαντ.

Το ΕΚ υπενθυμίζει την υποχρέωση της Τουρκίας να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να σταματήσει τις υφιστάμενες παράνομες μεταναστευτικές οδούς και να αποτρέψει τη δημιουργία νέων θαλάσσιων ή χερσαίων οδών για παράνομη μετανάστευση προς την ΕΕ, ιδίως προς την Ελλάδα και την Κύπρο. Επισημαίνει τους κινδύνους που σχετίζονται με τυχόν εργαλειοποίηση των μεταναστών από την τουρκική κυβέρνηση και υπογραμμίζει την ανάγκη να διασφαλιστεί η προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών όλων των προσφύγων και μεταναστών. Το ΕΚ καλεί την Τουρκία να διασφαλίσει την πλήρη και χωρίς διακρίσεις εφαρμογή της Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας του 2016 και της Συμφωνίας Επανεισδοχής ΕΕ-Τουρκίας έναντι όλων των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένης της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Τέλος, το ΕΚ εκφράζει με επιφύλαξη, την ελπίδα ότι οι εξελίξεις στη Συρία θα επιτρέψουν σταδιακά σε έναν αυξανόμενο αριθμό προσφύγων να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και τονίζει ότι οι επιστροφές θα πρέπει να πραγματοποιούνται μόνο σε εθελοντική βάση και υπό συνθήκες ασφάλειας και αξιοπρέπειας.

Κίνδυνος κλιμάκωσης στη νότια Ασία: Έκκληση Τραμπ για ηρεμία σε Ινδία και Πακιστάν

Σε συγκρατημένο τόνο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, σχολίασε στις 6 Μαΐου την όξυνση της έντασης μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, έπειτα από τα αεροπορικά πλήγματα που εξαπέλυσε η Ινδία. Την ίδια ώρα, ο υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, διαβεβαίωσε πως η Ουάσιγκτον βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με τις δύο πλευρές.

Η κυβέρνηση του Πακιστάν απάντησε στρατιωτικά στα πλήγματα της Ινδίας, τα οποία ακολούθησαν μετά από τρομοκρατική επίθεση με 26 θύματα στις 22 Απριλίου, στην ινδικές περιοχή του Κασμίρ – ένα αμφισβητούμενο ορεινό τμήμα μεταξύ Πακιστάν, Ινδίας και Κίνας. Και τα τρία κράτη ελέγχουν τμήματα της στρατηγικής αυτής περιοχής, με Ινδία και Πακιστάν να διεκδικούν την πλήρη κυριαρχία.

Μιλώντας με δημοσιογράφους το βράδυ της Τρίτης στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ χαρακτήρισε «ντροπή» το τελευταίο επεισόδιο μεταξύ των δύο πυρηνικών δυνάμεων: «Μόλις το πληροφορηθήκαμε», ανέφερε. «Φαντάζομαι ότι πολλοί υποψιάζονταν ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε, με βάση το παρελθόν – αυτοί οι λαοί πολεμούν εδώ και πολύ καιρό. Ελπίζω μόνο να τελειώσει πολύ γρήγορα».

Ο Ρούμπιο από την πλευρά του, έγραψε στην πλατφόρμα X ότι παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και ότι η Ουάσιγκτον παραμένει σε διάλογο με Νέο Δελχί και Ισλαμαμπάντ, επιδιώκοντας διπλωματική αποκλιμάκωση.

Σύμβουλοι εθνικής ασφάλειας της αμερικανικής κυβέρνησης έχουν ήδη έρθει σε επαφή με ανώτατους αξιωματούχους και των δύο χωρών. Ο Ρούμπιο μίλησε στο ίδιο πνεύμα με τον Τραμπ, εκφράζοντας την ελπίδα για άμεση ειρήνευση και καλώντας Ινδία και Πακιστάν να διατηρήσουν ανοιχτά δίαυλους επικοινωνίας για αποτροπή περαιτέρω κλιμάκωσης.

Η ινδική κυβέρνηση, με επίσημη ανακοίνωσή της μέσω διαδικτύου, υποστήριξε πως οι αεροπορικές επιχειρήσεις της στόχευσαν αποκλειστικά υποδομές εντός Πακιστάν που συνδέονται με τις ένοπλες οργανώσεις που οργάνωσαν την πρόσφατη τρομοκρατική επίθεση. Τόνισε μάλιστα πως επέδειξε αυτοσυγκράτηση τόσο στην επιλογή των στόχων όσο και στην εκτέλεση της επιχείρησης, προσθέτοντας ότι δεν επλήγησαν πακιστανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις.

Από την πλευρά του Πακιστάν, ο υπουργός Άμυνας Χουαγιάτζα Μουχάμαντ Άσιφ δήλωσε στο πρακτορείο Bloomberg ότι η πολεμική αεροπορία της χώρας κατέρριψε πέντε ινδικά αεροσκάφη. Παράλληλα, αστυνομικές και ιατρικές πηγές της Ινδίας ανέφεραν ότι τουλάχιστον επτά άμαχοι σκοτώθηκαν στην περιοχή από πακιστανικά πυρά.

Σε παρέμβασή του στο κοινοβούλιο, ο πρωθυπουργός του Πακιστάν, Σαμπάζ Σαρίφ, επεσήμανε πως η αεροπορία της χώρας βρίσκεται σε κατάσταση πλήρους επιφυλακής, κατηγορώντας την Ινδία ότι επιχειρεί ψευδώς να εμπλέξει το Πακιστάν στην επίθεση της 22ης Απριλίου κατά τουριστών. Επίσης ανέφερε ότι πρότεινε τη διενέργεια διεθνούς έρευνας, χωρίς ωστόσο ο Νέο Δελχί να ανταποκριθεί.

Το υπουργείο Εξωτερικών του Πακιστάν χαρακτήρισε τα ινδικά πλήγματα «πράξη πολέμου» και «κατάφωρη επιθετικότητα». Με ανακοίνωσή του τόνισε πως «η κατάσταση παραμένει ρευστή» και ότι «το Πακιστάν επιφυλάσσεται του δικαιώματός του να απαντήσει κατάλληλα, σε χρόνο και τόπο της επιλογής του», επικαλούμενο το διεθνές δίκαιο και τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ.

Η ένταση μεταξύ των δύο γειτονικών κρατών – με ιστορικό πυρηνικών εξοπλισμών – κορυφώθηκε με τη νέα τρομοκρατική επίθεση του Απριλίου, την ευθύνη για την οποία η Ινδία επέρριψε στο Πακιστάν, κάτι που η Ισλαμαμπάντ απορρίπτει κατηγορηματικά. Η Ινδία παραμένει στρατηγικός εταίρος της Ουάσιγκτον, ενώ το Πακιστάν, αν και λιγότερο κρίσιμο μετά την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν το 2021, εξακολουθεί να καταγράφεται ως σύμμαχος των ΗΠΑ.

Με πληροφορίες από το Associated Press

Ανταλλαγή πυρών μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν για πέμπτη συναπτή νύχτα

Μέλη των ενόπλων δυνάμεων της Ινδίας και του Πακιστάν αντάλλαξαν πυρά στο Κασμίρ, για πέμπτη συνεχόμενη νύχτα, ανακοίνωσε σήμερα ο ινδικός στρατός, μια εβδομάδα μετά την πολυαίμακτη επίθεση εναντίον τουριστών η οποία ανέβασε κατακόρυφα την ένταση ανάμεσα στις δυο γειτονικές χώρες, οι οποίες διαθέτουν πυρηνικά οπλοστάσια.

Όπως και τις προηγούμενες νύχτες, ο ινδικός στρατός ανέφερε πως πακιστανικά στρατεύματα άνοιξαν πυρ με ελαφρά όπλα εναντίον θέσεών του κατά μήκος της λεγόμενης γραμμής ελέγχου (των de facto συνόρων) στο Κασμίρ.

Προσέθεσε ότι άνδρες του «ανταπέδωσαν με μετρημένο και αποτελεσματικό τρόπο την πρόκληση».

Το Νέο Δελχί δεν έκανε λόγο για θύματα.

Δεν έχει υπάρξει, ως αυτό το στάδιο τουλάχιστον, επιβεβαίωση από πλευράς του Ισλαμαμπάντ.

Η ένταση ανάμεσα στην Ινδία και στο Πακιστάν έφτασε σε νέα κορύφωση μετά την επίθεση ενόπλων την 22α Απριλίου εναντίον τουριστών στην Παχαλγκάμ, στο ινδικό Κασμίρ, όπου έχασαν τη ζωή τους 26 άνθρωποι.

Χωρίς να περιμένει να υπάρξει ανάληψη ευθύνης, το Νέο Δελχί χαρακτήρισε το Ισλαμαμπάντ υπεύθυνο για την επίθεση, τη φονικότερη εναντίον αμάχων στην περιοχή με κατά πλειονότητα μουσουλμανικό πληθυσμό εδώ και δεκαετίες.

Το Πακιστάν διέψευσε οποιαδήποτε εμπλοκή και ζήτησε να διενεργηθεί «ουδέτερη έρευνα» για το μακελειό.

Οι δυο χώρες ανακοίνωσαν αντίποινα η μια εναντίον της άλλης· διατάχτηκε να κλείσουν τα σύνορα.

Η Ινδία έδωσε προθεσμία ως σήμερα στους Πακιστανούς υπηκόους να φύγουν από την επικράτειά της.

Αναλυτές ανησυχούν πως η ολοένα πιο πολεμοχαρής συμπεριφορά της κυβέρνησης του ινδουιστή εθνικιστή πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω κλιμάκωση.

Το Κασμίρ είναι μοιρασμένο μεταξύ των δυο χωρών αφότου απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, το 1947. Και οι δυο διεκδικούν κυριαρχικά δικαιώματα στο σύνολο της περιοχής. Από το 1989, μάχες ανάμεσα σε αυτονομιστές αντάρτες και τον ινδικό στρατό έχουν στοιχίσει τη ζωή σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους και πυροδότησαν αλλεπάλληλα κύματα σκληρών κατασταλτικών μέτρων.

Σε λαϊκό προσκύνημα η σορός του πάπα Φραγκίσκου από σήμερα – Το Σάββατο η κηδεία

Η σορός του πάπα Φραγκίσκου μεταφέρθηκε σήμερα στη βασιλική εκκλησία του Αγίου Πέτρου.

Το λαϊκό προσκύνημα θα διαρκέσει μέχρι και την Παρασκευή. Όπως ανακοίνωσε το Βατικανό, η κηδεία του ποντίφικα θα τελεσθεί το Σάββατο, στις 10 το πρωί ώρα Ιταλίας.

Πενθήμερο πένθος στην Ιταλία

Η ιταλική κυβέρνηση αποφάσισε την κήρυξη πενθήμερου πένθους για τον θάνατο του πάπα Φραγκίσκου. Οι εκδηλώσεις, παράλληλα, για την επέτειο της απελευθέρωσης της χώρας από τον φασισμό και τον ναζισμό θα πραγματοποιηθούν φέτος στις 25 Απριλίου, πολύ περιορισμένες σε σχέση με το παρελθόν.

Η κυβέρνηση Μελόνι διέθεσε 5 εκατομμύρια ευρώ για την υποδοχή των προσκυνητών και τα έκτακτα μέτρα ασφαλείας, εν όψει της κηδείας του εκλιπόντα ποντίφικα, η οποία θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο, στις 10 το πρωί, τοπική ώρα.

Εκείνη την ημέρα, δεν πρόκειται να διεξαχθούν οι αγώνες ποδοσφαίρου του ιταλικού πρωταθλήματος.

Για την παροχή βοήθειας στους προσκυνητές και την εγγύηση της ασφάλειας των πιστών και των επισήμων που θα συρρεύσουν στην Αιώνια Πόλη, εκτός από την αστυνομία και τους καραμπινιέρους, έχουν κινητοποιηθεί ο στρατός και η Πολιτική Προστασία. Ειδικά εκπαιδευμένοι δύτες άρχισαν ήδη να ελέγχουν την περιοχή του Τίβερη, η οποία βρίσκεται κοντά στο Βατικανό.

200.000 πιστοί

Για την κηδεία του Πάπα Φραγκίσκου, το Σάββατο στο Βατικανό, αναμένονται περίπου 200.000 πιστοί. Σύμφωνα με τον Ιταλό υπουργό Εσωτερικών, Ματέο Πιαντεντόζι, η πρόβλεψη της ιταλικής κυβέρνησης είναι ότι πρόκειται να φτάσουν στην Αιώνια Πόλη περίπου 170 ξένες αντιπροσωπείες, συμπεριλαμβανομένων πολλών αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων.

Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αναμένεται να αφιχθεί στην ιταλική πρωτεύουσα την Παρασκευή, ενώ οι περισσότεροι ξένοι ηγέτες θα ταξιδέψουν στη Ρώμη αυθημερόν.

Μεταξύ άλλων, έχει ανακοινωθεί η παρουσία του βασιλικού ζεύγους της Ισπανίας, του Βρετανού πρίγκιπα Ουίλλιαμ, του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι, του προέδρου της Βραζιλίας Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα και του Γερμανού προέδρου Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ, όπως και του απερχόμενου καγκελάριου Όλαφ Σολτς. Ξεχωριστή θέση μεταξύ των θρησκευτικών ταγών θα έχει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.

Αναφερόμενος στην υποδοχή θρησκευτικών και πολιτικών ηγετών, ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Αντόνιο Ταγιάνι έγραψε στο διαδίκτυο ότι για τη χώρα του «θα αποτελέσει τεράστια ευθύνη, στα πλαίσια ενός διεθνούς γεγονότος.»

Η συζήτηση για ρωσική βάση στην Ινδονησία αποπροσανατολίζει από τη μεγάλη γεωπολιτική στροφή στην περιοχή

Ανάλυση ειδήσεων

Ανησυχίες για ρωσική στρατιωτική παρουσία στην περιοχή του Ειρηνικού διατυπώνουν αναλυτές άμυνας στην Αυστραλία, τονίζοντας ότι οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι δεν θα πρέπει να υποτιμούν σχετικές αναφορές.

Στα μέσα Απριλίου, το εξειδικευμένο περιοδικό άμυνας και πληροφοριών Janes δημοσίευσε ότι η Ρωσία φέρεται να ζήτησε από την Ινδονησία την άδεια να σταθμεύσει αεροσκάφη μεγάλης εμβέλειας στη βάση της Πολεμικής Αεροπορίας Manuhua, περίπου 1.300 χιλιόμετρα βόρεια του Ντάργουιν της Αυστραλίας.

Η σχετική είδηση οδήγησε την κυβέρνηση των Εργατικών να ζητήσει διευκρινίσεις από την Τζακάρτα, εξαιτίας της γεωγραφικής εγγύτητας της βάσης στην αυστραλιανή επικράτεια.

Στις 15 Απριλίου, ο αντιπρόεδρος και υπουργός Άμυνας της Αυστραλίας, Ρίτσαρντ Μαρλς, δήλωσε ότι επικοινώνησε με τον Ινδονήσιο ομόλογό του, Σιαφρί Σιαμσοεντίν, ο οποίος αρνήθηκε την ύπαρξη της ρωσικής στρατιωτικής παρουσίας στην περιοχή. Σύμφωνα με τον Αυστραλό υπουργό, ο Σιαμσοεντίν φέρεται να του ξεκαθάρισε ότι τα δημοσιεύματα περί ρωσικών αεροσκαφών στην Ινδονησία δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Ωστόσο, ο Μαρλς δεν σχολίασε αν η Μόσχα είχε πράγματι απευθύνει σχετικό αίτημα.

Την αντίθεσή του σε οποιαδήποτε ρωσική στρατιωτική παρουσία στην περιοχή διατύπωσε και ο πρωθυπουργός Άντονυ Αλμπανέζε, ο οποίος υπενθύμισε ότι η Αυστραλία στηρίζει την Ουκρανία και θεωρεί τον Βλαντίμιρ Πούτιν αυταρχικό ηγέτη που παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και την κυριαρχία μιας ανεξάρτητης χώρας. Ο ίδιος επεσήμανε ότι οι σχέσεις με την Ινδονησία βρίσκονται «στο καλύτερο δυνατό σημείο».

Από την πλευρά του, ο αρχηγός της αντιπολίτευσης Πήτερ Ντάττον — ο οποίος ανέδειξε το θέμα δημοσίως — δήλωσε επίσης ότι η ρωσική παρουσία δεν είναι επιθυμητή στην περιοχή, καλώντας την κυβέρνηση να δώσει περισσότερες εξηγήσεις.

Εστιάζουν σε λάθος μέρος

Ο Μάικλ Σούμπριτζ, ιδρυτής και διευθυντής του ανεξάρτητου κέντρου Strategic Analysis Australia, σχολίασε ότι η δημόσια συζήτηση γύρω από το ενδεχόμενο δημιουργίας ρωσικής βάσης στην Ινδονησία αποσπά την προσοχή από το ουσιαστικότερο ζήτημα — την ενίσχυση των δεσμών μεταξύ Τζακάρτας και Μόσχας.

Όπως ανέφερε, οι κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις του υπουργού Άμυνας δεν απαντούν στις ευρύτερες εξελίξεις, επισημαίνοντας ότι η επικοινωνία με την Ινδονησία πραγματοποιήθηκε βιαστικά, αφού πρώτα είχε γίνει γνωστό το θέμα μέσω των μέσων ενημέρωσης.

Ο Σούμπριτζ υποστήριξε επίσης ότι οι πληροφορίες του Janes είναι αξιόπιστες και ότι, αν και είναι απίθανο η Ινδονησία να επιτρέψει την εγκατάσταση ρωσικής βάσης, είναι πολύ πιθανό να παραχωρήσει διευκολύνσεις σε ρωσικά αεροσκάφη, ιδίως εφόσον προκύπτει όφελος για την ίδια μέσα από κοινές ασκήσεις.

Ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας Άντονυ Αλμπανέζε απευθύνεται σε δημοσιογράφους, στην Αδελαΐδα. Αυστραλία, 1η Απριλίου 2025. (AAP Image/Lukas Coch)

 

Ο ίδιος υπενθύμισε ότι ο ινδονησιακός στρατός διαθέτει ήδη ρωσικά μαχητικά αεροσκάφη τύπου Sukhoi και εκτίμησε ότι ο νέος πρόεδρος της χώρας, Πραμπόβο Σουμπιάντο, προσεγγίζει θετικά τέτοιου είδους συνεργασίες, λόγω και της στρατιωτικής του καριέρας.

Ο Σούμπριτζ υπογράμμισε πως δεν θα πρέπει να δίνεται τόση έμφαση στον όρο «βάση», φέρνοντας ως παράδειγμα την περιστροφική παρουσία 2.500 Αμερικανών πεζοναυτών στο Ντάργουιν, η οποία πραγματοποιείται χωρίς τη δημιουργία μόνιμης βάσης — όπως και η χρήση αυστραλιανών αεροπορικών υποδομών από αμερικανικά μαχητικά και βομβαρδιστικά.

Η συνεργασία Ινδονησίας–Ρωσίας ενισχύεται

Μετά την εκλογή του το 2024, ο πρόεδρος Πραμπόβο έχει κινηθεί ταχέως για την ενίσχυση της συνεργασίας της χώρας του με τη Ρωσία. Τον Ιούλιο του 2024, ως εκλεγμένος πρόεδρος ακόμη, επισκέφθηκε τη Μόσχα και συναντήθηκε με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, τον οποίο χαρακτήρισε «μεγάλο φίλο» της Ινδονησίας. Δήλωσε μάλιστα ότι επιδιώκει διεύρυνση της συνεργασίας στους τομείς της άμυνας, της ενέργειας και της εκπαίδευσης.

Λίγους μήνες νωρίτερα είχε πραγματοποιήσει αντίστοιχη επίσκεψη στην Κίνα, προκειμένου να επιβεβαιώσει τις «φιλικές σχέσεις» μεταξύ των δύο χωρών.

Ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν ανταλλάσσει χειραψία με τον πρόεδρο της Ινδονησίας Πραμπόβο Σουμπιάντο στη Μόσχα. Ρωσία, 31 Ιουλίου 2024. (Maxim Shemetov/POOL/AFP μέσω Getty Images)

 

Μετά την ανάληψη των καθηκόντων, τον Οκτώβριο του 2024, η Ινδονησία προχώρησε στην πρώτη κοινή ναυτική άσκηση με τη Ρωσία στη Θάλασσα της Ιάβας, ενώ τον Φεβρουάριο του 2025 ο επικεφαλής του ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας, στρατηγός Σεργκέι Σοϊγκού, επισκέφθηκε την Ινδονησία για συνομιλίες ασφαλείας με τον Πραμπόβο και τον Ινδονήσιο υπουργό Άμυνας.

Σύμφωνα με τον Σούμπριτζ, το μοτίβο είναι σαφές: ο νέος Ινδονήσιος πρόεδρος εργάζεται εντατικά για την εμβάθυνση της στρατιωτικής συνεργασίας με τη Ρωσία, ενώ ο Πούτιν φαίνεται να ανταποκρίνεται θετικά, παρά το βάρος του πολέμου στην Ουκρανία.

Ο αναλυτής σημείωσε ακόμη ότι, παρότι ο Μαρλς είχε χαρακτηρίσει ιστορική τη συμφωνία ασφαλείας που υπέγραψε με τον Πραμπόβο τον Αύγουστο του 2024, στην πράξη η Ρωσία και η Ινδονησία έρχονται ολοένα και πιο κοντά — χωρίς η Τζακάρτα να θεωρεί ότι οφείλει να ενημερώσει ή να διαβουλευτεί με την Καμπέρα.

Κατά τον Σούμπριτζ, αυτή η πραγματικότητα δημιουργεί εύλογη ανησυχία για την Αυστραλία, καθώς — όπως υποστηρίζουν κυβέρνηση και αντιπολίτευση — «η Ρωσία δεν είναι ευπρόσδεκτη στη δική μας περιοχή, όμως φαίνεται πως είναι κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτη στην Ινδονησία».

Τέλος, υπενθύμισε ότι η Μόσχα και το Πεκίνο διατηρούν μια «χωρίς όρια» στρατηγική συνεργασία, που στηρίζει τις στρατιωτικές φιλοδοξίες και των δύο πλευρών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η απόφαση της Ουκρανίας να επιβάλει κυρώσεις σε τρεις κινεζικές εταιρείες για παροχή όπλων στη Ρωσία — γεγονός που, όπως σημείωσε, εντάσσεται στο πλαίσιο της σκιώδους στήριξης που παρέχει το Πεκίνο στη Μόσχα μέσω εμπορίου και ανεφοδιασμού.

Η αντίδραση της Ρωσίας

Στη δημόσια συζήτηση παρενέβη και ο πρέσβης της Ρωσίας στην Ινδονησία, Σεργκέι Τολτσένοφ, μέσω επιστολής του προς τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας Jakarta Post. Αν και απέφυγε να επιβεβαιώσει αν η Μόσχα έχει ζητήσει τη φιλοξενία ρωσικών αεροσκαφών στην ινδονησιακή επικράτεια, υποστήριξε ότι όσα συμβαίνουν στη βάση της Πολεμικής Αεροπορίας Manuhua «δεν έχουν καμία σχέση με την Αυστραλία».

Ο Τολτσένοφ φέρεται να διερωτήθηκε γιατί να ανησυχούν οι απλοί Αυστραλοί πολίτες για ζητήματα που λαμβάνουν χώρα 1.300 χιλιόμετρα μακριά, τονίζοντας ότι πρόκειται για διμερείς σχέσεις κυρίαρχων κρατών που δεν άπτονται της Αυστραλίας.

Στρατιώτης φυλάει σκοπιά κοντά σε μαχητικό αεροσκάφος σε αεροπορική βάση στο Blang Bintang της Ινδονησίας, στις 19 Μαΐου 2019. (Chaideer Mahyuddin/AFP μέσω Getty Images)

 

Ο πρέσβης άσκησε κριτική και στη στρατιωτική συνεργασία Αυστραλίας–ΗΠΑ, αφήνοντας αιχμές για την παρουσία «μεγάλων εξωπεριφερειακών δυνάμεων» στο αυστραλιανό έδαφος, οι οποίες —όπως ισχυρίστηκε— ενδέχεται να προκαλούν μεγαλύτερη αστάθεια στην περιοχή του Ειρηνικού. Ιδιαίτερα ανησυχητικά χαρακτήρισε τα σχέδια εγκατάστασης αμερικανικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς στην Αυστραλία, καθώς και την απόκτηση πυρηνοκίνητων υποβρυχίων από το Πολεμικό Ναυτικό της χώρας στο πλαίσιο της τριμερούς συμμαχίας AUKUS.

Ο Τολτσένοφ πρόσθεσε ότι η στρατιωτική συνεργασία Ρωσίας–Ινδονησίας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της διμερούς σχέσης, επισημαίνοντας ότι αποσκοπεί στην ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας και των δύο χωρών, δεν στρέφεται κατά τρίτων και δεν συνιστά απειλή για την ασφάλεια της περιοχής Ασίας–Ειρηνικού. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα εθνικά συμφέροντα της Καμπέρα δεν μπορούν να επεκτείνονται στο έδαφος γειτονικών κυρίαρχων κρατών που ακολουθούν αυτόνομες και ενεργητικές πολιτικές.

Ομοιότητες με τη συμφωνία Κίνας–Νήσων Σολομώντα

Ωστόσο, ο Μάικλ Σούμπριτζ επανήλθε, εκφράζοντας έντονη ανησυχία και παραλληλίζοντας την υπόθεση Ρωσίας–Ινδονησίας με τη συμφωνία ασφαλείας μεταξύ Κίνας και Νήσων Σολομώντα, η οποία είχε αιφνιδιάσει την Αυστραλία το 2022.

Υπενθύμισε ότι και τότε η ύπαρξη της συμφωνίας είχε αποκαλυφθεί πρώτα από τα μέσα ενημέρωσης και όχι μέσω διπλωματικών διαύλων. Αρχικά, είχε επικρατήσει η συζήτηση για το αν η συμφωνία περιελάμβανε κινεζική στρατιωτική βάση — όμως, όπως είπε, αυτό αποδείχθηκε δευτερεύον.

Το ουσιώδες, σύμφωνα με τον Σούμπριτζ, ήταν πως η συμφωνία υπεγράφη τελικά, και η εμβάθυνση της συνεργασίας μεταξύ Κίνας και Νήσων Σολομώντα συνεχίζεται, ανοίγοντας το δρόμο για μελλοντικές στρατιωτικές επισκέψεις και κοινές επιχειρήσεις.

Με αυτή τη σύγκριση, ο Αυστραλός αναλυτής άφησε να εννοηθεί ότι και στην περίπτωση της Ινδονησίας, το ζήτημα δεν είναι αν θα υπάρξει άμεσα ρωσική βάση, αλλά το ότι έχει ήδη ξεκινήσει μια διαδικασία στενότερης συνεργασίας που μπορεί να οδηγήσει σε σταθερή ρωσική παρουσία στην περιοχή.

Του Alfred Bui

Συνάντηση Γουίτκοφ–Αραγτσί στη Ρώμη για τον δεύτερο γύρο συνομιλιών για τα πυρηνικά

Ο ειδικός απεσταλμένος του Αμερικανού προέδρου για τη Μέση Ανατολή, Στιβ Γουίτκοφ, έφθασε στη Ρώμη για τον δεύτερο γύρο συνομιλιών με τον Ιρανό Υπουργό Εξωτερικών Αμπάς Αραγτσί, καθώς ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, επιδιώκει μια νέα συμφωνία για τον περιορισμό των πυρηνικών φιλοδοξιών του Ιράν.

Κατά την πρώτη του θητεία, ο Τραμπ απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες από τη συμφωνία του 2015 για τον περιορισμό της πυρηνικής δραστηριότητας της Τεχεράνης, επανέφερε τις κυρώσεις και ζήτησε ένα νέο πλαίσιο ώστε να αποτραπεί η απόκτηση πυρηνικού όπλου από το Ιράν. Σε απάντηση, η Τεχεράνη απομακρύνθηκε από τις δεσμεύσεις της βάσει της συμφωνίας, η οποία προέβλεπε περιορισμό των αποθεμάτων ουρανίου και εμπλουτισμό έως 3,67%.

Σε έκθεσή του τον Φεβρουάριο, ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας (International Atomic Energy Agency-IAEA) των Ηνωμένων Εθνών διαπίστωσε ότι το Ιράν διαθέτει περίπου 274 κιλά ουρανίου εμπλουτισμένου κατά 60%. Για την παραγωγή πυρηνικού όπλου, απαιτείται εμπλουτισμός σε ποσοστό 90%.

Αφότου επέστρεψε στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ επανεκκίνησε τις προσπάθειες για νέα συμφωνία, προειδοποιώντας πρόσφατα ότι θα καταφύγει σε στρατιωτική δράση εάν η Τεχεράνη δεν αποδεχτεί νέους όρους.

Ο Γουίτκοφ είχε πραγματοποιήσει έμμεσες συνομιλίες με τον Αραγτσί στις 12 Απριλίου στο Ομάν. Κατά την πρώτη εκείνη συνάντηση στη Μουσκάτ, ο Ομανός διπλωμάτης Μπάντρ αλ-Μπουσαΐντι μετέφερε μηνύματα ανάμεσα στις δύο πλευρές.

Ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι το Ιράν δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποκτήσει πυρηνικό όπλο. Ωστόσο, Ουάσιγκτον και Τεχεράνη φαίνεται να διαφωνούν ως προς το ποιες άλλες πυρηνικές δραστηριότητες μπορεί να συνεχίσει το Ιράν.

Σε δήλωσή του στις 15 Απριλίου, ο Γουίτκοφ ανέφερε: «Το Ιράν πρέπει να σταματήσει και να εξαλείψει πλήρως το πρόγραμμα εμπλουτισμού και εξοπλισμού του με πυρηνικά».

Ο Αραγτσί, απαντώντας την επόμενη ημέρα, στις 16 Απριλίου, υποστήριξε ότι η Ουάσιγκτον δίνει αντιφατικά μηνύματα σχετικά με τους όρους των διαπραγματεύσεων. Δήλωσε χαρακτηριστικά ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν το πρόγραμμα εμπλουτισμού ουρανίου. «Είμαστε έτοιμοι να χτίσουμε εμπιστοσύνη σε σχέση με τις πιθανές ανησυχίες, αλλά το ζήτημα του εμπλουτισμού δεν είναι διαπραγματεύσιμο.» Ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών ανέφερε επίσης ότι αναμένει από τον Γουίτκοφ να αποσαφηνίσει τους όρους της Ουάσιγκτον κατά τη συνάντηση της 19ης Απριλίου στη Ρώμη.

Σε άλλη τοποθέτησή του, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στη Μόσχα την Παρασκευή, ο Αραγτσί τόνισε ότι μια νέα συμφωνία με την κυβέρνηση Τραμπ είναι δυνατή «εφόσον δείξουν σοβαρότητα και δεν προβάλλουν μη ρεαλιστικές απαιτήσεις».

Ο Ιρανός ΥΠΕΞ επισκέφθηκε τη Ρωσία μετά τις συνομιλίες στο Ομάν. Το ιρανικό Υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι η Τεχεράνη σκοπεύει να διαβουλευτεί με όλα τα εναπομείναντα μέρη της συμφωνίας του 2015 — Κίνα, Γαλλία, Γερμανία, Ρωσία και Ηνωμένο Βασίλειο — στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ.

Ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, δήλωσε ότι η Μόσχα είναι έτοιμη να διευκολύνει τις συνομιλίες μεταξύ Ουάσινγκτον και Τεχεράνης. «Είμαστε πρόθυμοι να βοηθήσουμε, να μεσολαβήσουμε, να παίξουμε οποιονδήποτε ρόλο θεωρήσει χρήσιμο το Ιράν και αποδεκτό η Ουάσιγκτον», ανέφερε ο Λαβρόφ την Παρασκευή, σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο TASS.

Στεκόμενος δίπλα στον Αραγτσί, στη συνέντευξη Τύπου, ο Λαβρόφ προσέθεσε ότι και η Ρωσία αναμένει περισσότερες λεπτομέρειες από την κυβέρνηση Τραμπ για τις απαιτήσεις που θα τεθούν στις συνομιλίες της Ρώμης.
«Αν δεν διατυπωθούν μη ρεαλιστικές και αδύνατες απαιτήσεις, είναι πιθανό να επιτευχθεί συμφωνία», δήλωσε ο Ρώσος ΥΠΕΞ.

Ο Τραμπ προσπαθεί ταυτόχρονα να διαπραγματευτεί νέα συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα και να μεσολαβήσει σε μια ειρηνευτική διευθέτηση για τον πόλεμο Ρωσίας–Ουκρανίας. Η επίτευξη λύσης για την Ουκρανία παραμένει άπιαστος στόχος, με τον Αμερικανό πρόεδρο να προειδοποιεί την Παρασκευή ότι ενδέχεται να αποσυρθεί από την προσπάθεια, εάν δεν διαπιστώσει πρόοδο στις συνομιλίες μεταξύ Μόσχας και Κιέβου.

Η Μόσχα έχει ενισχύσει τις διπλωματικές της σχέσεις με την Τεχεράνη από το 2022, καθώς αντιμετωπίζει διεθνείς κυρώσεις και διπλωματική απομόνωση λόγω της εισβολής στην Ουκρανία.

Εκπρόσωπος της γαλλικής κυβέρνησης: Η ΕΕ είναι «έτοιμη για εμπορικό πόλεμο»-Θα απαντήσει «σε δύο φάσεις» στους δασμούς των ΗΠΑ

Η ΕΕ, «έτοιμη για εμπορικό πόλεμο» με τις ΗΠΑ, προβλέπει να «να πλήξει τις ψηφιακές υπηρεσίες» όταν απαντήσει στους δασμούς που ανακοίνωσε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, επεσήμανε σήμερα η Σοφί Πριμά, εκπρόσωπος της κυβέρνησης της Γαλλίας.

«Είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι θα παρατηρηθεί πράγματι ύφεση στην παραγωγή», πρόσθεσε η Πριμά μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό RTL, ενώ εξέφρασε την ανησυχία της για τις επιπτώσεις που θα έχουν οι αμερικανικοί δασμοί κυρίως στα γαλλικά κρασιά και οινοπνευματώδη.

Ο Τραμπ υπέγραψε χθες Τετάρτη διάταγμα για την επιβολή δασμών 20% στα ευρωπαϊκά προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ.

Μετά την αμερικανική απόφαση η ΕΕ προετοιμάζει την απάντησή της, η οποία θα έρθει σε δύο φάσεις: «η πρώτη απάντηση θα έρθει περίπου στα μέσα Απριλίου και θα αφορά την πρώτη επίθεση (του Αμερικανού προέδρου) στο αλουμίνιο και τον χάλυβα», επεσήμανε η εκπρόσωπος της γαλλικής κυβέρνησης.

«Και στη συνέχεια θα υπάρξει μια δεύτερη απάντηση, η οποία θα είναι πιθανόν έτοιμη στα τέλη του Απριλίου και θα αφορά το σύνολο των προϊόντων και των υπηρεσιών», πρόσθεσε η Πριμά.

Προς το παρόν «οι χώρες μέλη της ΕΕ διαπραγματεύονται» για αυτή τη δεύτερη φάση της αντίδρασής τους, εξήγησε.

«Αλλά θα πλήξουμε και τις υπηρεσίες, για παράδειγμα τις ψηφιακές υπηρεσίες οι οποίες σήμερα δεν φορολογούνται και θα μπορούσαν να φορολογηθούν», πρόσθεσε.

«Αυτή τη στιγμή διαθέτουμε ένα εύρος εργαλείων και είμαστε έτοιμοι για αυτόν τον εμπορικό πόλεμο», υπογράμμισε η Πριμά.

Στο μεταξύ ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν θα συναντηθεί σήμερα το απόγευμα με εκπροσώπους των επιχειρηματικών κλάδων που πλήττονται από τους αμερικανικούς δασμούς.

«Το πρώτο μέλημα είναι να κάνουμε έναν απολογισμό και προβλέψεις για το ποιες θα είναι οι επιθέσεις και οι επιπτώσεις τους στο σύνολο των κλάδων. Στη συνέχεια θα δούμε πώς μπορούμε να στηρίξουμε τις βιομηχανίες παραγωγής», δήλωσε η Πριμά.

«Βλέπουμε ξεκάθαρα ότι οι εξαγωγικές αγορές, κυρίως για τα κρασιά και τα οινοπνευματώδη, κλείνουν. Θα πρέπει κατά συνέπεια να υποστηρίξουμε την ευρωπαϊκή παραγωγή μας», εκτίμησε.

US Aid: Περικοπή 13 δισ. δολαρίων αλλάζει τα δεδομένα για την Αφρική

Γιοχάνεσμπουργκ — Πολλές χώρες της Αφρικής αντέδρασαν με έκπληξη και άγχος στην πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης των ΗΠΑ να κόψει 13 δισεκατομμύρια δολάρια ανθρωπιστικής και αναπτυξιακής βοήθειας.

Ωστόσο, αναλυτές εκτιμούν ότι αυτή η απόφαση μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία για αυτές τις χώρες να ενισχύσουν την χρηστή διακυβέρνηση, ενώ ακόμη και κάποιοι επικριτές τονίζουν ότι η κίνηση αυτή αναδεικνύει την εκτεταμένη και συστηματική διαφθορά που επικρατεί στην περιοχή.

Κατά το οικονομικό έτος 2024, η κυβέρνηση των ΗΠΑ πρόσφερε σχεδόν 13 δισεκατομμύρια δολάρια προς αφρικανικές χώρες, στην περιοχή που σύμφωνα με την Transparency International θεωρείται η πιο διεφθαρμένη στον κόσμο.

Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των πόρων διαχειριζόταν η Υπηρεσία των ΗΠΑ για τη Διεθνή Ανάπτυξη (USAID), τα προγράμματα της οποίας έχουν πλέον ανασταλεί ως επί το πλείστον και περνάει στον άμεσο έλεγχο του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών.

Τα κονδύλια κατευθύνονταν κυρίως στην αντιμετώπιση επισιτιστικών κρίσεων, καθώς και στην πρόληψη και θεραπεία σοβαρών ασθενειών όπως το AIDS, η ελονοσία και η φυματίωση.

Ο ΟΗΕ προειδοποιεί ότι εκατομμύρια ζωές κινδυνεύουν από την απόσυρση της αμερικανικής βοήθειας. Μόνο στην Αιθιοπία, περίπου 16 εκατομμύρια άνθρωποι βασίζονταν το 2024 στα σιτηρά που προμήθευαν οι ΗΠΑ, σε μία περίοδο παρατεταμένης ξηρασίας και εμφύλιων συγκρούσεων.

Στη Νότια Αφρική, η χρηματοδότηση της USAID πλήρωνε το προσωπικό εκατοντάδων μη κυβερνητικών οργανώσεων που υποστήριζαν το μεγαλύτερο πρόγραμμα διάθεσης αντιρετροϊικών φαρμάκων παγκοσμίως, για σχεδόν 6 εκατομμύρια ανθρώπους με HIV. Όπως δήλωσε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας της χώρας, Φόστερ Μοχάλε, στο The Epoch Times, σήμερα το πρόγραμμα λειτουργεί με λιγότερο από τη μισή δυναμικότητά του.

Παρόμοιες ιστορίες επαναλαμβάνονται σε όλη την αφρικανική ήπειρο.

Από την άλλη πλευρά, ο Κρις Μαρολένγκ, υψηλόβαθμο στέλεχος του Good Governance Africa, βλέπει στην απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ μια ευκαιρία: «Ρίχνει άπλετο φως στη διαφθορά και τον εγωισμό πολλών αφρικανικών καθεστώτων», αναφέρει.

«Είναι η ώρα οι πολίτες να πιέσουμε τις κυβερνήσεις μας να ασκήσουν καθαρή διακυβέρνση και να παρέχουν βασικές υπηρεσίες στον κόσμο, όχι απλά να μοιράζουν ευκαιριακά χρήματα», τονίζει.

Ωστόσο, σημειώνει επίσης ότι πολλοί επιχειρηματικοί, πολιτικοί και κοινωνικοί φορείς είναι δυσαρεστημένοι με την ταχύτητα που έλαβε χώρα αυτή η σημαντική μείωση, καθώς δεν τους δίνεται χρόνος να προσαρμοστούν και να αναζητήσουν εναλλακτική στήριξη αλλού.

Ο Τζάκι Σίλιερς, από το Institute for Security Studies της Νότιας Αφρικής, προειδοποιεί ότι μια τέτοια απότομη διακοπή μπορεί να επιστρέψει σχεδόν 6 εκατομμύρια Αφρικανούς σε ακραία φτώχεια εντός μόλις ενός έτους.

Από την άλλη, ο Νιγηριανός οικονομολόγος Νένγκακ Γκοντί τονίζει ότι «έφτασε η ώρα η Αφρική να τακτοποιήσει μόνη της τα του οίκου της» αναφέροντας μεταξύ άλλων την ανάγκη για καλύτερη είσπραξη φόρων, πάταξη της διαφθοράς και αποτελεσματικότερη διαχείριση δημόσιων πόρων.

Το 2024, η Transparency International χαρακτήρισε σχεδόν το 90% των αφρικανικών κρατών «ιδιαίτερα διεφθαρμένα», με το Νότια Σουδάν και τη Σομαλία να κατέχουν τις δύο πρώτες θέσεις παγκοσμίως.

Ο οικονομικός αναλυτής Ντέιβιντ Ανσάρα εξηγεί: «Δεν έχει νόημα οι ΗΠΑ να δίνουν δισεκατομμύρια σε κυβερνήσεις που διαχειρίζονται τεράστια αποθέματα φυσικών πόρων, αλλά προτιμούν να τα σπαταλούν σε ιδιωτικές τσέπες. Χώρες όπως η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και η Νιγηρία αποκομίζουν τεράστια έσοδα, όμως τα οφέλη δεν φτάνουν ποτέ στις μάζες».

Παράλληλα, περιπτώσεις όπως της Ζιμπάμπουε και της Μοζαμβίκης, δείχνουν την επιτακτική ανάγκη για τον έλεγχο των χρηματοροών που ευνοούν μόνο την άρχουσα τάξη έναντι των πολιτών.

Ο Γκοντί προσθέτει ότι η Αφρική πρέπει πλέον να ενισχύσει την εσωτερική φιλανθρωπία, αποκτώντας ανεξαρτησία, ενώ ο Σίλιερς προτρέπει την ιδιωτική πρωτοβουλία και εναλλακτικούς εταίρους, όπως την Κίνα, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία, να λάβουν ενεργό ρόλο στην κάλυψη των ελλειμμάτων.

Σε κάθε περίπτωση, συμπεραίνει ο Μαρολένγκ, αυτή η επώδυνη απόφαση μπορεί να αποτελέσει αφύπνιση και κίνητρο για μία ανεξάρτητη και αυτάρκη Αφρική.

Γερμανία: Αποστολή στρατευμάτων στη Λιθουανία – Η πρώτη μόνιμη αποστολή από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

Η Γερμανία αναπτύσσει στρατεύματα στη Λιθουανία, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας για την ενίσχυση της ετοιμότητας του ΝΑΤΟ και για την ανάληψη αυξημένου ηγετικού ρόλου εντός της συμμαχίας. Η αποστολή αυτή αποτελεί την πρώτη μόνιμη ξένη στρατιωτική παρουσία της Γερμανίας από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και στο παρελθόν έχει συμμετάσχει σε μη μόνιμες εξωτερικές αποστολές, όπως στον πόλεμο στο Αφγανιστάν υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.

Ο υπουργός Άμυνας της Γερμανίας, Μπόρις Πιστόριους, τόνισε σε δήλωσή του ότι η αποστολή αυτή σηματοδοτεί μια ιστορική καμπή για τη συμμαχία του ΝΑΤΟ και τον ρόλο της Γερμανίας σε αυτήν. «Με αυτή τη μάχιμη ταξιαρχία, αναλαμβάνουμε ηγετική ευθύνη στη συμμαχία εδώ, στη ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ» ανέφερε.

Η νέα ταξιαρχία, που περιλαμβάνει περίπου 5.000 άτομα και 2.000 οχήματα, βρίσκεται σε φάση προγραμματισμού από το 2023. Στόχος της είναι η αποτροπή περαιτέρω ρωσικής επιθετικότητας στην περιοχή, ενώ παράλληλα μεταφέρει ορισμένες αμυντικές ευθύνες από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ευρώπη. Οι τρεις μονάδες που συμμετέχουν περιλαμβάνουν ένα μηχανοκίνητο τάγμα, ένα τάγμα αρμάτων μάχης και επιπρόσθετα μάχιμα και υποστηρικτικά στοιχεία που θα συνεργάζονται με μια πολυεθνική μάχιμη ομάδα.

Η χρήση της πολυεθνικής μάχιμης ομάδας έγκειται στις Δυνάμεις Ενισχυμένης Παρουσίας του ΝΑΤΟ, οι οποίες έχουν αναπτυχθεί σε Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία και Πολωνία από το 2017, ως απάντηση στις ρωσικές υποστηριζόμενες επιχειρήσεις κατά της Ουκρανίας. Το νέο τμήμα θα υποστηρίζεται επίσης από μια γερμανική τεθωρακισμένη ταξιαρχία πεζικού, η οποία θα υπηρετεί σε εφεδρική ιδιότητα, έτοιμη να αναπτυχθεί στη Λιθουανία σε περιόδους κρίσης. Η γερμανική μονάδα αναμένεται να φτάσει στην πλήρη επιχειρησιακή της ικανότητα μέχρι το 2027.

Η Λιθουανία, μαζί με άλλα έθνη στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, έχει αυξήσει σημαντικά τις αμυντικές της δαπάνες ως απάντηση στις αντιληπτές απειλές από τη Ρωσία, από λιγότερο από 1% του ΑΕΠ της σε σχεδόν 3% από την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014. Η χώρα σχεδιάζει να επεκτείνει περαιτέρω τις δαπάνες αυτές στο 5-6% του ΑΕΠ έως το 2030.

Γεωπολιτικά, η Λιθουανία βρίσκεται σε εύθραυστη θέση, καθώς συνορεύει με τον ρωσικό θύλακα του Καλίνινγκραντ και τη Λευκορωσία, η οποία φιλοξενεί μερικά από τα πυρηνικά όπλα της Μόσχας. Ως εκ τούτου, η λιθουανική ηγεσία επιδιώκει ενεργά να ενισχύσει την παρουσία του ΝΑΤΟ στο έδαφός της, ενώ αυξάνει τις δικές της αμυντικές ικανότητες, περιλαμβάνοντας τη χρηματοδότηση νέων γερμανικών στρατιωτικών εκπαιδευτικών υποδομών.

Επιπλέον, η Γερμανία προσπαθεί να καθησυχάσει την Ουάσιγκτον ότι οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις του ΝΑΤΟ μπορούν να αναλάβουν μεγαλύτερο ρόλο στην ηγεσία και την ασφάλεια της συμμαχίας. Πέρυσι, η ηγεσία του ΝΑΤΟ ανακοίνωσε τη δημιουργία μιας νέας στρατιωτικής διοίκησης στη Γερμανία, υπό την ηγεσία ενός τριών αστέρων αξιωματικού του ΝΑΤΟ από ευρωπαϊκό έθνος, με ευθύνη την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό ορισμένων ουκρανικών στρατευμάτων και προετοιμασία τους για πιθανή ένταξη στο ΝΑΤΟ.

Ως τώρα, η Ουκρανία δεν θεωρείται επίσημα υποψήφια για ένταξη στο ΝΑΤΟ λόγω της έλλειψης εδαφικής ακεραιότητας και της ανάγκης για ομόφωνη στήριξη από όλα τα 32 μέλη του ΝΑΤΟ.

Αυτή η εξέλιξη μαρτυρεί μια σημαντική στροφή στη στρατηγική και τη συνεργασία του ΝΑΤΟ, με στόχο την ενίσχυση της αμυντικής ετοιμότητας απέναντι σε αυξανόμενες εντάσεις με τη Ρωσία.

Ογκώδης διαδήλωση στο Τελ Αβίβ κατά της δικαστικής μεταρρύθμισης που προωθεί η ισραηλινή κυβέρνηση – Ο Νετανιάχου στις ΗΠΑ

Περισσότεροι από 100.000 Ισραηλινοί διαδήλωσαν χθες Σάββατο στο Τελ Αβίβ κατά της κυβέρνησης Νετανιάχου. Ανάλογες κινητοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν επίσης σε αρκετές πόλεις του Ισραήλ.

Οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που πυροδότησε η αμφιλεγόμενη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος συνεχίζονται για 38η εβδομάδα.

Ένα τεράστιο πανό με κόκκινο φόντο έγραφε «Δικτάτορας κυνηγημένος» δίπλα σε μια φωτογραφία του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος βρίσκεται στις ΗΠΑ, ενώ πλήθος κόσμου εκφράζει σε κάθε ευκαιρία την αποδοκιμασία του για τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος που προωθεί.

Στα τέλη Ιουλίου, αψηφώντας τις ογκώδεις διαδηλώσεις, το ισραηλινό κοινοβούλιο (Κνεσέτ) ενέκρινε τροπολογία που περιορίζει τη δυνατότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ακυρώνει κυβερνητικές αποφάσεις που κρίνει «ανάρμοστες».

Οι επικριτές της μεταρρύθμισης θεωρούν πως συνιστά απειλή για τη δημοκρατία στο Ισραήλ. Στον αντίποδα, η κυβέρνηση Νετανιάχου υποστηρίζει ότι η μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος είναι επιβεβλημένη προκειμένου να περιοριστούν «υπερβολικές» παρεμβάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο κυβερνητικό έργο. Μέχρι στιγμής, οι διαπραγματεύσεις με την αντιπολίτευση για την επίτευξη συμβιβασμού δεν έχουν αποδώσει καρπούς.

Το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ εξετάζει οκτώ προσφυγές κατά της επίμαχης τροπολογίας.

Σε συνέντευξη που παραχώρησε την Παρασκευή στο τηλεοπτικό δίκτυο CNN, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου απέφυγε να δώσει σαφή απάντηση όταν ρωτήθηκε εάν θα σεβόταν απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά της τροπολογίας. «Θεωρώ πως πρέπει να σεβόμαστε τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ότι το Ανώτατο Δικαστήριο πρέπει να σέβεται τα νομοσχέδια που ψηφίζει η Κνεσέτ», είπε ο πρωθυπουργός του Ισραήλ.

Δ.Π.

Σε ψυχρό κλίμα η συνάντηση Μπάιντεν-Νετανιάχου

Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου συνάντησε τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν την Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη, για πρώτη φορά από τότε που ο Ισραηλινός ηγέτης επέστρεψε στην εξουσία στα τέλη του περασμένου έτους. Συζήτησαν μια σειρά διμερών και περιφερειακών θεμάτων, συμπεριλαμβανομένης της εξομάλυνσης των σχέσεων με το Ριάντ, κατά τη διάρκεια της συνάντησης που πραγματοποιήθηκε στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών.

Biden Meets Israel’s Prime Minister Netanyahu Amid Frosty Relations
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν συναντά τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου στο περιθώριο της 78ης Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη, στις 20 Σεπτεμβρίου 2023. (Jim Watson/AFP μέσω Getty Images)

 

Ο κος Μπάιντεν άνοιξε τη διμερή συνάντηση υπενθυμίζοντας πόσο καιρό γνωρίζει τον κο Νετανιάχου.

Στη συνέχεια δήλωσε ότι οι δύο τους θα συζητήσουν «δύσκολα ζητήματα», συμπεριλαμβανομένης της υπεράσπισης των «δημοκρατικών αξιών» και της διατήρησης της πορείας προς τη λύση των δύο κρατών με διαπραγματεύσεις, ένα προτεινόμενο πλαίσιο για τη διευθέτηση της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης. Η αποτροπή του Ιράν από το να αποκτήσει πυρηνικά όπλα αποτέλεσε επίσης προτεραιότητα της συνάντησης.

Τον Μάρτιο, ο πρόεδρος Μπάιντεν είχε δηλώσει ότι δεν θα προσκαλέσει τον κο Νετανιάχου στον Λευκό Οίκο στο εγγύς μέλλον, λόγω της προσπάθειάς του να αλλάξει το δικαστικό σύστημα του Ισραήλ.

Επίσης, σε συνέντευξή του στο CNN τον Ιούλιο, περιέγραψε το υπουργικό συμβούλιο του κου Νετανιάχου ως ακραίο. «Πρόκειται για ένα από τα πιο εξτρεμιστικά μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου», δήλωσε στον Φαρίντ Ζακάρια του CNN.

Ο Λευκός Οίκος εξέφρασε ανησυχίες για την προσπάθεια του κου Νετανιάχου να αναμορφώσει το δικαστικό σύστημα της χώρας στις αρχές του έτους. Η Κνεσέτ, το κοινοβούλιο του Ισραήλ, ενέκρινε νομοθεσία που καταργούσε το «δόγμα της δικαιοσύνης και της λογικής», το οποίο χρησιμοποιούσε το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ για να κρίνει τις κυβερνητικές πολιτικές. Οι επικριτές υποστήριξαν ότι οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις του κου Νετανιάχου θα έβλαπταν την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των κυβερνητικών οργάνων και θα αποσταθεροποιούσαν τη δημοκρατία της χώρας.

«Ακόμα και όταν έχουμε κάποιες διαφορές, η δέσμευσή μου στο Ισραήλ, ξέρετε, είναι ακλόνητη», δήλωσε ο πρόεδρος Μπάιντεν κατά τη διάρκεια της διμερούς συνάντησης. «Νομίζω ότι χωρίς το Ισραήλ, δεν υπάρχει Εβραίος στον κόσμο που να είναι ασφαλής. Το Ισραήλ είναι απαραίτητο.»

«Ελπίζω ότι θα συναντηθούμε στην Ουάσιγκτον μέχρι το τέλος του έτους», είπε ο κος Νετανιάχου στον Πρόεδρο Μπάιντεν στις εναρκτήριες παρατηρήσεις του.

Και οι δύο ηγέτες τόνισαν τον κοινό στόχο μιας «πιο σταθερής και ευημερούσας Μέσης Ανατολής» και τον νέο οικονομικό διάδρομο που συμφωνήθηκε στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής της G20 στο Νέο Δελχί.

Στη σύνοδο κορυφής της G20 στις αρχές του μήνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ινδία, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) ανακοίνωσαν μνημόνιο συμφωνίας για ένα έργο υποδομής που θα συνδέει την Ινδία, τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη. Το έργο θα δημιουργήσει έναν οικονομικό διάδρομο που θα συνδέεται με μια σιδηροδρομική γραμμή και υφιστάμενα λιμάνια που διέρχονται από τα ΗΑΕ, τη Σαουδική Αραβία, την Ιορδανία και το Ισραήλ.

Ισραήλ και Σαουδική Αραβία

Κατά τη διάρκεια της διμερούς συνάντησης, ο πρόεδρος Μπάιντεν εξέφρασε την ελπίδα του για την επιτυχία των προσπαθειών εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας, σημειώνοντας ότι μια τέτοια ιδέα θα ήταν αδύνατη πριν από μια δεκαετία.

«Νομίζω ότι υπό την ηγεσία σας, κε Πρόεδρε, μπορούμε να σφυρηλατήσουμε μια ιστορική ειρήνη μεταξύ του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας», δήλωσε ο κος Νετανιάχου. «Και νομίζω ότι μια τέτοια ειρήνη θα μας βοηθήσει πολύ να προωθήσουμε το τέλος της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης, να επιτύχουμε τη συμφιλίωση μεταξύ του ισλαμικού κόσμου και του εβραϊκού κράτους και να προωθήσουμε μια πραγματική ειρήνη μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων.»

Πριν από τρία χρόνια, το Ισραήλ εξομάλυνε τους δεσμούς του με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, το Μαρόκο και το Σουδάν, στο πλαίσιο των λεγόμενων Συμφωνιών του Αβραάμ.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν πιέζει τώρα για μια συμφωνία μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ. Αν και οι Συμφωνίες του Αβραάμ επέφεραν σημαντικές αλλαγές, η Ουάσιγκτον πιστεύει ότι μια σαουδαραβο-ισραηλινή συμφωνία θα αποτελούσε καμπή στις περιφερειακές σχέσεις του Ισραήλ, τερματίζοντας ουσιαστικά την απομόνωσή του και ανοίγοντας το δρόμο για μια πιο ειρηνική και ευημερούσα περιοχή.

Ωστόσο,δεν είναι όλοι αισιόδοξοι για το χρονοδιάγραμμα επίτευξης μιας τέτοιας συμφωνίας. «Η προσπάθεια της κυβέρνησης Μπάιντεν να μεσολαβήσει για μια σαουδαραβο-ισραηλινή συμφωνία είναι μόνο η πιο πρόσφατη σε μια μακρά σειρά διπλωματικών προσπαθειών των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή», έγραψε σε πρόσφατη έκθεσή του ο Τζον Άλτερμαν, ανώτερος αντιπρόεδρος και διευθυντής του Προγράμματος Μέσης Ανατολής στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών.

«Ενώ οι ελπίδες πολλαπλασιάζονται, είναι πιθανό να περάσουν χρόνια προτού επιτευχθεί μια ουσιαστική συμφωνία.»

Της  Emel Akan, με πληροφορίες από το ΑΠΕ-ΜΠΕ

Επιμέλεια: Αλία Ζάε