Παρασκευή, 09 Μαΐ, 2025

Το υπεύθυνο ψέμα: Πώς πείθει η τεχνητή νοημοσύνη χωρίς να λέει την αλήθεια

Η ενθουσιώδης υποδοχή που έχει γνωρίσει η γενετική τεχνητή νοημοσύνη, και ειδικότερα τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα (Large Language Models – LLMs) όπως τα ChatGPT, Gemini, Grok και DeepSeek, βασίζεται – σύμφωνα με τον ερευνητή Γκλεμπ Λίσικ –σε μια θεμελιώδη παρανόηση. Ενώ αυτά τα συστήματα εντυπωσιάζουν τους χρήστες με αρθρωμένες απαντήσεις και φαινομενικά λογικά επιχειρήματα, η πραγματικότητα είναι ότι αυτό που παρουσιάζεται ως «συλλογιστική» δεν είναι παρά μια εξελιγμένη μορφή μίμησης.

Όπως σημειώνει, τα μοντέλα αυτά δεν αναζητούν την αλήθεια μέσα από γεγονότα και λογική επιχειρηματολογία, αλλά απλώς παράγουν κείμενα βάσει μοτίβων που βρίσκουν στα τεράστια σύνολα δεδομένων πάνω στα οποία έχουν εκπαιδευτεί. Αυτό δεν συνιστά ούτε νοημοσύνη ούτε συλλογισμό – και αν τα δεδομένα εκπαίδευσης περιέχουν προκαταλήψεις, τότε δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα.

Ο ίδιος υποστηρίζει ότι πολλοί χρήστες δεν γνωρίζουν πως η αρχιτεκτονική των LLMs είναι «θολή» και ασύμβατη με τη δομημένη λογική ή την αιτιότητα. Η ‘σκέψη’ που φαίνεται να παράγουν δεν είναι αληθινή, αλλά προσομοιωμένη – και όχι καν διαδοχική. Εκείνο που παρερμηνεύεται ως κατανόηση είναι, στην ουσία, στατιστικός συσχετισμός.

Τα διαφημιζόμενα χαρακτηριστικά όπως οι «αλυσίδες σκέψης» περιγράφονται από τον Λίσικ ως τεχνάσματα εντυπωσιασμού. Αυτό που βλέπει ο χρήστης είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, μια μορφή εκλογίκευσης που παράγεται αφού το μοντέλο έχει ήδη «αποφασίσει» την απάντησή του μέσω πιθανολογικής πρόβλεψης. Η ψευδαίσθηση αυτή, ωστόσο, είναι τόσο ισχυρή που οδηγεί πολλούς στο να πιστεύουν πως η μηχανή σκέφτεται πραγματικά. Και αυτή η ψευδαίσθηση δεν περιορίζεται στο να παραπλανά· λειτουργεί και ως νομιμοποίηση.

Τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα δεν είναι ουδέτερα εργαλεία, τονίζει. Έχουν εκπαιδευτεί πάνω σε σύνολα δεδομένων γεμάτων με προκαταλήψεις, πλάνες και τις κυρίαρχες ιδεολογίες της εποχής. Οι απαντήσεις τους αντανακλούν δημοφιλή ρεύματα σκέψης, όχι την επιδίωξη της αλήθειας. Όταν η «λογική» λειτουργεί ως εκ των υστέρων δικαιολόγηση μιας ήδη παραχθείσας απάντησης, τότε το εργαλείο μετατρέπεται εύκολα σε μέσο προπαγάνδας.

Στο πλαίσιο αυτό, κατά τη διάρκεια συνομιλίας με τον ερευνητή για τον συστημικό ρατσισμό, το DeepSeek όχι μόνο διατύπωσε  επιχειρήματα βασισμένα σε ανύπαρκτες μελέτες και αριθμούς, αλλά όταν του ζητήθηκε να αναστοχαστεί, παραδέχθηκε μια σειρά λογικών πλανών. Όταν αμφισβητήθηκε, χαρακτήρισε ένα από τα ψευδή επιχειρήματά του ως «υποθετικό σύνθετο παράδειγμα». Σε επόμενη ερώτηση, απολογήθηκε για άλλο «σφάλμα» και προσαρμόστηκε στην αντίθετη άποψη. Όπως επισημαίνει ο αρθρογράφος, αυτό δεν συνιστά επιδίωξη ακρίβειας αλλά άσκηση πειθούς.

Ανάλογη ήταν η εμπειρία του Λίσικ και με το Gemini της Google – μοντέλο που έχει δεχθεί κριτική για τις γελοία «προοδευτικές» αποκρίσεις του. Όπως περιγράφει, το μοντέλο τελικά αναγνώρισε τη σαθρότητα των επιχειρημάτων του, υπονοώντας και την αναξιοπιστία τους.

Κάποιος χρήστης ίσως δει θετικά το γεγονός ότι μπορεί να «στριμώξει» την τεχνητή νοημοσύνη ώστε να παραδεχθεί λάθη. Ωστόσο, ο Λίσικ υποστηρίζει πως τέτοιες περιπτώσεις δεν έχουν καμία μόνιμη επίδραση: το μοντέλο «συμπεριφέρεται καλά» μόνο μέσα σε εκείνη τη συγκεκριμένη συνομιλία – χωρίς να διατηρεί καμία μνήμη ή βελτίωση για την επόμενη.

Όσο μεγαλύτερο είναι το μοντέλο, τόσο πιο προβληματικό γίνεται, προσθέτει. Μελέτη του Πανεπιστημίου Cornell δείχνει ότι τα πιο εξελιγμένα μοντέλα είναι και τα πιο παραπλανητικά, παρουσιάζοντας με σιγουριά ανακρίβειες που συνάδουν με διαδεδομένες παρανοήσεις. Σύμφωνα με την εταιρεία Anthropic, «τα προηγμένα μοντέλα συχνά αποκρύπτουν τους ‘πραγματικούς συλλογισμούς’ τους, και μερικές φορές το κάνουν ακόμη και όταν η συμπεριφορά τους είναι σαφώς μη ευθυγραμμισμένη».

Ορισμένοι ερευνητές προσπαθούν να διορθώσουν αυτές τις αδυναμίες. Πρωτοβουλίες όπως το TruthfulQA της OpenAI και το πλαίσιο HHH (Helpful, Honest, Harmless) της Anthropic  στοχεύουν στη βελτίωση της αξιοπιστίας. Όμως ο Λίσικ παρατηρεί ότι αυτές είναι συμπληρωματικές προσπάθειες που προστίθενται εκ των υστέρων σε μια αρχιτεκτονική που εξαρχής δεν σχεδιάστηκε για να αναζητά την αλήθεια και παραμένει ουσιαστικά «τυφλή» απέναντι στην επιστημονική εγκυρότητα.

Ο Έλον Μασκ, κατά την άποψή του, είναι ίσως ο μόνος σημαίνων παράγοντας στον χώρο της τεχνητής νοημοσύνης που έχει δηλώσει δημόσια ότι η αναζήτηση της αλήθειας πρέπει να είναι κεντρικός στόχος. Ωστόσο, ακόμη και το δικό του μοντέλο, το Grok της xAI, υπολείπεται.

Στον χώρο της παραγωγικής ΑΙ, η αλήθεια υποχωρεί έναντι της «ασφάλειας» – μιας έννοιας που έχει ταυτιστεί με την αποφυγή προσβολών σε μια υπερευαίσθητη «προοδευτική» κοινωνία. Η «υπεύθυνη τεχνητή νοημοσύνη» νοείται πλέον ως η προσπάθεια διασφάλισης της ασφάλειας, της δικαιοσύνης και της συμπερίληψης – στόχοι θεμιτοί αλλά υποκειμενικοί. Αυτές οι προτεραιότητες, όμως, συχνά επισκιάζουν την ανάγκη για ταπεινή και ειλικρινή αναπαράσταση της πραγματικότητας.

Τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα είναι σχεδιασμένα κυρίως για να δίνουν χρήσιμες και πειστικές απαντήσεις, όχι κατ’ ανάγκην ακριβείς. Αυτή η σχεδιαστική επιλογή, σύμφωνα με ερευνητές του Oxford Internet Institute, οδηγεί σε φαινόμενα «απρόσεκτης ομιλίας» – απαντήσεις που ακούγονται λογικές αλλά είναι συχνά ανακριβείς, υπονομεύοντας τη βάση της ενημερωμένης δημόσιας συζήτησης.

Το ζήτημα αυτό θα γίνει ολοένα πιο κρίσιμο καθώς η τεχνητή νοημοσύνη διεισδύει σε κάθε πτυχή της κοινωνίας. Σε λάθος χέρια, αυτά τα πειστικά, πολύγλωσσα και «ευπροσάρμοστα» μοντέλα μπορεί να αξιοποιηθούν για να υπηρετήσουν ατζέντες που δεν ανέχονται την αντίθετη άποψη. Ένα ακούραστο ψηφιακό εργαλείο πειθούς, που δεν μετανοεί και δεν παραδέχεται ποτέ λάθος, είναι το ιδανικό για κάθε αυταρχικό καθεστώς. Σε συστήματα όπως το κινεζικό «Σύστημα Κοινωνικής Αξιολόγησης », τέτοια μοντέλα μπορεί να μετατραπούν σε μέσα ιδεολογικής επιβολής – όχι διαφώτισης.

Η παραγωγική τεχνητή νοημοσύνη είναι αναμφίβολα ένα τεχνολογικό επίτευγμα. Όμως, όπως σημειώνει ο Λίσικ, δεν είναι ευφυής, δεν είναι ειλικρινής εκ κατασκευής και δεν είναι ουδέτερη. Οποιαδήποτε αντίθετη δήλωση εξυπηρετεί μόνο όσους θέλουν να ελέγχουν το αφήγημα.

Η αρχική, πλήρης έκδοση αυτού του άρθρου εμφανίστηκε πρόσφατα στο C2C Journal.

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο αποτελούν απόψεις του συγγραφέα και δεν αντανακλούν απαραίτητα τις απόψεις της Epoch Times.

Το νόημα των όρων «Δεξιά» και «Αριστερά» στον δημόσιο διάλογο

Η γερμανική κυβέρνηση έχει χαρακτηρίσει ένα εξαιρετικά δημοφιλές πολιτικό κόμμα, την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), ως «ακροδεξιό εξτρεμιστικό» και φαίνεται να βρίσκεται ένα βήμα πριν την απαγόρευσή του. Επισήμως, αυτή η κίνηση αιτιολογείται με βάση την ιστορική μνήμη της χώρας – προφανής αναφορά στο ναζιστικό παρελθόν της.

Το πρόβλημα, ωστόσο, έγκειται στην ευρύτητα και ασάφεια του όρου «δεξιά». Τι συμβαίνει όταν η ταμπέλα αυτή χρησιμοποιείται τόσο αδιάκριτα, ώστε οποιοσδήποτε τη φέρει να αποκλείεται αυτομάτως από τη δημόσια ζωή; Σε ένα τέτοιο σενάριο, η λέξη «δεξιά» καταλήγει να λειτουργεί όπως ο όρος «κομμουνιστής» σε παλαιότερες δεκαετίες: ως ιδεολογικό στίγμα που νομιμοποιεί τον περιορισμό της ελευθερίας λόγου, τη λογοκρισία και τον αποκλεισμό από τις εκλογικές διαδικασίες. Ένα τέτοιο φαινόμενο παρατηρείται όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και σε χώρες όπως η Ρουμανία και η Βραζιλία. Κοινό χαρακτηριστικό: πολιτικά κόμματα που αμφισβητούν τη μαζική μετανάστευση ή το κατεστημένο θεωρούνται απειλή για τη δημοκρατία – και καταστέλλονται με το πρόσχημα του «δεξιού εξτρεμισμού».

Αυτή η συλλογιστική αγγίζει το επικίνδυνο παράδοξο του να «καταστρέφεις κάτι για να το σώσεις», μετατρέποντας την έννοια της διακυβέρνησης από ουσία σε άδειο σύνθημα.

Η ουσία της διαμάχης εντοπίζεται στον ίδιο τον ορισμό των όρων «δεξιά» και «αριστερά» στον σύγχρονο κόσμο. Οι περισσότεροι έχουν μια ασαφή αίσθηση του τι σημαίνουν, αλλά οι κατηγορίες είναι τόσο ευμετάβλητες που κάθε προσπάθεια ακριβούς οριοθέτησης καθίσταται δύσκολη. Προσωπικά, έχω πάψει να τους λαμβάνω σοβαρά υπόψιν και εστιάζω απλώς στα επιχειρήματα επί των ζητημάτων. Η κατάταξη ανθρώπων και ιδεών σε προκαθορισμένα «στρατόπεδα» αποτρέπει κάθε ουσιαστική συζήτηση.

Οι όροι «δεξιά» και «αριστερά» δεν υπήρχαν στην πολιτική γλώσσα της Αμερικής κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Τότε, οι συγκρούσεις περιγράφονταν με σαφείς όρους: βιομηχανία εναντίον αγροτικής οικονομίας, ειρήνη έναντι επεκτατισμού, Βορράς εναντίον Νότου, Προτεστάντες εναντίον Καθολικών. Οι διαφοροποιήσεις αυτές επικεντρώνονταν κυρίως σε οικονομικά και πολιτισμικά ζητήματα. Η ορολογία της δεξιάς και αριστεράς υιοθετήθηκε στον αμερικανικό διάλογο μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα, κυρίως μετά τη διακυβέρνηση του Γούντροου Γουίλσον και την άνοδο του Προοδευτισμού – μιας ιδεολογίας που αντικατέστησε την πίστη στο Σύνταγμα με τη λατρεία της επιστημονικής διακυβέρνησης.

Το 1913 σηματοδότησε τρεις καίριες αλλαγές: ιδρύθηκε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Federal Reserve), επικυρώθηκε η φορολόγηση του εισοδήματος, και άλλαξε η συγκρότηση του Κογκρέσου με την καθιέρωση της άμεσης εκλογής των γερουσιαστών. Λίγο αργότερα, οι ΗΠΑ μπήκαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, νομιμοποιώντας τη στρατολόγηση και καταρρίπτοντας την πεποίθηση ότι ο κόσμος είχε εισέλθει σε εποχή ειρήνης και ευημερίας.

Ήταν τότε που οι σημερινοί ορισμοί της «δεξιάς» και της «αριστεράς» πήραν σχήμα. Η Μπολσεβίκικη Επανάσταση γέννησε την πίστη στην αναπόφευκτη επικράτηση του σοσιαλισμού – άποψη που συμμερίζονταν πολλοί Αμερικανοί προοδευτικοί. Αυτή η στάση ταυτίστηκε με την αριστερά, ενώ η αντίδραση σε αυτήν εντάχθηκε στη δεξιά.

Η συνήθης αφήγηση εντοπίζει την καταγωγή των όρων στη Γαλλική Επανάσταση: οι βασιλόφρονες κάθονταν δεξιά στο κοινοβούλιο, οι υποστηρικτές της δημοκρατίας αριστερά. Όμως αυτή η ιστορική αναφορά δεν έχει ουσιαστική σχέση με την αμερικανική πολιτική. Οι δικές μας ιδεολογικές ρίζες προέρχονται περισσότερο από τη γερμανική φιλοσοφική παράδοση του 19ου αιώνα, και συγκεκριμένα από τον Χέγκελ. Ο Χέγκελ πρότεινε μια θεωρία ιστορίας, κατά την οποία δυνάμεις έξω από τον έλεγχο των ανθρώπων οδηγούν την κοινωνία προς έναν ιστορικό προορισμό.

Περίπου μισό αιώνα μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους, οι ιδέες του Χέγκελ κυριάρχησαν στη Γερμανία, με την εξουσία του Ότο φον Μπίσμαρκ να τις ενσαρκώνει. Σε αυτό το πλαίσιο εμφανίστηκε ο Καρλ Μαρξ, που παρουσίασε τον εαυτό του ως «επιστημονικό σοσιαλιστή», προσδίδοντας στις θεωρίες του Χέγκελ οικονομικό περιεχόμενο και προβάλλοντάς τες ως ιστορικά αναπόφευκτες.

Έτσι προέκυψαν δύο εκδοχές του Χεγκελιανισμού: η αριστερή, που προώθησε την κρατική ιδιοκτησία, τα εργασιακά δικαιώματα, τη φορολογία, τη δημόσια εκπαίδευση, τον κεντρικό σχεδιασμό και τον τεχνοκρατισμό· και η δεξιά, που πρέσβευε τον αυταρχισμό, τη συγχώνευση κράτους-εκκλησίας, την έμφαση στη φυλή και την οικογένεια, και τον ιμπεριαλισμό. Αν και το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα της Γερμανίας (ναζιστικό) ανήκε θεωρητικά στη δεξιά, το όνομα και η ρητορική του περιλάμβαναν σοσιαλιστικά στοιχεία.

Μπορεί να πει κανείς, περιληπτικά, πως η αριστερή εκδοχή κατέληξε στον μαρξισμό και η δεξιά στον ναζισμό. Όμως αυτή η διάκριση είναι υπεραπλουστευτική. Παρ’ όλα αυτά, το σχήμα αυτό διαμόρφωσε τη χρήση των όρων δεξιά/αριστερά στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αυτό συνέβη διότι πολλοί Αμερικανοί ακαδημαϊκοί του 19ου αιώνα σπούδασαν στη Γερμανία και μετέφεραν τις αντίστοιχες ιδέες. Το γαλλικό πλαίσιο ήταν άσχετο με την αμερικανική πραγματικότητα – η γερμανική επιρροή ήταν καθοριστική.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για τη σύγχρονη Αμερική; Ενδεχομένως όχι πολλά. Η κυβέρνηση Τραμπ θεωρείται «δεξιά», αλλά έχει προσελκύσει πολλούς πρώην Δημοκρατικούς. Οι πολιτικές της αντλούν από όλες τις ιδεολογικές κατευθύνσεις: η εργατική ρητορική του MAGA, η οικολογική/πολιτιστική διάσταση του MAHA και η φιλελεύθερη προσέγγιση του DOGE δείχνουν ότι οι ιδεολογικές γραμμές δεν είναι πια ξεκάθαρες.

Προσωπικά, αναζητώ ανθρώπους με ανεξαρτησία σκέψης – είτε προέρχονται από την «μη-ξύπνια» αριστερά είτε από τον κόσμο του Τραμπ. Δεν με απασχολεί ο αυτοπροσδιορισμός τους, αλλά η ποιότητα του διαλόγου. Οι όροι «δεξιά» και «αριστερά» έχουν εν πολλοίς χάσει τη σημασία τους και η εμμονή σε αυτούς αποτελεί σήμερα απειλή για την ελευθερία: μια πρόφαση για λογοκρισία και περιθωριοποίηση – φαινόμενα που ήδη βλέπουμε στη Γερμανία, τη Ρουμανία, τη Βραζιλία και αλλού.

Η Αμερική είχε την τύχη να μην παγιδευτεί για μεγάλο διάστημα σε αυτά τα ιδεολογικά στερεότυπα. Ίσως ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε σε αυτή την ελευθερία σκέψης.

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν συμφωνούν απαραίτητα με την άποψη της Epoch Times.

Καθόλου οθόνες πριν τα 6 – Σοβαρός κίνδυνος για τα παιδιά

Πέντε ιατρικές εταιρείες της Γαλλίας απευθύνουν δραματική έκκληση στους νέους γονείς, τους εκπαιδευτικούς και παιδαγωγούς, το ιατρικό και θεραπευτικό προσωπικό, τους λαμβάνοντες πολιτικές αποφάσεις και σε όλες και όλους που ενδιαφέρονται για την υγεία των παιδιών, προειδοποιώντας ότι τα παιδιά δεν πρέπει να έρχονται καθόλου σε επαφή με οθόνες υπολογιστών, βιντεοπαιχνιδιών, τηλεοράσεων και κινητών πριν από την ηλικία των έξι ετών, γιατί δραστηριότητες με οθόνες τροποποιούν μονίμως τις πνευματικές τους ικανότητες.

Την έκκληση συνυπογράφουν οι γαλλικές Εταιρείες Οφθαλμολογίας, Παιδιατρικής, Δημόσιας Υγείας, Ψυχιατρικής του Παιδιού και του Εφήβου και η Γαλλόφωνη Εταιρεία Υγείας και Περιβάλλοντος.

Η έκκληση τονίζει ότι οι συνέπειες μιας πρόωρης και παρατεταμένης έκθεσης σε οθόνες έχουν ήδη αποδειχθεί και έχουν επιβαρύνει σοβαρά μια πρώτη γενιά νέων που θυσιάστηκε εξαιτίας της άγνοιας και εσφαλμένων αντιλήψεων. Σήμερα, όμως, υπάρχουν πάρα πολλές επιστημονικές δημοσιεύσεις διεθνώς που τεκμηριώνουν τις συνέπειες της χρήσης οθονών. Ούτε η τεχνολογία των οθονών ούτε το περιεχόμενό τους, ακόμα και αυτό που θεωρείται «εκπαιδευτικό», δεν είναι προσαρμοσμένα σε έναν μικρό αναπτυσσόμενο εγκέφαλο, οι ανάγκες του οποίου είναι πολύ διαφορετικές από τις ανάγκες του εγκεφάλου των ενηλίκων.

Κάθε μέρα, υπογραμμίζει η έκκληση, παιδίατροι, γενικοί γιατροί, παιδοψυχίατροι, νευροπαιδίατροι, ορθοφωνικοί, ψυχοκινητικοί θεραπευτές, εργοθεραπευτές και νηπιαγωγοί διαπιστώνουν τις ζημιές που προκαλεί η συχνή έκθεση σε οθόνες πριν το δημοτικό σχολείο, όπως καθυστέρηση της γλώσσας, προβλήματα συγκέντρωσης, υπερκινητικότητα κ.ά.

Η μόνη εξαίρεση είναι ειδικά ψηφιακά εργαλεία που χρησιμοποιούνται για ειδικές κατηγορίες παιδιών, όπως αυτά που αίφνης παρουσιάζουν προβλήματα νευροανάπτυξης και έχουν ειδικές ανάγκες. Και αυτά πρέπει να τα χρησιμοποιούν κατόπιν συνταγογράφησης και με ειδική ιατρική, παραϊτρική και παιδαγωγική συνοδεία.

Σχεδόν καθημερινά, νέες επιστημονικές δημοσιεύσεις υπογραμμίζουν ότι στις ηλικίες κάτω των έξι ετών, ακόμα και η σύντομη αλλά επαναλαμβανόμενη έκθεση στις οθόνες έχει αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων, του συναισθήματος, της ευφυΐας, της νευρολογικής συγκρότησης και της σωματικής υγείας. Η έκθεση στις οθόνες είναι πιο έντονη σε μη προνομιούχα, λαϊκά νοικοκυριά, γεγονός που συμβάλλει επίσης στην αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων.

Τα έξι πρώτα χρόνια είναι θεμελιώδους σημασίας για το παιδί. Οι οθόνες, όποια κι αν είναι η μορφή τους (τηλεόραση, τάμπλετ, τηλέφωνο) όχι μόνο δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες των παιδιών, αλλά επηρεάζουν και τροποποιούν την οικοδόμηση του εγκεφάλου τους. Ο διαρκής βομβαρδισμός με εικόνες, παιχνίδια, ταινίες, ένα πλήθος από φωτεινές και ηχητικές διεγέρσεις, συλλαμβάνουν και αιχμαλωτίζουν την προσοχή του παιδιού. Όλη αυτή η υπερδιέγερση οδηγεί πολύ γρήγορα στον κορεσμό την ικανότητα του παιδιού να επεξεργάζεται πληροφορίες, εξαντλεί τις αντιληπτικές του ικανότητες και το καθιστά ανίκανο να αντιληφθεί και να μάθει οτιδήποτε. Αυτή η ροή υπονομεύει τις νευρωνικές συνδέσεις και μπορεί να αλλάξει μόνιμα τη λειτουργία του εγκεφάλου του.

Από την άλλη μεριά, οι δραστηριότητες στις οθόνες είναι πολύ φτωχές, περιορίζοντας το κέντρο τού ενδιαφέροντος και το οπτικό πεδίο του παιδιού σε μερικά τετραγωνικά εκατοστά, ενώ δεν θέτουν στη διάθεσή του παρά δισδιάστατες εικόνες και μαγνητοφωνημένους ήχους, χωρίς εσωτερική λογική, πολύ μακριά από τις φυσικές ενδοοικογενειακές αλληλεπιδράσεις και τον πλούτο της «αληθινής ζωής». Η οθόνη επηρεάζει κατά τρόπο μη αντιστρέψιμο τον όγκο και την ποιότητα των ενδοοικογενειακών αλληλεπιδράσεων, που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη της γλώσσας και των ικανοτήτων κοινωνικότητας και σχέσεων. Όταν λείπουν τα λόγια, τα εγκεφαλικά δίκτυα της γλώσσας οικοδομούνται άσχημα, συνιστώντας μια αληθινή απειλή στη μεταγενέστερη ανάπτυξη.

Επιπλέον, τα ίδια τα ψηφιακά εργαλεία μπορούν να βλάψουν τη φυσική υγεία του παιδιού, να αυξήσουν τον κίνδυνο μυωπίας, να βλάψουν την ανάπτυξη του αμφιβληστροειδούς, να οδηγήσουν σε τροποποίηση της ευαισθησίας του στα χρώματα. Ο ύπνος επίσης διαταράσσεται από την παρακολούθηση οθονών, ιδίως στο τέλος της ημέρας.

Υπό το φως των παραπάνω, η έκκληση προσθέτει ότι η σημερινή προτροπή μη χρήσης ψηφιακών προϊόντων από παιδιά κάτω των τριών ετών να γίνει κάτω των έξι ετών. Ολόκληρο το κείμενο της έκκλησης, μαζί με ενδεικτική βιβλιογραφία, μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.

Περισσότερες πληροφορίες και βιβλιογραφία μπορείτε να ζητήσετε από τη νευρολόγο Σερβάν Μουτόν (Servane Mouton, servane.mouton@protonmail.com), συμπρόεδρο της επιτροπής για τη μελέτη των επιπτώσεων από τις οθόνες.

Πέρυσι, μια έκθεση που συντάχθηκε κατά παραγγελία του Γάλλου Προέδρου διαπίστωσε ότι οι Γάλλοι μεταξύ τριών και έξι ετών περνούσαν κατά μέσο όρο μία ώρα και 47 λεπτά την ημέρα μπροστά σε μια οθόνη. Το στοιχείο αυτό αφορά την περίοδο 2014-15, την τελευταία για την οποία υπάρχουν στοιχεία. Ο πρώην πρωθυπουργός Γκαμπριέλ Ατάλ, εξάλλου, πρότεινε την απαγόρευση πρόσβασης παιδιών κάτω των 15 χρόνων στα κοινωνικά δίκτυα και την απαγόρευση πρόσβασης των παιδιών 15-18 ετών μετά τις 10 το βράδυ.

Δρακόντεια μέτρα κατά της χρήσης βιντεοπαιχνιδιών από παιδιά και εφήβους έχει πάρει εξάλλου εδώ και χρόνια η Κίνα, επιτρέποντας τη χρήση βιντεοπαιχνιδιών μόνο μία ώρα το βράδυ της Παρασκευής και του Σαββάτου. Όσο για την αύξηση των κρουσμάτων κατάθλιψης και αυτοκτονιών, αλλά και την ένταση των φαινομένων αποβλάκωσης των ανηλίκων λόγω της χρήσης κινητών τηλεφώνων και social media έχουν επίσης τεκμηριωθεί εδώ και χρόνια

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν συμφωνούν απαραίτητα με την άποψη της Epoch Times.

Ευρωπαίοι ηγέτες συζητούν για στρατό της ΕΕ

Σχολιασμός

Η Ευρώπη συζητά για άλλη μια φορά για τη δημιουργία της δικής της αμυντικής συμμαχίας. Η ιδέα ενός ευρωπαϊκού στρατού — που συζητείται κατά διαστήματα από τις πρώτες ημέρες του Ψυχρού Πολέμου — αναβίωσε τον Φεβρουάριο από τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Ο Ουκρανός πρόεδρος ισχυρίζεται ότι η απόσυρση της στρατιωτικής υποστήριξης προς την Ουκρανία από τον Ντόναλντ Τραμπ και η αμφιθυμία του απέναντι στην ΕΕ δείχνουν ότι το μπλοκ χρειάζεται επειγόντως τη δική του στρατιωτική μονάδα. Ο Ζελένσκι έχει αναζωπυρώσει μια συζήτηση που δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει συναίνεση εντός της Ευρώπης, παρά τη μακρά ιστορία της.

Ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός της Ισπανίας, Πέδρο Σάντσες, είναι ο τελευταίος ηγέτης της ΕΕ που επαναλαμβάνει τον Ζελένσκι — και σύμφωνα με δημοσκόπηση της YouGov που διεξήχθη το 2022, το 64% των Ισπανών είναι στο πλευρό του. Στις 28 Μαρτίου, ανακοίνωσε ότι η Ευρώπη χρειάζεται τη δική της αμυντική δύναμη για να καταπολεμήσει τις «παλιές ιμπεριαλιστικές παρορμήσεις στη Ρωσία», ειδικά τώρα που μειώνεται η υποστήριξη των ΗΠΑ. Ζήτησε μια στρατιωτική δύναμη «με στρατεύματα από όλες τις 27 χώρες-μέλη, που θα εργάζονται υπό μια ενιαία σημαία με τους ίδιους στόχους». Ο Σάντσες επιθυμεί επίσης μεγαλύτερη οικονομική ολοκλήρωση εντός του μπλοκ και πρόσφατα πρότεινε ένα σχέδιο αμοιβαιοποίησης του χρέους — το οποίο έχει προκαλέσει διχασμό σε παρόμοιους άξονες με την ιδέα ενός στρατού 27 εθνών.

Παρά τη ρητορική ‘σταυροφορίας’ του Σάντσες, δεν αποκλείεται να υπάρχει ένα ιδιοτελές κίνητρο πίσω από την έκκλησή του για στρατό της ΕΕ. Δέχεται έντονες πιέσεις τόσο από την ΕΕ όσο και από τις Ηνωμένες Πολιτείες να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες της Ισπανίας. Αλλά το αντιστρατιωτικό αίσθημα στη χώρα είναι ισχυρό και κυβερνά σε συνεργασία με το Sumar, μια αριστερή συμμαχία που αντιτίθεται στην αύξηση των επενδύσεων σε όπλα και στρατεύματα. Ισχυριζόμενος ότι η άμυνα της ΕΕ είναι συλλογική και όχι εθνική ευθύνη, ο Σάντσες αναμφίβολα ελπίζει να αποσπάσει την προσοχή από τις δικές του δυσκολίες.

Η ΕΕ συνεργάζεται σε κάποιο βαθμό στην άμυνα. Ανά πάσα στιγμή, τουλάχιστον μία πολυεθνική ομάδα μάχης, αποτελούμενη από 1.500 στρατιώτες, βρίσκεται σε ετοιμότητα. Αυτά έφτασαν σε επιχειρησιακή ικανότητα το 2007, αλλά σύμφωνα με το πολυεθνικό στρατιωτικό αρχηγείο Eurocorps, «ζητήματα που σχετίζονται με την πολιτική βούληση, τη χρηστικότητα και την οικονομική αλληλεγγύη εμπόδισαν την ανάπτυξή τους». Ακριβώς τα ίδια προβλήματα θα προέκυπταν και εντός ενός στρατού της ΕΕ, φυσικά — αλλά σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Υπάρχει επίσης η Ευρωπαϊκή Ναυτική Δύναμη, που σχηματίστηκε το 1995 από την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Πορτογαλία για τη διεξαγωγή ελέγχου της θάλασσας, επιχειρήσεων αντιμετώπισης κρίσεων και ανθρωπιστικών αποστολών. Οι υποστηρικτές ενός στρατού της ΕΕ θεωρούν ότι ενώ αυτές οι συνεργατικές δυνάμεις αποτελούν σημαντικό πυλώνα της άμυνας του μπλοκ, δεν είναι εξοπλισμένες για μακροχρόνιες συγκρούσεις. Ισχυρίζονται επίσης ότι η ΕΕ εξαρτάται υπερβολικά από τις ΗΠΑ για προστασία — ένα σημείο στο οποίο ο Τραμπ συμφωνεί απόλυτα.

Η ιδέα ενός στρατού της ΕΕ προτάθηκε για πρώτη φορά από τη γαλλική κυβέρνηση, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ως τρόπος οικοδόμησης ικανότητας κατά της Σοβιετικής Ένωσης χωρίς τον επανεξοπλισμό της Δυτικής Γερμανίας. Σύμφωνα, με την πρόταση, ο στρατός θα αποτελούνταν από τα έξι ιδρυτικά μέλη της ΕΕ — Γαλλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Ιταλία, Δυτική Γερμανία και Βέλγιο. Μια συνθήκη για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας υπογράφηκε το 1952, αλλά δεν επικυρώθηκε ποτέ. Αντίθετα, η Δυτική Γερμανία εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ και στη Δυτική Ένωση, μια στρατιωτική συμμαχία που σχηματίστηκε το 1948, και η ιδέα εγκαταλείφθηκε.

Όταν, το 2016, ο βρετανικός λαός ψήφισε υπέρ του Brexit, οι πρωθυπουργοί της Ουγγαρίας και της Τσεχικής Δημοκρατίας ζήτησαν έναν ευρωπαϊκό στρατό, που θα κάλυπτε την αποχώρηση των Βρετανών, απέναντι στη ρωσική απειλή. Μαζί τους συντάχθηκε και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν — τότε υπουργός Άμυνας της Γερμανίας— η οποία δήλωσε ότι η Ευρώπη χρειάζεται μια «Σένγκεν άμυνας». Ο Ζαν-Κλωντ Γιούνκερ, ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είχε επίσης δηλώσει έναν χρόνο νωρίτερα ότι η ΕΕ χρειάζεται τον δικό της στρατό προκειμένου να «μεταδώσει ένα σαφές μήνυμα στη Ρωσία ότι είμαστε σοβαροί όσον αφορά την υπεράσπιση των ευρωπαϊκών μας αξιών». Κάθε φορά που θεωρείται ότι αυτές κινδυνεύουν, η ιδέα ενός στρατού της ΕΕ αναβιώνει.

Από το Brexit, έχει κερδίσει σταθερά έδαφος. Η ιδέα υποστηρίχθηκε και το 2018 από την Άνγκελα Μέρκελ, τότε Γερμανίδα καγκελάριο, και τον Γάλλο πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν. Ο εξοργισμένος Τραμπ, σε εκείνο το σημείο στα μισά της πρώτης του θητείας, το θεώρησε ως μια πράξη αχαριστίας προς το ΝΑΤΟ: «Άρχιζαν να μαθαίνουν γερμανικά στο Παρίσι πριν έρθουν οι ΗΠΑ», έγραψε στο Twitter (μια έμμεση αναφορά στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, πρόεδρος της Επιτροπής της ΕΕ από το 2019, ζήτησε μια «Ευρωπαϊκή Αμυντική Ένωση» και τον περασμένο μήνα αποκάλυψε το «Επανεξοπλίστε την Ευρώπη» — ένα πενταετές σχέδιο που γρήγορα μετονομάστηκε σε «Ετοιμότητα 2030», αφού η Ισπανία και η Ιταλία παραπονέθηκαν ότι ο αρχικός τίτλος ήταν υπερβολικά μιλιταριστικός. (Ο Σάντσες δεν εξήγησε πώς αυτή η αντίρρηση συνάδει με το αίτημά του για μια μαχητική δύναμη της ΕΕ, πιθανώς οπλισμένη με κάτι περισσότερο από καλή θέληση.) Η φον ντερ Λάιεν σχεδιάζει να κινητοποιήσει 800 δισεκατομμύρια ευρώ για την άμυνα του μπλοκ μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, οπότε ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν ότι η Ρωσία θα μπορούσε να είναι έτοιμη να επιτεθεί σε ένα μέλος του ΝΑΤΟ ή της ΕΕ. Ο υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας, Αντόνιο Ταγιάνι, υποστηρίζει επίσης την ιδέα ενός στρατού της ΕΕ.

Ωστόσο, η Κάγια Κάλας, επικεφαλής εξωτερικών υποθέσεων της ΕΕ και αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ισχυρίζεται ότι δεν είναι απαραίτητο. Αυτό που είναι πιο σημαντικό, λέει, είναι οι 27 στρατοί του μπλοκ να «είναι ικανοί και να μπορούν να συνεργαστούν αποτελεσματικά για να αποτρέψουν τους αντιπάλους μας και να υπερασπιστούν την Ευρώπη». Υποστηρίζεται από τον υπουργό Εξωτερικών της Πολωνίας, Ράντοσλαβ Σικόρσκι, ο οποίος είναι ανένδοτος ότι ένας στρατός της ΕΕ «δεν θα συμβεί», και τη Δανία, η οποία ιστορικά θεωρεί το ΝΑΤΟ ως τον κύριο αμυντικό μηχανισμό της ηπείρου. Κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του στο μπλοκ, το Ηνωμένο Βασίλειο αντιτάχθηκε στην ιδέα ενός στρατού της ΕΕ για τον ίδιο λόγο, υποστηρίζοντας ότι θα αναπαρήγαγε άσκοπα το ΝΑΤΟ.

Μία από τις σημαντικότερες πρακτικές δυσκολίες είναι ο τρόπος χρηματοδότησης ενός στρατού 27 εθνών. Το ζήτημα της αμοιβαίας χρηματοδότησης έχει επίσης προκύψει λόγω της έκκλησης της ΕΕ προς τα μέλη να αυξήσουν τους εθνικούς αμυντικούς προϋπολογισμούς τους — και ούτε εκεί υπάρχει συμφωνία. Αντί των φθηνών δανείων που πρότεινε η φον ντερ Λάιεν στο πλαίσιο του σχεδίου «Ετοιμότητα 2030», οι υπερχρεωμένες νότιες χώρες, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, προτιμούν κοινά αμυντικά ομόλογα ή επιχορηγήσεις παρόμοιες με αυτές που διανεμήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η πρόταση έχει αναζωπυρώσει ένα μακροχρόνιο παράπονο μεταξύ των πλουσιότερων βόρειων μελών, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, τα οποία διστάζουν να χρηματοδοτήσουν κοινές πρωτοβουλίες: «Όχι ευρωομόλογα», δήλωσε ο Ολλανδός πρωθυπουργός Ντικ Σουφ μετά από συνάντηση των ηγετών της ΕΕ στα τέλη Μαρτίου. Μια άλλη πιθανότητα, όπως πρότεινε πρόσφατα ο υπουργός Οικονομίας της Γαλλίας, είναι η αύξηση των φόρων, ειδικά για τους πλουσίους.

Ο Σάντσες ισχυρίζεται ότι η ΕΕ θα πρέπει να επανεξετάσει την ιδέα ενός κοινού στρατού, επειδή τα μεμονωμένα μέλη της δεν έχουν καταφέρει να βρουν κοινό έδαφος στην άμυνα. Αλλά το ίδιο πρόβλημα πιθανότατα θα εμπόδιζε τη δημιουργία μιας μαχητικής δύναμης της ΕΕ. Από τη δημιουργία τους πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια, καμία από τις Ομάδες Μάχης της ΕΕ — οι οποίες συνήθως αποτελούνται από στρατεύματα από τρεις ή τέσσερις χώρες — δεν έχει ενεργοποιηθεί. Αυτό δείχνει ότι το μπλοκ μάλλον δεν είναι έτοιμο να σχηματίσει έναν στρατό 27 εθνών, που θα ελέγχεται από τις Βρυξέλλες και θα εισέρχεται στη μάχη υπό μια μπλε και χρυσή σημαία.

Του Mark Nayler

Από το Foundation for Economic Education (FEE)

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν συμφωνούν απαραίτητα με την άποψη της Epoch Times.

Η ρίζα του ολοκληρωτισμού είναι η κοινωνική μηχανική

Σχολιασμός

Ο Ησαΐας Μπερλίν [Иса́йя Бе́рлин, 1909-1997] και ο Φρήντριχ Χάγιεκ [Friedrich August Hayek, 1899-1992] υπήρξαν δύο εκ των σημαντικότερων υπερασπιστών του κλασικού φιλελευθερισμού στον εικοστό αιώνα – έναν αιώνα που κυριαρχήθηκε από τον κρατισμό.

Η ακαδημαϊκή συζήτηση επικεντρώθηκε συχνά στις διαφορές των απόψεών τους για την έννοια της ελευθερίας. Οι διαφορετικοί ορισμοί που έδωσαν είναι καθοριστικοί για όποιον ενδιαφέρεται για τη φιλελεύθερη θεωρία. Σε μια διάσημη διάλεξη του 1958, ο Μπερλίν διέκρινε την «αρνητική» από την «θετική» ελευθερία: αρνητική είναι η απουσία εμποδίων στην ανθρώπινη δράση, ενώ θετική είναι η δυνατότητα να δρουμε σύμφωνα με τη βούλησή μας και να επιδιώκουμε τους στόχους μας.

Ο Χάγιεκ, από την άλλη, όρισε την ελευθερία ως την απουσία αυθαίρετου εξαναγκασμού και την ανεξαρτησία από την αυθαίρετη βούληση άλλων. Διέφεραν επίσης στη στάση τους απέναντι στην οικονομική ελευθερία – ο Μπερλίν, για παράδειγμα, είχε επικρίνει γραπτώς τον Χάγιεκ για την υπερβολική έμφαση που έδινε σε αυτή.

Ωστόσο, παρά τις διαφορές τους, υπήρχε ένα πεδίο θεμελιώδους συμφωνίας: ο ορισμός του ολοκληρωτισμού.

Το σημείο επαφής

Ποια είναι η ρίζα του κομμουνισμού, του φασισμού ή, ευρύτερα, κάθε σύγχρονης ολοκληρωτικής ιδεολογίας; Σε αυτό το ερώτημα, ο Χάγιεκ και ο Μπερλίν συμφωνούν απολύτως – και η σύγκλιση αυτή αξίζει ιδιαίτερη έμφαση.

Ο Μπερλίν, στο άρθρο του «Democracy, Communism and the Individual» («Δημοκρατία, κομμουνισμός και το άτομο»), υποστήριξε πως η ρίζα του κομμουνισμού βρίσκεται στην πεποίθηση ότι όλα τα ερωτήματα, ηθικά ή πολιτικά, μπορούν να απαντηθούν με απόλυτη βεβαιότητα – όπως στις φυσικές επιστήμες – μέσω της σωστής χρήσης της λογικής ή της παρατήρησης της φύσης.

Όποιος γνωρίζει την κριτική του Χάγιεκ περί κατάχρησης της λογικής θα αναγνωρίσει την ομοιότητα. Το «The Counter-Revolution of Science» («Η Αντεπανάσταση της επιστήμης») του Χάγιεκ μιλάει για τις απαρχές της επιστημονικής ύβρεως. Στο δεύτερο μέρος του εν λόγω βιβλίου, ο Χάγιεκ εντοπίζει τις ρίζες των ιδεολογιών που κυριάρχησαν τον 20ό αιώνα και έφεραν τον πολιτισμό στα όρια της κατάρρευσης.

Ο Χάγιεκ απηχεί τον προβληματισμό του Μπερλίν, γράφοντας: «Οποιαδήποτε γενική άρνηση να αποδεχτούμε τους υπάρχοντες ηθικούς κανόνες μόνο και μόνο επειδή η σκοπιμότητά τους δεν έχει αποδειχθεί ορθολογικά… σημαίνει ότι καταστρέφουμε μια από τις ρίζες του πολιτισμού μας».

Η πεποίθηση ότι οι κανόνες πρέπει να είναι ορθολογικοί είναι σημαντική, αλλά η παραδοχή ότι η κοινωνία μπορεί να ανασυγκροτηθεί με βάση καθαρά ορθολογικές αρχές είναι η ρίζα του ολοκληρωτισμού. Η κονστρουκτιβιστική επιθυμία να ξαναφτιάξουμε την κοινωνία με βάση τη λογική, αγνοώντας παράλληλα τις παραδόσεις και τους κανόνες που έχουν εξελιχθεί μέσω μιας οργανικής διαδικασίας, καταλήγει συχνά σε απρόβλεπτες συνέπειες πέρα από την κατανόηση των «σχεδιαστών». Αυτός ο σκεπτικισμός απέναντι στην κοινωνική μηχανική είναι το σημείο όπου ο Χάγιεκ και ο Μπερλίν συγκλίνουν.

Ενάντια στην μηχανική της ανθρώπινης ψυχής

Ο Μπερλίν και ο Χάγιεκ έζησαν σε μια εποχή όπου η ιδέα του ορθολογικού σχεδιασμού της κοινωνίας ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των διανοουμένων – από τα οράματα μιας «σκόπιμα οργανωμένης κοινωνίας» βασισμένης στην «ανώτερη γνώση», έως τις μαρξιστικές ουτοπίες για την εξάλειψη της καπιταλιστικής «αναρχίας της παραγωγής» και την επίτευξη μιας ορθολογικής οικονομικής κατάστασης. Εκείνη την εποχή, η υπεράσπιση μιας κοινωνίας στην οποία τα ελεύθερα άτομα επεδίωκαν τους δικούς τους στόχους και όχι αυτούς που επέβαλε το κράτος ή το έθνος, φαινόταν παράλογη.

Όμως, η ιστορία δικαιώνει τους αντιρρησίες. Ο Κρίστοφερ Χίτσενς, στο «Letters to a Young Contrarian» («Επιστολές σε έναν νεαρό αντιρρησία»), έγραψε πως οι σπουδαίοι άνδρες σπάνια τιμώνται στην εποχή ή στη χώρα τους. Λίγοι ταιριάζουν καλύτερα σε αυτήν την περιγραφή από τον Χάγιεκ και τον Μπερλίν, οι οποίοι αντιστάθηκαν στον πειρασμό να σχεδιάσουν τη μηχανική της ανθρώπινης κοινωνίας – ή ακόμη χειρότερα, κατά την ορολογία του Στάλιν, να σχεδιάσουν τη μηχανική της ανθρώπινης ψυχής.

Ο Τζόσουα Τσέρνις, στη μελέτη του για τον Μπερλίν, υποστηρίζει πως ο φιλόσοφος εντόπισε τις ρίζες αυτής της τεχνοκρατικής ιδέας στον Ωγκύστ Κοντ και τον Ανρί Σαιν-Σιμόν. Παρόμοια επιχειρήματα διατύπωσε και ο Χάγιεκ στο «The Counter-Revolution of Science». Και οι δύο στοχαστές θεωρούσαν ότι η κοινωνική φυσική του Κοντ και ο θετικισμός του Σαιν-Σιμόν έθεταν τα θεμέλια του σύγχρονου σοσιαλισμού. Από την πλευρά τους, η προσπάθεια εφαρμογής των μεθόδων των φυσικών επιστημών στην ανθρώπινη κοινωνία αντανακλούσε τον αφελή ουτοπισμό των Γάλλων διανοουμένων. Για να εκτιμήσει κανείς τη σοβαρότητα του επιχειρήματός τους, πρέπει να κατανοήσει τη διάκριση μεταξύ της συνειδητής κατεύθυνσης της κοινωνίας και της αυθόρμητης τάξης.

Η συνειδητή κατεύθυνση της κοινωνίας

Ο Χάγιεκ προειδοποίησε ενάντια στην υπόθεση ότι «οι διαδικασίες που κατευθύνονται συνειδητά είναι αναγκαστικά ανώτερες από κάθε αυθόρμητη διαδικασία», χαρακτηρίζοντάς την «αβάσιμη δεισιδαιμονία». Αυτή η διαπίστωση ευθυγραμμίζεται με την άποψη του Σκωτικού Διαφωτισμού για τους θεσμούς. Στοχαστές όπως ο Άνταμ Φέργκιουσον και ο Άνταμ Σμιθ τόνιζαν ότι πολλοί θεσμοί δεν είναι προϊόν συνειδητού ανθρώπινου σχεδιασμού, αλλά μάλλον προϊόν ανθρώπινης δράσης.

Αρχικά, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί γιατί η κοινωνία δεν πρέπει να είναι ορθολογικά σχεδιασμένη και τα κοινωνικά αποτελέσματα να μην είναι σχεδιασμένα. Η απάντηση βρίσκεται στη φύση της ανθρώπινης κοινωνίας: δεν είναι ένα τεχνικό πρόβλημα που πρέπει να σχεδιαστεί, αλλά ένα πολύπλοκο, οργανικό σύστημα που προσαρμόζεται συνεχώς και παράγει νέα γνώση. Σε αντίθεση με τις μηχανές, η κοινωνία αποτελείται από εκατομμύρια υποκειμενικά μυαλά που αλληλεπιδρούν με απρόβλεπτους τρόπους.

Το κρίσιμο καθήκον δεν είναι να υπαγορεύσουμε τα αποτελέσματα, αλλά να επιτρέψουμε την ελεύθερη ανακάλυψη νέων δυνατοτήτων. Τα όρια της ανθρώπινης γνώσης, σε συνδυασμό με τη σιωπηλή και υποκειμενική φύση των πληροφοριών, καθιστούν αδύνατη τη συνειδητή καθοδήγηση της κοινωνίας. Όταν οι σχεδιαστές αντιμετωπίζουν αυτήν την αδυναμία, συχνά καταφεύγουν στον εξαναγκασμό για να επιβάλουν τα προτιμώμενα αποτελέσματά τους. Το αποτέλεσμα είναι αδιανόητη βία και σκληρότητα στην επιδίωξη της «ανθρώπινης τελειότητας».

Ο φιλελευθερισμός και η επιδίωξη της ευτυχίας

Η ρίζα του φασισμού, του κομμουνισμού και κάθε μορφής ολοκληρωτισμού βρίσκεται στην αφελή πίστη πως υπάρχει μία και μοναδική ορθή απάντηση για το πώς πρέπει να ζει ο άνθρωπος – την οποία οι διανοούμενοι μπορούν να προσδιορίσουν με την ακρίβεια των φυσικών επιστημών. Ο φιλελευθερισμός, αντιθέτως, δεν επιβάλλει έναν ενιαίο τρόπο ζωής. Αυτή είναι η δύναμή του: επιτρέπει τη συνύπαρξη διαφορετικών αξιών, στόχων και φιλοδοξιών. Η αρχή αυτή εκφράζεται στον ίδιο τον πυρήνα της αμερικανικής «Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας», η οποία κατοχυρώνει το «δικαίωμα στην επιδίωξη της ευτυχίας» – μια επιδίωξη που ανήκει στο άτομο, όχι στο κράτος. Αυτή είναι και η ουσία του φιλελευθερισμού.

Από το American Institute for Economic Research (AIER)

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι γνώμες του συγγραφέα και δεν αντανακλούν απαραίτητα τις απόψεις της Epoch Times.

Το πρόβλημα με την υποχρεωτική παγκοσμιοποίηση

Σχολιασμός

Για χρόνια αντιστεκόμουν στην επιδοκιμασία της λέξης ‘παγκοσμιοποίηση’, επειδή η διεθνής συνεργασία είναι κάτι καλό. Τα ταξίδια είναι υπέροχα, όπως και η ελευθερία του εμπορίου και της μετανάστευσης. Πώς η πρακτική της ελευθερίας, καθώς εκτείνεται πέρα ​​από τα εθνικά νομικά όρια, έγινε τόσο ευρέως απεχθής και υποτιμημένη;

Υπάρχει μια περίπλοκη ιστορία εδώ, που μιλάει για εμπλοκές μεταξύ κρατών, βιομηχανίας, οικονομικών, πολυεθνικών, κυβερνητικών δομών και τον έλεγχο κάποιων ομάδων ανθρώπων πάνω σε καθεστώτα.

Η εμπειρία του COVID αποκάλυψε τα πάντα. Η αντίδραση ήταν αξιοσημείωτα παγκόσμια, σχεδόν όλα τα έθνη εφάρμοσαν την καραντίνα με τον ίδιο τρόπο περίπου την ίδια στιγμή, επιβάλλοντας τα ίδια πρωτόκολλα και εκδίδοντας (λίγο πολύ) τα ίδια διορθωτικά μέτρα.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας φαινόταν να παίρνει τις αποφάσεις, με τις εθνικές υπηρεσίες δημόσιας υγείας να τις εφαρμόζουν κάθε φορά. Ο ίδιος ο ιός φαίνεται να έχει αναδυθεί μέσα από τη δομή της πολυμερούς έρευνας τόσο για τα παθογόνα όσο και για τα πιθανά φαρμακευτικά αντίμετρα.

Επιπλέον, οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο συνεργάστηκαν για να χρηματοδοτήσουν την ακραία πολιτική αντίδραση, τυπώνοντας χρήματα όπως ποτέ άλλοτε για να σταματήσουν την πλήρη οικονομική κατάρρευση υπό τα αναγκαστικά κλεισίματα. Έθνη όπως η Σουηδία και η Νικαράγουα, που ακολούθησαν τον δικό τους δρόμο, επικρίθηκαν από τα μέσα ενημέρωσης σε όλο τον κόσμο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.

Τα εθνικά νομοθετικά σώματα δεν είχαν κανένα ρόλο στα αρχικά λοκντάουν. Αποκλείστηκαν από τη λήψη αποφάσεων. Αυτό σημαίνει ότι και οι άνθρωποι που τα εξέλεξαν στερήθηκαν το δικαίωμα ψήφου. Κανείς δεν ψήφισε για απόσταση δύο μέτρων, κλείσιμο επιχειρήσεων και εντολές εμβολίων. Επιβλήθηκαν με διοικητικά διατάγματα και κανένα δικαστικό σύστημα δεν τα σταμάτησε.

Η δημοκρατία ως ιδέα, καθώς και το κράτος δικαίου, πέθαναν μέσα σε αυτό το διάστημα, κάτω από τους κανόνες των παγκόσμιων θεσμών και των χρηματοπιστωτικών συστημάτων που ανέλαβαν εκ των πραγμάτων τον έλεγχο του πλανήτη. Ήταν η πιο εκπληκτική επίδειξη παγκόσμιας δύναμης στην ιστορία.

Δεδομένων των αποτελεσμάτων, δεν αποτελεί έκπληξη η αντίδραση, η οποία επικεντρώνεται στην εκ νέου επιβεβαίωση των δικαιωμάτων των εθνών και των πολιτών τους.

Πολλοί υπερασπιστές της ανθρώπινης ελευθερίας (δεξιοί και αριστεροί) συχνά αισθάνονται άβολα με το ήθος της αντίδρασης και αναρωτιούνται εάν και σε ποιο βαθμό υπάρχει καλό ιστορικό προηγούμενο για την ανάκτηση της κυριαρχίας στο όνομα της ελευθερίας.

Ένα τέτοιο προηγούμενο πράγματι υπάρχει  με κάποια συζήτηση για ένα ιστορικό επεισόδιο που έχει σχεδόν ξεχαστεί εντελώς.

Είναι γνωστό ότι η Συμφωνία του Bretton Woods του 1944 περιελάμβανε τμήματα που αφορούσαν τον διεθνή νομισματικό διακανονισμό (το πρότυπο συναλλάγματος χρυσού), καθώς και τα χρηματοοικονομικά και τις τραπεζικές συναλλαγές (το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα). Πολλοί άνθρωποι γνωρίζουν επίσης τη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (1948).

Αυτό που δεν είναι γνωστό είναι ότι η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT) ήταν μια εφεδρική θέση. Το αρχικό προσχέδιο του Bretton Woods περιελάμβανε έναν Διεθνή Οργανισμό Εμπορίου (ΔΟΕ) που θα εξουσιοδοτούνταν να διαχειρίζεται όλες τις παγκόσμιες εμπορικές ροές. Συντάχθηκε το 1944 και κωδικοποιήθηκε στον Χάρτη της Αβάνας του 1948. Υπήρξε μια τεράστια πίεση εκείνη την εποχή από τις μεγάλες κυβερνήσεις και εταιρείες για να επικυρώσουν αυτήν τη συμφωνία ως συνθήκη.

Ο ΔΟΕ επρόκειτο να κυβερνήσει τον κόσμο, με τους ολιγάρχες να καταλαμβάνουν τον έλεγχο στο όνομα της παγκοσμιοποίησης.

Τελικά, όμως, ηττήθηκε. Γιατί; Όχι χάρη στην αντίθεση των προστατευτιστών και των μερκαντιλιστών. Οι κύριοι αντίπαλοι του ΔΟΕ ήταν στην πραγματικότητα οι ελεύθεροι έμποροι και οι οπαδοί του οικονομικού φιλελευθερισμού. Η εκστρατεία για την κατάρριψη της συνθήκης είχε επικεφαλής τον Γαλλοαμερικανό οικονομολόγο Φίλιπ Κόρτνεϋ και του συναρπαστικού βιβλίου του με τίτλο «Το Οικονομικό Μόναχο» (1949).

«Ο Χάρτης του ΔΟΕ είναι ένα μνημείο ευσεβών πόθων», έγραφε, «ένα γραφειοκρατικό όνειρο που αγνοεί τη σκληρή πραγματικότητα των εθνικών οικονομιών. Υπόσχεται ελεύθερο εμπόριο, αλλά παραδίδει δεσμά, δεσμεύοντας τα έθνη σε κανόνες που δεν μπορούν να λυγίσουν με τις καταιγίδες του πληθωρισμού ή της σπανιότητας.»

Αυτός και άλλοι στην τροχιά του μπορούσαν να εντοπίσουν το χέρι όχι της ελευθερίας σε αυτό το καταστατικό, αλλά μάλλον τον κεντρικό σχεδιασμό, τον κορπορατισμό, τον πληθωρισμό, τον δημοσιονομικό σχεδιασμό, τη βιομηχανική πολιτική και το διαχειριζόμενο εμπόριο — εν ολίγοις, αυτό που σήμερα ονομάζεται παγκοσμιοποίηση. Ήταν εντελώς αντίθετος σε αυτό, ακριβώς επειδή πίστευε ότι θα έθετε σε κίνδυνο τη νόμιμη αιτία του ελεύθερου εμπορίου και θα βύθιζε την εθνική κυριαρχία σε ένα γραφειοκρατικό τέλμα.

Οι αντιρρήσεις που είχε ήταν πολλές, αλλά μεταξύ αυτών ήταν εκείνες που επικεντρώνονταν σε ζητήματα νομισματικής διευθέτησης. Τα έθνη θα ήταν κλειδωμένα σε ένα δασμολογικό καθεστώς χωρίς ευελιξία για την προσαρμογή των νομισματικών αξιών με βάση τις εμπορικές ροές. Πιστεύω ότι υπήρχε ένας πραγματικός κίνδυνος στο πλαίσιο του ITO για τα έθνη να στερηθούν την ικανότητα να προσαρμόζονται με βάση τις αλλαγές στις συναλλαγματικές ισοτιμίες ή άλλες χρονικές και τοπικές ιδιαιτερότητες. Παρόλο που ο χάρτης φαινόταν να προωθεί το ελεύθερο εμπόριο, ο Κόρτνεϋ πίστευε ότι τελικά θα το υπονόμευε.

Πίστευε επίσης ότι εάν τα έθνη επρόκειτο να ανοίξουν τις οικονομίες τους στον διεθνή ανταγωνισμό από όλες τις γωνιές του κόσμου, αυτό θα έπρεπε να γίνει με τρόπο που να συνάδει με τη δημοκρατική διακυβέρνηση και τα εθνικά δημοψηφίσματα. Μια σιδηρά παγκόσμια κυβέρνηση που θα επιβάλλει ένα τέτοιο καθεστώς θα ερχόταν σε αντίθεση με ολόκληρη την ιστορία της δομής κατά του μερκαντιλισμού και πιθανότατα θα οδηγούσε τις μεγαλύτερες εταιρείες της βιομηχανίας και των χρηματοοικονομικών να διαχειριστούν το σύστημά τους με τρόπο που θα ωφελούσε τις ίδιες.

Αυτό που είναι εντυπωσιακό στο επιχείρημα είναι ότι προερχόταν από μια φιλελεύθερη/ελευθεριακή άποψη που ευνοούσε τις παραδοσιακές μεθόδους επίτευξης ελεύθερου εμπορίου, ενώ αντιτίθετο σε αυτό που σήμερα θα ονομαζόταν παγκοσμιοποιημένο μέσο για την επίτευξη αυτού του στόχου.

Πράγματι, ο Λούντβιχ φον Μίζες [Ludwig von Mises, 1881-1973] είπε για αυτό το βιβλίο: «Η λαμπρή κριτική του αποκαλύπτει αλύπητα τις πλάνες των σύγχρονων επίσημων οικονομικών δογμάτων και πολιτικών. Οι κύριες θέσεις του δοκιμίου του είναι αδιάσειστες. Θα επιβιώσει από αυτήν την εποχή της πολιτικής ματαιότητας και θα διαβαστεί και θα ξαναδιαβαστεί ως ένα κλασικό έργο οικονομικής ελευθερίας, όπως τα έργα του Κόμπντεν και του Μπαστιά».

Ήταν ο Κόρτνεϋ, μαζί με τους ιδεολογικούς συμπατριώτες του στον επιχειρηματικό και συντακτικό τομέα, που τελικά τορπίλισαν τον Χάρτη της Αβάνας και έστειλαν τον Διεθνή Οργανισμό Εμπορίου στον κάλαθο των αχρήστων της ιστορίας.

Για να είμαστε σαφείς, η απόρριψη του ΔΟΕ δεν ήταν αποτέλεσμα ακτιβισμού από αντιδραστικούς, σοσιαλιστές, προστατευτιστές ή ακόμα και οικονομικούς εθνικιστές. Απορρίφθηκε από ένθερμους υποστηρικτές του οικονομικού φιλελευθερισμού, του ελεύθερου εμπορίου και των εμπορικών επιχειρηματικών συμφερόντων που κυριαρχούνταν από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που φοβόντουσαν ότι θα χάνονταν στον βάλτο της παγκοσμιοποίησης.

Αυτοί οι άνθρωποι δεν εμπιστεύονταν τη γραφειοκρατία γενικά και την παγκόσμια γραφειοκρατία ιδιαίτερα. Αυτή ήταν μια γενιά με αρχές και μέχρι τότε γνώριζαν πολύ καλά πως κάτι μπορεί να ακούγεται μεν υπέροχο, αλλά να είναι κακό στην πράξη. Απλώς δεν εμπιστεύονταν την ομάδα που ήταν υπεύθυνη εκείνη την εποχή για να σφυρηλατήσει μια βιώσιμη εμπορική συμφωνία για τον κόσμο.

Η απόρριψη του ΔΟΕ είναι το πώς και το γιατί καταλήξαμε στην GATT. Ήταν γενική, που σημαίνει όχι σταθερός νόμος. Είχε τις ρίζες της στη Συμφωνία, που σημαίνει ότι κανένα έθνος δεν θα εξαναγκαζόταν να αντιταχθεί στα συμφέροντά του. Αφορούσε δασμούς, αλλά δεν επιχείρησε κάποια μεγάλη στρατηγική για την εξίσωση όλων των νομισματικών αποτιμήσεων. Ήταν άτυπη και όχι επίσημη, αποκεντρωμένη, όχι συγκεντρωτική.

Η GATT επικράτησε μέχρι το 1995, όταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) προωθήθηκε υπό τρομερή πίεση από τα μέσα ενημέρωσης και τις εταιρείες. Ήταν μια αναβίωση του παλιού ΔΟΕ. Μέχρι τότε, το πλήθος της ελεύθερης αγοράς είχε χάσει την πνευματική του ισχύ και υποστήριξε αδιαμαρτύρητα τον νέο παγκόσμιο οργανισμό. Σαν να επιβεβαιώνει την πρόβλεψη του Κόρτνεϋ, ο ΠΟΕ έχει πλέον καταστεί ως επί το πλείστον ένας απαρχαιωμένος, αποδιοπομπαίος τράγος επεύθυνος για οικονομική στασιμότητα, αποβιομηχάνιση, νομισματικές αναντιστοιχίες και μη διευθετημένους ξένους λογαριασμούς που υποστηρίζονται από ξένες συμμετοχές σε περιουσιακά στοιχεία σε δολάρια ΗΠΑ.

Τώρα αντιμετωπίζουμε μια αντίδραση με τη μορφή ωμών μερκαντιλιστικών πολιτικών που καταφθάνουν με οργή. Η Αμερική υπήρξε ο προορισμός τεράστιων ποσοτήτων προϊόντων από την Κίνα, τα οποία τώρα μπλοκάρονται από υψηλούς δασμούς. Με εξαιρετική ειρωνεία, η New York Times προειδοποιεί ότι η ανακατεύθυνση αγαθών από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ευρώπη θα μπορούσε «να αποβεί επικίνδυνη για τις ευρωπαϊκές χώρες, με την πληθώρα στην αγορά τεχνητά φθηνών προϊόντων που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τις τοπικές βιομηχανίες».

Φανταστείτε το!

Η ισορροπία μεταξύ της εθνικής κυριαρχίας και της ίδιας της ελευθερίας είναι λεπτή. Γενιές διανοουμένων το γνώριζαν κάποτε αυτό και πρόσεχαν να μην ανατρέψουν ποτέ τη μία για να υποστηρίξουν την άλλη. Η οριστική αποσύνδεση των κυβερνητικών δομών από τον έλεγχο των πολιτών, έστω και μόνο μέσω σποραδικών δημοψηφισμάτων, επιφέρει καταστροφή ακόμη και σε θέματα όπως το εμπόριο, για να μην αναφέρουμε την έρευνα για μολυσματικές ασθένειες και ιούς.

Έτσι, έφτασε η εξέγερση, ακριβώς όπως θα είχε προβλέψει ο Φίλιπ Κόρτνεϋ.

Από το Brownstone Institute

Το Ισραήλ παραδίδει στην Κίνα τα κλειδιά του ναυτικού προμαχώνα της Αμερικής

Σχολιασμός

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) μόλις σημείωσε μια σημαντική νίκη, χάρη σε έναν από τους στενότερους συμμάχους της Αμερικής.

Τον Μάρτιο, η κυβέρνηση του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου ενέκρινε νέες κανονιστικές μεταρρυθμίσεις για την αύξηση της αποτελεσματικότητας στα λιμάνια του Ισραήλ. Αλλά κρυμμένη στην ανακοίνωση ήταν μια καταστροφή εθνικής ασφάλειας: το κινεζικής λειτουργίας λιμάνι στη Χάιφα θα έχει πλέον τη δυνατότητα να διπλασιάσει τη χωρητικότητά του.

Αυτή δεν είναι απλώς μια τοπική αναβάθμιση. Είναι μια απόφαση με παγκόσμιες συνέπειες και μια απόφαση που ωφελεί άμεσα το ΚΚΚ. Η Χάιφα φιλοξενεί μερικές από τις πιο κρίσιμες ναυτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ και του Ισραήλ στην περιοχή. Η επέκταση του κινεζικού ελέγχου σε αυτήν τη στρατηγική τοποθεσία δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα δώρο για τη μηχανή επιτήρησης του Πεκίνου.

Κατά τη διάρκεια της θητείας μου στην ισραηλινή Κνεσέτ, είδα από πρώτο χέρι πώς τα οικονομικά συμφέροντα και η πολιτική ευκολία συχνά επισκίαζαν τις ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια. Συμφωνίες που θα έπρεπε να είχαν απορριφθεί άμεσα, πέρασαν χωρίς ιδιαίτερο έλεγχο, χαρακτηριζόμενες επιπόλαια «αβλαβείς» επενδύσεις ή «τεχνοκρατικές» αποφάσεις.

Αυτή η επέκταση του κινεζικού ελέγχου των λιμένων δεν αποτελεί εξαίρεση. Είναι προϊόν βραχυπρόθεσμης σκέψης και αποτυχίας να ληφθεί υπ’ όψιν το πραγματικό κόστος της στρατηγικής ευθυγράμμισης με το Πεκίνο, ειδικά ενώ το Ισραήλ βρίσκεται σε πόλεμο και εξαρτάται από την υποστήριξη των ΗΠΑ όσο ποτέ άλλοτε.

Ορισμένοι αξιωματούχοι προωθούν αυτήν την κίνηση ως ένδειξη «αποτελεσματικότητας» και «ξένων επενδύσεων», αλλά ας είμαστε σαφείς: πρόκειται για πολιτική, όχι για μια κίνηση μόνο, και το κόστος θα μπορούσε να είναι τεράστιο.

Το λιμάνι του Κόλπου λειτουργεί από τη Shanghai International Port Group, μια κινεζική κρατική εταιρεία με άμεσους δεσμούς με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Δεν είναι μυστικό ότι το ΚΚΚ χρησιμοποιεί εμπορική υποδομή για τη συλλογή πληροφοριών.

Μια έρευνα της Wall Street Journal το 2022 αποκάλυψε ότι οι προηγμένοι γερανοί που χρησιμοποιούνται σε λιμάνια που διοικούνται από την Κίνα, συμπεριλαμβανομένης της Χάιφα, έχουν μέσα τους αισθητήρες και λογισμικό που μπορούν να μεταδώσουν τεράστιες ποσότητες δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων ευαίσθητων πληροφοριών σχετικά με πλοία, φορτία και κινήσεις του Αμερικανικού Ναυτικού, απευθείας στο Πεκίνο.

Όταν υπηρετούσα στην Κνεσέτ, οι Ισραηλινοί στρατιωτικοί ηγέτες προειδοποιούσαν ήδη για αυτό. Ο υποναύαρχος Σωλ Τσόρεβ είπε ξεκάθαρα: «Η Κίνα δεν είναι με το μέρος μας». Ο υποναύαρχος Οντέτ Γκουρ-Λαβί χαρακτήρισε τη συμφωνία «σοβαρό ζήτημα ασφάλειας».

Οι προειδοποιήσεις τους αγνοήθηκαν τότε. Τώρα, εντείνονται.

Στην Ουάσιγκτον, υπάρχει διακομματική συμφωνία ότι οι κινεζικές υποδομές επιτήρησης δεν έχουν θέση στα λιμάνια των ΗΠΑ.

Έτσι, ενώ η Αμερική εργάζεται για να εκδιώξει την Κίνα από τις αλυσίδες εφοδιασμού και τα λιμάνια της, το Ισραήλ κάνει το αντίθετο.

Και αυτό συμβαίνει καθώς η Κίνα επεκτείνει την ευθυγράμμισή της με τους εχθρούς της Αμερικής: κοινές ναυτικές ασκήσεις με το Ιράν, πιθανές μεταφορές όπλων στους Χούθι και βαθύτερη εμπλοκή σε ναυτιλιακά ασφυκτικά εμπόδια στη Μέση Ανατολή, όπως η Διώρυγα του Σουέζ και το Στενό Μπαμπ ελ Μαντέμπ.

Η Κίνα δεν είναι ουδέτερη. Ενεργοποιεί δυνάμεις που στοχεύουν ενεργά αμερικανικά πλοία, στρατιώτες και στρατηγικούς συμμάχους.

Οι σύμμαχοι πρέπει να ενεργούν σαν σύμμαχοι, ειδικά σε καιρό πολέμου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέχουν στο Ισραήλ ζωτικής σημασίας αμυντική βοήθεια, διπλωματική κάλυψη και ηθική υποστήριξη — όλα υπό την προϋπόθεση ότι η στρατηγική μας συνεργασία βασίζεται στην εμπιστοσύνη.

Αλλά όταν το Ισραήλ επιτρέπει στο ΚΚΚ να κατασκευάσει υποδομές επιτήρησης δίπλα στις ναυτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ, αυτή η εμπιστοσύνη κλονίζεται.

Αυτό δεν είναι εσωτερικό ζήτημα του Ισραήλ. Είναι έντονη ανησυχία για ολόκληρο τον ελεύθερο κόσμο. Και εγείρει ένα πολύ άβολο ερώτημα: αν οι στενότεροι σύμμαχοί μας δεν απομακρυνθούν από την Κίνα, ποιος θα το κάνει;

Το λέω αυτό όχι ως κριτικός από έξω, αλλά ως κάποιος που έχει βρεθεί στο εσωτερικό. Νοιάζομαι βαθιά για το μέλλον του Ισραήλ — και τη συμμαχία μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Αλλά ξέρω επίσης το εξής: δεν μπορείς να παίζεις σε δύο ταμπλώ, όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας είναι στο ένα από αυτά.

Ο προφανής στόχος του ΚΚΚ είναι να καταστήσει το παρακείμενο λιμάνι, ιδιοκτησίας Ινδίας, ασύμφορο, προκειμένου να καταστρέψει τον Οικονομικό Διάδρομο Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης (IMEC), που ανταγωνίζεται την πρωτοβουλία «Μία ζώνη, ένας δρόμος» του Πεκίνου.

Το Ισραήλ πρέπει να σταματήσει αυτήν την επέκταση, να επανεκτιμήσει τη συμφωνία της Χάιφα και να ευθυγραμμιστεί για άλλη μια φορά με τις αξίες και τα συμφέροντα που ισχυρίζεται ότι μοιράζεται με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οτιδήποτε λιγότερο αποτελεί προδοσία της κοινής μας ασφάλειας — και της αμερικανικής εμπιστοσύνης στην οποία βασιζόμαστε.

Του Gadeer Kamal-Mreeh

Οι άνθρωποι αποφασίζουν, όχι οι ομάδες

Σχολιασμός

Τρεις φίλοι συζητούν πού θα πάνε για μεσημεριανό. Ο πρώτος προτείνει ένα μαγαζί με μπιφτέκια, ο δεύτερος απαντά πως είχε φάει μπιφτέκια την προηγούμενη μέρα και προτείνει ένα ταχυφαγείο στη γειτονιά. Ο πρώτος συμφωνεί, αναφέροντας ότι εκεί σερβίρονται καλά σάντουιτς, και ο τρίτος λέει πως του φαίνεται καλή ιδέα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η «παρέα αποφάσισε» να πάει στο ταχυφαγείο. Ωστόσο, τίθεται το ερώτημα: ήταν όντως η παρέα (ή η ομάδα) που πήρε την απόφαση;

Παίρνουν πραγματικά αποφάσεις οι ομάδες;

Παρότι οι αποφάσεις αποδίδονται συχνά σε ομάδες, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Όπως σημειώνεται, αυτό που συνέβη στην παραπάνω περίπτωση είναι ότι τρία άτομα έλαβαν ατομικές αποφάσεις, οι οποίες τελικά συνέκλιναν. Η ομάδα δεν είναι ένας αυτόνομος οργανισμός· είναι το αποτέλεσμα των πράξεων των μελών της. Το να λέμε ότι μια ομάδα αποφασίζει αποτελεί στην ουσία έναν περιγραφικό τρόπο να αναφερθούμε στο άθροισμα των ατομικών επιλογών των μελών της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει κάποια ενιαία «βούληση» της ομάδας.

Αυτή η οπτική δεν είναι καινούργια. Ο οικονομολόγος Λούντβιχ φον Μίζες (Ludwig von Mises), στο έργο του «Human Action» («Ανθρώπινη Δράση») του 1949, υπογράμμιζε πως κάθε πράξη προέρχεται από άτομα: «Μια συλλογικότητα λειτουργεί πάντοτε μέσω ενός ή περισσοτέρων ατόμων, των οποίων οι πράξεις συνδέονται με τη συλλογικότητα ως δευτερογενή πηγή».

Μόνο τα άτομα δρουν

Ανάλογες διατυπώσεις βρίσκουμε συχνά στα ΜΜΕ: «Η εταιρεία Α αποφάσισε να εξαγοράσει την εταιρεία Β» ή «Το κράτος Χ αποφάσισε να εισβάλει στο κράτος Ψ». Τέτοιες διατυπώσεις απλουστεύουν μια πιο σύνθετη πραγματικότητα. Στην πράξη, η απόφαση μπορεί να λήφθηκε από τον διευθύνοντα σύμβουλο ή ύστερα από ψηφοφορία του διοικητικού συμβουλίου. Ωστόσο, για λόγους συντομίας, η γλώσσα καταφεύγει στην εύκολη λύση και αποδίδει την απόφαση στην «εταιρεία», δημιουργώντας την ψευδαίσθηση μιας συλλογικής βούλησης. Όμως, όπως τόνιζε ο Μίζες, μόνο τα άτομα δρουν:

«Αν εξετάσουμε διεξοδικά το νόημα των διαφόρων ενεργειών που εκτελούνται από τα άτομα, πρέπει αναγκαστικά να μάθουμε τα πάντα για τη δράση των συλλογικών συνόλων. Διότι μια κοινωνική συλλογικότητα δεν έχει καμία ύπαρξη και πραγματικότητα έξω από τις ενέργειες των μεμονωμένων μελών της. Η ζωή μιας συλλογικότητας ζει μέσα από τις πράξεις των ατόμων που αποτελούν το σώμα της. Δεν νοείται κοινωνική συλλογικότητα χωρίς τη δράση κάποιων ατόμων.»

Αντιμετωπίζοντας τη δυναμική της ομάδας

Το γεγονός ότι μόνο τα άτομα δρουν δεν σημαίνει ότι οι αποφάσεις τους λαμβάνονται ανεξάρτητα από το κοινωνικό τους περιβάλλον. Όπως επεσήμανε ο Φρήντριχ Χάγιεκ στο δοκίμιό του «Individualism, True and False» («Ατομικισμός, αλήθειες και ψέματα»), τα άτομα δεν είναι αποκομμένα – αντιθέτως, υπάρχουν μέσα σε δίκτυα σχέσεων: οικογένειες, οργανισμούς, κοινωνίες. Ο Χάγιεκ σημείωσε ότι η ανθρώπινη φύση διαμορφώνεται εντός του κοινωνικού πλαισίου και όχι εκτός αυτού.

«Το γεγονός αυτό θα έπρεπε από μόνο του να είναι αρκετό για να αντικρούσει την πιο ανόητη από τις κοινές παρανοήσεις: την πεποίθηση ότι ο ατομικισμός προϋποθέτει ή βασίζει τα επιχειρήματά του στην υπόθεση της ύπαρξης απομονωμένων ή αυτοτελών ατόμων, αντί να ξεκινά από ανθρώπους των οποίων ολόκληρη η φύση και ο χαρακτήρας καθορίζεται από την ύπαρξή τους στην κοινωνία.»

Αυτή η κοινωνική ενσωμάτωση σημαίνει ότι οι αποφάσεις συχνά εμπλέκουν και επηρεάζουν άλλα ενδιαφερόμενα μέρη και συνήθως χρειάζεται η συμβολή και η συμφωνία των άλλων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η «ομαδική απόφαση» μπορεί να αναδιατυπωθεί ως πολλές ατομικές αποφάσεις που συμβαίνουν ταυτόχρονα. Αυτές οι καταστάσεις απαιτούν την αντιμετώπιση ορισμένων δυναμικών:

Υπάρχουν κανόνες που ορίζουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων:

  • Χρειάζεται ομοφωνία ή αρκεί η πλειοψηφία;
  • Πώς αντιμετωπίζεται η ισοψηφία;
  • Πώς διασφαλίζεται ότι η διαδικασία είναι δίκαιη και διαφανής;
  • Πώς αποφεύγονται φαινόμενα όπως η «συλλογική σκέψη»;
  • Πώς εξασφαλίζεται ότι κάθε φωνή ακούγεται και δεν κυριαρχεί μόνο μία;

Ο σχεδιασμός μιας δίκαιης και διαφανούς διαδικασίας λήψης αποφάσεων για μια ομάδα, ένα τμήμα ή μια εταιρεία είναι απαραίτητος για να διασφαλιστεί ότι όλοι μπορούν να συνεισφέρουν τις απόψεις τους και να αισθάνονται ότι τα σχόλιά τους εκτιμώνται. Επίσης, μειώνεται η σύγχυση και εξορθολογίζεται η διαδικασία όταν όλοι γνωρίζουν και συμφωνούν με τους κανόνες εκ των προτέρων.

Οι άνθρωποι δεν είναι ένα σύνολο απομονωμένων ατομικοτήτων – είναι κοινωνικά όντα που λειτουργούν εντός ομάδων. Όμως, οι ομάδες δεν έχουν δική τους βούληση. Όπως υποστηρίζει η ατομικιστική παράδοση της αυστριακής σχολής, η «ομαδική απόφαση» είναι τελικά το αποτέλεσμα ατομικών επιλογών. Εν τέλει, οι ομαδικές αποφάσεις είναι ουσιαστικά ατομικές αποφάσεις.

Του Zachary A. Collier

Από το Foundation for Economic Education (FEE)

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι γνώμες του συγγραφέα και δεν αντανακλούν απαραίτητα τις απόψεις της Epoch Times.

Το ‘ψηφιακό δράμα’ της γενιάς των smartphone

Σχολιασμός

Στο βιβλίο του «Η αγχωμένη γενιά», ο κοινωνικός ψυχολόγος και συγγραφέας Τζόναθαν Χάιντ γράφει: «Με την αλλαγή της χιλιετίας, οι εταιρείες τεχνολογίας δημιούργησαν μια σειρά από προϊόντα που άλλαξαν τον κόσμο και μεταμόρφωσαν τη ζωή όχι μόνο των ενηλίκων αλλά και των παιδιών. […] Ωστόσο, οι εταιρείες που τα ανέπτυξαν είχαν κάνει ελάχιστη ή καθόλου έρευνα σχετικά με τις επιπτώσεις στην ψυχική υγεία. Όταν αντιμετώπισαν αυξανόμενες ενδείξεις ότι τα προϊόντα τους βλάπτουν τους νέους, αντέδρασαν με άρνηση, συσκότιση και εκστρατείες δημοσίων σχέσεων.»

Τα στοιχεία για τις αρνητικές επιπτώσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στους εφήβους, ιδιαίτερα στα κορίτσια, ήρθαν ξανά στο φως την περασμένη εβδομάδα, όταν τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων στις ΗΠΑ εξέδωσαν μια νέα έκθεση που δείχνει μια ανησυχητική αύξηση 60% στα ποσοστά κλινικής κατάθλιψης μεταξύ των έφηβων κοριτσιών κατά την περίοδο 2013-2023.

Οι έφηβες φαινομενικά ήταν πάντα, δυστυχώς, θύματα σεξουαλικής αντικειμενοποίησης, είτε από εφήβους και άντρες είτε από έναν πολιτισμό ψυχαγωγίας που τις σεξουαλικοποιεί σε νεαρή ηλικία, εκμεταλλευόμενος την ανδρική λαγνεία για να κερδίσει τηλεθέαση και χρήματα.

Αλλά με την εμφάνιση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των smartphone, αυτή η αντικειμενοποίηση δεκαπλασιάστηκε. Δεν είναι απλή σύμπτωση ότι η αύξηση του ποσοστού κλινικής κατάθλιψης συνέπιπτε χρονικά την καθολική εξάπλωση των smartphone μεταξύ των εφήβων, με περίπου το 78% εξ αυτών να περνούν τρεις ώρες το λιγότερο μπροστά σε οθόνες κάθε μέρα.

Όπως το θέτει η Λώρα ΝτεΚουκ της εταιρείας LDC Wellbeing με έδρα την Καλιφόρνια: «Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι σημαντικός παράγοντας, ειδικά για τα κορίτσια. Ενισχύουν την ανασφάλεια, τον διαδικτυακό εκφοβισμό και την πίεση για απόδοση. Τα κορίτσια είναι πιο πιθανό να εσωτερικεύουν τα συναισθήματά τους, κάτι που εμφανίζεται περισσότερο σε διαγνώσεις όπως η κατάθλιψη.»

Όπως έγραψε μια ομάδα νεαρών γυναικών σε ένα ιστολόγιο για το Εθνικό Κέντρο Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης: «Για τη γενιά μας, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν σαν ένας τοξικός φίλος. Αντί να σας κάνουν να νιώθετε ανασφαλείς κάνοντας σας ένα αμφιλεγόμενο κομπλιμέντο για την ενδυμασία σας, οι αλγόριθμοι των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σας τροφοδοτούν με εικόνες χιλιάδων άλλων γυναικών που είναι πιο όμορφες ή πιο αδύνατες ή πιο πλούσιες από εσάς. Όπως ένας τοξικός φίλος εκμεταλλεύεται τις ανασφάλειές σας για να νιώσει ο ίδιος καλύτερα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βγάζουν χρήματα καλλιεργώντας τις ανασφάλειές σας.»

Μια άλλη νέα είπε: «Ήθελα να ταιριάζω σε ένα συγκεκριμένο πρότυπο ομορφιάς που έβλεπα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. ‘Αδύνατη σαν μοντέλο’, αντί να έχω καμπύλες και θηλυκή εμφάνιση. Ήθελα να έχω το είδος της ομορφιάς που επαινείται αντί του είδους που ‘ντροπιάζεται σαν ανήθικη’ και είναι υπερβολικά σεξουαλικοποιημένη».

Στην πραγματικότητα, η Wall Street Journal ανέφερε ότι η ίδια η έρευνα του Facebook δείχνει ότι η ιστοσελίδα χειροτερεύει την αυτοεικόνα για μία στις τρεις έφηβες.

Αλλά δεν είναι μόνο οι συγκρίσεις και τα σχόλια για το σώμα που οδηγούν τις έφηβες στην κατάθλιψη. Σε πρόσφατο άρθρο του Σον Σελάι στην Washington Times, παραθέτει την Άλισον Μπονάτσι, διευθύντρια εκπαίδευσης της Cyber ​​Safety Consulting, μιας εταιρείας που βοηθά τα σχολεία να αναπτύξουν πολιτικές ασφάλειας στο διαδίκτυο: «[Τα κορίτσια είναι] επίσης πιο πιθανό από τα αγόρια να βιώσουν ‘ψηφιακά δράματα’, λόγω αποκλεισμού από ομάδες ή διαδικτυακού κουτσομπολιού». Έτσι, τα έφηβα κορίτσια αντιμετωπίζουν έναν ψηφιακό κόσμο όπου πιέζονται να συμμορφώνονται με συγκεκριμένα πρότυπα, γίνονται στόχος αρπακτικών, χλευάζονται από τους συνομηλίκους τους και απομονώνονται αν επιλέξουν να μη συμμετάσχουν σε ένα διαδικτυακό παιχνίδι υπεροχής με βάση την εμφάνιση.»

Όπως δηλώνει ο Τζόναθαν Χάιντ: «Όσο περισσότερο χρόνο ξοδεύει ένα κορίτσι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τόσο πιο πιθανό είναι να είναι καταθλιπτικό ή αγχωμένο. Τα κορίτσια που λένε ότι ξοδεύουν πέντε ή περισσότερες ώρες κάθε μέρα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να είναι καταθλιπτικά από εκείνα που αναφέρουν ότι δεν ξοδεύουν καθόλου χρόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.»

Προσθέτει: «Η συντριπτική εντύπωση που μου δίνουν οι οικογένειες τόσο των αγοριών όσο και των κοριτσιών είναι ότι είναι παγιδευμένοι και ανίσχυροι μπροστά στη μεγαλύτερη κρίση ψυχικής υγείας στην ιστορία για τα παιδιά τους. Τι πρέπει να κάνουν — τι πρέπει να κάνουμε εμείς;»

Ενώ οι γονείς και τα σχολεία προσπαθούν να εφαρμόσουν πολιτικές που περιορίζουν τη χρήση των smartphone μεταξύ των εφήβων, όποιος έχει μεγαλώσει παιδιά, γνωρίζει ότι οι έφηβοι θα βρουν έναν τρόπο να παρακάμψουν οποιονδήποτε κανονισμό. Το κλειδί είναι να αναγκαστούν οι εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης, οι οποίες χρησιμεύουν ως πύλη πρόσβασης στο βλαβερό περιεχόμενο, να τηρούν ορισμένα πρότυπα.

Ένα από τα κύρια κενά που εκμεταλλεύονται οι εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης είναι ότι το Κογκρέσο δεν έχει ακόμη μεταρρυθμίσει το Άρθρο 230 του Νόμου περί Ευπρέπειας στις Επικοινωνίες, το οποίο επιτρέπει στις εταιρείες να αποφεύγουν την ευθύνη και να κερδίζουν χρήματα από το επιβλαβές διαδικτυακό περιεχόμενο, ιδίως αυτό που επηρεάζει αρνητικά την ψυχική και σωματική υγεία των παιδιών.

Αλλά όσοι μεγαλώνουν κορίτσια, θα πρέπει όχι μόνο να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί σχετικά με το τι βλέπουν οι κόρες τους στο διαδίκτυο, αλλά και να φροντίζουν να επιβεβαιώνουν την αξία και την εσωτερική τους ομορφιά, ιδίως οι πατέρες, προκειμένου να αντισταθμίσουν την τοξική επιρροή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που έχει οδηγήσει σε αυτήν την ανησυχητική αύξηση της κατάθλιψης.

Μέσω της γνήσιας, ανθρώπινης — και όχι της ψηφιακής — σύνδεσης, θα μπορέσουμε να αντιστρέψουμε αυτήν την τραγική τάση και να αποκαταστήσουμε ένα ισχυρό αίσθημα ασφάλειας, αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης στις έφηβες.

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι γνώμες του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις απόψεις της Epoch Times.

Του Timothy S. Goeglein

Οι πετσέτες σας καταστρέφουν το πλύσιμο των ρούχων σας

Σχολιασμός

Υπάρχουν πολλά μυστήρια της σύγχρονης ζωής που απαιτούν μια προσεκτική ματιά για να τα ξεδιαλύνουμε. Για να δείτε την πληρότητα της αλήθειας, χρειάζεστε μια αίσθηση αποστασιοποίησης από την καθιερωμένη σοφία και τα πρωτόκολλα που συνήθως θεωρούνται δεδομένα, ενσωματωμένα στις συνήθειές μας να σκεφτόμαστε και να πράττουμε με τρόπους που είναι σε μεγάλο βαθμό πέραν αμφισβήτησης.

Το ζήτημα είναι μια σειρά από φλέγοντα ερωτήματα, μεταξύ των οποίων: γιατί τα τρέχοντα συστήματα πλύσης ρούχων είναι τόσο επίπονα και τελικά αναποτελεσματικά; Τα ρούχα στοιβάζονται και μαζεύονται όλα και τα ρίχνετε μέσα με τα συνηθισμένα βήματα. Τελικά βγαίνουν από το στεγνωτήριο, αλλά με την πάροδο του χρόνου παρατηρείτε ότι τα λευκά σας γίνονται όλο και πιο θαμπά και όλα τα άλλα φαίνονται αόριστα λιπαρά και λιγότερο από αυτό που ονομάζαμε καθαρά.

Όλοι έχουμε προσαρμοστεί, μειώνοντας τις προσδοκίες μας χρόνο με το χρόνο και τελικά απλώς τα παρατάμε και συνεχίζουμε. Έτσι λειτουργεί η ζωή. Είναι αξιολύπητη αλλά αμετάβλητη.

Στα σχόλιά μου, έχω εξερευνήσει πολλές πτυχές αυτού του προβλήματος, μεταξύ των οποίων η χλιαρή θερμοκρασία του νερού, τα αδύναμα και ρηχά πλυντήρια, τα απορρυπαντικά που δεν είναι όπως θα έπρεπε και τα αναποτελεσματικά πρόσθετα. Υπάρχει αλήθεια σε όλα αυτά, αλλά εδώ θα προσθέσω ένα άλλο στοιχείο που μπορεί να είναι καθοριστικό ανάλογα με τις συνθήκες στο νοικοκυριό σας.

Ένας κρυφός παραβάτης είναι η μοντέρνα πετσέτα. Ξέρετε τον τύπο. Είναι τεράστιες, χοντρές, φουσκωτές, απορροφητικές, κατασκευασμένες από βαμβακερό ύφασμα και χαρακτηρίζονται πολυτελείς και υπέροχες στο μάρκετινγκ. Φαίνεται σαν κάτι που θέλετε. Ποιος δεν επιθυμεί αυτό το συναίσθημα του να είναι τυλιγμένος στην πολυτέλεια μετά από ένα μπάνιο, ντους ή κολύμπι; Δεν χρησιμεύει το πάχος ως δείκτης ποιότητας και πολυτέλειας;

Όλο αυτό το μοντέλο δεν είναι μόνο λάθος. Καταστρέφει τα ρούχα σας και τη ζωή σας. Δείτε πώς.

Μια μεγάλη και βελούδινη πετσέτα απορροφά τεράστιες ποσότητες νερού, έως και ένα ή δύο λίτρα.

Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι φυσικά θα σας στεγνώσει αφού βγείτε από την μπανιέρα ή το ντους, αλλά τώρα δεν έχετε κανένα κίνητρο να κάνετε αυτό που κάποτε ήταν μια συνηθισμένη ρουτίνα, δηλαδή να στεγνώσετε για λίγο πριν τυλίξετε την πετσέτα γύρω από το σώμα σας. Αντ’ αυτού, απλώς στέκεστε μούσκεμα και αφήνετε την πετσέτα να φροντίσει τα υπόλοιπα.

Δεν έχει νόημα. Η αποχέτευση υπάρχει για κάποιο λόγο. Αλλά το κάνουμε επειδή μπορούμε.

Έπειτα, κρεμάμε την πετσέτα. Την κρεμάμε εκεί σε ένα δωμάτιο με ατμούς, ένα από τα χειρότερα δωμάτια στο σπίτι για αερισμό. Είναι επίσης το δωμάτιο με την τουαλέτα που προσθέτει έναν επιπλέον και δυσάρεστο παράγοντα στο μείγμα. Χρειάζεται πολύς χρόνος για να στεγνώσει, κατά τη διάρκεια του οποίου συσσωρεύει μούχλα, μύκητες, βακτήρια και δυσοσμία.

Χρησιμοποιείς την πετσέτα μερικές φορές ακόμα, αλλά κάποια στιγμή παρατηρείς ότι μυρίζει και κάνει το σώμα σου να μυρίζει, κάτι που απαιτεί να καλύψεις τον εαυτό σου με αποσμητικά, κολόνια, λοσιόν και πούδρες για να καλύψεις την αόριστη αίσθηση μυρωδιάς μούχλας.

Τέλος, την πετάς στο πλυντήριο και παίρνεις άλλη μια. Αυτό συνεχίζεται μέχρι να έρθει η μέρα του πλυσίματος. Υπάρχουν τρεις πετσέτες, μερικές μικρές πετσέτες και ίσως μερικά πανιά κουζίνας.

Τις βάζεις με τα λευκά ή τα χρωματιστά ή οτιδήποτε πλένεται σε αυτό το φορτίο.

Εδώ αρχίζει να ξετυλίγεται η καταστροφή. Οι πετσέτες έχουν σχεδιαστεί για να είναι εξαιρετικά απορροφητικές. Τα σύγχρονα πλυντήρια ρούχων καταναλώνουν πολύ νερό. Το νερό είναι χλιαρό ούτως ή άλλως λόγω περιορισμών. Και δεν υπάρχει πολύ, ούτε καν αρκετό για να πλύνεις και πολύ λιγότερο να ξεπλύνεις ρούχα.

Ιδού το κρίσιμο: οι πετσέτες ρουφούν γρήγορα και άπληστα όλο το νερό στο πλυντήριο, αφήνοντας όλα τα άλλα να περιστρέφονται στο μεγάλο τίποτα που προκύπτει. Τίποτα άλλο δεν πλένεται πραγματικά επειδή οι πετσέτες τα καταβροχθίζουν όλα.

Στη συνέχεια, στύβετε στο τέλος του κύκλου, αλλά παρατηρείτε ότι οι πετσέτες είναι πιο υγρές από οτιδήποτε άλλο. Αυτό συμβαίνει επειδή απορρόφησαν το μεγαλύτερο μέρος του φορτίου νερού, στερώντας από όλα τα άλλα την ευκαιρία να πλυθούν. Στη συνέχεια, πηγαίνουν στο στεγνωτήριο και το ίδιο επαναλαμβάνεται. Χρειάζεται επιπλέον χρόνος για να στεγνώσουν, καθώς το υπόλοιπο φορτίο παραμένει ελαφρώς υγρό.

Κουρασμένοι, τελικά απλώς αρπάζετε το φορτίο και βάζετε τα ρούχα στη θέση τους, ίσως λίγο βρεγμένα με την ελπίδα ότι το κρέμασμα θα ολοκληρώσει το στέγνωμα. Αλλά επειδή τώρα βρίσκονται σε μια στενή ντουλάπα ή συρτάρι, αναπτύσσουν και αυτά μούχλα, προσθέτοντας σε ένα στρώμα που δεν καθαρίστηκε κατά τη διάρκεια του πλυσίματος ακριβώς λόγω της παρουσίας των κακών πετσετών.

Βλέπετε τι συμβαίνει εδώ; Η βελούδινη, χοντρή πετσέτα σας είναι στην πραγματικότητα η πηγή όλων των προβλημάτων σας! Απλώς δεν το γνωρίζατε αυτό.

Υπάρχει μια εύκολη λύση για αυτό.

Αν ταξιδεύετε στο εξωτερικό, ειδικά στην Ελλάδα ή την Τουρκία, θα παρατηρήσετε ότι οι πετσέτες είναι εντελώς διαφορετικές. Είναι λεπτές και με υφή βάφλας και συχνά κατασκευασμένες από λινό, όχι από βαμβάκι. Γιατί μπορεί να συμβαίνει αυτό; Υπάρχει μια απλή απάντηση: στεγνώνουν γρήγορα μόνες τους.

Αυτό είναι όλο. Χωρίς μούχλα, μύκητες, βακτήρια. Μετά από λίγες μόνο ώρες ή ακόμα και 30 λεπτά στον ζεστό ήλιο, είναι στεγνές σαν κόκκαλο. Μυρίζουν τέλεια καθαριότητα, κάτι που είναι λογικό επειδή το νερό που ήταν πάνω τους είναι επίσης καθαρό επειδή μόλις βγήκατε από το ντους.

Αυτές οι πετσέτες χρειάζονται πλύσιμο πολύ λιγότερο, επειδή παραμένουν στεγνές μεταξύ των χρήσεων. Δεν μυρίζουν και δεν γίνονται ανθυγιεινές. Όταν έρθει η ώρα να τις πλύνετε, μπορείτε να τις ρίξετε στο πλυντήριο και δεν διαταράσσουν την ισορροπία του νερού. Όλα τα άλλα στο πλυντήριο έχουν πλέον αρκετές πιθανότητες να καθαριστούν. Το ίδιο ισχύει και για το στέγνωμα. Το στεγνωτήριό σας θα αφήσει τα πάντα στεγνά στον καθορισμένο χρόνο ή και πολύ λιγότερο.

Μια καλή και κλασική λινή πετσέτα θα τα αλλάξει όλα. Σίγουρα, είναι πιο ακριβές. Μπορείτε να τις αναζητήσετε σε ιστότοπους εμπόρων όπως το Amazon και να αναζητήσετε μεγάλες λινές πετσέτες μπάνιου. Θα κοστίζουν περίπου 50 δολάρια η καθεμία, κάτι που φαίνεται πολύ, αλλά να θυμάστε ότι χρειάζεστε μόνο μία ή δύο για κάθε μέλος της οικογένειας.

Τι να κάνετε με την τεράστια στοίβα από φουσκωτές, πολυτελείς, βελούδινες πετσέτες μπάνιου που καταλαμβάνουν τεράστιο χώρο στην ντουλάπα σας; Η έντονη πρότασή μου: πάρτε τη στοίβα στην αγκαλιά σας και πετάξτε την αμέσως στον κάδο απορριμμάτων. Ξεφορτωθείτε την τώρα και για πάντα, αντικαθιστώντας την με μία ή μερικές μεγάλες λινές πετσέτες.

Αυτό θα βοηθήσει πολύ στην επίλυση του προβλήματος με το πλύσιμο των ρούχων σας και πολλών άλλων προβλημάτων στη ζωή, μεταξύ των οποίων και αυτή η ανατριχιαστική αίσθηση ότι η πετσέτα σας μεταφέρει μια παράξενη μυρωδιά στο σώμα σας.

Το πώς γίνεται οι Αμερικανοί να ξεγελιούνται από αυτές τις άλλες πετσέτες από πετσετέ ύφασμα είναι κάτι σαν μυστήριο. Είμαστε ασυνήθιστα ευκολόπιστοι στο μάρκετινγκ και έχουμε την πεποίθηση ότι πρέπει πάντα να αναβαθμίζουμε τη ζωή μας. Καταλήξαμε να πιστεύουμε ότι όσο πιο χοντρή είναι η πετσέτα, τόσο το καλύτερο.

Είναι όλα ανοησίες. Οι πετσέτες σας καταστρέφουν τα πάντα. Τώρα που ξέρετε, μπορείτε να το διορθώσετε… και να μου γράψετε για να με ευχαριστήσετε αργότερα.

Οι απόψεις που παρουσιάζονται σε αυτό το άρθρο είναι η γνώμη του συγγραφέα και δεν συμφωνεί απαραίτητα με την άποψη της Epoch Times.