Παρασκευή, 28 Νοέ, 2025

Η ελιά ως εθνικό μας κεφάλαιο – Από το σύμβολο ειρήνης στη στρατηγική για την ύπαιθρο της νέας εποχής

Η ελιά είναι κομμάτι της ταυτότητάς μας, της διατροφής, του τόπου και της ιστορίας μας. Δεν είναι τυχαίο ότι η UNESCO, το 2019, ανακήρυξε την 26η Νοεμβρίου ως Παγκόσμια Ημέρα Ελιάς, αναγνωρίζοντας τον παγκόσμιο πολιτιστικό, κοινωνικό και οικονομικό της ρόλο. Στην Ελλάδα, το ελαιόλαδο έχει ισχυρό αποτύπωμα στην οικονομία, στην παραγωγή και στην καθημερινότητά μας. Γι’ αυτό και οφείλουμε να στηρίξουμε έμπρακτα τον ελαιοκομικό τομέα, μέσα σε συνθήκες κλιματικής κρίσης, έντονων διακυμάνσεων τιμών και μεγάλων διεθνών προκλήσεων.

Η ελαιοκομία αποτελεί έναν από τους πιο δυναμικούς κλάδους της αγροτικής παραγωγής. Η παραγωγή παρθένου ελαιολάδου για το 2024 εκτιμάται περίπου στους 250.000 τόνους.

Από αυτούς, περίπου 110.000 τόνοι καλύπτουν την εγχώρια κατανάλωση, ενώ το υπόλοιπο εξάγεται, κυρίως προς άλλες χώρες της ΕΕ αλλά και προς αγορές όπως οι ΗΠΑ. Η παραγωγή βρώσιμων ελιών εκτιμάται σε ~400.000 τόνους (νωπές), εκ των οποίων γύρω στους 30.000 τόνους καταναλώνονται στην εσωτερική αγορά, με το μεγαλύτερο μέρος να κατευθύνεται προς μεταποίηση και εξαγωγή.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και των φορέων του κλάδου, το ελαιόλαδο αντιπροσωπεύει σημαντικό ποσοστό της αξίας της αγροτικής μας παραγωγής και των εξαγωγών τροφίμων. Μεγάλο μέρος της παραγωγής μας είναι εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, υψηλής ποιότητας. Αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα αποτελεί τη βάση για μια ακόμη πιο εξωστρεφή και καλύτερα οργανωμένη ελαιοκομία τα επόμενα χρόνια.

Στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων αξιοποιούμε στοχευμένα εργαλεία πολιτικής για τη στήριξη του ελαιοκομικού τομέα. Κεντρικό ρόλο έχουν τα επιχειρησιακά προγράμματα των Οργανώσεων Ελαιοκομικών Φορέων (ΟΕΦ). Συμμετέχουν 67 οργανώσεις, εκπροσωπώντας 10-11 χιλιάδες μέλη παραγωγούς. Τα προγράμματα αυτά χρηματοδοτούν δράσεις συλλογικής οργάνωσης, βελτίωσης της ποιότητας, πιστοποίησης, καινοτομίας, εκπαίδευσης, εξοικονόμησης πόρων και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.

Παράλληλα, το Πρόγραμμα Μικρών Νησιών του Αιγαίου στηρίζει τους παραδοσιακούς ελαιώνες — ουσιαστικά το σύνολο της ελαιοκαλλιέργειας στα περισσότερα νησιά πλην της Κρήτης. Για το 2024, οι επιλέξιμες εκτάσεις ανήλθαν σε περίπου 60 χιλιάδες εκτάρια και η ενίσχυση έφθασε τα 7,6 εκατ. ευρώ, εξ ολοκλήρου κοινοτική χρηματοδότηση. Με αυτόν τον τρόπο στηρίζουμε το εισόδημα των παραγωγών, αλλά και τη διατήρηση του τόπου, της βιοποικιλότητας και του νησιωτικού αγροτικού πολιτισμού.

Η στήριξη, όμως, δεν εξαντλείται στις ενισχύσεις. Ενισχύουμε την προστασία από αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, ώστε οι παραγωγοί να έχουν πιο δίκαιους όρους συνεργασίας στην αλυσίδα τροφίμων. Σε συνεργασία με τον ΕΦΕΤ και τις τοπικές ΔΑΟΚ, ενδυναμώνουμε τους ελέγχους ποιότητας και ασφάλειας, ώστε το ελληνικό ελαιόλαδο και οι επιτραπέζιες ελιές να παραμένουν συνώνυμα αξιοπιστίας για τον καταναλωτή.

Προωθούμε, επίσης, την υποχρεωτική δήλωση συγκομιδής και το ελαιοκομικό κτηματολόγιο, ώστε να διαθέτουμε καλύτερα δεδομένα, περισσότερη διαφάνεια και ισχυρότερη ιχνηλασιμότητα.

Η ελιά και το ελαιόλαδο βρίσκονται στον πυρήνα της μεσογειακής διατροφής αναγνωρισμένης ως άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO, όμως στη χώρα μας αποτελεί και ένα ισχυρό χαρτί ανάπτυξης: για την ενίσχυση των ΠΟΠ/ΠΓΕ προϊόντων, για τη σύνδεση της ελαιοκομίας με τον τουρισμό και τον ελαιοτουρισμό, για την προώθηση της πράσινης μετάβασης με έξυπνη άρδευση, εξοικονόμηση ενέργειας και κυκλική αξιοποίηση των παραπροϊόντων.

Με σεβασμό στην παράδοση και αποφασιστικότητα, μπορούμε να κάνουμε την ελληνική ελιά και το ελληνικό ελαιόλαδο ακόμη πιο ισχυρά σύμβολα της χώρας μας στον κόσμο και ακόμη πιο σταθερό στήριγμα για τους ανθρώπους που ζουν από αυτή.

‘Αρθρο του Γενικού Γραμματέα Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, Σπύρου Πρωτοψάλτη

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις θέσεις της εφημερίδας The Epoch Times.

 

Κούβα 2025: Η κατάρρευση του τελευταίου μύθου

Η Κούβα βρίσκεται στη σκοτεινότερη στιγμή της σύγχρονης ιστορίας της. Η οικονομική κατάρρευση, η εθνική αιμορραγία της μετανάστευσης και η ολοκληρωτική καταστολή οδηγούν τη χώρα σε ένα μέλλον που μοιάζει να έχει προδιαγραφεί από άλλες κομμουνιστικές δικτατορίες.

Πίσω από την κουρασμένη προπαγάνδα περί «σοσιαλιστικών επιτευγμάτων», ένας λαός πεινά, εξαντλείται και σιωπά.

Η Κούβα βιώνει σήμερα μια καθολική κρίση που δεν αφορά μόνο την οικονομία αλλά και την ίδια τη δυνατότητα του λαού να επιβιώσει. Το νησί μοιάζει παγιδευμένο σε ένα σύστημα που απορρίπτει κάθε αλλαγή, ένα σύστημα που οι ίδιοι οι πολίτες χαρακτηρίζουν «αδιόρθωτο».

Πίσω από την επίσημη αφήγηση περί «σοσιαλιστικής ανθεκτικότητας» και «λαϊκής κυριαρχίας», η πραγματικότητα είναι μια: η χώρα καταρρέει.

Για δεκαετίες, η κουβανική κυβέρνηση θεμελίωσε την εξουσία της πάνω σε τρεις βασικούς άξονες προπαγάνδας: τον μύθο της οικονομικής πολιορκίας, τον μύθο της κορυφαίας κοινωνικής πρόνοιας και τον μύθο της εθνικής αξιοπρέπειας.

Ο μύθος της οικονομικής πολιορκίας

Το καθεστώς επιρρίπτει όλες τις ευθύνες στο αμερικανικό εμπάργκο. Όμως σήμερα η ίδια η κυβέρνηση εισάγει σχεδόν όλα τα αγαθά, εμποδίζει ιδιωτικές επενδύσεις, κρατά τον πληθυσμό δέσμιο σε κρατικά μονοπώλια.

Η «πολιορκία» λειτουργεί κυρίως στο εσωτερικό. Η οικονομική ελευθερία θεωρείται απειλή για το καθεστώς.

Από τη δεκαετία του 1960, η κουβανική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η οικονομική δυσπραγία και η φτώχεια είναι αποτέλεσμα κυρίως των κυρώσεων των ΗΠΑ. Η αφήγηση παρουσιάζει τις ΗΠΑ ως μόνιμο εχθρό, υπεύθυνο για την έλλειψη τροφίμων, καυσίμων και τεχνολογίας, και την Κούβα ως αμυνόμενο έθνος που θυσιάζει την ευημερία της για την «ανεξαρτησία» και την «αντιιμπεριαλιστική αντίσταση», με τη φτώχεια ως ηρωικό μέτρο.

Όμως ποια είναι η πραγματικότητα της οικονομίας; Ανίκανη πολιτική διαχείριση, διαφθορά και γραφειοκρατία, περιορισμοί στον ιδιωτικό τομέα.

Η Κούβα ακολουθεί μια κεντρικά ελεγχόμενη οικονομία, όπου η κρατική παραγωγή δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του πληθυσμού. Για παράδειγμα, η παραγωγή ζάχαρης έχει καταρρεύσει από 8 εκατομμύρια τόνους το 1989 σε 150.000 τόνους σήμερα, με τις εισαγωγές να αντικαθιστούν σχεδόν όλη την εγχώρια ζάχαρη.

Τα κρατικά καταστήματα συχνά έχουν άδεια ράφια, ενώ η διανομή βασικών αγαθών είναι αναποτελεσματική. Η αναποτελεσματικότητα δεν είναι συνέπεια αποκλειστικά των κυρώσεων αλλά κυρίως εσωτερικής κακοδιαχείρισης.

Μέχρι πρόσφατα οι ιδιωτικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις ήταν απαγορευμένες. Η μικρή άνοδος του ιδιωτικού τομέα δείχνει ότι η οικονομία μπορεί να ξαναζωντανέψει αν οι πολίτες έχουν χώρο για επιχειρηματική δράση.

Ο μύθος της κορυφαίας κοινωνικής πρόνοιας

Η επίσημη αφήγηση μιλά για δωρεάν υγεία και παιδεία. Όμως ποια είναι η πραγματικότητα;

Το 70% των πολιτών πεινάει, το 89% ζει σε ακραία φτώχεια. Τα φαρμακεία είναι άδεια, τα νοσοκομεία εγκαταλελειμμένα. Οι γιατροί μεταναστεύουν κατά χιλιάδες ή στέλνονται σε χώρες-συμμάχους ως «εξαγώγιμο πολιτικό κεφάλαιο».

Το κοινωνικό κράτος έχει μετατραπεί σε κέλυφος προπαγάνδας. Η κυβέρνηση παρουσιάζει κάθε διαφωνία ως «πράξη προδοσίας» και «εξυπηρέτηση ξένων συμφερόντων».

Η κρατική τηλεόραση επιτίθεται καθημερινά σε όσους ζητούν μεταρρυθμίσεις. Το μήνυμα είναι σαφές: «Ελευθερία σημαίνει χάος, το καθεστώς σημαίνει ασφάλεια». Η κυβέρνηση παρουσιάζει την έλλειψη ως επιτυχία, πείθοντας τον λαό πως θυσιάζεται για το «υψηλό ιδανικό του σοσιαλισμού». Η Κούβα εμφανίζεται ως «ηθικά ανώτερη από τις καπιταλιστικές κοινωνίες», παρόλο που οι πολίτες υποφέρουν καθημερινά.

Ο μύθος αυτός ενισχύει τη νομιμοποίηση του καθεστώτος και μειώνει την αντίδραση της κοινωνίας: «Υποφέρουμε, αλλά για το κοινό καλό».

Ο μύθος της εθνικής αξιοπρέπειας

Η κουβανική κυβέρνηση παρουσιάζει την Κούβα ως «ανεξάρτητο και ηθικά ανώτερο κράτος» που αντιστέκεται στον ιμπεριαλισμό, κυρίως των ΗΠΑ.

Η φτώχεια, οι ελλείψεις και οι δυσκολίες παρουσιάζονται ως αποτέλεσμα «αξιοπρεπούς αντίστασης» και όχι κακής διακυβέρνησης. Ο λαός εμφανίζεται ως ήρωας που θυσιάζεται για την προάσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας.

Οι πολίτες καλούνται να αντέχουν διακοπές ρεύματος, έλλειψη τροφίμων και χαμηλούς μισθούς με το σκεπτικό ότι «οι θυσίες μας κάνουν τη χώρα ισχυρή».

Η εθνική αξιοπρέπεια συνδέεται άρρηκτα με την πίστη στο καθεστώς. Η αμφισβήτηση του κράτους θεωρείται προδοσία διότι υπονομεύει την εθνική τιμή.

Ο μύθος χρησιμοποιείται για να καλλιεργήσει την υποταγή και την αδράνεια. Οι πολίτες αποθαρρύνονται να αμφισβητήσουν τις πολιτικές ή να απαιτήσουν αλλαγή, γιατί κάθε αντίσταση θεωρείται επίθεση κατά της εθνικής τιμής.

Το αφήγημα είναι: « Η Κούβα είναι περήφανη επειδή επιβιώνει παρά τις πιέσεις των ΗΠΑ».

Αριθμοί που σοκάρουν

Η καθημερινότητα των πολιτών έχει γίνει ένας ατελείωτος αγώνας επιβίωσης. Ο επίσημος μέσος μισθός είναι 6.506 πέσος (περίπου 14 δολάρια στη μαύρη αγορά). Οι μισθοί σε κρατικές υπηρεσίες (καθαριστές, φύλακες, κλπ) είναι 2.500 πέσος, λιγότερο από 5 δολάρια. Μια καρτέλα 30 αυγών κοστίζει 2.800 πέσος δηλαδή περισσότερο από έναν μηνιαίο μισθό. Ένα κιλό ρύζι και ένα κιλό φασόλια κοστίζουν όσο σχεδόν δέκα ημερομίσθια.

Το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ έχει πλέον ενεργοποιηθεί για να αποτρέψει την παιδική πείνα, μια πραγματικότητα που μέχρι πρόσφατα θα έμοιαζε αδιανόητη.

Ρεύμα και νερό λειτουργούν με μεγάλη αστάθεια. Στις περισσότερες περιοχές, όπου τα μπλακ-άουτ διαρκούν πάνω από 4 ώρες ημερησίως και οι διακοπές νερού είναι επίσης συχνές, ακόμη και το μαγείρεμα γίνεται μια πολυτέλεια.

Η δημόσια συγκοινωνία βρίσκεται σε αποσύνθεση. Τα λεωφορεία είναι ελάχιστα, τα καύσιμα δυσεύρετα και πανάκριβα. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι ανθρώπους που προσπαθούν να κάνουν ωτοστόπ, ενώ όσοι διαθέτουν αυτοκίνητα συχνά δεν βρίσκουν καύσιμα ή απλώς δεν μπορούν να τα πληρώσουν. Τα πρατήρια δεν λειτουργούν τακτικά και οι οδηγοί περιμένουν ακόμη και μια εβδομάδα για να πάρουν μια μικρή ποσότητα βενζίνης, την οποία πληρώνουν σε τιμή πολλαπλάσια του μισθού τους. Η εικόνα των άδειων δρόμων, ακόμη και σε κεντρικούς αυτοκινητοδρόμους, μαρτυρά το μέγεθος της κρίσης.

Για πολλούς Κουβανούς, σύμφωνα με τον Economist, η μόνη διέξοδος για την επιβίωσή τους είναι τα εμβάσματα που λαμβάνουν από συγγενείς που έχουν στο εξωτερικό.

Σύμφωνα με ανεξάρτητες κοινωνικές έρευνες, το 89% των νοικοκυριών ζει σε ακραία φτώχεια, ενώ το 70% των πολιτών παραλείπει τουλάχιστον ένα γεύμα την ημέρα. Μόλις το 3% βρίσκει τα απαραίτητα φάρμακα. Χιλιάδες ηλικιωμένοι ζουν ωριαία με συντάξεις των 4.500 πέσος (γύρω στα 10 δολάρια), ενώ αναγκάζονται να επιλέγουν ανάμεσα σε φαγητό και φάρμακα.

Η μετανάστευση έχει πάρει πρωτοφανείς διαστάσεις. Από το 2020, έχουν εγκαταλείψει τη χώρα περίπου 2,75 εκατομμύρια άνθρωποι. Περίπου, δηλαδή, το ¼ του πληθυσμού τα τελευταία πέντε χρόνια. Ο δείκτης των γεννήσεων κατρακύλησε στο 1,29 παιδί ανά γυναίκα.

Το αποτέλεσμα; Έλλειψη γιατρών, δασκάλων, τεχνικών, ακόμη και χορευτών στο διάσημο μπαλέτο της Αβάνας.

Μια οικονομία σε αποσύνθεση

Σύμφωνα με στοιχεία που παρέχει ο Economist, το ΑΕΠ έχει υποχωρήσει κατά 11% από το 2019. Ο πληθωρισμός αγγίζει το 15%. Το πέσο έχασε σχεδόν όλη του την αξία, πέφτοντας από 20 σε 450 πέσος/δολάριο

Ο τουρισμός που υποτίθεται πως θα αποτελούσε σανίδα σωτηρίας μετά την πανδημία, παραμένει στάσιμος. Στο κέντρο της Αβάνας, εγκαταλελειμμένα κτίρια γκρεμίζονται μπροστά στα μάτια των ντόπιων.

Από το 2021 επιτρέπονται ιδιωτικές μικρές και μεσαίες (ΜμΕ) επιχειρήσεις, οι οποίες καλύπτουν πάνω από το 50% του λιανεμπορίου και απασχολούν πάνω από το ⅓ των εργαζομένων. Τα τελευταία χρόνια, η Κούβα αναγκάστηκε να επιτρέψει έναν μικρό αριθμό ιδιωτικών ΜμΕ, γιατί το κράτος δεν μπορεί πια να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού.

Αυτός ο ιδιωτικός τομέας είναι τώρα η μόνη ζωντανή πηγή ανάπτυξης στη χώρα.

Όμως η κυβέρνηση επιβάλλει συνεχώς ασαφείς κανόνες και μπλοκάρει επενδύσεις με τον φόβο ότι η οικονομική ελευθερία θα οδηγήσει σε πολιτική αλλαγή.

Ο Ραούλ Κάστρο, αν κι έχει αποσυρθεί, ασκεί ακόμα μεγάλη επιρροή και εμποδίζει τις μεταρρυθμίσεις. Ο πρόεδρος Μιγκέλ Ντίας-Κανέλ θεωρείται αδύναμος και παθητικός, εγκλωβισμένος σε ένα μοντέλο που δεν λειτουργεί πλέον ούτε θεωρητικά.

Οι μαζικές διαδηλώσεις του 2021 και του 2024, που έδειξαν ότι οι πολίτες επιθυμούν αλλαγή, καταπνίγηκαν βίαια. Η απάντηση του καθεστώτος: μαζικές συλλήψεις, στρατιωτικοποίηση των πόλεων, λογοκρισία του διαδικτύου, εξόντωση της αντιπολίτευσης.

Η οργανωμένη αντιπολίτευση έχει αποδεκατιστεί, ενώ η κοινωνική κόπωση έχει παγώσει τη διάθεση για διεκδίκηση αλλαγής.

Τι αποκαλύπτει η καθημερινότητα

«Δεν έχω δει ποτέ τόσους ανθρώπους να φεύγουν όπως τώρα», λέει η Βάλια Ροντρίγκεζ, ετών 42, κάτοικος Αβάνας. «Φυσικά, οποιοσδήποτε Κουβανός θα ήθελε να φύγει. Σε αυτή τη χώρα με αυτή την κυβέρνηση δεν μπορείς να ζήσεις… Αν δεν είχα γεννήσει, θα είχα ήδη φύγει, επειδή η κατάσταση είναι μη βιώσιμη».

Η Ντανιέλλα Καστίγιο, 18 ετών, φοιτήτρια, περιγράφει την καθημερινότητα στην Αβάνα: «Η κατάσταση με τις διακοπές ρεύματος είναι τραγική… Φτάνουμε στο σπίτι εξαντλημένοι, δεν υπάρχει ρεύμα, και πολλές φορές πρέπει να περιμένουμε να ξανάρθει — αν ξανάρθει — για να μπορέσουμε να φάμε, για να μπορέσουμε να διαβάσουμε».

«Είναι τρελό για τον καθένα», αναφέρει ο Ραούλ Ερνέστο Γκουτιέρρες για το μαζικό μπλακ-άουτ .Στην επαρχία πρέπει να μαγειρεύουμε με κάρβουνο και με ξύλα. Είναι πολύ αγχωτικό και επίσης απογοητευτικό».

Υπάρχουν παραλληλισμοί που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Η κουβανική κρίση δεν είναι μοναδική. Μοιράζεται κοινά χαρακτηριστικά με άλλα καθεστώτα που υποσχέθηκαν «λαϊκό παράδεισο».

Σοβιετική Ένωση (προ του 1991)

  • Οικονομική στασιμότητα
  • Λογοκρισία και καταστολή
  • Έλλειψη βασικών αγαθών
  • Μαζική αδυναμία του κράτους να διατηρήσει παραγωγή
  • Τελικό αποτέλεσμα: κατάρρευση του συστήματος

Βόρεια Κορέα

  • Η μαζική φτώχεια μεταμφιέζεται σε «ηρωική αντίσταση» και παρουσιάζεται ως απόδειξη πατριωτισμού.
  • Η ελίτ ζει απομονωμένη, ενώ ο λαός βρίσκεται στα όρια της επιβίωσης.

Αυτό είναι βασικό χαρακτηριστικό πολλών ολοκληρωτικών καθεστώτων, αντί να διορθώσουν τα λάθη τους, ζητούν από τον λαό να τα θεωρήσει προτέρημα.

Μια τέτοια ρητορική έχει αναπτυχθεί και στην Κούβα. «Αν το τίμημα αυτής της στάσης της χώρας μας ήταν […] να εξαφανιστεί ολόκληρος ο πληθυσμός από προσώπου γης — αν αυτό ήταν δυνατό — θα προτιμούσαμε αυτό από το να αποδεχτούμε εκείνη την τάξη πραγμάτων και εκείνους τους νόμους που ο ιμπεριαλισμός επιθυμεί να επιβάλει στον κόσμο», είχε αναφέρει ο Φιντέλ Κάστρο σε ομιλία του το 1967.

Η Κούβα μοιάζει να πλησιάζει επικίνδυνα αυτό το πρότυπο.

Βενεζουέλα

  • Υπερπληθωρισμός
  • Μαζική έξοδος ανθρώπων
  • Κατάρρευση παραγωγής.

Η Κούβα πλέον καταγράφει μεγαλύτερες μαζικές μεταναστευτικές ροές από πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Το τέλος της αυταπάτης

Ο ιδιωτικός τομέας — η μικρή σπίθα ελευθερίας — κινείται με δυσκολία. Παρ’ όλα αυτά, ήδη καλύπτει μεγάλο μέρος της απασχόλησης και του λιανεμπορίου. Χρειάζεται η αυτονομία, η οικονομική συλλογική δράση, η αναγνώριση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ο μικροεπιχειρηματίας της Αβάνας το θέτει καθαρά: «Πληρώνουμε φόρους, δημιουργούμε θέσεις εργασίας, αποτελούμε μέρος της οικονομίας της χώρας […] Χωρίς ιδιωτικό τομέα σήμερα η μετανάστευση θα μπορούσε να είναι ακόμη μεγαλύτερη, η φυγή των ικανών και ταλαντούχων ανθρώπων το ίδιο, οι άστεγοι ακόμη περισσότεροι».

Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις θέσεις της εφημερίδας The Epoch Times.

Δικαιοσύνη και δημοκρατία σε δοκιμασία, στην Ελλάδα του 2025

Η πρόσφατη σύγκρουση ανάμεσα σε μια μάχιμη ποινικολόγο και το ανώτερο συνδικαλιστικό όργανο των δικαστών στην Ελλάδα έφερε στο προσκήνιο κρίσιμα ζητήματα για τη λειτουργία της δικαιοσύνης και τα όρια της δημοκρατίας. Η ποινικολόγος Βάσω Πανταζή – συνήγορος υπεράσπισης σε μια πολύκροτη δίκη – βρέθηκε στο στόχαστρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕνΔΕ) λόγω δηλώσεών της για δικαστική απόφαση. Ωστόσο, όπως η ίδια επισημαίνει, είχε την αμέριστη στήριξη του νομικού κόσμου στον αγώνα της απέναντι σε αυτήν την επίθεση. Το περιστατικό αυτό αποτελεί αφετηρία για μια ευρύτερη συζήτηση: πόσο ανεξάρτητη είναι σήμερα η δικαιοσύνη στην Ελλάδα; Τηρούνται τα θεμελιώδη νομικά κεκτημένα, όπως το τεκμήριο της αθωότητας; Και πώς δοκιμάζεται η ποιότητα της δημοκρατίας όταν οι θεσμοί ταλανίζονται από πολιτικές παρεμβάσεις και κοινωνικές αντιφάσεις;

Η Πανταζή και η αντιπαράθεση με την Ένωση Δικαστών

Αφορμή για τη δημόσια αντιπαράθεση ήταν η υπόθεση του Ηλία Κασιδιάρη, πρωτόδικα καταδικασμένου ως ηγετικού στελέχους της Χρυσής Αυγής, τον οποίο υπερασπίζεται η Βάσω Πανταζή. Σε ραδιοφωνική συνέντευξή της, η δικηγόρος δεν δίστασε να χαρακτηρίσει ως «δικαστικό πραξικόπημα» την απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας που απέρριψε – για πέμπτη φορά – το αίτημα αποφυλάκισης του πελάτη της, καταγγέλλοντας μάλιστα ότι οι δικαστές «δέχθηκαν πολιτική παρέμβαση» στην υπόθεση. Επιπλέον, απέδωσε στον πρόεδρο του δικαστικού συμβουλίου ιδεολογικές προκαταλήψεις, αποκαλώντας τον ειρωνικά «δικαιωματιστή».

Η αντίδραση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων υπήρξε πρωτοφανώς σκληρή. Με επίσημη ανακοίνωση, η Ένωση κατηγόρησε την Πανταζή για «αντιδικαστικό κρεσέντο» και απόπειρα άσκησης «αθέμιτων πιέσεων» προς τη Δικαιοσύνη. Χαρακτήρισε τους ισχυρισμούς της ως «παιδαριώδεις νομικά» και «ασύστολα ψεύδη», προαναγγέλλοντας μάλιστα ότι θα ζητήσει από τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών την παραδειγματική τιμωρία της δικηγόρου. Πρόκειται για μια άνευ προηγουμένου κίνηση: πότε είδαμε θεσμικό όργανο δικαστικών λειτουργών να απαιτεί πειθαρχική δίωξη δικηγόρου απλώς επειδή εξέφρασε κριτική άποψη; Το γεγονός ότι η ΕνΔΕ κάλεσε ακόμα και πολιτικά κόμματα και δικηγορικούς συλλόγους να πάρουν θέση ενάντια σε τέτοια «εκφυλιστικά φαινόμενα», ανέβασε τους τόνους και έθεσε ζήτημα θεσμικής δεοντολογίας.

Απέναντι σε αυτήν την επίθεση, η Βάσω Πανταζή δεν έμεινε μόνη. Αντιθέτως, δηλώνει ότι θεωρεί «τιμή της» το ότι σύσσωμος ο δικηγορικός και νομικός κόσμος της χώρας στάθηκε στο πλευρό της στην αντιπαράθεση αυτή. Πράγματι, η αντίδραση του νομικού κόσμου υπήρξε άμεση: ο πρόεδρος του ΔΣΑ, Δημήτρης Βερβεσός, προχώρησε σε μια ηχηρή παρέμβαση υπερασπιζόμενος το δικαίωμα κριτικής. «Οι δικαστικές αποφάσεις δεν βρίσκονται στο απυρόβλητο», τόνισε, υπογραμμίζοντας πως η κριτική των δικαστικών ενεργειών με νομικά επιχειρήματα είναι δικαίωμα κάθε πολίτη – και πολύ περισσότερο των δικηγόρων. Η ελεύθερη έκφραση νομικών απόψεων και η κριτική στη νομολογία ανήκουν στον πυρήνα της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας του λόγου και πρέπει να γίνονται σεβαστές από όλους. Ο πρόεδρος του ΔΣΑ σημείωσε με νόημα ότι η ΕνΔΕ δείχνει υπερβάλλοντα ζήλο στη δίωξη δικηγόρων, την ώρα που δεν επιδεικνύει ανάλογη εγρήγορση για ελεγκτέες συμπεριφορές δικών της μελών ή δικαστικών λειτουργών. Με άλλα λόγια, η θεσμική ισορροπία διαταράσσεται όταν η κριτική των δικηγόρων στιγματίζεται συλλήβδην ως «αντιδικαστική» – μια πρακτική που πλήττει την έννομη τάξη και το κράτος δικαίου.

«Μεταμέλεια» εναντίον τεκμηρίου αθωότητας: Ένα επικίνδυνο παράδοξο

Στον πυρήνα της υπόθεσης Κασιδιάρη αναδείχθηκε ένα θεμελιώδες νομικό ζήτημα: η απαίτηση «μεταμέλειας» από έναν κατάδικο πρωτοδίκως ως προϋπόθεση για ευνοϊκή μεταχείριση. Το Συμβούλιο Λαμίας, απορρίπτοντας τις αιτήσεις αποφυλάκισης, ουσιαστικά κράτησε τον Κασιδιάρη προφυλακισμένο επί δυόμισι και πλέον χρόνια με το σκεπτικό ότι δεν έχει δείξει μεταμέλεια για τις πράξεις του. Όμως, ο συγκεκριμένος κρατούμενος έχει ασκήσει έφεση – δηλαδή νομίμως διεκδικεί την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και νέα κρίση από ανώτερο δικαστήριο. Το εφετείο του δεν έχει αποφανθεί ακόμη για την οριστική του ενοχή ή αθωότητα. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, να του ζητείται να «μεταμεληθεί» για ένα αδίκημα του οποίου η δικαστική μοίρα εκκρεμεί;

Η απαίτηση αυτή εγείρει σοβαρά ζητήματα νομιμότητας και δικαιωμάτων. Όπως εύστοχα παρατηρεί η συνήγορός του, το να ζητάς από έναν πρωτόδικα καταδικασμένο να ομολογήσει μετάνοια, σημαίνει ότι τον εξαναγκάζεις να παραιτηθεί από το πανανθρώπινο δικαίωμα να μη ενοχοποιήσει τον εαυτό του, την ίδια στιγμή που το τεκμήριο της αθωότητας παραμένει ζωντανό υπέρ του. Η απαίτηση δήλωσης μεταμέλειας από υπόδικο (όχι αμετάκλητα ένοχο) αναιρεί την ουσία του τεκμηρίου αθωότητας, ένα θεμελιώδες κεκτημένο κάθε κράτους δικαίου. Πράγματι, σύμφωνα με τον Θεμελιώδη Χάρτη Δικαιωμάτων και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κανείς δεν υποχρεούται να ομολογήσει ενοχή στον ίδιο του τον εαυτό.

Η περίπτωση Κασιδιάρη δείχνει πως όταν ο δημόσιος διάλογος φορτίζεται πολιτικά, διακυβεύονται ακόμη και αυτονόητες νομικές αρχές. Είναι άξιο αναφοράς ότι ακόμη και η Εισαγγελία Πρωτοδικών Λαμίας – η αρμόδια εισαγγελική αρχή που εποπτεύει τη φυλακή – είχε προτείνει δύο φορές την αποφυλάκιση του κρατουμένου, κρίνοντας προφανώς ότι δεν συντρέχουν λόγοι περαιτέρω κράτησης. Παρ’ όλα αυτά, το δικαστικό συμβούλιο επέμεινε στη φυλάκισή του, θέτοντας μάλιστα ερωτήματα που πολλοί θα έκριναν άσχετα με τα τυπικά νομικά κριτήρια: ενδεικτικά, ο πρόεδρος ρώτησε τον Κασιδιάρη αν ίδρυσε νέο πολιτικό κόμμα, συσχετίζοντας εμμέσως την πολιτική δραστηριότητα με την επικινδυνότητά του. Πρόκειται για μια αντιμετώπιση που ενισχύει την αίσθηση πως η υπόθεση αντιμετωπίζεται με κριτήρια πέραν των καθαρά νομικών – κάτι εξαιρετικά ολισθηρό για τη θεσμική αμεροληψία.

Με λίγα λόγια, το επίμαχο ζήτημα της μεταμέλειας αναδεικνύει ένα επικίνδυνο παράδοξο: η Δικαιοσύνη απαιτεί από κάποιον να φερθεί ως ένοχος (μετανοώντας), ενώ νομικά οφείλει να τον αντιμετωπίζει ως αθώο μέχρι την τελεσίδικη κρίση. Αυτή η ανακολουθία όχι μόνο αδικεί τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο, αλλά δημιουργεί και ένα προηγούμενο που μπορεί να υπονομεύσει γενικότερα τα δικαιώματα. Αν η αρχή της αθωότητας μπορεί να καμφθεί σε «δύσκολες» ή πολιτικά φορτισμένες περιπτώσεις, τότε κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι θα τύχει δίκαιης δίκης όταν το κλίμα είναι εναντίον του.

Θεσμικές παρεμβάσεις και πολιτικοδικαστικές εντάσεις

Η υπόθεση Πανταζή/Κασιδιάρη αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου κάδρου όπου η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα δοκιμάζεται από πολιτικές παρεμβάσεις και θεσμικές στρεβλώσεις. Υπάρχει ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη ότι η δικαστική εξουσία δέχεται πιέσεις από την εκάστοτε κυβέρνηση και δεν είναι απόλυτα θωρακισμένη από πολιτικές επιρροές. Δεν είναι τυχαίο ότι η ηγεσία των ανώτατων δικαστηρίων ορίζεται από την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία – γεγονός που πάντα τροφοδοτεί υποψίες περί συγκεκαλυμμένης εξάρτησης.

Πέρα όμως από τις θεσμοθετημένες αδυναμίες (π.χ. κυβερνητική επιλογή ηγεσίας), ανησυχητικές είναι και οι καταγγελίες για ευθείες πολιτικές παρεμβάσεις σε συγκεκριμένες δικαστικές υποθέσεις (π.χ. ηχητικό Μπαλτάκου). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Χρήστου Τζανερίκου, ο οποίος  συγκλόνισε το δικαστικό σώμα με μια σοβαρή καταγγελία. Ανώτατος κυβερνητικός αξιωματούχος φέρεται να του ζήτησε να «κόψει» (δηλαδή να απαγορεύσει) το κόμμα του Κασιδιάρη από τις εκλογές – την εποχή που κρίνονταν η κάθοδος του κόμματος «Έλληνες» – υποσχόμενος ως αντάλλαγμα διορισμό του σε ανεξάρτητη αρχή με παχυλό μισθό. Με άλλα λόγια, ένας υψηλά ιστάμενος της εκτελεστικής εξουσίας επιχείρησε να εξαγοράσει δικαστική απόφαση, αλλοιώνοντας τη λαϊκή ετυμηγορία. Ο δικαστής Τζανερίκος δημοσιοποίησε την απόπειρα αυτή, όμως δεν υπήρξε η δέουσα συνέχεια: αντί η ίδια η Δικαιοσύνη να τον καλέσει και να διερευνήσει ποιος τον πλησίασε, η υπόθεση ουσιαστικά αποσιωπήθηκε. Όπως σκωπτικά παρατήρησε η κα Πανταζή, «εξαφανίσαμε τον Τζανερίκο» αντί να ζητήσουμε ονόματα και αποδείξεις για την καταγγελία. Το μήνυμα που λαμβάνει η κοινωνία από τέτοια περιστατικά είναι διττό: αφ’ ενός ότι ίσως πράγματι γίνονται υπόγειες παρεμβάσεις αφ’ ετέρου ότι οι θεσμοί δεν έχουν το σθένος ή τη βούληση να τις καθαρίσουν με το φως της διαφάνειας.

Εκτός από την εκτελεστική εξουσία, και η ίδια η νομοθετική εξουσία έχει εμπλακεί σε πρωτόγνωρες για τα ελληνικά χρονικά παρεμβάσεις στο εκλογικό πεδίο, με άμεσες επιπτώσεις στη δικαστική σφαίρα. Την άνοιξη του 2023, εν όψει των εθνικών εκλογών, ψηφίστηκε διάταξη (άρθρο 32 παρ.1 του εκλογικού νόμου) που επέτρεψε στο Ανώτατο Δικαστήριο να αποκλείσει από τις εκλογές πολιτικό κόμμα λόγω της de facto ηγετικής επιρροής καταδικασμένου (του φυλακισμένου Κασιδιάρη). Έτσι, το κόμμα «Έλληνες» αποκλείστηκε προληπτικά από τις εκλογές – μια κίνηση που πολλοί συνταγματολόγοι έκριναν οριακή σε σχέση με το Σύνταγμα. Ωστόσο, οι επιπτώσεις δεν σταμάτησαν εκεί: το σχέδιο του καταδικασμένου να μπει στη Βουλή μέσω «αχυρανθρώπων» οδήγησε σε περαιτέρω δικαστικές ακροβασίες. Μετά τις εκλογές, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (Εκλογοδικείο) ακύρωσε την εκλογή τριών βουλευτών του κόμματος «Σπαρτιάτες», κρίνοντας ότι η εκλογή τους ήταν άκυρη λόγω της υπόγειας σύνδεσης με τον Κασιδιάρη. Το αποτέλεσμα ήταν η νέα Βουλή να αριθμεί 297 αντί για 300 βουλευτές, καθώς οι έδρες των τριών δεν πληρώθηκαν από επιλαχόντες. Πρόκειται για μια άνευ προηγουμένου κατάσταση που προκάλεσε σάλο.  «Δεν έχει ξαναϋπάρξει στα ελληνικά χρονικά… είναι νομίζω μια νομική ντροπή το ότι δεν έχουν επαναληφθεί εκλογές για τις κενές έδρες – το να έχουμε 297 βουλευτές είναι άνω ποταμών», σχολιάζει η Βάσω Πανταζή. Η εξαιρετική αυτή παρέκκλιση από τη συνταγματική κανονικότητα (το Σύνταγμα προβλέπει 300 έδρες) εγείρει σοβαρά ερωτήματα. Έχει ασφαλώς μια λογική: να μην επιτραπεί σε κατάδικους να υπονομεύσουν τη δημοκρατία μέσω «δορυφόρων». Όμως, ταυτόχρονα δημιουργεί προηγούμενο δυνητικά επικίνδυνο: μήπως η δικαστική εξουσία υπερέβη τα όριά της, επεκτείνοντας σιωπηρά τους προβλεπόμενους περιορισμούς του εκλέγεσθαι; Δεν είναι τυχαίο ότι διακεκριμένοι συνταγματολόγοι, όπως ο καθηγητής Γ. Σωτηρέλης, χαρακτήρισαν τις εξελίξεις αυτές ως «μαύρες συνταγματικές στιγμές» για τη χώρα. Η ίδια η Πανταζή, με την ιδιότητά της ως συνηγόρου του Κασιδιάρη, σχολίασε δηκτικά πως «γράφουμε συνταγματική ιστορία με μαύρα γράμματα», διότι για πρώτη φορά αποκλείστηκε κόμμα με βάση κώλυμα εκλογιμότητας που δεν προβλέπεται ρητά από το Σύνταγμα.

Οι παραπάνω περιπτώσεις φανερώνουν μια τάση όπου η Δικαιοσύνη συμπαρασύρεται στη δίνη των πολιτικών αντιπαραθέσεων. Η μεν κυβέρνηση νομοθετεί ad hoc ρυθμίσεις για να αποκλείσει ανεπιθύμητους, τα δε δικαστήρια καλούνται να λάβουν αποφάσεις στα όρια της νομιμότητας, εισερχόμενα αναγκαστικά σε πολιτικό πεδίο. Το αποτέλεσμα είναι να δοκιμάζονται οι αντοχές των θεσμών: η ανεξαρτησία της δικαστικής κρίσης αμφισβητείται, ενώ και η ίδια η δημοκρατική αρχή της αντιπροσώπευσης τραυματίζεται (οι ψηφοφόροι των Σπαρτιατών μένουν υποεκπροσωπούμενοι, η Βουλή υπολειτουργεί με λιγότερους βουλευτές). Η μακροπρόθεσμη ζημιά θα είναι σοβαρή, αν παγιωθεί η εντύπωση ότι οι θεσμοί κάμπτονται μπροστά στις σκοπιμότητες.

Κοινωνική υποκρισία και επιλεκτική ευαισθησία

Ένα επιπλέον φαινόμενο που αναδείχθηκε μέσα από αυτές τις υποθέσεις είναι η κοινωνική υποκρισία και τα διπλά στάνταρ στον δημόσιο λόγο περί δικαιοσύνης και δικαιωμάτων. Στην Ελλάδα, όπως και αλλού, παρατηρείται συχνά να γίνεται επιλεκτική επίκληση στις αρχές του κράτους δικαίου, ανάλογα με το ποιος είναι στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Για παράδειγμα, αρκετοί προοδευτικοί πολίτες και φορείς, που σωστά υπερασπίζονται τα δικαιώματα κρατουμένων όταν πρόκειται για περιπτώσεις όπως ο Κουφοντίνας (πολυισοβίτης για τρομοκρατία, του οποίου την ανθρώπινη μεταχείριση στήριξαν πολλοί κατά την απεργία πείνας του), δείχνουν πλήρη απάθεια ή και χαιρεκακία στην περίπτωση ενός ακροδεξιού κρατουμένου όπως ο Κασιδιάρης. Η ίδια η Πανταζή, παρότι μέλος της κεντροδεξιάς, στηλιτεύει αυτήν τη μονομέρεια: δεν νοείται οι «δικαιωματιστές» να νοιάζονται μόνο για όσους έχουν «σωστό» ιδεολογικό χρώμα – τα δικαιώματα είναι οικουμενικά, χωρίς κομματικά πρόσημα. Αν, λοιπόν, διεκδικούμε ανθρωπιστική μεταχείριση και ευκαιρίες επανένταξης για καταδικασμένους που προέρχονται από τον έναν ιδεολογικό χώρο, οφείλουμε να κάνουμε το ίδιο και για όσους προέρχονται από τον αντίθετο. Διαφορετικά, η επίκληση των δικαιωμάτων μετατρέπεται σε κενό γράμμα και μέσον πολιτικής σκοπιμότητας – εντέλει, υπονομεύεται η αξιοπιστία του ίδιου του κράτους δικαίου.

Παράλληλα, αναδεικνύεται μια υποκρισία και από την ανάποδη πλευρά: το πολιτικό σύστημα εμφανίζεται αμείλικτο απέναντι σε ορισμένους παραβάτες, την ώρα που δείχνει ανοχή ή και επιβραβεύει άλλους που προέρχονται από τον «δικό του» χώρο. Ένα παράδειγμα που έφερε στο φως η Πανταζή είναι αποκαλυπτικό: Σήμερα, εν ενεργεία υπουργός της κυβέρνησης (στέλεχος της ΝΔ) που στο νεανικό του παρελθόν εθεάθη να κυκλοφορεί στο Κολωνάκι με τσεκούρι – δηλαδή είχε βίαιη ακροδεξιά δράση – εισπράττει πλήρη αποδοχή ως καθωσπρέπει δημοκράτης, νομοθετώντας μάλιστα υπέρ της Δημοκρατίας. Πρόκειται για τον υπουργό Εσωτερικών Μάκη Βορίδη, του οποίου οι ακροδεξιές «αμαρτίες» έχουν ξεπλυθεί πολιτικά με το πέρασμα των ετών. Την ίδια στιγμή, για τον έγκλειστο (και πολιτικά ανεπιθύμητο) Ηλία Κασιδιάρη, το σύστημα μοιάζει να μην αναγνωρίζει καμία προοπτική μεταμέλειας ή αλλαγής. Για κάποιους φανταζόμαστε ένα διαφορετικό μέλλον, για άλλους όχι – αυτή η φράση της Πανταζή συνοψίζει γλαφυρά το μέτρο δύο ταχυτήτων. Η κοινωνία εμφανίζεται πρόθυμη να δεχτεί ότι ένας πρώην ακροδεξιός μπορεί να «σοβαρευτεί» και να υπηρετήσει τη δημοκρατία, αλλά αμφισβητεί ότι ένας άλλος ακροδεξιός (εκτός συστήματος) μπορεί ποτέ να αλλάξει. Αυτή η επιλεκτική ευαισθησία συντηρεί έναν φαύλο κύκλο πόλωσης και ανισότητας: εντείνει τον φανατισμό και στις δύο πλευρές και δεν προωθεί καμία ουσιαστική συμφιλίωση ή κοινωνική συνοχή.

Τέλος, ένα ακόμα στοιχείο υποκρισίας έγκειται στον τρόπο που τα μέσα ενημέρωσης και το κοινό αντιμετωπίζουν αυτές τις «πολιτικοδικαστικές» υποθέσεις. Συχνά, τέτοιες δίκες-σίριαλ λειτουργούν ως βολική διέξοδος αγανάκτησης: ο κόσμος που μαστίζεται από άλλα προβλήματα εκτονώνει την οργή του βλέποντας «τερατώδεις εγκληματίες» να τιμωρούνται, αντί να εστιάζει στα δικά του δεινά. Τα μεγάλα κανάλια προβάλλουν υπερβολικά τέτοιες δίκες, ίσως επειδή γνωρίζουν ότι το κοινό εκπαιδεύεται να απαιτεί «αίμα» και παραδειγματική τιμωρία. Έτσι όμως αποπροσανατολίζεται η συζήτηση από τις ίδιες τις δυσλειτουργίες του συστήματος. Λίγοι αναρωτιούνται, για παράδειγμα, γιατί η εμπιστοσύνη των Ελλήνων πολιτών στη Δικαιοσύνη έχει πέσει σε τόσο χαμηλά επίπεδα (έρευνες δείχνουν ότι μόνο το 20% περίπου την εμπιστεύεται). Όταν η κοινή γνώμη χειραγωγείται να βλέπει τη Δικαιοσύνη ως αρένα για «κακούς», όπου το ζητούμενο είναι μόνο η εκδίκηση, τότε χάνεται το δάσος: δηλαδή η ανάγκη για ένα σύστημα δίκαιο, αποτελεσματικό και ανεξάρτητο για όλους. Η υποκρισία, λοιπόν, δεν αφορά μόνο τις αρχές, αλλά διαπερνά και την κοινωνική μας νοοτροπία έναντι των θεσμών.

Το «έγκλημα» των Τεμπών και η ατιμωρησία του συστήματος

Η συζήτηση για τη Δικαιοσύνη και τη Δημοκρατία στην Ελλάδα δεν μπορεί να αγνοήσει τραγικές υποθέσεις όπου η κρατική αμέλεια και η αίσθηση ατιμωρησίας κλονίζουν την κοινωνική εμπιστοσύνη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πολύνεκρη τραγωδία στα Τέμπη (Φεβρουάριος 2023), όπου η σύγκρουση δύο τρένων ανέδειξε διαχρονικές παθογένειες και προκάλεσε γενικευμένη οργή. Η Βάσω Πανταζή, που έχει αναλάβει τη νομική εκπροσώπηση θυμάτων του δυστυχήματος, δηλώνει με έμφαση: «Τα Τέμπη δεν είναι δυστύχημα. Είναι έγκλημα πολυπαραγοντικό», για το οποίο φέρει βαρύτατη ευθύνη το ίδιο το κράτος. Και εξηγεί γιατί: επί χρόνια το πολιτικό προσωπικό κατασπαταλούσε ευρωπαϊκά κονδύλια αντί να ολοκληρώσει τα συστήματα ασφαλείας (τη λεγόμενη σύμβαση 717 για τηλεδιοίκηση σηματοδότησης). Αν αυτά λειτουργούσαν, δεν θα επαφιόμασταν σε έναν 60χρονο σταθμάρχη – που μάλιστα διορίστηκε χωρίς τα απαιτούμενα προσόντα – να γυρίσει ένα κλειδί για να μη συγκρουστούν τα τρένα. Το δυστύχημα αυτό δεν ήταν «κακή στιγμή» ή μεμονωμένο ανθρώπινο λάθος· ήταν αναπόφευκτο αποτέλεσμα ενός συνδυασμού διαχρονικής ανευθυνότητας, ρουσφετιού και τεχνικής ανεπάρκειας. Γι’ αυτό και η Πανταζή το αποκαλεί συνειδητά κρατικό έγκλημα.

Ακόμη πιο ανησυχητική, ωστόσο, είναι η αίσθηση μιας εκ των υστέρων συγκάλυψης γύρω από την υπόθεση των Τεμπών. Όπως επισημαίνει η δικηγόρος, υπήρξε παρέμβαση κυβερνητικών αξιωματούχων στον τόπο του εγκλήματος μόλις την επομένη ημέρα, κατά παράβαση κάθε δικονομικού κανόνα. Ο ίδιος ο στενός συνεργάτης τού τότε πρωθυπουργού βρέθηκε επί τόπου, ενώ κανονικά ο χώρος έπρεπε να είναι αποκλεισμένος από τις Αρχές. Πράγματι, όπως καταγγέλλεται, ο χώρος δεν προστατεύθηκε επαρκώς· μπήκαν εσπευσμένα μπουλντόζες και απομάκρυναν χώμα και συντρίμμια που πιθανώς περιείχαν κρίσιμα στοιχεία (π.χ. υπολείμματα υλικών). Το πιο συγκλονιστικό: ανάμεσα στα μπάζα πετάχτηκαν και ανθρώπινα οστά θυμάτων, με αποτέλεσμα οι ίδιοι οι γονείς να ψάχνουν απεγνωσμένα για τα λείψανα των παιδιών τους μέσα στα καμένα βαγόνια. Οι Αρχές έθαψαν τον χώρο κάτω από τόνους χώματος και τσιμέντου («μπάζωσαν» κυριολεκτικά τον τόπο του εγκλήματος), και μόνο εκ των υστέρων προσπάθησαν να συλλέξουν δείγματα για χημικές αναλύσεις. Εικόνες σαν κι αυτές δικαιολογούν απόλυτα το λαϊκό συναίσθημα ότι «κάτι προσπαθούν να κρύψουν». Στην κοινωνία είναι διάχυτη η πεποίθηση ότι στα Τέμπη έγινε συγκάλυψη – και αυτό το αίσθημα, ανεξάρτητα από την απόλυτη αλήθεια, είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Η υπόθεση των Τεμπών, λοιπόν, καταδεικνύει μια βαθύτερη κρίση: όταν η πολιτεία εμπλέκεται σε ένα τραγικό γεγονός, η απόδοση δικαιοσύνης συχνά σκοντάφτει σε πολιτικές σκοπιμότητες. Αντί να λογοδοτήσουν οι υπαίτιοι όλων των επιπέδων (όχι μόνο ο σταθμάρχης, αλλά και όσοι επέτρεψαν με τις παραλείψεις τους να δημιουργηθούν οι συνθήκες του δυστυχήματος), παρατηρούμε προσπάθεια περιορισμού της ευθύνης στους συνήθεις «αποδιοπομπαίους τράγους». Την ίδια στιγμή, η πολιτεία εμφανίζεται να σπεύδει να κλείσει γρήγορα την υπόθεση – κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αυτό το μοτίβο ατιμωρησίας και συγκάλυψης δεν πλήττει απλώς τους συγγενείς των θυμάτων που δικαίως ζητούν δικαιοσύνη· πλήττει και τη δημοκρατική νομιμοποίηση των θεσμών στα μάτια του λαού. Διότι δημοκρατία δεν σημαίνει μόνο εκλογές, σημαίνει πρωτίστως λογοδοσία: κανείς δεν είναι υπεράνω των νόμων, ούτε οι κυβερνώντες ούτε οι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες. Όταν, λοιπόν, σε μια τόσο φανερή υπόθεση υπάρχει η εντύπωση δύο μέτρων και σταθμών, η εμπιστοσύνη προς το κράτος δικαίου καταρρακώνεται. Αυτό εξηγεί γιατί η υπόθεση των Τεμπών έχει γίνει σύμβολο ευρύτερης αγανάκτησης: είναι το σημείο όπου ο κόσμος λέει «φτάνει πια» στην υποκρισία και την ατιμωρησία.

Υπερασπίζοντας το κράτος δικαίου, αναβαπτίζοντας τη δημοκρατία

Από την υπόθεση της Βάσως Πανταζή και τον δικαστικό πόλεμο γύρω από αυτήν, μέχρι τις σκοτεινές πτυχές της διαχείρισης του δυστυχήματος στα Τέμπη, ένα κοινό νήμα διαπερνά τα γεγονότα: η εύθραυστη σχέση μεταξύ θεσμών, δικαιωμάτων και δημοκρατικής νομιμότητας στην Ελλάδα του σήμερα. Είναι προφανές ότι η ελληνική δημοκρατία ταλανίζεται από εντάσεις ανάμεσα στην πολιτική και τη δικαιοσύνη, εντάσεις που απειλούν να ξεχειλώσουν τον θεσμικό μας ιστό. Όταν δικηγόροι στοχοποιούνται για τον λόγο τους, όταν δικαστές φέρονται να συναλλάσσονται παρασκηνιακά με πολιτικούς, όταν θεμελιώδη δικαιώματα κατηγορουμένων κάμπτονται για λόγους σκοπιμότητας, και όταν μεγάλα σκάνδαλα αφήνουν τη μεταχείριση των ισχυρών στο απυρόβλητο, τότε κάτι σάπιο υπάρχει στο «βασίλειο της Δανιμαρκίας» μας.

Τι μπορεί να γίνει; Πρώτα απ’ όλα, χρειάζεται μια γενναία αυτοκριτική και αφύπνιση όλης της κοινωνίας. Όπως εύστοχα σημείωσε ακόμη και η ίδια η Ένωση Δικαστών στην επίμαχη ανακοίνωσή της, «η αγωνία και η προσπάθεια να φτιάξουμε μια Δικαιοσύνη περισσότερο ανεξάρτητη και αδέσμευτη δεν πέφτει μόνο στους ώμους των δικαστών, αλλά αποτελεί ευθύνη ολόκληρης της κοινωνίας». Αυτό σημαίνει ότι και οι δικηγόροι και οι δικαστές και οι πολιτικοί, αλλά και εμείς οι πολίτες, οφείλουμε να απαιτήσουμε και να οικοδομήσουμε θεσμούς που λειτουργούν με κανόνες, διαφάνεια και λογοδοσία.

Συγκεκριμένα, απαιτούνται τολμηρές πρωτοβουλίες σε πολλά επίπεδα: θωράκιση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης (π.χ. αναθεώρηση του τρόπου επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων, ώστε να αποκοπεί ο ομφάλιος λώρος με την εκάστοτε κυβέρνηση)· καθιέρωση σαφών ορίων μεταξύ δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας – με μηχανισμούς που θα διερευνούν άμεσα καταγγελίες σαν του αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, προτού χαθούν στη λήθη· σεβασμός στην αντίθετη άποψη και την κριτική – οι δικαστικοί λειτουργοί πρέπει να αποδέχονται ότι το έργο τους υπόκειται σε δημόσια αξιολόγηση, και αντί να φιμώνουν τους επικριτές, να αφουγκράζονται τις εύλογες ανησυχίες· ενίσχυση της λογοδοσίας παντού – από την τιμωρία των πραγματικών υπευθύνων στα Τέμπη (όσο ψηλά κι αν βρίσκονται), μέχρι την απόδοση ευθυνών σε όσους τυχόν καταχρώνται αξιώματα στο δικαστικό σώμα ή στους μηχανισμούς ασφαλείας.

Τέλος, ας μην ξεχνάμε τη δική μας ευθύνη ως πολίτες και κοινωνία. Η δημοκρατία δεν είναι μόνο υπόθεση των «άλλων» (των πολιτικών, των δικαστών, των δικηγόρων)· είναι και δική μας. Οφείλουμε να απαιτούμε αλήθεια, διαφάνεια και δικαιοσύνη σε κάθε υπόθεση, ανεξάρτητα από το ποιον αφορά. Να μην χειροκροτούμε επιλεκτικά την καταπάτηση δικαιωμάτων επειδή αφορά τον «εχθρό» μας, διότι έτσι ανοίγουμε τον ασκό του Αιόλου για όλους. Να μην επαναπαυόμαστε όταν βλέπουμε παράγοντες του δημόσιου βίου να ξεφεύγουν ατιμώρητοι, διότι έτσι υπονομεύουμε το ίδιο το αίσθημα δικαίου που κρατά ενωμένη την κοινωνία.

Συμπερασματικά, η σημερινή κατάσταση απαιτεί ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς. Η Ελλάδα χρειάζεται μια δικαιοσύνη πραγματικά ανεξάρτητη, που θα εμπνέει σεβασμό και θα λειτουργεί χωρίς υποβολείς. Χρειάζεται μια δημοκρατία που δεν θα φοβάται να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της, αλλά και που δεν θα προδίδει τις αρχές της στη διαδικασία αυτή. Το κάλεσμα για αλλαγή είναι επιτακτικό: να ενισχύσουμε την ανεξαρτησία των θεσμών, να αποκαταστήσουμε το κράτος δικαίου και να υπερασπιστούμε τη Δημοκρατία στην ουσία της. Είναι ευθύνη όλων μας – και είναι ο μόνος δρόμος για να μην ξαναγραφτούν σκοτεινές σελίδες στην ιστορία μας, αλλά λαμπρές σελίδες πραγματικής δικαιοσύνης και ελευθερίας.

Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις θέσεις της εφημερίδας The Epoch Times.

Κίνα-Ρωσία-Ιράν-Βόρεια Κορέα: Η νέα πρόκληση για τον ελεύθερο κόσμο

Η πρόσφατη μεγαλειώδης στρατιωτική παρέλαση στην πλατεία Τιενανμέν και οι συνοδευτικές διπλωματικές συναντήσεις στο πλαίσιο της Συνόδου του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO) αποκάλυψαν κάτι παραπάνω από μια επίδειξη όπλων. Ανέδειξαν μια ολοένα πιο ενεργή συνάθροιση αυταρχικών δυνάμεων – της Κίνας, της Ρωσίας, της Βόρειας Κορέας και του Ιράν – που δοκιμάζει τα όρια της μεταψυχροπολεμικής διεθνούς τάξης και φλερτάρει με την ιδέα αντικατάστασής της από ένα καθεστώς κανόνων επιβολής.

Ο Σι Τζινπίνγκ στάθηκε πλάι στον Βλαντίμιρ Πούτιν, τον Κιμ Γιονγκ Ουν και τον νέο πρόεδρο του Ιράν, Μασούντ Πεζεσκιάν. Ήταν μια εικόνα που δεν είχε προηγούμενο: τρεις πυρηνικές δυνάμεις και ένα κράτος που επιδιώκει να γίνει η τέταρτη, ενωμένες μπροστά στον φακό του κόσμου.

Το θέαμα που εκτυλίχθηκε πρόσφατα στο Πεκίνο ήταν μοναδικό σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη παρέλαση έχει δει ο κόσμος. Η Κίνα, για να σηματοδοτήσει την 80ή επέτειο από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, διοργάνωσε την πιο περίτεχνη επίδειξη στρατιωτικής ισχύος, επιδεικνύοντας υπερηχητικούς πυραύλους, προηγμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, μεραρχίες κυβερνοπολέμου και ένα οπλοστάσιο που δεν άφησε καμία αμφιβολία για τις φιλοδοξίες της να θεωρηθεί ως παγκόσμια στρατιωτική υπερδύναμη.

Πέρα από τα άρματα μάχης και τους υπερηχητικούς πυραύλους, το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο. Ο σχηματισμός ενός μπλοκ αυταρχικών κρατών αποφασισμένων να αμφισβητήσουν την ισορροπία ισχύος που κυριάρχησε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στέλνοντας στον κόσμο ένα μήνυμα από κοινού: ότι χτίζουν μια συμμαχία αρκετά ισχυρή για να αμφισβητήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και τους συμμάχους τους .

‘Ηταν μια δήλωση προθέσεων από έναν συνασπισμό κρατών που απορρίπτουν την τάξη πραγμάτων υπό την ηγεσία της Δύσης και επιδιώκουν να την αντικαταστήσουν με μια αυταρχική εναλλακτική λύση.

Παρότι κάθε μία από αυτές τις χώρες έχει διαφορετικά κίνητρα, οι στόχοι τους συγκλίνουν.

Η Ρωσία, μέσα από τον συνεχιζόμενο πόλεμο με την Ουκρανία, επιχειρεί να επαναφέρει την αυτοκρατορική της επιρροή.

Η Κίνα βλέπει την αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ταϊβάν ως αναπόφευκτη.

Η Βόρεια Κορέα επιζητά διεθνή αναγνώριση και προστασία μέσω της πυρηνικής της αποτροπής, δηλαδή τη δυνατότητα να απειλεί με πυρηνική επίθεση, καθιστώντας οποιαδήποτε στρατιωτική δράση εναντίον της εξαιρετικά επικίνδυνη.

Το Ιράν, τέλος, συνεχίζει να προωθεί το θεοκρατικό του μοντέλο και να εξάγει αστάθεια σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.

Μαζί, οι τέσσερις χώρες συνιστούν έναν νέο άξονα, όχι ιδεολογίας, αλλά σκοπιμότητας. Μοιράζονται το ίδιο όραμα: έναν κόσμο όπου η κρατική ισχύς υπερισχύει των ατομικών δικαιωμάτων, όπου η λογοκρισία αντικαθιστά τον διάλογο και όπου η δημοκρατία θεωρείται αδυναμία.

Για δεκαετίες, τα καθεστώτα αυτά κινούνται παράλληλα, αλλά χωρίς οργανωμένο συντονισμό. Σήμερα όμως, εμφανίζονται συνειδητά ενωμένα. Οι οικονομικές σχέσεις Κίνας-Ρωσίας έχουν εκτοξευθεί, ενώ η Βόρεια Κορέα προμηθεύει τον ρωσικό στρατό με πυρομαχικά και προσωπικό. Το Ιράν εξοπλίζει τη Μόσχα με μη επανδρωμένα αεροσκάφη και ανταλλάσσει τεχνολογίες με την Πιονγιάνγκ.

Πρόκειται για μια σχέση αμοιβαίου συμφέροντος, που βασίζεται στην επιβίωση και την αλληλοστήριξη έναντι των κυρώσεων και της διεθνούς απομόνωσης. Πρόκειται για μια πραγματιστική συμμαχία, όχι για ιδεολογική φιλία.

Η Κίνα βρίσκεται στο κέντρο αυτού του συστήματος, παρέχοντας οικονομική και τεχνολογική οξυγόνωση στους συμμάχους της. Το Πεκίνο επιδιώκει να ηγηθεί ενός πολυπολικού κόσμου όπου οι αυταρχικές δυνάμεις θα διαπραγματεύονται ως ίσες με τις δημοκρατίες ή και πάνω από αυτές.

Καμία από αυτές τις χώρες δεν βοηθά την άλλη ανιδιοτελώς. Το κάνουν γιατί έχουν κοινά οφέλη. Κάθε μέλος του «αυταρχικού κουαρτέτου» προσφέρει κάτι και παίρνει κάτι πίσω.

Η Ρωσία χρειάζεται πυρομαχικά, μη επανδρωμένα αεροσκάφη και διπλωματική κάλυψη, που τα παίρνει από το Ιράν και τη Βόρια Κορέα.

Η Κίνα κερδίζει φθηνό ρωσικό πετρέλαιο και πρώτες ύλες, αλλά και έναν γεωπολιτικό εταίρο που αποσπά την προσοχή της Δύσης από τον Ειρηνικό.

Η Βόρεια Κορέα εξασφαλίζει πολιτική προστασία και οικονομική στήριξη από τη Μόσχα και το Πεκίνο.

Το Ιράν αποκτά πρόσβαση σε τεχνολογία και διεθνή υποστήριξη, σπάζοντας σταδιακά την απομόνωση που του επιβάλλει η Δύση.

Όλες αυτές οι χώρες έχουν ένα κοινό υπαρξιακό κίνητρο: φοβούνται την απομόνωση, την ανατροπή ή την κατάρρευση των καθεστώτων τους.

Η Δύση τις θεωρεί απειλές ή παραβάτες του Διεθνούς Δικαίου, επιβάλλει κυρώσεις, περιορισμούς και στρατιωτική πίεση. Επομένως, αυτές οι χώρες συσπειρώνονται μεταξύ τους για να ‘επιβιώσουν’ σε έναν κόσμο που θεωρούν εχθρικό. Για παράδειγμα: η Ρωσία μετά την εισβολή στην Ουκρανία χρειάζεται νέες αγορές και συμμάχους για να αντέξει οικονομικά. Το Ιράν προσπαθεί να διατηρήσει το καθεστώς του εν μέσω εσωτερικών αναταραχών και διεθνών πιέσεων. Η Βόρεια Κορέα ζει αποκομμένη από το διεθνές εμπόριο και χρειάζεται υποστήριξη για να αποφύγει την κατάρρευση. Η Κίνα ανησυχεί ότι η στρατηγική περικύκλωσης των ΗΠΑ θα περιορίσει την ισχύ της.

‘Ετσι, όλοι βλέπουν αυτή τη συνεργασία ως ένα είδος «ομπρέλας επιβίωσης» απέναντι στη Δύση.

Οι τέσσερις χώρες έχουν δημιουργήσει παράλληλα δίκτυα εμπορίου, τεχνολογίας και στρατιωτικής συνεργασίας, για να παρακάμψουν τις δυτικές κυρώσεις. Η Ρωσία αγοράζει ιρανικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη και βορειοκορεατικά πυρομαχικά παρά το εμπάργκο. Η Κίνα χρησιμεύει ως οικονομική σανίδα σωτηρίας, επιτρέποντας στη Μόσχα και στην Τεχεράνη να πουλούν πετρέλαιο ή να εισάγουν τεχνολογία μέσω τρίτων. Η Βόρεια Κορέα αποκτά συνάλλαγμα και τρόφιμα μέσω της Ρωσίας, παρακάμπτοντας τις διεθνείς κυρώσεις.

Με αυτό τον τρόπο, κάθε χώρα βοηθά την άλλη να αντέχει τις πιέσεις της Δύσης και να αποφεύγει τη  συμμόρφωση με το διεθνές σύστημα. Πρόκειται για έναν κοινό μηχανισμό επιβίωσης αυταρχικών καθεστώτων, ο οποίος μειώνει την εξάρτησή τους από τη Δύση, τις βοηθά να παρακάμπτουν τις κυρώσεις και τις ενοποιεί απέναντι σε έναν κοινό εχθρό, τη φιλελεύθερη, δημοκρατική τάξη πραγμάτων.

Από τη ρητορική στη στρατηγική σύγκλιση

Η δημόσια εικόνα αυτής της συνύπαρξης αντικατοπτρίζει βαθύτερες, πρακτικές σχέσεις: Η Ρωσία και η Βόρεια Κορέα έχουν εμβαθύνει τη στρατιωτική συνεργασία, με αναφορές για προμήθειες πυραύλων και ακόμη αποστολή δυνάμεων/προσωπικού προς τη ρωσική εκστρατεία. Τον Απρίλιο 2025 επιβεβαιώθηκε ότι η Πιονγιάνγκ απέστειλε στρατιωτικό προσωπικό στη Ρωσία. Το Ιράν προμήθευσε ευρέως μη επανδρωμένα αεροσκάφη που χρησιμοποιήθηκαν στη ρωσική εκστρατεία στην Ουκρανία, σύμφωνα με εκθέσεις για χιλιάδες επιθέσεις με ιρανικής σχεδίασης drones. Η οικονομική σχέση Κίνας-Ρωσίας συνεχίζει να ενισχύει την Μόσχα απέναντι στις δυτικές κυρώσεις, στηρίζοντας την τεχνολογία, το εμπόριο και τις χρηματοοικονομικές ροές.

Συνολικά, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι υπάρχει ένας πρακτικός πυρήνας αλληλεξάρτησης: στρατιωτική συνδρομή, ανταλλαγές τεχνολογίας, εμπορική κάλυψη και παράκαμψη κυρώσεων.

Ο συνασπισμός αυτός λειτουργεί σε πολλαπλά μέτωπα:

Ευρώπη/Ουκρανία: Η ρωσική επιθετικότητα παραμένει η κύρια πρόκληση για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και η υποστήριξη από τρίτους – π.χ. drone/υλικό από το Ιράν και βλήματα από την Πιονγιάνγκ – ενισχύει τη δυνατότητα της Μόσχας να παρατείνει και να κλιμακώσει τη σύγκρουση.

Ασία/Νότια Σινική Θάλασσα/Ταϊβάν: Η Κίνα επιτείνει την εκσυγχρονισμένη ναυτική και αεροπορική της παρουσία στη Νότια Σινική Θάλασσα και αναπτύσσει υποδομές που διευρύνουν τη στρατηγική της προβολή. Αυτό δημιουργεί πίεση στις θαλάσσιες οδεύσεις και σε συμμαχικά δόγματα στην περιοχή.

Μέση Ανατολή: Το Ιράν συνεχίζει να διατηρεί δίκτυα επιρροής (αντιστασιακές, παρακλαδικές δομές) και αμυντικές ικανότητες που χρησιμοποιούνται περιφερειακά, αλλά και ως μοχλός πίεσης στη διεθνή διπλωματία.

Παρά τις διαφορετικές εθνικές ιδεολογίες (κομμουνισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά, ρωσικός εθνικισμός, καθεστώς του Κιμ με μοναρχικά χαρακτηριστικά, σιιτική θεοκρατία στο Ιράν), υπάρχει μια κοινή αντίληψη: η απόρριψη ή υποτίμηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας ως αξίας και η προώθηση του κράτους-ελέγχου, της ασφάλειας και της εθνικής ισχύος ως πρώτιστου κανόνα. Αυτή η κοινή αντίληψη διευκολύνει την εργαλειοποίηση τεχνοκρατικών, στρατιωτικών και οικονομικών συνεργασιών.

Η σταδιακή ενίσχυση της αλληλεξάρτησης αυτών των χωρών μειώνει την ικανότητα της Δύσης να χειριστεί ξεχωριστά κάθε απειλή. Η εικόνα που παρουσίασε το Πεκίνο ήταν μια προειδοποίηση. Αν η Δύση δεν ενεργήσει συλλογικά και αποφασιστικά κινδυνεύει να χάσει το πλεονέκτημα της προληπτικής πολιτικής, και το διεθνές πλαίσιο κανόνων μπορεί να υπονομευθεί σημαντικά. Η επιλογή είναι σαφής: δράση, ενότητα και αποτροπή ή σταδιακή αποδόμηση της διεθνούς τάξης που βασίζεται σε κανόνες.

Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις θέσεις της εφημερίδας The Epoch Times.

* * * * *

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

1. https://www.reuters.com/world/china/factbox-who-were-foreign-leaders-chinas-military-parade-2025-09-03/

2. https://www.reuters.com/graphics/UKRAINE-CRISIS/NORTHKOREA-RUSSIA/lgvdxqjwbvo/

3. https://www.reuters.com/world/europe/ukraine-says-russia-launched-8060-iran-developed-drones-during-war-2024-09-13/

4. https://www.abc.net.au/news/2025-07-30/tracking-militarisation-in-the-south-china-sea/105473948

5. https://www.reuters.com/world/china/north-korea-expresses-full-support-russias-military-operation-ukraine-kcna-2025-10-09/

6. https://www.reuters.com/world/china/putin-hold-talks-with-xi-attend-sco-summit-military-parade-during-china-trip-2025-08-29/

7. https://www.reuters.com/world/china/north-koreas-kim-vows-full-support-russia-discusses-partnership-with-putin-2025-09-04/

8. https://www.ncnk.org/node/2479

Οι τουρκικές γενοκτονίες: Ένας αιώνας άρνησης και ατιμωρησίας

Εκατόν δέκα χρόνια μετά την έναρξη της συστηματικής εξόντωσης των Αρμενίων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Τουρκία παραμένει η μοναδική χώρα στον κόσμο που όχι μόνο αρνείται να αναγνωρίσει τις γενοκτονίες που διέπραξε, αλλά εντείνει την πολιτική καταστολής και απειλών εναντίον όποιων τολμούν να αναφέρουν την ιστορική αλήθεια. Η μελέτη των τουρκικών γενοκτονιών αποκαλύπτει μια συστηματική πολιτική εξόντωσης χριστιανικών πληθυσμών που διήρκεσε από το 1894 έως το 1923, στοιχίζοντας τη ζωή σε πάνω από 3,5 εκατομμύρια ανθρώπους.

Η σημερινή πολιτική της Άγκυρας χαρακτηρίζεται από μια διττή στρατηγική: ενώ δείχνει σχετική ανοχή στη διεθνή αναγνώριση των γενοκτονιών – θεωρώντας τες συμβολικές κινήσεις χωρίς πραγματικές συνέπειες – εντείνει την καταστολή κάθε αναφοράς σε αυτές εντός της τουρκικής επικράτειας. Αυτή η πολιτική σιωπής και άρνησης δεν αποτελεί μόνο ιστορική παραχάραξη, αλλά συνεχίζει να τροφοδοτεί νέες μορφές βίας εναντίον μειονοτήτων και αποτελεί, όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί, «τη συνέχεια της γενοκτονίας».

Η Μεγάλη Εξόντωση: 1914-1923

Η γενοκτονία των Αρμενίων: Το πρότυπο της συστηματικής καταστροφής

Η 24η Απριλίου 1915 σηματοδότησε την έναρξη αυτού που οι ιστορικοί θεωρούν την πρώτη γενοκτονία του 20ού αιώνα. Η συστηματική εξόντωση των Αρμενίων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ξεκίνησε με τη σύλληψη 250 Αρμένιων διανοούμενων στην Κωνσταντινούπολη και εξελίχθηκε σε μια καλά οργανωμένη εκστρατεία γενοκτονίας.

Οι «πορείες θανάτου» που ακολούθησαν οδήγησαν εκατοντάδες χιλιάδες Αρμενίους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη συριακή έρημο, όπου οι περισσότεροι πέθαναν από την πείνα, τις ασθένειες και τις συνεχείς σφαγές. Σύμφωνα με τα επίσημα οθωμανικά στοιχεία που δημοσιεύθηκαν το 1919, 800.000 Αρμένιοι σκοτώθηκαν, ενώ σύγχρονες εκτιμήσεις υπολογίζουν ότι έχασαν τη ζωή τους 1,2-1,5 εκατομμύρια Αρμένιοι.

Τα έγγραφα του Ταλάτ Πασά, που δημοσιεύτηκαν το 1983, αποκαλύπτουν ότι από τους 1.256.000 Αρμενίους που ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1915, μόνο 284.157 είχαν απομείνει το 1917. Αυτή η δραματική μείωση αντανακλά το συστηματικό χαρακτήρα της γενοκτονίας, που περιελάμβανε όχι μόνο άμεσες σφαγές αλλά και καταναγκαστική ισλαμοποίηση γυναικών και παιδιών.

Η γενοκτονία των Ελλήνων: Η καταστροφή χιλιετηρίδων παρουσίας

Η συστηματική εξόντωση των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άρχισε το 1914 και διήρκεσε έως το 1923, οδηγώντας στον αφανισμό χιλιετηρίδων ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία. Η γενοκτονία των Ποντίων αποτέλεσε ξεχωριστό κεφάλαιο αυτής της τραγωδίας, καθώς οι Έλληνες του Πόντου διατηρούσαν συνεχή παρουσία στην περιοχή από τον 7ο αιώνα π.Χ.

Έλληνες πρόσφυγες που μεταβαίνουν από το Χαρπούτ στην Τραπεζούντα, το 1922, τμήμα ενός καραβανιού 5.000 ψυχών. Φωτογραφία από το βιβλίο του Τάσου Καστόπουλου «Πόλεμος και Εθνοκάθαρση: Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης (1912-1922)», που κυκλοφόρησε το 1925. (C. D. Morris/Public Domain)

 

Σύμφωνα με την εκτενή μελέτη του ιστορικού Χάρη Τσιρκινίδη, ο συνολικός αριθμός των θυμάτων της ελληνικής γενοκτονίας ανέρχεται στο 1.574.235. Ο ερευνητής χωρίζει τη γενοκτονία σε τρεις φάσεις: την πρώτη φάση του 1914 με 284.172 θύματα, τη δεύτερη φάση κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου με 490.063 θύματα, και την τρίτη φάση της κεμαλικής περιόδου με 800.000 θύματα.

Οι μέθοδοι εξόντωσης περιελάμβαναν τα τάγματα εργασίας, όπου οι άνδρες στρατεύσιμης ηλικίας εργάζονταν μέχρι θανάτου με ποσοστό θνησιμότητας που έφτανε το 90%. Βρετανός αξιωματικός πληροφοριών εκτίμησε ότι «η ζωή ενός Έλληνα σε ένα τάγμα εργασίας διαρκεί περίπου δύο μήνες».

Η γενοκτονία των Ασσυρίων: Το Σπαθί

Η γενοκτονία των Ασσυρίων, γνωστή στη συριακή γλώσσα ως «Sayfo» (Σπαθί), οδήγησε στον αφανισμό 750.000 Ασσυρίων/Σύρων χριστιανών. Οι Ασσύριοι, που ζούσαν κυρίως στις ορεινές και απομακρυσμένες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Περσίας, στοχοποιήθηκαν λόγω της χριστιανικής τους ταυτότητας και του αγώνα τους για ανεξαρτησία.

Οι μαζικές σφαγές αμάχων ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής του Αζερμπαϊτζάν από τον Ιανουάριο ως τον Μάιο του 1915, όπου διαπράχθηκαν σφαγές από οθωμανικές δυνάμεις και Κούρδους. Στην επαρχία Μπιτλίς, οθωμανικά στρατεύματα που επέστρεφαν από την Περσία ενώθηκαν με τοπικές κουρδικές φυλές για να σφάξουν τον τοπικό χριστιανικό πληθυσμό.

Η ιδιαιτερότητα της ασσυριακής γενοκτονίας έγκειται στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με τις άλλες δύο, δεν έχει λάβει επίσημη εθνική ή διεθνή αναγνώριση, και πολλές αναφορές συζητούν την ασσυριακή γενοκτονία μόνο ως μέρος των μεγαλύτερων γεγονότων που περιλαμβάνονται στην αρμένικη γενοκτονία.

Άλλες ιστορικές παραβάσεις: Η ευρύτερη πολιτική εξόντωσης

Η γενοκτονία των Τσερκεσίων: Το ξεχασμένο έγκλημα του 19ου αιώνα

Παρότι δεν διαπράχθηκε από την Οθωμανική αλλά από τη Ρωσική Αυτοκρατορία, η γενοκτονία των Τσερκεσίων αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την κατανόηση των δημογραφικών αλλαγών στην περιοχή. Οι Τσερκέσιοι που σκοτώθηκαν ή εκτοπίστηκαν από τη Ρωσική Αυτοκρατορία τον 19ο αιώνα κυμαίνονταν στο 1-1,5 εκατομμύριο άτομα, με μόλις το 3-5% του αρχικού πληθυσμού να παραμένει στην πατρίδα.

Η πλειονότητα των επιζώντων Τσερκεσίων κατέφυγε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπου χρησιμοποιήθηκαν από τις οθωμανικές αρχές ως ‘αντίβαρο’ σε χριστιανικές περιοχές που διεκδικούσαν ανεξαρτησία. Αυτή η πολιτική μετεγκατάστασης μουσουλμανικών πληθυσμών σε χριστιανικές περιοχές θα αποτελούσε αργότερα μέρος της στρατηγικής δημογραφικής αλλαγής που εφάρμοσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η καταστολή των αλεβιτών: Αιώνες διώξεων

Οι διώξεις των αλεβιτών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ανάγονται στον 14ο αιώνα, με την πιο γνωστή περίοδο να σχετίζεται με τη βασιλεία του σουλτάνου Σελίμ Α΄ (1512-1520). Οι αλεβίτες, που αποτελούν μειονότητα εντός του Ισλάμ, διώχθηκαν γενικά λόγω της συμπάθειας τους προς τη βασιλική δυναστεία των Σαφαβιδών, στην Περσία.

Η γενοκτονία του Ντερσίμ το 1937-1938 από το τουρκικό κράτος αποτελεί το πιο σκοτεινό κεφάλαιο αυτής της ιστορίας. Εκατοντάδες χιλιάδες αλεβίτες Κούρδοι σκοτώθηκαν και χιλιάδες αναγκάστηκαν να ζήσουν στα βουνά σε συνθήκες φτώχειας. Οι αλεβίτες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν διακρίσεις στη σύγχρονη Τουρκία, με τα θρησκευτικά τους κέντρα να μην αναγνωρίζονται επίσημα από το κράτος.

Η καταπίεση των Κούρδων: Συνεχιζόμενη πολιτική αφομοίωσης

Η τουρκική πολιτική εναντίον των Κούρδων χαρακτηρίζεται από συστηματικές προσπάθειες αφομοίωσης και καταστολής της κουρδικής ταυτότητας. Από την έναρξη της ένοπλης σύγκρουσης το 1984 μεταξύ του τουρκικού στρατού και του PKK, περισσότεροι από ένα εκατομμύριο Κούρδοι εκτοπίστηκαν βιαίως από αγροτικές και αστικές περιοχές στην ανατολική και νοτιοανατολική Τουρκία.

Μέχρι το 1996, το κράτος διατήρησε τον έλεγχο της νοτιοανατολικής Τουρκίας μέσω της βίαιης εκκένωσης πάνω από 3.000 κουρδικών χωριών, προκαλώντας την εξαθλίωση 3 εκατομμυρίων ανθρώπων. Οι συστηματικές καταστροφές χωριών αποτέλεσαν βασικό παράγοντα στη γρήγορη αστικοποίηση της Τουρκίας τις τελευταίες δεκαετίες.

Η σημερινή κατάσταση: Άρνηση, απειλές και διεθνής πίεση

Η Τουρκία παραμένει η μόνη χώρα που αρνείται συστηματικά την αναγνώριση των γενοκτονιών που διέπραξε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτή η άρνηση δεν αποτελεί απλώς ιστορική διαφωνία, αλλά συνειδητή πολιτική στρατηγική που έχει ως στόχο τη διατήρηση του εθνικού αφηγήματος και την αποφυγή νομικών και πολιτικών συνεπειών.

Η βασική επιχειρηματολογία της άρνησης παραμένει σταθερή: «Δεν υπήρξε γενοκτονία, και οι Αρμένιοι φταίνε για αυτήν». Αυτή η αντιφατική στάση αποκαλύπτει τη βαθιά ριζωμένη νοοτροπία που χαρακτηρίζει την τουρκική προσέγγιση στο ζήτημα.

Από τη δεκαετία του 1960, η Τουρκία ανέπτυξε μια πολυεπίπεδη στρατηγική άρνησης που περιλαμβάνει την επιρροή δημοσιογράφων, εκπαιδευτικών και δημόσιων αξιωματούχων, με την παρουσίαση «της άλλης πλευράς της ιστορίας». Ξένοι ακαδημαϊκοί ενθαρρύνθηκαν να αναθεωρήσουν το αρχείο της γενοκτονίας, παρουσιάζοντας μια εκδοχή που κατηγορούσε κυρίως τους Αρμενίους ή, σε μια άλλη εκδοχή, τις πολεμικές συνθήκες που στοίχισαν τη ζωή σε περισσότερους Τούρκους παρά Αρμενίους.

Το άρθρο 301 του Τουρκικού Ποινικού Κώδικα, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 2005, καθιστά παράνομη την προσβολή της Τουρκίας, της τουρκικής εθνότητας ή των τουρκικών κυβερνητικών θεσμών. Από την εφαρμογή του, έχουν απαγγελθεί κατηγορίες σε περισσότερες από 60 υποθέσεις, πολλές από τις οποίες αφορούν δημοσιευμένες ή προφορικές απόψεις που αμφισβητούν την επίσημη εκδοχή ευαίσθητων ζητημάτων, όπως η πραγματικότητα της αρμένικης γενοκτονίας.

Παρότι το άρθρο τροποποιήθηκε το 2008 αντικαθιστώντας τον όρο «τουρκικότητα» με τον όρο «τουρκικό έθνος» και μειώνοντας τη μέγιστη ποινή από τρία σε δύο χρόνια, εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρή απειλή για την ελευθερία της έκφρασης στην Τουρκία. Το 2022, έντεκα πρώην μέλη της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής του HDP κατηγορήθηκαν βάσει του άρθρου 301 για δήλωση που έκαναν για τη γενοκτονία των Αρμενίων στις 24 Απριλίου 2021.

Παρά την εντατική διπλωματική πίεση της Τουρκίας, τριάντα τέσσερις χώρες έχουν επίσημα αναγνωρίσει τη γενοκτονία των Αρμενίων, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας. Η Ουρουγουάη ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε τη γενοκτονία το 1965, ενώ οι ΗΠΑ την αναγνώρισαν επίσημα το 2021.

Η αντίδραση της Τουρκίας στις διεθνείς αναγνωρίσεις χαρακτηρίζεται από τυποποιημένες δηλώσεις καταδίκης, όπως ότι η δήλωση θα «ανοίξει ένα βαθύ τραύμα που υπονομεύει την αμοιβαία εμπιστοσύνη και φιλία». Ωστόσο, αυτές οι αντιδράσεις σπάνια οδηγούν σε ουσιαστικές διπλωματικές κυρώσεις, καθώς η Τουρκία αναγνωρίζει ότι οι οικονομικές και στρατηγικές της σχέσεις με τις χώρες αυτές είναι σημαντικότερες από την ιστορική αναγνώριση.

Ένα από τα πιο χτυπητά παραδείγματα της τουρκικής υποκρισίας αποτελεί η απόφαση της χώρας να συμμετάσχει στην υπόθεση της Νότιας Αφρικής εναντίον του Ισραήλ για τη φερόμενη γενοκτονία στη Γάζα, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η Τουρκία, που αρνείται τις δικές της γενοκτονίες για έναν αιώνα, παρουσιάζεται τώρα ως υπερασπιστής της Σύμβασης Γενοκτονίας του 1948.

Αυτή η κίνηση προκάλεσε εσωτερικές ανησυχίες στην Τουρκία, καθώς η αντιπολίτευση προειδοποίησε ότι το άρθρο 63 του Καταστατικού του ΔΔΧ θα μπορούσε να δώσει τις ίδιες δικαστικές εξουσίες σε άλλα κράτη που ενδεχομένως να μηνύσουν την Τουρκία για παρόμοιες κατηγορίες.

Νομικές και πολιτικές συνέπειες

Τα στρατοδικεία που διεξήχθησαν στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ 1919 και 1922 από την οθωμανική κυβέρνηση αναγνώρισαν επίσημα τις σφαγές των Αρμενίων ως «εγκλήματα πολέμου» και καταδίκασαν τους δράστες σε θάνατο. Αυτές οι δίκες αποτέλεσαν την πρώτη προσπάθεια δίωξης υπεύθυνων γενοκτονίας στην ιστορία.

Οι δίκες επικεντρώθηκαν στους διοργανωτές της γενοκτονίας, σε αυτούς που διεξήγαγαν τις εκκαθαρίσεις στις επαρχίες, και αυτούς που εμπλέκονταν σε «οικονομικά εγκλήματα». Ο Ταλάτ, ο Εβέρ, ο Τζεμάλ και ο Δρ Ναζίμ καταδικάστηκαν για «φόνο πρώτου βαθμού μεγάλης κλίμακας» και καταδικάστηκαν σε θάνατο ερήμην. Ωστόσο, το 1921, κατά την ανάκαμψη του Τουρκικού Εθνικιστικού Κινήματος, δόθηκε αμνηστία σε όσους κρίθηκαν ένοχοι. Αυτή η αμνηστία εξασφάλισε την ατιμωρησία των δραστών και έθεσε το προηγούμενο για τη μετέπειτα πολιτική άρνησης.

Παρά τα χρόνια που έχουν περάσει, περισσότερα από εκατό, οι νομικές δυνατότητες για την αντιμετώπιση της τουρκικής ευθύνης δεν έχουν εξαντληθεί. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θα μπορούσε θεωρητικά να ασχοληθεί με το ζήτημα, καθώς η Σύμβαση Γενοκτονίας θεωρείται ενδεικτική του υφιστάμενου εθιμικού του Διεθνούς Δικαίου.

Ωστόσο, οι πρακτικές προκλήσεις είναι τεράστιες. Η Τουρκία θα μπορούσε να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου βάσει της νομικής συνέχειας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επιπλέον, το ζήτημα της χρονικής δικαιοδοσίας θα αποτελούσε βασικό εμπόδιο, καθώς η Σύμβαση Γενοκτονίας υπεγράφη το 1948.

Η άρνηση της γενοκτονίας δεν αποτελεί μόνο ιστορικό ζήτημα αλλά επηρεάζει άμεσα τη σύγχρονη τουρκική πολιτική. Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, η άρνηση της γενοκτονίας «εξορθολογίζει τη βίαιη δίωξη των θρησκευτικών και εθνικών μειονοτήτων» και αποευαισθητοποιεί τον πληθυσμό σε σχέση με μελλοντικά επεισόδια μαζικής βίας.

Μέχρι το τουρκικό κράτος να αναγνωρίσει τη γενοκτονία, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να την επαναλάβει. Αυτή η προειδοποίηση αποτελεί ιδιαίτερα επίκαιρη δεδομένων της πρόσφατης δράσης της Τουρκίας στη Συρία, στο Αρτσάχ και εναντίον κουρδικών πληθυσμών.

Διεθνείς συνέπειες και μελλοντικές προκλήσεις

Η άρνηση της γενοκτονίας από την Τουρκία έχει γίνει μια βασική παράμετρος των διεθνών σχέσεων στην περιοχή. Χώρες όπως το Ισραήλ και η Μεγάλη Βρετανία αποφεύγουν την αναγνώριση της γενοκτονίας για να μην βλάψουν τις σχέσεις τους με την Άγκυρα. Η συνενοχή των διεθνών δρώντων, όπως την έχουν χαρακτηρίσει ιστορικοί, επιτρέπει στην Τουρκία να συνεχίζει την πολιτική άρνησης χωρίς ουσιαστικές συνέπειες.

Η στρατηγική σημασία της Τουρκίας ως μέλους του ΝΑΤΟ και η γεωπολιτική της θέση στη Μέση Ανατολή τής παρέχουν σημαντικό έρεισμα για να επιμένει στην άρνηση των γεγονότων. Ωστόσο, αυτή η κατάσταση μπορεί να αλλάξει καθώς η Τουρκία γίνεται ολοένα πιο αυταρχική και απομακρύνεται από τους δυτικούς συμμάχους της.

Παρά την επίσημη πολιτική άρνησης, σημαντικό τμήμα της τουρκικής κοινωνίας αρχίζει να αναγνωρίζει την ιστορική αλήθεια. Μια δημοσκόπηση του 2014 από το τουρκικό ερευνητικό ίδρυμα EDAM έδειξε ότι το 9% των Τούρκων πολιτών αναγνωρίζει τη γενοκτονία. Αν και το ποσοστό είναι χαμηλό, αντιπροσωπεύει μια σημαντική αλλαγή στη συνείδηση.

Ιστορίες τουρκικών οικογενειών που ανακαλύπτουν την κρυφή τους αρμένικη κληρονομιά ή υποστηρίζουν προσπάθειες ανοικοδόμησης αρμένικων εκκλησιών δείχνουν ότι η επίσημη εκδοχή δεν είναι πλέον αποδεκτή. Αυτοί οι «ηγέτες της σκέψης» δρουν, μερικές φορές με σοβαρό προσωπικό κίνδυνο, για το καλό της χώρας τους και από αγάπη για την πατρίδα τους.

Το μέλλον της δικαιοσύνης

Η αναγνώριση των τουρκικών γενοκτονιών δεν αποτελεί μόνο ιστορική ανάγκη αλλά και προϋπόθεση για τη δημοκρατική εξέλιξη της Τουρκίας. Όπως έχουν επισημάνει ερευνητές, η συνεχιζόμενη άρνηση εμποδίζει την Τουρκία να επιτύχει πλήρη δημοκρατία που να περιλαμβάνει πλουραλισμό και ανθρώπινα δικαιώματα.

Η «μόλυνση της πολιτικής κουλτούρας ολόκληρων κοινωνιών, όπου η βία και οι απειλές γίνονται μέρος μιας πολιτικής άσκησης που υποβαθμίζει τα βασικά δικαιώματα και τη δημοκρατική πρακτική, δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστον». Όπως είχε πει ο Πάπας Φραγκίσκος κατά την αναγνώριση της αρμένικης γενοκτονίας τον Απρίλιο του 2015, «η απόκρυψη ή η άρνηση του κακού είναι σαν να αφήνουμε ένα τραύμα να αιμορραγεί χωρίς να το επιδέσουμε».

Η διεθνής κοινότητα έχει την υποχρέωση να συνεχίσει να πιέζει την Τουρκία για την αναγνώριση των γενοκτονιών που διέπραξε. Μόνο μέσω της αναγνώρισης, της συγγνώμης και της αποζημίωσης μπορεί να επιτευχθεί πραγματική συμφιλίωση και να αποφευχθούν μελλοντικές τραγωδίες. Ο αιώνας της άρνησης και της ατιμωρησίας πρέπει να τελειώσει – τόσο για χάρη των θυμάτων όσο και για το μέλλον της περιοχής.

Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις θέσεις της εφημερίδας The Epoch Times.

Από την αποχή στην κατανόηση: Γιατί χρειαζόμαστε τον γραμματισμό στα ΜΜΕ στα σχολεία

Πόσοι νέοι ενημερώνονται πραγματικά; Πόσοι αφιερώνουν χρόνο για να κατανοήσουν μια είδηση πέρα από τον τίτλο; Ζούμε σε μια εποχή, όπου η ενημέρωση έχει μετατραπεί σε καταναλωτικό προϊόν στιγμής, όπου οι νέοι διαμορφώνουν άποψη μέσα από αλγορίθμους και σύντομα βίντεο. Σε αυτό το περιβάλλον, η κριτική ανάγνωση των ειδήσεων δεν είναι πολυτέλεια – είναι απαραίτητη δεξιότητα ζωής.

Η συνεχής ροή πληροφοριών, η ταχύτητα και ο κατακερματισμός της προσοχής δημιουργούν μια γενιά που συχνά αποφεύγει την ενημέρωση (news avoidance). Κι όμως, η δημοκρατία χρειάζεται πολίτες που γνωρίζουν, που κατανοούν, που μπορούν να διακρίνουν.

Το πρόγραμμα «Καλλιεργώντας Κριτικούς Αναγνώστες», που αναπτύχθηκε από το Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού και τη Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας και Ενημέρωσης, και υλοποιείται από το Εργαστήριο Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας (Peace Journalism Lab) του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, επιχειρεί να κάνει ακριβώς αυτό: να επαναφέρει την ενημέρωση εκεί όπου πρέπει να ανήκει – στο σχολείο.

Πρόκειται για ένα καινοτόμο πρόγραμμα, μοναδικό σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που φέρνει για πρώτη φορά κοντά εκπαιδευτικούς και δημοσιογράφους σε έναν κοινό παιδαγωγικό στόχο: τη διαμόρφωση κριτικά σκεπτόμενων πολιτών. Συνδέει τον ειδησεογραφικό γραμματισμό με την πολιτειακή αγωγή και τη συμμετοχή στα κοινά, προσφέροντας στα σχολεία ένα νέο παιδαγωγικό εργαλείο που ξεπερνά τη στενή διδασκαλία των μαθημάτων. Τα ΜΜΕ και οι ψηφιακές τεχνολογίες γίνονται αφορμή για συζήτηση, αντιπαράθεση, έρευνα και δημιουργία.

Μέσα από το πρόγραμμα, οι μαθητές μαθαίνουν να αναγνωρίζουν προκαταλήψεις, να συγκρίνουν πηγές, να κατανοούν τις προθέσεις πίσω από τις λέξεις, να χρησιμοποιούν τα ψηφιακά μέσα με δημιουργικό και υπεύθυνο τρόπο. Δεν πρόκειται για ένα ακόμη μάθημα, αλλά για μια διαδραστική εμπειρία που μετατρέπει την πληροφορία σε γνώση και τη γνώση σε πράξη. Σε μια εποχή που η παραπληροφόρηση και οι ψευδείς ειδήσεις υπονομεύουν τον δημόσιο διάλογο, η ικανότητα κριτικής ανάγνωσης και αξιολόγησης γίνεται θεμέλιο δημοκρατικής συνείδησης.

Η πρόταση του Εργαστηρίου Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας (PJL) του ΑΠΘ απαντά και σε ένα ακόμη κρίσιμο ερώτημα: πώς τα ίδια τα μέσα ενημέρωσης μπορούν να ξανασυνδεθούν με τη νέα γενιά. Η δημοσιογραφία, μέσα από αυτή την πρωτοβουλία, παύει να είναι κάτι «εξωτερικό» προς το σχολείο – γίνεται συμμέτοχος στη διαμόρφωση της επόμενης γενιάς πολιτών και αναγνωστών. Είναι ένας διάλογος ανάμεσα στην κοινωνία της πληροφορίας και την κοινωνία της μάθησης· ένα παράδειγμα συνεργασίας ανάμεσα σε δύο κόσμους που συνήθως κινούνται παράλληλα.

Εμπλέκοντας εκπαιδευτικούς, δημοσιογράφους και μαθητές, το πρόγραμμα δημιουργεί ένα νέο μοντέλο εκπαίδευσης για τον 21ο αιώνα – εκεί όπου ο ψηφιακός γραμματισμός συναντά τον δημοκρατικό στοχασμό και η εκπαίδευση μετατρέπεται σε χώρο ενεργής πολιτειότητας. Αν θέλουμε νέους που συμμετέχουν, που δεν αρκούνται στο ‘scroll’, πρέπει να τους δώσουμε τα εργαλεία για να προβληματιστούν.

Και το πρώτο εργαλείο είναι η ενημέρωση – όχι ως πληροφορία, αλλά ως κατανόηση του κόσμου.

Του Νίκου Σ. Παναγιώτου, καθηγητή, διευθυντή Εργαστηρίου Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας, Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, ΑΠΘ

Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις θέσεις της εφημερίδας The Epoch Times.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Η Ελλάδα σε σταυροδρόμι: Γιατί δεν αρκεί η ευρωπαϊκή βοήθεια και πώς μπορεί να σταθεί στα δικά της πόδια

Τα τελευταία δέκα χρόνια η ελληνική οικονομία δείχνει σημάδια προόδου. Ο μέσος μισθός έχει αυξηθεί, το ΑΕΠ ανακάμπτει και η ανεργία παρουσιάζει σταδιακή πτώση. Ωστόσο, η καθημερινότητα πολλών πολιτών δείχνει το αντίθετο. Οι τιμές βασικών αγαθών όπως ο καφές, το ψωμί, τα γαλακτοκομικά, τα αυγά και το κοτόπουλο αυξήθηκαν με ρυθμό πολύ ταχύτερο από εκείνον των εισοδημάτων, συμπιέζοντας το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.

Ο Έλληνας εργάζεται περισσότερες ώρες από κάθε άλλον Ευρωπαίο, αλλά στο τέλος του μήνα τού απομένει λιγότερη αγοραστική δύναμη. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι τυχαίο· είναι το αποτέλεσμα ενός οικονομικού συστήματος που εξακολουθεί να στηρίζεται περισσότερο στην προσπάθεια παρά στην παραγωγικότητα.

Η Ελλάδα διαθέτει εργατικό δυναμικό που εργάζεται σκληρά, αλλά η παραγωγή ανά ώρα παραμένει χαμηλή. Η εξήγηση βρίσκεται στις βαθιές διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας. Οι περισσότερες επιχειρήσεις είναι μικρές ή οικογενειακές, με περιορισμένη πρόσβαση σε τεχνολογία και καινοτομία. Οι επενδύσεις στην έρευνα παραμένουν χαμηλές, ενώ η γραφειοκρατία και η αργή δικαιοσύνη δυσχεραίνουν τη λειτουργία των εταιρειών.

Παράλληλα, η «διαρροή εγκεφάλων» στερεί από τη χώρα το πιο δυναμικό της ανθρώπινο κεφάλαιο. Το αποτέλεσμα είναι προφανές: πολλή δουλειά, αλλά μικρή απόδοση.

Οι πραγματικές δυνατότητες της Ελλάδας

Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί σημαντικό στήριγμα. Τα κονδύλια, τα προγράμματα και οι θεσμοί προσφέρουν σταθερότητα. Ωστόσο, η Ευρώπη δεν είναι ένας ενιαίος μηχανισμός αλληλεγγύης· είναι και ένα πεδίο ανταγωνισμού. Κάθε χώρα επιδιώκει να προσελκύσει επενδύσεις και να ενισχύσει τη δική της βιομηχανία.

Οι οικονομίες του Βορρά διαθέτουν ήδη μια βαριά υποδομή: ανεπτυγμένα δίκτυα μεταφορών, σταθερό ενεργειακό σύστημα, ψηφιακό κράτος και εξαγωγική βιομηχανία. Τα ευρωπαϊκά κονδύλια που διατίθενται στον Νότο είναι χρήσιμα, αλλά δεν αλλάζουν τη θεμελιώδη ισορροπία ισχύος. Κανένα ισχυρό κράτος-μέλος δεν έχει λόγο να δημιουργήσει έναν νέο ανταγωνιστή στο εσωτερικό της Ένωσης.

Η πραγματική πρόοδος θα προέλθει μόνο μέσα από ένα εθνικό σχέδιο που αξιοποιεί τα μοναδικά πλεονεκτήματα της χώρας. Η Ελλάδα μπορεί να στηριχθεί στην ενέργεια, στη γεωγραφική της θέση, στη γνώση και στη δημιουργικότητα των ανθρώπων της.

Στον τομέα της ενέργειας, η χώρα έχει τη δυνατότητα να μετατραπεί σε κόμβο πράσινης παραγωγής και διαμετακόμισης. Με τον ήλιο, τον άνεμο και τη θάλασσα, μπορεί να παράγει και να εξάγει καθαρή ενέργεια, δημιουργώντας ένα νέο οικονομικό υπόβαθρο αυτονομίας.

Η γεωγραφική της θέση προσφέρει επίσης τεράστιες ευκαιρίες. Με τα λιμάνια του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης και της Πάτρας, η Ελλάδα μπορεί να εξελιχθεί σε πύλη εμπορίου για ολόκληρη τη νοτιοανατολική Ευρώπη, συνδέοντας την Ασία με την ΕΕ.

Ταυτόχρονα, η χώρα χρειάζεται να επενδύσει στην καινοτομία και στη γνώση. Οι νέοι Έλληνες επιστήμονες, μηχανικοί και προγραμματιστές μπορούν να δημιουργήσουν εξειδικευμένες επιχειρήσεις σε τομείς όπως η ναυτιλιακή τεχνολογία, η αγροτεχνολογία και η τεχνητή νοημοσύνη. Η σύνδεση των πανεπιστημίων με τις επιχειρήσεις μπορεί να μετατραπεί σε πραγματική μηχανή ανάπτυξης.

Ο τουρισμός, τέλος, πρέπει να περάσει σε μια νέα εποχή. Η Ελλάδα δεν χρειάζεται απλώς περισσότερους επισκέπτες, αλλά πιο ποιοτικό και βιώσιμο τουρισμό: πολιτιστικό, ιατρικό, οικολογικό, ακόμη και τουρισμό για ψηφιακούς νομάδες. Έτσι θα αυξηθεί η αξία κάθε επισκέπτη, χωρίς να εξαντληθούν οι φυσικοί πόροι.

Η επιχειρηματική ελευθερία και η απλοποίηση των διαδικασιών παραμένουν βασικές προϋποθέσεις. Ένα σταθερό φορολογικό σύστημα, γρήγορες αδειοδοτήσεις και απονομή δικαιοσύνης χωρίς καθυστέρηση μπορούν να δώσουν το μήνυμα ότι η Ελλάδα είναι ανοιχτή σε νέες επενδύσεις και ιδέες.

Η Ελλάδα δεν χρειάζεται να ζητήσει άδεια για να πετύχει· χρειάζεται μόνο να αποφασίσει σε ποιους τομείς θα επενδύσει τις δυνάμεις της. Η ιστορία έχει δείξει πως μικρές χώρες με ευελιξία, καινοτομία και όραμα – όπως η Εσθονία ή το Ισραήλ – μπορούν να σταθούν ισάξια δίπλα σε μεγάλες δυνάμεις.

Η χώρα έχει όλα τα εφόδια: στρατηγική θέση, φυσικό πλούτο, ανθρώπινο ταλέντο. Αυτό που χρειάζεται είναι συνέπεια, θεσμική σοβαρότητα και πίστη στις δικές της δυνατότητες. Η επόμενη δεκαετία δεν θα κριθεί από το πόσα χρήματα θα πάρει η Ελλάδα από την Ευρώπη, αλλά από το πώς θα αξιοποιήσει τους πόρους που ήδη έχει: τη γη, τον ήλιο, τη θάλασσα και, πάνω απ’ όλα, τον Έλληνα που εργάζεται, επιμένει και ελπίζει.

Η κομμουνιστική Κίνα προωθεί το κρατικοκεντρικό μοντέλο ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον ΟΗΕ

Σχολιασμός

Η κομμουνιστική Κίνα έχει για χρόνια εκμεταλλευτεί τους θυγατρικούς οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών — όπως το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (UNHRC) και τον Οργανισμό Εκπαίδευσης, Επιστήμης και Πολιτισμού (UNESCO) — για να προωθεί τους στρατηγικούς της στόχους μέσω μιας συνεχούς εκστρατείας πληροφόρησης και επιρροής.

Οι προσπάθειες αυτές στοχεύουν στο να προστατεύσουν το Πεκίνο και τους συμμάχους του από τον διεθνή έλεγχο για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τραβώντας την προσοχή μακριά από τα δικά τους εγκλήματα, υποβαθμίζοντας τα διεθνή πρότυπα βάσει των οποίων κρίνονται τα κράτη και προωθώντας ένα κρατικοκεντρικό μοντέλο διακυβέρνησης που δήθεν «εγγυάται» τα ανθρώπινα δικαιώματα παγκοσμίως.

Οι αρχές του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας (ΚΚΚ) χρησιμοποιούν συστηματικά οικονομικά κίνητρα, όπως έργα στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας «Μία ζώνη, ένας δρόμος», διπλωματικές πιέσεις και εκστρατείες παραπληροφόρησης, για να επηρεάζουν άλλες χώρες ώστε να ευθυγραμμίζονται με τα κινεζικά συμφέροντα στα Ηνωμένα Έθνη.

Ας εξετάσουμε την πιο πρόσφατη κίνησή τους στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (UNHRC).

Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ

Σκοπός του UNHRC είναι η προώθηση και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παγκοσμίως, η διερεύνηση και καταγραφή παραβιάσεων, η ενθάρρυνση της συμμόρφωσης με το Διεθνές Δίκαιο και η περιοδική αξιολόγηση του ανθρωπιστικού ιστορικού των κρατών-μελών. Ιδρύθηκε το 2006 για να αντικαταστήσει την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, που λειτουργούσε από το 1946. Η νέα δομή στόχευε να διορθώσει την πολιτικοποίηση της προηγούμενης, της οποίας τα μέλη περιελάμβαναν ορισμένους από τους χειρότερους παραβάτες ανθρωπίνων δικαιωμάτων παγκοσμίως.

Το Συμβούλιο απαρτίζεται από 47 μέλη που εκλέγονται από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ για τριετή θητεία. Η Κίνα είναι μέλος από το 2006 και έχει επανεκλεγεί πολλές φορές, παρά τις μακροχρόνιες κατηγορίες οργανώσεων όπως η Διεθνής Αμνηστία, το Human Rights Watch και το Freedom House, για πολιτιστική γενοκτονία εις βάρος Θιβετιανών, Ουιγούρων, ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ και άλλων εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων.

Το γεγονός ότι η Κίνα εξελέγη στο Συμβούλιο εξαρχής αποτελεί σαφή ένδειξη της επιρροής του ΚΚΚ μεταξύ των κρατών-μελών του ΟΗΕ.

Η εκμετάλλευση του UNHRC από το ΚΚΚ

Όπως αναφέρεται σε ακαδημαϊκή μελέτη, οι στόχοι του ΚΚΚ στον ΟΗΕ είναι «να προωθήσει μια αντίληψη σύμφωνα με την οποία η Κίνα είναι υπεράνω κριτικής, τα ατομικά δικαιώματα δεν υπερισχύουν της εθνικής κυριαρχίας, ο ρόλος των φιλελεύθερων δημοκρατιών μειώνεται, και οι πολιτικές της Κίνας θεωρούνται συμβατές με το Διεθνές Δίκαιο περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Το Πεκίνο αξιοποιεί το Συμβούλιο για να προωθήσει το κρατικοκεντρικό του μοντέλο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οποίο δίνει προτεραιότητα στην «ανάπτυξη» και στη «μη επέμβαση» αντί για τα ατομικά πολιτικά και αστικά δικαιώματα — την κλασική μαρξιστική ανύψωση του κράτους (του «κοινού καλού») πάνω από τα δικαιώματα του ατόμου. Ο απώτερος στόχος του ΚΚΚ είναι να πείσει την πλειοψηφία των χωρών να αποδεχτούν τον παρανοϊκό αυτόν ορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αντί των παραδοσιακών διεθνών προτύπων.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κινεζική χορηγία και υιοθέτηση, τον Ιούλιο του 2019, του Ψηφίσματος 41/19 του UNHRC με τίτλο The Contribution of Development to the Enjoyment of All Human Rights («Η συμβολή της ανάπτυξης στην απόλαυση όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων»). Το ψήφισμα αντιμετωπίζει την οικονομική ανάπτυξη και τις κρατικά καθοδηγούμενες πρωτοβουλίες ως κεντρικά στοιχεία για την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ παράλληλα προωθεί συνθήματα του ΚΚΚ όπως «αμοιβαία επωφελής συνεργασία» και «διάλογος μεταξύ κρατών», αποφεύγοντας μηχανισμούς λογοδοσίας όπως έρευνες ή κυρώσεις για παραβιάσεις.

Η φιλοσοφία αυτή επικεντρώνεται στους συλλογικούς στόχους και όχι στις ατομικές ελευθερίες — την καρδιά της δυτικής αντίληψης για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι δυτικές δημοκρατίες τονίζουν την ατομική αυτονομία, την ελευθερία και την προστασία από την κρατική αυθαιρεσία· ακριβώς δηλαδή το αντίθετο από αυτό που επιδιώκει να επιβάλει το Πεκίνο υπό τον πλήρη έλεγχο του ΚΚΚ.

Η Κίνα αξιοποιεί συχνά την επιρροή της στην ομάδα των «Αναπτυσσόμενων Χωρών με Ομοειδείς Θέσεις» για να εμποδίσει ή να αποδυναμώσει προτάσεις ψηφισμάτων που αφορούν το δικό της ιστορικό ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Βασικός στόχος είναι η αποτροπή κάθε έρευνας του UNHRC σχετικά με τις παραβιάσεις εις βάρος των Ουιγούρων στο Ανατολικό Τουρκεστάν (Σιντζιάνγκ).

Τον Οκτώβριο του 2022, η Διεθνής Αμνηστία ανέφερε ότι πρόταση ψηφίσματος για διερεύνηση των παραβιάσεων του ΚΚΚ στη Σιντζιάνγκ απορρίφθηκε, επικαλούμενη «πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα» μεταξύ των κρατών-μελών. Το Πεκίνο φέρεται να είχε ασκήσει πιέσεις σε αφρικανικά και ασιατικά κράτη, προσφέροντας οικονομικά κίνητρα στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας «Μία ζώνη, ένας δρόμος» για να εξασφαλίσει τις απαραίτητες ψήφους. Για παράδειγμα, η Ερυθραία και η Κίνα επιβεβαίωσαν τη στρατηγική τους συνεργασία στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας κατά την επίσκεψη του Κινέζου υπουργού Εξωτερικών τον Ιανουάριο του 2022.

Με αξιόπιστες αναφορές οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων που καταγράφουν τη σύλληψη άνω του ενός εκατομμυρίου Ουιγούρων και άλλων, η απόρριψη του ψηφίσματος αυτού ήταν τραγική και καταδεικνύει πόσο άχρηστο έχει καταστήσει το Συμβούλιο η κινεζική επιρροή.

Η πιο πρόσφατη πρόκληση

Στο πλαίσιο της εκστρατείας για προώθηση σε διεθνή κλίμακα του κρατικοκεντρικού του μοντέλου για τα ανθρώπινα δικαιώματα, το Πεκίνο υπέβαλε στις 6 Οκτωβρίου ένα σχέδιο ψηφίσματος στη 60ή σύνοδο του UNHRC, το οποίο υιοθετήθηκε χωρίς ψηφοφορία. Το ψήφισμα εστίαζε «στην προώθηση και προστασία των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των ανισοτήτων», σύμφωνα με το κρατικό κινεζικό μέσο ενημέρωσης Global Times.

Στο σχετικό άρθρο, ο πρέσβης Τσεν Σου, μόνιμος αντιπρόσωπος της Κίνας στο Γραφείο του ΟΗΕ στη Γενεύη, μίλησε για «ενίσχυση της πολυμέρειας και της διεθνούς συνεργασίας» και για «αύξηση των επενδύσεων στα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα» — η γνωστή ρητορική συνθημάτων του κομμουνιστικού καθεστώτος, χωρίς καμία αναφορά σε θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα όπως η ελευθερία του λόγου, της πίστης και του συνέρχεσθαι, τα οποία το ΚΚΚ θεωρεί εχθρικά.

Συμπερασματικά

Το κινεζικό καθεστώς συνεχίζει να υπονομεύει και να παραλύει το έργο του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, το οποίο έχει ως αποστολή την προώθηση και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παγκοσμίως. Το ΚΚΚ χρησιμοποιεί πειθώ, δωροδοκία και εκφοβισμό για να αποτρέπει τις έρευνες σχετικά με τις παραβιάσεις του, ενώ ταυτόχρονα προωθεί διεθνώς ένα κρατικοκεντρικό μοντέλο που υποτάσσει τα δικαιώματα του ατόμου στις ανάγκες του κράτους, νομιμοποιώντας έτσι τη δίωξη των πολιτών κατά βούληση.

Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε το Εκτελεστικό Διάταγμα υπ’ αριθμόν 14199, με τίτλο Withdrawing the United States From and Ending Funding to Certain United Nations Organizations and Reviewing United States Support to All International Organizations («Απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών και Τερματισμός της Χρηματοδότησης προς Ορισμένους Οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών και Επανεξέταση της Στήριξης των ΗΠΑ προς Όλους τους Διεθνείς Οργανισμούς»), με την οποία τερματίστηκε επίσημα η συμμετοχή των ΗΠΑ στο UNHRC τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους.

Η αιτιολόγηση, όπως αναφέρεται στο Τμήμα 1, ήταν σαφής: «Το UNHRC έχει προστατεύσει παραβάτες ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επιτρέποντάς τους να χρησιμοποιούν τον οργανισμό για να αποφύγουν τον έλεγχο».

Αυτό ακριβώς κάνει το κινεζικό καθεστώς.

Η απόφαση αυτή στοχεύει ξεκάθαρα τον κατ’ εξακολούθηση παραβάτη ανθρωπίνων δικαιωμάτων: την κομμουνιστική Κίνα.

Του Stu Cvrk

Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις θέσεις της εφημερίδας The Epoch Times.

Η πενταμερής πρωτοβουλία της Ελλάδας στο μικροσκόπιο

Ανάλυση

Η πρόσφατη ελληνική πρωτοβουλία για τη σύγκληση πενταμερούς διάσκεψης με τη συμμετοχή Ελλάδας, Κύπρου, Τουρκίας, Αιγύπτου και Λιβύης, με θέμα την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο, έχει προκαλέσει έντονο προβληματισμό στην αναλυτική κοινότητα. Η πρόταση, που εξαγγέλθηκε από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στη Βουλή, φέρεται να στοχεύει στο να προλάβει η Αθήνα άλλες διπλωματικές πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να επιβάλουν δυσμενές πλαίσιο διαπραγμάτευσης. Ωστόσο, η έλλειψη ουσιαστικής προετοιμασίας και η βιαστική ανακοίνωση εγείρουν σοβαρά ερωτήματα για τις προθέσεις και τους πραγματικούς στόχους αυτής της κίνησης.​

Η ιδέα μιας πολυμερούς διάσκεψης για τα θέματα της Ανατολικής Μεσογείου δεν είναι καινούρια. Αντίθετα, αποτελεί παλαιότερη τουρκική πρόταση που είχε διατυπωθεί από τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, ενώ είχε επαναληφθεί και από τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ. Το γεγονός ότι η Ελλάδα υιοθετεί τώρα μια πρωτοβουλία που προέρχεται από τουρκικό σχεδιασμό αποτελεί από μόνο του ανησυχητικό στοιχείο. Η Αθήνα φαίνεται να εγκαταλείπει την πρακτική των τριμερών συνεργασιών – στις οποίες είχε τον πρώτο λόγο και έλεγχο της ατζέντας – για να μπει σε ένα πολυμερές σχήμα όπου ο έλεγχος θα είναι πολύ πιο δύσκολος.​

Ο κίνδυνος της αλλαγής πλαισίου

Η κεντρική αιτιολογία που προβάλλει η ελληνική κυβέρνηση είναι η επιθυμία να προληφθούν πρωτοβουλίες άλλων, ιδίως στο πλαίσιο των αμερικανικών πιέσεων για επίλυση των περιφερειακών κρίσεων. Η διοίκηση Τραμπ έχει εκφράσει την πρόθεσή της να «κλείσει μέτωπα» παντού, μετά την επιτυχία της συμφωνίας για τη Γάζα, και να προωθήσει λύσεις στη Μέση Ανατολή. Αυτή η αμερικανική στροφή προς τον ρεαλισμό και την επίλυση περιφερειακών διαφορών δημιουργεί ένα νέο διπλωματικό περιβάλλον, στο οποίο η Αθήνα φοβάται ότι μπορεί να βρεθεί απομονωμένη.​

Ωστόσο, η βιαστική φύση της πρωτοβουλίας προδίδει έλλειψη βάθους και στρατηγικού σχεδιασμού. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι έχει προηγηθεί διαβούλευση με την Κύπρο ούτε ότι έχει γίνει ανίχνευση των θέσεων της Αιγύπτου ή διαπραγμάτευση με τη Λιβύη για το ποια κυβέρνηση θα εκπροσωπήσει τη χώρα. Η Λιβύη βρίσκεται σε κατάσταση πολιτικής διχοτόμησης, με δύο ανταγωνιστικές κυβερνήσεις: την αναγνωρισμένη Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας στην Τρίπολη, που έχει υπογράψει το τουρκολιβυκό μνημόνιο, και τη Βουλή των Αντιπροσώπων στο Τομπρούκ, υπό τον στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ.​

Το ζήτημα της λιβυκής εκπροσώπησης είναι κρίσιμο. Αν προσκληθεί η κυβέρνηση της Τρίπολης, αυτή έχει ήδη δεσμευτεί με το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο του 2019, το οποίο παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και αγνοεί την ύπαρξη των ελληνικών νησιών. Αν πάλι κληθεί ο Χαφτάρ, οι πρόσφατες εξελίξεις δείχνουν μια ανησυχητική στροφή προς την Άγκυρα, με τη Βουλή του Τομπρούκ να εξετάζει την επικύρωση του τουρκολιβυκού μνημονίου, το οποίο μέχρι πρότινος είχε καταδικάσει.​

Η τουρκική ατζέντα και οι ελληνικές κόκκινες γραμμές

Ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους της πενταμερούς πρωτοβουλίας είναι η εξίσωση Ελλάδας και Τουρκίας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η Τουρκία επιμένει στην αντιμετώπιση όλων των διεκδικήσεών της ως «πακέτο», ενώ η Ελλάδα αναγνωρίζει μόνο μία διαφορά: την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Το άνοιγμα μιας πολυμερούς διάσκεψης χωρίς προκαθορισμένο πλαίσιο δημιουργεί κίνδυνο εισαγωγής στην ατζέντα και άλλων τουρκικών διεκδικήσεων, όπως η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, το καθεστώς των γκρίζων ζωνών, ή ακόμη και η αναγνώριση του ψευδοκράτους στην κατεχόμενη Κύπρο.​

Οι πρόσφατες δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν αποκαλύπτουν τη στρατηγική της Άγκυρας. Ο Φιντάν αναφέρθηκε για πρώτη φορά ανοιχτά στο ζήτημα των χωρικών υδάτων, λέγοντας: «Εγώ δεν αποδέχομαι τα 12 μίλια, εσύ δεν αποδέχεσαι τα 6. Αυτά μπορούν να συζητηθούν». Αυτή η δήλωση παρακάμπτει ευθέως το Δίκαιο της Θάλασσας και μετατρέπει ένα κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδας – την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια – σε αντικείμενο πολιτικής διαπραγμάτευσης.​

Το ζήτημα των χωρικών υδάτων είναι θεμελιώδους σημασίας. Η επέκταση των χωρικών υδάτων αποτελεί μονομερές δικαίωμα κάθε κράτους και αφορά την άσκηση κυριαρχίας, όχι κυριαρχικού δικαιώματος όπως η ΑΟΖ. Η Ελλάδα δεν χρειάζεται να διαβουλευτεί με κανέναν για την επέκταση των χωρικών υδάτων της. Αντίθετα, η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα αποτελούν ζώνες κυριαρχικών δικαιωμάτων που μπορούν να οριοθετηθούν με διμερείς συμφωνίες ή, σε περίπτωση διαφωνίας, με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο. Η ανάμειξη των δύο θεμάτων είναι επικίνδυνη και δημιουργεί προηγούμενο αποδοχής της τουρκικής επιχειρηματολογίας.​

Οι διαφιλονικούμενες ΑΟΖ: με μπλε χρώμα σημειώνονται οι διεκδικήσεις Ελλάδας και Κύπρου, ενώ με κόκκινο αυτές τις Τουρκίας. 2 Μαρτίου 2021. (Public Domain)

 

Η Διακήρυξη των Αθηνών και το ‘ξέπλυμα’ της Τουρκίας

Η πενταμερής πρωτοβουλία αποτελεί και μια ευκαιρία για την Τουρκία να επικαλεστεί τη Διακήρυξη των Αθηνών, που υπέγραψαν Μητσοτάκης και Ερντογάν τον Δεκέμβριο του 2023. Η Διακήρυξη αυτή, παρότι δεν αποτελεί δεσμευτική διεθνή συμφωνία, έχει χρησιμοποιηθεί από την Άγκυρα ως άλλοθι για να παρουσιάσει τις σχέσεις με την Ελλάδα ως «ομαλοποιημένες». Η Γερμανία, η οποία φέρεται να έχει υιοθετήσει μια πιο «ρεαλιστική» προσέγγιση στη γεωπολιτική, επικαλέστηκε τη Διακήρυξη των Αθηνών για να δικαιολογήσει την αναγνώριση της Τουρκίας ως «στρατηγικού και αξιόπιστου συμμάχου» του ΝΑΤΟ.​

Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών δήλωσε ότι η Τουρκία πρέπει να ενταχθεί στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα άμυνας SAFE, παρά τις ελληνικές αντιρρήσεις. Η στάση της Γερμανίας δείχνει ότι η Διακήρυξη των Αθηνών λειτούργησε ως εργαλείο ‘ξεπλύματος’ της Τουρκίας στη διεθνή σκηνή, παρά το γεγονός ότι η Άγκυρα εξακολουθεί να κατέχει ευρωπαϊκό έδαφος (Κύπρο), να μην αναγνωρίζει ένα κράτος-μέλος της ΕΕ, και να διατηρεί το casus belli κατά της Ελλάδας.​

Η «μείωση της έντασης» που αναφέρεται συχνά ως επίτευγμα της Διακήρυξης είναι παραπλανητική. Παρά τις δηλώσεις για «ήρεμα νερά», οι παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου και του FIR Αθηνών συνεχίζονται. Από τις αρχές του 2025, έχουν καταγραφεί περισσότερες από 80 παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου και 179 παραβάσεις των Κανόνων Εναέριας Κυκλοφορίας. Η Τουρκία εκδίδει παράνομες NAVTEX για στρατιωτικές ασκήσεις σε περιοχές του Αιγαίου, ενώ συνεχίζει να στέλνει μη επανδρωμένα αεροσκάφη (UAV) για να «μετρά» τους χρόνους αντίδρασης της ελληνικής αεράμυνας.​

Οι γερμανικές προτεραιότητες και ο ευρωπαϊκός ρεαλισμός

Η στάση της Γερμανίας αποκαλύπτει μια ευρύτερη μετατόπιση στην ευρωπαϊκή διπλωματία προς αυτό που αποκαλείται «ρεαλπολιτίκ». Η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών Ανναλένα Μπέρμποκ [Annalena Baerbock], παρά την προηγούμενη κριτική της στην Τουρκία για θέματα δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, φαίνεται τώρα να υποστηρίζει την ενίσχυση του ρόλου της Άγκυρας στο ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας. Η Γερμανία προωθεί την πώληση μαχητικών αεροσκαφών Eurofighter στην Τουρκία και θέλει την ένταξή της στο πρόγραμμα SAFE, θεωρώντας ότι η Τουρκία είναι αναγκαίος εταίρος για την άμυνα της Ευρώπης.​

Αυτή η προσέγγιση αγνοεί τα συμφέροντα των ελληνικών και κυπριακών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ιστορία των γερμανοτουρκικών σχέσεων έχει επανειλημμένα δείξει ότι το Βερολίνο τείνει να θεωρεί την Τουρκία ως στρατηγικό πυλώνα, ανεξαρτήτως των συνεπειών για άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Η στροφή προς τον «ρεαλισμό» σημαίνει, στην πράξη, την εγκατάλειψη των αρχών του Διεθνούς Δικαίου και των φιλελεύθερων αξιών που υποτίθεται ότι διέπουν την ΕΕ, υπέρ βραχυπρόθεσμων γεωπολιτικών υπολογισμών.​

Η διάβρωση του Διεθνούς Δικαίου και η νέα τάξη πραγμάτων

Το ζήτημα που τίθεται με τη μεγαλύτερη οξύτητα είναι η σταδιακή διάβρωση της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης και των κανόνων που τη διέπουν. Η επίκληση του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας από την Ελλάδα γίνεται ολοένα και λιγότερο αποτελεσματική σε έναν κόσμο όπου η ισχύς επικρατεί του δικαίου. Η Ελλάδα εξακολουθεί να επικαλείται «συλλήβδην μία οικουμενική διάσταση του Διεθνούς Δικαίου», αλλά αυτή η διάσταση δεν υποστηρίζεται πλέον από μηχανισμούς επιβολής.​

Η περίπτωση του τουρκολιβυκού μνημονίου είναι ενδεικτική. Παρά το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επανειλημμένως καταδικάσει το μνημόνιο ως παράνομο και χωρίς νομική ισχύ, η Τουρκία συνεχίζει να το χρησιμοποιεί ως βάση για τις διεκδικήσεις της. Η πρόσφατη στροφή του Χαλίφα Χαφτάρ προς την Άγκυρα και η εξέταση επικύρωσης του μνημονίου από τη Βουλή του Τομπρούκ δείχνουν ότι η Τουρκία μπορεί να επιτύχει τους στόχους της μέσω της διπλωματίας και των συμμαχιών, ανεξαρτήτως της νομιμότητας των θέσεών της.​

Η απειλή της αμοιβαιότητας και των τετελεσμένων

Ένας ακόμη κίνδυνος που ελλοχεύει στην πενταμερή πρωτοβουλία είναι η λογική της «αμοιβαιότητας». Η Τουρκία έχει επανειλημμένα προσπαθήσει να εισαγάγει στο διάλογο με την Ελλάδα την αρχή των αμοιβαίων υποχωρήσεων. Αυτό σημαίνει ότι κάθε ελληνική θέση θα πρέπει να συνοδεύεται από μια αντίστοιχη τουρκική, ανεξαρτήτως τού αν αυτές οι θέσεις είναι ισοδύναμες ή νόμιμες. Για παράδειγμα, η Τουρκία έχει προτείνει την «αμοιβαία αποστρατιωτικοποίηση», με την Ελλάδα να αποσύρει στρατιωτικές δυνάμεις από τα νησιά και την Τουρκία να αποσύρει τον Δ’ Στρατό Αιγαίου από τα ενδότερα. Αυτή η πρόταση είναι καταφανώς ετεροβαρής, αφού τα ελληνικά νησιά βρίσκονται υπό διαρκή απειλή από την τουρκική υπεροχή.​

Η συμμετοχή της Ελλάδας σε μια πενταμερή διάσκεψη χωρίς προκαθορισμένο πλαίσιο δημιουργεί τον κίνδυνο να εισαχθεί αυτή η λογική αμοιβαιότητας στην ατζέντα. Η Τουρκία μπορεί να ζητήσει να τεθούν όλα τα θέματα «στο τραπέζι», συμπεριλαμβανομένης της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, των χωρικών υδάτων, του εναέριου χώρου, και ακόμη και του καθεστώτος της Κύπρου. Η Ελλάδα θα βρεθεί στη δύσκολη θέση να αρνείται να συζητήσει αυτά τα θέματα, ενώ θα έχει ήδη δεσμευτεί στη διαδικασία της πενταμερούς.​

Η ελληνική στρατηγική και οι εναλλακτικές επιλογές

Η κεντρική αδυναμία της ελληνικής προσέγγισης είναι ότι προσπαθεί να διαχειριστεί την πίεση των γεωπολιτικών ανακατατάξεων με αμυντικές κινήσεις, αντί να αναπτύξει μια επιθετική διπλωματική στρατηγική. Η αιτιολογία ότι η πενταμερής στοχεύει να «προλάβει άλλες πρωτοβουλίες» δείχνει μια αντιδραστική λογική, όχι προορατική. Αντί να θέτει η ίδια το πλαίσιο και τους όρους του διαλόγου, η Ελλάδα φαίνεται να προσαρμόζεται σε ένα πλαίσιο που της επιβάλλεται από άλλους.​

Μια εναλλακτική προσέγγιση θα ήταν η εμβάθυνση των τριμερών συνεργασιών με χώρες που μοιράζονται τις ίδιες αξίες και αρχές, όπως η Κύπρος, το Ισραήλ, η Αίγυπτος, και η Γαλλία. Αυτές οι συνεργασίες θα έπρεπε να διευρυνθούν για να περιλάβουν και άλλες χώρες της περιοχής, δημιουργώντας ένα δίκτυο αντιβάρου στην τουρκική επιρροή. Η συμμετοχή της Τουρκίας σε αυτά τα σχήματα θα μπορούσε να γίνει μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις: την ανάκληση του casus belli, την αποδοχή του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, και την αναγνώριση των κυριαρχικών δικαιωμάτων όλων των συμμετεχόντων.​

Επιπλέον, η Ελλάδα θα έπρεπε να επενδύσει περισσότερο στην ενίσχυση της αποτρεπτικής της ικανότητας. Η συνεχής αναβάθμιση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και η ανάπτυξη αμυντικών συμμαχιών με τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, και άλλες χώρες αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορεί η Ελλάδα να διαπραγματεύεται από θέση ισχύος. Η διπλωματία χωρίς στρατιωτική ισχύ είναι αναποτελεσματική σε έναν κόσμο που λειτουργεί με το δικαίο του ισχυρού.

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις απόψεις της εφημερίδας The Epoch Times.

Ανθρωπιστές εναντίον Συντηρητικών – ή μήπως επιδιώκουν το ίδιο;

Στη σύγχρονη δημόσια συζήτηση συχνά παρουσιάζεται μια αντίθεση ανάμεσα στους συντηρητικούς και στους ανθρωπιστές (ή προοδευτικούς). Οι πρώτοι δίνουν έμφαση στην αξία της παράδοσης και της εθνικής κληρονομιάς, ενώ οι δεύτεροι επικεντρώνονται στα οικουμενικά ανθρώπινα ιδανικά και στην προαγωγή της κοινωνίας μέσω αλλαγών. Ωστόσο, ένα κρίσιμο ερώτημα αναδύεται: μήπως και οι δύο επιδιώκουν τελικά το ίδιο ουσιαστικό αγαθό για την κοινωνία;

Η σύγχρονη κοινωνικοπολιτική διάσταση

Σήμερα, η αντιπαράθεση συντηρητικών και ανθρωπιστών εκδηλώνεται έντονα στην κοινωνική και πολιτική ζωή. Οι συντηρητικοί τείνουν να δυσπιστούν απέναντι στις απότομες αλλαγές και στις μη δοκιμασμένες «καινοτομίες», εμπιστευόμενοι αντ’ αυτών τη σταθερότητα των ιστορικά διαμορφωμένων θεσμών και αξιών. Για τον συντηρητικό τρόπο σκέψης, η παράδοση θεωρείται φορέας συσσωρευμένης σοφίας – όπως το εξέφρασε ο Έντμουντ Μπερκ, η ιστορία δεν είναι απλώς μια αλληλουχία λαθών αλλά «η σοφία των προγόνων μας». Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι οι συντηρητικοί θέλουν να διατηρήσουν την καλή πλευρά της παράδοσης του έθνους τους, μαθαίνοντας παράλληλα από τα λάθη του παρελθόντος ώστε να μην επαναληφθούν.

Από την άλλη πλευρά, οι ανθρωπιστές και προοδευτικοί εμφανίζονται πιο αισιόδοξοι για την ικανότητα του ανθρώπου και της κοινωνίας να βελτιώνονται μέσω μεταρρυθμίσεων. Υιοθετώντας αξίες του Διαφωτισμού, δίνουν έμφαση στη χρήση της λογικής, της επιστήμης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για την προαγωγή της ευημερίας. Σε αντίθεση με τη συντηρητική καχυποψία προς τον ριζικό μετασχηματισμό, οι ανθρωπιστές επιδιώκουν την πρόοδο απορρίπτοντας πρακτικές και νοοτροπίες του παρελθόντος που κρίνονται αποτυχημένες ή καταπιεστικές. Για παράδειγμα, ο σύγχρονος κοσμικός ανθρωπισμός συχνά επικρίνει την παράδοση όταν αυτή θεωρείται ότι διαιωνίζει τη μισαλλοδοξία ή δεισιδαιμονίες, απορρίπτοντας την ανεπιφύλακτη προσήλωση σε απαρχαιωμένες αντιλήψεις. Με άλλα λόγια, οι «υγιείς» ανθρωπιστές αποδέχονται τα διδάγματα της ιστορίας μόνο αφού φιλτραριστούν μέσω του κριτικού πνεύματος – κρατώντας τα θετικά στοιχεία και αφήνοντας πίσω τους τα επιζήμια.

Αν και αυτές οι δύο οπτικές φαίνονται αντιδιαμετρικές, αμφότερες στοχεύουν στην κοινωνική ευημερία και συνοχή. Οι συντηρητικοί επιζητούν μια σταθερή κοινωνία με ηθική τάξη, αντλώντας αξίες από το παρελθόν, ενώ οι ανθρωπιστές οραματίζονται μια δικαιότερη κοινωνία, διορθώνοντας τα σφάλματα του παρελθόντος και επεκτείνοντας τις ελευθερίες. Και οι δύο, στο βαθμό που δρουν καλοπροαίρετα, ενδιαφέρονται για το κοινό καλό – απλώς το προσεγγίζουν από διαφορετική αφετηρία.

Παγκόσμιο και ελληνικό πλαίσιο

Η δυναμική παράδοσης vs προόδου παρατηρείται σε παγκόσμια κλίμακα. Σε πολλές χώρες, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις για κοινωνικά ζητήματα (όπως τα δικαιώματα των μειονοτήτων, οι μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση ή ο ρόλος της θρησκείας στο κράτος) συχνά πηγάζουν από τη σύγκρουση ανάμεσα σε συντηρητικές και προοδευτικές αντιλήψεις. Αυτή η πόλωση μπορεί να δημιουργήσει δύο αντίπαλα «στρατόπεδα» με φαινομενικά αγεφύρωτες θέσεις, γεγονός που διαβρώνει την κοινωνική ενότητα και τον εποικοδομητικό διάλογο. Μάλιστα, έρευνες υπογραμμίζουν ότι σε ένα πολωμένο κλίμα οι πολίτες πολλές φορές γνωρίζουν καλύτερα τι αντιμάχονται παρά τι υποστηρίζουν ουσιαστικά, οδηγούμενοι περισσότερο από τον θυμό προς τον αντίπαλο παρά από λογικά επιχειρήματα

Ένα ανησυχητικό στοιχείο του σύγχρονου παγκόσμιου πλαισίου είναι ότι ο φανατισμός και στα δύο άκρα συχνά υποδαυλίζεται από την παραπληροφόρηση και τον θόρυβο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Έχει διαπιστωθεί ότι διάφοροι δρώντες – ακόμα και εξωτερικές δυνάμεις – εκμεταλλεύονται διχαστικά θέματα, μειονοτικές ομάδες ή και ακραίες φωνές για να εντείνουν το χάσμα ανάμεσα σε διαφορετικές ιδεολογίες μέσα σε μια κοινωνία. Επίσης  η άγνοια, η πικρία και άλλοι τύποι συναισθηματικής φόρτισης μπορούν  να εκτρέψουν τη δημόσια συζήτηση  από τη λογική. Αυτή η τακτική τού «διαίρει και βασίλευε» μπορεί να στοχεύει στην αποσταθεροποίηση κοινωνιών που διαφορετικά θα μπορούσαν να βρουν κοινό έδαφος. Έτσι, ο φανατισμός ελλοχεύει και στις δύο πλευρές: υπάρχουν περιπτώσεις όπου συντηρητικές φωνές διολισθαίνουν σε μισαλλοδοξία, όπως και προοδευτικές φωνές σε δογματισμό – και οι δύο αυτές μορφές άκρας ακαμψίας μπορούν να βλάψουν τον κοινωνικό ιστό όταν εκτρέφονται σκόπιμα.

Στην Ελλάδα, η αντιπαράθεση παράδοσης και νεωτερικότητας έχει βαθιές ρίζες και ιδιαίτερη εξέλιξη. Ως έθνος με μακρά ιστορία και έντονη πολιτισμική ταυτότητα, η Ελλάδα εμφάνιζε πάντοτε μια τάση διατήρησης των παραδοσιακών αξιών (γλώσσα, θρησκεία, έθιμα) παράλληλα με την υιοθέτηση ευρωπαϊκών και παγκοσμίων προοδευτικών αρχών. Για παράδειγμα, οι συζητήσεις γύρω από την εκπαιδευτική ύλη, τον ρόλο της Εκκλησίας ή κοινωνικές μεταρρυθμίσεις (όπως τα δικαιώματα των μειονοτήτων) συχνά αντικατοπτρίζουν αυτή τη διττή πραγματικότητα: από τη μία ο σεβασμός στην ελληνική κληρονομιά, από την άλλη η ανάγκη εκσυγχρονισμού και εναρμόνισης με οικουμενικές αρχές ανθρωπισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ελληνική παράδοση δεν αντιμετωπίζεται απαραίτητα ως εμπόδιο στην πρόοδο, αλλά ως μια βάση που μπορεί να εξελιχθεί δημιουργικά. Όπως παρατηρεί η λαογράφος Αικατερίνη Καμηλάκη, «ποτέ άλλοτε το παρελθόν δεν τροφοδότησε με τόσο πρωτοποριακά μηνύματα το μέλλον» – μια ρήση που υπογραμμίζει ότι το ίδιο το παρελθόν μπορεί να γεννήσει νέες, καινοτόμες ιδέες. Πράγματι, βλέπουμε σήμερα νέους ανθρώπους στην Ελλάδα να κρατούν ζωντανές παραδόσεις (λ.χ. τέχνες, χειροτεχνίες, τοπικά έθιμα) και ταυτόχρονα να τις μετασχηματίζουν σε σύγχρονες δημιουργικές δραστηριότητες. Έτσι, η παράδοση μετατρέπεται από στατική ανάμνηση σε πηγή έμπνευσης για κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, δείχνοντας ότι η διατήρηση της εθνικής ταυτότητας μπορεί να συνυπάρχει με την καινοτομία.

Αντιλήψεις στο εκπαιδευτικό περιβάλλον

Το σχολείο και το εκπαιδευτικό σύστημα αποτελούν μικρογραφία της αντιπαράθεσης αλλά και του ενδεχόμενου συνδυασμού ανάμεσα στις δύο κοσμοθεωρίες. Οι συντηρητικοί θεωρούν ότι η εκπαίδευση πρέπει πρωτίστως να μεταλαμπαδεύει την πολιτισμική κληρονομιά και να διατηρεί την ιστορική συνέχεια. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, ένας βασικός σκοπός της παιδείας είναι να περνάει στις νέες γενιές τις αξίες, τις ιστορίες και τα πρότυπα που διαμόρφωσαν την ιδιαίτερη ταυτότητα του έθνους. Για παράδειγμα, στο ελληνικό πλαίσιο, αυτό μεταφράζεται σε έμφαση στη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, της εθνικής ιστορίας και της ορθόδοξης θρησκευτικής παράδοσης. Η διατήρηση αυτών των στοιχείων θεωρείται ζωτική για τη συλλογική μνήμη και συνοχή της κοινωνίας, ώστε οι νέοι να έχουν επίγνωση των ριζών τους και των διδαγμάτων του παρελθόντος.

Αντιστρόφως, η ανθρωπιστική/προοδευτική προσέγγιση στην εκπαίδευση τονίζει την αξία της κριτικής σκέψης, της συμπερίληψης και της κοσμικότητας. Οι ανθρωπιστές εκπαιδευτικοί υποστηρίζουν ότι το σχολείο δεν πρέπει να λειτουργεί ως άκριτος αναμεταδότης παραδόσεων, αλλά να ενθαρρύνει τους μαθητές να σκέφτονται ανεξάρτητα, να αμφισβητούν κατεστημένες αντιλήψεις και να κατανοούν παγκόσμιες αξίες. Σε πρακτικό επίπεδο, αυτό σημαίνει ένα περισσότερο κοσμικό και διεπιστημονικό εκπαιδευτικό περιβάλλον, όπου η γνώση δεν βασίζεται σε δογματικές αλήθειες αλλά σε επιστημονικά δεδομένα και ανθρώπινα δικαιώματα. Για παράδειγμα, πολλές ανθρωπιστικές οργανώσεις επισημαίνουν ότι η ηθική και η πολιτική αγωγή μπορούν να σταθούν σε κοσμικές βάσεις – χωρίς δηλαδή την αποκλειστική αναφορά σε θρησκευτικές επιταγές – και ότι η υπερβολική εμπλοκή της θρησκείας στην εκπαίδευση μπορεί να περιορίσει τον ορίζοντα των νέων.

Παρά τις διαφορές, και εδώ υπάρχει πεδίο σύγκλισης: ένα εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί κάλλιστα να εμφυσήσει στους νέους τον σεβασμό για την παράδοση και ταυτόχρονα να τους διδάξει τον σεβασμό στα δικαιώματα και τη διαφορετικότητα. Η ιστορία και ο πολιτισμός μπορούν να διδαχθούν με τρόπο που να προάγει τον ουμανισμό, αναδεικνύοντας τόσο τα επιτεύγματα όσο και τα λάθη του παρελθόντος. Έτσι, οι μαθητές θα μάθουν «τα καλά να κρατούν και τα κακά να αφήνουν», αποκτώντας μια στέρεη ταυτότητα που είναι ανοιχτή στον κόσμο και στην εξέλιξη. Και το πιο σημαντικό, να εξετάζουν τα πράγματα διαλεκτικά και από τις δυο όψεις, και για ό,τι δεν είναι σίγουροι «να κρατούν μικρό καλάθι».

Προς μια ενωμένη προοπτική

Παρά την επιφανειακή αντίθεση ανάμεσα σε συντηρητικούς και ανθρωπιστές, γίνεται φανερό ότι η κοινωνία μας ως σύνολο χρειάζεται και τις δύο οπτικές για να προοδεύσει ισορροπημένα. Η παράδοση προσφέρει βάθος χρόνου, σοφία και συνοχή – μας θυμίζει από πού ήρθαμε και ποια διδάγματα κουβαλάμε. Ο ανθρωπισμός αντίστοιχα προσφέρει όραμα για το μέλλον, ηθική εξέλιξη και διορθωτικές αλλαγές – μας ωθεί να γίνουμε καλύτεροι από ό,τι υπήρξαμε, αποφεύγοντας τα σφάλματα που αναγνωρίσαμε. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για δύο ασυμβίβαστα στρατόπεδα, αλλά για συμπληρωματικές δυνάμεις που μπορούν να συνεργήσουν. Όπως διατυπώνεται και σε ένα ελληνικό δοκίμιο, η παράδοση «δεν σημαίνει οπισθοδρόμηση ούτε αποσυνδέεται από την πρόοδο, αλλά εξελίσσεται» – με αυτήν «κρατούμε αυτό που έχουμε και προσθέτουμε αυτό που δημιουργούμε».

Εφόσον αποφευχθούν οι ακρότητες και ο φανατισμός, οι συντηρητικές και οι ανθρωπιστικές αξίες μπορούν να βρουν μια δημιουργική σύνθεση. Ως κοινωνία, είμαστε όλοι μέρος ενός ενιαίου συνόλου που προχωρά μπροστά. Το ζητούμενο είναι να κρατήσουμε τα καλά στοιχεία – την καλοσύνη, τη σοφία και την εμπειρία των προγόνων – και να αφήσουμε πίσω τα κακά, δηλαδή ό,τι αποδείχθηκε άδικο ή αποτυχημένο. Με αυτόν τον τρόπο, οι φαινομενικά αντίθετες δυνάμεις μπορούν να μετατραπούν σε συνεργατικές: η παράδοση να στηρίζει την πρόοδο παρέχοντάς της θεμέλια και ήθος, και η πρόοδος να δίνει ζωή στην παράδοση προσαρμόζοντάς τη στις ανάγκες του σήμερα.

Τελικά, όλοι μαζί – συντηρητικοί και ανθρωπιστές – αποτελούμε μια κοινωνική ομάδα με κοινό μέλλον. Αν αναγνωρίσουμε ότι και οι δύο πλευρές επιδιώκουν, στην υγιή τους μορφή, το καλό της κοινωνίας, τότε μπορούμε να εργαστούμε ενωμένοι ώστε να κρατήσουμε ό,τι μας ανυψώνει και να αποβάλουμε ό,τι μας βαραίνει. Έτσι θα τιμήσουμε πραγματικά το παρελθόν και ταυτόχρονα θα υπηρετήσουμε το μέλλον, προχωρώντας μπροστά με σταθερά αλλά και ανοιχτόμυαλα βήματα.

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις απόψεις της εφημερίδας The Epoch Times.