Τετάρτη, 09 Ιούλ, 2025

Έκθεση προειδοποιεί για ενίσχυση κινεζικών κατασκοπευτικών επιχειρήσεων κατά της Ταϊβάν

Η Ταϊβάν θα πρέπει να ενισχύσει άμεσα τις ασφαλιστικές της δικλείδες και τους κανονισμούς αντιμετώπισης των ολοένα και πιο συστηματικών πολιτικών και κατασκοπευτικών επιχειρήσεων της Κίνας που στοχεύουν στην υπονόμευση του δημοκρατικού πολιτεύματος της νήσου, σύμφωνα με νέα έκθεση που δημοσιεύθηκε από το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Ταϊβάν (Global Taiwan Institute).

Η έκθεση, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα την 20ή Μαρτίου, εκπονήθηκε από ερευνητές του αμερικανικού Ιδρύματος Jamestown και υπογραμμίζει πως «καμία άλλη δημοκρατία στον κόσμο δεν αντιμετωπίζει αντίστοιχης έκτασης ξένη απειλή για την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της όσο η Ταϊβάν».

Στην έκθεση αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Οι κακόβουλες προθέσεις και επιχειρήσεις επιρροής που εκπορεύονται από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) καθώς και η βλάβη που προκαλούν στην κοινωνία της Ταϊβάν είναι πραγματικές και ανησυχητικές».

Όσον αφορά τα υπάρχοντα μέτρα ασφαλείας, οι ερευνητές κρίνουν πως ορισμένες κατηγορίες –όπως η ξένη χρηματοδότηση εκλογικών εκστρατειών– χαρακτηρίζονται από ικανοποιητική αυστηρότητα, όμως ταυτόχρονα άλλοι τομείς παρουσιάζουν σαφή κενά. «Οι ποινές για κατασκοπεία είναι ασυνεπείς. Μετά τη διάλυση του στρατιωτικού ποινικού συστήματος, οι καταδικασμένοι στρατιωτικοί δεν επιτηρούνται επαρκώς», σημειώνουν οι συγγραφείς.

Επιπλέον, τονίζεται πως σήμερα δεν υπάρχει επαρκής έλεγχος σχετικά με τις επαφές που διατηρούν πολιτικοί, νομοθέτες και χαμηλόβαθμα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων με την κινεζική πλευρά, ούτε ουσιαστικός μηχανισμός επιβολής των αντίστοιχων κανονισμών.

Τα μέτωπα των κινεζικών επιχειρήσεων

Η έκθεση κατηγοριοποιεί τις κινεζικές ενέργειες υπονόμευσης σε τρεις βασικούς άξονες: επιχειρήσεις πληροφοριών, κυβερνοεπιθέσεις και επιρροή μέσω του μηχανισμού του Ενιαίου Μετώπου (United Front).

Αναφέρεται πως έως και 5.000 πολίτες της Ταϊβάν εργάζονταν το 2017 για την κινεζική κυβέρνηση περίπου, ενισχύοντας τη διείσδυση των κινεζικών μυστικών υπηρεσιών στο νησί. Παράλληλα, η Κίνα χρησιμοποιεί συστηματικά κυβερνοεπιθέσεις με στόχο την απόκτηση πολιτικών, οικονομικών αλλά και στρατιωτικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων και τεχνολογικών δεδομένων από τη βιομηχανία ημιαγωγών, έναν κρίσιμο τομέα για την οικονομία της Ταϊβάν.

Ο μηχανισμός Ενιαίου Μετώπου του ΚΚΚ στοχεύει ιδιαίτερα στη νεολαία, τις επιχειρήσεις και τους τοπικούς φορείς της κοινωνίας των πολιτών, κυρίως μέσω πολιτιστικών προγραμμάτων και εκπαιδευτικών ανταλλαγών.

Σύσταση για αυστηρότερο νομοθετικό πλαίσιο

Οι ερευνητές προτείνουν στην κυβέρνηση της Ταϊβάν μια σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση των πολιτικών επιχειρήσεων του Πεκίνου. Μεταξύ αυτών είναι η αυστηρότερη ποινικοποίηση των πράξεων κατασκοπείας, η θέσπιση ενός συστήματος ασφαλείας και έγκρισης διαβαθμισμένων πληροφοριών, αλλά και η υιοθέτηση ενός καθεστώτος καταγραφής προσώπων που εργάζονται για λογαριασμό ξένων δυνάμεων, παρόμοιου με αυτό που ισχύει στις ΗΠΑ.

Η έκθεση τονίζει ακόμη την ανάγκη αυστηρότερων κανονισμών για τον έλεγχο συναντήσεων Ταϊβανών αξιωματούχων στην Κίνα, απαιτώντας την παρουσία διπλωματών και δημοσιογράφων σε κάθε συζήτηση.

Σημαντικές πολιτικές συνέπειες

Τα εν λόγω ευρήματα αναμένεται ότι θα προκαλέσουν έντονες συζητήσεις στους πολιτικούς και διπλωματικούς κύκλους της Ταϊπέι, καθώς η κυβέρνηση καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στην προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος και τις λεπτές διπλωματικές σχέσεις με το Πεκίνο.

Οι προτάσεις της έκθεσης ενδέχεται να αντιμετωπίσουν αντιστάσεις από πολιτικές και επιχειρηματικές ομάδες που επιθυμούν μια πιο μετριοπαθή προσέγγιση έναντι της Κίνας, γεγονός που πιθανώς να ενισχύσει τον δημόσιο διάλογο για την κατεύθυνση της εθνικής στρατηγικής ασφαλείας της Ταϊβάν.

Σε κάθε περίπτωση, οι συστάσεις αυτές δείχνουν πως η Ταϊβάν παραμένει στο επίκεντρο μιας συνεχιζόμενης γεωπολιτικής έντασης, την οποία παρακολουθούν στενά Ηνωμένες Πολιτείες και διεθνής κοινότητα, και η αποτελεσματική αντιμετώπισή της απαιτεί εγρήγορση και ενότητα σε πολιτικό αλλά και κοινωνικό επίπεδο.

Ο Τραμπ υπογράφει διάταγμα για παρεμπόδιση της ψήφου μη πολιτών στις ομοσπονδιακές εκλογές

Την υπογραφή προεδρικού διατάγματος ανακοίνωσε ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, στις 25 Μαρτίου 2025 στον Λευκό Οίκο, με στόχο την αυστηροποίηση των διαδικασιών διασφάλισης της συμμετοχής μόνο Αμερικανών πολιτών στις ομοσπονδιακές εκλογές. Το διάταγμα εστιάζει στον αποκλεισμό της ψήφου από μετανάστες χωρίς έγγραφα νομιμοποίησης ή άλλους μη πολίτες, ενισχύοντας τους ελέγχους εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους των πολιτειών.

«Εκλογική νοθεία. Έχετε ακούσει τον όρο; Με αυτό το μέτρο θα βάλουμε τέλος στο φαινόμενο, ελπίζω», δήλωσε ο Τραμπ την ώρα που υπέγραφε το προεδρικό διάταγμα.

Παράλληλα, η απόφαση του Αμερικανού προέδρου προβλέπει την ενεργή εμπλοκή ομοσπονδιακών υπηρεσιών όπως του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας και της Υπηρεσίας Κοινωνικής Ασφάλισης για τη διασταύρωση στοιχείων μεταξύ εκλογικών καταλόγων των πολιτειών και των ομοσπονδιακών βάσεων δεδομένων, με στόχο την επαλήθευσης του καθεστώτος υπηκοότητας των εγγεγραμμένων εκλογέων.

Ειδικότερα, ο πρόεδρος Τραμπ αναθέτει στο υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας και στην υπουργό Κρίστι Νόεμ να συνεργαστεί με την υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, προκειμένου να παρασχεθούν στους κρατικούς και τοπικούς εκλογικούς αξιωματούχους όλα τα αναγκαία εργαλεία για την πιστοποίηση της υπηκοότητας και των στοιχείων κοινωνικής ασφάλισης των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων.

Επιπλέον, η γενική εισαγγελέας Παμ Μπόντι καλείται από τον πρόεδρο να προχωρήσει στην άμεση δίωξη περιπτώσεων ατόμων που παρανόμως συμμετείχαν στις εκλογές είτε ως μη πολίτες είτε ψηφίζοντας επανειλημμένα στην ίδια εκλογική διαδικασία.

Το διάταγμα επεκτείνει τη λειτουργία της Ομοσπονδιακής Εκλογικής Επιτροπής (Election Assistance Commission), προσδιορίζοντας ότι στις αιτήσεις εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους μέσω αλληλογραφίας θα απαιτείται υποχρεωτική προσκόμιση τεκμηρίων Αμερικανικής υπηκοότητας, όπως το διαβατήριο των ΗΠΑ.

Ταυτόχρονα, η εντολή του προέδρου Τραμπ επισημαίνει την ανάγκη συμμόρφωσης των πολιτειών ως προς την τήρηση των ημερομηνιών καταμέτρησης των ψήφων, απαιτώντας να μην προσμετρώνται ψηφοδέλτια που φθάνουν μετά την ημέρα διεξαγωγής των εκλογών. Σε περιπτώσεις παραβάσεων της νομοθεσίας σχετικά με την ημερομηνία λήψης ψήφων, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα δύναται να διακόπτει τη χρηματοδότηση προς τις εν λόγω πολιτείες.

Αντιδράσεις από τις πολιτείες και νομικές προσφυγές

Έντονος προβληματισμός επικρατεί ήδη μεταξύ αρκετών πολιτειών στις ΗΠΑ, οι οποίες αντιμετωπίζουν τις νέες απαιτήσεις ως παρέμβαση στην αρμοδιότητά τους να διεξάγουν τις εκλογικές διαδικασίες. Στο παρελθόν, ανάλογες αποφάσεις του προέδρου Τραμπ είχαν προκαλέσει σειρά δικαστικών προσφυγών με αποφάσεις που συχνά μπλοκάριζαν τις οδηγίες του.

Ο ίδιος ο Τραμπ, αναγνωρίζοντας την πιθανότητα προσφυγής, πρόσθεσε στο διάταγμα ότι εάν οποιοδήποτε άρθρο της απόφασης κριθεί παράνομο από τα δικαστήρια, τα υπόλοιπα σημεία του διατάγματος δεν θα επηρεαστούν.

Ανάλυση και συνέπειες της απόφασης Τραμπ

Η υπογραφή του προεδρικού διατάγματος σηματοδοτεί μία ακόμη πολιτικά φορτισμένη πρωτοβουλία της κυβέρνησης Τραμπ σε σχέση με το εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ και τη μετανάστευση, θέματα που έχουν προκαλέσει πολωμένες αντιδράσεις στο παρελθόν. Ενώ οι υποστηρικτές υπογραμμίζουν πως επιβάλλεται κάθαρση στην εκλογική διαδικασία και προστασία από την παρανομία, οι επικριτές κάνουν λόγο για ένα μέτρο που κινδυνεύει να οδηγήσει σε περιορισμό της πρόσβασης στις κάλπες ακόμα και για νόμιμους ψηφοφόρους, κυρίως όσων προέρχονται από μεταναστευτικές κοινότητες.

Με το βλέμμα στραμμένο στις επόμενες εκλογικές περιόδους, το προεδρικό διάταγμα αναμένεται να προκαλέσει κοινωνικές αντιπαραθέσεις καθώς και αναρίθμητες δικαστικές διαμάχες, μετατρέποντας ξανά το θέμα της εκλογικής διαδικασίας στις ΗΠΑ σε κρίσιμο πολιτικό και νομικό ζήτημα.

Σε κάθε περίπτωση, ο δρόμος προς την πλήρη εφαρμογή του προεδρικού διατάγματος φαίνεται μακρύς και περίπλοκος, με κάθε πλευρά να ετοιμάζεται ήδη για τον επόμενο γύρο νομικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων.

Προϋπολογισμός Αυστραλίας 2025: Επέκταση δασμών στη Ρωσία και νέα βοήθεια 17 εκατ. δολαρίων στην Ουκρανία

Η κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος της Αυστραλίας παρουσίασε πρόσφατα τον προϋπολογισμό του 2025-26, καταδεικνύοντας τη στάση της χώρας απέναντι στη συνεχιζόμενη διεθνή κρίση, με την επέκταση των κυρώσεων στη Ρωσία και τη Λευκορωσία, την περαιτέρω ενίσχυση της Ουκρανίας, καθώς και σαφείς προκλήσεις στο πεδίο δημοσιονομικών και αμυντικών δεσμεύσεων.

Παράταση δασμών κατά της Ρωσίας και της Λευκορωσίας

Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, η αυστραλιανή κυβέρνηση σκοπεύει να επεκτείνει τους υπάρχοντες δασμούς κατά της Ρωσίας και της Λευκορωσίας για επιπλέον δύο χρόνια, έως και τις 24 Οκτωβρίου 2027. Οι δασμοί αυτοί συμπεριλαμβάνουν επιπλέον ποσοστό 35% στα προϊόντα που είναι κατασκευασμένα ή προέρχονται από αυτές τις χώρες και δεν είχαν προωθηθεί απευθείας προς την Αυστραλία πριν τις 25 Απριλίου 2022.

Η κυβέρνηση εκτιμά πάντως ότι τα οικονομικά αποτελέσματα της επέκτασης αυτών των δασμών για τον προϋπολογισμό θα είναι αμελητέα την προσεχή πενταετία.

Νέα στήριξη στην Ουκρανία ύψους 17 εκατ. δολαρίων

Η κυβέρνηση ανακοίνωσε επίσης τη χορήγηση επιπλέον 17 εκατομμυρίων δολαρίων προς την Ουκρανία για την περίοδο μεταξύ 2024-25 και 2025-26. Το ποσό αυτό θα κατευθυνθεί στην προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού, που περιλαμβάνει συστήματα επικοινωνίας, πυρομαχικά πυροβολικού, όπλα και λοιπό αμυντικό υλικό.

Έως τώρα, η συνολική συνεισφορά της Αυστραλίας προς την Ουκρανία από την έναρξη της ρωσικής εισβολής τον Φεβρουάριο του 2022 αγγίζει το 1,5 δισεκατομμύριο δολάρια.

Αμυντικές δαπάνες στο επίκεντρο

Παράλληλα, το Εργατικό Κόμμα προτίθεται να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες της χώρας, ώστε να ξεπεράσουν το 2,3% του ΑΕΠ έως τις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Η απόφαση αυτή θα προσθέσει επιπλέον 50,3 δισεκατομμύρια δολάρια στις υφιστάμενες αμυντικές δεσμεύσεις της Αυστραλίας μέσα στην επόμενη δεκαετία.

Ωστόσο, το ποσοστό αυτό υπολείπεται του 3% του ΑΕΠ που πρότεινε τον τελευταίο καιρό ο Έλμπριτζ Κόλμπι από τη διοίκηση Τραμπ στις ΗΠΑ, ο οποίος είχε προταθεί για τη θέση του υφυπουργού των ΗΠΑ για την αμυντική πολιτική.

Βαθιά οικονομικά προβλήματα και διόγκωση χρέους

Τα μέτρα αυτά έρχονται εν μέσω βαθιάς δημοσιονομικής πίεσης, καθώς ο νέος προϋπολογισμός καταγράφει έλλειμμα 27,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων για το οικονομικό έτος 2024-25, που αποτελεί το 1% του ΑΕΠ.

Αν και ο προηγούμενος προϋπολογισμός του 2023-24 παρουσίασε απρόσμενο πλεόνασμα 15,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων (κυρίως χάρη στις υψηλές τιμές των πρώτων υλών), για το 2025-26 προβλέπεται ακόμη υψηλότερο έλλειμμα 42,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων, δηλαδή 1,5% του ΑΕΠ.

Παράλληλα, το ακαθάριστο δημόσιο χρέος αναμένεται να ξεπεράσει το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια την επόμενη οικονομική χρονιά (2025-26), αριθμός που ισοδυναμεί με το 35,5% του ΑΕΠ. Το καθαρό δημόσιο χρέος θα ανέλθει στα 556 δισεκατομμύρια δολάρια, αντιστοιχώντας στο 19,9% του ΑΕΠ.

Έντονη κριτική από την αντιπολίτευση

Ο υπεύθυνος Οικονομικών του κόμματος της αντιπολίτευσης, Άνγκους Τέιλορ, εκφράζοντας τη θέση του Συντηρητικού Συνασπισμού, χαρακτήρισε τον προϋπολογισμό ως «προεκλογικό», που έχει στόχο τις επικείμενες εκλογές αντί να αντιμετωπίσει τα μακροπρόθεσμα θέματα εθνικής ασφάλειας και οικονομικής σταθερότητας της χώρας.

Ο Τέιλορ άσκησε κριτική στα κυβερνητικά μέτρα επισημαίνοντας την πρόσληψη 41.000 νέων δημοσίων υπαλλήλων στην Καμπέρα χωρίς ουσιαστική βελτίωση των υπηρεσιών.

Συμπεράσματα και επόμενες εξελίξεις

Ο τελευταίος προϋπολογισμός της κυβέρνησης Albanese δείχνει έντονα τη στήριξη της Αυστραλίας στην Ουκρανία, εν μέσω της παγκόσμιας πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας. Ταυτόχρονα, αναδεικνύονται οι σημαντικότατες οικονομικές και δημοσιονομικές δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει η χώρα, ενώ οι πολιτικές εξελίξεις και οι προγραμματισμένες εκλογές παραμένουν κρίσιμο σημείο αναφοράς για την μελλοντική κατεύθυνση της οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Αλμπανέζε.

Οι ΗΠΑ επιβεβαιώνουν ρωσικές προσπάθειες σαμποτάζ στην Ευρώπη

Η διευθύντρια Εθνικών Υπηρεσιών Πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών, Τούλσι Γκάμπαρντ, επιβεβαίωσε στις 25 Μαρτίου 2025 στο αμερικανικό Κογκρέσο ότι οι ΗΠΑ αξιολογούν ενεργά προσπάθειες της Ρωσίας να πραγματοποιήσει επιχειρήσεις σαμποτάζ στην Ευρώπη. Η δήλωση έγινε κατά τη διάρκεια της ετήσιας ακρόασης της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας για τις παγκόσμιες απειλές, παρουσία του διευθυντή της CIA Τζον Ράτκλιφ και του διευθυντή του FBI Κας Πατέλ.

Η επιβεβαίωση αυτή προέκυψε μετά από ερώτηση του Ρεπουμπλικανού Γερουσιαστή Τζον Κόρνιν προς την Γκάμπαρντ σχετικά με δημοσίευμα του Associated Press, σύμφωνα με το οποίο έχουν καταγραφεί 59 περιστατικά στην Ευρώπη από την έναρξη της σύγκρουσης Ρωσίας – Ουκρανίας το 2022, τα οποία δυτικές κυβερνήσεις και υπηρεσίες αποδίδουν είτε στη Ρωσία είτε σε φιλορωσικές ομάδες ή ακόμα και στη σύμμαχο της Ρωσίας, Λευκορωσία.

Η Γκάμπαρντ ανέφερε χαρακτηριστικά: «Δεν έχω δει το συγκεκριμένο δημοσίευμα, μπορώ όμως να επιβεβαιώσω ότι πράγματι αξιολογούμε τέτοιου τύπου ρωσικές προσπάθειες για σαμποτάζ στην Ευρώπη».

Τα περιστατικά περιλαμβάνουν κυβερνοεπιθέσεις, προπαγάνδα, επιθέσεις εμπρησμού και βανδαλισμού, δολιοφθορές και κατασκοπεία. Η Μόσχα έχει επανειλημμένα αρνηθεί τις κατηγορίες αυτές.

Πρόσφατα, ο υπουργός Εξωτερικών της Τσεχίας, Γιαν Λιπάβσκι, δήλωσε σε συνάντηση του ΝΑΤΟ ότι από 500 ύποπτα περιστατικά στην Ευρώπη, περίπου 100 μπορούν να αποδοθούν σε υβριδικές ρωσικές επιθέσεις και επιχειρήσεις επιρροής. «Πρέπει να στείλουμε ένα ισχυρό μήνυμα στη Μόσχα ότι αυτό δεν θα γίνει αποδεκτό», τόνισε χαρακτηριστικά.

Στην Εσθονία, η πρωθυπουργός Κάγια Κάλας αποκάλυψε την αποτροπή υβριδικής επιχείρησης, με δέκα συλλήψεις υπόπτων για βανδαλισμό κατά κυβερνητικού αξιωματούχου. Παρόμοια σοβαρά συμβάντα σημειώθηκαν στη Λιθουανία, τη Λετονία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αναφέρθηκαν επίσης απειλές βομβών εναντίον σχολείων, εμπρηστικές επιθέσεις, καθώς κι επιθέσεις κατά υποθαλάσσιων καλωδίων και δορυφόρων, όπως αναφέρθηκε από τις υπηρεσίες πληροφοριών.

Τον περασμένο Οκτώβριο, ο γενικός διευθυντής της βρετανικής MI5, Κεν ΜακΚάλουμ, είχε επίσης προειδοποιήσει για τη συνεχιζόμενη απειλή, επισημαίνοντας τις απρόβλεπτες επικίνδυνες δραστηριότητες της GRU, της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών της Ρωσίας.

Η δημόσια επιβεβαίωση από τις Ηνωμένες Πολιτείες για τέτοιες δραστηριότητες καταδεικνύει το επίπεδο έντασης μεταξύ Δύσης και Ρωσίας και ενδέχεται να ενισχύσει περαιτέρω την αποφασιστικότητα των ευρωπαϊκών χωρών απέναντι σε ρωσικές υβριδικές απειλές. Η επιβεβαίωση αυτή μπορεί επίσης να αποτελέσει βάση για ενδεχόμενα νέα μέτρα αντίδρασης από την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ, με περαιτέρω σκλήρυνση της στάσης τους προς τη Ρωσία.

Παράλληλα, η Ρωσία από την πλευρά της είναι πιθανόν να συνεχίσει να απορρίπτει δημόσια αυτές τις καταγγελίες, τονίζοντας πως πρόκειται για προσπάθεια δυσφήμισης και πολεμικής έντασης.

Η επιβεβαίωση των αναλυτών πληροφοριών της κυβέρνησης των ΗΠΑ υπογραμμίζει μία νέα, επικίνδυνη διάσταση του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία, που πλέον εκτείνεται πολύ πέρα από τα πεδία των μαχών σε επιχειρήσεις σαμποτάζ μέσα στα εδάφη της Ευρώπης. Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις, με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να καλούνται ήδη να ενισχύσουν την ετοιμότητα και την αποτελεσματικότητα των μέτρων ασφαλείας τους έναντι ενός όλο και πιο σύνθετου γεωπολιτικού τοπίου.

Τουρκία: Έκρηξη πολιτικής αναταραχής μετά τη σύλληψη Ιμάμογλου

Νέες και εκτεταμένες κινητοποιήσεις πυροδότησε στην Τουρκία η σύλληψη του δημάρχου Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου, πολιτικού αντιπάλου του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν για έκτη συνεχόμενη νύκτα την Δευτέρα 24 Μαρτίου, αψηφώντας την απαγόρευση συναθροίσεων που επέβαλε η κυβέρνηση.

Ο 54χρονος δήμαρχος Ιμάμογλου, κορυφαίο στέλεχος του αντιπολιτευόμενου Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), συνελήφθη στις 19 Μαρτίου αντιμετωπίζοντας κατηγορίες διαφθοράς και σύνδεσης με τρομοκραία. Αν και οι κατηγορίες περί τρομοκρατίας έχουν πλέον απορριφθεί, παραμένει προφυλακισμένος στις φυλακές Σηλυβρίας με τις κατηγορίες οικονομικών αδικημάτων, τις οποίες αρνείται πλήρως.

Παρά την απουσία του Ιμάμογλου, το CHP πραγματοποίησε την Κυριακή 23 Μαρτίου εσωκομματικές εκλογές, ανακηρύσσοντας τον συλληφθέντα δήμαρχο ως επίσημο υποψήφιο για τις προεδρικές εκλογές του 2028. Η διαδικασία, στην οποία συμμετείχαν περίπου 1,7 εκατομμύρια μέλη αλλά και πολλά εκατομμύρια ανεξάρτητοι ψηφοφόροι, χαρακτηρίστηκε ως «ψήφος αλληλεγγύης» προς τον φυλακισμένο πολιτικό.

Έντονη καταδίκη από την αντιπολίτευση

Ο ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης Οζγκιούρ Οζέλ χαρακτήρισε τις κατηγορίες εις βάρος του Ιμάμογλου ως «αστήρικτες και αβάσιμες» και απηύθυνε έκκληση στους πολίτες να συνεχίσουν τις κινητοποιήσεις. Καλώντας σε μποϊκοτάζ επιχειρήσεων και ΜΜΕ που στηρίζουν τον Ερντογάν, ο κ. Οζέλ τόνισε χαρακτηριστικά: «Όποιον άδικα φυλακίζει ο Ταγίπ Ερντογάν, τον υπερασπιζόμαστε εμείς σε αυτή την πλατεία, για τη δημοκρατία και την Τουρκία».

Η απάντηση του Ερντογάν

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν κατηγόρησε το CHP για υποκίνηση βίας στις κινητοποιήσεις. «Παρακολουθήσαμε με έκπληξη τα γεγονότα που πυροδοτήθηκαν μετά την έκκληση του βασικού κόμματος της αντιπολίτευσης να βγει ο κόσμος στους δρόμους», δήλωσε μετά τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου στην Άγκυρα. Ο Τούρκος πρόεδρος χαρακτήρισε τις διαδηλώσεις «κίνημα βίας» που οδήγησε σε τραυματισμούς 123 αστυνομικών και καταστροφές δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας. «Θα λογοδοτήσουν πολιτικά στο κοινοβούλιο και νομικά στα δικαστήρια», πρόσθεσε.

Χιλιάδες συλλήψεις και εντάσεις στους δρόμους

Σύμφωνα με τον υπουργό Εσωτερικών Αλί Γερλικαγιά, έχουν ήδη πραγματοποιηθεί συνολικά 1.133 συλλήψεις κατά τις πρώτες πέντε ημέρες των διαδηλώσεων. Ο ίδιος κατηγόρησε μερίδα διαδηλωτών για «τρομοκρατία στους δρόμους» και απειλή για την εθνική ασφάλεια.

Διπλωματικές επιπτώσεις και αντίκτυπος στις σχέσεις με την ΕΕ

Η σύλληψη του Ιμάμογλου προκάλεσε έντονη διεθνή αντίδραση. Ειδικότερα, αναβλήθηκε η 82η συνάντηση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας, καθώς, σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση των Ευρωπαίων αξιωματούχων Εμμανουήλ Κεφαλογιάννη, Μελίσσα Καμαρά και Τζοάνα Σόιρινγκ-Βίελγκους, «οι τρέχουσες συνθήκες δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή της συνάντησης». Συζητήσεις για το κράτος δικαίου, την ελευθερία έκφρασης και τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας αναμένεται να επηρεαστούν έντονα από τα πρόσφατα γεγονότα.

Στον απόηχο μίας δύσκολης περιόδου, με τον πρόεδρο Ερντογάν πλέον να μην μπορεί να είναι εκ νέου υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 2028 λόγω συνταγματικών περιορισμών μετά τη θητεία του από το 2002, η πολιτική αντιπαράθεση στην Τουρκία αναμένεται να ενταθεί ακόμα περισσότερο. Το πολιτικό τοπίο γίνεται ολοένα και πιο πολωμένο, εντείνοντας τις ανησυχίες για τη σταθερότητα στη χώρα, τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο.

Νεβάδα: Σε εξέλιξη η διερεύνηση εκατοντάδων περιπτώσεων πιθανής διπλής ψήφου στις εκλογές του 2024

Η Γραμματεία της πολιτείας της Νεβάδα ερευνά ενεργά περισσότερες από 300 αναφορές για απόπειρες διπλής ψήφου που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου του 2024, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση που δημοσιεύθηκε από τις πολιτειακές αρχές στις 21 Μαρτίου 2025.

Η έκθεση της γραμματείας καταγράφει αναλυτικά 303 καταγγελίες για πολίτες που, είτε από πρόθεση είτε από σφάλμα, επιχείρησαν να ψηφίσουν δύο φορές. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι το σύστημα λειτούργησε έγκαιρα, με αποτέλεσμα οι συγκεκριμένες διπλές ψήφοι να μην καταμετρηθούν ποτέ.

Από τις 303 αυτές περιπτώσεις, οι πέντε θεωρούνται πλέον κλειστές. Από αυτές, μια υπόθεση έχει παραπεμφθεί σε εξωτερική υπηρεσία για περαιτέρω διερεύνηση, ενώ οι υπόλοιπες τέσσερις χαρακτηρίστηκαν ως «αστικές ειδοποιήσεις/χωρίς παραβίαση». Οι υπόλοιπες 298 περιπτώσεις παραμένουν ανοιχτές και βρίσκονται υπό διερεύνηση.

«Το γραφείο της Γραμματείας της πολιτείας αντιμετωπίζει κάθε ισχυρισμό περί παραβίασης της εκλογικής διαδικασίας με τη δέουσα σοβαρότητα και πραγματοποιεί πλήρη έρευνα σύμφωνα με τις πρόνοιες του νόμου», επισημαίνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.

Η έκταση του φαινόμενου, αν και σημαντική αριθμητικά, αποτελεί μόλις το 0,02% των συνολικών ψήφων που υποβλήθηκαν στην πολιτεία της Νεβάδα στις Γενικές Εκλογές του 2024. Πάντως, οι αρμόδιοι προτίθενται να εξαντλήσουν τις έρευνες σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις.

«Συνεργαζόμαστε στενά με το γραφείο του γενικού εισαγγελέα καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας και, μόλις διαπιστωθεί πλέον αν μια καταγγελία είναι βάσιμη, οι υποθέσεις αναφέρονται προς περαιτέρω ποινική διερεύνηση στις αρμόδιες υπηρεσίες, μεταξύ αυτών στο γραφείο του γενικού εισαγγελέα και στις κατά τόπους εισαγγελικές αρχές», υπογραμμίζει η ίδια έκθεση.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προβληματικής περίπτωσης που περιγράφεται από τις αρχές αφορά την περίπτωση πατέρα και γιου, με το ίδιο ακριβώς ονοματεπώνυμο. Στο συγκεκριμένο σενάριο, πατέρας και γιος ζουν στο ίδιο νοικοκυριό και λαμβάνουν ξεχωριστά ψηφοδέλτια. Ο γιος επιλέγει να ψηφίσει διά ζώσης, ενώ ο πατέρας κατά λάθος συμπληρώνει και αποστέλλει το ψηφοδέλτιο που προορίζεται για τον γιο του μέσω ταχυδρομείου. Το σύστημα αμέσως εντοπίζει την παράτυπη προσπάθεια και το επιπλέον ψηφοδέλτιο δεν καταμετράται, ωστόσο, το περιστατικό διερευνάται και αποστέλλεται ειδική ειδοποίηση στον πατέρα ως ενημέρωση και προειδοποίηση.

Οι εκλογές του Νοεμβρίου 2024 στη Νεβάδα έδωσαν τη νίκη στον τότε υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στην αντίπαλό του, τότε Αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις, με μια διαφορά περίπου 46.000 ψήφων, εξασφαλίζοντας τους έξι εκλέκτορες της πολιτείας και συμβάλλοντας καθοριστικά στην εκλογική του επικράτηση.

Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας αλλά και μετεκλογικά, ο Τραμπ και άλλοι εξέχοντες Ρεπουμπλικανοί έχουν επανειλημμένα επισημάνει την ανάγκη βελτίωσης της εκλογικής ακεραιότητας μέσω αυστηρότερων ελέγχων, διαφανών διαδικασιών ταχυδρομικής ψήφου αλλά και χρήσης χάρτινων ψηφοδελτίων για μεγαλύτερη ασφάλεια και αξιοπιστία.

Στην πρώτη συνεδρίαση του υπουργικού του συμβουλίου αυτόν τον μήνα, ο πρόεδρος Τραμπ δήλωσε πως οι ΗΠΑ πρέπει να επιστρέψουν στα χάρτινα ψηφοδέλτια και κατέθεσε δημόσια την άποψη ότι «χρειάζεται ένα τίμιο και διαφανές εκλογικό σύστημα που θα ολοκληρώνεται μέσα σε μία ημέρα».

Η αποκάλυψη των ειδήσεων για τις έρευνες αυτές αναμένεται να εντείνει τις συζητήσεις για την ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης των εκλογικών διαδικασιών στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ οι αρμόδιες αρχές συνεχίζουν με εντατικούς ρυθμούς τις έρευνές τους για την πλήρη διαλεύκανση όλων των καταγγελιών.

Βαρύ πλήγμα στη Σούμι: Ρωσική πυραυλική επίθεση με δεκάδες τραυματίες

Η πυραυλική επίθεση σημειώθηκε στην πόλη Σούμι, κοντά στα σύνορα της Ουκρανίας με τη Ρωσία, με αποτέλεσμα εκτεταμένες καταστροφές σε κατοικίες και σχολικά συγκροτήματα. Ο κυβερνήτης της περιοχής Σούμι, Βολοντίμιρ Αρτιούχ, ανακοίνωσε ότι μεταξύ των τραυματιών βρίσκονται και παιδιά.

«Δύο σχολεία χτυπήθηκαν άμεσα από τους πυραύλους», είπε χαρακτηριστικά ο Αρτιούχ σε τηλεοπτική δήλωση. Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι χάρη στην έγκαιρη εκκένωση των μαθητών στα καταφύγια, δεν υπήρξαν σοβαρότεροι τραυματισμοί ή απώλειες ζωών μεταξύ των παιδιών. «Είμασταν παρόντες όταν οι διασώστες απομάκρυναν με ασφάλεια τους μαθητές», σημείωσε ο κυβερνήτης.

Ο προσωρινός δήμαρχος της Σούμι, Αρτέμ Κομπζάρ, ανέφερε στο κανάλι του στο Telegram ότι, εκτός των κατοικημένων περιοχών, χτυπήθηκε και μια βιομηχανική μονάδα, χωρίς ωστόσο να δώσει περισσότερες πληροφορίες για την ταυτότητά της.

Σφοδρές αντιδράσεις από το Κίεβο

Ο Ουκρανός Πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι καταδίκασε δριμύτατα την επίθεση των ρωσικών δυνάμεων, κατηγορώντας τη Μόσχα ότι «παρατείνει τον πόλεμο και συνεχίζει να βασανίζει όχι μόνο τον λαό μας, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο». Σε βιντεοσκοπημένο μήνυμά του, ο Ζελένσκι κάλεσε τη διεθνή κοινότητα να αναλάβει «αποφασιστική δράση» προκειμένου να σταματήσει η Ρωσία τις εχθροπραξίες.

Όξυνση της έντασης εν μέσω συνομιλιών

Η επίθεση εκδηλώθηκε την ίδια μέρα που υψηλά ιστάμενοι Αμερικανοί και Ρώσοι αξιωματούχοι συναντήθηκαν στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας με στόχο να συμφωνηθεί μια κατάπαυση πυρός στην Ουκρανία. Ο υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας, Αντρίι Σίμπιχα, κατήγγειλε την αντίφαση αυτή: «Η Ρωσία υποκρίνεται ειρηνευτικές προθέσεις στις διεθνείς συνομιλίες, ενώ ταυτόχρονα εξαπολύει βάναυσες επιδρομές σε κατοικημένες περιοχές».

Η Μόσχα από την πλευρά της επιμένει ότι χρησιμοποιεί αποκλειστικά όπλα ακριβείας, με στόχο στρατιωτικής αξίας εγκαταστάσεις, απορρίπτοντας τις κατηγορίες περί στοχευμένης επίθεσης σε πολίτες.

Κλιμάκωση συγκρούσεων στη συνοριακή περιοχή Κουρσκ-Σούμι

Η περιοχή Σούμι γειτνιάζει με τη ρωσική επαρχία Κουρσκ, όπου τις τελευταίες εβδομάδες σημειώνονται έντονες μάχες. Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, κατηγόρησε πρόσφατα την Ουκρανία για επίθεση σε σταθμό αερίου στην περιοχή Σούτζα του Κουρσκ, κάτι που όμως αρνήθηκε κατηγορηματικά ο ουκρανικός στρατός, αποδίδοντας την ευθύνη στις ίδιες τις ρωσικές δυνάμεις.

Ο Ρώσος αξιωματούχος του υπουργείου Εξωτερικών, Ροντιόν Μιρόσνικ, δήλωσε πως ρωσικές δυνάμεις επιχειρούν την εγκατάσταση ζώνης ασφαλείας εντός της ουκρανικής περιοχής Σούμι, προκειμένου να εμποδίσουν τις ουκρανικές δυνάμεις να πλήξουν ξανά υποδομές στο έδαφος της Ρωσίας.

Προβληματισμός για τη διπλωματία και τις ειρηνευτικές προοπτικές

Η συνεχιζόμενη κλιμάκωση των επιθέσεων αμφισβητεί έντονα τις προοπτικές που διαμορφώνονται από τις διεθνείς συνομιλίες στη Σαουδική Αραβία, καθιστώντας δυσκολότερη οποιαδήποτε συμφωνία εκεχειρίας μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών.

Η ουκρανική πλευρά καλεί σε άμεση και σαφή δέσμευση της Μόσχας για τερματισμό των επιθέσεων ενάντια σε αμάχους, ενώ το Κρεμλίνο καταγγέλλει την ουκρανική πλευρά για ανάλογες ενέργειες.

Η ένταση στα ρωσο-ουκρανικά σύνορα, ιδιαίτερα στις περιοχές Κουρσκ και Σούμι, αναμένεται να εξακολουθήσει να επηρεάζει αρνητικά τις διεθνείς προσπάθειες για ειρήνευση, με τις τοπικές κοινωνίες να παραμένουν τα μεγάλα θύματα της συνεχιζόμενης σύγκρουσης.

Ο Τραμπ στηρίζει τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας μετά από διαρροή συνομιλίας στο Signal

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, εξέφρασε την Τρίτη την πλήρη στήριξή του στον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Μάικ Γουόλτζ, μετά από περιστατικό κατά το οποίο ο αρχισυντάκτης του περιοδικού The Atlantic, Τζέφρι Γκόλντμπεργκ, προστέθηκε κατά λάθος σε συνομιλία υψηλόβαθμων στελεχών μέσω της εφαρμογής Signal.

Το περιστατικό, το οποίο ήρθε στη δημοσιότητα τη Δευτέρα 24 Μαρτίου, έχει προκαλέσει έντονες πολιτικές αντιδράσεις σε Ουάσινγκτον και Κογκρέσο. Δημοκρατικά μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων απαιτούν διενέργεια ενδελεχούς έρευνας, κάνοντας λόγο για «σοβαρό ζήτημα εθνικής ασφαλείας» και ζητούν παραιτήσεις.

Ωστόσο, ο πρόεδρος Τραμπ δήλωσε την Τρίτη στο NBC News ότι εξακολουθεί να εμπιστεύεται τον Γουόλτζ: «Ο Μάικλ Γουόλτζ πήρε το μάθημά του και είναι καλός άνθρωπος. Το συμβάν δεν προκάλεσε καμία απολύτως συνέπεια».

Σύμφωνα με τον κ. Τραμπ, η προσθήκη του Τζέφρι Γκόλντμπεργκ στη συνομιλία έγινε από λάθος συνεργάτη του κ. Γουόλτζ. «Ήταν ένα λάθος που προέκυψε από το κινητό κάποιου συνεργάτη, ο οποίος είχε αποθηκευμένο το τηλέφωνο του κ. Γκόλντμπεργκ», εξήγησε.

Η υπόθεση πήρε διαστάσεις όταν ο Γκόλντμπεργκ δήλωσε σε εμφάνισή του στο κανάλι MSNBC ότι εντός αυτής της συνομιλίας συζητούνταν «λεπτομερείς πληροφορίες» και «ακριβείς κινήσεις» σχετικά με σχεδιαζόμενη αμερικανική στρατιωτική δράση κατά των Χούθι, της φιλοϊρανικής ένοπλης οργάνωσης στην Υεμένη. Στη συνομιλία αυτή συμμετείχαν μεταξύ άλλων ο υπουργός Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, η επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών Τούλσι Γκάμπαρντ, ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς και ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο.

Ωστόσο, ο υπουργός Άμυνας Χέγκσεθ απέρριψε κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς Γκόλντμπεργκ, τονίζοντας πως «κανείς δεν αντάλλασε γραπτά μηνύματα για πολεμικά σχέδια». Ο ίδιος χαρακτήρισε την αναφορά ως ανακριβή και υπερβολική.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Καρολάιν Λίβιτ, τονίζοντας πως «καμία απόρρητη πληροφορία δεν διέρρευσε» και πως πρόκειται για ένα ήσσονος σημασίας τεχνικό περιστατικό.

Παρ’ όλες αυτές τις διαβεβαιώσεις, οι αντιδράσεις Δημοκρατικών βουλευτών είναι έντονες. Η βουλευτής Σάρα Τζέικομπς από την Καλιφόρνια δήλωσε στο Axios ότι «δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το γεγονός ως ένα απλό λάθος. Υπάρχουν ευθύνες και πρέπει να αποδοθούν».

Παράλληλα, ο βουλευτής Κρις Ντελούζιο από την Πενσιλβάνια απαίτησε μέσω ανάρτησης στο κοινωνικό δίκτυο Χ τη διεξαγωγή άμεσης ακρόασης στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, τονίζοντας ότι «κεφάλια πρέπει να πέσουν».

Η υπόθεση αυτή αναμένεται να δημιουργήσει πρόσθετη πολιτική αναταραχή στο Κογκρέσο, εν μέσω μιας ήδη ταραχώδους περιόδου στις σχέσεις Λευκού Οίκου και αντιπολίτευσης. Όπως αναφέρουν πολιτικοί αναλυτές, το συμβάν αυτό εγείρει νέες ανησυχίες σχετικά με τη χρήση κρυπτογραφημένων εφαρμογών επικοινωνίας από αξιωματούχους της κυβέρνησης, παρά τις πρόσφατες συστάσεις του FBI για αποκλειστική χρήση τέτοιων εφαρμογών προς αποφυγήν διαρροών πληροφοριών.

Η συγκεκριμένη υπόθεση αναμφίβολα θα παραμείνει στο προσκήνιο και θα απασχολήσει ιδιαίτερα τις υπηρεσίες ασφαλείας και τη δημόσια συζήτηση στις ΗΠΑ. Παρά την επικοινωνιακού τύπου διαχείριση της υπόθεσης από τον Λευκό Οίκο, θεωρείται σίγουρο ότι τα ερωτήματα και οι αντιδράσεις για τα μέτρα ασφαλείας σε επικοινωνίες τόσο υψηλής σημασίας δεν θα κοπάσουν εύκολα.

Διαρροή συνομιλιών αξιωματούχων των ΗΠΑ: Καμία κοινοποίηση διαβαθμισμένων πληροφοριών, υποστηρίζουν Ράτκλιφ και Γκάμπαρντ

Κορυφαία στελέχη των υπηρεσιών πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών, ο διευθυντής της CIA Τζον Ράτκλιφ και η επικεφαλής των Εθνικών Υπηρεσιών Πληροφοριών (DNI) Τούλσι Γκάμπαρντ, παρουσιάστηκαν στις 25 Μαρτίου ενώπιον της Γερουσίας, προκειμένου να δώσουν διευκρινίσεις για τη δημοσιοποίηση συνομιλιών, στις οποίες μετείχαν μέσω της εφαρμογής ανταλλαγής μηνυμάτων Signal.

Η συνεδρίαση της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας αρχικά είχε προγραμματιστεί να καλύψει ζητήματα που άπτονται των παγκόσμιων απειλών για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Ωστόσο, κυριάρχησε η συζήτηση για την αποκάλυψη του δημοσιογράφου και αρχισυντάκτη του περιοδικού «The Atlantic», Τζέφρι Γκόλντμπεργκ. Σύμφωνα με δημοσίευμά του, ο Γκόλντμπεργκ βρέθηκε κατά λάθος σε ομαδική συνομιλία στο Signal, στην οποία ανώτεροι κυβερνητικοί παράγοντες φέρονται να συζητούσαν για επικείμενη στρατιωτική επιχείρηση των ΗΠΑ εναντίον των ανταρτών Χούθι στην Υεμένη.

Ο κ. Ράτκλιφ επιβεβαίωσε ενώπιον των γερουσιαστών την παρουσία του στην επίμαχη συνομιλία, αλλά υπογράμμισε ότι ουδέποτε κοινοποίησε διαβαθμισμένο υλικό. «Οι επικοινωνίες μου στη συνομιλία Signal ήταν πλήρως επιτρεπτές και νόμιμες και δεν περιείχαν διαβαθμισμένες πληροφορίες», δήλωσε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής της CIA. Πρόσθεσε μάλιστα ότι η χρήση της εφαρμογής Signal ήταν εγκεκριμένη και από προηγούμενες κυβερνήσεις, «ως ένα αποδεκτό εργαλείο για την επικοινωνία σε υπηρεσιακά θέματα».

Από την πλευρά της, η διευθύντρια των Εθνικών Υπηρεσιών Πληροφοριών, Τούλσι Γκάμπαρντ, αρχικά απέφυγε να επιβεβαιώσει τη συμμετοχή της στη συνομιλία, επικαλούμενη το ότι η υπόθεση βρίσκεται υπό εξέταση από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας. Υπογράμμισε ωστόσο με έμφαση ότι «δεν υπήρξε κοινοποίηση διαβαθμισμένων πληροφοριών».

Το ζήτημα αυτό εξόργισε αρκετούς Γερουσιαστές, μεταξύ των οποίων και ο Δημοκρατικός Μάρκ Γουόρνερ, ο οποίος εξέφρασε τον προβληματισμό του σχετικά με την ελλιπή ασφάλεια στη χρήση τέτοιων εφαρμογών από κορυφαίους αξιωματούχους. «Είναι ανεξήγητο ότι τόσα υψηλόβαθμα στελέχη συμμετείχαν και κανείς δεν επαλήθευσε ποιος βρισκόταν στη συνομιλία, επιτρέποντας ακόμα και την παρουσία δημοσιογράφου», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Γουόρνερ.

Κατά τη διάρκεια της ακρόασης, ο γερουσιαστής των Δημοκρατικών Μάρτιν Χάινριχ έθεσε ερωτήματα σχετικά με αναφορά του Γκόλντμπεργκ ότι στη συνομιλία συζητήθηκαν συγκεκριμένα όπλα, στόχοι και ο χρόνος της προγραμματισμένης επιχείρησης στην Υεμένη. Οι Ράτκλιφ και Γκάμπαρντ αρνήθηκαν κατηγορηματικά ότι υπήρξε τέτοια αναφορά εντός της συνομιλίας που είδαν οι ίδιοι.

Ο υπουργός Αμύνης των ΗΠΑ, Πιτ Χέγκσεθ, σε δηλώσεις που έκανε στις 24 Μαρτίου, υποστήριξε ότι «κανείς δεν έστειλε πολεμικά σχέδια μέσω μηνυμάτων». Σχολιάζοντας την κατάσταση, ο δημοσιογράφος Τζ. Γκόλντμπεργκ άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να δημοσιοποιήσει στο μέλλον περισσότερα στοιχεία της συνομιλίας, «μετά από προσεκτική αξιολόγηση και δημόσιο έλεγχο».

Στο μεταξύ, τα μέλη της Επιτροπής Γερουσιαστών των Ρεπουμπλικάνων, Μάικ Ράουντς και Τοντ Γιανγκ, σημείωσαν ότι σκοπεύουν να διευκρινίσουν περισσότερα για το συμβάν κατά την κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση.

Η υπόθεση προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία σχετικά με τον τρόπο που οι κορυφαίοι αξιωματούχοι χειρίζονται ευαίσθητες πληροφορίες εθνικής ασφάλειας. «Είναι σαφές πως εάν οποιοδήποτε άλλο στέλεχος των υπηρεσιών πληροφοριών έπραττε με παρόμοιο τρόπο, ενδεχομένως να αντιμετώπιζε συνέπειες», σχολίασε χαρακτηριστικά ο γερουσιαστής Γουόρνερ, καταδεικνύοντας τη σημασία ασφαλούς ανταλλαγής ευαίσθητων δεδομένων.

Η εξέταση του συμβάντος συνεχίζεται, ενώ οι διευθυντές των υπηρεσιών πληροφοριών διαβεβαιώνουν πως δεν θίχθηκε η εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Ωστόσο, το περιστατικό επαναφέρει στο επίκεντρο τη συζήτηση για την τήρηση των πρωτοκόλλων ασφαλείας σε υψηλότατο πολιτικό και στρατηγικό επίπεδο.

ΗΠΑ και Ρωσία συμφωνούν σε αποκατάσταση της πρόσβασης της Μόσχας στις διεθνείς αγορές

Σε μία σημαντική εξέλιξη στις σχέσεις Ουάσιγκτον-Μόσχας, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία κατέληξαν σε συμφωνία για την αποκατάσταση της πρόσβασης της Ρωσίας στις παγκόσμιες αγορές αγροτικών προϊόντων και λιπασμάτων, μετά από τριήμερες διμερείς συνομιλίες που ολοκληρώθηκαν στις 25 Μαρτίου, στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας.

Οι συνομιλίες πραγματοποιήθηκαν υπό τον συντονισμό του διαδόχου του θρόνου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν και αποτελούν συνέχεια προηγούμενων επαφών υψηλού επιπέδου μεταξύ του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν.

Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση του Λευκού Οίκου, οι ΗΠΑ δεσμεύθηκαν να συμβάλλουν στην επαναφορά της Ρωσίας στις διεθνείς αγορές, προκειμένου να διευκολυνθούν οι εξαγωγές γεωργικών προϊόντων και λιπασμάτων. Ειδικότερα, οι Αμερικανοί συμφώνησαν να μειώσουν το κόστος ασφάλισης των πλοίων, καθώς και να βελτιώσουν την πρόσβαση της Ρωσίας σε λιμενικές υποδομές και συστήματα πληρωμών.

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συμβάλουν στην αποκατάσταση της πρόσβασης της Ρωσίας στις διεθνείς αγορές για εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και λιπασμάτων», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην ανακοίνωση.

Σημαντικό στοιχείο της συμφωνίας αποτελούν επίσης οι δεσμεύσεις σχετικά με την ασφάλεια στη Μαύρη Θάλασσα. Πιο συγκεκριμένα, οι δύο χώρες συμφώνησαν να «διασφαλίσουν την ασφαλή ναυσιπλοΐα», να «αποτρέψουν τη χρήση βίας» και «να αποφύγουν τη χρήση εμπορικών πλοίων για στρατιωτικούς σκοπούς».

Ωστόσο, παρά τις υποσχέσεις που ανακοινώθηκαν, το Κρεμλίνο ξεκαθάρισε ότι τα συμφωνηθέντα δεν θα υλοποιηθούν χωρίς την άρση συγκεκριμένων κυρώσεων που πλήττουν ιδιαίτερα ευαίσθητους κλάδους της ρωσικής οικονομίας. Οι όροι που θέτει η Ρωσία περιλαμβάνουν επανασύνδεση της τράπεζας Rosselkhozbank και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στο διεθνές τραπεζικό σύστημα SWIFT, αναθεώρηση περιορισμών στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές και την πρόσβαση ρωσικών πλοίων σε διεθνείς λιμένες, καθώς και την άρση των κυρώσεων σε εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους τομείς των τροφίμων και λιπασμάτων.

Η Ρωσία διεκδικεί επίσης την επανεκκίνηση των εξαγωγών γεωργικού εξοπλισμού προς τη χώρα, οι οποίες είχαν σταματήσει λόγω των κυρώσεων που επεβλήθησαν από τη Δύση μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022.

Οι διαβουλεύσεις στο Ριάντ πραγματοποιούνται στο πλαίσιο ευρύτερων προσπαθειών της κυβέρνησης Τραμπ να συμβάλει στον τερματισμό των συγκρούσεων μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας. Σημειώνεται πως έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή 30ήμερη διακοπή πληγμάτων σε ενεργειακές εγκαταστάσεις από τις 18 Μαρτίου, η οποία ενδέχεται να παραταθεί, υπό την προϋπόθεση όμως της τήρησης των συμφωνηθέντων από τις δύο πλευρές.

Ο ειδικός απεσταλμένος του Λευκού Οίκου Στιβ Γουίτκοφ υπογράμμισε ότι στόχος των συνομιλιών είναι η επίτευξη «πραγματικής προόδου», ειδικότερα σε ό,τι αφορά την ασφάλεια της εμπορικής ναυσιπλοΐας στη Μαύρη Θάλασσα.

Οι Ρώσοι αξιωματούχοι επανειλημμένα έχουν επικρίνει τις δυτικές κυρώσεις ως επιζήμιες για τις αναπτυσσόμενες χώρες, δεδομένου ότι η Ρωσία συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους προμηθευτές αγροτικών αγαθών και λιπασμάτων.

Το επόμενο διάστημα θα είναι κρίσιμο για να φανεί αν οι δεσμεύσεις των δύο κρατών θα εφαρμόζονται στην πράξη και αν θα οδηγήσουν σε ουσιαστική αποκλιμάκωση των εντάσεων και βελτίωση της διεθνούς σταθερότητας. Σημειώνεται, τέλος, ότι και οι δύο πλευρές εξήραν τη συμβολή της Σαουδικής Αραβίας στη διοργάνωση και τη φιλοξενία των κρίσιμων αυτών διαπραγματεύσεων.