Η Κομισιόν ανακοίνωσε στις 7 Οκτωβρίου νέα μέτρα για τον χάλυβα, διπλασιάζοντας τους δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα και περιορίζοντας στο μισό τα ανώτατα επιτρεπτά όρια χωρίς επιβάρυνση, σε μια προσπάθεια προστασίας των δοκιμαζόμενων ευρωπαίων παραγωγών από την παγκόσμια υπερπροσφορά.
Ο Επίτροπος Βιομηχανίας, Στεφάν Σαζουρν, τόνισε πως οι αλλαγές αποσκοπούν στην άμυνα των ευρωπαϊκών χαλυβουργείων και εργαζομένων. «Για να σώσουμε τα ευρωπαϊκά μας εργοστάσια χάλυβα και τις θέσεις εργασίας, περιορίζουμε στο μισό τις εισαγόμενες ποσότητες. Διπλασιάζουμε τους τελωνειακούς δασμούς», δήλωσε. «Αυτή είναι η νέα ρήτρα διασφάλισης στον χάλυβα. Αυτή είναι η επαναβιομηχάνιση της Ευρώπης.»
Βάσει της πρότασης, οι αδασμολόγητες εισαγωγές περιορίζονται σε 18,3 εκατ. τόνους ετησίως — κατά 47% λιγότερες από το 2024 — ενώ το πρόστιμο στις ποσότητες που υπερβαίνουν το όριο αυξάνεται στο 50%. Θεσπίζονται επίσης αυστηρότεροι κανόνες ιχνηλασιμότητας, με απαίτηση αποδείξεων προέλευσης ώστε να αποτρέπονται παρακάμψεις.
Το ευρωπαϊκό σχέδιο ανακοινώθηκε λίγους μήνες μετά τη σχετική αύξηση δασμών στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανέβασε από 4 Ιουνίου τους δασμούς σε χάλυβα και αλουμίνιο στο 50%, με τον Λευκό Οίκο να εξηγεί πως το μέτρο στοχεύει σε πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση της υπερπροσφοράς φθηνών μετάλλων στην αμερικανική αγορά.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Ένωση Χάλυβα, η Κίνα παρήγαγε πέρυσι πάνω από 1 δισ. μετρικούς τόνους χάλυβα, αφήνοντας μακράν πίσω τη δεύτερη Ινδία με 149 εκατ. τόνους. Οι ΗΠΑ κατέλαβαν την τέταρτη θέση, ενώ η μοναδική χώρα της ΕΕ στη δεκάδα ήταν η Γερμανία, που βρέθηκε στην έβδομη θέση.
Έκκληση φον ντερ Λάιεν για άμεση έγκριση
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, υπογράμμισε την ανάγκη ταχείας αντίδρασης από το μπλοκ για την προστασία ενός κλάδου-κλειδί για την οικονομία και την ασφάλεια της Ευρώπης.
«Ένας ισχυρός, απανθρακοποιημένος τομέας χάλυβα είναι ζωτικής σημασίας για την ανταγωνιστικότητα, την οικονομική ασφάλεια και τη στρατηγική αυτονομία της Ένωσης», δήλωσε. «Η παγκόσμια υπερπροσφορά πλήττει τη βιομηχανία μας. Πρέπει να δράσουμε τώρα· καλώ το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να κινηθούν άμεσα.»
Το μέτρο, που απαιτεί ακόμη έγκριση από τα κράτη-μέλη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θα αντικαταστήσει το ισχύον καθεστώς διασφάλισης το οποίο λήγει τον Ιούνιο του 2026.
Η Επιτροπή κατέθεσε ότι το καλοκαίρι διαβουλεύτηκε με τον κλάδο και τους εμπλεκόμενους φορείς, καταγράφοντας γενική στήριξη υπέρ αυστηρότερων περιορισμών.
Νορβηγία, Ισλανδία και Λιχτενστάιν εξαιρούνται βάσει υφιστάμενων εμπορικών συμφωνιών, ενώ η Επιτροπή εξετάζει ειδική μεταχείριση υπέρ της Ουκρανίας λόγω των συνθηκών ασφαλείας.
Η βιομηχανία υπό πίεση
Ο χάλυβας αποτελεί πυλώνα της ευρωπαϊκής οικονομίας, με παρουσία στη βιομηχανία κατασκευών, αυτοκινήτου και άμυνας.
Η Ένωση είναι ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός παγκοσμίως, με περίπου 300.000 εργαζόμενους άμεσα και 2,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας να εξαρτώνται έμμεσα από τον κλάδο.
Ωστόσο, η παραγωγή υφίσταται έντονες πιέσεις από τον διεθνή ανταγωνισμό, το υψηλό ενεργειακό κόστος και τη χαμηλή ζήτηση.
Από το 2007, οι ευρωπαϊκές χαλυβουργίες έχασαν περίπου 65 εκατ. τόνους σε δυναμικότητα και μειώθηκαν κατά 90.000 έως 100.000 οι θέσεις εργασίας, σύμφωνα με στοιχεία της Επιτροπής.
Η αξιοποίηση της πλεονάζουσας δυναμικότητας υποχώρησε πέρυσι στο 67%, έναντι του 80% που θεωρείται υγιές όριο, ενώ ο κλάδος κατέγραψε ιστορικές απώλειες.
Ο Άξελ Έγκερτ, γενικός διευθυντής της Ευρωπαϊκής Ένωσης Χάλυβα, καλωσόρισε τις προτάσεις και προειδοποίησε ότι οι ευρωπαϊκές εγκαταστάσεις λειτουργούν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, της τάξης του 65%, οδηγώντας σε κλείσιμο εργοστασίων και απολύσεις. «Το ένα τρίτο της ζήτησης καλύπτεται από εισαγωγές χαμηλού κόστους και υψηλής έντασης άνθρακα», επισήμανε.
H ΕΕ εκφράζει την προσδοκία ότι τα νέα μέτρα θα προσφέρουν σταθερότητα στον κλάδο, δίνοντας ανάσες για επενδύσεις σε πράσινες τεχνολογίες που είναι αναγκαίες για την οικολογική μετάβαση του μπλοκ.
Η Επιτροπή δεσμεύθηκε επίσης να συνεχίσει διαβουλεύσεις στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και το Παγκόσμιο Φόρουμ Υπερπροσφοράς Χάλυβα, με στόχο, όπως αναφέρει, την αντιμετώπιση των βασικών αιτιών της υπερπαραγωγής.
«Το ζήτημα της υπερπροσφοράς είναι παγκόσμιο πρόβλημα που απαιτεί ισχυρή, συντονισμένη και ειλικρινή συνεργασία από όλους τους εταίρους», σημείωσε η Επιτροπή σε ανακοίνωσή της.
«Η Ευρώπη πρέπει να απαντήσει με μέτρα που υπερβαίνουν την παραδοσιακή άμυνα για να αντιμετωπίσει τον υβριδικό πόλεμο της Ρωσίας», τόνισε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, στις 8 Οκτωβρίου.
Κατά την ομιλία της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έκανε λόγο για «ανησυχητικό μοτίβο αυξανόμενων απειλών κατά της ευρωπαϊκής ασφάλειας», συμπεριλαμβανομένης της δολιοφθοράς σε υποθαλάσσια καλώδια, κυβερνοεπιθέσεων και πρόσφατων παραβιάσεων του ευρωπαϊκού εναέριου χώρου από μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones).
«Ήρθε η ώρα να το ονομάσουμε όπως είναι. Αυτός είναι υβριδικός πόλεμος και πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με τη δέουσα σοβαρότητα», δήλωσε χαρακτηριστικά στους ευρωβουλευτές στο Στρασβούργο.
Το ΝΑΤΟ ορίζει τον υβριδικό πόλεμο ως έναν συνδυασμό συμβατικών και μη συμβατικών μέσων με στόχο την αποσταθεροποίηση ενός αντιπάλου, καθιστώντας παράλληλα δύσκολη την απόδοση ευθύνης.
Όπως επισήμανε η φον ντερ Λάιεν, ο υβριδικός πόλεμος εκδηλώνεται συνήθως στη «γκρίζα ζώνη»—στο χώρο κάτω από το όριο της συμβατικής σύγκρουσης, που περιλαμβάνει κυβερνοεπιθέσεις, επιθέσεις σε κρίσιμες υποδομές και κατασκοπεία. «Δεν αρκεί να αντιδρούμε πρέπει να αποτρέπουμε, γιατί αν διστάσουμε να δράσουμε, η γκρίζα ζώνη μόνο θα διευρύνεται», υπογράμμισε.
Αν και απέφυγε να κατονομάσει άμεσα τη Μόσχα για κάθε πρόσφατο περιστατικό, η επικεφαλής της Κομισιόν δήλωσε ότι «η Ρωσία επιδιώκει να σπείρει διχόνοια στην Ευρώπη», δίνοντας επίσημα τον χαρακτηρισμό της υβριδικής εμπλοκής στη χώρα.
Η Ρωσία διαψεύδει με συνέπεια τις κατηγορίες για παραβιάσεις του εναέριου χώρου του ΝΑΤΟ και αρνείται οποιαδήποτε εμπλοκή σε φερόμενες ενέργειες δολιοφθοράς κατά ευρωπαϊκών υποδομών.
«Η αντιμετώπιση του υβριδικού πολέμου της Ρωσίας δεν αφορά μόνο τα παραδοσιακά μέσα άμυνας — περιλαμβάνει λογισμικό για drone, ανταλλακτικά για αγωγούς και ταχεία ανάπτυξη ομάδων κυβερνοάμυνας», εξήγησε, τονίζοντας την ανάγκη για μια νέα νοοτροπία απέναντι στις μεταβαλλόμενες μορφές διεθνών απειλών και σύγκρουσης.
Ανάμεσα στις βασικές στρατηγικές της Ευρώπης συγκαταλέγεται και η προτεινόμενη «ασπίδα drone», ένα ολοκληρωμένο σύστημα εντοπισμού, παρακολούθησης και αναχαίτισης μη επανδρωμένων αεροσκαφών που παραβιάζουν τον εναέριο χώρο της Ε.Ε.
Ουκρανοί στρατιώτες στέκονται δίπλα σε ένα θωρακισμένο στρατιωτικό όχημα που περιβάλλεται από ένα κλουβί για προστασία από επιθέσεις με drones σε έναν δρόμο κοντά στην Ολεξάντριβκα της Ουκρανίας, στις 6 Οκτωβρίου 2025. Ed Jones/AFP μέσω Getty Images
Η φον ντερ Λάιεν έχει επιμείνει στην υλοποίηση της πρωτοβουλίας αυτής μετά από την έξαρση σχετικών περιστατικών. «Η ασπίδα drone αποτελεί τμήμα του υπό σχεδιασμό Eastern Flank Watch και είναι η ευρωπαϊκή απάντηση στις συνθήκες του σύγχρονου πολέμου», ανέφερε στις 8 Οκτωβρίου, προσθέτοντας ότι προηγούμενες παραβιάσεις πάνω από την Πολωνία ανάγκασαν συμμάχους του ΝΑΤΟ να αναπτύξουν πανάκριβα, προηγμένα μαχητικά εναντίον φθηνών, μαζικής παραγωγής drone. «Αυτή η συνθήκη είναι παντελώς μη βιώσιμη. Χρειαζόμαστε ένα αντι-drone σύστημα που να είναι οικονομικό και να υπηρετεί τον σκοπό του».
Η Ε.Ε. έχει ήδη ανακοινώσει πρόγραμμα ύψους 800 δισ. ευρώ για την ενίσχυση της αμυντικής της ικανότητας, στο πλαίσιο της στρατηγικής ασφάλειας Readiness 2030.
Η φον ντερ Λάιεν ανέφερε πως οι Βρυξέλλες θα συνεργαστούν στενά με το ΝΑΤΟ για τη διαμόρφωση πανευρωπαϊκού σχεδίου άμυνας, διαβεβαιώνοντας τους ευρωβουλευτές ότι σε δύο εβδομάδες οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα παρουσιάσουν τον οδικό χάρτη ετοιμότητας «Preserving Peace».
Η πρωθυπουργός της Δανίας, Μέτε Φρεντέρικσεν, μιλώντας μετά τη σύνοδο της Ε.Ε. της 1ης Οκτωβρίου, υπογράμμισε την ανάγκη ενίσχυσης της ευρωπαϊκής αμυντικής παραγωγής, δηλώνοντας: «Πρέπει να ενδυναμώσουμε την παραγωγή μας σε drone, σε αντισυστήματα drone, και να οικοδομήσουμε ένα ευρωπαϊκό δίκτυο μέτρων που θα προστατεύει και, φυσικά, θα εξουδετερώνει κάθε εξωτερική απειλή».
Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, έχει χαρακτηρίσει την ιδέα της «ασπίδας drone» ως «έγκαιρη και αναγκαία», με τη Ρωσία να επικρίνει έντονα την πρωτοβουλία.
Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, σχολίασε: «Η ιστορία έχει δείξει πως το να χτίζεις τείχη είναι πάντα κακή ιδέα».
Ο Ουλφίλας (ή Βουλφίλας) γεννήθηκε περίπου το 311 μ.Χ. σε περιοχή της Ρωμαϊκής Δακίας, με ρίζες στους αιχμάλωτους Καππαδόκες· πολλοί Καππαδόκες χριστιανοί είχαν αιχμαλωτισθεί από Γότθους και εγκαταστάθηκαν μεταξύ Όλτου, Δνείστερου και Δούναβη, και ο Ουλφίλας μεγάλωσε σε αυτό το περιβάλλον. Η μητέρα του ήταν ελληνικής καταγωγής, ενώ ο πατέρας του πιθανότατα Γότθος. Απέκτησε χριστιανική παιδεία και σε ηλικία περίπου τριάντα ετών έγινε αναγνώστης (lector) της εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Εκεί έμαθε ελληνικά και λατινικά, χειροτονήθηκε επίσκοπος από τον Αρειανό Ευσέβιο Νικομηδείας. Ο Ουλφίλας στάλθηκε ως ιεραπόστολος στους Γότθους και καθιέρωσε μεταξύ τους την αρειανική μορφή του χριστιανισμού. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Δακία λόγω διωγμών από τον Αθαναρίχο και εγκαταστάθηκε στη Μοισία, όπου συνέχισε το έργο του. Εκεί συνέλαβε την ιδέα να μεταφράσει τη Βίβλο στη γοτθική γλώσσα· για τον σκοπό αυτό δημιούργησε ένα νέο αλφάβητο.
Ο Ουλφίλας διδάσκει το Ευαγγέλιο στους Γότθους. Ξυλογραφία, 1890. Αγνώστου. (Public Domain)
Η δημιουργία του γοτθικού αλφαβήτου
Για να μεταφράσει τη Βίβλο στα γοτθικά, ο Ουλφίλας χρειαζόταν ένα γραπτό σύστημα που να αποδίδει τους ήχους της γοτθικής γλώσσας. Η οικειότητά του με τα ελληνικά έκανε το έργο σχετικά εύκολο: σύμφωνα με τη Νέα Εγκυκλοπαίδεια, η δημιουργία του αλφαβήτου ήταν «σχετικά απλή, με μόνο λίγα γράμματα να δανείζονται από ρουνικά ή λατινικά. Η πλειονότητα των γραμμάτων αντιστοιχούν ένα προς ένα στα ελληνικά γράμματα τόσο στην μορφή όσο και στην φωνητική αξία και ακολουθούν την ίδια σειρά και αριθμητική αξία.
Το γοτθικό αλφάβητο. (Public Domain)
Παρότι το γοτθικό αλφάβητο στηρίζεται στο ελληνικό, μερικά γράμματα έχουν αμφίβολη προέλευση και πιθανόν προήλθαν από λατινικούς ή ρουνικούς χαρακτήρες:
q – ενδεχομένως προέρχεται από το ελληνικό δίγαμμα/stigma ή από ένα λατινικό μικρό γράμμα q
h – μπορεί να βασίζεται στο ελληνικό ήτα αλλά η μορφή του ίσως προήλθε από το λατινικό h
þ (thorn) – αποδίδει τον φθόγγο /θ/ και πιθανώς προέρχεται από ελληνικό θήτα ή από ρουνικό þ
j – η μορφή του ίσως προέρχεται από λατινικό G ή από ελληνικό ξ, ενώ εξετάζεται και η επίδραση ρουνικού ᛃ
u – έχει πιθανή ρίζα στο ελληνικό όμικρον ή στο ρουνικό ᚢ
ƕ hwair – μπορεί να προέρχεται από ελληνικό ψι με ανακατάταξη φωνητικής αξίας ή από ελληνικό θήτα/
ō – ενδεχομένως προήλθε από ελληνικό ωμέγα ή από ρουνικό ᛟ
Επιπλέον, τα γράμματα r, s και f εμφανίζονται να έχουν δανειστεί μορφικά από τα λατινικά αντί από τα ελληνικά, αν και ίσως επηρεάστηκαν και από τα αντίστοιχα ρουνικά γράμματα. Παρά τις μεμονωμένες αυτές επιρροές, ο ρόλος της ρουνικής είναι αμφιλεγόμενος· ο Snædal υποστηρίζει ότι η γνώση των ρούνων στους Ανατολικούς Γερμανούς ήταν περιορισμένη, ενώ άλλοι ερευνητές θεωρούν πιθανή κάποια χρήση ρουνικών στοιχείων.
Συγκριτικός πίνακας γοτθικού–ελληνικού αλφαβήτου
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τα γράμματα του γοτθικού αλφαβήτου, τη φωνητική τους απόδοση, την αριθμητική αξία και τον αντίστοιχο ελληνικό χαρακτήρα. Σημειώνονται επίσης οι περιπτώσεις όπου η προέλευση είναι πιθανόν λατινική ή ρουνική.
Γοτθικό γράμμα
Μεταγραφή
Πιθανή ελληνική αντιστοιχία
Αριθμητική αξία
Σχόλια/προέλευση
𐌰 (a)
a
Α (άλφα)
1
Ελληνικό γράμμα
𐌱 (b)
b
Β (βήτα)
2
Ελληνικό γράμμα
𐌲 (g)
g
Γ (γάμμα)
3
Ελληνικό γράμμα
𐌳 (d)
d
Δ (δέλτα)
4
Ελληνικό γράμμα
𐌴 (e)
e
Ε (έψιλον)
5
Ελληνικό γράμμα
𐌵 (q)
q/kʷ
πιθ. δίγαμμα (Ϛ) ή λατ. q
6
Ασαφής προέλευση (πιθανώς ελληνική ή λατινική)
𐌶 (z)
z
Ζ (ζήτα)
7
Ελληνικό γράμμα
𐌷 (h)
h
Η (ήτα)
8
Μορφή ίσως από λατ. h
𐌸 (þ)
th
Θ (θήτα)
9
Μορφή ίσως από ελληνικό θήτα ή ρουνικό þ
𐌹 (i)
i
Ι (ιώτα)
10
Ελληνικό γράμμα
𐌺 (k)
k
Κ (κάππα)
20
Ελληνικό γράμμα
𐌻 (l)
l
Λ (λάμδα)
30
Ελληνικό γράμμα
𐌼 (m)
m
Μ (μυ)
40
Ελληνικό γράμμα
𐌽 (n)
n
Ν (νυ)
50
Ελληνικό γράμμα
𐌾 (j)
j/y
πιθανώς ξ ή λατ. G
60
Προέλευση πιθανώς ελληνική (ξ) ή λατινική/ρουνική
𐌿 (u)
u
οῦ (όμικρον /uː/)
70
Μορφή ίσως από ελληνικό ο/ω ή ρουνικό ᚢ
𐍀 (p)
p
Π (πι)
80
Ελληνικό γράμμα
𐍁 (90)
—
Qοππα/Ϙ
90
Δεν έχει φωνητική αξία
𐍂 (r)
r
Ρ (ρω)
100
Μορφή πιθανώς από λατινικό r
𐍃 (s)
s
Σ (σίγμα)
200
Μερικές μορφές μοιάζουν με sigma· πιθανή λατινική/ρουνική επιρροή
𐍄 (t)
t
Τ (ταυ)
300
Ελληνικό γράμμα
𐍅 (w)
w
Υ (ύψιλον)
400
Ελληνικό γράμμα
𐍆 (f)
f
Ϝ / Φ
500
Μορφή ίσως από λατινικό ή ρουνικό χαρακτήρα
𐍇 (x)
x/kʰ
Χ (χι)
600
Ελληνικό γράμμα
𐍈 (ƕ)
hw
πιθ. Ψ ή Θ
700
Ειδικό γράμμα για το /hʷ/· προέλευση αμφίβολη
𐍉 (ō)
o
Ω (ωμέγα)
800
Μορφή ίσως από ελληνικό ω ή ρουνικό ᛟ
𐍊 (900)
—
Σαμπί/Ϡ
900
Χρησιμοποιείται μόνο ως αριθμός
Ο πίνακας αποδεικνύει ότι το γοτθικό αλφάβητο στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο ελληνικό, διατηρώντας τη σειρά και τις αριθμητικές αξίες των γραμμάτων. Τα ειδικά γράμματα (q, þ, j, u, ƕ, ō) δημιουργήθηκαν για να αποδώσουν γοτθικούς φθόγγους που δεν υπήρχαν στα ελληνικά, δανειζόμενα στοιχεία από το ελληνικό, το λατινικό ή το ρουνικό σύστημα.
Η μετάφραση της Βίβλου και η χρήση της ελληνικής γλώσσας
Η μετάφραση της Βίβλου από τον Ουλφίλα αποτελεί το παλαιότερο μεγάλο λογοτεχνικό μνημείο γερμανικής γλώσσας. Σύμφωνα με τη Νέα Εγκυκλοπαίδεια, ο Ουλφίλας μετέφρασε «όλα τα βιβλία της Αγίας Γραφής εκτός από τα Βασιλείων, τα οποία παρέλειψε ως υπερβολικά πολεμικά». Για την Παλαιά Διαθήκη χρησιμοποίησε τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα (Septuaginta), ενώ για την Καινή Διαθήκη χρησιμοποίησε «το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο». Το ίδιο αναφέρει και η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια: ο Ουλφίλας, αφού επινόησε το αλφάβητο, «παρήγαγε μια εκδοχή των Γραφών από την Παλαιά Διαθήκη της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα και από τα ελληνικά κείμενα της Καινής».
Τα περισσότερα σωζόμενα αποσπάσματα προέρχονται από τον Κώδικα Αργυρό (Codex Argenteus) του 6ου αιώνα και περιλαμβάνουν σημαντικά τμήματα των Ευαγγελίων και επιστολών του Παύλου. Η μετάφραση αυτή εμπλούτισε τη γοτθική γλώσσα με νεολογισμούς και συντακτικές κατασκευές βασισμένες στο ελληνικό πρωτότυπο. Στην απόδοση εβραϊκών ονομάτων και όρων, ο Ουλφίλας διατήρησε τον ελληνικό τύπο (π.χ. Iesus για τον Ιησού), ενώ εισήγαγε μεταφραστικά δάνεια από το ελληνικό λεξιλόγιο.
Τμήμα της Αργυρής Βίβλου του Ουλφίλας, 5oς αιώνας. (Public Domain)
Η μετάφραση δεν έγινε με απλή μεταφορά λέξη προς λέξη αλλά προσαρμόστηκε στο γοτθικό συντακτικό. Πολλές λέξεις δημιουργήθηκαν συνδυάζοντας γοτθικές ρίζες με ελληνικά προθήματα ή επιθήματα, αποκαλύπτοντας δημιουργικότητα στην αντιμετώπιση εννοιών που δεν υπήρχαν στον γοτθικό πολιτισμό. Επίσης, η έννοια των αριθμητικών γραμμάτων (γράμματα με αριθμητική αξία) στη γοτθική γραφή επηρεάστηκε άμεσα από την ελληνική παράδοση: κάθε γράμμα αντιπροσώπευε και έναν αριθμό, όπως στο ελληνικό σύστημα.
Οπτική και γλωσσολογική σύγκριση γοτθικού και ελληνικού αλφαβήτου
Μορφή και διάταξη: Τα περισσότερα γοτθικά γράμματα είναι παραλλαγές ελληνικών κεφαλαίων (Α, Β, Γ, Δ, κλπ). Διατηρούν σχεδόν την ίδια σειρά, από το 𐌰 (a) ως το 𐍉 (ō), όπως το ελληνικό από Α έως Ω. Η αριθμητική αξία των γραμμάτων ευθυγραμμίζεται επίσης με την ελληνική παράδοση.
Φωνητικές αντιστοιχίες: Οι περισσότεροι φθόγγοι έχουν άμεση αντιστοιχία: 𐌰 /a/ με το ελληνικό α, 𐌲 /g/ με το γ, 𐌴 /eː/ με το ε. Ωστόσο, ο Ουλφίλας πρόσθεσε γράμματα για ήχους που δεν υπήρχαν στα ελληνικά, όπως το 𐌸 (þ) για /θ/, το 𐌾 (j) για ημιφωνικό /j/ και το 𐍈 (ƕ) για διπλόφωνο /hʷ/.
Δάνεια και καινοτομίες: Μερικά γράμματα δείχνουν επιρροές από λατινικά ή ρουνικά σύμβολα, ιδίως τα q, h, j, u, ƕ, ō και τα γράμματα r, s, f. Αυτό δείχνει ότι ο Ουλφίλας επέλεξε πρακτικά σχήματα για φθόγγους που δεν απαντώνται στο ελληνικό σύστημα.
Διακοσμητικά στοιχεία: Στον Κώδικα Αργυρό τα γράμματα συχνά συνοδεύονται από τελείες ή παύλες για να δηλωθούν αριθμοί, καθώς και σημάδια όπως διάστιξη, πρακτικές που υπήρχαν επίσης στην ελληνιστική γραφή.
Ο Ουλφίλας ως γέφυρα ελληνικής και γοτθικής παράδοσης
Ο Ουλφίλας δεν ήταν απλώς εθνικός ηγέτης των Γότθων αλλά μεσολαβητής μεταξύ του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και των ανατολικών Γερμανών. Ως επίσκοπος, υιοθέτησε τον Αρειανισμό που είχε διαδοθεί από Έλληνες θεολόγους και διδασκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Με τη μετάφραση της Βίβλου έφερε την ελληνική θεολογική σκέψη στη γοτθική κοινωνία, χρησιμοποιώντας ελληνικά πρότυπα γραφής και λεξιλογίου. Οι επιρροές αυτές είναι εμφανείς στο αλφάβητο, στην αριθμητική αξία των γραμμάτων και στις πολλές ελληνικές λέξεις που εισήγαγε.
Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια σημειώνει ότι η γοτθική μετάφραση του Ουλφίλα «έφερε ίχνη της αναθεώρησης του Λουκιανού της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα και των συριακών εκδοχών της Καινής Διαθήκης», γεγονός που υποδηλώνει ότι ο ίδιος γνώριζε διαφορετικές ελληνικές παραδόσεις. Ο Ουλφίλας συνέβαλε επίσης στη διάδοση της αρειανικής διδασκαλίας μεταξύ των Γότθων, συμμετέχοντας σε συνόδους (π.χ. Κωνσταντινούπολη, 360) και γράφοντας θεολογικά κείμενα στα ελληνικά και λατινικά.
Ο Ουλφίλας αναδείχθηκε ως κεντρική μορφή στην ιστορία της μετάβασης των βαρβαρικών λαών στο χριστιανισμό. Η διπλή του καταγωγή – ελληνική από τη μητέρα του και γοτθική από το περιβάλλον του – του επέτρεψε να λειτουργήσει ως πολιτισμικός μεσίτης. Δημιούργησε ένα αλφάβητο που στηρίζεται κυρίως στο ελληνικό σύστημα, δανειζόμενος μόνο λίγα στοιχεία από λατινικά και ρουνικά γράμματα. Μετέφρασε την Αγία Γραφή χρησιμοποιώντας την ελληνική Μετάφραση των Εβδομήκοντα και τα πρωτότυπα ελληνικά κείμενα, εμπλουτίζοντας σημαντικά τη γοτθική γλώσσα. Η γλωσσολογική και οπτική σύγκριση των δύο αλφαβήτων αποκαλύπτει την απόλυτη εξάρτηση από την ελληνική παράδοση καθώς και τις στοχευμένες καινοτομίες που εισήγαγε ο Ουλφίλας για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της γοτθικής.
Με αυτόν τον τρόπο, ο Ουλφίλας δεν δημιούργησε μόνο μια γραφή αλλά και μια γέφυρα ανάμεσα σε δύο κόσμους, επιτρέποντας στους Γότθους να ενταχθούν πολιτισμικά και θρησκευτικά στον ευρύτερο χώρο του ελληνορωμαϊκού κόσμου.
Η αποκάλυψη ομαδικών περιστατικών σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων – και ειδικά οι ισχυρισμοί περί συγκάλυψης από κρατικούς ή θεσμικούς φορείς – παραμένει ένα από τα πιο σκοτεινά και φορτισμένα ζητήματα στη Βρετανία. Τα πρόσφατα γεγονότα και οι δικαστικές υποθέσεις αποκαλύπτουν ότι το πρόβλημα δεν ανήκει απλώς στο παρελθόν: εγείρει ερωτήματα για το σήμερα, για την ευθύνη των θεσμών και για τη δυνατότητα πραγματικής δικαιοσύνης.
Εθνική έρευνα και επιστροφή σε ανοιχτές υποθέσεις
Το 2025, υπό το βάρος των πιέσεων από θύματα και την κοινή γνώμη, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ανακοίνωσε την ενεργοποίηση μιας εθνικής έρευνας για την οργανωμένη σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων (grooming gangs) – ένα βήμα το οποίο έως τότε είχε απορριφθεί.
Στο πλαίσιο της κίνησης αυτής, η κυβέρνηση υποσχέθηκε να ανοίξει και πάλι περισσότερες από 800 υποθέσεις που αρχικά είχαν εγκαταλειφθεί από τις αστυνομικές υπηρεσίες. Να ιδρύσει εθνική επιχείρηση υπό τη National Crime Agency (NCA), με στόχο τον συντονισμό των ερευνών σε ολόκληρη τη χώρα και να θέσει σε κίνηση τοπικές έρευνες για κακοποίηση παιδιών, παράλληλα με τη νέα εθνική στρατηγική.
Παράλληλα, η κυβέρνηση αποφάσισε την επανεξέταση των καταδικών ορισμένων θυμάτων που είχαν κατηγορηθεί για «προσέλκυση πελατών» (soliciting) για να εξακριβωθεί εάν αυτές οι καταδίκες έγιναν ενώ το άτομο ήταν θύμα εκμετάλλευσης.
Στο επίκεντρο της νέας στρατηγικής βρέθηκε η δημοσίευση της έκθεσης Casey Audit (Ιούλιος 2025), στην οποία η βαρώνη Λουίζ Κέισυ [Baroness Louise Casey] ανέλυσε τα στοιχεία για την ομαδική σεξουαλική εκμετάλλευση. Η έκθεση κατήγγειλε ότι η εθνοτική κατανομή των δραστών αποφεύγεται συστηματικά, και σημείωσε ότι πολλά θύματα εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση σε δικαιοσύνη.
Μετά την έκθεση, ο πρωθυπουργός Κηρ Στάρμερ – υπό αυξανόμενη πίεση – συμφώνησε να ενεργοποιηθεί μια κρατικά θεσμοθετημένη δημόσια έρευνα (statutory public inquiry) για τις ευθύνες των αρμόδιων θεσμών και υπηρεσιών.
Η ιστορία των υποθέσεων αυτών δεν είναι απλώς ιστορία εγκληματικότητας – είναι ιστορία θεσμικής αποτυχίας. Οι κοινές γραμμές τα τελευταία χρόνια: Καθυστέρηση ή άρνηση διερεύνησης καταγγελιών, ιδίως όταν θύματα είχαν ήδη ‘προφίλ ρίσκου’ (π.χ. παιδιά στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας). Υπέρμετρος φόβος της κατηγορίας για ρατσιστική προκατάληψη, ειδικά όταν δράστες ανήκαν σε εθνικές ή εθνοτικές μειονότητες. Έλλειψη συνοχής στο θεσμικό πλαίσιο: οι αρμοδιότητες μοιράζονται ανάμεσα σε τοπικές αστυνομίες, δημοτικά συμβούλια, υπηρεσίες πρόνοιας, και εθνικές υπηρεσίες. Αθέτηση προηγούμενων δεσμεύσεων: πολλοί από τους μηχανισμούς και τις συστάσεις διεθνών εξετάσεων, που είχαν ανακοινωθεί, δεν υλοποιήθηκαν έγκαιρα.
Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι δεν πρόκειται απλώς για αμέλεια, αλλά για σιωπηρή πολιτική επιλογή: η αποφυγή ενοχλητικών αποκαλύψεων που θα έβλαπταν το πολιτικό κύρος ή θα άνοιγαν συστημικές ευθύνες.
Ένα σχετικό παράδειγμα: η κυβέρνηση διέγραψε ή πάγωσε το σχέδιο εθνικής αποζημίωσης για θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, επικαλούμενη το κόστος, παρά τις υποσχέσεις της προηγούμενης κυβέρνησης.
Ακόμη, καταγγελίες αναφέρουν ότι οι υπόχρεοι φορείς – από δημοτικά συμβούλια μέχρι αστυνομικά τμήματα – δεν τήρησαν την υποχρέωση να αναφέρουν καταστάσεις κακοποίησης (όπου αυτή καθίσταται νόμιμη απαίτηση).
Παρά τις αντιστάσεις και τις εμπλοκές, τα τελευταία χρόνια καταγράφονται σημαντικές καταδίκες – απόδειξη ότι η δικαιοσύνη δεν έχει ακόμη υποχωρήσει.
Μέσα από την έρευνα Επιχείρηση Lytton, άνδρες που είχαν εμπλακεί σε οργανωμένη σεξουαλική κακοποίηση δύο εφήβων στο Ρότσντεϊλ [Rochdale] μεταξύ 2001 και 2006 καταδικάστηκαν τον Ιούνιο 2025. Την 1η Οκτωβρίου, ο 65χρονος αρχηγός της συμμορίας, Μοχάμμεντ Ζαχίντ [Mohammed Zahid], καταδικάστηκε σε 35 έτη φυλάκισης. Συνολικά οι καταδίκες έφτασαν τα 174 έτη.
Η δίκη κατέδειξε σοβαρές θεσμικές ανεπάρκειες: έγγραφα της αστυνομίας έδειχναν ότι είχαν υπάρξει προειδοποιήσεις για τη δράση της συμμορίας, αλλά δεν είχαν ενεργοποιηθεί επαρκώς οι μηχανισμοί παρέμβασης.
Στην πόλη Ρόδεραμ [Rotherham] λαμβάνει χώρα μία από τις πιο σημαίνουσες υποθέσεις μαζικής σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Από το 1997 έως το 2013, πάνω από 1.400 παιδιά (κυρίως κορίτσια ηλικίας 11–16 ετών) έχουν αναφερθεί ως θύματα.
Η Επιχείρηση Stovewood συνεχίζει να εξελίσσεται και να καταγράφει καταδίκες ως και σήμερα (2023–2025). Το 2023, ο Νηλ Κώτον [Neil Cawton] καταδικάστηκε σε 10 έτη φυλάκισης για κακοποίηση τεσσάρων παιδιών μεταξύ 2006–2012. Το 2024, ο 77χρονος Ντέιβιντ Σέυνορ [David Saynor] καταδικάστηκε σε 24 χρόνια για κακοποίηση πολλών θυμάτων στο πλαίσιο επιθέσεων που περιελάμβαναν μεταφορά τους με λιμουζίνες έξω από σχολεία και ιδρύματα. Τον Ιούλιο 2025, τρεις άνδρες – οι Κεσσούρ Αϊτζάμπ, Σατζήρ Χουσσεΐν και Μοχάμμεντ Μαχμούντ [Kessur Ajaib, Sageer Hussain και Mohammed Makhmood] – δικάστηκαν και βρέθηκαν ένοχοι για επαναλαμβανόμενη σεξουαλική κακοποίηση δύο εφήβων μεταξύ 1999–2002.
Οι δίκες αυτές παρατείνουν όχι μόνο τη δικαστική διαδικασία αλλά και την αναμέτρηση με το παρελθόν.
Άλλες γνωστές υποθέσεις είναι το σκάνδαλο Telford, που διερευνάται εδώ και δεκαετίες, με πιθανά θύματα περισσότερα από 1.000 κορίτσια – ωστόσο, ορισμένες κατηγορίες έμειναν στο σκοτάδι λόγω θεσμικής αδράνειας· επίσης, το κύκλωμα σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων Huddersfield είχε 42 καταδικασμένους δράστες ως το 2023, με πολλές αποκαλύψεις για αποτυχίες των κοινωνικών υπηρεσιών να προστατεύσουν γνωστά θύματα.
Προκλήσεις και «αγκάθια» στην εφαρμογή δικαιοσύνης
Παρά τις καταδίκες και τις ανακοινώσεις, η πορεία προς την πραγματική δικαιοσύνη είναι γεμάτη εμπόδια:
Χρονοβόρα διαδικασία: Πολλές δίκες αφορούν ιστορικά περιστατικά (20–30 χρόνια πριν), όπου αποδείξεις εξαφανίστηκαν ή μαρτυρίες έχουν αλλοιωθεί.
Αντίσταση θεσμών: Τοπικά συμβούλια και υπηρεσίες συχνά συμπορεύονται με τη «σιωπή για το καλό της κοινότητας».
Ανεκπλήρωτες υποσχέσεις: Το κυβερνητικό σχέδιο εθνικής αποζημίωσης καταργήθηκε στο όνομα της μείωσης κόστους.
Ασάφεια στην καταγραφή δεδομένων: Η κυβέρνηση κατηγορείται ότι απέφευγε να καταγράψει την εθνότητα των δραστών – γεγονός που εμπόδιζε την πλήρη κατανόηση του φαινομένου.
Σιωπή θυμάτων: Πολλά θύματα δεν προβαίνουν σε καταγγελία λόγω φόβου, στίγματος, ενοχής ή γιατί δεν είχαν επαρκή υποστήριξη.
Η ανακοίνωση της εθνικής έρευνας και η υποστήριξη της κυβέρνησης για επανεξέταση πολλών υποθέσεων δίνουν μια ελπίδα. Μένει να γίνει η μετάβαση από τις υποσχέσεις στην υλοποίηση.
Η Τσετσενία αποτελεί συνώνυμο του πολέμου και της ανυπότακτης αντίστασης. Από τις αιματηρές συγκρούσεις της δεκαετίας του 1990 μέχρι τον σημερινό ηγέτη της, Ραμζάν Καντίροφ, η ιστορία αυτού του μικρού ορεινού τόπου στον Καύκασο είναι γεμάτη βία, τραγωδίες και παράδοξες συμμαχίες. Σήμερα, η Τσετσενία είναι μία από τις 22 αυτόνομες δημοκρατίες της Ρωσικής Ομοσπονδίας, όμως πριν από λίγες δεκαετίες βρισκόταν στο επίκεντρο ενός περίπλοκου αγώνα για ανεξαρτησία. Αυτό το άρθρο εξετάζει πώς ο τσετσενικός λαός πέρασε από τον αγώνα της ελευθερίας στην αμφίθυμη υποταγή – και γιατί ο στενός δεσμός του Καντίροφ με τον Βλαντίμιρ Πούτιν ίσως δεν είναι τόσο ακλόνητος όσο φαίνεται.
Ιστορικές ρίζες αντίστασης
Η Τσετσενία βρίσκεται στη βόρεια πλαγιά της οροσειράς του Μεγάλου Καυκάσου, σε μια από τις πιο δύσβατες και ορεινές περιοχές του κόσμου. Η γεωγραφική απομόνωση βοήθησε τους κατοίκους της να αποκρούουν εισβολείς επί αιώνες, διαμορφώνοντας έναν λαό περήφανο και μαχητικό. Αν και τμήμα της Ρωσίας σήμερα, οι Τσετσένοι διαφέρουν πολιτισμικά και θρησκευτικά: μιλούν μια γλώσσα του Καυκάσου (όχι συγγενική με τα σλαβικά ρώσικα) και στη μεγάλη τους πλειονότητα ασπάζονται το σουνιτικό Ισλάμ, σε αντίθεση με τον ορθόδοξο χριστιανισμό που κυριαρχεί στη Ρωσία. Η αίσθηση ξεχωριστής ταυτότητας έχει ενισχυθεί ιστορικά από τις συγκρούσεις με μεγαλύτερες δυνάμεις – αρχικά με την τσαρική Ρωσία και αργότερα με τη Σοβιετική Ένωση. Στο πέρασμα των αιώνων, οι Τσετσένοι έχτισαν μια κουλτούρα που εξυμνεί τον πολεμιστή-υπερασπιστή της πατρίδας, κάτι που παραμένει εμφανές μέχρι σήμερα. Δεν είναι τυχαίο ότι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο Καντίροφ προβάλλει συχνά την εικόνα του σκληροτράχηλου άνδρα, συνεχίζοντας μια παράδοση επίδειξης δύναμης που έχει βαθιές ρίζες.
Χάρτης της Τσετσενίας του 1771. (Jacob von Staehlin/Public Domain)
Η παρουσία των Ρώσων στον Καύκασο ξεκίνησε τον 18ο αιώνα, όταν οι Τσάροι – από τον Μέγα Πέτρο ως την Αικατερίνη Β΄– επεδίωξαν να επεκτείνουν την αυτοκρατορία προς τον νότο, αναζητώντας διέξοδο στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο. Όμως οι λαοί του Καυκάσου, με αιχμή του δόρατος τους ορεσίβιους Τσετσένους, προέβαλαν σθεναρή αντίσταση. Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, εξεγέρσεις όπως αυτή του σεΐχη Μανσούρ και, αργότερα, στα μέσα του 19ου αιώνα, του ιμάμη Σαμίλ, κατέδειξαν ότι η υποταγή δεν θα ερχόταν εύκολα. Η αντίσταση αντλούσε δύναμη από τρία στοιχεία: το Ισλάμ ως ενοποιητική πίστη, την επιθυμία για ανεξαρτησία και μια γλωσσική-πολιτισμική συγγένεια ανάμεσα στους διάφορους λαούς του Καυκάσου που τους έφερνε πιο κοντά μεταξύ τους απ’ ό,τι με τους σλαβικής καταγωγής Ρώσους εισβολείς. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ρώσος συγγραφέας Λέων Τολστόι, ο οποίος υπηρέτησε στον Καύκασο, έγραφε με θαυμασμό για το αδάμαστο πνεύμα και τη γενναιότητα των Τσετσένων.
Τελικά, μετά από δεκαετίες μαχών, η τσαρική Ρωσία κατάφερε να επιβάλει την κυριαρχία της. Το 1873 προσαρτήθηκε επίσημα η περιοχή στην ρωσική αυτοκρατορία, όμως η δίψα των Τσετσένων για ανεξαρτησία δεν έσβησε. Ακόμη και κατά τη σοβιετική περίοδο, η φωτιά της εξέγερσης σιγόκαιγε: μεταξύ 1917 και 1937 σημειώθηκαν επανειλημμένες ταραχές και εξεγέρσεις στον Βόρειο Καύκασο. Μάλιστα, για ένα μικρό διάστημα στις αρχές της δεκαετίας του 1920, τμήματα της Τσετσενίας, του γειτονικού Νταγκεστάν και της Ινγκουσετίας βρέθηκαν de facto εκτός ελέγχου της Μόσχας, δημιουργώντας μια βραχύβια ομόσπονδη οντότητα. Αυτή η πρόκληση προς το καθεστώς προκάλεσε την οργή του Στάλιν.
Από τον Στάλιν στην εποχή της Περεστρόικα
Ο Ιωσήφ Στάλιν – Γεωργιανός στην εθνικότητα, καταγόμενος από τον πολυφυλετικό Καύκασο – γνώριζε καλά πόσο δύσκολα ελεγχόμενη ήταν η περιοχή. Εφάρμοσε λοιπόν την πάγια τακτική του «διαίρει και βασίλευε». Στο πλαίσιο διοικητικών μεταρρυθμίσεων, ανακάτεψε εθνοτικές ομάδες σε τεχνητά σχηματισμένες σοβιετικές δημοκρατίες, θρυμματίζοντας παραδοσιακές δομές. Για παράδειγμα, διέσπασε τουρκικής καταγωγής λαούς όπως οι Καρατσάι και οι Μπαλκάρ, εντάσσοντάς τους σε διαφορετικές αυτόνομες περιοχές μαζί με άλλες, άσχετες εθνότητες. Αυτές οι βίαιες συγκολλήσεις έπληξαν την πολιτισμική συνοχή και τη φυλετική δομή πολλών λαών του Καυκάσου, συμπεριλαμβανομένων των Τσετσένων.
Η κορύφωση της καταπίεσης ήρθε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1944, με πρόσχημα τη συνεργασία των Τσετσένων με τους Ναζί εισβολείς – μια ανυπόστατη κατηγορία, καθώς δεν υπήρξε τέτοια συνεργασία – ο Στάλιν διέταξε ολοκληρωτικό εκτοπισμό του τσετσενικού πληθυσμού. Μέσα σε μία νύχτα του Φεβρουαρίου 1944, περίπου 400.000 έως 500.000 Τσετσένοι (σχεδόν ολόκληρος ο λαός) φορτώθηκαν βιαίως σε τρένα και στάλθηκαν εξορία στην παγωμένη Σιβηρία και στις στέπες του Καζακστάν. Η επιχείρηση ονομάστηκε κυνικά «Επιχείρηση Φακή». Οι κακουχίες του ταξιδιού και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης στα μέρη αυτά οδήγησαν σε μαζικούς θανάτους: εκτιμάται ότι περίπου 200.000 εξόριστοι – σχεδόν οι μισοί – πέθαναν από πείνα, κρύο και αρρώστιες. Μόνο μετά τον θάνατο του Στάλιν, το 1957, επετράπη στους επιζώντες Τσετσένους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, που στο μεταξύ είχε ονομαστεί Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσετσενίας-Ινγκουσετίας.
Όταν οι Τσετσένοι γύρισαν στα πάτρια εδάφη, βρήκαν μια κοινωνία αλλαγμένη. Στη δεκαετία που είχαν λείψει, Ρώσοι και άλλοι σλαβικής καταγωγής πληθυσμοί είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή. Οι επαναπατρισμένοι Τσετσένοι αντιμετώπισαν συχνά εχθρότητα και διακρίσεις από αυτή τη νέα πλειοψηφική, ρωσόφωνη κοινότητα. Παρά τις δυσκολίες, διατήρησαν ζωντανή την εθνική τους ταυτότητα και τη μνήμη των διώξεων. Υπό την επιφάνεια της σοβιετικής «κανονικότητας», η δυσπιστία και η δυσαρέσκεια σιγόβραζαν. Και πράγματι, προς τα τέλη του 20ού αιώνα, αυτές οι ιστορικές αδικίες επρόκειτο να πυροδοτήσουν μια νέα μεγάλη ανάφλεξη.
Στο κατώφλι της ανεξαρτησίας
Όταν διαλύθηκε το 1991 η Σοβιετική Ένωση, όλες οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες όδευσαν προς την ανεξαρτησία τους. Οι αυτόνομες περιοχές του Βόρειου Καυκάσου βρέθηκαν μπροστά σε ένα δίλημμα: θα διεκδικούσαν κι αυτές την πλήρη ανεξαρτησία ή θα παρέμεναν εντός της νέας Ρωσικής Ομοσπονδίας; Οι περισσότερες επέλεξαν να παραμείνουν με τη Μόσχα, με μια σημαντική εξαίρεση: την Τσετσενία-Ινγκουσετία. Στην αυτόνομη αυτή δημοκρατία, γρήγορα επικράτησε το ρεύμα της απόσχισης, υπό την ηγεσία ενός απρόσμενου προσώπου.
Ο Τζοχάρ Ντουντάγεφ, ένας βετεράνος υποστράτηγος της σοβιετικής Πολεμικής Αεροπορίας, ανέλαβε δράση. Ο Ντουντάγεφ είχε γεννηθεί στην εξορία του Καζακστάν και μεγάλωσε με το όνειρο της πατρίδας. Υπηρέτησε πιστά στον σοβιετικό στρατό για δεκαετίες (μάλιστα έγινε ο πρώτος Τσετσένος που έφτασε στον βαθμό του στρατηγού, διοικώντας μια μονάδα στρατηγικών βομβαρδιστικών), γεγονός που υποδήλωνε ότι το σοβιετικό καθεστώς θεωρούσε την πίστη του δεδομένη. Κι όμως, με τη διάλυση της ΕΣΣΔ, ο Ντουντάγιεφ παραιτήθηκε από τον στρατό, επέστρεψε στην πατρίδα του και μετατράπηκε σε φλογερό εθνικιστή πολιτικό. Τον Οκτώβριο του 1991, εκμεταλλευόμενος το κενό εξουσίας που άφησε η κατάρρευση της Μόσχας, κήρυξε μονομερώς την ανεξαρτησία της Δημοκρατίας της Ιτσκερίας (όπως ονόμασαν οι ίδιοι οι Τσετσένοι το νέο κράτος τους).
Τζοχάρ Ντουντάγεφ, 27 Σεπτεμβρίου 1991. (Public Domain)
Η πρόκληση αυτή έθεσε τη Ρωσία σε συναγερμό. Ο τότε Ρώσος Πρόεδρος, Μπαρίς Γέλτσιν, αντιμετώπισε με μεγάλη ανησυχία την προσπάθεια απόσχισης. Για τη Μόσχα, η ανεξαρτησία της Τσετσενίας ήταν απαράδεκτη για τρεις βασικούς λόγους: οικονομία, γεωπολιτική,κύρος. Πρώτον, η Τσετσενία βρίσκεται πάνω στις διαδρομές κρίσιμων αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου που συνδέουν την πλούσια σε ενέργεια Κασπία Θάλασσα με τη Μαύρη Θάλασσα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο έλεγχος αυτών των αγωγών ήταν στρατηγικής σημασίας – και μια ανεξάρτητη Τσετσενία θα αποτελούσε απρόβλεπτο παράγοντα. Δεύτερον, υπήρχε ο φόβος του ντόμινο: αν η Τσετσενία αποσχιζόταν επιτυχώς, θα μπορούσαν να τη μιμηθούν και άλλες μουσουλμανικές περιοχές του ρωσικού Νότου, αποσταθεροποιώντας ολόκληρο τον Καύκασο και δίνοντας σήμα στις υπόλοιπες δημοκρατίες ότι η Μόσχα έχανε τον έλεγχο. Η Ρωσία ήθελε να διαμηνύσει ότι, παρά την κατάρρευση της σοβιετικής υπερδύναμης, η επιρροή της στα σύνορά της (τη λεγόμενη «εγγύς γειτονιά») θα παρέμενε κραταιά. Και τρίτον, υπήρχε ζήτημα γοήτρου και σταθερότητας: το Κρεμλίνο δεν μπορούσε να ανεχθεί να ξηλωθεί η κληρονομιά των τσάρων και των σοβιετικών που με τόσο κόπο είχαν κατακτήσει και κρατήσει τον Καύκασο. Σε μια εποχή που η ίδια η Ρωσία δοκιμαζόταν από οικονομικό χάος και πολιτική αβεβαιότητα (με έναν πρόεδρο, τον Γέλτσιν, ασταθή και φημισμένο για την κλίση του στο αλκοόλ), μια στρατιωτική ήττα στο μέτωπο της Τσετσενίας θα ισοδυναμούσε με ταπείνωση.
Μπροστά σε αυτά τα διακυβεύματα, η ανεξαρτησία των Τσετσένων δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Ήδη το 1992, η Ινγκουσετία – το δυτικό τμήμα της παλιάς αυτόνομης περιοχής – αποσπάστηκε ειρηνικά από την Τσετσενία και επέστρεψε στον ρωσικό έλεγχο, αφήνοντας τον Ντουντάγιεφ να σηκώσει μόνος του τη σημαία της αντίστασης. Μέχρι το 1994, η κατάσταση εντός της Τσετσενίας είχε γίνει έκρυθμη. Ο Ντουντάγιεφ κυβερνούσε στην πρωτεύουσα Γκρόζνυ, αλλά αντιμετώπιζε εσωτερική αντιπολίτευση από φιλορωσικούς τοπικούς παράγοντες, τους οποίους η Μόσχα ενίσχυε υπογείως με χρήματα, όπλα και προπαγάνδα. Η αναρχία αυξανόταν και μικρές ένοπλες συγκρούσεις ξέσπαγαν. Τον Δεκέμβριο του 1994, ο Γέλτσιν – έχοντας αποτύχει να ανατρέψει τον Ντουντάγιεφ με πραξικόπημα μέσω φιλορώσων Τσετσένων – αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον εθνικό στρατό. Προκήρυξε επιχείρηση «αποκατάστασης της συνταγματικής τάξης» και έστειλε τα τανκς στο Γκρόζνυ. Ξεκίνησε έτσι ο Α΄ Πόλεμος της Τσετσενίας.
Ο Πρώτος Πόλεμος της Τσετσενίας (1994–1996)
Η σύρραξη που ακολούθησε υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή. Ο ρωσικός στρατός εισήλθε στη μικρή δημοκρατία με τη σιγουριά ότι θα κατέπνιγε την αντίσταση σε χρόνο μηδέν. Στα χαρτιά, η υπεροχή των Ρώσων ήταν συντριπτική: μια υπερδύναμη με ένοπλες δυνάμεις περίπου 2 εκατομμυρίων στρατιωτών απέναντι σε λίγες δεκάδες χιλιάδες Τσετσένων ανταρτών. Όμως η πραγματικότητα αποδείχθηκε πολύ διαφορετική. Ο ρωσικός στρατός του 1994 ήταν ένας γίγαντας με πήλινα πόδια – εξοπλισμένος μεν με άρματα και αεροπορία, αλλά πεπαλαιωμένος, αποδιοργανωμένος και με στρατιώτες ανεπαρκώς εκπαιδευμένους (η τελευταία μεγάλη τους εμπειρία ήταν ο πόλεμος στο Αφγανιστάν τη δεκαετία του ’80, που κι εκείνος είχε λήξει με φιάσκο). Επιπλέον, η φύση του πολέμου στην Τσετσενία έμελλε να είναι ιδιαιτέρως δύσκολη: μάχες υψηλής έντασης μέσα σε πόλεις και χωριά, όπου οι αντάρτες γνώριζαν καλά το έδαφος και μπορούσαν να χτυπούν τα ευάλωτα ρωσικά στρατεύματα με ανταρτοπόλεμο. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Ρώσοι σύντομα αναγκάστηκαν να θυμηθούν το παλιό ρητό: «για να νικήσεις έναν Τσετσένο, χρειάζεσαι έναν άλλον Τσετσένο». Δηλαδή, μόνο με προδοσία εκ των έσω ή με τη βοήθεια τοπικών συμμάχων θα μπορούσαν να επικρατήσουν.
Η προέλαση προς το Γκρόζνυ εξελίχθηκε σε εφιάλτη. Οι Τσετσένοι αυτονομιστές, αν και ολιγάριθμοι, πολέμησαν λυσσαλέα. Ενέδρες, ελεύθεροι σκοπευτές και αντιαρματικά όπλα μέσα στους στενούς δρόμους της πρωτεύουσας προκάλεσαν βαριές απώλειες στους Ρώσους. Σε απάντηση, ο ρωσικός στρατός επέλεξε να ισοπεδώσει την πόλη με συνεχείς βομβαρδισμούς και πυροβολικό. Το άλλοτε ακμαίο Γκρόζνυ μετατράπηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες σε έναν σωρό από ερείπια. Χιλιάδες άμαχοι παγιδεύτηκαν στα υπόγεια, χωρίς νερό και τρόφιμα, ενώ γύρω τους τα κτήρια γκρεμίζονταν. Μέσα σε έναν μήνα από την εισβολή, ό,τι είχε απομείνει από την πόλη τελικά έπεσε στα χέρια των Ρώσων. Ωστόσο, η κατάληψη του Γκρόζνυ δεν έφερε το τέλος του πολέμου όπως ήλπιζε το Κρεμλίνο. Οι Τσετσένοι αντάρτες, αφού πολέμησαν όσο μπορούσαν στην πόλη, οπισθοχώρησαν οργανωμένα στα βουνά. Από εκεί συνέχισαν τον αγώνα με ανταρτοπόλεμο, ενώ η ρωσική δύναμη βρέθηκε καθηλωμένη να ελέγχει μια κατεστραμμένη πρωτεύουσα αλλά όχι την ύπαιθρο.
Τσετσένοι αντάρτες με ρωσικό ελικόπτερο Mi-8 που έχουν καταρρίψει, κοντά στο Γκρόζνυ. Τσετσενία, Δεκέμβριος 1994. (Mikhail Evstafiev/Public Domain)
Οι μήνες που ακολούθησαν ήταν αιματηροί και για τις δύο πλευρές. Στα χαλάσματα του Γκρόζνυ, αλλά και σε άλλες μάχες, οι απώλειες συσσωρεύονταν. Υπολογίζεται ότι συνολικά σκοτώθηκαν πάνω από 100.000 άνθρωποι, αριθμός που αντιστοιχούσε σχεδόν στο 10% του πληθυσμού της Τσετσενίας. Μεταξύ αυτών ήταν χιλιάδες άμαχοι, ενώ περίπου 200.000 Τσετσένοι έγιναν πρόσφυγες αναζητώντας καταφύγιο στις γειτονικές περιοχές, κυρίως στο Νταγκεστάν και την Ινγκουσετία. Μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια πολέμου, πάνω από το ένα τρίτο του τσετσενικού λαού είτε είχε σκοτωθεί είτε είχε εκτοπιστεί. Η φρίκη ήταν τέτοια που ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) χαρακτήρισε το αιματοκύλισμα «αδιανόητη καταστροφή». Για τη Ρωσία, η σύγκρουση αυτή έγινε ένα τραυματικό μάθημα: η παγκόσμια υπερδύναμη είχε ταπεινωθεί από έναν μικρό, φτωχό αλλά αποφασισμένο αντίπαλο, δημιουργώντας μνήμες ενός άλλου «Βιετνάμ».
Την άνοιξη του 1996, οι Τσετσένοι πέτυχαν ένα καίριο πλήγμα που άλλαξε τη ροή των γεγονότων. Τον Απρίλιο εκείνης της χρονιάς, ο Ντουντάγιεφ – ηγέτης και σύμβολο της αντίστασης – εντοπίστηκε από τις ρωσικές υπηρεσίες και σκοτώθηκε όταν ένας καθοδηγούμενος πύραυλος έπληξε το σημείο απ’ όπου συνομιλούσε μέσω δορυφορικού τηλεφώνου. Την ηγεσία των αυτονομιστών ανέλαβε αμέσως ο στενός του συνεργάτης, ο στρατηγός Ασλάν Μασχάντοφ, ένας ικανός αξιωματικός που συνέχισε ακάθεκτος τον αγώνα. Μάλιστα, ο Μασχάντοφ προχώρησε σε μια τολμηρή κίνηση: αντεπιτέθηκε και ξαναμπήκε στο Γκρόζνυ τον Αύγουστο του 1996, την ώρα που οι ρωσικές δυνάμεις είχαν αρχίσει να εφησυχάζουν.
Η εικόνα ήταν σχεδόν σουρεαλιστική: οι Ρώσοι, που νόμιζαν πως είχαν «κλειδώσει» τον έλεγχο της πόλης, βρέθηκαν ξαφνικά περικυκλωμένοι από τους αντάρτες μέσα στα ίδια τους τα φυλάκια. Όπως το έθεσε κάποιος, ήταν σαν «κλέφτης που μπαίνει σε ένα κατάστημα για να το λεηλατήσει, μόνο και μόνο για να κλειδωθεί μέσα από τον ιδιοκτήτη». Χιλιάδες Ρώσοι στρατιώτες παγιδεύτηκαν και ουσιαστικά κρατήθηκαν όμηροι από τους Τσετσένους. Αυτή η ταπεινωτική κατάσταση ανάγκασε το Κρεμλίνο να διαπραγματευτεί. Το τέλος του πρώτου πολέμου σφραγίστηκε με τη Συμφωνία του Χασαβιούρτ (στο Χασαβιούρτ του Νταγκεστάν) τον Αύγουστο του 1996. Σύμφωνα με αυτήν, οι ρωσικές δυνάμεις θα αποσύρονταν προσωρινά από την Τσετσενία και το καθεστώς της περιοχής θα καθοριζόταν αργότερα, αφήνοντας δηλαδή μετέωρο το θέμα της ανεξαρτησίας. Οι αυτονομιστές πανηγύρισαν μια πύρρειο νίκη: είχαν κερδίσει χρόνο και de facto αυτονομία, όμως η χώρα τους ήταν ερείπια και η κυριαρχία τους διεθνώς μη αναγνωρισμένη. Ο πόλεμος σταμάτησε, αλλά η ειρήνη που ακολούθησε ήταν εύθραυστη και γεμάτη νέες προκλήσεις.
Μεταξύ πολέμων: Αναρχία και εξτρεμισμός
Τα αμέσως επόμενα χρόνια (1996–1999) η Τσετσενία προσπάθησε να σταθεί στα πόδια της μέσα σε ένα σκηνικό χάους. Η οικονομία της περιοχής είχε καταστραφεί ολοσχερώς, οι υποδομές ήταν διαλυμένες και δεν υπήρχε διεθνής βοήθεια ή σχέδιο ανοικοδόμησης. Η Μόσχα αρνήθηκε να καταβάλει πολεμικές αποζημιώσεις ή έστω τα μερίδια από τα έσοδα των αγωγών πετρελαίου που διέρχονταν παραδοσιακά από το έδαφος της Τσετσενίας. Αντιθέτως, οι Ρώσοι επιτάχυναν την κατασκευή ενός νέου αγωγού (του Μπακού–Νοβοροσίσκ), σχεδιασμένου επίτηδες να παρακάμπτει την Τσετσενία, στερώντας της και αυτό το εισόδημα.
Μέσα σε αυτό το κενό εξουσίας και χρημάτων, δύο φαινόμενα γιγαντώθηκαν στη μεταπολεμική Τσετσενία. Το πρώτο ήταν η έξαρση του οργανωμένου εγκλήματος. Ορισμένοι πολέμαρχοι από την εποχή των πολέμων για την ανεξαρτησία, προκειμένου να επιβιώσουν, στράφηκαν σε εγκληματικές δραστηριότητες. Συγκροτήθηκαν ένοπλες συμμορίες που ασχολούνταν με λαθρεμπόριο, διακίνηση πετρελαίου, αλλά και απαγωγές προσώπων έναντι λύτρων, μια ‘επιχείρηση’ που γρήγορα εξελίχθηκε σε μάστιγα. Πολιτικοί αντίπαλοι, επιχειρηματίες, ακόμη και ξένοι δημοσιογράφοι ή εργαζόμενοι σε ΜΚΟ έγιναν στόχοι απαγωγής. Υπολογίζεται πως μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια σημειώθηκαν πάνω από 1.300 απαγωγές στην Τσετσενία. Τα λύτρα και τα κέρδη από τις εγκληματικές δραστηριότητες χρηματοδοτούσαν τους πολεμάρχους, ενώ μέρος αυτών των χρημάτων διοχετευόταν και στο διεφθαρμένο ρωσικό στρατό μέσω του λεγόμενου «ρωσόφωνου υποκόσμου», δημιουργώντας μια νοσηρή συνενοχή μεταξύ ορισμένων Τσετσένων και Ρώσων μαφιόζων.
Μαχητές του Ντουντάγεφ προσεύχονται στην αιώνια φλόγα, έξω από το προεδρικό μέγαρο στο Γκρόζνυ. Τσετσενία, Δεκέμβριος 1994. ( Mikhail Evstafiev/Public Domain)
Το δεύτερο φαινόμενο που αναδύθηκε ήταν η είσοδος του ριζοσπαστικού Ισλάμ. Ενώ ιστορικά το Ισλάμ των Τσετσένων ήταν μετριοπαθές και επηρεασμένο από τοπικές παραδόσεις, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 άρχισαν να καταφθάνουν στη χώρα κηρύγματα και χρήματα από τον αραβικό κόσμο, ιδιαίτερα από σαλαφιστικούς κύκλους. Πλούσιοι δωρητές από τη Σαουδική Αραβία και άλλες χώρες του Κόλπου, καθώς και δίκτυα που συνδέονταν με την Αλ Κάιντα, έστειλαν οικονομική βοήθεια και ιεροκήρυκες του Ουαχαβιτισμού (μιας αυστηρής, φονταμενταλιστικής εκδοχής του σουνιτικού Ισλάμ). Το μήνυμά τους έβρισκε πρόσφορο έδαφος σε μια νεολαία απογοητευμένη και θυμωμένη, που ζούσε ανάμεσα σε ερείπια, χωρίς μέλλον. Σύντομα άρχισαν να ξεφυτρώνουν ένοπλες ομάδες τζιχαντιστών εντός της Τσετσενίας, παράλληλα με τους εθνικιστές αντάρτες.
Καταλύτης σε αυτή τη μεταστροφή ήταν και ο ερχομός ορισμένων βετεράνων Τσετσένων της διασποράς. Πολλοί Τσετσένοι είχαν φύγει στο εξωτερικό τα προηγούμενα χρόνια, στη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη κυρίως. Μετά τον πόλεμο, μερικοί επέστρεψαν για να βοηθήσουν. Ανάμεσά τους ξεχώρισαν ορισμένοι που είχαν ζήσει σε αραβικές χώρες, όπως στην Ιορδανία, οι οποίοι έφεραν μαζί τους συνδέσμους με τον ισλαμιστικό εξτρεμισμό. Αυτοί οι ‘μεσάζοντες’ ουσιαστικά λειτούργησαν ως γέφυρα μεταξύ των Τσετσένων ανταρτών και των διεθνών τζιχαντιστικών δικτύων. Και μέσω αυτών, προσκλήθηκε στην Τσετσενία μια εμβληματική μορφή του παγκόσμιου τζιχάντ: ο εμίρης Χατάμπ.
Ο Χατάμπ (γνωστός και ως Σαμίρ Σαλάχ Αμπντουλλάγεβιτς αλ Σουβάιλιμ) ήταν ένας Άραβας μαχητής, βετεράνος του πολέμου του Αφγανιστάν, όπου πολέμησε τους Σοβιετικούς, και φημολογείται ότι είχε διασυνδέσεις με τους κύκλους του Οσάμα μπιν Λάντεν. Έφτασε στην Τσετσενία το 1995, αρχικά με το πρόσχημα του δημοσιογράφου, αλλά γρήγορα ενεπλάκη ενεργά στην εκπαίδευση των ντόπιων μαχητών. Με χρήματα και όπλα που διοχέτευε η Αλ Κάιντα και άλλοι υποστηρικτές μέσω των σαλαφιστών, ο Χατάμπ δημιούργησε ένα δίκτυο εντός της Τσετσενίας που προωθούσε μια ευρύτερη ατζέντα: όχι απλώς την ανεξαρτησία της Τσετσενίας, αλλά την κήρυξη γενικού τζιχάντ σε όλο τον Βόρειο Καύκασο, με στόχο την εκδίωξη της «άπιστης» Ρωσίας και την ίδρυση ενός ισλαμικού χαλιφάτου στην περιοχή. Ο Χατάμπ δεν έκρυβε τις προθέσεις του: σε αντίθεση με τον Μασχάντοφ και άλλους εθνικιστές που ενδιαφέρονταν κυρίως για μια αυτόνομη Τσετσενία, εκείνος έβλεπε τον αγώνα ως μέρος μιας παγκόσμιας τζιχαντιστικής επανάστασης.
Αυτή η ιδεολογική διαφοροποίηση δημιούργησε εντάσεις και υποψίες και μέσα στο ίδιο το στρατόπεδο των Τσετσένων. Ορισμένοι παλαιότεροι αυτονομιστές ηγέτες, αν και μουσουλμάνοι, δεν έβλεπαν με καλό μάτι την ακραία ερμηνεία του Ισλάμ που έφερναν οι ξένοι μαχητές. Ωστόσο, άλλοι – ιδίως νεότεροι και πιο απελπισμένοι από τη φτώχεια και το χάος – προσχώρησαν με ενθουσιασμό. Ένας από τους πιο διαβόητους Τσετσένους πολεμάρχους, ο Σαμίλ Μπασάγεφ, σύμμαχος του Μασχάντοφ στον πρώτο πόλεμο, σταδιακά ευθυγραμμίστηκε με τον Χατάμπ. Μαζί συγκρότησαν ένα επικίνδυνο δίδυμο: ο Μπασάγεφ έφερνε την τοπική εμπειρία και φήμη ως ήρωας πολέμου, ενώ ο Χατάμπ έφερνε πόρους, διεθνείς επαφές και μια φλογερή ισλαμιστική ιδεολογία.
Το φιτίλι του Δεύτερου Πολέμου
Όπως αποδείχθηκε, όλο αυτό που συντελούνταν στην Τσετσενία ήταν ένα μπαρουτοβάρελο έτοιμο να εκραγεί. Χρειαζόταν μόνο μια σπίθα – κι αυτή δεν άργησε να έρθει. Την άνοιξη του 1999, στην γειτονική επαρχία του Νταγκεστάν, έκανε την εμφάνισή της μια ένοπλη ισλαμιστική εξέγερση. Ένας ντόπιος κληρικός, ο Μπαγκάουντιν Μαγομέντοφ, αυτοανακηρύχθηκε «εμίρης» και κάλεσε σε τζιχάντ για την απελευθέρωση του Καυκάσου από τους Ρώσους, ανακοινώνοντας μάλιστα τη δημιουργία ενός υποτιθέμενου «Ισλαμικού Κράτους του Νταγκεστάν». Ο Μπασάγεφ και ο Χατάμπ βρήκαν εδώ την ευκαιρία που έψαχναν: συμμάχησαν με τους ντόπιους ισλαμιστές και, τον Αύγουστο του 1999, οδήγησαν εκατοντάδες ένοπλους μαχητές σε εισβολή στο Νταγκεστάν, καταλαμβάνοντας προσωρινά μερικά χωριά στα σύνορα με την Τσετσενία.
Αυτή η κίνηση ήταν η απόλυτη πρόκληση για τη Ρωσία και εξόργισε τη ρωσική ηγεσία. Δεν επρόκειτο πλέον για έναν αποσχιστικό ‘εμφύλιο’ εντός μιας επαρχίας, αλλά για ευθεία ισλαμιστική επίθεση σε ρωσικό έδαφος. Επιπλέον, το 1999, η Ρωσία δεν ήταν πια η παραπαίουσα δύναμη του 1994. Είχε νέο ηγεμόνα που αναζητούσε ένα θριαμβευτικό βάφτισμα του πυρός. Ο ανερχόμενος Βλαντίμιρ Πούτιν, πρώην αξιωματούχος της KGB, μόλις είχε γίνει πρωθυπουργός (και σύντομα θα γινόταν και πρόεδρος μετά την παραίτηση Γέλτσιν στο τέλος του έτους). Ο Πούτιν χρειαζόταν μια νίκη για να εδραιώσει το κύρος του ως δυναμικός ηγέτης της μεταγελτσινικής Ρωσίας. Η κατάσταση στον Καύκασο τού πρόσφερε ακριβώς αυτή την ευκαιρία.
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν απονέμει βραβεύει στρατιώτες που πολέμησαν στην Τσετσενία. Γκουντέρμες, Τσετσενία, 2000. (Γραφείο Τύπου του Προέδρου/Public Domain)
Παράλληλα με την κρίση στο Νταγκεστάν, μια σειρά μυστηριωδών και φρικαλέων γεγονότων μέσα στη Ρωσία έγειραν την πλάστιγγα αποφασιστικά υπέρ του πολέμου. Τον Σεπτέμβριο του 1999, βομβιστικές επιθέσεις συγκλόνισαν τρεις ρωσικές πόλεις (τη Μόσχα, το Μπουϊνάκσκ και το Βόλντοντονσκ), με στόχο πολυκατοικίες και εκατοντάδες θύματα μεταξύ αθώων πολιτών. Ο τρόμος και η οργή κατέκλυσαν τη ρωσική κοινή γνώμη. Οι αρχές έσπευσαν να κατηγορήσουν τους Τσετσένους εξτρεμιστές γι’ αυτές τις επιθέσεις, παρουσιάζοντάς τες ως «απάντηση» των τρομοκρατών στην επέμβαση του στρατού στο Νταγκεστάν. Αυτό το κύμα τρόμου έδωσε στο Κρεμλίνο το τέλειο πρόσχημα να κηρύξει εκ νέου πόλεμο στην «παράνομη κυβέρνηση» της Τσετσενίας.
Ωστόσο, μέχρι και σήμερα, ορισμένοι ερευνητές και επικριτές του Πούτιν υποστηρίζουν ότι τα πράγματα ίσως δεν είναι τόσο απλά. Υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι οι βομβιστικές αυτές ενέργειες ήταν προβοκάτσια από τις ίδιες τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες, με στόχο να δικαιολογηθεί η επανέναρξη του πολέμου. Ένα περιστατικό στην πόλη Ριαζάν ενισχύει αυτές τις θεωρίες: εκεί, κάτοικοι ανέφεραν ύποπτες κινήσεις σε υπόγειο πολυκατοικίας και η αστυνομία ανακάλυψε έναν εκρηκτικό μηχανισμό, ο οποίος – όπως αποκαλύφθηκε αργότερα – συνδεόταν με άτομα της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας (FSB). Οι αρχές ισχυρίστηκαν πως επρόκειτο για άσκηση, όμως πολλοί πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα απέτρεψαν μια ακόμη τρομοκρατική επίθεση που είχε στηθεί ως προβοκάτσια. Όπως και να ’χει, το κλίμα στη Ρωσία το φθινόπωρο του 1999 ήταν τέτοιο που η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού στήριξε την ιδέα της αποφασιστικής δράσης. Η ανάμνηση της ταπεινωτικής ήττας του ’96, ο φόβος για τη διάλυση της χώρας και η δίψα για εκδίκηση μετά τις βόμβες δημιούργησαν ένα περιβάλλον όπου ο Πούτιν είχε λυμένα τα χέρια.
Ο Δεύτερος Πόλεμος και η επιστροφή της Μόσχας (1999–2000)
Τον Οκτώβριο του 1999, λίγες μόλις εβδομάδες μετά τις βομβιστικές επιθέσεις, η Ρωσία εξαπέλυσε μαζική στρατιωτική επιχείρηση στην Τσετσενία, σηματοδοτώντας την έναρξη του Β΄ Πολέμου της Τσετσενίας. Αυτή τη φορά, το Κρεμλίνο είχε διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος και υιοθέτησε μια πιο μεθοδική και αδυσώπητη στρατηγική. Περίπου 30.000 στρατιώτες συγκεντρώθηκαν στα βόρεια σύνορα της Τσετσενίας, οι οποίοι άρχισαν να προωθούνται σταδιακά, σχηματίζοντας έναν κλοιό από τρεις πλευρές (βορρά, ανατολή και δύση). Σε λίγες εβδομάδες, επιπλέον ενισχύσεις ανέβασαν τη δύναμη σε 50.000 άνδρες. Η προέλαση ήταν οργανωμένη και αργή, με προσεκτικό ‘σκούπισμα’ κάθε περιοχής που καταλαμβανόταν. Αντίθετα με τον πρώτο πόλεμο, που επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στο Γκρόζνυ αφήνοντας την ύπαιθρο στα χέρια των ανταρτών, αυτή τη φορά οι Ρώσοι φρόντιζαν να εξουδετερώνουν κάθε αντίσταση σε χωριά και βουνά, σφίγγοντας τον κλοιό και ωθώντας τους αντάρτες όλο και πιο νότια προς τα γεωργιανά σύνορα.
Ρωσικά τανκς στο χωριό Κομσομόλσκογε της Τσετσενίας, ερειπωμένο μετά από δύο εβδομάδες μάχης. 21 Μαρτίου 2000. (Public Domain)
Η επίθεση συνοδεύτηκε από αδυσώπητους βομβαρδισμούς. Ο ρωσικός στρατός δεν δίστασε να ισοπεδώσει ολοσχερώς ολόκληρες κωμοπόλεις που θεωρήθηκαν προπύργια των ανταρτών. Οι αναφορές για μαζικές θηριωδίες είναι πολυάριθμες: ομαδικοί τάφοι με δεκάδες πτώματα, συνοπτικές εκτελέσεις υπόπτων ως αυτονομιστών στον δρόμο, άμαχοι που πέθαιναν από ασιτία και το ψύχος καθώς οι μάχες τούς εγκλώβιζαν και διέκοπταν κάθε ανεφοδιασμό. Μέσα σε μόλις εννέα μήνες σκληρού πολέμου, η αντίσταση των Τσετσένων κατέρρευσε. Το Γκρόζνυ – για δεύτερη φορά μέσα σε μια δεκαετία – μετατράπηκε σε σωρό ερειπίων. Στις 6 Φεβρουαρίου 2000, οι ρωσικές δυνάμεις ανακοίνωσαν την ‘απελευθέρωση’ της πρωτεύουσας. Δημοσιογράφοι που μπήκαν στην πόλη περιέγραφαν μια αποκάλυψη: η αείμνηστη Ρωσίδα ρεπόρτερ Άννα Πολιτκόφσκαγια, που κάλυπτε τον πόλεμο, τη χαρακτήρισε τότε «τερατώδες συνονθύλευμα από καμμένα σπίτια, ερείπια και τάφους». Το τίμημα σε ανθρώπινες ζωές ήταν πάλι βαρύ, αν και μικρότερο από τον πρώτο πόλεμο. Περισσότεροι από 5.000 Ρώσοι στρατιώτες σκοτώθηκαν (επίσημα στοιχεία), ενώ οι απώλειες των Τσετσένων – μαχητών και αμάχων – είναι δύσκολο να υπολογιστούν, αλλά σίγουρα ήταν πολλές χιλιάδες. Αυτή τη φορά, όμως, η ρωσική κοινή γνώμη δεν συγκλονίστηκε το ίδιο όπως το 1994-96. Ο Πούτιν είχε φροντίσει να θέσει τα μεγάλα ρωσικά μέσα ενημέρωσης υπό κρατικό έλεγχο ή λογοκρισία, παρουσιάζοντας τον πόλεμο ως θρίαμβο κατά της τρομοκρατίας και αποφεύγοντας να δείξει τις εικόνες των φερέτρων.
Τον Μάιο του 2000, με τον πόλεμο ουσιαστικά κερδισμένο, η Μόσχα προχώρησε στο επόμενο βήμα: επανέφερε επίσημα την Τσετσενία υπό ομοσπονδιακή διοίκηση. Ο Πούτιν δεν αρκέστηκε στη στρατιωτική νίκη, αλλά ήθελε να εξασφαλίσει και ότι δεν θα υπάρξει τρίτος γύρος εξέγερσης. Για να το επιτύχει, χρειαζόταν έναν αξιόπιστο ντόπιο σύμμαχο, κάποιον από την ίδια την τσετσενική κοινωνία που θα μπορούσε να κυβερνήσει τη δημοκρατία ως εκπρόσωπος της Μόσχας και ταυτόχρονα να έχει κάποια απήχηση στους ντόπιους ώστε να περιορίσει το αντάρτικο. Η επιλογή του ήταν ένας άνθρωπος που είχε ήδη κάνει το μεγάλο άλμα από την ανταρσία στην υποταγή: ο φιλορώσος κληρικός Αχμάντ Καντίροφ.
Οι Καντίροφ: Από αντάρτες σε τοποτηρητές του Κρεμλίνου
Ο Αχμάντ Καντίροφ δεν ήταν τυχαίος: είχε υπάρξει μουφτής (ανώτατος ισλαμικός κληρικός) των αυτονομιστών κατά τον πρώτο πόλεμο. Δηλαδή, αρχικά πολέμησε υπέρ της ανεξαρτησίας. Ήταν μεγαλύτερης ηλικίας από πολλούς άλλους ηγέτες και διέφερε στο ότι εξέφραζε επιφυλάξεις για την αυξανόμενη επιρροή των φανατικών ισλαμιστών στην τσετσενική αντίσταση. Κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας του 1996-99, ο Καντίροφ ήρθε σε ρήξη με το στρατόπεδο των Μπασάγεφ-Χατάμπ και λοιπών τζιχαντιστών. Όταν ξεκίνησε ο δεύτερος πόλεμος το φθινόπωρο του 1999, ο Αχμάντ Καντίροφ πήρε μια τολμηρή (και για πολλούς προδοτική) απόφαση: άλλαξε στρατόπεδο και τάχθηκε στο πλευρό των Ρώσων. Μαζί του συμμάχησε και ο νεαρός γιος του, Ραμζάν Καντίροφ. Πατέρας και γιος συγκρότησαν μια ομάδα πιστών που λιποτάκτησαν από τις δυνάμεις των αυτονομιστών και σχημάτισαν μια νέα παραστρατιωτική δύναμη, υπό ρωσική αιγίδα, γνωστή ως Καντιροφτσού (δηλαδή «οι άνθρωποι του Καντίροφ»). Αυτή η ομάδα έμελλε να εξελιχθεί σε κάτι σαν προσωπική φρουρά της οικογένειας Καντίροφ, αλλά και δύναμη κρούσης της Μόσχας στην περιοχή.
Από τη σκοπιά του Πούτιν, ο Αχμάντ Καντίροφ ήταν η ιδανική λύση για την ‘εξημέρωση’ της Τσετσενίας. Γνώριζε εκ των έσω το αυτονομιστικό κίνημα, είχε το ισλαμικό κύρος του πρώην μουφτή και, το σημαντικότερο, είχε αποδείξει την αφοσίωσή του στο Κρεμλίνο πολεμώντας στον δεύτερο πόλεμο στο πλευρό των ομοσπονδιακών δυνάμεων. Τον Ιούνιο του 2000, ο Πούτιν τον διόρισε προσωρινό επικεφαλής της διοίκησης στην Τσετσενία, ουσιαστικά ως νέο κυβερνήτη. Η αποστολή του Καντίροφ ήταν να φέρει την τάξη και να πείσει τον πληθυσμό να αποδεχτεί την επιστροφή της ρωσικής κυριαρχίας. Για να το καταφέρει, του δόθηκε πρωτοφανής ελευθερία κινήσεων και γενναία χρηματοδότηση για ανοικοδόμηση – ή, τουλάχιστον, έτσι διατεινόταν η Μόσχα.
Η πραγματικότητα ήταν ότι μεγάλο μέρος της σταθερότητας που πέτυχαν οι Καντίροφ βασίστηκε στη μέθοδο του καρότου και του μαστίγιου. Από τη μια, ο Αχμάντ Καντίροφ φρόντισε να εξαγοράσει την πίστη όσων πρώην ανταρτών ήταν διατεθειμένοι να συμβιβαστούν, εντάσσοντάς τους στη νέα δύναμη ασφαλείας ή στη διοίκηση. Από την άλλη, εφάρμοσε σκληρή καταστολή εναντίον όσων εξακολούθησαν τον αγώνα. Οι Καντιροφτσού έγιναν διαβόητοι για τις έκνομες μεθόδους τους: εξαφανίσεις υπόπτων, βασανισμοί και εκτελέσεις φέρονται να έγιναν καθημερινό φαινόμενο στα πρώτα χρόνια της νέας τάξης πραγμάτων. Παρά τις καταγγελίες οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο Πούτιν έκλεινε τα μάτια όσο ο εκλεκτός του διατηρούσε την περιοχή ήρεμη.
Εν τω μεταξύ, η σκληροπυρηνική πτέρυγα των Τσετσένων αυτονομιστών δεν έμεινε άπραγη. Αφού έχασαν στον συμβατικό πόλεμο, στράφηκαν σε τρομοκρατικές ενέργειες που σόκαραν τη Ρωσία και τον κόσμο, σε μια προσπάθεια να πλήξουν τον εχθρό και να κρατήσουν ζωντανό τον αγώνα τους. Τον Οκτώβριο του 2002, μια ομάδα περίπου 40 βαριά οπλισμένων Τσετσένων ανταρτών εισέβαλε στο Θέατρο Ντουμπρόβκα της Μόσχας κατά τη διάρκεια παράστασης, παίρνοντας ως ομήρους 850 θεατές. Οι απαιτήσεις τους ήταν η απόσυρση των ρωσικών δυνάμεων από την Τσετσενία. Η ομηρία κράτησε δύο εφιαλτικά μερόνυχτα, με όλο τον κόσμο να παρακολουθεί. Τελικά, οι ρωσικές ειδικές δυνάμεις Spetsnaz επέλεξαν μια αμφιλεγόμενη λύση: διοχέτευσαν αναισθητικό αέριο εντός της αίθουσας για να εξουδετερώσουν τους τρομοκράτες. Ωστόσο, η δόση και οι συνθήκες ήταν τέτοιες που προκάλεσαν τον θάνατο όχι μόνο όλων των δραστών, αλλά και 179 αθώων ομήρων. Το περιστατικό έληξε με βίαιη επέμβαση, αλλά το σοκ ήταν τεράστιο.
Μνημείο στο Μπεσλάν για τα θύματα της τρομοκρατικής επίθεσης σε σχολείο της πόλης. Βόρεια Οσετία, 5 Σεπτεμβρίου 2010. (Φωτ. Marte Lerberg Kopstad/Utenriksdepartementet/Public Domain)
Λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2004, συνέβη κάτι ακόμα πιο φρικτό: η σφαγή του Μπεσλάν. Σε μια μικρή πόλη της Βόρειας Οσετίας (μιας άλλης ρωσικής δημοκρατίας στον Καύκασο), την πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς, μια ομάδα Τσετσένων και Ινγκουσετιανών ενόπλων κατέλαβε ένα δημοτικό σχολείο γεμάτο παιδιά και γονείς, κρατώντας πάνω από 1.100 ομήρους. Οι απαιτήσεις τους σχετίζονταν με την ανεξαρτησία της Τσετσενίας. Μετά από τρεις ημέρες αγωνίας, οι ρωσικές δυνάμεις ασφαλείας επέδραμαν στο σχολείο. Ακολούθησε χάος και αιματοχυσία: περίπου 330 άτομα σκοτώθηκαν, εκ των οποίων τα μισά ήταν μικρά παιδιά, κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών και τις εκρήξεις. Ήταν μια από τις πλέον μαύρες σελίδες στην ιστορία των σύγχρονων συγκρούσεων, με την ευθύνη να βαραίνει τόσο τους αδίστακτους τρομοκράτες όσο και τις ρωσικές αρχές για τον χειρισμό της κρίσης.
Μετά το Μπεσλάν, ο Πούτιν εμφανίστηκε ακόμη πιο ανυποχώρητος. «Δείξαμε αδυναμία, και άνθρωποι αθώοι πλήρωσαν τις συνέπειες», δήλωσε, εννοώντας ότι οποιαδήποτε ολιγωρία του κράτους απέναντι στους αυτονομιστές εκλαμβάνεται από αυτούς ως ευκαιρία να χτυπήσουν. Η Μόσχα σκλήρυνε περαιτέρω τη στάση της παντού. Στην Τσετσενία, όμως, η σύγκρουση είχε ήδη αρχίσει να φθίνει, όχι λόγω στρατιωτικού ήθους αλλά επειδή οι αντάρτες είχαν πια αποδεκατιστεί.
Το τέλος του πολέμου και η εποχή Ραμζάν Καντίροφ
Στο μεταξύ, ένα άλλο γεγονός ήρθε να επιβεβαιώσει το ότι οι Καντίροφ είχαν αναδειχθεί σε αναντικατάστατους συμμάχους του Κρεμλίνου: το Σύνταγμα του 2003. Τον Μάρτιο του 2003, κατόπιν πρωτοβουλίας της ρωσικής Δούμας, διεξήχθη δημοψήφισμα στην Τσετσενία (εν μέσω στρατιωτικής κατοχής βέβαια) για ένα νέο τοπικό σύνταγμα. Εκεί ορίστηκε ρητά ότι η Τσετσενική Δημοκρατία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, τερματίζοντας και συνταγματικά κάθε συζήτηση περί ανεξαρτησίας. Λίγους μήνες μετά, τον Οκτώβριο του 2003, έγιναν εκλογές και ο Αχμάντ Καντίροφ – χωρίς πραγματικούς αντιπάλους – ορκίστηκε πρόεδρος της Τσετσενίας, νομιμοποιώντας έτσι πλήρως τον ρόλο του με τη σφραγίδα της λαϊκής εντολής (αν και οι συνθήκες της εκλογής αμφισβητούνται από διεθνείς παρατηρητές).
Την ίδια περίοδο, οι άλλοτε κραταιοί αντάρτες είχαν φτάσει στο ναδίρ τους. Ο ένας μετά τον άλλον, οι ηγέτες της αντίστασης έπεφταν. Τον Μάρτιο του 2005, ο Ασλάν Μασχάντοφ – ο πρώην πρόεδρος της αυτονομιστικής Τσετσενίας – εντοπίστηκε από τις ρωσικές ειδικές δυνάμεις και σκοτώθηκε σε μια κρυψώνα στο χωριό Τουλστόι-Γιουρτ. Λίγο νωρίτερα, τον Ιούλιο του 2004, ο Σαμίλ Μπασάγεφ – ο άνθρωπος πίσω από το Μπεσλάν, σύμφωνα με τις ρωσικές αρχές – σκοτώθηκε κι αυτός, όταν ανατινάχθηκε η αυτοκινητοπομπή του (υπάρχουν εικασίες ότι επλήγη από κατευθυνόμενη βόμβα του ρωσικού στρατού). Στο προσκήνιο απέμεινε μόνο μια νέα γενιά εξτρεμιστών, με πιο διεθνιστική ισλαμιστική ιδεολογία. Ο Ντόκου Ουμάροφ, που ανέλαβε τα ηνία της αποδεκατισμένης αντίστασης το 2006, προσπάθησε να ενώσει τα υπολείμματα των Τσετσένων ανταρτών με άλλες ομάδες τζιχαντιστών στον Καύκασο, αυτοανακηρύσσοντας το 2007 ένα «Εμιράτο του Καυκάσου». Ήταν μια απελπισμένη προσπάθεια να δοθεί νέο στίγμα στον αγώνα – μετατοπίζοντας το ύφος από εθνικοαπελευθερωτικό σε ανοιχτά τζιχαντιστικό. Όμως αυτή η πρωτοβουλία δεν απέφερε ουσιαστικούς καρπούς, καθώς δεν απέκτησε μαζική υποστήριξη. Ο Ουμάροφ, κυνηγημένος στα βουνά χωρίς σημαντική δύναμη, πέθανε τελικά το 2013 υπό ασαφείς συνθήκες (φημολογείται ότι δηλητηριάστηκε, μια μέθοδος ‘εξουδετέρωσης’ αρκετά δημοφιλής στις ρωσικές υπηρεσίες).
Το 2007 έφερε μια αλλαγή φρουράς και μια συνέχιση δυναστείας ταυτόχρονα: τον Μάιο εκείνης της χρονιάς, ο Ραμζάν Καντίροφ – σε ηλικία μόλις 30 ετών – ανέλαβε επίσημα πρόεδρος της Τσετσενίας, διαδεχόμενος τον πατέρα του. Ο Αχμάντ Καντίροφ δεν ήταν πια εν ζωή· είχε δολοφονηθεί το 2004 σε βομβιστική επίθεση σε στάδιο του Γκρόζνυ (την ευθύνη της οποίας ανέλαβε ο Μπασάγεφ). Όμως ο Ραμζάν είχε ήδη ασκήσει ουσιαστική εξουσία στο παρασκήνιο μετά τον θάνατο του πατέρα του. Μέσα στα χρόνια 2004-2007, ο νεαρός Καντίροφ – σκληραγωγημένος και ο ίδιος, έχοντας επιβιώσει από απόπειρες δολοφονίας και πολεμικές κακουχίες – καθάρισε το πεδίο από πιθανούς ανταγωνιστές, παγίωσε τον έλεγχο των δυνάμεών του και εξασφάλισε την εύνοια της Μόσχας. Όταν ανέλαβε και επίσημα, οι μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις είχαν ήδη σταματήσει. Σταδιακά, η Ρωσία περιόρισε τις δυνάμεις της στην περιοχή και το 2009 κήρυξε επισήμως το τέλος της «αντιτρομοκρατικής επιχείρησης» στην Τσετσενία, κρίνοντας ότι είχαν αποκατασταθεί οι συνθήκες ομαλότητας.
Πράγματι, εκείνη την περίοδο υπολογιζόταν ότι είχαν απομείνει ενεργοί λιγότεροι από 500 ένοπλοι αντάρτες, κρυμμένοι σε απομονωμένες αγροτικές περιοχές και στα βουνά. Κάποιοι πιστεύουν ότι μικροί πυρήνες βρίσκονται ακόμη εν υπνώσει, έτοιμοι να αναδυθούν αν αλλάξουν οι συνθήκες. Προς το παρόν, όμως, όσο ο Καντίροφ κυβερνά και διατηρεί την υποστήριξη του Κρεμλίνου, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει σοβαρά την τάξη πραγμάτων. Το μοντέλο «τοπικός ισχυρός άνδρας με απόλυτες εξουσίες, πιστός στη Μόσχα» φαίνεται να έχει φέρει ένα τέλος στον κύκλο αίματος – με τίμημα τις ελευθερίες των πολιτών.
Ευρεία αυτονομία υπό τη σκιά του Κρεμλίνου
Σήμερα η Τσετσενία υπό τον Ραμζάν Καντίροφ απολαμβάνει ένα καθεστώς σχεδόν μοναδικό στη Ρωσία. Ο Καντίροφ κυβερνά ως μικρός «ηγεμόνας» στη δημοκρατία του, έχοντας εξασφαλίσει έναν άρρητο συμβιβασμό με τον Βλαντίμιρ Πούτιν: όσο παραμένει απόλυτα πιστός και κρατάει την περιοχή ήρεμη, θα έχει ελευθερία κινήσεων όπως κανένας άλλος τοπικός άρχοντας στη ρωσική επικράτεια. Και πράγματι, η ελευθερία δράσης που απολαμβάνει φαίνεται πρωτοφανής. Ο Καντίροφ έχει δικό του σώμα ασφαλείας (τους Καντιροφτσού), που λογοδοτεί περισσότερο στον ίδιο παρά στις ομοσπονδιακές αρχές. Επίσης, διαχειρίζεται τεράστια κονδύλια από τη Μόσχα (η Τσετσενία χρηματοδοτείται αδρά από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό ως αντιστάθμισμα για τις καταστροφές) με ελάχιστη διαφάνεια και έλεγχο.
Ο πρόεδρος της Τσετσενίας Ραμζάν Καντίροφ (κέντρο) μαζί με τον Βλαντίμιρ Πούτιν στο τζαμί του Προφήτη Ίσα (ο Χριστός στο Ισλάμ). Μαζί τους είναι ο σύμβουλος του προέδρου της Τσετσενίας για την κατασκευή θρησκευτικών εγκαταστάσεων Αμρούντι Εντιλγκίρεφ και ο μουφτής της Τσετσενίας Σαλάχ Μεζίγεφ. Γκρόζνυ, 20 Αυγούστου 2024. (Public Domain)
Αυτή η ιδιότυπη «αυτοκρατορία εντός της αυτοκρατορίας» έχει επιτρέψει στον Καντίροφ να ξαναχτίσει το Γκρόζνυ από τα ερείπια, μεταμορφώνοντάς το από πόλη-φάντασμα του πολέμου σε μια βιτρίνα μεγαλεπήβολων έργων. Στην πρωτεύουσα υψώνονται πλέον σύγχρονοι ουρανοξύστες και μνημεία που δοξάζουν τη νέα τάξη. Το 2008 εγκαινιάστηκε ένα φαραωνικό τέμενος, το Μεγάλο Τζαμί Αχμάτ Καντίροφ, αφιερωμένο στον εκλιπόντα πατέρα του ηγέτη – ένα επιβλητικό οικοδόμημα με τέσσερις μιναρέδες, που αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες ισλαμικές ιερές δομές στην Ευρώπη. Ακόμη πιο φιλόδοξο είναι το έργο Πύργος Αχμάτ: ένας υπερ-ουρανοξύστης ύψους 435 μέτρων με 102 ορόφους, που αναμένεται να κυριαρχήσει στον ορίζοντα του Γκρόζνυ. Το κόστος του έργου εκτιμάται σε 1 δισεκατομμύριο δολάρια – και κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα από πού προέρχεται αυτή η χρηματοδότηση, γεγονός που προκαλεί ποικίλες εικασίες. Το σύνθημα πάντως που προβάλλεται παντού είναι ενδεικτικό: «Αχμάτ – Δύναμη» (Akhmat Sila, στα ρωσικά). Το όνομα του πατέρα του Καντίροφ έχει αναγορευθεί σε σύμβολο ισχύος και νομιμοποίησης της τοπικής εξουσίας.
Παράλληλα, ο Ραμζάν Καντίροφ έχει χτίσει και μια εικόνα ‘χαλίφη’ στο μικρό του βασίλειο. Διατηρεί ενεργή παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (ιδιαίτερα πριν αυτά απαγορευτούν διεθνώς, συνήθιζε να κοινοποιεί στο Instagram σκηνές από την προσωπική του ζωή, προπονήσεις πολεμικών τεχνών, συλλογές από γρήγορα αυτοκίνητα, ακόμα και τούς εξωτικούς ζωολογικούς του κήπους). Παρουσιάζεται ως ευσεβής μουσουλμάνος και ταυτόχρονα ως πιστός στρατιώτης του Πούτιν. Οι επικριτές του – που εντός Τσετσενίας σπάνια τολμούν να σηκώσουν κεφάλι, αφού κινδυνεύουν άμεσα – τον κατηγορούν για καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προσωποπαγές καθεστώς. Έχουν γίνει διεθνώς γνωστές καταγγελίες για διώξεις και βασανισμούς αντιφρονούντων, και ‘εξαφανίσεις’ πολιτών, θέματα για τα οποία ο Καντίροφ δέχθηκε ερωτήσεις σε συνεντεύξεις και αντέδρασε με χλευασμό ή άρνηση. Παρόλα αυτά, εντός της Ρωσίας ο λόγος του είναι νόμος στη δημοκρατία του, και το Κρεμλίνο τον αντιμετωπίζει με ένα μείγμα ανάγκης και καχυποψίας: είναι ταυτόχρονα πολύτιμος αλλά και επικίνδυνος αν ξεφύγει από τον έλεγχο.
Στα σημερινά πεδία μάχης, φθηνά ιπτάμενα ρομπότ έχουν τη δυνατότητα να εντοπίζουν, να κάνουν παρεμβολές και να εξουδετερώνουν στόχους ταχύτερα από ό,τι μπορεί να αντιδράσει οποιοσδήποτε άνθρωπος. Σύμφωνα με αναλυτές, η Κίνα επιδιώκει να πλημμυρίσει τους ουρανούς με τέτοια μέσα.
Σε αντίδραση, οι Ηνωμένες Πολιτείες εργάζονται για την κατασκευή των δικών τους σμηνών, τη βελτίωση πιο «έξυπνου» λογισμικού και τον αυστηρό έλεγχο της τεχνολογίας προερχόμενης από την Κίνα, ενώ οι εμπροσθοφυλακές της Ουκρανίας λειτουργούν ως πεδίο δοκιμών για την αξιολόγηση των αποτελεσματικών και μη τεχνολογιών.
Δεν πρόκειται απλά για την αναζήτηση ενός «καλύτερου μη επανδρωμένου αεροσκάφους», εξήγησε αναλυτής στην εφημερίδα The Epoch Times· πρόκειται μάλλον για αγώνα ανάμεσα στην ικανότητα της Κίνας να κινητοποιήσει μια τεράστια πολιτική βιομηχανία μη επανδρωμένων αεροσκαφών για πολεμικούς σκοπούς και στην προσπάθεια της Αμερικής να εξελίξει έξυπνα μη επανδρωμένα αεροσκάφη ώστε να παραχθούν μαζικά και στη συνέχεια να τα συνδέσει με λογισμικό και δίκτυα συμμάχων.
Ο αναλυτής υπογράμμισε ότι, για να υπερισχύσει, η Ουάσιγκτον πρέπει να επιταχύνει τις εγκρίσεις και τις δοκιμές, να αγοράζει σε μεγάλες ποσότητες και να υιοθετήσει στρατηγικές αποδεδειγμένες στα πεδία μάχης της Ουκρανίας σε ευρύτερη κλίμακα — όπως η υιοθέτηση ανοικτών συστημάτων, η διευκόλυνση ταχείας αναβάθμισης και η αποστολή τεχνολογίας κατά χιλιάδες. Οποιαδήποτε μελλοντική σύγκρουση, ιδιαίτερα για την Ταϊβάν, θα κριθεί από το μέγεθος, την ταχύτητα και τα διδάγματα που θα διατηρηθούν από την Ουκρανία, πρόσθεσε ο αναλυτής.
Πολιτικο-στρατιωτική σύντηξη της Κίνας
Η παραγωγή μη επανδρωμένων αεροσκαφών στην Κίνα είναι τεράστια.
Όπως ανέφερε στις ἀρχές Απριλίου 2024 ο αναπληρωτής υπουργός Βιομηχανίας και Πληροφοριακών Τεχνολογιών σε συνέντευξη Τύπου, η Κίνα παρέδωσε περισσότερα από 3,17 εκατομμύρια πολιτικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη το 2023, με πάνω από 2.300 εταιρείες και τουλάχιστον 1.000 μοντέλα σε μαζική παραγωγή.
Η Κίνα — με άγκυρα την κινεζική εταιρεία DJI, τον μεγαλύτερο κατασκευαστή μη επανδρωμένων αεροσκαφών παγκοσμίως — τροφοδοτεί μια αλυσίδα φθηνών εξαρτημάτων (μοτέρ, οπτικά, ραδιοεξοπλισμός και ελεγκτές πτήσης) που μπορεί να περιστραφεί για στρατιωτική χρήση σχεδόν από τη μία μέρα στην άλλη.
Αυτό αναδεικνύει τη στρατηγική της «πολιτικο-στρατιωτικής σύντηξης» του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας: μια κυβερνητικά κατευθυνόμενη διαδικασία που μετατρέπει την κυριαρχία στην αγορά σε πολεμική ετοιμότητα.
Το Πεκίνο επενδύει εξίσου και σε τεχνολογία που χρησιμοποιείται εναντίων μη επανδρωμένων αεροσκαφών.
Τον Ιούλιο, η κρατική Norinco παρουσίασε ένα φορτηγό-τοποθετημένο λέιζερ 50 κιλοβάτ, το OW5-A50, το οποίο προβάλλεται ως «δολοφόνος σμηνών», σε μια ευρέως δημοσιοποιημένη άσκηση «ελέγχου συνόρων» που επίσης παρέλασε μια σειρά μη επανδρωμένων συστημάτων.
Τον Σεπτέμβριο, σε στρατιωτική παρέλαση προωθήθηκε νέα σειρά μη επανδρωμένων αεροσκαφών παράλληλα με λέιζερ κατά των μη επανδρωμένων αεροσκαφών και όπλα μικροκυμάτων. Ωστόσο, τέτοιου είδους εξοπλισμός —όπως το σύστημα μικροκυμάτων Hurricane-3000— παραμένει υπό δοκιμές πεδίου, σύμφωνα με αποκλειστική έρευνα του ιστότοπου ειδήσεων άμυνας Army Recognition Group.
Αυτά τα επιτεύγματα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ένδειξη στρατιωτικών ικανοτήτων. Στο Γιουνάν, για παράδειγμα, τον Ιούλιο ένα συντονισμένο στόλο βαρέων μη επανδρωμένων αεροσκαφών μετέφερε 180 μετρικούς τόνους χάλυβα και σκυροδέματος σε ένα βουνό για την ανέγερση πυλώνων γραμμών υψηλής τάσης μέσα σε λίγες ημέρες αντί για εβδομάδες — μια γεύση της επιχειρησιακής λογιστικής δύναμης που θα μπορούσε να έχει σημασία στην πολεμική εφοδιαστική.
Ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος (UAV) μεταφέρει καλώδιο πάνω από τον ποταμό Ντατού στην πόλη Γιανάν, στην επαρχία Σιτσουάν της Κίνας, στις 20 Δεκεμβρίου 2016. (Zhang Jian/Chengdu Economic Daily/VCG)
Σε πρόσφατες αεροπορικές εκθέσεις, η Κίνα έχει επίσης προβάλει ένα μεγάλο μη επανδρωμένο αεροσκάφος σχεδιασμένο για την εκτόξευση και ανάκτηση δεκάδων μικρότερων μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Λόγω όμως των περιορισμένων τεχνικών λεπτομερειών που είναι διαθέσιμες, παρατηρητές δηλώνουν ότι η πρακτικότητά του και η αξία του στο πεδίο της μάχης σε πραγματικά σενάρια παραμένουν αβέβαιες.
Ο Στίβεν Σια (Stephen Xia), πρώην μηχανικός του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού που τώρα εργάζεται ως αναλυτής στρατιωτικού εξοπλισμού, είπε στην Epoch Times ότι το μήνυμα είναι σαφές: το Πεκίνο επιδιώκει υπεροχή τόσο στην επίθεση όσο και στην άμυνα.
Η απάντηση των ΗΠΑ στην Κίνα
Αισθανόμενη την επείγουσα ανάγκη, η Ουάσιγκτον προσπαθεί να αποσυνδεθεί από κινεζικά μέρη ενώ παράλληλα αυξάνει την εγχώρια ικανότητα παραγωγής. Τον Ιούνιο, η κυβέρνηση Τραμπ εξέδωσε εκτελεστικό διάταγμα με στόχο την επιτάχυνση της εγχώριας κατασκευής μη επανδρωμένων αεροσκαφών και τη μείωση της εξάρτησης από ξένους προμηθευτές.
Τον Ιούλιο, το υπουργείο Εμπορίου άνοιξε έρευνα εθνικής ασφάλειας βάσει του Άρθρου 232 για τις εισαγωγές μη επανδρωμένων αεροσκαφών και συναφών συστατικών — μια κίνηση που μπορεί να οδηγήσει σε δασμούς ή ακόμη και σε πλήρεις περιορισμούς.
Τον Σεπτέμβριο, οι αμερικανικές αρχές προανήγγειλαν νέους κανόνες που ενδέχεται να περιορίσουν ή να απαγορεύσουν πολλά κινεζικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη και εξαρτήματα, χτίζοντας πάνω σε προηγούμενα μέτρα. Ομοσπονδιακό δικαστήριο επίσης επικύρωσε την εξουσία του Πενταγώνου να χαρακτηρίσει την DJI ως κινεζική στρατιωτική εταιρεία, σφίγγοντας περαιτέρω τους περιορισμούς για την κορυφαία καταναλωτική μάρκα μη επανδρωμένων αεροσκαφών στον κόσμο.
Το πρόγραμμα Blue (Μπλε) μη επανδρωμένων αεροσυστημάτων (UAS) του Πενταγώνου διατηρεί δημόσιο, ελεγμένο μητρώο μικρών μη επανδρωμένων αεροσκαφών και συστατικών που πληρούν απαιτήσεις κυβερνοασφάλειας και αλυσίδας εφοδιασμού — αποκλείοντας όσα παράγονται στην Κίνα — και καθοδηγεί τους αγοραστές του «υπουργείου Πολέμου» και άλλων υπηρεσιών προς αξιόπιστες επιλογές.
Ο Μαρκ Τσάο (Mark Cao), αναλυτής στρατιωτικής τεχνολογίας με έδρα τις ΗΠΑ, πρώην μηχανικός υλικών και παρουσιαστής του κινεζόφωνου καναλιού ειδήσεων για θέματα στρατού «Mark Space», σχολίασε ότι η πολιτική απλώς διαμορφώνει το σκηνικό — η πραγματική δοκιμασία είναι η ανάπτυξη εξοπλισμού σε μεγάλη κλίμακα.
Η πρωτοβουλία Replicator του «υπουργείου Πολέμου», που ξεκίνησε τον Αύγουστο του 2023, δεσμεύτηκε να παραδώσει «πολλές χιλιάδες» χαμηλού κόστους, επεκτάσιμα, αυτόνομα συστήματα έως τον Αύγουστο του 2025, πιέζοντας τις στρατιωτικές υπηρεσίες να προμηθεύονται πιο γρήγορα και μαζικά. Το πρόγραμμα προτεραιοποιεί συστήματα μη επανδρωμένων αεροσκαφών που μπορούν να παραχθούν γρήγορα και σε κλίμακα, παρακάμπτοντας τις παραδοσιακά αργές μεθόδους προμηθειών άμυνας.
Αξιωματούχοι άμυνας δήλωσαν στο DefenseScoop τον προηγούμενο μήνα ότι έχουν φτάσει εκατοντάδες τέτοια συστήματα σε στρατιωτικές μονάδες μέχρι σήμερα — ακόμη και αν αυτό απέχει από τον αρχικό στόχο — και ότι η χρηματοδότηση και η δυναμική του προγράμματος παραμένουν ισχυρές. Η Epoch Times δεν μπόρεσε να επαληθεύσει ανεξάρτητα αυτή την πληροφορία.
Η ιδέα συμπλέει με τη δέσμευση του Διοικητή Ινδο-Ειρηνικού, ναύαρχου Σάμουελ Παπάρο, να μετατρέψει το Στενό της Ταϊβάν σε «εφιαλτικό πεδίο μάχης» μη επανδρωμένων συστημάτων εάν το κινεζικό καθεστώς εξαπολύσει επίθεση — χρησιμοποιώντας σμήνη σε αέρα, θάλασσα και ξηρά για να καθυστερήσει τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό και να κερδίσει χρόνο για βαρύτερες δυνάμεις. Τα σχόλια αυτά έγιναν κατά τη διάρκεια συνέντευξης στην Washington Post στο πλαίσιο του Shangri-La Dialogue στη Σιγκαπούρη τον Ιούνιο του 2024.
Στο υψηλό επίπεδο, οι ρομποτικοί «σύντροφοι πτήσης» της Πολεμικής Αεροπορίας πετούν ήδη. Το YFQ-42A της General Atomicsξεκίνησε δοκιμές πτήσης τον Αύγουστο, ενώ το YFQ-44A της Anduril προγραμματίζεται να πετάξει μέσα στον Οκτώβριο, ανακοίνωσε τον προηγούμενο μήνα ο ανώτατος πολιτικός αξιωματούχος της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ.
Ένα δοκιμαστικό μη επανδρωμένο αεροσκάφος τύπου YFQ-44A, αντιπροσωπευτικό της γραμμής παραγωγής, βρίσκεται σε θάλαμο δοκιμών στην Κόστα Μέσα της Καλιφόρνια. (Public domain)
Το «κόλλα» που τα συγκρατεί όλα μαζί είναι το λογισμικό. Το AMORPHOUS της L3Harris έχει ως στόχο να επιτρέψει σε έναν και μόνο χειριστή να αναθέτει καθήκοντα σε χιλιάδες μικτά μη επανδρωμένα οχήματα μέσω μιας ενιαίας διεπαφής — τη ραχοκοκαλιά διοίκησης και ελέγχου που απαιτείται για επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας με σμήνη.
Τα ρωσικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη βασίζονται σε κινεζικά εξαρτήματα
Αν ανοίξεις ένα κατεστραμμένο ρωσικό μη επανδρωμένο αεροσκάφος, αποκαλύπτεις την παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού. Ο Σάμουελ Μπεντέτ (Samuel Bendett), σύμβουλος στο Πρόγραμμα Σπουδών για τη Ρωσία του Center for Naval Analyses με εξειδίκευση στα μη επανδρωμένα συστήματα, είπε στην Epoch Times ότι «υπάρχει σημαντικός αριθμός κινεζικών εξαρτημάτων και μικροεπεξεργαστών στα ρωσικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη, μαζί με ουσιαστικά ό,τι χρειάζεται για τη συναρμολόγηση μη επανδρωμένου αεροσκάφους πρώτου προσώπου (first-person view)».
Ο Μπεντέτ σημείωσε ότι οι ρωσικοί κατασκευαστές παραγγέλνουν εξαρτήματα για μη επανδρωμένα αεροσκάφη πρώτου προσώπου απευθείας από κινεζικά εργοστάσια και διαδικτυακές αγορές. Πρόσθεσε ότι η μεταφορά είναι άμεση και ανεμπόδιστη. Ο Μπεντέτ επεσήμανε ότι η προσφορά είναι φθηνή και άφθονη, σε τέτοιο βαθμό που βλάπτει την προσπάθεια της Ρωσίας να παράγει τα ίδια εξαρτήματα εγχώρια.
Μια έρευνα του Reuters που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο εντόπισε κινεζικούς κινητήρες L550E — επανασυστοιχισμένους ως «βιομηχανικές μονάδες ψύξης» — να καταλήγουν σε μια ρωσική εταιρεία που τελεί υπό κυρώσεις και συναρμολογεί επιθετικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη για επιχειρήσεις στην Ουκρανία. Το Κίεβο έχει επίσης θέσει στη μαύρη λίστα αρκετούς κινεζικούς προμηθευτές αφού βρήκε τα εξαρτήματά τους σε κατεστραμμένα αεροσκάφη.
Το Πεκίνο έχει μειώσει ορισμένες εξαγωγές διπλής χρήσης από τον Ιούλιο του 2024 για να προστατεύσει τα εθνικά του συμφέροντα ασφαλείας — κινήσεις που οδήγησαν σε αύξηση τιμών και περιέπλεξαν τις αποστολές εξαρτημάτων όπως υπέρυθρες κάμερες και αδρανειακοί αισθητήρες.
Ωστόσο, αυτή η επίδειξη ισχύος ανέδειξε επίσης πόσο εξαρτημένοι παραμένουν οι παγκόσμιοι αγοραστές από την κινεζική προσφορά, επιταχύνοντας την ώθηση της Ουάσιγκτον για μείωση της εξάρτησης μέσω των μέτρων του Άρθρου 232, του προγράμματος Blue UAS και των απαγορεύσεων προμηθειών, όπως σχολίασε ο Μαρκ Τσάο.
Τα ουκρανικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη
Ο Τσάο δήλωσε στην Epoch Times ότι «αν το πλεονέκτημα της Κίνας είναι στην μαζική παραγωγή και την ικανότητα εφοδιασμού, το πλεονέκτημα της Ουκρανίας είναι η ταχύτητα και η προσαρμοστικότητα».
Εξήγησε πως, τον περασμένο χρόνο, μονάδες της Ουκρανίας έχουν μεταβεί από επιθέσεις με μεμονωμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη σε σμήνη υποβοηθούμενα από ΑΙ που συντονίζουν αυτόνομα τις επιθέσεις τους υπό σφοδρές παρεμβολές. Αν και προς το παρόν μικρής κλίμακας, τα σμήνη αυτά έχουν σχεδιαστεί για ταχεία επέκταση.
Το Πεντάγωνο έχει διαθέσει 50 εκατομμύρια δολάρια για 33.000 συστήματα επιθέσεων με ΑΙ από την Auterion, μια ελβετοαμερικανική εταιρεία λογισμικού άμυνας και ρομποτικής, για τον εξοπλισμό των ουκρανικών δυνάμεων. Τα συστήματα αυτά μετατρέπουν φθηνά μη επανδρωμένα αεροσκάφη σε όπλα ανθεκτικά σε παρεμβολές και ιχνηλάτησης στόχων, ενσωματώνοντας αναβαθμίσεις πεδίου μάχης σε τακτικά αποθέματα.
Ουκρανικά μη επανδρωμένα σκάφη όπως το Magura V5 ανάγκασαν κρίσιμα ρωσικά ναυτικά μέσα να αποσυρθούν από την Κριμαία, αναδιαμορφώνοντας τις επιχειρήσεις στη Μαύρη Θάλασσα από τα τέλη του 2023. Σχεδιαστές του αμερικανικού ναυτικού κρατούν σημειώσεις καθώς διαμορφώνουν σχέδια αποτροπής για την Ταϊβάν.
Οι σκληρότερες διδαχές προέρχονται από τον ηλεκτρονικό πόλεμο, σύμφωνα με τον Τσάο. Εξήγησε ότι οι παρεμβολές μπορούν να «τυφλώσουν» ή να αχρηστεύσουν ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος· η απάντηση είναι καλύτερη αυτονομία και πλοήγηση που δεν εξαρτάται από GPS — και παρέθεσε τα ρωσικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη πρώτου προσώπου με οπτικές ίνες (fiber-optic-tethered), τα οποία παρακάμπτουν τους συμβατικούς παρεμβολείς.
Ο Μπεντέτ σημείωσε ότι όταν φτάσουν σε πλήρη ισχύ τα σμήνη ελεγχόμενα από ΑΙ, οι κυβερνοάμυνες μόνο δεν θα αρκούν — τα στρατεύματα θα χρειαστούν επίσης φυσικές ασπίδες όπως συρματόπλεκτα δίχτυα, θωράκιση κλωβού, παραπλανητικούς στόχους και παραδοσιακά κινητικά όπλα. Πρόσθεσε ότι τόσο η Ρωσία όσο και η Ουκρανία ήδη αναπτύσσουν λέιζερ για αυτόν τον ρόλο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πειραματίζονται επίσης με όπλα κατευθυνόμενης ενέργειας. Σε δοκιμή πυρός στα τέλη Αυγούστου, η αμερικανική εταιρεία ηλεκτρομαγνητικού πολέμου Epirusαπέδειξε ότι ένας μόνο παλμός από το σύστημα υψηλής ισχύος μικροκυμάτων Leonidas μπορεί να αχρηστεύσει ένα σμήνος 61 μη επανδρωμένα αεροσκάφη, παρουσιάζοντας μια ενδεχόμενη φθηνή ασπίδα.
Ποιος προηγείται και γιατί έχει σημασία
Στους καταναλωτικούς και εμπορικούς τομείς των μη επανδρωμένων αεροσκαφών, καθώς και στο σύστημα εξαρτημάτων που τα υποστηρίζει, η Κίνα προηγείται με σημαντική διαφορά.
Η πολιτικο-στρατιωτική σύντηξη επιτρέπει στο Πεκίνο να φέρει γρήγορα στο πεδίο «αρκετά καλές» πλατφόρμες και να τις υποστηρίξει με μια αυξανόμενη σειρά όπλων κατά των μη επανδρωμένων αεροσκαφών, είπε ο Τσάο, επισημαίνοντας ότι μεγάλο μέρος του νεότερου εξοπλισμού του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού δεν έχει δοκιμαστεί σε πραγματικές μάχες. «Το πεδίο της παρέλασης δεν είναι το πεδίο της μάχης», παρατήρησε.
Εργαζόμενες σε γραμμή παραγωγής μη επανδρωμένων αεροσκαφών που προορίζονται για εξαγωγή, σε εργοστάσιο στο Ρουϊτσάνγκ της επαρχίας Τζιανγκσί, στην Κίνα, στις 27 Νοεμβρίου 2024. (STR/AFP μέσω Getty Images)
Οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να προηγούνται στην τεχνολογία της αυτονομίας, στη δοκιμασμένη στην πράξη συλλογή πληροφοριών, επιτήρηση και αναγνώριση, στα επιθετικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη, καθώς και στο λογισμικό που ενοποιεί στόλους διαφορετικών τύπων. Το βασικό τους εμπόδιο είναι η μετατροπή της ταχείας καινοτομίας σε παραγωγή βιομηχανικής κλίμακας — κάτι που επιχειρούν να διορθώσουν πρωτοβουλίες όπως το Replicator, το πρόγραμμα Collaborative Combat Aircraft και το Blue UAS, όπως εξήγησε ο Τσάο.
Οι ΗΠΑ πρωτοπορούσαν στα στρατιωτικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη ξεκινώντας από τον Πόλεμο του Βιετνάμ, θέτοντας πρότυπα με τα Predator και Reaper, ενώ οι πρώιμες προόδοι της Κίνας βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στην αντιγραφή, είπε ο Τσάο. «Αλλά ο σημερινός αγώνας δεν αφορά την κλωνοποίηση σκελετών αεροσκαφών», σημείωσε. «Αφορά την τυποποίηση, τον αρθρωτό σχεδιασμό (modularity) και την ταχύτητα — τη μεταχείριση της αυτονομίας σαν λογισμικό που μπορεί να ωθηθεί γρήγορα και να αγοραστεί κατά χιλιάδες μόλις λειτουργήσει».
Τι μπορούμε να μάθουμε από την Ουκρανία
Ο Τσάο εντόπισε τρία μαθήματα που, όπως λέει, εμφανίζονται συχνά. Καταρχάς, ο αριθμός έχει μεγαλύτερη σημασία από την τελειότητα: Σχεδιασμοί με ανοικτή αρχιτεκτονική, ταχεία εφοδιαστική και συνεχείς ενημερώσεις λογισμικού αποδίδουν σταθερά καλύτερα από εξαίσιες—αλλά καθυστερημένες—δόσεις όπλων.
Επιπροσθέτως, τα σήματα έγιναν πεδίο μάχης· οι παρεμβολείς κόβουν τους συνδέσμους ελέγχου, αναγκάζοντας τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη να βασίζονται στην επιτόπια αυτονομία, που με τη σειρά της απαιτεί έξυπνα αντιμέτρα. Αυτοί τα αντιμέτρα πρέπει να είναι φθηνά — παλμοί μικροκυμάτων, λέιζερ, παραπλανητικοί στόχοι, ακόμη και συρμάτινοι κλωβοί — ώστε ένας στρατιώτης να μην ρίχνει έναν πύραυλο αξίας εκατομμυρίων δολαρίων σε ένα τετρακόπτερο αξίας εκατό δολαρίων, εξήγησε.
Τέλος, οι αλυσίδες εφοδιασμού είναι στρατηγικό στοιχείο· όσο τα κινεζικά εξαρτήματα κυριαρχούν, οι κυρώσεις γίνονται παιχνίδι γάτας-ποντικιού, σύμφωνα με τον Τσάο. Η πιο καινοτόμος προσέγγιση είναι να έχεις υπερπαραγωγή και να προσαρμόζεσαι γρήγορα με συμμάχους — και αυτό πρέπει να γίνει ταχύτερα.
Ο Τσάο σημείωσε ότι η δύναμη της Κίνας έγκειται στη μαζική κινητοποίηση, ενώ η απάντηση της Αμερικής πρέπει να είναι το λογισμικό, η συμμαχική παραγωγή και η ταχύτητα. Εάν η Ουάσιγκτον καταφέρει να μετατρέψει τις σημερινές δοκιμές — όπως τα συστήματα επιθέσεων με ΑΙ, τα συστήματα ελέγχου σμηνών και τους ρομποτικούς «συντρόφους πτήσης» — σε επαναλαμβανόμενες παραγγελίες και επιχειρησιακές μονάδες, θα μπορέσει να αντισταθμίσει το πλεονέκτημα των κινεζικών εργοστασίων και να αυξήσει το κόστος κάθε ενδεχόμενης σύγκρουσης για το Πεκίνο.
Αν δεν τα καταφέρει, προειδοποίησε, οι ουρανοί και οι θάλασσες γύρω από την Ταϊβάν ενδέχεται να κυριαρχηθούν από εκείνους που στέλνουν πιο γρήγορα—και όχι απαραίτητα από εκείνους που σχεδιάζουν καλύτερα.
Η Κίνα δεν εξάγει πια μόνο προϊόντα. Εξάγει εξάρτηση. Με κάθε νέο εργοστάσιο, επένδυση ή συμφωνία τεχνολογίας, το Πεκίνο ενισχύει σταθερά την παγκόσμια εξάρτηση από την κινεζική παραγωγή, μια στρατηγική που αποβλέπει στη γεωπολιτική ισχύ σε μια εποχή διεθνών αναταράξεων.
Το παράδειγμα της Ισπανίας: 2.000 Κινέζοι εργάτες στη καρδιά της Ευρώπης
Σύμφωνα με αποκαλυπτικό ρεπορτάζ των Financial Times, η κινεζική εταιρία CATL, ένας από τους μεγαλύτερους και πιο προηγμένους κατασκευαστές μπαταριών ηλεκτρικών οχημάτων στον κόσμο, πρόκειται να μετακινήσει 2.000 Κινέζους εργάτες στην Ισπανία. Στόχος τους: η κατασκευή και ο εξοπλισμός ενός εργοστασίου μπαταριών αξίας 4 δισ. ευρώ κοντά στη Σαραγόσα, στο πλαίσιο κοινοπραξίας με τη Stellantis.
Η κίνηση αυτή, που θυμίζει τις «αποστολές» Κινέζων εργατών στην Αφρική για έργα υποδομών, αναδεικνύει δύο πράγματα:
Τα κενά δεξιοτήτων της Ευρώπης σε κρίσιμους τομείς, όπως οι μπαταρίες
Τη διάθεση της Κίνας να κρατήσει την τεχνογνωσία για τον εαυτό της, περιορίζοντας τη μεταφορά τεχνολογίας προς τους εταίρους της
«Δεν νομίζω ότι οι Κινέζοι θέλουν να μοιραστούν την τεχνογνωσία μαζί μας», δήλωσε ο Χοσέ Χουάν Αρσίζ, εργαζόμενος της Stellantis και εκπρόσωπος συνδικάτου. «Αυτός είναι ένας από τους λόγους που θα φέρουν 2.000 εργαζομένους για την κατασκευή και την εγκατάσταση.
Η στρατηγική του Πεκίνου: Η εξάρτηση ως εργαλείο ισχύος
Η κατασκευή του εργοστασίου στην Ισπανία εντάσσεται σε ένα μεγαλύτερο σχέδιο του Πεκίνου, που αποκαλείται «Made in China 2025» και «Dual Circulation Strategy». Πρόκειται για πολιτικές που αποσκοπούν στην αυτάρκεια της Κίνας αλλά και στη διεύρυνση της εξάρτησης του υπόλοιπου κόσμου από τα κινεζικά δίκτυα παραγωγής, τεχνολογίας και πρώτων υλών.
Το πρόγραμμα «Made in China 2025» στοχεύει στην ανάπτυξη εσωτερικών ικανοτήτων σε κρίσιμους βιομηχανικούς τομείς όπως ηλεκτρικά οχήματα, ημιαγωγοί, υψηλής τεχνολογίας μηχανήματα, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Το «Dual Circulation Strategy» είναι μια πολιτική της κινεζικής κυβέρνησης, σύμφωνα με την οποία δίνεται προτεραιότητα στην εγχώρια κατανάλωση καθιστώντας την οικονομία της πιο αυτοδύναμη και μειώνοντας την εξάρτηση από τις ξένες αγορές, ενώ παραμένει ανοιχτή στο διεθνές εμπόριο και τις επενδύσεις.
Η Κίνα κατέχει επίσης τον έλεγχο κρίσιμων πρώτων υλών και μεταλλευμάτων όπως σπάνιες γαίες, κοβάλτιο και γραφίτης, απαραίτητων για ηλεκτρονικά, μπαταρίες, τηλεπικοινωνίες, κ.ά., τα οποία βρίσκονται υπό τον έντονο έλεγχο της Κίνας. Χρησιμοποιεί επίσης, άμεσα ή έμμεσα, πολιτικές όπως επιδοτήσεις παραγωγής, περιορισμούς εξαγωγών, δασμούς, και τεχνολογική προστασία, ώστε να ενισχύσει το πλεονέκτημά της και να περιορίσει την τεχνολογική διαρροή.
Ο αναλυτής Γιόρις Τιρ του Ινστιτούτου Μελετών Αφάλειας της ΕΕ συνοψίζει το σκεπτικό: «Ο Σι Τζινπίνγκ θέλει να μετατρέψει την Κίνα σε ένα αυτάρκες φρούριο, κάνοντας παράλληλα τον υπόλοιπο κόσμο να εξαρτάται ακόμη περισσότερο από την κινεζική παραγωγή».
Κάτι περισσότερο από μπαταρίες: Οι τομείς της κινεζικής παγίδας
Η Κίνα έχει πλέον κυριαρχήσει σε μια σειρά κρίσιμων βιομηχανικών τομέων, δημιουργώντας βαθιά και πολυεπίπεδη εξάρτηση για τη Δύση:
1. Ηλιακή ενέργεια και πράσινη μετάβαση
Πάνω από το 80% των φωτοβολταϊκών πάνελ που χρησιμοποιούνται παγκοσμίως παράγονται στην Κίνα. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες εξαρτώνται από κινεζικά εξαρτήματα, ενώ η Κίνα ελέγχει και τις πρώτες ύλες (πυρίτιο, γυαλί, πλαίσια). Η ενεργειακή μετάβαση της ΕΕ, αντί να μειώσει την εξάρτηση, την έχει απλώς μεταφέρει από τη Ρωσία προς το Πεκίνο. Η ΕΕ εισάγει σχεδόν το σύνολο των πάνελ για την ηλιακή ενέργεια από την Κίνα.
2. Αιολική ενέργεια και υποδομές
Κινεζικοί κολοσσοί όπως οι Goldwind και Envision έχουν κατακτήσει την αγορά των ανεμογεννητριών, υποσκελίζοντας ευρωπαϊκές εταιρείες. Πολλά από τα κρίσιμα εξαρτήματα των ευρωπαϊκών αιολικών πάρκων είναι κινεζικής προέλευσης. Η ΕΕ κινδυνεύει να χάσει τεχνολογική κυριαρχία στον συγκεκριμένο τομέα εάν δεν στηρίξει την δική της παραγωγή, καθώς η εξάρτηση από κινεζικά εξαρτήματα και τεχνολογία αυξάνει.
H Ευρώπη και οι ΗΠΑ εξαρτώνται σχεδόν πλήρως από την Ασία, και κυρίως από την Κίνα για βασικές δραστικές ουσίες φαρμάκων. Σε μια κρίση δημόσιας υγείας, αυτό μεταφράζεται σε στρατηγική αδυναμία.
4. Ημιαγωγοί και τεχνολογία
Η Κίνα έχει επενδύσει δισεκατομμύρια για να αποκτήσει δικό της κύκλο παραγωγής ημιαγωγών και ταυτόχρονα ελέγχει κρίσιμες πρώτες ύλες όπως τον γραφίτη και τις σπάνιες γαίες, υλικά απαραίτητα για ηλεκτρονικά, αμυντικά και ενεργειακά συστήματα. Με κάθε περιορισμό εξαγωγών ή καθυστέρηση αποστολής, το Πεκίνο μπορεί να ασκήσει πίεση σε ολόκληρες αλυσίδες εφοδιασμού.
Η μόχλευση της εξάρτησης
Η εξάρτηση από την κινεζική παραγωγή δεν είναι μόνο οικονομική, είναι και γεωπολιτική. Όταν μια χώρα ή ήπειρος χρειάζεται κινεζικά εξαρτήματα για να λειτουργήσει η βιομηχανία της, το Πεκίνο αποκτά διαπραγματευτικό όπλο. Μπορεί να επιβάλει περιορισμούς, να καθυστερήσει παραδόσεις ή να αλλάξει τους όρους συνεργασίας, μετατρέποντας την οικονομική εξάρτηση σε πολιτική μόχλευση. Η κατοχή των πιο κρίσιμων τεχνολογιών και τεχνογνωσίας σημαίνει ότι άλλες χώρες δυσκολεύονται να αναπτύξουν εντελώς αυτόνομες λύσεις.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες το γνωρίζουν καλά. Ο Αμερικανός υπουργός οικονομικών, Σκοτ Μπέσσεντ, προειδοποίησε πρόσφατα τη Μαδρίτη ότι η υπερβολική ευθυγράμμιση με την Κίνα «θα σήμαινε ότι κόβετε τον λαιμό σας».
Η εξάρτηση στην ενέργεια και την καθαρή τεχνολογία ενέχει επίσης πολλούς κινδύνους. Σε μια εποχή που η μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας είναι πολιτική και περιβαλλοντική προτεραιότητα, κάποια κράτη που δεν έχουν τις δικές τους αλυσίδες παραγωγής βρίσκονται σε μειονεκτική θέση: είτε καταφεύγουν σε εισαγωγές με το σχετικό κόστος και κινδύνους είτε αναγκάζονται να εξαρτώνται από επενδύσεις και εταιρείες που ελέγχονται από τρίτους με διαφορετικά συμφέροντα.
Ασκείται επίσης πολιτική επιρροή μέσω οικονομικών δεσμών. Οι επενδύσεις (π.χ εργοστάσια, υποδομές) δημιουργούν δεσμούς που συχνά συνοδεύονται από συμβάσεις, συμφωνίες, τεχνική συνεργασία, αλλά και εξαρτήσεις από τεχνικούς, τεχνογνωσία και εργατικό δυναμικό από την Κίνα.
Η Ευρώπη ανάμεσα σε δύο κόσμους
Η ΕΕ προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη για επενδύσεις και στην αγωνία για τεχνολογική κυριαρχία. Από τη μία, εταιρείες όπως η CATL, Huawei ή BYD φέρνουν κεφάλαια, τεχνολογία και θέσεις εργασίας. Από την άλλη, δημιουργούν έναν νέο ομφάλιο λώρο προς την κινεζική βιομηχανία, που δύσκολα μπορεί να κοπεί χωρίς οικονομικό κόστος.
Η Ισπανία, η Ουγγαρία και η Γερμανία – χώρες που έχουν δεχθεί μεγάλες κινεζικές επενδύσεις – θεωρούνται πλέον στρατηγικοί εταίροι του Πεκίνου εντός της ΕΕ, γεγονός που προκαλεί ανησυχία στις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον.
Σε αυτό το παγκόσμιο σύστημα, η Κίνα δεν κυριαρχεί απλώς με φθηνή εργασία, αλλά με μονοπώλια γνώσης, υλικών και τεχνολογίας. Σε έναν κόσμο που αλλάζει γρήγορα, η εξάρτηση αυτή είναι κάτι περισσότερο από οικονομικό φαινόμενο, είναι εργαλείο εξουσίας.
Αν η Ευρώπη δεν αναπτύξει δική της παραγωγική βάση, κινδυνεύει να μείνει τεχνολογικά υποτελής, διαπιστώνοντας ότι, στο όνομα της πράσινης ανάπτυξης και καινοτομίας, έχει παραδώσει το μέλλον της στα κινεζικά εργοστάσια.
Η επένδυση της CATL στην Ισπανία είναι μόνο ένα πρόσφατο παράδειγμα, αλλά καθρεφτίζει ευρύτερες τάσεις όπως την προσπάθεια της Κίνα να ‘δέσει’ τον κόσμο στα δικά της δίκτυα παραγωγής, ψηφιοποίησης, ενέργειας και χημικών, ώστε να έχει μεγαλύτερη στρατηγική ευελιξία και πολιτική ισχύ.
Όσο ο υπόλοιπος κόσμος συνεχίζει να εξαρτάται από τα κινεζικά προϊόντα, υλικά και τεχνολογίες τόσο η Κίνα θα κρατά στα χέρια της ένα αόρατο, αλλά πανίσχυρο, μοχλό επιρροής.
Σαρωτικοί ήταν οι έλεγχοι που πραγματοποίησαν τα ελεγκτικά κλιμάκια της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) κατά τους μήνες Μάιο έως Σεπτέμβριο 2025, σε όλη την ελληνική επικράτεια και με ειδική στόχευση στους καλοκαιρινούς προορισμούς, σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε η ΑΑΔΕ, οι 5 γεωγραφικές περιφέρειες όπου διαπιστώθηκαν τα υψηλότερα ποσοστά παραβατικότητας, ήταν:
· Δυτική Ελλάδα (νομοί Αιτωλοακαρνανίας 42,07%, Ηλείας47,22%, Αχαΐας 43,61%)
· Στερεά Ελλάδα (νομοί Αττικής 37,32%, Εύβοιας 47,44%, Βοιωτίας 34,04%)
Το 41% των διενεργηθέντων ελέγχων στόχευσε σε κλάδους επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τουρισμό (δραστηριότητες εστιατορίων, παροχής ποτών, ξενοδοχεία και παρόμοια καταλύματα) εντοπίζοντας παραβατική συμπεριφορά σε ποσοστό 33,73%.
Παράλληλα, πραγματοποιήθηκαν συντονισμένες επιχειρήσεις εντοπισμού φοροδιαφυγής κατόπιν σχετικών πληροφοριακών δελτίων, όπως μεταξύ άλλων η επιχείρηση «Κρουαζιέρα θα σε πάω», με την οποία οι ελεγκτές της ΑΑΔΕ έκαναν έφοδο σε ημερόπλοια της Σαντορίνης, της Κω και άλλων νησιών.
Πρόστιμα και λουκέτα
Οι ελεγκτές της ΑΑΔΕ επέβαλαν πρόστιμα και λουκέτα 48 και πλέον ωρών, σε 300 επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνται κυρίως στον χώρο της εστίασης και της μίσθωσης ομπρελών και καθισμάτων παραλιών (69%), ενώ εντοπίστηκαν συνολικά 202 περιπτώσεις μη διασύνδεσης POS ταμειακών μηχανών στις οποίες επιβλήθηκαν πρόστιμα ύψους 2.590.500 ευρώ.
Ενδεικτικά:
· Στο Ηράκλειο της Κρήτης, σε εστιατόριο που δεν είχε διαβιβάσει στην πλατφόρμα e-send 18.515 αποδείξεις, αξίας 275.000 ευρώ, επιβλήθηκε πρόστιμο και λουκέτο 4 ημερών (υπότροπος).
· Στην Πάρο, σε επιχείρηση κατασκευής ξυλουργικών προϊόντων που δεν είχε διαβιβάσει στην πλατφόρμα e-send 7 αποδείξεις συνολικής αξίας 111.000 ευρώ και δεν είχε διασυνδέσει το POS με την ταμειακή μηχανή, επιβλήθηκε συνολικό πρόστιμο ύψους 33.360,85 ευρώ και λουκέτο 2 ημερών.
· Στο Γύθειο Λακωνίας, σε super market που δεν είχε διαβιβάσει στην πλατφόρμα e-send 5.409 φορολογικά στοιχεία, αξίας 101.000 ευρώ, επιβλήθηκε πρόστιμο και 48ωρη σφράγιση καταστήματος.
· Στις Σέρρες, σε ζαχαροπλαστείο που δεν είχε διαβιβάσει στην πλατφόρμα e-send 13.246 αποδείξεις, συνολικής αξίας 102.229,69 ευρώ, επιβλήθηκε πρόστιμο και λουκέτο 4 ημερών (υπότροπος).
· Στον Πύργο, σε ψητοπωλείο που δεν είχε διαβιβάσει στην πλατφόρμα e-send 6.699 αποδείξεις αξίας 60.338,95 ευρώ, επιβλήθηκε πρόστιμο και 48ωρο λουκέτο.
· Στη Μύκονο, κατάστημα ειδών λαϊκής τέχνης δεν είχε κόψει αποδείξεις – για το 2021 και 2022 – 107.000 ευρώ, εισπράττοντας και μη αποδίδοντας ΦΠΑ 26.000 ευρώ. Επιβλήθηκε πρόστιμο 13.000 ευρώ και κλείσιμο για δύο ημέρες.
· Στη Μύκονο, ιταλικό εστιατόριο δεν είχε εκδώσει το 2021 μία απόδειξη, 28.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ 4.000 ευρώ. Το πρόστιμο είναι 2.000 ευρώ, συνοδευόμενο από 48ωρο λουκέτο.
· Στην Κατερίνη, σε κατάστημα λιανικής πώλησης ειδών ρουχισμού που δεν είχε διαβιβάσει στην πλατφόρμα e-send 6.378 φορολογικά στοιχεία συνολικής αξίας 35.108,71 ευρώ, επιβλήθηκε πρόστιμο και 2ήμερο λουκέτο.
· Στη Σαντορίνη, σε 2 δημοφιλή beach bar που δεν είχαν εκδώσει αποδείξεις συνολικής αξίας 1.644,25 ευρώ και 1.141,13 ευρώ, επιβλήθηκε πρόστιμο και λουκέτο 2 ημερών.
· Στη Ρόδο, σε επιχείρηση εκμετάλλευσης παιχνιδιών θαλάσσης που δεν είχε εκδώσει 20 αποδείξεις συνολικής αξίας 6.489,91 ευρώ, επιβλήθηκε πρόστιμο, συνοδευόμενο από 48ωρο λουκέτο.
· Στους Παξούς, σε καφετέρια που εξέδωσε 214 ανακριβή φορολογικά στοιχεία αξίας 3.672,27 ευρώ, επιβλήθηκε πρόστιμο και λουκέτο 2 ημερών.
· Στη Σάμο, σε εστιατόριο που δεν είχε εκδώσει 14 αποδείξεις, επιβλήθηκαν προσαυξημένες κυρώσεις λόγω υποτροπής, βάζοντας λουκέτο για 96 ώρες.
Φοροδιαφυγή εντοπίζεται επίσης:
· σε επιχειρήσεις μίσθωσης ομπρελών και καθισμάτων παραλίας, με 48ωρα λουκέτα να μπαίνουν σε πλαζ στα Χανιά, το Ρέθυμνο, τη Ρόδο, τη Σάμο, την Κέρκυρα, τη Σύρο, την Σίφνο, τον Πόρο και την Αίγινα για μη έκδοση αποδείξεων συνολικής αξίας 10.000 ευρώ.
· σε επιχειρήσεις παροχής προσωπικών υπηρεσιών, με κομμωτήρια και λοιπές υπηρεσίες καλλωπισμού στην Αττική, τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, τη Λάρισα, το Ηράκλειο και πολλά νησιά του Αιγαίου να σφραγίζονται για 2 ημέρες, λόγω μη έκδοσης αποδείξεων αξίας άνω των 55.000 ευρώ συνολικά.
Τρεις επιστήμονες τιμήθηκαν με το Νόμπελ Φυσικής για το 2025, για την έρευνά τους σχετικά με τη «κβαντική σήραγγα» – ένα φαινόμενο που εξηγεί πώς μπορούν τα υποατομικά σωματίδια να διαπερνούν φαινομενικά αδιαπέραστα εμπόδια. Η ανακάλυψή τους επέτρεψε την ανάπτυξη εξαιρετικά ευαίσθητων τεχνολογιών, όπως οι μαγνητικοί τομογράφοι (MRI), και έθεσε τα θεμέλια για ταχύτερους υπολογιστές και πιο προηγμένα κινητά τηλέφωνα.
Οι Τζον Κλαρκ (John Clarke), Μισέλ Ντεβορέ (Michel H. Devoret) και ο ελληνικής καταγωγής Τζον Μ. Μαρτίνης (John M. Martinis), που εργάζονται σε αμερικανικά πανεπιστήμια, κατάφεραν να μεταφέρουν τις αντιφατικές ιδιότητες του υποατομικού κόσμου – όπου το φως μπορεί να είναι ταυτόχρονα κύμα και σωματίδιο – στο πεδίο των ψηφιακών συσκευών. Τα αποτελέσματα της δουλειάς τους αρχίζουν μόλις τώρα να ενσωματώνονται σε τεχνολογίες αιχμής και ενδέχεται να οδηγήσουν σε υπολογιστές υπερυψηλής ταχύτητας.
Ο Τζόναθαν Μπάγκερ (Jonathan Bagger), διευθύνων σύμβουλος της American Physical Society (Αμερικανικής Φυσικής Εταιρείας), δήλωσε ότι η έρευνα των τριών φυσικών τη δεκαετία του 1980 «πήρε την παράξενη φύση της κβαντικής μηχανικής και απέδειξε ότι αυτές οι μικροσκοπικές αλληλεπιδράσεις μπορούν να έχουν πραγματικές εφαρμογές». Όπως τόνισε, τα πειράματά τους αποτέλεσαν θεμέλιο λίθο στη ραγδαία εξελισσόμενη επιστήμη της κβαντικής φυσικής.
Ο Κλαρκ, σε τηλεφωνική επικοινωνία, ανέφερε πως «ένας από τους βασικούς λόγους που τα κινητά τηλέφωνα λειτουργούν σήμερα, είναι αυτή η έρευνα».
Από τη «γάτα του Σρέντινγκερ» στην πράξη
Η κβαντική μηχανική, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1926, συχνά εξηγείται με το παράδειγμα της «γάτας του Σρέντινγκερ» – ενός ζώου που είναι ταυτόχρονα ζωντανό και νεκρό μέσα σε ένα κουτί.
Ο αρχισυντάκτης του περιοδικού Physics Today, Ρίτσαρντ Φιτζέραλντ (Richard Fitzgerald), ο οποίος στο παρελθόν συμμετείχε σε άλλη ερευνητική ομάδα του ίδιου πεδίου, εξήγησε ότι οι τρεις φετινοί νικητές απέδειξαν πως αυτή η θεωρητική ιδέα μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη.
Όπως σημείωσε, «δεν έφτασαν τόσο μακριά ώστε να το αποδείξουν πλήρως, αλλά έδειξαν ότι είναι εφικτό».
Οι φυσικοί, συνέχισε, πήραν «κάτι που δεν μπορούμε να δούμε, να αγγίξουμε ή να αισθανθούμε» και το μετέτρεψαν σε «κάτι ορατό και πρακτικά αξιοποιήσιμο, πάνω στο οποίο μπορεί να χτιστεί νέα γνώση».
Ο Κλαρκ, 83 ετών, πραγματοποίησε την έρευνά του στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϋ. Ο Μαρτίνις, 67 ετών, εργάστηκε στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στη Σάντα Μπάρμπαρα, ενώ ο 72χρονος Ντεβορέ δραστηριοποιείται στο Γέιλ και στο ίδιο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια.
Η σημασία της ανακάλυψης
Ο Μαρτίνης, ο οποίος υπήρξε ανώτερος επιστήμονας της Google στο πεδίο της κβαντικής πληροφορικής πριν ιδρύσει τη δική του εταιρεία, την Qolab, εξήγησε ότι ο μεγάλος στόχος για το μέλλον είναι η κβαντική υπολογιστική. Πρόκειται, όπως είπε, για ένα άλμα ταχύτητας και πολυπλοκότητας, βασισμένο στις αντιφατικές καταστάσεις του υποατομικού κόσμου – αν και η πλήρης ανάπτυξη τέτοιων υπολογιστών εκτιμάται ότι απέχει οκτώ έως δέκα χρόνια.
Ο Ντεβορέ εργάζεται σήμερα ως επικεφαλής επιστήμονας των προγραμμάτων κβαντικής υπολογιστικής της Google. Η έρευνα, εκτός από την υπολογιστική, μπορεί να οδηγήσει και στη δημιουργία αισθητήρων εξαιρετικής ευαισθησίας, ικανών να ανιχνεύουν αμυδρά φαινόμενα όπως τα μαγνητικά πεδία. Επίσης, μπορεί να ενισχύσει την κρυπτογραφία, κάνοντας την ανταλλαγή πληροφοριών πιο ασφαλή, σύμφωνα με τον καθηγητή αστροφυσικής και μέλος της Επιτροπής Νόμπελ Φυσικής, Μαρκ Πηρς (Mark Pearce). Επιπλέον, μπορεί να προάγει τη χημεία ακριβείας και να συμβάλει στη δημιουργία καλύτερων υλικών ή ακόμη και να προσφέρει ώθηση στην τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ/ΑΙ), όπως σημείωσε ο Μαρτίνις.
Ο Κλαρκ παραδέχθηκε ότι η έρευνά τους «αποτελεί κατά κάποιον τρόπο τη βάση της κβαντικής υπολογιστικής», αν και δεν είναι ακόμη σαφές σε ποιο στάδιο εντάσσεται ακριβώς.
Παρά τις επιφυλάξεις κάποιων, όπως του Μπάγκερ και του Φιτζέραλντ, σχετικά με το αν τα κινητά τηλέφωνα αξιοποιούν άμεσα την ανακάλυψή τους, όλοι συμφώνησαν ότι οι μαγνητικοί τομογράφοι και άλλες υπερευαίσθητες συσκευές μέτρησης βασίζονται ουσιαστικά στα αποτελέσματα των ερευνών τους.
«Η κβαντική μηχανική βρίσκεται παντού γύρω μας – από τα κινητά και τις δορυφορικές επικοινωνίες, μέχρι τις οθόνες όπου βλέπουμε βίντεο», σημείωσε ο Μπάγκερ, προσθέτοντας ότι το έργο των νικητών απέδειξε πώς η παράξενη φύση της κβαντικής μηχανικής μπορεί να εκδηλωθεί σε ανθρώπινη κλίμακα.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Νόμπελ Φυσικής, Όλλε Έρικσον (Olle Eriksson), τόνισε ότι «είναι υπέροχο να βλέπουμε πώς η εκατοντάχρονη κβαντική μηχανική συνεχίζει να προσφέρει νέες εκπλήξεις».
Ιστορικό και υπόλοιπα Νόμπελ του 2025
Η φετινή απονομή είναι η 119η στην ιστορία του βραβείου. Το 2024, το Νόμπελ Φυσικής απονεμήθηκε στους πρωτοπόρους της τεχνητής νοημοσύνης Τζον Χόπφιλντ (John Hopfield) και Τζέφρυ Χίντον (Geoffrey Hinton) για τη συμβολή τους στη θεμελίωση της μηχανικής μάθησης.
Τη Δευτέρα, οι Μαίρη Ε. Μπρούνκοου (Mary E. Brunkow), Φρεντ Ράμσντελ (Fred Ramsdell) και Σιμόν Σακαγκούτσι (Shimon Sakaguchi) τιμήθηκαν με το Νόμπελ Ιατρικής για τις ανακαλύψεις τους σχετικά με τον τρόπο που το ανοσοποιητικό σύστημα αναγνωρίζει σε ποια κύτταρα πρέπει να επιτεθεί και ποια να προστατεύσει.
Ακολουθούν οι ανακοινώσεις για το Νόμπελ Χημείας την Τετάρτη, της Λογοτεχνίας την Πέμπτη και το Νόμπελ Ειρήνης την Παρασκευή, ενώ το Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών θα ανακοινωθεί τη Δευτέρα.
Η τελετή απονομής θα πραγματοποιηθεί στις 10 Δεκεμβρίου, επέτειο του θανάτου του Άλφρεντ Νόμπελ το 1896 – του Σουηδού βιομηχάνου και εφευρέτη της δυναμίτιδας που ίδρυσε τα βραβεία.
Τα βραβεία συνοδεύονται από χρηματικό έπαθλο 11 εκατομμυρίων σουηδικών κορωνών (περίπου 1 εκατομμύριο ευρώ) και, όπως πάντα, από ανεκτίμητο κύρος.
Των Kostya Manenkov, Seth Borenstein και Mike Corder
Η Δανία θα απαγορεύσει τη χρήση ιστοτόπων κοινωνικής δικτύωσης στους ανηλίκους κάτω των 15 ετών, ανακοίνωσε σήμερα η πρωθυπουργός Μέττε Φρέντρικσεν.
«Η κυβέρνηση θα προτείνει να απαγορευτούν πολλοί ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης για τα παιδιά και τους νέους κάτω των 15 ετών» είπε η Φρέντρικσεν στην ομιλία της για την έναρξη της νέας κοινοβουλευτικής συνόδου.
Στο νομοσχέδιο, που θα παρουσιαστεί σε ημερομηνία η οποία δεν έχει καθοριστεί ακόμη, προβλέπεται ότι οι γονείς θα έχουν τη δυνατότητα να εγκρίνουν τη χρήση των δικτύων αυτών από τα παιδιά τους, από την ηλικία των 13 ετών.
«Το κινητό τηλέφωνο και τα κοινωνικά δίκτυα κλέβουν την παιδική ηλικία των παιδιών μας», επεσήμανε η πρωθυπουργός, εξηγώντας ότι έξι στα δέκα (60%) αγόρια ηλικίας από 11 έως 19 ετών προτιμούν να μείνουν στο σπίτι τους αντί να βγουν έξω για να διασκεδάσουν με τους φίλους τους στον ελεύθερο χρόνο τους, κάθε εβδομάδα.
Η πρωθυπουργός δεν διευκρίνισε με ποιο τρόπο θα ελέγχεται η τήρηση της απαγόρευσης.
Η Αυστραλία ήταν μια από τις πρώτες χώρες που έθεσαν κανόνες στη χρήση του διαδικτύου από τους νέους: το κοινοβούλιο υιοθέτησε στα τέλη του 2024 έναν νόμο που απαγορεύει την πρόσβαση σε δίκτυα όπως το TikTok, το Facebook, το Instagram και η πλατφόρμα X σε άτομα ηλικίας κάτω των 16 ετών.