Πέμπτη, 11 Σεπ, 2025

Αβέβαιο το μέλλον της γαλλικής κυβέρνησης εν όψει ψήφου εμπιστοσύνης

Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας, Φρανσουά Μπαϊρού, κάλεσε να διεξαχθεί ψηφοφορία εμπιστοσύνης στο Κοινοβούλιο τον επόμενο μήνα, μετά την άρνηση τριών κομμάτων της αντιπολίτευσης να στηρίξουν τις σχεδιαζόμενες περικοπές στον προϋπολογισμό.

Πρόκειται για μια κίνηση που τον φέρνει αντιμέτωπο με το ενδεχόμενο απώλειας της πρωθυπουργίας του, στη συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης που θα πραγματοποιηθεί στις 8 Σεπτεμβρίου στο Παρίσι, καθώς η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξακολουθεί να παλεύει να θέσει υπό έλεγχο το έλλειμμά της.

Το συντηρητικό Εθνικό Συναγερμό, το προοδευτικό Ανυπότακτη Γαλλία, οι Οικολόγοι και οι Σοσιαλιστές έχουν δηλώσει όλα πως δεν μπορούν να στηρίξουν τις προτεινόμενες οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Εάν ο Μπαϊρού χάσει την ψηφοφορία, η κυβέρνησή του θα καταρρεύσει.

«Ζήτησα από τον Εμανουέλ Μακρόν να συγκαλέσει μια έκτακτη συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης, πρόταση την οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποδέχθηκε για τις 8 Σεπτεμβρίου», δήλωσε ο Μπαϊρού σε συνέντευξη Τύπου στις 25 Αυγούστου.

«Ναι, είναι ριψοκίνδυνο, όμως είναι ακόμη πιο επικίνδυνο να μην κάνεις τίποτε. Υπάρχουν στιγμές που μόνο ένα υπολογισμένο ρίσκο μπορεί να σε γλιτώσει από έναν σοβαρότερο κίνδυνο. Πρόκειται για ζήτημα επιβίωσης του κράτους μας, της εικόνας του έθνους μας και της κάθε οικογένειας».

Ο Μπαϊρού επεσήμανε ότι η ψηφοφορία θα αποτελέσει μέτρο της στήριξης που διαθέτει στη Βουλή για το πακέτο περικοπών ύψους 44 δισ. ευρώ, σε μια προσπάθεια να περιορίσει το έλλειμμα που πέρυσι άγγιξε το 5,8% του ΑΕΠ, ενώ το προβλεπόμενο από την Ε.Ε. όριο για τα κράτη-μέλη είναι 3% του ΑΕΠ.

Στο πλαίσιο του σχεδίου, πρότεινε την κατάργηση δύο αργιών: της Δευτέρας του Πάσχα και της Ημέρας της Νίκης (8 Μαΐου), η οποία τιμά τη νίκη των Συμμάχων κατά των Ναζί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, διευκρίνισε ότι το συγκεκριμένο μέτρο παραμένει υπό διαπραγμάτευση.

Συμπεριλαμβανομένων στις προτάσεις του είναι επίσης η μη προσαρμογή των κοινωνικών επιδομάτων και των φορολογικών κλιμακίων στον πληθωρισμό για το 2026, διατηρώντας τα στα επίπεδα του 2025, ενώ πρότεινε οι πλουσιότεροι να καταβάλουν εισφορά αλληλεγγύης. Οι ακριβείς λεπτομέρειες αυτής της εισφοράς παραμένουν σε εκκρεμότητα, σύμφωνα με το France Info.

Σε περίπτωση ήττας στην ψηφοφορία, ο Μακρόν έχει στη διάθεσή του τρεις εναλλακτικές: να ορίσει νέο πρωθυπουργό, να ζητήσει από τον Μπαϊρού να παραμείνει επικεφαλής υπηρεσιακής κυβέρνησης ή να προκηρύξει πρόωρες εκλογές.

Ο προκάτοχος του Μπαϊρού, Μισέλ Μπαρνιέ, απομακρύνθηκε από την πρωθυπουργία μετά από ψήφο δυσπιστίας και εκείνος λόγω προϋπολογισμού, στα τέλη του 2024, ύστερα από μόλις τρεις μήνες στη θέση, αμέσως μετά τις πρόωρες εκλογές του Ιουλίου της ίδιας χρονιάς.

Ακόμα κι αν η κυβέρνηση υπερβεί το σκόπελο της ψήφου εμπιστοσύνης, θα ακολουθήσει νέα κρίσιμη ψηφοφορία επί του ίδιου του προϋπολογισμού, αργότερα εντός του έτους.

Ο πρόεδρος του Εθνικού Συναγερμού, Ζορντάν Μπαρντελά, σχολίασε με ανάρτησή του στο X ότι, με τη συγκεκριμένη διαδικασία «ο Μπαϊρού ανακοίνωσε το τέλος της κυβέρνησής του», κατηγορώντας την κυβέρνηση για «αυταρέσκεια και ακινησία».

«Το ΕΣ δεν θα δώσει ποτέ ψήφο εμπιστοσύνης σε μία κυβέρνηση οι επιλογές της οποίας κάνουν τους Γάλλους να υποφέρουν», πρόσθεσε.

Ο εθνικός συντονιστής της Ανυπότακτης Γαλλίας, Μανουέλ Μπομπάρ, ανέφερε με τη σειρά του μέσω X ότι το κόμμα του θα ψηφίσει στις 8 Σεπτεμβρίου για την πτώση της κυβέρνησης.

Ο πρώτος γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Ολιβιέ Φερέ, δήλωσε στη Le Monde ότι είναι αδιανόητο το κόμμα να στηρίξει τον Μπαϊρού στην ψήφο εμπιστοσύνης.

Οι Οικολόγοι από την πλευρά τους χαρακτήρισαν τον προτεινόμενο προϋπολογισμό «άδικο», υποστηρίζοντας ότι «για ακόμη μια φορά πλήττει τους πιο ευάλωτους και προστατεύει τους πιο πλούσιους, ενώ δεν ασχολείται με το ζήτημα του κλίματος». Όπως ανακοίνωσε το κόμμα, οι βουλευτές των Οικολόγων «θα καταψηφίσουν αυτή την κυβέρνηση για να πέσει».

Ο Μπαϊρού έχει επιβιώσει δύο φορές από ψηφοφορίες εμπιστοσύνης κατά τη θητεία του. Η ημερομηνία της νέας κρίσιμης ψηφοφορίας, στις 8 Σεπτεμβρίου, απέχει μόλις δύο ημέρες από τις πανεθνικές κινητοποιήσεις που προγραμματίζονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τη στήριξη προοδευτικών κομμάτων και συνδικάτων.

Η έκκληση για γενικευμένες κινητοποιήσεις έχει προκαλέσει συγκρίσεις στα γαλλικά μέσα με τις διαδηλώσεις των Κίτρινων Γιλέκων του 2018 για τις αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων και το κόστος ζωής. Το νέο κίνημα, με την ονομασία Bloquons Tout («Τα μπλοκάρουμε όλα»), στοχεύει να παραλύσει τη Γαλλία στις 10 Σεπτεμβρίου, με το επίσημο προφίλ του να αναφέρει ως συνθήματα «μποϊκοτάζ, ανυπακοή, αλληλεγγύη».

Νέες διαπραγματεύσεις ΕΕ-Ιράν εν μέσω απειλών επαναφοράς κυρώσεων

Νέο γύρο διαπραγματεύσεων με το Ιράν ξεκίνησαν η Γαλλία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο—γνωστά ως E3—στις 26 Αυγούστου στη Γενεύη της Ελβετίας, στον απόηχο των συνομιλιών που είχαν προηγηθεί στην Κωνσταντινούπολη στις 25 Ιουλίου.

Ο εκπρόσωπος του ιρανικού υπουργείου Εξωτερικών ανακοίνωσε τη συνάντηση στις 25 Αυγούστου, υπενθυμίζοντας ότι πλησιάζει η προθεσμία για την εκ νέου επιβολή των αυτοματοποιημένων (snapback) κυρώσεων.

Το εν λόγω μηχανισμό προβλέπει το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (JCPOA) του 2015, που διαπραγματεύτηκε η κυβέρνηση Ομπάμα, βάσει του οποίου οι κυρώσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών θα μπορούσαν να τεθούν εκ νέου σε ισχύ.

Η πρόνοια αυτή λήγει στις 18 Οκτωβρίου, όμως οι E3 δήλωσαν ότι θα εκκινήσουν τη διαδικασία επαναφοράς των κυρώσεων εάν το Ιράν δεν προβεί στις απαραίτητες παραχωρήσεις έως τις 31 Αυγούστου.

Το «snapback» επιτρέπει την αυτόματη επαναφορά των κυρώσεων χωρίς δυνατότητα βέτο από τη Ρωσία ή την Κίνα—μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Σε κοινή επιστολή που δημοσιεύθηκε στις 8 Αυγούστου, οι E3 υπογράμμισαν: «Σε διάστημα άνω των 20 ετών διπλωματικών προσπαθειών, οι E3 παραμένουν ενωμένοι στον στόχο τους: το Ιράν να μην επιδιώξει, αποκτήσει, ή αναπτύξει ποτέ πυρηνικό όπλο, και μια διαπραγματευμένη λύση που προσφέρει αξιόπιστες εγγυήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να επιτευχθεί μέσω διπλωματικών μέσων».

Σε περίπτωση επαναφοράς, οι κυρώσεις θα μοιάζουν με εκείνες που επιβλήθηκαν βάσει του Ψηφίσματος 1929 του ΟΗΕ το 2010 και θα περιλαμβάνουν εμπάργκο σε συμβατικά όπλα, πάγωμα περιουσιακών στοιχείων, απαγόρευση τραπεζικών συναλλαγών με το Ιράν και ταξιδιωτικές απαγορεύσεις για κρίσιμα πρόσωπα.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ αποχώρησε από το JCPOA τον Μάιο του 2018 κατά την πρώτη του θητεία και εν συνεχεία επανέφερε τις αμερικανικές κυρώσεις εις βάρος του Ιράν.

Επανέλαβε τη στρατηγική της «μέγιστης πίεσης» κατά του ιρανικού καθεστώτος στις 4 Φεβρουαρίου, λίγο μετά την έναρξη της δεύτερης θητείας του. Μέχρι τότε, το Ιράν είχε ήδη εμπλουτίσει ουράνιο σε καθαρότητα 60%, πλησιάζοντας το 90% που απαιτείται για κατασκευή πυρηνικών όπλων.

Το Ιράν διαψεύδει τις βλέψεις για πυρηνικά όπλα

Το Ιράν, επί δεκαετίες, ισχυρίζεται ότι οι πυρηνικές του δραστηριότητες έχουν ειρηνικό χαρακτήρα και δεν στοχεύουν σε ανάπτυξη όπλων.

Η ιστοσελίδα του Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας της Ισλαμικής Δημοκρατίας μεταφέρει δήλωση του ανώτατου ηγέτη Αλί Χαμενεΐ: «Η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν θεωρεί τη χρήση πυρηνικών και χημικών όπλων μέγιστο και ασυγχώρητο αμάρτημα. Υψώνουμε το σύνθημα “Μέση Ανατολή χωρίς πυρηνικά όπλα” και παραμένουμε αφοσιωμένοι σε αυτό».

Στις 12 Ιουνίου, το 35μελές Διοικητικό Συμβούλιο του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ) ψήφισε υπέρ ψηφίσματος που κηρύσσει το Ιράν εκτός συμμόρφωσης και παραβιάζοντα τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με τη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων.

Στη συνέχεια, οι ισραηλινές δυνάμεις εξαπέλυσαν βομβαρδισμούς εναντίον πυρηνικών εγκαταστάσεων και άλλων στόχων στο εσωτερικό του Ιράν. Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου δήλωσε στις 13 Ιουνίου: «Πριν λίγα λεπτά, το Ισραήλ ξεκίνησε την Επιχείρηση “Rising Lion”, μια στοχευμένη στρατιωτική ενέργεια για την ανάσχεση της ιρανικής απειλής κατά της ίδιας της ύπαρξης του Ισραήλ. Η επιχείρηση αυτή θα διαρκέσει όσες ημέρες χρειαστεί για να αρθεί η απειλή».

Καπνός υψώνεται μετά τις επιθέσεις των ισραηλινών δυνάμεων στην Τεχεράνη του Ιράν, στις 13 Ιουνίου 2025. Vahid Salemi/AP Photo

 

Διαπραγματεύσεις για μια νέα συμφωνία σε αντικατάσταση του JCPOA βρίσκονταν σε εξέλιξη, με έκτο γύρο να έχει προγραμματιστεί στη Μουσκάτ του Ομάν στις 15 Ιουνίου, ο οποίος όμως ακυρώθηκε λόγω των ισραηλινών χτυπημάτων.

Ο γενικός διευθυντής του ΔΟΑΕ, Ραφαέλ Γκρόσι, ανέφερε στις 18 Ιουνίου: «Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε την ύπαρξη συστηματικής προσπάθειας στο Ιράν για κατασκευή πυρηνικού όπλου».

Ως απάντηση, το Ιράν εξαπέλυσε πυραυλικά και μη επανδρωμένα πλήγματα κατά του Ισραήλ. Στις 24 Ιουνίου συνομολογήθηκε κατάπαυση πυρός, αφού το Ιράν επιτέθηκε με πυραύλους σε αμερικανική στρατιωτική βάση στο Κατάρ σε αντίποινα για αμερικανικούς βομβαρδισμούς στο Φερντόου, το Νατάνζ και το Ισφαχάν.

Πριν και μετά την αμερικανική βομβιστική επίθεση της 21ης Ιουνίου στο εργοστάσιο εμπλουτισμού ουρανίου του Φορντόου, βόρεια της Κωμ, στο Ιράν. Εικονογράφηση από The Epoch Times, Reuters, Shutterstock

 

Ο υπουργός Εξωτερικών του Ιράν Αμπάς Αραγτσί επιβεβαίωσε σε συνέντευξή του στις 21 Ιουλίου στο Fox News ότι οι αμερικανικές αεροπορικές επιδρομές κατέστρεψαν τις πυρηνικές εγκαταστάσεις της Τεχεράνης, διευκρινίζοντας ωστόσο πως το Ιράν θα συνεχίσει τον εμπλουτισμό ουρανίου.

Σε ανακοίνωσή τους στις 8 Αυγούστου, οι E3 δήλωσαν: «Δεν συμμετείχαμε ούτε στον σχεδιασμό ούτε στην εκτέλεση οποιασδήποτε στρατιωτικής ενέργειας κατά του Ιράν».

Ένας χάρτης δείχνει την αμερικανική αεροπορική βάση Al Udeid στο Κατάρ, την οποία το Ιράν χτύπησε με πολλαπλά πυραύλους στις 23 Ιουνίου ως αντίποινα για την αμερικανική επίθεση στις πυρηνικές του εγκαταστάσεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χτύπησαν τρεις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις — Fordow, Natanz και Isfahan — τον Ιούνιο. Εικονογράφηση από The Epoch Times

 

Έθεσαν επίσης ως καταληκτική ημερομηνία τα τέλη Αυγούστου για την ενεργοποίηση του μηχανισμού «snapback» σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του Ιράν ως προς συγκεκριμένες απαιτήσεις, όπως η παροχή πλήρους πρόσβασης στους επιθεωρητές του ΟΗΕ σε όλες τις ιρανικές εγκαταστάσεις και η καταγραφή των 400 κιλών ουρανίου υψηλού εμπλουτισμού.

Επιπλέον προϋπόθεση ήταν η επανέναρξη άμεσων διαπραγματεύσεων ΗΠΑ-Ιράν σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα.

Σε ομιλία του στις 24 Αυγούστου, ο Χαμενεΐ απέρριψε κάθε ενδεχόμενο άμεσης διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ: «Οι ΗΠΑ απαιτούν από το Ιράν να είναι υποταγμένο.

Ο ιρανικός λαός νιώθει βαθιά προσβεβλημένος από τόσο μεγάλη προσβολή και θα σταθεί με όλες του τις δυνάμεις ενάντια σε όσους τρέφουν τέτοιες ψευδείς προσδοκίες».

Βάσει του JCPOA, το Ιράν επιτρεπόταν να εμπλουτίζει ουράνιο μόνο μέχρι 3,67% και να διατηρεί απόθεμα όχι μεγαλύτερο των 300 κιλών.

Ωστόσο, σε νέα ανακοίνωση στις 8 Αυγούστου, οι E3 αναφέρουν ότι το Ιράν έχει εγκαταστήσει και λειτουργεί χιλιάδες νέες, προηγμένες φυγοκεντρητές που απαγορεύονται από τη συμφωνία, ενώ το συνολικό του απόθεμα σε εμπλουτισμένο ουράνιο έχει φθάσει στους 8.400 κιλoύς—περισσότερο από 40 φορές το όριο της συμφωνίας—εκ των οποίων πάνω από 400 κιλά έχουν εμπλουτιστεί σε ποσοστό 60%.

Οι γερμανικές αρχές απαγγέλλουν κατηγορίες σε Αμερικανό πολίτη για απόπειρα κατασκοπείας υπέρ της Κίνας

Οι γερμανικές αρχές απήγγειλαν κατηγορίες για κατασκοπεία σε βάρος ενός Αμερικανού υπηκόου, ο οποίος φέρεται να επιχείρησε να πουλήσει ευαίσθητες στρατιωτικές πληροφορίες των ΗΠΑ στην Κίνα, όπως ανακοίνωσε η ομοσπονδιακή εισαγγελία της Γερμανίας στις 25 Αυγούστου.

Ο κατηγορούμενος, αναφερόμενος από τους εισαγγελείς ως Μάρτιν Δ., σύμφωνα με τους γερμανικούς κανόνες προστασίας προσωπικών δεδομένων, βρίσκεται υπό προφυλάκιση από τη σύλληψή του στη Φρανκφούρτη τον Νοέμβριο του 2024.

Σύμφωνα με ανακοίνωση της εισαγγελίας, ο πρώην συνεργάτης του αμερικανικού υπουργείου Άμυνας επικοινώνησε επανειλημμένα με κινεζικές κρατικές υπηρεσίες το καλοκαίρι του 2024, προσφέροντας να μεταβιβάσει «ευαίσθητες στρατιωτικές πληροφορίες των ΗΠΑ» σε κινεζική υπηρεσία πληροφοριών.

«Ο κατηγορούμενος θεωρείται ύποπτος ότι δήλωσε την ετοιμότητά του να συμμετάσχει σε δραστηριότητες κατασκοπείας για λογαριασμό ξένης υπηρεσίας πληροφοριών σε ιδιαίτερα σοβαρή περίπτωση», ανέφερε η εισαγγελία, σύμφωνα με μετάφραση του πρωτότυπου γερμανικού κειμένου.

Οι κατηγορίες κατατέθηκαν στις 13 Αυγούστου.

Σύμφωνα με τους εισαγγελείς, ο Αμερικανός υπήκοος υπηρέτησε ως πολιτικός συνεργάτης του αμερικανικού υπουργείου Άμυνας από το 2017 έως το 2023 και εργαζόταν σε αμερικανική στρατιωτική βάση στη Γερμανία τουλάχιστον από το 2020.

Έκθεση του 2024 από το Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε καταφέρει να μεταβιβάσει πληροφορίες στο κινεζικό καθεστώς πριν από τη σύλληψή του.

Η υπόθεση έρχεται εν μέσω αυξανόμενων ανησυχιών για κατασκοπεία που καθοδηγείται από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) εκτός των συνόρων της Κίνας, μετά από μια σειρά συλλήψεων στις ΗΠΑ, τη Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Τον Ιανουάριο, γερμανικοί εισαγγελείς απήγγειλαν κατηγορίες σε τρία άτομα που φέρονται να παρέδωσαν πληροφορίες και τεχνολογίες με πιθανές στρατιωτικές εφαρμογές στο ΚΚΚ. Οι κατηγορούμενοι, όλοι Γερμανοί υπήκοοι, φέρεται επίσης να αγόρασαν τρία «ειδικά λέιζερ» από τη Γερμανία, οι οποίοι χρηματοδοτήθηκαν τελικά από την κορυφαία υπηρεσία κατασκοπείας του ΚΚΚ και στάλθηκαν στην Κίνα χωρίς την απαραίτητη άδεια, σύμφωνα με ανακοίνωση της εισαγγελίας.

Οι γερμανικές αρχές δεν αποκάλυψαν περισσότερες λεπτομέρειες για τα λέιζερ, αλλά διευκρίνισαν ότι τα αντικείμενα εμπίπτουν στους κανονισμούς ελέγχου εξαγωγών διπλής χρήσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τον Απρίλιο του 2024, ένας παλαιός συνεργάτης Γερμανού βουλευτή και μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου συνελήφθη με την κατηγορία κατασκοπείας υπέρ του κινεζικού καθεστώτος.

Ο Τζιάν Γ., Γερμανός υπήκοος, φέρεται να μετέφερε επανειλημμένα πληροφορίες για συζητήσεις και αποφάσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην υπηρεσία πληροφοριών του ΚΚΚ, αποκτώντας περισσότερα από 500 έγγραφα, ορισμένα εκ των οποίων χαρακτηρίζονται ως ιδιαίτερα ευαίσθητα από το Κοινοβούλιο.

Ο Τζιάν Γ. κατηγορείται επίσης για κατασκοπεία σε βάρος Κινέζων αντιφρονούντων στη Γερμανία. Η δίκη του ξεκίνησε στις 5 Αυγούστου σε γερμανικό δικαστήριο, μαζί με τη Γιάκι Χ., Κινέζα υπήκοο που κατηγορείται για βοήθεια στον Τζιάν Γ. μεταξύ Αυγούστου 2023 και Φεβρουαρίου 2024 και παροχή πληροφορίων σχετικά με πτήσεις στο αεροδρόμιο της Λειψίας για τη μεταφορά εξοπλισμού και ατόμων με συνδέσεις σε γερμανική εταιρεία όπλων.

Ο Τζιάν Γ. βρίσκεται υπό κράτηση από τον Απρίλιο του 2024 και η Γιάκι Χ. από τον Σεπτέμβριο του 2024.

Ο εκπρόσωπος του δικαστηρίου δήλωσε ότι, σε περίπτωση καταδίκης, ο Τζιάν Γ. αντιμετωπίζει ποινή φυλάκισης από ένα έως δέκα έτη, λόγω της σοβαρής φύσης της φερόμενης δραστηριότητας κατασκοπείας για ξένη δύναμη. Σε λιγότερο σοβαρές περιπτώσεις, η ποινή θα μπορούσε να περιοριστεί σε χρηματικό πρόστιμο ή έως πέντε έτη φυλάκισης.

Της Dorothy Li

Με πληροφορίες από το Reuters

Ο Τραμπ δήλωσε ότι έχει μιλήσει ξανά με τον Πούτιν μετά τη συνάντησή του με τον Ζελένσκι στον Λευκό Οίκο

Ο Ντόναλντ Τραμπ απάντησε καταφατικά χθες Δευτέρα ότι μία δημοσιογράφος τον ρώτησε αν έχει μιλήσει με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν μετά τη συνάντηση κορυφής που πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα στον Λευκό Οίκο με τη συμμετοχή του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι και πολλών Ευρωπαίων ηγετών.

«Πιστεύω ότι θα τερματίσουμε τον πόλεμο», δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος, χωρίς να δώσει άλλες διευκρινίσεις, αν και το σχέδιό του να φέρει στο ίδιο τραπέζι τον Ρώσο και τον Ουκρανό πρόεδρο μοιάζει να έχει περιέλθει σε αδιέξοδο.

«Δεν συμπαθούν ο ένας τον άλλο», απάντησε απλώς ο Τραμπ όταν ρωτήθηκε σχετικά με μια συνάντηση Πούτιν- Ζελένσκι.

«Όλες οι συζητήσεις που είχα μαζί του ήταν καλές, δυστυχώς την επόμενη ημέρα μια βόμβα έπεσε στο Κίεβο ή αλλού και αυτό με εξοργίζει», πρόσθεσε ο Αμερικανός πρόεδρος, ο οποίος συναντήθηκε με τον Ρώσο ομόλογό του στην Αλάσκα στις 15 Αυγούστου.

«Δεν του ήταν εύκολο να πάει στην Αλάσκα», τόνισε, την ώρα που αντιθέτως ο Ζελένσκι εκτίμησε ότι ήταν «νίκη» του Πούτιν το γεγονός ότι έγινε δεκτός σε αμερικανικό έδαφος.

Εξάλλου ο Ρεπουμπλικάνος επεσήμανε ότι στη διάρκεια της συνομιλίας του με τον Πούτιν στην Αλάσκα αναφέρθηκε και το θέμα της «αποπυρηνικοποίησης». «Θα συμπεριλάβουμε και την Κίνα» σε αυτόν τον διάλογο, διαβεβαίωσε.

Στο μεταξύ χθες ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο είχε συνομιλίες με τους ομολόγους του της Ουκρανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Βρετανίας, της Ιταλίας, της Φινλανδίας και της ΕΕ.

Όλοι τους «συμφώνησαν να συνεχίσουν τη συνεργασία τους στο πλαίσιο των διπλωματικών προσπαθειών με στόχο τον τερματισμό του πολέμου», ανακοίνωσε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.

Από την πλευρά του ο Ουκρανός υπουργός Εξωτερικών Αντρίι Σίμπιχα εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του προς τον Ρούμπιο για τις προσπάθειές του και προς τον Τραμπ «για την ηγετική του θέση στις προσπάθειες ειρήνευσης».

Πρόσθεσε παράλληλα ότι η παροχή εγγυήσεων ασφαλείας στο Κίεβο αποτελεί κλειδί. «Επανέλαβα τη θέση της Ουκρανίας ότι οι εγγυήσεις ασφαλείας θα πρέπει να είναι συγκεκριμένες, νομικά δεσμευτικές και αποτελεσματικές. Θα πρέπει είναι πολυδιάστατες, να περιλαμβάνουν στρατιωτικό, διπλωματικό, νομικό και άλλα επίπεδα», έγραψε ο Σίμπιχα στο Χ.

«Έχουμε όλοι την πεποίθηση ότι ο ουκρανικός στρατός αποτελεί το θεμέλιο οποιωνδήποτε τέτοιων εγγυήσεων, κατά συνέπεια η ενίσχυσή του στο μέγιστο αποτελεί βασική μας προτεραιότητα», εξήγησε.

Ο Τραμπ, μετά τις ξεχωριστές του συναντήσεις με τον Πούτιν και στη συνέχεια με τον Ζελένσκι και τους Ευρωπαίους ηγέτες, ζήτησε από τον Ρούμπιο να ηγηθεί των συνομιλιών για τις εγγυήσεις ασφαλείας που θα παρασχεθούν στην Ουκρανία.

Καταδικάζει η Φινλανδία τις απειλές κατά του Φάλουν Γκονγκ στο έδαφός της

«Ατυχείς» και «απαράδεκτες» χαρακτήρισε τις απειλές που εξαπέλυσε πρώην διοικητής του Χονγκ Κονγκ κατά ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ που βρίσκονταν σε πάρκο του Ελσίνκι, η υπουργός Εξωτερικών της Φινλανδίας Ελίνα Βάλτονεν.

«Η Φινλαδία είναι μία ανοικτή κοινωνία, στην οποία η ελευθερία τού συναθροίζεσθαι και του εκφράζεσθαι είναι θεμελιώδη δικαιώματα, τα οποία προστατεύει το σύνταγμα», δήλωσε η ΥΠΕΞ στην εφημερίδα The Epoch Times. «Εκφοβισμοί και απειλές κατά της κοινωνίας δεν είναι αποδεκτές».

Τα σχόλια της κας Βάλτονεν είχαν ως αφορμή περιστατικό σε δημόσιο πάρκο της πρωτεύουσας, κατά το οποίο ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ δέχθηκαν απειλές από Κινέζο αξιωματούχο. Ο Λέουνγκ Τσουν-γινγκ, διοικητής του Χονγκ Κονγκ την περίοδο 2012-2019 και νυν αντιπρόεδρος του ανώτατου συμβουλευτικού σώματος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, πλησίασε το σημείο όπου οι ασκούμενοι μοίραζαν ενημερωτικό υλικό και συγκέντρωναν υπογραφές για τον τερματισμό της δίωξης της πίστης τους στην Κίνα, και δημιούργησε σκηνή.

Συγκεκριμένα, ζήτησε τα ονόματα των παρευρισκομένων, για να εξετάσει το μητρώο τους στην Κίνα, όπως καταγράφηκε να δηλώνει σε βίντεο που τράβηξε ασκούμενος. Όταν μία ασκούμενη τού απάντησε αρνητικά, της είπε: «Ποια νομίζεις ότι είσαι;»

Το περιστατικό έχει προκαλέσει μεγάλη ανησυχία στους Κινέζους ασκούμενους τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και διεθνώς, αφού οι περισσότεροι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα τους ακριβώς για να γλιτώσουν από τη δίωξη που ασκεί το ΚΚΚ εναντίον τους εντός της χώρας. Η έκφραση εχθρικής και κατασταλτικής συμπεριφοράς εκτός των συνόρων προκαλεί ιδιαίτερη αγωνία στους ασκουμένους, οι οποίοι φοβούνται κυρίως για τα μέλη της οικογενείας τους που ζουν ακόμη στην Κίνα.

Η Ρεγκίνα Λέουνγκ Τονγκ Τσινγκ-γη, σύζυγος του Λέουνγκ Τσουν-γινγκ, πρώην διοικητή του Χονγκ Κονγκ, διαπληκτίζεται με ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ στο πάρκο Σιμπέλιους, στο Ελσίνκι. Φινλανδία, 13 Αυγούστου 2025. (Ευγενική παραχώρηση των ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ του Ελσίνκι)

 

Το Φάλουν Γκονγκ, γνωστό και ως Φάλουν Ντάφα, είναι μία πνευματική πρακτική η οποία βασίζεται στις αρχές της Αλήθειας, της Καλοσύνης και της Ανεκτικότητας. Οι ασκούμενοι συνηθίζουν συναντιούνται σε ανοικτούς χώρους όπως δημόσια πάρκα, για να εκτελέσουν μαζί τις διαλογιστικές ασκήσεις που περιλαμβάνει η πρακτικής.

Ενώ στις περισσότερες χώρες έχουν την ελευθερία να το πράξουν, στην χώρα καταγωγής της άσκησης διώκονται ανηλεώς τα τελευταία 26 χρόνια, παρά την αρχική ευμενή υποδοχή και την ευρεία δημοφιλία της πρακτικής εντός και εκτός συνόρων. Η δίωξή τους εντάσσεται στο πλαίσιο των γενικότερων διώξεων που ασκεί το κομμουνιστικό καθεστώς ανά τακτά χρονικά διαστήματα εναντίον οποιασδήποτε πνευματικής και θρησκευτικής σχολής ή παράδοσης, όπως π.χ. έγινε κατά την Πολιτιστική Επανάσταση (1966-1976), κατά την οποία καταστράφηκαν χιλιάδες μνημεία και βουδιστικά και ταοϊστικά μοναστήρια και θανατώθηκαν εκατομμύρια λόγιοι, μοναχοί, φιλόσοφοι, κ.ά.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία στροφή στην πολιτική του ΚΚΚ, με τη δίωξη να επεκτείνεται στο εξωτερικό πιο έντονα. Σημαντικά περιστατικά έχουν συμβεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου υπάρχουν εκατομμύρια ασκούμενοι, ενώ και σε ευρωπαϊκές χώρες – της Ελλάδας περιλαμβανομένης – έχουν σημειωθεί περιστατικά καταστολής και παρέμβασης των κινεζικών αρχών.

Στην Ελλάδα, συγκεκριμένα, εκτός από φραστική επίθεση από Κινέζα που έχει δεχθεί η τοπική κοινότητα ασκουμένων την ώρα που πραγματοποιούσε ειρηνική διαμαρτυρία έξω από το κινεζικό προξενείο, ασκούμενοι που βρίσκονταν συγκεντρωμένοι για ομαδική άσκηση στο πάρκο Ελευθερίας ημέρες επίσκεψης του Κινέζου προέδρου στη χώρα ή άλλων υψηλόβαθμων αξιωματούχων, έχουν οδηγηθεί στη ΓΑΔΑ από την ΕΛΑΣ, ενώ έχει παρεμποδιστεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών η εμφάνιση καλλιτεχνικού σχήματος που συνδέεται με το Φάλουν Γκονγκ.

Το Shen Yun Performing Arts, εταιρεία παραστατικών τεχνών που ιδρύθηκε στη Νέα Υόρκη από ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ που είχαν καταφύγει στις  ΗΠΑ λόγω της δίωξης και έχει ως αποστολή την αποκάλυψη των γεγονότων που διαδραματίζονται στην Κίνα, δέχεται από τις απαρχές του έως σήμερα συστηματικές επιθέσεις από το ΚΚΚ, οι οποίες εκδηλώνονται με ποικίλες μεθόδους: από απειλές κατά τη ζωή των μελών του και των οικογενειών τους, λοιδορίες και επιθετικά δημοσιεύματα σε δημοφιλή αμερικανικά ενημερωτικά μέσα μέχρι απόπειρες δωροδοκίας υπαλλήλων της οικονομικής υπηρεσίας των ΗΠΑ, μηνύσεις για περιβαλλοντικούς λόγους και σαμποτάζ στα λεωφορεία που μεταφέρουν τους καλλιτέχνες. Οι αρχικές παρεμβάσεις Κινέζων διπλωματών στα θέατρα που επρόκειτο να φιλοξενήσουν τις παραστάσεις του Shen Yun έχουν εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια σε μία επιθετικότητα που κλιμακώνεται όλο και περισσότερο, στην οποία γίνεται φανερή η δολιότητα του καθεστώτος, όπως και ο αμοραλισμός του.

Με τη συμβολή της Αλίας Ζάε

Η πολιτική διαχωρισμού της Κίνας απειλεί την ενότητα του Φόρουμ Νησιών του Ειρηνικού

Η αυξανόμενη πίεση από το Πεκίνο προς τα μικρά νησιωτικά κράτη του Ειρηνικού, τα οποία λαμβάνουν εκτενή χρηματοδότηση είτε ως βοήθεια είτε ως επενδύσεις σε έργα που ωφελούν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ), έχει προκαλέσει ορατά «ρήγματα» στο Φόρουμ Νησιών του Ειρηνικού (Pacific Islands Forum – PIF) για πρώτη φορά.

Τα μέλη έχουν αναγκαστεί να πάρουν θέση σχετικά με την απαγόρευση της Ταϊβάν από τη συμμετοχή στην επικείμενη σύνοδο ηγετών τον Σεπτέμβριο στα Νησιά Σολομώντα. Πρόκειται για σημαντική απόκλιση από τη μακροχρόνια και μέχρι πρόσφατα ομόφωνη πολιτική του Φόρουμ, η οποία προέβλεπε ότι το PIF είναι «φίλος όλων, εχθρός κανενός».

Από την ίδρυσή του το 1971, το Φόρουμ έχει συγκεντρώσει 18 μέλη για να συζητήσουν κοινά ζητήματα. Παράλληλα, προσκαλούσε συνεργάτες ως παρατηρητές ή περιορισμένους συμμετέχοντες. Σήμερα υπάρχουν 21 αναπτυξιακοί συνεργάτες, από γειτονικές χώρες όπως η Ινδονησία μέχρι μακρινούς εταίρους όπως η Γαλλία, και από το 1990 και η Κίνα.

Το 1992, η Ταϊβάν απέκτησε τον χαμηλότερο βαθμό συνεργασίας ως εταίρος διαλόγου και παρέμεινε έτσι χωρίς ιδιαίτερα συμβάντα μέχρι το 2024, παρά τη σαφή δυσφορία του Πεκίνου. Όταν η αναφορά της Ταϊβάν εμφανίστηκε στην τελική ανακοίνωση της Συνόδου Ηγετών, η αντίδραση του Πεκίνου ήταν άμεση και αυστηρή.

Ο ειδικός απεσταλμένος της ΚΚΚ για τον Ειρηνικό, Τσιάν Μπο, δήλωσε σε δημοσιογράφους στο Νουκουαλόφα ότι επρόκειτο για «έκπληξη και λάθος που πρέπει να διορθωθεί». Λίγες ώρες αργότερα, η ανακοίνωση επανεμφανίστηκε στον ιστότοπο του Φόρουμ χωρίς καμία αναφορά στην Ταϊβάν.

Τα τελευταία χρόνια, θέματα όπως η κλιματική αλλαγή και οι επιπτώσεις της σε μικρά και χαμηλά νησιά, η ρύπανση των ωκεανών και η πιθανότητα εξόρυξης σε μεγάλα βάθη έχουν απασχολήσει ιδιαίτερα, μαζί με παραδοσιακές ανησυχίες όπως η περιφερειακή οικονομική ανάπτυξη και η εκπαίδευση.

Το τρέχον σχέδιο δράσης του Φόρουμ, με τίτλο «Στρατηγική 2050 για την Γαλάζια Ήπειρο του Ειρηνικού», αναγνωρίζει τη σημασία της περιφερειακής συνεργασίας για τη μεγιστοποίηση των οφελών για τους λαούς των νησιών και δεσμεύει τα μέλη στην επίλυση διαφορών μέσω συναίνεσης «με τον δικό μας μοναδικό Ειρηνικό Τρόπο».

Ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών Γουάνγκ Γι ανταλλάσσει χειραψία με τον υπουργό Εξωτερικών των Φίτζι Ίνια Σερουϊράτου. Πεκίνο, στις 11 Ιουνίου 2019. (WANG ZHAO/AFP μέσω Getty Images)

 

Ωστόσο, ορισμένα κράτη άρχισαν να ανταποκρίνονται στις προσφορές βοήθειας και επενδύσεων του Πεκίνου, ανακαλύπτοντας ότι συνοδεύονται από προσδοκίες υποστήριξης της εξωτερικής πολιτικής της Κίνας.

Υποκύπτοντας στην πίεση

Μερικές χώρες, όπως τα Φίτζι, παραμένουν σταθερές στην παραδοσιακή προσέγγιση που συνέδεε τα 18 κράτη για πάνω από 50 χρόνια. Άλλες, ωστόσο, δεν κρύβουν τη διάθεσή τους να ακολουθήσουν τις οδηγίες του Πεκίνου.

Η φετινή σύνοδος πραγματοποιείται στα Νησιά Σολομώντα, τα οποία το 2019 αναγνώρισαν διπλωματικά την Κίνα και τρία χρόνια αργότερα υπέγραψαν συμφωνία ασφάλειας με το Πεκίνο. Η διοργανώτρια χώρα έχει θεωρητικά την εξουσία να προσκαλεί ή να αποκλείει όποιον επιθυμεί. Ωστόσο, το Φόρουμ δεσμεύτηκε να ενεργεί «ενωμένα και αλληλέγγυα» με τους συνεργάτες για την «προστασία των συλλογικών συμφερόντων» του.

Υπό την πίεση του Πεκίνου, οι διοργανωτές εγκατέλειψαν την αρχή τους και ανακοίνωσαν μια συμβιβαστική απόφαση: φέτος, το PIF θα γίνει λέσχη μόνο για μέλη. Κανείς—ούτε η Κίνα, ούτε η Ταϊβάν, ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες—δεν θα συμμετάσχει.

Ο πρωθυπουργός των Νήσων Σολομώντα, Τζερεμάια Μανέλε, δήλωσε ότι η απόφαση θα δώσει στους ηγέτες την ευκαιρία να εστιάσουν σε μια ανασκόπηση του τρόπου που το Φόρουμ συνεργάζεται με διπλωματικούς εταίρους, μέσω μεταρρυθμίσεων στον Μηχανισμό Συνεργασίας και Συμμετοχής. Η διαδικασία αυτή, που θα δημιουργούσε νέο σύστημα «Επιπέδου 1» και «Επιπέδου 2» συνεργατών, αναμενόταν να ισχύσει φέτος, αλλά καθυστέρησε.

Ένα αυτοκίνητο περνά από ένα υπό κατασκευή ιατρικό κέντρο που χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση του Πεκίνου, στη Χονιάρα. Νήσοι Σολομώντα, στις 21 Απριλίου 2024. (Saeed Khan/AFP μέσω Getty Images)

 

Μέχρι την ολοκλήρωση της ανασκόπησης, είπε ο Μανέλε, έχει νόημα όλοι οι μη μέλη να απέχουν. Ωστόσο, χώρες με διπλωματικές αντιπροσωπείες στα Νησιά Σολομώντα, όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ, θα μπορούν να συμμετέχουν περιθωριακά, κάτι που δεν ισχύει για την Ταϊβάν.

Θλιβερή απόφαση

Το υπουργείο Εξωτερικών της Ταϊβάν εξέφρασε απογοήτευση, χαρακτηρίζοντας την απόφαση «κατανοητή αλλά θλιβερή». Ο πρόεδρος του Παλάου, Σουράνγκελ Ουίπς Τζούνιορ, που δημόσια είχε ζητήσει τη συμμετοχή της Ταϊβάν, έκανε λόγο για «χαμένη ευκαιρία».

Το Παλάου, το Τουβαλού και τα Νησιά Μάρσαλ είναι τα τελευταία κράτη του Ειρηνικού που διατηρούν δεσμούς με την Ταϊβάν, από έξι πριν έξι χρόνια, ενώ υπάρχουν αναφορές ότι το Τουβαλού σκέφτεται να μην παραστεί. Ο Ουίπς τόνισε ότι το Παλάου θα συμμετάσχει, αν και δεν συμφωνεί με την απόφαση.

Ο πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας, Κρίστοφερ Λάξον, δήλωσε ότι ανησυχεί και ότι η χώρα του είχε «υπερασπιστεί έντονα το καθεστώς της προηγούμενης κατάστασης». Η υπουργός Εξωτερικών της Αυστραλίας, Πένι Γουόνγκ, τόνισε ότι «η Αυστραλία υποστηρίζει τη συμμετοχή όλων των αναπτυξιακών και διαλόγου εταίρων στη Σύνοδο Ηγετών του PIF».

Η Αυστραλία, πλήρες μέλος του Φόρουμ, παρέχει σημαντική χρηματοδότηση, περίπου 36% του λειτουργικού προϋπολογισμού της Γραμματείας. Τον Ιούνιο, ανακοίνωσε πακέτο στήριξης 20 εκατ. δολαρίων για τη σύνοδο στα Νησιά Σολομώντα, καλύπτοντας οχήματα, κυβερνοασφάλεια και logistics.

Η Νέα Ζηλανδία, επίσης μέλος, δεν συνεισφέρει απευθείας στον προϋπολογισμό του Φόρουμ, αλλά διοχετεύει σημαντικό μέρος του προγράμματος αναπτυξιακής βοήθειάς της σε άλλα κράτη-μέλη, συνολικά περίπου 1,8 δισ. δολάρια για την τριετία έως τον Ιούνιο 2024.

Ο Ουίπς τόνισε ότι στο επόμενο PIF, που θα φιλοξενηθεί στο Παλάου το 2026, όλοι—συμπεριλαμβανομένων Κίνας και Ταϊβάν—θα είναι ευπρόσδεκτοι.

Του Rex Widerstrom

Η Βενεζουέλα απελευθερώνει πολιτικούς κρατούμενους, καθώς οι ΗΠΑ αυξάνουν την πίεση

Η Βενεζουέλα απελευθέρωσε την 24η Αυγούστου δεκατρείς πολιτικούς κρατούμενους, καθώς η κυβέρνηση Τραμπ κλιμακώνει την πίεση στο καθεστώς του προέδρου Νικολάς Μαδούρο.

Η κίνηση αυτή πραγματοποιήθηκε εν μέσω αυξανόμενων εντάσεων μεταξύ Καράκας και Ουάσιγκτον, ενώ αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν στα νερά της χώρας σε αποστολή που οι αξιωματούχοι περιέγραψαν ως καταπολέμηση των ναρκωτικών.

Οκτώ κρατούμενοι αφέθηκαν πλήρως ελεύθεροι, ενώ πέντε μεταφέρθηκαν σε κατ’ οίκον περιορισμό, σύμφωνα με τον Ενρίκε Καπρίλες, εξέχον μέλος της αντιπολίτευσης και δύο φορές υποψήφιο για την προεδρία της Βενεζουέλας.

«Σήμερα, αρκετές οικογένειες επανασυνδέονται με τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Γνωρίζουμε ότι πολλοί παραμένουν, και δεν τους ξεχνάμε· συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε για όλους», ανήρτησε ο Καπρίλες στην πλατφόρμα X, υπενθυμίζοντας ότι έχασε οριακά από τον Μαδούρο στις αμφιλεγόμενες προεδρικές εκλογές του 2013.

Μεταξύ των απελευθερωθέντων ήταν ο Αμέρικο ντε Γκράσια, στενός σύμμαχος της Μαρίας Κορίνα Ματσάντο, δημοφιλούς ηγέτιδας της αντιπολίτευσης που ο Μαδούρο απαγόρευσε να συμμετάσχει στις προεδρικές εκλογές του 2024. Εκείνος ο γύρος έδωσε στον Μαδούρο άλλη μια εξαετή θητεία, παρά την απουσία επίσημων αποτελεσμάτων σε επίπεδο εκλογικών τμημάτων που να αποδεικνύουν τη νίκη του.

Άλλη σημαντική περίπτωση ήταν ο Πέδρο Γκουάνιπα, αδελφός του βουλευτή της αντιπολίτευσης Χουάν Πάμπλο Γκουάνιπα, ο οποίος είχε συλληφθεί τον Μάιο για φερόμενη προετοιμασία επιθέσεων εν όψει των βουλευτικών εκλογών στη Βενεζουέλα. Ο Πέδρο Γκουάνιπα βρίσκεται πλέον σε κατ’ οίκον περιορισμό.

Τον Ιούλιο, ο Μαδούρο συμφώνησε να απελευθερώσει δέκα Αμερικανούς κρατούμενους και δεκάδες Βενεζουελάνους πολιτικούς κρατούμενους, σε αντάλλαγμα για την επιστροφή 250 Βενεζουελάνων που είχαν απελαθεί και κρατούνταν σε φυλακή υψίστης ασφαλείας στο Ελ Σαλβαδόρ.

Η ανταλλαγή ήταν αποτέλεσμα «μηνών διαπραγματεύσεων» με τη συμμετοχή αξιωματούχων των ΗΠΑ και του Ελ Σαλβαδόρ, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Ελ Σαλβαδόρ, Ναϊμπ Μπουκέλε.

Η τελευταία απελευθέρωση συνέπεσε με την ανάπτυξη αμερικανικής αρμάδας που περιλάμβανε τρία αντιτορπιλικά κλάσης Arleigh Burke, ένα υποβρύχιο και επιπλέον ναυτικές δυνάμεις, μαζί με αμφίβια πολεμικά πλοία που μετέφεραν 4.000 πεζοναύτες.

Ο Λευκός Οίκος χαρακτήρισε την επιχείρηση μέρος της εκστρατείας του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ κατά των διεθνών καρτέλ ναρκωτικών που ευθύνονται για τη ροή ναρκωτικών προς τις ΗΠΑ.

Οι αμερικανικές αρχές κατηγορούν τον Μαδούρο ότι κατευθύνει προσωπικά το Cartel de los Soles («Καρτέλ των Ήλιων») μια εγκληματική οργάνωση ναρκωτικών που φέρεται να είναι ενσωματωμένη στις στρατιωτικές, μυστικές, νομοθετικές και δικαστικές δομές της Βενεζουέλας.

Ο Τραμπ έχει επίσης συνδέσει το καθεστώς Μαδούρο με τη φυλακή-συμμορία Tren de Aragua, χαρακτηρίζοντάς την ως κρατικά υποστηριζόμενη εισβολή και επικαλούμενος τον Alien Enemies Act («Νόμος περί Αλλοδαπών Εχθρών») για την επιτάχυνση της απέλασης των φερόμενων μελών της.

Οι ΗΠΑ δεν αναγνωρίζουν τον Μαδούρο ως νόμιμο ηγέτη της Βενεζουέλας. Τον έχουν κατηγορήσει ομοσπονδιακά για ναρκοτρομοκρατία από το 2020, όταν η Ουάσιγκτον προσέφερε αρχικά αμοιβή 10 εκατ. δολαρίων για τη σύλληψή του. Το ποσό αυξήθηκε σε 25 εκατ. στα τελευταία στάδια της κυβέρνησης Μπάιντεν και πρόσφατα διπλασιάστηκε στα 50 εκατ. από τη διοίκηση Τραμπ.

«Ο Μαδούρο χρησιμοποιεί ξένες τρομοκρατικές οργανώσεις όπως [το Tren de Aragua], τη Σινάλοα και το Cartel de los Soles για να εισάγει θανατηφόρα ναρκωτικά και βία στη χώρα μας», δήλωσε η Γενική Εισαγγελέας Παμ Μπόντι στις 7 Αυγούστου, σε βίντεο με την ανακοίνωση της αμοιβής των 50 εκατ. δολαρίων.

Η Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών (Drug Enforcement Administration – DEA) έχει έως τώρα κατασχέσει 30 τόνους κοκαΐνης συνδεόμενης με το δίκτυο του Μαδούρο, ανέφερε η Μπόντι, ενώ «σχεδόν επτά τόνοι συνδέονται απευθείας με τον Μαδούρο, αποτελώντας κύρια πηγή εισοδήματος για τα θανατηφόρα καρτέλ που εδρεύουν στη Βενεζουέλα και το Μεξικό».

Μεγάλο μέρος της κοκαΐνης, σύμφωνα με την ίδια, είναι αναμεμειγμένο με φεντανύλη, συνδυασμός που έχει οδηγήσει σε «απώλεια και καταστροφή αναρίθμητων αμερικανικών ζωών».

Του Bill Pan

Με πληροφορίες από το Reuters

Η Σουέιντα εκτός των επερχόμενων εκλογών στη Συρία

Οι βουλευτικές εκλογές στη Συρία, οι πρώτες υπό τη νέα ισλαμιστική ηγεσία της χώρας και προγραμματισμένες για τον Σεπτέμβριο, δεν θα διεξαχθούν στην ταραγμένη επαρχία Σουέιντα, στη νότια Συρία, ούτε στις επαρχίες Ράκκα και Χασάκα στη βορειοανατολική χώρα, όπως δήλωσαν Σύροι αξιωματούχοι.

Σύμφωνα με το συριακό πρακτορείο ειδήσεων Ekhbariya, που επικαλέστηκε εκπρόσωπο της εκλογικής επιτροπής, η ψηφοφορία στις τρεις επαρχίες θα αναβληθεί μέχρι να διαμορφωθούν «κατάλληλες συνθήκες». Τον περασμένο μήνα, ο επικεφαλής της επιτροπής είχε δηλώσει στο κρατικό πρακτορείο SANA ότι οι εκλογές για την ανάδειξη των 210 μελών της Λαϊκής Συνέλευσης θα πραγματοποιηθούν μεταξύ 15 και 20 Σεπτεμβρίου.

Η Σουέιντα έχει γνωρίσει τις τελευταίες εβδομάδες επαναλαμβανόμενα επεισόδια σεχταριστικής βίας, με εκατοντάδες νεκρούς. Η περιοχή φιλοξενεί τη μεγαλύτερη συγκέντρωση Δρούζων στη Μέση Ανατολή, μιας μειονοτικής θρησκευτικής κοινότητας που συνδέεται με κλάδο του σιιτικού Ισλάμ.

Η βία ξέσπασε στα μέσα Ιουλίου, όταν σουνίτες ένοπλοι συγκρούστηκαν με Δρούζους μαχητές, γεγονός που οδήγησε την κυβέρνηση στην αποστολή δυνάμεων ασφαλείας για να περιορίσουν την ένταση. Ωστόσο, οι μάχες γρήγορα επεκτάθηκαν ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις και τους Δρούζους που αντιτάχθηκαν στην ανάπτυξη στρατού στην επαρχία.

Το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, εκτίμησε ότι οι νεκροί ξεπέρασαν τους 1.500, μεταξύ αυτών 720 κάτοικοι και τουλάχιστον 430 άνδρες των κυβερνητικών δυνάμεων.

Ύστερα από τρεις ημέρες συγκρούσεων, το υπουργείο Άμυνας της Συρίας ανακοίνωσε κατάπαυση του πυρός μετά από διαβουλεύσεις με Δρούζους ηγέτες. Παράλληλα, το Ισραήλ – όπου επίσης ζει κοινότητα Δρούζων – πραγματοποίησε επιθέσεις εναντίον συριακών κυβερνητικών θέσεων, συμπεριλαμβανομένων εγκαταστάσεων του υπουργείου Άμυνας, με το αιτιολογικό της «προστασίας» της μειονότητας.

Στις αρχές Αυγούστου, περιορισμένες συγκρούσεις ξανάρχισαν στη Σουέιντα, όταν η Δαμασκός κατηγόρησε πολιτοφυλακές Δρούζων για επιθέσεις κατά κυβερνητικών στόχων.

Την περασμένη εβδομάδα, ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ για τη Συρία Γκέιρ Πέντερσεν προειδοποίησε ότι η βία μπορεί να αναζωπυρωθεί ανά πάσα στιγμή, παρά την εύθραυστη εκεχειρία. Μιλώντας στο Συμβούλιο Ασφαλείας, τόνισε ότι «η απειλή αναζωπύρωσης των συγκρούσεων παραμένει παρούσα, όπως και οι πολιτικές φυγόκεντρες δυνάμεις που απειλούν την κυριαρχία, την ενότητα, την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας».

Αναβολή στη Ράκκα και τη Χασάκα

Στη βορειοανατολική Συρία, οι επαρχίες Ράκκα και Χασάκα, όπου επίσης ανεστάλη η εκλογική διαδικασία, βρίσκονται κυρίως υπό τον έλεγχο των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (Syrian Democratic Forces – SDF), μιας κουρδικής συμμαχίας που υποστηρίζεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η απόφαση προκάλεσε αντιδράσεις από τη Δημοκρατική Αυτόνομη Διοίκηση της Βόρειας και Ανατολικής Συρίας (Democratic Autonomous Administration of North and East Syria – DAANES), η οποία λειτουργεί παράλληλα με τις SDF και δηλώνει ότι ενεργεί ανεξάρτητα από την κεντρική κυβέρνηση.

Σε ανακοίνωσή της στις 24 Αυγούστου, υποστήριξε ότι οι εκλογές «δεν είναι δημοκρατικές και δεν εκφράζουν σε καμία περίπτωση τη βούληση των Σύρων», προσθέτοντας ότι «δεν αποτελούν παρά συνέχεια μιας πολιτικής περιθωριοποίησης και αποκλεισμού».

Η διοίκηση τόνισε επίσης ότι οι επαρχίες Ράκκα και Χασάκα είναι «σχετικά ασφαλείς» σε σύγκριση με άλλες περιοχές της χώρας.

Τον περασμένο Δεκέμβριο, το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ ανατράπηκε από επίθεση αντικαθεστωτικών δυνάμεων με την υποστήριξη της Τουρκίας, υπό την ηγεσία της οργάνωσης Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS), μιας σουνιτικής ένοπλης ομάδας με παλαιότερες διασυνδέσεις με την Αλ Κάιντα.

Από τον Ιανουάριο, επικεφαλής της μεταβατικής συριακής κυβέρνησης είναι ο ηγέτης της HTS, Αχμέντ αλ Σαρά, γνωστός στο παρελθόν ως Μοχάμεντ αλ Γκολανί. Τον Φεβρουάριο ο Σαρά, ο οποίος έχει δεσμευθεί για την προστασία των θρησκευτικών μειονοτήτων της χώρας, είχε εκτιμήσει ότι η Συρία θα χρειαστεί έως και πέντε χρόνια πριν μπορέσει να πραγματοποιήσει την πρώτη προεδρική εκλογή μετά την εποχή Άσαντ.

Με πληροφορίες από Reuters και Associated Press

Με νέους δασμούς απειλεί ο Τραμπ, με στόχο την κάμψη της φορολόγησης των ψηφιακών υπηρεσιών

Προειδοποίηση εξέδωσε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, τη Δευτέρα 25 Αυγούστου, για τον περιορισμό των εξαγωγών τσιπ και την επιβολή επιπλέον δασμών σε χώρες που δεν καταργούν τους ψηφιακούς φόρους, τους οποίους χαρακτήρισε εχθρικούς προς την αμερικανική τεχνολογία.

Στην ανάρτησή του στο Truth Social, κατηγόρησε επιπλέον τις εν λόγω χώρες (χωρίς  να κάνει ονομαστική αναφορά) ότι ευνοούν τις μεγάλες κινεζικές εταιρείες με σημαντικές παραχωρήσεις. «Αυτό πρέπει να σταματήσει άμεσα», δήλωσε.

Οι ψηφιακοί φόροι στους οποίους αναφέρεται ο Ντ. Τραμπ αφορούν κυρίως τη φορολόγηση παρόχων ψηφιακών υπηρεσιών, όπως οι Alphabet’s Google, Meta’s Facebook, Apple και Amazon. Το ακανθώδες αυτό ζήτημα έχει απασχολήσει πολλές αμερικανικές κυβερνήσεις, ιδίως εφόσον επηρεάζει τη σχέση τους με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία επίσης έχει θεσπίσει φορολόγηση των ψηφιακών παρόχων.

Με πληροφορίες από το Reuters.

Το άρθρο αυτό αναμένεται να ενημερωθεί με νέες πληροφορίες.

Ο Χαμενεΐ απορρίπτει απευθείας συνομιλίες με τις ΗΠΑ για το πυρηνικό πρόγραμμα

Ο ηγέτης του Ιράν, Αλί Χαμενεΐ, απέρριψε την προοπτική άμεσων συνομιλιών με τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας, χαρακτηρίζοντας την παρούσα κατάσταση «άλυτη».

Η απόφαση αυτή έπεται της αναστολής των διαπραγματεύσεων με την Ουάσιγκτον μετά τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς στο υπόγειο πυρηνικό συγκρότημα του Φορντό στις 21 και 22 Ιουνίου, όταν βομβαρδιστικά B-2 έπληξαν την περιοχή με βόμβες διάτρησης σκυροδέματος βάρους 13,6 τόνων.

Σύμφωνα με το ιρανικό πρακτορείο IRNA, ο Χαμενεΐ, σε ομιλία του στις 24 Αυγούστου, υποστήριξε ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν το Ιράν να υπακούσει στις εντολές τους», προσθέτοντας ότι ο ιρανικός λαός «αισθάνεται βαθιά προσβεβλημένος από αυτή τη σοβαρή ύβρη και θα σταθεί με όλες του τις δυνάμεις απέναντι σε όσους τρέφουν μια τέτοια λανθασμένη προσδοκία». Όσους εισηγούνται άμεσες διαπραγματεύσεις με την Ουάσιγκτον τους χαρακτήρισε «επιπόλαιους».

Ο 86χρονος αγιατολάχ, που βρίσκεται στην ηγεσία από το 1989, επανέλαβε ότι «το ζήτημα αυτό είναι άλυτο».

Τα σχόλια αυτά έγιναν λίγο μετά τη συμφωνία της Τεχεράνης, στις 22 Αυγούστου, να ξαναρχίσει συνομιλίες με τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Γερμανία για τον εμπλουτισμό ουρανίου. Στις 15 Ιουλίου, ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ζαν-Νοέλ Μπαρρό είχε προειδοποιήσει ότι οι τρεις ευρωπαϊκές χώρες επιφυλάσσονται του δικαιώματός τους να επαναφέρουν τις κυρώσεις εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία για ένα μακροπρόθεσμο πλαίσιο στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

Στις 22 Αυγούστου, ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Γιόχαν Βάντεπουλ ανακοίνωσε ότι οι συνομιλίες θα ξεκινήσουν στις 26 Αυγούστου και προειδοποίησε ότι οι λεγόμενες «κυρώσεις επαναφοράς» του ΟΗΕ θα τεθούν σε ισχύ, εάν δεν υπάρξει επαληθεύσιμη και διαρκής συμφωνία για το ιρανικό πρόγραμμα.

Η Τεχεράνη υποστηρίζει ότι επιδιώκει την ανάπτυξη πυρηνικής ενέργειας για ειρηνικούς σκοπούς, αρνούμενη πως κατασκευάζει όπλα. Ωστόσο, στις 12 Ιουνίου, το Διοικητικό Συμβούλιο της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας (International Atomic Energy Agency – IAEA) κατέληξε ότι το Ιράν δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις του στο πλαίσιο της «Συνθήκης Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων».

Λίγες ώρες μετά την απόφαση αυτή, το Ισραήλ ξεκίνησε αεροπορικές επιθέσεις σε πυρηνικές εγκαταστάσεις και άλλους στόχους εντός του Ιράν, που διήρκεσαν δώδεκα ημέρες. Η Τεχεράνη απάντησε με επιθέσεις πυραύλων και μη επανδρωμένων αεροσκαφών εναντίον του Ισραήλ, ενώ στις 24 Ιουνίου συμφωνήθηκε εκεχειρία, μετά από συμβολικό πλήγμα του Ιράν σε αμερικανική στρατιωτική βάση στο Κατάρ, ως αντίποινα για τον βομβαρδισμό του Φορντό.

Στις 30 Ιουνίου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι δεν σχεδιάζει να προσφέρει οτιδήποτε στο Ιράν και ότι δεν προτίθεται να συμμετάσχει σε συνομιλίες με το καθεστώς της Τεχεράνης.

Ο Χαμενεΐ τόνισε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν εχθρική στάση απέναντι στο Ιράν από το 1979, όταν ανατράπηκε ο Σάχης και εγκαθιδρύθηκε το θεοκρατικό καθεστώς. Όπως είπε, οι αιτίες της εχθρότητας αυτής συχνά καλύπτονται με προσχήματα όπως η τρομοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η θέση της γυναίκας και η δημοκρατία. Κατά τον ίδιο, η τρέχουσα αμερικανική διοίκηση έχει ξεκαθαρίσει τον πραγματικό της στόχο, που είναι να καταστήσει το Ιράν υπάκουο.

Ο Ιρανός ηγέτης υποστήριξε ότι η χώρα παραμένει ενωμένη και ότι το ισλαμικό σύστημα δεν μπορεί να καμφθεί με τον πόλεμο. Αναφερόμενος στην κατάσταση στη Γάζα, μίλησε για «πρωτοφανή ιστορικά δεινά» των Παλαιστινίων και επέκρινε τις φραστικές καταδίκες του Ισραήλ από δυτικές κυβερνήσεις ως ανεπαρκείς.

Για το Ισραήλ, ο Χαμενεΐ το χαρακτήρισε «κακοήθη καρκίνο» και εξέφρασε την ελπίδα ότι «ο Θεός θα ευλογήσει τον αγώνα του ιρανικού έθνους και των αληθινών αναζητητών της δικαιοσύνης παγκοσμίως ώστε να ξεριζωθεί».

Παράλληλα, το ιρανικό καθεστώς, αφού επιβίωσε της στρατιωτικής πίεσης από το Ισραήλ, εμφανίζεται να ανανεώνει τις απειλές του κατά αντιφρονούντων και επικριτών στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Στις 31 Ιουλίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς και δώδεκα ευρωπαϊκές χώρες εξέδωσαν κοινή δήλωση, καταδικάζοντας τον «αυξανόμενο αριθμό κρατικών απειλών» από τις ιρανικές υπηρεσίες πληροφοριών.

Στη δήλωση τονιζόταν ότι «υπάρχει ενιαία αντίθεση στις απόπειρες των ιρανικών υπηρεσιών να δολοφονήσουν, να απαγάγουν και να παρενοχλήσουν άτομα στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, σε κατάφωρη παραβίαση της κυριαρχίας μας». Υπογραμμιζόταν επίσης ότι στόχοι των ιρανικών επιχειρήσεων είναι «δημοσιογράφοι, αντιφρονούντες, εβραϊκές κοινότητες, καθώς και νυν και πρώην αξιωματούχοι στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική».

Του Chris Summers

Με πληροφορίες από το Reuters