Παρασκευή, 09 Μαΐ, 2025

Κίνδυνος κλιμάκωσης στη νότια Ασία: Έκκληση Τραμπ για ηρεμία σε Ινδία και Πακιστάν

Σε συγκρατημένο τόνο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, σχολίασε στις 6 Μαΐου την όξυνση της έντασης μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, έπειτα από τα αεροπορικά πλήγματα που εξαπέλυσε η Ινδία. Την ίδια ώρα, ο υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, διαβεβαίωσε πως η Ουάσιγκτον βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με τις δύο πλευρές.

Η κυβέρνηση του Πακιστάν απάντησε στρατιωτικά στα πλήγματα της Ινδίας, τα οποία ακολούθησαν μετά από τρομοκρατική επίθεση με 26 θύματα στις 22 Απριλίου, στην ινδικές περιοχή του Κασμίρ – ένα αμφισβητούμενο ορεινό τμήμα μεταξύ Πακιστάν, Ινδίας και Κίνας. Και τα τρία κράτη ελέγχουν τμήματα της στρατηγικής αυτής περιοχής, με Ινδία και Πακιστάν να διεκδικούν την πλήρη κυριαρχία.

Μιλώντας με δημοσιογράφους το βράδυ της Τρίτης στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ χαρακτήρισε «ντροπή» το τελευταίο επεισόδιο μεταξύ των δύο πυρηνικών δυνάμεων: «Μόλις το πληροφορηθήκαμε», ανέφερε. «Φαντάζομαι ότι πολλοί υποψιάζονταν ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε, με βάση το παρελθόν – αυτοί οι λαοί πολεμούν εδώ και πολύ καιρό. Ελπίζω μόνο να τελειώσει πολύ γρήγορα».

Ο Ρούμπιο από την πλευρά του, έγραψε στην πλατφόρμα X ότι παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και ότι η Ουάσιγκτον παραμένει σε διάλογο με Νέο Δελχί και Ισλαμαμπάντ, επιδιώκοντας διπλωματική αποκλιμάκωση.

Σύμβουλοι εθνικής ασφάλειας της αμερικανικής κυβέρνησης έχουν ήδη έρθει σε επαφή με ανώτατους αξιωματούχους και των δύο χωρών. Ο Ρούμπιο μίλησε στο ίδιο πνεύμα με τον Τραμπ, εκφράζοντας την ελπίδα για άμεση ειρήνευση και καλώντας Ινδία και Πακιστάν να διατηρήσουν ανοιχτά δίαυλους επικοινωνίας για αποτροπή περαιτέρω κλιμάκωσης.

Η ινδική κυβέρνηση, με επίσημη ανακοίνωσή της μέσω διαδικτύου, υποστήριξε πως οι αεροπορικές επιχειρήσεις της στόχευσαν αποκλειστικά υποδομές εντός Πακιστάν που συνδέονται με τις ένοπλες οργανώσεις που οργάνωσαν την πρόσφατη τρομοκρατική επίθεση. Τόνισε μάλιστα πως επέδειξε αυτοσυγκράτηση τόσο στην επιλογή των στόχων όσο και στην εκτέλεση της επιχείρησης, προσθέτοντας ότι δεν επλήγησαν πακιστανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις.

Από την πλευρά του Πακιστάν, ο υπουργός Άμυνας Χουαγιάτζα Μουχάμαντ Άσιφ δήλωσε στο πρακτορείο Bloomberg ότι η πολεμική αεροπορία της χώρας κατέρριψε πέντε ινδικά αεροσκάφη. Παράλληλα, αστυνομικές και ιατρικές πηγές της Ινδίας ανέφεραν ότι τουλάχιστον επτά άμαχοι σκοτώθηκαν στην περιοχή από πακιστανικά πυρά.

Σε παρέμβασή του στο κοινοβούλιο, ο πρωθυπουργός του Πακιστάν, Σαμπάζ Σαρίφ, επεσήμανε πως η αεροπορία της χώρας βρίσκεται σε κατάσταση πλήρους επιφυλακής, κατηγορώντας την Ινδία ότι επιχειρεί ψευδώς να εμπλέξει το Πακιστάν στην επίθεση της 22ης Απριλίου κατά τουριστών. Επίσης ανέφερε ότι πρότεινε τη διενέργεια διεθνούς έρευνας, χωρίς ωστόσο ο Νέο Δελχί να ανταποκριθεί.

Το υπουργείο Εξωτερικών του Πακιστάν χαρακτήρισε τα ινδικά πλήγματα «πράξη πολέμου» και «κατάφωρη επιθετικότητα». Με ανακοίνωσή του τόνισε πως «η κατάσταση παραμένει ρευστή» και ότι «το Πακιστάν επιφυλάσσεται του δικαιώματός του να απαντήσει κατάλληλα, σε χρόνο και τόπο της επιλογής του», επικαλούμενο το διεθνές δίκαιο και τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ.

Η ένταση μεταξύ των δύο γειτονικών κρατών – με ιστορικό πυρηνικών εξοπλισμών – κορυφώθηκε με τη νέα τρομοκρατική επίθεση του Απριλίου, την ευθύνη για την οποία η Ινδία επέρριψε στο Πακιστάν, κάτι που η Ισλαμαμπάντ απορρίπτει κατηγορηματικά. Η Ινδία παραμένει στρατηγικός εταίρος της Ουάσιγκτον, ενώ το Πακιστάν, αν και λιγότερο κρίσιμο μετά την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν το 2021, εξακολουθεί να καταγράφεται ως σύμμαχος των ΗΠΑ.

Με πληροφορίες από το Associated Press

Επίσημη επίσκεψη του Σύρου ηγέτη στο Παρίσι: Πρώτο βήμα για διεθνή αναγνώριση

Tην πρώτη του επίσημη επίσκεψη στην Ευρώπη έκανε ο ηγέτης της Συρίας Αχμέτ αλ Σαράα, έπειτα από την ανατροπή του Μπασάρ αλ Άσαντ μετά την επιτυχή επίθεση ανταρτών στα τέλη της περασμένης χρονιάς.

Ο αλ Σαράα έχει προγραμματισμένη συνάντηση με τον Γάλλο πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν στο Παρίσι. Στο επίκεντρο των συνομιλιών τους αναμένεται να βρεθεί το μέλλον της ταλαιπωρημένης από τον πόλεμο Συρίας, η ασφάλεια και κυριαρχία της χώρας, καθώς και η προστασία των μειονοτήτων που έχουν βρεθεί τελευταία στο στόχαστρο ένοπλων επιθέσεων.

Επιπλέον, οι δύο ηγέτες αναμένεται να εξετάσουν τη συνεργασία ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος (ISIS), όπως και τη δυτική οικονομική στήριξη προς το νέο καθεστώς μετά τον Άσαντ.

Υπενθυμίζεται ότι ο Μπασάρ αλ Άσαντ ανετράπη τον περασμένο Δεκέμβριο από αντάρτικη επίθεση με τη στήριξη της Τουρκίας, υπό την καθοδήγηση της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS), οργάνωσης που ξεπήδησε από το δίκτυο της αλ Κάιντα.

Η HTS, που θεωρείται τρομοκρατική οργάνωση διεθνώς, ηγείται πλέον της προσωρινής κυβέρνησης της Συρίας. Ο επικεφαλής της, αλ Σαράα, διατελεί μεταβατικός ηγέτης της χώρας.

Παρά το παρελθόν του με την αλ Κάιντα, ο αλ Σαράα εξακολουθεί να βρίσκεται υπό καθεστώς κυρώσεων, όμως για τις ανάγκες της επίσκεψής του στο Παρίσι εξασφάλισε εξαίρεση από τα Ηνωμένα Έθνη.

Η επίσκεψη θεωρείται κομβικής σημασίας, καθώς η προσωρινή κυβέρνηση του αλ Σαράα αναζητά διεθνή κύρος. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, η Ουάσιγκτον δεν έχει προχωρήσει σε επίσημη αναγνώριση της νέας ηγεσίας στη Δαμασκό.

Οι ΗΠΑ, επιπλέον, διατηρούν σε ισχύ τις κυρώσεις που είχαν επιβάλει από την εποχή Άσαντ, χωρίς μέχρι τώρα να δείχνουν διάθεση άρσης τους.

Λίγο πριν την άφιξη του αλ Σαράα, ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, Ζαν Νοέλ Μπαρό, ξεκαθάρισε πως το Παρίσι θα κρίνει τη νέα κυβέρνηση της Συρίας από τις πράξεις της. «Δεν δίνουμε λευκή επιταγή», τόνισε χαρακτηριστικά σε τηλεοπτική του τοποθέτηση, θέτοντας ως βασικές προϋποθέσεις την προστασία των μειονοτήτων και την ενεργή συμπόρευση στον αγώνα κατά του ISIS. «Αν η Συρία κατέρρεε σήμερα, θα στρώναμε ουσιαστικά το κόκκινο χαλί στο Ισλαμικό Κράτος», υπογράμμισε ο Μπαρό.

Κυρώσεις, ανοίγματα και η στάση των ΗΠΑ

Η Γαλλία είχε καλωσορίσει την ανατροπή Άσαντ τον περασμένο Δεκέμβριο και από τότε επιχειρεί να αποκαταστήσει τις διπλωματικές σχέσεις με τη νέα, μεταβατική κυβέρνηση. Τον προηγούμενο μήνα, μάλιστα, το Παρίσι διόρισε επιτετραμμένο και μικρή διπλωματική ομάδα στη Δαμασκό, σε μια κίνηση που σηματοδοτεί ένα πρώτο βήμα για πιθανό άνοιγμα της πρεσβείας.

Το 2012, έπειτα από την κλιμάκωση της βίας στη Συρία, το Παρίσι και άλλες δυτικές πρωτεύουσες είχαν διακόψει τις σχέσεις με τη Δαμασκό, καθώς αρκετές αντάρτικες ομάδες τότε λάμβαναν διεθνή υποστήριξη.

Οι δυνάμεις ασφαλείας της Συρίας υπό την ηγεσία του HTS αναπτύσσονται σε μια περιοχή κοντά στη Δαμασκό μετά την έκρηξη της θρησκευτικής βίας. Συρία, 30 Απριλίου 2025. (Bakr Alkasem/AFP μέσω Getty Images)

 

Στα επόμενα χρόνια, η Συρία βυθίστηκε στη δίνη του εμφυλίου και των ξένων επεμβάσεων, με την Ουάσιγκτον, τις Βρυξέλλες και το Λονδίνο να επιβάλουν σκληρές οικονομικές κυρώσεις κατά του καθεστώτος.

Μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης Άσαντ και του στρατού πριν από έξι μήνες, η ΕΕ έχει ήδη άρει μέρος αυτών των κυρώσεων — ενώ άλλες αναμένεται να λήξουν την 1η Ιουνίου.

Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά το κόστος της ανοικοδόμησης της Συρίας να ξεπεράσει τα 250 δισεκατομμύρια δολάρια, καθιστώντας την άρση των κυρώσεων ζήτημα ζωτικής σημασίας για το νέο καθεστώς.

Ωστόσο, η μετα-Άσαντ Συρία είναι αντιμέτωπη με σοβαρές προκλήσεις: οι διαρκείς εδαφικές πιέσεις από το Ισραήλ και οι επαναλαμβανόμενοι ισραηλινοί βομβαρδισμοί σε θέσεις της παλιάς στρατιωτικής δομής, δημιουργούν κλίμα ανασφάλειας και στρατηγικής αβεβαιότητας.

Παράλληλα, εκατοντάδες Αμερικανοί στρατιώτες παραμένουν ανεπτυγμένοι στη βορειοανατολική Συρία, συνεργαζόμενοι με κουρδικές δυνάμεις ως μέρος της διεθνούς συμμαχίας κατά του Ισλαμικού Κράτους.

Πρόσφατες δηλώσεις Αμερικανών αξιωματούχων άφησαν να εννοηθεί πως η κυβέρνηση Τραμπ εξετάζει το ενδεχόμενο μερικής αποχώρησης αμερικανικών δυνάμεων από τη Συρία μέσα στους επόμενους μήνες. «Ακολουθούμε μια προσεκτική, σταδιακή διαδικασία προσαρμογής, που θα μειώσει τον αριθμό των Αμερικανών στρατιωτών στη Συρία σε κάτω από χίλιους τους επόμενους μήνες», ανέφερε σε ανακοίνωσή του στις 18 Απριλίου ο εκπρόσωπος του Πενταγώνου Σον Παρνέλ.

Με πληροφορίες από το Reuters

Ισραηλινές επιδρομές κοντά στο προεδρικό μέγαρο της Συρίας με στόχο την προστασία των Δρούζων

Με αεροπορικά πλήγματα που πραγματοποιήθηκαν σε μικρή απόσταση από το προεδρικό μέγαρο της Δαμασκού, το Ισραήλ προχώρησε αυτή την εβδομάδα σε μία σαφή επίδειξη ισχύος με την αιτιολογία της προστασίας της θρησκευτικής μειονότητας των Δρούζων. Η επιδρομή πραγματοποιήθηκε στις 2 Μαΐου, με τις ισραηλινές Αρχές να διευκρινίζουν ότι στόχος ήταν η αποτροπή περαιτέρω επιθέσεων εναντίον των Δρούζων από τη νέα συριακή ηγεσία.

Η Δαμασκός χαρακτήρισε τον βομβαρδισμό «επικίνδυνη κλιμάκωση», σε μια ατμόσφαιρα όπου οι εντάσεις μεταξύ Συρίας και Ισραήλ βρίσκονται σε διαρκή άνοδο. Από την ανατροπή του Μπασάρ αλ Άσαντ τον περασμένο Δεκέμβριο από δυνάμεις ανταρτών, το Ισραήλ έχει εντείνει τη στρατιωτική του δράση επί συριακού εδάφους, χτυπώντας στόχους σε πολλά σημεία της χώρας και στέλνοντας στρατό για να διασφαλίσει βάσεις κοντά στα σύνορα, αποτρέποντας έτσι την κατάληψή τους από εχθρικές παρατάξεις.

Το νέο συριακό καθεστώς συγκροτείται από μέλη της Χαγιάτ Ταχρίρ Αλ-Σαμ (HTS), μια σουνιτική ισλαμιστική οργάνωση που χαρακτηρίζεται τρομοκρατική στη Δύση. Από τότε που ανέλαβαν την εξουσία, πασχίζουν να εμφανιστούν ως ενωτικοί έναντι των εθνοθρησκευτικών μειονοτήτων, την ώρα που επιδιώκουν μεγαλύτερο έλεγχο σε όλα τα εδάφη της χώρας.

Στο στόχαστρο βρίσκεται ιδιαίτερα η κοινότητα των Δρούζων, που ακολουθεί δική της θρησκευτική παράδοση με ρίζες στον ισλαμικό κόσμο, αν και οι πιστοί της δεν αυτοπροσδιορίζονται ως μουσουλμάνοι. Η νέα ηγεσία στη Συρία επιχειρεί να ενισχύσει τον έλεγχό της επί των Δρούζων, εντάσσοντας τις δικές τους δυνάμεις ασφάλειας υπό άμεση κρατική εποπτεία και τοποθετώντας μη-Δρούζους αξιωματούχους στην περιοχή τους, νότια της Δαμασκού.

Τις τελευταίες εβδομάδες, βίντεο που κυκλοφορούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καταγράφουν επιθέσεις των συριακών δυνάμεων ασφαλείας εναντίον μελών της μειονότητας των Αλαουιτών, με την οποία οι Δρούζοι διατηρούσαν χαλαρές συμμαχίες επί εποχής Άσαντ. Τα επεισόδια αυτά έχουν οδηγήσει σε εκατοντάδες νεκρούς και έχουν εντείνει τους φόβους ότι οι κυρίαρχες ισλαμιστικές δυνάμεις θα επιχειρήσουν να καταστείλουν τις μειονότητές τους.

Ανησυχία προκάλεσε και το πρόσφατο αιματηρό επεισόδιο στην επαρχία Σουέιντα, περιοχή όπου ζει η πλειονότητα των Δρούζων της Συρίας, με τις συγκρούσεις να αφήνουν πίσω τους αρκετούς νεκρούς. Το γραφείο του πρωθυπουργού του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, είχε ήδη από τον Μάρτιο επισημάνει πως το Ισραήλ θα πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να προστατεύσει τους Δρούζους από διώξεις, ενώ έχει ήδη πραγματοποιήσει επιχειρήσεις και αποστολές ανθρωπιστικής βοήθειας προς αυτή την κατεύθυνση.

Μετά τα χτυπήματα της Παρασκευής, ο Νετανιάχου μαζί με τον υπουργό Άμυνας, Ισραέλ Κατζ, δήλωσαν ότι η ενέργεια αυτή «στέλνει ξεκάθαρο μήνυμα προς το συριακό καθεστώς: Δεν θα επιτρέψουμε την ανάπτυξη συριακών δυνάμεων νότια της Δαμασκού, ούτε να απειληθεί η κοινότητα των Δρούζων». Από την πλευρά της αντιπολίτευσης, ο ηγέτης Γιαΐρ Λαπίντ υπογράμμισε ότι το Ισραήλ δεν μπορεί να εγκαταλείψει τους Δρούζους, τους οποίους θεωρεί συμμάχους.

Παράλληλα, μέλη της δρουζικής κοινότητας στο Ισραήλ που υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις εξέφρασαν την επιθυμία τους να συνδράμουν ενεργά τους ομοθρήσκους τους στη νότια Συρία, δηλώνοντας έτοιμοι να λάβουν μέρος σε αποστολές προστασίας. Ωστόσο, παραμένει ασαφές πώς αντιλαμβάνεται η ίδια η δρουζική μειονότητα τις ισραηλινές παρεμβάσεις. Ο γνωστός δρουζικός ηγέτης, Λαΐθ αλ-Μπαλούους, δήλωσε στην κρατική συριακή τηλεόραση: «Η Συρία είναι η μητέρα πατρίδα μας, δεν έχουμε εναλλακτική χώρα», απορρίπτοντας εμμέσως την ιδέα ότι η κοινότητά του χρειάζεται προστασία από εξωτερικές δυνάμεις.

Με πληροφορίες από το Reuters

Η σπουδαία βιβλιοθήκη της Βαγδάτης: το ποτάμι κυλούσε μαύρο μελάνι από τη γνώση που χάθηκε

Ο Οίκος της Σοφίας θεωρείται μία από τις σπουδαιότερες βιβλιοθήκες στην παγκόσμια ιστορία. Τα πρώτα κείμενα που θρηνούν για την καταστροφή του εμφανίστηκαν περίπου 130 χρόνια μετά την πτώση του, εγείροντας ερωτήματα για το εάν τελικά ένα μέρος του επιβίωσε.

Στη Βαγδάτη του όγδοου αιώνα, το Χαλιφάτο των Αββασιδών παίρνει τη σημαντική απόφαση να ιδρύσει μία βιβλιοθήκη αφιερωμένη στη διατήρηση της γνώσης από όλο τον κόσμο, η οποία έγινε γνωστή ως Bayt al Hikmah, ο Οίκος της Σοφίας.

Η δημιουργία του Οίκου της Σοφίας

Το 750, η δυναστεία των Ομεϋαδών αντικαθίσταται από εκείνη των Αββασιδών. Δώδεκα χρόνια μετά, ο Αββασίδης χαλίφης αλ Μανσούρ χτίζει τη Βαγδάτη και μεταφέρει εκεί την πρωτεύουσα από τη Δαμασκό.

Ο φημισμένος Αββασίδης χαλίφης Χαρούν αλ Ρασίντ ανεβαίνει στην εξουσία το 786. Τα βιβλία και τα αντικείμενα που είχε συλλέξει φτάνουν να φτιάξουν μία βιβλιοθήκη από μόνα τους. Η αγάπη του για τη γνώση και η επιθυμία του για τη διάδοση της προωθούν τη μεταφορά ενός μέρους της ιδιωτικής βιβλιοθήκης του παλατιού σε δημόσιο χώρο. Μέχρι τότε, η μελέτη των έργων γινόταν αποκλειστικά από τους λογίους της αυλής. Τώρα, η βιβλιοθήκη ανοίγει για το ευρύ κοινό.

Ακαδημαϊκοί από διάφορα μέρη του κόσμου έρχονται να μελετήσουν στη βιβλιοθήκη της Βαγδάτης. Σταδιακά, ο Οίκος της Σοφίας διευρύνεται για να συμπεριλάβει παρατηρητήριο, Οίκο Μετάφρασης και καταλύματα για τους ακαδημαϊκούς επισκέπτες.

Ο αλ Ρασίντ προσέλαβε Πέρσες και χριστιανούς μεταφραστές για να μεταφράσουν τα έργα στα αραβικά. Η βιβλιοθήκη περιείχε έργα για την ιατρική, την αλχημεία, τη φυσική, τα μαθηματικά, την αστρολογία, τη γεωγραφία, τη χαρτογράφηση, τη ζωολογία, τη φιλοσοφία και άλλες επιστήμες.

Ο αλ Αμίν, γιος του αλ Ρασίντ και διάδοχος του θρόνου, συνέχισε το έργο του πατέρα του με τις μεταφράσεις των κειμένων από τα ελληνικά, τα κινεζικά, τα σανσκριτικά, τα περσικά και τα συριακά έως το 813, όπου εκθρονίστηκε από τον αδελφό του αλ Μαμούν.

Αλ Μαμούν

Ο αλ Μαμούν είχε ακόμα μεγαλύτερα σχέδια για τον Οίκο της Σοφίας. Εξοικειωμένος με τις επιστήμες από την πρώιμη παιδική του ηλικία, επένδυσε τεράστια ποσά στη βιβλιοθήκη, στη διδασκαλία και στην επέκταση του χώρου.

Η μετάφραση των έργων στα αραβικά ήταν και δικό του κυρίαρχο μέλημα και εφάρμοσε δύο διαφορετικές στρατηγικές για την επίτευξη του. Η πρώτη ήταν να διεκδικήσει σπάνια ειλητάρια και αρχαία κείμενα ως πολεμική λεία. Περισσότερα από 800 έργα της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας αποκτήθηκαν με αυτό τον τρόπο.

Το δεύτερο ήταν να επιστρατεύσει στον αγώνα του αυτοκράτορες και άλλους ηγεμόνες για τη συγκέντρωση πολύτιμων χειρογράφων, όπως την αστρονομική πραγματεία του 2ου αιώνα από τον Έλληνα λόγιο Πτολεμαίο.

Οι κυριότερες γλώσσες που δουλεύονταν στον Οίκο της Σοφίας ήταν η ελληνική, η συριακή, η περσική και η αραβική. Αυτοί που αναλάμβαναν τις μεταφράσεις υπόκειντο σε τρεις προϋποθέσεις: θα έπρεπε α) να είναι έμπειροι μεταφραστές, β) να μιλούν άπταιστα τουλάχιστον δύο από τις επίσημες γλώσσες του Οίκου της σοφίας και γ) να αντλούν στοιχεία μόνο από τις πρωτότυπες πηγές.

Λέγεται ότι ο λόγος πίσω από το κίνημα των μεταφράσεων του αλ Μαμούν ήταν ότι συνάντησε τον Αριστοτέλη σε ένα από τα όνειρα του.

Η συνεισφορά του Οίκου της Σοφίας στον σύγχρονο κόσμο

Ο Οίκος της Σοφίας λειτούργησε ως φάρος για τα σπουδαία μυαλά της εποχής. Έγιναν έρευνες πάνω σε ινδικά βιβλία μαθηματικών, τα οποία χρησιμοποιούσαν ένα σύνολο δέκα συμβόλων για την αναπαράσταση των αριθμών αντί για γράμματα της λατινικής ή της ελληνικής αλφάβητου. Τα σύμβολα αυτά είναι οι αριθμοί όπως τους γνωρίζουμε σήμερα.

Επίσης, ο Οίκος της Σοφίας μπόρεσε να διατηρήσει γνώσεις από διαφορετικούς αρχαίους πολιτισμούς για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και να προσφέρει τις γνώσεις του σε όσους πέρασαν από εκεί.

Η πτώση του Οίκου της Σοφίας

Οι διάδοχοι του αλ Μαμούν συνέχισαν το έργο του έως ότου ο αλ Μουταουακίλ έγινε χαλίφης. Ο αλ Μουταουακίλ δεν ενδιαφερόταν για την επιστήμη και ανέστειλε όλες τις επιστημονικές εργασίες που πραγματοποιούνταν στον Οίκο της σοφίας. Επίσης, προώθησε μία πιο κυριολεκτική ερμηνεία του Κορανίου και της Χαντίθ και πίστευε ότι η ελληνική φιλοσοφία ήταν αντι-ισλαμική.

Το 1258, η Βαγδάτη λεηλατήθηκε και καταστράφηκε από τους Μογγόλους, μαζί και ο Οίκος της Σοφίας. Πηγές αναφέρουν ότι τα βιβλία ρίχτηκαν στον ποταμό Τίγρη.

Το γεγονός όμως ότι οι παλαιότερες πηγές που σχετίζονται με την καταστροφή τον βιβλίων γράφτηκαν 130 χρόνια μετά μάς βάζει σε σκέψεις. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ένα μέρος των βιβλίων διασώθηκε από τον Νασίρ αλ Ντιν αλ Τουσί, λόγιο της εποχής.

Πηγές

  1. Yusuf C, Did the Mongols Really Destroy the Books of Baghdad (1258)? Examining the Tigris “River of Ink”, Yusuf chaudhary, 2019
  2. Πότε και γιατί καταστράφηκε ο Οίκος της Σοφίας στη Βαγδάτη (φωτό), PRONEWS,2019
  3. Amel Ait-Hamouda, Baghdad’s House of Wisdom: Uniting East and West to pursue knowledge, Middle East Eye, 2023
  4. House of Wisdom, American Museum of Natural History

 

 

 

Παλαιστινιακή Αρχή: Ο πρόεδρος Μαχμούντ Αμπάς όρισε τον πιθανό διάδοχό του

Ο Παλαιστίνιος πρόεδρος Μαχμούντ Αμπάς ονόμασε σήμερα τον έμπιστο συνεργάτη του Χουσέιν αλ Σέιχ αναπληρωτή και πιθανό διάδοχό του, όπως ανακοίνωσε η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ), ένα βήμα που θεωρείται ευρέως πως ήταν απαραίτητο προκειμένου να αμβλύνει τις διεθνείς ανησυχίες για την παλαιστινιακή ηγεσία.

Ο 89χρονος Αμπάς ηγείται της ΟΑΠ και της Παλαιστινιακής Αρχής (ΠΑ) μετά τον θάνατο του βετεράνου ηγέτη Γιάσερ Αραφάτ το 2004 αλλά αντιστεκόταν επί χρόνια σε εσωτερικές αλλαγές περιλαμβανομένου του ορισμού ενός διαδόχου.

Ο Σέιχ, που γεννήθηκε το 1960, είναι βετεράνος της Φάταχ, της κυριότερης παράταξης της ΟΑΠ, η οποία ιδρύθηκε από τον Αραφάτ και της οποίας ηγείται τώρα ο Αμπάς. Θεωρείται ευρέως ρεαλιστής με πολύ στενές σχέσεις με το Ισραήλ.

Ονομάστηκε αντιπρόεδρος της ΟΑΠ μετά την έγκριση του διορισμού του από τον Αμπάς, από την εκτελεστική επιτροπή της οργάνωσης, ανέφερε σε μια ανακοίνωση η ΟΑΠ.

Η μεταρρύθμιση της ΠΑ, η οποία ασκεί περιορισμένη αυτονομία στην κατεχόμενη από το Ισραήλ Δυτική Όχθη, είναι προτεραιότητα για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις μοναρχίες του Κόλπου με την ελπίδα ότι μπορεί να παίξει κεντρικό ρόλο στην επίλυση της ισραηλινοπαλαιστινιακής σύγκρουσης.

Η πίεση για αλλαγή εντάθηκε αφότου ξεκίνησε ο πόλεμος στη Γάζα, όπου η κύρια αντίπαλος της ΟΑΠ, η Χαμάς, πολεμά το Ισραήλ για περισσότερους από 18 μήνες.

Οι ΗΠΑ προωθούν την ιδέα μιας μεταρρυθμισμένης ΠΑ που θα κυβερνά τη Γάζα μετά τον πόλεμο. Οι μοναρχίες του Κόλπου, που θεωρούνται η πιο πιθανή πηγή χρηματοδότησης της ανοικοδόμησης της Γάζας μετά τον πόλεμο, θέλουν επίσης μεγάλες μεταρρυθμίσεις στην ΠΑ.

Έκκληση στη Χαμάς να αφοπλιστεί

Διακηρυγμένος στόχος του Ισραήλ στη Γάζα είναι η καταστροφή της Χαμάς, όμως έχει επίσης αποκλείσει το ενδεχόμενο να δώσει στην ΠΑ οποιοδήποτε ρόλο στην κυβέρνηση εκεί. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου έχει πει πως αντιτίθεται στην ίδρυση παλαιστινιακού κράτους.

Η Χαμάς, που ακολουθεί μια μαχητική ισλαμιστική ιδεολογία, ελέγχει τη Γάζα από το 2007 όταν νίκησε την ΠΑ σε έναν σύντομο εμφύλιο πόλεμο μετά τη νίκη της στις εκλογές την προηγούμενη χρονιά. Διαθέτει επίσης μεγάλη παρουσία στη Δυτική Όχθη.

Σε συνεδρίαση του Κεντρικού Συμβουλίου της ΟΑΠ την Τετάρτη και την Πέμπτη, που ενέκρινε τη θέση του αντιπροέδρου χωρίς να ορίζει κάποιον για τον θώκο, ο Αμπάς έκανε την πιο σαφή μέχρι σήμερα έκκληση στη Χαμάς να αφοπλιστεί εντελώς και να παραδώσει τα όπλα της –και την ευθύνη για τη διακυβέρνηση στη Γάζα– στην ΠΑ.

Η εκτεταμένη διαφθορά, η έλλειψη προόδου προς ένα ανεξάρτητο κράτος και οι αυξανόμενες ισραηλινές έφοδοι στη Δυτική Όχθη υπονόμευσαν τη δημοφιλία της ΠΑ μεταξύ των Παλαιστινίων.

Η ΠΑ ελέγχεται από τη Φάταχ αφότου σχηματίστηκε στις Συμφωνίες του Όσλο με το Ισραήλ το 1993 και διεξήγαγε για τελευταία φορά βουλευτικές εκλογές το 2005.

Ο Σέιχ, που φυλακίστηκε από το Ισραήλ για τις δραστηριότητές του εναντίον της κατοχής την περίοδο 1978-89, εργάστηκε ως ο κύριος σύνδεσμος της ΠΑ με την ισραηλινή κυβέρνηση υπό τον Αμπάς.

Το 2022 ορίστηκε γενικός γραμματέας της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΟΑΠ. Είναι επίσης επικεφαλής του τμήματος διαπραγματεύσεων της οργάνωσης, ένα ευαίσθητο χαρτοφυλάκιο που δείχνει την εγγύτητά του με τον Αμπάς.

Ο τελευταίος τον διόρισε επίσης πρόσφατα επικεφαλής μιας επιτροπής για τις παλαιστινιακές διπλωματικές αποστολές στο εξωτερικό.

Ισχυρή έκρηξη σε λιμάνι του Ιράν με πέντε νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες

Μια τεράστια έκρηξη σε λιμάνι του Ιράν προκάλεσε τον θάνατο τουλάχιστον πέντε ανθρώπων και τον τραυματισμό περισσότερων από 700.

Η έκρηξη σημειώθηκε στις 26 Απριλίου στο λιμάνι Σαχίντ Ρατζαεΐ, στα Στενά του Ορμούζ, συγκλονίζοντας τη βιομηχανική ζώνη γύρω από την εγκατάσταση και στέλνοντας πυκνές στήλες καπνού με κόκκινες και μαύρες αποχρώσεις στον ουρανό.

Η ισχύς του ωστικού κύματος ήταν τόσο μεγάλη που έσπασε τζάμια σε μεγάλη ακτίνα και η έκρηξη ακούστηκε ακόμη και σε νησί που βρίσκεται 16 μίλια νότια του λιμανιού, όπως μετέδωσαν τα ιρανικά μέσα ενημέρωσης.

Η ηγεσία στην Τεχεράνη δεν έχει ακόμη δώσει επίσημη εξήγηση για τα αίτια της έκρηξης στο λιμάνι, το οποίο βρίσκεται λίγο έξω από την πόλη Μπαντάρ Αμπάς, διευκρινίζοντας πάντως ότι το περιστατικό δεν σχετίζεται με τη βιομηχανία πετρελαίου της χώρας.

Ο Μεχντάντ Χασανζαντέχ, τοπικός αξιωματούχος διαχείρισης καταστροφών, δήλωσε στα κρατικά μέσα ενημέρωσης ότι τα σωστικά συνεργεία προσπαθούσαν να προσεγγίσουν την περιοχή, ενώ άλλες ομάδες επιχειρούσαν την εκκένωση του χώρου.

Ο Χοσεΐν Ζαφαρί, εκπρόσωπος του ιρανικού οργανισμού διαχείρισης κρίσεων, συνέδεσε την έκρηξη με κακές συνθήκες αποθήκευσης χημικών ουσιών που βρίσκονταν σε κοντέινερ του λιμανιού.

Παραμένει ασαφές τι ακριβώς προκάλεσε την έκρηξη. Ωστόσο, το λιμάνι είχε προγραμματιστεί να παραλάβει δύο φορτία με υλικό που χρησιμοποιείται στην κατασκευή καυσίμων για ρουκέτες από την Κίνα τους τελευταίους μήνες, σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times τον Ιανουάριο.

Τα φορτία αυτά μετέφεραν περίπου 1.000 τόνους υπερχλωρικού νατρίου το καθένα, ενός βασικού συστατικού για την παραγωγή καυσίμου βαλλιστικών πυραύλων, σύμφωνα με ανάλυση του Ιδρύματος για την Άμυνα των Δημοκρατιών, δεξαμενής σκέψης με έδρα την Ουάσιγκτον, η οποία δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο.

Ένα από τα πλοία που μετέφεραν το υλικό είχε σταθμεύσει στο Μπαντάρ Αμπάς τον Φεβρουάριο, σύμφωνα με διαθέσιμα δεδομένα παρακολούθησης ναυσιπλοΐας, αν και το Ιράν δεν έχει παραδεχτεί επισήμως την παραλαβή των φορτίων.

Τα δεδομένα έδειχναν ότι και τα δύο πλοία βρίσκονταν ανοιχτά του Μπανγκλαντές τη στιγμή της έκρηξης του Σαββάτου.

Τα φορτία αυτά εκτιμάται ότι προορίζονταν για την αναπλήρωση των ιρανικών αποθεμάτων πυραύλων, τα οποία είχαν μειωθεί μετά τις απευθείας επιθέσεις της Τεχεράνης κατά του Ισραήλ πέρυσι, σε υποστήριξη της τρομοκρατικής οργάνωσης Χαμάς.

Η κομμουνιστική Κίνα έχει μακροχρόνια συνεργασία με το ισλαμιστικό καθεστώς της Τεχεράνης, βοηθώντας το Ιράν να παρακάμπτει τις διεθνείς κυρώσεις μέσω ανταλλαγής επενδύσεων σε υποδομές με ιρανικό πετρέλαιο.

Επιπλέον, Κινέζοι πολίτες έχουν κατηγορηθεί τα τελευταία χρόνια από το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης για λαθρεμπόριο εξαρτημάτων που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή όπλων μαζικής καταστροφής προς το Ιράν.

Μέχρι στιγμής, παραμένει ασαφές τι ακριβώς προκάλεσε την ανάφλεξη του καυσίμου. Ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών Αμπάς Αραγτσί είχε δηλώσει νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα ότι οι ιρανικές υπηρεσίες ασφαλείας βρίσκονται σε κατάσταση ύψιστου συναγερμού για ενδεχόμενες ενέργειες σαμποτάζ και δολοφονίες.

Η έκρηξη του Σαββάτου σημειώθηκε ενώ ειδικοί από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ιράν συναντιούνταν στο Ομάν για να διαπραγματευτούν τις λεπτομέρειες νέας συμφωνίας που θα περιορίζει την ικανότητα του Ιράν να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα.

Το υπουργείο Εσωτερικών του Ιράν έχει αναλάβει τη διερεύνηση της υπόθεσης.

Με την συμβολή των Associated Press και Reuters.

ΗΠΑ και Ιράν ξεκίνησαν τεχνικές συνομιλίες για το μέλλον του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος

Ειδικοί από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ιράν πραγματοποίησαν τις πρώτες τους τεχνικές συνομιλίες σχετικά με το μέλλον του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος.

Οι συζητήσεις, που διεξήχθησαν στην πρωτεύουσα του Ομάν, Μουσκάτ, ακολούθησαν δύο υψηλού προφίλ συναντήσεις μεταξύ του Αμερικανού προεδρικού απεσταλμένου Στιβ Γουίτκοφ και του Ιρανού υπουργού Εξωτερικών Αμπάς Αραγτσί τις προηγούμενες εβδομάδες.

Ο υπουργός Εξωτερικών του Ομάν, Μπάντρ αλ-Μπουσαΐντι, ο οποίος είχε μεσολαβήσει στους δύο προηγούμενους γύρους συνομιλιών στη Μουσκάτ και τη Ρώμη, δήλωσε ότι το Ιράν και οι Ηνωμένες Πολιτείες «εντόπισαν μια κοινή φιλοδοξία να επιτύχουν συμφωνία βασισμένη στον αμοιβαίο σεβασμό και σε διαρκείς δεσμεύσεις».

«Βασικές αρχές, στόχοι και τεχνικά ζητήματα συζητήθηκαν όλα», έγραψε ο αλ-Μπουσαΐντι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προσθέτοντας ότι ένας επόμενος γύρος υψηλόβαθμων συνομιλιών έχει προγραμματιστεί προκαταρκτικά για τις 3 Μαΐου.

Σε αντίθεση με προηγούμενες διαπραγματεύσεις, όπου ο Γουίτκοφ και ο Αραγτσί διαπραγματεύονταν έμμεσα με στόχο να καθορίσουν το γενικό περίγραμμα των θέσεών τους, οι συνομιλίες της 26ης Απριλίου περιελάμβαναν και τεχνικό σκέλος, επικεντρωμένο στις πραγματικότητες περιορισμού του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος.

Πέραν του Γουίτκοφ και του Αραγτσί, στην ομάδα της Τεχεράνης συμμετείχε και ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Ματζίντ Ταχτ-ε Ραβαντσί, ενώ την αμερικανική πλευρά εκπροσώπησε ο διευθυντής πολιτικής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Μάικλ Άντον.

Ο Αραγτσί δήλωσε σε συνέντευξή του στη ιρανική κρατική τηλεόραση ότι οι δύο πλευρές αντάλλαξαν γραπτά σημεία κατά τη διάρκεια της ημέρας και χαρακτήρισε τις συνομιλίες «πολύ σοβαρές και επικεντρωμένες στην ουσία».

«Αυτή τη φορά, οι διαπραγματεύσεις ήταν πολύ πιο σοβαρές σε σχέση με το παρελθόν και σταδιακά προχωρήσαμε σε πιο εις βάθος και λεπτομερείς συζητήσεις», είπε.

«Διαφορές εξακολουθούν να υφίστανται τόσο σε βασικά ζητήματα όσο και σε λεπτομέρειες», πρόσθεσε.

Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει θέσει ως προτεραιότητα της εξωτερικής του πολιτικής την αποτροπή απόκτησης πυρηνικών όπλων από την Τεχεράνη, ενώ η κυβέρνησή του έχει εκφράσει προθυμία να επιτρέψει στο Ιράν να διατηρήσει εγκαταστάσεις πυρηνικής ενέργειας, υπό την προϋπόθεση ότι θα σταματήσει τον εμπλουτισμό ουρανίου και δεν θα επιδιώξει την κατασκευή πυρηνικών όπλων.

Το Ιράν διατεινόταν στο παρελθόν ότι το πυρηνικό του πρόγραμμα είχε αποκλειστικά ειρηνικούς σκοπούς, ωστόσο τα τελευταία χρόνια άφησε να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, χωρίς να έχει ακόμη λάβει σχετική απόφαση.

Από το 2018, όταν ο Τραμπ αποχώρησε μονομερώς από μια διμερή πυρηνική συμφωνία που επέβαλλε περιορισμούς στις πυρηνικές του δραστηριότητες, η Τεχεράνη έχει αυξήσει σημαντικά τον εμπλουτισμό ουρανίου σε επίπεδα κοντά σε αυτά που απαιτούνται για την κατασκευή όπλων. Τότε, ο Τραμπ είχε επικρίνει τη συμφωνία ως «μία από τις χειρότερες και πιο μονόπλευρες συμφωνίες στις οποίες έχουν εμπλακεί ποτέ οι Ηνωμένες Πολιτείες», λέγοντας ότι «έδωσε στο ιρανικό καθεστώς υπερβολικά πολλά σε αντάλλαγμα για πολύ λίγα».

Οι ηγέτες των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών έχουν δηλώσει εδώ και χρόνια ότι το Ιράν θα μπορούσε να κατασκευάσει πυρηνικό όπλο μέσα σε λίγες εβδομάδες, αν το αποφάσιζε.

Έκθεση του πυρηνικού παρατηρητηρίου του ΟΗΕ που δημοσιεύτηκε στις αρχές του 2025 υποστήριξε ότι το Ιράν είχε επιταχύνει την παραγωγή εμπλουτισμένου ουρανίου σε τέτοιο βαθμό, ώστε θα μπορούσε να κατασκευάσει περίπου έξι πυρηνικές κεφαλές εφόσον το αποφάσιζε.

Ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις με την Τεχεράνη είναι μια ύστατη προσπάθεια αποτροπής ολοκληρωτικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο χωρών, προειδοποιώντας ότι θα βομβαρδίσει το Ιράν αν δεν περιορίσει το πυρηνικό του πρόγραμμα.

«Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία, θα υπάρξει βομβαρδισμός, και μάλιστα βομβαρδισμός όπως δεν έχουν ξαναδεί ποτέ», έγραψε σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις 30 Μαρτίου.

Δεν είναι σαφές πόσο θα διαρκέσουν οι συνομιλίες. Ένα από τα κύρια σημεία συζήτησης αναμένεται να είναι ο Ερευνητικός Πυρηνικός Αντιδραστήρας της Τεχεράνης.

Οι ιρανικές αρχές ξεκίνησαν τον εμπλουτισμό ουρανίου το 2010 για την τροφοδοσία του αντιδραστήρα αυτού, ο οποίος είχε δοθεί στο Ιράν από τις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1960 για ερευνητικούς σκοπούς.

Ο αντιδραστήρας είχε σχεδιαστεί για να λειτουργεί για 25 χρόνια, ωστόσο η Τεχεράνη κατάφερε, με τη βοήθεια διεθνών εταίρων, να τον μετατρέψει ώστε να λειτουργεί με χαμηλού εμπλουτισμού ουράνιο. Όταν, στα τέλη της δεκαετίας του 2000, το Ιράν εξάντλησε τα αποθέματα χαμηλού εμπλουτισμού ουρανίου, αποφάσισε να παράγει δικό του υψηλού εμπλουτισμού ουράνιο για καύσιμο και δεν εγκατέλειψε ποτέ αυτή την πορεία.

Το Ιράν υπήρξε κάποτε ένας από τους στενότερους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή. Η ιρανική μοναρχία αγόραζε αμερικανικά όπλα και θεωρούνταν από τους Αμερικανούς ηγέτες ως μια αυταρχική αλλά εκσυγχρονιστική δύναμη, που λειτουργούσε ως ανάχωμα στην εξάπλωση του κομμουνισμού.

Η σχέση αυτή τερματίστηκε το 1979, όταν ο Ιρανός μονάρχης διέφυγε και οι ισλαμιστικές δυνάμεις κατέλαβαν την εξουσία. Έκτοτε, η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν αντιτάσσεται στον κοσμικό μοντερνισμό που συνδέεται με τις Ηνωμένες Πολιτείες και καλεί ανοιχτά στην καταστροφή του Ισραήλ και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Οι εντάσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Τεχεράνης έχουν κλιμακωθεί στα πρόθυρα ρήξης τα τελευταία χρόνια, εν μέρει λόγω της οικονομικής και στρατιωτικής υποστήριξης του Ιράν σε τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας, η Χεζμπολάχ στον Λίβανο και οι Χούθι στην Υεμένη.

Η Ιορδανία απαγορεύει τη Μουσουλμανική Αδελφότητα με την κατηγορία συνωμοσίας για την αποσταθεροποίηση της χώρας

Το έθνος της Μέσης Ανατολής, η Ιορδανία, έθεσε εκτός νόμου την ομάδα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, μετά από ισχυρισμούς ότι ορισμένα από τα μέλη της είχαν συνωμοτήσει για να αποσταθεροποιήσουν τη χώρα.

«Έχει αποδειχθεί ότι μέλη της ομάδας λειτουργούν στο σκοτάδι και συμμετέχουν σε δραστηριότητες που θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν τη χώρα», δήλωσε το Υπουργείο Εσωτερικών της Ιορδανίας σε ανακοίνωσή του στις 23 Απριλίου.

«Μέλη της διαλυμένης Μουσουλμανικής Αδελφότητας έχουν παραβιάσει την ασφάλεια και την εθνική ενότητα και έχουν διαταράξει την ασφάλεια και τη δημόσια τάξη».

Η Μουσουλμανική Αδελφότητα, ένα από τα παλαιότερα και πιο ισχυρά ισλαμιστικά κινήματα της περιοχής, αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή στην φερόμενη συνωμοσία.

Το Ισλαμικό Μέτωπο Δράσης (IAF), η πολιτική πτέρυγα της αδελφότητας στην Ιορδανία, είναι το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης της χώρας.

Από το 1992, η IAF λειτουργεί νόμιμα στην Ιορδανία, όπου απολαμβάνει σημαντική λαϊκή υποστήριξη και έχει γραφεία σε διάφορες πόλεις.

Μετά τις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν το 2024, η IAF έγινε το μεγαλύτερο αντιπολιτευτικό μπλοκ στο Κοινοβούλιο της χώρας.

Ωστόσο, οι περισσότερες έδρες στη βουλή εξακολουθούν να κατέχονται από εκπροσώπους πιστούς στη μακροχρόνια δυναστεία των Χασεμιτών της Ιορδανίας, η οποία επί του παρόντος ηγείται ο Βασιλιάς Αμπντουλάχ Β’.

Ο Wael al-Saqqa, γενικός γραμματέας της IAF, αρνήθηκε ότι το κόμμα έχει οποιουσδήποτε οργανωτικούς δεσμούς με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, περιγράφοντας την IAF ως ανεξάρτητο πολιτικό κόμμα που λειτουργεί εντός των ορίων του νόμου.

Μιλώντας νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, ο al-Saqqa ισχυρίστηκε ότι η IAF «δεν έχει καμία σχέση με κανένα άλλο οργανωτικό φορέα, όποιος κι αν είναι αυτός».

Η IAF, είπε, παρέμεινε σταθερά προσηλωμένη «στην τάξη, τον νόμο και τις διατάξεις του συντάγματος».

Παρ’ όλα αυτά, ο υπουργός Εσωτερικών Mazin al-Farayeh δήλωσε στις 23 Απριλίου ότι όλες οι δραστηριότητες που σχετίζονται με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα είχαν απαγορευτεί σε όλη τη χώρα και ότι όποιος κριθεί ότι προωθεί την ιδεολογία της ομάδας θα αντιμετωπίσει δίωξη.

Στο πλαίσιο της απαγόρευσης, σημείωσε, όλα τα γραφεία της IAF θα κλείσουν, ενώ όλα τα περιουσιακά στοιχεία και οι περιουσίες του κόμματος θα κατασχεθούν από το κράτος.

Οι αντίπαλοι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, η οποία είναι επί του παρόντος απαγορευμένη στις περισσότερες αραβικές χώρες, λένε ότι η ομάδα είναι μια επικίνδυνη τρομοκρατική οργάνωση.

Ωστόσο, σύμφωνα με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, η ομάδα αποκήρυξε τη βία πριν από δεκαετίες και τώρα επιδιώκει αποκλειστικά ειρηνικά μέσα για να επιτύχει τους πολιτικούς της στόχους.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ χαιρετά τον Ιορδανό βασιλιά Αμπντουλάχ Β’ μπιν αλ-Χουσεΐν κατά την άφιξή του στον Λευκό Οίκο στις 11 Φεβρουαρίου 2025. (Andrew Harnik/Getty Images)

 

Φερόμενο σχέδιο αποσταθεροποίησης

Σύμφωνα με τον al-Farayeh, μέλη της IAF κατηγορούνται ότι σχεδίαζαν επιθέσεις σε ευαίσθητες τοποθεσίες και στόχους ασφαλείας στην Ιορδανία.

Ωστόσο, δεν κατονόμασε τους στόχους του φερόμενου σχεδίου, το οποίο, όπως είπε, είχε ως στόχο την αποσταθεροποίηση της χώρας.

Την περασμένη εβδομάδα, οι ιορδανικές αρχές συνέλαβαν 16 μέλη του κόμματος με ισχυρισμούς ότι σχεδίαζαν να επιτεθούν σε διάφορους στόχους στην Ιορδανία — με ρουκέτες και drones — αφού είχαν εκπαιδευτεί στον Λίβανο.

Οι αρχές δήλωσαν ότι βρήκαν παράνομες εγκαταστάσεις για την κατασκευή ρουκετών και drones — ισχυρισμοί που η Epoch Times δεν μπόρεσε να επαληθεύσει ανεξάρτητα.

Εκείνη την εποχή, το Γενικό Τμήμα Πληροφοριών της Ιορδανίας δήλωσε ότι το φερόμενο σχέδιο «στόχευε στη βλάβη της εθνικής ασφάλειας, στην πρόκληση χάους και στην πρόκληση υλικής καταστροφής εντός του βασιλείου».

Θεωρούμενη εδώ και καιρό ως βασικός σύμμαχος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, η Ιορδανία φιλοξενεί σήμερα περισσότερους από 3.500 Αμερικανούς στρατιώτες και μια σειρά από αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις.

Με πληθυσμό άνω των 11 εκατομμυρίων, η Ιορδανία μοιράζεται σύνορα με τη Συρία, το Ιράκ, τη Σαουδική Αραβία, το Ισραήλ και την κατεχόμενη από το Ισραήλ Δυτική Όχθη.

Η Ιορδανία φιλοξενεί επίσης εκατομμύρια Παλαιστίνιους πρόσφυγες και τους απογόνους τους, οι περισσότεροι από τους οποίους κατέφυγαν στη χώρα το 1948 — μετά τη δημιουργία του Ισραήλ — και μετά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1967.

Το 1994, η Ιορδανία υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ, καθιστώντας την τη δεύτερη αραβική χώρα που το έκανε αυτό μετά την Αίγυπτο.

Τα τελευταία χρόνια, η ιορδανική κυβέρνηση έχει καταπιέσει τους πολιτικούς αντιπάλους —και τους απλούς πολίτες— χρησιμοποιώντας νομοθεσία που στοχεύει στην καταστολή της διαφωνίας, σύμφωνα με διεθνείς οργανώσεις υπεράσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η κυβέρνηση λέει ότι ανέχεται τον δημόσιο λόγο που δεν υποκινεί τη βία.

Με πληροφορίες από το Reuters και το Associated Press.

Δώδεκα νεκροί από αμερικανική αεροπορική επιδρομή στη Σαναά, σύμφωνα με τους Χούθι

Τουλάχιστον 12 άνθρωποι σκοτώθηκαν και ακόμη 30 τραυματίστηκαν από αμερικανική αεροπορική επιδρομή στην πρωτεύουσα της Υεμένης, Σαναά, όπως ανακοίνωσαν υγειονομικές αρχές που ελέγχονται από το κίνημα των Χούθι.

Σύμφωνα με δήλωση του υπουργείου Υγείας που τελεί υπό τον έλεγχο των Χούθι, η επίθεση σημειώθηκε τη νύχτα της 20ής προς την 21η Απριλίου, με τις αμερικανικές δυνάμεις να πλήττουν την αγορά στη συνοικία Φάρουα. Η εκτίμηση των απωλειών, πάντως, χαρακτηρίζεται προκαταρκτική και δεν έχει καταστεί δυνατό να επαληθευτεί ανεξάρτητα.

Το τηλεοπτικό δίκτυο Al-Masirah, που ανήκει στους Χούθι, μετέδωσε πλάνα τα οποία, όπως υποστήριξε, απεικονίζουν τις ζημιές από την επίθεση και τις προσπάθειες διάσωσης και περίθαλψης των τραυματιών. Σε ένα από τα βίντεο φαίνεται να περιλαμβάνεται και ένα μικρό παιδί ανάμεσα στα θύματα.

Η αμερικανική Κεντρική Διοίκηση δεν παρείχε περαιτέρω λεπτομέρειες για το πλήγμα στη Σαναά, ούτε δημοσιοποίησε δική της εκτίμηση για τις συνέπειες της επιχείρησης.

Οι ΗΠΑ πραγματοποιούν συστηματικές επιθέσεις κατά στόχων σε περιοχές της Υεμένης που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των Χούθι για περισσότερο από έναν μήνα. Οι επιχειρήσεις εντάσσονται σε προσπάθεια να περιοριστεί η στρατιωτική ικανότητα της οργάνωσης και να αποτραπούν νέες επιθέσεις με drone και πυραύλους κατά του Ισραήλ ή της διεθνούς ναυσιπλοΐας στην περιοχή.

Οι Χούθι, που έχουν επαναταξινομηθεί πρόσφατα από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ως ξένη τρομοκρατική οργάνωση, άρχισαν να εξαπολύουν επιθέσεις το φθινόπωρο του 2023, μετά την έναρξη του πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας. Υποστηρίζουν ότι ενεργούν «σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τον παλαιστινιακό λαό» και δηλώνουν αποφασισμένοι να συνεχίσουν όσο διαρκούν οι εχθροπραξίες στην περιοχή.

Οι επιθέσεις των Χούθι συνεχίστηκαν με διαλείμματα καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023 και του 2024. Κατά το διάστημα αυτό, οι αμερικανικές δυνάμεις συμμετείχαν στην αναχαίτιση επιθέσεων κατά εμπορικών πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα και από τον Ιανουάριο 2024 άρχισαν να πλήττουν απευθείας θέσεις των Χούθι.

Όταν επιτεύχθηκε προσωρινή κατάπαυση του πυρός μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς, οι Χούθι ανέστειλαν προσωρινά τις επιθέσεις τους και οι ΗΠΑ περιόρισαν τις στρατιωτικές τους ενέργειες. Όμως, στα μέσα Μαρτίου, καθώς η εκεχειρία στη Γάζα άρχισε να καταρρέει, οι Χούθι απείλησαν με επανάληψη των επιθέσεων. Ως απάντηση, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έδωσε εντολή για επανέναρξη των αεροπορικών πληγμάτων στις 15 Μαρτίου.

Το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων της Υεμένης, Saba, μετέδωσε ότι ακολούθησαν νέες επιδρομές σε περιοχές των Αμράν, Χοντέιντα, Μαρίμπ και Σααντά, οι οποίες επίσης τελούν υπό τον έλεγχο των Χούθι. Από το 2014, οπότε και κατέλαβαν τη Σαναά, οι αντάρτες έχουν αποκτήσει επιρροή σε πολλούς κρατικούς θεσμούς, μεταξύ αυτών και το ειδησεογραφικό πρακτορείο Saba.

Οι Χούθι εξακολουθούν να ελέγχουν περιοχές όπου ζει περίπου το 80% του πληθυσμού των 32 εκατομμυρίων της Υεμένης.

Την περασμένη εβδομάδα, οι ΗΠΑ εξαπέλυσαν επιθέσεις και στο λιμάνι Ρας Ίσα της Χοντέιντα. Σύμφωνα με την αμερικανική Κεντρική Διοίκηση, το λιμάνι συνεχίζει να προμηθεύει καύσιμα, διατηρώντας σημαντική πηγή εσόδων για την οργάνωση, παρά τον τρομοκρατικό χαρακτηρισμό της.

Τέλος, το πρακτορείο Saba μετέδωσε ότι από την αεροπορική επιδρομή της 17ης Απριλίου στο εν λόγω λιμάνι σκοτώθηκαν 80 άνθρωποι και τραυματίστηκαν άλλοι 150.

Ισραήλ: Ακύρωση θεωρήσεων εισόδου για 27 Γάλλους πολιτικούς και αξιωματούχους

Το Ισραήλ ακύρωσε τις θεωρήσεις εισόδου 27 Γάλλων βουλευτών και τοπικών αξιωματούχων της Αριστεράς, οι οποίοι επρόκειτο να επισκεφθούν τη χώρα και τα παλαιστινιακά εδάφη το Σαββατοκύριακο.

Σύμφωνα με τη Haaretz, τα μέλη της αντιπροσωπείας —κυρίως από το Οικολογικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας— χαρακτήρισαν την απόφαση του Ισραήλ «συλλογική τιμωρία» και κάλεσαν τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν να αναλάβει δράση.

Όπως ανέφεραν, είχαν προσκληθεί για πενθήμερη επίσκεψη από το γαλλικό προξενείο στην Ιερουσαλήμ, ενώ οι θεωρήσεις τους είχαν εγκριθεί εδώ και έναν μήνα. Σκοπός του ταξιδιού ήταν, όπως δήλωσαν, η ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας και της «κουλτούρας ειρήνης», σύμφωνα με την Times of Israel.

Η αντιπροσωπεία επρόκειτο να φτάσει στο Ισραήλ στις 20 Απριλίου, αλλά τρεις ημέρες νωρίτερα ενημερώθηκε για την ακύρωση των θεωρήσεων, όπως δήλωσε στη Haaretz η Καμίλ Ναζέ, δημοτική σύμβουλος στο Παρίσι και μέλος των Οικολόγων.

Η επίσκεψή τους συνέπιπτε με την παγκόσμια «Ημέρα Οργής» που είχε προγραμματιστεί για τις 22 Απριλίου από φιλοπαλαιστινιακές οργανώσεις ανά τον κόσμο. Η ισραηλινή κυβέρνηση είχε προειδοποιήσει για τον κίνδυνο βίαιων επεισοδίων και εξέφρασε ανησυχίες ότι τρομοκράτες ενδέχεται να εκμεταλλευτούν τις διαδηλώσεις ως κάλυψη για επιθέσεις. Παράλληλα, κάλεσε τους Ισραηλινούς του εξωτερικού να είναι σε επαγρύπνηση και να αποφεύγουν την επίδειξη εθνικών συμβόλων.

Ο Εμανουέλ Μακρόν είχε δηλώσει στις 9 Απριλίου ότι η Γαλλία ενδέχεται να αναγνωρίσει παλαιστινιακό κράτος έως τον Ιούνιο, ενδεχομένως στο πλαίσιο αμοιβαίας αναγνώρισης με άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής προς το Ισραήλ. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου είχε εκφράσει έντονη αντίθεση, σημειώνοντας —σύμφωνα με την Times of Israel— ότι μια τέτοια ενέργεια, μετά τις σφαγές της 7ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς, θα αποτελούσε «τεράστια επιβράβευση της τρομοκρατίας».

Το Υπουργείο Εσωτερικών του Ισραήλ επικαλέστηκε νομοθεσία που επιτρέπει την απαγόρευση εισόδου σε άτομα που θεωρείται ότι μπορεί να ενεργήσουν κατά του κράτους, όπως μετέδωσε η Times of Israel. Στις 21 Απριλίου, η Epoch Times επικοινώνησε με το υπουργείο για επιβεβαίωση, χωρίς μέχρι στιγμής να έχει λάβει απάντηση. Ο εκπρόσωπος του πρωθυπουργικού γραφείου, Ντέιβιντ Μένσερ, δεν αναφέρθηκε στο ζήτημα κατά τη διάρκεια διαδικτυακής συνέντευξης Τύπου την ίδια ημέρα.

Ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν ανταλλάσσει χειραψία με τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο δίπλα στον ειδικό απεσταλμένο των ΗΠΑ Στιβ Γουίτκοφ και τον υπουργό Ευρώπης και Εξωτερικών Υποθέσεων της Γαλλίας Ζαν-Νουέλ Μπαρό, στις 17 Απριλίου 2025. (Ludovic Marin/AFP μέσω Getty Images)

Στην αποστολή συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, οι βουλευτές της Εθνοσυνέλευσης Φρανσουά Ρουφέν, Αλεξί Κορμπιέρ και Ζιλί Οζέν από το Οικολογικό Κόμμα, η γερουσιαστής του Κομμουνιστικού Κόμματος Μαριάν Μαρζάτ και η βουλευτής Σομέ Μπουρουαχά. Οι υπόλοιποι ήταν δήμαρχοι και τοπικοί σύμβουλοι από την αριστερά. Σύμφωνα με την Times of Israel, οι 17 από τους 27 ανήκαν σε ένα από τα δύο κόμματα.

Στην ανακοίνωσή τους, τα μέλη της αποστολής έκαναν λόγο για «σοβαρή ρήξη στις διπλωματικές σχέσεις» και υποστήριξαν ότι η απόφαση του Ισραήλ «οφείλει να έχει συνέπειες». Σημείωσαν, επίσης, ότι τα δύο κόμματα υποστηρίζουν επί δεκαετίες την αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους.

Δεν είναι η πρώτη φορά που το Ισραήλ μπλοκάρει την είσοδο ξένων πολιτικών. Νωρίτερα τον Απρίλιο, δύο Βρετανίδες βουλευτές —η Γιουάν Γιανγκ και η Αμπτισάμ Μοχάμεντ— κρατήθηκαν στο αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν και απελάθηκαν. Η βρετανική κυβέρνηση χαρακτήρισε την κίνηση «απαράδεκτη». Αντίστοιχα, τον Φεβρουάριο, αποτράπηκε η είσοδος στην Ισραήλ δύο ευρωβουλευτών από την Αριστερά —της Ρίμα Χασάν και της Ιρλανδής Λιν Μπόιλαν.