Τρίτη, 01 Ιούλ, 2025

Αν το νερό έχει μνήμη, τι πράγματα θυμάται;

Σχολιασμός

Όσο περισσότερο εξερευνώ το έργο ερευνητών του νερού — όπως Βέντα Ώστιν, Τζέραλντ Πόλλακ, Ζακ Μπενβενίστ, Μασάρου Ιμότο, και του βραβευμένου με Νόμπελ Λουκ Μοντανιέρ— τόσο περισσότερο δέος νιώθω. Όχι μόνο για το νερό, αλλά για το τι ίσως μας διδάσκει σιωπηλά για την ζωή, την τροφή, ακόμα και την συνείδηση.

Ας αρχίσουμε με την ακραία ιδέα ότι το νερό έχει μνήμη.

Το 1988, ο Γάλλος ανοσιολόγος Ζακ Μπενβενίστ δημοσίευσε μια έρευνα στο Nature ισχυριζόμενος ότι το νερό μπορούσε να διατηρήσει το «αποτύπωμα» ουσιών, ακόμα και αν είχαν αραιωθεί πέρα από δυνατότητα εντοπισμού. Έδειξε ότι υπεραραιωμένα διαλύματα προκαλούσαν βιολογικές αντιδράσεις σε κύτταρα — σαν να θυμόταν το νερό αυτό που κάποτε υπήρχε μέσα του. Αν και οι περισσότεροι τον απέρριψαν, το έργο του άνοιξε μια χαραμάδα που λίγοι θέλησαν να ερευνήσουν.

Χρόνια αργότερα, ο υποψήφιος για Νόμπελ Λουκ Μοντανιέρ εξερεύνησε παρόμοιες ιδέες. Ισχυρίστηκε ότι το DNA εκπέμπει ηλεκτρομαγνητικά σήματα στο νερό — και ότι το νερό μπορούσε να θυμάται και να αναμεταδίδει αυτές τις πληροφορίες επιτρέποντας σε αλληλουχίες DNA να μπορούν να επανακατασκευαστούν υπό ορισμένες συνθήκες. Τα ευρήματά του ήταν αμφιλεγόμενα, αλλά υπέδειξαν μια βαθύτερη αλήθεια: Ότι το νερό ίσως όχι μόνο φέρει ζωή, αλλά μπορεί να γίνει και μέσο επικοινωνίας της.

Εν τω μεταξύ, ο Τζέραλντ Πόλλακ, καθηγητής βιο-μηχανικής στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, μελέτησε αυτό που αποκαλεί «τέταρτο στάδιο» του νερού — γνωστό επίσης ως Ζώνη Αποκοπής του νερού. Αυτή η δομημένη κατάσταση διαμορφώνεται δίπλα σε υδρόφιλες επιφάνειες, συσσωρεύει ενέργεια, απομονώνει την ηλεκτρική φόρτιση, και συμπεριφέρεται διαφορετικά από το τυπικό υγρό νερό. Φαίνεται να είναι απαραίτητη για το πως λειτουργούν τα κύτταρά μας, πως θεραπεύονται, και ίσως ακόμα και πως επεξεργάζονται πληροφορίες.

Και μετά είναι ο Μασάρου Ιμότο, που έδειξε ότι το νερό που έχει έκθεση σε συγκεκριμένες λέξεις, προσευχές, και μουσική μπορεί να διαμορφώσει τελείως διαφορετικούς κρυστάλλους. Η «αγάπη» και «ευγνωμοσύνη» δημιούργησαν εντυπωσιακές δομές που θυμίζουν χιονονιφάδες. Το «μίσος» και ο «φόβος» παρήγαγαν χαοτικές, κατεστραμμένες μορφές. Το έργο του κάνει την υπόθεση ότι το νερό ανταποκρίνεται στην ανθρώπινη πρόθεση, γλώσσα, ακόμα και συναίσθημα.

Η σύγχρονη ερευνήτρια Βέντα Ώστιν συνεχίζει την εξερεύνηση. Παγώνει νερό αφότου το εκθέσει σε λέξεις ή σκέψεις — και οι εικόνες μετά συχνά αντανακλούν αυτά που του έδωσε με εντυπωσιακή ακρίβεια. Το έργο της εγείρει το ερώτημα: Είναι το νερό συνειδητό; Και αν ναι, ανταποκρίνεται σε εμάς;

Αν το νερό ανταποκρίνεται σε λέξεις, τι γίνεται με τις σκέψεις μας;

Αν θυμάται αυτό που το άγγιξε, τι γίνεται εντός του νερού στο σώμα μας;

Σχεδόν το κάθε κύτταρο στο σώμα μας είναι φτιαγμένο κυρίως από νερό. Έτσι είναι το φαγητό που τρώμε—φρούτα, λαχανικά, κρεάς, γάλα. Αν το νερό έχει μνήμη, τότε το νερό μέσα στην τροφή μας φέρει πληροφορίες επίσης.

Και αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι: Τι λέει το νερό στα κύτταρά μας;

Κάθε σταγόνα νερού στην Γη υπήρχε από παλιά. Μετακινήθηκε μέσω συννέφων, ποταμών, δέντρων, ωκεανών, ζώων, και ανθρώπων — το ήπιαν, το ίδρωσαν, το ούρησαν, έκλαψαν, προσευχήθηκαν από πάνω του, και ξανά εξατμίστηκε. Αν θυμάται, θυμάται την ίδια την ζωή.

Και αυτό με φέρνει στην τροφή.

Όταν μαζεύω λαχανικά από την φάρμα μου στο Τέξας, έχουν διαμορφωθεί από τον ήλιο, το χώμα, το μικροβίωμα, και το νερό αυτής της γης. Αυτό το νερό φέρει την μνήμη του μέρους—τον ρυθμό του, την ιστορία, και την ευφυία. Όταν τρώω αυτό το φαγητό, δεν τρέφω απλώς το σώμα μου. Παίρνω συγκεκριμένη πληροφορία, σχετική με το μέρος.

Αλλά το περισσότερο από το φαγητό μας σήμερα έρχεται από μακριά. Μια τομάτα μεγαλωμένη σε άλλη χώρα—ή κάτω από τεχνητό φωτισμό σε αποθήκη—τι ιστορία φέρει αυτό το νερό; Αν το νερό στην τροφή μας φέρει μνήμη, ίσως να είναι σε έλλειψη συντονισμού με το περιβάλλον μας, το μικροβίωμά μας, ή τον εποχικό ρυθμό μας.

Υπάρχει μια συνοχή στο να τρως τοπικά, και ίσως μια έλλειψη συνοχής στο να καταναλώνεις τροφή που ταξίδεψε χιλιάδες χιλιόμετρα.

Πριν τα ψυγεία, η περισσότερη τροφή τρωγόταν εντός 200 χιλιομέτρων από τον τόπο παραγωγής. Οι άνθρωποι έτρωγαν αυτό που τους έδινε η γη, όταν το έδινε—όχι απλώς από ανάγκη, αλλά εν σχέση. Δεν είχε να κάνει με την φρεσκάδα. Ήταν σχετικά με την πληροφορία.

Τώρα μπορούμε να τρώμε φράουλες τον Ιανουάριο και αβοκάντο όλο τον χρόνο. Αλλά μήπως χάσαμε κάτι; Όχι μόνο θρεπτικά συστατικά, αλλά επικοινωνία. Αν το νερό φέρει μνήμη, τότε η τροφή από πολύ μακριά ίσως μας ταΐζει με ιστορίες που τα σώματά μας πλέον δεν αναγνωρίζουν.

Και πηγαίνει ακόμα βαθύτερα.

Αν το νερό ανταποκρίνεται σε λέξεις, ανταποκρίνεται και σε πρόθεση; Το σάλιο στο στόμα μας αλλάζει όταν λέμε κουτσομπολιά σε αντίθεση με λέξεις αγάπης; Οι σκέψεις μας αναδιαμορφώνουν το νερό μέσα μας, κάθε στιγμή; Βλέπουμε τον κόσμο μέσω του νερού — τα μάτια μας είναι κυρίως νερό.

Γεννιόμαστε όταν σπάνε τα νερά μας. Και με πολλούς τρόπους, πεθαίνουμε όταν το νερό μας αφήνει—όταν η ενυδάτωση και η ροή σταματάνε.

Το νερό είναι μαζί μας από την πρώτη μας αναπνοή έως την τελευταία. Τι κι αν δεν είναι μόνο ένας σύντροφος; Τι κι αν είναι συνείδηση;

Στο συνέδριο Confluence στην Φάρμα (προσωπικής) Κυριαρχίας τον Μάιο, στεκόμουν στην βροχή ενώ ο Τζέραλντ Πόλλακ μιλούσε σε 750 ανθρώπους για τη μαγεία του νερού. Κοιτούσα ψηλά καθώς έπεφτε το νερό, σκεπτόμενη: Αυτή η βροχή ήταν εδώ ένα εκατομμύριο φορές παλιότερα—και θα είναι εδώ πολύ μετά από εμάς. Η ιερότητα της στιγμής πέρασε μέσα μου σαν ρεύμα. Την επόμενη μέρα, η Βέντα Ώστιν μοιράστηκε τις εικόνες και σκέψεις της. Ήταν ένα σαββατοκύριακο σεβασμού προς το νερό— το μυστήριό του, την μνήμη και το νόημα.

Και οδήγησε σε βαθύτερες ερωτήσεις. Αν το νερό έχει συνείδηση, ποίου συνείδηση είναι; Είναι συλλογική—μια ηχώ κάθε ζωντανού όντος; Είναι θεϊκή—η παρουσία του Θεού ρέουσα σε όλα τα πράγματα; Είναι η ίδια η Γη, με κωδικοποιημένη αρχαία εμπειρία;

Ίσως είναι όλα τα παραπάνω.

Ίσως το νερό στα σώματά μας φέρει μνήμη μητέρων που γεννούσαν, ιερών τελετών, και αρχαίων δασών. Ίσως οι ωκεανοί θυμούνται κάθε δόνηση, προσευχή, και πόνο που έχει ποτέ ειπωθεί.

Και αν αυτό είναι αλήθεια, τότε τι σημαίνει που συνεχίζουμε να το δηλητηριάζουμε;

Όταν γεμίζουμε το νερό με φάρμακα, εντομοκτόνα, βαρέα μέταλλα, και συνθετικά χημικά, δεν βλάπτουμε μόνο το οικοσύστημά μας—ίσως διαβρώνουμε την ίδια την μνήμη του νερού. Δομημένο, συνεχές νερό ίσως γίνεται αδόμητο. Η ικανότητά του να αποθηκεύει και να μεταφέρει βιολογική πληροφορία ίσως διαταράσσεται. Αν το νερό φέρει νοημοσύνη, τότε η μόλυνση ίσως σημαίνει την αλλαγή του τρόπου επικοινωνίας της ζωής, του τρόπου θεραπείας, ή επούλωσης.

Η συνέπεια στην ανθρωπότητα; Περισσότερη αποσύνδεση. Περισσότερη φλεγμονή. Περισσότερη ασθένεια που δεν ανταποκρίνεται στην λογική— επειδή το μέσο επικοινωνίας μεταξύ της ζωής και αυτής έχει συγχυστεί. Ίσως αυτό εξηγεί γιατί οι χρόνιες παθήσεις και η συναισθηματική αναταραχή αυξάνονται, ακόμα και καθώς «προοδεύουμε.» Ίσως δεν είμαστε απλώς εκτός ισορροπίας—είμαστε εκτός συντονισμού.

Έτσι ρωτώ: Τι λέει το νερό στο φαγητό σας στο σώμα σας; Τι συμβαίνει ότι επιστρέφουμε στην συνοχή—όταν τρώμε από την γη που ζούμε και μιλάμε στο νερό ως σε κάτι ιερό; Και τι αλλάζει όταν σταματούμε να συμπεριφερόμαστε στο νερό σαν σε έναν πόρο— και αρχίζουμε να συσχετιζόμαστε με αυτό όπως με μια ζωντανή παρουσία που ήδη μας γνωρίζει, και ίσως μας αγαπά;

Δεν έχω όλες τις απαντήσεις, αλλά πιστεύω ότι οι ερωτήσεις είναι σημαντικές. Και πιστεύω ότι το νερό ήδη ξέρει.

της Μόλι Ένγκελχαρτ

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι αυτές του συγγραφέα και δεν συμφωνούν απαραιτήτως με την άποψη της Epoch Times.

Γάμος και κοινωνική υγεία

Σχολιασμός

«Ο γάμος είναι κοινό καλό, και τώρα περισσότερο από ποτέ οι Βορειοαμερικανοί χρειάζεται να ξανασκεφτούν τι σημαίνει ένας υγιής πολιτισμός γάμου σε μια πλουραλιστική κοινωνία», γράφουν ο Αντρέα Μρόζεκ και o Πήτερ Τζον Μίτσελ καθώς μιλούν για τον γάμο στο ευκολοδιάβαστο και ενδιαφέρον «Δέχομαι… ; Γιατί ο γάμος έχει ακόμα σημασία» (2024). Λέγοντας ότι ο γάμος έχει σημαντικά πλεονεκτήματα όχι μόνο για τους συζευγμένους ενήλικες και τα παιδιά τους αλλά επίσης για την ευρύτερη κοινωνία, οι συγγραφείς εκφράζουν την ελπίδα ότι το βιβλίο τους θα συνεισφέρει σε κοινωνικές συζητήσεις επί του θέματος.

Είμαι πιθανότατα ένα κοινό μειονότητας για αυτό το βιβλίο. Πιστεύω πως ο γάμος είναι καλός για τους λόγους που με τόση ικανότητα εκφράζουν οι συγγραφείς. Οι περισσότεροι φίλοι μου επίσης παίρνουν τον γάμο σοβαρά και γνωρίζουν το καλό που προσφέρει. Παρόλα αυτά, έχω ενδοιασμούς αρκετά σοβαρούς που θα δίσταζα να ενθαρρύνω τον οποιονδήποτε νέο άντρα να κάνει γάμο. Το βιβλίο ενίσχυσε την εκτίμησή μου για το γιατί ο θεσμός αξίζει να διασωθεί, αλλά δεν μίλησε για τις ανησυχίες μου.

Γενικά, οι συγγραφείς κατευθύνουν τα επιχειρήματά τους προς αυτούς που, όντας μοντέρνοι και προοδευτικοί στις απόψεις, βρίσκουν τον γάμο όλο και περισσότερο αχρείαστο ή μη σχετικό με την εποχή — αν όχι ένα πραγματικό κακό που καταπιέζει τις γυναίκες και αρνείται την ανθρώπινη φύση. Οι Βόρειοι Αμερικανοί όλο και περισσότερο αναβάλλουν τον γάμο έως αργότερα στην ζωή τους ή διαλέγουν να συγκατοικήσουν. Ακόμα και μεταξύ αναλυτών πολιτικής και κοινωνικών σχολιαστών που ίσως αναμενόταν να προωθούν τα αποδεδειγμένα οφέλη του, το θέμα του γάμου έχει βασικά παραγκωνιστεί.

Τα καλά νέα στον γάμο έχουν μεγάλες συνέπειες, όπως δείχνουν οι συγγραφείς. Παιδιά που γεννιούνται και μεγαλώνουν από δύο γονείς εν γάμω τα πηγαίνουν καλύτερα από άλλα παιδιά σε μια σειρά μέτρων. Είναι λιγότερο πιθανό να μεγαλώσουν σε φτώχεια ή να υποστούν σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση. Είναι πιθανότερο να τελειώσουν το σχολείο και να εξασφαλίσουν εργασία. Έχουν λιγότερα συναισθηματικά και συμπεριφορικά προβλήματα, και είναι «λιγότερο πιθανό να επιχειρήσουν αυτοκτονία, να έχουν ψυχική νόσο, ή να κάνουν κατάχρηση ναρκωτικών.»

Οι εν γάμω ενήλικες επίσης έχουν οφέλη, απολαμβάνοντας καλύτερη υγεία και μεγαλύτερη μακροζωία από τους άγαμους ή χωρισμένους αντίστοιχούς τους, ενώ διαφεύγουν από τα κακά της κοινωνίας όπως η απομόνωση, ο εθισμός, και η έλλειψη στέγης. Η ευρύτερη κοινωνία ενισχύεται επίσης, καθώς τα παντρεμένα ζευγάρια τείνουν να είναι περισσότερο ενδιαφερόμενα για τα κοινά από άλλους, υποστηρίζοντας αθλητικούς συλλόγους, κλαμπ ρόταρυ, επιχειρηματικές ενώσεις, μέρη λατρείας, και φιλανθρωπίες.

Ενώ επιχειρηματολογούν υπέρ του γάμου, οι Μρόζεκ και Μίτσελ γνωρίζουν καλά τις αλλαγές που έχουν εργαστεί εναντίον του τον τελευταίο αιώνα. Δείχνουν πως, για παράδειγμα, προσπάθειες να γίνει το διαζύγιο λιγότερο επώδυνο έχουν επίσης αυξήσει ραγδαία την πιθανότητά του. Καθώς μιλούν πειστικά, η τάση στην Βόρεια Αμερική για διαζύγιο χωρίς σφάλμα δεν μείωσε απαραιτήτως το τραύμα διαζυγίου, ειδικά για αυτούς τους συζύγους που βρέθηκαν διαζευγμένοι ενάντια στην θέλησή τους, ή για τα παιδιά που δεν μπορούσαν να κρατήσουν τις οικογένειές τους μαζί. Η διάλυση του γάμου δεν γίνεται λιγότερο πικρή ή οδυνηρή απλώς επειδή έχει απλοποιηθεί νομικά. Αντιθέτως, οι Μρόζεκ και Μίτσελ λένε πως ο πόνος έχει απλώς απλωθεί σε περισσότερους.

Οι συγγραφείς είναι πειστικοί λέγοντας ότι η ρομαντική άποψη του γάμου που έχει κυριαρχήσει στην Δύση τον τελευταίο αιώνα έχει ίσως επιταχύνει τον αφανισμό του. «Το πρότυπο της αδελφής ψυχής, μέσω του να στηρίζεσαι πάρα πολύ στο συναίσθημα και να διαγράφεις τα οφέλη στην μακροζωία, τελικά αποτυγχάνει να δώσει αξία σε άλλες πτυχές του γάμου που ωφελούν τα μέλη της οικογένειας και την ευρύτερη κοινωνία», γράφουν. Τα οφέλη της σταθερότητας, αφοσίωσης, και αυξημένης οικονομικής ασφάλειας δεν είναι αδιάφορα, και εκτείνονται πέρα από τις ασαφείς έννοιες της αδελφής ψυχής. Οι συγγραφείς προτείνουν αντ’ αυτού το πιο ηρωικό πρότυπο του γάμου σαν μια επική περιπέτεια: μερικές φορές δύσκολη, και μερικές φορές απαιτεί θυσία, αλλά έχοντας έναν στόχο που δίνει ικανοποίηση.

Οι Μρόζεκ και Μίτσελ κάνουν την πρότασή τους βασιζόμενοι σε στοιχεία για την αξία του γάμου με έναν τρόπο που δείχνει σεβασμό σε αυτούς που την εχθρεύονται, παραδεχόμενοι ότι ο γάμος περιέχει συμβιβασμούς και δεν είναι απαραιτήτως για όλους. Προτείνουν ότι οι δυνάμεις που εξασθενούν τον γάμο δεν ήταν τόσο εσκεμμένες όσο τυχαίες ή περιφερειακές, περιλαμβάνοντας «τους πολλούς μικρούς τρόπους που έχουμε ξεχάσει πως ακόμα και σημαντικοί, αρχαίοι θεσμοί μπορούν να καταρρεύσουν αν αφεθούν στην τύχη τους.» Φοβάμαι ότι αυτή η άποψη υποτιμά ακραίως την παλιά και αποφασισμένη εχθρικότητα προς τον γάμο που ήταν η κινητήρια δύναμη φεμινιστικών και προοδευτικών ομάδων, από τον Σαρλς Φουριέ στην Μπέτυ Φριντάν, και από την Βικτώρια Γούντχαλ στην Σόφι Λιούις. Οι οπαδοί που έχουν επιτυχώς διαδώσει την σκέψη τους κατά του γάμου στις κοινωνίες δεν νοιάζονται αν τα αποτελέσματα του γάμου αποδεικνύεται πως είναι καλά για παιδιά και κοινότητες. Η αφοσίωσή τους σε ουτοπικούς στόχους, όπως σεξουαλική απελευθέρωση ή ισότητα φύλων, τους κάνει αδιάφορους για μεγάλα προβλήματα όπως μοναξιά ή εθισμός σε ναρκωτικά, που πιστεύουν ότι θα λυθούν εύκολα όταν ο στόχος τους έχει επιτευχθεί.

Σίγουρα, η επαναλαμβανόμενη υπονόμευση του γάμου που είδαμε τις τελευταίες δεκαετίες ήταν πολύ εσκεμμένη; Η προοδευτική πτέρυγα του Αριστερού Κόμματος του Καναδά, για παράδειγμα, έχει όλο και περισσότερο διαχειριστεί τον γάμο ως κάτι ίδιο από την εκτός γάμου συγκατοίκηση, τις ενώσεις ίδιου φύλου ή κάθε άλλο κανονισμό οικογένειας, που δεν αξίζει ειδική προστασία, πλεονεκτήματα ή αναγνώριση— στην πραγματικότητα, ακριβώς το αντίθετο. Άρθρα με τίτλους όπως «Είναι ο γάμος κακή ιδέα για τις γυναίκες;» πλημμυρίζουν τις σελίδες του Psychology Today (η απάντηση, σε περίπτωση που κάποιος αναρωτιέται, είναι ένα δυνατό ναι), ενώ οι γυναίκες που φεύγουν από τους συζύγους τους χαιρετίζονται για το θάρρος, την φιλαλήθεια, και την αφοσίωση στον εαυτό τους.

Την προηγούμενη δεκαετία, οι Αριστεροί υπό τον πρώην πρωθυπουργό Τζάστιν Τρουντό, προσπάθησαν και διαφήμισαν την αφοσίωσή τους σε καθαρά αντιοικογενειακές φεμινιστικές πολιτικές όπως έκτρωση κατά βούληση, ποσοστά γυναικών στον χώρο εργασίας, επιδόματα για ανατροφή τέκνων, και επιδόματα για αντισυλληπτικά. Το ιδανικό, σαφώς, είναι ένας σεξουαλικά απελευθερωμένος γυναικείος πληθυσμός που έχει ακόμα λιγότερα παιδιά, χωρίς να περιορίζονται από τις λίγες που έχουν και αδιάφορες για την χειρουργική τους εξάλειψη.

Πολλές άλλες φεμινιστικές πολιτικές, από πρωτοβουλίες ενδοοικογενειακής βίας ως προσλήψεις ισότητας, έχουν δαιμονοποιήσει τους άντρες ως καταπιεστές, μείωσαν την δυνατότητα κέρδους των αντρών (κάνοντάς τους έτσι όχι τόσο επιθυμητούς ως ταίρια), και χάλασαν τον ρόλο τους ως πατέρες. Το ότι κάποιοι υπέρμαχοι του φεμινισμού τώρα εκφράζουν απόψεις υπέρ του γάμου—ένα φαινόμενο που αναφέρουν με επιδοκιμασία οι Μρόζεκ και Μίτσελ ως καλά νέα— δεν έχει σημασία αν ο γάμος και η θέση των αντρών εντός αυτού έχουν τόσο πολύ αποδυναμωθεί στον νόμο και στην πολιτισμική εκτίμηση ώστε να έχουν γίνει ανίκανοι να αποδώσουν τα παραδοσιακά πλεονεκτήματά τους.

Στην κατεύθυνση των επιχειρημάτων τους προς αυτούς που δεν νοιάζονται τι συμβαίνει στον γάμο ή είναι ενεργά ενάντιοί του στις αρχές, οι Μρόζεκ και Μίτσελ έχουν λίγα να πουν στους άντρες που νιώθουν ανήσυχοι για τον γάμο, όχι λόγω των προκλήσεων και θυσιών της γαμήλιας κατάστασης αλλά λόγω της καταστροφικής ζημίας που φέρνει το διαζύγιο. Ένας γάμος που μπορεί να διαλυθεί μονομερώς χωρίς σημαντικό ή αποδεδειγμένο λόγο είναι γάμος μόνο λίγο παραπάνω από ό,τι στο όνομα.

Πολλά από τα θύματα του μονομερούς διαζυγίου είναι άντρες, καθώς οι γυναίκες εκκινούν διαζύγιο σε περίπου 70% των περιπτώσεων. Οι γυναίκες, μας λένε συχνά οι ειδικοί (που χαιρετίζουν την ευκολία με την οποία οι γάμοι μπορούν να εγκαταλειφθούν), είναι λιγότερο πιθανό από τους άντρες να είναι εντάξει με μια μη ικανοποιητική κατάσταση, αν και δεν έχουν την ίδια τάση να αποχωρίζονται από τα χρήματα του συζύγου τους. Όταν εμπλέκονται παιδιά, οι χωρισμένοι άντρες μπορεί να βρουν τον εαυτό τους να είναι απλώς επισκέπτης στις ζωές των παιδιών τους αν αυτή είναι η επιθυμία της πρώην συζύγου. Άντρες που δεν έχουν διαπράξει κανένα έγκλημα μπορεί να βρεθούν με διαταγές απαγόρευσης επαφής για χρόνια από δικαστές ή δικαστίνες που είναι ενάντια στους άντρες.

Στην αναφορά των οφελών στην υγεία και σε άλλα θέματα που φέρνει ο γάμος, ακόμα και στην επανάληψη της αρκετά ασεβούς σκέψης ότι ο γάμος «εκπολιτίζει τους άντρες», οι Μρόζεκ και Μίτσελ δεν λένε τίποτα για τις ιδιαίτερα καταστροφικές συνέπειες του διαζυγίου σε τέτοιους άντρες, που σκοτώνουν τον εαυτό τους σε ποσοστό σχεδόν εννέα φορές περισσότερο από τις γυναίκες μετά το διαζύγιο. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι θα υπήρχε γενική ησυχία αν οι γυναίκες σκότωναν τον εαυτό τους τόσο συχνά όταν οι άντρες τους τις εγκατέλειπαν.

Πολλοί άντρες, κοιτώντας τον γάμο όπως είναι τώρα και βλέποντας την αγωνία φίλων ή συγγενών, απλώς βρίσκουν τους κινδύνους πολύ μεγάλους. Είναι έτοιμοι για την αφοσίωση στον γάμο, επιθυμούν να χτίσουν ένα σπίτι και να έχουν παιδιά, και είναι πολύ χαρούμενοι να δουλέψουν σκληρότερα και να έχουν τις απαιτούμενες υποχρεώσεις — αλλά δεν επιθυμούν να χαλάσουν οι ίδιοι αν η σύζυγός τους θέλει να το διαλύσει. Ο μόνος τρόπος να μην διαζευχθούν, δυστυχώς, είναι να μην κάνουν γάμο. Δεδομένου ότι ο νόμος στον Καναδά για τις οικογένειες συμπεριφέρεται σε συμφωνίες συμβίωσης ως γάμους, κάποιοι από αυτούς τους άντρες δυστυχώς επιλέγουν να μην συγκατοικήσουν ή να μην έχουν παιδιά.

Εδώ ερχόμαστε στο δύσκολο ερώτημα που αυτό το κατά τα άλλα ισχυρό βιβλίο δεν αντιμετωπίζει. Αν ο γάμος είναι το κρίσιμο κοινωνικό καλό που η έρευνες δείχνουν ότι είναι, δεν είναι απαραίτητο να προστατευτεί μέσω του νόμου και κοινωνικής πολιτικής—για παράδειγμα, τερματίζοντας το χωρίς λόγο διαζύγιο, επιβραβεύοντας παντρεμένα ζευγάρια με φορολογικά κίνητρα και άλλες νομικές και κανονιστικές προστασίες, παρέχοντας εγγύηση για τα δικαιώματα παιδιών και πατέρων μέσω εντολών ίσης κηδεμονίας μετά από διαζύγιο, και μέσω άλλων πρωτοβουλιών που δίνουν προτεραιότητα στην γαμήλια σταθερότητα; Αν θα θέλαμε να τιμήσουμε τον γάμο ως ένα ιδιαίτερο κοινωνικό καλό, δεν θα έπρεπε να θέλουμε να απαιτήσουμε να αναγνωριστεί δημοσίως και να υποστηριχτεί λόγω αυτού; Χωρίς υποστήριξη, μάλλον θα παραμείνει ένας εύθραυστος θεσμός σε κίνδυνο. Ίσως αυτά είναι θέματα που θα αντιμετωπιστούν σε έναν επόμενο τόμο — έναν που θα με ενδιέφερε πολύ να διαβάσω.

της Τζανίς Φιαμένγκο

Η Τζανίς Φιαμένγκο είναι ανώτερη συνεργάτιδα στο Aristotle Foundation for Public Policy και συνταξιούχος καθηγήτρια Αγγλικών στο Πανεπιστήμιο της Οττάβα.

Η βιομηχανία της κατεστραμμένης αυτοεκτίμησης στην ψηφιακή εποχή

Σχολιασμός

Μια νέα έρευνα από το JAMA Pediatrics θα πρέπει να μας σταματήσει άμεσα: οι νέοι ενήλικες που αναφέρουν εθιστική χρήση οθονών — όχι απλώς συχνή χρήση — είναι δύο φορές ή παραπάνω πιθανότερο να σκεφτούν αυτοκτονία εντός δύο ετών. Όχι επειδή είναι στο διαδίκτυο πάρα πολύ, αλλά επειδή δεν μπορούν να σταματήσουν.

Την ίδια στιγμή, μια νέα γυναίκα με όνομα Κάρολαϊν Κόζιολ, κάποτε κορυφαία αθλήτρια και μαθήτρια, μηνύει το ΤικΤοκ και Ίνσταγκραμ αφότου οι αλγόριθμοί τους πλημμύρισαν την ροή της με περιεχόμενο προβλημάτων όρεξης για φαγητό. Αυτό που άρχισε ως μια αναζήτηση για συμβουλές υγείας έγινε πλήρης ανορεξία. Η δική της είναι μόνο μία από τις πάνω από 1.800 παρόμοιες περιπτώσεις που μήνυσαν.

Αυτό δεν είναι ένα πρόβλημα στο σύστημα. Είναι το σύστημα.

Οι πλατφόρμες μέσων δικτύωσης δεν αντανακλούν απλώς τις ανασφάλειές μας — τις καλλιεργούν. Γιατί; Επειδή η ανασφάλεια είναι επικερδής. Όταν ένας έφηβος νιώθει ότι δεν είναι καλός —πολύ χοντρός, πολύ απλός, πολύ ήσυχος— μένει στο διαδίκτυο παραπάνω. Περιηγείται, συγκρίνει, εμπλέκεται. Και κάθε δευτερόλεπτο που ξοδεύουν ψάχνοντας επιβεβαίωση, κάποιος άλλος το εισπράττει σε χρήματα.

Αυτό που βλέπουμε είναι η μετατροπή σε όπλο της χαμηλής αυτοεκτίμησης, κλιμακούμενη από αλγόριθμο και χρηματοδοτούμενη από σχεδιασμό.

Αυτό ίσως ακούγεται σκληρό. Αλλά ας είμαστε ειλικρινείς: δεν είναι καινούριο. Για δεκαετίες, η βιομηχανία ομορφιάς, μόδας, ακόμα και τάσεις υγείας έχουν κερδίσει από το να λένε σε ανθρώπους — ειδικά σε γυναίκες και κορίτσια — ότι δεν είναι αρκετά καλές όπως είναι. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης απλώς βιομηχανοποίησαν την τακτική.

Τώρα, οι πλατφόρμες ρυθμίζονται για εθιστική συμπεριφορά, όχι για χαρά ή δημιουργικότητα. Η εθισμένη εμπλοκή επιβραβεύεται, η ψυχική υγεία είναι ζημία που δεν τους ενδιαφέρει τόσο.

Η αλήθεια είναι, πολλές βιομηχανίες κερδίζουν όταν οι άνθρωποι αμφιβάλλουν για τον εαυτό τους: οι διαφημιστές κερδίζουν από τον φόβο ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί, οι παραγωγοί περιεχομένου και οι διαδικτυακοί γκουρού πωλούν την ψευδαίσθηση της «διόρθωσης» των ελλείψεών σας, και ακόμα μέρη του φαρμακευτικού και θεραπευτικού κόσμου επεκτείνονται όταν το άγχος και η κατάθλιψη αυξάνονται.

Και αυτοί είναι μόνο οι εμπορικοί ωφελούμενοι. Πολιτικά, ένα κοινό που δεν έχει αυτοπεποίθηση είναι ευκολότερο να αλλάζει γνώμη. Ευκολότερο να διαιρεθεί. Ευκολότερο να ελεγχθεί.

Η διάβρωση της αυτοεκτίμησης δεν είναι απλώς προσωπικός αγώνας — είναι μια δημόσια τρωτότητα. Και στην ψηφιακή εποχή, γίνεται συστημική.

Θα πρέπει να το αποκαλέσουμε με το σωστό όνομα: είναι μια πολιτισμική κρίση που χρειάζεται άμεση αντίδραση. Οι μηνύσεις κατά της Meta και άλλων πλατφορμών είναι μια αρχή, αλλά δεν θα είναι αρκετές από μόνες τους. Αν θέλουμε πραγματική αλλαγή, χρειαζόμαστε τρία πράγματα:

Πρώτον, νομική ευθύνη για τον σχεδιασμό. Οι πλατφόρμες πρέπει να θεωρούνται υπεύθυνες για τις ψυχολογικές επιπτώσεις των αλγορίθμων που χρησιμοποιούν. Αυτό σημαίνει διαφάνεια στο πως λειτουργεί το σύστημα προτάσεων και συνέπειες όταν εμφανώς προκαλούν ζημία.

Δεύτερον, ενίσχυση των γονέων και της εκπαίδευσης. Θα πρέπει να διδάξουμε τους νέους όχι μόνο πως να χρησιμοποιούν τεχνολογία — αλλά πως να της αντιστέκονται. Να εντοπίζουν την χειραγώγηση. Να δίνουν αξία στον εαυτό τους πέρα από τον αριθμό των like.

Και τρίτον, χρειαζόμαστε μια πολιτισμική αλλαγή. Η αυτοεκτίμηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια μικρή ανησυχία λίγων ή ως μια προσωπική μάχη. Είναι θεμέλιο ελευθερίας, αντοχής, και δημόσιας υγείας. Όταν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι αξίζουν, είναι δυσκολότερο να ελεγχθούν — και ευκολότερο να δημιουργήσουν.

Επειδή ο πραγματικός κίνδυνος δεν είναι απλώς ότι οι πλατφόρμες τεχνολογίας κάνουν τον κόσμο να νιώθει ανάξιος. Είναι ότι οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτό συμβαίνει. Και όταν δεν πιστεύεις στην αξία σου, είσαι πρόθυμος να την ανταλλάξεις — για οτιδήποτε υπόσχεται να στην δώσει πίσω.

της Κέυ Ρούμπατσεκ

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν συμφωνούν απαραιτήτως με τις απόψεις της Epoch Times.

Η εκπαιδευτική κρίση της Σουηδίας

Σχολιασμός

Έως την δεκαετία του 1960, το δημόσιο σύστημα σχολείων της Σουηδίας ήταν από τα καλύτερα του κόσμου. Τα ποσοστά αλφαβητισμού της χώρας ήταν σχεδόν 100%, και οι μαθητές τα πήγαιναν καλά στα μαθηματικά, φυσική, χημεία, και ανάγνωση. Η εκπαίδευση είχε ρόλο κοινωνικού σταθμιστή, ένα όχημα για κοινωνική κινητικότητα, και καταλύτης για οικονομική πρόοδο. Ωστόσο, αυτή η πηγή εθνικής υπερηφάνειας έχει εκφυλιστεί σε αίτιο κοινωνικής ανησυχίας. Σήμερα, τα σουηδικά σχολεία αντιμετωπίζουν πολλές προκλήσεις, όπως την μείωση βαθμολογίας των διεθνών κατατάξεων, διαφορετική ποιότητα, παράλογη αύξηση βαθμών, και θέματα πειθαρχίας.

Αυτή η αλλαγή άρχισε την δεκαετία του 1960, όταν οι κυβερνώντες Σοσιαλιστές Δημοκράτες της Σουηδίας εισήγαγαν μεταρρυθμίσεις για να «δημοκρατικοποιήσουν» την εκπαίδευση μέσω αντικατάστασης του συμβατικού σχολικού συστήματος — που πρόσφερε διαφορετικά ακαδημαϊκά και εργατικά μονοπάτια στους μαθητές και έδινε έμφαση στην παραδοσιακή εκπαίδευση, την πειθαρχία, και την θέση του δασκάλου — με ένα μοντέλο ίδιο για όλα. Αυτό το σύστημα επίσης επικεντρώθηκε σε «προοδευτικές» μεθόδους, ισχυριζόμενο ότι τα παιδιά μαθαίνουν καλύτερα όταν τους επιτρέπεται να εξερευνούν ελεύθερα με ελάχιστη παρέμβαση ενηλίκου. Ως αποτέλεσμα, η αυτοοδηγούμενη μάθηση, η συνεργατικότητα, και η συναισθηματική ανάπτυξη εισήχθησαν, ενώ οι βαθμοί έγιναν λιγότερο σημαντικοί. Τα βιβλία αντικαταστάθηκαν με εργασίας τύπου πρότζεκτ και ο ρόλος του δασκάλου επαναπροσδιορίστηκε ως αυτός ενός προπονητή. Για ένα διάστημα, δοκιμάστηκαν ακόμα και «μαθήματα χωρίς δάσκαλο».

Αυτές οι μεταρρυθμίσεις ήταν, εν μέρει, εμπνευσμένες από Αμερικανούς θεωρητικούς όπως ο Τζον Ντιούι, ο οποίος βάσισε τις ιδέες του στις θεμελιωδώς λανθασμένες συμπεριφορικές απόψεις της ανθρώπινης φύσης. Αυτή η φιλοσοφία λέει ότι η ανθρώπινη φύση είναι απαραιτήτως διαμορφώσιμη (ή μη υπαρκτή) και συνεχίζει να επηρεάζει την Σουηδική πολιτική έως σήμερα, δημιουργώντας μια τυφλή πίστη στην κοινωνική μηχανική, την τελειοποίηση της ανθρωπότητας, και την εξουσία κρατικών ειδικών για να αναδιαμορφώσουν την κοινωνία μέσω μια αλλαγής από πάνω προς τα κάτω.

Το αποτέλεσμα είναι ένα σχολικό σύστημα στο οποίο η ιδεολογική μόδα συχνά νικάει τα εμπειρικά στοιχεία. Ο Έρικ Λίντστορμ, σοχλιαστής και συγγραφέας του «Εκπαίδευση Χωρίς Αλυσίδες» (2024), είναι γνωστός επικριτής του σουηδικού σχολικού συστήματος και έχει μελετήσει τις πτυχιακές θέσεις περί εκπαίδευσης που κατατίθονται σε σουηδικά πανεπιστήμια. Επιβεβαιώνει ότι σχεδόν όλες παρουσιάζουν μόνο συναισθήματα για το πως το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να είναι, χωρίς εμπειρικά στοιχεία για να υποστηρίξουν ισχυρισμούς όπως: «Είναι μόνο ‘εγώ νομίζω’ τύπου απόψεις και τίποτα άλλο.»

Επίσης, καθώς τα σουηδικά σχολεία μεταμορφώνονται από μέρη εκμάθησης σε εργαστήρια ιδανικών πολιτών, γίνονται μια πολιτικοποιημένη αρένα υποκείμενη σε ατελείωτες αλλαγές από διάφορες κυβερνήσεις. Είτε αριστερή είτε δεξιά, κάθε διοίκηση επιχειρεί να αλλάξει την σε αργή κίνηση κατάρρευση μέσω της εισαγωγής νέων μαθημάτων, απαιτήσεις εκπαίδευσης δασκάλων, κλίμακες βαθμολογίας, ψηφιακών εντολών, και πλαισίων αξιολόγησης. Αυτή η συνεχής αλλαγή κάνει τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό αδύνατο, μπερδεύει τους δασκάλους, ενοχλεί τους γονείς, και εξαναγκάζει τους μαθητές να προσαρμόζονται σε νέα σύνολα μαθημάτων και συστημάτων βαθμολόγησης κάθε λίγα έτη.

Ακόμα και πολιτικές με καλή πρόθεση έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα επειδή εφαρμόστηκαν βιαστικά ή με αλληλοσυγκρούσεις λειτουργίας. Για παράδειγμα, η δεκαετία του 1990 είχε την εισαγωγή ενός εθνικού συστήματος επιλογής σχολείου που έσπασε το μονοπώλιο του δημόσιου σχολείου, οδηγώντας στην άνοδο των ανεξάρτητων σχολείων. Αν και η πρόθεση ήταν να βελτιωθεί η ποιότητα μέσω συναγωνισμού, αυτή η αλλαγή οδήγησε σε περαιτέρω προβλήματα. Για παράδειγμα, ο πληθωρισμός βαθμών σήμερα είναι ένα θέμα, με έντονες διαφορές μεταξύ της απόδοσης μαθητών σε εθνικά διαγωνίσματα και στους βαθμούς τους, που υπονομεύουν την αξιοπιστία του συστήματος βαθμολόγησης και χαλούν τις εισαγωγές σε πανεπιστήμια. Σύμφωνα με τον Λίντοστορμ, αυτό γίνεται επειδή οι εκπαιδευτικές εταιρείες — αντί για τους γονείς — έχουν γίνει οι κύριοι καρπωτές των χρημάτων του συστήματος σχολικής επιλογής.

Η υποβάθμιση εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων της Σουηδίας είναι καλά τεκμηριωμένη. Από τις αρχές του 2000, η απόδοση της χώρας στο Πρόγραμμα Αξιολόγησης για Διεθνείς Μαθητές, που συγκρίνει την ακαδημαϊκή απόδοση μαθητών 15 ετών ανά χώρες, έχει πέσει κατακόρυφα. Μεταξύ του 2000 και 2012, η απόδοση των Σουηδών μαθητών σε μαθηματικά, ανάγνωση, και επιστήμες έπεσε σημαντικά, μένοντας πολύ πίσω από τις πρώτες χώρες όπως Φινλανδία, Εσθονία, και Ιαπωνία. Επίσης, σύμφωνα με την Σουηδική Εθνική Υπηρεσία Εκπαίδευσης, σχεδόν ένας στους τρεις μαθητές αφήνει την τρίτη γυμνασίου χωρίς τις απαιτούμενες γνώσεις και ικανότητες για να εισέλθει στο λύκειο.

Επίσης, τα ποσοστά αναλφαβητισμού αυξάνονται ραγδαία, ειδικά μεταξύ μεταναστών. Το 2013, καθηγητές πανεπιστημίων πρόσεξαν ότι κάποιοι γηγενείς φοιτητές δεν είχαν ικανότητα από οποιαδήποτε άποψη και έως το 2022, περίπου 800.000 από τα 10 εκατομμύρια κατοίκους της Σουηδίας είχαν κατηγοριοποιηθεί ως αναλφάβητοι— το υψηλότερο ποσοστό από τουλάχιστον τα μέσα του 19ου αιώνα, πιθανώς από τις αρχές του 18ου αιώνα.

Έχοντας αυτήν την θλιβερή εικόνα, πολλές κυβερνητικές προσπάθειες πρότειναν μέτρα για επανόρθωση της τάξης και ποιότητας στην σχολική τάξη, όπως ισχυρότερη θέση του δασκάλου, πιο απλές οδηγίες μαθημάτων, και νέα εστίαση στην βασική γνώση. Αλλά τα προβλήματα είναι συστημικά. Αν και η παρούσα κεντροδεξιά κυβέρνηση προσπαθεί να αλλάξει πορεία, ένα δίκτυο «βαθέως κράτους» ιδεολογικών διευθυντών, ακραίων ενώσεων, και προοδευτικών ειδικών της αντιστέκεται, αναφέροντας «έρευνες» που ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει τίποτα λάθος με το τρέχον σύστημα ή τα πρότυπά του.

Συνεπώς, βαθιά αλλαγή θα απαιτήσει περισσότερα από τεχνικές επιδιορθώσεις. Θα απαιτήσει μια πολιτισμική αλλαγή μεταξύ πολιτικών και διευθυντών που κάνει μια επαναξιολόγηση των λανθασμένων υποθέσεων περί ανθρώπινης φύσεως και παιδαγωγίας, οι οποίες οδήγησαν την σουηδική εκπαίδευση για δεκαετίες, πιθανώς. Εν συντομία, για να ανακάμψει η Σουηδία ως εκπαιδευτικό έθνος, θα πρέπει να επανανακαλύψει την αξία της δομής, πειθαρχίας, και υψηλών προσδοκιών. Έως τότε, οι νέες γενιές παιδιών θα συνεχίζουν να πληρώνουν το τίμημα για ένα πολιτικό πείραμα που είχε κακό αποτέλεσμα.

του Άντερς Έντουαρντσον

Απόψεις που εκφράζονται εδώ είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν συμφωνούν απαραιτήτως με τις απόψεις της Epoch Times.

Μια κρίση βαθύτερη του πολέμου

Σχολιασμός

Αν και ο πόλεμος και η πολιτική καταπίεση κυριαρχούν στους τίτλους, ο πιο μεγάλος κίνδυνος του Ιράν ίσως βρίσκεται κάτω από τα πόδια των πολιτών του. Το Ιράν σήμερα αντιμετωπίζει μια από τις πιο σιωπηλές όμως και τρομακτικές κρίσεις στη σύγχρονη ιστορία του: την καθίζηση γης. Αυτή η συνεχιζόμενη περιβαλλοντική καταστροφή χαλάει την κρίσιμη υποδομή, την καλλιεργήσιμη γη, και τον βιοπορισμό εκατομμυρίων. Σε αντίθεση με τον άμεσο αντίκτυπο του πολέμου, αυτή η απειλή κινείται αργά αλλά με ίση δύναμη σαν αποτέλεσμα. Σε συνδυασμό με συστημική κακοδιαχείριση της κυβέρνησης και μια επιδημία διαφθοράς, η καθίζηση γης έχει το δυναμικό να προκαλέσει ευρύτατες μεταφορές πληθυσμού, οικολογική κατάρρευση, ακόμα και αστάθεια καθεστώτος.

Τι είναι η καθίζηση γης και γιατί είναι τόσο επικίνδυνη;

Η καθίζηση γης είναι το σταδιακό βούλιαγμα της επιφάνειας της γης, κυρίως προκαλείται από μαζική απορροή υπόγειων υδάτων. Σε αντίθεση με τις απότομες φυσικές καταστροφές όπως σεισμοί, η καθίζηση γίνεται αργά και συχνά αόρατα — έως ότου τα καταστροφικά της αποτελέσματα γίνουν μη αναστρέψιμα. Η κατάρρευση θεμελίων κτηρίων, η απώλεια γεωργικής παραγωγικότητας, η ξήρανση υγροτόπων, και η προσθήκη άλατος σε ορυκτές μάζες από τις οποίες αναβλύζει νερό είναι μερικά μόνο από τα καταστροφικά αποτελέσματα.

Ιράν: Ένα παγκόσμιο επίκεντρο καθίζησης γης

Το Ιράν είναι από τις χώρες που επηρεάστηκαν περισσότερο από την καθίζηση γης. Σε περιοχές όπως η Τεχεράνη, Μασάντ, Ισφαχάν, Χαμεντάν, και Φαρς, η ετήσια καθίζηση έφτασε το τρομακτικό 20 με 25 εκατοστά. Για να το βάλουμε σε βοηθητικό πλαίσιο, το παγκόσμιο όριο κινδύνου είναι μόνο 4 χιλιοστά το έτος. Η γη του Ιράν καταρρέει περισσότερο από 60 φορές γρηγορότερα από το παγκόσμιο όριο κινδύνου.

Μια υποβόσκουσα ανθρωπιστική κρίση: Αναγκαστική μετανάστευση

Ειδικοί προειδοποιούν ότι αν οι τρέχουσες τάσεις συνεχιστούν, έως το 2036, 15 έως 20 εκατομμύρια Ιρανοί θα αλλάξουν τόπο. Τα βασικά αίτια αυτής της μαζικής μετανάστευσης περιλαμβάνουν:

Την αχρήστευση γεωργικής γης λόγω εκφυλισμού του εδάφους
Απώλεια πόσιμου και γεωργικού νερού
Αστάθεια κτηρίων σε κατοικίες και μητροπολιτικές υποδομές
Αυξανόμενη τρωτότητα σε πλημμύρες και αμμοθύελες
Αυτή η εσωτερική μετανάστευση θα επιβαρύνει δριμύτατα τις υποδομές των πόλεων, θα μεγαλώσει την οικονομική ανισότητα, και θα αυξήσει το δυναμικό για ευρύτατη κοινωνική αναστάτωση

Περιβαλλοντική και οικολογική κατάρρευση

Οι περιβαλλοντικές συνέπειες δεν είναι λιγότερο ανησυχητικές:

Ερημοποίηση: Κάποτε γόνιμες γεωργικές περιοχές μετατρέπονται σε ερήμους
Αμμοθύελλες: Εντεινόμενες λόγω αποψίλωσης δασών και διάβρωσης εδάφους
Απώλεια βιοποικιλότητας: Υγρότοποι όπως το Χαμούν και Γκάβκουνι ξηρένονται
Μόλυνση υδάτων: Υπόγειες δομές από όπου αναβλύζει το νερό παίρνουν όλο και περισσότερο αλάτι, μειώνοντας την διαθεσιμότητα ασφαλούς πόσιμου νερού.

Γιατί το καθεστώς δεν ενήργησε;

Παρά τα χρόνια προειδοποιήσεων από επιστήμονες, ΜΚΟ, ακόμα και κάποια κυβερνητικά σώματα, το ιρανικό καθεστώς έδειξε μικρή σοβαρή προσπάθεια για αντιμετώπιση της κρίσης. Οι λόγοι είναι δομικοί και πολιτικοί:

Κακή χρήση πόρων: Η περιβαλλοντική προστασία λαμβάνει ένα μικρό κλάσμα του εθνικού προϋπολογισμού, καθώς τα περισσότερα χρήματα πηγαίνουν στον στρατό και σε υπηρεσίες ασφαλείας.

Αναποτελεσματικά μεγάλα έργα: Προγράμματα μεταφοράς ύδατος όπως το Μπέχεστ-Αμπάντ συχνά επιβαρύνουν τοπικές ανισότητες και οικολογικές επιπτώσεις.

Έλλειψη επιστημονικής διακυβέρνησης: Οι αποφάσεις οδηγούνται από μικρά πολιτικά συμφέροντα αντί για δεδομένα ή βιωσιμότητα.

Καταστολή των ειδικών: Περιβαλλοντικοί ακτιβιστές και υδρολόγοι αντιμετωπίζουν λογοκρισία, συλλήψεις, ή εξορία επειδή δημοσιεύουν προειδοποιήσεις.

Κρατική απάθεια: Το καθεστώς δίνει προτεραιότητα στον ιδεολογικό έλεγχο έναντι της καλής ζωής των πολιτών, σχεδόν αδιαφορώντας για την μακροπρόθεσμη εθνική βιωσιμότητα.

Θα μπορούσε η περιβαλλοντική κατάρρευση να οδηγήσει σε αλλαγή καθεστώτος;

Ναι. Η καθίζηση γης δεν είναι απομονωμένο θέμα. Είναι ένα προεξέχον σύμβολο συστημικής αποτυχίας. Όταν το κράτος δεν μπορεί να εξασφαλίζει την βιωσιμότητα της ζωής στην γη του Ιράν, η κυβερνητική νομιμότητα διαλύεται. Η περιβαλλοντική κρίση αντανακλά μια βαθύτερη πολιτική: την ανικανότητα του καθεστώτος ή την έλλειψη θέλησης να προστατεύσει τους πλέον κρίσιμους πόρους του έθνους.

Αυτή η όλο και καθαρότερη συνειδητοποίηση — ότι η επιβίωση και η αλλαγή καθεστώτος συνδέονται — θα μπορούσε να επιταχύνει τις ενέργειες των πολιτών. Από διαμαρτυρίες αγροτών στο Ισφαχάν έως διαδηλώσεις σε πόλεις λόγω ελλείψεων νερού, η περιβαλλοντική διάσταση της αντίστασης κερδίζει έδαφος.

Ο σιωπηλός θάνατος ενός έθνους

Η καθίζηση γης διαβρώνει όχι μόνο το έδαφος, αλλά τα ίδια τα θεμέλια της ιρανικής κοινωνίας. Στην πορεία της βρίσκεται μια σημαντική αλήθεια: καθεστώς που δεν μπορεί να συντηρήσει την γη δεν μπορεί να συντηρήσει την εξουσία του.

Αν η διεθνής κοινότητα δεν το αναγνωρίσει αυτό, διακινδυνεύει να χάσει ένα κρίσιμο σημείο καμπής στην τροχιά του Ιράν. Η αντιμετώπιση της καθίζησης γης θα πρέπει να γίνει κεντρικός πυλώνας σε περιβαλλοντική και γεωπολιτική στρατηγική. Το έδαφος βουλιάζει, αλλά με άμεση δράση, η ελπίδα για το μέλλον του Ιράν δεν χρειάζεται να καταρρεύσει μαζί του.

της Φαρίμπα Πάρσα

Από το RealClearWire

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι οι απόψεις του συγγραφέα και δεν συμφωνούν απαραίτητα με τις απόψεις της Epoch Times.

Οι λέξεις έχουν σημασία: Οι αλλαγές στην κυβερνητική γλώσσα επηρεάζουν τον δημόσιο διάλογο σε αμφιλεγόμενα θέματα  

Ανάλυση ειδήσεων

ΚΑΝΑΔΑΣ – Τις πρώτες ημέρες της προσπάθειας της καναδικής κυβέρνησης να αποτρέψει την επιβολή ευρείας κλίμακας δασμών από την επερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ, υπουργοί άρχισαν να ξαναχρησιμοποιούν έναν όρο που είχε εγκαταλειφθεί από τα μέσα του 2018: «παράνομη μετανάστευση».

Μέχρι τότε, ο επίσημος όρος ήταν «παράτυπη μετανάστευση» (irregular migration), σε συντονισμό με τη γλωσσική στροφή που είχε σημειωθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες υπό την προηγούμενη αμερικανική κυβέρνηση, με στόχο μια πιο «συμπεριληπτική» προσέγγιση στα ζητήματα μετανάστευσης. Η αλλαγή είχε ενσωματωθεί και στους οδηγούς ύφους πολλών ΜΜΕ από τα μέσα της δεκαετίας του 2010.

Ανάλογη στροφή παρατηρήθηκε και στο πεδίο της περιβαλλοντικής φορολόγησης, όταν η καναδική κυβέρνηση άρχισε φέτος να αναφέρεται στον «φόρο άνθρακα» αντί για την έως τότε επίσημη ορολογία «τιμολόγηση ρύπανσης» ή «τιμολόγηση άνθρακα», έπειτα από την απόφαση της κυβέρνησης να αποσύρει το μέτρο, το οποίο είχε πολιτικό κόστος. Η αλλαγή αυτή επηρέασε και τον τρόπο κάλυψης από τα μέσα ενημέρωσης: κάποια έθεταν σε εισαγωγικά τον όρο «φόρος άνθρακα» ή τον συνόδευαν από εκφράσεις όπως «ο λεγόμενος».

Ο Μάρκο Ναβάρρο-Ζενί, πρόεδρος του ερευνητικού ινστιτούτου Haultain εξέφρασε την ανησυχία του για την τάση των κυβερνήσεων να χρησιμοποιούν συγκεκριμένες λέξεις προκειμένου να επηρεάσουν την κοινή γνώμη, επισημαίνοντας ότι στη συνέχεια αυτή η γλωσσική αλλαγή ακολουθείται και από τα μέσα ενημέρωσης ή ακόμη και από το εκπαιδευτικό σύστημα. Όπως σημείωσε, «οι λέξεις έχουν σημασία, καθώς φέρουν βιωματική σχέση με αυτό που ονομάζουμε πραγματικότητα».

Ο Ντέηβιντ Μίλλαρντ Χάσκελ, καθηγητής στο Wilfrid Laurier University και πρώην δημοσιογράφος, τόνισε ότι τα ΜΜΕ οφείλουν να καλύπτουν τα διχαστικά θέματα με κριτική σκέψη, λέγοντας ότι οι δημοσιογράφοι δεν είναι απλώς στενογράφοι, αλλά θα πρέπει να λειτουργούν ως διαμεσολαβητές της αλήθειας στον βαθμό που αυτή μπορεί να τεκμηριωθεί, ανεξαρτήτως προσωπικών απόψεων.

«Παράτυπη» ή «παράνομη», «κόστος ρύπανσης» ή «φόρος άνθρακα»

Με την καναδική ομοσπονδιακή κυβέρνηση να χαρακτηρίζει τους αμερικανικούς δασμούς ως «υπαρξιακή απειλή», υπουργοί δήλωναν ότι προείχε να πειστεί η τότε κυβέρνηση Τραμπ να μην επιβάλει τον προτεινόμενο 25% δασμό στα καναδικά προϊόντα. Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε αιτιολογήσει την επιβολή των πρώτων δασμών επικαλούμενος την παράνομη μετανάστευση και τη διακίνηση φαιντανύλης.

Στο πλαίσιο αυτό, Καναδοί αξιωματούχοι άρχισαν να υιοθετούν γλωσσικά σχήματα που ανταποκρίνονταν στους όρους και τις απαιτήσεις της αμερικανικής ηγεσίας. Μεταξύ άλλων, δέχθηκαν τον διορισμό ενός «τσάρου φαιντανύλης» και χρησιμοποίησαν τον όρο «παράνομη μετανάστευση». Σύμφωνα με δήλωση του τότε υπουργού Ντομινίκ Λεμπλάν στο CBC τον Δεκέμβριο του 2024, μετά από επίσκεψη στον εκλεγέντα πρόεδρο Τραμπ στο Μαρ-α-Λάγκο, μαζί με τον πρώην πρωθυπουργό Τζάστιν Τρυντώ, ο ίδιος ανέφερε ότι η καναδική πλευρά επιδίωκε να συνεχιστεί ο διάλογος, εξηγώντας γιατί θεωρούν τα σύνορα ασφαλή, αλλά και αναγνωρίζοντας τις ανησυχίες των ΗΠΑ για την παράνομη μετανάστευση και τη φαιντανύλη.

Έκτοτε, επίσημα έγγραφα και ανακοινώσεις της καναδικής κυβέρνησης άρχισαν να επαναλαμβάνουν τακτικά τον όρο «παράνομη μετανάστευση», εγκαταλείποντας τη φρασεολογία των τελευταίων επτά ετών, όταν — από τον Ιούλιο του 2018 — είχε επικρατήσει ο όρος «ανώμαλη μετανάστευση» για όσους εισέρχονταν στον Καναδά από μη επίσημα σημεία διέλευσης. Παρότι ο όρος «ανώμαλη» εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένες κυβερνητικές ιστοσελίδες για τη μετανάστευση, νέα έγγραφα που σχετίζονται με την ασφάλεια χρησιμοποιούν πλέον την έννοια της «παρανομίας».

Ο Ναβάρρο-Ζενί εκτιμά ότι η αλλαγή αυτή δεν συνδέεται μόνο με την πολιτική πραγματικότητα των δασμών Τραμπ, αλλά και με την αυξανόμενη ανησυχία των ψηφοφόρων για την απότομη αύξηση της μετανάστευσης τα τελευταία χρόνια.

Ενώ τα μεγάλα πολιτικά κόμματα απέφευγαν επί χρόνια να θίξουν το θέμα των υψηλών ποσοστών μετανάστευσης, οι Συντηρητικοί άρχισαν να τοποθετούνται δημόσια από το 2023, με φόντο την επιδείνωση της στεγαστικής κρίσης, τις ελλείψεις στο σύστημα υγείας και τις δημοσκοπήσεις που έδειχναν πλειοψηφική ανησυχία των πολιτών για τους υψηλούς αριθμούς. Καθώς οι αντιδράσεις από τις επαρχίες εντείνονταν, η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων ξεκίνησε αναθεώρηση της μεταναστευτικής πολιτικής το 2024. Πρόσφατα, κατά την προεκλογική περίοδο, ο Μαρκ Κάρνεϋ, νυν πρωθυπουργός του Καναδά, υποστήριξε την ανάγκη να τεθεί πλαφόν στη μετανάστευση, ώστε να υπάρξει ο απαραίτητος χρόνος για τη δημιουργία υποδομών για τους νεοεισερχόμενους.

Ο Ναβάρρο-Ζενί εκτιμά ότι η αλλαγή ορολογίας εντάσσεται σε μια προσπάθεια προσαρμογής, καθώς η συνέχιση της χρήσης «ωραιοποιημένης» γλώσσας θα επιδείνωνε την αντίδραση της κοινής γνώμης.

Στην περίπτωση της φορολόγησης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η κυβέρνηση χρησιμοποιούσε επίσημα τον όρο «τιμολόγηση ρύπανσης». Όμως, καθώς οι έρευνες έδειχναν αυξανόμενη δυσαρέσκεια των πολιτών για το επιπλέον κόστος ενέργειας, επιχειρήθηκε να αναπροσδιοριστεί ονομαστικά η επιστροφή φόρου από «Κίνητρο Δράσης για το Κλίμα» σε «Επιστροφή Άνθρακα Καναδά», ώστε οι πολίτες να ταυτιστούν περισσότερο με την παροχή και να της δώσουν θετικό πρόσημο.

Μετά την παραίτηση Τρυντώ, οι υποψήφιοι για την ηγεσία των Φιλελευθέρων — μεταξύ αυτών και ο Κάρνεϋ — υποσχέθηκαν την κατάργηση του φόρου για τους καταναλωτές. Ο Κάρνεϋ υλοποίησε την υπόσχεση αυτή μόλις ανέλαβε καθήκοντα.

«Μόλις καταργήσαμε τον διχαστικό φόρο άνθρακα για τους καταναλωτές», ανέφερε το Φιλελεύθερο Κόμμα στις 14 Μαρτίου, όταν ο πρωθυπουργός υπέγραψε την απόφαση για μείωση του συντελεστή στο μηδέν, στο πλαίσιο της πρώτης του κυβερνητικής πράξης.

Αντίφαση

Ο Μάρκο Ναβάρρο-Ζενί ανέφερε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις τα μέσα ενημέρωσης επιλέγουν να μην ευθυγραμμιστούν με την κυβερνητική γλώσσα, όταν αυτό δεν εξυπηρετεί την ιδεολογική τους τοποθέτηση. Όπως σημείωσε, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επιλογή ορισμένων μέσων να αποκαλούν οργανώσεις όπως η Χαμάς «ένοπλους μαχητές» αντί για «τρομοκράτες», παρότι πρόκειται για ομάδες που έχουν επίσημα χαρακτηριστεί τρομοκρατικές από την καναδική κυβέρνηση.

Κατά τον ίδιο, τα μέσα υποστηρίζουν σε τέτοιες περιπτώσεις ότι η χρήση όρων όπως «τρομοκράτης» είναι πολιτικά φορτισμένη, οπότε επιλέγουν ουδέτερη φρασεολογία. Ωστόσο, πρόσθεσε, η ίδια στάση δεν φαίνεται να τηρείται όταν πρόκειται για άλλους κυβερνητικούς όρους που συνδέονται με συγκεκριμένη ιδεολογική προσέγγιση.

Ενδεικτικά ανέφερε τη χρήση του όρου «ιατρικώς υποβοηθούμενος θάνατος» για την ευθανασία, καθώς και την καθιέρωση γλώσσας σχετικής με την ταυτότητα φύλου, η οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, έχει ενσωματωθεί εκτενώς στον δημόσιο λόγο και το εκπαιδευτικό υλικό. Εξέφρασε την άποψη ότι πρόκειται για μια στρατηγική αλλαγής της πραγματικότητας μέσω της γλώσσας, σχολιάζοντας πως ακόμη και βασικές έννοιες, όπως το τι είναι μια γυναίκα, γίνονται αντικείμενο «περίπλοκων περιγραφών» που, κατά τη γνώμη του, παραβιάζουν τη λογική και την πολιτική ουδετερότητα.

Ανάλογες επισημάνσεις έκανε και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Wilfrid Laurier και πρώην δημοσιογράφος, Ντέηβιντ Χάσκελ. Όπως δήλωσε, τα μέσα συχνά υιοθετούν ορολογία που συνάδει με τις ιδεολογικές τους θέσεις, αντί να χρησιμοποιούν ουδέτερη γλώσσα ή τους όρους που επιλέγουν οι ίδιες οι ομάδες που καλύπτουν. Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στη χρήση του όρου «αντι-εκτρωτικοί» για ομάδες που αυτοπροσδιορίζονται ως «υπέρ της ζωής», καθώς και στον χαρακτηρισμό «αρνητές των εμβολίων» (anti-vaxxers) για όσους εξέφραζαν επιφυλάξεις σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εμβολίων κατά της COVID-19 ή τις σχετικές κρατικές εντολές.

Κατά τον Χάσκελ, τέτοια παραδείγματα δείχνουν ότι παραβιάζονται συχνά οι δεοντολογικές αρχές της δημοσιογραφίας, καθώς προτιμώνται όροι που ευνοούν την ιδεολογική τους πλευρά ή στιγματίζουν τους αντιπάλους. Απέδωσε το φαινόμενο στην επιρροή μιας «πολιτισμικής μαρξιστικής ιδεολογίας» που, όπως υποστήριξε, κυριαρχεί στα πανεπιστήμια και έρχεται σε αντίθεση με τις απόψεις της πλειονότητας των πολιτών.

Ο Ναβάρρο-Ζενί επεσήμανε ότι η χρήση γλώσσας ως μέσο επιβολής ιδεολογικής αλλαγής είναι χαρακτηριστικό των επαναστατικών κινημάτων. Ανέφερε ως παράδειγμα τη Γαλλική Επανάσταση, όταν οι ριζοσπάστες άλλαξαν ακόμη και το ημερολόγιο για να αποκόψουν τη χώρα από το θρησκευτικό της παρελθόν. Αν και δεν υφίστανται πια απαγχονισμοί και γκιλοτίνες, όπως σημείωσε, η προσπάθεια να αλλοιωθεί η αντίληψη της πραγματικότητας μέσω της γλώσσας συνιστά μια «επανάσταση» διαφορετικού τύπου, που ενέχει τον κίνδυνο να καταλήξει σε μία μορφή «τυραννίας».

Κατά την άποψή του, η αναγκαστική υιοθέτηση όρων από την πλευρά της κυβέρνησης ενέχει κινδύνους. Υποστήριξε ότι σκοπός της επιβολής συγκεκριμένης φρασεολογίας είναι η συσκότιση πτυχών της πολιτικής πραγματικότητας και η καθοδήγηση της κοινής γνώμης προς την κατεύθυνση που επιθυμεί η εξουσία.

Ιδιαίτερη ανησυχία εξέφρασε για την περίπτωση κατά την οποία οι κυβερνήσεις, τα ΜΜΕ και το εκπαιδευτικό σύστημα υιοθετούν ή επιβάλλουν τέτοια γλωσσικά πρότυπα χωρίς ουσιαστική δημόσια συζήτηση. Υπενθύμισε τη δημόσια αντίδραση του πανεπιστημιακού και ομιλητή Τζόρνταν Πήτερσον το 2017 απέναντι σε νομοθεσία για την έκφραση ταυτότητας φύλου, που, όπως υποστήριξε, θα οδηγούσε σε υποχρεωτική χρήση συγκεκριμένων όρων.

Ο Ναβάρρο-Ζενί σημείωσε πως η στρατηγική χρήση της γλώσσας από πολιτικούς ηγέτες είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η πολιτική, από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα. Όπως παρατήρησε, παραδείγματα ρητορικής στρατηγικής καταγράφονται και στις πρόσφατες προεκλογικές εκστρατείες, με το Συντηρητικό Κόμμα να χρησιμοποιεί την έκφραση «συμμαχία Νεοδημοκρατών-Φιλελευθέρων» στα αγγλικά και «συμμαχία Μπλοκ-Φιλελευθέρων» στα γαλλικά, προσαρμόζοντας τη φρασεολογία ανάλογα με τον τοπικό πολιτικό αντίπαλο.

Αντίστοιχα, οι Φιλελεύθεροι χρησιμοποιούν εκφράσεις όπως «επένδυση» αντί για «δημόσια δαπάνη», «απανθρακοποιημένο πετρέλαιο και φυσικό αέριο» για την ανάπτυξη σχετικών τομέων ή τον όρο «όπλα τύπου εφόδου» για κατηγορίες όπλων που θέλουν να απαγορεύσουν.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, το ζήτημα αλλάζει χαρακτήρα όταν οι κυβερνήσεις προσπαθούν να επιβάλουν τη χρήση συγκεκριμένων λέξεων στους πολίτες ή όταν τα ΜΜΕ και η εκπαίδευση αποδέχονται τις αλλαγές αυτές άκριτα, χωρίς να παρουσιάζουν την πλήρη εικόνα.

Ολοκληρώνοντας, υποστήριξε πως «οι κυβερνήσεις δεν θα έπρεπε να επινοούν τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο κόσμος. Θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο: ένας καλός πολιτικός, μια κυβέρνηση που υπηρετεί τον λαό, οφείλει να μιλά τη γλώσσα των πολιτών και να προσαρμόζεται σε αυτή». Διαφορετικά, όπως είπε, ακολουθείται ένα «αυταρχικό ή ημι-ολοκληρωτικό» πρότυπο, όπου η κρατική εξουσία επιβάλλει στους πολίτες πώς να σκέφτονται και πώς να εκφράζονται.

Κρίση εξουσίας για τον Σι Τζινπίνγκ, λίγο πριν την Δ΄Ολομέλεια του ΚΚ Κίνας

Ανάλυση ειδήσεων

Καθώς πλησιάζει η Δ΄Ολομέλεια του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ), μια καθοριστική εσωτερική συνεδρίαση της ανώτατης ηγεσίας, το φθινόπωρο, ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ βρίσκεται αντιμέτωπος με μια άνευ προηγουμένου κρίση εξουσίας, που χαρακτηρίζεται από ασυνήθιστες απουσίες και παραγκωνισμό βασικών συμμάχων του — ένα δυναμικό που προοιωνίζεται αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό της Κίνας.

Μείωση πολιτικού βάρους και σημειολογικές ανατροπές

Ο Σι εξαφανίστηκε από το προσκήνιο για δύο εβδομάδες, από τις 21 Μαΐου έως τις 3 Ιουνίου — ένα γεγονός σπάνιο για τον ηγέτη του ΚΚΚ. Προηγουμένως, κατά τη διάρκεια επιθεώρησης στην επαρχία Χουνάν στις 19 και 20 Μαΐου, έλαμψε διά της απουσίας του ο Κάι Τσι, πρώτο μέλος του Πολιτικού Γραφείου, παραβαίνοντας τα συνήθη πολιτικά πρωτόκολλα για τη συνοδεία του προέδρου.

Παράλληλα, ο επικεφαλής του Τμήματος Εργασίας Ενιαίου Μετώπου του Κόμματος, Λι Γκαντζιέ, σταθερός μέχρι πρότινος συνοδοιπόρος του Σι, έχει πάψει να τον συνοδεύει από τα μέσα του 2024, γεγονός που αντανακλά μια υποβάθμιση στο επίπεδο των αξιωματούχων που περιστοιχίζουν τον Κινέζο ηγέτη. Ο Λι, γνωστός ως πιστός του Σι, μετακινήθηκε τον Απρίλιο από τη θέση-κλειδί του επικεφαλής του Οργανωτικού Τμήματος του ΚΚΚ — όπου ασκούσε έλεγχο στις ανώτατες κομματικές τοποθετήσεις — στη σαφώς λιγότερο ισχυρή θέση του Τμήματος Ενιαίου Μετώπου.

Η αντικατάστασή του από τον Σι Ταϊφένγκ, ο οποίος διατηρεί δεσμούς με τον πρώην ηγέτη Χου Τζιντάο και τον εκλιπόντα πρωθυπουργό Λι Κεκιάνγκ, υποδηλώνει αποδυνάμωση του ελέγχου του Σι στους κομβικούς διορισμούς της κομματικής ιεραρχίας.

Στις 24 Μαΐου, τα εγκαίνια του Μουσείου Επαναστατικού Αγώνα της Γκουαντζόνγκ, στην ιδιαίτερη πατρίδα του Σι, πραγματοποιήθηκαν σε κλίμα αξιοσημείωτης διακριτικότητας. Το μουσείο, το οποίο αναδεικνύει την κομματική παρακαταθήκη του πατέρα του Σι, Σι Τζονγκσούν, δεν προσέλκυσε κανένα υψηλόβαθμο στέλεχος του ΚΚΚ, ενώ τα κρατικά μέσα αρκέστηκαν σε ελάχιστη κάλυψη.

Ούτε η οικογένεια Σι, συμπεριλαμβανομένου του αδελφού του Σι, Γιουανπίνγκ, δεν παρέστη. Η απουσία αυτή καταδεικνύει τη συρρίκνωση της επιρροής της οικογενειακής κληρονομιάς του Σι στο εσωτερικό του καθεστώτος.

Ανάλογη υποβάθμιση σημειώθηκε και στις 20 Μαρτίου, όταν, κατά επίσημη επίσκεψη του Σι σε κρατικούς και στρατιωτικούς φορείς μιας επαρχίας, καμία παρουσία των μελών της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής (Central Military Commission — CMC) του ΚΚΚ δεν σημειώθηκε — γεγονός που διαφέρει αισθητά από παλαιότερες πρακτικές.

Εκκαθαρίσεις στον στρατό και απουσία βασικών συμμάχων

Στις 2 Ιουνίου, ο πρώην αντιπρόεδρος της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής, στρατηγός Σου Τσιλιάνγκ, στενός συνεργάτης του Σι, πέθανε αιφνιδίως σε ηλικία 75 ετών, με τα επίσημα μέσα να αποδίδουν τον θάνατό του σε ασθένεια. Ωστόσο, ο Κινέζος πολίτης-δημοσιογράφος Τζάο Λανγκτζιάν σχολίασε στην πλατφόρμα X ότι «ο θάνατος του Σου επήλθε ύστερα από αφόρητη πίεση εν μέσω εκκαθαρίσεων στον στρατό», υπαινισσόμενος πως στρατιωτικοί του Κόμματος θεωρούν πως υπέκυψε λόγω αυτής της πίεσης.

Ο Σου υπήρξε ακρογωνιαίος λίθος των στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων του Σι και στενότατος συνεργάτης του, ήδη πριν ο Σι αναλάβει την ηγεσία του Κόμματος.

Ένας ακόμη έμπιστος του Σι, ο νυν αντιπρόεδρος της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής στρατηγός Χε Γουεϊντόνγκ, απουσίαζε από πολλές συνεδριάσεις του Πολιτικού Γραφείου και κορυφαίες στρατιωτικές συναντήσεις, καθώς και από την κηδεία του Σου στις 8 Ιουνίου. Οι δραστηριότητές του αφαιρέθηκαν από τον ιστότοπο του υπουργείου Άμυνας του ΚΚΚ.

Ο στρατηγός Χε Γουεϊντόνγκ, αντιπρόεδρος της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής της Κίνας, παρευρίσκεται στην τελετή έναρξης της Πολιτικής Συμβουλευτικής Συνέλευσης του Κινεζικού Λαού. Πεκίνο, 4 Μαρτίου 2025. (Pedro Pardo/AFP μέσω Getty Images)

 

Ο Τζάο Λανγκτζιάν αποκάλυψε ότι τόσο ο ίδιος όσο και το μέλος της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής, ναύαρχος Μιάο Χουά, τελούν υπό εσωτερική διερεύνηση για «σοβαρές παραβιάσεις πειθαρχίας και νόμου». Τα στοιχεία του Μιάο έχουν διακριτικά αφαιρεθεί από την ιστοσελίδα της Επιτροπής, πράγμα που υποδηλώνει ενδεχόμενο αποκλεισμό του από την ανώτατη στρατιωτική ηγεσία. Από το προηγούμενο έτος, άλλωστε, πολλά στελέχη του στρατού που συνδέονταν με τον Μιάο συνελήφθησαν από το καθεστώς.

Ο ναύαρχος Μιάο Χουά, διευθυντής του τμήματος πολιτικών υποθέσεων της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής της Κίνας, αποβιβάζεται από το αεροσκάφος του μετά την άφιξή του στο Διεθνές Αεροδρόμιο της Πιονγιάνγκ, στις 14 Οκτωβρίου 2019. (Kim Won Jin/AFP μέσω Getty Images)

 

Οι αρχές δεν γνωστοποιούν σχεδόν ποτέ τα αίτια αυτών των εκκαθαρίσεων, πέρα από αόριστες καταγγελίες περί διαφθοράς. Και οι δύο είχαν προωθηθεί ραγδαία επί Σι, γεγονός που καθιστά την περιθωριοποίησή τους ηχηρό πλήγμα στην κυριαρχία του.

Εσωτερική δυσαρέσκεια και διεθνής αμφισβήτηση

Στις 9 Ιουνίου, περισσότεροι από 500 Κινέζοι πολίτες απέστειλαν ανοικτή επιστολή προς τους πρώην ηγέτες Χου Τζιντάο και Γουάνγκ Γιανγκ, καταγγέλλοντας διαφθορά στη δικαστική εξουσία της επαρχίας του Σι. Η επιστολή χαρακτηρίζει τις εκστρατείες κατά της διαφθοράς και υπέρ του «κράτους δικαίου» ως προσχηματικές, καταγγέλλοντας αύξηση των άδικων καταδικών και βίαιη καταστολή των αιτημάτων των πολιτών. Ζητείται δημοκρατική μεταρρύθμιση και κατάργηση ασαφών κατηγοριών όπως «πρόκληση ταραχών», που συχνά επιστρατεύονται για την καταστολή αντιφρονούντων.

Στις 18 Απριλίου, ο Μάικλ Πετρέους, αναλυτής από τη Σιγκαπούρη, χαρακτήρισε τον Σι «μαφιόζο» σε άρθρο στο Critical Spectator, το οποίο αναδημοσιεύτηκε στο Facebook από την Χο Τσινγκ, σύζυγο του πρώην πρωθυπουργού Λι Χσιεν Λουνγκ. Η Χο είναι μέλος του Διεθνούς Συμβουλίου Συμβούλων της Σχολής Οικονομικών και Διοίκησης του Πανεπιστημίου Τσινγκχουά – ιδρύματος που έχει εκπαιδεύσει μεγάλο αριθμό υψηλόβαθμων στελεχών του ΚΚΚ. Η συγκεκριμένη ενέργεια θεωρείται σπάνια για πολιτικό πρόσωπο αυτού του βεληνεκούς και ενισχύει το πολιτικό της βάρος.

Στις 21 Μαΐου, ο Κινέζος πολιτικός σχολιαστής Τσάι Σενκούν δήλωσε μέσω YouTube ότι ανώτατα στελέχη του ΚΚΚ έχουν λάβει την απόφαση να απομακρύνουν τον Σι από την εξουσία, επικαλούμενος πηγές στο Πεκίνο. Σύμφωνα με τον Τσάι, η δυσαρέσκεια των ελίτ εντείνεται λόγω της επιδείνωσης της υγείας του προέδρου, της δυσμενούς πορείας της κινεζικής οικονομίας και της αυξανόμενης διεθνούς πίεσης.

Στις 19 Μαΐου, τα κρατικά μέσα ενημέρωσης People’s Daily και Xinhua δημοσίευσαν άρθρα για το αναπτυξιακό πρόγραμμα της Κίνας στο πλαίσιο του «Δέκατου Πέμπτου Πενταετούς Σχεδίου», παραπέμποντας όμως κυρίως σε αποφθέγματα και κατευθύνσεις της εποχής Χου Τζιντάο και Γουέν Τζιαμπάο, παρακάμπτοντας τα συνθήματα του Σι. Η επιλογή αυτή, εν όψει της Δ΄ Ολομέλειας, εκλαμβάνεται από αναλυτές ως ένδειξη ενεργού επιρροής των πρώην ηγετών και ενδεχόμενης διαφοροποίησης από την παρούσα ηγεσία.

Ενδείξεις μετάβασης στη μετα-Σι εποχή

Πολλοί αναλυτές σημειώνουν ότι τα συνεχόμενα σημάδια αποδυνάμωσης του Σι — παρατεταμένες απουσίες, αποπομπές πιστών στελεχών και ανοιχτή κριτική — καταδεικνύουν ένα ευρύτερο εσωκομματικό ρήγμα.

«Διαφαίνεται ένας προσωρινός κεντρικός μηχανισμός που έχει ουσιαστικά περιθωριοποιήσει τον στενό κύκλο εξουσίας του Σι», δήλωσε ο πολιτικός σχολιαστής και ακαδημαϊκός Γου Ζουολάι στις αρχές Ιουνίου.

Αναλυτές εκτιμούν ότι η πολιτική ελίτ της Κίνας ενδέχεται να προετοιμάζεται για μια νέα εποχή, με απρόβλεπτες συνέπειες για τη σταθερότητα του καθεστώτος και τις διεθνείς σχέσεις του Πεκίνου.

Του Michael Zhuang

Με τη συμβολή του Li Yanming

Σκοτ Πέρρυ: Το νομοσχέδιο για το Φάλουν Γκονγκ βάζει στο στόχαστρο τα εγκλήματα του κινεζικού καθεστώτος

Η παραγγελία ενός ζεύγους ματιών είναι πιο εύκολη από το να δημιουργήσει κανείς λογαριασμό στο Instagram στην κομμουνιστική Κίνα.

Το κρατικά ελεγχόμενο σύστημα μεταμοσχεύσεων της Κίνας λειτουργεί εντός νοσοκομείων ως μέρος μιας συντονισμένης, αιματηρής εκστρατείας εις βάρος πολιτών της χώρας, και αυτό πρέπει να σταματήσει. Διαφορετικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να σταματήσουν κάθε συνεργασία με την Κίνα – τελεία και παύλα.

Ασθενείς που αναζητούν ένα ή και δύο νεφρά μπορούν να προγραμματίσουν τη μεταμόσχευσή τους κατά παραγγελία, ακόμα και εβδομάδες νωρίτερα. Η «δεξαμενή» οργάνων προέρχεται από κρατούμενους που διατηρούνται εν ζωή, με υγιή και λειτουργικά όργανα. Η αφαίρεση των ζωτικών αυτών οργάνων χωρίς αναισθησία συνιστά βασανιστήριο στην πιο ακραία του μορφή. Η πρακτική αυτή αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας — σχεδόν αδιανόητη ως πραγματικότητα, κι όμως συμβαίνει στην άλλη πλευρά του ωκεανού.

Για τους ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ, η φρίκη της βίαιης αφαίρεσης οργάνων δεν είναι φαντασία. Είναι καθημερινότητα. Οι ασκούμενοι του Φαλούν Γκονγκ στοχοποιούνται από το Πεκίνο χωρίς να έχουν διαπράξει κανένα έγκλημα — απλώς επειδή ασκούν την πίστη τους και αποτελούν μια ειρηνική, πνευματική κοινότητα εντός ενός κομμουνιστικού περιβάλλοντος.

Ενδεικτικό της έκτασης των αγριοτήτων είναι το γεγονός ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) δεν διατηρεί κανένα σύστημα εθελοντικής δωρεάς οργάνων όπως αυτό που ισχύει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πιθανόν επειδή η βίαιη αφαίρεση οργάνων είναι τόσο διαδεδομένη και συνηθισμένη, ώστε το καθεστώς δεν αισθάνεται την ανάγκη.

Το δικομματικής στήριξης Falun Gong Protection Act (H.R. 1540) (Νομοσχέδιό μου για την προστασία του Φάλουν Γκονγκ), που εγκρίθηκε πρόσφατα από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, προβλέπει συγκεκριμένα βήματα για τον τερματισμό αυτής της φρικαλεότητας. Το κακό πρέπει να αντιμετωπίζεται με σαφήνεια, όχι με επιφυλακτικότητα. Η διακοπή της συνεργασίας με το ΚΚΚ θα έπρεπε ήδη να αποτελεί πάγια πολιτική των ΗΠΑ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ηγηθούν των πολιτισμένων κρατών στην επιβολή κυρώσεων για τη διευκόλυνση ή/και συμμετοχή σε προγραμματισμένες εκτελέσεις με σκοπό την αφαίρεση οργάνων. Το νομοσχέδιο απαιτεί επίσης από τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ να αξιολογήσει κατά πόσον οι ενέργειες του ΚΚΚ πληρούν τον νομικό ορισμό της γενοκτονίας ή των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, καθώς και να εκπονήσει αναλυτική έκθεση για τη βιομηχανία μεταμοσχεύσεων στην Κίνα. Ως ο βασικός εμπορικός εταίρος της Κίνας, ο αμερικανικός λαός έχει το δικαίωμα να γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο συλλέγονται τα όργανα, τον αριθμό τους και την προέλευσή τους.

Η έμπνευση για αυτό το νομοσχέδιο προήλθε από πολυετή συνεργασία με ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ και Κινέζους αντιφρονούντες που διώκονται βάναυσα και ανελέητα — απλώς για το δικαίωμα να ασκούν ειρηνικά την πίστη τους.

Ως το πρώτο μέλος του Κογκρέσου που αντιπαρατίθεται άμεσα σε αυτή την εκστρατεία του ΚΚΚ κατά του Φάλουν Γκονγκ και της βίαιης αφαίρεσης οργάνων, αισθάνομαι βαθιά τιμή που στέκομαι στο πλευρό τους και υπερασπίζομαι τα θεμελιώδη δικαιώματά τους ως ανθρώπινα όντα — τουλάχιστον να μην αντιμετωπίζονται σαν ανταλλακτικά αυτοκινήτου.

Αυτό που κάνει το κινεζικό καθεστώς στους ίδιους του τους πολίτες προκαλεί αποτροπιασμό. Πρόκειται για μία μόνο από τις πολλές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που πρέπει να αποκαλυφθούν, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες σκοπεύουν να συνεχίσουν τις εμπορικές τους σχέσεις με την Κίνα.

Καλώ τη Γερουσία να εγκρίνει το νομοσχέδιό μου, ώστε να το υπογράψει και να το κυρώσει άμεσα ο πρόεδρος Τραμπ. Όσοι υφίστανται αυτά τα βασανιστήρια και τις απάνθρωπες μεταχειρίσεις δεν έχουν χρόνο για χάσιμο.

Του Scott Perry

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις απόψεις της εφημερίδας The Epoch Times.

Ο Σκοτ Πέρρυ είναι μέλος του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών με εμπειρία στον τομέα των μικρών επιχειρήσεων, της στρατιωτικής θητείας και της κοινοτικής ηγεσίας, και εκπροσωπεί επί του παρόντος την 10η περιφέρεια της Πενσυλβανίας. Πρώην μέλος της πολιτειακής νομοθετικής εξουσίας και πρώην πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας House Freedom Caucus, είναι μέλος σημαντικών επιτροπών της Βουλής, όπως οι επιτροπές Πληροφοριών, Εξωτερικών Υποθέσεων και Μεταφορών & Υποδομών.

Οι διασυνδέσεις των κομμουνιστικών οργανώσεων με τα επεισόδια στο Λος Άντζελες

Σχολιασμός

Τα πρόσφατα επεισόδια που σημειώθηκαν στην πόλη με αφορμή επιχειρήσεις της Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Τελωνείων των ΗΠΑ (ICE) φαίνεται να εμπλέκουν ένα ευρύτερο πλέγμα οργανώσεων, το οποίο ξεπερνά τις αυθόρμητες αντιδράσεις στην πολιτική της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.

Σύμφωνα με δημοσιεύματα, υπάρχουν ενδείξεις εμπλοκής κομμουνιστικών ομάδων, ορισμένες εκ των οποίων διατηρούν δεσμούς με δίκτυα επιρροής που συνδέονται με το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ). Εφόσον αυτό επιβεβαιωθεί, πρόκειται για επανάληψη ενός φαινομένου με ιστορικό προηγούμενο: στις ταραχές του 1992 που ξέσπασαν μετά τον ξυλοδαρμό του Ρόντνεϋ Κινγκ, το Μαοϊκό Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κόμμα (Maoist Revolutionary Communist Party – RCP), το οποίο εμπνέεται από το κινέζικο και κουβανικό μοντέλο, φέρεται να χρησιμοποίησε την κρίση για στρατολόγηση νέων μελών, δημοσιεύοντας πρωτοσέλιδα με τίτλους όπως «Ζητούνται μαχητές πρώτης γραμμής για επανάσταση στο Λ.Α. αυτό το καλοκαίρι» στην εφημερίδα του, Revolutionary Worker.

Ο εθνικός εκπρόσωπος του RCP, Καρλ Ντιξ, είχε δηλώσει τότε, σύμφωνα με τη Los Angeles Times, ότι στόχος του κόμματος ήταν να οδηγήσει εκατομμύρια ανθρώπους σε μαζική ένοπλη εξέγερση «όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή», με σκοπό την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση μιας «μαρξιστικής-λενινιστικής-μαοϊκής κοινωνίας».

Η δράση του RCP συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια, διατηρώντας ενεργή αντίθεση προς τον Ντόναλντ Τραμπ και κατά τη διάρκεια των δύο θητειών του. Μετά τις εκλογές του 2016, μέλη του κόμματος συμμετείχαν στην ίδρυση της οργάνωσης Refuse Fascism, η οποία είχε στόχο την παρεμπόδιση της ορκωμοσίας του Τραμπ και την ανατροπή της κυβέρνησής του μέσω συνεχών διαδηλώσεων. Η εχθρική στάση του RCP απέναντι στον πρόεδρο παραμένει και το 2025, με μέσα κοινωνικής δικτύωσης του κόμματος να προωθούν διαδηλώσεις εναντίον της έναρξης της δεύτερης θητείας του στην Ουάσιγκτον, την Ημέρα Ορκωμοσίας.

Οι κινητοποιήσεις κατά της ICE φαίνεται να λειτουργούν ως έμμεσες αντικυβερνητικές διαμαρτυρίες που ευθυγραμμίζονται με την ιδεολογία αυτών των οργανώσεων.

Οι ιδεολογικές συνδέσεις επεκτείνονται και σε άλλες ομάδες, οι οποίες είτε συμπορεύονται είτε διατηρούν δεσμούς με το ΚΚΚ. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και το Κόμμα για τον Σοσιαλισμό και την Απελευθέρωση (Party for Socialism and Liberation – PSL), το οποίο φέρεται να προώθησε ενεργά τις διαδηλώσεις κατά της ICE μέσω διαδικτυακών καλεσμάτων για «μαζική κινητοποίηση», καθώς και μέσω υλικού που διένειμε στους διαδηλωτές.

Το PSL έχει εκφράσει επανειλημμένα τον θαυμασμό του για τον Μάο Τσετούνγκ και την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα, ενώ αρνείται ότι έγινε σφαγή των ειρηνικών διαδηλωτών στην πλατεία Τιενανμέν το 1989, υπερασπιζόμενο το ιστορικό της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Οι χρηματοδοτικοί μηχανισμοί πίσω από το PSL, σύμφωνα με αναφορές, υποδεικνύουν βαθύτερους δεσμούς με το Πεκίνο, μέσα από την εμπλοκή ατόμων που έχουν λάβει χρηματοδότηση από τον Νέβιλ Σίνγκαμ, Αμερικανό εκατομμυριούχο με φιλοκινεζικές θέσεις. Ο Σίνγκαμ έχει δωρίσει δεκάδες εκατομμύρια δολάρια στο The People’s Forum, οργανισμό που σχετίζεται με το PSL, σύμφωνα με τη New York Post.

Αφότου πούλησε την εταιρεία λογισμικού του έναντι 785 εκατομμυρίων δολαρίων το 2017, ο Σίνγκαμ εγκαταστάθηκε στη Σανγκάη και φέρεται να αποτελεί τον κεντρικό κόμβο μιας «γενναιόδωρα χρηματοδοτούμενης εκστρατείας επιρροής που υπερασπίζεται την Κίνα και διαδίδει την προπαγάνδα της», όπως αναφέρει η New York Times σε έρευνα του 2023. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, ο επιχειρηματίας έχει διοχετεύσει τουλάχιστον 275 εκατομμύρια δολάρια μέσω αμερικανικών ΜΚΟ σε διάφορες ομάδες διεθνώς, που συνδυάζουν προοδευτικό ακτιβισμό με αφηγήματα του κινεζικού καθεστώτος.

Το People’s Forum, ιδρυθέν από την υποψήφια του PSL για τις προεδρικές εκλογές του 2024, Κλαούντια ντε λα Κρουζ, λειτουργεί ως βασικός δίαυλος αυτής της χρηματοδότησης. Επιπλέον, ο ιδρυτικό μέλος του PSL, Μπεν Μπέκερ, μαζί με πρώην υποψήφιες του κόμματος, Κάρλα Ρέγιες και Γιάρι Οσόριο, κατέχουν διευθυντικές θέσεις στον οργανισμό Breakthrough BT Media Inc., ο οποίος επίσης φέρεται να έχει λάβει στήριξη από τον Σίνγκαμ και να προωθεί φιλοκινεζικές γεωπολιτικές θέσεις, σύμφωνα με έκθεση του Network Contagion Research Institute.

Άλλη πιθανή διασύνδεση μεταξύ του ΚΚΚ και του αντι-ICE κινήματος αφορά τη φοιτητική συμμετοχή, με κινητοποιήσεις να έχουν πραγματοποιηθεί σε πολλά πανεπιστήμια της Καλιφόρνιας, όπως τα Cal State Northridge, UC Berkeley και Sacramento State. Η εμπλοκή αυτή αποκτά βαρύτητα στο πλαίσιο των καταγεγραμμένων επιχειρήσεων επιρροής του Πεκίνου σε αμερικανικά πανεπιστήμια, ειδικά σε σχέση με τις φιλοπαλαιστινιακές κινητοποιήσεις.

Η Κίνα έχει αναπτύξει εκτεταμένα δίκτυα στα ακαδημαϊκά ιδρύματα μέσω των Ενώσεων Κινέζων Φοιτητών και Επιστημόνων (Chinese Students and Scholars Associations – CSSA), οι οποίες τελούν υπό την εποπτεία του Τμήματος Ενωμένου Μετώπου (United Front Work Department) του ΚΚΚ και χρηματοδοτούνται απευθείας από πρεσβείες και προξενεία της ΛΔΚ. Στο παρελθόν, η κινεζική πρεσβεία φέρεται να πλήρωσε φοιτητές από 20 δολάρια για να παραστούν σε επίσκεψη του Σι Τζινπίνγκ το 2015 στην Ουάσιγκτον, ενώ υπάρχουν αναφορές για ταυτόχρονες δράσεις προώθησης της ιδεολογίας του κόμματος σε πανεπιστήμια όπως το Μπέρκλεϋ, το Χάρβαρντ και το Τζορτζτάουν, ιδίως κατά την ολομέλεια του ΚΚΚ, το 2017. Έχουν επίσης καταγραφεί περιπτώσεις σύστασης προσωρινών κομματικών πυρήνων σε ιδρύματα όπως το Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο και του Ιλλινόι.

Οι πρακτικές αυτές αποδεικνύουν, σύμφωνα με παρατηρητές, την ικανότητα του Πεκίνου να κινητοποιεί φοιτητές υπέρ δράσεων που εξυπηρετούν τα συμφέροντά του, να δημιουργεί οργανωτικές υποδομές στα campus και να συντονίζει ενέργειες μέσω διπλωματικών διαύλων —μεθοδολογίες που ενδέχεται να έχουν επηρεάσει ή να ενίσχυσαν και τις πρόσφατες αντι-ICE διαμαρτυρίες στις ΗΠΑ, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη ότι στην Καλιφόρνια διαμένουν περίπου 100.000 φοιτητές χωρίς σταθερό νομικό καθεστώς, οι οποίοι επηρεάζονται άμεσα από την πολιτική μετανάστευσης.

Ο συσχετισμός των επεισοδίων στο Λος Άντζελες με το ΚΚΚ, σε συνδυασμό με την τεκμηριωμένη δράση του Πεκίνου σε φοιτητικά κινήματα, εντείνουν τις ανησυχίες για ξένες επιχειρήσεις επιρροής. Όπως είχε δηλώσει τον Οκτώβριο του 2024 ο βουλευτής Νταν Νιούχαους (R-Wash.), η εκστρατεία κακόβουλης επιρροής του ΚΚΚ συνιστά άμεση απειλή για τη βιομηχανία, την απασχόληση και την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Η αρμόδια Επιτροπή της Βουλής για το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας έχει καταγράψει, στο πλαίσιο της στρατηγικής του ενιαίου μετώπου, την εργαλειοποίηση κάθε διαθέσιμου μέσου — νόμιμου ή παράνομου — με στόχο την επηρεασμό της αμερικανικής κοινής γνώμης και την υπονόμευση των δημοκρατικών θεσμών.

Τα πρόσφατα επεισόδια στο Λος Άντζελες αποτελούν, κατά την ίδια θεώρηση, πιθανό παράδειγμα αξιοποίησης εσωτερικών κοινωνικών εντάσεων από ξένες δυνάμεις, μέσω οργανώσεων με συγγενή ιδεολογία, πολυεπίπεδη χρηματοδότηση και συντονισμένες δράσεις διαμαρτυρίας.

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις απόψεις της Epoch Times.

Η Σύνοδος των G7 στον Καναδά αναμένεται να είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα

Σχολιασμός

Η συνάντηση των G7 την επόμενη εβδομάδα στο Κανανάσκις, Αλμπέρτα, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια ασυνήθιστα ενδιαφέρουσα συζήτηση για τα δεδομένα αυτού του ομίλου.

Η πρώτη σύγχρονη σύνοδος κορυφής ηγετών ήταν το Συνέδριο της Βιέννης το 1814–1815 (Μέτερνιχ, Ταλεϊράν, Κάσλρι/Γουέλιγκτον, Νέσελροντ κ.ά.), που σημείωσε σχετική επιτυχία. Το Βερολίνο 63 χρόνια αργότερα (Μπίσμαρκ, Ντίζραελι, Άντρασι κ.ά.) ήταν μια μερική επιτυχία. Σαράντα χρόνια αργότερα, το 1919, ήρθε το Παρίσι και η Βερσαλλίες (Κλεμανσό, Γουίλσον, Λόιντ Τζορτζ, Ορλάντο), που δεν ήταν επιτυχία, ενώ 19 χρόνια μετά, το Μόναχο (Χίτλερ, Τσάμπερλεν, Νταλαδιέ, Μουσολίνι) ήταν καταστροφή.

Υπήρξαν μόνο τρεις συναντήσεις των Αμερικανών, Σοβιετικών και Βρετανών ηγετών κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Τεχεράνη, τη Γιάλτα και το Πότσνταμ, οι οποίες όμως γίνονταν όλο και λιγότερο επιτυχείς καθώς ο Στάλιν αθέτησε όλες τις δεσμεύσεις του για την απελευθέρωση της Ευρώπης. Η επόμενη τέτοια συνάντηση, που περιλάμβανε και τον Γάλλο ηγέτη Έντγκαρ Φορ, έγινε στη Γενεύη το 1955. Ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ άνοιξε τη συνεδρία με απαίτηση να τηρηθούν από την ΕΣΣΔ οι δεσμεύσεις της Γιάλτας και με πρόταση για αμοιβαία ανοχή στην αεροπορική αναγνώριση, γνωστή ως πρόγραμμα «Ανοικτών Ουρανών». Η ρωσική αντιπροσωπεία απαρτιζόταν από τρεις φατρίες που διεκδικούσαν τη διαδοχή του Στάλιν, αλλά δύο από τους αρχηγούς, ο Νικήτα Χρουστσόφ και ο Νικολάι Μπουλγκάνιν, απέρριψαν την πρόταση με έντονο τρόπο. (Τελικά έγινε αποδεκτή 17 χρόνια αργότερα.)

Η Σύνοδος Κορυφής του Παρισιού το 1960 ήταν φιάσκο, καθώς ο Χρουστσόφ απαίτησε χωρίς αποτέλεσμα συγγνώμη από τον Αϊζενχάουερ για τις πτήσεις αναγνώρισης πάνω από τη Σοβιετική Ένωση. Ο οικοδεσπότης, στρατηγός ντε Γκωλ, απάντησε διάσημα στην απειλή του Ρώσου ηγέτη να αποχωρήσει: «Μην σας καθυστερώ». Η επόμενη συνάντηση μεταξύ του προέδρου Κέννεντυ και του Χρουστσόφ στη Βιέννη το 1961, λίγο μετά την αποτυχημένη εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων στην Κούβα, ήταν επίσης αποτυχία λόγω της επιθετικότητας του Χρουστσόφ. Ακολούθησε η συνάντηση μεταξύ του προέδρου Τζόνσον και του σοβιετικού πρωθυπουργού Αλεξέι Κοσυγίν στο Γκλάσμπορο του Νιου Τζέρσεϊ το 1967, που ήταν πολιτισμένη αλλά ασήμαντη.

Η πραγματική ανάπτυξη της κορυφαίας διπλωματίας άρχισε με τον Ρίτσαρντ Νίξον. Ως αντιπρόεδρος, είχε τη διάσημη ανταλλαγή απόψεων με τον Χρουστσόφ στο λεγόμενο «Kitchen Debate» στην Αμερικανική Εθνική Έκθεση στη Μόσχα το 1959. Από το 1945, όταν ο πρόεδρος Τρούμαν αποκάλυψε στον Στάλιν την επιτυχή δοκιμή της πρώτης ατομικής βόμβας στο Αλαμογκόρντο κατά τη διάρκεια της συνόδου στο Πότσνταμ, μέχρι την εντυπωσιακή επίσκεψη του Νίξον στην Κίνα το 1972, δεν σημειώθηκε κάτι σημαντικό στις συναντήσεις, αν και κάθε μία ήταν πολύ δημοσιοποιημένη.

Η επίσκεψη στην Κίνα ξεκίνησε τη διαδικασία ομαλοποίησης των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και την ενσωμάτωση της Κίνας στους διεθνείς θεσμούς. Λίγο μετά, οι Βόρειοι Βιετναμέζοι εισέβαλαν στο Νότο προσπαθώντας να διακόψουν την επικείμενη επίσκεψη Νίξον στη Μόσχα. Οι Σοβιετικοί επιβεβαίωσαν την πρόσκληση και ο Νίξον, αφήνοντας τον επίγειο πόλεμο στο Βιετνάμ σχεδόν ολοκληρωτικά στους Νοτιοβιετναμέζους και Νοτιοκορεάτες (που νίκησαν τους Βόρειους Βιετναμέζους και το Βιετκόνγκ), διέταξε 1.000 αεροπορικές επιδρομές ημερησίως στο Βόρειο Βιετνάμ, αυξάνοντάς τες στις 1.200 κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Σοβιετική Ένωση. Για πρώτη φορά κυμάτισε η σημαία των ΗΠΑ δίπλα σε αυτή της Σοβιετικής Ένωσης πάνω από το Κρεμλίνο, και ο Νίξον υπέγραψε τη συμφωνία SALT 1, τη μεγαλύτερη συμφωνία ελέγχου των όπλων στην ιστορία του κόσμου, η οποία, παρεμπιπτόντως, αποκατέστησε την αμερικανική πυρηνική στρατιωτική υπεροχή, υπολογίζοντας κάθε αμερικανικό ICBM με 10 ανεξάρτητα στοχευμένες κεφαλές ως ένα μόνο πύραυλο.

Ακολούθησαν ετήσιες συναντήσεις των ηγετών των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης καθ’ όλη τη δεκαετία του 1970, μέχρι την εισβολή των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν το 1979. Η ατμόσφαιρα παρέμεινε ψυχρή μέχρι την ανάδειξη του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ το 1983, και ο Ψυχρός Πόλεμος έληξε το 1991 με τη διάλυση της ΕΣΣΔ και την κατάρρευση του διεθνούς κομμουνισμού. Ήταν η μεγαλύτερη και πλέον αβίαστη στρατηγική νίκη στην ιστορία των εθνών, καθώς ο μοναδικός αντίπαλος της Αμερικής κατέρρευσε χωρίς να χυθεί αίμα.

Οι συναντήσεις των G7 ξεκίνησαν το 1975 ως οικονομικές συζητήσεις μεταξύ των πέντε και αργότερα επτά κορυφαίων δυτικών οικονομικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Ρωσία συμμετείχε για κάποιο διάστημα, αλλά αποκλείστηκε μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Οι Ρώσοι και οι Κινέζοι συμμετείχαν στη δημιουργία μιας εναλλακτικής ομάδας, των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική), με την πρώτη επίσημη σύνοδο το 2009.

Οι συναντήσεις των G7 συνήθως δεν παράγουν ιδιαίτερα ειδησεογραφικά αποτελέσματα και έχουν, κατά συνέπεια, μειώσει το ενδιαφέρον του κοινού. Για ένα διάστημα, οι σύνοδοι ήταν αφορμή βίαιων διαδηλώσεων από ακροαριστερούς και χούλιγκαν. Το 2002, ο Ζαν Κρετιέν επέλεξε τον Κανανάσκις ως τόπο συνάντησης, που ήταν σχεδόν απρόσιτος για τους διαδηλωτές, οι οποίοι θα έπρεπε να διασχίσουν δάση με αρκούδες, λύκους και δηλητηριώδη φίδια, εκτός από την αυστηρή ασφάλεια.

Ως θεσμός, ο G7 έχουν αποδειχθεί ανθεκτικός. Φέτος, οι καλεσμένοι περιλαμβάνουν τρεις χώρες των BRICS: Βραζιλία, Ινδία και Νότια Αφρική, καθώς και Αυστραλία, Ινδονησία, Μεξικό, Νότια Κορέα και Ουκρανία. Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα ομάδα ηγετών, από τον Τραμπ ως τον Μόντι, τον Λούλα ντα Σίλβα, την Σέινμπαουμ, τον Ζελένσκι, την Μελόνι και τον Μερτς. Υπάρχει αξία στο να συναντώνται ηγέτες που αντιπροσωπεύουν πάνω από 300 εκατομμύρια ανθρώπους, αν και μακριά από τις ιστορικές μορφές όπως ο Ρούσβελτ, ο Τσόρτσιλ και ο Στάλιν που καθόριζαν το μέλλον του κόσμου περιτριγυρισμένοι από στρατιωτικούς αρχηγούς με 40 εκατομμύρια μαχητές.

Φέτος, οι ηγέτες μπορούν να προωθήσουν τις διμερείς συζητήσεις για τους δασμούς με τις ΗΠΑ και την βοήθεια προς την Ουκρανία, ενώ πέντε ή έξι μπορούν να συντονίσουν περαιτέρω στρατηγικές συγκράτησης της Κίνας. Όλοι θα ήταν ευγνώμονες για όποιες πληροφορίες ο πρόεδρος Τραμπ μπορεί να δώσει σχετικά με τις συζητήσεις του με τον Ρώσο πρόεδρο και με το Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα και την τρομοκρατία. Οι συζητήσεις αυτές κορυφώνονται, κάνοντας τη συνάντηση πολύ επίκαιρη.

Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα είναι το σημαντικότερο πρόσωπο. Λαμβάνοντας υπόψη αυτό και την επιρροή των συμμετεχόντων, η συνάντηση μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη. Όλοι ευχόμαστε καλή επιτυχία σε μια τόσο σημαντική διεθνή συνάντηση.